© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Ο κύριος Κώστας αφηγείται μια παιδική ηλικία ανάμεσα σε τουφέκια και πιστόλια στο «Οπλοτεχνουργείο Παπαϊωάννου» στη στοά Καΐρη
Κωδικός Ιστορίας
13157
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κωνσταντίνος Παπαϊωάννου (Κ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/10/2022
Ερευνητής/τρια
Βιργινία Βουρλούμη (Β.Β.)
[00:00:00]Ονομάζομαι Βουρλούμη Βιργινία, έχουμε 6 Οκτωβρίου του 2022, βρισκόμαστε στην Αθήνα, στη στοά Καΐρη 6 και έχουμε μαζί μας... Το όνομά σας;
Κωνσταντίνος Παπαϊωάννου.
Και είμαστε εδώ για να συζητήσουμε για το Istorima.
Ναι.
Και ξεκινάμε. Πείτε μας λίγα πράγματα για σας.
Εγώ ήρθα στο μαγαζί το 1976, μπήκα κανονικά στη δουλειά. Τελείωσα το σχολείο δηλαδή, είχα μπει στην «Bιομηχανική Πειραιώς», αλλά για να βοηθάω τον πατέρα μου αλλά και να μαθαίνω την δουλειά παράλληλα, είχα έρθει εδώ και βοηθούσα. Τότε η δουλειά ήταν πάρα πολλή. Δεν ασχολήθηκα με τη σχολή, είδα ότι ήταν όμορφη δουλειά και είχε πολύ ενδιαφέρον και κράτησα το μαγαζί. Το 1999, ο πατέρας μου αποχώρησε λόγω ηλικίας και υγείας και από τότε είμαι μόνος μου. Τώρα, να πούμε περισσότερο για την ιστορία του μαγαζιού. Τώρα εγώ αυτό ήτανε. Έτοιμα τα βρήκα. Είναι το 1946. Έχει γίνει η απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Ο πατέρας μου έχει γυρίσει πάλι στο μαγαζί που δούλευε, στον «Καλκατζάκο», πριν τον πόλεμο σαν τεχνίτης, είχε ανοίξει το οπλοδιορθωτήριο του «Καλκατζάκου», γιατί ήταν μόνο εμπορικό μαγαζί. Ήτανε πολύ γνωστός, γίνεται ο πόλεμος. Είναι στην Αλβανία στο πυροβολικό, επιστρέφουν. Μένει ένα χρόνο ακόμα στον «Καλκατζάκο» και μετά φεύγει έχοντας την δική του πελατεία πια και επειδή ήτανε γνωστός και καλός, ο καλύτερος τεχνίτης της εποχής. Έρχεται και ανοίγει μία τρυπίτσα εδώ πέντε τετραγωνικά, γιατί η στοά -θα τη δούμε σε λίγο- τελειώνει εδώ που τελειώνει το μωσαϊκό. Το υπόλοιπο ήτανε κενό, για να μπει ασανσέρ για το υπόγειο, μόνο για το υπόγειο, το οποίο δεν έγινε ποτέ. Ήρθε, λοιπόν, και πήρε την άδεια, έριξε τρεις πλάκες, ώστε να γίνει και το μικρό παταράκι πάνω και εδώ στήθηκε το οπλοδιορθωτήριο το 1946. Μέσα σε αυτό τον χώρο, γινόντουσαν πολλές δουλειές. Η μία ήταν που επισκεύαζε πιστόλια και περίστροφα της αστυνομίας. Η άλλη ήταν που επισκεύαζε τα κυνηγητικά των κυνηγών. Και η τρίτη, η πιο σπουδαία απ’ όλες είναι ότι ξεκίνησε από την αρχή από την δεκαετία του '50 λίγα χρόνια αργότερα, γιατί εκεί έμεινε δεκαπέντε χρόνια, μέχρι το '61. Μετά ελευθερώθηκε τούτο και νοίκιασε και ετούτο. Εκεί κατασκεύαζε εξ’ ολοκλήρου αυτά τα μονόκανα που βλέπουμε εδώ. Είχε αντιγράψει ένα γαλλικό, το «Simplex» και έφτιαξε τα δικά του τουφέκια εξ’ ολοκλήρου, από την αρχή, με χυτήρια. Αλλά η δουλειά, η πάρα πάρα πολύ δουλειά γινόταν στο χέρι. Το ονόμαζε «Φαβορί». Δεν είχε μείνει κανένα τουφέκι αναμνηστικό, γιατί οι καιροί ήταν δύσκολοι οικονομικά. Όλα έπρεπε να πουληθούν, για να μας ταΐσουν και έτσι λοιπόν εγώ στα σαράντα πέντε χρόνια που είμαι εδώ, έχω καταφέρει και έχω αγοράσει οχτώ «Φαβορί». Από κυνηγούς, ουσιαστικά χρυσώνοντάς τους, για να τα βάλω στην βιτρίνα. Και έχω αγοράσει, λοιπόν, οχτώ τουφέκια που τα έχω βάλει εδώ σ’ αυτά την παλιά βιτρίνα που έχω φτιάξει το μουσείο του «Φαβορί». Δηλαδή, είναι όλα τα εξαρτήματα από το χυτήριο, ένα ένα τα καλούπια και μετά πώς μπορεί να καταλάβει κανείς τη δουλειά, όταν τα δει πώς ‘βγαιναν από το χυτήριο και μετά πώς γινόντουσαν εξαρτήματα, για να δουλέψουν πάνω στο τουφέκι. Η δουλειά ήταν υπερβολικά πάρα πολλή δουλειά! Κάποτε, τον είχα ρωτήσει κιόλας: «Καλά -του λέω- τόση δουλειά», όταν κατάλαβα πια τη δουλειά και είχα μπει και καταλάβαινα πόσο δύσκολο ήταν αυτό. «Τόση δουλειά -του λέω- έβγαινε;». Οικονομικά δηλαδή. Μου λέει: «Όχι, δεν έβγαινε, άλλα άλλες δουλειές -μου λέει- δεν είχαμε, τι να γινόμαστε; Τεμπέληδες;». Πώς είχε ασχοληθεί; Έχει ενδιαφέρον πώς είχε ασχοληθεί με το τουφέκι αυτό. Τα όπλα είναι... Ήταν είδος πολυτελείας. Και είναι. Τον καιρό εκείνο, λοιπόν, οι αγορές μας από το κράτος γινόντουσαν με συνάλλαγμα. Το συνάλλαγμα άλλες φορές περίσσευε άλλες φορές δεν περίσσευε. Άλλες φορές ήταν καλά οικονομικά το κράτος και διέθετε συνάλλαγμα και για τουφέκια. Όταν, όμως, όταν δεν πηγαίναν καλά τα πράγματα, δεν έδινε για τουφέκια που ήταν είδος πολυτελείας. Ήτανε, λοιπόν μια χρονιά που τα πράγματα δεν πηγαίνανε καλά και, έτσι, δεν υπήρχε συνάλλαγμά για εισαγωγές όπλων. Εκεί βρήκε ο πατέρας μου την ευκαιρία και αντέγραψε ένα μονόκανο που είχε στείλει στο χωριό μας -είμαστε από τα Στύρα της Ευβοίας-[00:05:00] είχε στείλει στον παππά του χωριού ο αδερφός του από την Αμερική. Ο παπάς... Ο παπα-Γιώργης ήταν κυνηγαρέος μεγάλος και του 'κανε δώρο, λοιπόν, ένα μονόκανο γαλλικό που του το 'στειλε από την Αμερική. Αυτό το τουφέκι ο πατέρας μου το αντέγραψε και έφτιαξε το «Φαβορί». Ο λόγος ήταν ακριβώς αυτός. Ότι δεν υπήρχαν εισαγωγές. Και, έτσι, και μπόρεσε και μπήκε στην αγορά. Επειδή, όμως, αυτό το ντουφέκι το γαλλικό άνοιγε από κάτω, σπρώχνοντας τον υποφυλακτήρα, δεν του άρεσε αυτός ο τρόπος και έφτιαξε άλλο τρόπο με άλλα εξαρτήματα σχεδίασε που τραβούσες τον υποφυλακτήρα από πίσω ένα νύχι που έχει, το τραβούσες μέσα όπως τα... Όπως τα «Ιντεάλ» τα γαλλικά. Και πάλι δεν του άρεσε ούτε και αυτό και φτιάχνει τρίτο τύπο με άλλα πάλι ανταλλακτικά που βγάζει το λεβιέ απ' έξω. Όπως ανοίγουνε τα δίκαννα. Λογικό ήταν μόλις άνοιξε το εμπόριο και μπήκανε τα ισπανικά, τα ιταλικά που ήτανε βιομηχανοποιημένα, γιατί οι τιμές ήτανε πολύ πιο προσιτές, σταμάτησε αυτή η ιστορία. Πάει το «Φαβορί». Ναι το '61 λοιπόν... Γιατί... Γιατί ήρθε εδώ; Την εποχή εκείνη τα τουφέκια ήτανε μόνο στο κέντρο της Αθήνας. Δηλαδή, αν θα ήθελε κανείς να πάρει -τότε ο κόσμος γέμιζε μόνος του τα φυσίγγια- αν ήθελε να πάρει κάλυκες, αν ήθελε να βρει καψούλια, μπαρούτι, σκάγια, οτιδήποτε, τάπες, έπρεπε να έρθεις στο κέντρο κέντρο εδώ. Το κέντρο... Τα τρία μεγαλύτερα μαγαζιά της εποχής ήτανε ο «Καλκατζάκος», εκεί που είναι τώρα, άλλα όχι με είσοδο από την Αθηνάς, γιατί εκείνο το μέρος μπροστά ήτανε άδειο. Από κάτω περνάει το τρένο και φαινότανε άδειο προς το Θησείο, τότε. Είχε είσοδο από τη Λυκούργου και είχε γεφυρούλα και έμπαινε κανείς στο μαγαζί. Μεγάλο μαγαζί, λοιπόν, τότε ο «Καλκατζάκος», Αθηνάς 63. Άλλο πολύ μεγάλο μαγαζί ήταν στην Δύσης δίπλα, η «Βελγική Αγορά», λίγο πριν την Αθηνάς. Και το τρίτο πολύ μεγάλο μαγαζί ήτανε ο «Μπούσουλας» που ήτανε στην είσοδο της στοάς. Ο Μπούσουλας ήταν και συγχωριανός μας. Έτσι λοιπόν, τα παιδιά που από το χωριό ήθελαν να ασχοληθούν έβρισκαν σαν πρώτο αποκούμπι να ασχοληθούν με το... Με τα κυνηγητικά. Ο Μπούσουλας είχε το μαγαζί στην είσοδο της στοάς και αυτό εδώ το είχε αποθήκη. Το '61, όταν μετακινήθηκε και πήγε στην πλατεία Αγίων Θεοδώρων, το ελευθέρωσε αυτό και το νοίκιασε ο πατέρας μου. Από το '61 και μετά, δηλαδή δεκαπέντε χρόνια δούλεψε μόνο τα πέντε τετραγωνικά μέσα το μικρό. Και μετά η ιστορία ήταν εδώ... Σαν... Σαν... Σταμάτησε τα πιστόλια περίστροφα, γιατί ήταν ανακατωσούρα από την αστυνομία απ’ ό,τι μου έλεγε. Ένα άλλο που έχει σημασία, ο Μπούσουλας φεύγοντας από δω -έχουν αλλάξει οι γενιές στο Μπούσουλα- δεν είναι ο Μπούσουλας ο που ήτανε στο χωριό και ήτανε γνωστός με τους συντοπίτες. Φεύγοντας από δω, επειδή είχε φτιάξει αυτό εδώ το πατάρι που είναι πολύ ισχυρό, γιατί ανέβαζε πάνω παλιά τουφέκια από την Κατοχή που τα φτιάχνανε σιγά σιγά ή σκάγια. Και ήταν μεγάλο το βάρος, φεύγοντας από δω, λοιπόν, για να μην ξηλώσει το πατάρι του το αποπλήρωσε ο πατέρας μου με «Φαβορί». Η συμφωνία υπάρχει σε αυτό εδώ το μπλοκάκι που ήτανε μέσα σε εκείνο το μαγαζί, των πέντε τεραγονικών, μέσα σε ένα συρτάρι. Υπάρχει εκεί μέσα πόσα «Φαβορί» του έδωσε, για να ξεχρεώσει το πατάρι που του άφησε. Ναι, τώρα. Πώς ξεκίνησε η ιστορία με τον πατέρα μου κι αυτό είχε σημασία. Ο «Μπούσουλας» ήταν πολύ μεγάλη επιχείρηση. Ήταν το μεγαλύτερο οπλοπωλείο, γιατί στην Αθήνα και είχε και στον Πειραιά. Ψέματα, και είχανε και στην Θεσσαλονίκη. «Μπούσουλας - Φιτσουρίκας» ήταν οι δύο συνεταίροι. Μετά χωρίσανε. Το πρώτο μαγαζί ήτανε Αιόλου και Πανδρόσου, εκεί προφανώς ήτανε μία... Δεν ξέρω αν ήταν διώροφο δεν έχω μάθει, δεν έμαθα, άλλα στο πάνω μέρος του στην ταράτσα που θα ήταν στεγασμένη, ο Μπούσουλας βοήθαγε παιδιά που ερχόντουσαν από το χωριό και δεν είχανε κάπου να μείνουν και τους εξυπηρετούσε να μείνουν εκεί. Ο αδερφός του πατέρα μου ο μεγάλος, ο θείος ο Αντρέας, ήτανε μορφωμένος και τότε δούλευε, στο Υπουργείο Παιδείας πρέπει να ήτανε ο θείος ο Αντρέας. Μετά... Εκείνο τον καιρό, δούλευε στο λογιστήριο του «Μπούσουλα». Και πήρε τον μπαμπά εννιά χρο[00:10:00]νών από το χωριό από τα Στύρα και τον έφερε, κοιμόταν στον «Μπούσουλα» πάνω που λέμε. Στην Πανδρόσου ήταν δύο οπλουργοί -και οι δύο συγχωρεμένοι- ο ένας ήταν ο Χρήστος ο Πολένας, ιταλικής καταγωγής. Τον άλλο δεν τον θυμάμαι τώρα. Τον έβαλε, λοιπόν, στην αρχή στον Χρήστο τον Πολένα, ο οποίος ήτανε πολύ... Ήτανε ο καλύτερος τεχνίτη της εποχής, αλλά και πολύ δύσκολος άνθρωπος και μετά από κάνα δυο χρόνια του ζήτησε, ο μπαμπάς ήταν εννιά χρονών τότε. Του ζήτησε πέντε δραχμές; Για τον πατέρα μου. Εκείνος δεν τους τις έδωσε και τον πήγε απέναντι στον άλλο οπλουργό που ήταν ο Κατσαούνης. Εκεί έμεινε αρκετά χρόνια. Κράτησε το μαγαζί, γιατί είχε συγχωρεθεί μετά ο Κατσαούνης και κάποια στιγμή μετά έφυγε το '35 ήτανε; Κάπου εκεί υπολογίζω από τις φωτογραφίες και πήγε και άνοιξε στου «Καλκατζάκου» το οπλοδιορθωτήριο. Μετά τον πόλεμο είπαμε ότι άνοιξε εδώ... Αυτή είναι η ιστορία του μαγαζιού.
Έχω ακούσει ότι μέσα στα χρόνια έχει γίνει και μια σαν λάθος ή σαν παρεξήγηση με το όνομα, ότι ήταν οπλοτεχνουργείο, οπλοπωλείο, δηλαδή υπάρχουν πολλές διαφορετικές version που το έχω ακούσει. Εσείς από μόνος σας τι θα λέγατε ότι είναι περισσότερο;
Έχει το γούστο του τώρα αυτό, γιατί άμα θα δεις και διαβάσεις την κάρτα εκεί του '62. Έχει γούστο, γιατί ο τρόπος που γράφανε στις κάρτες εκείνη την εποχή ήτανε λιγάκι περίεργος για σήμερα. Μπαίνοντας σε αυτό το μαγαζί που δεν ήταν έτσι όπως το βλέπεις. Το 2000 το έκανα εγώ έτσι, για να μέχρι που να κλείσει, ήτανε πιο... Έγινε πιο, ας το πούμε πιο κοντά στην εποχή μας. Όταν ήρθε, λοιπόν, από ‘δω η κάρτα έγραφε ότι: «Κυνηγοί εμπλουτίσαμε το κατάστημά μας με άπαντα τα είδη, εγχώρια και ευρωπαϊκά και, και...» και την στιγμή που ήταν ελάχιστα τα πράγματα της εποχής εκείνης και πραγματικά δύο πραγματάκια να είχες, ήτανε στην πραγματικότητα. Και εκείνον τον καιρό πουλούσανε κάλυκες, χαρτονάκια είτε ενδιάμεσα για την πυρίτιδα είτε από πάνω με τον αριθμό για τα σκάγια, μπαρούτι με το κιλό. Γι' αυτό, βλέπεις και εκείνη την ζυγαριά εκεί. Η ζυγαριά αυτή είναι -αυτό είναι πυρίτιδα με το κιλό- δηλαδή με την σέσουλα έβαζες και μισό κιλό που θα ήθελε ο άλλος. Τα σκάγια με το κιλό. Για να γεμίσει. Τις τάπες τότε ήταν συσκευασμένες -να αυτές εδώ οι συσκευασίες τις έχω για να τις βάλω στην βιτρίνα εκεί στο μουσειάκι μου- αυτές οι συσκευασίες το μεγάλο το κουτί που βγαίνει πάνω, είχε εκατό τάπες οξυγκωμένες.
Ναι, ναι.
Είναι μία τάπα που μπαίνει μετά από το χαρτονάκι μετά από τη μπαρούτι. Εκατό τέτοια χαρτονάκια διακόσια τα μικρούλια που έχουν τους αριθμούς. Έπαιρνε, λοιπόν, τα υλικά του, τα καψούλια του και γέμιζε κανείς. Έχοντας αυτά τα πράγματα, μπορούσε κανείς ότι έχεις... Εντάξει, μπορεί να μην τα είχες όλα, αλλά έκανε κανείς την δουλειά του. Μετά σιγά σιγά, βέβαια, τα φυσίγγια γίνανε έτοιμα, γεμίζαμε φυσίγγια μέχρι πριν είκοσι πέντε-τριάντα χρόνια. Πολύ καλά φυσίγγια, αλλά ήταν εντελώς αντιοικονομικό. Γιατί ήταν με τις ογκομετρικές πάνω στο πατάρι με τελάρα, την στιγμή που το φυσίγγι είχε βιομηχανοποιηθεί και μία αυτόματη μηχανή έβγαζε τέσσερις χιλιάδες φυσίγγια την ώρα και το ρεκόρ το δικό μου ήταν στις οκτώ ώρες 1.100 φυσίγγια. Στις οχτώ ώρες το ρεκόρ μου, κανονικά δηλαδή θα ήταν εφτακόσια. Δεν συνέφερε και κάποια στιγμή, η πυροσβεστική, όταν ζήτησε επιπλέον μέτρα γιατί παίρνουμε χαρτί και από την πυροσβεστική και από την ασφάλεια για τα φυσίγγια, δεν αξίζει τον κόπο, τα βγάλαμε. Σιγά σιγά ο μπαμπάς μεγάλωνε. Βάραινε, απομασυρόταν σιγά σιγά από την δουλειά, οπότε πάνω από το γέμισμα των φυσιγγιών εγώ χρειάστηκα περισσότερο κάτω. Τα είδη αυτά είχαν σταματήσει. Είχαν εξαντληθεί. Μία δουλειά, δηλαδή, που έκανα πιτσιρικάς ήτανε να γεμίζω σε σακουλάκια να μετράω εκατό-εκατό τα χαρτονάκια από εκείνα με τα νούμερα να τα μετράω και να τα κλείνω με το συρραπτικό. Μία από τις δουλειές. Αλλά τον καιρό εκεί[00:15:00]νο το μαγαζί έκανε κι άλλα πράγματα, προκείμενου να συμπληρώσει το μεροκάματο. Δηλαδή, γεμίζαμε λάδια, έπαιρνε τα τενεκάκια -τότε υπήρχαν και οι βιομηχανίες τώρα δεν υπάρχει τίποτα- τενεκάκια και κουμπώματα και με την ζυγαριά πάνω στο πατάρι εγώ γέμιζα τα τέτοια και μετά τα κλείναμε. Ήτανε πολύ καλά λάδια. Ακόμα, έφτιαχνε οπλοθήκες, έφτιαχνε αορτήρες δερμάτινους τώρα έτσι; Ό,τι μπορούσε ξέρεις, για να συμπληρώσει. Σιγά σιγά αυτά σταματήσανε γιατί και οι απαιτήσεις ήτανε μεγαλύτερες, τα μαγαζιά γίνανε περισσότερα. Η δουλειά έφυγε από το κέντρο πήγε σιγά σιγά στα περίχωρα, στις συνοικίες. Το βιοτικό επίπεδο ανέβαινε, άρα υπήρχε και ποικιλία από εισαγόμενα είδη, αλλά και εγχώρια, αυτά σταμάτησαν δηλαδή και παρέμεινε μόνο η επισκευή.
Να σας γυρίσω έτσι λίγο στα παιδικά σας χρόνια. Θυμάστε ίσως την πρώτη φορά που ήρθατε στο μαγαζί, για να δείτε τον μπαμπά σας. Πώς νιώσατε; Τι σας έκανε περισσότερο εντύπωση; Αν σας τρόμαξε κάτι ίσως; Δεν ξέρω.
Δεν με τρόμαζε τίποτα, γιατί ήμουν εξοικειωμένος, γιατί ο μπαμπάς τα τελευταία χρόνια κυνήγαγε. Στην αρχή, δεν μπορούσαν να κυνηγήσουνε. Δεν υπήρχανε η οικονομική δυνατότητα. Μετά κυνήγαγε, οπότε είχα εξοικειωθεί. Εδώ, λοιπόν, όταν ερχόμουνα μικρός, γιατί η μητέρα μου ανέβαινε να ψωνίσει από το κέντρο περνάγαμε από εδώ. Ήταν τα παιχνίδια μου ήτανε ό, τι ήταν κάτω από τον πάγκο, γιατί το ύψος μου ήταν μέχρι εδώ. Δεν έβλεπα πάνω από τον πάγκο. Και ήτανε μία βέργα μια μεταλλική. Αυτό εδώ που το έφτανα. Και τούτο δω το ραπανάκι πάλι που το έφτανα και ένα μικρό πολύ μικρό τουφεκάκι. Μετά, αργότερα το έβαψα και το περιποιήθηκα, γιατί ήταν ένα συλλεκτικό κομμάτι που το έβρισκα εκεί, και έπαιρνα το τουφεκάκι αυτό, έβγαινα στη στοά. Είχα καθαρίσει πολύ κόσμο εδώ στη στοά. Όλους τους γειτόνους τους είχα φάει. Στη συνέχεια, που μεγαλώσαμε λιγάκι φέρναμε φαγητό στον πατέρα μου. Τα χρήματα δεν ήταν αρκετά, για να πηγαίνει στο εστιατόριο και να τρώει, οπότε ανεβαίναμε από τον Κολωνό. Μας δίνανε το εισιτήριο. Ανεβαίναμε με το λεωφορείο, φέρναμε το φαγητό του μπαμπά, ο οποίος έπαιρνε κάθε μέρα την εφημερίδα. Ο εφημεριδοπώλης άφηνε την εφημερίδα στις σκάλες που έχει ένα τοιχαλάκι. Η εφημερίδα πέρναγε απ' όλα τα χέρια της στοάς και το μεσημέρι που ήταν να φάει ο μπαμπάς την εφέρνανε στον πατέρα μου. Ο μπαμπάς, λοιπόν, άνοιγε μια παλιά εφημερίδα σαν τραπεζομάντηλο, το φαγητό που του φέρναμε εμείς από το σπίτι και διάβαζε και την εφημερίδα του. Επειδή δεν είχε μεταφορικό μέσο, κοιμότανε πάνω στον πάγκο βάζοντας για μαξιλάρι ένα πακέτο -σφραγισμένο πακέτο- χαρτοπετσέτες. Η πόρτα δεν έκλεινε. Ήταν σκαστή, οπότε όποιος ήθελε να μπει είτε στο φαγητό «Καλή όρεξη, κοπιάστε». Έχουν χαθεί αυτά. Είτε που κοιμότανε, θα χτύπαγε θα άνοιγε λιγάκι, θα ξύπναγε ο πατέρας μου να τον εξυπηρετήσει. Η πόρτα ανοιχτή. Πράγματα ξεχασμένα. Το λεωφορείο είχε μιάμιση δραχμή μέχρι το δημαρχείο και είχε 1.80 από το δημαρχείο μέχρι κάποιο σημείο και 2.30 ίσως; Μέχρι το Θησείο... Μέχρι τα Πετράλωνα που ήταν το τέρμα του. Εμένα μου δίνανε, λοιπόν, 1.80, για να έρθω εδώ να κατέβω κατευθείαν στη στάση μετά το δημαρχείο. Εγώ κατέβαινα στο δημαρχείο με μιάμιση και κράταγα τα τριάντα λεπτά. Ο μπαμπάς πάλι από εδώ μου έδινε 1.80, για να το πάρω απ' έξω το λεωφορείο. Εγώ πήγαινα πάλι στη δημαρχεία άλλη μιάμιση. Μου μένανε εξήντα λεπτά. Λογαριασμός για την εποχή εκείνη. Στη συνέχεια, μεγαλώναμε. Ερχόμαστε περισσότερο, ο αδερφός μου πιο μπροστά. Ήτανε... Είναι επτά χρόνια μεγαλύτερος, αλλά εγώ ασχολήθηκα περισσότερο μετά. Έμεινα εδώ. Ο αδερφός μου σπούδασε. Σπούδασε Αμερική, Καναδά, ηλεκτρονικός μηχανικός, οπότε δεν ασχολήθηκε καθόλου εδώ. Ερχόμαστε, λοιπόν, και του ψωνίζαμε σε αντιπροσωπείες ανταλλακτικά ή φέρναμε κάλυκες, μπαρούτια, για να... Και γεμίζαμε πάνω φυσίγγια. Για πολλά χρόνια, γεμίζαμε εμείς τα φυσίγγια πάνω, αλλά σου λέω ήτανε πρωτόγονος εντελώς αντιοικονομικός ο[00:20:00] τρόπος. Μετά χρειάστηκε εγώ να κατέβω κάτω για τη δουλειά και σταμάτησαν κι αυτά. Αυτά ήτανε τα παιδικά.
Τη ζωή εδώ στη στοά τη θυμάστε έτσι μικρός; Ήτανε-
Ναι, ναι.
Μια οικογένεια...
Ναι, ναι. Η στοά τότε ήταν πολύ διαφορετική απ' ότι είναι τώρα. Αυτό το μαγαζί το μεγάλο απέναντί μας που είναι ο «Λίλας» ήταν ένα μεγάλο καφενείο. Ο «Λίλας» ήταν, όπως υπάρχει διάδρομος εδώ, έτσι υπήρχε και απέναντι. Αλλά το έχει πάρει ο «Λίλας» και το έχει βάλει στο μαγαζί τον διάδρομο αυτό. Στο τέλος του διαδρόμου εκείνου, ήταν ο «Λίλας» στο βάθος. Μετά πήρε το μαγαζί αυτό. Κάποια στιγμή, πήρε και τον διάδρομο. Εκεί ήμαστε οικογενειακοί φίλοι, δηλαδή στις βαφτίσεις και στους γάμους μας και στις βαφτίσεις των παιδιών, η κυρία Ευαγγελία η συγχωρεμένη, η Λίλη η κόρη της, ήμασταν μαζί. Το μαγαζί το διπλανό ήτανε… Αυτό που τώρα είναι το μπαρ το αριστερό, όμως, γιατί ήτανε… Είναι δύο μαγαζιά -έχουν ρίξει τον τοίχο- ήταν πρατήριο του…Της βιοτεχνίας, εργοστασιάκι μικρό, του Ταράση, Παναγιώτης Ταράσης. Έφτιαχναν πουκάμισα. Στον δεύτερο… Όχι, στον πρώτο όροφο ήταν το εργαστήριο. Ανεβάζανε με τόπια τα υφάσματα πάνω και πάνω ήταν πολλές κοπέλες που κόβανε, ράβανε και κατεβαίνανε τα πουκάμισα έτοιμα μέσα σε σελοφάν και στα κουτιά τους. Κατέβαιναν εδώ στο πρατήριο που εδώ ερχόντουσαν έμποροι από την επαρχία, γινόταν ο δειγματισμός και οι παραγγελίες. Το ακριβώς διπλανό τώρα που είναι το άλλο το μπαρ, το άλλο το τέτοια ήταν η βιοτεχνία «Φάρος» με το ίδιο αντικείμενο. Στον δεύτερο όροφο, εκείνος. Δύο πρατήρια με πουκάμισα δίπλα δίπλα. Αλλά καταλαβαίνεις πάνω τι κόσμος υπήρχε. Τι κόσμος από κόπτριες, γαζώτριες, συσκευασία, πολύς κόσμος πάνω δούλευε. Το κάθε μαγαζάκι ήτανε και εμπορικό ήταν και εργαστήριο να το πούμε. Από την άλλη μεριά, εδώ ήταν απέναντι ήταν -πρόσφατα συγχωρέθηκε- η Ρίτσα η Τροχοπούλου, μία πολύ καλή φίλη, γειτόνισσα, με το αντικείμενο του «Λίλα». Το μαγαζί εδώ ακριβώς στη γωνία που είναι το σαλόνι του μπαρ με τους καναπέδες μέσα, ήτανε το πρατήριο του εργοστασίου «Γκλόρια» από την Θεσσαλονίκη. Ήταν εργοστάσιο που έφτιαχνε ζαχαρώδη. Σοκολατάκια, βανίλιες, καραμέλες. Τέτοια πράγματα. Ακριβώς δίπλα μου, ήτανε η «Βιοτεχνία Ζαχμάνογλου» φτιάχνανε γυναικεία εσώρουχα ζέρσεϊ, με το ύφασμα ζέρσεΐ. Κυρίως, η πελατεία τους ήταν ηλικιωμένες γυναίκες και, κυρίως, στην βόρεια Ελλάδα που περισσότερο, οι μουσουλμάνες είναι που τα χρησιμοποιούσαν. Το γραφείο ήταν εκεί. Τα διπλανά ήταν αποθήκες τους, πάνω κόβανε, τα δίνανε φασόν έξω για ράψιμο και εκείνοι πάλι τα τοποθετούσανε στα κουτάκια και αποστολή. Παραδίπλα, δεν είναι η στοά η δική μας, γιατί σταματάει στη μέση εδώ παραδίπλα προς την Πολυκλείτου δηλαδή ήταν... Πρόσφατα έκλεισε από το 1936 ένα κατάστημα με ψιλικά στο όνομα «Πάτσης». Αχ, πώς λεγότανε ο συγχωρεμένος; Έκλεισε πριν από λίγο η κόρη του. Επίσης, ο «Λίλας» που λέμε είναι του 1938. Τώρα, τα πουκαμισάδικα δεν ξέρω πότε ήταν. Ήταν πάντως μια στοά με πολύ κίνηση, γιατί και εδώ είχαμε μια διαφορά. Τα είδη αυτά συσκευασίας δεν υπήρχαν στις γειτονιές. Ούτε όπως τώρα που μπήκανε σε όλα τα σούπερ μάρκετ μέσα και τα μαγαζάκια στις γειτονιές. Έτσι, λοιπόν, αν ήθελε κανείς είδη συσκευασίας, σακούλες, σελοφάν, κορδέλες, χαρτιά περιτυλίγματος, περίεργα ένα σωρό γύρω από αυτά, έπρεπε να έρθει στο κέντρο και θα έλεγα ότι το κέντρο από αυτά ήταν εδώ η στοά μας με το μεγάλο μαγαζί που ήταν ο «Λίλας» και που άνοιξαν κι ακόμα δύο στις εισόδους της στοάς, η κυρία Δρακοπούλου που έφυγε και ο[00:25:00] γείτονας ο Λεωνίδας από την άλλη μεριά της Πολυκλείτου. Και αυτή η δουλεία έχει πολύ πολύ χαμηλώσει, γιατί έχει μοιραστεί σε πολλά σημεία, έτσι η στοά μας, που βούιζε από κίνηση και είχε πάρα πολύ κόσμο, τώρα έχει πολύ μειωθεί. Πάρα πολύ.
Έχετε αντιμετωπίσει ποτέ κάποιο δίλημμα, κάποια δυσκολία σε σχέση με κάποια αγορά που έχετε κάνει ή βασικά πώληση που έχετε κάνει σε κάποιο πελάτη που δεν θεωρούσατε ότι έπρεπε να του δώσετε το όπλο, να τον κρίνετε έτσι λίγο περίεργα και να μην θέλετε να το... Κάποια δύσκολη πώληση.
Δύσκολη πώληση με ποια έννοια ότι ο αγοραστής δεν ήτανε τόσο καλά στην υγεία του, οπότε να μην έπρεπε να το πάρει στα χέρια του;
Ναι, ναι.
Όχι, όχι. Όχι, δεν έχει τύχει ποτέ.
Μάλιστα. Και πείτε μου αν μπορείτε, επίσης, η οικονομική κρίση, πώς επηρεάζει ένα τέτοιο μαγαζί;
Πολύ, πολύ. Πάρα πολύ. Το κυνήγι είναι από το πλεόνασμα του εισοδήματος. Έτσι, λοιπόν, οι προτεραιότητες είναι άλλες και το διάστημα αυτό βουλιάξαμε κυριολεκτικά. Αρκετά μαγαζιά έκλεισαν. Αν δει κανείς σε «Κυνηγητικά Νέα» που ήταν το περιοδικό που τυπωνόταν πριν από πολλά χρόνια η περιοχή εδώ, από την πλατεία Βάθη μέχρι την Ερμού και από την Σταδίου μέχρι την πλατεία Ψυρρή, είχε άπειρα μαγαζιά. Είτε σε στοές είτε σε ορόφους. Άπειρα μαγαζιά και βιοτεχνίες, όχι μόνο κυνηγητικών, αλλά πουλάγανε διάφορα πράγματα που φτιάχνανε. Τότε, επειδή ο κόσμος έφτιαχνε τα φυσίγγια με την... Μόνος του υπήρχαν βιοτεχνίες, λοιπόν, που φτιάχνανε τα ταπωτήρια, αυτά που σπρώχνουμε μέσα, τα σεσουλάκια, τις ζυγαριές. Συγκεκριμένα, αυτές εδώ οι ζυγαριές, αυτή η ζυγαριά εκεί που γεμίζαμε εμείς πάνω τα φυσίγγια είχε κάνει βιοτεχνία ένας πρώτος μου ξάδερφος και έφτιαχνε αυτές τις ζυγαριές. Δηλαδή υπήρχε κόσμος. Τις τάπες, αργότερα τους συγκεντρωτήρες, τις πλαστικές τάπες, τα μηχανάκια που στρίβαμε τα φυσίγγια, τα άλλα που καψουλώνανε και ξεκαψουλώνανε. Ήτανε βιοτεχνίες ελληνικές, υπήρχε κόσμος. Υπήρχαν και πολλά εισαγόμενα. Υπήρχαν πάρα, πάρα πολλά μαγαζιά στον χώρο μας. Είτε πωλήσεων είτε κατασκευής. Τώρα, αυτή τη στιγμή στην περιοχή αυτή που είπαμε, σε όλο αυτό το μέρος υπάρχει ο «Καλκατζάκος» σαν οπλοπωλείο και εδώ εμείς σαν οπλοδιορθωτήριο. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Δεν λέω ότι κλείσανε τώρα με την κρίση αυτά τα μαγαζιά, αλλά μειώθηκαν. Δηλαδή, κάποια που ήταν προς το τέλος της ηλικίας των ιδιοκτητών, για να πάρουν σύνταξη, κλείσανε πιο γρήγορα. Πολύ μεγάλοι, γιατί πως να το κάνεις τώρα, όταν έχεις... Περιμένουν τα έξοδα του σπιτιού, ένα σωρό που κάποιοι είναι άνεργοι, με έναν μισθό, λοιπόν, αν υπάρχει κι αυτός και πόσος είναι να καλυφθούν όλα αυτά τα έξοδα. Ποιος έχει στο μυαλό του το κυνήγι; Που εντάξει το έχεις το τουφέκι, αλλά πρέπει να βγάλεις την άδεια κάθε χρόνο. Από την άλλη μεριά, είναι τα φυσίγγια. Είναι τα έξοδα μετακίνησης. Κάποτε έμπαινες στο αυτοκίνητό σου και έκανες διήμερο τριήμερο. Τώρα αυτά κόπηκαν εντελώς και για τις μικρές αποστάσεις, πρέπει να μπουν δύο-τρεις κυνηγοί... Έπρεπε. Κάπως λιγάκι τώρα τα πράγματα έχουν χαλαρώσει, αλλά έχουν λιγοστέψει οι κυνηγοί και οι έξοδοι.
Το peak του... Η καλύτερη περίοδος που θα μπορούσε να υπήρχε για και για πωλήσεις και για κυνήγι, ποια περίοδος χρονική πιστεύετε ότι ήτανε; Που υπήρχε έτσι...
Για κυνήγι; Για κυνήγι μπορώ να πω εγώ την εποχή που γνώρισα, αλλά δεν είναι αυτή μόνο. Όσο πιο πίσω πηγαίνουμε, τόσο ακούς περισσότερα πράγματα. Αλλά, ακούς περισσότερα θηράματα εννοώ. Αλλά, ξέρεις έχει να κάνει με το πόσα τουφέκια ήτανε, με τις δυνατότητες που θα πλησίαζε κανείς το θήραμα, πόσο θα ταξίδευε. Τώρα, αυτά μετά γίνανε όλα περισσότερο εύκολα. Δεν ήταν δυνατόν να έχουμε τα ίδια... Τους ίδιους αριθμούς σε θηράματα. Τώρα σαν εμπορική κίνηση η περίοδος που νομίζω ήταν η καλύτερη απ' όλες ήταν[00:30:00] από το -για τα κυνηγητικά- από το '70 μέχρι το '90. Νομίζω αυτή η εικοσαετία ήταν δυνατή για τη δουλειά μας.
Έχετε αντιμετωπίσει ποτέ κάποιο πρόβλημα με την αστυνομία, ας πούμε, ή κάτι τέτοιο, με τις αρχές;
Ποτέ ποτέ.
Ποτέ. Λόγω της φύσης του επαγγέλματος. Όχι για...
Όχι όχι ποτέ ποτέ, αν εξαιρέσει κανείς τη δυσκολία, κάθε πέντε χρόνια εμείς ανανεώνουμε την άδεια από τη γενική ασφάλεια. Εκεί υπάρχουν διαδικαστικά. Η γνωστή γραφειοκρατία. Εκεί θα έχεις κάποια ταλαιπωρία και από την πυροσβεστική. Εντάξει, σιγά σιγά τα πράγματα εξειδικεύονται. Δηλαδή ενώ παλιά μάζευα εγώ τα χαρτιά και μου έβγαινε η ψυχή, τώρα έχουν γίνει γραφεία που κάνουν αυτή τη δουλειά. Αρκεί, βέβαια, να πληρώσεις ένα ποσό να στα μαζέψουν εκείνοι. Είναι πιο οργανωμένα πιο εύκολα. Πάντως με την αστυνομία ποτέ, δεν έτυχε ποτέ. Και είμαστε από το '46. Πόσα; Εβδομήντα έξι χρόνια.
Πώς θα περιγράφατε τη ζωή σας μέσα σε αυτό το κατάστημα;
Ονειρεμένη. Εμένα επειδή είμαι λιγάκι παλιομοδίτης -έως πολύ παλιομοδίτης- ασχολιόμουν, μου άρεσε η περιοχή της Αθηνάς. Η στοά μας. Και, βέβαια, το αντικείμενο εδώ πάλι σε πάει πίσω. Πραγματικά, εδώ μέσα είναι… Είναι ένας χώρος μού είναι πολύ ευχάριστος. Η δουλειά την λατρεύω. Είναι καλή δουλειά. Έχει ποικιλία, έχει δημιουργικότητα. Έχει… Είναι λεπτοκαμωμένη. Βλέπεις τη δουλειά σου μετά έχει… Έχεις να κάνεις με μέταλλο, με ξύλο. Δεν είναι όπως στο εργοστάσιο που ένας εργάτης θα κάνει συγκεκριμένα ένα πραγματάκι. Ένα πραγματάκι. Δεν ξέρει τι κάνει ο διπλανός του, αν θα χρειαστεί. Εμείς τα κάνουμε όλα. Έτσι, αυτό είναι πολύ όμορφο και κάθε φορά διαφορετικό. Είναι πολύ όμορφη η δουλειά και ο χώρος αυτός τώρα, γι’ αυτό, τον έφτιαξα και έτσι. Γιατί πριν ήτανε κάτω το μωσαϊκό που ήταν πολύ ταλαιπωρημένο, γιατί σου είπα σαν παλιά αποθήκη εδώ κοπανάγανε ο, τι να ήτανε. Ήταν διαλυμένο το μωσαϊκό. Οι βιτρίνες αυτές είχανε φυσίγγια, γεμίζαμε φυσίγγια εκεί και ήταν γεμάτες με κουτιά φυσιγγίων. Εδώ υπήρχε… Υπήρχαν ράφια ντέξιλον και είχαμε τις οπλοθήκες μας, τους αορτήρες. Διάφορα δικά μας παραγωγής μας εδώ, τα σκαμνιά, αλλά και γιλέκα, πουκάμισα παντελόνια που ήτανε από μία βιοτεχνία. Ήταν από το «Σαφάρι» μία πολύ καλή βιοτεχνία. Αυτά, όμως, επειδή η δουλειά μας δεν ήταν αυτή, σκονιζόντουσαν. Αλλάζαν σακουλάκια. Τα μαγαζιά τα οπλοπωλεία είχανε ποικιλία ευρωπαϊκά και άλλα πράγματα. Δεν άξιζε τον κόπο και τα βγάλαμε Έτσι λοιπόν έκανα μία αλλαγή στον χώρο, ώστε να είναι μέχρι το τέλος. Δηλαδή από εδώ θα φύγουμε που θα φύγουμε σηκωτοί και έφτιαξα, όπως το ήθελα, με πίνακες ζωγραφικής, με τις βιτρίνες τις όμορφες με τα παλιά τα πραγματάκια. Εδώ μάζεψα την βιτρίνα όλη αυτή του «Φαβορί», όλο το μουσείο του «Φαβορί».
Αν είχατε ένα αγαπημένο πράγμα από το μαγαζί μέσα τώρα έτσι, όπως το βλέπετε, ποιο θα ήτανε;
Ένα από τα μονόκανα του πατέρα μου σίγουρα. Αλλά, ξέρεις δεν μπορείς να το πεις αυτό, δηλαδή είναι όλα τα πράγματα, ακόμα και τα εργαλεία. Θυμάμαι, όταν στρώσαμε το -εδώ μιλάμε- το πάτωμα κατά λάθος το συνεργείο είχε πάρει… Μπέρδεψε το δικό του σιδεροπρίονο και το δικό μας. Αν θα το δεις, είναι και σπασμένο κιόλας. Και είναι κολλημένο με ηλεκτροκόλληση. Φτηνό, δεν είναι τίποτα. Πήγα στην εταιρεία του «Λεμινέητ», έμαθα πού ήταν το συνεργείο που δεν ήταν κοντά. Δεν θυμάμαι πού είχα ταξιδέψει και πήγα και τους το ζήτησα και το πήρα πίσω από τους ανθρώπους. Είχανε κάνει λάθος και το είχανε πάρει κατά λάθος. Αλλά ήθελα το σιδεροπρίονο του πατέρα μου. Δηλαδή, κάθε κατσαβίδι… Ξέρεις έχει συνδεθεί και λιγάκι διαφορετικά, επειδή δουλέψαμε μαζί δεκαεφτά χρόνια με τον μπαμπά ένα κατσαβίδι που ψάχνεις, το έχεις «Άντε τελείωνε επιτέλους, θέλω να κάνω τη δουλειά μου» ξέρεις το κατσαβίδι το συγκεκριμένο έχει… Όλα έχουν το δικό τους μυστικό, τη δικιά του ζωή. Πρόσεξε τώρα. Όταν γέμιζα τα λάδια[00:35:00] πάνω, πιτσιρίκος ήμουνα, επειδή ήτανε σε έναν τενεκέ μία αναλογία λαδιού, παραφινέλαιου με βαζελίνη και έβαζε κι ένα, έριχνε μέσα και ένα άρωμα ο μπαμπάς, για να κάτι να αλλάζει, το έβραζε αυτό γινότανε ένα μείγμα και μετά αυτό ο γκαζοτενεκές είχε ένα βρυσάκι και από κάτω ήτανε η ζυγαριά. Έβαζα, υπήρχε το… Υπήρχαν τα σταθμά, από τη μία, έβαζα το τενεκάκι. Άνοιγα. Μόλις πήγαινε να κατέβει η ζυγαριά, έκλεινα το βρυσάκι. Όταν λιγόστευε το λάδι, όμως, εκεί μέσα, το βρυσάκι έτρεχε λίγο λίγο. Εγώ δεν είχα την υπομονή να κάτσω να το περιμένω, οπότε σηκωνόμουνα πάνω και πήγαινα αλλού. Αποτέλεσμα αυτού δύο φορές βγήκε εδώ στο ταβάνι κάτι ένας λεκές τεράστιος -μετά μπήκε αυτό το ταβάνι- ένας τεράστιος λεκές. Χάσαμε όλο το λάδι και αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο πατέρας μου ποτέ δεν μου είπε τίποτα. Δύο φορές του είχα αδειάσει τον γκαζοτενεκέ, δεν μου είπε ποτέ τίποτα. Και όταν στην δουλειά πάνω, όταν ήταν κάτι να φτιάξω, μου έλεγε πώς να το κάνω. Εγώ δεν έκανα έτσι, έκανα το δικό μου. Το χάλαγα. Άρχιζα εγώ τα δικά μου, γιατί νευρίαζα και αυτό που μου έλεγε ο πατέρας μου ήταν: «Εμ, στο είπα. Δεν στο είπα; Αλλά δεν ακούς». Μέχρι εκεί. Εδώ πέρα, λοιπόν, αυτό το μέρος έχει πολλή αγάπη. Αυτή τη φωτογραφία εκεί την έβγαλε η Λίσι που γνώρισες, η Γερμανίδα, έκανε μια κόλληση ο πατέρας μου μέσα. Εγώ έτριβα απ' ό, τι βλέπω υπάρχουνε γυαλόχαρτα εκεί ήτανε εποχή που κάναμε βαφές και καθάριζε κάννες και ήρθε η Λίσι εκεί και μας πήρε χωρίς να το πάρουμε είδηση. Όταν την είδε ο πατέρας μου αυτή τη φωτογραφία, του άρεσε τόσο πολύ και μου λέει: «Όταν θα πεθάνω -μου λέει- θα την κάνεις μεγάλη και θα την βάλεις εκεί». Συνήθως, έμπαινε πίσω από το… Εκεί δεν την έπαιρνε. Έφτιαξα βιτρίνα εκεί. Έβγαλα τα φυσίγγια που δεν κάναμε και έκανα βιτρίνες. Πολλά πολλά.
Είναι πολύ ωραία φωτογραφία. Είπατε πριν το ότι, για να μάθεις αυτή την τέχνη, πρέπει να σε πάρει κάποιος να σου την μάθει.
Να μαθητεύσεις.
Ναι, ναι. Εσείς έχετε επιχειρήσει ποτέ να γίνετε δάσκαλος;
Όχι, όχι. Επιχείρησα γύρω στα δύο χρόνια - ένα και… Πού προσπάθησα; Είχε έρθει ο γιος μου και μόνο για τον γιο μου. Δηλαδή, δεν θα καθόμουνα ποτέ για κάποιον άλλον. Ξέρεις υποθηκεύεσαι με αυτή τη δουλειά. Άλλο που εγώ θα είμαι όποτε θέλω αργότερα, όποτε θέλω να έρθω. Όταν το μαγαζί, όμως, δουλεύει, υποθηκεύεσαι. Όταν ο άλλος έχει ξεκινήσει, πρέπει να είσαι δίπλα του. Με τον Θοδωρή, λοιπόν, ένα ως δύο χρόνια, αλλά δεν βρήκε το ενδιαφέρον που θα έπρεπε και γύρισε σε άλλες δουλειές. Δεν έχω επιχειρήσει με κανέναν άλλον. Όχι.
Νιώθετε άγχος το ότι πρέπει να συνεχίσετε την επιχείρηση στην οικογένεια;
Κανένα, όχι όχι. Καλά θα ήταν και ποιος είναι ο λόγος του καλά θα ήταν; Θα βρεθώ στη δύσκολη θέση, όταν θα κλείσει που θα τα έχω κλείσει πρώτα εγώ. Να μεταφερθούν πολλά πράγματα. Αυτό ο πατέρας μου ήταν τυχερός και δεν το είδε. Δεν θα το δω ούτε εγώ, αλλά σκέφτεσαι ότι όλα αυτά τα μικρά τα εργαλειάκια που έχουνε μηδέν αξία, αν πάρεις να τα κοστολογήσεις όλα τα εργαλεία που υπάρχουν εδώ μέσα και από εκεί στο συνεργείο, δεν νομίζω ότι πλησιάζουν τα τετρακόσια ευρώ, τα τριακόσια ευρώ. Δεν νομίζω. Με αυτά τα εργαλεία, όμως, λόγω της δουλειάς, λόγω της τέχνης, δύο γενιές δουλέψανε και βγάλανε χρήματα και πορευτήκανε. Αυτά τα εργαλεία θα πάνε χαμένα. Θα κλειστούν εδώ μέσα. Τότε. Τότε, κοίταξε να δεις ήτανε πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα. Δεν υπήρχανε ανταλλακτικά. Δεν υπήρχανε ημικατεργασμένα. Γι’ αυτό, οι οπλουργοί της εποχής εκείνης ήταν βαθιοί γνώστες του αντικειμένου. Έφτιαχναν τα πάντα με τα χέρια τους. Άσχετα αν δεν πληρωνόντουσαν γι’ αυτό. Τώρα, εμείς έχουμε μεγάλες ευκολίες. Έχουμε ημικατεργασμένα που έχουνε φτιαχτεί, έχουνε βαφτεί, σκληρύνει δηλαδή. Δεν κινδυνεύουν να σπάσουν με τίποτα πάρα έχουμε[00:40:00] μόνο να ταιριάξουμε στο συγκεκριμένο τουφέκι. Τότε, τα φτιάχνανε όλα… Τα κάνανε όλα μόνοι τους και θυμάμαι ένα ελατήριο V που έχουμε για τις σφαίρες ξεκινάει από ένα κομμάτι ατσάλι μια πλάκα ατσάλι. Έχει πάρα πολλή δουλειά. Αφού το έφτιαχνε ο πατέρας μου, εγώ μία φορά με τις συμβουλές του πατέρα μου, έφτιαξα ένα το οποίο το έσπασα στην κακή βαφή. Μετά έφτιαξα άλλο ένα. Το πέτυχα και λέω και δεν ξαναπιάνω να κάνω τέτοιο πράγμα. Εντάξει, είχαμε τα ελατήρια τα ημικατεργασμένα. Τον καιρό λοιπόν εκείνο ήτανε… Δεν είχε τηλέφωνο… Δεν είχε αυτό το μαγαζί ο μπαμπάς, γιατί όσο ήτανε μέρα ο κύριος Βασίλης δίπλα, ο Ζαχμάνογλου, ο μπαμπάς έδινε το τηλέφωνο του Ζαχμάνογλου. Άμα θα δεις τις κάρτες, οι πρώτες κάρτες του μαγαζιού δεν έχουν τηλέφωνο και όταν έπαιρνε κανείς τηλέφωνο και ζήταγε τον πατέρα μου, «Θόδωρε» φώναζε ο κύριος Βασίλης, όπως τις ελληνικές ταινίες τις παλιές. Και πήγαινε ο μπαμπάς στο τηλέφωνο. Αυτά την ημέρα. Όταν ο πατέρας μου, όμως, δούλευε νύχτα, γιατί κοιμότανε -σου λέω- εδώ και έφευγε τη νύχτα, δεν υπήρχε τηλέφωνο. Όταν, λοιπόν, ήτανε να φτιάξει ένα τέτοιο εξάρτημα -μέσα υπήρχε και καμίνι- το έδωσε γιατί σταμάτησε να το δουλεύει πια για την διαμόρφωση του μετάλλου, την προσαρμογή του, την λειτουργία του τη σωστή και μετά το βάψιμο του που σημαίνει σκλήρυνση και μετά την επαναφορά του, για να μην γίνει κομμάτια. Αν δεν το πετύχαινε αυτό και το έβαζε πάνω, γινόταν κομμάτια στα χέρια του. Και μπορεί να είχε πάει η ώρα δώδεκα και μία και έπρεπε να φτιάξει το καινούργιο, γιατί την άλλη μέρα έπρεπε να παραδώσει. Χρειαζόταν τα χρήματα το λιγότερο. Και τότε δεν υπήρχαν ευκολίες. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να δει ότι δεν τρέχει τίποτα και, έτσι λοιπόν, έπαιρνε τηλέφωνο στο πρώτων βοηθειών ή στην αστυνομία μήπως είχανε κάποιο περιστατικό. Την ώρα που τελείωνε ο μπαμπάς και έφτιαχνε το τελευταίο, έβγαινε έξω και συγκοινωνία δεν υπήρχε. Οπότε, έπρεπε να πάρει ταξί, οπότε να και στο κεφάλι και το κόμιστρο. Ήτανε πολύ πολύ δύσκολα τα πράγματα. Πολύ δύσκολα τότε.
Θυμάστε-
Αλλά θα σου πω και κάτι άλλο, θα σου πω τις συνήθειες τότε της εποχής. Αν θα δεις εκεί στις φωτογραφίες που είναι πριν τον πόλεμο ή λίγο μετά τον πόλεμο, μπορεί να είναι δεκαετία ΄40, μετά την απελευθέρωση σίγουρα. Είναι πέντε οπλουργοί συνάδελφοι που τότε είχανε καλές σχέσεις. Τώρα αυτό δεν συμβαίνει. Έχει αλλάξει ο κόσμος και περπατάνε όλοι μαζί. Θα τους δεις όλοι είναι στην τσίλια. Δηλαδή, τα ρούχα τους είναι ό, τι καλύτερο. Ήτανε κοκέτες τότε οι άνθρωποι. Ο πατέρας μου ανέβαινε πάνω στο πατάρι, γδυνότανε. Έμενε μόνο με τα εσώρουχα. Άλλαζε εντελώς, κατέβαινε κάτω για τη δουλειά του... Α, μιλάμε για γραβάτα... Λύσιμο η γραβάτα, δέσιμο η γραβάτα στον καθρέφτη και το βράδυ, λοιπόν, το ίδιο, για να γυρίσει στο σπίτι. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα τώρα. Τώρα θέλουμε ταχύτητα. Δηλαδή, το πιο ωραίο απ' όλα είναι μία ρόμπα, μια ποδιά… Μία ποδιά που τηνε βάζεις μπροστά σου, ώστε να μην αλλάξεις τίποτα, αν είναι δυνατόν, μετά να το βγάλεις και να φύγεις. Είχανε μία άλλη… Μια άλλη εποχή, άλλα πράγματα.
Θυμάστε την πρώτη φορά που κρατήσατε όπλο;
Ναι, ήταν ένα «Simpson», ένα δίκαννο του πατέρα μου, γιατί σου λέω ότι όλοι εμείς ξεκινήσαμε σαν… Κάναμε τα σκυλάκια. Δεν είχαμε σκυλί στην οικογένεια. Πολύς κόσμος. Όλοι οι μικροί μετά που γίναμε κυνηγοί αυτή τη δουλειά κάναμε μικροί. Φέρναμε τα πουλιά. Οπότε, δεν θυμάμαι σε ποια ηλικία είχα ρίξει με ένα «Simpson» γερμανικό. Εντάξει, κλώτσησε. Λογικό ήταν. Κλώτσησε αρκετά. Αλλά… Σιγά σιγά από αεροβόλο ξεκίνησα. Μετά με ένα εικοσιτεσσάρι που είχε μείνει αμανάτι στο πατάρι. Το εικοσιτεσσάρι είναι μικρό διαμέτρημα, οπότε κλωτσάει και λιγότερο. Είναι και πιο ελαφρύ. Και μετά περάσαμε κανονικά στα δωδεκάρια.
Οπότε το θεωρήσατε φυσική συνέχεια να-
Ήτανε, ήτανε.
Ναι, ναι αυτό.
Ήτανε. Φαντάσου ότι προσπάθησα να κάνω το ίδιο με τον γιο μου. Ήτανε κάποιων μηνών, όταν του πήρα ένα φλομπεράκι που ήταν εξαιρετικό, ένα ιταλικό φλομπεράκι που νομίζεις ότι είναι αγιοβασιλιάτικο. Νομίζεις ότι είναι ψεύτικο. Τόσο ελαφρύ και τόσο απλό, αλλά είναι κάτι που μπορούσε να το οπλίσει ένα μικρό παιδί, τέλος πάντων. Και από τότε που αγόραζα τουφέκια, ένα εικοσάρι [00:45:00]αργότερα. Αλλά ο Θοδωρής δεν ασχολήθηκε καθόλου.
Ποιο πιστεύετε είναι το μεγαλύτερο επίτευγμά σας μέσα σε αυτό το μαγαζί; Στην καριέρα σας;
Δεν είμαι σίγουρος αν είναι αυτό.
Για σας. Εσείς πώς-
Όχι, θέλω να πω δεν είμαι σίγουρος αν είναι αυτό που σκέφτομαι τώρα, αλλά δεν έχει σημασία. Αφού μου ήρθε στο μυαλό, ας το πούμε αυτό. Ήτανε που ο πατέρας μου είχε κάνει κάποιες μετατροπές σε ένα όπλο ενός πολύ καλού φίλου και πελάτη -έχει συγχωρεθεί- και όταν μετά από πολλά χρόνια ο ανιψιός του αγόρασε, του πούλησα εγώ ένα παρόμοιο όπλο. Ήθελε να το κάνει, όπως το είχε κάνει ο πατέρας μου. Εκεί μπήκα στα βαθιά, αλλά τελικά ήτανε και από τύχη κιόλας, ήταν πολύ καλό το αποτέλεσμα. Μάλλον, αυτό έχω στο μυαλό μου. Μία αλλαγή σε κοντάκι, σε υποφυλακτήρα σε εφαρμογές ενός όπλου που έγινε… Άλλαξε κατηγορία έγινε πιο όμορφο, υποτίθεται πιο με περισσότερο χρήματα από την κατασκευή του. Αλλά, ήτανε πραγματικά δεν ήξερα πού θα… Πού θα με βγάλει. Έγινε. Κοίταξε, αυτό έχει γίνει πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια. Αν ερχόταν μια δουλειά τώρα, δεν θα την κράταγα. Τέτοια.
Γιατί;
Γιατί μεγαλώνεις και πηγαίνεις στα πιο εύκολα. Κάτι που έκανες κάποτε σου φαίνεται τώρα βουνό. Δεν μπαίνεις στα βαθιά τώρα πια. Είτε είναι κακοτοπιά είτε είναι πολλή δουλειά έχει αλλάξει το… Εντάξει. Άλλα τα κουράγια. Στις κάννες, καθάριζα παλιά πόσες κάννες, δούλευα το πρωί τη νύχτα στην εφημερίδα, μετά ερχόμουνα να… Ήταν τριάντα κάννες, τριάντα πέντε κάννες με τα εξαρτήματά τους. Να τα αποτελειώσω το πρωί, να τα πάω κατά τις δέκα σε ένα φίλο που είχε μηχανουργείο. Στις βούρτσες του να πατήσω τρίχα και πανί. Πήγαινε η ώρα τέσσερις-πέντε το μεσημέρι. Ερχόμουνα με τα τουφέκια… Με τις κάννες τις τυλιγμένες. Ο μπαμπάς εδώ κοιμότανε, να τον ξυπνήσω, να αρχίσει εκείνος να κάνει την απολάδωση στις κάννες. Εγώ να βγάλω έξω καζάνια. Δεν είχαμε το νερό εδώ. Τότε η πυροσβεστική μας υποχρέωνε να φέρουμε νερό στο μαγαζί. Με δυο κουβάδες να φέρνω από τον πρώτο όροφο νερά, τρία καζάνια να τα γεμίσω, να κάνουμε την βαφή. Να αλλάζουμε τα καζάνια, γιατί λερώνονταν… Λερωνόντουσαν από τα φάρμακα. Αδειάζαμε τους κουβάδες σε μία αποχέτευση που εχουμε στη μέση της στοάς, να έρχεται καινούργιο νερό πάλι με τους κουβάδες από τον πρώτο όροφο από τις τουαλέτες. Τελείωνε η βαφή, περνάγαμε με πριονίδι, καθαρίζαμε τις κάννες μετά το πριονίδι έμενε σε κάποια δύσκολα σημεία. Ήθελε την προσοχή του να βγούνε, γινότανε και αυτό. Ο πατέρας μου μετά πέρναγε λάδι τις κάννες να τελειώσει να μην υπάρχει καμία αλλαγή, κανένα πρόβλημα με τα φάρμακα. Εγώ να αδειάζω τα καζάνια, να μαζεύω μπουκάλες υγραέρια. Να καθαρίζω γιατί κάτω έστρωνα, γιατί κάποια... Για την απολάδωση πέφτανε παντού. Να καθαρίζω όλο τον τόπο. Και το πρωί το μαγαζί ήταν έτοιμο, οι γκαζιέρες ανεβαίνανε πάνω. Το πρωί το μαγαζί ήτανε έτοιμο να λειτουργήσει κανονικά. Τώρα, σε πληροφορώ, πέντε κάννες θα τις σούρνω μία εβδομάδα. Θα μου πεις έχεις και τα άλλα, αλλά δεν είναι αυτό. Είναι ότι έχεις λιγοστέψει… Έχεις γίνει πολύ λιγότερος. Ενώ τώρα πια δεν πηγαίνω αλλού, αλλά ένας φίλος οπλουργός μηχανικός -Θεός σχωρέσ' τη την ψυχούλα του- μου τοποθέτησε ένα μοτέρ δίπλα. Είναι αυτό που σταμάτησε που μπήκε κάτω από τη σκάλα και έκανε όλη μου τη δουλειά εδώ. Δεν έχω μετακινήσεις. Είναι πολύ πιο εύκολα, λοιπόν, τα πάντα και πέντε κάννες θα μου πάρουν μία εβδομάδα να τις ολοκληρώσω. Που δεν πάω τη νύχτα στην εφημερίδα, που κοιμάμαι μια χαρά. Είμαι ξεκούραστος αλλά, αλλά το ληξιαρχείο έχει γράψει άλλα. [00:50:00]
Θα αλλάζατε κάτι τόσα χρόνια. Μέσα στα χρόνια ό,τι έχει γίνει;
Αν άλλαζα κάτι;
Ναι, για να φτάσετε εδώ αν θα κάνατε κάτι διαφορετικά;
Όχι, όχι. Ούτε σαν εργασία ούτε κάτι άλλο να έκανα όχι. Δεν είμαι και από τους ανθρώπους που είναι ανήσυχοι. Η αλήθεια είναι αυτή. Δεν είμαι ανήσυχος. Όπου πηγαίνω, αν δεν είναι κάτι πολύ άσχημο, θα παραμείνω, αλλά εδώ ήταν πάρα πολύ ωραία. Εδώ ήταν καταπληκτικά. Η συνεργασία με τον πατέρα μου, ένας υπέροχος άνθρωπος. Εξαιρετικός τεχνίτης. Ο καλύτερος. Η πελατεία η παλιά. Εδώ υπήρχαν φίλοι του πατέρα μου. Αυτές οι δύο καρέκλες ήταν πάντα γεμάτες. Ο μπαμπάς ήταν πάντα όρθιος, του είχα πάρει… Όχι εγώ. Ο κύριος Σαράντης, ένας φίλος του τού είχε πάρει αυτή την ψηλή καρέκλα, για να κάθεται, γιατί είχε κιρσούς στα πόδια από την ορθοστασία. Εγώ με το ζόρι τον έβαζα να κάθεται. Τότε που ήμουνα, λοιπόν, πιο μικρός, η καρέκλα εκείνη ήταν από κει, οι άλλες δυο ήταν εδώ πέρα και ήτανε πέντε-έξι άνθρωποι της ηλικίας του και κουβεντιάζανε κυνηγητικά ή γαστρονομικά. Ό,τι ήθελες. Τώρα ‘λειψαν αυτά. Δεν υπάρχει. Δεν γίνεται τέλος πάντων. Δεν υπάρχει αυτή η άνεση του χρόνου. Δεν ξέρω. Δεν είναι τόσο εύκολο να ανέβουνε στο κέντρο; Δεν υπάρχει αυτό το καθισιό στην καρέκλα και η κουβεντούλα εδώ. Ήτανε μία ομορφιά, όμως, αυτή. Εγώ επειδή με τους μεγάλους είχα καλή σχέση και οι γονείς μου έφυγαν πολύ μεγάλοι. Πάντα ήθελα να ακούω και, μάλιστα, πολλά από αυτά τα σημείωνα. Πάντα σημειώνω. Κρατάω χαρτάκια. Για πράγματα που με ενδιαφέρανε και που θα χανόντουσαν, κυρίως. Μετά από λίγο, δεν θα μπορούσες είτε να το ξανακούσεις είτε να το δεις. Και, λοιπόν, ήθελα να τα κρατήσω.
Για σας, αν είχε κάποιος άλλος αυτό το χαρτάκι, τι θα θέλατε να γράψει πάνω ούτως ώστε να μείνετε εσείς στην ιστορία;
Ούτε το έχω σκεφτεί ούτε και με απασχολεί. Δηλαδή, καθόλου μα καθόλου. Θεωρώ, όχι θεωρώ, είμαι απόλυτα σίγουρος ότι και ο πατέρας μου το ίδιο. Δεν… Εδώ είναι ένα μεγαλείο του πατέρα μου, ότι φτιάχνοντας αυτήν… Κάνοντας αυτή εδώ τη δουλειά που ήταν κάτι καταπληκτικό για την εποχή του, δεν το θεωρούσε τίποτα ιδιαίτερο και όταν κάποτε το πράγμα άρχισε να σοβαρεύει, δηλαδή δείχνανε κάποια περιοδικά, ερχόντουσαν φωτογραφίζανε, παίρνανε συνεντεύξεις, λίγο πολύ αναρωτιότανε: «Μα, γιατί το κάνετε;». Δηλαδή, δεν θεωρούσε τίποτα. Θεωρούσε ότι ήταν απλά πράγματα. Ποτέ δεν σκέφτηκε τίποτα παραπέρα, όχι. Όχι, κι εγώ δεν το συζητώ. Άλλωστε, δεν έχω αφήσει τίποτα. Δεν υπάρχει λόγος. Εδώ μόνο κρατάω του πρωτεργάτη τις δουλείες.
Ποια πιστεύετε ότι είναι η ανάγκη του όπλου, στην κατοχή όπλου; Όχι αναγκαστικά του κυνηγιού, αλλά στο να έχεις ένα τέτοιο; Με βάση τη δικιά σας γνώμη;
Να έχεις ένα τουφέκι;
Να έχεις ένα ή… Ναι.
Δεν νομίζω ότι θα είχα, αν δεν ήμουν σε αυτόν τον χώρο, αν δεν ήμουν τόσο εξοικειωμένος. Δεν νομίζω. Δεν ξέρω τι ανάγκη είναι. Βέβαια, όταν είχαμε τα πολλά προβλήματα με τις ασχήμιες εδώ πριν από μερικά χρόνια, αρκετός κόσμος αγόρασε όπλα. Ανάθεμα κι αν ήξεραν να τα χρησιμοποιήσουν. Αν θα τα χρησιμοποιήσαν στη δύσκολη στιγμή εννοώ, γιατί δεν έχεις ψυχραιμία εκείνη την ώρα και αν δεν είσαι σχετικός, το μυαλό σου θα το έχεις στο παράθυρο, στην πόρτα που ανοίγει παρά να οπλίσεις ή να κάνεις κάτι άλλο. Εγώ δεν νομίζω ότι θα είχα καμία σχέση. Τώρα, αν εξαιρέσεις την ασφάλεια που κάποιοι τα παίρνουνε που αυτός είναι ο λόγος και σου λέω πάλι ότι μάλλον άχρηστα θα είναι, γιατί δεν είναι και εύκολο να πυροβολήσεις άνθρωπο. Δεν βρίσκω κανένα λόγο. Για τους κυνηγούς, πολλούς λόγους. Είναι, κυρίως, οι μεγάλοι οι άνθρωποι οι ηλικιωμένοι, όταν τελειώνει το κυνήγι, τους πιάνει μια ψυχοπλάκωση. Όταν πλησιάζει ο καιρός να ανοίξει το κυνήγι, αρχίζουνε και ζωντανεύουνε. Περιμένουν μία-μία την ημέρα. Οι μεγάλοι. Οι νεότεροι όχι τόσο, γιατί θα την ξαναβρούνε την χρονιά. Οι μεγάλοι ξέρεις είναι διαφορετικά τα πρά[00:55:00]γματα.
Κάτι που θα θέλατε να προσθέσετε και που εγώ δεν κατάφερα να σας ρωτήσω;
Θα είναι πολλά, αφού φύγεις. Σίγουρα, αλλά δεν θα έχουμε την ευκαιρία. Είπαμε αρκετά. Εντάξει, ήταν αντιπροσωπευτικά.
Χαίρομαι, σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας.
Παρακαλώ, Βιργινία.