© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ιστορίες από το παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού

Κωδικός Ιστορίας
13469
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δημήτρης Δούκας (Δ.Δ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/06/2021
Ερευνητής/τρια
Σταύρος Βλάχος (Σ.Β.)
Σ.Β.:

[00:00:00]Οπότε πάτε στο Πολυτεχνείο, το τελειώνετε και τι ακολουθεί;

Δ.Δ.:

Τελειώνω το Πολυτεχνείο, πάω το στρατιωτικό μου, δουλεύω στην οδό και οδοστρωμάτων στο εργοτάξιο Αγρινίου, εκεί δίδασκα κιόλας σε μία σχολή –πώς το λένε;– σχεδιαστών και τέτοια και μετά, εν συνεχεία, πήρα μία υποτροφία του ΝΑΤΟ και τελείωσα Master στο Berkeley, με άριστα. Και μάλιστα όχι με άριστα, αλλά είναι κατά τρίμηνα αυτά και κατά... Έχουν ένα σύστημα, δεν μπορεί να παίρνεις ούτε πολύ περισσότερα μαθήματα ανά τρίμηνο ούτε λιγότερα. Ήτανε κάθε μάθημα ανάλογα με την ειδικότητα έπαιρνε 1 βαθμό, από 1 έως 5 μονάδες. Αν έπαιρνες από «λίαν καλώς» κι απάνω, αλλιώς δεν μέτραγε. Έπρεπε να συμπληρώσεις 36 μονάδες με «λίαν καλώς», αλλά... ή 12 μήνες το λιγότερο ή 36 μήνες, λιγότερα δεν σ' το αναγνωρίζουνε, περισσότερο σου λέγανε: «Εσύ θα πάρεις και σύνταξη από εδώ». Λοιπόν, εγώ προσπάθησα να τελειώνω το γρηγορότερο δυνατόν, ήταν εποχή Χούντας τότε. Και...

Σ.Β.:

Ποια χρονολογία ήταν αυτό; 

Δ.Δ.:

Ήταν το ’69. Την πρώτη φορά ζήτησα και μου βγάλανε 11 μονάδες, δεν ήξερα το σύστημα. Και ο σύμβουλος καθηγητής μού λέει: «Πολλά, φορτώνεις πολλά. Δεν ξέρεις και πάρα πολύ καλά αγγλικά, κόψε λίγο, δεν θα τα καταφέρεις». Γιατί κάθε μάθημα, αν δεν το πέρναγες, δούλευε και αρνητικά. Και κάθε μάθημα είχε μονάδες, μπορεί να ‘παιρνες 10 μονάδες, από ένα άλλο να έπαιρνες -2. «Πάρε λιγότερα». «Όχι» λέω «θέλω να τελειώνω!» Παίρνω το 11, πάω και στο τέλος έμενε μία μονάδα και έπρεπε να μείνω άλλο ένα τρίμηνο. Και πέρασε η Σύγκλητος ειδικό –επειδή είχα πάρει άριστα σ’ όλα– ειδικό ψήφισμα να κάνω 13, 13 μονάδες στο τελευταίο τρίμηνο. Τέλος πάντων. Λοιπόν, είχα και αυτό το πτυχίο με άριστα και προκήρυξε ότι θέλει έναν εξειδικευμένο μηχανικό στις μεταφορές, γιατί άρχισαν τα έργα του αεροδρομίου στον ανατολικό αεροσταθμό το κτίριο και λοιπά. Και διορίστηκα το ‘64 ως διευθυντής Α’, μόνιμος κατευθείαν. Τότε οι βαθμοί ήταν μεγάλη υπόθεση. Ο επιστήμων ξεκίναγε συνήθως με τον 6ο βαθμό, που ήτανε εισηγητής, πήγαινε στον 5ο τμηματάρχης Β’, 4ος, τμηματάρχης Α’, διευθυντής Β’, διευθυντής Α’. Εγώ διευθυντής Α’. Με τον βαθμό αυτό πέρασα σχεδόν τα... – όσο ίσχυαν οι βαθμοί, γιατί το ΠΑΣΟΚ όταν ήρθε, το ’81, κατήργησε τη μονιμότητα του βαθμού και γινόμαστε αιρετοί για τρίμηνο, αηδία, διότι δεν μπορείς να είσαι μία στρατηγός, μία φαντάρος. Σου 'λεγε ο άλλος: «Καλά, για τριετία κάνε το! Την άλλη που δε θα βγεις, θα γίνω εγώ και θα τρως καρπαζιές, κερατά».

Σ.Β.:

Οπότε πάτε στο αεροδρόμιο το ’64.

Δ.Δ.:

Ναι.

Σ.Β.:

Τότε στο αεροδρόμιο πώς ήτανε η κατάσταση; Υπήρχε έτσι κίνηση, πτήσεις; 

Δ.Δ.:

Είχε μία καταπληκτική άνοδο. Δηλαδή η κίνηση του αεροδρομίου αυξανόταν 12-15%, άρχιζε μεγάλη ανάπτυξις. Βέβαια ήτανε εις πολύ πρωτόγονη κατάσταση. Εγώ έκανα διαγράμμιση για τις θέσεις των αεροσκαφών, έβγαλα κανόνες, οι υπάλληλοι τότε δεν είχανε προσόντα, αλλά είχανε συνείδηση. Δηλαδή εκείνον τον καιρό, το απολυτήριο γυμνασίου ήταν μεγάλη… ήταν διευθυντές με απολυτήριο γυμνασίου, ούτε το 'χανε μερικοί, αλλά είχανε ζήλο.Ερχότανε σε εμένα να τους διαβάσω τα αγγλικά κείμενα, τους κανονισμούς του FAA, το 'να, τ' άλλο… αναγνωρίζανε… Γιατί τώρα, να πήγαινα εγώ, 25 χρονών, και να διευθύνω κάτι ανθρώπους που ήτανε 30 χρόνια. «Άι στο διάολο, κωλόπαιδο» θα μου λέγανε. Με σεβότανε και λοιπά. Και αρχικά, ήμουνα τμηματάρχης ενός τμήματος τεχνικού στο αεροδρόμιο, μετά έγινα διευθυντής της τεχνικής διευθύνσεως του αεροδρομίου για πολλά χρόνια, γιατί είχε δημιουργηθεί για κάποιο διάστημα μία διεύθυνση αεροπορικής, πολιτικής αεροπορίας στο κεντρικό υπουργείο κι είχα πάει, αλλά δεν μου πολυάρεσε και κάθισα κάνα χρόνο και ξαναγύρισα. Έγινα διευθυντής τεχνικής υπηρεσίας, αναπληρούσα τον αερολιμενάρχη, γιατί ήμουνα ο αρχαιότερος υπάλληλος και πολλές φορές βρέθηκα να διοικώ, διότι και η Χούντα ακόμη σεβόταν την ιεραρχία. Να σκεφτείτε ότι ο αερολιμενάρχης ήτανε δικό σου πρόσωπο, κι ο υποαερολιμενάρχης, εγώ ήμουνα καριέρας, και μάλιστα, εγώ δεν ξέρανε και τι είμαι από φρονήματα, διότι ήμουνα της αρχής ότι ο δημόσιος υπάλληλος δεν πρέπει να έχει κομματική ιδιότητα. Ο υπάλληλος ανήκει στο κράτος. Τώρα αν το κράτος είναι η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ και λοιπά, δεν με ενδιαφέρει εμένα. Εγώ υπηρετώ το κράτος, δεν υπηρετώ το κόμμα… Ένα αυτό. Και το κακό ήτανε ότι εγώ δεν είχα φρονήματα. Όταν ήμουνα στο στρατό, δεν είχα πάρει είδηση. Εγώ πήγα κανονικά, και μάλιστα, είχα επιμείνει, ενώ είχα πολλούς γνωστούς και πολιτικούς και του στρατού, είχα επιμείνει να μην ανακατωθεί κανείς και να την περάσω –δεν ξέρω αν σας ενδιαφέρουν αυτά, μη σας κουράσω, αλλά είναι μία νοοτροπία εποχής– δεν θέλω να παρέμβει ο θείος ο στρατηγός και ο ναύαρχος ο ξάδερφος και λοιπά… Ακόμη και στη μάνα μου, γιατί εγώ ήμουν ορφανός από 5 χρονών, ε, και ήτανε δεμένη, της λέω: «Μην πατήσεις στο στρατόπεδο εκεί πέρα στις 40 μέρες, θα λιποτακτήσω! Κανείς!» Φαντάρος κανονικός, απλός. Πήγα εκεί, τράβηξα το διάολό μου, γιατί έπεσα σε μία σειρά που πραγματικά με ενετόπισε σε πάρα πολλά πράγματα. Επειδή εγώ είχα ξεχάσει να κάνω αίτηση αναβολής θητείας λόγω σπουδών, κηρύχθηκα ανυπότακτος, πέρασα στρατοδικείο και έφαγα 4 χρόνια φυλακή. Και ήτανε μία σειρά αυτή που πήγα, που ήτανε φυλακισμένοι, αγράμματοι τελείως, αναλφάβητοι, αναλφάβητοι από διάφορα μέρη, γύφτοι, οθωμανοί από τη Θράκη, κάτι μαφιόζοι, κάτι-κάτι...

Σ.Β.:

Πού πήγατε φαντάρος;

Δ.Δ.:

Στην Τρίπολη.

Σ.Β.:

Στην Τρίπολη.

Δ.Δ.:

Και όταν πήγα, εγώ τώρα βουτυρόπαιδο ήμουνα, mama’s boy, τα ‘χα λίγο χάσει, αλλά σιγά-σιγά άρχισα να καταλαβαίνω τι γίνεται. Και καταφέρνω –και αυτό μπορώ να σας πω, ειλικρινά, ότι από όλα μου τα καμώματα στη ζωή, είμαι υπερήφανος για τα στρατιωτικά μου χρόνια– καταφέρνω όλο εκείνο το σκυλολόι, κάτι αγριανθρώπους, να με σέβονται, χωρίς να ξέρουν και τι είμαι. Δεν καταλαβαίνουν πολιτικός μηχανικός, τι να καταλάβουν; Άλλοι με λέγανε γιατρό, άλλοι με λέγανε «δάσκαλε», να έχω γίνει θεός. Δεν καθάριζα όπλο, δεν έστρωνα κρεβάτι, πέφτανε όλοι να γυαλίσουν τα παπούτσια μου και λοιπά και λοιπά. «Ο γιατρός, ο γιατρός» ή «ο δάσκαλος» και θυμάμαι μία σκηνή, κατέβαινα μία σκάλα, έτσι αργοπατώντας, και περνάει ένας μόνιμος λοχίας, μου τραβάει μία σφαλιάρα. «Προχώρα, ρε στραβάδι». Γυρίζω να δω τι γίνεται και βλέπω έναν πατριώτη μου Μανιάτη, μαφιόζο γερό, να έχει τραβήξει έναν σουγιά, να του τον έχει χώσει του λοχία εδώ και του λέει: «Αν ξαναπειράξεις τον καπετάνιο, τα άντερά σου θα τα βρεις στο λαιμό σου». Αποκεί και πέρα, όλοι λένε: «Πω! Πω! Αρχιμαφιόζος είναι αυτός, προσέχτε τον! Μην τον ενοχλείτε!»

Σ.Β.:

Ναι, ναι. Τέλεια.

Δ.Δ.:

Και στο τέλος είχα καταλήξει να είμαι ένα είδος αξιωματικού. Οι αξιωματικοί με σεβόταν, οι φαντάροι με βλέπανε και παίρνανε διαταγές και δεν συμμαζεύεται.

Σ.Β.:

Ωραία, πάμε πάλι στο αεροδρόμιο. Θέλω λίγο να μου πείτε συγκεκριμένες ιστορίες. Περιστατικά κρίσεων ίσως που θυμάστε, από αεροπειρατείες, από κάποια πτώση αεροσκάφους… Θυμάμαι, είχατε κάποιες τέτοιες ιστορίες.

Δ.Δ.:

Είχαμε, είχαμε. Και...

Σ.Β.:

Θέλετε να μου πείτε;

Δ.Δ.:

Λοιπόν, να σας τελειώνω με το αεροδρόμιο, πήγαμε, αυτά. Όταν ήρθε η Χούντα, εγώ ήμουνα τότε τμηματάρχης στο αεροδρόμιο. Διευθυντής ήταν ένας απόστρατος της πολεμικής α[00:10:00]εροπορίας της ΜΑ, πολύ καλός, και διοικητή μάς φέρανε έναν σμήναρχο εν ενεργεία, ο οποίος ήταν ένα στουρνάρι και μισό. Λοιπόν, ο οποίος, βέβαια, φερότανε λίγο άσχημα στον άλλο, ο οποίος ήταν αξίας άνθρωπος. Ήταν και αυτός επιμελητής στο Πολυτεχνείο, καθηγητής στη σχολή Ικάρων που ήμουνα και εγώ, και του λέω: «Κάτσε στην μπάντα εσύ –ήταν και μεγάλος άνθρωπος– εμένα δεν με νοιάζει με το μαλάκα εδώ πέρα, ξέρω να του συμπεριφερθώ. Κάτσε εσύ να μην προσβάλλεσαι, ήταν και νεότερός σου κι έχετε άλλα. Εγώ είμαι νεαρός, χέσε μας». Και ουσιαστικά, είχα αναλάβει τη διεύθυνση όλη την περίοδο και γινότανε ιστορίες. Με πιστόλι με κυνήγαγε ο σμήναρχος μερικές φορές. Τέλος πάντων, την ημέρα που έγινε η δικτατορία, εγώ δεν το είχα πάρει χαμπάρι. Μάλιστα εγώ ήμουνα στο κέντρο της Αθήνας με μία φιλενάδα τότε. Έμενα στην Αχα...

Σ.Β.:

Το έχετε πει αυτό.

Δ.Δ.:

Σ' το ‘χω πει. 

Σ.Β.:

Το έχετε πει στην άλλη συνέντευξη, την ημέρα...

Δ.Δ.:

Δεν είχα πάρει χαμπάρι τι γίνεται. Τέλος πάντων. Πάντως σεβότανε την ιεραρχία. Γεγονός.

Σ.Β.:

Η δικτατορία.

Δ.Δ.:

Δηλαδή, όταν ο αερολιμενάρχης δεν ήτανε, έλειπε, ο υποαερολιμενάρχης ήταν υπάλληλος δικός τους, νεότερος από εμένα σε ιεραρχία, τίποτα, ένας αγράμματος ήτανε. Αερολιμένα διοικούσα εγώ, εγώ από υφιστάμενος βρισκόμουνα καπετάνιος και είχα δει πάρα πολλά εκεί πέρα τι γινότανε.

Σ.Β.:

Ταξίδευαν από εκεί τα στελέχη του καθεστώτος;

Δ.Δ.:

Βέβαια, βέβαια.

Σ.Β.:

Ωραία, θέλετε κάποιες...

Δ.Δ.:

Είχα δει και την αναχώρηση του Καραμανλή.

Σ.Β.:

Ναι, το είχατε πει αυτό. Και την άφιξη, ήταν πολύ ωραίο.

Δ.Δ.:

Και η άφιξις μετά. Είχα ζήσει και το θέμα της απαγορεύσεως των πτήσεων...

Σ.Β.:

Με τον Παπαδόπουλο με το τηλέφωνο...

Δ.Δ.:

Που κατάλαβα ότι πάει ο Παπαδόπουλος.

Σ.Β.:

Άλλες ιστορίες, που είχαν έρθει εκεί πέρα τα στελέχη της Χούντας, κάτι που τους είχατε δει στο αεροδρόμιο; Κάτι άλλο που θυμάστε;

Δ.Δ.:

Θυμάμαι έναν ταγματάρχη, όταν μπήκε ο τέτοιος, ο Ιωαννίδης, ήταν ένας ταγματάρχης δικός του, ο οποίος είχε την εποπτεία του αεροδρόμιου και ο οποίος ήταν πατριώτης, από την Λακωνία, και με είχε καλέσει σε γεύμα και μιλήσαμε. Και γυρίζω και λέω στη μάνα μου –το οποίο σημαίνει τότε ζούσα με τη μάνα μου– λέω: «Μάνα, σε τρελούς πέσαμε». «Γιατί;» μου λέει. «Τι έγινε;» «Μίλαγα με αυτόν που εκφράζει τον Ιωαννίδη και ξέρεις τι μου ‘λεγε; Ότι η Ελλάδα είναι η ευνοούμενη χώρα του Θεού, ο Θεός θα την κάνει κυρίαρχο του κόσμου, θα ξαναφτάσουμε στις Ινδίες και θα φτάσουμε και από δω και θα κυριαρχήσουμε σε όλον τον κόσμο...» Α, ρε, λέω, τι έχει να γίνει εδώ πέρα με αυτά τα καμώματα!

Σ.Β.:

Είχε πάρει κάποια μέτρα συγκεκριμένα η Χούντα για το αεροδρόμιο; Με ελέγχους, ίσως, ξένων πολιτών, με τέτοιες καταστάσεις;

Δ.Δ.:

Βέβαια! Ήτανε και άτομα τα οποία δεν είχανε… Αν και στην υπηρεσία υπήρχε... έπρεπε να έχουμε «Ε» «εθνικόφρων». Εγώ δεν είχα όταν διορίστηκα. Εγώ ήμουνα «Χ», «άγνωστος». Σ' το ‘χω πει; 

Σ.Β.:

Όχι, όχι.

Δ.Δ.:

Πήγα στον στρατό, καμιά φορά βαριόμουνα και πήγαινα και έκανα γραφική εργασία στο διοικητήριο, γιατί ήμουνα εγώ από τους ελάχιστους μορφωμένους, και βλέπω την κατάσταση των στρατιωτών που ήμαστε, που έλεγε: Δούκας Δημήτριος, απόφοιτος του γυμνασίου, απόφοιτος του Πολυτεχνείου, με βαθμό, τη διεύθυνσή μου, πού μένω, την οικογενειακή μου κατάσταση, παντρεμένος-ανύπαντρος και λοιπά. Και στο τέλος είχε κάτι λίστες, που έλεγε 1-2-3-Χ-Ε. Δεν καταλάβαινα τι είναι αυτά. Εμένα μου είχανε «Χ». Ρώτησα έναν γιατρό, που ήταν παλιός γείτονας και με ήξερε και με έπαιρνε για βοηθό καμιά φορά και έκανε… τους έκανα ενέσεις. Εκεί να δεις! Να βλέπει ο βλάχος, ο οποίος δάγκωνε και έκοβε το χέρι του, σκληροί άνθρωποι, όταν με έβλεπε με την ένεση… λιποθυμούσανε. Τι είναι η… Λοιπόν, του λέω: «Ρε γιατρέ, τι είναι αυτά τα 1-2-3;» Μου λέει «Το 1 σημαίνει μη εκδηλωμένος ο ίδιος, αλλά το περιβάλλον του είναι αριστερό, οι γονείς του, τα αδέρφια του, οι φίλοι του, ξέρω 'γω. Το 2 είναι, σημαίνει ότι είναι αριστερός, αλλά δεν έχει πολεμήσει με ΕΛΑΣ-ΕΑΜ. Το 3 είναι... άσ' τα να παν στο διάολο».

Σ.Β.:

Για Μακρόνησο.

Δ.Δ.:

Για Μακρόνησο. «Το Ε είναι εθνικόφρων, το Χ είναι άγνωστος». Όταν πάω στην πολιτική αεροπορία, υποβάλλω τα χαρτιά μου, εντάξει, δεν διοριζόμουνα, γιατί δεν υπήρχε φρονημάτων. Δεν είχα «Ε». Βρε γαμώτο, τι γίνεται; Τελικά, δεν μπορούσαν να βρούνε, διότι οι μεν την Λακωνία, η οικογένεια ήτανε... Στην Λακωνία η οικογένεια ήταν χωρισμένη όπως όλοι. Άλλοι ήτανε δεξιοί, άλλοι ήτανε αριστεροί και σκοτωνότανε μεταξύ τους. Στη Λακωνία η τοποθετήσις σε αριστερούς και δεξιούς δεν έγινε με οι πλούσιοι είναι δεξιοί, οι φτωχοί… Αν εσείς, που δεν σας χώνευα, διότι, ξέρω ‘γω, πειράξατε τη γιαγιά μου, γινόσαστε κομμουνιστής, εγώ γινόμουνα δεξιός και το ανάποδο. Ήτανε τελείως προσωπικά. Λοιπόν, κι είχανε χωριστεί, δεν μπορούσαν να βρουν άκρη. Ο πατέρας μου δεν είχε ασχοληθεί, ήτανε νομίατρος πριν στη Λακωνία, έφυγε ως έφεδρος επίλαρχος, τραυματίστηκε βαρύτατα στην Αλβανία και γύρισε και πέθανε το ’44. Πού να ανακατωθεί; Η μάνα μου ήταν από τη Χίο, μία μεγάλη οικογένεια, παλιά, έμεινε και αυτή ορφανή, ο πατέρας της πέθανε 40 χρονών, η μάνα της ήτανε μία κόμισσα μισότρελη, η πολιτική τους έλειπε! Δεν ξέρανε τι είναι. Εγώ δεν είχα εκδηλωθεί, ούτε μες στο Πολυτεχνείο ανακατωθεί σε τίποτα και δεν ήξερε κανείς τι είμαι. Και ευτυχώς, όταν ψάχναν αποδώ πέρα, πήγαν και στη γειτονιά. Οι γείτονες λέγαν: «Μια καλή οικογένεια είναι, η κυρία είναι νεαρή χήρα, πολύ σοβαρή κυρία, ζωγράφος, πιανίστρια, μορφωμένη, δεν την άκουσα ποτέ να μιλάει πολιτικά. Ο νεαρός πολύ καλός μαθητής, πρώτος στο γυμνάσιο, πρώτος στο Πολυτεχνείο, δεν τον είδαμε να ανακατώνεται στα πολιτικά. Δεν ξέρουμε». Ευτυχώς, ένας περιπτεράς που ήταν μπροστά στο σπίτι μας, κατάλαβε τι θέλαν αυτοί, γιατί ρωτάγανε απέξω-απέξω και λέει: «Δεν ξέρω τι είναι. Δεν έχουμε και πολλές κουβέντες, το μόνο να σας πω τι εφημερίδα παίρνουν». Σιγά που θα παίρναμε εφημερίδα, είχαμε απενταρίες τότε. Λέει: «Τι εφημερίδα παίρνουν;» Που δεν έπαιρνα. Και είπε, δε θυμάμαι… ΕΘΝΙΚΟ ΚΗΡΥΚΑ; Ποιο ήταν πιο δεξιά; Λέει «Αυτό βλέπω μόνο, που αυτή παίρνουν κάθε μέρα». Ε, και μου δώσαν το «Ε».

Σ.Β.:

Τρομερό! Τρομερό!

Δ.Δ.:

Μετά από 6 μήνες!

Σ.Β.:

Τρομερό! Απ' τον περιπτερά.

Δ.Δ.:

Λοιπόν. Τον περιπτερά. Έτσι και είχαμε τσακωθεί με τον περιπτερά ή του ‘χαμε ρίξει νερά από το μπαλκόνι, θα μας έβγαζε με τον Ζέρβα... με τον...

Σ.Β.:

Με τον Βελουχιώτη.

Δ.Δ.:

Με τον Βελουχιώτη παρέα.

Σ.Β.:

Ωραία, τέλεια. Ωραία, πάμε τώρα λίγο στο αεροδρόμιο, λίγο περιστατικά κρίσεων που θυμάστε, τέτοιες καταστάσεις.

Δ.Δ.:

Θυμάμαι πάρα πολύ καλά το βασιλικό πραξικόπημα. Δεν είχα καταλάβει τι γίνεται και κατάλαβα ότι έγινε ένα είδος επιστράτευσης και έσπευσα βράδυ στο αεροδρόμιο. Το γραφείο μου ήτανε, ως διευθυντής εκεί, ως τμηματάρχης τότε, αλλά ασκούσα διεύθυνση, δίπλα στου διοικητού και αίθουσα επισήμων απέναντι και λοιπά. Και πάω εκεί, είχαν ανοίξει την πόρτα, και ήτανε μέσα δύο πιλότοι και φρουρά της ΕΣΑ. «Τι συμβαίνει;» Αυτοί ήτανε κατάχλωμοι και λοιπά. Ήτανε 3 αεροπλάνα από την ελληνική βάση, τα οποία πήραν το μήνυμα να απογειωθούν, ο πρώτος πρόλαβε να απογειωθεί, τους δεύτερους τους μπλοκάρανε με ένα πυροσβεστικό και τους πιάσανε. Και ήτανε κάτι παιδιά, ήταν νεαροί ανθυποσμηναγοί, κατάχλωμοι, ταλαιπωρημένοι, φοβισμένοι. Τους λέω: «Θέλετε τίποτα; Καμιά μπύρα, κάποια λεμονάδα;» Ήταν να τους κλαίει και η… αυτό θυμάμαι εκείνη την ημέρα. Θυμάμαι… Α, ένα ωραίο ήτανε ότι όταν ήρθαν οι αποστάτες, εμένα δεν με χωνεύανε, διότι εγώ ήμουν αυστηρός και αυτοί που ήτανε οπαδοί των απ[00:20:00]οστατών ήτανε η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα και είχα ρίξει κάτι καμπάνες. Και μόλις ήρθε ο Μητσοτάκης κι η παρέα, φέραν κι έναν αγράμματο διοικητή που δεν ήξερε να γράψει το όνομά του, με είχε πλακώσει στο κυνήγι, κάθε μέρα έπαιρνα και μία ποινή.

Σ.Β.:

Γιατί;

Δ.Δ.:

Για οτιδήποτε! Μάλιστα, γιατί είχα και ένα παιδί, σχεδιαστή, στο γραφείο, πατριώτη απ’ τη Λακωνία, πολύ καλό παιδί… και αυτόν, δεν ξέρω, για προσωπικά, ήτανε πατριώτες, οι οικογένειες ήταν τσακωμένες, ποινή και αυτός κάθε μέρα. Και πάμε να πληρωθούμε το δεκαπενθήμερο, ούτε αυτός ούτε εγώ πήραμε φράγκο, γιατί μας τα είχανε κρατήσει. Εμένα δεν με ένοιαζε, γιατί είχα κάνει και δουλειές απέξω, είχα λεφτά. Τότε οι μηχανικοί ήταν περιζήτητοι. Λοιπόν, κι έκλαιγε αυτός, λέει: «Τι, πώς θα ζήσω;» και λοιπά. Και του δάνεισα ένα χιλιάρικο. Ένα χιλιάρικο τότε ήταν ένας μισθός. Λέω: «Πάρ' το». Και τσαντίστηκα όμως και πάω στον αερολιμενάρχη και του λέω: «Άκου να δεις, αν τα έχεις με κάποιον άλλον –ήταν ο διοικητής τότε, ήταν συγγενής μου, ο προηγούμενος– να πας να τον βρεις και να τα βρείτε. Εγώ είμαι άλλο πράγμα και μην πληρώνω εγώ τους λογαριασμούς του θειου μου. Εγώ δεν έχω ανακατευτεί σε τίποτα». «Οοο» μου έλεγε. Στο τέλος του λέω: «Βρε ρίχνε ποινές! Ξέρεις κάτι; Οι τιμωρίες υπό ένα καθεστώς –έτσι επί λέξει– είναι παράσημο σε ένα άλλο καθεστώς». Εννοούσα να πέσει η κυβέρνηση, να έρθει μία άλλη. Σε 3 μέρες γίνεται το πραξικόπημα, έρχεται η ΕΣΑ, τον βγάζει κλωτσηδόν και λέει: «Α, ρε ο Δούκας θα είναι στην ομάδα του την επαναστατική, το ‘ξερε ότι θα γίνει».

Σ.Β.:

Ωραία ιστορία. Ωραία. Τώρα πάμε λίγο σε αεροπειρατείες, θυμάστε ποτέ επί διεύθυνσής σας να έχουνε γίνει; 

Δ.Δ.:

Είχε γίνει μία, ήτανε η αρχή της Χούντας. Είχε γίνει... είχανε βγει από ένα αεροπλάνο για να πάνε, με πολυβόλα, και χτυπήσανε τους επιβάτες που βγαίναν ένα άλλο, έγινε μία φασαρία… Ήρθε η αστυνομία, τελείωσε το θέμα. Ήτανε η πρώτη. Η πιο σημαντική που θυμάμαι από όλες... Γιατί ήταν ένα άλλο… είχε έρθει ένα τούρκικο εσωτερικών γραμμών, το οποίον έκανε εσωτερικό Κωνσταντινούπολη - κάποια εσωτερική πόλη και μετά Αφρική. Και κάποιος ζωσμένος, τέτοια, το έφερε στην Αθήνα να το προσγειώσει και μας ήρθε εκεί απέξω και να βάλει τους όρους του. Αλλά, τότε ήμουνα… ασκούσα καθήκοντα αερολιμενάρχη, διευθυντής τεχνικής υπηρεσίας ήμουνα.

Σ.Β.:

Επί Χούντας αυτό ή...

Δ.Δ.:

Επί Χούντας. Βλέπω ότι είχανε βγει μερικοί επιβάτες και τριγυρίζανε. Και μάλιστα ήτανε και χειμώνας και αυτοί ήταν και με θερινά, γιατί πηγαίνανε στην Αφρική. Πάω εγώ και χώνουμαι. Εντωμεταξύ αυτοί φοράγανε και κάτι σαρίκια, δανείζομαι ένα σαρίκι από δαύτονε και ανεβαίνω τη σκάλα και μπαίνω μέσα στο αεροπλάνο να δω τι γίνεται. Βλέπω ότι ήτανε ένας ήταν στην μπροστινή την πόρτα με διάφορα εδώ κρεμασμένα πράγματα και απειλούσε να το ανατινάξει. Αλλά δεν μου φάνηκε πολύ σοβαρός. Κατεβαίνω κάτω, λέω στην αστυνομία: «Δεν μου φαίνεται. Και αυτά που ‘χει ντενεκεδάκια μού φαίνεται, δεν μου φάνηκαν για πυρίτιδες και τέτοια. Θα σας συμβούλευα να μπείτε από την μπρος πόρτα ορμητικά, γιατί θα σκάσει η πόρτα, θα του ‘ρθει η πόρτα στη μούρη και τσουβαλιάστε τον. Δεν υπάρχει δεύτερος» τους λέω. «Για αυτό από την πίσω πόρτα μπαινοβγαίνουν οι επιβάτες». Κι έτσι και έγινε και τον γραπώσανε και τελειώσαμε. Η πιο δραματική περίπτωση ήτανε η εξής∙ πάλι… Δεν ήταν η δικτατορία, είχε περάσει η δικτατορία. Ναι, ήτανε μετά, επί Καραμανλή. Πάλι ασκούσα καθήκοντα αερολιμενάρχη και με ειδοποιούν ότι γίνεται φασαρία στην transit θέση, στην αίθουσα κάτω. Από ό,τι κατάλαβα, ήτανε, είχε έρθει ένα αεροπλάνο από την Αίγυπτο – τότε η Αίγυπτος δεν τα είχε καλά με τη Λιβύη, αλλά εργάτες Αιγύπτιοι πηγαίναν στη Λιβύη. Κι ερχότανε με αιγυπτιακό αεροπλάνο εδώ και από δω ερχόταν ένα λιβυκό και τους έπαιρνε και τους πήγαινε στη Λιβύη, δεν είχαν επαφές μεταξύ τους. Ότι είχε έρθει ένα αιγυπτιακό, είχα βγάλει αυτούς, ήρθε το λιβυκό να τους πάρει, τότε δεν είχαμε λάβει ακόμη μέτρα, δεν είχαν αρχίσει οι αεροπειρατείες και δεν γινότανε αυστηρός έλεγχος και αυτοί ήταν ένοπλοι. Εκείνη την ώρα, έρχεται μία TWA, είχε έρθει ένα αεροπλάνο αμερικάνικο, TWA, ο οποίος συνέχιζε για Ισραήλ. Τότε, όταν έκανε μία διακοπή, βγαίναν όλοι οι επιβάτες, το αεροπλάνο εφοδιαζόταν και λοιπά και σε μια ώρα ξαναμπαίναν. Και ορμάν αυτοί οι ένοπλοι, με όπλα, στους επιβάτες τους Ισραηλίτες και σκοτώσανε καμιά δεκαπενταριά μες στο αεροδρόμιο. Κατεβαίνει και η αστυνομία και κατεβαίνω και εγώ, γιατί τότε ο αερολιμενάρχης ήτανε αρχή όλων των υπηρεσιών και της αστυνομίας και το... Ακόμη και ο σμήναρχος της αμερικανικής βάσεως με χαιρέταγε ως προϊστάμενο. Καλά, εντάξει, αλλά τυπικά στεκόταν σούζα. Ακόμη και εκεί που είχε γραφείο, ήμουνα προϊστάμενος. Μετεωρολογία, πυροσβεστική όλοι. Και κατεβαίνω με την αστυνομία, να δω τι γίνεται. Ήταν οι σκάλες, αν θυμάστε απ' το παλιό αεροδρόμιο, είχαμε οχυρωθεί στην απάνω μεριά και κάτω γινότανε μάχη. Και μάλιστα, πάνω στη μάχη, ήταν στη μέση, αυτοί είχαν οχυρωθεί πίσω από κάτι πάγκους και αντάλλασαν πυροβολισμούς με την αστυνομία. Είχαν καθαρίσει τους άλλους παράμεσα. Εκεί ανάμεσα ήταν μία γυναίκα πεσμένη, σκοτωμένη μάλλον, και ένα παιδάκι, 5-6 χρονών, πάνω στη μάνα και έκλαιγε. Αυτό δεν είχε πάθει τίποτα. Άρα τα πυρά περνάγανε από πάνω τους, ανταλλαγή πυρών. Λέω στον διοικητή της αστυνομίας, του λέω: «Τι θα γίνει με αυτό το παιδί; Εκεί μέσα θα πάει να βγει και θα το σκοτώσουνε». Λέει: «Τι να κάνουμε;». Του λέω: «Κάνε πυρ συνεχές να μην μπορούν να βγούνε, να ρίχνουνε, και θα πάω να το αναλάβω εγώ». Και ήμουνα και νεαρός τότε, κατεβαίνω τη σκάλα κουτρουβαλώντας και μπουσουλώντας το βουτάω το παιδί και το φέρνω πίσω. Μετά αυτοί, σκοτώσαμε και αρκετούς από εκεί.

Σ.Β.:

Πόσοι ήταν αυτοί περίπου;

Δ.Δ.:

Ε;

Σ.Β.:

Πόσοι ήταν αυτοί;

Δ.Δ.:

12, κάτι τέτοιο. Δύο παραδοθήκανε. Λέω στον διοικητή της αστυνομίας: «Καθάρισέ τους». «Μα!» μου λέει. «Δώσε το πιστόλι σε εμένα, αν έχεις ηθικούς ενδοιασμούς. Δώσ' το σε εμένα, ξέρω από σκοποβολή». «Όχι». Και τους πιάνουμε. Του λέω: «Θα το πληρώσουμε άσχημα που τους πιάσαμε». Τους πιάσαμε και τους στείλανε φυλακή. Σε μια βδομάδα...

Σ.Β.:

Τι απώλειες υπήρχανε εκεί από τους επιβάτες; Πόσοι σκοτώθηκαν; 

Δ.Δ.:

Κάπου 12-13, κάτι τέτοιο.

Σ.Β.:

Ισραηλινοί όλοι ήτανε;

Δ.Δ.:

Όχι, όλοι ήταν Αμερικανοί υπήκοοι.

Σ.Β.:

Όλοι Αμερικάνοι.

Δ.Δ.:

Ναι, η Αμερική το είχε πιο πολύ αναλάβει.

Σ.Β.:

Μάλιστα.

Δ.Δ.:

Δεν περνάει μία εβδομάδα, δεν ήμουνα αερολιμενάρχης εγώ τότε, ήμουνα διευθυντής. Με ειδοποιούν 05:00-06:00 η ώρα το απόγευμα: «Έγινε αεροπειρατεία στο αεροδρόμιο και έρχεται... και είναι ένα της Lufthansa, το παρκάραμε στον δυτικό αεροσταθμό, το έχει περικυκλώσει η αστυνομία, ζητάνε κάποιον να συνεννοηθούν, διότι θα αρχίσουν να σκοτώνουν επιβάτες». Πετιέμαι εγώ στο αεροδρόμιο και εγώ είμαι η ανωτέρα αρχή εκείνη την ώρα, το τηλέφωνο. «Τι θέλετε;»

Σ.Β.:

Τι ήτανε αυτοί; Τι εθνικότητας;

Δ.Δ.:

Από τη Γερμανία ήτανε, Γερμανοί μουσουλμάνοι. Λέει: «Θέλουμε να μας φέρετε τους συντρόφους μας». Λέω: «Μα η φυλακή είναι μακριά». «Εάν δεν φέρετε αυτούς ως τις... –ήτανε, ξέρω 'γω, 07:00 η ώρα– έως τις 09:00 η ώρα, στις 09:00 η ώρα και κάθε μισή ώρα θα εκτελούμε έναν επιβάτη. Ειδοποιώ απάνω, ήρθαν κάνα δυο υπουργοί και τους λέω: «Κάντε κάτι». Έρχεται εννιά παρά τέταρτο, μας λένε: «Πού ‘ναι;» Εγώ βέβαια μίλαγα, γιατί δεν ήξεραν και τα συστήματα, αλλά με συνεννόηση με τον υπουργό, λέω: «Είναι μακριά, τους φέρνουμε από τη Θεσσαλονίκη» λέω «θα τραβήξει, δεν είναι δίπλα». «09:00 η ώρα θα σκοτώσω τον πρώτο». Ακούμε φασαρία, γιατί [00:30:00]είχαμε ανοιχτή ακρόαση, φασαρία, κάποιον άνθρωπο να φωνάζει γερμανικά «βοήθεια, μην με σκοτώνετε» και λοιπά, ακούμε κι ένα μπαμ, λέμε, εικονικό θα είναι. Σε λίγο μας ειδοποιούν τα περιπολικά που ήταν γύρω: «Ένα πτώμα πετάξανε. Άνοιξαν την πόρτα και πέταξαν ένα πτώμα κάτω». Λέω: «Παιδιά, είναι σοβαρό, ειδοποιήστε τι θα κάνουμε. Αν κάνουμε επίθεση απάνω, θα σκοτώσουνε και άλλους και δεν πά' να σκοτωθούν αυτοί, αλλά θα σκοτώσουν επιβάτες, αν άρχισαν να τους θερίζουνε, τι γίνεται; Τι να κάνουμε;» Λέει ο υπουργός: «Θα τους παραδώσουμε τους τέτοιους». «Φέρτε τους!» Τους λέω: «Έρχονται». 9:30 η ώρα. «Ήρθαν;» «Όχι». Νέο πτώμα. Νομίζω, τρεις, αν θυμάμαι καλά, σκοτώσανε, οπότε τα φέραμε και τους παραδώσαμε. 

Σ.Β.:

Στο αεροσκάφος τους πήγατε δηλαδή;

Δ.Δ.:

Ε;

Σ.Β.:

Στο αεροσκάφος τους πήγατε αυτούς τους δύο;

Δ.Δ.:

Ναι, τους πήγαμε στο αεροσκάφος, πήρε πετρέλαιο το αεροσκάφος και το καθοδηγήσαμε να φύγει. Και πήγε σε κάποια αφρικανική χώρα.

Σ.Β.:

Συνελήφθησαν αυτοί μετά; Μάθατε τι έγινε με αυτούς;

Δ.Δ.:

Όχι, όχι, δεν ξέρω.

Σ.Β.:

Διέφυγαν.

Δ.Δ.:

Αυτοί έφυγαν, πήγαν σε μία δική τους αφρικανική χώρα και μια χαρά. Τώρα, αν τους πιάσαν αργότερα και λοιπά, δεν ξέρω. Εμένα, πήρα και ευχαριστήριο από τον πρόεδρο και παράσημο από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, μου φέρανε σε επίσημο τελετή η FAA... η... πώς τη λένε; Την αστυνομία τους πώς τη λένε;

Σ.Β.:

Το FBI.

Δ.Δ.:

Το FBI. Περίστροφο του FBI, τελευταίο μοντέλο, μου το παραδώσανε μέσα στην αίθουσα επισήμων σε τελετή, για να πάρω και την άδεια της αστυνομίας από δω, το οποίο ισχύει από τότε, και ανανεώνεται κάθε χρόνο.

Σ.Β.:

Ναι, ε;

Δ.Δ.:

Και μάλιστα, τελευταία φορά τώρα, επί ΣΥΡΙΖΑ, κάθε 3 χρόνια πρέπει να την ανανεώνω και πήγα και μου λέει, γιατί τον ξέρω τον αστυνομικό: «Δε θα σ' το ανανεώσουμε» μου λέει «και λόγω ηλικίας και χαμένη ιστορία στο βάθος, άρα» μου λέει «τζάμπα κάνετε τις αιτήσεις». Μετά από δυο τρεις μέρες, με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Με συγχωρείτε» μου λέει «τι ακριβώς είστε, κύριε Δούκα;» Λέω: «Τι θα πει τι είμαι;» Λέει: «Όσες άδειες στείλαμε, μας τα πήραν τα όπλα, εσάς ήδη ήρθε έγκριση».

Σ.Β.:

Ναι, ε;

Δ.Δ.:

Αυτοί φαίνεται φοβούνται ότι είμαι CIA, ξέρω ‘γω, σου λέει, μην τον καθαρίσουν και βρούμε και τον μπελά μας…

Σ.Β.:

Άρα για το περιστατικό εκεί με την TWA, με την ανταλλαγή πυρών...

Δ.Δ.:

Από τότε.

Σ.Β.:

Μετά πήρατε κάποια μέτρα σταδιακά στο αεροδρόμιο;

Δ.Δ.:

Σιγά-σιγά αρχίσαμε να το σοβαρεύουμε το πράγμα. Και είχανε γίνει κι άλλες αεροπειρατείες, δεν τις θυμάμαι όλες. Κατά τη διάρκεια τέσσερις πέντε πρέπει να είδα, δεν τις θυμάμαι, αλλά αυτή ήτανε η τραγικότερη. 

Σ.Β.:

Ούτε έλεγχος στους επιβάτες γινόταν τότε, για όπλα, για αντικείμενα;...

Δ.Δ.:

Απο εκεί και πέρα… Μέχρι τότε δεν πολυγινότανε, για κάνα λαθραίο κοιτάζαν, για κάτι τέτοια, λεφτά, ξέρω ‘γω. Για όπλα δεν το είχαμε σκεφτεί.

Σ.Β.:

Ωραία. Περιστατικά τώρα με αεροσκάφη που είχανε κινδυνεύσει, που είχανε πέσει, ενδεχομένως, θυμάστε;

Δ.Δ.:

Ναι, θυμάμαι την... Τι ήταν; Το YS 11 πρέπει να ήταν, αυτό που έπεσε εδώ, στη Βούλα, το…

Σ.Β.:

Ένα Cargo που ήτανε; Ένα Cargo που είχε πέσει στο βουνό;

Δ.Δ.:

Όχι, όχι, από την Κέρκυρα, απ’ την Κέρκυρα.

Σ.Β.:

Για πείτε μου.

Δ.Δ.:

Ήταν ένα από την Κέρκυρα με 60 επιβάτες, δικινητήριο ελικοφόρο, το οποίο ερχότανε με μεγάλη κακοκαιρία. Και με ειδοποιούν ότι... Κι εγώ ήμουνα αερολιμενάρχης τότε; Υποαερολιμενάρχης μου φαίνεται ήμουνα τότε, αλλά ασκούσα καθήκοντα αερολιμενάρχου τον περισσότερο καιρό. Με ειδοποιούν ότι έπεσε ένα αεροπλάνο στη Βούλα και υπάρχουν θύματα. Και ξεκινάω με το αυτοκίνητό μου, δεν πρόλαβαν να μου στείλουν αυτοκίνητο, να πάω, εδώ παρακάτω ήταν. Να βρέχει, οι δρόμοι να έχουνε τόσο νερό, το αυτοκίνητό μου έμεινε λίγο. Είχα μία Lancia, μόλις βούτηξα στην παραλιακή Λεωφόρο, πάει η Lancia, δεν τράβαγε. Τηλεφωνώ, γιατί είχα ασύρματο τηλέφωνο, στον υπουργό. Του λέω: «Κατέβαινα για το αεροδρόμιο και έχω μείνει». Μου λέει: «Έρχομαι και εγώ, πού είσαι ακριβώς να σε μαζέψω εγώ, γιατί το δικό μας κρατάει». Και με μάζεψε εκεί, που είχα γίνει μούσκεμα και πάμε στο αεροδρόμιο-

Σ.Β.:

Ποιος υπουργός ήταν τότε;

Δ.Δ.:

Δε θυμάμαι, ήταν Χούντα ακόμα; Όχι, πρέπει να ήταν μετά. Ήταν ένας υπουργός, είχαμε και πολύ καλές σχέσεις και φιλικές, δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα ποιος ήταν. Και πάμε στον τόπο μέσα σε καταιγίδα, όπου δεν υπήρχε ο πιλότος. Ζητήσαμε να δούμε τον πιλότο, γιατί μας είπαν «διεσώθη ο πιλότος». Πουθενά ο πιλότος!

Σ.Β.:

Στη θάλασσα είχε πέσει αυτό;

Δ.Δ.:

Αυτό είχε πέσει, θα σου πω τι έγινε. Ναι, αφού το βλέπαμε με προβολείς, φαινόταν η ουρά του έτσι που ήτανε… ήτανε στα 500 μέτρα από την ξηρά. Και δεν είχε πατώσει, ήταν έτσι. Αυτό έγινε το εξής, από ό,τι καταλάβαμε: Ερχόταν από Κέρκυρα με πολύ κακό καιρό, ο πιλότος ήταν ένας ιδιότροπος τύπος και είχε και έναν συγκυβερνήτη, πατριώτη από κάτω, και την ήξερα την οικογένειά του, αλλά ο συγκυβερνήτης ήταν καινούργιος, δοκιμαζόμενος, και δεν είχε το θάρρος να πιάσει τα πράγματα. Αυτός, δεν ξέρω για ποιο λόγο, ήθελε, κάποια γιορτή ήτανε, να γυρίσει στην Αθήνα οπωσδήποτε, ενώ στην Κέρκυρα του είπαν «Μην πας, είναι θύελλα». Ξεκινάει με πολύ άσχημο καιρό, κεραυνοί, δεν έβλεπες μπροστά σου από τη βροχή. Ένα αεροπλάνο –γιατί μου τα ‘πανε από τον πύργο ελέγχου που τα εξετάσαμε μετά– γερμανικό, που 'ρχότανε και διασταυρωθήκανε, ερχόταν για Αθήνα και γύρισε πίσω και προσγειώθηκε στην Ιταλία αυτός. Και του λέει ο Γερμανός: «Εγώ πλησίασα, δεν πλησιάζεται το αεροδρόμιο» του λέει «μην κάνεις την κουταμάρα. Και εγώ είμαι Jet και θα μπορούσα να περάσω. Εσύ» λέει «θα φας τα μούτρα σου!» «Όχι θα πάω!» Τώρα, φαίνεται ότι αυτός μπερδεύτηκε λόγω της καταιγίδας, λόγω του ότι… λέγαμε ότι μπορεί να έπαθε και απόκλιση η δέσμη του σήματος και, βλέποντας τα φώτα της λεωφόρου, νόμιζε ότι είναι το... ότι είναι του αεροδρομίου και το κατεβάζει να το προσγειώσει και το προσγειώνει στη θάλασσα. Και μπορεί και να τη γλίτωνε, αλλά αυτός, νομίζοντας ότι είναι αεροδρόμιο, κατέβασε τις ρόδες και, όταν έπιασε, η αντίσταση της ρόδας ξεκόλλησε τον πάτο και άρχισε να παίρνει νερά από τη μέση. Μέσα ήταν ένας παλιός μου συμφοιτητής και μου τα ‘λεγε μετά. Μία συνοδός κατάλαβε ότι αυτό βουλιάζει και ανοίγει την πόρτα και ο πιλότος δεν είπε τίποτα, άνοιξε το παραθυράκι και πήδηξε έξω, βγήκε κολυμπώντας στη στεριά, δεν στάθηκε να δει τι γίνανε οι επιβάτες, ούτε να πει μια αναφορά πόσοι ήταν… γιατί λέγαμε πόσοι είναι; Πού να βρεις τώρα πόσοι φύγανε, τι έγινε εκείνη την ώρα… ο υπουργός ρώταγε, πολέμαγα εγώ να συνεννοηθώ, κοβόνταν οι γραμμές, γιατί είχανε βγει μερικοί άνθρωποι… δεν ξέραμε πόσοι άλλοι ήτανε. Και... Δηλαδή εγώ θα τον έστελνα στρατοδικείο αυτόν, εξαφανίστηκε και πήγε στο σπίτι του και κοιμήθηκε. Ο συγκυβερνήτης, ο άνθρωπος έμεινε μέσα προσπαθώντας να σώσει την κατάσταση και πνίγηκε. Και ήτανε νέο παιδί, κάτω των 30. Νομίζω ότι πνιγήκανε καμιά τριανταριά, δεν πρόλαβαν να βγούνε και πολλοί ήταν και δεμένοι, δεν τους είπε κανείς «φύγετε». Άλλοι καθόταν εκεί και περιμένανε. Και πήγανε σαν τα σκυλιά και λοιπά… Τώρα είναι, δύο περίεργα περιστατικά ήταν ότι ένας... Μετράγαμε εκεί πέρα τι γίνεται και λοιπά, ένας είχε τόσο… τα ‘χε χάσει ο άνθρωπος, που αντί να βγει κάθετα και να βγει στα 500 μέτρα, πήρε παράλληλα τον κόλπο και βγήκε στο Δέλτα. Κολύμπαγε 3 ώρες! Κολύμπαγε παράλληλα με την ακτή 3 ώρες. Το δε τελικό μυστήριο ήτανε μία γυναίκα, μία γυναίκα που υπήρχε στην κατάσταση δεν βρέθηκε ούτε στους ζωντανούς ούτε στους πνιγμένους. Ε, λέμε θα βγήκε, την παρέσυραν τα ρεύματα και θα τη βρούμε σε 3 μήνες στην Αίγινα, ξέρω ‘γω, το πτώμα της. Αλλά το περίεργο ήταν ότι δεν εμφανίστηκε κανείς. Που είχε και όφελος, γιατί θα έπαιρνε αποζημίωση. Κανείς δεν τη ζήτησε αυτήν.[00:40:00]

Σ.Β.:

Και ποτέ δεν βρέθηκε;

Δ.Δ.:

Βρέθηκε. Τι έγινε; Μετά από μήνες… Αυτή ήταν παντρεμένη και έφυγε με ψεύτικο όνομα το πρωί, για να βρει τον γκόμενο στην Κέρκυρα και μπήκε με ψεύτικο όνομα και έφτασε εδώ, γλίτωσε, βγήκε έξω, αλλά δεν κάθισε να την μετρήσουνε, να πάρουν ονόματα. Την κοπάνησε, βρήκε ταξί και ούτε γάτα ούτε ζημιά, πήγε σπίτι της. «Πώς είσαι έτσι βρεμένη;» Λέει: «Γλίστρησα και έπεσα».

Σ.Β.:

Αυτός ο πιλότος μετά είχε καμία επίπτωση; Έγινε κάτι με αυτόν;

Δ.Δ.:

Με τους συνδικαλισταράδες μας, η Διεθνής Ένωση Πιλότων ζήτησε να του αφαιρεθεί το δίπλωμα, να φυλακιστεί επί εσχάτη προδοσία, ας πούμε. Βγήκανε οι συνδικαλιστές των πιλότων, «θα κάνουμε απεργία» και το ένα και το άλλο και τη γλίτωσε. Τα... οι συνήθεις αηδίες μας.

Σ.Β.:

Μάλιστα. Άλλο κάτι με πτώση αεροσκάφους που θυμάστε;

Δ.Δ.:

Ένα άλλο, που ήμουν αερολιμενάρχης τότε κανονικός και φταίγαμε, ήταν το εξής: Πάω το πρωί, εγώ 07:30 ήμουν στο γραφείο. Ρώτησα τα παιδιά εκεί, τις κοπέλες: «Είχαμε τίποτα τη νύχτα; Συνέβη τίποτα;» Πάντα με ειδοποιούσαν, και με το παραπάνω, διότι δεν ήμουνα και λίαν συμπαθής λόγω αυστηρότητος, γιατί τους είχα πει κάτ’ επανάληψη: «Μη λέτε "Ωχ ο Δούκας!" Το όνομα είναι Δούκας σκέτο». Καλά, με φοβόντανε. Θυμάμαι μία φορά, χτύπαγα το ασανσέρ για να πάω στο γραφείο και είχα αργήσει, κάτι με περιμένανε και λοιπά, και αργούσε και το βρόνταγα νευρικά. Και μου λέει ένας υπάλληλος της Ολυμπιακής που παίζει να μην με ήξερε «Κύριε, μη χτυπάτε έτσι το κουδούνι. Θα σας δει ο Δούκας και θα σας πετάξει έξω απ’ το αεροδρόμιο». Λοιπόν, λέω στις κοπέλες: «Είχαμε τίποτα, κάνα νέο από τη νύχτα και λοιπά;» «Όχι» λέει «δεν έχει αναφερθεί τίποτα». Σε 5 λεπτά, μου λέει: «Σε ζητάει ο δημοσιογράφος τάδε». «Ορίστε». Με τους δημοσιογράφους είχα βρει το εξής, τους είχα καλέσει... Είχα άριστες σχέσεις και με τις τηλεοράσεις, κάθε μέρα ήμουνα στην τηλεόραση. Ακόμη και τώρα που ήμουν στη Σπάρτη, μία τραγουδίστρια εκεί σε ένα κέντρο που με πήγαν, ήρθε με κοίταζε, με κοίταζε, μου λέει: «Πού γνωριζόμαστε; Είστε συνάδελφος;» μου λέει. «Όχι» λέω «είμαστε συνάδελφοι στην τηλεόραση»-.

Σ.Β.:

Στη δημοσιότητα.

Δ.Δ.:

Είχαμε τρακάρει κάνα δυο φορές. «Είχατε πρόγραμμα, είχα και εγώ» της λέω. Και στο... θυμάμαι και στο τρένο καμιά φορά και στον δρόμο, κάτι πιτσιρίκες με σταματάγανε και ζητάγανε αυτόγραφο. Λέω: «Γιατί ρε παιδιά;» Με μπερδεύανε, με βλέπανε όλη την ώρα στην τηλεόραση, σου λέει, κάτι τραγουδιστής-ηθοποιός είναι αυτός, κάτι… Λοιπόν, τους είχα πει τους δημοσιογράφους: «Ακούστε εδώ. Εγώ θέλω μαζί σας συνεργασία. Μην πηγαίνετε αν γίνει κάτι και ρωτάτε την καθαρίστρια και τον εργάτη και μου βγάζετε ειδήσεις και ανησυχεί ο κόσμος». Όπως μια μέρα «Έκρηξη στο αεροδρόμιο βόμβας» και λοιπά. Είχε σκάσει το λάστιχο ένας βυτιοφόρου. Και ρώτησαν έναν εργάτη, λέει: «Βόμβα θα ήτανε!» Αναταραχή, συναγερμός... Λέω: «Θα με ρωτάτε. Εκτός αν είναι κάτι εθνικά απόρρητο, δε θα σας το πω. Αλλά οτιδήποτε άλλο θα είμαι ειλικρινής και σε αυτό θα σας πω, δεν μπορώ να σας ομιλήσω». Και για αυτό με παίρναν τηλέφωνο εμένα κατευθείαν. Με παίρνει ένας και μου λέει: «Τι έγινε με το αεροπλάνο που έπεσε στον Υμηττό;» «Έπεσε αεροπλάνο» του λέω «στον Υμηττό; Πότε;» «Προ μισής ώρας» μου λέει «μας τηλεφωνήσανε οι κάτοικοι ενός χωριού που είναι εκεί». Δε θυμάμαι ποιο είναι. «Δεν έχω ιδέα» του λέω «θα διερευνήσω και θα σου πω». Παίρνω τηλέφωνο τον πύργο, κάτι ανακατωσούρα. Τελικά τι είχε γίνει; Ερχότανε ένα... όχι από τη Λιβύη, από κάτω από τη Λιβύη ποια είναι; Ποια...

Σ.Β.:

Αιθιοπία;

Δ.Δ.:

Όχι! Πιο προς την ακτή!

Σ.Β.:

Μαρόκο;

Δ.Δ.:

Όχι, όχι, όχι, όχι δεξιά. Κάτω από την Αίγυπτο, προς στον Κόλπο τον αραβικό.

Σ.Β.:

Κάτω απ’ την Αίγυπτο, η Αιθιοπία δεν είναι εκεί; 

Δ.Δ.:

Ναι, στην ακτή όμως ποια είναι;

Σ.Β.:

Ερυθραία;

Δ.Δ.:

Πίσω απ’ την Ερυθραία. Πώς στο διάολο τη λένε; Μία φανατική πάντως. Και τώρα έχουν και φασαρίες εκεί πέρα, μουσουλμανική χώρα. Αυτό ήταν ένα Cargo που ερχότανε να φέρει κάποια φάρμακα, που τα φτιάναν αυτοί εκεί με χόρτα και τέτοια και να πάρει φάρμακα. Και τι είχε γίνει; Αυτός ερχότανε κι είχε πάρει λάθος πορεία και, αντί να πάει από τη δεξιά μεριά, όπως ερχότανε, του Υμηττού, πήγε απ' την... εε, αντί για την αριστερή, δηλαδή την δυτική, πάει από τα Καλύβια, από την αποκεί, και στουκάρει στον Υμηττό. Τι είχε γίνει; Γιατί λέω: «Καλά εντάξει, αυτός κοιμότανε, ξέρω ‘γω, εσείς δεν το βλέπατε; Το παρακολουθείτε;» Τι είχε γίνει; Αυτό έφτανε… 07:30 η ώρα αλλάζει η βάρδια. 07:20 το είχε δει κάποιος, ερχόταν ο καινούργιος, πάει αυτός τουαλέτα να πλυθεί να ντυθεί να αλλάξει, έρχεται ο καινούργιος και δεν τον ενημερώνει ότι «έρχεται και ένα αεροπλάνο». Τρακάρει το αεροπλάνο, ο άλλος ο καινούργιος δεν το είχε πάρει είδηση ότι περιμέναμε αεροπλάνο και είχε ξεχαστεί τελείως. «Αμάν» λέω «τώρα τι έχει να γίνει…» Την άλλη μέρα, μου λένε: «Έρχεται από την πολιτική αεροπορία της χώρας αυτής». Θα το δούμε σε χάρτη ποια είναι.

Σ.Β.:

Αφρικανική χώρα… Σουδάν;

Δ.Δ.:

Σουδάν! Λοιπόν, μου έρχονται κάτι από την πολιτική αεροπορία με κάτι φέσια και κάτι τέτοια… και με έναν παπά μαζί δικό τους, να πάμε στον τόπο του δυστυχήματος. Λέω, τώρα, άντε να τα δικαιολογήσεις. Τι να πω και… θα τους πληρώνουμε μία ζωή αποζημίωση. Πάμε εκεί και τι βρίσκουμε; Το αεροπλάνο δεν είχε πάρει φωτιά, ήτανε... και σούρθηκε κιόλας, δεν είχε πάθει μεγάλα στραπάτσα. Πάμε στο cockpit, σκοτωμένοι οι δύο πιλότοι και ο μηχανικός και δύο γυναίκες μέσα και 10 μπουκάλια μπύρα άδεια. Τα βλέπει ο μουφτής, ξέρω ‘γω τι διάολος ήτανε, λέει: «Ο Αλλάχ τους τιμώρησε! Καταραμένοι! Γυναίκες και ποτά και λοιπά, πάμε να φύγουμε. Δε θέλουμε τίποτα! Ούτε τα πτώματά τους, πετάξτε τα στα σκυλιά» μας λέει. Λέω: «Ωχ! Τη γλιτώσαμε» και γράφω μία αναφορά... και δεν εδόθη περαιτέρω συζήτηση… ότι «λάθος του χειριστού», το δέχτηκε και η πολιτική αεροπορία του Σουδάν και κλείνει ο φάκελος.

Σ.Β.:

Τρομερό!

Δ.Δ.:

Λέω, ω ρε τι πάθαμε, θα πληρώνουμε!

Σ.Β.:

Αλλά και πέραν τούτου, τι ευθύνη; Είχατε κάποια ευθύνη εσείς; Πέρα από το ότι δεν είδατε ότι έπεσε, εντάξει. Για την πτώση δεν είχατε κάποια ευθύνη όμως.

Δ.Δ.:

Έχουμε! Επειδή... Γιατί το παρακολουθούμε και να του πούμε: «Έι, τι πας από κει;» 

Σ.Β.:

Α, έπρεπε να ενημερώσετε ότι πάτε στο...

Δ.Δ.:

Τι θέλεις εκεί πέρα; 

Σ.Β.:

Άρα αυτοί έτσι την πάτησαν, θα 'τανε πιωμένοι, φαίνεται, αυτοί τώρα, ε;

Δ.Δ.:

Πιωμένοι ήτανε, γκόμενες εκεί, πηδήματα... Αλλά θυμάμαι τον μουφτή.

Σ.Β.:

Τον μουφτή με τον Αλλάχ, ε;

Δ.Δ.:

«Πάμε να φύγουμε, τους καταραμένους!»

Σ.Β.:

Μάλιστα.

Δ.Δ.:

Ένα άλλο ατύχημα, το οποίο είχε γίνει νωρίς, αυτό είχε γίνει όταν είχα πρωτοδιοριστεί, με ένα μικρό αεροπλανάκι. Θα σ' το πω γιατί ήταν χαρακτηριστικό αυτό που μου ‘πε ο Άγγλος ο ερευνητής που έστειλε η εταιρία. Ερχόταν ένα ιδιωτικό από Λονδίνο, ήτανε ο πιλότος, ο ιδιοκτήτης του αεροπλάνου και πίσω η γυναίκα του και ο αδερφός του, άλλοι 2 επιβάτες, το οποίο είχε πιάσει Κέρκυρα, απογειώθηκε απ’ την Κέρκυρα και μας ειδοποίησαν ότι έπεσε στην Κόρινθο σε ένα χωράφι. Ήρθε της εταιρείας και της FAA της Αγγλίας κάποιος να το ερευνήσει και στείλανε εμένανε μαζί με το αεροπλάνο, μαζί με αυτόνε, και κάναμε την έρευνα. Τελικά απεδείχθη το εξής: Όταν το αεροπλάνο είχε φτάσει περίπου στην Κόρινθο, χάλασε το σύστημα επικοινωνίας και ο πιλότος δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με το αεροδρόμιο. Βέβαια, σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει ένας κανονισμός, κατεβαίνει χαμηλά, πλησιάζει το αεροδρόμιο και αρχίζει να κουνάει τα φτερά του, έτσι.

Σ.Β.:

Για να καταλάβει ότι... ναι.[00:50:00]

Δ.Δ.:

Να καταλάβει ότι θέλει να προσγειωθεί, αλλά είναι μουγκός. Ο πύργος διώχνει τα αεροπλάνα που πάνε να απογειωθούν, προσεγγίσουν και λοιπά, αδειάζει τον ενα... την περιοχή προσεγγίσεως, που τη λέμε, και του πετάει μία πράσινη φωτοβολίδα «Κατέβα». Κι έτσι γίνεται. Του το ‘πε ο πιλότος. «Όχι, εδώ να προσγειωθούμε, ξέρω ένα χωράφι που είναι ωραίο, είναι καλό» και ξέχασε ότι στη μέση του χωραφιού υπήρχε ένας βράχος. Και πάει και… Α, γύριζε εντωμεταξύ μία ώρα, μας είπαν, από την Κόρινθο από πάνω, να βρει το χωράφι. Μια ώρα ακριβώς, τριγύριζε, τριγύριζε, τριγύριζε… Έφαγε τα μούτρα του. Και μου λέει ο ελεγκτής, του λέω: «Τι ερμηνεία δίνετε;» «Ότι ο άνθρωπος…» Και σκοτώθηκε μόνο αυτός.

Σ.Β.:

Α, οι άλλοι ζήσανε.

Δ.Δ.:

Ναι, γιατί το κυβερνούσε αυτός, τον πιλότο τον είχε βάλει δίπλα, ο οποίος του έλεγε να κάνει αυτό το σύστημα. Του λέω: «Τι καταλάβατε; Τι κάνετε τώρα στην έκθεση;» Λέει: «Τι να πω; Ο άνθρωπος αυτός είχε ραντεβού με τον χάρο στην Κόρινθο και είχε έρθει μια ώρα νωρίτερα.» Αυτό μου είχε κάνει εντύπωση.

Σ.Β.:

Μάλιστα.

Δ.Δ.:

Και ένα άλλο πάλι θυμάμαι, που μου είχε πει ο Ωνάσης. Είχαμε... Με είχανε στείλει με το ελικόπτερό του και τον Ωνάση, να πάμε στο νησί του εκεί, όταν ήθελε να κάνει ελικοδρόμιο, να δώσω την άδεια. Και μιλάγαμε. Και με ρώταγε τι λεφτά παίρνω, πόσα παίρνω, τι σπουδές έχω και λοιπά. Και του λέω, εγώ έπαιρνα πολλά λεφτά για τον καιρό. Μου λέει: «Είναι αρκετά;» Του λέω: «Καλύπτω, και αυτοκίνητο πήρα και μία χαρά είμαι». «Άκου να δεις» μου λέει «στη ζωή δεν φτάνουνε ποτέ τα λεφτά. Κι εγώ ακόμα, μου λείπουνε πράγματα, γιατί» μου λέει «τώρα πήρες αυτοκίνητο, μετά θα θες να πάρεις βαρκάκι, ξέρω 'γω, μετά θες το βαρκάκι να έχει και μηχάνημα, μετά θες και κότερο, μετά θα θέλεις δεν ξέρω τι και σε νησί και το 'να και τ' άλλο... Μονίμως στη ζωή μας θέλουμε να ανεβαίνουμε. Για αυτό» μου λέει «ψάχνε και για τίποτα άλλο». Είχα δε τιμωρήσει και τον Ωνάση υιόν. 

Σ.Β.:

Γιατί;

Δ.Δ.:

Ο Ωνάσης ο γιος, από ό,τι είχα καταλάβει, ο πατέρας του δεν τον είχε ιδιαίτερα, δεν τον πρόσεχε ιδιαίτερα, γιατί, θυμάμαι, ερχότανε ο Ωνάσης και τρέχανε όλοι της Ολυμπιακής, πολλές φορές πήγαινα κι εγώ ως διοίκηση του αεροδρομίου υποδοχή και ήταν και ο γιος του. Μας χαιρέταγε όλους, μας μίλαγε και λοιπά, και όταν έφτανε στον γιο του ούτε γεια δεν του ‘λεγε. Και κατάλαβα ότι δεν τον έχει σε ιδιαιτέρα εκτίμηση.

Σ.Β.:

Μάλιστα.

Δ.Δ.:

Και την ημέρα του ατυχήματος ήμουνα στο αεροδρόμιο, υποαερολιμενάρχης ήμουνα τότε. Κατά τις 05:00 η ώρα νομίζω ήτανε και ήμουνα εκεί, μου λένε: «Έπεσε ένα αεροπλάνο και σκοτώθηκε ένας». Τρέχω επιτόπου, το πρόσωπο ήτανε λιωμένο, δεν φαινότανε, δεν ξέραμε ποιος είναι. Οι άλλοι, εντάξει, είχανε φύγει κιόλας ώσπου να πάω εγώ εκεί. Και βλέπω το μαντηλάκι του εδώ στην τσέπη κι είχε Α-Ω. Λέω: «Παιδιά, είναι ο Αλέξανδρος». Ωμέγα, επίθετο, είναι σπάνιο, δεν είναι Δέλτα, ας πούμε, ή Άλφα ή Βήτα. Λέω: «Πρέπει να είναι ο Αλέξανδρος». Και ήταν ο Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος έκανε τρέλες. Οι δε γλύφτες της Ολυμπιακής: «Ω! Έχει χέρι, είναι πιλότος». Και είχε πάρει πολύ αέρα και το αεροπλάνο δεν είναι για παίξιμο. Και, θυμάμαι, μία φορά τον είχα τιμωρήσει και είχα φάει –επί δικτατορίας– είχα φάει χέσιμο…

Σ.Β.:

Γιατί τον είχατε τιμωρήσει;

Δ.Δ.:

Γιατί είχε πάρει ένα αεροπλανάκι, για ανθρωπιστικό έργο έκανε, αλλά είχε πάρει ένα αεροπλανάκι χωρίς να πάρει άδεια και πήγε και το προσγείωσε σε κάτι κατσακοβούνια εκεί πέρα, κάπου στην Ήπειρο, σε κάτι βουνά, διότι είχε τραυματιστεί ένας τσοπάνος σοβαρά, είχε παγιδευτεί και δεν μπορούσαν να τον μεταφέρουν εκεί που ήτανε. Και πήγε ηρωικά και προσγείωσε το αεροπλάνο εκεί, αλλά έφερε ρίσκο, δεν ζήτησε άδεια. Και έφαγε την ποινή, όταν δεν υπακούει στους νόμους. Τόσοι μήνες εκτός πτήσεων και λοιπά. Και έφαγα τότε από τη δικτατορία χέσιμο και είχα πει το προφητικόν: «Πρέπει να τρομάξει να συμμαζευτεί, γιατί το αεροπλάνο δεν παίζουμε, θα φάει τα μούτρα του καμιά ώρα».

Σ.Β.:

Και να που βγήκε, ε;

Δ.Δ.:

Τώρα, δεν ξέρω εάν φταίει αυτός ή αν είναι, αν ήτανε δολοφονία.

Σ.Β.:

Δεν έχουν ειπωθεί τώρα εκεί.

Δ.Δ.:

Διότι φαίνεται ότι ήταν λάθος τα καλώδια. Δηλαδή η άνω –έχει ξαναγίνει αυτό– τράβαγες για άνοδο και αυτό κατέβαινε. Το ‘χε ο πιλότος, είχανε βγει με τον πιλότο, ο πιλότος ήτανε καινούργιος, πρώτη φορά πέταγε το αεροπλάνο, δεν είχε κάνει αυτό που πρέπει να κάνει ο πιλότος, προσαρμογή. Όταν ένας πιλότος παίρνει ένα καινούργιο αεροπλάνο, δεν βάζει –ο κανονισμός– δεν βάζει επιβάτες, κάνει πτήσεις μόνος του, για να εξοικειωθεί με τον τύπο, γιατί κάθε τύπος… μπορεί να είσαι παλιός οδηγός, αλλά άμα σας δώσω το δικό μου αυτοκίνητο για 10 λεπτά, θα είναι δύσκολα τα πράγματα. Πρέπει να κάνει… «Όχι! Κατευθείαν να πετάξουμε, να το δοκιμάσω!» Και βάζει τον πιλότο, ο οποίος είχε έρθει μόλις από την Αμερική, παραζαλισμένος, και έκανε αυτός ό,τι ήθελε και τα έφαγε τα μούτρα του. Τώρα, τελικά πρέπει τα πηδάλια να 'τανε λάθος συνδεδεμένα. Να τραβάς για προσγείωση και να ανεβαίνει αυτό ή και ανάποδα. Τώρα, ήτανε λάθος –έχει γίνει αυτό– ή ήτανε σκόπιμο;

Σ.Β.:

Δεν αποδείχθηκε ποτέ.

Δ.Δ.:

Και σε αυτό με πονηρεύει ένα άλλο, ότι καμιά δεκαριά μέρες πριν, είχε χαθεί ένα δικινητήριο –δε θυμάμαι τι τύπος, πώς τον λέγαν τον τύπο– το οποίο έφυγε από την, όχι τη Μασσαλία, την Νίκαια, είχε πάει από την Αθήνα στη Νίκαια και θα έφευγε με τον Ωνάση από κει για την Αθήνα. Τελικά ο Ωνάσης ήτανε στη Γαλλία, τελικά του είπε: «Θα γυρίσω στο Λονδίνο. Φεύγα, πήγαινε Αθήνα και θα έρθω με της γραμμής στην Αθήνα». Το πήρανε, ήταν δύο αδέρφια οι πιλότοι, χάθηκαν αυτοί. Και υπάρχει υπόνοια ότι του το ‘χανε στήσει με αυτό και σκοτώθηκαν αυτοί οι άνθρωποι και δεν μπόρεσε να φτάσει. Γιατί αυτό χάθηκε.

Σ.Β.:

Ναι, ναι, κατάλαβα.

Δ.Δ.:

Ούτε το βρήκανε ούτε είδαν τι έγινε, εξαφανίστηκε τελείως.

Σ.Β.:

Μάλιστα. Τώρα, με σημαντικά πρόσωπα άλλα, εκεί στο αεροδρόμιο, που είχατε συναντήσει, που είχατε υποδεχτεί, ξένους ηγέτες; Έχετε κάποια ιστορία; Είχατε πει με την Θάτσερ την ιστορία.

Δ.Δ.:

Τι;

Σ.Β.:

Με τη Θάτσερ την ιστορία την είχατε πει την άλλη φορά.

Δ.Δ.:

Με ποιαν;

Σ.Β.:

Με τη Θάτσερ. Με τη Θάτσερ της Αγγλίας.

Δ.Δ.:

Α, ναι, ναι, που με ρώταγε η θεια μου αν παντρεύτηκα την ξανθή κυρία. 

Σ.Β.:

Με άλλα πρόσωπα έτσι σημαντικά;

Δ.Δ.:

Μία ιστορία ήταν με τον Γέλτσιν, δεν ξέρω αν σας την έχω πει.

Σ.Β.:

Όχι, δεν την έχετε πει αυτή. Ωραία αφήγηση κάνετε πάντως σε όλα.

Δ.Δ.:

Είχε έρθει ο Γέλτσιν για μία γρήγορη επίσκεψη, όταν είχε αναλάβει, να συνεννοηθεί με τον Μητσοτάκη, τότε ήταν πρωθυπουργός. Εγώ ήμουνα αερολιμενάρχης και ο αερολιμενάρχης πάντα πρέπει να παρίσταται σε αυτά, είναι ο οικοδεσπότης. Ήρθαν το πρωί, πήγανε κάπου, φάγανε και το βράδυ θα γυρίζαν πίσω. Είχε γίνει μία παράταξη αποχαιρετισμού, υπουργοί, εγώ, κάτι στρατηγοί παραπίσω και λοιπά, ο πρέσβης ο Ρώσος, η πρεσβεία και λοιπά. Βγαίνει ο Γέλτσιν, δίπλα του ο Μητσοτάκης, ο οποίος σύστηνε και τον καθέναν. Φτάνει σε εμένα ο Γέλτσιν –τον έχω και φωτογραφία απάνω– φτάνει ο Γέλτσιν σε μένα, απλώνω το χέρι, απλώνει και με βλέπει και, ξαφνικά, τον βλέπω ότι σωριαζόταν κάτω! Ήταν, τύφλα στο μεθύσι ήταν αυτός! Και όπως καθόμουν, τον βλέπω έτσι, κάνει… και αρχίζει να πέφτει. Τι να κάνω εγώ; Να βροντήξει κάτω; Τον αρπάζω αγκαλιά να τον συγκρατήσω. Συνέρχεται, κι όπως βρεθήκαμε αγκαλιά, αρχίζει να με φιλάει το ένα μάγουλο –οι Ρώσοι φιλάνε τρεις φορές, δεν είναι όπως ματς-μουτς, [01:00:00]είναι ματς-μουτς-μουτς– φιλιά, κακό, αγκαλιά. Και με βουτάει και μπράτσο, χέζει όλους τους υπόλοιπους που περιμένανε, χέζει και τον Μητσοτάκη, μου αρπάζει μπράτσο και αρχίζει να μου λέει διάφορα πράγματα, ενθουσιώδης, και να με τραβολογάει, αγκαλιά, να φτάσουμε στο αεροπλάνο και να με τραβάει να ανέβω και εγώ απάνω. Αυτός, προφανώς από το μεθύσι του κάποιον άλλον με πέρασε. Εγώ βέβαια, επειδή ήξερα και λίγο ρωσικά απ’ τη μάνα μου, του απαντούσα και λοιπά, στο τέλος του λέω: «Εγώ εδώ». Με ξαναφιλάει, κακό, μου έρχεται ο Μητσοτάκης μετά και μου λέει: «Βλέπω ότι με τον πρόεδρο είστε πολύ στενοί φίλοι, να σας στείλουμε στην πρεσβεία» μου λέει «πρέσβη για την...» «Κύριε πρωθυπουργέ, δεν τον ξέρω, μεθυσμένος ήταν και με κάποιον...» «Έλα μωρέ» μου λέει «θέλεις να αποφύγεις τώρα. Eίναι ωραία η Ρωσία, θέση πρεσβευτού, είναι καταπληκτική». «Δεν τον ξέρω, τι να σου πω; Να σας δουλέψω τώρα; Να με στείλετε εκεί και να μην κάνω τίποτα;» Αυτό ήτανε μία περιπέτεια, άλλη περιπέτεια ήτανε… Ποιος ήτανε; Καλά η Θάτσερ ήτανε… με την πλάκα της… Που βρέθηκα Πρόεδρος της Δημοκρατίας σ' το ‘χω πει;

Σ.Β.:

Όχι.

Δ.Δ.:

Αυτή ήτανε η περιπέτεια! ‘92 γινότανε τον Μάρτιο οι χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες στη βόρειο Γαλλία. Και εμείς εδώ δεν είχαμε δώσει και ιδιαίτερη σημασία, αλλά ο Γάλλος πρέσβης που τον ήξερα, επειδή είχα και την υποτροφία, με θεωρούσε φίλο της Γαλλίας και μιλάγαμε και ζήτησε να με δει. Μου λέει: «Κύριε Δούκα, να σας πω κάτι, το οποίο να ειδοποιήσετε παραπάνω, εγώ δεν μπορώ να αναμειχτώ». Λέω: «Τι συμβαίνει;» «Θα έρθει το... να πάρουν την Ολυμπιακή φλόγα». Ο... Νικολάου λεγόταν ο τότε των Ολυμπιακών αγώνων ο πρόεδρος εδώ, της Ολυμπιακής; Κάποιος τέλος πάντων. Μου λέει: «Επειδή δεν χωνεύει την κυβέρνηση, πάει να το πάει στο ντούκου». Η Γαλλία ετοιμάζει το εξής, στέλνει το κονκόρντ το πρωθυπουργικό με 5 υπουργούς να πάρουν τη φλόγα και ετοιμάζουν αρχηγό... υποδοχή αρχηγού κράτους, θα έρθει ο… Ζισκάρ Ντ’ Εστέν πρέπει να ήταν πρόεδρος τότε, να παραλάβει τη φλόγα, να παραταχθούν οι γρεναδιέροι με συνοδεία σε ανοιχτό αυτοκίνητο, να χαιρετάει… Ποιος θα τα κάνει αυτά; «Δεν μπορεί» λέει «να φορτώσουμε εμείς εδώ λες και πήραμε δέμα! Ποιος θα παραδώσει το;... Από τη μία μεριά αρχηγό κράτους και από ‘δω πάρτε το πακέτο και δρόμο; Αλλά ο Νικολάου, επειδή είναι αντί... –πρέπει να ‘τανε του ΠΑ.ΣΟ.Κ. αυτός– δεν χωνεύει την κυβέρνηση, δε θέλει προβολή. Κάντε κάτι!» μου λέει. Ρε γαμώτο, τι να κάνω; Και ήταν, και πλησίαζε και η ώρα, ήταν, την ίδια μέρα μου το ‘πε. Τον Καραμανλή! Τον ήξερα απ’ την Γαλλία. Παίρνω τηλέφωνο... Α, είχα πάρει τον υπουργό το δικό μας. «Έλα μωρέ» μου λέει «τι ανακατώνεσαι; Σε όλα τα πράγματα πας και ανακατώνεσαι! Άσ' τα, άι παράτα με! Έχω δουλειά!» Εντάξει, τον Καραμανλή. Βγαίνει ο... πώς τον λέγαμε, ο υπασπιστής του εκεί πέρα, ο Μολυβιάτης, που τον ήξερα και αυτόν. Μου λέει: «Δημήτρη» Του λέω: «Θα πρέπει να μιλήσω στον πρόεδρο». Μου λέει: «Είναι και λίγο άρρωστος, είναι σοβαρό το θέμα; Μη μας διαολοστείλει όλους μαζί τώρα». «Όχι» του λέω «είναι σοβαρό». «Ευθύνη σου!» μου λέει. Βγαίνει. «Τι θέλεις Δημήτρη;» Δημήτρη με έλεγε. «Τι θέλεις;» μου λέει. «Το και το» του λέω «θα γίνει αυτό, εκεί είναι ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν με τη Garde Republicaine και εμείς εδώ θα το δώσουμε το πακέτο "άντε, πάρ’ το". Πρέπει κάτι να κάνουμε τελετές και εμείς εδώ και πρέπει να συνοδεύσει κάποιος τη φλόγα». Μου λέει «Τι; Να κατέβω εγώ;» Τον λυπήθηκα, ήτανε και χάλι, του λέω: «Κύριε πρόεδρε, δεν πειράζει, θα τα μπαλώσουμε. Θέλω όμως το άγημα αρχηγού κράτους με σημαία και με ορχήστρα και χαλιά και όλα αυτά και σημαίες και εθνικούς ύμνους». «Για αυτό να συνεννοηθούμε. Τώρα ποιος θα πάει… θα δω με τους υπουργούς.» Όχι δεν είπαμε ποιος θα πάει. «Εντάξει, θα το παραδώσουμε» του λέω «έτσι, επισήμως». Δεν περνάνε ένα τέταρτο και μου έρχεται ένας Συνταγματάρχης. «Εντολές του προέδρου να τεθώ στις διαταγάς σας» μου λέει. «Τι θέλετε;» Του λέω: «Αυτά, αρχηγού κράτους, όλα!» Σε λίγο ήρθε το ευζωνικό, με φορτηγά εκεί, στρώσαμε τα χαλιά και λοιπά. Και ειδοποιήθηκαν 5 υπουργοί. Είχαν έρθει, νομίζω, Υπουργός Εξωτερικών, Αμύνης, Μεταφορών, Παιδείας, δε... 5 υπουργοί. Όταν έγινε η… έρχεται το κονκόρντ και βγαίνουνε 5 υπουργοί Γάλλοι, ο Λάνγκ, ο επικεφαλής, τον χαιρετάω εγώ όλους, «Περάστε», ποτά… Μου λέει ο Γάλλος ο πρέσβης: «Ποιος θα συνοδεύσει τη φλόγα;» «Αμάν» λέω «αυτό δεν το σκέφτηκα». «Πρέπει κάποιος» λέει. «Τι, ο Λάνγκ δεν έχει καμία δουλειά να την παραδώσει. Βούτα» μου λέει «κάποιον Υπουργό». Πιάνω, δεν ήθελε κανείς. Ο ένας είχε δουλειά, ο άλλος συμβούλιο, ο δικός μας υπουργός που με ήξερε, με κοιτάζει… «Μαύρο κουστούμι φοράς, ωραία γραβάτα, γαλλικά ξέρεις, ξέρεις να στέκεσαι και σε επισήμους, πήγαινε εσύ!» 

Σ.Β.:

Για να πάει με το αεροσκάφος στη Γαλλία τώρα;

Δ.Δ.:

Ναι. «Μα» του λέω «είμαι με το κουστουμάκι μου και εκεί χιονίζει». «Βρες ένα παλτό» μου λέει «από κανέναν εδώ πέρα». Υπασπιστής του Υπουργού Αμύνης ήταν ένας ναύαρχος, παλιός μου συμμαθητής και φίλος, του λέω: «Γιώργη, το παλτό σου –φόραγε το μαύρο της στολής– οι επωμίδες βγαίνουνε;» Ήταν υποναύαρχος. «Βγαίνουνε οι επωμίδες;» Μου λέει: «Βγαίνουνε, γιατί;» «Να μου δανείσεις το παλτό;» «Έχω τα κουμπιά» μου λέει. «Έλα, μωρέ, δε φαίνεται τώρα, κάτι άγκυρες είναι, πού να καταλάβει ο καθένας τι το... Δώσε το παλτό, γιατί θα ψοφήσω εκεί πέρα». Και πάει στην τουαλέτα, βγάζει τις επωμίδες, μου δίνει το παλτό. Έρχεται η στιγμή της αναχωρήσεως, παίρνω εγώ το τέτοιο, κατεβαίνουμε, εθνικοί ύμνοι, η μία και η άλλη, παρατατζούμ παρατατζούμ, άγημα να παρουσιάζει όπλα, να επιθεωρώ εγώ όλους, μπαίνουμε στο κονκόρντ, δεύτερη φορά που έμπαινα, ταλαίπωρο αεροπλάνο, δεν το χώνευα.

Σ.Β.:

Ναι, ε;

Δ.Δ.:

Κάτι παραθυράκια τόσα, τα καθίσματα έτσι, ο διάδρομος σκυφτός, καμία σχέση. Φτάνουμε στο… σπάμε και το ήχων, το φράγμα του ήχου και ακούω το «μπαμ» και λέω, ωχ, πέσαμε! Λοιπόν, φτάνουμε εκεί, έρχεται ο Λάνγκ, μου λέει: «Πάρε τη φλόγα, είναι ο Πρόεδρος κάτω». Περίμεναν όλοι, βγαίνω εγώ, αυτό, κατεβαίνω κάτω, παραδίδω, με φιλάει ο Ζισκάρ, άγημα εκεί, σημαίες «παρουσιάστε» εθνικοί ύμνοι. Και μου λέει: «Θα έρθετε μαζί στο αυτοκίνητο, μας περιμένει ο κόσμος του Παρισιού». Μπαίνουμε σε ένα ανοιχτό, Citroen ανοιχτή, ελληνική και γαλλική σημαία, εμείς πίσω, στη μέση αυτοί, η Champs-Elysées γεμάτη κόσμο στα πεζοδρόμια, να χαιρετάω εγώ από τη μια μεριά, ο άλλος από την άλλη μεριά, φτάνουμε στην Ομόνοια που έγινε παρέλαση όλων των αθλητών, εγώ και ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν προς τιμήν μας η παρέλαση, να χαιρετάω. Μετά... Α...

Σ.Β.:

Το διασκεδάζατε εσείς όλο αυτό; 

Δ.Δ.:

Ναι. Όταν είναι να τελειώνει αυτή, μου λένε: «Υπάρχει αυτοκίνητο με συνοδεία». Βγαίνω, μία κούρσα εκεί με 3 μοτοσικλετιστές, δύο μπροστά και ένας πίσω, με πάνε σε ένα ξενοδοχείο, με συνόδευε και ένας, κάτι είπε στο service και μου λέει η ρεσεψιόν: «Είστε φιλοξενούμενος του Προέδρου, ό,τι έξοδα γίνεται, πληρώνονται. Θέλετε τίποτα να σας ψωνίσουμε;». Λοιπόν, στο ξενοδοχείο, μου λέει ο μέτρ που είχε έρθει, ο επικεφαλής: «Εντολή της προεδρίας ό,τι θέλετε να σας αγοράσουμε, ό,τι έξοδα κάνετε είναι πληρωμένα από την προεδρία. Και υπάρχει ένα αυτοκίνητο έξω, αλλά το βράδυ θα ‘ρθουν να σας πάρουνε, γιατί έχει γεύμα στις 10:00 η ώρα, 09:00 η ώρα, επίσημο γεύμα στο... –πώς το λένε;– το προεδρικό μέγαρο στο...»

Σ.Β.:

Στο Champs-Élysées;

Δ.Δ.:

Στα Ηλύσια. Λέω εγώ: «Το οποίο θέλω» του λέω «ένα άσπρο πουκάμισο –να αλλάξω πουκάμισο, δυο μέρες με τ[01:10:00]ο ίδιο– και ένα σετ φανελάκι-σώβρακο» λέω «και κάλτσες, τίποτα άλλο». «Δε θέλετε τίποτα άλλο;» «Όχι» λέω «όλα τα άλλα τα έχω». Ναι. Πράγματι, ήρθε αυτοκίνητο με πήρε, πήγαμε εκεί, τραπέζι, μία κορυφή εγώ στην άλλη ο Ζισκάρ, σημαίες, πίναμε υπέρ της Γαλλίας και υπέρ της Ελλάδος. Ήρθαν οι δημοσιογράφοι, ρητόρευα εγώ, εντάξει, τελειώσαμε. Πήγανε σπίτι, έφαγα τον περίδρομο, ήπια και τον περίδρομο, πρόσεχα μην πιω και πολύ και χορέψω και κανένα τσάμικο. Και το πρωί ήρθανε πάλι, ήρθε και ο πρέσβης ο Έλληνας να με συνοδεύσει, πήγα στο αεροδρόμιο κανονικά, ωραία, κατευθείαν και φτάνω τέτοιο, μόλις φτάνω, μου λένε οι κοπέλες στο γραφείο: «Ο Πρόεδρος σε ζήτησε. Πάρε τηλέφωνο την προεδρία». Ωχ! Χέσιμο που θα φάω τώρα… Το παρατράβηξα. Βγαίνει ο Καραμανλής… «Ξέρετε» του λέω «βρέθηκα σε δύσκολη θέση να αναπληρώ εσάς». «Μωρέ καλά τα κατάφερες! Όλοι μου είπαν τα καλύτερα λόγια. Άντε και κανονικός πρόεδρος» μου λέει. «Τα κατάφερες πολύ ωραία και ο πρέσβης μίλησε με πολύ καλά λόγια πώς στάθηκες και μίλησες και καλά γαλλικά, οι Γάλλοι έχουνε ξετρελαθεί μαζί σου». Αυτό ήτανε μία περιπέτεια.

Σ.Β.:

Εκεί οι Γάλλοι πίστευαν πως είστε κάποιος επίσημος; Κάποιος υπουργός;

Δ.Δ.:

Τι;

Σ.Β.:

Εκεί οι Γάλλοι ήξεραν ότι είστε απλά ο διευθυντής του αεροδρομίου;

Δ.Δ.:

Δεν ξέρω τι τους είπε ο πρέσβης από δω. Πάντως εμένα μου φερθήκαν σαν να ήμουνα πρόεδρος. Μάλλον νομίσανε ότι είμαι κάτι αντιπρόεδρος, κάτι τέτοιο. 

Σ.Β.:

Και ο Καραμανλής δηλαδή σας είπε μετά ότι… Τρομερή ιστορία.

Δ.Δ.:

Ναι. Και όταν με έβλεπε μετά στο αεροδρόμιο, μου έλεγε: «Άντε, πρόεδρε, συνάδελφε, τι γίνεται;» Επίσης, θυμάμαι τον Καραμανλή έτσι, μετά μεγάλης συγκινήσεως, όταν ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όταν πέρναγε απ’ το αεροδρόμιο, ζήταγε να είμαι εγώ εκεί για τον εξής λόγο. Έβγαινε από το αυτοκίνητο, τον περίμενα στην πόρτα του αυτοκινήτου και μετά με έπιανε μπράτσο, επειδή δεν ήτανε πολύ σταθερός, και μου έλεγε διάφορα πράγματα και κρατιόταν και για αυτό με ήθελε πάντα. Και τότε έγινε και ένα ανέκδοτο με την κουφαμάρα μου, σ' το ‘χω πει; 

Σ.Β.:

Όχι, όχι, δεν μου το έχετε πει.

Δ.Δ.:

Ο Καραμανλής συνήθως μου έλεγε, αλλά στο τέλος δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε. Και μια μέρα με ρωτάει κάτι. «Με συγχωρείτε, κύριε πρόεδρε, δεν σας άκουσα» του λέω. Τι να του πω; Μιλάτε βλάχικα και δεν καταλαβαίνω; Το ξαναλέει. Να ιδρώνω εγώ, δεν κατάλαβα τι μου είπε. Έκανε κι ερώτηση. Τρίτη φορά τον βάζω να τα πει και στο τέλος μου λέει «Τέλος πάντων, θεόκουφος είσαι και εσύ! Βάλε ένα ακουστικό να ακούς, δεν είναι ντροπή!» Το ακούν οι άλλοι γύρω-γύρω, πεθάνανε στα γέλια, το λέγαν για ανέκδοτο. Και το άλλο ήτανε ότι κατέβαινε από το αεροπλάνο και ήτανε μία συνοδός κακάσχημη, με μια ανθοδέσμη, να τον υποδεχθεί, εγώ ήμουνα παραδίπλα, και της λέει: «Τι κάνει το ωραίο κοριτσάκι;» «Ωχ» λέω στης Ολυμπιακής τον εκπρόσωπο «δε φτάνει που δεν ακούει, δεν βλέπει και καλά!» Αλλά εκεί που είχα συγκινηθεί, ήτανε, γιατί μπροστά ήμουνα, που είπε το «Η Μακεδονία είναι μία και αυτή είναι ελληνική». Κι έβαλε τα κλάματα ο Καραμανλής.

Σ.Β.:

Θέλετε να μας το αφηγηθείτε αυτό που;...

Δ.Δ.:

Ναι.

Σ.Β.:

Πότε έγινε αυτό;

Δ.Δ.:

Πρέπει να έγινε ’92, καλοκαίρι του ’92, κάπου εκεί. Πήγαινε για τη Μακεδονία, δεν ξέρω τι ήτανε, κάποιος λόγος, και τον περίμενα στο αυτοκίνητο, με τραβολόγαγε, μάλιστα ήθελε να με πάρει και στη Θεσσαλονίκη. Του λέω: «Έχω σύσκεψη το μεσημέρι, δε θα προλάβω να γυρίσω». «Θα σε στείλω με ειδικό…» «Δε θα προλάβω. Εκεί σας περιμένουν οι πατριώτες σας» του λέω «τι δουλειά έχω; Εγώ είμαι Λάκων, δεν είμαι Μακεδών». Λοιπόν, εκεί ήτανε που είπε, είπε ότι «πάω στη Μακεδονία» και άρχισε το θέμα τότε με τα Σκόπια, ότι η Μακεδονία και λοιπά. Και θυμάμαι την κατάληξη –το ‘χω ταινία αυτό, μου την είχε δώσει η ΕΡΤ– καταλήγει στο τέλος και έβαλε τα κλάματα: «Η Μακεδονία είναι μία και αυτή η μία είναι και θα είναι ελληνική». Ήτανε, ο Καραμανλής ήταν πατριώτης, παρόλα τα… Εγώ τον κατακρίνω σε ορισμένα πράγματα. Έκανε κάτι λάθη με την κρατικοποίηση, αλλά ήτανε πατριώτης, δεν ήτανε…

Σ.Β.:

Με τον Παπανδρέου τον Αντρέα είχατε έτσι κάποια ιστορία, κάποια επαφή; Με τον Αντρέα;

Δ.Δ.:

Τον Αντρέα τον ήξερα απ’ το Berkeley και ήξερα επίσης, ήμουνα πάρα πολύ φίλος με τον Γεννηματά. Ο Γεννηματάς ήταν συμφοιτητής μου. Τότε, φοιτητές του Πολυτεχνείου, ζούσαμε όλη μέρα μαζί, δεν… Στο γυμνάσιο βλέπαμε τους άλλους 6 ώρες, εκεί ήμαστε όλο το 24ωρο. Και με συμπαθούσε κι εγώ τον συμπάθησα. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Και με πέτυχε… Α, όταν ήταν παραμονές των εκλογών και πέρναγε ο Αντρέας εκεί, εγώ πήγαινα, έπρεπε να είμαι στην αίθουσα επισήμων, και ο Γεννηματάς μου λέει… «Τον ξέρω» του λέω «αλλά μπορεί να μη με θυμάται, από το Berkeley». Βέβαια, ο Παπανδρέου ήταν ευγενέστατος, μπορούμε να πούμε. Όταν πήγα εκεί, σηκώθηκε απάνω να με χαιρετήσει, του λέει ο Γεννηματάς: «Ο φίλος μου ο Δημήτρης». «Τον θυμάμαι, ήσαστε στο Berkeley» μου λέει «δεν ήσαστε;» «Ναι» του λέω. «Τον θυμάμαι» μου λέει «από το Berkeley. Καθίστε παρακαλώ!» «Όχι» του λέω. «Τώρα» μου λέει «να στέκομαι και εγώ όρθιος; Καθίστε!» Και μιλήσαμε λίγη ώρα. Μετά, όταν έφευγα, με πλησιάζει πάλι ο Γεννηματάς και μου λέει: «Εντυπωσιάστηκε μαζί σας ο Πρόεδρος. Έλα καμιά μέρα να πάμε στο γραφείο του». Λέω: «Τώρα εγώ δε θέλω να χώνομαι στα κομματικά». Αν πήγαινα, θα ήμουνα υπουργός στο...

Δ.Δ.:

Όταν μετά βρέθηκα αερολιμενάρχης Ηρακλείου, όπου εκεί είχα τις περιπέτειες, εκεί ήτανε η μπαμπεσιά των Κρητικών, ήμουνα τότε υποαερολιμενάρχης Αθηνών και μου λένε μόλις μπήκε το ΠΑ.ΣΟ.Κ.–όχι, δεν μόλις μπήκε… ναι, μόλις μπήκε περίπου, σε κάνα-δυο χρόνια– μου είχαν έρθει οι... πώς τους λένε, οι... κλαδικοί. Και μου λένε: «Εσύ είσαι δεξιός και πρέπει να φύγεις». Λέω: «Με συγχωρείτε, πού ξέρετε τι είμαι;» Κωλώσανε. «Με έχετε ακούσει ποτέ να μιλάω για κανέναν ή να παίρνω επιδεικτικά κάποια εφημερίδα, κάποια θέση; Εκ καθήκοντος χαιρετάω από το Κ.Κ. μέχρι δικτατορικών, τι να κάνουμε; Κατά τα άλλα, τι ψηφίζω δεν το ξέρετε». Κωλώσανε, και μου λέει ένας: «Από το στυλ σας». «Δηλαδή» του λέω «τι εννοείς; Ότι επειδή έρχομαι εδώ κουρεμένος, ξυρισμένος, καθαρός, ευπρεπώς ενδεδυμένος, δεν λέω μαλακίες, μιλάω σοβαρά, ξέρω να φερθώ… Αυτό σημαίνει δεξιός; Εάν σημαίνει δεξιός, είμαι υπερδεξιός» του λέω. Και με... Στο τέλος, με κάρφωσε μία που μου κόλλαγε και δεν της έδινα σημασία, αλλά ήτανε έγα και πήγε στην Μαργαρίτα και με φάγανε!

Σ.Β.:

Σας διώξανε από εκεί, εννοείτε;

Δ.Δ.:

Όχι, με βγάλανε από το αεροδρόμιο και πήγα σε μία διεύθυνση... ψυγείον. Οπότε, ξαφνικά, μου λέει ο Διοικητής… όταν είχε έρθει ο Διοικητής ο καινούργιος του ΠΑ.ΣΟ.Κ., με κάλεσε απάνω και μου λέει: «Ήθελα να σας γνωρίσω, διότι έρχονται οι δικοί μου, οι ρουφιάνοι, και μου λένε να σας βγάλω και είστε έτσι και είστε αλλιώς. Αλλά από αυτά που μου λένε, δεν μου είπανε ούτε ότι κλέφτης είστε ούτε ότι δεν ξέρετε τι σας γίνεται ούτε κοπανατζής ούτε τίποτα. Φαίνεται ότι μάλλον τους έχετε βάλει να δουλεύουνε και δεν σας αντέχουν άλλο. Εγώ» μου λέει «θα σας κρατήσω όσο μπορώ, αλλά και εγώ δεν είμαι πολύ δυνατός». Και μια μέρα, έτσι που ήμουν, τελικά… Ήταν ο Αλλαμανής υπουργός, και μπροστά μου, λέει στον Διοικητή –Θεός σχωρέσ' τον, καλός άνθρωπος ο Διοικητής– του λέει: «Αυτόν εδώ ακόμη θα έχουμε να τον βλέπουμε;» Και γυρίζει και του λέει: «Ακούστε, κύριε Υπουργέ, βάλατε έναν άλλον αερολιμενάρχη, παραμένει υποαερολιμενάρχης ο Δούκας, ο οποίος αυτός κρατάει το αεροδρόμιο, ο άλλος κοιμάται όρθιος. Αυτός έπρεπε να γίνει, αλλά δεν είναι ο δικός μας άνθρωπος έτσι που τα κάναμε. Λοιπόν, αν τον βγάλετε» του λέει «εγώ παραιτούμαι. Θα [01:20:00]διαλυθεί το αεροδρόμιο με τον άλλον». Έκτοτε δεν μίλησε κανείς, και μάλιστα ο αερολιμενάρχης είχε φάει ένα χέσιμο για μία δουλειά, είχε στείλει ένα χαρτί ανόητο, που κανονικά έπρεπε να το είχα προσυπογράψει κι εγώ, και έρχεται ο Διοικητής με τον υποδιοικητή, ο οποίος ήταν πρώτος ανιψιός του Γιαννόπουλου, και του λένε: «Τι είναι αυτό; Φώναξε τον Δούκα μέσα». Πάω εγώ μέσα. «Καλά, αυτός εντάξει. Εσύ τι το... δεν το είδες;» «Όχι» λέω «δεν το είδα». «Και γιατί δεν το είδες;» «Δεν μου τα φέρνουν εμένα τα έγγραφα» του λέω «με έχουνε βάλει εις αργίαν». «Τι έκανες, ρε βλάκα; Από δω και πέρα, δε θα κάνεις τίποτα, αν δεν έχει την έγκριση του κυρίου Δούκα. Αυτός έπρεπε να ‘ναι και αυτόν ακούμε εμείς. Άι στο διάολο από εδώ χάμω» του λένε. Έκτοτε, έπαιρνε τηλέφωνο και έλεγε: «Λέω να κάνω αυτό, συμφωνεί και ο κύριος Δούκας». Οπότε μία μέρα, μου λέει... ο Διοικητής με καλεί απάνω, λέει: «Ο υπουργός θέλει να πας αερολιμενάρχης στην Κρήτη, στο Ηράκλειο». «Γαμώτο» του λέω «δεν μπορώ» του λέω «γιατί είμαι μόνος μου. Εδώ έχω τις φιλενάδες μου και με περιποιούνται και λοιπά, τι να πάω στην Κρήτη; Να με σφάξουν; Άσε με» του λέω «ξέρετε τώρα, είμαι και μόνος μου». Είχε πεθάνει και η μάνα μου, τι να κάνω εγώ τώρα; Να κάνω σπιτικό τώρα στην Κρήτη; «Το θέλει ο υπουργός, πήγαινε να δεις τον υπουργό». Μπαντουβάς υπουργός. Πάω στον Μπαντουβά. Είχα πάει, του τηλεφώνησα να πάω, μου λέει: «Έρχεστε το βραδάκι» μου λέει «να έχουμε ησυχία;» «Τι ώρα;» του λέω. «10:00 η ώρα». «Να ‘ρθω» του λέω. Πάω στον Μπαντουβά, με δέχτηκε και με πήρε και πήγαμε σε μία αποθήκη βιβλίων. Φαίνεται, φοβότανε ότι του έχουνε κοριούς. Μου λέει: «Για πέστε μου τι γίνεται;» Του λέω: «Κύριε υπουργέ, με στέλνετε στο πράσινο νησί. Εγώ δεν είμαι πράσινος» του λέω «και θα έχουμε ιστορίες και εσείς είστε βουλευτής εκεί και μην πληρώσετε τον απόηχο. Εμένα δεν με πολυνοιάζει, αλλά» του λέω «δεν είμαι δικός σας και εκεί οι πρασινοφρουροί σκίζουνε!» «Έχεις πλήρη κάλυψη δική μου» μου λέει. «Ό,τι και χαστούκια να τους δώσεις, εγώ είμαι πίσω σου». Και πράγματι, ο άνθρωπος, όποτε ερχόταν στην Κρήτη, ερχόταν στο γραφείο, με έπαιρνε μαζί στις περιοδείες του, μιλούσε με τα καλύτερα λόγια. Γεγονός βέβαια είναι ότι είχα κερδίσει την κοινή γνώμη. Δηλαδή θα δείτε εφημερίδες, τη ΜΕΣΟΓΕΙΟ που ήτανε… η άλλη, η πώς τη λέγανε; Του ΠΑ.ΣΟ.Κ. εφημερίδα. «Ο αερολιμενάρχης έκανε αυτό, έκανε το άλλο». «Επιτέλους βρέθηκε ένας άνθρωπος να φτιάξει το αεροδρόμιο». Εγώ πήγα, την πρώτη μέρα που πήγα, σε δύο μέρες θα ερχότανε έλεγχος από το FAA, η κατάσταση ήταν άθλια! Τρύπες στα συρματοπλέγματα, κατσίκες να βόσκουνε, γυναίκες να μπαίνουνε μέσα και να μαζεύουν χόρτα, είχαμε επεισόδια. Έτσι και βγαίναν αυτοί έξω να...

Σ.Β.:

Να δουν τον περίγυρο.

Δ.Δ.:

Να τα δούνε, θα παίρναν την άδεια. Και βάζω την χιώτικη διπλωματία. Έρχονται μέσα, τους πιάνω εγώ την κουβέντα, όταν ήρθαν για τον έλεγχο, τους έλεγα για το Berkeley, για την Αμερική, για το FAA, ποιους ήξερα, τις κουβέντες, και άμα φτάσαμε κατά τις 12:00 η ώρα, λέω: «Τώρα πού να βγαίνουμε έξω, έχει πάρει και ζέστη –ήταν και Αύγουστος μήνας– θα ζαλιστούμε και με τα καυσαέρια. Να πάμε να σας δείξω την Κνωσό;» Εγώ ξέρω από τέτοια. Τους πάω, τους γύριζα μέχρι τις 02:00 η ώρα, τους πάω και τους ταΐζω και κάπου. «Και πιέστε και ρακή να δείτε τι ωραία!» Φαίνεται είχανε γίνει τάβλα… ούτε φανήκαν το απόγευμα. Μου έρχονται την άλλη μέρα, πάλι τους πλακώνω την κουβέντα και τις θεωρίες και τούτο κι εκείνο και τ' άλλο και «Δεν πάμε στην Κνωσό;» Πάμε στην Κνωσό. Τρεις μέρες, τη μία τους πήγα για μπάνιο, τη μία στην Κνωσό, τραπεζώματα, κρασιά, μεθυσμένοι βγαίνανε και στο τέλος γράψαν την αναφορά τους, η οποία –μου τη δείξανε κιόλας, αν μου αρέσει– και λένε ότι: «Το αεροδρόμιο είναι σε καλή θέση, έχει πολλά προσόντα επικοινωνιακά, έχει κάποιες ατέλειες, αλλά ο νέος αερολιμενάρχης είναι της αμερικάνικης νοοτροπίας, είναι πάρα πολύ ικανός, έχει μεγάλη πείρα και πιστεύουμε ότι θα το κάνει το καλύτερο αεροδρόμιο της Μεσογείου». Λοιπόν, που λέτε, μια μέρα γράφει... πώς τη λέγανε; Την εφημερίδα, την είχε ο δήμαρχος, ο οποίος ήταν και υπουργός μετά. Και έλεγε: «Καθίστε καλά, σύντροφοι, και μην μαγειρεύετε κατά του... υπονομεύετε τον αερολιμενάρχη, γιατί τέτοιος δεν ξαναπέρασε και κόφτε τα δικός μας και δικός τους και το 'να και τ' άλλο. Ο άνθρωπος δεν είναι πολιτικός, δεν πολιτεύεται, κάνει τη δουλειά του όσο κανείς άλλος. Και παρατάτε τον να κάνει τη δουλειά του». Εδώ μου 'ρχοτανε, άκουσα, είχα μάθει, βουλευτές και λέγανε: «Μαζέψτε τον αυτόν, γιατί αν βάλει υποψηφιότητα θα βγει βουλευτής Ηρακλείου.» Και πραγματικά! Περπατούσα στον δρόμο και με χαιρετάγαν όλοι. Όταν πήγα, ήτανε και κοντά και η 28η Οκτωβρίου και με καλέσανε για την παρέλαση, στους επίσημους. Πάω εκεί πέρα, βλέπω ότι είχε «αρχηγός αστυνομίας», «διοικητής του πυροσβεστικού», «λιμενάρχης» και λοιπά. Εγώ, δεν είχε τίποτα. Λέω στον τελετάρχη: «Εγώ πού πάω;» Μου λέει: «Στις λοιπές υπηρεσίες εδώ, της Νομαρχίας». Λέω: «Εγώ δεν υπάγομαι στη Νομαρχία, ούτε στον Νομάρχη ούτε σε κανέναν. Εγώ υπάγομαι κατευθείαν στον Υπουργό Μεταφορών και είμαι εκπρόσωπός του». Βάλανε και εμένα. Λέω: «Κανονικά έπρεπε να έρχομαι με άλογο εδώ, διότι είμαι και Βυζαντινός». Τους είχα τρελάνει εκεί πέρα με τέτοια. Όταν έκανα κάποια γιορτή στο αεροδρόμιο, μέσα βάζανε να τους καλέσω. Μέχρι ο Αρχιεπίσκοπος έβαζε έναν παπά που ήξερα, να του στείλω πρόσκληση και αυτουνού!

Σ.Β.:

Πόσο κάτσατε στο Ηράκλειο;

Δ.Δ.:

Δυόμισι χρόνια και με φάγανε, να σου πω πώς με φάγανε. Θυμάμαι με τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, ο οποίος, τότε ήτανε ο... πώς τον λέγαμε τον αρχιτέκτονα Υπουργό Παιδείας; Τον Τρίτση, ο οποίος κάτι, τα 'χε βάλει με την Εκκλησία. Και επειδή με καλούσε σε ένα μοναστήρι που ήταν ωραία, όλο το Ηράκλειο φαινότανε, για γεύμα, και μιλάγαμε, του λέω: «Σεβασμιώτατε, τι θα γίνει με τον νεαρό; Αυτός θα σας κλείσει το μαγαζί, έτσι που πάει». Και μου λέει –κι είχε δίκιο– λέει: «Άκου να δεις, Δημητράκη –μ' έλεγε– η Εκκλησία πάλεψε με θηρία, με ιπποδρόμους, με Ρωμαίους αυτοκράτορες, με Βυζαντινούς αυτοκράτορες, με σουλτάνους, που ήταν θεοί επί της γης. Εμείς θα υπάρχουμε, αυτός θα ξεχαστεί και θα χαθεί».

Σ.Β.:

Και είχε δίκιο! Μάλιστα! Και πώς σας φάγανε εκεί στην Κρήτη;

Δ.Δ.:

Θα γινότανε εκλογές για εκπρόσωπο των εργαζομένων στο συμβούλιο της Υ.Π.Α. Επειδή, ξέρεις, σκυλοτσακωνότανε αυτοί και λοιπά και λοιπά, το Σαββατοκύριακο που θα γινόταν οι εκλογές, κανόνισα να πάω εκδρομή. Σηκώθηκα και έφυγα απ' την Παρασκευή, είχα και μία φιλενάδα απ' την Αθήνα που 'χε έρθει και πήγαμε στην Κάρπαθο, είχε πλοίο από κει και γύρισα Δευτέρα πρωί. Όταν φτάνω, ρωτάω: «Τι έγινε, ρε παιδιά, με τις εκλογές;» Λένε: «Η Δ.Α.Κ.Ε. πήρε 70%!» «Ποια, η Δ.Α.Κ.Ε., που ήταν 30, 20 και το Π.Α.Σ.Ο.Κ. 70, 80 πήρε 30... πήρε 70%;» Δεν περνάει μισή ώρα, με το αεροπλάνο έρχεται ένας υπάλληλος από πάνω, ένας διευθυντής. Έρχεται, μου λέει: «Αναλαμβάνω αερολιμενάρχης». Λέω: «Τι έγινε; Δεν, εγώ δεν έχω καμία είδηση». «Έχω εντολή» μου λέει «να αναλάβω». Εντωμεταξύ, κατάλαβα απ' το τηλέφωνό μου ότι έπαιρνε ο Διοικητής Πολιτικής Αεροπορίας. Λοιπόν, τον έπαιρνα τηλέφωνο, δεν έβγαινε. Απ' την άλλη μεριά, καταλάβαινα απ' το τηλέφωνο, έπαιρνε τον άλλονε και του έλεγε ότι αν παρέδωσα ή δεν παρέδωσα. Οπότε το βουτάω το τηλέφωνο, γιατί εγώ δεν είμαι και πολύ ήσυχο παιδάκι, του λέω: «Ακούστε εδώ, κύριε Διοικητά, δεν σκοπεύω να σηκώσω αντάρτικο και να ανέβω στον Ψηλορείτη με φυσεκλίκια για να μην παραδίδω το αεροδρόμιο! Βεβαίως» του λέω «με τις συμπάθειες που 'χω δω, θα με ακολουθεί η μισή Κρήτη στο αντάρτικο και πάψτε να αγωνιάτε». Και κάτι πάει να πει... «Άντε και στο διάολο» του λέω «ασχολούμαι με σένα». Το καπελώνω. Του λέω του αλλουνού: «Καλά εντάξει» του λέω «να σε ενημερώσω εδώ τι γί[01:30:00]νεται, να μαζέψω και τα πράγματά μου και να φύγω». «Όχι! Όχι! Ούτε ενημέρωση θέλω ούτε... Ελάτε το βράδυ να τα μαζέψετε!» Έφυγα κλωτσηδόν. Εγώ πού πάω τώρα; Δυο μήνες ήμουνα στην Κρήτη, έμενα εκεί...

Σ.Β.:

Χωρίς αντικείμενο...

Δ.Δ.:

Χωρίς αντικείμενο. Και τελικά ανέβηκα πάνω, είδα τον Υπουργό, του λέω: «Εγώ τι θα γίνω;» «Δε μου λένε ούτε εμένα» μου λέει. 

Σ.Β.:

Και πού τοποθετηθήκατε μετά;

Δ.Δ.:

Αα, με στείλανε στα Σπάτα.

Σ.Β.:

Στα Σπάτα τι είχε τότε;

Δ.Δ.:

Ελιές, συκιές, αχλαδιές! Τότε ήταν παρατημένο τελείως, είχανε γίνει κάτι ψευτοδουλειές και υπήρχανε κάτι σαν αντίσκηνα μόνο, αλλά δε δούλευε κανείς. Το μόνο που ήτανε, ο... πώς τον λένε; Αυτός που είναι και φιλόσοφος, ο... Έκανε μεταφορά ενός ναού παλιού, που έπρεπε να γκρεμιστεί για να περάσει ο διάδρομος και του έκανε μεταφορά, ολόκληρο, γιατί είχαν αντιδράσει οι ντόπιοι, είναι ιστορικός ναός. Και επειδή ήμαστε συνεπιμελητές... Ο... πώς το λένε μωρέ; Αυτός με τα γένια, αρχιτέκτων είναι! Ο... Τέλος πάντων, μεγάλος άνθρωπος, ήταν και αυτός επιμελητής και με ήξερε και πήγαινα και τον βόηθαγα εκεί πέρα και ασχολούμεθα. Και εκεί στέλνανε δε, εντωμεταξύ, και όλους τους υψηλά ιστάμενους που δεν τους χωνεύαν απ' τα διάφορα, το Υπουργείο Μεταφορών, ήμαστε εξορία. Και με είχαν ανακηρύξει πρόεδρο οι άλλοι, γιατί εγώ μίλαγα. Και περιποιόμαστε κάτι αδέσποτα σκυλιά και κάτι τέτοια, μάζευα και αχλάδια, σύκα, τα 'φερνα στην πολυκατοικία, στους... και μοίραζα. 

Σ.Β.:

Και πότε βγήκατε στη σύνταξη;

Δ.Δ.:

Το '98. 

Σ.Β.:

Το '98...

Δ.Δ.:

Μετά, που ήμουνα... Μετά είχα το εξής, έγινα γενικός διευθυντής, μόνιμος γενικός διευθυντής, γιατί ήταν μόνιμοι. Έμεινα κάποιο διάστημα, μετά το ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατήργησε τις θέσεις των γενικών διευθυντών, την μονιμότητα, ήτανε τριετούς θητείας και μετά πηγαίνανε απλοί υπάλληλοι. Το οποίον είναι κωμωδία.

Σ.Β.:

Βέβαια.

Δ.Δ.:

Δεν μπορεί να είσαι στρατηγός τη μία μέρα και φαντάρος την άλλη! 

Σ.Β.:

Είναι για εσάς το ασφαλέστερο μέσο μεταφοράς το αεροπλάνο;

Δ.Δ.:

Κοιτάξτε να δείτε, ο άνθρωπος δεν έχει συνηθίσει να πετάει, γιατί χιλιάδες χρόνια πατάει στη γη, πηγαίνει με άλογο, πηγαίνει με ρόδες, πηγαίνει με πλοίο, χιλιάδες χρόνια! Αυτό είναι κάτι καινούργιο. Πουλί έγινε τα τελευταία 100 χρόνια! Δεν το 'χουμε συνηθίσει. 

Σ.Β.:

Ακόμα, πιστεύετε, ε;

Δ.Δ.:

Ναι. Ακόμη το φοβούνται το αεροπλάνο! Εγώ, ο ίδιος, ο οποίος μπήκα μεγάλος σε αεροπλάνο, δηλαδή μπήκα στην Πολιτική Αεροπορία, δεν είχα μπει μέχρι τότε, δε... το φοβόμουνα! Εκεί στην Κρήτη, που πηγαινοερχόμουνα, πήρα λίγο τον αέρα.

Σ.Β.:

Τόσο αργά, ε;

Δ.Δ.:

Ναι, το φοβόμουνα το αεροπλάνο! Α, άλλο γεγονός! Υποαερολιμενάρχης ήμουνα, ήμουνα… με είχανε καλέσει κάτι φίλοι, ένα ζευγάρι φίλων που τα πεθερικά τους μέναν στη Νότιο Αφρική. Να πάμε λίγο μετά τις γιορτές, τον χειμώνα. Εγώ ήμουνα μόνος μου στη Γλυφάδα και την τελευταία στιγμή ήταν να φτιάξω τη βαλίτσα μου. Το αεροπλάνο έφευγε 12:00-01:00 τη νύχτα, αλλά έπρεπε να βρω χειμερινά... θερινά, γιατί εκεί ήταν καλοκαίρι. Τα θερινά τα 'χα σ’ ένα μπαούλο στη σοφίτα και έπρεπε να κατεβάσω τα θερινά τώρα και να αλλάξω. Και είπαμε να βρεθούμε κατά τις 11:30 στο αεροδρόμιο για να επιβιβαστούμε. Ως υποαερολιμενάρχης είχα και την ασφάλεια πτήσεων και με ειδοποιούνε κατά τις 09:00 η ώρα ότι υπάρχει καταγγελία υπάρξεως βόμβας σε αεροπλάνο της Ολυμπιακής. «Ποιο αεροπλάνο;» Αυτό που θα πήγαινα... τέτοια... «Και ελάτε εδώ να επιστατήσετε των ελέγχων που θα γίνουν!» «Γαμώτο» λέω «θα φύγω με το παλτό από δω, θα πρέπει να τρέχω να αγοράσω ρούχα στη Νότιο Αφρική!» Πάω εκεί. Παρακολουθούσα όλες τις ενέργειες και τελικά λέει: «Να υπογράψετε ότι όλα είναι ασφαλή». Εγώ έπαιρνα την ευθύνη. Λέω: «Θα 'μαι μέσα, τρέχα να μου ζητάνε ευθύνη». Και το υπογράφω. Ήρθε η παρέα μετά, γύρισα πίσω, κόβεται και το ρεύμα και πολέμαγα μ' ένα κερί να βρω τα...  δεν είπα κουβέντα, εγώ ήμουν λίγο μουτρωμένος, μου λέει: «Τι έχεις πάθει;» «Άσ' τα» λέω. «Με έχουν εκνευρίσει, δουλειές την τελευταία στιγμή, δε βρήκα και τα θερινά». Και μόλις προσγειωθήκαμε, τους λέω: «Πάνω σε βόμβα ήμασταν». Αλλά δεν είπαν τίποτα! Ήταν περιπέτεια και αυτή! 

Σ.Β.:

Και τι σας φόβιζε δηλαδή, στο αεροπλάνο, μέχρι τόσο αργά στη ζωή σας; Ποια αίσθηση σας φόβιζε;

Δ.Δ.:

Ό,τι συνέβαινε στο αεροπλάνο, δεν μπορούσες να σωθείς και στο πλοίο ακόμη, θάλασσα, ξέρω 'γω, σκυλοπνιγόσουνα, βούταγες ένα σωσίβιο, κάτι μπορούσε να γίνει. Το αεροπλάνο τελείωσε! 

Σ.Β.:

Αυτό είναι δηλαδή που σας φοβίζει.

Δ.Δ.:

Ναι! Και το χειρότερο από όλα είναι, δεν είναι μόνο να σκοτωθείς, είναι και η αγωνία, διότι δεν είναι και όλα απότομα. Αν θυμάστε, ένα πράγμα που είχε γίνει με ένα γιαπωνέζικο αεροπλάνο, που είχε χάσει... το πηδάλιο είχε χάσει; Κάτι τέτοιο. Και πέταγε 5 ώρες, να καταναλώσει τα... και να πέσει!

Σ.Β.:

Αυτό είναι πολύ επώδυνο!

Δ.Δ.:

Και το ξέρανε όλοι και κάναν τηλεφωνήματα αποχαιρετιστήρια στα σπίτια τους, τελευταίες οδηγίες, ξέρεις, αυτό, εκείνο, τ' άλλο και περιμέναν πότε θα αδειάσει τα καύσιμα να πέσει. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ο πιλότος. Το αεροπλάνο ήταν μια χαρά κατά τ’ άλλα, πέταγε! 

Σ.Β.:

Είναι παράξενο όντως! Αν και τα ατυχήματα αναλογικά είναι πολύ λίγα με αεροπλάνο!

Δ.Δ.:

Και για το θέμα και των πληρωμάτων, μία φορά πήγαινα Θεσσαλονίκη με Jumbo, κι ήταν κλειστό το αεροδρόμιο, αλλά μας είπε ο πιλότος ότι μπορεί να αλλάξει ο καιρός και να προσγειωθούμε, να μη γυρίζουμε πίσω. Αρχικά ήταν να γυρίσει πίσω και κάναμε μία ώρα βόλτα και γινόταν το αεροπλάνο σαν να είσαι σε κρισάρα. Στριγγλίζει ο κόσμος. «Τα παιδιά μου! Η μαμά μου!» Στριγγλιά, κακό, λιποθυμίες. Και ήτανε μία συνοδός μεγαλούτσικη σε ηλικία, η οποία έτρεχε, έλεγε καλαμπούρια, παρηγορούσε, είχε πέσει η γυναίκα και ήταν, σου λέω, πενηντάρα, δεν ήταν και καμιά μικρή, είχε πέσει τρακόσες φορές κάτω και όταν τελικά προσγειωθήκαμε και βγαίναμε, της λέω: «Κυρία μου» λέω «να σας συγχαρώ! Λέμε και λέμε και λέμε, αλλά μερικές είστε ηρωίδες!» Και μου λέει: «Κοιτάξτε να δείτε» μου λέει «εγώ είμαι από την εποχή του Ωνάση διορισθείσα και τότε ήταν άλλα τα κριτήρια». Ξέρετε ότι επί εποχής Ωνάση, οι συνοδοί ήτανε… ούτε καλόγριες να ήτανε! Τις επιθεωρούσε μία στριμμένη εκεί, μία τρίχα να πέταγε από το μαλλί, το χτένισμα, τα νύχια, το παπούτσι να μην είναι άβαφτο, κάτω από το αεροπλάνο! Και ποινή! Μετά τι έγινε; Όταν μπήκε το ΠΑ.ΣΟ.Κ., ο... πώς τον λέγανε, αυτός που είχε τα συρματοπλέγματα; Ανέλαβε το catering, για να ξεχρεώσει τα 500 εκατομμύρια που είχε δώσει στο κόμμα για το προεκλογικό, και εκεί παίρνανε για εργάτριες, εργάτριες... εργάτριες, καθαρίστριες, του δημοτικού, ούτε γλώσσα ξέρανε, ούτε τρόπους ξέρανε, ούτε να πλυθούνε ξέρανε και γινόταν στα αεροπλάνα της μουρλής! Ήταν μία, θυμάμαι, ήμουνα πρώτη θέση, καθόμουνα στη δεύτερη σειρά και μπροστά έβρισκα το ποδάρι της... Τι πάθαμε;

Σ.Β.:

Ναι.

Δ.Δ.:

Είχε το πόδι της στον τοίχο, έξυνε τα δάχτυλα, έβαφε τα νύχια κι εγώ έβλεπα την ποδάρα της! Κάτι στα... Αγγλικά; Ούτε ελληνικά δεν ξέρανε και λοιπά και λοιπά.