© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ο Ροδίτης οργανοπαίκτης και χοροδιδάσκαλος μιλάει για τη ροδίτικη λύρα και τη μουσικοχορευτική παράδοση των Δωδεκανήσων

Κωδικός Ιστορίας
13350
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Νικόλαος Τζέλλος (Ν.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
04/03/2023
Ερευνητής/τρια
Αλεξάνδρα Γκαρανάτσιου (Α.Γ.)
Α.Γ.:

[00:00:00]Γεια σας, είμαι η Αλεξάνδρα, ερευνήτρια για το Istorima. Έχουμε Κυριακή, 5 Μαρτίου το 2023 και βρισκόμαστε στη σχολή χορού «Βαγγέλης Τζέλλος». Γεια σας.

Ν.Τ.:

Γεια σας.

Α.Γ.:

Μαζί μου έχω τον κύριο Νίκο Τζέλλο. Είστε έτοιμος να ξεκινήσουμε;

Ν.Τ.:

Έτοιμος.

Α.Γ.:

Μπορείτε να μας πείτε αρχικά κάποια πράγματα για σας;

Ν.Τ.:

Ονομάζομαι Νίκος Τζέλλος, ξαναλέω. Είμαι 29 χρονών. Έχω γεννηθεί και έχω μεγαλώσει στο νησί της Ρόδου. Ο πατέρας μου κατάγεται από την Κοζάνη, Δυτική Μακεδονία. Η μητέρα μου κατάγεται από την Αθήνα, από τη Νέα Φιλαδέλφεια. Η καταγωγή μας είναι Μικρασιατική κυρίως και από τη μεριά του πατέρα και από την μεριά της μάνας. Εκτός από τη μεριά του πατέρα, που είναι μισός-μισός. Μισός ντόπιος και μισός Μικρασιάτης. Εγώ, παρόλα, αυτά γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Ρόδο. Από πολύ μικρό παιδάκι ήμουνα μέσα στα πολιτιστικά, στους παραδοσιακούς χορούς και στη μουσική. Έχω ξεκινήσει τη μουσική μου πορεία με πιάνο, όπου τελείωσα, πήρα το πτυχίο μου. Ταυτόχρονα, έμαθα μόνος μου και κιθάρα, είχαμε ένα συγκρότημα, ηλεκτρική κιθάρα όσο ήμουνα έφηβος. Όταν πήγα φοιτητής, άρχισε να με ελκύει η λύρα. Επειδή από μικρό παιδί που χόρευα στη σχολή χορού που είχε ο πατέρας μου, πάντοτε μου άρεσαν και οι νησιώτικοι και οι δωδεκανήσιοι και οι κρητικοί χοροί και ο ήχος της λύρας, ιδιαίτερα από τα νότια Δωδεκάνησα, δηλαδή την Κάρπαθο, τη Ρόδο, την Κάσο, τη Χάλκη, με κέντριζε λίγο παραπάνω. Με συγκινούσε λίγο παραπάνω αυτή, αυτός ο ήχος. Έτσι, λοιπόν, όταν ήμουνα φοιτητής, ξεκίνησα τη μουσική μου πορεία πάνω στη λύρα. Ξεκίνησα, αρχικά, παίζοντας καρπάθικη λύρα, την οποία μου την είχε δανείσει ένας γνωστός μου και έπειτα σιγά-σιγά πήρα μια κρητική, μετά πήρα μια επαγγελματική λύρα και ακλούθησε την πορεία στο χώρο, αφού είχα ξεφύγει από το κομμάτι που έπαιζα μόνο ροδίτικα, μόνο καρπάθικα, μονό κασιώτικα και έπαιζα πλέον μουσική από όλη την Ελλάδα σαν μουσικός έξω. Σε μαγαζιά, σιγά-σιγά σε γάμους, σιγά-σιγά σε βαπτίσεις και σε πανηγύρια. Πρώτος μου γάμος ήταν το 2016 που έπαιξα. Οπότε, φέτος νομίζω ότι συμπληρώνω περίπου 7 χρόνια που παίζω επαγγελματικά έξω. Στο καιρό της καραντίνας, επειδή πάντοτε ασχολούμουν με την παλιά φωτογραφία, έψαχνα τις παλιές φωτογραφίες από σπίτια, από πολιτιστικούς συλλόγους, από σπάνιες συλλογές, από βιβλία, έκανα μια συλλογή από παλιές φωτογραφίες με λύρες της Ρόδου. Τώρα η λύρα της Ρόδου σε σχέση με την κρητική είναι διαφορετική στο καλούπι. Είναι σαν την παλαιά λύρα της Κρήτης. Γενικότερα, κάποτε στον Ελλαδικό χώρο υπήρχε μία μορφή λύρας, η βυζαντινή. Από αυτή εξελίχθηκαν όλες οι υπόλοιπες. Στην Κρήτη έχουμε την κοινή λύρα, η οποία είναι η λύρα του Σταγάκη που λέμε, και έχει εξελιχθεί σε κάτι άλλο. Στα Δωδεκάνησα κάθε νησί έχει τη δική του λύρα. Όλες είναι ίδιες πάνω-κάτω. Είναι σαν να λέμε η ίδια οικογένεια, αλλά κάθε νησί έχει τις δικές του προσαρμογές. Κάποια νησιά έχουν πιο μικρές λύρες, κάποια έχουν πιο μεγάλες. Στη Ρόδο, συγκεκριμένα, οι φωτογραφίες δείχνουνε πιο μεγάλες λύρες, πολύ κοντά στις κρητικές. Όχι τις κρητικές του Μανώλη Σταγάκη, τις κρητικές τις προπολεμικές, τα «λυράκια» που λέμε. Πιο μεγάλες σε μέγεθος από τις καρπάθικες και από τις κασιώτικες και από τις χαλκίτικες και έχει και την ιδιαιτερότητα ότι είχαν 4 χορδές. Αυτό στο συναντάμε και στην Κω. Η συγκεκριμένη τώρα έχει 3, γιατί έχω βγάλει, αλλά αν θα δεις εδώ, έχει μια τέταρτη θέση. Λοιπόν, αυτό έχει να κάνει με την διαύγεια του μουσικού οργάνου. Μάλιστα, η τετράχορδη λύρα στη Ρόδο υπάρχει τουλάχιστον από το 1892. Είχε έρθει Γερμανικό Ινστιτούτο στη Ρόδο και επισκέφθηκε το πανηγύρι του Αγίου Σουλά, 1892. Έβγαλαν κάποιες φωτογραφίες, οι οποίες είναι ασπρόμαυρες, και είναι έτσι λίγο από τις πρώτες-πρώτες φωτογραφίες. Δεν φαίνονται καλά. Όμως, αυτό το οποίο είναι χαρακτηριστικό είναι ότι χορεύει ο κόσμος σούστα και στη μέση ένας λαουτιέρης και ένας λυράρης, ένας παππούς λυράρης, που κρατάει όρθιος μια λύρα τετράχορδη. Άρα, η πιο παλιά φωτογραφία λύρας στη Ρόδο είναι μιας λύρας τετράχορδης. Η διαφορά τώρα της τετράχορδης και της τρίχορδης λύρας είναι ότι κανονικά η λύρα είναι τρίχορδη. Τετράχορδη έγινε σαν μοντερνοποίηση. Τετράχορδο είναι το βιολί. Τώρα, πολύ πιθανόν να ήρθαν κάποιοι βιολιστές στα Δωδεκάνησα είτε με τους Ιταλούς είτε ακόμα και με τους Τούρκους, γιατί το βιολί υπάρχει από τον 16ο αιώνα. Θεωρώ ότι η τέταρτη χορδή στη λύρα ήταν μια προσπάθεια μοντερνοποίησης οργάνου και μιας αύξησης του ρεπερτορίου, του μουσικού ρεπερτορίου. Δηλαδή, μπορούσαν να παίζουν πιο πολλά κομμάτια, πιο καλά, πιο… να κάνουν πιο πολλά κόλπα να το πω έτσι, πιο απλά. Παρ’ όλα αυτά το όργανο είναι φτιαγμένο για είναι τρίχορδο. Όταν είναι τρίχορδο, ακούγεται καμπάνα. Έχει την καλύτερη διαύγεια στις χορδές της. Όταν είναι τετράχορδη χάνει λιγάκι. Οπότε, τώρα που είναι τρίχορδη η λύρα, παίρνει 100% σε κάθε χορδή. Παίρνει 100% τη δύναμη που χρειάζεται. Ενώ όταν θα είναι τετράχορδη, δεν θα παίρνει 100%, θα παίρνει 75% ας πούμε, 25% εδώ, 50% εδώ. Δεν δίνει τη δύναμη που χρειάζεται. Μέχρι κάποιος οργανοποιός να την εξελίξει και να βρει τον τρόπο να την κάνει κανονικά τετράχορδη, όπως το βιολί πλέον δίνει 100% στις τέσσερις χορδές.

Ν.Τ.:

Έτσι λοιπόν, ασχολήθηκα με τη λύρα. Έφτιαξα μια ροδίτικη λύρα από μια παλιά την οποία βρήκα σε φωτογραφίες. Ήταν ένα ωραίο ταξίδι. Την είχα βρει σε μια φωτογραφία στο ίντερνετ και την έβαλα σε μία ομάδα στο Facebook που ήτανε κάτοικοι του χωριού Αφάντου και όταν έβαλα αυτή τη φωτογραφία και έγραψα ότι αυτή η λύρα υπάρχει –ξέρω ‘γω– στα Αφάντου και είναι του Δημήτρη Ποντίκα, μου έγραψε μια κοπέλα από κάτω: «Αυτή η λύρα είναι σπίτι μου και κρέμεται στον τοίχο και έλα να την δεις». Εδώ είμαστε. Πήγα την είδα εκεί πέρα, πήρα χορδές, την έφτιαξα. Βγάλαμε βίντεο που έπαιζα με την πρώτη λύρα, που είναι φτιαγμένη το 1800 κάτι. Άνηκε σε έναν Δημήτρη Ποντίκα και έπειτα πήραμε τη λύρα μαζί με την κοπέλα, την Ελένη τη Σέντη, και πήγαμε σε ένα οργανοποιό που φτιάξαμε τη δική μου, η οποία είναι ένα copy ακριβώς εκείνης της λύρας. Είναι ένα αντίγραφο, ένα πιστό αντίγραφο, στην αναλογία του, στο βάθος, στο ύψος του καβαλάρη, σε όλα. Τώρα, ταυτόχρονα με αυτή τη λύρα που χρησιμοποιώ στις ηχογραφήσεις που κάνω –γιατί προσπαθώ να κάνω μια δισκογραφική πορεία με παραδοσιακά τραγούδια της Ρόδου, διασκευασμένα για το 2023, για το αυτί του νέου– παίζω και κρητική λύρα έξω, γιατί είναι πιο εύκολη στα μηχανήματα. Προσπαθώ να προμοτάρω όσο γίνεται πιο πολύ το δωδεκανησιακό στοιχείο, χωρίς να γίνω και κάποιος ο όποιος λέει «όχι» στα, αν θέλουν δηλαδή να δώσουν –ξέρω ‘γω– να δώσουμε ένα πολύ δυνατό κρητικό γλέντι, θα κάνουμε ένα κρητικό γλέντι. Δεν θα τους πω όχι. Ούτε και στο νησιωτικό, αλλά θα προσπαθήσω όπου μπορώ να βάλω το δικό μας στοιχείο παραπάνω, γιατί θεωρώ ότι στη θέση που είμαστε μόνο το καλό μπορούμε να επιστρέψουμε κάποια πράγματα και όχι με το ζόρι. Αυτά για αρχή.

Α.Γ.:

Πολύ ενδιαφέροντα. Όλες αυτές τις πληροφορίες για τη ροδίτικη λύρα, πώς καταφέρετε να τις συλλέξετε; Μέσω των φωτογραφιών;

Ν.Τ.:

Μέσω φωτογραφιών, μέσω βιβλίων. Έχω εδώ πέρα κάποια βιβλία. Ήταν ένας Ελβετός ερευνητής, ένας Ελβετός ενθομουσικολόγος, ο Samuel Baud-Bovy. Αυτός έγραψε κάποια βιβλία όταν ήρθε το 1930 στη Ρόδο και σε αυτά βιβλία δεν έγραψε απλά τραγούδια, συνήθειες και στίχους, αλλά έγραψε την ιδιότητα του μουσικού. Δηλαδή, έλεγε: «Δημήτρης Ποντίκας, λυράρης» και είχε από δίπλα και το κούρδισμα της λύρας και έδειχνε ότι είχε 4 χορδές. Μετά έλεγε: «Μιχάλης Μαλανδρής, λυράρης από τη Μονόλιθο» και είχε πάλι το κούρδισμα, αλλά ήταν τρίχορδη η λύρα. Άλλο κούρδισμα εκεί. Τα έγραψε με μουσική σε πεντάγραμμο και πάνω σε αυτό τα μελέτησα, πήρα στοιχεία πάνω σε αυτά, πάρα πολλά στοιχεία από τα βιβλία του Samuel Baud-Bovy και από το ημερολόγιο του. Μετά, από διάφορους πολιτιστικούς συλλόγους οι οποίοι παλαιότερα εκδώσαν κάποια βιβλία, τα λαογραφικά ας πούμε του Αρχαγγέλου. Λαογραφικά της Έμπωνας, λαογραφικά της Ψίνθου. Αυτά τα βιβλία περιείχαν κάπου, κάποια ιστορία για κάποιο λυράρη, έτσι; Λέει, ας πούμε, στα λαογραφικά της Έμπωνας ότι ο λύραρης, ο Μπιτσάκης, έπαιζε τις μαντινάδες και τραγουδούσανε οι γέροι στο καφενείο. Οπότε, ξαφνικά είχαμε έναν λυράρη στην Έμπωνα. Είχαμε μετά έναν άλλο λυράρη στη Σορωνή, το Χύτα. Ένα λυράρη στην Κρεμαστή, τον… πώς τον λένε τώρα αυτόν; Ο Κότσης ο τεχνίτης. Κι άλλος ένας που έχει κολλήσει τώρα το μυαλό μου, θα το θυμηθώ. Ο Γρηγοράκης. Έτσι, έβρισκα, έβλεπα τα επίθετα τους και μετά πολλές φορές μπήκα στο facebook και έγραφα το επίθετο και έβρισκα αποτελέσματα. Ένα ζωντανό παράδειγμα, είπα πριν για να έναν λυράρη από την Κρεμαστή, τον Γρηγοράκη. Μπήκα εγώ στο Facebook, έγραψα «Γρηγοράκης» και μου έβγαλε κάποιους με το επίθετο Γρηγοράκης και έμπαινα στο προφίλ τους και έβλεπα ξέρω ‘γω αν έχουν σχέση με τη Ρόδο. Βρήκα, λοιπόν, κάποιους που είχαν σχέση με τη Ρόδο και ξάφνου κάποιος είχε ανεβάσει παλιές φωτογραφίες τη Ρόδο του μπαμπά του που έπαιζε –αν θυμάμαι καλά– λαούτο, αλλά η φωτογραφία έδειχνε 4 αδέλφια, όλοι μουσικοί, όλοι Γρηγοράκηδες στην Αμερική. Και εκεί που σκάλιζα αδιάκριτα το προφίλ του ανθρώπου, βλέπω και έναν παππού με μια λύρα ροδίτικη να παίζει με ένα καπελάκι. [00:10:00]Λέω: «Ωπ, αυτή είναι γνωστή φυσιογνωμία». Αυτός είναι ο Δημήτρης Γρηγοράκης από οικογενειακή φωτογραφία. Τον κάνω, λοιπόν, add αυτόν τον άνθρωπο στο Facebook. Μιλάμε μαζί του και μου στέλνει μια φωτογραφία τη λύρα του. Είναι στην Αμερική και μου στέλνει τη λύρα. Ανταλλάξαμε εκεί πέρα κάποιες έτσι απόψεις, κάποια πράγματα. Του είπα ποιος είμαι και τι κάνω και είπα ότι όταν θα βρεθώ στην Αμερική, θα πάω σίγουρα να τον δω. Σίγουρα. Δηλαδή, άμα πάω στην Αμερική, πρώτο μου μέλημα δεν είναι να πάω Νέα Υόρκη, ούτε Μαϊάμι. Θα πάω να δω τη λύρα και μετά όλα τα άλλα. Έχουμε ένα στόχο. Πάντα μ’ άρεσε αυτό το πράγμα και το ακολουθούσα. Έξαλλου είναι ένα σπάνιο δείγμα μία ροδίτικη λύρα. Αν πας λόγου χάρη στην Κάρπαθο, σε όποιο καφενείο και να μπεις κρέμονται 100 λύρες. Δεν είναι κάτι σπάνιο, δεν φοβάσαι μην το χάσεις. Άμα πας στη Ρόδο, βρήκα μία λύρα σε ένα μουσείο στη Μεσαναγρό. Μετά άλλη λύρα βρήκα; Όχι. Βρήκα μία λύρα σε ένα σπίτι που κρεμόταν στα Αφάντου, μία λύρα σε ένα μουσείο στη Μεσαναγρό, μία λύρα που ξέρω ότι κρύβεται σε ένα σπίτι στη Σορωνή. Αυτά. Και τώρα έμαθα και για μία αμερικάνικη, έτσι, για κάποιους Ροδίτες που πήγανε στην Αμερική. Είναι, λοιπόν, κάτι σπάνιο. Όλες αυτές τις πληροφορίες τις μάζεψα έτσι. Μιλώντας, διαβάζοντας, σκαλίζοντας. Πολλές φορές και σε μέρη που δεν… Είναι λίγο και αδιάκριτο να μπεις σε καποιουνού –ξέρω ‘γω– το προφίλ στα social media και να σκαλίζεις είναι λίγο αδιάκριτο. Αλλά, παρόλα αυτά, εγώ το έκανα με μόνη μου αιτιολογία, βασικά με μόνη μου σκέψη ότι εγώ έψαχνα στοιχεία για τη ροδίτικη λύρα κα πάνω σε αυτά βρήκα κι άλλα πράγματα. Βρήκα πολύ ωραίες φωτογραφίες με φορεσιές, βρήκα ακόμα και τσαμπουνιέρηδες της Ρόδου. Βρήκα και για ένα άλλο μουσικό όργανο το πιναύλι. Είναι μια φλογέρα, την οποία παίζουν στην Κω ακόμα οι βοσκοί, οι πιστικοί βοσκοί που λένε. Αλλά υπήρχε και στη Ρόδο. Έχω φωτογραφία που υπάρχει και το χάσαμε. Όλα αυτά με μία έτσι μακρινή προοπτική κάποια στιγμή να τα αναβιώσουμε και να κάνουμε μια ολοκληρωμένη ροδίτικη ορχήστρα. Δηλαδή, με έναν λαουτιέρη, με έναν λυράρη, με έναν τσαμπουνιέρη, έναν που παίζει το πινιαύλι, έναν που παίζει το σαντούρι, παράδειγμα, αν και δεν είμαι τόσο του σαντουριού, γιατί ναι μεν είναι ωραίο, ναι μεν το έχουμε πάρει, το έχουμε αγκαλιάσει εδώ στη Ρόδο, αλλά δεν είναι κάποιο κατεξοχήν ροδίτικο όργανο. Αλλά όπως και να έχει, αυτά πάνω-κάτω. Μια ολοκληρωμένη ορχήστρα, όπως έχει γίνει στην Κρήτη. Βγαίνουν και βλέπεις ένας κρατάει στειακό νταουλάκι , ένας κρατάει ασκομαντούρα, ο άλλος κρατάει κρητική λύρα και δυο λαούτα και κάποιος παίζει και φιαμπόλι, τη φλογέρα την κρητική. Πολύ ωραία ορχήστρα, συγκροτημένη και ολοκληρωμένη. Γιατί να μην γίνει και στη Ρόδο αυτό; Γνώμη μου, έτσι; Θα το κυνηγούσα αυτό το πράγμα. Έτσι λοιπόν, τα μάζεψα τα στοιχεία.

Α.Γ.:

Άρα ουσιαστικά είναι σαν να κάνετε και εσείς μια συστηματική λαογραφική έρευνα πάνω στη λύρα.

Ν.Τ.:

Και με το παραπάνω. Και με το παραπάνω. Ουσιαστικά έχω κάνει μια λαογραφική έρευνα. Κάποια στιγμή σκοπεύω να τα γράψω όλα σε βιβλία από την αρχή μέχρι το τέλος, γιατί αν ήμουν φοιτητής, θα έπαιρνα άριστα! Αλλά όπως και να ‘χει, δεν το έκανα ούτε για να πάρω άριστα, ούτε γιατί με έβαλε κάποιος να το κάνω. Εγώ μόνος μου είχα τη λόξα. Έχω σπίτι μου τη βιβλιοθήκη μου με τα βιβλία που βρίσκω, ψάχνω, αγοράζω σπάνια βιβλία. Όταν μάθω ότι υπάρχει αυτό το… Ψάχνω ας πούμε το βιβλίο «Λαογραφικά σύμμεικτα» νομίζω λεγότανε, «Λαογραφικά Κατταβιάς» όπως και να έχει. Ήταν ένα βιβλίο το οποίο γράψανε ο πολιτιστικός της Κατταβιάς. Μπορεί να λέει μέσα ασήμαντα πράγματα. Εμένα, όμως, με νοιάζει να το διαβάσω, αν βρω ένα ψίχουλο το οποίο αναφέρεται στη λύρα. Όπως έχω ένα βιβλίο από τα Κοσκινού, δεν έχει τίποτα μέσα για λύρα, αλλά κάπου γράφει για κάποιον που έπαιζε ασκομαντούρα. Ασκομαντούρα είναι η τσαμπούνα. Λες κάτσε, τι έγινε εδώ πέρα; Υπήρχε τσαμπουνιέρης στα Κοσκινού; Αυτό υπονοεί το γραπτό. Και κάπως έτσι πήγε και με τη λύρα. Μιλώντας… κάτσε να δω. Μιλώντας, είχα ακούσει μια ιστορία για μια λύρα, που την είχανε βρει μέσα σε ένα χαμένο μητάτο κοντά στις Πεταλούδες, σε ένα σπιτάκι ενός βοσκού το οποίο είχε γκρεμιστεί από σεισμό και είχε μέσα ένα έπιπλο και μέσα στο έπιπλο ανοίξαν και βρήκαν μια λύρα. Πρέπει να ήταν του Χύτα, του Δημήτρη του Χύτα από τη Σορωνή, αν δεν απατώμαι. Αλλά τώρα δεν τη θυμάμαι να την εξιστορηθώ σωστά την ιστορία. Ούτε θυμάμαι από ποιον την άκουσα. Πρέπει να το σκεφτώ λιγάκι, να δω ποιος μου την είχε πει και πώς ακριβώς πήγαινε. Μου το έλεγε σαν ανέκδοτο. Μιλάμε αυτοί τώρα που την βρήκαν ήταν μεθυσμένοι, τύφλα. Ήτανε μεθυσμένοι και πήγαν και μείνανε εκεί πέρα από, από ανάγκη επειδή έβρεχε και κατά λάθος τη βρήκανε. Γενικά, υπάρχουν ιστορίες. Υπάρχει πολύ περιεχόμενο πίσω από τη Ρόδο, γιατί τα έχουμε μηδενίσει όλα τα λαογραφικά. Δεν υπάρχει πια λαογραφική Ρόδος, υπάρχει μόνο ξενοδοχείο, μόνο πώς θα βγάλουμε λεφτά, μόνο πώς θα αυξηθεί ο τουρισμός. Α πάω δουλεύω σεζόν, γυρίζω, κάθομαι το καλοκαίρι και πού θα πάω ταξίδι το χειμώνα. Αυτό είναι η μοναδική φορά σε όλα τα χρόνια της ιστορίας των ανθρώπων που συμβαίνει. Υπήρχε μία ίσια γραμμή από την αρχή της ιστορίας των ανθρώπων μέχρι το 1900, ας πούμε, και από τότε που ξεκίνησε και η ραγδαία αύξηση της τεχνολογίας, αλλά και έντονη τουριστικοποίηση της Ρόδου που έχουμε γίνει ένα μεγάλο ξενοδοχείο, σταμάτησε ο κόσμος να νοιάζεται για το σπίτι του. Γιατί στην αρχή σταματάς να νοιάζεσαι για το χωριό σου, μετά για την κουλτούρα σου, τέλος θα αρχίσεις να σταματήσεις να νοιάζεσαι και για το σπίτι σου. Τα πετάμε σαν λερωμένα ρούχα από πάνω μας, ενώ δεν υπάρχει λόγος να τα πετάξουμε. Είναι η ιστορία μας. Θεωρώ ότι η λαογραφία είναι η ιστορία η οποία επέζησε, αλλά δεν γράφτηκε κάπου. Οι ιστορίες που έχουν συμβεί και τις είπαν κάποιοι άνθρωποι δεν είναι ψέματα. Έτσι. Αυτή είναι η γνώμη μου σε αυτό το κομμάτι.

Α.Γ.:

Ήταν δύσκολο για σας να φτιάξατε μια ροδίτικη λύρα;

Ν.Τ.:

Δεν την έφτιαξα εγώ. Την έφτιαξε ο Μανώλης ο Λεντάκης. Ο Μανώλης Λεντάκης είναι οργανοποιός από τον Όλυμπο Καρπάθου. Εγώ τον γνώρισα πηγαίνοντας εκεί πέρα και παίζοντας, επειδή μ’ άρεσαν πολύ τα καρπάθικα. Πηγαίναμε, παίζαμε εκεί πέρα και επειδή με συμπαθούσε πολύ γιατί είδε το αγαπώ αυτό το πράγμα και παίζω καλά, όταν είχα τη λύρα του λέω: «Μανώλη, έχω μια λύρα, στη φέρνω, θα μου κάνεις ένα καλούπι ολόιδιο, αντίγραφο πιστό αυτής της λύρας». «Ναι, ναι». Φεύγουμε με την Ελένη τη Σέντη, την κοπέλα που είχε τη λύρα. Του την δίνω, την αφήνουμε εκεί πέρα, παίρνει τα μέτρα, τη δίνει πίσω και μου την ετοίμασε. Μου την ετοίμασε σαν τρίχορδη στην αρχή, έβαλα εγώ την 4η χορδή. Και έκανα κάποιες ηχογραφήσεις, αλλά πριν μερικούς μήνες που την έκανα τρίχορδη και βρήκα ακριβώς στο σημείο της, έβγαλε τον καλύτερο ήχο, την καλύτερη διαύγεια. Σε κάποιες ηχογραφήσεις που έχω κάνει, δεν μου άρεσε πολύ, δηλαδή θα τις ξανάκανα. Και έκανα και μια δουλειά με αυτή τη λύρα, γράψαμε μια ροδίτικη σούστα, η οποία είναι βασισμένη σε δύο σούστες παλιών μουσικών. Ένας που παίζει κλαρίνο και ένας που παίζει βιολί και πήρα ακριβώς τα μοτίβα που παίζανε και τα προσάρμοσα στη λύρα, έτσι. Δεν θα ακούσεις κλαρίνο, θα ακούσεις λύρα. Αλλά τα προσάρμοσα, αυτό θέλω να πω. Παρόλα αυτά, δεν μου βγήκε πολύ καλός ο ήχος. Δηλαδή, θα το ξανάγραφα καλύτερα, θα είχε πιο, πιο δυναμικό ήχο. Αλλά παρόλα αυτά δεν το μετανιώνω, πήγε πολύ καλά. Συνεργάστηκα με τον γνωστό βιολιστή, τον Νίκο τον Οικονομίδη από τις Κυκλάδες ξεκινούσε και αυτός το ανέβασε και πήγε πολύ καλά. Ήτανε η πρώτη μου δισκογραφική δουλειά.

Α.Γ.:

Αλλά γενικά είστε ευχαριστημένος με τον ήχο της λύρας.

Ν.Τ.:

Ναι, ναι, ναι. Αρχικά, είναι ένα όργανο το οποίο δεν το… πώς να το πω; Λες: «Ροδίτικη λύρα, πώς να ακούγεται;» Γιατί όλες οι λύρες δεν ακούγονται ίδιες. Γενικά, στο χώρο των λυράρηδων της Δωδεκανήσου, όλοι ξέρουν ότι κάθε λύρα έχει διαφορετική φωνή και μάλιστα ξεχωρίζει πάρα πολύ η χαλκίτικη, η οποία είναι πολύ ιδιαίτερη. Πολύ λίγοι έχουν καταφέρει να φτιάξουν πιστή χαλκίτικη λύρα. Έχει έναν πολύ δύσκολο ήχο, αλλά έχει μια μαγεία. Έχει μια μαγεία. Και κάποιες καρπάθικες παλιές είχαν ένα πολύ ωραίο ήχο που πλέον δεν βγαίνουν. Παίζουν ρόλο και οι χορδές. Παίζει ρόλο και το σκάφος, και το ξύλο, και η υγρασία. Πάρα πολλά πράγματα, αλλά αυτή η λύρα τη φτιάξαμε πάνω στο προηγούμενο της καλούπι και μας μίλησε. Αυτή μας μίλησε πώς θα ακουστεί. Εγώ την έψαξα, τη δοκίμασα με πάρα πολλά πράγματα, με πάρα πολλά κουρδίσματα και σε αυτό το οποίο έχουμε τώρα μου μίλησε, λες «Ωπ, εδώ είμαστε». Δηλαδή, έβγαλε τον ήχο τον οποίο περίμενα να βγάλει και είναι πολύ κοντά και στον ήχο του Γιάννη του Κλαδάκη, ο οποίος κι αυτός έχει ασχοληθεί και είναι ο πρωτομάστορας, ας πούμε, της ροδίτικης λύρας. Έτσι θα τον έλεγα εγώ πρωτομάστορα, γιατί έχει σταματήσει να παίζεται η ροδίτικη λύρα από το ’60 και μετά και την επανάφερε εκείνος. Και ο Ηλίας ο Αναστασιάδης παίζει ροδίτικη λύρα, αλλά όχι τόσο πολύ για ροδίτικους σκοπούς. Περισσότερο, άμα θυμάμαι και καλά από πιο μικρός, έπαιζε στη Χάλκη με αυτή τη λύρα. Όπως και να έχει και οι δύο αξιοσέβαστοι, έχουν κάνει πολλή δουλειά και εμείς από αυτούς μάθαμε. Έχει βγάλει, λοιπόν, τον ήχο έτσι μου αρέσει. Εμένα προσωπικά με εκφράζει, μου αρέσει. Θα ήθελα πάρα πολύ να έπαιζα έξω με αυτή τη λύρα, αλλά είναι δύσκολο με τα κουδουνάκια και με τον ήχο έτσι όπως είναι, θέλει ειδικά μηχανήματα τα οποία θα μπορούν να τραβήξουν όλο το ήχο, όλο τον ήχο. Ενώ η άλλη βάζεις –ξέρω ‘γω– ένα μαγνήτη πάνω, τέλειωσε. Τραβάει κατευθείαν, έτσι.

Α.Γ.:

Αυτό που θα ρωτήσω τώρα το έχουμε πει εκτός ηχογράφησης, αλλά θα ήθελα να ακουστεί κι εδώ.

Ν.Τ.:

Ναι.

Α.Γ.:

Είστε πολλά άτομα στη Ρόδο που ασχολείστε με τη ροδίτικη λύρα;

Ν.Τ.:

[00:20:00]Πολύς κόσμος έχει μάθει ροδίτικη λύρα. Θυμάμαι ο Γιάννης ο Κλαδάκης έκανε μαθήματα στα Απόλλωνα και σε άλλα χωριά ίσως, εγώ ξέρω για τα Απόλλωνα. Οπότε πολλά παιδάκια έχουνε πιάσει και έχουνε μάθει ροδίτικη λύρα, αλλά κανένας δεν προχώρησε με αυτή τη λύρα. Δηλαδή, όλοι μάθαν σε αυτήνα αλλά όσοι συνεχίσαν παίζουν κρητική και είναι πωρωμένοι με τα κρητικά. Κι όσοι δεν προχώρησαν απλά δεν την κρέμασαν και την έχουν εκεί πέρα. Ροδίτικη λύρα, υπάρχουνε αρκετοί λυράρηδες και επαγγελματίες και έχουν νοιαστεί και μπορεί να φτιάξει μία αλλά δεν την εκπροσωπούν παρά έξω. Δηλαδή, δεν βλέπω κάποια κίνηση από αυτούς τους αξιοσέβαστους συναδέλφους, έτσι; Χωρίς να θέλω, δεν ρίχνω λάσπη ή κάτι τέτοιο, αλλά δεν τους βλέπω να προωθούν αυτό το όργανο. Βλέπω ικανούς παίκτες, ξέρω ότι έχουνε λύρες. Μπορεί και να είναι και από άλλα νησάκια και να έχουν λύρες, ας πούμε, από το νησί τους ή από το χωριό τους και οτιδήποτε, να έχουν κάνει κάποια δουλειά για αυτή. Δεν την προωθούν. Όπου και να παν, θα παν με την κρητική λύρα. Ακόμα και ένα βιντεάκι θα μπορούσαν να ανεβάσουν σπίτι τους που παίζουν ξέρω γω ένα τραγούδι χαλαρά με το λυράκι, απλά να δείξουν τον ήχο. Δεν το κάνουν. Δεν το κάνουνε. Αυτό ο οποίος εκπροσωπεί τη Ρόδο είναι ο Γιάννης ο Κλαδάκης επί χρόνια και εγώ είχα την τιμή να εκπροσωπήσω τη Ρόδο πέρσι στα 200 χρόνια της επανάστασης. Για πρώτη φορά ενώπιον, σε μια, έτσι, επίσημη εκδήλωση. Εκεί έπαιξα πρώτη φορά ροδίτικη λύρα επίσημα, ουσιαστικά σαν εκπροσώπηση της Ρόδου, αλλά πολύ καιρό τώρα παίζω ροδίτικα και μόνος στο σπίτι, βγάζοντας παρά έξω διάφορα βίντεο και σε πανηγύρια έχω πάρει μαζί τη λύρα και έχω παίξει. Πήρα τη λύρα στην Απολλακιά και στη Μονόλιθο σε 2 πανηγύρια και έτσι απλά για να δώσουμε το ηχόχρωμα, γιατί λέω: «Γιατί όχι; Αυτή είναι η λύρα μας». Θα παίξουμε και την κρητική όλα τα υπόλοιπα, αλλά αυτή έχει μια γλυκάδα που δεν την έχει η κρητική λύρα. Και κάπου αλλού. Πού αλλού είχα παίξει; Να σκεφτώ. Απολλακιά, Μονόλιθος… Τώρα κόλλησα. Τέλος πάντων. Την προωθώ όσο μπορώ. Θα κάνω και ηχογραφήσεις στουντιακές με τη ροδίτικη λύρα, πιο μοντερνοποιημένες. Αυτά.

Α.Γ.:

Η εμπειρία με τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση και τη ροδίτικη λύρα πώς ήταν;

Ν.Τ.:

Να σου πω. Ήμασταν τώρα 3 μουσικά, χορευτικά συγκροτήματα. Το ένα χορευτικό συγκρότημα ήτανε οι –νομίζω, τέλος πάντων της Στέρεας Ελλάδας, δεν θυμάμαι ποια ακριβώς ήτανε. Θα χορεύανε τα μοραΐτικα. Και μετά ήταν το Λύκειο Ελληνίδων της Ρόδου και η σχολή του Βαγγέλη Τζέλλου, του πατέρα μου. Εμείς εκπροσωπούσαμε τη Ρόδο. Χορέψανε δυο χορούς το Λύκειο της Ρόδου και άλλους δυο χορούς εμείς. Οι άλλοι μουσικοί ήτανε γνωστοί μουσικοί της Ελλάδος, πολύ γνωστοί μουσικοί. Ήταν ο Κωνσταντίνος Κίκιλης, παίζει βιολί, ήταν ο Ψαθάς που παίζει τον ζουρνά, ήτανε ο Γιώργος ο Ντόβολος που τραγουδάει και ο Παναγιώτης ο Λάλεζας, πολύ ωραίες φωνές που τραγουδάνε πολύ καλά το δημοτικό τραγούδι, τα κλέφτικα και όχι μόνο. Δηλαδή, εκτός από την παραδοσιακή δισκογραφία που έχουνε κάνει, είναι ενεργοί καλλιτέχνες που θα παίξουν και σε πανηγύρι και σε γάμο και σε όλα. Δεν είναι, δηλαδή, μουσειακοί. Είναι μοντέρνοι, αλλά ξέρουν να κάνουν και το παραδοσιακό τους χρέος, ας πούμε, να το πω έτσι. Και θυμάμαι ότι έβγαινε και έπαιζαν ας πούμε τα κομμάτια, κάποια τραγούδια τα οποία ήταν για τον Κολοκοτρώνη και τραγουδούσε ο Παναγιώτης ο Λάλεζας που ήταν απίστευτη φωνή, εγώ τον κοιτούσα έτσι και από πίσω είχε μια γεμάτη ορχήστρα. Είχε κιθάρα, είχε λαούτο, είχε βιολί, είχα κοντραμπάσο, είχα κρουστά. Και έρχεται η ώρα μας να βγει η Ρόδος. Εμείς –γιατί στο Λύκειο Ελληνίδων έπαιξαν εκείνοι μουσική, έπαιξε ο Κίκιλης με το βιολί- και εκπροσώπευσε πιο πολύ μια μεριά της πόλης της Ρόδου, μια μουσική, ένα ηχόχρωμα που αφορούσε την πόλη της Ρόδου και όχι την ύπαιθρο και βγαίνει η ώρα λοιπόν να βγούμε εμείς και είμαστε εγώ με μια λύρα και ο λαουτιέρης, ο Μπίνης ο Ζαμπετούλας, με ένα λαούτο. Δυο άτομα. Και ξεκινάμε να παίζουμε και με το παίζουμε και ακούγεται η λύρα, βγαίνει αυτός ο χαρακτηριστικός ήχος που είναι σαν να παίζει μια ορχήστρα μόνη της. Αυτή η λύρα έχει ένα δυνατό ήχο που, ένα διαπεραστικό ήχο που γεμίζει το χώρο. Απλώνεται και ξαφνικά όταν γυρίζει η σούστα και παίζει μια λύρα και ένα λαούτο, έχουν γυρίσει οι μουσικάρες και μας κοιτάνε καλά-καλά. Γιατί έβγαινε ωραίος ήχος. Και ο κόσμος χειροκροτούσε παλαμάκια, ξεσηκώθηκε. Δηλαδή, ήταν έτοιμοι να χορέψουνε. Και ήταν πολύ ωραία εμπειρία και γιατί είδα και οι μουσικοί και με… Δεν με ένοιαζε αν θα με αναγνωρίσουν σαν μουσικό, αλλά τους άρεσε. Είδαν δηλαδή ένα ωραίο χρώμα, λένε: «Ωπ, αυτός εδώ είναι πραγματικά Ροδίτης. Αυτός είναι ο ήχος». Και το αναγνώρισαν κι άλλοι μουσικοί που έχουν γνώση έτσι; Δεν είναι ότι επειδή δεν είναι από εδώ, δεν έχουν γνώμη. Έχουν άποψη. Έτσι λοιπόν ήτανε η πρώτη μου εμπειρία.

Α.Γ.:

Ωραία. Θα μπορούσαμε να ακούσουμε κι εμείς λίγο τη ροδίτικη;

Ν.Τ.:

Ναι, τι θες να σου παίξω;

Α.Γ.:

Ό,τι θέλετε εσείς.

Ν.Τ.:

Θα ακουστεί καλά στο μικρόφωνο;

Α.Γ.:

Νομίζω πως ναι.

Ν.Τ.:

Μπορώ να σου παίξω ένα ροδίτικο. Τα όρη, τα ψηλά βουνά τον έχουν τον αέρα Τα νιάτα, τα νιάτα κι η παλικαριά Τα νιάτα και η παλικαριά δεν είναι κάθε μέρα Έτσι ένα δείγμα.

Α.Γ.:

Ήταν πάρα πάρα πολύ ωραίο!

Ν.Τ.:

Είδες; Βγάζει έναν ήχο..

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Τ.:

Γεμίζει το χώρο. Είναι έτσι πολύ φωνακλού. Είναι φωνακλού σαν όργανο, έτσι το διατυπώνω εγώ. Φωνάζει. Πιάνει χώρο, δηλαδή κατευθείαν σου τραβάει την προσοχή. Λες: «Ωπ, τι έγινε εδώ πέρα;» Έτσι.

Α.Γ.:

Πραγματικά, ευχαριστώ πολύ.

Ν.Τ.:

Εγώ ευχαριστώ.

Α.Γ.:

Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο για τη ροδίτικη λύρα;

Ν.Τ.:

Ναι. Θα ήθελα να προσθέσω, ουσιαστικά να παροτρύνω όποιον το ακούσει ο οποίος τυχαίνει να είναι από τη Ρόδο, τυχαίνει να είναι μουσικός, τυχαίνει να παίζει λύρα, τον παροτρύνω να προσπαθήσει να προωθήσει αυτό το μουσικό όργανο. Γιατί είναι ωραίο, σίγουρα δεν έχει τις –πώς να το πω– τις προοπτικές που έχει ένα βιολί. Δεν μπορεί να παίξει κάποια πράγματα που παίζει το βιολί, αλλά παίζει ένα πολύ συγκεκριμένο φάσμα πραγμάτων και αυτό το κάνει καλά. Το κάνει πολύ καλά, ακούγεται ωραία. Είναι κρίμα να χαθεί, γιατί μπορείς να παίξεις κάποια πράγματα με αυτή τη λύρα που ακούγονται πιο ωραία να τα παίζεις με αυτή αντί να την παίζεις με κρητική λύρα ή με βιολί. Έχει έναν δυναμισμό. Και επίσης, θεωρώ ότι η λύρα αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σούστα. Δηλαδή, ο εθνικός, ο εθνικός, ο τοπικός μας χορός, ο πρώτος μας χορός στα Δωδεκάνησα είναι η σούστα. Και για να μιλήσουμε για τη Ρόδο, πάλι η σούστα είναι. Σε κάποια χώρια έχει παραλλαγές, κυρίως στην Αρχάγγελο, στο Ασκληπειό, στην Απολλακιά, στην Έμπωνα. Είναι στα Κεφαλοχώρια οι παραλλαγές. Τα άλλα μετά διαμορφώνονται από τον πρωτοχορευτή. Όπως και να ‘χει, η σούστα για να χορευτεί σωστά θέλει το άκουσμα των κουδουνιών. Χωρίς τα κουδούνια και αυτό σήκωμα που κάνουν και τον παλμό που δίνουν, δεν βγαίνει ο πραγματικός χαρακτήρας. Από τότε που ήρθε το βιολί στη Ρόδο και έπειτα η κρητική λύρα, η σούστα έχει αυξήσει ταχύτητα, έχει πατήσει τον γκάζι και δεν έχει φρένο. Έχει ανεβεί από ένα ρυθμό που θα, εγώ θα όριζα από τα 136 bpm, δηλαδή χτύποι ανά λεπτό –να μιλάμε και με όρους– έχει ανέβει στο 140 και στην Αρχάγγελο έχει τύχει να παίξω σε γάμο και μετρώντας τον τρόπο που μου το ζητούσαν οι Αρχαγγελίτες, θέλανε 145. Δηλαδή, φτάσαμε τον Πεντοζάλη σχεδόν, έτσι; Πάει πάρα πολύ γρήγορα και χάνει το χορό. Από εκεί που είχε ένα σουστάρισμα και κάποια βήματα, έχουν χαθεί και τρέχουμε σαν να τρέχουμε σπριντ στους Ολυμπιακούς αγώνες. Πρέπει να χορεύεται ο χορός και όχι να ξεθυμαίνουν. Δηλαδή, όταν πάμε να χορέψουμε και να εκφραστούμε, οφείλουμε να το κάνουμε κρατώντας μία, μία, κάποια πράγματα, κάποια στάνταρ. Δεν πρέπει να ξεφεύγουμε. Όταν ξεφεύγουμε, δεν υποδηλώνει διασκέδαση. Υποδηλώνει άλλα πράγματα τα [00:30:00]οποία δεν αντιστοιχούν στο χορό. Πόσω μάλλον σε έναν κοινωνικό χορό που χορεύει μια οικογένεια, μια γειτονιά, ένα χωριό ολόκληρο. Αυτό το όργανο είναι φτιαγμένο όπως είναι για να παίζει σούστα. Όλες οι σούστες, οι πραγματικές όταν ακούσεις τα μοτίβα τους, είναι για, είναι σε 6 νότες πάνω-κάτω. Και η λύρα αυτή παίζει 6 νότες. Άμα τη φτιάξεις παίζει παραπάνω προφανώς, αλλά πάνω-κάτω είναι 6 νότες. Είναι αυτό που λέμε εξατονικοί σκοποί, γιατί 6 νότες παίζει και η τσαμπούνα και αυτές οι λύρες πριν γίνουν έτσι μεγάλες και ωραίες, λεγόταν τσαμπουνόλυρες. Ήταν κάτι μικρά λυράκια που παίζαν 6 νότες, μόνο και μόνο για να συνοδεύουν την τσαμπούνα, όπως γινόταν στην Κάρπαθο. Είναι, όμως, φτιαγμένη για αυτό το λόγο. Παίζεις κι άλλα τραγούδια και σκοπούς, μπορεί να παίξει, ναι, πλέον, αλλά δεν πρέπει να χαθεί. Η σούστα είναι ένας όμορφος χορός. Η λύρα είναι ένα πολύ όμορφο μουσικό όργανο. Σαν χορός η σούστα έχει ωραία όψη κι είναι στο αίμα μας και η λύρα έχει έναν ήχο, ο οποίος κι αυτός βγαίνει και μας ξυπνάει, μας σηκώνει την τρίχα. Λες: «Ωπ, Ρόδος!». Όπως και στην Κάρπαθο, ακούς την καρπάθικη λύρα, λες: «Α, Κάρπαθος!» Ξέρεις ότι είναι αυτός ο ήχος. Και η κρητική λύρα, ξέρεις ότι είναι Κρήτη. Και στην Ήπειρο με το κλαρίνο ξέρεις ότι είναι Ήπειρος. Πρέπει να έχουμε κι εμείς το δικό μας ήχο. Δεν μπορούμε να βάλουμε ένα βιολί που το βιολί είναι ο βασιλιάς των οργάνων, ας συνυπάρχουν. Ας συνυπάρχουν. Ας σεβαστούνε οι μεν τους δε, ας σεβαστούνε οι λυράρηδες τους βιολιστές και οι βιολιστές τους λυράρηδες και να υπάρχουν όλοι μαζί και όσοι είναι λυράρηδες να δώσουν χώρο σε αυτή τη λύρα. Εγώ κάνω μάθημα σε ένα παιδάκι που εγώ γενικά δεν κάνω μαθήματα, γιατί δεν είμαι δάσκαλος, αλλά αυτό το παιδάκι γυάλιζαν τα μάτια του, με συγκίνησε και ο πατέρας του, ο τρόπος, ο τρόπος που μου το είπε –γιατί είναι κι αυτός παλιός μουσικός– με έκανε να δώσω μια ευκαιρία. Του μαθαίνω αυτή τη λύρα και του λέω: «Άκου να δεις, εγώ θα σου μάθω αυτά, μπορώ να σου μάθω αυτή τη λύρα. Θα δουλέψεις, μετά κάνε ό,τι θέλεις» Εγώ θα τον αφήσω στην τύχη του. Ελπίζω να κρατήσει αυτή τη λύρα. Να παίξει και με την άλλη, κι εγώ παίζω, αλλά να κρατήσει αυτή τη λύρα και όταν κάποια στιγμή βρούμε την κατάλληλη τεχνολογία για να ακούγεται καλά αυτό το όργανο, να παίζουμε μόνο με αυτό. Εδώ μέσα που είμαστε, όποτε… Κάνω πολλές φορές γλέντια στους μαθητές μου γιατί θέλω να χορεύουνε, θέλω να βγαίνουν από το καβούκι τους, αλλά θέλω και να διασκεδάζουν, να έρχονται κι άλλοι, για διαφήμιση μου. Όποτε παίζω, βγάζω και τη λύρα και παίζουμε τα δικά μας με αυτή τη λύρα. Έτσι είναι, δίνει άλλο χρώμα. Μάλιστα, παίζω, χορεύουν οι άλλοι και θέλω να αφήσω τη λύρα να πάω να χορέψω εγώ! Τρελαίνομαι, γιατί μ’ αρέσει. Έχω κι εγώ αυτό το βάσανο. Τι να κάνουμε;

Α.Γ.:

Μας είπατε για την ηχογράφηση της ροδίτικης σούστας. Έχετε κάνει άλλες ηχογραφήσεις με τη ροδίτικη λύρα ή –

Ν.Τ.:

Ναι.

Α.Γ.:

Αν σκοπεύετε να κάνετε στο μέλλον άλλες ηχογραφήσεις;

Ν.Τ.:

Λοιπόν, έχω κάνει μια ηχογράφηση της ροδίτικης σούστας. Αυτή η σούστα ήταν βασισμένη συγκεκριμένα στη σούστα του Θεμιστοκλή από την Απολλακιά, που παίζει κλαρίνο. Εντωμεταξύ η σούστα του είναι αυτό που λέγαμε πριν, εξατονική, έχει 6 νότες, δεν έχει παραπάνω, αυτό είναι όλο. Οπότε, καταλαβαίνεις ότι μπορεί να παίζεται και με τσαμπούνα αυτό και είναι και στόχος μου κάποια στιγμή να πιάσω τσαμπούνα να μάθω και να το κάνω, αλλά πρέπει να έχουμε χρόνο. Και είναι αυτή η σούστα συνδυασμένη μαζί με τη σούστα του Μιχάλη Μικιού –του Μικιοζή που λέγανε, εκεί πέρα είναι το παρατσούκλι του– ένας βιολιστής από την Απολλακιά επίσης. Αυτοί παίζανε μαζί. Που έχει έτσι πολλά ενδιαφέρονται και ωραία μοτίβα. Η ιστορία είναι ότι ο Μιχάλης ο Μικιού που έπαιζε βιολί και έπαιζε τη σούστα, έχει μάθει αυτή τη σούστα από τον μπαμπά του. Γιατί έπαιζε και μετά με τον μπαμπά του όταν ήταν πιο νέος, ο οποίος μπαμπάς του έπαιζε τύμπανα. Αλλά πριν παίξει τύμπανα για επαγγελματικούς σκοπούς, ντραμς δηλαδή, έπαιζε λύρα. Έπαιζε ροδίτικη λύρα και έχω δυο φωτογραφίες του, τρεις. Τον λέγανε Οστριενάκης. Γιάννης Μικιού, Οστριενάκης, ίσως γιατί μπορεί να κατάγονται από την Ίστριο, αυτό είναι το Οστριενάκης. Έπαιζε λύρα και μιλώντας με τον Κλαδάκη που είχαμε μια βόλτα –με τον Γιάννη τον Κλαδάκη– είχαμε μια βόλτα και συζητούσαμε κάποια πράγμα, μου είχε πει ότι στην Ακαδημία Αθηνών υπάρχουν ηχογραφήσεις ροδίτικης λύρας. Ξέρεις, δεν υπάρχει ούτε μία ηχογράφηση ροδίτικης λύρας. Άμα μπεις και ψάξεις αρχεία, βρίσκεις ηχογραφήσεις από τη Ρόδο το 1930 από τον Ελβετό που σου ‘πα πριν, τον Samuel Baud-Bovy, τον εθνικομουσικολόγο, με αρχαγγελίτικα, με διάφορα τραγούδια. Αλλά δεν βρίσκεις λύρα και μετά το ’60 και από το ’70 και το ’90, δεν βρίσκεις πουθενά λύρα. Η πρώτη λύρα που ακούστηκε σε ηχογραφήσεις είναι του Γιάννη του Κλαδάκη και μου λέει ο Γιάννης ο Κλαδάκης, λέει: «Στην Ακαδημία Αθηνών στο αρχείο υπάρχουνε δύο ηχογραφήσεις. Στη μία παίζει αυτός ο Μικιού, ο Γιάννης Οστριενάκης και σε μια άλλη ένας από την Ίστριο, Βασίλης Αυγουστάκης». Και τώρα θέλω να βρω εγώ το Βασίλη τον Αυγουστάκη τον εγγονό του, που ξέρω ότι είναι στην Ίστριο και διοργανώνει το Istrios Winter Camp και να πάω να δω μήπως έχει τη λύρα του παππού ή καμιά φωτογραφία ή καμιά ηχογράφηση. Μόλις βρω λίγο χρόνο να πάω να τον βρω απευθείας αυτόνα γιατί το έχω αφήσει κιόλας, λόγω υποχρεώσεων. Έτσι που λες, ξεκινάω με αυτήν την ερώτηση. Οπότε, έκανα τη ροδίτικη σούστα πάνω σε αυτές τις ηχογραφήσεις. Σου είπα λίγο και ιστορία πίσω από αυτό το κομμάτι. Μετά έκανα έναν ροδίτικο πηδηχτό. Ο ροδίτικος πηδηχτός είναι ο χανιώτικος συρτός. Έχει και ιστορία κι εδώ, άμα θες να στην πω. Στη Ρόδο το ’50 δεν ακούγαν στα χωριά την ΑΙΡ Ρόδου, το ραδιόφωνο της ρόδου, δεν έπιανε. Έπιανε, όμως, το ραδιόφωνο του Ηρακλείου, οπότε στην Εμπώνα και σε άλλα χωριά ακούγανε συνέχεια ραδιόφωνο του Ηρακλείου της Κρήτης και τι έπαιζε το ραδιόφωνο του Ηρακλείου της Κρήτης; Κρητικά. Και ακούγαν τα χανιώτικα και συγκεκριμένα ακούγανε πολλά, πολλές ηχογραφήσεις ενός μουσικού, του Χαρίλαου Πιπεράκη, που ήτανε στην Αμερική και έκανε τις ηχογραφήσεις. Μετά από αυτόνα κάποιοι άλλοι στην Κρήτη, ο Ροδινός, ο Αντρέας Ροδίνος, έκανε ηχογραφήσεις και μετά ο Μουντάκης, ο Σκορδαλός και πάει λέγοντας. Από τις πρώτες ηχογραφήσεις που ήρθανε στη Ρόδο ήταν αυτές του Ροδινού και του Πιπεράκη του Χαρίλαου. Είναι κάποιοι γνωστοί σκοποί. Λέγονται «Συρτά Ροδινού». Πάνω από τα «Συρτά Ροδινού» και από τραγούδι που λέγεται το «Ξηροστεριανό νερό» βγήκε ο ροδίτικος πηδηχτός. Ο κρητικός που λένε στα χωριά. Το λένε κρητικό και σιγά-σιγά στη Ρόδο όταν ήρθε ο κόσμος, το λέγανε σαν Ροδίτικο πηδηχτό ο κόσμος εδώ πέρα στην πόλη της Ρόδου. Στα χωριά παρέμεινε το Κρητικός, αλλά στην πόλη της Ρόδου λέγανε ροδίτικος πηδηχτός και έγινε και πηδηχτός γιατί χοροπηδούσανε. Δεν το χορεύανε συρτά, όπως στην Κρήτη, αλλά χοροπηδούσανε. Ήταν πιο πηδηχτός χορός. Έτσι λοιπόν, κάποια στιγμή, αφού ήρθε ένας χανιώτικος συρτός στη Ρόδο, έπρεπε να παίζεται και σαν χανιώτης, έχει ένα συγκεκριμένο τέμπο που λέει. Έτσι πάει ο ρυθμός. Έτσι χτυπά το λαούτο και ο Γιάννης Κουλιανός, ένας παλιός βιολίστης της Ρόδου, ένα βιρτουόζος του βιολιού, που έκανε μία από τις πρώτες ηχογραφήσεις που έχουμε του ροδίτικου πηδηχτού, του κρητικού τέλος πάντων, το έπαιζε σαν νησιώτικο συρτό. Σαν μπάλο. Και έμεινε αυτή η μορφή του ροδίτικου πηδηχτού, του κρητικού σαν συρτός νησιώτικος. Δύο τέταρτα τα μεν, δύο τέταρτα και τα δε, αλλά άλλος χτύπος, άλλα ισχυρά, άλλα αδύναμα σημεία του πενταγράμμου. Οπότε, για να μην τα πολυλογώ με όρους μουσικούς, εγώ πήρα το ροδίτικο πηδηχτό και τις μελωδίες αυτές και τις προσάρμοσα σαν να ήταν χανιώτης. Λέω: «Άμα δεν είχε γίνει ποτέ νησιώτικο συρτό ο ροδίτικος πηδηχτός, πώς θα ακουγότανε;» Και έφτιαξα έναν κρητικό, ένα ροδίτικο πηδηχτό, ο οποίος είναι οι μελωδίες του ροδίτικου που παίζουμε, πολλά γυρίσματα με το τέμπο του χανιώτικου. Το ανέβασα, εντάξει. Όλοι μου ‘παν δεν μπορούσαν να το χορέψουνε, γιατί πλέον έχει καθιερωθεί να είναι νησιωτικό συρτό, αλλά για μένα ήταν μια έρευνα ουσιαστικά λαογραφική και μουσική έρευνα. Την έκανα. Είμαι ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και το άφησα εκεί πέρα, οποιοσδήποτε θέλει στο κανάλι μου στο YouTube μπορεί να το ακούσει και να κρίνει αν του άρεσε ή όχι. Μας είχε καλέσει, έπειτα, το ραδιόφωνο της Ολύμπου της Καρπάθου, ο Γιάννης ο Πρεάρης, να κάνουμε συνέντευξη και να πούμε 2-3 τραγουδάκια, να πούμε 5 πραγματάκια και για τη μουσική της Ρόδου, για τη λύρα, τι σχέση έχει με την Κάρπαθο, κοινά στοιχεία και πάει λέγοντας. Εκεί έκανα 4 ηχογραφήσεις. Έκανα ηχογράφηση το «σκοπό της Βλάχας», ο οποίος χορεύεται στη Μονόλιθο, στην Απολλακιά, γενικότερα στη νότια Ρόδο και στη Χάλκη. Έκανα το «σκοπό τσακιστές μαντινάδες», που είναι κλασικές μαντινάδες που λέμε στη Ρόδο και αυτές μάλλον ήρθανε τότε το ’50 από το Ηράκλειο, γιατί είναι κλασική κοντυλιά της Κρήτης. Μία σουστίτσα, διαφορετική σούστα, που αυτή τη φορά έπαιζα σαν βιολί και ένα τραγούδι από τις Καλλιθιές, το «Μια πέρδικα», ένα γνωστό τραγουδάκι της Ρόδου. Λέει: «Μια πέρδικα βρε αμάν αμάν, μια πέρδικα καυχήθηκε». Το έκανα κι αυτό, τα ηχογράφησα και το ανέβασα. Αυτά είναι σκέτα λύρα, λαούτο. Όσο πιο παραδοσιακά, είναι λες και ακούς μουσική από το αρχείο ελληνικής μουσικής. βγήκε πολύ ωραία. Τώρα έπειτα από αυτό, έχω μπει στο στούντιο. Θα κάνω διασκευές σε κάποια αγαπημένα κομμάτια. Ένα από αυτά είναι «Ο βοσκός και ο βασιλιάς». Το έχω γράψει ήδη και τώρα πρόκειται να προσθέσουμε τύμπανα και μπάσο. Θέλω με αυτήν την πρωτοβουλία και αυτή τη κίνηση, όχι να σβήσω την [00:40:00]παράδοση, ούτε να κάνω κακό στην παράδοση, αλλά βλέπω ότι το όργανο μόνο του, μία λύρα και ένα λαούτο, δεν τους βλέπω εγώ τους ανθρώπους να τα ακούνε στη Ρόδο. Και υπάρχουν κάποιες φωνές, λίγες, αλλά κάποιες φωνές που λένε: «Όχι, κρατήστε το όπως είναι, όχι κρατήστε το όπως είναι». Δεν τους είδα να πιάσουν μια λύρα να μάθουν. Δεν έχω δώσω λόγο σε κάποιον. Αγαπώ πάρα πολύ αυτό το μουσικό όργανο, πάρα πολύ τη μουσική του τόπου μου και θέλω να της κάνω καλό. Με ποιο τρόπο; Με το να βάλω νέους. Βλέπω οι φοιτητές της Ρόδου πάνε στην Κρήτη και γυρίζουν πίσω και ακούνε όλοι τους Στρατάκηδες, τον Μιχάλη τον Κουνάλη, τον Αντώνη τον Μαρτσάκη. Που τι παίζουνε; Παραδοσιακή μουσική κρητική, αλλά εκεί στις μαντινάδες σηκώνονται όλοι. Τους αρέσουν οι μαντινάδες, τους αρέσει αυτός ο χτύπος. Έχουμε τέτοιο ρυθμό εμείς στη Ρόδο. Θα πάρω λοιπόν το δικό μας τραγούδι και θα το ενορχηστρώσω με ένα μπασάκι, με ένα ντραμς, τα οποία δεν θα είναι, δεν θα επισκιάζουν τα πάντα, αλλά θα είναι μοντέρνα. Θα παίζει ντράμερ, δεν θα παίζει drum machine μέσα από πρόγραμμα και θα παίξε μπασίστας και θα το ενορχηστρώσουμε ωραία. Θα βγει λοιπόν, «Ο βοσκός και ο βασιλιάς» μία μοντέρνα επανεκτέλεση που ο άλλος κάποιος θα μπορέσει να την ακούσει σπίτι του. Που όταν θα βάλεις να ακούσεις κάποιο βίντεο, όπως κάνει πολύ κόσμος, κάθεται σπίτι του και βάζει μουσική από στην υγεία μας και ακούει τον Αντώνη Ρέμο, τον Κωνσταντίνο Αργυρό και κάποιοι άλλοι ακούνε τον Ματθαίο Τσαχουρίδη, τον Βασίλη Σκουλά και κάποιους άλλους. Όμως, θα μπορείς να ακούσεις το ίδιο γέμισμα ήχου με μία σύγχρονη ορχήστρα, θα μπορείς να ακούσεις και το τραγούδι μου. Θα έχει λύρα, θα έχει λαούτο, θα έχει μπάσο και θα έχει ντραμς. Θα είναι μία μοντέρνα μπάντα, όπως όλες οι μπάντες και δεν θα χάνει όταν το βάζεις να το ακούσεις. Θα λες: «Απ, ωραίο είναι αυτό. Ανεβαστικό, χαρούμενο». Ένα λοιπόν είναι «Ο βοσκός και ο βασιλιάς». Δεύτερο που θέλω να κάνω είναι η «Βλάχα της Χάλκης» που είναι ένα χαρούμενο τραγουδάκι και δεν υπάρχει έτσι μια ολοκληρωμένη μοντέρνα εκτέλεση. Υπάρχει μία πολύ ωραία από αυτήν έχουμε μάθει, αλλά θα ήθελα να κάνω κάτι έτσι πιο δυναμικό, πιο μοντέρνο για τους νέους. Γιατί τους βλέπω τους αρέσει. Έχω στο νου μου ένα τραγούδι το «Αλαρούτζα» να το κάνω μια επανεκτέλεση, η οποία θα αναζωπυρώσει, γιατί βλέπω ότι όποτε το παίζω έξω, ξεσηκώνονται. Όλοι δεν θα πούνε δυνατά κάπου για το Αλαρούτζα γιατί είναι αστείο σαν τραγούδι, αλλά μόλις το παίξω, ξαφνικά πετάγονται πάνω και χορεύουν και μα μου και τραγουδάνε. Και λέω: «Έτσι, έτσι είστε ε; Πάμε!». Θα το κάνουμε λοιπόν μια μοντέρνα διασκευή και έχω κάποιες σκέψεις και για άλλα τραγούδια. Σκέφτομαι να κάνω κάποια μπαλάντα, σκέφτομαι να κάνω καμιά καινούρια σούστα ή κανένα ροδίτικο με καινούριους στίχους, με κανένα καινούριο γύρισμα δικό μου. Να βγάλω εγώ κάποιο καινούριο γύρισμα. Έχω αρκετές σκέψεις. Θα ξεκινήσω με αυτά τα τρία και θα δω πώς πάει. Μπορεί να κάνω και τραγούδια από άλλα νησιά, όπως την Κάσο που μ’ αρέσουν πάρα πολύ τα κασιώτικα. Αυτά για αρχή.  Σκέφτομαι να κάνω και κάποια βίντεο, να κάνω κάποια βίντεο κλιπ. Εντάξει, ταπεινά βίντεο κλιπ. Μην φανταστείς τώρα, λες και είμαστε σταρ. Ίσα-ίσα για να υπάρχει και κάτι να βλέπεις. Γιατί πολλές φορές μου παν ότι είναι πολύ καλύτερο να έχει και μια εικόνα όταν ακούς κάτι, πάρα να έχεις μια εικόνα ενός –μια εικόνα που κινείται θέλω να πω– παρά να έχεις μια αφίσα. Δεν θα τα ακούσει τόσο πολύ ο άλλος και το έχω παρατήσει κι εγώ με τα live βίντεο που ανεβάζω. Αυτά.

Α.Γ.:

Ωραία. Μακάρι να γίνουν όλα.

Ν.Τ.:

Μακάρι πραγματικά.

Α.Γ.:

Θέλετε να μας μιλήσετε και για τη σχέση σας με τους παραδοσιακούς χορούς;

Ν.Τ.:

Ναι. Η σχέση μου με τους παραδοσιακούς χορούς ξεκινάει πριν γεννηθώ και πριν έρθω καν σαν ιδέα. Η γιαγιά μου λέγεται Νέλλη Δημόγλου και ήτανε στην Αθήνα, όπου είχε ασχοληθεί με τους παραδοσιακούς χορούς, αφού γύρισε την Ελλάδα, γύρισε και έμεινε σε πολλά χωριά στη Μακεδονία, στην Πελοπόννησο, στη Θράκη, στην Κρήτη. Πήρε, λοιπόν, χορούς παραδοσιακούς από τους ανθρώπους και αποφάσισε να τους ανάγει σε τέχνη. Η γιαγιά μου ήταν σπουδαγμένη στο μπαλέτο. Είχε τελειώσει το μπαλέτο και ήτανε χορογράφος με δίπλωμα. Αποφάσισε, λοιπόν, να κάνει ένα θέατρο παραδοσιακών χορών στο οποίο θα αναδεικνύει την Ελλάδα στον τουρίστα κυρίως, αλλά όχι μόνο στον τουρίστα και σε άλλες χώρες σαν εκπροσώπηση της Ελλάδος, όπου δεν θα χορεύουν γύρω-γύρω έναν απλό χορό, τσάμικο, θα βγει ο μπροστάρης και θα κάνει φιγούρες και θα χορεύουν γύρω-γύρω και τελείωσε, αλλά θα δώσει μέσα από τη χορογραφία και σημεία του πώς ζούνε, πώς κουνιούνται, πώς κοιτάνε, πώς πιάνουν οι άνθρωποι, πώς σκέφτονται, τι κόλπα κάνουνε. Οπότε, έφτιαξε κάποιες χορογραφίες. Υπήρχαν και κάποιες άλλες ήδη, οι οποίες χρησιμοποίησε και δούλευε πάρα πολύ στην Αθήνα μέσω του «Athens by night», ένα πρακτορείο της εποχής, όπου είχε τη χορογραφική της ομάδα και δούλευε σε νυχτερινά κέντρα και ακόμα και σε μπουζούκια μεγάλων καλλιτεχνών του τότε, ο Ζαμπέτας, ο Μπιθικώτσης, τέτοιου είδους μπουζούκια. Τα πρώτα. Όταν κάποια στιγμή της έγινε πρόταση για το Υπουργείο Τουρισμού να έρθει στη Ρόδο να ανοίξει θέατρο, γιατί η Ρόδος ήταν η πύλη του τουρισμού στην Ελλάδα, την αποδέχθηκε, ήρθε στη Ρόδο. Ανοίξαμε το θέατρο Ελληνικών χορών στην Παλιά Πόλη και από εκεί έμεινε στη Ρόδο μόνιμα. Η μάνα μου ήταν 12 ετών, μόλις μεγάλωσε, ήρθε ο πατέρας μου εδώ φαντάρος, παντρευτήκανε. Ο πατέρας μου χόρευε από το χωριό του. Ήταν ένας, είναι ένα παραδοσιακός χορευτής με όλη την έννοια. Έμαθε να χορεύει μόνος του μέσα στο χωριό, μέσα στο γάμο του χωριού, μέσα στο πανηγύρι που παίρναν τη νύφη από το ένα χωριό και τη χόρευαν μέχρι το άλλο με τα κλαρίνα και τα χάλκινα στην Κοζάνη και χόρευαν σε όλο το δρόμο. Και ο πατέρας μου είναι πολύ έτσι αυθόρμητος άνθρωπος, εξωτερικεύει το συναίσθημα του και χορεύει με την ψυχή του. Όταν ήρθε, λοιπόν, εδώ τον είδε η γιαγιά του και τον έφερε κοντά του γιατί λέει: «Αυτός είναι καλός» του έδειξε χορό, του έδειξε κι άλλα πράγματα. Του έμαθε και κάποιες αρχές του μπαλέτου, όπως έκανε σε όλους τους χορευτές, ώστε να ξέρει πώς να φερθεί πάνω στην πίστα. Και πάνω εκεί δημιουργήθηκε η όλη κατάσταση με τη μητέρα μου, όπου το αποτέλεσμα είναι τα αδέλφια μου κι εγώ. Εγώ, από τότε που γεννήθηκα, άρχισα να χορεύω, μες στο σπίτι με χόρευαν σίγουρα. Έχω κάτι βιντεάκια από όταν ήμουν μωρό, με χορεύανε και παίζανε, αλλά χορό, χορό-χορό ξεκίνησε 6 χρονών, όπως όλα τα παιδιά. Πριν από αυτό, η μουσική, η παραδοσιακή, ήταν στα αυτιά μου όλη μέρα. Η μανά μου πήγαινε και χόρευε στο θέατρο και με έπαιρνε μαζί της, γιατί δεν μπορούσε να με αφήσει κάπου, εγώ καθόμουνα μπροστά μπροστά. Καμιά φορά κοιμόμουνα κιόλας σαν μωράκι, αλλά άκουγα. Άκουγα τη λύρα, άκουγα το κλαρίνο, άκουγα το βιολί, άκουγα το ούτι, άκουγα το μπουζούκι. Ξεκίνησε η πορεία μου. Άρχισα να χορεύω 6 χρονών μέχρι τα 13, όπου ήμουνα αντιδραστικός, σταμάτησα. Όταν μπήκα στην εφηβεία, ήμουνα πολύ αντιδραστικός και σταμάτησα το χορό και επέστρεψα 17 με 18 χρονών. Πλέον, επέστρεψα και μ’ άρεσε. Ήτανε ταυτόχρονα με την εποχή που άρχισε να μ’ αρέσει η λύρα. Μ’ άρεσε πάρα πολύ η λύρα η καρπαθική και συγκεκριμένα ακούω τον Γιάννη τον Παυλίδη. Άμα ακούει κάνας Καρπάθιος, ξέρει τι εννοώ ακριβώς. Ξεκινώντας λοιπόν έτσι με το χορό, βρήκα τα πατήματα μου και πολύ γρήγορα ξεκινήσαμε τις παραστάσεις. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε πολύ σκληρά. Να είμαστε στη σχολή 6-7 ώρες να χορεύουμε και να κάνουμε πρόβες, πρόβες, πρόβες και να κάνουμε σεμινάρια, να βλέπουμε άλλους ανθρώπους τι κάνουν, να παρακολουθούμε τους γέρους πώς χορεύουν κάποια πράγματα, αλλά χωρίς να προσπαθούμε να χορέψουμε σαν γέροι. Εμείς χορεύουμε σαν νέοι, αλλά βλέπουμε κάποια πράγματα που είναι χαρακτηριστικά της φιγούρας που κάναν νέοι. Και λέω: «Α, πώς θα το έκανε αυτό όταν ήταν νέος;». Σιγά-σιγά μπήκα στη διδασκαλία με την παρότρυνση του πατέρα μου και με τη δίκη του εκπαίδευση, γιατί για να διδάξεις πρέπει να είσαι εκπαιδευμένος να διδάξεις. Θέλει να μάθεις να μετράς, θέλει να μάθεις χορούς, να μάθεις, να ξέρεις τι διδάσκεις, να ξέρεις τι είναι ο χορός, από τι αποτελείται και να ξέρεις για ποιο λόγο χορεύεται. Μπήκα, λοιπόν, στη διδασκαλία. Έχω χορέψει και σε άλλους συλλόγους, όπως στους κρητικούς στην Κοζάνη στο Σύλλογο Κρητών Κοζάνης στους φοιτητές και είχα χορέψει και λίγο στη Εύξεινο Λέσχη πάλι στη Κοζάνη. Ήταν ποντιακοί χοροί εκεί πέρα. Είχα χορέψει στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της Κοζάνης, όπου ήτανε μακεδονικοί χοροί. Και μετά εδώ πέρα. Έχουμε κάνει ταξίδια στην Ισπανία, έχουμε πάει στην Κρήτη, έχουμε πάει στην Καρδίτσα, έχουμε πάει σε πολλά μέρη. Κάναμε παραστάσεις, αλλά δεν με ένοιαζε ποτέ το ταξίδι, ήταν απλά αναψυχής. Με νοιάζει εδώ πέρα να φέρνω πολύ κόσμο στο χορό, να αγαπάει ο κόσμος το χορό όπως τον αγαπάω εγώ. Να του δείχνω το λόγο, γιατί είναι ωραίος, γιατί είμαστε σε μια εποχή που το παλιό θεωρείται ξεπερασμένο και γεροντίστικο και οι νέες κοπέλες αν τους πεις να μάθουν να χορεύουν παραδοσιακά, σκέφτονται ότι θα είναι σαν θείτσες. Όχι, δεν θα είσαι σαν θείτσα. Ο χορός ο παραδοσιακός είναι ό,τι είναι όλοι οι υπόλοιποι χοροί. Εσύ τον εκφράζεις. Μπορείς να τον κάνεις μοντέρνο, μπορείς να το κάνεις και γεροντίστικο. Εγώ, επειδή είμαι νέος, βλέπω ότι έχω τραβήξει αρκετούς νέους και ολοένα έρχονται και περισσότεροι, γιατί βλέπουν ότι υπάρχει νεολαία και όπου υπάρχει νεολαία, τραβάει κι άλλη νεολαία. Δίνω βάρος σε αυτή τη νεολαία, επενδύω στη νεολαία γιατί δεν θέλω ο άλλος να έρχεται εδώ πέρα απλά για να χορεύει και να φεύγει. Να είναι, ας πούμε, μία μαμά μεγάλη, θέλει λίγο να χορέψει για να ιδρώσει να μην παχύνει και να πάει σπίτι της να ξαπλώσει στον καναπέ. Δέχομαι ότι υπάρχει αυτή η προοπτική και θέλω να κάνω ξεχωριστό τμήμα για αυτούς τους ανθρώπους. [00:50:00]Θέλουν απλά να έρθουν να χορέψουν λίγο. Εγώ, όμως, θέλω να κάνω χορευτές. Δεν θέλω να κάνω χορευτές της επίδειξης, θέλω όμως όταν έρθει ο άλλος και δεν ξέρει να χορεύει, θέλω να βγω μια μέρα σε ένα πανηγύρι και να τον δω να πιάνει μπροστά και να εξωτερικεύει τα συναισθήματα του. Θέλω να τον δω να φλερτάρει. Λέει: «Δεν την ξέρω αυτήνα που χορεύει εκεί πέρα». Πηγαίνει και χορεύει. Δεν υπάρχει πιο ωραία πράγμα από αυτό. Να είσαι εκεί, ευθύς. Να έχεις αυτοπεποίθηση και να βλέπεις ενεργούς άντρες και ενεργές γυναίκες και όχι με σκυμμένο το κεφάλι. Εμείς, λοιπόν, τους ξυπνάμε εδώ πέρα. Βλέπω αρκετούς ανθρώπους που τους βάζουμε να κάνουν κάποια πράγματα τα οποία θέλουνε λίγο νεύρο και ξυπνάνε από έναν λήθαργο στον οποίο βρίσκονται, στον οποίον έχουν θάψει τον αντρισμό τους κάποιοι λίγο πιο μεγάλοι άντρες. Κάποιες γυναίκες οι οποίες είχαν χάσει την αυτοπεποίθηση τους, ξαφνικά επειδή χορεύουν καλά, ομορφαίνουν. Και είναι πολύ όμορφο πράμα. Αγαπάω το χορό και προσπαθώ να δίνω τον καλύτερο μου εαυτό κάθε φορά. Είναι δύσκολο, αλλά έχει πολύ ωραίες ανταμοιβές όταν βλέπεις αυτές, όταν βλέπεις να φεύγουν χαμογελώντας.

Α.Γ.:

Υπάρχει και κόσμος, δηλαδή, αρκετός που θέλει να μάθει να χορεύει.

Ν.Τ.:

Στη Ρόδο υπάρχει πάρα πολύς κόσμος που χορεύει. Αγαπάνε το χορό. Νομίζω ότι οι Ροδίτες είναι γλεντζέδες. Απλά έχουμε χάσει λίγο το, την τάξη του πώς γίνεται το γλέντι. Παρόλα αυτά, υπάρχει κόσμος. Η δυσκολία είναι στην καθημερινότητα μας πλέον. Κάποια μαμά η οποία έχει μικρά παιδάκια ή παιδάκια στην εφηβεία, δυσκολεύεται να έρθει. Έχει να πάει 18:00-19:30 στο χορό. Όμως, 18:00 έχει φροντιστήριο ο γιος της που πάει Β’ Λυκείου ή Α’ Λυκείου. Οπότε, θα πρέπει να θυσιάσει τη δική της ευχαρίστηση για το παιδί της και είναι απολύτως κατανοητό. Αυτό όμως το οποίο πάει πάρα πολύ καλά είναι τα παιδιά. Κάθε χρόνο εμείς παίρνουμε παιδάκια από 6 ετών και φέτος είχαμε περίπου 30 παιδάκια, 6 χρονών στον πρώτο τμήμα και ετοιμαζόμαστε για το δεύτερο έτος να έρθουνε άλλα τόσα και παραπάνω –μακάρι και παραπάνω– για να μάθουν και αυτά να χορεύουνε. Μάλιστα αυτή η τάξη είναι πολύ ταλαντούχα. Έχουνε μάθει πάρα πολύ να χορεύουνε. Χορεύουνε ροδίτικο, χορεύουν καλαματιανό και 6 χρονών παιδάκια, 30 παιδάκια μαζί για να χορεύουν καλαματιανό συγχρονισμένα είναι, είναι δύσκολο. Δεν είναι κάτι εύκολο. Ειδικά στην εποχή που τα παιδάκια είναι όλα ζαλισμένα από τα παιχνίδια, τα κινητά και τα tablet που πολλοί γονείς τους τα βάζουν για να κάθονται ήμεροι. Αλλά υπάρχει κόσμος. Υπάρχει κόσμος. Υπάρχει, υπάρχουν μικρά παιδιά. Υπάρχει ενήλικος κόσμος. Προσπαθώ με συντονισμένη προσπάθεια στο χορό και στη μουσική να φέρω παραπάνω. Αν εσύ ακούσεις ένα τραγούδι που σ’ αρέσει, «Ο βοσκός και ο βασιλιάς, λες»: «Τι ωραίο τραγούδι, πώς χορεύεται αυτό;» Ξαφνικά θα θες να μάθεις να χορεύεις. Οπότε, με συντονισμένες προσπάθειες προσπαθώ να φέρω κόσμο στο χορό και στην παραδοσιακή μουσική και όχι βέβαια εις βάρος κάποιας άλλης μουσικής. Υπάρχει, είναι ωραία, να φέρω περισσότερο κόσμο να ακούσουνε. Να την αναδείξω. Έτσι.

Α.Γ.:

Πολύ ωραία. Έχει η Ρόδος, έχει η Ρόδος τοπικούς παραδοσιακούς χορούς;

Ν.Τ.:

Ναι, ο πρώτος μας χορός, πάνω από όλα, ο καλύτερος που λέμε είναι η σούστα της Ρόδου. Σούστα της Ρόδου παλαιότερα λεγότανε «Πάνω Χορός». Ονομάστηκε Σούστα από τους Ιταλούς. Υπάρχει ο κρητικός, ο ροδίτικος πηδηχτός ο οποίος προέρχεται από το χανιώτικο, υπάρχει ο τούρκικος χορός ή τούτσικος χορός . Είναι ανάλογα την προφορά του χωριού, αλλά σε ελληνική λέγεται τούρκικος χορός. Είναι ένας απτάλικος χορός ο οποίος έρχεται από την Μικρά Ασία. Η Μικρά Ασία αναφερόταν ως Τουρκιά τότε, επειδή οι Τούρκοι κυρίως κατοικούσαν εκεί πέρα εκτός τους Έλληνες. Ένας αντικριστός απτάλικος χορός είναι, ο οποίος η μουσική του παραπέμπει στην Κύπρο. Οπότε, μπορεί και να έχει έρθει από την Κύπρο. Γιατί υπάρχει μια μεγάλη σύνδεση Κύπρου-Ρόδου, η οποία φαίνεται στην Αρχάγγελο, στα Αφάντου και λίγο και στις Καλλιθιές και όχι μόνο. Υπάρχει «Η Βλάχα της Ρόδου». Η Βλάχα της Ρόδου είναι ένας χορός ο οποίος, τον οποίο μοιραζόμαστε με τη Χάλκη. Υπάρχει ο «Κάτω Χορός». Ο Κάτω Χορός είναι ένας απλός χορός, όπως χορεύουμε στο γάμο. Λέγεται και Νυφάτος σε κάποια χωριά. Υπάρχει «Το Ρινάκη» στην Αρχάγγελο που είναι ο τελευταίος χορός του γάμου. Υπάρχουνε κάποιοι άλλοι χοροί οι οποίοι είναι πλέον δεν χορεύονται. Απλά τους ξέραμε ότι υπήρχανε. Ο Τζενεβέτος, ο Κελισάντρας. Υπάρχει ο Ζερβόδεξος από τα Αφάντου, δεν χορεύεται πια. Υπάρχει ο Ζερβόδεξος από τις Καλλιθιές ή τα Πουλάκια που λέμε, τα οποία πλέον σαν να έχουνε ξανά αναζωπυρωθεί λιγάκι με την προσπάθεια, με τις προσπάθειες των Καλλιθενών και των συλλόγων τους. Υπάρχουν η σούστα, τα εκατόλογα της αγάπης που είναι ουσιαστικά μία καρπάθικη σούστα. Ξεχνάω κάτι; Μπορεί να ξεχνάω και κάτι. Για να δω. Γενικά, υπήρχανε σύμφωνα με τις γραφές, τα άσχημα. Τα άσχημα ήτανε τσιφτετέλια. Στα τσιφτετέλια κάνανε και διάφορες έτσι πιο έντονες κινήσεις πάνω στο μεθύσι. Κάνανε και κάποια αισχρά πράγματα, λίγο πιο έτσι… Παρέπεμπαν σε άλλα πράγματα, πιο διονυσιακά έθιμα. Υπήρχε… Πώς το λένε; Το πιπέρι, ο Γιάνναρος, σατυρικοί χοροί της Αποκριάς. Ψάχνω να σκεφτώ μήπως υπήρχε κάποιος χορός. Το Μάη. Υπάρχει το Γαϊτάνι. Το γαϊτανάκι το οποίο το χορεύουν στα Αφάντου κυρίως και στην Αρχάγγελο. Παλαιότερα και στα άλλα χωριά, αλλά εκεί έχει επιζήσει κυρίως στην Αρχάγγελο είναι το γαϊτανάκι. Καλαματιανό, το οποίο δεν είναι δικό μας. Είναι από αλλού, αλλά πλέον έχει μπει μέσα στη ροδίτικη κουλτούρα. Μετά όλα τα υπόλοιπα είναι ξένα. Συρτός δεν είναι ροδίτικος χορός. Ο συρτός έχει έρθει από τις Κυκλάδες. Δεν υπήρχε συρτός στη Ρόδο. Ούτε, μην σου πω ούτε σαν ρυθμός δεν υπήρχε. Συρτός ήρθε νομίζω με την έλευση του βιολιού. Το βιολί όταν ήρθε, έφερε και το ρεπερτόριο του. Όπως και η λύρα έχει το δικό της ρεπερτόριο, άμα πάω να παίξω στη Θράκη, θα παίξω αυτά που παίζουμε στη Ρόδο. Είναι το δικό της ρεπερτόριο. Έτσι και το βιολί όταν ήρθε έπαιξε νησιώτικα. Δεν ξέρω. Εσύ ξέρεις κανένα; Ξέχασα κανένα;

Α.Γ.:

Όχι, δεν θα ήξερα για να πω έτσι κι αλλιώς!

Ν.Τ.:

Μετά είναι παραλλαγές των ίδιων χορών. Μπορεί να ξεχνάω κάποιο χορό τώρα με επιφύλαξη. Μπορεί κάτι να ξεχνάω, κάτι απλό. Υπήρχαν κι άλλοι χοροί. Υπήρχε ο συμπεθερίστικος που μάλλον ήταν κάποια ζευγαρωτή σούστα. Υπήρχε ένας σκοπός που λέγεται «Τα Κεφαλονίτικα». Δεν ξέρω κατά πόσο χορευόταν αυτός ο χορός –αυτός ο χορός χορεύεται στην Κάρπαθο– αλλά υπάρχει η καταγραφή του τραγουδιού στην Κρεμαστή το ’30. Μπορεί και να χορευόταν. Υπάρχει ένας άλλος χορός, ο χορός της ψυχής από τη Ψίνθο, αλλά αυτοί πια είναι οικογενειακοί χοροί. Ήρθανε 2-3 οικογένειες στη Μικρά Ασία που χορεύανε έναν καρσιλαμά και εδώ πέρα ονομάστηκε χορός της ψυχής. Δεν είναι, δεν είναι ένας ροδίτικος χορός. Χορεύεται αρκετά χρόνια, απλά δεν είναι ένας ροδίτικος χορός. Αυτά. Αυτά για να μην τα πολυλογώ παραπάνω με τους χορούς.

Α.Γ.:

Εσάς τι σας χορεύει να χορεύετε περισσότερο;

Ν.Τ.:

Σούστα. Σούστα. Σούστα είναι ο αγαπημένος μου χορός. Από μικρός είχα δυσκολία να την καταλάβω, αλλά όταν ακούω τη λύρα τρελαίνομαι. Εκστασιάζομαι, ξεκινάω και χορεύω. Χορεύω μόνος μου, δηλαδή μπορεί να είμαι σπίτι μου, να παίζει, να έχω βάλει να ακούω λύρες και όταν γυρίσει σε λύρα και το γυρίσει ωραία, μπορεί να αρχίσω να χορεύω μόνος μου. Να πιάσω τη μάνα μου ξέρω ‘γω, την κοπέλα μου, δυο φίλους μου. Ό,τι να ναι. Και αρχίζω και χορεύω μόνος μου. Μ’ αρέσει πάρα πολύ. Μ’ αρέσει και ο τούρκικος χορός πάρα πολύ. Είναι έτσι ωραίος χορός, σαν ζεμπέκικο χορεύεται. Μ’ αρέσουν και τα κρητικά. Μ’ αρέσουν πολύ τα νησιωτικά, μ’ αρέσει πολύ ο κυκλαδίτικος συρτός, όπως τον χορεύουν στις Κυκλάδες. Κάναν πολύ ωραίες φιγούρες, πολύ λεβέντικα. Κυρίως είμαι της θάλασσας. Μ’ αρέσει, δηλαδή, Κρήτη, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα.

Α.Γ.:

Ωραία. Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;

Ν.Τ.:

Πάνω σε τι;

Α.Γ.:

Σε όλα αυτά που είπαμε.

Ν.Τ.:

Αυτό που θα ήθελα να προσθέσω είναι ότι από μικρός με έπιασε μια φλασιά να το πω να ασχοληθώ με την παραδοσιακή μουσική και το χορό. Έκατσα και πέρασα ατέλειωτες ώρες διαβάζοντας βιβλία, έχω κάνει μία πολύ σημαντική συλλογή στο σπίτι μου, στη βιβλιοθήκη μου. Ψάχνω απεγνώσμενα σπάνια βιβλία, τα οποία μπορεί να έχουνε κάποια πληροφορία και θα ήθελα να… Θα χαιρόμουν αν έβλεπα ότι υπάρχουνε κι άλλοι άνθρωποι ταγμένοι σε αυτό το σκοπό που αγαπάνε απλά τον ήχο της υπαίθρου της Ρόδου και θα ήθελαν να τον δουν να ευημερεί. Αυτό.

Α.Γ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ –

Ν.Τ.:

Εγώ ευχαριστώ.

Α.Γ.:

Για τη συνέντευξη. Να ‘στε καλά. Πραγματικά ευχαριστώ.

Ν.Τ.:

Να ‘σαι καλά.