© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Αθήνα 1956: Το καρότσι του βιβλιοπώλη Κώστα Νικολάκη
Κωδικός Ιστορίας
13520
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Χρήστος Νικολάκης (Χ.Ν.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
31/10/2022
Ερευνητής/τρια
Αναστασία Καραδημήτρη (Α.Κ.)
[00:00:00]Είμαι η Αναστασία Καραδημήτρη, ερευνήτρια στο Istorima. Είναι 1η Νοεμβρίου. Βρισκόμαστε στην «Πλατεία Βικτωρίας», για να πούμε ιστορίες για το παρελθόν της πλατείας. Βρίσκομαι… θέλετε να πείτε το όνομά σας;
Είναι το παλαιοβιβλιοπωλείο και βιβλιοπωλείο του Κωστή Νικολάκη στην «3ης Σεπτεμβρίου 91», από τα παλαιότερα στέκια της περιοχής.
Ωραία. Και εσείς είστε ο…
Εγώ είμαι ο Χρήστος Νικολάκης, δεύτερη γενιά Νικολάκηδων, βιβλιοπωλών και εκδοτών.
Και θέλετε να μου πείτε λίγα πράγματα για την ιστορία αυτού του ανθρώπου;
Ο Κώστας Νικολάκης ξεκίνησε το βιβλίο από το 1956, πουλώντας βιβλία με το όχι… όχι βιβλία μάλιστα. Πούλαγε διάφορα πράγματα. Είχε ένα καρότσι και πούλαγε διάφορα πράγματα, αλλά τελικά κόλλησε με το βιβλίο, γιατί το βιβλίο του άρεσε και σαν αντικείμενο και σαν την όλη κουλτούρα του βιβλίου ας πούμε. Οπότε, όταν, πια, τα κλαπατσίμπαλα, λοιπά ρούχα και διάφορα που πούλαγε στο καρότσι φύγανε, έμεινε μόνο το βιβλίο. Το οποίο, αφού περιφέρθηκε και σε διάφορες περιοχές και γωνιές της Αθήνας, τελικά, κατέληξε στη γωνία «Χέυδεν» και «Πατησίων».
Θέλετε να μου πείτε τί εικόνα είχαν οι περαστικοί σε εκείνη τη γωνία ας πούμε;
Εκεί, λοιπόν, εμφανίστηκε ένα καρότσι από το πουθενά κάποια στιγμή, γύρω στο ’62-’63. Γύρω στο ’62, εμφανίστηκε λοιπόν το καρότσι του βιβλιοπώλη, το οποίο κυκλοφορούσαν διάφορα μυθεύματα για το ποιος είναι ο Κώστας Νικολάκης. Αλλά ο Κώστας Νικολάκης, τελικά, ήταν ένας απλός άνθρωπος, ο οποίος προσπαθούσε να βιοποριστεί και να μεγαλώσει την οικογένειά του.
Πολύ ωραία.
Η διαφορά με το καρότσι ήταν ότι έβαζε βιβλίο Α διαλογής και ποιότητας, που σήμαινε ότι, τελικά, είχε γίνει ορόσημο της Αθήνας το βιβλιοπωλείο, με αποτέλεσμα όλοι οι εκδότες, μόλις βγάζανε βιβλίο καινούργιο, το πηγαίναν στο βιβλιοπωλείο του Νικολάκη, για να σφυγμομετρήσουνε τη δυναμική του βιβλίου.
Γιατί όλοι από κει πέρα-
Όλοι από εκεί πέρα περνάγανε. Επειδή ήταν πέρασμα… και τότε ήταν και αλλιώς η περιοχή. Ήταν μια καθαρά αστική περιοχή η Βικτώρια, με τις σχολές, τα θέατρα, όλα αυτά και μάζευε κόσμο απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ!
Και δηλαδή, ένας περαστικός… μπορείτε να περιγράψετε τη φιγούρα… την ατμόσφαιρα που βίωνε σε αυτή την γωνία;
Η ατμόσφαιρα ήταν όπως σας είπα, το καρότσι, το οποίο, συνήθως, δούλευε πιο πολύ το βράδυ, γιατί ο Κώστας Νικολάκης δούλευε το πρωί σε άλλη δουλειά,. Ήτανε τσιγκογράφος στο επάγγελμα. Δεν ξέρω αν έχετε υπόψη σας περί τσιγκογραφίας-
Η οποία είναι τέχνη-
Είναι παλιά τέχνη, η οποία εκλείπει σιγά-σιγά. Δούλευε τσίγκους. Αλλά τότε δουλεύανε πολλά πράγματα στη τσιγκογραφία. Και κλισέ και για εξώφυλλα βιβλίων και για οτιδήποτε τυπωνότανε.
Και από πού έμαθε αυτή την τέχνη;
Αυτή την τέχνη την έμαθε από τον Γιάννη τον Λάιο, στον οποίο πήγε παραγιός μικρός και έμεινε εκεί μέχρι πολύ αργά, μέχρι που το ‘κλεισε ο Λάιος το τσιγκογραφείο, γύρω στο ’70. Έτσι, λοιπόν, εμφανίστηκε η φιγούρα που είπαμε, ο Νικολάκης με το μούσι, που είχε το καρότσι στην «3η Σεπτεμβρίου» και «Χέυδεν» γωνία και πούλαγε όλων των ειδών τα βιβλία.
Και μέσα σε μία εποχή-
Φυσικά, σε εκείνη την εποχή, όπως καταλαβαίνετε, υπήρχε μεγάλη ζήτηση για πολιτικό βιβλίο, το οποίο, κάποια στιγμή, κηρύχθηκε και παράνομο. Ο Νικολάκης, παρόλα αυτά, πούλαγε και παράνομο βιβλίο στους διάφορους που ψάχνανε. Και το συνθηματικό ήτανε: «Έχεις Λουντέμη;». «Κάτι θα κάνουμε!» ήταν η απάντηση. Και με τον Λουντέμη μαζί έβγαζε και τα διάφορα. Ήταν το συνθηματικό για την περιοχή και την εποχή ας πούμε. Και όλοι πηγαίνανε λοιπόν και ζητάγανε Λουντέμη τελικά! Βέβαια, αυτό, όπως καταλαβαίνετε, έπεσε και στα αυτιά των Αρχών κάποια στιγμή και άρχισε το κυνήγι. Με αποτέλεσμα, γύρω στο ’70, του κατασχέσαν, τελικά, την άδεια. Πούλαγε «Θεμέλιο»… διάφορες απαγορευμένες εκδόσεις, που τις αποσύρανε οι εκδότες, εντός εισαγωγικών, αλλά τελικά καταλήγανε, πάλι, στην πιάτσα και στο διψασμένο κόσμο για μάθηση.
Έτσι ακριβώς.
Κατόπιν, μετά, το ’72, άνοιξε το βιβλιοπωλείο εδώ πέρα, το οποίο υφίσταται από τότε μέχρι σήμερα. Πάλι, είχε έτσι την ίδια φιλοσοφία. Και στο παλιό και στο καλό βιβλίο και στο πολιτικό βιβλίο φυσικά. Αποτέλεσμα, να γίνει ένα σημείο αναφοράς για την περιοχή ας πούμε. Ίσως και ακόμα περισσότερο και από το καρότσι.
Πριν πάμε σε αυτό το ιστορικό βιβλιοπωλείο, στο καρότσι. Κάπου μες στο βιβλίο διάβασα μία ιστορία, στην καθαρεύουσα γραμμένη, σχετικά με το παπούτσι, που κρατούσε σαν σταντ το καρότσι και ήταν απ’ την αριστερή πλευρά.
Αυτά, όπως καταλαβαίνετε, μέσα στο καρότσι, πέραν των γεγονότων που κάποιοι αναφέρουν, είναι και επηρεασμένα, φυσικά, συναισθηματικά από τους διάφορους γράφοντες και υπάρχει και λίγο το στοιχείο της μυθοπλασίας, γιατί όλα αυτά δημιουργούσαν ένα μύθο και μία κατάσταση γύρω από τον Νικολάκη και το καρότσι.
Θέλετε να μου περιγράψετε πώς μαζευόντουσαν γύρω, που λένε ότι είχε γίνει ένα κινούμενο στέκι ας πούμε;
Ναι, ήταν ένα κινούμενο στέκι, γιατί άλλαζε! Πήγαινε στην πάνω γωνία, στην κάτω γωνία. Όταν έβρεχε, έμπαινε μέσα στη στοά, μαζί με το καρότσι και τα βιβλία. Και όλα αυτά, φυσικά, ακολουθούμενα από το λουξ το φως, τη λάμπα λουξ.
[00:05:00]Και τί κόσμος, έτσι, περιτριγύριζε αυτό το καρότσι;
Διάφορος κόσμος. Από όλους τους παλαιούς, γνωστούς συγγραφείς και επαΐοντες. Τώρα, μην πούμε ονόματα. Είναι άπειροι που έχουν περάσει από εκεί. Από Ρένο Αποστολίδη, από Θωμά Γκόρπα, Καραβασίλης. Τι να σας πω. Όποιο και να σας πω λίγοι είναι. Ο Αντρέας ο Μπάρκουλης, ηθοποιοί πολλοί. Όλος ο κόσμος που κυκλοφορούσε, τότε, στην περιοχή και στην πλατεία ας πούμε.
Και εκείνα τα χρόνια ήτανε και σωτήριο να βρίσκεις ανθρώπους που μπορείς να συνδιαλέγεσαι-
Βέβαια! Kαι απέναντι ήταν και το καφενείο του Μήτσου, το οποίο είχε και συνθηματικό. «Μήτσο: Πιάσε δύο!» και έρχονταν τα κονιάκ κατευθείαν εκείνη την εποχή. Ειδικά τα κρύα βράδια του χειμώνα, γιατί το κράταγε μέχρι αργά, 23:30-00:00. Ανάλογα τη δυναμική και τον κόσμο που είχε κάθε φορά.
Και ήταν πραγματικά «στόχος» δηλαδή; Υπήρχαν άνθρωποι από την Ασφάλεια-
Ναι, κάποια στιγμή, σας είπα, λόγω του πολιτικού βιβλίου, το οποίο διακινούσε. Αρχίσανε και τον παρακολουθούσαν σιγά-σιγά, μέχρι που τελικά, με ό,τι στοιχεία μάζεψαν, τον κυνηγήσαν και κατάφεραν και του το κλείσαν, του πήραν την άδεια και τα λοιπά.
Αλλά, εν τέλει, βρισκόμαστε εδώ, γιατί ήταν το επόμενο βήμα μέσα στην ατυχία.
Το επόμενο βήμα ήταν, λοιπόν, το βιβλιοπωλείο, αλλά, πριν το βιβλιοπωλείο, ο Κώστας ο Νικολάκης, από το καρότσι, είχε ξεκινήσει, δειλά-δειλά, κάποιες εκδόσεις και είχε βγάλει πρωτοποριακά για την εποχή βιβλία, όπως ήτανε του Ιωνά Κον «Οι πρωτοπόροι φιλόσοφοι», όπως ήταν «Η οικογένεια Ορλώφ» του Γκόρκυ…
Τα ποιήματα του Ελυάρ-
Τα ποιήματα του Ελυάρ, που ήτανε μετάφραση του Καραβασίλη και διάφορα άλλα βιβλία. Όχι πολλά πράγματα. Λίγα. Δειλά. Φυσικά, αυτή η προσπάθεια πήγε “φούντο”, όπως και όλο μαζί το καρότσι ας πούμε.
Ισχύει ότι το έκαψε στο τζάκι;
Το καρότσι; Ναι, το ‘καψε, τελικά, στο τζάκι! Τα ξύλα του, ο σκελετό. Εν πάση περιπτώσει, ήτανε κι αυτό μια θλιβερή ιστορία, το οποίο, όμως, το είχε πολλά χρόνια εκεί πέρα και το κοίταγε, μη θέλοντας να το καταστρέψει. Αλλά, τελικά, πήγε η καρδιά του. Καταστράφηκε. Το έκαψε στο τζάκι, μια νύχτα κρύα του χειμώνα, που μάλλον θα του είχανε τελειώσει τα ξύλα!
Αλλά, εν τέλει, παρά αυτό το γεγονός, είχαμε την επόμενη συνέχεια! Αυτό εδώ το ιστορικό-
Η συνέχεια ήταν αυτό εδώ το βιβλιοπωλείο, το οποίο, όπως σας είπα, έγινε και αυτό ιστορικός χώρος τελικά, γιατί μαζευόταν εδώ όλος ο πνευματικός κόσμος της Αθήνας κατά καιρούς και φυσικά η σύνθεση άλλαζε πάντα. Πάντα, υπήρχε κάποιο αλκοόλ. Ένα κρασί συνοδευτικό, ένα κονιάκ, ένα μπουκάλι ουίσκι ή ένα τσίπουρο. Ανάλογα. Και μέσα στο πνεύμα κυλούσε και το οινόπνευμα, το οποίο δυνάμωνε τις συζητήσεις και τις οδηγούσε, φυσικά, όπως καταλαβαίνεις, σε διαφορές κατευθύνσεις.
Ναι, ο κύριος Μένης Κουμανταρέας είπε: «Θα στήσουμε μες στη Δικτατορία ένα στέκι αμαρτωλών και κλεφτών». Και κάπου αλλού είχα βρει ένα πολύ ωραίο… εσείς από πόσο χρονών έχετε αναμνήσεις απ’ αυτά;
Από πάντα. Από πάντα, θυμάμαι τον εαυτό μου μέσα σε βιβλία.
Ναι, ε;
Ναι, πάντα. Και λόγω του καροτσιού βέβαια, αλλά και λόγω του χώρου, που είναι περιορισμένος ας πούμε, πολλές φορές, ο Νικολάκης κουβαλούσε κάποια παρτίδα βιβλία που είχε πάρει, κάποια βιβλιοθήκη, κάποιο stock ας πούμε, στο σπίτι, με αποτέλεσμα να γεμίζουν αυλές, βεράντες, μπαλκόνια, τα πάντα όλα ας πούμε. Οπότε, θυμάμαι τον εαυτό μου, από πάντα, μες στα βιβλία. Και μάλιστα, θυμάμαι, γύρω στο ’75, που άλλαξε το σχήμα της η «Εστία», στη λογοτεχνία, που από το μεγάλο σχήμα πήγε στο μικρό, την κλασική σειρά που έχει τώρα, τα δεμένα ας πούμε. Και είχανε κάνει μία συμφωνία με την Καραϊτίδου. Είχε πάρει ο Νικολάκης όλα τα βιβλία, όλο το stock της «Εστίας», το οποίο μιλάμε για κάποια φορτηγά βιβλία ας πούμε. Καταλαβαίνετε τί γινότανε! Και εγώ περιφερόμουνα, φυσικά, εκείνη την εποχή, μέσα στα βιβλία. Χαμός! Βέβαια, είχανε κάνει μία συμφωνία. Του είχε πει η Καραϊτίδου και την τήρησε ο Νικολάκης, προς τιμήν του, ότι δεν θα πουλήσει ποτέ χοντρική από αυτά τα βιβλία. «Μπορείς να πουλάς στο μαγαζί σε ό,τι τιμές θες -γιατί τα ‘χε δώσει και σε μία πολύ καλή τιμή ας πούμε- αλλά σε παρακαλώ…» και ήταν αυτή η συμφωνία ας πούμε, ότι δε θα πουλήσει ποτέ χοντρική. Και την οποία την τήρησε στο έπακρο ο Κώστας ο Νικολάκης, πουλώντας Καραγάτση, πρώτες εκδόσεις, στο καρότσι με 5 ευρώ ας πούμε.
Kαι τότε, στο καρότσι, πού έβρισκε αυτά τα βιβλία; Δηλαδή πώς ξεκίνησε η όλη ιδέα;
Από τους εκδότες. Πήγαινε ψώνιζε. «Τί βγήκε παιδιά καινούργιο;». Έβαζε stock, πούλαγε, μέχρι που σας είπα ότι έγινε το σφυγμόμετρο των εκδοτών-
Της Αθήνας-
Των Ελλήνων εκδοτών ουσιαστικά, γιατί και με Θεσσαλονικιούς εκδότες συνεργαζότανε ας πούμε, όπως ήταν ο Σαλίβερος παλιά, όπως ήταν διάφοροι. Εν πάση περιπτώσει. Και αυτό, τελικά, έγινε ένα σφυγμόμετρο. Δηλαδή, αν πούλαγε στο καρότσι σου Νικολάκη το βιβλίο, θα πούλαγε και στα βιβλιοπωλεία. Ήταν, δηλαδή, το στάνταρ σημείο «μέτρησης πώλησης» ενός βιβλίου!
Εσάς σας έπαιρνε μαζί στο καρότσι;
[00:10:00]Εγώ ήμουνα πολύ μικρός τότε. Το καρότσι το σταμάτησε το ’70. Εγώ έχω γεννηθεί το ’68, οπότε ήμουνα πολύ μικρός.
Άρα, οι πρώτες γερές αναμνήσεις είναι από εδώ μέσα;
Ναι, βασικά από δω μέσα.
Μπορείτε να μου δώσετε, έτσι, την ατμόσφαιρα;
Βιβλία άπειρα, κόσμος πολύς. Έμπαινε, έβγαινε. Καπνοί, γιατί κάπνιζε ο κόσμος τότε. Όπως καταλαβαίνετε, εδώ πέρα, επειδή ήτανε και στέκι, πάντα υπήρχε ένα σύννεφο καπνού στην ατμόσφαιρα, μέσα από το οποίο αναδυόντανε συγγραφείς και βιβλία.
Ο ίδιος απήγγειλε;
Φυσικά. Μαζευόνταν εδώ… γι’ αυτό φτιάξανε και την ανθολογία, αργότερα, με τον Γιώργο το Μαρκόπουλο, «Τα ποιήματα που αγαπήσαμε», το οποίο βιβλίο έχει φτιαχτεί με βασικό κριτήριο ποιήματα που διαβάζανε και απαγγείλανε εδώ πέρα, που τους αρέσανε. Δεν ήταν, δηλαδή, το κριτήριο αν είναι καλός ή κακός ποιητής, αν είναι φτασμένος ή μη, αν είναι καινούργιος ή παλιός. Ήτανε ποιήματα που τους αρέσανε. Και μαζευόντουσαν όλοι και διαβάζανε ποίηση τα απογεύματα. «Τα κρύα απογεύματα του χειμώνα, που πελάτης κάνεις δεν έμπαινε», όπως λέει και ο Κώστας Νικολάκης. Και μαζευόταν εδώ η παλιοπαρέα…
Ωραία, συνεχίζουμε. Έχετε στο νου σας, έτσι, κάποια χαρακτηριστική ιστορία από το καρότσι που σας έχει αφηγηθεί ο ίδιος; Κάποια, ίσως, χαρακτηριστική του μέρα στο καρότσι;
Θα σας πω μία ιστορία απείρου κάλλους! Μία χαρακτηριστική ιστορία από το καρότσι, γιατί δεν ήτανε μόνο καλοί πελάτες και βιβλιόφιλοι που ψωνίζανε. Ήτανε διάφοροι τύποι. Οπότε, ένα ωραίο απόγευμα είναι ο Κώστας εκεί πέρα, η γνωστή η κατάσταση. Σταματάει μία Μερσεντάρα κούρσα, γυαλισμένη της εποχής, απαστράπτουσα, κατεβαίνει ένας τύπος και του λέει: «Φίλε, έχεις παλιά βιβλία χοντρά δεμένα;». «Τι θέλεις -του λέει- ακριβώς;». Λέει: «Θέλω βιβλία ύψος 30 πόντους, 7 μέτρα και 10 πλάτος, να καλύψω ένα ράφι!». Του λέει ο Κώστας «Δεν ψωνίζει έτσι ο κόσμος!». Του λέει: «Δεν με νοιάζει. Με νοιάζει να έχουν ωραίο δέσιμο, να τα βάλω εκεί στο ράφι πάνω». Κάποιος νεόπλουτος ήτανε προφανώς. Είχε φτιάξει το φοβερό σπίτι με τα μάρμαρα και λοιπά και είχε ένα πολύ ωραίο μαρμάρινο ράφι στο γραφείο του, το οποίο ήθελε να γεμίσει με βιβλία, τα οποία δεν τον ενδιέφερε καν τι βιβλία θα ‘ναι. Το σκέφτεται λίγο ο Κώστας του λέει: «Θα σου πω». «Ωραία», του λέει. «Πάρε με τηλέφωνο. Θα περάσω πάλι». Δεν θυμάμαι τώρα τι συνεννόηση είχε γίνει, γιατί την είχε πει πολλές φορές την ιστορία, διανθισμένη με διάφορες παραμέτρους! Εν πάση περιπτώσει, ξαναπερνάει, μετά από μερικές μέρες, του λέει: «Κώστα, βρήκες τίποτα;». «Βρήκα!», λέει! «Έχω μία πολύ ωραία σειρά: “Νομικό Βήμα!”» ή κάτι αντίστοιχο, κάποιο νομικό περιοδικό που έβγαινε, το οποίο το έδενε κάποιος δικηγόρος, όπως όλοι οι δικηγόροι και του λέει: «Είναι 130 τόμοι. Θέλω ένα Χ ποσό», που συμφώνησαν εκείνη την εποχή. Του λέει ο άλλος «Να το δω». Του βγάζει έναν τόμο από την αποθήκη, που είχε εκεί παραδίπλα, μία νοικιασμένη αποθήκη. Του δίνει τον τόμο, του βγάζει ο τύπος το μέτρο, το μετράει, του λέει: «Μου κάνει το ύψος. Πρέπει να δούμε και το μήκος όμως!». Εν πάση περιπτώσει, αφού είχανε ψιλοσυμφωνήσει το νούμερο, ξεκινάει ο Κώστας και αρχίζει και βγάζει βιβλία απ’ την αποθήκη! Και βγάζει βιβλία από την αποθήκη και βγάζει βιβλία από την αποθήκη… ο τύπος είχε πάρει το πακέτο, τον «Άσσο» σκέτο το χάρτινο και το στυλό και σημείωνε πάνω, μέτραγε το πλάτος των βιβλίων! Μέτραγε και σημείωνε. Μόλις φτάνουν στα 7 και 10 μέτρα, του λέει του Νικολάκη «Φρένο! Τόσα θέλω». Του λέει ο Νικολάκης «Αφού συμφωνήσαμε, θα την πάρεις όλη τη σειρά!». Εν πάση περιπτώσει, η σειρά ήταν κάνα μέτρο παραπάνω. Δεν τα χαλάσανε και φύγανε και οι δύο ευχαριστημένοι! Και ο Νικολάκης γιατί ξεσαβούρωσε την αποθήκη του και ο άλλος γιατί έφτιαξε ένα πολύ ωραίο ράφι με καταπληκτικούς δερματόδετους τόμους και είχε να καμαρώνει για την ωραία του βιβλιοθήκη! Έτσι, μία ευτράπελη ιστορία ας πούμε! Πολλές. Πολλές ιστορίες! Δεν τις θυμάμαι πια ας πούμε. Λέγανε και λέγανε και λέγανε… γι’ αυτό, τους έβαλε και κάποια στιγμή του λέγανε «Κώστα, τα θυμάσαι τα παλιά τότε στο καρότσι;». Λέει: «Εγώ τα θυμάμαι. Εσύ τα θυμάσαι;». «Ναι!». «Γράφτα!». Και έτσι βγήκε το βιβλίο με τις εκθέσεις των παιδιών για το καρότσι. Το οποίο σας είπα και πάλι. Είναι μία καθαρά συναισθηματική κατάθεση από συγγραφείς και μη και ζωγράφους, οι οποίοι πώς βιώσανε το καρότσι εκείνη την εποχή ας πούμε. Πολλοί μείναν απ’ έξω. «Ρε Κώστα, εμένα γιατί δεν μου ‘πες να γράψω;». «Γράψε και θα βγάλουμε το δεύτερο τόμο!». Τώρα, σιγά-σιγά, προσπαθώ πάλι, όσοι έχουν απομείνει από τους παλιούς και θυμούνται, να μαζέψω κάποιες ιστορίες, μήπως καταφέρουμε τελικά και βγάλουμε το δεύτερο τόμο του «Καροτσιού». Το οποίο θα έχει κι αυτό, φυσικά, το ενδιαφέρον του ας πούμε!
Φοβερό, εντάξει!
Ιστορίες φοβερές απ’ το καρότσι! Ιστορίες φοβερές.
Θυμάστε καμιά άλλη, έτσι, χαρακτηριστική;
Τα κονιάκ με τον Μήτσο τα ‘παμε. Με τη Χούντα τα ‘παμε, που τον κυνηγούσανε, το συνθηματικό του «Λουντέμη», πολλές ιστορίες. Πρέπει να κάτσω να σκαλίσω το μυαλό μου, να θυμηθώ ιστορίες που λέγανε εκεί, τις οποίες, αποσπασματικά κιόλας, άκουγα εγώ, γιατί ήτανε και λίγο συνθηματική, γιατί την ήξερε ο ένας, την ήξερε ο άλλος την ιστορία και λέγανε ένα απόσπασμα, ουσιαστικά, της ιστορίας, στην φάση που γελάγανε ας πούμε! Ιστορίες… ιστορίες. Πολύς κόσμος.
[00:15:00]Και αυτή την κλίση με το διάβασμα και τα βιβλία πώς; Ας πούμε, κάπου λέει μες στο βιβλίο «αυτοδίδακτος».
Ο Κώστας ο Νικολάκης; Του άρεσε πολύ και το διάβασμα και φυσικά και το βιβλίο σαν αντικείμενο, γιατί σας είπα. Ήτανε κάτι διαφορετικό από τα εμπορεύματα ας πούμε. Ήτανε, δηλαδή, ένα εμπόρευμα και αυτό βέβαια, αλλά πολύ πιο ανώτερης κατάστασης να το πούμε έτσι και πιο πνευματικό εμπόρευμα. Και του άρεσε πολύ το διάβασμα. Διάβαζε, πάντοτε, ας πούμε, πολύ. Διάβαζε και διάβαζε διάφορα πράγματα. Και μυθιστόρημα πάρα πολύ είχε διαβάσει και λογοτεχνία και πολιτική, γιατί ασχολιότανε και με την πολιτική τότε, όπως καταλαβαίνετε, γιατί δεν γινόταν να είσαι σε ένα χώρο, να πουλάς πολιτικό βιβλίο και να μην έχεις, τουλάχιστον, μία στοιχειώδη ενημέρωση.
Τις ημέρες του Πολυτεχνείου είχε το καρότσι;
Τις μέρες του Πολυτεχνείου είχε το καρότσι. Και μάλιστα, μόλις ξεκίνησε η φασαρία… όχι. Ήταν πριν το Πολυτεχνείο. Ήταν κάποιες μέρες πριν το Πολυτεχνείο, που τον είχανε πάρει χαμπάρι και είχαν αρχίσει και τον κυνηγούσανε. Και τα είχε μαζέψει και εκείνες τις μέρες, νομίζω, κρυβότανε. Έχω μία πολύ αμυδρή εικόνα στο μυαλό μου. Αστυνομία να χτυπάει στο σπίτι και ο Κώστας να είναι μέσα. Μέσα κι εμείς πιτσιρίκια τώρα. Να του χτυπάνε την πόρτα «Άνοιξε! Ξέρουμε ότι είσαι μέσα» και να έχει κλειδωμένα, κλειστά φώτα, παράθυρα και λοιπά ας πούμε. Μια πάρα πολύ αμυδρή εικόνα, αλλά είναι υπαρκτή. Δηλαδή, την έχω από εκείνη την εποχή αυτή την εικόνα.
Και πού μένατε τότε;
Στην Ερυθραία. Εκεί ήτανε το πατρικό.
Παρόλα αυτά, τον είχανε…
Τις τελευταίες μέρες του Πολυτεχνείου είχε εξαφανιστεί, γιατί είχανε κυνηγήσει πολλούς από την παρέα. Ερχόταν εδώ ο Ψαρράς, ο Αντώνης ο Μαούνης, διάφοροι, πολλά παιδιά εκείνης της εποχής, που το ‘χανε και λίγο στέκι, ας πούμε, εδώ το βιβλιοπωλείο, μετά το καρότσι. Και τα ‘χε κλείσει όλα, τα ‘χε μαζέψει, τα ‘χε εξαφανίσει. Τότε, ήταν το βιβλιοπωλείο, όχι το καρότσι. Γιατί το είχε ανοίξει το ’72 το βιβλιοπωλείο. Δεν ήταν το καρότσι. Είχαν πάρει, ήδη, την άδεια. Το ’72 είχε ανοίξει το βιβλιοπωλείο. Το ’74 ήτανε που τον κυνηγούσαν, γιατί είχανε μάθει ότι και εδώ μέσα, φυσικά, πούλαγε πολιτικό βιβλίο και ήτανε και λίγο γιάφκα η υπόθεση.
Αλλά είχε όραμα ο άνθρωπος, έτσι;
Εντάξει. Θεωρώ ότι όλοι οι νέοι, σε κάποια φάση της ζωής τους, οφείλουν να είναι πιο προοδευτικοί ή πιο επαναστατικοί, αν θέλουμε να το πούμε έτσι. Δεν ξέρω κατά πόσο οι έννοιες, σήμερα, έχουνε λίγο αλλοιωθεί, ο επαναστάτης και ο προοδευτικός ας πούμε. Αλλά, όπως όλοι οι νέοι, τότε και ο Κώστας ασχολιότανε πιο ενεργά με την πολιτική, έχοντας πάντα ένα όραμα στο βάθος του μυαλού τους. Βέβαια, κάποια στιγμή, σταμάτησε να ασχολείται με την πολιτική και όταν τον ρωτάγανε: «Κώστα, που βρίσκεσαι εσύ;». Έλεγε «Είμαι απελεύθερος!», που σημαίνει ότι έχω απελευθερωθεί απ’ όλα αυτά τα θέματα, ας πούμε, τα πολιτικά, τα οποία, φυσικά, αμβλύνονται με τα χρόνια και αν είσαι και λίγο σκεπτόμενο άτομο, θεωρώ ότι πρέπει να σκέφτεσαι λίγο κάπως αλλιώς όλη την πολιτική κατάσταση. Εν πάση περιπτώσει, αυτά είναι άλλες κουβέντες.
Ωραία. Και είχε ξεκινήσει την «Εκάτη», σωστά;
Είχε ξεκινήσει την «Κουλτούρα» τότε, το ’70. Γύρω στο ’69-’70, είχε ξεκινήσει τις εκδόσεις «Κουλτούρα». Που είχε βγάλει τα διάφορα ας πούμε. Την «Οικογένεια Ορλώφ», τα ποιητικά του Ελυάρ ήταν στις εκδόσεις «Κουλτούρα», την οποία, γύρω στο ’73, την παράτησε και μετά πήρε τον τίτλο ο Λάμπρος ο Κωστακιώτης, ο οποίος το τρέχει μέχρι και σήμερα. Την «Εκάτη» την ανοίξαμε γύρω στο ’86, που συζητάγαμε τον Κώστα και του λέω: «Εγώ είμαι μέσα. αν ενδιαφέρεσαι και πιστεύεις και εσύ ότι μπορούμε να το υποστηρίξουμε, ευχαρίστως!». Γιατί και εμένα με ενδιέφερε. Μου άρεσε ο χώρος του βιβλίου. Και εγώ στο βιβλίο δουλεύω από το ’79 ουσιαστικά. Το ’79, τα καλοκαίρια, ’79 και ύστερα, του ‘λεγα: «Κώστα, βρες μου καμιά δουλειά, ρε πατέρα. Αφού έχεις τόσους συναδέλφους να πηγαίνω να δουλεύω!». Και θυμάμαι, το ’79, δούλευα στον «Κέδρο» το καλοκαίρι. Για το χαρτζιλίκι. Κάνα-δυο μήνες για πλάκα, αλλά είχα γνωρίσει, φυσικά, πρόσωπα και πράγματα και καταστάσεις μέσα από 'κει! Τα πρώτα άτομα που είχα γνωρίσει στο χώρο, όπως ήτανε ο Γιάννης ο Κουτσαφτής, ο οποίος έχει τις εκδόσεις «Αίολος». Ήμασταν συνάδελφοι και είμαστε και ακόμα φίλοι. Κάνουμε παρέα. Και διάφοροι, πολύς κόσμος. Τότε, πρωτογνώρισα τα βιβλιοπωλεία της Αθήνας! Εντάξει. Δεν τα ξέρα. Μόνο εδώ τον χώρο, λίγο, ήξερα. Και φυσικά, το βιβλίο, που ήμουνα, πάντοτε, μέσα ας πούμε. Και πολύ κόσμο, τότε, γνώρισα. Μετά, κάποια άλλα καλοκαίρια είχα δουλέψει στην «Αστάρτη». Και μετά, γύρω στο ’80, που είχε πάρει ένα μεγάλο stock ο Κώστας ο Νικολάκης από μία βιβλιοθήκη… ήτανε μία βιβλιοθήκη ενός πανεπιστημίου, που κάνουνε εκκαθάριση κατά καιρούς. Και είχανε κάνει μία μεγάλη εκκαθάριση και είχε πάρει ο Κώστας όλο αυτό το βιβλίο! Και πώς, από δω, από κει ψαχνόμαστε και βγάζει από το Δήμο μία άδεια και ξαναστήνουμε το καρότσι, το ’80 πάλι, στη «Χέυδεν», αλλά εποχική άδεια. Ήτανε για τις 15-20 μέρες των Χριστουγέννων. Τότε στη «Χέυδεν», την παλιά άδεια του Κώστα την είχε πάρει ο Γεράσιμος, ο Χαλκιόπουλος. Ήταν ένας παππούς. Και αυτός παραδοσιακός, ο οποίος το ήξερε το βιβλίο όσο λίγοι. Αυτός ήτανε μόνο παλαιοβιβλιοπώλης όμως. Δεν πούλαγε και δεν [00:20:00]έβγαζε καινούργιο βιβλίο. Και ήταν ένα από τα καταπληκτικότερα υπαίθρια παλαιοβιβλιοπωλεία που έχουν περάσει από την Αθήνα ας πούμε, γιατί ήτανε πολύ μεγάλος γνώστης του βιβλίου. Άπλωνε έναν τεράστιο πάγκο, έκλεινε τη μισή «Χεύδεν» με βιβλία και πούλαγε. Και μάλιστα, επί εποχές Αβραμόπουλου, ο Αβραμόπουλος του είχε κάνει την άδεια ισόβια. Του λέει: «Γεράσιμε, όσο ζω εγώ και όσο υπάρχω και όσο υπάρχει ο Δήμος Αθηναίων και όσο ζεις, η άδειά σου θα ισχύει!». Τιμής ένεκεν, λόγω του ότι ήταν παλιός βιβλιοπώλης. Εν πάση περιπτώσει, παράλληλα με τον Γεράσιμο, λοιπόν, ξαναστήνουμε το ’80 το καρότσι. Δεν ήταν καρότσι τότε, γιατί είχε ένα “Pony Citroen” ο Νικολάκης. Να το! Είχε ένα “Pony Citroen”, το οποίο το φορτώναμε βιβλία το πρωί, ανοίγαμε τα παραπέτια, απλώναμε και δυο-τρεις πάγκους απ’ έξω, προέκταση της καρότσας, αμολάγαμε βιβλίο και «Ό,τι πάρετε 50 δραχμές!», για να ξεσαβουρώσει το stock. Φυσικά, ξανάρχισε και γινότανε χαμός! Θυμάμαι, δηλαδή, τώρα… μπορεί να το φορτώναμε και κάθε μέρα, ας πούμε, το καρότσι με καινούργια βιβλία. Το “Pony” πια, όχι το καρότσι! Φυσικά, Β κατηγορίας βιβλία, μεταχειρισμένα από τις βιβλιοθήκες. Βιβλίο, ας πούμε, φτηνό, να παίρνει ο κόσμος. Και είχε πολύ πλάκα, γιατί ήμουνα τότε, 12 χρόνων; Και είχα και τον αδερφό μου, 10 και μαζί εκεί, δήθεν ας πούμε ότι πουλάγαμε βιβλία! Ερχόταν, κάθε τρεις και λίγο, ο Κώστας, άφηνε το μαγαζί. Αν δεν είχε και κάναν άνθρωπο, θα ερχόταν για επιθεώρηση, να δει τι γίνεται, «Μήπως χρειάζονται τίποτα τα παιδιά!» και λοιπά. Αλλά εμείς, πιτσιρικάδες, την είχαμε καταβρεί ας πούμε, που ήμασταν έμποροι πια και στην πιάτσα και κονομάγαμε λεφτά και λοιπά! Και αυτό κράτησε μέχρι και το ’83. Δηλαδή, ήταν τρεις-τέσσερις χειμώνες ας πούμε. Περιμέναμε πότε θα ‘ρθουν τα Χριστούγεννα, όχι για να σταματήσουμε το σχολείο, αλλά για να πάμε με το καρότσι να πουλάμε βιβλία! Και εγώ και ο αδερφός μου ας πούμε. Γιατί ήτανε πολύ εντυπωσιακό να 'σαι, έτσι, μέσα σε κόσμο, να νταλαβερίζεσαι, να μιλάς, να κάνεις, να δείχνεις ας πούμε, να νιώθεις σημαντικός, εν πάση περιπτώσει, κατά κάποιο τρόπο. Και να επαναλαμβάνεις φυσικά και μία παλαιότερη ιστορία! Και φυσικά, ως πιτσιρικάδες, το βλέπαμε, καθαρά, από χαβαλέ ας πούμε. Παιδιά! Δεν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε, ξέρω 'γω, προεκτάσεις που μπορεί να έχει αυτό το πράγμα! Και αυτό κράτησε -σας είπα- μέχρι το ’83. Εντάξει. Μετά, δεν την ανανεώσαμε την άδεια δηλαδή, γιατί δεν είχε πια και stock, μεγαλώσαμε κι εμείς. Είχαμε διαβάσματα και διάφορα ας πούμε.
Αλλά εσείς ακολουθήσατε αυτή την πορεία εν τέλει!
Γιατί κι εγώ το λατρεύω το βιβλίο. Και σαν αντικείμενο και σαν αναγνώστης πιο πολύ. Και φυσικά, κατόπιν όλων αυτών και σαν εκδότης. Και γύρω εκεί, στο ’85- ’86, συζητάμε με τον Κώστα -εγώ σκεφτόμουνα κι άλλα πράγματα για σπουδές και τέτοια ας πούμε, αλλά πάντα είχα στην άκρη του μυαλού μου το βιβλίο- «Δεν φτιάχνουμε έναν εκδοτικό οίκο;». Του λέω: «Κοίτα να δεις. Άμα είναι να κάνουμε κάτι, να κάνουμε κάτι σοβαρό. Δηλαδή, δεν θα φτιάξουμε να βγάζουμε βιβλία της σειράς. Θα βγάλουμε σοβαρά βιβλία». Κι έτσι ξεκινήσαμε! Και ξεκινήσαμε… τα πρώτα μας βιβλία ήταν του Ταγκόρ, «Το σπίτι και ο κόσμος», μία καταπληκτική δουλειά ενός γνωστού νομπελίστα και όχι μόνο. Και πολιτικού προσώπου της εποχής. Καταπληκτικό βιβλίο ας πούμε, με πολλές προεκτάσεις, που ακόμα και σήμερα θεωρείται φρέσκο, γιατί εξετάζει τη θέση της γυναίκας, εξετάζει γενικότερα τις κάστες στην Ινδία, ένα πράγμα το οποίο τρέχει και σήμερα ας πούμε. Είχαμε βγάλει αυτό. Είχαμε βγάλει του Λωτρεαμόν, «Τα άσματα του Μαλντορόρ», σε καταπληκτική μετάφραση της Έλλης Νεζερίτη, το οποίο η Νεζερίτη το μετέφραζε 22 χρόνια. Το μετέφραζε, το τελείωνε, το έσκιζε, το πέταγε και το ξανάπιανε από το μηδέν. Και κάποια στιγμή, εκεί γύρω στο ’86, το φέρνει στον Νικολάκη και του λέει: «Κώστα, πάρ' το! Είναι έτοιμο!». Φυσικά, είναι μία από τις αξεπέραστες μεταφράσεις που έχει βγει σε αυτό το βιβλίο, γιατί έχουν βγει κι άλλες μεταφράσεις, αλλά είναι αξεπέραστη ας πούμε. Και άλλα και άλλα, όπως «Η κληρονομιά της Υπατίας». Μετά, μπήκαμε στα ταξιδιωτικά. Βγάλαμε του Τσελεμπή, τα δύο ταξίδια στην Ελλάδα, ταξίδι οδοιπορικό, τα οποία… ας πούμε, είναι ο μόνος ανατολίτης περιηγητής που έχουμε στα χρονικά, γιατί όλοι Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι ήταν ας πούμε. Αυτός είναι ο μοναδικός ανατολίτης περιηγητής που ‘χει περάσει ποτέ από το χώρο και γενικότερα θεωρείται από τους πιο πολυταξιδεμένος ανθρώπους του καιρού του. Να σκεφτείτε στο βιβλίο του, το «Seyahatname», ένα απόσπασμα μικρό το οποίο είναι η Ελλάδα ας πούμε, περιγράφει ας πούμε περιηγήσεις σε όλο το γνωστό, τότε, κόσμο. Γιατί τον έστελνε ο σουλτάνος και λίγο σαν κατάσκοπο και λίγο σαν περιηγητή. Κι επειδή είχε και πολύ ωραίο γλαφυρό ύφος ο Τσελεμπής στις περιγραφές του ας πούμε, τον έστελνε για μεταφράσεις. Και το έργο του είναι 12 τόμοι τεράστιοι ας πούμε, δηλαδή η Ελλάδα είναι μισός, περίπου ένας τόπος από το δωδεκάτομο μεγάλο έργο του Τσελεμπή. Είχαμε βγάλει αυτό, μετά πιάσαμε το άλλο το φοβερό έργο, «Τον χρυσό κλώνο», το οποίο, ας πούμε, το είχε ανακοινώσει το MIET ότι θα το ‘βγαζε, αλλά δεν έβρισκε μεταφραστή να το βγάλει. Εμείς το ‘χαμε κάνει μία φοβερή μετάφραση, επιμέλεια ουσιαστικά του Παναγιώτη του Καρματζού, ο οποίος το δούλευε, επίσης, χρόνια και αυτό, για να μπορέσει να ολοκληρωθεί και να είναι ένα σωστό βιβλίο ας πούμε. Τα οποία είναι ογκόλιθοι, είναι έργα μνημεία. Και από κει και πέρα, μετά, μπήκε το νερό στο αυλάκι και αρχίσαμε και βγάζαμε διάφορα, ας πούμε, βιβλία. Και περιηγητικά και ιστορικά, λογοτεχνία, ποίηση. Ποίηση πάντα, [00:25:00]γιατί ήταν και η αγάπη του Κώστα ας πούμε και λίγο και εμένα.
Έγραφε και ο ίδιος, σωστά;
Έγραφε και ο ίδιος. Έχει τέσσερις-πέντε συλλογές στο παλμαρέ του. Και έχω και κάποια ανέκδοτα του, που κάποια στιγμή, πιθανώς, να τα μαζέψουμε, γιατί ντάξει. Είναι σπαράγματα ουσιαστικά και είναι λίγο δύσκολο να μπεις μέσα στο μυαλό του αλλουνού, αφού έχει φύγει και να μπορέσεις να κάνεις ενός τέτοιου είδους φιλολογική εργασία.
Τι; Έγραφε και ανέκδοτα;
Όχι, όχι. Ανέκδοτα ποιήματα. κάποια τα οποία τα δούλευε, σκέψεις στο χαρτί, αποσπασματικοί στίχοι οι οποίοι θέλανε, ας πούμε, δουλειά και λοιπά. Δεν ξέρω. Αυτό το έργο, ίσως, κάποτε μπορέσουμε να…
Και γιατί επιλέξατε το όνομα «Εκάτη»;
Αυτό ο Κώστας το επέλεξε, γιατί έψαχνε να βρει ένα όνομα εύηχο, σύντομο και να ‘χει και ένα βάθος. Και φυσικά, η θεά Εκάτη ήτανε και λίγο σκοτεινή θεά στην αρχαιότητα. Ήτανε ένα αρκετά εύηχο και ωραίο όνομα, που το διάλεξε ο Κώστας. Μέσα από πολλά ονόματα. Είχαμε πει μήπως αναβιώναμε την «Κουλτούρα», αλλά ήδη το είχε πάρει ο Λάμπρος το όνομα και δεν θέλαμε να γυρνάμε. Δεν υπήρχε λόγος μεταξύ συναδέλφων. Εντάξει. Αφού ήτανε και σε αχρηστία χρόνια πολλά ας πούμε και ίσως ήταν και λίγο παρωχημένο. Θέλαμε κάτι πιο καινούργιο, πιο φρέσκο. Και έτσι ξεκίνησε η «Εκάτη».
Η Εκάτη τι συμβολίζει που σχετίζεται, ας πούμε, με τις εκδόσεις;
Θα 'λεγα την γενικότερη αναζήτηση. Την αναζήτηση, σε βάθος, όμως, πραγμάτων και ίσως και σκοτεινών πραγμάτων, τα οποία κάποιοι δεν θα θέλανε να κυκλοφορήσουνε ή τα θεωρούν, ας πούμε, δύσκολα για να τα ακουμπήσουνε. Δεν σημαίνει, βέβαια, ότι μας περιορίζει αυτό σαν εκδόσεις να βγάζουμε διάφορα βιβλία. Και ίσως και κάποια ευπώλητα βιβλία θα μπορούσαμε να πούμε. Γιατί όχι; Ή βιβλία τα οποία έχουν βγει, έχουν ξαναβγεί ας πούμε, αλλά θεωρούμε ότι έχουμε να παρουσιάσουμε κάτι πιο φρέσκο ας πούμε. Όπως είναι η μετάφραση του Ρήγα του Καππάτου στον «Ηγεμόνα» του Μακιαβέλι ας πούμε. Η οποία ήτανε και επετειακή από τα 500 χρόνια από τη γέννηση του Μακιαβέλι ας πούμε, όταν είχε κυκλοφορήσει. Το οποίο είχαμε τη φοβερή τύχη, γιατί αυτό είχε γραφτεί σε μία διάλεκτο ιταλική. Δεν ήτανε στα Τοσκάνικα. Στα Φλωρεντινά. Στη φλωρεντινή. Και επειδή ο Ρήγας ο Καππάτος πήγαινε σε φλωρεντινό σχολείο, τα μίλαγε τα Ιταλικά, τα Φλωρεντίνικα σαν δεύτερη γλώσσα, οπότε είχε φοβερή ευχέρεια, να μπορέσει να αποδώσει σωστά το κείμενο του Μακιαβέλι. Και θεωρώ ότι είναι η καλύτερη έκδοση που κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή ας πούμε. Και διάφορες τέτοιου είδους εκδόσεις, που να ‘χουνε να προσθέσουν κάτι, ας πούμε, στη βιβλιογραφία. Όχι να είναι, απλώς, μία επανέκδοση ενός κάποιου βιβλίου. Αλλά και επανεκδόσεις βιβλίων, τα οποία έχουνε χαθεί ή θεωρούνε κάποιοι ότι δεν έχουν ενδιαφέρον. Εμείς τα θεωρούμε σημαντικά. Και όλα αυτά τα πράγματα. Και παλαιότερα και καινούργια, καινούργιες δουλειές, με βιβλία που δεν έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα όπως είναι η «Θεοδώρα» του Έβανς. «Θεοδώρα» έχουν γράψει όλοι. Αλλιώς το βλέπει ένας κλασικός ιστορικός μελετητής ας πούμε. Τώρα, ο Έβανς είναι καθηγητής στο Stanford. Έχει, σίγουρα, μία άλλη, ίσως, πιο αντικειμενική οπτική. Γιατί οι Έλληνες συγγραφείς, πάντα, μην ξεχνάμε ότι όταν γράφουν για τα καθ’ ημάς, επηρεαζόμαστε -θέλουμε-δεν θέλουμε- από καταστάσεις και πράγματά ας πούμε. Και διάφορα τέτοιου είδους βιβλία.
Άρα, όλο αυτό το παρελθόν έδωσε τη δικιά σας πορεία στη συνέχεια.
Φυσικά, φυσικά! Γιατί θεωρώ ότι υπήρχε μία συμπόρευση και σύμπλευση και σύμπνοια με τη σκέψη και του Κώστα ας πούμε. Σαφώς και μ’ έχει επηρεάσει. Πατέρας μου ήτανε. Σίγουρα. Αλλά θεωρώ ότι ίσως έχω κάνει κι εγώ κάποιες εκδοτικές παρεμβάσεις.
Σίγουρα. Και θυμάστε κάποια, έτσι, χαρακτηριστική εικόνα; Γιατί πολλά διάβασα και στο βιβλίο γι’ αυτόν τον άνθρωπο. «Πνευματικός πατέρας». «Το καρότσι ήταν ο ίδιος και ο ίδιος ήταν και το σπάνιο βιβλίο». «Καλλιτέχνης της ζωής».
Ειδικά με το παλαιό βιβλίο! Κάποια στιγμή δηλαδή, είχε επικεντρωθεί πάρα πολύ στο παλαιό βιβλίο και έχουνε περάσει από το μαγαζί πολλά παλαιά και αξιόλογα βιβλία, όπως π.χ. να σας πω τώρα και γκραβούρες της εποχής, πίνακες όχι τόσο. Πιο πολύ με έντυπα ας πούμε. Π.χ., το ένα κομμάτι της Χάρτας του Ρήγα ας πούμε, το οποίο, κάποια στιγμή, το είχε κορνιζάρει και το είχε στο σαλόνι του. Και μετά δεν ξέρω τι έγινε. Κάπου πρέπει να το έδωσε. Το χάρισε κάπου. Που ήτανε και το κεντρικό κομμάτι, που ήταν όλη η Ελλάδα ας πούμε.
Και μπαίνοντας, ας πούμε, ένας περαστικός, που δεν ήξερε όλη αυτή την ιστορία, θυμάστε έτσι αντιδράσεις;
Οι πιο πολλοί ήταν ψυλλιασμένοι, γιατί ήτανε στέκι πια εκείνη την εποχή το βιβλιοπωλείο! Και ακόμα και σήμερα, δηλαδή, οι πιο πολλοί το ξέρουνε. Θεωρείται κάτι κλασικό θα μπορούσαμε να πούμε. Αλλά ο Κώστας, επειδή ήτανε και πολύ κοινωνικός [00:30:00]τύπος ας πούμε, κατευθείαν, ανοιγότανε με τον πελάτη, έπιανε κουβέντα, ρώταγε, μάθαινε απ’ τον πελάτη τα ενδιαφέροντά του, τι θα μπορούσε να του συστήσει. Φυσικά και επειδή ήταν και φοβερά ενημερωμένος ως βιβλιοπώλης, μπορούσε να του προτείνει πράγματα ας πούμε. Με 90% θα έλεγα επιτυχία. Δηλαδή, σπάνια θυμάμαι άνθρωπο να γύρισε και να του είπε ότι «Αυτό το βιβλίο δεν μου άρεσε που μου πρότεινες».
Έχετε κάποια, έτσι, χαρακτηριστική ιστορία αλληλεπίδρασης με πελάτη;
Είναι όλα τόσο συγκεχυμένα και αμυδρά, ας πούμε, στο κεφάλι μου μέσα. Δηλαδή, ήτανε μια καθημερινότητα αυτό, μια καθημερινότητα. Δηλαδή, θυμάμαι πολλές φορές κόσμο. Έμπαινε μέσα… «Κώστα μου! Τι ωραίο βιβλίο ήταν αυτό που μου ‘δωσες» και «Κώστα μου! Τι καταπληκτικό βιβλίο!». Άπειρα βιβλία. Δεν ήταν, δηλαδή, ένα βιβλίο που πούλαγε ή ένας τύπος βιβλίου που πούλαγε, αλλά ήξερε να διαβάζει τον πελάτη τι θέλει και να του προτείνει το αντίστοιχο βιβλίο, το οποίο θα έμενε ευχαριστημένος ο πελάτης, γιατί αυτός ήταν και ο στόχος, για να μπορέσει να ξανάρθει.
Εντάξει. Και το να είσαι και στο δρόμο, ας πούμε, έμπορος σε κάνει-
Φυσικά! Γιατί μη ξεχνάμε ότι «Χέυδεν» και «Πατησίων» ήταν και είναι ακόμα και σήμερα ένα φοβερό πέρασμα. Περνάνε χιλιάδες κόσμου κάθε μέρα. Οπότε, αναγκαστικά, πρέπει να αποκτήσεις αλληλεπίδραση, αν θες να κάνεις καλά αυτό που κάνεις ας πούμε.
Πηγαίνανε καθόλου στην πλατεία; Παλιά, πώς λεγόταν η πλατεία;
«Πλατεία Κυριακού». Μετά, έγινε «πλατεία Βικτωρίας» από τη στάση «Βικτώρια» που έγινε στο μετρό, η οποία έγινε… προς τιμήν της βασίλισσας Βικτωρίας ονομάστηκε στάση «Βικτωρίας». Και πήρε και το όνομα, κατ’ επέκταση, η πλατεία. Παλιά, είχανε το στέκι στη «Φερρών», ήταν το “Intime”, το οποίο ήταν… ένα μπαρ-μπιστρό θα το λέγαμε σήμερα ας πούμε, το οποίο είχε ποτό, είχε καφέ και είχε και μεζέ. Ο εκάστοτε… γιατί είχανε περάσει διάφοροι μπάρμαν θα μπορούσε να πούμε από κει. Ήτανε πολλά χρόνια αυτό το μαγαζί. Ήτανε δύο τα μαγαζιά, τότε, της περιοχής, τα στέκια. Ήταν το “Intime” στη «Φερρών» και το “Au Revoir” στην «Πατησίων.» Και μάλιστα, αν το ψάξετε στο ίντερνετ, έχει μία καταπληκτική ιστορία, μία αφήγηση ο Χειλαδάκης πώς μαζεύονταν εκεί και κάποια στιγμή τους έδιωχνε ο Μήτσος γιατί το 'κλεινε νωρίς. 19:00-20:00 το 'κλεινε το μαγαζί. Το 'χε απ’ το πρωί με καφέ, μεζέ, ένα κολατσιό για κάποιον. Το μεσημέρι ποτάκια και λοιπά. Μαζεύονταν όλοι εκεί πέρα. Καραβασίλης, Βαρβέρης, Γκόρπας, Χειλαδάκης, όλοι της εποχής εκείνης μαζεύονταν εκεί πέρα ας πούμε. Ήταν το στέκι τους. Ο Γιώργος ο Μαρκόπουλος φυσικά δεν έλειπε από πουθενά. Πολλά πρόσωπα. Ούτε τους θυμάμαι, πια, πόσοι περνάγανε. Και μαζεύονταν, λοιπόν, στον Μήτσο. Ή στο Μήτσο. Μετά, το είχε ο Νόντας. Και τους έφτιαχνε και κάνα μεζέ πάντα ας πούμε ή μπορεί να είχε κάνα μαγειρευτό από το σπίτι, που του άφηνε την κατσαρόλα εκεί πέρα ας πούμε. Οπότε, ήτανε στέκι δηλαδή ήτανε και στέκι. Να πας να συναντήσεις κόσμο, να πιείς το τσιπουράκι σου, το κρασάκι σου, να φας ένα μεζέ το μεσημέρι και ήτανε πολύ ωραίο στέκι της περιοχής, που φυσικά μάζευε αντίστοιχο κόσμο με εδώ ας πούμε. Και κάποιες άλλες κλασικές φιγούρες που μαζεύονται πιο πολύ στα μπαρ ας πούμε, που δεν ήταν τόσο του πνεύματος, αλλά μάλλον του οινοπνεύματος! Μετά το μαγαζί, ήταν εκείνο το στέκι ας πούμε της περιοχής. Φυσικά, το «Νάπολη» του Μπαστούνη, που μετά το είχε πάρει ο Μίμης ο Δομάζος. Ήταν κι αυτό, έτσι, ένα παλιό στέκι της περιοχής. «Καφέ Νάπολη», το οποίο ξεκίνησε για καφέ, αλλά, επειδή όλοι πηγαίνανε για τη φοβερή μακαρονάδα που έφτιαχνε. Εξού και το Νάπολη.
Ωραία. Και θυμάστε, έτσι, κάποια ιστορία ίσως, που κάτι έγινε θέμα συζήτησης και τσακωμού ας πούμε;
Τα θέματα συζήτησης ήτανε στην ημερήσια διάταξη και ο τσακωμός, φυσικά, έπετο της κατανάλωσης οινοπνεύματος που γινόταν εδώ πέρα σε μόνιμη βάση! Φυσικά, πάντα με πολιτικό περιεχόμενο και χροιά οι συζητήσεις, όπου μπαίναν-βγαίναν διάφοροι, παρείσφρυαν στη συζήτηση, η συζήτηση έπαιρνε διάφορες τροπές. Ο Κώστας να κάνει και λίγο το ρόλο του διαιτητή και του χωροφύλακα, προσπαθώντας να βάλει, πρώτον, τάξη στη συζήτηση και δεύτερον στον κόσμο, που κάποια στιγμή ξεφεύγανε ας πούμε! Γιατί ξέρετε. Τα πολιτικά είναι συζήτηση έριδας ας πούμε. Άνετα, μπορεί να προκαλέσει και να πυροδοτήσει καταστάσεις. Και φυσικά, όλες αυτές οι συζητήσεις γίνονταν με αναφορά στην βιβλιογραφία, «Περίμενε να το βγάλω από το ράφι, να σου πω πού το γράφει ο Τρότσκι, πού το γράφει ο ένας, που το γράφει ο άλλος» και όλες αυτές οι καταστάσεις!
Και πόσο χρονών ήταν ο κύριος Κώστας, όταν ξεκίνησε με το καρότσι;
Το ’56… ο Κώστας ήτανε γεννημένος το ’40. Το ’56, που πρωτοβγήκε με το καρότσι μ’ έναν ξάδερφό του,,, το είχανε στη Μητροπόλεως τότε και πουλάγανε διάφορα. Και σιγά-σιγά, αλλάζοντας στέκια, κατέληξε εδώ πέρα ας πούμε. Είχε, έτσι, πιο καλό θα λέγαμε κόσμο ή κόσμο που, όπως σας είπα, μαζευότανε από τα θέατρα, μαζευόταν από διάφορες καταστάσεις, τα πανεπιστήμια δίπλα, ΑΣΟΕΕ, Πολυτεχνείο και λοιπά. Το 1956 είχε ξεκινήσει το καρότσι.
[00:35:00]16 χρονών;
16 χρονών. Και σας λέω. Ήταν και παράλληλη δουλειά, γιατί δούλευε το πρωί στο τσιγκογραφείο. Δούλευε από 12 χρονών στο τσιγκογραφείο. Και το οποίο τσιγκογραφείο ήταν και σκληρή δουλειά. Αλλά ο Κώστας, γενικά, ήταν ένας άνθρωπος με πολλές αντοχές. Σκληρός άνθρωπος, σκληραγωγημένος. Εντάξει. Παιδί της Κατοχής. Μην τα ξεχνάμε αυτά
Σας έχει πει ιστορίες από τότε;
Ιστορίες, ναι! Μου 'λεγε για τους Γερμανούς. «Γεμανέ, τσωμί!». Πηγαίναν στον Γερμανό και του ζητιανεύαν ψωμί. Ήτανε τότε το ’43-’44. Γιατί είχε καταπληκτική μνήμη αυτός ο άνθρωπος. «Το κεφάλι του ήταν ένας σκληρός δίσκος», θα λέγαμε σήμερα. Θυμόταν άπειρα πράγματα και άπειρες ιστορίες και καταστάσεις. Ό,τι πέρναγε απ’ το κεφάλι του σαν να το είχε φρέσκο εκείνη την ώρα ας πούμε! Μπορούσε να ανασύρει από τη μνήμη του γεγονότα και καταστάσεις, τα οποία δεν τα φαντάζεσαι! Και μας έλεγε και ιστορίες απ’ τους Γερμανούς. Θυμάμαι, μάλιστα, η αδερφή του είχε μία τρύπα εδώ και όταν της λέγαμε πιτσιρικάδες «Ψηλά τα χέρια!», σήκωνε το ένα χέρι εδώ και το άλλο πιο κάτω. Δεν μπορούσε. Και μετά έμαθα την ιστορία. Πιτσιρικάδες, λοιπόν, εκεί που παίζανε, είχανε βρει έναν όλμο, βλήμα από όλμο! Και για χαβαλέ το πετάγαν ο ένας στον άλλον. Κάποια στιγμή, έσκασε και αυτό το πράγμα ας πούμε και φυσικά κάποια θραύσματα πήραν τη θεία μου μες στην κλείδα. Δεν είχανε συναίσθηση. Παιδιά, τώρα, 4 και 5 χρονών, ας πούμε, στη γειτονιά που παίζανε. Τέτοιες καταστάσεις! Δηλαδή, ήτανε γενικά άλλες εποχές και τα παιδιά ήτανε σκληραγωγημένα αλλιώς. Σήμερα, σκληραγωγούνται βέβαια με άλλους τρόπους, αλλά θεωρώ ότι εκείνες οι εποχές ήτανε και σωματικά σκληρές, γιατί σήμερα είναι, μάλλον, πιο πνευματικά σκληρές οι εποχές που ζούμε. Πιο πολλές ιστορίες, βέβαια, από αυτές τις καταστάσεις μού έλεγε ο παππούς και η γιαγιά ή οι παππούδες και οι γιαγιάδες, που είχαν και αυτοί το παρελθόν τους.
Πείτε μου γι’ αυτό!
Πολλές ιστορίες! Μου 'λεγε η γιαγιά που πήγαινε κι έκλεβε! Γιατί εκεί που μένανε ήτανε ένα σπίτι, στο οποίο φρόντιζε τον κήπο ο παππούς μου και επειδή ήταν μεγάλο παλιό αρχοντικό ας πούμε, το είχανε κατασχέσει οι Γερμανοί. Το είχανε κάνει αρχηγείο. Και φυσικά, στις αποθήκες βάζανε και τα πράγματα που είχανε ας πούμε. Και επειδή η γιαγιά τα ‘ξερε πολύ καλά τα κατατόπια… ο παππούς ήτανε πολύ πράος άνθρωπος και ήταν και λίγο τυπολάτρης. Η γιαγιά, όμως, που ήτανε τσαχπίνα τότε και το 'λεγε η καρδούλα της… Αρβανίτισσα γαρ, ανιψιά του Σπύρου του Λούη. Το σόι μας είναι Λούικο της γιαγιάς. Ήταν ο Κώστας ο Λούης και ο Σπύρος ο Λούης, δύο αδέρφια. Η γιαγιά ήταν του Κώστα του Λούη, του «Τζαναμπέτη» του επονομαζόμενου, Αμαρουσιώτισσα. Και επειδή ήξερε τα κατατόπια η γιαγιά, πήγαινε ενίοτε, καμιά σκοτεινή νύχτα, όταν πια ήταν απελπισία πολύ, στο αρχηγείο των Γερμανών. Ήξερε τα κατατόπια και πήγαινε στην αποθήκη κι έκλεβε κάνα σακί αλεύρι. Ένα βράδυ, λοιπόν, πάλι έτσι με αντάρα, που πήγε η γιαγιά να κλέψει, μπαίνει μέσα, βουτάει ένα σακί στον ώμο, κάνει να φύγει. Κάποιος την πήρε χαμπάρι. Τρέχει φεύγοντας! Τώρα, ό,τι βρήκε μπροστά της. Πήρε εκείνο το σακί, πηδάει την μάντρα, εξαφανίζεται στα σκοτεινά, φτάνει στο σπίτι, ανοίγει το τσουβάλι, κεχρί μέσα! Κεχρί; «Κεχρί θα φάτε! Αυτό θα φάτε!». Εν πάση περιπτώσει και θυμάμαι μία ιστορία, μετά από πολλά, πολλά χρόνια ας πούμε, που τσακωνότανε με τη θεία μου και με τον Κώστα κάτι είχαν, έτσι ένα χαζοδιαπληκτισμό ας πούμε. «Ρε! Που βγάζετε γλώσσα! Σας μεγάλωσα σαν τα καναρινάκια με το κεχρί!». Τους δούλευε η γιαγιά! Έτσι που λέτε. Ιστορίες πολλές. Πάμε και πιο πίσω! Αλλά το καρότσι… σας λέω. Ήτανε σημείο αναφοράς, πια, εκείνη την εποχή στην Αθήνα! Ήτανε και σημείο αναφοράς, σημείο ραντεβού. «Πού θα βρεθούμε;». «Στο καρότσι του Κώστα!». Σφυγμόμετρο των εκδοτών της εποχής. «Τι θα κυκλοφόραγε, τι θα πήγαινε». Ο Κάλβος, δηλαδή, δεν υπήρχε περίπτωση να βγάλει βιβλίο και να μην το πάει, πρώτο-πρώτο, στον Κώστα, να δει πώς θα πάει, πώς θα είναι η πορεία του βιβλίου. Αν θα πούλαγε στο καρότσι, ήξερε ότι θα πουλήσει το βιβλίο ας πούμε. Αν δε πούλαγε το βιβλίο στο καρότσι του Νικολάκη, ήξερε ότι ήταν αποτυχία ας πούμε. Παλαιοβιβλιοπωλείο έγινε πιο μετά ας πούμε. Και τώρα κι εγώ το συντηρώ λίγο, έτσι, στο παλαιοβιβλιοπωλικό. Όχι ότι απαξιώνω τους πελάτες του καινούργιου βιβλίου, αλλά μάλλον, πιο πολύ, με τη δευτερογενή αγορά ας πούμε, το παλαιό βιβλίο, σπάνια. Ψάχνω και εγώ. Αγοράζω βιβλιοθήκες ενίοτε.
Ήταν ένας πολύ συνειδητοποιημένος άνθρωπος και είχε κι όλο αυτό το παρελθόν πίσω του, οπότε…
Έτσι. Μέχρι την τελευταία στιγμή μαχητής. Εδώ, αγωνιστής, λάτρης και ρέκτης, φυσικά, του βιβλίου. Και όλης της κατάστασης ας πούμε και γνωρίζοντας πράγματα και καταστάσεις άπειρες. Ιστορίες για παλιούς εκδότες, για παλιούς συγγραφείς.
Απίστευτα πράγμα!
Ιστορίες μιας άλλης εποχής.
Εσείς, κάπως, την ζήσατε κι εκείνη την εποχή
Λίγο-πολύ ναι! Αλλά ήτανε άλλη εποχή για το βιβλίο τότε. Και άλλη τώρα. Τώρα, βγαίνουνε λίγο το mainstream, λίγο τα βιβλιοπωλεία της μόδας, λίγο το best seller. Όχι ότι τότε δεν [00:40:00]υπήρχε, αλλά ήταν αλλιώς. Θυμάμαι είχε… τότε, μου λέγε ο Κώστας μία ιστορία. Το θυμάμαι κι εγώ αυτό το μαγαζί. Στην «Ιπποκράτους» και «Σόλωνος» από πάνω. Τώρα, νομίζω έχει γίνει κάτι γυμναστήριο, κάτι τέτοιο. Εκεί ήτανε -πώς το 'λεγε να δεις;- «Το σπίτι του βιβλίου», «Ο ναός του βιβλίου»; Ήταν του Λαδιά το βιβλιοπωλείο. Ένα τεράστιο, αχανές βιβλιοπωλείο. Ο οποίος Λαδιάς δούλευε με stock. Και πήγαινε εκεί ο κόσμος και ψώνιζε βιβλία. Είχε πάγκους απ’ έξω. Απίστευτους πάγκους σε όλα τα πεζοδρόμια. Ήταν γεμάτα με πάγκους, με βιβλία μέσα. Ένα τεράστιο μαγαζί πραγματικά. Και πήγαινε ο Κώστας ενίοτε και ψώνιζε και από κει βιβλία ας πούμε. Έψαχνε τίποτε παλιά, τίποτε περίεργα, τίποτα εξαντλημένα που μπορεί να είχε μαζέψει ο Λαδιάς εκεί. Ο Λαδιάς, κάθε μέρα, 15:00 με 17:00 το μεσημέρι έκλεινε. Οπότε, κλείνοντας ο Κώστας ένα μεσημέρι από δω, τρεις παρά, ίσα-ίσα τον προλαβαίνει τον Λαδιά. «Κύριε Γιώργο μου, να ρίξω μία ματιά;». «Κώστα παιδί μ’ -γιατί ήτανε και λίγο βλάχος- εγώ πρέπει να φύγω τώρα. Θα σε κλειδώσ’ μέσα, θα βρεις εσύ τι θες και στις 17:00, που θα ανοίξου, κάνουμε το λογαριασμό!». Και πράγματι, τον κλείδωσε μέσα ο Λαδιάς τον Νικολάκη. Έφυγε πήγε έφαγε, τι έκανε ας πούμε. Γύρισε στις 17:00. Ο Κώστας είχε ψωνίσει τα βιβλία του. 17:00 τον ξεκλείδωσε, κάναν τη συναλλαγή τους κι έφυγε! Απίθανες ιστορίες! Λαδιάς! Λαδιάς ήτανε πολύ «σφιχτός», ας πούμε, εκείνη την εποχή! Και μάλιστα, λένε μία ιστορία. Εγώ δεν την ξέρω. Την έχω ακούσει και από διάφορους. Αυτός πλήρωνε κάθε Σάββατο τους προμηθευτές του, αλλά το Σάββατο δεν ήτανε ποτέ εκεί. Γιατί; Είχε ένα βαρέλι πίσω από το γραφείο και έμπαινε στο βαρέλι και άφηνε τον υπάλληλο στο ταμείο. Και πήγαινε ο προμηθευτής το Σάββατο, που ήξερε ότι μπορεί να πληρωθεί, μπορεί και να μη πληρωθεί. Έμπαινε μέσα. Έλεγε: «Γεια σας! Απ’ τον τάδε προμηθευτή» ή «Ο τάδε προμηθευτής». Χτύπαγε, συνθηματικά, ο υπάλληλος το βαρέλι πίσω ας πούμε. Άμα του απάνταγε συνθηματικά ο Λαδιάς μέσα από το βαρέλι, τον πλήρωνε. Άμα δεν του απάνταγε συνθηματικά «Που λείπει ο κύριος Γιώργος και τι να κάνουμε και έλα το άλλο Σάββατο». Και ήτανε ο Λαδιάς μέσα στο βαρέλι και από 'κει μέσα κανόνιζε τα νταλαβέρια του!
Πραγματικά, εικόνες από άλλη εποχή μιλάμε!
Τέξας καταστάσεις!
Και πολύ αυθεντικές όμως.
Ιστορίες τέτοιες!
Και εδώ πέρα… έχει μία πολύ αυθεντική ατμόσφαιρα.
Ναι. Το διατηρώ και εγώ, πια, με την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής. «Θα μπορούσες -λέει- να του κάνεις μια ανακαίνιση». Με μια ανακαίνιση θα γίνει άλλο ένα βιβλιοπωλείο ας πούμε! Ενώ έτσι μπαίνεις… είναι λίγο σπηλιά, χάνεσαι εδώ μέσα στα βιβλία, ψάχνεις από δω, ψάχνεις από 'κει, ανακαλύπτεις θησαυρούς, πράγματα, παλιά βιβλία, εξαντλημένα, από τα αζήτητα πιθανώς. Βέβαια, όλο αυτό έχει ένα κόστος, πια, στην εποχή που ζούμε, αλλά όσο μπορούμε το συντηρούμε…
Θυμάστε, έτσι, καμία αστεία συγκυρία, πώς βρέθηκε το βιβλίο, πώς επέστρεψε, πώς…
Άμα στύψω το μυαλό μου, όλο και θα θυμηθώ. Δεν μου ‘ρχεται κάτι αυτή τη στιγμή.
Εντάξει. Δεν πειράζει-
Έτσι, κάποια χαρακτηριστική ιστορία. Πάρα πολλές, πάρα πολλές. Πια, το δικό μου μυαλό έχει αρχίσει και ξεχνάει ας πούμε.
Έχει ενδιαφέρον που τόσοι άνθρωποι έγραψαν για τον κύριο Νικολάκη και εσείς είστε ένας άνθρωπος που τον γνωρίζατε καλύτερα απ’ όλους.
Ναι! Και όλους αυτούς που αναφέρει εκεί μέσα, στο «Καρότσι» ας πούμε, τους έχω ζήσει εδώ πέρα πρώτο χέρι ας πούμε.
Μαζί σας πώς ήτανε; Που ήσασταν φαντάζομαι και πιο μικρός
Ήμουνα ο μικρός του μαγαζιού. Ναι, εγώ ήμουνα ο μικρός, ο «Άι-φέρε...» της παρέας! «Πετάξου εδώ, πήγαινε εκεί». Εντάξει. Βασικά, ήμουνα έξω πιο πολύ, για να ανεφοδιάζω το μαγαζί, να πηγαίνω να ψωνίζω απ’ τους εκδότες, να πηγαίνω παραγγελίες. Ο μικρός της παρέας γενικότερα. Φυσικά, για κάθε είδους εξυπηρέτηση «Στείλε το Χρήστο να πάει!». Έτρεχε ο Χρήστος, ο μαύρος!
Καθόντουσαν εδώ οι μεγάλοι τα λέγανε;
Ναι, ναι! Οι μεγάλοι τα λέγανε και ό,τι τους ερχόταν, έτρεχε ο μικρός! Εν πάση περιπτώσει. Μετά, μπήκαμε στη διαδικασία με τις εκδόσεις. Εντάξει. Αλλάξανε λίγο τα πράγματα, γιατί πια ήτανε, ουσιαστικά, πάνω μου. Εγώ το ‘τρεχα ας πούμε, τις εκδόσεις. Φυσικά, με ιθύνοντα νου τον Κώστα πάντα ας πούμε. Πάντα, βοήθαγε εννοείται, πρότεινε, ήξερε, επαφές με την πιάτσα ας πούμε, από την παραγωγή μέχρι τη διάθεση. Και φυσικά, πάντα, το μαγαζί να εφοδιάζεται με βιβλία. Κουβάλαγε stock. Κάποια στιγμή, άδειασε ο Σαλίβερος τις αποθήκες στη Θεσσαλονίκη. Το ‘κλεισε ο Σαλίβερος. Μαθαίνει ο Νικολάκης. Φεύγει όπως είναι! Καβαλάει το αμάξι, πάει Θεσσαλονίκη, κάνουνε το deal, γυρνάει πίσω άδειος! Λέω: «Τι έγινε;». Λέει: «Θα σου πω». Μετά από κάνα-δυο μέρες, σκάνε δυο φορτηγά! Όλες οι αποθήκες του Σαλίβερου! Βιβλίο άπειρο. Άντε δώσ' του πάλι! Ξεφόρτωνε, κουβάλα, κάνε, δείχνε, τακτοποίησε, φτιάξε! Ιστορίες τέτοιες…
Και που τα είχε όλα αυτά τα βιβλία; Δύο φορτηγά που τα έβαζε;
Είχε μία αποθήκη που τα έβαζε. Φυσικά, ποτέ δεν ήταν αρκετός ο χώρος! Πάντα τίγκα, πάντα έπρεπε να γίνει ξεσκαρτάρισμα, να μπούνε στον πάγκο. Άλλα πράγματα να φύγουνε.
Και πώς μπαίναν και στον πάγκο! Διάβασα για μία, έτσι, ιδιόμορφη αισθητική πώς ήταν στοιβαγμένα τα βιβλία!
Ναι. Αυτά είναι απ’ το καρότσι. Ιστορίες παλιές ας πούμε. Πώς τα [00:45:00]έβαζε, ποιο θα φαίνεται πολύ, ποιο θα φαίνεται λιγότερο, ποιο θα προβάλουμε, ποιο θα προτείνουμε. Κάποια βιβλία πολύ καλά, αλλά μπαίνανε κατευθείαν στη άκρη για τον πελάτη. Και φυσικά, αυτό γίνεται ακόμα και σήμερα. Γιατί έχω πολλούς πελάτες, και πιο παλιούς και καινούργιους ας πούμε, αξιόλογους πελάτες. Όχι με καθαρά οικονομικούς όρους, αλλά και με όρους έρευνας να το πούμε έτσι. Ξέρω ότι ο άλλος, ας πούμε, κάνει μία διατριβή, κάνει μία έρευνα πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα, για το οποίο θέλει και να γράψει, πιθανώς, κάτι. Όταν τυχαίνουν τέτοιου είδους βιβλιογραφίες, δεν μπαίνουν στο μαγαζί αυτά τα πράγματα φυσικά. Αυτά πάνε κατευθείαν στο ράφι, στην αποθήκη για τον συγκεκριμένο πελάτη. Και μόλις μαζευτούν, τηλέφωνο. «Θέμη! Έλα να δεις μία βιβλιογραφία» ξέρω 'γω. Και από κει και πέρα, γίνεται, ας πούμε, η διαλογή.
Και κατ’ αυτό τον τρόπο βοηθάτε και πολύ τις έρευνες που γίνονται.
Βέβαια! Προσπαθούμε να πιάνει τόπο το βιβλίο. Δηλαδή, ένα καλό βιβλίο, αν βγει στον πάγκο ας πούμε, θα περάσει ένας τυχαίος… «Τυχαίος»… δεν τον ξέρω. Μπορεί ο άνθρωπος να είναι πραγματικά και αυτός ένας σοβαρός ερευνητής ας πούμε, αλλά ένα βιβλίο που θα σκορπίσει, ενώ θα μπορούσε να αξιολογηθεί, γνωρίζοντας σε ποιο κομμάτι του παζλ θα ταίριαζε ας πούμε!
Τώρα… δεν ξέρω τι άλλο; Θα θέλατε να συμπληρώσετε κάτι άλλο; Κάποια ιστορία που σας έρχεται στο μυαλό; Γιατί εσείς ξέρετε και παραπάνω απ’ όλους φαντάζομαι.
Αυτά θέλουνε κρασί ή τσίπουρο, για να αρχίσει να κυλάνε οι ιστορίες οι παλιές.
Ντάξει. Τώρα, είπαμε είναι νωρίς για τσίπουρα.
Οπότε… ναι. Σήμερα, είναι νωρίς για τσίπουρο. Οπότε… ίσως μια Παρασκευή απόγευμα θα μπορούσαμε να το επαναλάβουμε πιο χαλαρά και ίσως να αντλήσουμε και από κει στοιχεία.
Πολύ ωραία! Άρα, το κλείνω για τώρα, σωστά;
Αν δεν έχετε κάτι άλλο να με ρωτήσετε!
Νομίζω… είπαμε και πολλά πράγματα. Σίγουρα-
Είπαμε πολλά. Θα πούμε κι άλλα.
Ωραία. Χαίρομαι πολύ.