© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Η Σαμοθράκη των προηγούμενων δεκαετιών: Ήθη και έθιμα, αρχές του τουρισμού και παιδική ηλικία
Κωδικός Ιστορίας
13181
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Πέτρος Αποστολούδιας (Π.Α.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/11/2021
Ερευνητής/τρια
Elena Stavraki (E.S.)
[00:00:00]Καλησπέρα!
Καλησπέρα!
Πώς ονομάζεσαι;
Αποστολούδιας Πέτρος του Κομνηνού.
Χάρηκα! Εγώ είμαι η Έλενα Σταυράκη, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima, είναι 06/11/2021, είμαστε στη Σαμοθράκη και ξεκινάμε τη συνέντευξη. Θα ήθελες να μου πεις κάποια πράγματα για τον εαυτό σου;
Γεννήθηκα στη Χώρα Σαμοθράκης, εδώ στη γειτονιά τη συγκεκριμένη, στις 16/02/1965 στο σπίτι, όπως συνηθιζόταν τότε ακόμα. Η Σαμοθράκη εκείνη την εποχή, δεν είχε μπει στον 20ο αιώνα κατευθείαν. Ήταν ακόμα στο μεταίχμιο. Ήταν μία σχεδόν πρωτόγονη κοινωνία, χωρίς εύκολη επαφή με τον έξω κόσμο και η γέννα ήταν κάτι που θεωρούτανε υπόθεση της οικογένειας και όχι του νοσοκομείου. Οπότε γεννήθηκα στο σπίτι.
Θα ήθελες να μου πεις για τα παιδικά σου χρόνια;
Ναι. Είχα την τύχη να γεννηθώ σε μία καλή εποχή. Δεν υπήρχε η δυσκολία των προηγούμενων χρόνων. Η πείνα ουσιαστικά που υπήρχε στην μεταπολεμική, στην προπολεμική Ελλάδα φυσικά. Ζήσαμε ευχάριστα, ευτυχισμένα θα έλεγα, παιδικά χρόνια. Παίξαμε στην αυλή, παίξαμε στη γειτονιά. Είχαμε και επαφή με τα υπόλοιπα παιδιά. Υπήρχαν πάρα πολλά παιδιά. Να φανταστείτε ότι κάνοντας αναγωγή στα σημερινά δεδομένα, ήμασταν σ’ ένα σχολείο που η τάξη μας είχε 35 παιδιά. Και ύστερα από 7 χρόνια η ίδια τάξη είχε 9. Και αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καν σχολείο. Όλο το νησί έχει πλέον γύρω στα 150 παιδιά, τότε πρέπει να υπήρχαν γύρω στα 300 παιδιά, χώρια αυτά που δεν πήγαιναν σχολείο γιατί δεν ήταν απαραίτητο τότε.
Πότε πρωτοήρθες σε επαφή με τα έθιμα της Σαμοθράκης;
Νομίζω ότι μεγάλωσα με τα έθιμα, ότι γεννήθηκα μέσα σε ένα περιβάλλον. Υπήρχαν παππούδες, γιαγιάδες, ηλικιωμένοι, άνθρωποι που όταν εγώ ήμουν 10 και 12 χρονών -εντάξει, νωρίτερα δεν μπορείς να έχει επαφές με έθιμα- αυτοί είχαν πιάσει τα 80, τα 90. Ήταν άνθρωποι που μιλούσαν για πράγματα τα οποία είχαν σταματήσει να γίνονται, ή εξακολουθούσαν αλλά είχαν αρχίσει να ατονούν, οπότε μου δημιουργήθηκε το ενδιαφέρον από τότε. Μπορεί το έθιμο να ήταν και κάποιες εργασίες που είχαν βάλει οι δάσκαλοι στο σχολείο: «Μαζέψτε -ξέρω εγώ- τραγούδια ή συνήθειες ή ιστορίες από τον παππού και τη γιαγιά». Κάπως έτσι. Και μου έγινε μετά συνήθεια.
Θυμάσαι ποιο ήταν το πρώτο έθιμο που γνώρισες, που είδες, που έζησες;
Νομίζω ήταν τα έθιμα του γάμου. Είναι το πιο έντονο γεγονός στη ζωή μιας μικρής κοινωνίας όπως είναι και η Σαμοθράκη. Το πιο χαρακτηριστικό ίσως και αυτό το οποίο μπόρεσε να κρατηθεί μέχρι και τελευταία. Ουσιαστικά διατηρείται ακόμη, με κάποιες αλλαγές. Ή απλουστεύσεις μάλλον, όχι αλλαγές.
Θα ήθελες να μου το περιγράψεις;
Ναι, βέβαια. Επιστρέφουμε βέβαια αρκετά χρόνια πίσω, όχι στη σημερινή εποχή, έτσι δεν είναι; Λοιπόν, ο γάμος… Βασικά ο γάμος ξεκινάει από τη γνωριμία του ζευγαριού. Παλιότερα γινόταν μόνο με προξενιά ή έστω στο μεγαλύτερο ποσοστό. Η προξενιά, την αναλάμβανε να την κάνει η πλευρά της γυναίκας, όσο περίεργο κι αν φαίνεται. Γιατί η Σαμοθράκη είχε μια υποτυπώδη μορφή μητριαρχίας. Η γυναίκα είχε ένα ρόλο αρκετά ισχυρό για τα δεδομένα μιας παραδοσιακής κοινωνίας στην Ελλάδα. Είχε λόγο. Ο άντρας πήγαινε στο σπίτι της νύφης. Η γυναίκα έπαιρνε προίκα το σπίτι. Έπαιρνε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας. Και μέσα σ’ όλα αυτά τα υπόλοιπα κομμάτια, είχε και το δικαίωμα να -μάλλον, είχαν τη συνήθεια- να επιλέγουνε αυτοί τον γαμπρό. Εφόσον η οικογένεια της νύφης θα αναλάμβανε να στηρίξει οικονομικά το καινούριο ζευγάρι, αυτό που τους απασχολούσε, όσο ψάχνανε γαμπρό, ήταν η επιφάνεια, κυρίως η κοινωνική θέση του γαμπρού. Όσο καλύτερος, όσο πιο νοικοκύρης θεωρούνταν τόσο πιο μεγάλη αξία αποκτούσε. Οπότε γινόταν η πρώτη κρούση από την πλευρά της νύφης. Ξεκινούσε, όπως γινόταν πάντα σε ένα προξενιό, κάποιος τρίτος πλησίαζε αδιάφορα την οικογένεια του γαμπρού. Έλεγε, έκανε τις πρώτες κρούσεις ότι υπάρχει κάποια καλή κοπέλα, ότι έχει πολύ καλή προίκα -βασικό προσόν για την εποχή-, ότι είναι πολύ νοικοκυρα, ότι είναι έτσι, ότι είναι αλλιώς. Και μετά ερχόταν σε επαφή οι γονείς των δύο των παιδιών να ορίσουν μία ημερομηνία στην οποία θα γινόταν η συνάντηση των δύο οικογενειών. Και πήγαιναν να κάνουνε την επίσημη προξενιά από τη μεριά της νύφης. Μια αντιπροσωπεία πρέπει να είναι μονός αριθμός, ή 3 ή 5 ή 7. Όχι πολλά άτομα, για μην πολύ-κυκλοφορήσει και μαθευτεί και δημιουργηθούνε κουτσομπολιά πριν ξεκινήσει η δουλειά. Παλιότερα πήγαιναν κρατώντας κι ένα φανάρι, ακόμη κι άμα ήταν μέρα. Όπως έλεγε ο Διογένης: «Αυτό που ψάχνω» και γυρνούσε με το φανάρι; Ίσως για αυτό να έχει μείνει, να είναι κατάλοιπο τόσο παλιό. Αν συμφωνούσανε στην πρώτη συζήτηση, ότι μπορούσαν να προχωρήσουνε σε αρραβώνα, οριζόταν η ημερομηνία του αρραβώνα σ’ ένα εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο ήταν αρκετά σύντομο, δηλαδή μέσα σε 1 μήνα περίπου. Όπου πήγαιναν η οικογένεια της νύφης, πλέον, στο σπίτι του γαμπρού επισήμως με γλυκά, με κεράσματα, με τα δώρα τους, για να γίνει η αρραβώνα του ζευγαριού. Συνήθως σε σχετικά στενό οικογενειακό κύκλο. Βέβαια όταν μιλάμε εκείνη την εποχή για στενό οικογενειακό κύκλο, μιλάμε για μία οικογένεια η οποία ήταν τουλάχιστον 4-5 αδέρφια, παππούδες, γιαγιάδες και λοιπά. Και άλλοι τόσοι από τη μεριά της νύφης. Οπότε ένα 20-30 άτομα μαζευόταν στον στενό οικογενειακό κύκλο. Πήγαιναν οι υπόλοιποι, μαζευόταν, τους κερνούσαν και περίμεναν να πάει η νύφη, να την υποδεχτούν επισήμως η πεθερά, ο πεθερός, ο γαμπρός και λοιπά. Να την κεράσουν, όπως λένε στο νησί, να της βάλουν τα χρυσαφικά. Τη βέρα, κοσμήματα, ό,τι είχε η οικογένεια. Όχι πολλά συνήθως. Ήταν μία κοινωνία αρκετά φτωχή, αρκετά λιτή και υπήρχε μία τάση να μην υπάρχει πολλή επίδειξη. Δηλαδή, ακόμη κι να υπήρχανε χρήματα, δε βλέπουμε τους έντονους στολισμούς και την επίδειξη πλούτου που θα μπορούσε να γίνει σε κάποια άλλα μέρη. Υπήρχε πάντα η λίρα ή σε κάτι περιπτώσεις οι ντούμπλες και τα πεντόλιρα, που είναι μεγαλύτερα νομίσματα αλλά χρησιμοποιούνται σαν κοσμήματα. Και όσο περνούσαν τα χρόνια, προς το τέλος, σταυροί και ό,τι άλλο υπήρχε στο εμπόριο ή ήταν της μόδας εν πάση περιπτώσει. Η βέρα απαραίτητη, τα δώρα της πεθεράς απαραίτητα, από αυτά. Κι από κει και πέρα, ύφασμα ο γαμπρός, το οποίο θα έκανε η νύφη φόρεμα για να το φορέσει επίσημα στην πρώτη της έξοδο, ο «αρραβώνας» όπως λεγότανε, που το κρατούσαν σαν το καλό τους φουστάνι για πάρα πολλά χρόνια. Περισσότερες παλιότερες, μάλιστα, με αυτό θαβόταν και σαν… Όταν πέθαναν. Το κρατούσαν μετά για κειμήλιο. Η περίοδος του αρραβώνα κρατούσε ένα διάστημα κάποιων μηνών συνήθως, για να προλάβουνε να ετοιμαστούν, να ολοκληρώσουνε τις δουλειές του σπιτιού. Σε αυτό το διάστημα, η νύφη επιτρεπόταν να δει τον γαμπρό μόνο συνοδεία μελών της οικογένειάς της. Μπορούσαν να παν στην εκκλησία, μπορούσαν να παν σ’ ένα γλέντι, πάντα με συνοδεία κάποιου. Και όταν οριζόταν η ημερομηνία του γάμου, ξεκινούσαν μετά οι ετοιμασίες. Ο γάμος -αρραβώνες, γάμοι- γινόταν συνήθως χειμώνα. Επειδή ήταν ένα νησί αγροτικό-κτηνοτροφικό, το καλοκαίρι υπήρχαν πολλές δουλειές. Συνήθως γύρω στο φθινόπωρο, από του Αγίου Δημητρίου και μετά οι περισσότερες αρραβώνες. Και από τα Φώτα μέχρι του Αγίου Αθανασίου, μέχρι τις Απόκριες, οι περισσότεροι γάμοι. Εννοείται ότι η προίκα, και όταν λέμε προίκα εννοούμε οτιδήποτε περιείχε μέσα το σπίτι, από υφάσματα, από ρούχα, από σκεπάσματα, από κουζινικά. Τα ετοιμάζανε από τον καιρό που γεννιόταν το κορίτσι, είτε στον αργαλειό είτε τα αγοράζανε είτε τα κεντούσανε. Ήταν έτοιμα όταν αρραβωνιαζόταν, απλώς κάνανε τις τελευταίες λεπτομέρειες. Ο γάμος γινόταν πάντα Κυριακή και οι επίσημες ετοιμασίες ξεκινούσαν μία εβδομάδα πριν, τη Δευτέρα, με το καθάρισμα του σπιτιού, το σιδέρωμα της προίκας. Και την Τετάρτη, έπρεπε να βγουν οι δύο πεθερές, η μάνα του γαμπρού και η μάνα της νύφης για να καλέσουν επισήμως τους συγγενείς και τους καλούς φίλους, στενούς συγγενείς. Από σπίτι σε σπίτι, βγαίναν οι δύο συμπεθέρες για να καλέσουνε. Μετά την Πέμπτη ετοίμαζαν… Παλιότερα μάλιστα, την Πέμπτη γέμιζαν τα στρώματα, γιατί το σπίτι δεν είχε πολλές ευκολίες μέσα. Με πανηγυρικό τρόπο μαζευόταν οι φιλενάδες τ[00:10:00]ης νύφης, όλες, και πήγαιναν είτε με άχυρα, είτε με μαλλιά, είτε με βαμβάκι, με οτιδήποτε. Μάζευαν και πήγαιναν και γέμιζαν τα στρώματα που θα έμπαιναν στο νυφικό κρεβάτι και όχι μόνο, και στο σπίτι μέσα. Και όλες αυτές οι δουλειές παλιότερα συνοδευόταν πάντα από χορούς και τραγούδια. Τα τελευταία χρόνια απ’ ό,τι φαίνεται έχει ατονήσει το έθιμο. Τον καιρό ουσιαστικά που μπήκε η μουσική με βιολί και λαούτο στη ζωή των ανθρώπων, ατόνησε το τραγούδι, το οποίο παλιότερα στήριζε πάρα πολύ όλες τις εθιμικές εκδηλώσεις και όχι μόνο. Και στους γάμους και παντού, τα περισσότερα έθιμα, υπήρχαν τραγούδια πάρα πολλά τα οποία αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν. Όχι μόνο αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχουν εδώ και 60 χρόνια, 70. Έχουν εξαφανιστεί πλέον. Έχουν μείνει ελάχιστα. Την Πέμπτη, επίσης, πήγαιναν από το σπίτι του γαμπρού στο σπίτι της νύφης, όπου θα γινόταν ο γάμος και όπου θα έμενε το ζευγάρι, και την προίκα του γαμπρού η οποία ήταν πολύ πιο λίγα κομμάτια, συγκεκριμένα. Έπρεπε να πάει ένα πάπλωμα, ένα κιλίμι, κάποια σεντόνια, κάποια μαξιλάρια. Τα πήγαιναν χορεύοντας και τραγουδώντας οι συγγενείς του γαμπρού. Φτιάχνανε τον «μπαστό» -θα πούμε μετά ακριβώς τι είναι ο μπαστός, να πούμε λίγο για το σπίτι για να καταλάβουμε και τη διαρρύθμιση. Αν δεν τους άρεσε, έτσι για να κάνουνε επίδειξη, θα γκρέμιζαν όλο το σύστημα. Θα το ξαναφτιάχνανε οι συγγενείς της νύφης χωρίς να διαμαρτυρηθούν, διότι πήγε και γαμπρός στο σπίτι, δεν έπρεπε να δείξουνε ότι δυσφορούνε. Την Παρασκευή γινόταν η τελική… Επίσης την Πέμπτη φέρνανε και τα ζώα που ήτανε για σφάξιμο για το τραπέζι του γάμου. Τα φέρνανε, τα δένανε στο υπόγειο ή στην αυλή του σπιτιού. Και την επομένη το πρωί τα ελευθέρωναν και τα κυνηγούσαν παλικάρια μέσα στο χωριό, να τα πιάσουν με τα χέρια. Όποιος το έπιανε έπαιρνε και δώρο μαντήλι από τη νύφη. Το Σάββατο το πρωί βγαίναν οι «καλέστρες», κοπελίτσες πάντα ελεύθερες και πάντα σε μονό αριθμό, για να καλέσουνε τους περισσότερους, σχεδόν όλους τους κατοίκους της Χώρας ή του χωριού που γινόταν ο γάμος. Από σπίτι σε σπίτι με το στερεότυπο: «Από τη νύφη και από τον γαμπρό στη χαρά είστε προσκαλεσμένοι! Από τη νύφη και από τον γαμπρό στη χαρά είστε προσκαλεσμένοι!». Φορούσαν το σύμβολο του γάμου που το φορούσαν όλοι οι παρευρισκόμενοι ήταν ο «τηρές». Ήταν μία κλωστή γυαλιστερή χρυσή ή ασημένια, η οποία γινότανε -πώς να το πω τώρα;- σγουρή και έμπαινε στο πέτο σαν σημαδάκι ότι… Σαν μπουκετάκι, ένα μικρό πράγμα τέλος πάντων. Ότι ήταν από τον γάμο, ήταν από τους οργανωτές του γάμου. Καλούσαν όλους τους κατοίκους. Το απόγευμα μαζευόταν στο σπίτι της νύφης, όπου τις είχανε τραπέζι και μαζί με αυτές και όλοι όσοι παρευρέθηκαν και βοήθησαν όλη την εβδομάδα, οι συγγενείς, φίλοι και η νύφη. Ο γαμπρός ήταν στο σπίτι του και γινόταν αντίστοιχο γλέντι εκεί. Το ζευγάρι την παραμονή δεν έπρεπε να βρεθεί καθόλου. Την Κυριακή το πρωί… Είπαμε ότι ο γάμος γινόταν πάντα Κυριακή, μόνο σε περιπτώσεις δεύτερου, τρίτου γάμου και λοιπά, χηρίες, θα μπορούσε να γίνει οποιαδήποτε στιγμή. Και εκεί βέβαια παραλειπόταν και τα περισσότερα έθιμα. Γινόταν πολύ βιαστικά και μόνο το μυστήριο. Επιστρέφουμε λοιπόν στην Κυριακή το πρωί, όπου μαζεύονται όλοι οι συγγενείς οι άντρες στο καφενείο όπου θα γίνει ο γάμος το απόγευμα, ο χορός δηλαδή, το γλέντι μετά τον γάμο. Ξεκινάνε να χορεύουνε και να τραγουδάνε μέχρι να έρθει η ώρα της στέψης και ταυτοχρόνως, παλιότερα, ξυριζότανε όλοι εκεί στον κουρέα που ήταν πάντα μέσα στο καφενείο. Δεν υπήρχαν ξεχωριστά κουρεία, το κάθε καφενείο είχε και μία πολυθρόνα με έναν καθρέφτη όπου ή ο καφετζής ή ο κουρέας έκανε χρέη κουρέα και ξύριζε και όλους τους παρευρισκόμενους. Τα τελευταία χρόνια, ο μόνος που ξυριζότανε έτσι πολύ τελετουργικά είναι ο γαμπρός, πάλι στον χώρο του καφενείου. Και ουσιαστικά σηματοδοτούσε και την έναρξη της τελετής του γάμου. Σταματούσε κάποια στιγμή το βιολί να παίζει χορευτικά κομμάτια. Μαζευόταν γύρω από την καρέκλα του κουρέα. Άρχιζε να τον ξυρίζει ο κουρέας, άρχιζαν να τραγουδάνε τα σχετικά τραγούδια οι παρευρισκόμενοι και μετά, με τη συνοδεία των οργάνων, ο γαμπρός πήγαινε στο σπίτι του. Οι υπόλοιποι φεύγανε να πάνε σπίτι της νύφης, για να πάρουνε το πουκάμισο του γαμπρού, που ήταν δώρο της νύφης στον γαμπρό, να δώσουνε σήμα ότι: «Είμαστε έτοιμοι και ξεκινάμε». Πήγαινε όλη η πομπή από το καφενείο στο σπίτι της νύφης. Παίρνανε το πουκάμισο, το οποίο το έπαιρνε, ήταν τιμής ένεκεν, μία από τις στενότερες συγγενείς, πάντα ανύπαντρη, της νύφης σε δίσκο στολισμένο με κουφέτα και λοιπά. Έμπαινε μπροστά από την πομπή, από πίσω η πομπή με συγκεκριμένους σκοπούς, πατινάδες του δρόμου. Πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού, να ντυθεί ο γαμπρός, να ξαναγυρίσουν μετά με τον γαμπρό στο σπίτι της νύφης. Την ώρα που ντυνόταν ο γαμπρός, ντυνόταν και η νύφη. Και οι δυο ντυνόταν με τραγούδια μέσα στο σπίτι τους. Είναι το μόνο κομμάτι το οποίο διατηρείται σχεδόν αυτούσιο ακόμα και σήμερα, δηλαδή την ώρα που ο γαμπρός ντύνεται, η νύφη ντύνεται, υπάρχουν τα τραγούδια, σώζονται τα συγκεκριμένα τραγούδια. Παρόλο που παλιότερα ήταν αυτοσχέδια, έχουν παγιωθεί πλέον πάρα πολλά κομμάτια, τα οποία, αυτή τη στιγμή δε φτιάχνουν καινούρια, είναι τα ίδια: «Σήκω γαμπρέ μου και άλλαξε και βάλε τα λινά σου Ήρθε καιρός να παντρευτείς, να χαίρεται η καρδιά σου». «Γαμπρός μας είναι άξιος καράβι να αρματώσει Του καραβιού την άγκυρα να τη μαλαματώσει». «Το δέντρο που κανάκευα καθημερινή και σχόλη Άπλωσε τα κλωνάρια του σε ξένο περιβόλι». «Γαμπρέ μου μην πικραίνεσαι, μην χάνεις τη θωριά σου Καλύτερα από τη μάνα σου θα σε έχει η πεθερά σου». -διότι ο γαμπρός πάει σόγαμπρος, φεύγει από το σπίτι του. «Γαμπρέ στη σκάλα που θα ανεβείς να μην αναστενάξεις Γιατί αλλού γεννήθηκες κι αλλού θε να γεράσεις». «Έβγα νύφη στην πόρτα σου να δεις το παλικάρι Σαν πέρδικα στολίστηκε, έρχεται να σε πάρει». «Νύφη στα χιόνια λούστηκες και πήρες την ασπράδα Και στη ροδιά ακούμπησες και πήρες κοκκινάδα». -η λευκότητα ήταν χαρακτηριστικό ομορφιάς και παλιότερες εποχές. «Σένα σου πρέπει μπέη μου καρέκλα καρυδένια Για να ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια». Είναι πάρα πολλά, αλλά έχουν παγιωθεί. Όλα αυτά παλιότερα τα φτιάχνανε εκείνη τη στιγμή οι συγγενείς, φίλοι… Συνήθως οι γυναίκες ήταν πιο ευέλικτες στη στιχοπλοκία, κάποιες ηλικιωμένες γυναίκες που παρευρίσκονταν στη σκηνή. Ντυνόταν ο γαμπρός, έφευγε με τα όργανα στο σπίτι της νύφης. Έξω από την πόρτα, μόλις έφτανε ο γαμπρός έκλεινε η πόρτα της νύφης, έπρεπε να την ανοίξει δια της βίας, να δείξει την αξία του. Αν δεν μπορούσε να την ανοίξει, έπρεπε να τάξει κέρασμα σε αυτούς που την κρατούσανε. Έμπαινε ο γαμπρός στο σπίτι της νύφης. Η νύφη καθόταν στον καναπέ. Ο καναπές δίπλα πιασμένος από δύο φίλες, οι οποίες δε σηκώνονταν αν ο γαμπρός δεν έταζε κάτι. Από παπούτσια και φόρεμα, μέχρι λεφτά, μέχρι κέρασμα, μέχρι γλέντι, κάτι έπρεπε να τάξει για να σηκωθεί η μία από τις δύο, να κάτσει ο γαμπρός δίπλα στη νύφη. Γινόταν οι σχετικοί… Α! Μπαίνοντας ο γαμπρός, τον περίμενε η πεθερά του στην πόρτα με ένα πιατάκι με μέλι για να τον μελώσει, να είναι γλυκιά η ζωή τους και από το ίδιο πιατάκι ο γαμπρός έπρεπε να κάνει ένα σταυρό με το μέλι στην πόρτα και πάνω από την πόρτα και στους παραστάτες στο πλάι, για να μπει στο σπίτι. Φεύγανε για την εκκλησία όλοι μαζί σε πομπή, μπροστά τα όργανα, πίσω ο γαμπρός που τον κρατούσαν δύο συγγενείς του. Όσο νεότεροι τόσο καλύτερο, ανύπαντρα παλικάρια, ανίψια του, ξαδέρφια του, αδέρφια του. Από πίσω η νύφη που την κρατούσαν πάλι δύο συγγενείς νέοι ανύπαντροι, όχι αυτό που παρέδιδε ο πατέρας τη νύφη πλέον. Όσο νεότερος ήταν τόσο καλύτερο. Και πήγαιναν στην εκκλησία, περίμεναν έξω από την πόρτα της εκκλησίας και μετά έφευγε όλη η πομπή για να πάει να πάρει τους κουμπάρους. Οι οποίοι περίμεναν στο δικό τους σπίτι και είχανε ετοιμάσει τον δίσκο με τα στέφανα. Επάνω έπρεπε να υπάρχει εκτός από τα στέφανα, ένα ποτήρι για το κρασί, μία κούπα με μέλι και καρύδια και το ύφασμα που έκανε δώρο ο κουμπάρος στη νύφη για να το κάνει φόρεμα. Το «κουμπαριάτικο» λεγότανε. Ήταν το φόρεμα που έφτιαχνε η νύφη σαν δώρο από τον κουμπάρο για μετά τον γάμο. Τελευταία χρόνια μάλιστα, έπαιρναν κάποιο έτοιμο φόρεμα, το οποίο πήγαινε κι αυτό μέχρι την εκκλησία και γύριζε. Μαζί με τον δίσκο υπήρχε ένα γαλόνι, ένα πεντάλιτρο κρασί και 3 ψωμιά, τα οποία τα πήγαιναν στην εκκλησία. Και μάλιστα υπήρχε το έθιμο να κλέβουνε το ένα ψωμί και το γαλόνι το κ[00:20:00]ρασί, με τρόπο την ώρα της εκκλησίας, για να το πιούνε μετά στο γλέντι του γάμου. Γινότανε η τελετή όπως γινόταν και τώρα, δεν υπήρχαν αλλαγές. Η μόνη αλλαγή, ότι μέχρι την «Ευλογημένη βασιλεία» δεν άφηναν να περάσει κανένας από την κεντρική είσοδο του ναού. Θεωρούτανε γρουσουζιά, μέχρι να… Μετά τους βάζανε. Κι όταν τέλειωνε η τελετή, επέστρεφαν στο σπίτι. Μπροστά ο ιερέας ψάλλοντας και από πίσω το ζευγάρι. Πήγαιναν, έμπαιναν στο καινούριο σπίτι με τον ιερέα για να είναι ευλογημένη η είσοδος. Τους κερνούσανε ούζο, λικέρ και καραμέλες, συνήθως γλυκά ποτά γενικά και μετά πήγαιναν για… Καθόταν για φαΐ οι στενότεροι, γιατί δεν υπήρχανε… Για λόγους πρακτικούς κυρίως, δηλαδή το γεύμα γινόταν στην αυλή του σπιτιού, στο σπίτι μέσα, σε ένα γειτονικό σπίτι… Μπορούσαν να βολέψουνε 30-40-50-60-70 άτομα. Φρόντιζαν να ταΐσουν τους στενούς συγγενείς, τους φίλους και κόσμο που είχε έρθει από μακριά και δεν είχε τη δυνατότητα να βολευτεί. Οι υπόλοιποι πήγαιναν ήδη στο καφενείο για να πιάσουνε θέση κοντά στην ορχήστρα, όπου θα πήγαινε μετά και το ζευγάρι για να ξεκινήσει ο χορός, ο οποίος ξεκινούσε το απόγευμα και τελείωνε τη μεθεπόμενη μέρα συνήθως. Ο πρώτος χορός ήταν ο χορός της νύφης. Σηκωνόταν ο γαμπρός, γιατί θεωρούτανε ντροπή να ανοίξει τον χορό μία γυναίκα. Έμπαινε ο γαμπρός μπροστά, άνοιγε τον χορό και κατευθείαν έβαζε μπροστά τη νύφη. Μπαίνοντας η νύφη μπροστά, σηκωνόταν όλοι οι συγγενείς και φίλοι να ρίξουν λεφτά στα όργανα. Τα όργανα ήταν οι τυχεροί της υπόθεσης, γι’ αυτό και γινόταν και μεγάλοι καβγάδες ποιος θα πάει να παίξει σε ένα γάμο. Έβαζαν τη νύφη μπροστά και μετά, με σειρά, έμπαινε μπροστά για να χορέψει δίπλα στη νύφη ο πατέρας της, η μητέρας της, ο πεθερός της, η πεθερά της, ο αδερφός της, η αδερφή της, ο κουνιάδος, η κουνιάδα της, ο κουμπάρος, η κουμπάρα, ο ξάδερφος, η ξαδέρφη, ο φίλος, ο γείτονας… Ο πρώτος χορός μπορούσε να κρατήσει και 2 και 3 και 4 ώρες ακόμα, άμα υπήρχε μία μεγάλη οικογένεια. Η νύφη αναγκαστικά χόρευε όλες τις ώρες. Συνεχιζόταν αυτό το πράγμα όλο το βράδυ. Μετά έπρεπε να χορέψει ο κουμπάρος, έπρεπε να χορέψει ο πατέρας της νύφης… Κάποια στιγμή στο τέλος μπορούσαν να μπουν και άσχετοι να παραγγείλουν τον δικό τους χορό για να χορέψουνε. Κι όλο αυτό γινόταν μέχρι τα ξημερώματα, όπου επέστρεφαν το ζευγάρι με τον κουμπάρο στο σπίτι του κουμπάρου, να πάνε τον κουμπάρο να ξεκουραστεί τραγουδώντας την πατινάδα, το «Ως και τα παραθύρια σου αμάχη με κρατούνε». Ένα ακόμη τραγούδι το οποίο διατηρείται αυτούσιο μέχρι τις μέρες μας. Να μείνει το ζευγάρι λίγο να πάρει μία ανάσα. Όχι μόνο του, απαγορευόταν την πρώτη βραδιά να μείνει μόνο του. Γύριζαν στο καφενείο, συνέχιζαν το γλέντι οι υπόλοιποι. Το γλέντι συνεχιζόταν και τη Δευτέρα το πρωί. Τη Δευτέρα το μεσημέρι μαζευόταν οι στενότεροι φίλοι και γλεντιστήδες να φάνε τον πατσά, που είχε περισσέψει από τα σφαχτά της προηγουμένης ημέρας. Και μετά μπορούσε πλέον να πάει και το ζευγάρι να ξεκουραστεί, να μείνει στο σπίτι του. Και μια και είπαμε για σπίτι, να περιγράψουμε λίγο το σπίτι της εποχής, το οποίο ήτανε μικρό. Όταν λέμε μικρό, μιλάμε για ένα μονόχωρο κτίσμα διώροφο. Ο κάτω όροφος χρησιμοποιείται αποκλειστικά σαν αποθήκη: ξύλα, λάδι, ζώα και λοιπά. Και ο πάνω όροφος είναι ένας ενιαίος χώρος με ένα στύλο στη μέση που χωρίζει νοητά, κρατάει την οροφή και χωρίζει νοητά το σπίτι. Στο βάθος είναι ο χώρος του ύπνου. Στη μία μεριά υπάρχει η «μεσάντρα», η οποία είναι ένα σύνολο ραφιών ουσιαστικά, ντουλάπια τα μετέπειτα χρόνια. Στον κάτω χώρο υπάρχουνε τα «γιούκια», είναι κλειστοί χώροι αποθηκευτικοί. Κι από πάνω μπαίνουν σε στήλες όλα τα στρώματα και τα παπλώματα του νοικοκυριού, του σπιτιού. Τα καθημερινά σκεπασμένα με πανί. Τα καλά, για να φαίνονται, διπλωμένα πολύ προσεκτικά σε στοίβες. Όλος ο υπόλοιπος χώρος ήταν ελεύθερος. Υπήρχε ένας καναπές σε μία γωνιά που χρησίμευε επίσης σαν αποθηκευτικός χώρος. Το τζάκι στο μπροστά συνήθως τείχος, σαν εστία μαγειρέματος και ζεστασιάς. Και ένας χαμηλός σοφράς ο οποίος κρεμαζόταν το βράδυ στον τοίχο, για να κατεβάσουν τα στρώματα να κοιμηθούνε. Δηλαδή μιλάμε για μεγάλες οικογένειες αλλά πυρηνικές. Δηλαδή μένει σε ένα σπίτι το ζευγάρι και τα παιδιά. Δεν υπάρχουνε οι πατριαρχικές οικογένειες που μένουν παππούδες, γιαγιάδες και όλοι οι συγγενείς μαζί. Μόλις γεννιόταν το κορίτσι, ο μπαμπάς έπρεπε να φροντίσει να φτιάξει κι ένα σπίτι για την κόρη του που θα πάντρευε στα 15, 16, 17, 18 χρόνια. Αυτός ήταν και ο μέσος όρος ηλικίας. Οι γυναίκες γύρω στα 18 με 20. Οι άντρες γύρω στα 25, 30 και 35, γιατί έπρεπε να πάνε και στον πόλεμο, να παντρέψουν τις αδερφές τους πρώτα και μετά αυτοί. Αυτά.
Εντάξει. Υπήρχε λόγος γιατί ήτανε μονός ο αριθμός και των «καλεστών» και των ανθρώπων που πήγαιναν για να κάνουν-
Ναι, φαίνεται ότι η αριθμολογία είχε πιο μεγάλη επίδραση παλιότερα απ’ ότι νομίζαμε. Οι μονοί αριθμοί, από την αρχαιότητα ακόμη, ξέρουμε ότι είχανε μία διαφορετική βαρύτητα. Και κάποιοι είχανε πολύ σημαντική, όπως ήταν το 3, όπως είναι το 7. Αριθμοί που αποκτούν μία μαγική χροιά, πάντα.
Ξέρεις τι κεράσματα φέρνανε; Όταν… Μου είπες όταν γινότανε το προξενιό;
Εξαρτάται από την εποχή. Μιλώντας για εποχές, έτσι να το οριοθετήσουμε λίγο, έχουμε στοιχεία βέβαια από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, δηλαδή από το 1900 και μετά. Παλιότερα δεν μπορούμε να ξέρουμε τι γινότανε. Δεν υπάρχουνε γραπτές μαρτυρίες και οι προφορικές είναι αρκετά αλλοιωμένες. Πάντως ξέρουμε ότι μέχρι την περίοδο του Μεσοπολέμου, που ήτανε ακόμα πιο πρωτόγονα τα πράγματα και ήταν πιο λιτά, τα γλυκά ουσιαστικά ήταν τηγανίτες σε όλες τις μορφές, λουκουμάδες και λοιπά. Γλυκά απλά που έχουνε βάση το αλεύρι και κάποιες καραμέλες που πάντα υπήρχανε. Όσο περνάνε τα χρόνια, βγαίναν τα πιο μοντέρνα, ας το πούμε, γλυκά όπως είναι τύποι παντεσπανιού, κέικ… Ο μπακλαβάς πάντα υπήρχε, έτσι σαν… Ήταν από τα πιο επίσημα κεράσματα. Και για την αρραβώνα συνήθως. Στον γάμο δεν μπορούσες να κάνεις, ήταν μεγάλες ποσότητες. Ο γάμος πάντα γινόταν ή με λουκουμάδες ή παρόμοια εύκολα γλυκά. Ο «χασλαμάς», ένα τοπικό γλυκό που είναι μόνο με αλεύρι, λάδι και σιρόπι, οπότε ήταν πιο εύκολος και πιο οικονομικός στην κατασκευή του. Αυτά. Οι μπομπονιέρες εννοείται εμφανίστηκαν αρκετά μεταγενέστερα.
Ο «μπαστός» που ανέφερες προηγουμένως;
Ο «μπαστός» είναι παραφθορά του «παστάς», του αρχαιοελληνικού. Είναι η στοίβα των ρούχων που μπαίνει στη «μεσάντρα». Το σύνολο του ρουχισμού του σπιτιού δηλαδή. Κι επειδή το κύριο κομμάτι ήταν κιλίμια τα οποία είχανε έντονα σχέδια και χρώματα, υφαντά κιλίμια μάλλινα, γινόταν ένα πολύ εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Γιατί διπλωνότανε σε πολύ στενές στοίβες, με τρόπο να φαίνεται το σχέδιο, και να δείχνουν πολλά και να φαίνεται πολύ εντυπωσιακό το σχέδιο. Στόλιζε έντονα, υπήρχαν έντονα χρώματα.
Υπήρχε επίσης λόγος γιατί ήτανε νέοι αυτοί που συνόδευαν τους μελλοντικά παντρεμένους;
Γιατί πίστευαν ότι είναι μία γιορτή της νιότης ο γάμος.
Επίσης στην προετοιμασία, ας πούμε στο σπίτι της νύφης είπες ότι μαζευόντουσαν φίλες και λέγανε τραγούδια. Γνωρίζεις τι σκοπό είχαν αυτά τα τραγούδια; Είναι γνωστά βασικά αυτά;
Τα περισσότερα πρέπει να ήταν ή στο σκοπό του σταυρωτού χορού, που έχει διασωθεί και είναι ένας χορός που σίγουρα χορευόταν στους γάμους. Ή απλοί καλαματιανοί, γιατί έπρεπε να μπορούν να χορευτούν κιόλας σε ένα ρυθμό εύκολο και μέσα σε ένα κλειστό χώρο. Τα μόνα τραγούδια τα οποία ήταν αρκετά λυπητερά, είναι τα τραγούδια που έχουνε σχέση με την ώρα που ντύνεται. Δηλαδή πλησιάζουν περισσότερο προς το μοιρολόι. Δεν παύει να είναι αποχωρισμός, την ώρα που ντύνεται, που ετοιμάζεται το ζευγάρι για να φύγει για την εκκλησία. Εκείνα είναι πολύ αργά και λυπητερά ουσιαστικά. Τα άλλα πρέπει να ήτανε όλα σε αρκετά εύθυμο τόνο.
Έχεις εσύ μνήμες από μικρός που να βλέπεις, να παρακολουθείς στιγμές-
Ναι βέβαια-
Από το έθιμο;
Ναι. Από τα 15 και μετά που μπορούσαμε να πλησιάσουμε, γιατί γινότανε και το αδιαχώρητο σε γάμους και…
Τι εντυπώσεις σου άφηναν; Όλη αυτή η πολυκοσμία, όλη αυτή η ενασχόληση για τόσες μέρε[00:30:00]ς;
Είχαν όλα την αίσθηση του πανηγυριού. Ειδικά στα μάτια του παιδιού, μένει μόνο η χαρά και ο εντυπωσιασμός. Πάντως και όλοι το αντιμετώπιζαν με αυτό τον τρόπο. Και αυτό που δημιουργούσε, που υπήρχε μάλλον, ήταν η αίσθηση της συμμετοχής στην ομάδα. Θέλαν να συνεισφέρουν όλοι, να βοηθήσουν όλοι, το θεωρούσαν, όχι υποχρέωση αλλά, ευχαρίστηση το να παντρευτεί η γειτόνισσά σου, η ξαδέρφη σου -δε μιλώ για το παιδί σου και την αδερφή σου-, θεωρούτανε, ήτανε χαρά, όχι υποχρέωση. Γι’ αυτό και γινόταν εύκολα και όλες οι δουλειές τότε. Ό,τι χρειαζότανε, υπήρχανε πάρα πολλά πρόθυμα χέρια να βοηθήσουν. Από τις χοντροδουλειές, από το ασβέστωμα και το βάψιμο μέχρι λεπτομέρειες, όπως το στόλισμα και το κέντημα και τακτοποίηση. Πάντα υπήρχε κόσμος, δεν…
Αυτή η συνεργασία υπήρχε και στην καθημερινή ζωή;
Ναι, υπήρχε, συνεργασία υπήρχε. Επειδή το νησί ήταν φτωχό, υπήρχε μεγάλη συνεργασία μεταξύ των μελών της κοινότητας. Και εξακολουθεί να υπάρχει σε μεγάλο βαθμό. Και επίσης υπήρχε και η έννοια της προσφοράς. Επειδή υπήρχε πάντα μία σχετική ανέχεια παλιότερα, φρόντιζαν να δώσουν όσο δυνατόν περισσότερα πράγματα μπορούσε ο καθένας και υπήρχε… Δηλαδή τα περισσότερα έθιμα του νησιού σχετίζονται με την προσφορά κυρίως τροφής. «Έχω μνημόσυνο, θα πρέπει να μοιράσω κάτι στη γειτονιά. Έχω του Αγίου Νικολάου, -λέει- πρέπει να μοιράσω λουκουμάδες για τους -αυτοί που είχαν πρόσφατο πένθος- μοιράζανε λουκουμάδες στη γειτονιά. Στις Απόκριες πρέπει να δώσω κάτι σε τυρόπιτα». Τη Μεγάλη Εβδομάδα μαζεύανε το γάλα, το μοίραζαν δωρεάν στα σπίτια, για να φτιάξουνε γιαούρτι και λοιπά. Ό,τι περίσσευε από λαχανικό και… Το καλοκαίρι φρόντιζαν να το στείλουνε διακριτικά σε κάποιους που δεν είχανε. Υπήρχε αυτή η διάθεση. Επίσης τα Χριστούγεννα όταν σφάζανε τα χοιρινά, που ήταν η βασική πηγή κρέατος για τις περισσότερες οικογένειες, προσπαθούσαν να μοιράσουν μικροποσότητες σε όσα περισσότερα σπίτια μπορούσαν, που δεν είχανε. Αυτή η διάθεση υπήρχε πάντα.
Και περιπτώσεις εκτός εθίμου; Σου έχουνε μείνει κάποια παραδείγματα;
Δεν κατάλαβα την ερώτηση.
Συνεργασίας εννοώ ή προσφοράς.
Οι περισσότερες δουλειές γινότανε με τη βοήθεια των άλλων. Δηλαδή δεν το θεωρούσες υποχρέωση το ότι θα φώναζες τον φίλο σου: «Έλα να σκάψουμε μαζί, γιατί δεν προλαβαίνω να το κάνω μόνος μου». Υπήρχε διαδεδομένη η προσφορά ακόμα και σαν έκφραση, λένε: «Πάω στο γιαντίμ». «Γιαντίμ» είναι η βοήθεια στα τούρκικα. «Αν τελειώσω τη δική μου δουλειά, θα πάω να βοηθήσω και τον φίλο μου ο οποίος μαζεύει τις ελιές του -για παράδειγμα, μια και είμαστε και στην εποχή τώρα. Χωρίς να μου το ζητήσει και χωρίς να περιμένω να μου το ανταποδώσει. Άσχετο αν θα το κάνει κάποια στιγμή». Στο θερισμό κυρίως γινόταν αυτό, που ήταν μία δουλειά η οποία απαιτούσε πολλά χέρια, στο μάζεμα της ελιάς, στα αμπέλια κάποιες στιγμές, γενικά όπου χρειαζότανε βιαστικές κινήσεις για να τελειώσει κάτι άμεσα.
Υπήρχανε καλοκαιρινά έθιμα;
Υπήρχανε κάποια πανηγύρια. Έθιμα, έθιμα, εκτός από το έθιμο του «Κλήδονα» που είναι καθαρό έθιμο, δεν έχει τίποτα άλλο. Και αφορά μόνο μία μέρα, τις 24 Ιουνίου, του Αγίου Γιαννιού. Το καλοκαίρι δεν υπήρχαν πολλά έθιμα, γιατί δεν υπήρχε πολύς χρόνος. Υπήρχαν κάποια πανηγύρια για μία μικρή ανάπαυλα. Της Αναλήψεως, που γινόταν στα Θέρμα και είναι κινητή γιορτή, γίνεται 40 μέρες μετά το Πάσχα. Του Προφήτη Ηλία. Της Αγίας Παρασκευής. Του Σωτήρος και της Παναγίας. Βλέπουμε ότι τα περισσότερα έθιμα, οι περισσότερες γιορτές γίνονται χειμώνα. Γίνονται χειμώνα γιατί τότε υπάρχει ευχέρεια, τότε υποχωρούν οι δουλειές και μπορούν να διασκεδάσουν λίγο περισσότερο.
Θα ήθελες να μου πεις για το έθιμο του «Κλήδονα»;
Ναι, βέβαια. Είναι ένα μαντικό έθιμο, έχει σχέση με… Ουσιαστικά έχει σχέση με το θερινό ηλιοστάσιο που θεωρείται μία σημαντική μέρα, απλώς για να πάρει χριστιανική χροιά κόλλησαν τον Άγιο Γιάννη που είναι η γέννησή του στις 24 Ιουνίου. Και το έχουμε κάνει ας πούμε θρησκευτική γιορτή. Ήτανε η μέρα που θα οριζόταν η τύχη, που θα καταλάβαιναν οι κοπέλες την τύχη τους. Βάζανε σε ένα πήλινο δοχείο κάποιο αντικείμενο: σκουλαρίκι, δαχτυλίδι, μήλο, κλαδάκι, λουλούδι… Βάζανε μέσα νερό το οποίο έπρεπε να είναι αμίλητο, το φέρνανε από τη βρύση του χωριού χωρίς να μιλήσουνε καθόλου, για να μην επηρεαστεί η μαγική του ικανότητα. Το γεμίζανε, το δένανε με ένα κόκκινο πανί, κρεμάζανε κι ένα κλειδί συμβολικά -το κλειδώνανε δηλαδή- και το άφηναν ή πάνω στη σκεπή ή κάτω από μία τριανταφυλλιά να το δουν τα άστρα όλο το βράδυ. Αυτά γίνονταν την παραμονή. Ανήμερα του Αγίου Ιωάννη, 24, μαζευότανε στην αυλή ενός σπιτιού, ανοίγανε το πήλινο δοχείο και μία πρωτότοκη, και με τους δυο γονείς ζωντανούς, κοπέλα καθόταν για να βγάλει τα σημάδια. Έβαζε το χέρι της, χωρίς να ξέρει τι είναι, έπιανε το σημάδι και έλεγε ένα δίστιχο που αντιστοιχούσε… Θα μπορούσε να είναι επαινετικό, κοροϊδευτικό οτιδήποτε και μετά το έβγαζε για να δει ποιανής ήταν, κυρίως κοπέλες παίρνανε μέρος. Παλιότερα που υπήρχε μεγαλύτερη ευχέρεια στη στιχοπλοκία, όποια καθότανε έλεγε τα στιχάκια. Μετά τα τελευταία χρόνια, δηλαδή μιλάμε τώρα για τη δεκαετία του ’50-’60-’70, μετά το έθιμο ατόνησε πλέον, γίνεται μόνο σαν αναβίωση, όταν γίνει. Κάποιες ηλικιωμένες, για τα δεδομένα της εποχής γυναίκες λέγανε, στεκότανε δίπλα και λέγανε αυτές δίστιχα.
Είναι καταγεγραμμένα αυτά;
Κάποια από αυτά είναι, ναι, κάποια από αυτά είναι. Μπορούμε να βρούμε κάποια.
Οκ.
Τα περισσότερα έχουν έτσι επαινετικό, ερωτικό χαρακτήρα, του στυλ: «Σαν Μάης έρχεσαι, σαν Μάης κατεβαίνεις Σαν χρυσοπράσινος αετός μέσα στο σπίτι μπαίνεις». «Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι με τα άλλα παλικάρια Εσύ είσαι το γαρύφαλλο και οι άλλοι τα κλωνάρια». «Σιδηροβέργινο κλουβί με κάναν οι γονείς μου Και μέσα με κλειδώσανε για να σε αρνηθώ πουλί μου». Και κάποια είναι καθαρά κοροϊδευτικά, του στυλ: «Άσπρη είσαι σαν τον φούρνο μας και σαν το γάιδαρό μας Μελαχρινή και νόστιμη όπως το μαγειρείο μας». Κι άλλα τέτοια.
Και οι κοπέλες πώς καταλάβαιναν την τύχη τους με αυτό το έθιμο;
Αν σου έλεγε ότι… Αν το τραγούδι έλεγε κάτι επαινετικό και μιλούσε για κάποιο ενδιαφέρον πρόσωπο, σημαίνει ότι: «Αχ, όλα θα πάνε καλά». Επίσης, η τυχερή της χρονιάς είναι η πρώτη, αυτή που θα έβγαινε πρώτο το σημάδι της μέσα από το τραγούδι, το πρώτο τραγούδι: «Όταν ανοίξει τον Κλήδονα στου Αϊ-Γιαννιού τη χάρη και όποια είναι καλορίζικη τώρα θα ξεπροβάλλει».
Γιατί μόνο κοπέλες έπαιρναν μέρος;
Κυρίως οι κοπέλες ενδιαφέροταν για τον γάμο. Ενδιαφέρονταν… Αυτές συνέδεαν την τύχη με τον γάμο. Δεν υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις, δεν… Η δουλειά για τη γυναίκα ήταν απαγορευμένο είδος τότε. Δεν μπορούσε να… Δε θα δούλευε μία γυναίκα, θεωρούνταν ντροπή. Για να δουλέψει σημαίνει ότι επειδή ήταν σε μεγάλη ανάγκη.
Τίποτα, καθόλου;
Δουλειές του σπιτιού. Βοηθούσε στον θερισμό λίγο και στις ελιές. Δεν πήγαινε ποτέ στο κοπάδι, θεωρούνταν ντροπή μεγάλη το να πας τη γυναίκα σου στο κοπάδι, να την κάνεις τσοπάνισσα. Βασικά αυτές ήταν οι δουλειές, δεν υπήρχαν άλλες δουλειές. Ας πούμε, τότε εμπόρια και τέτοια ήταν ελάχιστα, αλλά στις αγροτικές δουλειές οι γυναίκες είχαν πολύ ελάχιστη συμμετοχή. Τις πρόσεχαν.
Αυτό συνεχίστηκε;
Αυτό συνεχίστηκε. Αυτό συνεχίζεται, δηλαδή και τώρα ακόμα βλέπεις ότι… Νιώθεις δισταγμό στο να στείλεις τη γυναίκα σου να πάει να δουλέψει στα χωράφια. Δηλαδή τώρα πλέον δουλεύουν παντού, δεν είναι θέμα. Αλλά μιλάμε για τις καθαρά γεωργικές εργασίες, όπου υπάρχει ακόμα το θέμα. Και στις ελιές ακόμα, η οποία είναι μία δουλειά η οποία μπορεί να μαζέψει εύκολα η γυναίκα, πήγαιναν από ανάγκη, επειδή έπρεπε να πάνε.
Εσύ είχες παρακολουθήσει ποτέ το έθιμο του «Κλήδονα»;
Όχι, μόνο σαν αναβίωση. Δεν το πρόλαβα. Γινότανε ακόμα στην εποχή μου, αλλά δεν είχε τύχει.
Θα ήθελες να μιλήσεις για κάποιο άλλο έθιμο, που είναι για σένα σημαντικό και πολύ ξεχωριστό, της Σαμοθράκης;
Δε νομίζω ότι μπορώ να σκεφτώ κάποιο αυτή τη στιγμή.
Το φθινόπωρο ας πούμε; Υπάρχουν έθιμα που πάνε όχι ανάλογα με την περίσταση, όπως τον γάμο, και πάνε ανάλογα με την εποχή;
Όχι, υπάρχουν… Δεν το λες έθιμο βέβαια. Είναι κάποιες συνήθειες που αφορούν την μετάβαση των ανθρώπων. Όταν μιλάμε για κατοικίες στη Σαμοθράκη, εννοούμε συνήθως κυρίως τη Χώρα, ειδικά μέχρι το 1900 περίπου. Δηλαδή [00:40:00]οι περισσότεροι οικισμοί ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι, ήταν μόνο η Χώρα και τα άλλα ήταν αγροτικοί οικισμοί που τον περισσότερο χρόνο δεν κατοικούνταν. Οι κάτοικοι της Χώρας, επειδή δεν υπήρχανε κτήματα κοντά, αναγκαζόταν να μετακομίσουν το καλοκαίρι σε εξοχές, για να περάσουν το καλοκαίρι τους εκεί. Να καλλιεργήσουν και τα κτήματα και να είναι κοντά στα ζώα τους. Οπότε έχουν δημιουργηθεί όλοι οι εποχιακοί οικισμοί, όπως είναι τα Θέρμα, η Παλιάπολη, οι Καρυώτες, η Άνω Μεριά. Και αντίστοιχα τα Αλώνια, που μέχρι και το 1850 πρέπει να ήτανε μόνο οι στάβλοι για τα ζώα που οργώνανε, βόδια και άλογα, οι κάτοικοι μένανε στη Χώρα. Μετά σιγά-σιγά και όταν εξέλειψε και ο κίνδυνος της πειρατείας ουσιαστικά, κατοικήθηκαν και μόνιμα. Οπότε υπάρχει αυτή η εποχιακή μετανάστευση. Φεύγουνε από τη Χώρα γύρω στον Μάιο και επιστρέφουνε γύρω στον Οκτώβριο-Νοέμβριο, ανάλογα με τις ανάγκες της οικογένειας και τις εποχές. Αν είχαν μικρά παιδιά, ερχόταν λίγο νωρίτερα για να προλάβουν το σχολείο. Αλλιώς μπορούσαν να μείνουν και σχεδόν μέχρι τα Χριστούγεννα, μέχρι να αρχίσουν τα μεγάλα κρύα, για να μαζέψουνε όλες τις σοδειές που θα τους επέτρεπαν να περάσουν και τον χειμώνα. Αποτέλεσμα αυτό ήταν να δημιουργηθούν και τα εποχιακά σχολεία, τα μεταβατικά σχολεία κάποια στιγμή γύρω στο ’60 περίπου, ’55 με ’65, ’67. Φτιάχτηκαν σχολεία τα οποία είχαν ένα δάσκαλο τον οποίο πλήρωναν οι γονείς, ερχότανε από τον Απρίλιο και έμενε μέχρι τον Οκτώβρη, για να κάνει μάθημα στα παιδιά που μένανε στις εξοχές, για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν κάποια μαθήματα, να μη χάσουν εντελώς τη συνέχεια.
Πήγες κι εσύ σε εποχιακό σχολείο;
Όχι. Ουσιαστικά πρέπει να ήταν οι χρονιές… Νομίζω ότι κάποιοι συμμαθητές μου ή ένα χρόνο μεγαλύτεροι είχανε πάει για λίγο διάστημα ή... Εκεί γύρω στο… Λίγο πριν το ’70 είχαν σταματήσει. Εγώ το ’70 πήγα πρώτη φορά σχολείο, εκεί γύρω είχαν σταματήσει και να λειτουργούν.
Έζησες καθόλου αυτή την εποχιακή μετανάστευση;
Ναι, κατά μία έννοια. Βέβαια σε λιγότερο βαθμό, γιατί έφευγαν η γιαγιά μου και όχι οι γονείς μου στα Θέρμα όπου είχαν κάποια δωμάτια. Είχε αρχίσει μία υποτυπώδης μορφή τουρισμού τότε με τις ιαματικές πηγές που είχανε. Είχανε φτιάξει ο παππούς μου το ’58 κάποια δωμάτια και νοίκιαζε σε ξένους και πήγαιναν για μερικούς μήνες. Κάναν 2 μήνες όμως, μόνο το καλοκαίρι, εκεί, οπότε με παίρναν και μένα σαν παιδάκι και ναι, ήταν όντως διακοπές.
Και θυμάσαι τότε να βλέπεις τουρίστες;
Τουρίστες δεν το έλεγες. Ήταν οι περισσότεροι ηλικιωμένοι οι οποίοι ερχόταν από την περιοχή του Έβρου για να κάνουνε ζεστά μπάνια. Και μετά, από το ’75 και μετά, άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτοι Γερμανοί ή τουλάχιστον έτσι τους λέγαμε όλους: «Γερμανοί». Ανεξάρτητα εθνικότητας. Οι περισσότεροι πρέπει να ήταν όντως Γερμανοί, κυρίως φοιτητές οι οποίοι μάθανε τη Σαμοθράκη μέσα από τη «Νίκη» και την ιστορία και την αρχαιολογία. Και ερχότανε να γνωρίσουνε και τον τόπο της «Νίκης». Οι πρώτοι χίπις, οι πρώτοι έτσι διαφορετικοί άνθρωποι, μία εικόνα αλλιώτικη, περίεργη για εμάς, κάτι το εξωτικό, όντως. Αλλά δεν ήμασταν όμως και παιδιά-παιδιά, είχαμε μεγαλώσει αρκετά. Στην παιδική μου ηλικία ο τουρισμός ήτανε οι παππούδες που ερχότανε για τα μπάνια, όπως λέμε παππούδες. Μπορεί να ήταν και 40 χρονών οι άνθρωποι αλλά δεν έχει σημασία. Το παιδί τούς βλέπει όλους μεγάλους.
Αυτό ποια χρονολογία;
Οι μνήμες μου είναι από το ’70 και μετά.
Θυμάσαι και τι εικόνες σου έχουνε μείνει από τους Γερμανούς τουρίστες;
Ναι, μία εικόνα περίεργη να το πω; Ενδιαφέρουσα να το πω; Δεν ξέρω. Έβλεπες ένα μακρύ μαλλί, έβλεπες ένα μούσι, έβλεπες ένα ντύσιμο πάρα πολύ ελεύθερο… Βέβαια, από την άλλη, είχε μπει ήδη η τηλεόραση στη ζωή μας, οπότε δεν ήταν κάτι το οποίο: «Απ, τι είναι αυτό που το βλέπω;» Δεν… Οπότε υπήρχαν… Ήδη είχε προετοιμαστεί το έδαφος.
Δεν ήταν δηλαδή κάτι που το έβλεπες πρώτη φορά.
Ναι. Είναι κάτι που το είχες δει και κάπου άλλου και το βλέπεις και μπροστά σου μετά.
Υπήρχε συναναστροφή;
Όχι ιδιαίτερα. Καταρχάς ήταν το εμπόδιο της γλώσσας. Υπήρχε βέβαια πάντα η… Παλιότερα, επειδή ήταν δύσκολη η προσέγγιση των ξένων, όταν έβλεπες έναν χαιρόσουν πάρα πολύ. Ειδικά στις εξοχές, ήταν ιερή υποχρέωση η φιλοξενία: το να έρθει ο άνθρωπος, να του δώσεις, να τον κεράσεις κάτι, να τον ταΐσεις, να τον ποτίσεις… Δεν υπήρχανε εστιατόρια, δεν υπήρχανε καφενεία, δεν υπήρχαν ξενοδοχεία, όποιος περνούσε έπρεπε να τον… Ήξερες ότι έπρεπε να φάει και να πιει, δεν ήταν απλό πράγμα. Θυμάμαι μια γιαγιά -σαν ιστορία βέβαια τη θυμάμαι- στην Άνω Μεριά η οποία ζύμωνε. Είχε βάλει το ψωμί να ψήνεται και μοσχοβολούσε φυσικά όλη η γειτονιά τότε. Πέρασαν κάποιοι ξένοι από απέναντι, είδαν την κίνηση και πλησίασαν να δουν τι γίνεται. Η γιαγιά εκείνη την ώρα μόνη στο σπίτι, πολύ χάρηκε που τους είδε, με νοήματα: «Να σας κόψω ψωμί, να σας βγάλω τυρί, να κόψω ντομάτες να φάτε, να κάνετε…». Κάτσανε οι άνθρωποι φάγανε, ήπιανε… Σηκώθηκαν να φύγουν και προσπαθούσαν να τη ρωτήσουν τι χρωστάνε. Η γιαγιά δεν καταλάβαινε τίποτα, κάποια στιγμή εμφανίζεται ένα από τα παιδιά της. «Τι με λέει μπάμπαμ αυτός;». Λέει «Μάνα, ρωτάει τι χρωστά;». «Τι χρωστά;». Λέει «Για αυτό που έφαγε, τι να θέλει να πληρώσει;». «Να πληρώσει; Χριστός και Παναγία! Να πληρώσει το φαγί;».
Και την πλήρωσαν τελικά τη γιαγιά;
Όχι βέβαια, αστειεύεσαι; Σιγά μην πληρωνόταν η γιαγιά.
Πολύ ωραία ιστορία! Κάτι άλλο, τέτοιο σκηνικό, σου έχει μείνει με τους Γερμανούς τουρίστες;
Όχι, όχι.
Όταν-
Μετά έγινε καθημερινότητα ξέρεις, ήταν τόσο πολλοί που δεν… Ήταν πιο πολλοί από εμάς.
Στα Θέρμα κυρίως;
Ναι. Στα Θέρμα κυρίως.
Κι εσύ κινούσουν εκεί;
Εγώ εκεί έμενα, το καλοκαίρι ναι.
Έτσι, την εξέλιξη του τουρισμού πώς την αντιλήφθηκες;
Την εξέλιξη; Ξαφνικά κάποια στιγμή γύρω στο ’80 που μπήκε το καινούριο πλοίο, ήρθε μαζεμένος κόσμος κι άρχισαν να φτιάχνονται κάποια καταλύματα. Κι άρχισε να έρχεται περισσότερος κόσμος, οικογένειες και λοιπά, Έλληνες. Κι απλά είχαμε κόσμο, δεν… Αλλάζει βέβαια, εκεί το καλοκαίρι που περνάς υπέροχα γιατί κάνεις διακοπές, αρχίζεις και τρέχεις για να προλάβεις να εξυπηρετήσεις τους πελάτες σου πλέον. Χάνεται η αίσθηση του φιλοξενούμενου, χάνεται η αίσθηση του επισκέπτη. Προσέχεις τουρίστες, έχεις πελάτες, δεν είναι το ίδιο.
Εσύ πήγαινες στις βάθρες;
Πολύ λίγο. Πήγαινα αλλά εντάξει, όχι… Πώς με κόβεις, για πολύ ορειβάτη;
Ναι, γιατί όχι; Πότε ήταν η πρώτη φορά που πήγες;
Μικρός πάντως.
Θυμάσαι πώς ήταν, πώς σου φάνηκε, τι έκανες εκεί, που πήγες;
Επειδή γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ, παντού υπήρχαν εντυπωσιακά… Δεν ήταν κάτι το: «Αχ!» το συνταρακτικό για μένα. Είναι κάτι πολύ όμορφο, κάτι εντυπωσιακό, αλλά κάτι που είχε μικρή διαφορά από το άλλο τοπίο που έβλεπα μία ζωή από τη μέρα που γεννήθηκα. Γιατί όταν ήμασταν εμείς μικρά, είχε πολύ περισσότερη βλάστηση παντού, κτήματα μεγάλα, πηγαίναμε παίζαμε. Σαν παιδιά πηγαίναμε να παίξουμε στους μπαξέδες που ήταν κοντά εδώ στο γήπεδο της Χώρας, το θεωρούσαμε μεγάλη χαρά, τύπου εξερεύνηση. Υπήρχαν ήδη παλιά σπίτια ανοιχτά, μπαίναμε μέσα με τις ώρες, χανόμασταν εκεί, μας ψάχνανε από το σπίτι πότε θα γυρίσουμε… Πληρώναμε το σχετικό αντίτιμο βέβαια, ένα χέρι ξύλο. «Πού ήσουνα όλες τις ώρες;».
Κι έτσι η πρώτη φορά που βούτηξες σε βάθρα;
Όχι, δεν έχω βουτήξει ακόμα.
Α!
Μου φαινόταν πολύ κρύο το νερό, προτιμούσα τη θάλασσα.
Και το καλοκαίρι στα Θέρμα που έβλεπες ότι όλοι αυτοί οι τουρίστες έρχονται για τις βάθρες και μαζεύονται όλοι εκεί;
Όχι, δεν ερχότανε τότε για τις βάθρες. Τότε πήγαιναν και στη θάλασσα, κυκλοφορούσαν κι αλλού. Οι βάθρες έχουν γίνει της μόδας τα τελευταία χρόνια, δεν ξέρω γιατί μονοπώλησαν το ενδιαφέρον από τα υπόλοιπα σημεία του νησιού. Δεν το έψαξα καν να δω τον λόγο.
Επηρέασε με κάποιο τρόπο τον ντόπιο πληθυσμό ο τουρισμός; Δηλαδή τα μέρη τα οποία επισκέπτονταν οι τουρίστες, έγιναν πιο ελκυστικά και στους ντόπιους ή το αντίθετο;
Ναι, νομίζω πως ναι, όντως. Όπως επίσης και το βουνό, το οποίο παλιότερα θεωρούτανε ανάγκη να πας να μαζέψεις τα ζώα σου. Τώρα, τα τελευταία χρόνια βλέπω ότι πολλοί νέοι το θεωρούνε την ύψιστη μορφή διασκέδασης, το να σκαρφαλώσουνε στην κορυφή του βουνού. Δεν ξέρω αν είναι μόδα, άμα είναι τρόπος διαφυγή[00:50:00]ς. Αν έχουμε αστικοποιηθεί τόσο πολύ που χρειαζόμαστε μία μεγαλύτερη επαφή με τη φύση. Εμείς την είχαμε αυτή την επαφή με τη φύση, δεν την ψάχναμε. Να θέλαμε να πάμε στο βουνό για να έρθουμε σε επαφή τη φύση. Βγαίνοντας από το σπίτι, δίπλα μας ήταν η φύση.
Εδώ πέρα το είχα αυτό που ήθελα να ρωτήσω αλλά μου φεύγει, οπότε θα προχωρήσω. Υπάρχουνε κάποια άλλα έθιμα που είδες σαν παιδί;
Δε θυμάμαι. Αν μπορεί αν θεωρηθεί έθιμο βέβαια, ήτανε, και εξακολουθεί να γίνεται, οι ιδιωτικές λειτουργίες που γινόταν το καλοκαίρι στα εξωκλήσια του νησιού. Δηλαδή μαζευόταν μία παρέα, κυρίως γυναίκες, βέβαια και παιδιά, κανόνιζαν τις λειτουργίες με, την τάδε ημέρα, το εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου που είναι έξω από την Χώρα. Έπαιρνε τη μορφή εκδρομής, πανηγυριού: αυγά, κεφτέδες, τραγούδι, βόλτες, ανέκδοτα… Μιλάμε για παρέες 10-20 ατόμων. Και αυτό επαναλαμβανόταν όλο το καλοκαίρι από ξωκλήσι σε ξωκλήσι, από παρέα σε παρέα. Δεν το λες έθιμο βέβαια, αλλά ήταν έτσι μία μορφή κοινωνικής ζωής, κάτι διαφορετικό από την καθημερινότητά μας.
Πώς έχεις δει να εξελίσσονται αυτές οι επαφές με τις παραδόσεις;
Όπως όλες οι παραδόσεις, σιγά-σιγά αρχίζουν κι ατονούν. Δε χάνονται, αλλά έχουν ατονήσει αρκετά.
Για τον γάμο ας πούμε μου είπες ποια γίνονται, ποια κομμάτια από αυτά.
Ο γάμος, τελευταία χρόνια το μόνο κομμάτι που είχε μείνει, και τώρα πλέον και αυτό δυσκολεύει πάρα πολύ για πρακτικούς λόγους, είναι το κομμάτι από το ξύρισμα του γαμπρού στο καφενείο μέχρι την πομπή στην εκκλησία. Το οποίο διατηρείται σε μεγάλο κομμάτι. Το ντύσιμο της νύφης, το ντύσιμο του γαμπρού, τα τραγούδια που λέγονται… Τα υπόλοιπα έχουν αντικατασταθεί από νεότερες συνήθειες. Όπως είναι το γλέντι στο ξενοδοχείο, η γαμήλια τούρτα, το βαλς της εισόδου του ζευγαριού, οι φωτογραφίες που κρατάνε ατελείωτες ώρες. Και φυσικά το μάζεμα της τελετής από μία εβδομάδα σε ένα απόγευμα.
Στο έθιμο του γάμου, παλιότερα, στο γαμήλιο γεύμα τι τρώγανε;
Κρέας, ή βραστό με πιλάφι ή μαγειρευτό με κρεμμύδια και πατάτες. Αλλά το κρέας ήταν απαραίτητο φαΐ. Συνήθως από ζώα μεγάλα: γίδες, τράγους, πρόβατα… Περισσότερο για πρακτικούς λόγους, επειδή έπρεπε να ταΐξουν πολύ κόσμο και επειδή συνήθως ήταν χειμώνας και δεν υπάρχουνε το κλασσικό κατσικάκι του νησιού. Τα τελευταία χρόνια αυτό έχει αντικατασταθεί από κατσικάκι στο φούρνο με ρύζι, που είναι πολύ-πολύ πιο εύκολο. Το κάνει ο φούρνος και το πάει έτοιμο στο εστιατόριο ή στο ξενοδοχείο που γίνεται το γλέντι.
Υπάρχουν συνταγές παραδοσιακές σαμοθρακίτικες;
Ναι, υπάρχουνε. Κάποιες είναι πολύ ιδιαίτερες, κάποιες είναι πολύ συνηθισμένες, κάποιες έχουν διατηρηθεί ανέπαφες. Κάποιες έχουν εξαφανιστεί εντελώς γιατί ήτανε λύσεις ανάγκης της εποχής, πάντως υπάρχουνε. Από τα φαγητά που ήταν παραδοσιακά και εξακολουθούν να υπάρχουνε είναι κάποια εορταστικά πιάτα, όπως είναι το γεμιστό κατσικάκι ή αρνάκι του Πάσχα. Όπως είναι το μαντί της Πρωτοχρονιάς, κρεατοπιτάκια, όπως είναι η τυρ’νόπιτα, η πίτα της Αποκριάς. Όπως είναι ο χασλαμάς, ένα από τα γλυκά που παρόλο που είναι αρκετά -θυμίζει χαλβά λίγο- αρκετά λιτό, βρίσκει καλής αντιμετώπισης ακόμα και σαν προϊόν ζαχαροπλαστείου και σαν καθημερινό. Από κει και πέρα υπήρχαν πάρα πολλές συνταγές. Οι παλιότερες νοικοκυρές έπρεπε να επιβιώσουν με αυτά που είχανε. Δηλαδή υπήρχανε ιδιαίτερα ευφάνταστες συνταγές, οι οποίες πλέον έχουν εξαφανιστεί γιατί δεν υφίσταται λόγος ίσως ή γιατί άλλαξαν τα γούστα ή γιατί ήτανε πολύ λιτές. Τα περισσότερα είχαν σαν βάση το αλεύρι, προϊόντα ζύμης, εποχικά χόρτα και λαχανικά που βρίσκανε. Έχω ακούσει για ροφό στιφάδο με δαμάσκηνα, το οποίο δεν υπάρχει πλέον. Δεν το έχω ξανά-
Ροφό;
Ναι.
Ο ροφός ήταν το ψάρι της καθημερινότητας τότε. Μην κοιτάς τώρα που είναι απλησίαστο είδος. Υπήρχαν πολλοί. Ή τα χειμωνιάτικα κοκκινιστά είχαν όλα μέσα ξερά δαμάσκηνα, ξερά «πραούστια» ή φρέσκα κυδώνια. Κάτι το οποίο σχεδόν ξενίζει πλέον, τους φαίνεται περίεργο, λένε: «Α, αυτά είναι γκουρμεδιές». Δεν είναι γκουρμεδιές, υπήρχανε, ήτανε η λύση της ανάγκης. Τα μανιτάρια που τα χρησιμοποιούσανε οι παλιότεροι, ξεχάστηκαν. Ξαναεμφανίζονται τα τελευταία χρόνια με μεγάλη επιφύλαξη γιατί δεν ξέρουνε τι είναι βρώσιμο και τι όχι. Τα χόρτα, οι πιο παλιοί ξέρανε δεκάδες, που ούτε σαν ονόματα τα ξέρουμε εμείς. Εκτός από τον ζοχό και ξέρω εγώ τι άλλο, ούτε τα ξέρουμε να τα χρησιμοποιήσουμε. Τα ζυμαρικά που φτιάχνανε, έχει μείνει πλέον μόνο ο τραχανάς και οι χυλοπίτες, «φλωμάρια» όπως τα λένε εδώ, που εξακολουθούν να φτιάχνονται στα περισσότερα σπίτια είναι η αλήθεια. Αλλά σε ποσότητες ίσα-ίσα «Για το καλό» που λένε, όχι για να ταΐσεις μια οικογένεια για ολόκληρο τον χρόνο. Όσπρια πάντα φτιάχνανε, δεν άλλαξε σε αυτό κάτι, απλώς μειώθηκαν οι ποσότητες. Δεν τρώει κανείς πλέον κάθε μέρα φασόλια, τρώει μία φορά τον μήνα επειδή πρέπει.
Εσύ σαν παιδί θυμάσαι να κάνεις βόλτες έξω και να τρέφεσαι με πράγματα που βρίσκεις έτσι σε δέντρα;
Ναι, ναι. Παρόλο που οι προηγούμενοι από εμάς το είχανε πιο έντονα. Εμείς ζήσαμε σε μία ενδιάμεση κατάσταση που υπήρχανε και περισσότερα χρήματα, μαγαζιά να ψωνίσεις κάτι… Δηλαδή δεν περίμενες ντε και καλά να πας να βρεις το φρούτο στο δέντρο. Αλλά παρόλα αυτά ναι και είναι αυτή η χαρά όταν το κόβεις μόνος σου από το δέντρο. Είναι διαφορετικά, σίγουρα.
Τι έβρισκες συνήθως;
Τα πάντα. Πάντα. Από… Όλα τα κτήματα γύρω από τη Χώρα και στα Θέρμα φυσικά, είχαν τα πάντα, και από ήμερα δέντρα κι από άγρια: μηλιές, κερασιές, βερικοκιές, καρυδιές, συκιές. Το σύκο υπήρχε παντού, δεν το θεωρούσαμε καν φρούτο, ήταν… Παλιότερα βέβαια είχε μεγάλη αξία, γιατί ήταν βασική τροφή και όχι απλώς τα πρόσεχαν, τα φύλαγαν κανονικά, μην τους τα κλέψουνε. Για να μπορέσουν να μαζέψουνε να ξεράνουνε τις ποσότητες που θέλανε για τον χειμώνα. Δαμάσκηνα, πραούστια… Τα πάντα! Βατόμουρα… Τα οποία μας λέγανε να μην τα τρώμε γιατί τα γλύφουν τα φίδια.
Γιατί τι;
Τα γλύφανε τα φίδια! Ναι, είναι ένα φρούτο το οποίο είναι εκτεθειμένο στη σκόνη γιατί είναι πολύ χαμηλά συνήθως. Και δεν υπάρχει περίπτωση να το μαζέψει κανείς ποτέ και να το πλύνει για να το φάει. Θα το φάει σίγουρα όπως το βρίσκει στο δρόμο.
Αλλά έχει σκόνη εδώ;
Στους χωματόδρομους είχε και πολύ μάλιστα.
Για το έθιμο των Χριστουγέννων που το αναφέραμε;
Τα Χριστούγεννα… Είπαμε, το κυριότερο κομμάτι των Χριστουγέννων είναι τα χοιροσφάγια. Είναι το σφάξιμο του γουρουνιού και η προμήθεια με κρέας για την οικογένεια για όλο ουσιαστικά τον χρόνο. Κρέας και λίπος, βασική προϋπόθεση αυτή για τότε. Το λάδι ήτανε… Υπήρχε βέβαια, πάντα υπήρχε λάδι υπήρχε λάδι στο νησί, αλλά το δεύτερο μαγειρικό λίπος, ήταν το λίπος του γουρουνιού που χρησιμοποιούταν όπως χρησιμοποιούν το βούτυρο αυτή τη στιγμή, τα τελευταία χρόνια. Έπαιρνε τη μορφή πανηγυριού γιατί κάθε οικογένεια είχε το δικό της στην αυλή. Μαζευόταν να τα σφάξουνε όλοι μαζί, υπήρχε ο ενθουσιασμός των παιδιών και η σχετική λύπη. Γιατί βλέπεις τη σφαγή μπροστά σου. Για ένα παιδάκι 8 και 9 χρονών, το να βλέπεις το αίμα να τρέχει, δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστο, όπως και να το κάνουμε. Αλλά είναι κάτι το οποίο το θεωρούσαμε αυτονόητο, μέσα στη ζωή. Και την κότα βλέπαμε να τη σφάζουνε και το κατσίκι βλέπαμε να το σφάζουνε… Δε δημιουργούσε τον αποτροπιασμό που δημιουργούν στα σημερινά παιδιά που το βλέπουν μία φορά στη ζωή τους και τους εντυπώνεται και το έχουνε εφιάλτη μετά συνέχεια. Ούτε εμείς το χαιρόμασταν αλλά ήταν… Και είπαμε κυρίως ήταν η αίσθηση του ότι: «Πρέπει να μοιράσω από αυτό, να συμμετάσχουν όλη στη χαρά, να φάνε και αυτοί που δεν έχουνε, να δώσω». Και ήταν η σούβλα των Χριστουγέννων, ένα άλλο έθιμο, που ο υπόλοιπος κόσμος ψήνει το Πάσχα, εμείς ψήνουμε [01:00:00]χοιρινό τα Χριστούγεννα μες στο χιόνι, μες στο κρύο. Παλιότερα ψήνανε μες στο τζάκι του σπιτιού, σε εκείνα τα παλιά σπίτια που ήταν το μεγάλο τζάκι του σπιτιού μπροστά και δεν τους πείραζε ιδιαίτερα ο καπνός γιατί έτσι κι αλλιώς έβγαινε. Μετά όμως, τα τελευταία 60-70 χρόνια, μαζευότανε σε ανοιχτούς χώρους, παρέες 4-5 σούβλες διαφορετικές. Και γινόταν ωραίο γλέντι και είναι ένα από τα έθιμα που διατηρείται ακόμα. Το απολαμβάνουνε και το συνεχίζουνε. Και τώρα, με τα σημερινά δεδομένα, είναι και πιο εύκολο να γίνει γιατί υπάρχουνε και οι ψησταριές, υπάρχουνε και οι ευκολίες με τις ηλεκτρικές -πώς το λένε; Τους «Αλβανούς» όπως λέμε, τέλος πάντων- το σύστημα με το οποίο γυρίζει η σούβλα και μετατρέπεται σε πανηγύρι κανονικότατο. Όπως λένε χαρακτηριστικά στο νησί: «Η μόνη μέρα που κινδυνεύεις να μεθύσεις πρωί είναι τα Χριστούγεννα. Τις υπόλοιπες μέρες να φοβάσαι το βράδυ». Και πήγαιναν από παρέα σε παρέα, από γειτονιά σε γειτονιά, μαζευόταν πολλές φορές και τα τελευταία χρονιά ακόμα και… Μαζευόταν παρέες για 30 και 40 [Δ.Α.], γινόταν κανονικό γλέντι, με όργανα και χορό και από πόρτα σε πόρτα. Είναι μία μέρα και που δημιουργεί ένταση στο νησί. Ελπίζω να επανέλθει μετά τον κορονοϊό πάλι.
Διατηρείται;
Κανονικότατα! Κανονικότατα.
Το Πάσχα; Υπάρχει κάτι που γίνεται;
Το Πάσχα όχι ιδιαίτερα, ήταν μία πολύ λιτή γιορτή, καθαρά θρησκευτική. Δεν έχει ούτε χορούς, ούτε πανηγύρια. Περισσότερο η εβδομάδα της Διακαινησίμου, η επόμενη εβδομάδα, είχε το πανηγύρι της Καμαριώτισσας που είναι την Πέμπτη μετά το Πάσχα. Και γινόταν στην Καμαριώτισσα κάτω ένας μεγάλος χορός, στον οποίο έπαιρναν μέρος και όσοι θα πήγαιναν φαντάροι εκείνη την χρονιά και κάνανε ένα μεγάλο γλέντι. Είχε ατονήσει πάρα πολύ, εγώ δεν το πρόλαβα. Και τελευταία έγιναν κάποιες προσπάθειες αναβίωσης να το συνδυάσουν με μία γιορτή σαρδέλας, αλλά είναι λίγο τουριστικό, λίγο με το ζόρι, δεν προχωράει. Και η Κυριακή του Θωμά που είναι η γιορτή των Πέντε Μαρτύρων, οι τοπικοί Άγιοι, αλλά είναι περισσότερο μέρα των επισήμων. Είναι η μέρα που έρχεται ο δεσπότης, που έρχονται οι στρατιωτικοί, που γίνεται η λιτανεία μέσα στο χωριό, αλλά είναι κάτι το ξένο. Δηλαδή μένει, γιορτάζουμε τους Αγίους μας, αλλά δεν μπορείς να το πεις ότι είναι έθιμο, ότι είναι μία παράτα.
Και τις Απόκριες;
Τις Απόκριες υπήρχαν τα καρναβάλια, υπήρχαν οι χοροί, δεν υπήρχε κάποιο ιδιαίτερο έθιμο, υπήρχε αυτή η γενικότερη εορταστική ατμόσφαιρα. Ντυνόταν πρόχειρα με ό,τι βρίσκανε μικροί-μεγάλοι, κυρίως οι μεγάλοι. Τα παιδιά, εντάξει, βγαίναν από σπίτι σε σπίτι για να μαζέψουνε λεφτά, να πούνε κάποια υποτυπώδη τραγουδάκια. Οι μεγάλοι όμως το γλεντούσανε πραγματικά, για τα παλιότερα χρόνια. Βέβαια το γλέντι τότε ήταν απαραίτητη προϋπόθεση έτσι κι αλλιώς. Δηλαδή μέχρι και το ’90, κάθε Σάββατο σε όλα τα χώρια γινόταν ένας χορός, ένας μπάλος όπως λέγανε, στο καφενείο. Ἠ Κυριακή, ανάλογα με τις εποχές, παλιότερα γινότανε Κυριακή, μετά γινότανε Σάββατο. Πάντως γινότανε ένας χορός ο οποίος ήτανε η ευκαιρία της εκτόνωσης. Συνεχιζότανε με αμείωτο ενδιαφέρον -σου λέω- μέχρι και το ’90. Μετά, λίγο η τηλεόραση, λίγο η έλλειψη μουσικών, λίγο το ότι λιγόστεψαν οι ενεργές ηλικίες, δηλαδή μείνανε μόνο ή παιδιά ή ηλικιωμένοι. Η Σαμοθράκη μετά το ’60 άδειασε εντελώς από το ενεργό δυναμικό, φύγανε όλοι Γερμανία. Λίγο πριν, στα καράβια κάποιοι και μετά στη Γερμανία σχεδόν όλοι. Εγώ όταν ήμουνα στο σχολείο στο δημοτικό, οι μισοί μου, τουλάχιστον, συμμαθητές είχαν μόνο τον παππού και τη γιαγιά εδώ. Οι περισσότεροι γονείς είχαν πάει Γερμανία. Και από αυτούς οι περισσότεροι μείνανε κιόλας, δεν ξαναγύρισαν καν. Όσοι δηλαδή δε γύρισαν την πρώτη πενταετία, μείνανε οριστικά. Αυτή τη στιγμή έχουμε 3.000 κατοίκους στο νησί και 5.000 στη Στουτγάρδη Σαμοθρακίτες. Οπότε όλα αυτά έφεραν την αλλαγή. Η τηλεόραση μπήκε στη ζωή μας, εφόσον υπήρχε το σίριαλ γιατί να πάω να… Υπήρχε το ραδιόφωνο, υπήρχε το μαγνητόφωνο. Και σιγά-σιγά υποχώρησε το κομμάτι του χορού, του γλεντιού, του μπάλου.
Εσύ-
Έμεινε-
Όμως το… Α, συγγνώμη.
Ναι, εγώ το πρόλαβα, εγώ το πρόλαβα να γίνεται κάθε Κυριακή, κάθε Σάββατο στα περισσότερα χωριά. Μετά άρχισε να γίνεται όποτε υπήρχε γιορτή, σε όλες τις μεγάλες γιορτές: Χριστούγεννα, Πάσχα, των Τριών Ιεραρχών, του Αγίου Γεωργίου. Μετά σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται μόνο το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Τα τελευταία χρόνια γινόταν ένας μεγάλος χορός κάθε Χριστούγεννα και κάθε Πρωτοχρονιά. Και σιγά-σιγά άρχισε κι αυτό να φθίνει εντελώς, να μη γίνεται καν. Άλλαξαν τα δεδομένα, κάποτε πήγαιναν σε ένα καφενείο 20 τετραγωνικά, καθόταν ο ένας δίπλα στον άλλον σε μία καρέκλα, πίνανε δύο ούζα, ήταν ευχαριστημένοι. Τώρα θέλανε να υπάρχει τραπέζι, να υπάρχει μπουκάλι με ουίσκι, να υπάρχει φαΐ… Άλλαξαν πολλά.
Εσύ σύχναζες στο καφενείο;
Όχι ιδιαίτερα. Στην εποχή μας για να πας στο καφενείο έπρεπε να είσαι μεγάλος, να είσαι ενήλικας. Δηλαδή ο πιτσιρικάς των 14, 15, 16, υπήρχε θέμα, δεν μπορούσε να μπει εύκολα σε καφενείο. Μπορούσες να πας να κάτσεις να πιεις μια πορτοκαλάδα σοβαρά-σοβαρά και να φύγεις. Μετά τα 17-18 που μπορούσαμε να βγούμε επισήμως, έφυγα για σπουδές και γύρισα μετά μεγάλος πλέον. Ναι.
Τι σπούδασες παρεμπιπτόντως;
Θεολογία έχω τελειώσει στη Θεσσαλονίκη.
Θυμήθηκα αυτό που ήθελα να σε ρωτήσω πριν. Επειδή μου είπες ότι έκανες βόλτες εδώ στη Χώρα, στη φύση και είχες δει κάτι ανοιχτά σπίτια. Έχεις παρατηρήσει μήπως κάτι ανοιχτά σπίτια που είναι πλέον ακριβώς σε ρέμα;
Όλα ήταν δίπλα σε ρέμα τα σπίτια, σχεδόν.
Για ποιο λόγο, ξέρεις;
Κυρίως γιατί κοντά στο ρέμα υπήρχε νερό, οπότε μπορούσες να ποτίσεις το κτήμα που είχες στο εξοχικό σου. Και, επίσης, κανένας δε χαλάλιζε το μικρό του οικόπεδο για να χτίσει το σπίτι στο ίσιο μέρος, εκείνο θα το καλλιεργούσε. Θα το έχτιζε στο πιο άχρηστο κομμάτι του οικοπέδου.
Δεν είχαν και θέματα με το ρέμα άμα φούσκωνε;
Τότε το ρέμα ήταν στη φυσική του ροή, δεν ξέφευγε πολύ. Όσο βροχή και να έκανε, ήταν στα όριά του. Τώρα τα έχουνε μαζέψει και όταν ξεφύγουνε ξεφεύγουνε άσχημα.
Τι εννοείς τα έχουν μαζέψει;
Τα έχουνε μπαζώσει, έχουνε ρίξει χώματα, έχουνε φτιάξει γεφυράκια, έχουνε… Έχουνε κλείσει, έχουνε στενέψει τα περισσότερα. Οπότε όταν γίνει κάποια μεγάλη βροχή, θα φύγει και θα πλημμυρίσει η περιοχή. Τότε ξέρανε ότι τον χειμώνα είναι εδώ τα όρια, το καλοκαίρι είναι εδώ, δεν πηγαίνανε να χτίσουν μέσα στο ποτάμι.
Όταν ήσουνα μικρός είχες πετύχει και σπίτια που ήτανε έτσι δίπλα στο ρέμα και λειτουργούσαν ακόμα, χρησιμοποιούνταν;
Τα περισσότερα, μιλώντας για την περιοχή γύρω από την Χώρα, στα δικά μου χρόνια όχι, δεν υπήρχανε, είχανε σταματήσει να λειτουργούν. Πήγαιναν λίγο νωρίτερα όμως, εξακολουθούσαν να κατοικούνται το καλοκαίρι. Όσο θυμάμαι εγώ, είχαν γίνει αποθήκες πλέον, δηλαδή μόνο για βοηθητικούς χώρους τα χρησιμοποιούσανε, είχανε εγκαταλειφθεί εντελώς. Τα σπίτια της βόρειας πλευράς βέβαια κατοικούνταν και κατοικούνται ακόμα το καλοκαίρι. Και τώρα πλέον που είναι πιο εύκολη η μετάβαση, κατοικούνται και τον χειμώνα, συνέχεια.
Ξέρεις για ποιο λόγο εγκαταλείφθηκαν αυτά τα σπίτια;
Εξέλειψαν οι λόγοι. Πήγαιναν για να καλλιεργήσουνε κάποια βασικά πράγματα για να έχουνε να φάνε τα λαχανικά τους και τα φρούτα τους. Αυτοί που τα καλλιεργούσανε, βρέθηκαν ξαφνικά μετανάστες. Μείνανε κάποιοι ηλικιωμένοι που πήγαιναν έτσι μία βόλτα για να περνάνε την ώρα τους ή από συνήθεια. Οι υπόλοιποι είχαν φύγει. Έχοντας αφήσει αυτόν τον τρόπο ζωής, κανένας δεν ξαναγυρίζει όταν είναι 30 και 40 χρονών, να ασχοληθεί με τον κήπο του για να περάσει την ώρα του ή για να κόψει ένα μαρουλάκι, τους απασχολούν άλλα θέματα. Το θεωρούσαν σχεδόν ντροπή κάποια στιγμή. Τώρα έχουν αλλάξει πάλι τα δεδομένα.
Δηλαδή ήτανε μέρη στα οποία έχτιζαν πολύ φτωχές οικογένειες ή άνθρωποι;
Όχι, δεν ήταν πολύ φτωχές. Όλες οι οικογένειες που είχανε ένα σπίτι εδώ μέσα στο χωριό, είχαν κάπου κι έναν χώρο για να καλλιεργήσουνε. Είχανε ένα κτήμα δηλαδή, κοντά ή πιο μακριά. Όσοι ήταν κοντά μπορούσαν και να πηγαινοέρχονται, όσοι ήταν πιο μακριά έπρεπε να μετακομίσουνε για ένα διάστημα, μόνιμα να κάτσουνε εκεί.
Τι αλλαγές έχεις δει εσύ στο νησί, στο τοπίο του ας πούμε, τα τελευταία χρόνια; Γενικά όσα χρόνια ζεις εδώ κι έχεις μνήμες.
Πολλές. Το θέμα είναι ότι, επειδή τις ζω συνέχεια, δεν μπορείς να εντοπίσεις τις μεγάλες αλλαγές που έχουνε γίνει. Σίγουρα έχει αρχίσει η ερημοποίηση ουσιαστικά του μέ[01:10:00]ρους. Έχουνε μαζευτεί πάρα πολλά ζώα, πολλά κατσίκια, πολλά πρόβατα. Πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορεί να αντέξει το τοπίο, το νησί. Έχει αλλάξει ο τρόπος διαχείρισης. Δηλαδή παλιότερα υπήρχαν, όχι όμως τόσα πολλά, αλλά υπήρχε ένα χρονικό όριο. Τον χειμώνα τα κατεβάζανε χαμηλά προς τη θάλασσα, το καλοκαίρι ανέβαιναν για 6 μήνες τουλάχιστον στο βουνό ψηλά. Οπότε το εξάμηνο αυτό προλαβαίνει το τοπίο να αναγεννηθεί, όσο είναι δυνατόν. Όταν όμως, όπως γίνεται τώρα, μένουν συνέχεια στο ίδιο μέρος, τα ταΐζεις εκεί, τα ποτίζεις εκεί. Δεν προλαβαίνει να φυτρώσει τίποτα. Αν δεις τα περισσότερα μέρη, έχουν μείνει μόνο κάποια μεγάλα δέντρα και τίποτα από κάτω και τα οποία όταν ξεραθούν δε θα μπορέσουν να ανανεωθούν. Τα νερά έχουνε λιγοστέψει για πολλούς λόγους. Έχουνε λιγοστέψει και οι βροχές λόγω της κλιματικής αλλαγής. Μπαίνει η μπουλντόζα εύκολα παντού. Παλιότερα γινόταν όλα με τα χέρια, ήταν πολύ πιο ήπιες οι επεμβάσεις.
Σου έρχεται κάτι από την παιδική σου ηλικία, που τα παιδιά σήμερα στη Σαμοθράκη δεν πρόκειται να το βιώσουνε; Ή με μεγάλη δυσκολία;
Νομίζω ότι τα περισσότερα παιδιά πλέον δεν μπορούν να βιώσουν τίποτα απ’ όσα βιώσαμε εμείς, γιατί ασχολούνται μόνο με ηλεκτρονικά και τηλεόραση. Το παιχνίδι έχει αλλάξει πολύ, μορφή.
Θες να μου πεις τι παίζατε εσείς όταν ήσασταν μικρά;
Κρυφτό, κυνηγητό, κλέφτες κι αστυνόμους, μπάλα πολύ. Αυτό που ήταν άγνωστο ίσως, ήταν το ποδήλατο γιατί δε βοηθούσαν οι δρόμοι.
Με τις αποστάσεις πώς τα καταφέρνατε; Άμα ήθελες μόνος σου ας πούμε, να πας κάπου αλλού, σε άλλη περιοχή;
Καρότσα, στα δικά μου χρόνια. Περπάτημα πολύ περισσότερο και στις παλιότερες εποχές, πάρα πολύ περισσότερο. Βέβαια τότε περπατούσαν, δεν είχανε πρόβλημα, το θεωρούσανε αυτονόητο. Δηλαδή εμείς όταν πηγαίναμε στο γυμνάσιο, τα παιδιά από τα Αλώνια που είναι 3 χιλιόμετρα, 4 -πόσο;-, ανέβαιναν στο σχολείο με τα πόδια. Γιατί μόνο ένα γυμνάσιο υπήρχε σε όλο το νησί. Από τα πιο μακρινά χωριά τότε είχανε θέμα ή συνήθως νοίκιαζαν κάποιο δωμάτιο εδώ στη Χώρα ή ερχότανε ένας από τους γονείς να τα προσέχει. Γιατί μιλάμε για παιδάκια 12 χρονών, 13, να τα προσέχει ή μένανε σε κάποιο συγγενή. Κάποιοι ερχόταν με τα ζώα, κάθε πρωί, κάνα γαϊδουράκι, κάνα άλογο. Με ό,τι κι αν συνεπάγεται αυτό, ταλαιπωρία πολλή αλλά τα κατάφερναν.
Μία τελευταία ερώτηση έχω. Θα ήθελες να μου πεις εσύ τι σε έσπρωξε να ασχοληθείς πιο στενά με τα έθιμα της Σαμοθράκης;
Δεν ξέρω, νομίζω ότι μου βγήκε αυθόρμητα, δεν το έψαξα ποτέ ιδιαίτερα. Ξεκίνησε έτσι από ενδιαφέρον, από τις ιστορίες των παππούδων κυρίως: «Α, εμείς είχαμε αυτό». Λέω: «Κάτσε να ρωτήσω, γιατί γινόταν αυτό ή πότε έγινε αυτό και λοιπά». Και σιγά-σιγά βρέθηκα να ασχολούμαι ημιεπαγγελματικά -μπορώ να πω-, το κακό είναι το ξεκίνησα λίγο αργά. Μάλλον, δεν το ξεκίνησα αργά, γεννήθηκα λίγο αργά. Δεν υπήρχανε οι πληροφοριοδότες που χρειαζόμουνα. Οι πληροφορίες που είχα όταν ήμουνα 12 χρονών, που 12 χρονών, εντάξει, δεν μπορείς να μαζέψεις υλικό, στα 20 που μπορούσα να το κάνω, είχα χάσει τους πληροφοριοδότες. Ή τα είχανε χάσει αυτοί!
Και από πότε έχεις ξεκινήσει να το κάνεις αυτό, να συλλέγεις πληροφορίες;
Συστηματικά, πριν από καμιά 20ετία περίπου. Δηλαδή στα πλαίσια της ενασχόλησης με τους πολιτιστικούς συλλόγους και λοιπά, είπαμε να κάνουμε κάποιες προσπάθειες να μαζέψουμε κάποιο υλικό, να γίνουν κάποιες συλλογές και λοιπά. Κάπως έτσι ξεκίνησε, αλλά -σας είπα- δυστυχώς ήτανε αργά. Δηλαδή ξεκίνησα να μαζέψω κάποια τραγούδια -είναι σχεδόν 30 χρόνια τώρα- διαπίστωσα ότι οι πηγές είχανε στερέψει. Δηλαδή κάποιες γιαγιάδες που μου είχανε πει ότι ξέρανε πολλά και λοιπά, ήταν 90 χρονών ή τα είχανε χάσει, δεν… Δεν μπόρεσαν να πουν και πολλά πράγματα.
Είχες κι από μικρότερος αυτή την περιέργεια για τις παραδόσεις της Σαμοθράκης;
Πιστεύω πως ναι. Νομίζω ότι με ενδιέφερε περισσότερο από άλλους συνομηλίκους μου, δεν ξέρω γιατί. Μπορεί να είχα καλούς αφηγητές στο σπίτι.
Θα ήθελες να προσθέσεις κάτι άλλο;
Νομίζω πως όχι.
Ωραία. Σε ευχαριστώ για αυτή τη συνέντευξη.
Παρακαλώ, να είσαι καλά.
Τέλος συνέντευξης.
Οι φωτιές που συνοδεύουν αλλού τις γιορτές του Κλήδονα, του Αγίου Ιωάννη της Πρωτομαγιάς, εδώ την ανάβανε και πηδούσανε τη φωτιά 31 Ιουλίου, παραμονή της 1ης Αυγούστου. Ή όπως λέγανε στο νησί: «Να πηδήξουμε τον Άξεστο, να πηδήσουμε τον Αύγουστου». Ο Αύγουστος, όπως και ο Μάιος, θεωρούνται διαβατήριοι μήνες, επικίνδυνοι για την υγεία, οι μήνες που είναι εύκολο να πεθάνει κάποιος και λοιπά. Είναι πάνω στην αλλαγή της εποχής. Οπότε ανάβανε τη φωτιά, πηδούσανε από πάνω και λέγανε: «Άξεστε μ’ καλ’ Άξεστε μ’, όπως με βγήβες, άσ’ με». «Αύγουστε, καλέ μου Αύγουστε, όπως με βρήκες, άσε με». Και μάλιστα αναφέρανε και την περίπτωση μίας ηλικιωμένης κάποια στιγμή, μία γιαγιά στην Άνω Μεριά, λέει, μεγάλη, ταλαιπωρημένη γυναίκα, όταν έσβηνε η φωτιά περνούσε πάνω από τα κάρβουνα: «Άξεστε μ’ καλ’ Άξεστε μ’, φέτος με βγήβες, του χρόνου να μη με βγεις». Δηλαδή: «Φέτος με βρήκες, του χρόνου δε χρειάζεται να με βρεις, φτάνει τώρα».
Θυμήθηκα και κάτι που ήθελα να σε ρωτήσω. Υπάρχουνε μήπως… Έχουνε απομείνει καθόλου κατάλοιπα από τα Καβείρια μυστήρια στα έθιμα εδώ;
Νομίζω πως όχι, νομίζω πως όχι. Έτσι κι αλλιώς ήταν τόσο κλειστό το κύκλωμα, τόσο μυστηριακό που δεν έβγαινε παραέξω, δεν ξέρουμε τι μπορεί να γινότανε. Δεν ξέρουμε αν είχε τον οργιαστικό χαρακτήρα που θέλουμε να πιστεύουμε ότι έχει. Άμα ήταν μία γιορτή της φύσης, άμα ήταν μία καθαρά εσωτερική, μία μύηση. Οπότε δεν μπορούμε να ξέρουμε τι γινόταν για να έχουν μείνει κατάλοιπα τέτοια.
Οκ.
Αυτό που υπήρχε έντονα στο νησί ήταν η άποψη για νεράιδες, για φαντάσματα, για στοιχειά, για, για, για, για… Ό,τι δημιουργεί τέλος πάντων η φαντασία του ανθρώπου των περασμένων εποχών. Η ανάγκη να δημιουργήσεις θρύλους, η έλλειψη έντονου φωτισμού… Οι περισσότερες σκιές δημιουργούν την εντύπωση ότι βλέπεις κάτι. Τα παραμύθια και οι φήμες που παίρνουν σιγά-σιγά πιο έντονη μορφή, πιο πάγια μορφή. Μιλούσαν συνέχεια για τις νεράιδες που κυκλοφορούν στα ποτάμια. Για τους «τόπακες», οι οποίοι «τόπακες» ήτανε πλάσματα τα οποία δε μιλούσαν, δεν κινούνταν, ήταν έτσι πολύ αργά, δεν ξέρανε, ακίνδυνα υποτίθεται. Και άλλα τέτοια αρκετά.
Ξέρεις κάποιο τέτοιο θρύλο ή παραμύθι;
Όχι.