© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Σταύρος Πλατίτσας: Ο θρυλικός 95χρονος σκιέρ αφηγείται

Κωδικός Ιστορίας
13248
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Σταύρος Πλατίτσας (Σ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/03/2022
Ερευνητής/τρια
Αρετή Ζωή Κατσιβελάρη (Α.Κ.)

[00:00:00]

Α.Κ.:

Είναι Τετάρτη 9 Μαρτίου, είμαι με τον Σταύρο Πλατίτσα και βρισκόμαστε στο Σέλι Ημαθίας. Εγώ ονομάζομαι Αρετή Ζωή Κατσιβελάρη, είμαι ερευνήτρια για το Istorima Θεσσαλονίκης και ξεκινάμε.

Σ.Π.:

Λοιπόν, το σκι το ξεκινήσαμε..., τότε παλιά είχαμε πάρα πολλά χιόνια και μέσα στην πόλη και κάναμε μες στην πόλη, κάναμε, γλιστρούσαμε με διάφορα σανίδια. Και συγκεκριμένα, εγώ έχω χαλάσει ένα βαρέλι, ένα βαρέλι παλιό και έβαλα ένα λουρί από πάνω και ξεκινήσαμε και γλιστρούσαμε στις γειτονιές, μία από δω μία από κει. Και το 1951 και ‘52 ο Ορειβατικός ανέβαινε με ένα φορτηγό αυτοκίνητο, ανέβαινε στο Σέλι. Ε, πήγα κι εγώ να ανέβω εκεί στο Σέλι χωρίς να ειδοποιήσω κανέναν -δεν ξέρω τι- λέω: «Θα σταματήσω το αυτοκίνητο, θα σηκώσω το χέρι να σταματήσει να με πάρει». Αλλά σταμάτησε το αυτοκίνητο, αλλά δεν με πήρανε. Περιμένω, λοιπόν, το άλλο σαββατοκύριακο, κάνω το ίδιο. Πηγαίνω πάλι να το..., το αυτοκίνητο, σηκώνω το χέρι να σταματήσει, πάλι δεν με παίρνει ο Ορειβατικός. Δεν μ' έπαιρνε. Και εκεί που σκεφτόμουν, δεν πέρασαν 10 λεπτά, στο σημείο που περίμενα το αυτοκίνητο, βλέπω έρχεται ένα άλλο φορτηγό το οποίο ήτανε βυτιοφόρο, ανέβαζε πετρέλαιο στο Σέλι. Σηκώνω το χέρι, σταματάει ο οδηγός, τον ρωτάω πού πάει -ξέρω γω τι- του λέω: «Για το Σέλι θες; Θα με πάρετε μέχρι το Σέλι;». «Ναι -λέει- έλα» και με πήρε ο άνθρωπος και ανεβήκαμε στο Σέλι. Κατεβαίνω -να πούμε- στο Σέλι και πάμε..., εκεί ήταν το μοναδικό καφενείο που ήτανε στο Σέλι ήταν τον Μπαρμπαρούση, Γιάννης Μπαρμπαρούσης. Λοιπόν, είχε πάρα πολλά χρόνια εκεί στο Σέλι και πηγαίνουν εκεί όλοι. Δεν πήγαινε και πολύς κόσμος, γιατί δεν είχε μέσον, ο κόσμος ήτανε μετρημένος. Λοιπόν, πάω εκεί πέρα και βρίσκω ένα γνωστό μου άτομο, Γιώργος Παπαδόπουλος το όνομά του. Λοιπόν, μόλις με βλέπει λέει: «Σταύρο, τι θες; Πώς ήρθες;», μου λέει. «Τώρα άσ' τα πώς ήρθα, είμαι εδώ τώρα, τώρα δωσ’ μου κάνα ζευγάρι σκι -του λέω- να κάνω κι εγώ λίγο σκι». «Μπράβο -λέει- έλα εδώ». Με δίνει ένα ζευγάρι σκι και πάω κι εγώ στην παιδική χαρά εκεί στο Σέλι που ήταν όλοι, ήταν κι ο στρατός, ήταν κι ο Ορειβατικός, ήταν όλος ο κόσμος. Δεν ήταν πολύς κόσμος βέβαια, αλλά αυτοί που ήταν εκεί. Κάνανε σκι και άρχισα κι εγώ να γλιστράω εκεί πέρα. Ναι, και πήγαινα πολύ πιο καλύτερα απ' αυτούς που ήταν του Ορειβατικού και πήγαιναν κάθε Σαββατοκύριακο πήγαιναν στο Σέλι. Αλλά εμείς επειδή κάναμε πολλή, πολλή τσουλήθρα κάναμε στις γειτονιές, δεν ξέρω, είχα μια άλφα ισορροπία καλύτερα απ' όλους αυτούς που ήταν του Ορειβατικού. Και τελειώσαμε, λοιπόν, το βράδυ, φύγαμε. Και την άλλη Κυριακή ειδοποιεί ο πρόεδρος τον αρχηγό της ομάδας που ήταν εκεί: «Παιδιά, μην ξεχάσετε να πάρετε και τον Πλατίτσα», λέει. Ναι. Λοιπόν, εκεί που δεν με θέλαν, μετά με ψάχναν. Τέλος πάντων, άρχισα να πηγαίνω με τον Ορειβατικό το ‘51-‘52 και στο διάστημα αυτό, το ‘51 και το ‘52, συγκεκριμένα το ‘52, λοιπόν, με φωνάζει ένας λοχαγός -από τη Λάρισα ήτανε, μόνιμος δε, έκανε καλό σκι, έκανε κι εκείνος- λοιπόν, με φωνάζει, λέει: «Σταύρο, σήμερα δεν θα πας για σκι, θα έρθεις μαζί μας». «Γιατί ρε -του λέω- Χρήστο, τι συμβαίνει;». Λέει: «Είναι εδώ ο βασιλιάς ο Κωνσταντίνος και θέλει να πάτε να κάνετε μαζί σκι -μου λέει- να πας να τον δείξεις λίγο -λέει- να κάνει σκι». Και το πρώτο σαββατοκύριακο και το δεύτερο πήγα και κάναμε σκι μαζί με τον βασιλιά, τον Κωνσταντίνο. Λοιπόν, αυτό συνέχισε, δυο σαββατοκύριακα ήτανε και άλλα δύο σαββατοκύριακα ήταν το ‘53. Λοιπόν, έκανα σκι τον βασιλιά. Αλλά μετά, με τον Ορειβατικό κάναμε τους αγώνες το 1953, αλλά δεν είχε χιόνι κάτω στο Σέλι, το χιόνι ήταν στο Ασούρμπασι, πίσω. Και πήγαμε στο Ασούρμπασι. Ξέρετε, τότε ούτε ρατράκ είχαμε ούτε τίποτα, όλα με το πόδι. Από το Σέλι περπατήσαμε με τα πόδια μέχρι το Ασούρμπασι, πατήσαμε την πίστα και τρέξαμε στους αγώνες. Και εκεί έρχομαι πρώτος. Δεν το πίστευε κανείς. Και εγώ ο ίδιος δεν το πίστευα -να πω- και ούτε μπορώ να πω ότι το πιστεύω. Και από τότε με προσέλαβε η ομάδα, εθνική ομάδα των Αθηνών και ήμουν από το 1953 ήμουνα στην αθλητική ομάδα μέχρι το 1961. Πήγαμε βέβαια Αυστρία, κάναμε σκι. Και το 19[00:05:00]61 πήγαμε στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα στη Γαλλία, στο Σαμονί. Πήγαμε στη Γαλλία, τρέξαμε και μετά τη Γαλλία μπορώ να πω σταμάτησα να τρέχω σαν αθλητής. Με προσέλαβε η Ομοσπονδία σαν προπονητή -που ήμουνα- προπονητή με προσέλαβε και κάναμε διάφορες προπονήσεις. Πηγαίναμε κάτω στο Ξυλόκαστρο, πάνω στα Τρίκαλα Κορινθίας πηγαίναμε. Και απ' τα Τρίκαλα Κορινθίας ανεβαίναμε στη Ζήρεια πάνω..., και στη Ζήρεια για να πας έπρεπε να πας με τα πόδια. Μέχρι τα Τρίκαλα πηγαίναμε με λεωφορείο, αλλά από κει και απάνω πηγαίναμε με τα πόδια. Είχε ένα καταφύγιο ωραιότατο και μέναμε εκεί ένα βράδυ, ένα βράδυ μέναμε εκεί. Και μάλιστα, ερχόταν και το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής, ερχότανε και τους έκανα μάθημα εκεί, γιατί το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε, ήτανε μόνο στην Αθήνα. Και 2-3 χρόνια πήγαινα και έκανα μαθήματα στο πανεπιστήμιο εκεί. Βέβαια, ταυτόχρονα ήμουνα και σε όλη την Ομοσπονδία. Και επιστρέφοντας από τη Γαλλία και για να μας κάνουν την απονομή τότε που τρέξαμε εδώ τους πανελληνίους αγώνες στην Ελλάδα πήγαμε στο Μοντ Παρνές στην Αθήνα, επάνω στην Πάρνηθα. Δεν ξέρω αν πήγατε καθόλου προς τα εκεί. Και εγώ δεν είχα πάει, πρώτη φορά πήγαμε στο Μοντ Παρνές και έγινε η απονομή των επάθλων στους αγώνες που κάναμε. Και μετά την απονομή ήταν και ο Υπουργός Αθλητισμού -δεν θυμάμαι το όνομά του, τότε ο κύριος Βήχος ήτανε, δεν θυμάμαι το όνομά του- που βλέπω κάτω και συζητάνε εκεί με την Ομοσπονδία πώς θα γίνει να διαδώσουμε το σκι στην Ελλάδα, γιατί το σκι το κάναν μόνο η βασιλική οικογένεια και η Ομοσπονδία και η αφρόκρεμα των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης και απ' την Πάτρα, απ' τον Ορειβατικό Πατρών υπήρχε ένας όμιλος και απ' τους Ορειβατικούς όλης της Ελλάδος. Ήτανε και από την Κρήτη, από τη Δράμα ήταν, από τας Σέρρας ήτανε, από Φλώρινα απ' τον Ορειβατικό, αλλά έκαναν μόνο τα [Δ.Α.] του Ορειβατικού, δεν έκανε έτσι όπως το κάνει όλος ο κόσμος τώρα που κάνει. Και θέλανε να διαδώσουν το σκι στην Ελλάδα, πώς θα γίνει να το διαδώσουμε. Και λέει ο πρόεδρος: «Για να ρωτήσουμε -λέει- και τον Πλατίτσα γι' αυτήν την περίπτωση». Με ρωτάνε έμενα και εγώ γελώ. Μου λέει: «Γιατί γελάς;», μου λέει αυτός. «Ε, και τι να μην γελάσω -λέω- κύριε πρόεδρε; Είναι πολύ αστείο αυτό που μου λέτε τώρα, γιατί είναι πάρα πολύ απλό το θέμα. Θα παίρνω εγώ -τι έχουμε τώρα 28 Φεβρουαρίου, ναι Φεβρουαρίου- έχουμε όλο τον Μάρτιο μπροστά μας, είναι τέσσερα σαββατοκύριακα, μπορεί να ‘ναι και πέντε σαββατοκύριακα. Θα πάρω εγώ 5-6 ζεύγη σκι από δω και θα πηγαίνω σε όλους τους ομίλους και θα τους δίνω 5-6 ζευγάρια σκι και θα τους δείχνω ορισμένα πράγματα. Δυο μέρες θα κάθομαι εκεί, θα πηγαίνω Παρασκευή ή Σάββατο και Κυριακή δύο μέρες, θα τους μαθαίνω τι θα τους μαθαίνω και θα φεύγω». Και ξεκινήσαμε από τη Φλώρινα, έπαιρνα 5-6 ζευγάρια σκι, πάω στη Φλώρινα, κάθομαι εκεί δύο βράδια, τους έδειξα τα παιδιά σκι, τους άφησα και τα σκι και σηκώθηκα, έφυγα. Το άλλο σαββατοκύριακο πηγαίνω στα Γιάννενα. Πάω στα Γιάννενα και ο Ορειβατικός Ιωαννίνων λέει: «Πού να σε πάμε τώρα; Εμείς εδώ -λέει- δεν...». Με πάνε στο Τσεπέλοβο, σε ένα χωριό, δεν ξέρω αν το γνωρίζεις. Με πάνε στο Τσεπέλοβο ένα σαββατοκύριακο, αλλά εκεί δεν βρήκαμε ανταπόκριση, δεν τα δώσαμε τα σκι, τα κρατήσαμε και λέει: «Άσ' τα». Τα παίρνουμε πίσω τα σκι και πάμε μετά στο Μέτσοβο. Πάμε στο Μέτσοβο, εκεί βρήκαμε ανταπόκριση, εκεί μας δέχτηκε ο γυμνασιάρχης εκεί στο γυμνάσιο με πολύ μεγάλη χαρά μαζεύτηκαν οι άνθρωποι, τους έδωσα τα σκι, κάναμε και μάθημα. Και ξεκίνησα και μετά, από εκεί πήγα στον Βόλο και έκανα την ίδια δουλειά. Λοιπόν, μετά πήγα στας Σέρρας, κι απ’ τας Σέρρας στη Δράμα, ναι, και μετά τα Χριστούγεννα, μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων, πήγαινα στα Λ.Ο.Κ., στ[00:10:00]ους ΛΟΚατζήδες στον Όλυμπο. Λοιπόν, πήγαινα στον Όλυμπο και τους έκανα μάθημα εκεί που ήταν αξιωματικοί, όλοι αξιωματικοί, δεν ήτανε απλοί στρατιώτες, που ήταν και ξένοι. Ήταν και Αμερικάνοι, Γερμανοί απ' όλη την Ευρώπη. Ήταν εκεί καμιά δεκαπενταριά άτομα -πόσοι ήταν;- 18 νομίζω ήτανε και τους έκανα μάθημα και εκείνους. Λοιπόν, και εν συνεχεία, να κάνω μια παρένθεση εδώ, γιατί έπρεπε να πω... Πριν πάω να δώσω τα σκι στους Ορειβατικούς, στο Μοντ Παρνές που ήμασταν ακόμα, πριν τελειώσει η συζήτηση που είπαμε πώς θα γίνει να μάθουμε το σκι σε όλον τον κόσμο, λέω στον Υπουργό: «Υπουργέ -λέω- σκέπτομαι και κάτι άλλο». Μου λέει: «Τι;». «Σκέπτομαι -λέω- να κάνω και μία σχολή στο Σέλι». Τρελάθηκε ο άνθρωπος. Άνοιξε το μάτι του έτσι και λέει: «Μπράβο να σε βοηθήσουμε και εμείς, ό,τι θέλεις». Αλλά δυστυχώς δεν με βοήθησε ο άνθρωπος, αλλά μου είπε: «Ξεκίνησέ την». Επειδή το Σέλι, επειδή το lift είναι στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, λέω μαζί με τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και εγώ θα είμαι εδώ και έτσι, το ‘61 μου ‘δωσε το οκέι. «Μπράβο -λέει- θα σε βοηθήσω κι εγώ, ό,τι θέλεις», μου είπε. Κι έτσι ξεκίνησα και έκανα τη σχολή, την πρώτη σχολή στην Ελλάδα, γιατί το πρώτο χιονοδρομικό κέντρο είναι το Σέλι και μετά έγιναν τα άλλα τα βουνά. Λοιπόν, και από το ‘61 που σταμάτησα εγώ την καριέρα μου, άρχισα να πηγαίνω σε όλους τους ομίλους, σε όλους τους ομίλους που πήγαινα τα σκι και έφτασα εδώ που έφτασα, εδώ που λέμε τώρα, το οποίο τρέχω στους αγώνες παλαιμάχων. Τρέχω στους αγώνες παλαιμάχων, δόξα τω Θεώ είμαι καλά, δεν έχω κανένα πρόβλημα και νομίζω αυτά είναι όλα, εκτός αν θέλετε τώρα κάτι άλλο. Το σκι στην Ελλάδα ξεκίνησε -το είπαμε- από τη βασιλική οικογένεια, ναι, λοιπόν, και το ξεκίνησε αυτό μέσω Ναούσης, η Νάουσα το ξεκίνησε. Γιατί ο Δήμαρχος Ναούσης, δεν ξέρω, είχε μια σχέση μ' έναν υπουργό -δεν θυμάμαι τώρα- την εποχή εκείνη, το 1932 έγιναν οι πρώτοι αγώνες, έγιναν στο Σέλι, αλλά ερχόταν ο βασιλιάς μέσω Ναούσης με ζώα. Από τη Νάουσα με τα ζώα ερχόταν στο Σέλι. Απ' το ‘32 μέχρι το ‘36, 1936. Και το 1936 έγιναν οι αγώνες εδώ στην παιδική χαρά και καθόταν ο βασιλιάς -νομίζω ήταν και η βασίλισσα, νομίζω ήτανε- και καθόταν ο βασιλιάς και έβλεπε τους αγώνες. Και λέει -και εμείς οι αθληταί ανεβαίναμε να κάνουμε τον αγώνα, ανεβαίναμε τη διαδρομή- και λέει ο Πρόεδρος Ναούσης: «Μεγαλειότατε, κοίτα πόσο κουράζονται οι αθληταί. Αν είναι δυνατόν, να βάλουμε ένα lift, ένα τελεφερίκ». «Μπράβο», λέει ο βασιλιάς και από τότε ξεκίνησε το lift, η ιδέα αυτή, αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός. Την ίδια χρονιά μπήκε το lift αυτό. Και τον Ιούνιο ήτανε, Ιούλιο ήτανε; Δεν θυμάμαι πότε ήταν, μάλλον Ιούνιος ήτανε, με φωνάζει εμένα ο κύριος Παπαγεωργίου, ένας λοχαγός που ήτανε στα Λ.Ο.Κ., μου λέει: «Σταύρο, πού είσαι;», τι και πώς, λέω: «Στη Νάουσα». Λέει: «Έρχομαι στη Νάουσα». «Γιατί ρε;», του λέω. Λέει: «Θα στα πω εκεί πέρα». και ήρθε στη Νάουσα. Του λέω: «Τι, Χρήστο; Τι γίνεται;». Λέει: «Να πάμε να δούμε πού θα βάλουμε το lift». Και ήρθαμε, βάλαμε το lift εδώ, γιατί τα τελευταία χρόνια τότε το χιόνι ξεκινούσε από δω και πάνω. Εδώ και κάτω δεν είχε χιόνια. Και έτσι βάλαμε το lift αυτό, το πρώτο lift στην Ελλάδα, το οποίο μπήκε το 1954 με ‘55 μπήκε το lift. Λοιπόν, δεν έχω άλλο τίποτα να πω, και το 1965 με τη βοήθεια της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού έκανα την πρώτη σχολή σκι στην Ελλάδα. Και έτσι, ξεκίνησε το σκι στην Ελλάδα και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.

Α.Κ.:

Εσείς όταν ήσασταν μικρός πώς μάθατε πρώτη φορά για το σκι, από πού το είδατε και θελήσατε να κάνετε κι εσείς;

Σ.Π.:

Έβλεπα το λεωφορείο που περνούσε από το σπίτι μας και εκεί στη γειτονιά μας έκανε τη στάση και έπαιρνε 1-2 άτομα που ήταν εκεί πέρα, ναι. «Και πού πάει το λεωφορείο αυτό;», ρωτούσαμε. «Πού πάει το λεωφορείο;». «Πάει στο Σέλι». Πήγε ‘50, ‘51, ‘52 ξεκίνησα. Από το ‘49 ξεκίνησε το σκι και μάθαμε ότι το φ[00:15:00]ορτηγό αυτό πηγαίνει στο Σέλι και κάνουν σκι, ενώ εμείς γλιστρούσαμε στις γειτονιές. Όπου είχε κατηφόρα πηγαίναμε και γλιστρούσαμε, κάναμε γλίστρες. Και έτσι ξεκίνησε. Πέρασε το ‘50, πέρασε το ‘51, και το ‘52 ξεκίνησα και ανέβηκα στο Σέλι. Και ξεκίνησε και έγινε και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Και στο Σέλι τότε κάναμε σκι, όσοι δεν είχανε σκι μπορούσαν να πάνε στο στρατό να χρεωθούνε με το 108, να χρεωθούμε σκι, μπότες και μπατόν. Και πηγαίναμε στον στρατό, τα χρεωνόμασταν η ώρα 10:00, και η ώρα 14:00-15:00 τα παραδίδουμε και φεύγαμε. Και έτσι ξεκίνησε το σκι στην Ελλάδα.

Α.Κ.:

Τι σημαίνει το 108 που είπατε;

Σ.Π.:

Πώς;

Α.Κ.:

Το 108 που είπατε τι σημαίνει;

Σ.Π.:

Το 108...

Α.Κ.:

Που είπατε τα χρεωνόσασταν 108 από τον στρατό.

Σ.Π.:

Α, με ένα μπλοκ. Το είχε ο στρατός. Χρεωνόμασταν με το 108, είχε νούμερο, το 108, που χρεωνόμασταν ο καθένας τα σκι. Τι σκι πήρε, σκι, μπότες και μπαστούνια. Σκι, μπότες και μπαστούνια, Πλατίτσας. Ο ένας, ο άλλος, μετά όλα τα ονόματα. Και τα έδινε αυτά χωρίς να πληρώνουμε τίποτα, τα ‘κανε δωρεάν ο στρατός για να διαδώσουν το σκι στην Ελλάδα, διότι ήταν στενός ο κύκλος. Το σκι το έκαναν μόνο αυτοί που είχανε λεφτά, να το πούμε έτσι πιο απλά, ναι. Καταλάβατε; Και έτσι, ξεκίνησα μετά εγώ ως προπονητής σε όλα τα τμήματα της Ελλάδος. Μόνο στην Κρήτη δεν πήγα, γιατί ξεκίνησα από τη Ζήρεια που σου είπα, μετά πήγα στο Μαίναλο -εκεί πέρα να τους δείξω- από κει πήγα μετά στην Τρίπολη. Και όλα αυτά τώρα, απ' την Τρίπολη μέσα για να πας στο βουνό πηγαίναμε με τα πόδια. Δεν είχε δρόμο ούτε για το αυτοκίνητο τότε. Στη Δράμα που πήγα, από κάτω απ' το χωριό -πώς το λένε, δεν θυμάμαι, το χωριό- για να ανεβείς πάνω τώρα που γίνεται, που μπήκε το τελεφερίκ, πήγαμε με τα πόδια. Είχαν ένα καταφύγιο αρχαίο εκεί, κοιμηθήκαμε το βράδυ εκεί, λοιπόν, και την άλλη μέρα κάναμε τους αγώνες. Και για να κάνουμε τους αγώνες πατούσαμε με τα πόδια την πίστα, δεν είχε ούτε ρατράκ ούτε τίποτα. Με τα πόδια την πίστα και κάναμε το σκι. Το περισσότερο βράδυ. Στο Μέτσοβο, όταν πήγαμε στο Μέτσοβο, βγαίναμε επάνω στις Πολιτσιές και κάναμε εκεί και χαιρόταν πάρα πολύ εκεί... Τότε ήταν καθηγητής ο Παντόστης, ένας γυμναστής ήταν εκεί που μας δεχότανε με πάρα πολλή χαρά, πολύ χαίρονταν οι άνθρωποι εκεί όσες φορές πηγαίναμε. Και σε όλα τα βουνά σχεδόν, όπου υπάρχει Ορειβατικός τώρα, τα ΄χα όλα περπατήσει, όπου είναι τώρα χιονοδρομικό και έχει lift τα ‘χω περπατήσει εγώ με τα πόδια. Αυτά. Και πολλές φορές εδώ που ανεβαίναμε, εδώ απ΄το Σέλι που ανεβαίναμε πάνω την πίστα αυτή, ανεβαίναμε και στη μέση της πίστας λέγαν τα παιδιά απ’ τη Θεσσαλονίκη: «Ρε παιδιά, καθίστε και λίγο, σταματήστε». Ναι. «Συγγνώμη, κύριε Πλατίτσα, εσείς δεν κουράζεστε;», μου έλεγαν μπροστά. Εγώ μπροστά και αυτοί πατούσαν πίσω, μετά από μένα. «Δεν κουράζεστε;». «Γιατί -λέω- κουραστήκατε εσείς; Δεν ντρέπεστε λίγο παιδιά στον καιρό σας; Κουραστήκατε; Άντε πατήστε τους και ελάτε κοντά μου». Και όλα τα βουνά τα έχω περπατήσει με το πόδι. Με το πόδι. Και στον Όλυμπο που πηγαίναμε -και ο Όλυμπος δεν έχει lift- από κει περπατούσαμε με το πόδι μέχρι επάνω. Λοιπόν, δεν θυμάμαι τίποτα άλλο έτσι περίεργο για να σας πω. Και τώρα που το κάνω το σκι, αυτό που κάνω, το ευχαριστιέμαι. Μόνο που δεν βλέπω λίγο καθαρά, γιατί είμαι με ένα μάτι και δεν βλέπω τις ανωμαλίες του εδάφους. Εκεί λιγάκι δυσκολεύομαι και δεν μπορώ να κάνω εκείνο που έκανα. Είναι φυσικό, θα μου πείτε τώρα. Και αυτά.

Α.Κ.:

Ο εξοπλισμός του σκι τότε πώς ήτανε;

Σ.Π.:

Πώς;

Α.Κ.:

Ο εξοπλισμός του σκι τότε πώς ήτανε; 

Σ.Π.:

Ο εξοπλισμός-

Α.Κ.:

Φαντάζομαι δεν είναι όπως σήμερα.

Σ.Π.:

Ήτανε... Δεν τον είδες κάτω τον εξοπλισμό; Τα είδες;

Α.Κ.:

Όχι.

Σ.Π.:

Όχι. Θα κατέβουμε κάτω να τα δεις. Ο εξοπλισμός ήτανε πολύ αρχαίος, τα παπούτσια ήτανε, επίσης, αρχαία. Ήτανε απλό άρβυλο που λέμε -τα άρβυλα που λέγαμε τότε- θα στα δείξω κάτω που τα έχουμε, θα τα δεις. Ήταν πολύ άνετα, δεν ήταν τώρα όπως είναι αυτή η μπότα τώρα του σκι που γίνεται. Τώρα έχει εξελιχθεί πάρα πολύ καλά και έχει και μεγαλύτερη ασφάλεια. Έχει διαφορά μεγάλη. Θα σου δείξω τώρα που θα πάμε κάτω να δεις τα σκι που... Κατ' αρχήν, το σκι έπρεπε να σηκώσεις το χέρι σου, να σ[00:20:00]ηκώσεις το χέρι σου να το πιάσεις, τόσο μεγάλο. Ενώ τώρα γίνονται μέχρι εδώ. Ως εδώ είναι το σκι και κάνεις. Είναι πολύ πιο εύκολα και πιο καλύτερα.

Α.Κ.:

Από τι υλικό ήταν οι σανίδες τότε;

Σ.Π.:

Αυτό ήταν από διάφορα δέντρα, μάλλον ειδικά δέντρα. Δεν είναι φλαμουριά, είναι ένα άλλο δέντρο που… Αυτά, το σκι ξεκίνησε από την Ευρώπη, ξέρεις. Ναι, το σκι ξεκίνησε για τη μετακίνηση από το ένα χωριό στο άλλο. Πώς θα πήγαινε ο κόσμος; Και γι' αυτό βγάλανε, γιατί δεν μπορούσανε μες στο χιόνι, βουτούσε το πόδι μέχρι εδώ. Δεν μπορούσαν να περπατήσουν στο χιόνι και βγήκε για να μετακινούνται από το ένα χωριό στο άλλο. Δεν είχε και αυτοκίνητα τότε την εποχή εκείνη, γι' αυτό και ήταν μεγάλα τα σκι. Όσο πιο μεγάλο το σκι, τόσο κρατούσε, δεν βούλιαζε μες στο χιόνι. Κρατούσε από πάνω, κατάλαβες; Τώρα όμως με την εξέλιξη, οι πίστες που πατιούνται και έτσι, η τεχνική έχει αλλάξει και είναι πάρα πολύ καλή. Δεν υπήρχαν ούτε οι μπότες αυτές που βγαίνουν τώρα. Τώρα έχει το σκι μεγάλη ασφάλεια, πάρα πολύ μεγάλη ασφάλεια. Αρκεί ο δάσκαλος να ΄ναι σωστός για να μεταδώσει το σκι στον αρχάριο, να του δώσει να πιστέψει πρώτα ότι το σκι που θα φορέσει και την μπότα τώρα μας κρατάει, δεν μας αφήνει να πέσουμε, κατ' αρχήν. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα που είναι στο μάθημα πάνω, ανάλογα τον δάσκαλο. Αλλά ο δάσκαλος πρέπει να είναι και λίγο ψυχολόγος. Θέλει λίγο να ανεβάζει την ψυχολογία του κάθε πελάτη. Εάν δεν είναι λίγο ψυχολόγος, δυσκολεύεται ο μαθητής να μάθει το σκι εύκολα. Ενώ εγώ έχω μία άλλη τεχνική. «Θέλεις να μάθεις σκι;». «Ναι». Θα κάνουμε πρώτα τη θεωρία στον καφέ. Θα πιούμε έναν καφέ και πάνω στον καφέ θα σου δώσω να πιστέψεις ότι: «Πραγματικά μπορώ να κάνω κι εγώ σκι που δεν ξέρω καθόλου». Γιατί; Γιατί του δίνω τη δυνατότητα να πιστέψει ότι το σκι σήμερα, αυτήν την εποχή, την μπότα που φοράμε και το σκι που φοράμε αυτό, μας κρατούν, δεν μας αφήνουν να πέσουμε. Αρκεί να σταθούμε σωστά πάνω στο σκι. Λοιπόν, δεν έχω άλλο τίποτα να σας πω νομίζω.

Α.Κ.:

Κάποιες ερωτησούλες να σας κάνω.

Σ.Π.:

Ναι.

Α.Κ.:

Στους μαθητές σας αυτό λέγατε στη σχολή; Πώς τους εμψυχώνατε;

Σ.Π.:

Πώς;

Α.Κ.:

Στους μαθητές σας που είχατε στη σχολή πώς τους εμψυχώνατε;

Σ.Π.:

Τους μαθητές;

Α.Κ.:

Ναι.

Σ.Π.:

Όσους μαθητές πήρα εγώ για να μάθω, από την αρχή , πριν φορέσουμε τα σκι, τους λέω ότι «Θα κάνετε σκι με κλειστά τα μάτια». Τρελαίνονταν οι άλλοι. Λένε: «Τι κλειστά τα μάτια, τι μας λες εσύ, κλειστά τα μάτια;». «Ναι, θα σας κάνω με κλειστά τα μάτια». Και μέσα σε μία ώρα τους έβαζα την μπότα και όντως το πρώτο βήμα που έφτιαχνα... Θα μου πεις τώρα πρέπει να διαλέξεις και το μέρος που θα τον βάλεις τον αρχάριο. Δεν είναι άντε θα τον πάρεις και θα κάνουμε, να πηγαίνουμε οπουδήποτε και να κάνουμε το πρώτο μάθημα. Το πρώτο μάθημα που θα κάνουμε πρέπει να είναι ειδικώς, πρέπει να είναι επίπεδο, δεν πρέπει να είναι συνέχεια κατηφόρα. Θα ξεκινήσει από δω ο αθλητής, απ' το ένα μέτρο, τα δύο μέτρα, θα σταματήσει το σκι από μόνο του και ο αθλητής θα νομίζει ότι σταμάτησε αυτός. Ανεβαίνει η ψυχολογία του. Το λέω καλά; Με πιάνεις;

Α.Κ.:

Ναι, ναι, καταλαβαίνω.

Σ.Π.:

Λοιπόν, θα του δώσει τη δυνατότητα να πιστέψει και να νομίσει ότι το έκανε αυτό που είπαμε, ενώ στην ουσία δεν το ‘κανε. Αλλά λόγω του εδάφους και το θάρρος που τον δίνεις πιστεύει ότι..., λέει: «Σταμάτησα». Σταμάτησε, αλλά γιατί σταμάτησε. Κοίταξε το χέρι μου. Ξεκίνησε από δω τσουλώντας το σκι και εδώ το σκι σταμάτησε μόνο του, γιατί είναι ανηφόρα. Και ο αθλητής νομίζει ότι σταμάτησε αυτός. Το πιάνεις αυτό; Έχει μεγάλη σημασία.

Α.Κ.:

Ναι, ναι, ναι.

Σ.Π.:

Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία. Δεν μπορούμε να πάμε τον αρχάριο συνέχεια σε μια κατηφόρα να κάνει σκι. Θέλει ειδικό μέρος για να μπορέσει να πιστέψει. Λοιπόν, αυτά.

Α.Κ.:

Στο εξωτερικό που έχετε πάει πολλές φορές και που κάνατε και τους αγώνες πώς σας φάνηκε; Ειδικά σε σχέση με την Ελλάδα. Τι εντύπωση σας έκανε;

Σ.Π.:

Μεγάλη διαφορά. Πάρα πολύ μεγάλη διαφορά έχουμε, γιατί οι άνθρωποι αυτοί, εδώ που φτάσανε τώρα, βέβαια τους έκανε η ανάγκη τότε για να μάθουνε το σκι, που μετακινιόταν απ' το ένα χωριό, μία πόλη στο άλλο που πηγαίνανε με τα σκι. Τώρα το κάνανε σπορ και το κάνουν τόσο σωστό όσο δεν μπορούμε εμείς να το πιστέψουμε. Εάν ένας που κάνει σκι εδώ στην Ελλάδα και δεν πήγε έξω και πάει -τώρα που έχουμε και τα lift- και πάει έξω να δει, έχουμε μεγάλη διαφορά. Έχουμε πάρα πολύ μεγάλη διαφορά, γιατί οι περισσότεροι στα χιονοδρομικά κέντρα που διοικούν σήμερα, οι περισσότεροι είναι άσχετοι. Δεν γνωρίζουν το αντικείμενο. Πολύ λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζ[00:25:00]ουν το αντικείμενο. Γι' αυτό θα πρέπει η πολιτεία -τώρα να πούμε το Υπουργείο Αθλητισμού μάλλον- θα πρέπει να επέμβει και θα πρέπει όλα τα χιονοδρομικά να έχουν τους διευθυντές, οι διευθυνταί των χιονοδρομικών κέντρων να 'ναι παλιοί αθληταί, να γνωρίζουν το αντικείμενο. Δεν ξέρω αν το λέω καλά ή αν καταλαβαίνεις τι λέω.

Α.Κ.:

Καταλαβαίνω.

Σ.Π.:

Γιατί σήμερα οι περισσότεροι που είναι στα χιονοδρομικά κέντρα δεν ξέρουν ούτε σκι. Ή κι αν ξέρει κανένας λίγο σκι, αλλά ξέρει για τον εαυτό του. Ναι. Πρέπει να είναι και ειδικά εκπαιδευμένοι στα χιονοδρομικά κέντρα.

Α.Κ.:

Τώρα θέλω και μια άλλη ερώτηση. Θυμάστε κάποια κατεβασιά σας σε αγώνες πώς νιώθατε, πώς ετοιμαστήκατε απ’ την αρχή και μετά μέχρι τη βράβευσή σας να μας πείτε μία ιστορία;

Σ.Π.:

Κοίταξε, η βράβευσή μου ήτανε η πρώτη κατάβαση που έκανα, δεν το περίμενε κανένας. Δεν το περίμενε κανένας, γιατί ήτανε η δεύτερη, τρίτη Κυριακή ήταν που συμμετείχα εκεί πέρα, αλλά εγώ στη γειτονιά που γλιστρούσαμε πήγαινα, πάντα ήμουνα πρώτος. Και συγκεκριμένα, κέρδισα. Γιατί κέρδισα; Διότι όλοι κάναμε τότε με μεγάλα σκι. Και πάω στον Ορειβατικό εγώ, λέω: «Να πάρω ένα ζευγάρι σκι για τους αγώνες που έχουμε. Μου λέει: «Δεν έχουμε, Σταύρο, σκι -το ΄χαν πάρει οι υπόλοιποι- δεν έχουμε σκι -λέει- έχουμε κάτι παλιά εδώ», τα οποία δεν μ' άρεσαν εμένα. Ήταν μεγάλα, έπρεπε να σηκώσεις το χέρι σου, ναι, να... Και σηκώνομαι εγώ την τελευταία εβδομάδα που ήταν να γίνουν οι αγώνες και κατεβαίνω στη Θεσσαλονίκη και πάω στον «Κατράντζος Σπορ». «Κατράντζος Σπορ» ήτανε τότε και ο Λαμπρόπουλος, ήταν αυτοί, είχανε αθλητικά. Λοιπόν, πάμε, λέει: «Δεν έχουμε -λέει ο Λαμπρόπουλος- δεν έχουμε σκι». Και από κει πήγα στον Κατράντζο. Πάω στον Κατράντζο, λέει: «Δεν έχουμε -λέει- κύριε Πλατίτσα, δεν έχουμε σκι, να έχουμε ένα ζευγάρι μόνο», το οποίο ήταν από τα καινούρια που είχανε βγει τότε και τα χαμηλά. Δεν ήταν το ψηλό σκι που είχαμε εμείς. Και κάθομαι σκέπτομαι εγώ, να πούμε, σκέπτομαι, σκέπτομαι, λέω: «Θα το πάρω». Και το πήρα εκείνο το σκι. Που εκείνο το σκι που πήρα τότε κάνουμε τώρα. Λοιπόν, αυτό το ανάστημα, ήταν το πιο κοντό, ήταν το σκι μέχρι τόσο, λίγο πιο πάνω από μένα, ενώ εκείνα ήταν εκεί. Και πήρα εκείνο το σκι που με φάνηκε παιχνίδι. Λες και είχα γκαλέτζες που λέμε, σανδάλια είχα στα πόδια μου και πήγαινα έτσι…, τρελάθηκα. Δεν μπορούσα... Τότε οι εφημερίδες έγραψαν: «Παιδιά, ο Πλατίτσας πρώτος». Δεν μπορούσα να πάω..., στον Βόλο πήγαινα, όλοι: «Παιδιά, ήρθε ο κύριος Πλατίτσας». Στην Πάτρα πήγαινα: «Παιδιά, ήρθε ο Πλατίτσας». Στο Καρπενήσι πήγαινα, δεν μπορούσα να..., «Παιδιά, να ο Πλατίτσας». Όλοι με δείχναν με το δάχτυλο και δεν μπορούσα να βγω έξω. Ρε τι γίνεται, να πούμε; Τι είμαι εγώ ρε παιδιά, ένα σκι κάνω απλούστατα. Όλοι το φοβόταν το σκι τότε, ο κόσμος το σκι. Τι να σου πω, ήταν κάτι πρωτοφανές για μένα. Δεν μπορούσα να πάω... Στον Βόλο, προπαντός, «Παιδιά, ήρθε ο Πλατίτσας, να πάμε αύριο να τον δούμε να κάνει σκι». Τώρα, τι σκι έκανα δεν ξέρω εγώ, αλλά η ομοσπονδία που με διάλεξε και με έβαλε από -πόσοι άνθρωποι είναι, 50 άνθρωποι κάνουν σκι, τώρα θα δεις μια πίστα, πόσους ανθρώπους βλέπεις, εκατό;- εγώ ξεχώριζα στο σκι. Έκανα το καλύτερο σκι. Γιατί; Γιατί δύο φορές που πήγαμε έξω Αυστρία τότε, στην Αυστρία όταν πήγα την πρώτη φορά, πήγαμε με έναν προπονητή πάρα πολύ καλό. Κάναμε. Τον λέγαμε Χούμπερ, ο Χούμπερ. Λοιπόν, ήμασταν 12-13 άτομα και μου έλεγε: «Σταύρο, εγώ θα είμαι μπροστά και εσύ πίσω θα είσαι». Με έβαζε, τελευταίο με έβαζε πάντα. Με έβαζε τελευταίο, αλλά εγώ πήγαινα τελευταίος μέχρι τη μέση και απ' τη μέση και κάτω πήγαινα πίσω του για να τον βλέπω τι κάνει αυτός. Λοιπόν, τέσσερις-πέντε μέρες πήγαινα πίσω του. Μετά απ' τις πέντε μέρες όμως, δίπλα από μας -πώς είναι η πίστα μεγάλη- κατεβαίναμε εμείς σε μια πλευρά, να πούμε, και βλέπω εκεί που κατεβαίναμε και όταν σταματούσαμε να μας πει δυο κουβέντες ο προπονητής, δίπλα έβλεπα δύο παρέες, 6-7 άτομα, που κατέβαιναν, έκαναν σκι πάρα πολύ ωραίο. Ήταν όρθιοι, κλειστά τα πόδια[00:30:00] και στέκονταν καλύτερα από όλους μας. Και έκαναν ένα «S» και στην ίδια γραμμή που πήγαινε ο πρώτος πήγαινε και ο τελευταίος. Δηλαδή εφτά άτομα περνούσαν την ίδια γραμμή και έκαναν όλοι ένα «S» έτσι. Και ήταν όρθιοι, πώς να σου πω, ήταν πιο εντυπωσιακοί. Λοιπόν, και εγώ πήγαινα, τους άφηνα αυτούς και πήγαινα πίσω απ' αυτούς. Πήγαινα πίσω απ' αυτούς και τους έκλεψα την τεχνική τους, πώς κατεβαίναν και έτσι. Και από κει η ομοσπονδία, επειδή είχα ωραίο στυλ, διάλεξε από 12 άτομα που ήμασταν στην Εθνική Ομάδα διάλεξαν εμένα, μου έδωσαν το δίπλωμα και έγινα προπονητής για να κάνω μαθήματα στα παιδιά, τα οποία τα έκανα και τα κάνω και συνεχίζω και κάνω. Και πάρα πολλούς που βλέπω που δυσκολεύονται, πάρα πολλοί δυσκολεύονται, το βλέπεις ο άλλος σκύβει έτσι να στρίψει και δεν μπορεί να κάνει σκι. Εκείνον πάω και τον βοηθώ αμέσως. Πάω του λέω δυο κουβέντες και μου λέει: «Πού ήσουν, ρε παιδάκι μου -λέει-, κρυμμένος ήσουνα; Πω, πω!», λέει. Και γίναμε και φίλοι. Και συγκεκριμένα, ένας..., ήμουνα στον Παρνασσό την Κυριακή. Μια Κυριακή, την τελευταία Κυριακή που έτρεξα στους αγώνες, κάναμε αγώνες, έτρεχα και γύριζα απ' την Τρίπολη, γύρισα και έμεινα το βράδυ στον Παρνασσό. Λοιπόν, λέω θα πάω στον Παρνασσό την επομένη να κάνω λίγο σκι. Ε, και να δω και τα παιδιά εκεί πέρα, γιατί όλα τα παιδιά γνωστά. Λοιπόν, πάω την επόμενη μέρα, τη Δευτέρα, να κάνω σκι και βλέπω δεν είναι κανένας. Και βλέπω έρχεται ένας μετά από μένα, έρχεται να κάνει σκι. Και τον βλέπω κατεβαίνει μια φορά, κατεβαίνει τη δεύτερη φορά, αλλά για να κατέβει μια διαδρομή -αν σου πω- 200 μέτρα, σταματούσε τρεις φορές. Σταματούσε γιατί κατέβαινε έτσι, και έτσι που κατέβαινε δεν κατέβαινε καθόλου καλά. Έδινε δύναμη στο σώμα του, στα χέρια και δεν έδινε τη δύναμη που πρέπει να τη δώσει στα πόδια, κάτω στη φτέρνα. Η περισσότερη δύναμη τη δίνουμε στη φτέρνα, ξέρεις, για να κάνουμε το σκι. Λοιπόν, και τον σταματώ, του λέω: «Συγγνώμη, να σου πω κάτι». Μου λέει: «Τι;». «Να σου πω κάτι -λέω- για το σκι, κάνεις ένα λάθος». «Ναι μωρέ -λέει- κάνω λάθος» και βγάζει το μαντήλι και σκουπίζεται. Μούσκεμα ιδρωμένος. Του λέω δυο κουβέντες, του λέω θα κάνεις αυτό. Του λέω: «Θα σηκωθείς όρθιος». Αυτός δεν σηκωνόταν, συνέχεια ήταν έτσι, έδινε δύναμη στο σώμα του απ' τη μέση και πάνω, ενώ πρέπει να δίνουμε τη δύναμη από τη μέση και κάτω. Πρέπει το σώμα επάνω να είναι ελεύθερο, να μην κουράζεσαι και τα χέρια να τα έχεις χαλαρά, να μη σφίγγεσαι. Αυτός σφιγγόταν έτσι, σφιγγόταν να στρίψει μία από δω και μία από κει. Δεν έκανε δυο στροφές, σταματούσε, έβγαζε το μαντήλι και σκουπιζόταν. Μούσκεμα ιδρωμένος. Του λέω δυο κουβέντες, λοιπόν. Την τρίτη διαδρομή, λέω: «Για να σταματήσω, τι κάνει». «Τι γίνεται -λέω- παλικάρι, πώς πας;». Και ήταν μεγαλύτερος από μένα. Λοιπόν, «Πού ήσουνα, ρε παιδάκι μου, κρυμμένος;», μου λέει. «Γιατί -λέω- τι έγινε;». «Τώρα κατάλαβα -λέει- πώς γίνεται το σκι». Ε, λέω: «Έτσι πως κατέβαινες, έκανες λάθος», του λέω. Ναι, λοιπόν, και από τότε γίναμε και φίλοι, γιατί ήτανε γεωπόνος αυτός από την Καρδίτσα και ήτανε Σαρακατσάνος. Ο μπαμπάς του ήταν από τη Λαμία. Είχαν κάτι χωράφια εκεί και λέει: «Να, έρχομαι να δω τα χωράφια εδώ και ήρθα να κάνω και λίγο σκι εδώ». Ναι. «Από πού είσαι;», τι και πώς, μου είπε μετά. «Απ’ την Καρδίτσα είμαι, αλλά είμαι διορισμένος στη Θεσσαλονίκη». «Ναι;», λέω. «Ε, τότε -λέω- θα γίνουμε φίλοι». «Γιατί;», μου λέει. Λέω: «Εγώ είμαι στο Σέλι». Λέει: «Έρχομαι στο Σέλι εγώ». Και από τότε γίναμε και φίλοι. Και πάρα πολλούς έχω βοηθήσει, πάρα πολλούς. Και τώρα ακόμα, σταματάω εδώ οι δάσκαλοι που δείχνουν τα παιδιά -είναι μερικοί δάσκαλοι που δεν ήταν σωστοί, κάναν λάθη- και πάω, τους λέω δύο κουβέντες. Κατάλαβες; Και αυτό με ικανοποιεί. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο, πόσο με ικανοποιεί. Δεν θέλω να βλέπω άνθρωπο να κάθεται στραβά πάνω στο σκι. Θα πάω, θα τους το πω. Θα τον ενοχλήσω. Δεν ξέρω αν κάνω καλά ή όχι. Και ο άλλος με κοιτάει περίεργα, έτσι τι και πώς, ξέρεις, δεν έχουμε όλοι τον ίδιο χαρακτήρα. Ο άλλος λέει: «Μωρέ τι μου λέει τώρα αυτός;», ενώ κάνει λάθος, ναι. «Τι μου λέει τώρα αυτός». Και του λέει ο άλλος: «Α, ρε μαλάκα, α[00:35:00]υτό που σου είπε αυτός είναι σωστό. Αυτό που κάνεις εσύ είναι λάθος». Και μετά… Μάλιστα, ένας -δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς πού ήμουνα, τώρα στον Βόλο ήμουνα, πού ήμουνα, Παρνασσό ήμουνα, δεν ξέρω, Τρίπολη ήμουνα, δεν ξέρω πού ήμουνα- ένας μου λέει: «Κύριε Πλατίτσα, να σας πω κάτι;», λέω: «Τι;». «Έλα εδώ -μου λέει- κάθισε κάτω. Δεν ξέρω αν θυμάσαι -μου λέει- δεν ξέρω αν θυμάσαι -πού ήτανε μωρέ, στον Βόλο ήτανε, δεν θυμάμαι πού, λέει- σε ρώτησα, σου είπα κάτι εγώ για το σκι και μου είπε μια κουβέντα η οποία ήταν πάρα πολύ σοφή. Και εκείνη την κουβέντα -λέει- την εφήρμοσα και κάνω το σκι που κάνω τώρα. Την πήρα από σένα την κουβέντα που μου είπες». Ναι. «Επιτέλους -λέω- βγήκε ένας και μου είπε ευχαριστώ». Λοιπόν, αυτά. Αν έχεις κάτι άλλο...

Α.Κ.:

Ναι, ναι. Θέλω να ρωτήσω. Οπότε εσείς μάθατε την τεχνική στο εξωτερικό, είχατε και τη δική σας, άρα πριν από σας στην Ελλάδα λίγο πολύ ο κόσμος δεν είχε συγκεκριμένη τεχνική. Από εσάς και μετά εφαρμόστηκε κάτι πιο συγκεκριμένο.

Σ.Π.:

Κάτι συγκεκριμένο, τι δηλαδή; Λεπτομέρεια.

Α.Κ.:

Στην τεχνική, που τους δείξατε εσείς.

Σ.Π.:

Στην τεχνική ναι, ναι.

Α.Κ.:

Ναι, ναι.

Σ.Π.:

Ναι, ναι. Γιατί εγώ όταν πήγα και έξω τη δεύτερη, την τρίτη φορά που πήγα έξω, τους είπα για τα σκι τα κοντά και γέλασαν. Ένα μαγαζί που πήγαμε, εκεί στο Ίνσμπρουκ που πήγαμε, και τους λέω: «Με τα κοντά σκι κάνεις καλύτερα». «Όχι -λέει ο ένας, λέει- είναι λάθος, αυτό είναι το καλύτερο σκι, λίγο μεγαλύτερο». Του λέω: «Κάνεις λάθος -λέω- το μικρότερο είναι το καλύτερο, το μικρότερο». Και τώρα το βγάλανε, από τότε, τώρα το βγάλανε το μικρό σκι και κάνει όλος ο κόσμος και είναι όλοι ευχαριστημένοι. Αυτά. Αλλά εγώ έκλεψα πολύ. Βέβαια, έκανα και ξεχωριστά, 4-5 μέρες είχαμε πάει με έναν φίλο μου από τη Θεσσαλονίκη Μπίρδας, Θεόδωρος Μπίρδας ήτανε. Πήγαμε μαζί, καθίσαμε τέσσερις μέρες και πήραμε έναν προπονητή και κάναμε το σκι. Κάναμε και μου λέει: «Δεν θες τίποτα εσύ. Εσύ ξέρεις» μου έλεγε αυτός. «Ε -λέω- για τον φίλο μας, να βοηθήσουμε τον φίλο μας εδώ που δεν ξέρει». Αυτά.

Α.Κ.:

Και όταν ψάχνατε να βρείτε σκι που είπατε πήγατε και στον Λαμπρόπουλο και εκεί…

Σ.Π.:

Ο Λαμπρόπουλος, ναι, δεν είχε καθόλου σκι.

Α.Κ.:

Γιατί όμως τότε;

Σ.Π.:

Δεν ξέρω γιατί. Τότε το σκι ήταν στα σπάργανα, δεν το έκανε όλος ο κόσμος το σκι. Το σκι το ‘κανε η βασιλική οικογένεια και η ελίτ των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης, οι πολύ πλούσιοι. Από κει ξεκίνησε το σκι. Γι' αυτό, γιατί το ξεκίνησε η βασιλική οικογένεια, τότε που σας λέω. Το ξεκίνησε από τη Νάουσα και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, το οποίο πηγαίνουμε πάρα πολύ καλά. Έμαθε πολύς κόσμος και συνεχίζει να μάθει πολύς κόσμος. Εδώ, το Σέλι, τώρα φέτο που ξεκινήσαμε μετά απ' τον κορονοϊό και τα τόσα πολλά που έχουμε, που άνοιξε το χιονοδρομικό, η πρώτη Κυριακή και η δεύτερη, εδώ το Σέλι είχε γεμίσει, είχαμε ουρά, είχαμε... Εμείς απ' το μαγαζί εδώ που είναι μέχρι το έλατο πέρα ήτανε ουρά για να πάρουνε σκι οι άνθρωποι, που την εποχή εκείνη δεν το γνώριζαν, δεν ήξεραν τίποτα. Και εγώ ο ίδιος δεν ξέρω, από δω, ακριβώς αυτό το τραπέζι καθόμουν εκεί, και έβλεπα την κοσμοσυρροή στο ταμείο -το ταμείο είναι δεξιά ξέρεις- ουρά 5-6 μαζεμένοι, ουρά μεγάλη, όχι ο ένας πίσω απ' τον άλλο, 5-6 από τη μια μεριά του δρόμου μέχρι την άλλη, είχε κόσμο για να περιμένει. Και εγώ ο ίδιος συγκινήθηκα, λέω: «Κοίταξε, τι δουλειά φτιάξαμε τότε ο Ορειβατικός με το Υπουργείο Αθλητισμού», να πούμε, που πήραμε και μοιράζαμε σκι και γύρισα όλα τα βουνά της Ελλάδος. Όπου έχει τώρα χιονοδρομικό, τα ‘χω περπατήσει εγώ όλα με το πόδι. Και με 10 παιδιά εδώ, 12 πόσοι ήμασταν να πούμε, 10 παιδάκια που τα μάθαινα σκι και τώρα είναι χιλιάδες άνθρωποι. Τώρα το λέω και συγκινούμαι. Και τώρα που τον βλέπω τον κόσμο, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ικανοποιούμαι, πόσο ικανοποιούμαι. Δεν μπορώ να στο μεταδώσω. Λοιπόν, και άλλα πολλά. Και τώρα που κάθομαι εδώ, το ζω, τώρα φέτο, τόσο χιόνι -που είμαι εδώ από το 1950 που είμαι εδώ, είναι 70 χρόνια- λοιπόν, τόσο χιόνι δεν έχω δει. Ποτέ. Είναι η πρώτη χρονιά που το Σέλι έχει τόσο χιόνι. Ποτέ! Και το χαίρομαι σαν να είμαι πρώτη φορά βαλμένος εδώ, το χαίρομαι πάρα πάρα πολύ. Δηλαδή αυτήν την κατάσταση τη ζω, ναι. Και [00:40:00]τώρα περιμένω πάλι να στρώσει λίγο ο καιρός, να βγει λίγο ο ήλιος καμιά μέρα δύο, να κάνω και λίγο σκι, να κάνω το σκι μου και να περάσει η μέρα μου έτσι. Έχω λίγο πρόβλημα λίγο από το δεξί το μάτι, δεν βλέπω καθόλου, είμαι μ' ένα μάτι και δεν βλέπω τις ανωμαλίες λίγο του εδάφους, δεν τις βλέπω καλά. Κατά τ' άλλα, είμαι καλά, δεν έχω πρόβλημα, δόξα τω Θεώ, Και λέω, μάλιστα, αν θα γίνουν οι παλαιμάχοι, ο αγώνας των παλαιμάχων αν θα γίνει εδώ, λέω να τρέξω και φέτος. Το λέω αυτό, δεν ξέρω αν θα μπορέσω βέβαια, αλλά ελπίζω. Ελπίζω.

Α.Κ.:

Εσείς εδώ γεννηθήκατε και εδώ μεγαλώσατε;

Σ.Π.:

Γεννήθηκα στη Νάουσα. Στη Νάουσα γεννήθηκα με μια μεγάλη οικογένεια. Ήμασταν έξι παιδιά. Τρία αγόρια και τρία κορίτσια ήμασταν και εγώ ήμουνα ο τέταρτος, δυο κορίτσια μπροστά, τρίτος, και μετά ήμουνα εγώ. Αλλά δυστυχώς, είχε πεθάνει ο μπαμπάς μου νωρίς, 47 χρονών, είχε πεθάνει νωρίς ο μπαμπάς μου. Και είχαμε χωράφια τότε, γιατί ο μπαμπάς μου είχε έρθει από την Αμερική τότε να παντρευτεί, να πάρει τη γυναίκα του και να πάει στην Αμερική. Αλλά η μαμά μου δεν ήθελε να πάει στην Αμερική, ναι. Και μείναμε στη Νάουσα. Είχε χωράφια, βέβαια, η γιαγιά μου και ασχολήθηκε ο μπαμπάς μου με τα χωράφια. Αυτά, είχε 60 στρέμματα, είχε αμπέλια μόνο, εκεί μπροστά τα άλλα..., είχε γύρω στα 80 στρέμματα. Πολύ καλή δουλειά ήταν, αλλά βέβαια έφυγε νωρίς ο μπαμπάς μου και η καημένη η μαμά μου ταλαιπωρήθηκε λιγάκι, αλλά δόξα τω Θεώ είμαστε καλά. Είμαστε καλά. Εγώ κάτι λίγα κτήματα που ΄χαν μείνει στο τέλος, όταν είπα να κάνω σχολή, πούλησα τα χωράφια και έκανα τη σχολή αυτή, η οποία μού έδωσε τόσα λεφτά που έκανα άλλα τρία σπίτια. Δουλέψαμε, πολύ καλά δουλέψαμε, ναι, αλλά τώρα υπάρχει κρίση παντού. Όπως βλέπεις, τα χιόνια δεν είναι τόσο καλά τόσο απ' τη φετινή χρονιά. Η φετινή χρονιά είναι πολύ καλή. Αλλά τα προηγούμενα χρόνια δεν είχαμε πάρα πολλή δουλειά. Αλλάξαν και τα πράγματα τώρα, είναι εντελώς διαφορετικά. Αλλά εγώ έκανα την επιθυμία μου την οποία τη ζω και την ευχαριστιέμαι εδώ.

Α.Κ.:

Η οικογένειά σας πώς το έβλεπε το σκι, τι σας έλεγαν;

Σ.Π.:

Δεν μπορούσε να πει η μαμά μου τίποτα τότε. Και μάλιστα, χαίρονταν που βγήκα πρώτος, τι και πώς αλλά… Μάλλον χαίροταν η μαμά μου, ναι, χαιρόταν, αλλά μας έφυγε λίγο νωρίς και αυτή και έτσι είχαμε μείνει μόνοι. Κάθε άνθρωπος, ξέρεις, έχει την ιστορία του. Άλλοι περνούν καλά, άλλοι όχι, δόξα τω Θεώ τώρα είμαστε καλά.

Α.Κ.:

Τη σχολή εδώ τη φτιάξατε εύκολα; Τι κανονισμοί..., ας πούμε, τι διαδικασία χρειάστηκε για να κάνετε εδώ όλη τη σχολή, όταν την πρωτοφτιάξατε;

Σ.Π.:

Καμία διαδικασία δεν χρειάστηκε, γιατί σου είπα προηγουμένως ότι «Παιδιά, ο Πλατίτσας ήρθε» και «Όλοι πάμε στον Πλατίτσα». «Σταύρο -ο ένας- έλα να μάθεις εμένα», άλλος, «Έλα να μάθεις εμένα». Είχα και δυο-τρεις δασκάλους άλλους, να πούμε, άλλα παιδιά, δεν ξέρω, δόξα τω Θεώ από τον κόσμο δεν έχω παράπονο. Βέβαια, κι εγώ ό,τι μπορούσα και μπορώ, να πούμε, εκεί βοηθώ, όσο μπορώ. Αλλά ανεβάσαμε το σκι με το μοίρασμα, τα σκι που μοίρασα τότε στους Ορειβατικούς -θα μου πεις περάσαν και πολλά χρόνια- λοιπόν, και ανέβηκε το σκι εδώ που ανέβηκε.

Α.Κ.:

Ο κόσμος πότε άρχισε να κάνει περισσότερο σκι; Πότε διαδόθηκε;

Σ.Π.:

Ε, κοίταξε, μετά το ‘60 διαδόθηκε το σκι, τότε μετά το ‘60 διαδόθηκε το σκι. Βέβαια. Τότε που δώσαμε σκι στον Ορειβατικό, έγινε το Σέλι, μπήκε το lift εδώ που μπήκε. Έγινε πολύ καλή αρχή, πάρα πολύ καλή αρχή. Μετά έδειξαν ενδιαφέρον, έγινε ο Παρνασσός, έγιναν τα Πηγάδια, έγιναν κι άλλα χιονοδρομικά που γίναν σιγά σιγά. Βοήθησε η πολιτεία βέβαια, ναι, βοήθησε και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε τώρα, ναι. Και δόξα τω Θεώ όλα… Τώρα έχουμε όμως προβλήματα, είχαμε λίγο τα προηγούμενα χρόνια με χιόνια, δεν είχαμε, τόσο χιόνια δεν είχαμε ποτέ εδώ στο Σέλι. Τα χιόνια που έχουμε, αυτά τώρα φέτο, δεν τα είχαμε ποτέ. Έχεις τίποτα άλλο;

Α.Κ.:

Είμαι περίεργη να μάθω τι ρούχα φορούσατε τότε στην αρχή για να μην κρυώνετε γιατί τώρα έχουμε ειδικά ρούχα. Τότε όμως;[00:45:00]

Σ.Π.:

Τότε ήτανε σκέτη ταλαιπωρία. Μια κουβέντα θα σου πω, δεν χρειάζεται περισσότερο να σου πω, γιατί δεν υπήρχαν τα ρούχα που υπάρχουν τώρα. Δεν υπήρχαν τα ρούχα που υπάρχουν τώρα. Δεν ξέρω αν έχω κάνα παλιό παντελόνι -να πούμε- για να σου δείξω. Πάμε να σου δείξω κάτω, να δεις την μπότα τη συνηθισμένη που φορούσαμε, που κάναμε τότε.