© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Διάσωση στα τυφλά: Μια ιστορία από τη βύθιση του «Σάμινα»

Κωδικός Ιστορίας
13303
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ανώνυμος "Ψευδώνυμο" (Ανώνυμος)
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/10/2021
Ερευνητής/τρια
Ευθυμία Παπαγιαννοπούλου (Ε.Π.)
Ε.Π.:

[00:00:00]Σήμερα είναι 22 Οκτωβρίου του 2021, βρισκόμαστε στη Σχοινούσα, εγώ είμαι η Ευθυμία Παπαγιαννοπούλου, είμαι ερευνήτρια για το Istorima και θα κάνω μία κουβέντα, ή μάλλον θα ακούσω μία ιστορία από έναν καπετάνιο των επτά θαλασσών, του οποίου το όνομα δεν θα αποκαλυφθεί. Ο λόγος στον καπετάνιο.

Ανώνυμος:

Λοιπόν, πρέπει να ‘μουνα 27 χρόνων, 28, άρα γύρω στο 2000, κάτι τέτοιο. Είχαμε τελειώσει το ναύλο στην Παροικιά της Πάρου, κι άλλα σκάφη, δούλευα τότε για ένα... για μία εταιρεία που είχε το μονοπώλιο στην Αμερικάνικη αγορά, πρέπει να 'χε γύρω στα 7-8 μποφόρ. Οπότε, είχαμε μόλις τελειώσει, είχαμε μία μέρα κενό, ξέραμε ότι θα συνεχίσει ο καιρός να κρατάει έτσι, οπότε, την επόμενη μέρα είχαμε τη μέρα του κενού, ήμουνα με το μέντορά μου στο καρνάγιο και στα ναύλα, και ένα συνάδελφο, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί αρκετά. Γυρνάει ο μέντοράς μου σε κάποια δόση, ξέρω γω, όπως τα λέγαμε το πρωί με τον καφέ, και μου λέει: «Τί φλώροι που είσαστε εσείς τώρα, αυτή η γενιά και στα ούζα σας πατάω κάτω. Πάμε μία κόντρα με ούζα». Του λέω: «Να την πάμε την κόντρα με τα ούζα, να βάλουμε και μπάφους μέσα, όμως. Να βάλουμε και τσιγάρα. Εντάξει;». «Εντάξει», λέει. Πάμε στο δικό του το σκάφος, ένα σκάφος εκεί 70 πόδια, είχα και μία φίλη Γαλλίδα εκεί πέρα, μια φιλενάδα, την έφερα την κακομοίρα και αυτήν εκεί πέρα μέσα. Βγάζει ο άλλος τα ούζα, βγάζουμε κι εμείς τη σακούλα και αρχίζουμε. Συνεχίζει το πράμα, συνεχίζει το πράμα, πάει απόγευμα, πάει τέτοιο, πάει προς το βράδυ, σε κάποια φάση πέφτει ο άνθρωπος κάτω εκεί πέρα και αρχίζει και κάνει σαν τη φώκια, βγάζει κάτι κραυγές, κάτι τέτοια στα πανιόλα πάνω, κυλιέται εκεί πέρα οπότε θεωρήσαμε τον αγώνα λήξαν. Λέμε με τον πιο κοντά στην ηλικία μου συνάδελφο: «Δεν πάμε να πιούμε ένα καφέ, λιγάκι να ξενερώσουμε;», η Γαλλίδα είχε φύγει πριν ώρες. Πάμε στο καφενείο εκεί έξω απ' τη μαρίνα της Παροικιάς, παραγγέλνουμε τον καφέ, είχε έναν αγώνα του Παναθηναϊκού κάτι, ήταν για την ευρωπαϊκή διοργάνωση, κάτι τέτοιο. Ο συνάδελφος έπρεπε να κάνει μία μεταφορά σκάφους, να μεταφέρει το σκάφος πίσω στο Καλαμάκι την επόμενη μέρα. Εγώ είχα να πάρω... και ο θείος είχε να πάρει κι άλλο ναύλο την επόμενη μέρα, οπότε μου λέει: «Πάω να βγάλω τα εισιτήρια». Έχει ξεκινήσει ο αγώνας, εκεί μπαίνει κι ένα γκολ, σκάει ο συνάδελφος –εμείς, τώρα, καταλαβαίνετε την κατάσταση, ας πούμε, ήμασταν τελείως κομμάτια– μου λέει ο συνάδελφος: «Σήκω όπως είσαι, το "Σάμινα" βυθίζεται, μου δώσανε σήμα από το Λιμεναρχείο, είναι πεντακόσια άτομα στο νερό». Εγώ στην αρχή νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα εκεί πέρα. Tου λέω: «Τί είναι αυτά που λες», και τέτοια. Μου το ξανάπε και κατάλαβα ότι ήτανε σοβαρός. Μου ‘κανε μεγάλη εντύπωση το για πότε ξενερώσαμε. Ξενερώσαμε, δηλαδή, ξαφνικά από κει που ήμασταν τελείως χάλια[00:03:00], όλα είχανε γίνει τελείως ξεκάθαρα. Σηκωθήκαμε, φύγαμε προς το μώλο και τέτοια, ο άνεμος ούρλιαζε, είχε πια σκοτεινιάσει για τα καλά. Άρχισα να μαζεύω κουβέρτες, γιατί το δικό μου σκάφος ήταν το πιο κατάλληλο για να λειτουργήσει σα διασωστικό, γιατί είχε χαμηλή σέσουλα, είχε χαμηλή πρύμνη, οπότε θα ‘ταν πιο εύκολο, γιατί με ένα ιστιοφόρο είναι πολύ δύσκολο να μαζεύεις κόσμο. Πήγαμε, ξυπνήσαμε και το... πήγα, άρχισα να φωνάζω στο μέντορά μου, το θείο: «Σήκω, σήκω», βγήκε αυτός ζαβλακωμένος τελείως, του λέω: «Έτσι και έτσι». Μου λέει «Τι είναι αυτά που λες». Του λέω: «Έτσι και έτσι», την παίρνει κι αυτός χαμπάρι, ξενερώνει και αυτός κατευθείαν. Δυνατό πράμα η αδρεναλίνη. Μαζεύουμε όλες τις κουβέρτες, μαζεύω από διάφορα σκάφη κουβέρτες, τα βάζω μέσα στο σκάφος που είχα εγώ. Και μπαίνουμε και οι τρεις μέσα και βγαίνουμε έξω. Τώρα το σκοτάδι… χαμός. Βγήκανε ιστιοφόρα, βρήκανε ψαράδες, το Super Puma του στρατού έφτασε μετά από μία ώρα τουλάχιστον, μετά μάθαμε ότι κι ο Αρχιλιμενάρχης έπαθε καρδιακό στα δεκαπέντε λεπτά, με το που μαθεύτηκε αυτό, πέθανε, οπότε είχε μείνει χωρίς κεφάλι, ας πούμε, το Λιμεναρχείο. Το «Σάμινα» πρέπει να κατέβηκε, σε δεκαπέντε λεπτά να ‘τανε μέσα στο νερό, δηλαδή να είχε βυθιστεί, ας πούμε, κατευθείαν. Βγήκαμε, γινότανε χαμός τώρα, άκουγες παντού, ήτανε τραγικό, δηλαδή, τελείως, άκουγες ουρλιαχτά, άκουγες τέτοια. Δεν λειτουργούσαν τα φωτάκια από τα σωσίβια, μία κόλαση ήτανε, ας πούμε. Είναι η πρώτη φορά που δέθηκα κι εγώ πάνω σε σκάφος, που χρησιμοποίησα ζώνη ασφαλείας. Είχαμε κάτσει οι δυο, εγώ και ο συνάδελφός μου, που είναι πιο κοντά στην ηλικία μου στην πρύμνη, πετάγαμε σχοινιά, ο θείος έκανε τις μανούβρες, μαζέψαμε τέσσερα άτομα, ήτανε σε κατάσταση υποθερμίας, ήτανε ένας –ερχόταν από Ικαρία νομίζω, άμα θυμάμαι καλά– ήτανε ένας Αυστριακός, ήταν μία Γαλλίδα, αυτοί που βγάλαμε, ήτανε ένας Παριανός ψαράς και μία Παριανή θεία. Αυτούς όπως τους έπαιρνα, τους έβαζα μέσα, τα κύματα μας σκεπάζαν όπως τους βγάζαμε, εγώ απελευθέρωσα και το liferaft μήπως καταφέρει κανένας να πιαστεί από πάνω, μήπως σωθεί κανένας ακόμα. Βρίσκαμε και νεκρούς, τους αφήναμε όπως ήτανε, πηγαίναμε για τους ζωντανούς. Πιθανολογώ ότι σίγουρα θα χτυπήσαμε και εμείς κόσμο, γιατί δεν μπορούσες να δεις τίποτα. Ήταν το σκοτάδι απόλυτο, ήτανε πάρα πολύ δύσκολο, γιατί ο καιρός τους πήγαινε στις ξέρες της Αντιπάρου, οπότε εμείς πήγαμε προς τα εκεί πέρα, προσπαθούσαμε να τους μαζεύουμε όπως ήτανε, προς τα εκεί, τους έβαζα κάτω. Στη Γαλλίδα θυμάμαι της έριξα και μερικά χαστούκια για να συνέλθει, [00:06:00]την αγκάλιασα, την έβαλα μέσα στην κουβέρτα και τους άλλους το ίδιο. Ο ψαράς, ο ναυτικός ο ψαράς μάς είπε ότι είχε –από ό,τι καταλάβαμε– τουλάχιστον τρία ναυάγια στην πλάτη του κι ήταν κι ο πιο ψύχραιμος και πιο… Δηλαδή δεν πήγε καν στο νοσοκομείο μετά. Όλους τους άλλους τους πήγαμε στο νοσοκομείο, αυτός πήγε πέρα στην πασαρέλα με το που δέσαμε και… Εντωμεταξύ, κοντά στις ξέρες της Αντιπάρου, μου συνέβη και ένα άλλο πράμα που δεν μου ‘χει ξανατύχει. Όπως πετάγαμε τα σκοινιά κι έκανε ανάποδα ο συνάδελφος για να μαζέψουμε τον κόσμο, άρπαξε η προπέλα τον κάβο, μείναμε από... και μας λέει: «Μένουμε». Εντωμεταξύ, η ξέρα πρέπει να ‘τανε σίγουρα 20-30 μέτρα, χωρίς υπερβολή, μπορεί να ‘ταν και λιγότερο. Αλλά έκανε πρόσω και ως δια μαγείας, ξετυλίχτηκε ο κάβος απ' την προπέλα, γιατί αλλιώς θα ήμασταν και εμείς, ας πούμε, στην ίδια κατάσταση με τους υπόλοιπους. Μετά δεν ήμουνα σίγουρος, γιατί δεν είχα κάνει ανεφοδιασμό πετρελαίων και τέτοια, άμα θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτή την ιστορία. Οπότε, μετά από κάποια ώρα, εντάξει, μετά από μία ώρα έριξε και τη φωτοβολίδα το Super Puma, φωτίστηκε, και καταλάβαμε λιγάκι πού βρισκόμασταν, γιατί κοιτώντας, απασχολούμενοι με τον κόσμο και με τη διάσωση, είχαμε χάσει λίγο και το πού ακριβώς είμαστε και τι γίνεται ακριβώς, ο θείος δεν ξέρω, μπορεί να το είχε στο μυαλό του, αλλά εμένα... δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα απλά ήμασταν συγκεντρωμένοι στον κόσμο. Και μετά και το σκηνικό με τον κάβο κινήσαμε για πίσω, δέσαμε, είχαμε ανοιχτό το VHF για το υπόλοιπο βράδυ και ακούγαμε τι γίνεται, αυτά.

Ανώνυμος:

Ακολούθησε... οι επόμενες μέρες ήτανε κόλαση, επίσης. Πήγαινες στο περίπτερο, έκλαιγε ο περιπτεράς, πήγαινες… έχασαν πάρα πολλοί, χάθηκε πάρα πολύς κόσμος, πρέπει να ‘ταν γύρω στα εκατό άτομα που χάθηκαν, ας πούμε, αλλά ήταν απ' την άλλη και άθλος απ’ τους ψαράδες και από τους διάφορους επαγγελματίες που βγήκανε, γιατί ούτε λιμενικό υπήρχε ούτε καμία κρατική υποστήριξη, στην ουσία, σε όλη αυτή τη διαδικασία, ήτανε μόνο άνθρωποι, ας πούμε, που δεν είχανε... που βάλανε στη σέντρα τις δουλειές τους, το βιος τους, τις βάρκες τους. Γιατί μία διάσωση δεν είναι απλή υπόθεση, ειδικά κάτω από τέτοιες συνθήκες. Οπότε, όπου και να πήγαινες τις επόμενες μέρες... Είχανε σκάσει και τα κοράκια οι δημοσιογράφοι και τρέχαν με τις κάμερες να αποθανατίσουνε το τραγικό, με οποιονδήποτε τρόπο και χωρίς κανένα δισταγμό. Στις ειδήσεις βλέπαμε που παίζανε βιολιά και θλιβερές μουσικές, ας πούμε, soundtrack, και τα διάφορα μπουρδελοκάναλα κοιτάγανε να πουλήσουνε μία διαφήμιση ακόμα, πάνω στα πτώματα των ανθρώπων. Κι εμένα την επόμενη μέρα, πήγα... ήμουνα στο μώλο κι ήρθε ο Αυστριακός, ένα απ' τα άτομα που είχαμε βγάλει, και ήρθε και με αγκάλιασε, και με φίλαγε, και[00:09:00] έσκασε και μία… σκάσανε καπάκι κάποιοι με μία κάμερα εκεί πέρα να αποθανατίσουν αυτό που τους φαινότανε τόσο φοβερό, τους πέταξα την κάμερα κάτω εκεί πέρα και τους την έσπασα. Βέβαια, οι περισσότεροι συνάδελφοι φέρθηκαν πάρα πολύ ωραία και με μεγάλη αξιοπρέπεια, ήτανε και κάποιοι, βέβαια, που κυνηγάγανε τις κάμερες όσο τους κυνηγούσανε κι αυτοί, για λίγο δημοσιότητα, για αυτά τα πέντε λεπτά. Έτσι κύλησε, ας πούμε, η βδομάδα, ήταν ένα σκηνικό που με έχει σημαδέψει σίγουρα στη ζωή μου. Θυμάμαι μετά, όταν μας καλέσανε μετά από ένα διάστημα, κι είχαν μαζευτεί όλοι οι παπάδες, οι υπουργοί και όλα τα λαμόγια μαζί, ας πούμε, για να δώσουν τάχα μου, να μας δώσουνε μετάλλια και τέτοια. Στην αρχή σκεφτόμουν να μην πάρω καν το μετάλλιο, ας πούμε και τέτοια, αλλά σκέφτηκα ότι μπορεί να μου κάνει καλό στη δουλειά και φέρθηκα με ιδιοτέλεια εκεί πέρα. Αλλά από την άλλη, πάλι δεν... Όταν μου έδωσε ο Παπουτσής, ο υπουργός τότε Εμπορικής Ναυτιλίας, το χέρι του, δεν ανταπέδωσα τη χειραψία και γενικά, όλη η κατάσταση εκεί πέρα μου φαινόταν του ξεραματού. Μετά από κάποιες βδομάδες πέρασα απ' το Κάτω Κουφονήσι, κι ήταν εκεί πέρα ο Βενετσάνος που έχει την ταβέρνα και μου 'δειξε μία –γιατί και ο υπεύθυνος της Minoan Lines, ο Σφηνιάς, αυτοκτόνησε αμέσως μετά από αυτό το σκηνικό– υπήρχαν διάφορα σενάρια και για το γιατί έγινε το ατύχημα και τέτοια, δεν θα ασχοληθώ παραπάνω με αυτό. Απλά με αυτό το τελευταίο, ότι μου έδειξε μία φωτογραφία με μία καβουρομάνα σε ένα κάδρο και μου είπε ότι αυτή ήταν η τελευταία καβουρομάνα που έφαγε ο Σφηνιάς.