© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η ίδρυση του «Συλλόγου Μικρασιατών Ιεράπετρας: «Πολύ γρήγορα ενσωματώθηκαν, αφομοιώθηκαν και δεν υπάρχει καμία διαφορά. Μας εκτιμούνε, μας αναγνωρίζουνε ότι προσφέραμε στην Ελλάδα»

Κωδικός Ιστορίας
13178
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρία Μαθιουδάκη-Δραγασάκη (Μ.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/06/2021
Ερευνητής/τρια
Κατερίνα Μαχαιρά (Κ.Μ.)
Κ.Μ.:

[00:00:00]Λοιπόν, βρισκόμαστε στην Ιεράπετρα με την κυρία Μαρία Μαθιουδάκη, να μιλήσουμε για την ιστορία της Μικρασιατικής Κοινότητας Ιεράπετρας, αλλά και για τη δική της την προσωπική ιστορία ως απόγονος Μικρασιατών από το Ρεΐζντερε. Σήμερα είναι 22 Ιουνίου του 2021, εγώ ονομάζομαι Μαχαιρά Κατερίνα, είμαι Ερευνήτρια για το Istorima, βρισκόμαστε στην Ιεράπετρα και ξεκινάμε. Κυρία Μαρία, αρχικά να μας πείτε, να ξεκινήσουμε με κάποιες βιογραφικές ερωτήσεις για εσάς. Να μας πείτε πότε γεννηθήκατε και πού μεγαλώσατε.

Μ.Μ.:

Λοιπόν εγώ γεννήθηκα το 1935 στην Ιεράπετρα, που είχαν έρθει οι γονείς μου μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και μεγάλωσα στην Ιεράπετρα.

Κ.Μ.:

Ωραία. Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια για τη μητέρα σας;

Μ.Μ.:

Ναι θα σας πω. Εγώ είχα την ατυχία να χάσω τον πατέρα μου όταν ήμουν 11 μηνών και η μητέρα μου 26 χρονών έμεινε χήρα και καταλαβαίνετε ότι όταν ζεις σε ένα τέτοιο περιβάλλον κάποια πράγματα δεν είναι όπως συνήθως σε μια οικογένεια με τους δύο γονείς. Πάντως, δεν μπορώ να πω και δεν θέλω να το πω, διότι έζησα καλά, παρά το ότι η εποχή εκείνη ήταν μια δύσκολη εποχή, όμως… και είχα στερηθεί τον πατέρα μου, όμως έζησα σε ένα περιβάλλον, που την εποχή εκείνη, δεν ξέρω, ήταν τότε διαφορετικά; Οι οικογένειες είχαν πολύ δεσμό. Δηλαδή, αν και από την οικογένεια του πατέρα μου δεν είχα αυτό που έπρεπε να έχω, το παραλείπουμε αυτό, από την οικογένειά της μητέρας μου αισθάνθηκα τόσο ζεστή την αγκαλιά τους, μεγάλωσα με τα παιδιά τους, δηλαδή τα ξαδέρφια μου, σαν να ήταν αδέρφια μου. Κι έτσι έζησα μια φυσιολογική ζωή. Η μητέρα μου ήταν άνθρωπος ζωντανός, ήταν έξυπνος άνθρωπος, προοδευτικός για την εποχή εκείνη και έτσι με βοήθησε και μου έδωσε κάποιες αρχές, μου άνοιξε κάποιους δρόμους που για την εποχή εκείνη θα ήταν ίσως δυσεύρετοι οι δρόμοι αυτοί, δηλαδή, ήταν προοδευτικός άνθρωπος, παρά το ότι είχα μείνει ορφανή και δεν είχαμε καμία οικονομική… Την εποχή εκείνη οι πρόσφυγες είχαν έρθει, δηλαδή, όταν γεννήθηκα εγώ το ‘35 πριν από 13 χρόνια είχαν έρθει το ’22, το ’23 είχαν έρθει, δηλαδή πριν από 12 χρόνια είχαν έρθει εδώ πέρα, χωρίς καμία απολύτως δυνατότητα. Δεν είχαν φέρει τίποτα, διότι έφυγαν κυνηγημένοι απ’ τους Τούρκους, ήρθαν εδώ.  Η μητέρα μου μού έλεγε ότι αυτό που κατάφερε, ενώ εδώ ήταν 12 χρονών την είχαν φορτώσει με ένα πάπλωμα, το οποίο είχε στους ώμους της όλο τον καιρό εκείνο, ήρθαν εδώ πέρα. Κατάφεραν, όμως, να εξασφαλίσουν σε όλους τους, όχι μόνο σε μένα, με πολύ κόπο, γιατί σας λέω, η μητέρα μου χωρίς να έχει τον άντρα δίπλα της κατάφερε να μου δώσει για την εποχή εκείνη ό,τι ήταν απαραίτητο, μαζί με τις υλικές δυνατότητες, μου έδωσε και κάποια ώθηση πνευματική. Σας λέω, ήταν προοδευτικός άνθρωπος, ότι έπρεπε να ξεφύγω από το δικό τους το επίπεδο, το δικό τους το περιβάλλον και να πάω κάπου αλλού να μορφωθώ, να στηριχτώ στα πόδια μου, με κάποια διαφορετική νοοτροπία, ίσως και πνευματικό επίπεδο, επαγγελματική απασχόληση. Αυτά από τη μητέρα μου και από το περιβάλλον που έζησα.

Κ.Μ.:

Η μητέρα σας, λοιπόν, γεννήθηκε στο Ρεΐζντερε.

Μ.Μ.:

Στο Ρεΐζντερε και έφυγε 12 χρονών. Ήτανε 12 χρονών, όταν έφυγε από τη Μικρά Ασία, όταν τους κυνήγησαν, όταν τους έδιωξαν, δεν έφυγε, τους έδιωξαν κυριολεκτικά, τους κυνήγησαν με το χειρότερο τρόπο, έβαλαν φωτιά στα σπίτια τους, έσφαζαν όσους… ξέρετε για τη Μικρασιατική Καταστροφή, δεν θέλω να σας πω εγώ. Αλλά ήταν μια φρικτή εξόντωση των Χριστιανών και υπέφεραν πάρα πολλά. Και στο βιβλίο μου θα είδατε εκεί που κάποιες, κάποιοι διηγούνται τις ιστορίες της ζωής τους, πώς έφυγαν από κει, που ήταν πραγματικά τρομερές, τρομερές… τραγικές συνθήκες. Τραγικές συνθήκες. 

Κ.Μ.:

Η μητέρα σας σας έχει περιγράψει όλες αυτές τις συνθήκες;

Μ.Μ.:

Ναι, η μητέρα μου και ξέχασα να σας πω ότι την εποχή εκείνη και επειδή είχε μείνει νέα χήρα η μητέρα μου, δεν ήταν εύκολες οι επικοινωνίες έπρεπε να τηρήσει κάποια προσχήματα, κάποια… να είναι στενό το περιβάλλον της, και έτσι ήμουνα εγώ ο άνθρωπος που ήμουνα δίπλα της πάντα, τον πόνο της, την αγωνία της την μοιραζόταν με μένα και έτσι, μόλις άρχισα εγώ να καταλαβαίνω έγινα 3-4 χρονών, οι αφηγήσεις, οι ιστορίες και τα παραμύθια της ήταν η Μικρά Ασία, πώς έζησαν, πώς ήταν το σπίτι τους, η ζωή τους, που πηγαίνανε στη θάλασσα και τους έπιαναν τα χταπόδια απ’ τα πόδια, ότι πηγαίνανε τα καλοκαίρια στα αμπέλια τους και μένανε στα αμπέλια τους. Και μετά, βέβαια, ήρθε και η διήγηση της καταστροφής και του ξεριζωμού.

Κ.Μ.:

Πριν έρθει λοιπόν αυτή, πριν έρθει η καταστροφή, η μεγάλη καταστροφή, η Μικρασιατική Καταστροφή, η μητέρα σας ζούσε με την οικογένειά της…

Μ.Μ.:

Με την οικογένειά της στο Ρεΐζντερε. Το Ρεΐζντερε ήταν ένα χωριό, βέβαια 4.500 κατοίκους είχε, κοντά στον Τσεσμέ, στη χερσόνησο της Ερυθραίας. Και ξέρετε ότι η χερσόνησος της Ερυθραίας, στη χερσόνησο της Ερυθραίας το 80% του πληθυσμού ήταν Χριστιανοί. Της μητέρας μου το χωριό δεν είχε κανέναν Τούρκο, κανέναν, μόνο μου έλεγε η μητέρα μου, το καρακόλι, που ήταν έξω από το χωριό, το καρακόλι ήτανε η αστυνομία, εκεί υπήρχαν κάποιο φυλάκιο Τούρκων, τυπικά θα πρέπει να υπήρχε μία φρουρά σε κάθε χωριό, είτε τούρκικο είτε ελληνικό, πάντως η μητέρα μου μου έλεγε ότι τους μόνους Τούρκους που ήξεραν και έβλεπαν ήταν αυτούς που ήταν στο καρακόλι.

Κ.Μ.:

Και πώς ήταν η συνύπαρξη των Χριστιανών, με την αστυνομία…

Μ.Μ.:

Σας λέω, δεν υπήρχε κανένας Τούρκος, δεν υπήρχε κανένας Τούρκος στο χωριό τους, ήτανε όλοι, όλοι Χριστιανοί. Βέβαια, με τα γειτονικά χωριά ήταν μακριά δεν είχαν επικοινωνίες, δεν ήταν άμεσα, όπως όταν ήρθαν εδώ, όταν ήρθαν εδώ, εδώ στην Ιεράπετρα υπήρχαν πολλοί Τούρκοι, πάρα πολύ Τούρκοι, έζησαν δίπλα τους ένα-δυο χρόνια πριν να γίνει η ανταλλαγή των πληθυσμών, να φύγουνε οι Τούρκοι από δω και να πάνε στη Μικρά Ασία, είχαν έρθει εδώ οι Χριστιανοί, αλλά δεν έζησαν… όχι, όχι συγγνώμη, λάθος κάνω, είχανε φύγει οι Τούρκοι όταν ήρθαν εδώ πέρα, αλλά η μητέρα μου μού έλεγε το πώς τους δέχτηκαν εδώ οι αυτόχθονες Κρητικοί. Ναι, αυτό έζησαν η μητέρα μου, τους Τούρκους δεν τους έζησαν εδώ πέρα, δηλαδή, δεν είχαν άμεση επικοινωνία με τους Τούρκους, εκεί πέρα που ήταν. Και είχαν ελευθερία. Μου έλεγε ότι κάνανε τις γιορτές, τις εθνικές γιορτές, 25η Μαρτίου και τους βάζανε ποιήματα να πούνε και πηγαίνανε πάνω στη σκηνή και ο ένας ήταν Ελλάδα, ο άλλος ήτανε… Και μάλιστα λέγανε, την Ελλάδα υμνούσανε, και δεν τους έκανε κανείς… παρατήρηση. Και δεν ελάμβανε μάλλον γνώση τι γινότανε, οι Τούρκοι, που ήταν στο καρακόλι, ήταν απλώς τυπική η παρουσία των Τούρκων.

Κ.Μ.:

Επομένως, ας πούμε, και οι Τούρκοι, παρότι ήταν τυπική η παρουσία, διάβασα και μέσα στο βιβλίο σας ότι συμμετείχαν, ας πούμε, μέσα σ’ αυτές τις γιορτές, οπότε υπήρχε ένα ανεκτικό καθεστώς.

Μ.Μ.:

Ναι, δηλαδή συνυπήρχανε οι Τούρκοι γενικά… το γνωρίζουμε και από την ιστορία και από αυτά που γράφουμε, ότι υπήρχε μια συνύπαρξη, ειρηνική συνύπαρξη, και μάλιστα σ’ αυτό ποντάρανε, επειδή υπήρχανε στη χερσόνησο της Ερυθραίας και γενικά στα παράλια, Σμύρνη, απ’ τη Σμύρνη μέχρι πιο πάνω που είναι η χερσόνησος της Ερυθραίας, υπήρχε πάρα πολύ μεγάλο χριστιανικό στοιχείο, έλεγαν μετά την καταστροφή και μετά που ήρθε ο Βενιζέλος και κάθισαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τις ξένες δυνάμεις είχαν προορισμό αυτό το κομμάτι να δοθεί στους Έλληνες, το κομμάτι, πριν την καταστροφή, πριν την καταστροφή, όταν μοιράζανε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, διότι νομίζανε ότι οι μεγάλοι, ως συνήθως που μας κανονίζουν τις τύχες των λαών, [00:10:00]Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία τότε ήτανε οι μεγάλοι, Γαλλία, ότι είχαν μοιράσει και την… Οθωμανική Αυτοκρατορία και είχαν πει τι θα έπαιρνε ο καθένας. Και μεταξύ των άλλων, επειδή οι Έλληνες είχαν πολεμήσει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ήταν με το μέρος των νικητών, ενώ η Τουρκία ήταν με το μέρος των ηττημένων, θα τιμωρούσανε την Τουρκία, θα την έκαναν κομμάτια-κομμάτια και θα έπαιρνε ο καθένας ένα κομμάτι. Και τότε είχαν πει ότι το κομμάτι που είχαν προορίσει για την Ελλάδα ήταν αυτό, τη Σμύρνη… Ναι, αλλά μετά έγιναν τα πάνω-κάτω, εμφανίστηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος ήταν… Κεμάλ Ατατούρκ θα πει Κεμάλ, ο Κεμάλ, ο πατέρας των Τούρκων. Ο πατέρας των Τούρκων που ήταν πραγματικά πατέρας των Τούρκων, διότι αυτός συγκράτησε την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που είχε αποσυνδεθεί τελείως η Οθωμανική Αυτοκρατορία, κατάφερε να ξυπνήσει τον εθνικισμό στους Τούρκους, να πουν ότι «Εμείς είμαστε Τούρκοι και εμείς θα κάνουμε ένα κράτος», κατάφερε να τους ξυπνήσει, έφτιαξε στρατό, και αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η προσέγγιση του Κεμάλ με τις Μεγάλες Δυνάμεις και οι Μεγάλες Δυνάμεις είδαν ότι ο Κεμάλ ανακτούσε κάποια δύναμη και ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν κατέρρεε, πήγαν και έγιναν φίλοι με τον Κεμάλ. Και διώξανε τους Έλληνες από κει. Μετά, όταν οι Γερμανοί, από τότε φίλοι των Τούρκων, είπανε στους Τούρκους, συμβούλευσαν τους Τούρκους ότι: «Αφού εσείς θέλετε να αποκτήσετε ένα γνήσιο, ένα ακραιφνή κράτος θα πρέπει να διώξετε όλους όσους έχει, διότι η Μικρά Ασία που είναι τώρα Τουρκία είχε Αρμένιους, είχε Έλληνες, 3 εκατομμύρια Έλληνες ήταν, 3 εκατομμύρια Έλληνες. Αρμενίους, Έλληνες, πολλές, πάρα πολλές εθνότητες.

Κ.Μ.:

Εβραίους.

Μ.Μ.:

Και τους είπανε, λοιπόν, Εβραίους ναι. Τους είπανε, λοιπόν, ότι «Θα πρέπει αυτούς να βρείτε τρόπο να τους διώξετε, αλλιώς κράτος τούρκικο, έθνος, έθνος τούρκικο δεν θα κάνετε». Και έτσι βρήκαν αφορμή, τους μεν Ποντίους, τους Αρμενίους εκεί τους έσφαξαν… τους πήγανε στα… εξορίες και αποδεκατίστηκαν τελείως και τους Έλληνες τους έδιωξαν προς τα δω και έτσι κατάφεραν να κάνουνε ένα κράτος με συνέπειες, βέβαια, φοβερές για τους λαούς που πλήρωσαν όλη αυτή την ανακατάταξη που έγινε στην τουρκική, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Κ.Μ.:

Εκείνη τη μέρα που εγκατέλειψε η μητέρα σας το Ρεΐζντερε, θέλετε να μας περιγράψετε;

Μ.Μ.:

Ναι, ναι να σας πω. Ναι, ναι. Λοιπόν, ερχότανε οι Τσέτες. Οι Τσέτες ήταν άτακτος στρατός, δηλαδή αντάρτες, είχανε δικό τους μπαϊράκι, οι οποίοι ερχότανε πιο μπροστά, να πάμε απ’ την αρχή. Όταν ο στρατός μας ηττήθηκε στο Σαγγάριο, δυστυχώς η οργάνωση του στρατού τότε… αυτά είναι μεγάλη… Είχε προηγηθεί η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές, η αλλαγή των στρατιωτικών. Είχανε πάει, λοιπόν, στρατιωτικοί, οι οποίοι ήτανε άπειροι και δεν ήξεραν τι είχε προηγηθεί τα χρόνια που ήτανε, δύο-τρία χρόνια που ήταν εκεί πέρα ο στρατός ο ελληνικός, είχε φτάσει μέχρι το Εσκί Σεχίρ, σχεδόν κοντά στην Άγκυρα.  Αυτοί, λοιπόν, οι αξιωματικοί δεν είχαν εμπειρίες, να προελάσει ο στρατός να πάει, να πάει και τους περίμενε ο Κεμάλ οργανωμένος και τους νίκησε, διαλύθηκε τελείως ο στρατός μας, έτρεχαν οι στρατιώτες να φύγουν να πάνε στη θάλασσα, όχι οργανωμένοι, όποιος προλάβαινε να τρέξει, να φύγει, έφευγε. Μόνο ο Πλαστήρας λένε ότι, ο Πλαστήρας έφερε οργανωμένο το στρατό του, το τάγμα του δεν ξέρω ποιος ήτανε, και μάλιστα λένε ότι όταν έφτασε στον Τσεσμέ να βάλει τους στρατιώτες του στα καράβια, εσάλπισε την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού, την αποχώρηση, διότι έφευγαν τελειωτικά ο στρατός από την Μικρά Ασία. Τότε λοιπόν έμεινε το πεδίο ελεύθερο και έδρασαν οι Τσέτες, αυτή η άτακτη, καταλαβαίνεις τώρα όταν ένας στρατός, όταν έχει πάει πιο μπροστά ο Ελληνικός Στρατός είχανε πόλεμο. Όταν, λοιπόν, τον νίκησαν αυτό το στρατό και αυτός ο στρατός έφευγε πατείς με, πατώ σε, όπως λέμε εδώ πέρα τρέχοντας, εβρήκανε αφορμή και αυτοί και μπαίνανε μέσα στα χωριά και κάνανε ό,τι μπορεί να φανταστεί, όργια. Λοιπόν, όταν έμαθαν ότι έρχονται οι Τσέτες, έρχονται, γιατί περνούσε ο στρατός, οι στρατιώτες οι άτακτοι και τους έλεγαν «Φύγετε, να φύγετε γιατί…». Αλλά οι προύχοντες του χωριού μαζεύτηκαν και είπαν ότι «Ξέρετε, εμείς δεν θα φύγουμε, εμείς θα κάτσουμε εδώ, θα ‘ρθούνε οι Τούρκοι στρατιώτες, οι άρχοντες των Τούρκων, θα τους πούμε ότι εμείς δεχόμαστε να ζήσουμε όπως είμαστε πρώτα, δεν θέλουμε να φύγουμε». Και μάλιστα εφρουρούσαν κιόλας γύρω από το χωριό μην τυχόν και φύγει κανένας, να μη φύγουνε, να κάτσουνε όλοι εκεί πέρα. Και πραγματικά κάθισαν εκεί. Όταν είδαν ότι πλησίαζαν οι Τσέτες, δεν ξέρω τρεις-τέσσερις πόσοι πήγανε, να πάνε να τους προϋπαντήσουνε και να τους πούνε ότι «Εμείς έχουμε αποφασίσει αυτά κι αυτά». Αλλά αυτοί εγύρισαν. Πάνε αυτοί, τους πετσόκοψαν! Μπήκαν, λοιπόν, οι Τσέτες μέσα στο χωριό έλεγε η μητέρα μου, μια Παρασκευή ήτανε, με τα άλογα πάνω στα άλογα με τα μαχαίρια και όπου φύγει-φύγει! Όποιος μπορούσε να… μπήκαν στο χώρο και έβαζαν φωτιά, όπως μπήκαν μέσα έβαζαν φωτιά στα σπίτια. Μια, μου έλεγε, ότι με το μεσοφόρι έφυγε, δηλαδή δεν πρόλαβε να βάλει ούτε το φουστάνι της! Και άλλοι πήγανε στα αμπέλια, άλλοι πήγαν στις θάλασσες, σαν πήγα να κρυφτούν, κάποιους τους βρήκανε στα σπίτια μέσα και τους έλεγαν «Να τους δώσουνε χρήματα, να τους δώσουνε χρήματα» κι ό,τι είχανε, τι έκανε, υποχρεωτικά ό,τι είχανε, χρυσαφικά, χρήματα τούς τα δίνανε γιατί τους λέγανε ότι: «Θα σας σφάξουμε»! Τους δώσανε ό,τι είχανε, άλλοι φύγανε στα βουνά, μείνανε στα αμπέλια μέσα, στις σπηλιές, στην παραλία, διότι η παραλία ήτανε περίπου δυο χιλιόμετρα κοντά, μέσα στις σπηλιές και μετά την άλλη μέρα που ήρθε ο στρατός ο κανονικός, βέβαια, δεν άρπαξαν κορίτσια, δίπλα ήτανε ένα χωριό τούρκικο πιο πέρα, το Κερμεγένι, και αυτοί ήξεραν ποιοι ήτανε οι πλούσιοι, πού ήταν τα ωραία κορίτσια και τους καθοδήγησαν ότι «Θα πάτε σε αυτό το σπίτι και κει είναι πλούσιοι, θα σας δώσουν χρήματα, εκεί είναι τα ωραία κορίτσια». Κι αυτοί εκμεταλλεύτηκαν το όλο αυτό και… κάποιοι άλλοι πήγανε και μπήκανε στα μεγάλα σπίτια, κρύφτηκαν, γιατί εκεί τα σπίτια ήταν διώροφα, δυο πλουσίων που είχανε μεγάλα σπίτια, πήγανε άνθρωποι πολλοί και κλείστηκαν μέσα και, μάλιστα, όταν μπήκαν οι Τούρκοι μέσα να αρπάξουν τα κορίτσια απ’ τον πάνω όροφο, μία θεία μου έπεσε από το παράθυρο και έσπασε το πόδι της, δεν ξέρω τι, και την είχαν και την τραβούσαν μετά με το πόδι το σπασμένο, άλλη μία θεία την είχανε βρει σφαίρες και είχε πρηστεί το χέρι της, τόσο εκεί πέρα. Μετά από δυο-τρεις μέρες που ήρθε ο στρατός τούς μαζέψανε όλους τους Ρεϊζντεριανούς, όλους, δηλαδή όσους βρήκαν εκεί, στα σπίτια, στα αμπέλια, στα χωράφια, όσους βρήκαν τους μαζέψανε και τους πήγανε στον Τσεσμέ. Στον Τσεσμέ ήτανε… Έχουνε μια Μεγάλη Παναγίαπου και τώρα είναι… ΄Ήταν μια πάρα πολύ ωραία Παναγία, εκκλησία, εκκλησία. Μάλιστα, το τέμπλο που ήτανε μαρμαρόγλυπτο, το είχε… ήταν έργο του Γιαννούλη Χαλεπά, ναι ήταν τόσο πολύ ωραίο, ήτανε! Έβαλαν εκεί μέσα κάμποσους και άλλους τους έβαλαν σε μια μεγάλη εκκλησία, τον Άγιο Χαράλαμπο, και τους κλείσανε εκεί μέσα και έκαμαν δεκαοχτώ μέρες, μου λέει η μητέρα μου. Κάθε βράδυ, λοιπόν, επήγαιναν οι Τούρκοι και έπαιρναν κορίτσια. Η μητέρα μου που ήταν 12 χρόνων την είχαν κουρέψει από τον πάτο και της έβαζαν και ένα παντελόνι και έκανε το αγόρι, τη νύχτα έκανε το αγόρι. Τη μέρα έβαζε ένα μαντήλι στο κεφάλι να κρύψει το κεφάλι που ήτανε κουρεμένο και έκανε το κορίτσι, διότι κινδυνεύανε. Τη μέρα πηγαίνανε και παίρνανε αιχμαλώτους. Όλοι οι άντ[00:20:00]ρες, ο παππούς μου, όλοι, όλοι οι μεγάλοι, όλοι από 16-18 χρονών και πάνω τους παίρνανε αιχμαλώτους και τους πήγαιναν στο εσωτερικό, αιχμαλώτους. Τα κορίτσια τα παίρνανε για τις ορέξεις τους. Εκεί στην Παναγία είχε ένα πηγάδι εκεί απ΄ έξω, που το βλέπαμε, όταν πηγαίναμε εμείς μετά που είχαμε πάει, και πέσανε τόσες κοπέλες μέσα για να πνιγούνε να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων, που δεν πνιγότανε πια, είχε γεμίσει το πηγάδι! Αυτά. Μετά από δεκαοχτώ μέρες, λέει η μητέρα μου, κάθισαν εκεί στην Παναγία στην εκκλησία, τους έδιναν —λέει— μια χούφτα σταφίδες κάθε μέρα και δεν ξέρω τι άλλο, στάρι, κάτι να βράσουν. Ό,τι έβρισκαν, δηλαδή, στις αποθήκες τους, τους πήγαιναν για να φάνε. Και μετά από 18 μέρες τους πήρανε, έλεγε η μητέρα μου, τους λαλούσανε σαν τα πρόβατα, από δω Τούρκοι, από κει Τούρκοι, και πηγαίνανε και τους πήγανε στον Τσεσμέ και τους βάλανε σε ένα καράβι μέσα, και ρώτησαν –λέει– ένα, η γιαγιά μου ρώτησε κάποιον Τούρκο: «Πού θα μας πάτε, αφέντη;».  Λέει: «Να, θα πάτε στην Ελλάδα να χορτάσετε λαχανίδα». Και πήγανε και τους έβγαλαν στη Λήμνο. Στη Λήμνο. Εκεί στη Λήμνο η μητέρα μου, επειδή είχανε πάει και στον πρώτο διωγμό, διότι είχε προηγηθεί το ‘14 ένας διωγμός, τους είχανε διώξει, τότε που σου έλεγα ότι οι Γερμανοί τους λέγανε διώξτε τους, τους είχανε διώξει στην αρχή, αλλά μετά τους επιτρέψανε και ξαναγυρίσανε το ’19, το ’14 φύγανε, το ‘19 ξαναγυρίσανε. Και είχανε πάει στον πρώτο διωγμό στη Λήμνο, κάθισαν εκεί ένα χρόνο στη Λήμνο. Μετά πού να πάνε; Πήγανε στην Πάτρα, η οικογένειά τους, δηλαδή, η μητέρα μου με τα αδέρφια της ήτανε εφτά αδέρφια, βέβαια, μια έμεινε, πέθανε στο διωγμό, ήταν άρρωστη, ήτανε, δεν ξέρω τι ήτανε, πέθανε, και το παιδί νομίζω, ήτανε και έγκυος και γέννησε και πέθανε. Πήγανε στην Πάτρα και μου έλεγε η μητέρα μου ότι ήτανε 12 χρονών, επηγαίνανε και μαζεύανε χόρτα γύρω-γύρω εκεί πέρα και πηγαίνανε και χτυπούσαν τις πόρτες των τέτοιων να πουλήσουν τα χόρτα. Τους λυπότανε, φαίνεται, και τους δίνανε κανένα κομμάτι ψωμί, δεν ξέρω. 

Μ.Μ.:

Μετά είχαν έρθει εδώ στην Ιεράπετρα κάποιοι συγγενείς τους και τους είπανε ότι εδώ, τους γράψανε βέβαια, τότε δεν είχανε τηλέφωνα και τέτοια, απλώς τους είχανε γράψει ότι εδώ στην Κρήτη είναι καλά, στην Ιεράπετρα είναι καλά, διότι έχει και χαρούπια. Εδώ ήτανε προνόμιο το ότι είχε χαρούπια εδώ ο τόπος και ήρθανε εδώ και εγκατασταθήκανε εδώ στην Ιεράπετρα. Σας λέω ότι ήταν τυχεροί που ήρθαν εδώ πέρα, γιατί γενικά ο νομός Λασιθίου είναι πιο φιλήσυχοι οι άνθρωποι, δηλαδή αυτά που έγιναν σε άλλους νομούς όπως στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο, στα Χανιά που δεν τους δέχτηκαν, υπέφεραν πολλά οι άνθρωποι στους άλλους νομούς. Εδώ, κοίταξε, φυσικό ήταν όταν βλέπεις τόσους ανθρώπους και έρχονται ξυπόλητοι, κουρελήδες, θα πούνε: «Ποιοι είναι αυτοί και πού ήρθανε»; Και μήπως κινδυνεύουμε και μήπως… υπήρχε αυτό το συναίσθημα. Αλλά σιγά-σιγά, όμως, κατάφεραν και προσαρμόστηκαν, επικοινώνησαν. Βέβαια, πρέπει να πω όμως ότι τους θαύμασαν πραγματικά, διότι οι Μικρασιάτες ερχότανε εδώ πέρα, ήτανε μεν κουρελήδες, διότι είχαν ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ, αλλά είχανε μέσα τους στοιχεία πολύ σοβαρά. Η μητέρα μου έλεγε ότι στο σχολειό πήγαινε εκεί πέρα μέχρι την Ε΄ τάξη και μάθαιναν Γαλλικά στο σχολείο τους και ότι το σχολειό τους είχε τόσα κορίτσια όσο και αγόρια, δηλαδή 280 κορίτσια και άλλα τόσα αγόρια, που εκείνη την εποχή τουλάχιστον εδώ πέρα τα κορίτσια δεν πηγαίνανε στο σχολείο, ήτανε… Ενώ εκεί, αυτό είναι πολύ σοβαρό, όσα κορίτσια, τόσα αγόρια στο σχολείο. Είχανε πολλές δυνατότητες, είχαν πολλά προσόντα να δώσουνε στον τόπο. Και τα δώσανε, πραγματικά. Διότι εδώ, βέβαια, σε άλλους τόπους, υπήρχανε… πήγανε κάποιοι άλλοι, πήγανε έμποροι, πήγανε στην Αθήνα βιομήχανοι, που είχαν άλλες εμπειρίες. Εδώ όμως αυτοί που ήρθανε, τουλάχιστον οι Ρεϊζντεριανοί, ήταν άριστοι γεωργοί! Άριστοι γεωργοί. Δηλαδή και επειδή και εδώ στην περιφέρεια υπήρχαν καλά χωράφια, καλές περιουσίες, τότε υπήρχαν πολλά νερά και ποτιζότανε σχεδόν όλοι οι κάμποι εδώ πέρα ποτιζότανε, και ήταν πολύ εργατικοί. Δύο πράγματα είχανε, ήτανε τίμιοι και εργατικοί. Ο λόγος τους ήταν συμβόλαιο, δεν ήξεραν αυτοί να πάνε στα συμβολαιογράφο να κάνουνε συμβόλαια, αφού το ‘πάνε, το ‘πανε, τέλειωσε! Και πολύ εργατικοί, πάρα πολύ εργατικοί. Και σου είχα πει και προχθές ότι έφεραν την καλλιέργεια της σουλτανίνας εδώ. Μέχρι τότε δεν υπήρχε η καλλιέργεια της σουλτανίνας και έφεραν την καλλιέργεια της σουλτανίνας. Και όπως σου είπα και προχθές, η Ιεράπετρα οφείλει στους Μικρασιάτες το ξεκίνημα της καλλιέργειας των εκτός εποχής κηπευτικών, διότι τους είχε δοθεί τώρα, ξέρεις εσύ τους χώρους εδώ, μεταξύ της Γρα Λυγιάς και του ποταμού που περνάει στο Στόμιο εκεί ήτανε μια έκταση που το λέγανε Τζάνηδες. Τζάνηδες. Λοιπόν, εκεί τους δώσανε πολλά. Είχανε οι Τούρκοι, φαίνεται, πολλά χωράφια και φεύγοντας τα δώσανε μετά στους πρόσφυγες. Οι πρόσφυγες σάς είπα ότι ήταν πάρα πολύ εργατικοί, έκαναν… επιδόθηκαν στη γεωργία. Αμπέλια, πολύ τα αμπέλια, τις ελιές που υπήρχανε και κηπευτικά, καλλιεργούσαν πολύ κηπευτικά. Είδαν λοιπόν κάποιοι ότι κάτω από έναν τοίχο, έτσι στο νότιο μέρος, στο προσήλιο μέρος του τοίχου, είχαν φυτρώσει ντοματιές, ντομάτες το χειμώνα, τους φαινότανε, δηλαδή, το χειμώνα ντομάτες, οι οποίες ντομάτες μεγάλωσαν, ωρίμασαν και έδωσαν καρπούς κανονικούς. Σκέφτηκαν λοιπόν ότι «Μπορούμε και εμείς να το κάνουμε αυτό και να βγάζουμε ντομάτες, κηπευτικά». Ντομάτες, είχανε στην αρχή μόνο ντομάτες, να βγάζουμε τις ντομάτες εκτός εποχής και να βγάζουμε τον Ιανουάριο ντομάτες, το Φεβρουάριο ντομάτες. Ξεκίνησαν, λοιπόν, στην αρχή αυτήν την καλλιέργεια με προστατευτικό για τις ντομάτες αχιμάδες, δηλαδή ναι τι κάνανε; Πηγαίνανε στα βουνά και έβγαζαν αχιμάδες, τις οποίες πατούσανε μετά με πέτρες, δεν ξέρω, και τις έκαναν έτσι επίπεδες. Λοιπόν, φύτευαν τις ντομάτες στο αυλάκι και από πάνω από τις ντομάτες άνοιγαν ένα αυλάκι και φυτεύανε τις ξερές αχιμάδες, τα θυμάρια, τα ξερά θυμάρια. Κι έτσι δημιουργούνταν ένα από κάτω από την αχιμάδα ένα υπήνεμο μέρος και προσήλιο μέρος, δηλαδή ο ήλιος μαζευόταν εκεί και ζεσταινόταν η περιοχή, το χώμα, κι έτσι εγινότανε τα κηπευτικά, οι ντομάτες γινότανε. Αυτό και ξεκίνησε τη δεκαετία του ’30 αμέσως, πολύ πρωτόγονα βέβαια, πολύ πρωτόγονα. Μετά όμως άρχισαν να κάνουνε και βορόσκια έτσι, πώς τα λέγανε, φράχτες, φράχτες. Έκοβαν χαρουπιές και τα λοιπά και έκαναν μεγάλους φράχτες από πάνω και είχαν πέντε-δέκα αυλάκια. Μετά άλλους φράχτες να προφυλάξουν τα επόμενα αυλάκια. Όταν, όμως, εβγήκε το νάιλον τότε ήταν πραγματικά η χρυσή εποχή, διότι είδαν ότι το νάιλον μπορούσε να τους βοηθήσει πάρα πολύ. Στην αρχή δεν ήξεραν να κάνουν τα θερμοκήπια και έβαζαν καλάμια έτσι, έκαναν κάτι σαν τούνελ, σαν κάτι τέτοια με καλάμια και τα σκέπαζαν με νάιλον. Και ξεκίνησε μια υποτυπώδης καλλιέργεια καλυμμένη, αλλά μετά ήρθε εδώ κάποιος Ολλανδός, ο Παύλος Κούπερ, ο οποίος έχει και αυτός την ιστορία του. Ο Κούπερ ήταν από την Ολλανδία και τον μόρφωσε, ανέλαβε τη μόρφωσή του του μία θρησκευτική οργάνωση καθολικών στην Ολλανδία, με την υποχρέωση, και τι έμαθε, έμαθε να κατασκευάζει θερμοκήπια, δηλαδή πώς κατασκευάζονται τα θερμοκήπια, βάζουμε αυτά έτσι, βάζουμε τ’ άλλα… να κατασκευάζει θερμοκήπια. Με την υποχρέωση, όμως, δύο χρόνια να δουλέψει σε κάποιον υπανάπτυκτο τόπο. Τότε και τώρα ακόμα στη Σύρο υπάρχουνε πολλοί καθολικοί.

Κ.Μ.:

Το γνωρίζω, ναι.

Μ.Μ.:

Το ξέρεις; Τον έστειλαν, λοιπόν, στη Σύ[00:30:00]ρο να κάμει τα δύο χρόνια που ήτανε υποχρεωμένος να κάμει για να ξεπληρώσει την υποχρέωση που είχε σ’ αυτούς τους ανθρώπους που φρόντισαν για τη μόρφωσή του. Όταν, λοιπόν, τέλειωσαν τα δύο χρόνια ζήτησε να πάει κάπου πιο καλά, γιατί εκεί αντιμετώπισε μεγάλη έλλειψη νερού στην Σύρο και ήρθε σε επαφή με κάποιους γεωπόνους που του είπαν ότι εδώ στην Κρήτη έχει αρχίσει η καλλιέργεια με υποτυπώδη κάλυψη, με πολυαιθυλένιο. Και ήρθε εδώ πέρα, βρήκε κάποιους προοδευτικούς ανθρώπους, εντωμεταξύ, βέβαια, θέλω να σου πω ότι η καλλιέργεια είχε επεκταθεί πάρα πολύ και δεν ήταν μόνο Μικρασιάτες, όλοι και απ’ τα χωριά Ανατολή, Χριστός και τα λοιπά και όλοι όσοι είναι εδώ είχαν αρχίσει, διότι ήταν μια πολύ προσεδοφόρος επιχείρηση η καλλιέργεια, άρχισαν να ασχολούνται όλοι.  Τον πλησίασαν, λοιπόν, κάποιοι, τον βοήθησαν, διότι αυτός μόνος του δεν μπορούσε να πάρει δάνεια από τράπεζες, διότι ήταν ξένος, δεν υπήρχανε εμπιστοσύνη να του δώσουνε. Κάποιοι άλλοι, όμως, πήραν δάνειο και έκαμαν συνεταιριστικές εργασίες. Και από τότε ξεκίνησαν, έμαθαν λοιπόν, πώς κάνουνε τα θερμοκήπια, την κατασκευή των θερμοκηπίων. Κι έτσι ξεκίνησε η καλλιέργεια των εκτός εποχής κηπευτικών, που τώρα είναι μια βασική πηγή πλούτου για την Ιεράπετρα, πολύ βασική πηγή πλούτου, σχεδόν εκεί στηρίζεται η οικονομία της πόλης. Και μπορούμε να πούμε εμείς οι Μικρασιάτες ότι εμείς εβάλαμε τον πρώτο λίθο του οικοδομήματος.

Κ.Μ.:

Επομένως οι άνθρωποι που ήρθαν από τη Μικρά Ασία είχανε ήδη αυτή τη γνώση της γεωργίας.

Μ.Μ.:

Της γεωργίας, πολύ, πολύ. Ήξεραν πολύ, ήξεραν πολύ να αγωνίζονται. Δηλαδή, πολεμούσανε με τη γη. Μου έλεγε η μητέρα μου ότι έκαναν ανασκαφή. Τότε δεν υπήρχανε τρακτέρ να οργώνουνε το χώμα, υπήρχαν τα αλέτρια που έκαναν έτσι επιφανειακά, ούτε τα σιδερένια αλέτρια υπήρχανε, αλλά με τα αλέτρια και με τα ζώα να οργώνουνε. Και τότε οι άνθρωποι έκαναν ανασκαφή, δηλαδή έσκαβαν τόσο βαθιά ένα μέτρο, για να φέρουνε το κάτω χώμα, το κάτω προς τα πάνω να λιαστεί. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν, διότι και τα λιπάσματα δεν υπήρχαν τότε, όταν ξεκίνησαν τα θερμοκήπια έπαιρναν οι άνθρωποι μαζεύανε τα… με συγχωρείτε, τις καβαλίνες των ζώων από τους δρόμους, από τους στάβλους, από… και τα πήγαιναν για να λιπάνουνε τα χωράφια τους, δεν υπήρχαν λιπάσματα χημικά τότε.

Κ.Μ.:

Επομένως, η κύρια ασχολία των περισσότερων Μικρασιατών ήταν η γεωργία.

Μ.Μ.:

Ναι, ναι.

Κ.Μ.:

Ποια ήταν η χαρτογραφία της πόλης τότε, δηλαδή πού έμεναν οι περισσότεροι Μικρασιάτες στην Ιεράπετρα;

Μ.Μ.:

Τότε η Ιεράπετρα και στο βιβλίο μου, νομίζω, έχω κάποιες φωτογραφίες από την παλιά Ιεράπετρα, κι αν θέλεις μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις, ήταν από… Ο Άγιος Γεώργιος, ξέρεις η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, ο από πάνω δρόμος εκεί υπήρχε ένα χαντάκι, έτσι το λέγανε, επειδή η Ιεράπετρα είχε πρόβλημα, μαζευόταν πολλά νερά και ελιμνάζανε τα νερά, εδώ που βλέπεις τη Ναυμαχία ήταν μία λίμνη, εγώ τη θυμάμαι εδώ πέρα, διότι καθόμαστε, τότε ήμουνα μικρή ακόμα και κάτι σπιτάκια που είναι εκεί πέρα καθόμαστε εκεί πέρα, θυμάμαι που ήταν λίμνη και ερχόταν οι πάπιες εκεί γύρω γύρω και σκοτώνανε τις πάπιες… Μέχρι εκεί που είναι η ΔΕΗ τώρα δεν υπήρχε σπίτι, κανένα σπίτι. Μέχρι που είναι η ΔΕΗ, ο δρόμος αυτός, εκεί περνούσε το χαντάκι που σου λέω, ένα μεγάλο, βαθύ, το ‘χανε σκεπασμένο. Από κει μέχρι εδώ δεν υπήρχε κανένα σπίτι, κανένα σπίτι. Η μητέρα μου μου έλεγε ότι όταν εγώ σχολούσα από το γυμνάσιο και ερχόμουνα εδώ με έβλεπε από δω που ήτανε, με έβλεπε εκεί που είναι το «Μελίνα Μερκούρη», εκεί.

Κ.Μ.:

Πω πω, είναι μεγάλη απόσταση…

Μ.Μ.:

Δεν υπήρχε τίποτε! Χωράφια ήτανε. Τα θυμάμαι χωράφια, σπέρνανε σιτάρια, κριθάρια και τέτοια πράγματα. Δεν υπήρχε κανένα σπίτι. Λοιπόν, ήτανε η Ιεράπετρα η παλιά, όπως… Αν πας δηλαδή, έχεις πάει καθόλου να κάμεις μια βόλτα κεια στην παλιά Γεράπετρο; Θα χεις πάει.

Κ.Μ.:

Στην κάτω μεριά;

Μ.Μ.:

Στην Κάτω Μερά, την ελένε Κάτω Μερά. Η Κάτω Μερά. Όταν ήρθε, λοιπόν, η μητέρα μου μόνο αυτά ξέρανε. Εκεί που είναι ο Ο.Τ.Ε., το 2ο Δημοτικό σχολείο, εκεί ήταν ένα νεκροταφείο και εκεί που είναι ο Ο.Τ.Ε. πιο κάτω ήταν κήποι, κηπούλια, που τα λέγανε. Διότι υπήρχαν και κάποιες πηγές. Αλλά είχαν και περισσότερα πηγάδια, δηλαδή τότε κάθε χωράφι, κάθε σπίτι είχε ένα πηγάδι, υποχρεωτικά. Γιατί δεν υπήρχε νερό, στην αρχή δεν υπήρχε νερό, απ’ τα πηγάδια πίνανε νερό. Μετά, βέβαια, είχαν φέρει το σιντριβάνι που είναι εκεί κάτω το ‘χανε κάμει οι Τούρκοι δίπλα στο τζαμί. Είχανε φέρει νερό από εκεί που είναι το σπίτι σας που λες εσύ, εκεί στα Λιβάδια. Στα Λιβάδια υπήρχανε πηγές, πολλές πηγές, και εγώ τις θυμάμαι, και έφερναν νερό στην πόλη, αλλά ήτανε πολύ λίγο το νερό, πάρα πολύ λίγο, κι είχε μεγάλο πρόβλημα η Ιεράπετρα νερού τότε, πολύ μεγάλο πρόβλημα. Μετά επεκτάθηκε η Ιεράπετρα και έχει πάρει τώρα το χώρο που κατέχει σήμερα κι έχει φτάσει δεκαπέντε χιλιάδες κατοίκους, ίσως να ’ναι και παραπάνω με τους ξένους που έχουμε εδώ πέρα.

Κ.Μ.:

Η μητέρα σας πού έμενε τότε;

Μ.Μ.:

Η μητέρα μου έμενε σε τούρκικά σπίτια, τους είχανε δώσει τούρκικα σπίτια, όσοι μπορέσανε να μείνουνε, αλλά μετά έκαμαν και συνοικισμούς. Ο συνοικισμός εκεί πάνω στο νοσοκομείο, ο δρόμος που πάει στο Ηράκλειο από τα φανάρια, όχι τα πάνω φανάρια, εκείνα τα φανάρια που είναι στο δρόμο που περνάει το νοσοκομείο, από εκείνα τα φανάρια και πάνω δεξιά και αριστερά είχαν φτιάξει το συνοικισμό, σπίτια, για αυτούς που είχαν έρθει.

Κ.Μ.:

Προσφυγικός συνοικισμός.

Μ.Μ.:

Προσφυγικός συνοικισμός, ναι, εκεί ήτανε, δεξιά και αριστερά.

Κ.Μ.:

Επομένως ήταν συγκεκριμένα τα σημεία της πόλης που μένανε οι Μικρασιάτες, όταν ήρθαν.

Μ.Μ.:

Ναι, αλλά κοίταξε, εδώ μέσα στην πόλη, όμως, ήταν ανακατεμένοι. Δηλαδή υπήρξε η ανάμειξη, δεν υπήρξε το γκέτο, πρόσφυγες και τέτοια. Εδώ κάτω ήταν, υπήρχαν σου λέω πάρα πολλοί Τούρκοι οι κάτοικοι της Ιεράπετρας και φεύγοντας άφησαν τα σπίτια τους, τα οποία, μάλιστα, έχουν μια χαρακτηριστική αρχιτεκτονική. Δηλαδή, είναι μία αυλή, μία αυλή η οποία κλείνει τελείως, δεν έχει, γύρω-γύρω τα δωμάτια δεν έχουνε εξόδους, αλλά έχουνε… σε μία αυλή αυλίζονται, σε μία αυλή και κει στην αυλή είναι ο φούρνος, είχανε φούρνο, είχανε στάβλο για τα ζώα τους, μάλιστα, μιας θείας μου το σπίτι είχε και χαμάμ, πρέπει να ήταν πλούσιοι αυτοί που το είχανε, είχαν και χαμάμ, κουζίνα, τέτοια, είχανε… Και είχε και μια δυο τρεις, τρία δωμάτια και ένα μεγάλο πόρτεγο το λέγανε, ταράτσα και ξύλο και κουζίνα χωριστά. Δηλαδή, ήτανε κάποια σπίτια που φαινόταν ότι ήταν ευκατάστατοι αυτοί που τα είχανε, αλλά ήταν και κάποια σπίτια έτσι μικρούτσικα και… Αλλά εκεί σου λέω βολεύτηκαν πάρα πολλοί Μικρασιάτες. Πάρα πολλοί Μικρασιάτες μέχρι να γίνουνε τα άλλα του συνοικισμού, του προσφυγικού συνοικισμού. Αλλά άρχισαν οι γάμοι να γίνονται οι μεικτοί γάμοι αμέσως, δηλαδή μετά από δέκα χρόνια άρχισαν να γίνονται μεικτοί γάμοι και δεν υπήρχε όσο περνάει ο καιρός τότε αυτό που… Όταν κάναμε το Σύλλογο των Μικρασιατών που σου είπα, λέω εγώ, στο είπα και προχθές, ότι τα δύο πράγματα νομίζω ότι έκανε ο σύλλογος εδώ στην Ιεράπετρα, το ένα είναι ότι αποκτήσαμε μία στέγη μόνιμη και, μάλιστα, εκεί από πάνω έχουμε χαράξει «Το Σπίτι του Μικρασιάτη» που και χρόνια, και 100 χρόνια να περάσουνε κάποιος θα ρωτάει ποιος ήταν αυτός ο Μικρασιάτης και τι γράφει εδώ πέρα. Είναι σημείο ιστορικής αναφοράς, αλλά και το ότι έμαθαν εδώ οι άνθρωποι, οι ντόπιοι, αλλά και οι νέοι πρόσφυγες, ποιοι ήταν αυτοί οι πρόσφυγες, τι ήταν εκεί που ήτανε, με ποιο τρόπο έφυγαν, πώς ήρθανε και τι δημιούργησαν εδώ πέρα. Γ[00:40:00]ια να ξέρουνε και οι νέοι ότι οι πρόγονοί τους δεν ήταν οι πρόσφυγες, οι κακομοίρηδες και δεν έφυγαν από κει για να ζητήσουν κάτι άλλο καλύτερο, όπως είναι οι πρόσφυγες οι σημερινοί, αλλά έφυγαν βιαίως, τους έδιωξαν εκεί που ήταν πάρα πολύ καλά και τους έδιωξαν, αλλά και εκεί που πήγαν κατάφεραν να δημιουργήσουν πραγματικά και αυτό το αναγνωρίζουν εδώ πέρα, ότι οφείλουμε στους Μικρασιάτες πολλά πράγματα.

Κ.Μ.:

Δηλαδή η μητέρα σας είχε αυτή την εμπειρία, έτσι; Το ότι τους καλωσόρισαν, ας πούμε.

Μ.Μ.:

Ναι, ναι, το έλεγε η μητέρα μου, βέβαια, κοίταξε, πώς να σου πω; Έλα στην εποχή εκείνη, να ξέρεις ότι τις καλύτερες περιουσίες τις είχανε οι Τούρκοι, και έφυγαν αυτοί και ήρθανε κάποιοι άλλοι και τις πήρανε, δίπλα, δίπλα σου, ήτανε ένα χωράφι εξαιρετικό και ήρθε κάποιος από πού ήρθε και το πήρε. Όσο να ‘ναι… μερικοί κακοπροσφυγγαράδες! «Οι κακοπροσφυγγαράδες και το παμπόρι που σας έφερε!» τους λέγανε, αλλά αυτό που έγινε σε άλλους τόπους, να τους κακολογούνε, να γίνονται και μάχες μεταξύ τους και πολλά σοβαρά πράγματα, δεν έγιναν εδώ πέρα. Πολύ γρήγορα, πάρα πολύ γρήγορα ενσωματώθηκαν, αφομοιώθηκαν και δεν υπάρχει καμία διαφορά, καμία διαφορά. Και επιπλέον σου λέω ότι μας εκτιμούνε, μας αναγνωρίζουνε ότι προσφέραμε γενικά, όχι μόνο εδώ στην Ιεράπετρα αλλά και γενικά στην Ελλάδα ότι προσφέραμε πολλά πράγματα.

Κ.Μ.:

Η μητέρα σας όταν ήρθε εδώ είπατε ότι ήτανε 12 χρονών. Μπήκε σε κάποιο σχολείο;

Μ.Μ.:

Όχι. Είχε και σχολεία εδώ πέρα;

Κ.Μ.:

Δεν είχε σχολεία εδώ;

Μ.Μ.:

Είχε, είχε κάποια σχολεία που πήγαιναν μόνο ελάχιστοι, δηλαδή, το σχολείο που υπήρχε εδώ πέρα ελάχιστοι, δηλαδή, πώς να σου πω, κάποιοι προοδευτικοί άνθρωποι έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο, με ευχέρεια οικονομική και άλλοι οι Μικρασιάτες οι καημένοι προσπαθούσαν να ζήσουνε, να βγάλουνε, να πάνε τα παιδιά να δουλέψουνε για να βγάλουνε κάτι, δεν πήγαιναν στο σχολείο. Η μητέρα μου δεν πήγε στο σχολείο, δεν ξέρω και από πότε άρχισαν να πηγαίνουνε στο σχολείο. Εγώ, βέβαια, που γεννήθηκα το ‘35 ούτε λόγος δεν έγινε να μην πάω στο σχολείο. Ήταν... τότε πια ήμασταν... όλοι πηγαίνανε στο σχολείο. Μετά που ήρθαν μετά από καμιά δεκαριά χρόνια νομίζω ότι άρχισαν, είχαν ενσωματωθεί τόσο πολύ που τα παιδιά πηγαίνανε στο σχολείο, όσα βέβαια παιδιά πηγαίνανε, διότι τότε, όχι μόνο των προσφύγων τα παιδιά, αλλά και των ντόπιων δεν πηγαίνανε στο σχολείο, ήτανε περίσσια μόρφωση, και προπαντός τα κορίτσια, «Κάτσε στο σπίτι στο σπίτι εσύ να γίνεις νοικοκυρά, να παντρευτείς, να κάμεις τα παιδιά σου, να τα μεγαλώσεις». Έτσι ήταν η νοοτροπία τότε.

Κ.Μ.:

Η μητέρα σας, δηλαδή, ήτανε αγρότισσα;

Μ.Μ.:

Ναι, η μητέρα μου ήτανε αγρότισσα. Αφού και ‘γώ, είδες στο βιβλίο το άλλο που έχω «Η Ιεράπετρα των κηπευτικών», μου έλεγε: «Όταν είπα σε κάποιον να μου το παρουσιάσει» και όποιος το παρουσίασε ένας καθηγητής.

Κ.Μ.:

Ο Χαραλαμπάκης, ο κύριος Χαραλαμπάκης;

Μ.Μ.:

Ο κύριος Χαραλαμπάκης είχε γράψει τον πρόλογο, αλλά το παρουσίασε κάποιος καθηγητής στο… Η κόρη μου είναι στη Γεωπονική στο Ηράκλειο, στο Τ.Ε.Ι. στο Ηράκλειο, Τεχνολόγος γεωπονίας, και κει ένας συνάδελφός της πάρα πολύ καλός το παρουσίασε. Το έστειλα, λοιπόν, να το δει ο άνθρωπος, να δει τι είναι και τι θα παρουσιάσει. Και ’γώ στο βιογραφικό γράφω ότι είχα τελειώσει την Ακαδημία και ότι είχα μετεκπαιδευτεί στη Φιλοσοφική Σχολή, γιατί είχα πάει μετεκπαίδευση Φιλοσοφική Σχολή, και μου λέει: «Μα είδα βρε παιδάκι μου, γυναίκα στη Φιλοσοφική Σχολή και να ασχολείται, να ξέρει από γεωργία και να ασχοληθεί με ένα τέτοιο θέμα!». Που το διάβασε μετά και είδε ότι πραγματικά είχα κάνει μία πάρα πολύ καλή δουλειά. Δηλαδή δε μπορούσε να το φανταστεί. Αλλά αυτό έγινε, διότι εγώ από 10 χρονών επήγαινα δίπλα στη μητέρα μου στα χωράφια, είχαμε κατσίκες, μία κατσίκα, είχαμε κι ένα γαϊδούρι, διότι έπρεπε να έχουμε το γαϊδούρι να πάμε στο χωράφι, πώς θα πηγαίναμε; Να φορτώσουμε κάτι, να πηγαίνουμε στο χωράφι. Να πάμε στο αμπέλι. Είχαμε, βάζαμε και ντομάτες. Εγώ θυμάμαι πάρα πολύ καλά πηγαίναμε σκαλίζαμε τις ντομάτες, μαζεύαμε τις ντομάτες, ποτίζαμε τις ντομάτες, τους κάναμε το σερμπέτι, το σερμπέτι ήταν… Πηγαίναμε την κοπριά και τη βάζαμε σε ένα ορισμένο σημείο που περνούσε το νερό, από εκεί περνούσε το νερό και καθόμαστε, λοιπόν, εκεί που ήταν η κοπριά και τις βάζαμε μέσα στο νερό να την πάρει το νερό και να πάει στο αυλάκι που ήτανε οι ντομάτες να ποτίσεις τις ντομάτες. Όλα αυτά τα είχα κάνει, τα ήξερα. Μάλιστα, γράφω και στο βιβλίο μου ότι δεν θα ξεχάσω ότι στη Γρα Λυγιά που υπήρχε η μουριά που λέγανε, η μουρνιά, δεν ξέρω τίνος ήτανε, μου έβαλε η μητέρα μου τις πρώτες ντομάτες που μαζέψαμε που ήταν μία να, τόση μια μεγάλη ντομάτα, τότε, βέβαια, δεν ήταν όπως είναι τώρα ωραίες ντομάτες αλλά… είχανε πτυχές, είχανε διάφορα πράγματα, τόση μια μεγάλη ντομάτα και μερικά τόσα ντοματάκια και τα έδεσε σε μια… πετσέτα της κουζίνας και τα πήρα τα πουλήσω και πήγα και τα πούλησα. Διότι τότε ήτανε ακριβά, ακριβά, δηλαδή πραγματικά.

Κ.Μ.:

Επειδή ήταν δυσεύρετα;

Μ.Μ.:

Ναι, ναι. Δεν υπήρχανε, η υπόλοιπη Ελλάδα πουθενά δεν καλλιεργούσαν τέτοια. Να φας ντομάτα, φρέσκια ντομάτα το Φεβρουάριο, τον Μάρτιο; Πού; Πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα! Τότε για την εποχή εκείνη.

Κ.Μ.:

Επομένως, εσείς ήσασταν κατά κάποιο τρόπο ανάμεσα σε δύο κόσμους.

Μ.Μ.:

Ναι, ναι εγώ σου λέω έζησα στη μητέρα μου που ήταν με τα χωράφια, μα και τώρα μου αρέσει να ασχολούμαι, να, βλέπετε εδώ έξω έχω κρεμμύδια, έχω μπάμιες, έχω και λοιπά. Μ’ αρέσει πάρα πολύ, τα λουλούδια μου περιποιούμαι, μ’ αρέσει η ασχολία.

Κ.Μ.:

Ήθελα να σας ρωτήσω πώς κοινωνικοποιούνταν αν οι άνθρωποι, οι Μικρασιάτες που ήρθαν εδώ, μετά που εγκαταστάθηκαν.

Μ.Μ.:

Λοιπόν, ακούστε θα σας πω. Ένα χαρακτηριστικό τους τουλάχιστον των Ρεϊζντεριανών ήταν το καλαμπούρι, ο χορός, το τραγούδι. Ήταν πάρα πολύ άνθρωποι της παρέας, έτσι και μαζεύονταν πέντε-έξι και γυναίκες. Στα σπίτια έπιαναν ένα ταψί και το έκαναν μουσικό όργανο και έβρισκαν το ρυθμό και χορεύανε οι υπόλοιποι. Τους άρεσε αυτό το πράγμα πολύ, ευκαιρίες ζητούσανε να μαζευτούνε και να τραγουδήσουνε, να χορέψουνε και σχετικά γρήγορα, δηλαδή, μαζί με τον καημό τους και τη στεναχώρια τους, δεν εξεχάσανε το τι γινότανε στην πατρίδα τους. Και το συνέχισαν και είναι χαρακτηριστικό τους. Βέβαια, τώρα πια καταλαβαίνετε ότι άλλαξαν τα δεδομένα, διότι πολλά ανδρόγυνα έγιναν μεικτά ανδρόγυνα και δεν είναι όπως παλιότερα, αλλά οι παλιοί, οι ατόφιοι οι Μικρασιάτες αυτό το είχανε. Ο μπάλος ήτανε ο χορός τους, να σηκωθούνε να χορέψουνε τον μπάλο. Κάποιες γυναίκες, κάποιες γυναίκες ήταν… Ήξεραν το ταψί, μαστόρισσες, έπαιζαν και χόρευαν. Είχαν μετά τις γιορτές τους, έκαναν τις γιορτές, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, τις Απόκριες, πηγαίνανε στα σπίτια, ο ένας στα σπίτια του άλλου, μαζεύονταν, οικογένειες, ό,τι διέθετε η εποχή εκείνη, δεν είχαν τίποτε άλλο, ούτε και οι αυτόχθονες οι Κρητικοί δεν είχαν άλλο μέσο για να διασκεδάσουνε, για να μαζευτούνε. Αλλά τους άρεσε, τους άρεσε και το επεδίωκαν και το κατόρθωναν αυτό, το να μαζεύονται, να βρίσκουν τρόπο να μαζεύονται, να λένε τα αστεία τους, να λένε τα ανοίγματά τους, να λένε, να χορεύουνε, να τραγουδούνε.

Κ.Μ.:

Μαζεύονταν και με τους ντόπιους;

Μ.Μ.:

Και με τους ντόπιους, αργότερα και με τους ντόπιους. Πέρασαν όμως αρκετά χρόνια.

Κ.Μ.:

Εσείς θυμάστε προσωπικά έτσι στιγμές με αφηγήσεις ιστοριών από τους υπόλοιπους, θυμάστε γιορτές ας πούμε, θυμάστε τέτοια πράγματα;

Μ.Μ.:

Ναι, θυμάμαι που τις Απόκριες που ντυνότανε, μουτζουρωνότανε με το τηγάνι και κάνανε δεν ξέρω τι… Πήγαιναν από το ένα σπίτι στο άλλο ντυμένοι Απόκριες. Αλλά αυτό που το θυμάμαι ιδιαίτερα και το φτιάξαμε και εμείς εδώ σαν σύλλογος ήταν η καμήλα. Έφτιαχναν την καμήλα. Ναι, δεν έχω εδώ και μία φωτογραφία να στη δείξω, νομίζω έχω. Και φτιάξαμε μία καμήλα. Λοιπόν, ξέρεις πώς τη φτιάχναμ[00:50:00]ε; Θυμότανε πώς τη φτιάχνανε, βάζαμε σανίδια από κάτω έτσι, ναι και μετά από πάνω έτσι και κάνανε τη ράχη της καμήλας, μετά το κεφάλι της καμήλας και στην άκρη του κεφαλιού της καμήλας, όχι του κεφαλιού, για να φτιάξουμε το κεφάλι εβρήκαμε από το κρανίο, το κεφάλι, από ένα γάιδαρο πεθαμένο, εκεί που πεθαίνανε, ο γαμπρός μου είναι από τις Μάλλες, και εκεί που ήταν το νεκροταφείο των γαϊδάρων του χωριού που είχαν παλιά παλαιότερα πήγε και βρήκε ένα κεφάλι, το οποίο έντυσαν απ’ έξω με δέρμα και φαινότανε σαν καμήλα.  Μετά όλο το σώμα της καμήλας το είχανε σκεπάσει με μια κουβέρτα, πήγαμε και αγοράσαμε μια κουβέρτα που είχε το χρώμα της καμήλας και μέσα από κάτω ήτανε άνθρωποι, το σηκώνανε αυτό το πράγμα οι άνθρωποι, οι οποίοι φαινότανε σαν να ήταν τα πόδια της καμήλας τα πόδια τους και λειτουργούσε η καμήλα, δηλαδή, είχα βάλει ένα, στο λαιμό της καμήλας, ένα σκοινί και τραβούσαν έτσι και ανοιγόκλεινε η καμήλα το… αυτά.

Κ.Μ.:

Η καμήλα είναι κάποιο σύμβολο για τους Μικρασιάτες;

Μ.Μ.:

Δεν ξέρω γιατί την είχανε την καμήλα.

Κ.Μ.:

Υπήρχε κάποιο θρησκευτικό κέντρο στο οποίο οργανώνονταν οι Μικρασιάτες που ήρθαν εδώ από το Ρεΐζντερε;

Μ.Μ.:

Μα δεν είχανε άλλη θρησκεία, ήτανε το ίδιο, στις εκκλησίες που υπήρχανε εδώ πηγαίνανε και δεν υπήρχε κάποια διαφορά. Για την Ελεούσα ξέρετε ότι ήρθε με πολλούς κόπους και βάσανε φέρανε την εκκλησία. Σου είπα πώς έφυγαν. Διότι να σου πω ότι δίπλα στο Ρεΐζντερε που είχαμε πάει εμείς, εγώ έχω πάει πολλές φορές στο Ρεΐζντερε, δίπλα στο Ρεΐζντερε ήτανε το μοναστήρι, που εκεί ήταν μια εικόνα, θαυματουργός εικόνα, την οποία είχανε φέρει όταν έγινε η Σφαγή της Χίου, που κάψανε τα Ψαρά και τη Χίο, η Σφαγή της Χίου, είχανε περάσει κάποιοι, ως συνήθως, να κάνουν πλιάτσικο, δηλαδή Χριστιανοί, πήγανε από κει, αφού κάψανε και φύγανε οι Τούρκοι, ό,τι βρίσκανε εκεί τα παίρνανε. Κάποιοι λοιπόν, ένας Τούρκος είδε Χριστιανούς και τους είπε, τους έδωσε μία εικόνα της Παναγίας και τους είπε: «Πάρτε αυτή τη Μεριέμ, —Μεριέμ λέγανε οι Τούρκοι την Παναγία τη Μαρία— γιατί προσπαθούσανε —λέει— να τη σκίσουνε να τη βάλουνε στη φωτιά και όταν κάνανε έτσι το τσεκούρι, το τσεκούρι έφευγε και δεν…». Και τους έδωσε την εικόνα αυτή. Όταν λοιπόν είδανε αυτήν την εικόνα και τον Τούρκο να τους λέει αυτά τα πράγματα την πήρανε και την έφεραν απέναντι, απέναντι από τη Χίο ήτανε το Ρεΐζντερε. Και κει είπανε την ιστορία, ότι έτσι κι έτσι, και η εικόνα αυτή μετά έγινε το συμβόλαιο, πώς να στο πω; Το σημείο αναφοράς, θρησκευτικής αναφοράς, διότι έφτιαξαν ένα μοναστήρι ολόκληρο, που είχε καλόγριες, δεν ξέρω, είκοσι καλόγριες είχε την εποχή εκείνη και μάλιστα πήγαιναν κοπέλες από τα καλύτερα σπίτια για να μονάσουνε εκεί πέρα, πολύ, και είχε αποκτήσει και φήμη, ερχόταν από άλλους μακρινούς τόπους να θεραπευτούν. Όταν λοιπόν έγινε η καταστροφή, όπως διηγήθηκα την ιστορία, κάποια καλόγρια πήρε την εικόνα της Ελεούσας και έτρεξε μέσα στο χωριό και την έκρυψε μέσα σε ένα φούρνο, και τη σκέπασε στο φούρνο μέσα. Κάποιος λοιπόν πού ήταν το σπίτι του στο φούρνο, είδε στον ύπνο του ότι να πάει να πάει να πάρει την Παναγία από το φούρνο, αλλά αυτός φοβήθηκε να πάει, το χωριό είχανε φύγει όλοι οι Χριστιανοί και ήτανε τουρκοκρατούμενο. Αλλά και το άλλο βράδυ και το άλλο βράδυ το είδε και μετά πήγε πραγματικά στο χωριό, στο φούρνο του και βρήκε την Παναγία, την οποία πήρε και την πήγε, κάπου την πήγε, δηλαδή κάπου υπάρχει ένα χάσμα, ότι την πήρε αυτός την εικόνα και την πήγε κάπου. Αυτός ο άνθρωπος τώρα σκοτώθηκε, δεν ξέρω τι έγινε, οι άνθρωποι κάποιοι είχανε πάει στην παραλία να κρυφτούνε και μια κυρία ήταν έγκυος από αυτούς που ήτανε στις σπηλιές μέσα κρυμμένοι και ήθελε νερό. Επήγε, λοιπόν, ο άντρας της να ψάξει να βρει νερό και κει στα αμπέλια τους είχανε τα ντάμια, τα λέγανε ντάμια, δηλαδή είχανε μία εξοχική κατοικία. Ναι, και πηγαίνανε το καλοκαίρι και τρυγούσανε. Επήγε, λοιπόν, σ’ ένα τέτοιο ντάμι και είδε εκεί που ήταν… σε μια γωνιά είχε άχυρα και είδε κάτι να ξεπροβάλει και έκαμε έτσι και είδε την εικόνα της Παναγίας στα άχερα μέσα, την οποία πήρε αυτός, ο οποίος αυτός είναι γνωστός, κάποιος από εδώ πέρα, την πήρε, κατέβηκε στην παραλία και όλοι όσοι άκουσαν ότι η εικόνα της Παναγίας είναι εδώ πέρα, η εικόνα της Παναγίας, τρέξανε όλοι που ήταν γύρω-γύρω εκεί στις σπηλιές και κάμανε κάτι σαν προσκυνητάρι, τη βάλανε την Παναγία, αρχίσανε να προσεύχονται: «Παναγία να μας σώσεις, να μας σώσεις Παναγία» και πραγματικά ήταν μια καλή κίνηση, διότι ευτυχώς υπήρχανε και οι άνθρωποι απ’ τα γύρω νησιά, απ’ τη Μυτιλήνη, απ’ τη Χίο, και πήγαιναν στην παραλία και έβρισκαν όσους έβρισκαν ανθρώπους που θέλανε να φύγουνε να γλιτώσουνε, τους παίρνανε.  Επήγε, λοιπόν, είδανε από μακριά ένα καπνό ενός καϊκιού και άρχισαν και κάνανε σινιάλα, όχι, μάλλον είδανε το καράβι και άναψαν φωτιά για να δει τον καπνό η βάρκα… το καράβι που ήτανε κει και ήρθε και τους πήρε από κει και πήρανε και την εικόνα και μετά με πολλές περιπέτειες έφτασε η εικόνα εδώ πέρα, η οποία στην αρχή ήτανε στο σπίτι αυτού που την είχε φέρει, αλλά μετά έγινε… Την πήρανε στην εκκλησία, στην αρχήστον Άγιο Γεώργιο την πήρε ο δεσπότης, και μετά έγινε η εκκλησία που τη στέγασε.

Κ.Μ.:

Γιορτάζεται αυτή η εικόνα;

Μ.Μ.:

Ναι, 11 Ιουνίου, προ ημερών ήτανε… 11 Ιουνίου είναι το Άξιον Εστί.

Κ.Μ.:

Ήθελα να σας ρωτήσω για το Σύλλογο Μικρασιατών Ιεράπετρας.

Μ.Μ.:

Ναι θα σας πω… Είχαν περάσει 70 χρόνια το ‘90 τόσο, από το ‘22 μέχρι το ‘92 ήτανε 70 χρόνια, τα 70 χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής, και κατά κάποιο τρόπο γιορτάστηκαν ή έγινε μια… αναφορά θα πω, έτσι πιο ζωντανή, πιο… Και τότε σκέφτηκα ότι έφευγαν οι άνθρωποι που είχαν ζήσει, δηλαδή οι άνθρωποι που είχαν ζήσει όλο αυτό το πρόβλημα, την καταστροφή, την τραγωδία, όλα αυτά, έφευγαν, πέθαιναν. Διότι αυτοί που ήτανε 50 χρόνων, παραδείγματος χάρη, το ‘20 ήτανε, είχαν φύγει προ πολλού. Και έφευγαν και οι νεότεροι και σκέφτηκα ότι κάτι πρέπει να γίνει. Υπήρχανε βέβαια, και σε άλλους νομούς, στο Ηράκλειο υπήρχε Σύλλογος Μικρασιατών και είπα καλά είναι να κάνουμε και εμείς ένα σύλλογο εδώ πέρα. Πήγα, λοιπόν, και βρήκα κάποιους ηλικιωμένους ανθρώπους, μάλιστα, οι περισσότεροι έχουν φύγει από αυτούς που είχα βρει και το κουβεντιάσαμε, και είπαμε να προχωρήσουμε, να κάνουμε ένα σύλλογο. Τότε, λοιπόν, το ‘92 ζητήσαμε βοήθεια από το Σύλλογο του Ηρακλείου να μας πουν για καταστατικό και τέτοια πράγματα και βρέθηκαν αρκετοί. Είχα κάμει εγώ βέβαια με μια… βρήκα εδώ ανθρώπους που είχαν έρθει από τη Μικρά Ασία και ξεκινήσαμε. Ο Μαρινάκης, ο οποίος, ο δικηγόρος, ο οποίος ήτανε οι γονείς του από εκεί ανέλαβε, κάναμε το καταστατικό μας, το ’93 ορίστηκε το καταστατικό, και αρχίσαμε να οργανωνόμαστε. Ναι από δω, ναι από κει… Μια πηγαίναμε στο ένα, δεν είχαμε στέγη, μια είμαστε στο τζαμί, την άλλη πηγαίναμε σε κάποιο σχολείο, την άλλη από δω από κει και μπήκε η σκέψη να κάνουμε, να βρούμε ένα χώρο να κάνουμε δικό μας. Και ζητήσαμε τη συνδρομή του δήμου, ο οποίος μας παραχώρησε εκείνο το οικόπεδο με πολλή προσπάθεια, διότι η αρχαιολογική υπηρεσία δεν ήθελε δίπλα στο τζαμί να γίνεται τίποτε, ν’ αφήσουν όλο το χώρο εκείνο ανοιχτό, αλλά την καταφέραμε την Πρόεδρο, την υπεύθυνη του Αρχαιολογικού τμήματος του νομού Λασιθίου και μας το παραχωρήσανε. Μετά πολλοί κάναμε [01:00:00]έναν έρανο, μαζέψαμε μερικά χρήματα και ξεκινήσαμε, δηλαδή, με προσφορές. Οι Μικρασιάτες μηχανικοί έκαμαν τα σχέδια, την επίβλεψη, όλα αυτά, χωρίς να τους δώσουμε τίποτα. Όλες οι υπηρεσίες δεν μπορούσαν, βέβαια, να μας τα παραχωρήσουν έτσι, διότι υπήρχαν κάποιες υποχρεώσεις που έπρεπε να πληρώσουμε, αλλά οτιδήποτε άλλο θέλαμε πολύ ευχαρίστως να μας εξυπηρετήσουνε, όπως θέλαμε. Όλοι βοήθησαν και η βοήθεια η ουσιαστική ήρθε και από υπηρεσιακούς παράγοντες, δηλαδή οι βουλευτές τότε, τότε ήτανε ο Καρχιμάκης, μας βρίσκανε χρήματα, ξέρω εγώ από δω από κει, να, ερχότανε 2.000, ερχότανε 3.000, από τον Πλακιωτάκη που είναι και τώρα, έτσι από δω και από κει τα καταφέραμε και το φτιάξαμε το «Σπίτι του Μικρασιάτη» και λειτουργεί μια χαρά.

Κ.Μ.:

Το οποίο λειτουργεί και σαν πολιτιστικός χώρος;

Μ.Μ.:

Ναι, σας λέω, σας είπα και προχθές ότι εκεί πέρα η χορωδία μας εκεί μαζευόμαστε, η ομάδα χορού εκεί κάνει τις πρόβες, το γραφείο μας είναι εκεί πέρα, οτιδήποτε άλλο, εκδηλώσεις, επειδή ο χώρος είναι απ’ έξω αρκετά μεγάλος, κάνουμε πολλές εκδηλώσεις εκεί απέξω, δηλαδή εκδηλώσεις, μην κοιτάζετε τώρα που είναι ο κορωνοϊός και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, αλλά κάναμε πολλές εκδηλώσεις. Είχαμε ομάδα θεατρική και ανέβασε πολύ ωραία, αξιόλογα έργα και με πολλή επιτυχία, είχαμε σου λέω χορευτική, η χορωδία μας έφτασε και μέχρι την Πάρο πήγαμε και στο Ηράκλειο και στο Ρέθυμνο και στα Χανιά και παραστάσεις θεατρικές έχουμε πάει σε όλους τους νομούς, σε όλες τις πρωτεύουσες των νομών, έχουμε αρκετή δραστηριότητα, αρκετή δραστηριότητα. 

Κ.Μ.:

Έχετε επαφή με τους υπόλοιπους συλλόγους στην Ελλάδα;

Μ.Μ.:

Βέβαια, τους καλέσαμε εδώ, μία εκδήλωση ήταν η συνάντηση όλων των χορωδιών της Κρήτης, όλων των χορωδιών της Κρήτης… Και ήταν πάρα πολύ ωραία, είχαν έρθει από το Ηράκλειο δυο χορωδίες, είχαν έρθει απ’ το Ρέθυμνο. Επίσης, καλέσαμε τα διοικητικά συμβούλια όλων των συλλόγων της Κρήτης που είναι σε όλες τις πρωτεύουσες των νομών, υπάρχουν σύλλογοι, τους είχαμε καλέσει εδώ κάτω μια-δυο μέρες νομίζω ήτανε, διημερίδα. Και εμείς συμμετέχουμε, μας καλούνε και πάμε και εμείς. Έχουμε πάει σας λέω στην Πάρο, μας καλέσανε, τους καλέσαμε και εμείς και μας καλέσανε και εκείνοι, αυτά. Κάθε Σεπτέμβριο, σε ανάμνηση της Μικρασιατικής καταστροφής, αυτό είναι, βέβαια, και πανελλήνια, πανελληνίως γίνεται, γίνεται ένα μνημόσυνο και κάποια εκδήλωση, κάτι θα κάνουμε. Επίσης, ο Σύλλογος γιορτάζει της Παναγίας της Ελεούσας. Και πάλι τότε κάνουμε μια εκδήλωση, αλλά τώρα σου λέω ότι αυτά είναι… Δυστυχώς έχουνε πάει πίσω.

Κ.Μ.:

Ναι. Κυρία Μαρία, εσείς έχετε εργαστεί ως εκπαιδευτικός σ’ όλα τα χρόνια που εργαζόσασταν.

Μ.Μ.:

Ναι. Ήμουνα σχολικός σύμβουλος όμως.

Κ.Μ.:

Σχολικός σύμβουλος… έχετε καταφέρει να μιλήσετε στα παιδιά για τη Μικρασιατική καταστροφή;

Μ.Μ.:

Να σας πω ότι έρχονται συχνά… έρχονται συχνά παιδιά. Φέρνουνε οι εκπαιδευτικοί παιδιά της τάξης τους, διότι γίνεται το μάθημα της Μικρασιατικής Καταστροφής στην Ιστορία, αλλά και χωρίς να γίνεται, δηλαδή, έχουνε έρθει παιδιά του Νηπιαγωγείου μας έχουνε φέρει, παιδιά της Α’ Δημοτικού ή διαφόρων τάξεων του Δημοτικού σχολείου και του Γυμνασίου. Έρχονται κάτω, βλέπουνε το χώρο, ρωτούνε ό,τι θέλουνε να ρωτήσουνε, κάνουνε πολλές ερωτήσεις, τους λέμε και εμείς, δηλαδή, αυτό το θεωρώ πολύ σοβαρό, πολύ σοβαρό… Έχουμε κάνει και ένα φυλλάδιο το οποίο τους δίνουμε.

Κ.Μ.:

Ποια είναι η γνώμη σας, βασικά, είστε ενήμερη για τον τρόπο που διδάσκεται ο πόλεμος του 1919-1922 στα σχολεία;

Μ.Μ.:

Ναι, αυτό που ήξερα εγώ μέχρι τώρα, δηλαδή, όταν ήμουνα εγώ στο σχολείο ποτέ δε φτάναμε στη Μικρασιατική Καταστροφή, δεν τη διδάχτηκα ούτε στο Δημοτικό, ούτε στο Γυμνάσιο, διότι ήταν πάντα προς το τέλος της Ιστορίας, κάναμε την Ιστορία, την ελληνική Ιστορία του ’21 και τα λοιπά και τα λοιπά, και δεν φτάναμε, δεν προλαβαίναμε. Ούτε τότε που ήμουνα εγώ και δασκάλα, δεν υπήρχε, υπήρχε, βέβαια, ο Α’ και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, κάποια έτσι πολύ ακροθιγώς. Τώρα νομίζω ότι γίνεται, γίνεται κάποια δουλειά, διότι βλέπω και με καλούν και στα σχολεία να πάω να πω στα παιδιά, όταν κάνουνε το μάθημα, τι έχω εγώ αποθησαυρίσει, τόσο από την συναναστροφή μου και την ανατροφή μου και το μεγάλωμά μου δίπλα σε Μικρασιάτισσες, αλλά και από τα ταξίδια που έχω κάμει στη Μικρά Ασία και στο χώρο του Ρεΐζντερε, δηλαδή έχουμε πάει πολλοί και μάλιστα με πολλή συγκίνηση, βλέπω πολλούς να κρατάνε ανθοδέσμες να αφήσουνε κάπου εκεί που νομίζουν ότι ήταν του πατέρα τους, του παππού τους το σπίτι.

Κ.Μ.:

Έχετε καταφέρει να πάρετε και την μητέρα σας μαζί σε κάποιο από αυτά τα ταξίδια;

Μ.Μ.:

Εγώ την πήγα! Τη μητέρα μου την πήγα! Και μείναμε μια βδομάδα στο Ρεΐζντερε, διότι, ακούστε να σας πω. Ένας ξάδερφος του πατέρα μου ήταν στην Κομοτηνή. Επικοινωνήσαμε λοιπόν, παλιά και μου είπε ότι εμείς επήγαμε στο Ρεΐζντερεκαι βρήκαμε εκεί κάποιον Τουρκοκρητικό, ο οποίος ξέρει άπταιστα τα Ελληνικά, διότι ξέρεις ότι οι Τούρκοι εδώ της Κρήτης, δεν έγινε εποικισμός στην Κρήτη, δηλαδή δεν ήρθανε πληθυσμοί όπως έγινε στην Κύπρο, που φύγανε από την Τουρκία και πήγαν και εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, αυτό δεν έγινε στην Κρήτη. Απλώς, ήρθαν μερικοί αξιωματικοί έτσι και προύχοντες και έμειναν, αλλά μετά έγινε εξισλαμισμός των Κρητικών, δηλαδή υποχρέωναν, υποχρέωναν τους Κρήτες, οι οποίοι ήταν 400 χρόνια σκλαβωμένοι, υποχρέωναν να αλλαξοπιστήσουν, διότι αν δεν αλλαξοπίστιζαν ή τους έπαιρναν τις περιουσίες τους ή τους αποκεφάλιζαν ή και εγώ δεν ξέρω τι. Το Κοράνιο λέει, το οποίο έχω διαβάσει και ’γώ και ξέρω ακριβώς τι λέει, λέει το Κοράνι ότι υποχρέωση του κάθε πιστού είναι να διαδώσει την πίστη του Μωάμεθ, τον Μωαμεθανισμό, και θα προσπαθήσει πρώτα με καλό τρόπο, δίδοντας ανταλλάγματα, δίδοντας εξουσίες, δίδοντας χωράφια και τέτοια και τέτοια. Εάν δεν τα καταφέρνει με αυτόν τον τρόπο υπάρχει και το χαντζάρι, έτσι λέει το κοράνι. Και θα προσπαθήσουν το χαντζάρι να είναι ακονισμένο που θα τους πάρει το κεφάλι για να μην υποφέρει αυτός που θα του κόψουνε το κεφάλι. Λοιπόν, τι να κάνανε οι καημένοι οι κρητικοί, έφυγαν στα βουνά στα περισσότερα, πηγαίνανε στα βουνά. Αναγκάστηκαν να υποκύψουν πολύ και ολόκληρα χωριά, χωριά ολόκληρα μαζί με τον παπά τους αλλαξοπίστησαν. Έτσι ακριβώς ήταν, διότι εδώ αυτοί που μένανε εδώ πέρα είχανε επώνυμα κρητικά… Και μου είπε, λοιπόν, ότι υπάρχει αυτός ο Τουρκοκρητικός και μου έδωσε και τη διεύθυνσή του, όταν πάτε στο Ρεΐζντερε να τον βρείτε αυτόν. Επήγαμε λοιπόν και τον εβρήκαμε.Μια εκδρομή είχαμε κάμει με τους δασκάλους και τον βρήκαμε, Ενβέρ τον ελέγανε, ο οποίος ο καημένος και αυτός είχε φύγει από το Ηράκλειο, η μητέρα του ήτανε από τη Σητεία —λέει— και ο πατέρας του από τα Σφακιά και η μητέρα του δεν ήξερε ούτε μία λέξη τούρκικη, ήξερε μόνο τα κρητικά και πήγανε εκεί στη Μικρά Ασία και δνε ξέρανε τι θα γίνουνε. Και αυτός ήξερε τα ελληνικά, αλλά τα κρητικά ελληνικά, κρητικά, και μου έλεγε, ήθελε να μου πει ότι μια ανιψιά του σπούδαζε γιατρός αναισθησιολόγος, πώς θα μου έλεγε τώρα αναισθησιολόγος που δεν υπήρχε στην κρητική διάλεκτο λέξη αναισθησιολόγος και μου λέει: «Εσπούδαζε από κειουσάς τσι γιατρούς που λιγώνουνε τσι αρρωστάρηδες πριχού τσι εγχειρίσουνε. Λιγώνουνε τσι αρρωστάρηδες πριχού τσι εγχειρίσουνε!». Και επίσης μια φορά ήθελε να μου πει ότι μια γειτόνισσά τους ήτανε κακόγλωσση και μου λέει: «Είχε η πατσάφρα μια μπούκα…». Το ’χεις εσύ ακούσει εδώ πέρα αυτό;

Κ.Μ.:

Το πατσάφρα όχι, [01:10:00]το μπούκα ναι.

Μ.Μ.:

Το’ χεις ακούσει, αλλά αυτός θυμότανε και το πατσάφρα! «Είχε η πατσάφρα μια μπούκα!». Τέτοιος ήτανε αυτός. Όταν πήγα, λοιπόν, με τους δασκάλους μια εκδρομή στο Ρεΐζντερε ζήτησα να τον βρω και πραγματικά, δεν ήταν εκεί και στενοχωρηθήκαμε. Αλλά το είπαμε εκεί στο χωριό μετά μας λένε: «Να’ τον, να’ τον έρχεται!», είχε πάει να ψαρέψει στη θάλασσα.  Πήγα εγώ το κουβεντιάσαμε, μας πήρε στο σπίτι του, ελάτε έκοψε ένα καρπούζι να φάμε, δηλαδή, όσοι ήμασταν Μικρασιάτες εκεί πέρα. Και του ’πα ότι: «Ξέρεις, η μητέρα μου είναι από δω και ήθελε να ‘ρθει, αλλά δεν ξέρω πώς θα 'ρθει.  «Αδερφή μου, —λέει και μου ανοίγει μία κάμαρα— κοίταξε κρεβάτια! Ελάτε, να ‘ρθείτε, εμείς θα σας φιλοξενήσομε!». Και πραγματικά γυρίσαμε και μετά από καμιά δεκαπενταριά μέρες παίρνω τη μητέρα μου και τον αδερφό της και τους πήγα, πήγαμε αεροπορικώς από την Αθήνα στη Χίο και από τη Χίο περάσαμε απέναντι, πάρα πολύ κοντά είναι ο Τσεσμές, και μετά τους πήγαμε στο Ρεΐζντερε. Και κάτσαμε μια εβδομάδα στου Εμβέρ το σπίτι και μας φιλοξένησαν και τα παιδιά τους να μας πάνε από δω, να μας πάνε από κει και όλες τις άλλες φορές που πηγαίναμε εμείς με τον άνδρα που πηγαίναμε, πολλές φορές πήγαμε, καμιά δεκαριά φορές και παραπάνω θα ‘χουμε πάει, πηγαίναμε και μας φιλοξενούσανε.

Κ.Μ.:

Και πώς ήτανε, πώς ένιωσε η μητέρα σας όταν ξαναπήγε στο Ρεΐζντερε;

Μ.Μ.:

Αυτό θα σου πω. Πιο μπροστά της έλεγα: «Μαμά, να σε πάω;».  «Όχι παιδί μου, δεν θέλω», μ’ έλεγε. «Όχι, δεν θέλω». Όταν, λοιπόν, ήρθα και της είπα ότι:«Έτσι και έτσι, είναι ένας που θα μας φιλοξενήσει, ένας Τούρκος που ήτανε και αυτοί από το Ηράκλειο, φύγανε και αυτοί, θέλανε και αυτοί να φύγουνε οι κακομοίρηδες; Δε θέλανε». Εσεβάστηκε. Και πήγαμε και μου έλεγε μετά ότι το καλύτερο δώρο που της έκαμα στη ζωή της ήτανε αυτό. Το ότι την πήγα και είδε και έβγαινε από πάνω κι ήτανε διώροφο σπίτι, ελληνικό βέβαια σπίτι, έβγαινε στο δεύτερο όροφο από πάνω κάθε πρωί και έβλεπε εκεί γύρω-γύρω, θυμόταν όλα, εκεί ήταν του τάδε το χωράφι, εκεί ήταν του τάδε το χωράφι, εκεί ήταν το σπίτι εκεί, εκεί, όλα τα θυμότανε. Αυτά.

Κ.Μ.:

Το σπίτι της;

Μ.Μ.:

Το σπίτι της, βέβαια, ήτανε, ξέρεις τι έγιναν; Να σου πω. Στο Ρεΐζντερε που ήταν όλο Χριστιανοί άδειασε τελείως, δεν έμεινε κανείς. Έτρεξαν, λοιπόν, από όλα τα χωριά γύρω-γύρω οι Τούρκοι να πάρουνε ότι υπήρχε μέσα στα σπίτια, διότι σου λέω έφυγαν τροχάδην, δεν πήρανε τίποτα, ούτε ρούχα ούτε τίποτα, τίποτα, τίποτα, τίποτα… Μάλιστα, μου έλεγε η μητέρα μου ότι: «Κάπου —λέει— εκεί είχανε μία τριανταφυλλιά και ένα λακουδάκι, κάμανε εκεί στην τριανταφυλλιά στη ρίζα και βάλανε τα χρυσαφικά τους, ούτε ξέρουνε τώρα πού ήτανε και τι ήτανε». Λοιπόν εφύγανε και πήρανε, λοιπόν, όλοι από τα γύρω χωριά και πήρανε όλα τα κινητά και τα ακίνητα. Κινητά ό,τι μπορούσανε, πόρτες, παράθυρα, πέτρες να φτιάχνουνε τα δικά τους τα σπίτια. Επήγανε εκεί και εγκαταστάθηκαν καμιά 40 οικογένειες νομίζω απ’ τα Γιάννενα, απ’ τα Γιάννενα, Τούρκοι απ’ τα Γιάννενα με τα κοπάδια τους, φέρανε και τα κοπάδια τους απ’ τα Γιάννενα. Αυτοί εφύγανε με την υπομονή τους, όπως και μας, ξέρεις, αρκετοί Έλληνες έφυγαν το ’23 το ’24 με την ανταλλαγή των πληθυσμών και πήρανε ό,τι μπορούσανε να μετακινηθεί. Έτσι και αυτοί φέρανε και τα κοπάδια τους και αυτοί από αμπέλια δεν ήξεραν τίποτε, βάλανε τα κοπάδια και φάγανε τα αμπέλια και ασχολήθηκαν μόνο με την κτηνοτροφία. Και ήτανε 40 οικογένειες εκεί που μένανε 4.500 άνθρωποι. Τα πιο σπίτια, τα πιο κεντρικά, τα πιο καλά κάθισαν, τα υπόλοιπα τα χαλάσανε και πήραν τις πέτρες και πήραν τα ό,τι. Έτσι είχανε πάρει και τις πέτρες από το σπίτι της μητέρας μου και τίποτα δεν… χωράφι ήτανε το σπίτι. Είχε απέναντι όμως από το σπίτι ήταν ο δρόμος στο σπίτι, ο δρόμος και απέναντι ήταν —λέει— το χαρούμι τους, το χαρούμι ήταν ο κήπος τους και αυτός ήτανε, το διατηρούσανε, δηλαδή, ο άλλος ο άνθρωπος που ήτανε εκεί δίπλα, τον διατηρούσε τον κήπο τους και τουλάχιστον είδε τον κήπο τους!

Κ.Μ.:

Πιστεύετε ότι κατάφερε να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της;

Μ.Μ.:

Κοίταξε, με αυτούς τους ανθρώπους που ήταν Τούρκοι, βέβαια και επειδή ήταν τόσο καλοί, τόσο καλοί, διατηρήσαμε μετά επικοινωνία, σχέσεις, δέματα πήγαιναν ερχότανε και η μαμά μου κάθε τόσο: «Καλέ κόρη μου, πάρε τον Εμβέρ τηλέφωνο να δεις τι κάνουνε, πάρε την Σανιέ —Σανιέ ήτανε η γυναίκα του—, πάρε τη Σανιέ να δεις τι κάνουνε» και σου λέω ότι κατάλαβα ότι αυτό που ένιωσε ήταν ότι πήγε στον τόπο που είχε φύγει με τόσο πόνο, τόσο φόβο, τόσο, τόσο… και συνάντησε αυτούς τους ανθρώπους που της έδειξαν αγάπη και τον είδε τον τόπο ήρεμο, γι’ αυτό αισθάνθηκε τόσο καλά.

Κ.Μ.:

Εσείς πώς αισθανθήκατε όταν πήγατε πρώτη φορά στο Ρεΐζντερε, χωρίς τη μητέρα σας;

Μ.Μ.:

Εγώ έκλαψα λίγο και τώρα πολλές φορές, πάρα πολλές φορές το μυαλό μου τριγυρίζει εκεί στα σοκάκια του Ρεΐζντερε.

Κ.Μ.:

Σκέφτεστε να ξαναπάτε, αν τα καταφέρετε;

Μ.Μ.:

Τώρα πια δεν μπορώ, είμαι μεγάλη. Τελευταία φορά που πήγαμε ήταν πριν… Πήγα και την κόρη μου, τα εγγόνια μου πήγαμε, ο γαμπρός μου όλοι οικογενειακώς πήγαμε, πήγαμε στη Χίο και μετά περάσαμε απέναντι, νοικιάσαμε ένα αυτοκίνητο, ένα πουλμάνακι μικρό όλη μέρα και μας γύρισε όπου θέλαμε να πάμε, με τα παιδιά μου, όλοι. Και γυρίσαμε μετά πίσω.

Κ.Μ.:

Τι αισθάνεστε ότι είναι αυτό που κουβαλάτε πιο έντονα πιο πολύ από τη μητέρα σας; Που κουβαλάτε μέσα σας εννοώ, που σας έχει έτσι κάπως καθορίσει.

Μ.Μ.:

Το χαρακτήρα της. Ήταν άνθρωπος ειλικρινής, τίμιος, ντόμπρος, πώς λέμε; Εργατικός. Και ο καημός της για την πατρίδα, ο καημός της. Αυτά.

Κ.Μ.:

Θέλετε να πούμε κάτι άλλο;

Μ.Μ.:

Τι άλλο να πούμε; Σας είπα πολλά, πάρα πολλά.

Κ.Μ.:

Εντάξει. Ευχαριστώ πολύ.

Μ.Μ.:

Κι εγώ ευχαριστώ που μου δώσατε την ευκαιρία να θυμηθώ αυτά τα παλιά και να τα μεταφέρω και σε άλλους, αυτό θέλω να μεταφέρονται στους νέους, να ξέρουν μερικά πράγματα που δεν πρέπει… που ήταν πολύ σοβαρά για την ιστορία μας, σφράγισαν την ιστορία μας, να μην τα ξεχάσουμε. Αυτά πρέπει να μας διδάσκουνε.

Κ.Μ.:

Και εμείς αυτό θέλουμε.