© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Η ιστορία δεν είναι αυτοί που τα αναλύουνε, η ιστορία είναι αυτοί που τα ζήσανε». Συναντήσεις με άγιες μορφές
Κωδικός Ιστορίας
13118
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
π. Ευάγγελος Παπανικολάου (Π.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/06/2021
Ερευνητής/τρια
Χρήστος Θεολόγος (Χ.Θ.)
[00:00:00]Καλή σας ημέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;
Πατήρ Ευάγγελος Παπανικολάου.
Ωραία. Είναι 25 Ιουνίου του 2021, είμαι με τον πατέρα Ευάγγελο Παπανικολάου στην Πεύκη, ονομάζομαι Χρήστος Θεολόγος, είμαι ερευνητής στο Istorima και θα ξεκινήσουμε να μας πείτε, έτσι, κάποια βιογραφικά σας στοιχεία και κάποιες εμπειρίες με γεγονότα με κάποιους γέροντες.
Ή και ό,τι άλλο.
Και ό,τι άλλο, ναι.
Το 1961 γεννήθηκα εγώ, 13 Σεπτεμβρίου του 1961. Είναι μία περίοδος καλή για τη χώρα. Έχει βγει από τον Εμφύλιο. Μεγαλώνω σε ένα χωριό της Αττικής. Πραγματικό χωριό, λέγεται Μάνδρα της Αττικής. Η μάνα μου ήταν από τις Ερυθρές, το Κριεκούκι, και ο πατέρας μου από τη Μάνδρα. Το σπίτι μας, ήταν ένα σπίτι μεγάλο με μάντρες γύρω γύρω κάτασπρες. Τις ασπρίζαμε το Πάσχα. Μεγάλο σπίτι, είχε υποστατικά, είχε μέρη που φύλαγες τα ζώα, γελάδες και έτσι από μικρό παιδί μεγάλωσα, πέντε χρονών, έξι χρόνων, μέσα στην αγροτική και κτηνοτροφική ζωή. Ο πατέρας μου δεν είχε καμία σχέση με αυτά, αλλά κάθε σπίτι είχε μία... τη λεγόμενη αγροτική... τη λεγόμενη οικιακή οικονομία, που είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό και που δυστυχώς αυτό κατεστράφη. Δηλαδή τι σημαίνει; Είχαμε ένα μικρό κηπάκο στον οποίο βάζαμε τα μαρούλια μας, τα κρεμμύδια μας, τα σκόρδα μας. Είχαμε γελάδες, είχαμε το γάλα μας. Είχαμε κότες, είχαμε τα αυγά μας και το κρέας μας. Κάθε καλοκαίρι, όλοι αυτοί οι άνθρωποι ετοίμαζαν το χειμώνα τους, είτε με τα ξύλα είτε με το να αγοράζουν φακές, φασόλια, να ετοιμάζουν τις χυλοπίτες, να κάνουν μακαρόνια, καταλάβατε; Ή τα Χριστούγεννα να φτιάχνουν λουκάνικα που τα κρεμάγανε στα πάταρα. Βλέπετε λοιπόν, ότι αυτή η οικιακή οικονομία ήτανε μία οικονομία πραγματική μες στο σπίτι. Όμως εμείς εκεί ήμαστε καταδικασμένοι γιατί δεν είχαμε νερό, και γι’ αυτό είχαμε στέρνες. Εσείς δεν καταλαβαίνετε να μην έχετε νερό, πάτε στη βρύση, πατάτε και ανοίγει και τρέχει νερό. Εμείς δεν είχαμε νερό, είχαμε τις στέρνες. Γι’ αυτό και ένας μεγάλος τραγουδιστής, νομίζω ο Ρίτσος, λέει ότι: «Λίγες στέρνες που ηχούν και που τις προσκυνούμε», γιατί προσκυνούμε; Γιατί μέσα έχουν νερό. Αυτό το νερό, που είναι σωστικό για μας, και ηχούν, δεν είναι καλογεμάτες. Έχουν ηχώ, γιατί αν ήταν γεμάτες δεν κάνουν: «Ωωω». Αλλά, το καταλάβατε γιατί οι ποιητές μας ήτανε... και ξέραν και γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει τους ποιητές μας πια… και για τη θεωρητική τους, και την πνευματική τους, και για την ορθόδοξή τους παράδοση την οποία την κουβαλούσαν μαζί τους. Εγώ έμεινα εκεί μέχρι δώδεκα χρονών. Δηλαδή, σχηματίστηκα σαν άνθρωπος εκεί πέρα. Εκεί εγνώρισα μερικούς φοβερούς ανθρώπους. Πρώτα γνώρισα μία γριά που τη λέγανε θεία Καλή. Αυτή η θεία Καλή ήταν πραγματικά ένας άνθρωπος που ο λαός την έλεγε Καλή γιατί ήταν καλή. Αυτή λοιπόν είχε το χάρισμα... Μια γριά ξυπόλητη με κάτι κατσάρια… Χαριτωμένος άνθρωπος. Ο παππούς μου λεγόταν Βαγγέλης και γι’ αυτό πήρα και εγώ το όνομα Βαγγέλης, αλλά είχα δυο παππούδες και από τη μάνα μου και τον πατέρα μου λεγόταν και οι δυο Βαγγέληδες. Και η μάνα της μάνας μου και η μάνα του πατέρα μου Κατερίνες. Άρα, είχαν τελειώσει με το όνομα Βαγγέλης τελειώσανε… καθαρίσαν οι γονείς μου με το πρώτο. Ο παππούς μου ο Βαγγέλης είχε πάει στη Μικρά Ασία. Στη Μικρά Ασία λοιπόν, έπεσε μία οβίδα και τους σκέπασε με χώμα όλους και τους καταπλάκωσε. Όπως ήταν ο πάππος μου μέσα στην άμμο εκεί πέρα και στα χώματα και ήταν για να πεθάνει λέει: «Αγία Σωτήρα, σώσε με!». Υπάρχει μία μικρή περιοχή στην περιοχή που λέγεται Αγία Σωτήρα. Να ξέρετε η λέξη Σωτήριος, Σωτήρας, είναι πάρα πολύ αγαπητή στους Έλληνες, γιατί; Γιατί ο Δίας λεγόταν Διός Σωτήρος. Οπότε είναι πολύ αρχαία λέξη. Μετά έφυγε ο Δίας Σωτήρ και έμεινε Σωτήρ, ο Χριστός μας. Και επειδή ο λαός τα αλλάζει όπως θέλει, έκανε Σωτήρα, Αγία Σωτήρα. Δεν είναι γυναίκα η αγία, είναι η μνήμη της Μεταμορφώσεως και αφού είναι η μνήμη έγινε Αγία Σωτήρα και το λέγαν Αγία Σωτήρα. Ο παππούς μου λοιπόν χωρίς να ξέρει πού προσεύχεται καλά-καλά είπε: «Αγία Σωτήρα, σώσε με» και πραγματικά… Kαι είπε ότι: «Όταν θα γυρίσω στην πατρίδα μου, θα κάνω μία λειτουργία στην εκκλησιά Σου». Πραγματικά, έδωσε ο Θεός, τον βρήκαν, τους βγάλαν, σιγά-σιγά έγινε η πτώση του μετώπου που έχετε ακούσει πολλά, επέρασε ο καημένος και ήρθε στην Ευρώπη. Άφησε την Ασία και ήρθε στην Ευρώπη. Ο παππούς μου είχε αυτά τα παλιά φορτηγά που βλέπετε στις ταινίες τις ελληνικές του 1945, ’50, ’50, ‘55, ξέρετε, αυτά τα μεγάλα φορτηγά, τα παλιά. Έβαζε πάνω ρετσίνια πράγματα, όλα και έκανε αυτή τη διαδρομή από τις Ερυθρές να πάει στην Αθήνα να ‘ρθει και ανάποδα. Στην αρχή είχε κάρο –με τα κάρα– μετά πηγαίναν με αυτοκίνητα. Δεν ενθυμούμαι τώρα. Όταν είχε το κάρο; Όταν μόλις είχε πάρει το αυτοκίνητο; Σταμάτησε στην Αγία Σωτήρα να προσκυνήσει, γιατί σταματούσαν και ανάβαν ένα κεράκι οι ανθρώποι. Δεν λέγαν: «Ανάβω ένα κεράκι, κολλάω ένα κερί» γιατί τα κεριά δεν είχαν αυτούς μανουλοστάτες που έχουν τώρα, αλλά είχαν κάτι αυτά και τα κόλλαγες το κερί απάνω. Και γιατί το κόλλαγες; Γιατί ήταν καθαρό κερί, δεν ήταν αυτά τα ψεύτικα κεριά, που έχουμε τώρα. Κερί πραγματικό, καθαρό. Εκεί λοιπόν βγήκε αυτή η γερόντισσα, που ήταν... Αυτή η γερόντισσα έμενε εκεί πέρα. Δηλαδή, ήταν αυτή που καθάριζε την εκκλησία, που την πρόσεχε. Του λέει: «Βαγγέλη, θέλω να σου πω κάτι», του πάππου μου. «Ρε Βαγγέλη», του λέει, «αφού σε έσωσε η Αγία Σωτήρα δεν της χρωστάς να της κάνεις ένα...» αυτό είναι από τον πάππου μου το στόμα! Γιατί αυτά έχουν αξία. Αυτή είναι η παράδοση. Λοιπόν, «Δεν έχεις τάξει», λέει, «μια λειτουργία εδώ πέρα; Παντρεύτηκες, έκανες παιδιά, κοντεύεις να πεθάνεις και την λειτουργία που είχες τάξει δεν την έκανες!» «Ιιι!», κάνει ο παππούς μου, «Πωπώ!», φεύγει κατευθείαν πηγαίνει στο χωριό. Βρίσκει παπά, φτιάχνουν λαμπάδες –γιατί πηγαίνανε λαμπάδες– κρασιά, το σώμα του Χριστού, το ψωμί και κανονίζουνε και πάνε και κάνουνε μία λειτουργία ευχαριστήρια λειτουργία. Πόσα χρόνια μετά από το ‘22; Είχανε φύγει οι Γερμανοί. Και βλέπεις ότι ο άνθρωπος του Θεού… Που τι ήτανε; Μέσα στα κατσάβραχα, μες στη βρόμα, δεν έδινε κανείς σημασία. Ούτε θεολόγος τίποτα, αλλά τι ήτανε; Αληθινός θεολόγος! Ποιος είναι αληθινός θεολόγος; Αυτός που έχει καθαρή καρδιά. Αυτή είχε καθαρή καρδιά. Ήτανε αφιερωμένη στο να διακονεί τους αδερφούς. Τους έδινε ένα ποτήρι νερό, που πηγαίνανε εκεί πέρα. Και είχε μάτι ανοιχτό, καθαρό, και έβλεπε και τα προηγούμενα και τα μελλούμενα. Γιατί αυτή είδε και το ‘74 που έγινε το κακό. Θα γινόταν η είσοδος στην Κύπρο και το ‘λεγε πιο νωρίς αυτή. Αυτή είχε και ένα χάρισμα. Τι έκανε; Έπαιρνε ένα κερί και πήγαινε και άναβε... Γιατί γύρω γύρω εκεί έχει διάφορα εκκλησάκια, γιατί έχει εκκλησάκια εκεί; Γιατί η μεγάλη λαύρα είναι του αγίου Μελετίου. Υπήρχαν λοιπόν άλλα μικρά εκκλησάκια τα οποία είχε χτίσει ο άγιος Μελέτιος κι έβαζε δυο τρεις μοναχούς, αυτά τα λεγόμενα παραλαύρια. Δηλαδή παρά τη Λαύρα. Ο άγιος Μελέτιος του Κιθαιρώνα. Αυτή έπαιρνε ένα κερί και χειμώνα καιρό, καλοκαίρι καιρό, πήγαινε με τα πόδια και άναβε τα καντήλια σε όλα αυτά τα παραλαύρια. Και όπως έλεγε ο λαός μας, ποτέ δεν της έσβησε. Χειμώνας καλοκαίρι, χωρίς να το προφυλάσσει καθόλου, με το χέρι της! Το κερί της ήταν αναμμένο και πήγαινε. Λοιπόν, ο πρώτος άνθρωπος που κατ’ ουσίαν εγώ συνήντησα –πνευματικός άνθρωπος– ήταν αυτός. Αυτή η γερόντισσα. Ο δεύτερος άνθρωπος που συνάντησα εκεί, ήταν ένας παππούλης που λέγεται Χαμακιώτης το επώνυμό του. Είναι ένας άνθρωπος που θα… Η εκκλησία τον γνωρίζει και νομίζω στο μέλλον θα τον αγιοκατατάξει. Ο Χαμακιώτης αυτός είχε έρθει εκεί στην Αγία Σωτήρα και ήταν εκεί ιερεύς. Διακονούσε. Ιερομόναχος ήτανε. Καλόγερος πραγματικός! Ασκητής! Σοφός άνθρωπος! Πήγαιναν όλοι να εξομολογηθούν και όλοι να τους διδάξει. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος εργατικός, τίμιος, απλός. Είχε χρήματα, δεν το ‘ξερε κανείς. Τι εννοώ; Ποτέ στα παιδιά του δεν είπε ότι: «Έχουμε χρήματα για να ζήσουμε». Πάντα έλεγε ότι: «Γυμνά είναι τα πόδια τον άλλων συμμαθητών σας; Γυμνά και τα δικά σας. Παπούτσι τάδε φοράνε οι συμμαθητές σας; Το ίδιο θα φορέσετε και εσείς. Δεν θα φοράτε τίποτα υπερβολικότερο». Ενώ –δόξα σοι ο Θεός– με τον αγώνα του και τον ιδρώτα του, είχε λεωφορείο ο πατέρας μου και είχε καλά εισοδήματα. Ουδέποτε το αντιληφθήκαμε. Ούτε καμάρωνε ούτε τίποτα. Και συμμετείχαμε σε όλες τις διαδικασίες της κοινότητας με μία ισοτιμία, με μία αγάπη και μία προσφορά. Τίμιος άνθρωπος. Η μάνα μου ελεούσε τους ανθρώπους. Έπαιρνε από του πατέρα μου την τσέπη και έδινε ελεημοσύνες. Ο πατέρας μου δεν ελεούσε, έκανε κάτι καλύτερο. Έλεγε σε έναν άνθρωπο, σε μία κοπέλα: «Κυρία μου», της λέει, «γιατί να σε ελεήσω; Θα σε γράψω ότι μου κα[00:10:00]θαρίζεις το λεωφορείο, θα σε βάλω ότι δουλεύεις», το καθάριζε αυτός! Δεν ερχόταν η γυναίκα. «Θα σε βάζω ότι δουλεύεις. Θα σου πληρώνω τα ένσημα και μια μέρα θα πάρεις σύνταξη». Είδες πώς ευεργετεί ο ένας και πώς ευεργετούσε ο άλλος. Εγώ μεγάλωσα με αυτούς τους ανθρώπους. Αυτοί οι άνθρωποι –δίπλα σε αυτούς ανθρώπους υπήρχε– υπήρχαν άλλοι άνθρωποι γύρω γύρω. Άνθρωποι του Θεού. Ήταν μια γριά τη λέγανε Χρήσταινα, Ειρήνη. Ειρήνη, αλλά έπαιρνε η γυναίκα το όνομα του άντρα της και άμα τον λέγαν τον άντρα Χρήστο, την λέγαν Χρήσταινα. Άμα τον λέγανε Δημήτρη, την λέγαν Δήμητραινα. Καμιά φορά γινόταν και το ανάποδο βέβαια, έτσι; Λέγανε ο Χρήστος της Τίναινας, κατάλαβες; Δηλαδή βάζαν την γυναίκα. Άρα είναι χαρακτηριστικό ισότητος και μην το παρεξηγήσετε. Είναι χαρακτηριστικό που δείχνει ποιος διοικεί στο σπίτι! Ήταν σοφοί. Το καταλάβατε; Ναι... Γιατί εσείς νομίζετε ότι η ισότητα ήρθε τώρα. Σιγά! Πάντοτε υπήρχε... υπήρχε αυτή η πάλη. Πάντοτε υπάρχει δεν ήτανε τώρα, φαινόμενο τωρινό. Απλώς ήτανε πιο ήπια τα πράγματα και ίσως και οι οικογένειες πιο δεμένες... Με πολλά εσωτερικά προβλήματα αλλά και τώρα προβλήματα εσωτερικά έχουνε άπασες. Δεν υπάρχει οικογένεια που να μην έχει πρόβλημα. Εν πάση περιπτώσει, επειδή θέλετε να σας πω για ανθρώπους τέτοιους, παλιούς που γνώρισα εγώ. Η γιαγιά Χρήσταινα λοιπόν. Η Χρήσταινα είχε κάνει εννιά παιδιά. Της είχαν πεθάνει όλα. Της είχαν ζήσει μόνο τρία παιδιά. Βασικά της είχαν ζήσει δύο, ο Νίκος και ο Κωνσταντίνος. Αυτή είχε πεθερό παπά. Αυτός ήταν ο προπάππους μου, ονόματι Νικόλαος, εξ ου και το Παπανικολάου. Αυτός ο παππούς μου είχε εννιά αγόρια και μία θυγατέρα. Η θυγατέρα του, η μία, είναι η μητέρα της κυρίας Θεοχαράκαινας. Η Θεοχαράκαινα είναι αυτή… Ο Θεοδωράκης είναι αυτός που είχε την Datsun παλιά, ξέρετε αυτά. Λοιπόν, μία, άρα ο παππούς αυτός είχε εννιά αγόρια και μία κόρη. Πού έμενε; Κάθε μήνα όταν γέρασε, τον έπαιρναν οι εννιά νυφάδες εναλλάξ και τον περιποιόντουσαν στα σπίτια τους. Περπατούσε ο γέρος, παπάς. Σκληροί άνθρωποι όμως. Μια ημέρα ήτανε η σειρά της Χρήσταινας, της λέει: «Φέρε μου ένα ποτήρι νερό». «Μια στιγμή πατέρα!» Επειδή είπε «Μια στιγμή πατέρα» και δεν πήγε αμέσως το νερό να τσακιστεί, της λέει: «Στο νερό μέσα να πνιγεί το πρώτο σου παιδί». Βλέπετε ότι η κατάρα... Την είχαν εύκολη. Από πού την μάθανε; Από τους Τούρκους. Οι Τούρκοι είχαν τις κατάρες και τις γητειές και τις μαγείες. Για αυτό και το ματόχαντρο ποιος το έχει; Άμα δείτε όλα τα τούρκικα έργα ματόχαντρο βλέπετε, το κατάλαβες; Από εκεί μας έμεινε αυτό. Εμείς έχουμε το σταυρό. Πράγματι της κακομοίρας τέτοια μέρα… Σήμερα εδώ που ήρθες είναι 25. Έτσι δεν είναι; Εχθές ήταν 24. Εχθές ήταν του αϊ-Γιαννιού του Κλήδονα. Το παιδάκι ήτανε τεσσάρων χρονών, ονόματι Νικόλαος. Πήγαν οι κυρίες αυτές, οι κοπέλες που θέλουν να δουν ποιο γαμπρό θα πάρουν του Κλήδονα, ανοίγουνε τα πηγάδια και καθόντουσαν και κοιτάζανε με καθρεφτάκια ποιο γαμπρό θα πάρουνε. Αλλά μετά ξεχάσανε να κλείσουν το πηγάδι από πάνω και φύγανε, και πάει το παιδί τεσσάρων χρόνων με το καθρεφτάκι, πέφτει μέσα! Τρεις μέρες το παιδί χαμένο… Στο τέλος το βγάλανε με το τσιγκέλι πνιγμένο. Πότε γίναν αυτά; Πριν το 1940, μιλάμε 1920, ‘25 κάπου εκεί. Έτσι η γριά, η γυναίκα αυτή η Ειρήνη ξανακάνει ένα παιδί και το βγάζει και αυτό Νικόλαο, εις μνήμη του παιδιού που έχασε. Και έμεινε με αυτά τα δύο παιδιά. Αυτή ήταν πνευματικός άνθρωπος πολύ. Εγνώρισε πολλούς αγίους ανθρώπους. Εγνώρισε τον παπα-Νικόλα τον Πλανά. Μετά έγινε αλλαγή του ημερολογίου. Κακώς. Δεν θα πάθαινε τίποτα η Ελλάδα, όπως η Ρωσία. Μια τεράστια χώρα όπως είναι η Ρωσία και έχει δύο ημερολόγια. Πάει με το νέο και πάει με το... Το νέο με τις κρατικές σχέσεις και με το παλαιό. Και ο Πούτιν και όλοι οι πολιτικοί πάνε με το παλαιό εκκλησιαστικά. Έπαθε τίποτα; Τόσα εκατομμύρια άνθρωποι; Αλλά η Ελλαδίτσα ήθελε να έρθει στο άρμα της Δύσεως. Το πρώτο λοιπόν βήμα που έγινε ποτέ ήτανε... Για να μοιάσουμε με τους δυτικούς, να αρχίσουμε αυτό που έχει γίνει μέχρι σήμερα και εκκλησιαστικά, ήτανε που άλλαξε το ημερολόγιο. Οι παλιοί άνθρωποι ξέραν, οι χριστιανοί οι παλιοί, οι άνθρωποι σου λένε δεν είναι σωστό αυτό. Έτσι λοιπόν θέλησαν να κρατήσουνε το παλιό ημερολόγιο και να πάνε με τους πατέρες τους πνευματικούς. Ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς έμεινε με το παλαιό, στην αρχή. Έτσι, μια λειτουργία κάνανε με τον παπα-Νικόλα τον Πλανά, που φεύγανε οι άνθρωποι με τα κάρα και ερχόντουσαν σε διάφορα μέρη που λειτουργούσε νύχτα, κρυφά. Έτσι, με τα κάρα είχανε έρθει σε μία... σε μια περιοχή εδώ στο Αιγάλεω. Είχε εκκλησάκια μέσα το Αιγάλεω, μην βλέπετε τώρα το Αιγάλεω που είναι τέτοιες πολιτειάρες. Εκεί δεν υπήρχε τίποτα, νύχτα. Και τους κατάδωσαν και πήγε η αστυνομία και τον έπιασε τον άγιο Νικόλα τον Πλανά και τη γριά και όλους αυτούς, αυτή γριά τώρα λέω εγώ, τη γνώρισα γριά εγώ, αλλά ήτανε νέα τότε. Σηκώθηκαν και φύγανε και κρυφτήκανε οι άνθρωποι μέσα στα ρουμάνια. Το ελληνικό κράτος τα έκανε αυτά, με την Αρχιεπισκοπή μαζί. Τον άγιο Νικόλαο τον Πλανά τον πιάσανε, τον πήγαν στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών και τον ξυρίσανε. Τον ξυρίσανε και του βγάλαν και τα ρούχα και του φορέσανε άλλα ρούχα, κάτι πολιτικά, που το ένα μπατζάκι ήταν πιο μεγάλο από το άλλο και το άλλο πιο μικρό! Ιστορίες δεν θέλετε; Ακούστε τις λοιπόν. Την ουσία της ιστορίας. Ακούς; Και μετά σηκωτό τον πήγανε στον εισαγγελέα για να τον καταδικάσει. Και ο εισαγγελέας μόλις τον είδε, λέει: «Αυτό το γεροντάκι», λέει, «μα τι σας έκανε αυτό το γεροντάκι;». Ο εισαγγελέας που συνήθως η εξουσία που υποτάσσεται στην πολιτική εξουσία είναι πιο σκληρή από την εκκλησιαστική εξουσία, έτσι δεν είναι; Έτσι θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον. Ο εισαγγελέας τον λυπήθηκε, λέει: «Δώστε τα άμφια, δώστε τα ρούχα στο γέροντα να πάει σπίτι του και δεν θα τον πειράζει κανείς. Να λειτουργάς όπου θέλεις». Τα καταλάβατε; Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν υποφέρανε γιατί πήγανε με το πάτριο. Η γυναίκα λοιπόν αυτή δεν της έφτανε τα βάσανά τους, ο θάνατος κτλ. είχε γίνει αυτά... Ήρθε και το ημερολόγιο, η αλλαγή του ημερολογίου. Σκοτωμός Κυρίου! Μία ημέρα είναι κλεισμένοι, λειτουργούνε σε έναν... μία παλαιά εκκλησία, λέγεται Ταξιάρχης, στη Μάνδρα. Το ίδιο πράγμα, κρυφά. Ειδοποιούν την αστυνομία οι καλοθελητές, όπως και σήμερα, δεν βλέπετε; Τα ίδια πράγματα είναι. Ειδοποιούν οι καλοθελητές, έρχονται οι αστυνομικοί να σπάσουν τις πόρτες, να μπούνε μέσα στην εκκλησία, να πιάσουν τον παπά να τον ξυρίσουν. Τα γνωστά. Τότε ο κόσμος ορμάει, παίρνει τον παπά, του βγάζει τα άμφια και του φοράει τα ρούχα που φοράγανε οι γυναίκες τον παλιό καιρό. Δηλαδή, φοράγαν φουστάνια, από πάνω το –πώς το λένε;– το σιγκούνι, του βάλαν την μπόλια και ο παπάς βγήκε... Καταλάβατε. Τον βγάλαν έξω απ’ την εκκλησία. Και οι αστυνομικοί σκοτώσανε μία κοπέλα που λέγεται Ρούτη. Θεός σχωρέσ’ τηνε... Δεν έπρεπε να αλλάξει το ημερολόγιο, τουλάχιστον με τον τρόπο που άλλαξε. Και τι έγινε; Διχασμός. Το βλέπετε; Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στον διχασμό, οι Έλληνες ρέπουν προς τον διχασμό. Πρέπει να κάνουμε τα πάντα να είμαστε ενωμένοι. Δεν έχει τόσο σημασία το ημερολόγιο, γιατί θα μου πουν και αυτά, εντάξει… αλλά ο τρόπος που έγινε. Οι Έλληνες είναι δημοκράτες βαθιά, να το ξέρετε. Την υποχρέωση δεν τη... δηλαδή αν τους πεις: «Δια το ζόρι να αλλάξετε», άπαπα δεν μπορεί να το σηκώσει. Με το ζόρι ο Έλληνας δεν κάνει τίποτα. Να το προσέξεις αυτό. Η πολιτεία λοιπόν όταν θέλει να εξωθήσει τα πράγματα και να μας κάνει να μαλώνουμε μεταξύ μας, κάνει αυτό το πράγμα. «Με το ζόρι θα το κάνω». Αυτή είναι η Ειρήνη. Όταν γεννήθηκα εγώ το ’61, αυτή ήτανε πια ογδόντα χρονών. Είχαμε ένα εσωτερικό σύνδεσμο. Επειδή ήταν άνθρωπος του Θεού, πολύ προσευχόμενος άνθρωπος, τι έκανε; Αυτή είχε μελίσσια ο γιος της και έφερνε τα μελίσσια και αυτή –τι κάναμε;– τρυγούσαμε τα μελίσσια, είναι ωραία διαδικασία. Ήμασταν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο που είχε ένα φεγγίτη και έπεφτε το φως. Ταρκόφσκι χρειάζεται για να τα αναλύσεις αυτά! Είχε ένα μύλο, που το γυρίζαμε γύρω γύρω, ήταν ένα καζάνι και το κάνουμε γύρω γύρω έτσι, αλλά έπρεπε πρώτα να βάζουμε τις κερήθρες μέσα και μετά με τη φυγόκεντρο να βγει το μέλι. Δεν είχε ηλεκτρονικά συστήματα όπως έχει τώρα. Με τα χεράκια γινόντουσαν όλα. Για να βγει το μέλι έπρεπε να βγάζεις το κερί πάνω από την κερήθρα, που είχε κλείσει η μέλισσα το μέλι. Είχαμε κάτι μεγάλα ταψιά και είχαμε νερό και ζεσταίναμε τα μυστριά, και μετά τα μυστριά όπως είναι ζεστά, τα περνάγαμε πάνω από το κερί και έβγαινε το κερί και έμενε το μέλι. Και πλακώνανε οι μέλισσες, και οι μέλισσες φωνάζανε τις σφίγγες, και γινότανε χαμός Κυρίου! Έπρεπε να βρεις την γριά… Τα παιδιά έξι χρόνων, εφτά χρόνων, πέντε χρονών παιδιά γύρω γύρω από το ταψί της γριάς με το μέλι[00:20:00], το μελισσόκερο, το οποίο η γριά μας το έδινε και το τρώγαμε και έλεγε: «Θα το γλύψετε καλά θα φάτε το μέλι, το κερί θα μου το φέρετε πίσω, γιατί το κερί είναι για το Χριστό!». Μμμ… δεν πετάγαν τίποτα! Το αναθέναν στο Χριστό, αλλά δεν πετάγαν τίποτα. Το κάνανε κερί! Αυτό που θα έβαζα εγώ στο στόμα που τώρα θα το κάνω φτου, αυτή το έπαιρνε πάλι πίσω και το έκανε κερί. Να, οι αλλαγές που έχουν γίνει στο λαό… Και το μέλι αγνό! Καθαρό μελάκι του Θεού! Μελάκι, πραγματικό μέλι! Όχι αυτά τα… μελοζάχαρες που πουλάνε τώρα πέρα δώθε και δεν ξέρεις και τι έχει μέσα. Αυτή είναι η αγία Ειρήνη. Αυτή είχε ένα χαρακτηριστικό έλεγε η μάνα μου τόσο πολύ και αυτό δείχνει και τον άνθρωπο πώς πορεύεται. Γεννιέται ο άνθρωπος, εξελίσσεται και μεν αλλά γεννιέται. Αυτή η γριά όταν έκλεινε την πόρτα της να ‘ρθει στο σπίτι μου, που είναι απόσταση περίπου είκοσι πέντε μέτρων, να ‘ρθει στο σπίτι μου, εγώ από την κούνια που ήμουνα μικρό παιδί, λέει η μάνα μου ότι χοροπήδαγα απ’ τη χαρά μου. Πώς καταλάβαινα ότι θα ‘ρθει αυτός ο άνθρωπος του Θεού; Το κατάλαβες; Ασκήτρια. Όταν πήγα εφτά χρόνων μου ‘λεγε: «Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή δεν θα τρως». «Δεν θα τρώω;» «Όχι, δεν θα τρως. Κι άμα σου βάζει η μάνα σου αυγό, θα της πεις: “Mου είπε η γριά Χρίσταινα ότι δεν τρώμε, μαμά, Τετάρτη και Παρασκευή”». Το ‘κανα!
Και Δευτέρα κρατούσε;
Και έβαζε και την Δευτέρα… των αγγέλων. Πρόσεξε τώρα. Μετά μου ‘λεγε: «Κάνε μετάνοιες». «Μωρέ, είμαι μικρό παιδάκι δεν μπορώ να κάνω άλλες». «Κάνε ρε! Γιατί όταν θα μεγαλώσεις δεν θα κάνεις και τώρα θα μαζέψεις τώρα για να έχεις άμα γεράσεις!» Βλέπεις τη γριά; Πώς ζούσε; Με ένα αυγό. Και επειδή το αυγό το ξένο είναι καλύτερο από το δικό σου, μόλις πήγαινα εκεί, της έλεγα: «Θα σ’ το φάω το αυγό». Και μου ‘λεγε: «Κάνε δέκα μετάνοιες και θα φας τ’ αυγό μου». Και μου ‘δινε το αυγό και καθόταν νηστική για να με μάθει να κάνω μετάνοιες. Αυτή η πρώτη με εισήγαγε εις το αγιολόγιο της εκκλησίας. Αυτή κάθε βράδυ έκανε το απόδειπνο και τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Αυτή το πρωί σηκωνόταν και έκανε τον όρθρο, εκεί με τα βιβλία. Δεν μπορούσε να πάει στην εκκλησία γιατί ήταν γριά, και τα ‘κανε. Και μαζευόντουσαν και με άλλες, και κάνανε κομποσκοίνι και έλεγαν το «Kύριε, Ιησού Χριστέ, Ελέησον με. Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς». Πώς το βλέπεις; Εκεί μεγαλώνεις! Μετά, εγώ είχα μία μανία να δω τι είναι ο πεθαμένος. Επτά χρόνων λοιπόν, μόλις μάθαινα ότι πέθανε κάποιος στη γειτονιά, έπαιρνα τη μάνα μου και την πήγαινα να τον πλύνουμε. Εφτά χρονών παιδάκι, που φοβόσαστε το θάνατο, ακούτε πεθαμένο και σας κρύβουνε, μην πάτε να το δείτε. Λοιπόν, εφτά χρονών παιδί πήγαινα και εγώ. Μου λέγανε: «Βαγγελάκη μου, τώρα που είναι γυμνός δεν θα τον δεις. Όταν θα τον ντύσουμε, θα αρχίσουμε να τον ντύνουμε, θα σε φωνάξουμε». Άρα, τι; Σεβόντουσαν τη γύμνια του ανθρώπου. Με μάθανε να σέβομαι το γυμνό άνθρωπο. Πρώτον. Δεύτερον, όταν του πλέναν το πρόσωπό με είχαν εκεί πέρα να το πλύνω το πρόσωπο κι εγώ. Με βάζανε με το ξύδι –γιατί βάζαμε ξύδι– να κάνω στο προσωπάκι του έτσι, του πεθαμένου, και μετά μου λέει: «Βγες έξω τώρα». Επίσης, με πηγαίναν σε ετοιμοθάνατο. Δεν ντρεπόντουσαν ότι θα πάμε στο... «Ο κύριος Κώστας ψυχορραγεί, θα πάμε να τον δούμε» πηγαίναμε όλοι και καθόμαστε σε εκείνο το κρεβάτι του πεθαμένου και περιμέναμε να πεθάνει ο άνθρωπος, να ξεψυχήσει. Έτσι ζούσαν οι ανθρώποι. Τούτο το πράγμα να ξεκρύβουμε το θάνατο, να ξεκρύβουμε τη ζωή, να ξεκρύβουμε το γάμο, δεν υπήρχαν αυτά. Ξέρω ότι θα σας φανούν παράξενα, αλλά αυτή ήταν η αλήθεια. Εγώ μεγάλωσα σε αυτό τον κόσμο. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους, έναν κόσμο που ζούμε τώρα και έναν κόσμο που είχα τότε, μέχρι το ‘70. Το ‘67 ζήσαμε τη Χούντα. Οι γονείς μας, επειδή πηγαίναμε στην εκκλησία –νομίζω η Χούντα πρέπει να έγινε μες στη Μεγάλη Βδομάδα– μας είχαν κλειδώσει μέσα στο σπίτι και μας είπαν: «Δεν θα βγείτε καθόλου». Πράγματι, απάνω από το σπίτι μας ήρθανε δύο στρατιώτες. Αστυνομικοί, δεν ξέρω τι ήσαν. Χτυπάγαν την πόρτα ντουκ ντουκ ντουκ… Εγώ βγήκα έξω, το ‘67 ήμουν έξι χρονών παιδί. Φοβήθηκα. «Τι θέλετε εδώ;» «Το μπαμπά σου και τη μαμά σου». «Στην εκκλησία», είπα εγώ. «Και σας έχουν αφήσει μόνους σας εδώ;» Λέω: «Ναι, μόνους μας», λέω. Αυτή ήταν η πρώτη… Είδα τα πηλήκια... Μια βλοσυρότητα είχαν τα παιδάκια. Να ‘ναι καλά. Είδα λοιπόν, εγώ έτσι έζησα τη Χούντα, ότι έγινε η Χούντα το ’67.
Γιατί τους ψάχνανε; Είχανε κάτι;
Όχι. Έτσι, ποιος ξέρει τώρα δεν ξέρω για ποιο λόγο, δεν ξέρω τι κάνανε. Ούτε ρώτησα ποτέ, ούτε με ενδιαφέρει. Εγώ είδα τον τρόπο που φερόντουσαν. Ήμουνα σε χωριό, δεν ήξερα, δε ζήσαμε εμείς τα της πολιτείας. Εμείς είδαμε αυτό. Εγώ ξέρω ότι ποτέ… Ήρθε ο Παττακός, ήρθε η Δέσποινα στο χωριό μας, δεν πήγαμε ποτέ. Ο πατέρας μου ήταν κεντρώος άνθρωπος και δεν ήθελε με κανέναν να έχει και σχέση με όλους αυτούς. Δεν ήταν του Βενιζέλου, ήταν κεντρώος. Κεντρώος όμως, βενιζελικής… Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν βενιζελική, για αυτό πήγε με το νέο ημερολόγιο. Ενώ οι υπόλοιποι που ήσανε βασιλικοί, καθίσανε με το παλαιό ημερολόγιο. Άρα όπως βλέπεις ο χωρισμός νέου και παλαιού τι ήταν; Κωνσταντινικοί και βενιζελικοί, το καταλάβατε; Αυτός ο διχασμός μπαίνει στην εκκλησία μπαίνει παντού. Αρρώστια των Ελλήνων, τρέλα, κακία. Και μετά ήρθε οι κουμουνιστές και δεξιοί, ξέρω γω πώς είναι. Σας είπα λοιπόν, για ένα άγιο, για τον άλλον άγιο, τον Χαμακιώτη. Σας είπα για τον άγιο αυτόν... Πώς τον λένε αυτόν τον άγιο τον... Αυτόν τον άγιο της Αθήνας.
Τον Νικόλα…
Τον Νικόλαο τον Πλανά. Μετά…
Εσείς ο ίδιος, επειδή έχετε γνωρίσει… Καλά, τους έχετε γνωρίσει σχεδόν όλους και από τον άγιο Πορφύριο και τον πατέρα Ευμένιο και στο Όρος...
Εγώ λοιπόν όταν ήμουν δώδεκα χρόνων... εμείς μετακομίσαμε. Έπιασε όλο τον κόσμο να έρθει στην Αθήνα και μεταξύ αυτών ήρθαμε και εμείς. Πήγαμε στο Αιγάλεω. Όταν ήμουν δώδεκα χρόνων λοιπόν, μπήκα πρώτη φορά στο Λοιμωδών, το λεγόμενο λεπροκομείο. Δώδεκα χρονών ήταν το 1973, τότε ήμουνα δώδεκα χρονών, στο Πολυτεχνείο, ας πούμε, για να σας τοποθετώ. Υπήρχε ένας καλός ιερεύς ο οποίος ήτανε σε μία εκκλησία, λεγόταν Άγιος Ελευθέριος στο Αιγάλεω, μετά λεγότανε... λέγεται Ευαγγελίστρια. Το είχε χτίσει ο Ελευθέριος ο Μουζάκης, την εκκλησία αυτή, τέλος πάντων. Και ο παπάς εκεί της εκκλησίας ήταν καλός άνθρωπος. Είχε ένα ψάλτη ένα καλό παιδί, μερικά χρόνια παραπάνω από μένα, ο οποίος αυτός επισκεπτόταν το Λοιμωδών το νοσοκομείο, δε φοβότανε. Έτσι, μεταξύ όλων των τρελών... Κάναμε τρέλες διάφορες! Ο παπάς αυτός ζύμωνε ψωμιά και τα πηγαίναμε με κοφίνια στο Πολυτεχνείο. Το ‘73. Πόσο χρονών ήμουν εγώ; Δώδεκα χρονών. Ούτε σύνταξη μου δώσανε, ούτε τίποτα. Κουβαλούσαμε τα ψωμιά, σε κοφίνια! Υπάρχει ντοκιμαντέρ που το δείχνει, αλλά μετά το έχουν κρύψει, δεν θα το δείτε ποτέ. Πρέπει να είναι στης ΕΡΤ τα κατάβαθα. Πηγαίνανε παπάδες με κοφίνια με ψωμιά στο Πολυτεχνείο.
Πώς πήγατε στο Λοιμωδών; Σας πήγε κάποιος φίλος σας;
Θα σας πω τώρα για το Λοιμωδών. Σας λέω, αυτή η ενορία λοιπόν είχε τον παπά αυτόν. Αυτός... πηγαίναμε σε αυτά, και μετά μου λέει και αυτός: «Πάμε στο Λοιμωδών να δούμε κι ανθρώπους». Βλέπεις ότι είναι γενικό το θέμα. Ο άνθρωπος που θέλει να προσφέρει, προσφέρει σε όλες τις μεριές, δεν τον ενδιαφέρει. Μένα τι με ενδιέφερε, ήξερα εγώ ποιος είναι αριστερός εκεί μέσα; Ποιοι αριστεροί δηλαδή, δεν ήσαν αριστεροί, ήσαν άνθρωποι οι οποίοι ήσαν εξεγερμένοι! Γι’ αυτό είναι εξέγερση, το Πολυτεχνείο. Λοιπόν, αλλά το ίδιο εξεγερμένοι ήταν και οι λεπροί! Στα κάγκελα ήσαν και οι λεπροί. Πνευματικά στα κάγκελα, εξεγερμένοι, δεν δεχόντουσαν κανένα σύστημα κρατικό. Η ασθένεια τους είχε κάνει ελεύθερους, καταλάβατε; Τους είχε κάνει… Όχι επιθετικούς, αλλά κοιτάζανε για κάτι άλλο. Δεν μπορούσε να παντρευτούνε. Παντρευτήκανε πολλοί, αλλά οι πιο άρρωστοι δεν μπορούσανε να παντρευτούνε. Είχανε χάσει την σεξουαλική τους ζωή. Είχανε χάσει τη ζωή τους, καταλάβατε; Είχανε χάσει τα πάντα οι άνθρωποι. Και η πολιτεία τους είχε κλείσει μέσα σε ένα χώρο. Ο δε κόσμος ήτανε δύσκολος ακόμα δεν τους είχε αποδεχτεί, ούτε ξέρανε ότι είχε βγει το φάρμακο, ότι είχε θεραπευτεί η νόσος. Αυτά είχανε γίνει λίγο πιο πριν, ο Ραούλ Φολερώ. Εκεί λοιπόν που πήγα στους λεπρούς, τον πρώτο άνθρωπο που γνώρισα ένας Αριστείδης Στεφανάκης, αξιόλογος άνθρωπος. Μετά ένας Χαράλαμπος Μανιαδάκης, αξιόλογος άνθρωπος. Η Αργυρώ, αξιολογοτάτη. Η Ντίνα. Πνευματικοί άνθρωποι. Και μεταξύ αυτών γνώρισα τον μοναχό Σωφρόνιο τότε. Ήταν μοναχός ακόμα. Σωφρόνιος είναι ο πατήρ Ευμένιος. Τι κάναμε; Ο πατήρ Ευμένιος ήτανε σχετικά καλά. Ο πατήρ Ευμένιος έγραφε γράμματα. Δεν υπήρχαν τα τηλέφωνα όπως έχουμε τηλέφωνο τώρα και έτσι απαντούσε σε διαφόρους με γράμματα. Και οι λεπροί απαντούσαν με γράμματα, δεν είχαν τηλέφωνο. Κάποιος έπρεπε να τους γράφει τα γράμματα. Οπότε βρήκα μία δουλειά! Χωρίς λεφτά βέβαια, έτσι; Έγγραφα στους λεπρούς τα γράμματα. Εκεί όμως είδα την εσωτερική ζωή των λεπρών και του πατρός Ευμενίου. Δηλαδή, έγραφα γράμματα του πατρός Ευμενίου σε διαφόρους. Όταν έγραφε ο πατήρ Ευμένιος ο ίδιος, ήτανε γεμάτο λάθη. Όταν έγραφα εγώ ήτανε τα μισά λάθη. Κατάλαβες; Γιατί είμαι ανορθόγραφος, να το ξέρεις. Την ορθογραφία την έμαθα μετά, γιατί μέσω της γνώσεως, όχι διότι πήγαινε το χέρι μου. Του μπαμπά μου πήγαινε το χέρι του να γράφει σωστά. Λοιπόν, γράφανε γράμματα, δεν γράφαν απλώς γράμματα αλλά τι κάνανε;[00:30:00] Ξέραν διάφορες οικογένειες πτωχές, τους βάζανε μέσα εκατό δραχμές, διακόσιες δραχμές, μαζί με τα γράμματα, τα σφραγίζαμε, τα πήγαινα στο ταχυδρομείο και τα ταχυδρομούσα. Και μετά όταν ερχόντουσαν οι απαντήσεις πήγαινα στο ταχυδρομείο, γιατί ο ταχυδρόμος δεν έμπαινε μέσα. Πήγαινα στο ταχυδρομείο, έπαιρνα τα γράμματα… Παιδάκι, δεκατριών χρονών, δεκατεσσάρων, δεκαπέντε, δεκαέξι, δεκαεφτά, και τους άνοιγα τα γράμματα. Είχα αλληλογραφία με πάρα πολλούς αγίους ανθρώπους. Είχα αλληλογραφία με πολλούς πνευματικούς ανθρώπους, που σήμερα ακούς τα ονόματα και λες: «Πάπα...». Ο πατήρ Σωφρόνιος μετά κάτι έπαθε, αρρώστησε, πέρα από την λέπρα. Ένα διάστημα χάθηκε. Ξαναγύρισε πάλι πίσω και τότε τον κάνανε παπά και αλλάξανε το όνομα, τον είπανε Ευμένιο. Αυτό έγινε στην Κρήτη. Μετά ήρθε εκεί πέρα και σιγά σιγά λειτουργούσε. Πολλά χρόνια λειτουργούσε, δεν τον ήξερε κανείς. Οι άνθρωποι τι παθαίνουνε; Πάνε εκεί που κάνει ντόρο. Εκεί δεν έκανε ντόρο. Ποιος θέλει ένα γέρο που γελάει, έναν άνθρωπο που γελάει συνέχεια, που μιλάει, που κάνει τρέλες. Δεν ήθελε κανείς. Εμείς τι κάναμε; Πήγαμε εκεί και ψέλναμε, γιατί δεν ψέλναμε μια δυο φορές, ψέλναμε είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Ήτανε φιλακόλουθος και έκανε συνέχεια ακολουθίες. Ο ίδιος ταυτόχρονα μπορεί να μιλούσε, να εξομολογούσε, να άναβε τα καντήλια, να ‘σβηνε τα καντήλια, να έκανε κεριά, να έκανε θυμίαμα με το χεράκι του. Ταυτοχρόνως διακονούσε τους ασθενείς. Πώς διακονούσε; Πήγαινε, τους τάιζε μερικούς, τους περιποιότανε. Εγώ δεν γεννήθηκα... Δεν ζούσε ο άγιος Νικηφόρος ο Λεπρός όταν γεννήθηκα εγώ, που τον διακονούσε ο πατήρ Σωφρόνιος. Έτσι λοιπόν, εκεί ήτανε μία οικογένεια μεγάλη ανθρώπων, που τους είχανε κάνει γκέτο οι άνθρωποι, και αυτοί είχαν κρατήσει το μόνο παρηγορητικό που μπορεί να τους φροντίζει είναι ο Χριστός. Κι είχαν το Χριστό. Ήταν καταρτισμένοι θεολογικά, φιλοσοφικά, φιλολογικά. Έχω διάφορα βιβλία τους που δεν... Ξεπερνούν τους πάντες σε γνώση. Μέχρι και το Κεφάλαιο του Μαρξ το είχαν αυτοί, το διαβάζαν εκεί… Και εγώ τις πρώτες γνώσεις που έχω για το Μαρξ τα έχω από το Κεφάλαιο του Μαρξ, των λεπρών το βιβλίο. Λοιπόν, άρα ήσαν χριστιανοί όμως. Απόδειξη είναι ο κύριος Χαράλαμπος ο Μανιαδάκης επέθανε την ημέρα του Πάσχα και μάλιστα εγώ δεν μπορούσα να πάω στην εκκλησία, γιατί ήμουνα κοντά του και τον διακονούσα τη νύχτα και δεν πήγα την ανάσταση, έχασα μια ανάσταση. Το θέμα είναι ότι ήμουν αρραβωνιασμένος και έχασε και η γυναίκα μου, η αρραβωνιαστικιά μου, την ανάσταση και, ξέρεις, οι γυναίκες δεν σ’ το χαρίζουν αυτό! Τέλος πάντων, ας το αφήσουμε. Όλα θα τα γράψεις, όλα; Όπως τα γράφω τα βάζεις σε…
Άμα θέλετε κάτι να μου πείτε να το αφαιρέσω μπορώ να το…
Όχι, όχι, ας μην τα αφαιρέσεις, όλα είναι ωραία, όλα. Αυτά είναι ωραία. Πού θα τα ακούσεις τόσο ωραία; Υπήρχανε λοιπόν τα σπιτάκια των λεπρών. Τα σπιτάκια των λεπρών είχανε... Οι λεπροί ήτανε καλοί άνθρωποι, έξυπνοι. Είχανε φυτέψει, πρώτον είχανε και αυτοί αυτό που σας είπα, κάναν την οικονομία, την οικιακή οικονομία. Τα σπιτάκια τους ήτανε μικρά, δεν είχανε απολύτως τίποτα. Είχανε μόνο τα κρεβάτια τους, ένα τραπέζι και ένα που βάζαν μέσα τα κουζινικά και δίπλα είχανε μια κουζινίτσα όπου πλένανε τα πιάτα τους και είχαν και μία τουαλέτα απέξω. Αυτό ήτανε. Το μεγαλύτερο ασκητήριο του Αγίου Όρους είναι πολύ πιο μεγαλύτερο από ό,τι ήταν αυτωνών. Μέναν δύο, ένας. Είχανε βιβλιοθήκη με πάρα πολλά βιβλία. Φιλοκαλίες, τα πάντα. Φυτεύανε λοιπόν, αμέσως φυτέψανε δέντρα. Ήταν άνθρωποι απ’ την Κρήτη οι περισσότεροι και ήσαν αγρότες. Φυτέψανε λοιπόν δέντρα, και τα καλύτερα δέντρα ήτανε –πωπωπω!– τα βερίκοκα, αυτά Διαμαντοπούλου, Μπεμπέκου… Γινότανε χαμός για αυτά τα βερίκοκα. Που τώρα τρώτε βερίκοκο και λες: «Τι αυτό το πράγμα;», πλαστικό, το χτυπάς στον τοίχο. Είχαμε ντομάτες, αγγουράκια, μελιτζάνες, φασολάκια, εκεί τα ‘χανε φυτεμένα. Εκεί κάναμε λοιπόν ξενύχτια. Πηγαίναμε το εσπέρας καθόμασταν, τρώγαμε. Ήταν μεγάλη χαρά για τους λεπρούς να φας μαζί τους. Καταλαβαίνετε το γιατί. Επίσης να πιεις στο ποτήρι τους. Δεν σου δίναν το ίδιο ποτήρι, αλλά να πιεις στο πλυμένο το δικό τους, αλλά σ’ το είχαν πλύνει αυτοί. Τα προσέχαν αυτά. Ξέρω τι λέτε. Γράφει καμιά γράφει: «Α, η λέπρα δεν κολλάει», δεν κολλάει… Το ξέρεις τώρα εσύ. Για πήγαινε τον καιρό εκείνο. Για πήγαινε το ‘70 να το πεις. Τώρα το ξέρεις, το ξέρεις. Όπως και το AIDS. Όταν πρωτοεμφανίστηκε το AIDS δεν ήξερες πώς κολλάει. Τώρα έχεις άποψη, ότι δεν παθαίνεις τίποτα από ένα ποτήρι, αλλά τότε δεν το ήξερες. Μην βλέπουμε όλη τη ζωή με αυτά που έχουμε σήμερα. Όχι, πρέπει να γυρίσεις πίσω, να πας στην εποχή του κάθε πράγματος και να μελετήσεις τις συνθήκες στις οποίες γεννάνε. Είναι μεγάλη αμαρτία. Ναι.
Εσείς πώς νιώθατε; Φοβόσασταν, ας πούμε;
Όχι, δεν φοβόμουνα. Δεν ξέρω γιατί, πάντα είχα μία αφοβία. Είχα μία αφοβία στη ζωή μου. Ας πούμε, είδα μία σπηλιά; Εγώ θα έμπαινα μέσα πρώτος. Είχα πάντα τον τρόμο ότι μπορεί να πέσω σε μία τρύπα, το ‘χω αυτό, δεν ήταν ότι δεν το είχα, δεν είχα άγνοια του φόβου, αλλά έμπαινα μέσα μόνος μου. Αφού και όταν στο στρατό με κάναν αξιωματικό, μεταξύ αυτών των ερωτήσεων ήταν: «Αν δεις έναν καταρράκτη τι σου ‘ρχεται να κάνεις; Να τον δεις; Να το ζωγραφίσεις; Να καθίσεις πιο μακριά; Να πέσεις μέσα;». Εγώ έγραψα να πέσω μέσα. Με καλέσανε για ψυχιατρική ανάλυση οι ανθρώποι: «Αυτός ο βλαμμένος, σκέφτεται να πέσει μέσα σε κανένα γκρεμό». Όχι, δεν είναι αυτό. Είναι που σε τραβάει και σου λέει: «Έλα μαζί μου να πνιγούμε». Ξέρετε, υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που είναι αυτής της φάσεως. Εμένα ποιος με έμαθε; Έλα να πνιγούμε. Έχω έναν ξάδερφο, ένα θείο ο οποίος πνίγηκε μέσα στο πηγάδι. Κατάλαβες; Άμα το δεις αυτό, με το νερό έχω μία σχέση: «Έλα μέσα». Χαζό είναι αυτό που σου λέω ίσως και θα λες τι λέει… Αλλά θέλετε ιστορίες, δεν θέλετε να λέω τις απόψεις μου; Ε, σας τις λέω.
Μετά λοιπόν από αυτόν τον γέροντα, τον πατέρα Ευμένιο, όταν έγινα δεκαεπτά χρονών, με ειδοποιούν ότι υπάρχει… Α! Έχω περάσει... Ετοιμάζομαι για την ιατρική και με ειδοποιούν ότι υπάρχει ένας γέροντας ο οποίος είναι εκατόν δέκα χρονών. Λεγότανε Γελάσιος Παλαιολόγος. Ήτανε σε ένα σπίτι στην Ηλιούπολη. Άλλα για να φύγει ένα παιδί να πάει στην Ηλιούπολη τον καιρό εκείνο ήταν τεράστια απόσταση. Πήγαμε, με αυτό το φίλο το δάσκαλο. Θεός σχωρέσ’ τον, κοιμήθηκε αυτός… Βασίλειος Κορδής τον λέγανε, από τη Μικρά Ασία ήταν η οικογένεια του, ο πατέρας του, φέρανε βιβλία μουσικά ωραιότατα. Χειρόγραφα βιβλία φέρανε αυτοί. Ήταν μουσικοί πήραν τα… Άλλος έφερε εικόνες, άλλος έφερε τα βιβλία, τα μουσικά. Μετακινήθηκε ένας ολόκληρος κόσμος. Είμαστε για να μας κλαίνε οι ρέγκες. Το 1821 η Ελλάδα ήταν απλωμένη, ο Έλληνας ήταν απλωμένος παντού. Στα βάθη της Μικράς Ασίας. Είχε φτάσει στην Κριμαία από δω, είχε όλη την Ανατολική Ρωμυλία, στην Κωνσταντινούπολη ήτανε, στις παραδουνάβιες περιοχές. Παντού! Στο Μοναστήρι, αυτά που λένε τώρα Σκόπια. Ε; Πού είναι τώρα; Πού είναι τώρα; Να, εδώ! Και τώρα σου ζητάει κι άλλα να σου πάρει. Το καταλάβατε; Δεν ξέρουμε. Γι’ αυτό επειδή η επανάσταση... Πρέπει να σκεφτεί κανείς και άμα δεν ήταν η επανάσταση τι θα είχε γίνει; Καταλάβατε; Είναι βαθύ, δεν πρέπει να είμαστε… Βεβαίως, οι άνθρωποι θέλαν να ελευθερωθούν και όταν ελευθερωθήκαν σκεφτόντουσαν και τους αδερφούς τους, αλλά δεν είχαμε ποτέ υπολογίσει και δεν… Ενώ ξέραν τι ήταν οι δυτικοί δεν το είχαν καταλάβει καλά στο πετσί ακόμα. Και ενώ περάσαμε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αγωνιστήκανε και πήγανε με τις Αντάντ τις δυνάμεις όλες αυτές, τους τη φέρανε μια χαρά. Τέλος πάντων… Όπως και το ‘40. Μας τη φέραν μια χαρά. Για τόλμα να πεις ότι αυτή είναι η Βόρειο Ήπειρος; Σου λένε Νότιο Αλβανία. Καταλάβατε; Εν πάση περιπτώσει, προχωράμε παρακάτω. Τότε λοιπόν, εγώ, είναι τώρα το ’78 περίπου, είμαι δεκαεφτά χρονών. Τότε μαθαίνω ότι υπάρχει στη Σερβία ένας άγιος άνθρωπος που λέγεται πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς. Και λέω: «Θα πάω να τον δω». Δεκαεφτά χρόνων, ε; Μόλις είχε πεθάνει ο Τίτο, δεν ξέρω. Παραπέτασμα το λέγανε, κουμμουνιστικό παραπέτασμα. Πού να πας; Είχα ένα φίλο λοιπόν, ο οποίος είχε ερωτευτεί μία Σερβίδα. Πώς την είχε ερωτευθεί; Από αυτά τα γράμματα που γράφουνε στον ταχυδρόμο, σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς! Ούτε την είχε δει ποτέ, ούτε την ήξερε την κοπέλα. Μου λέει: «Θα πάμε να τη δούμε, βλάμη, θα πάμε παρέα». «Τι να κάνω, να σε αφήσω μόνο; Θα ‘ρθω και εγώ». Και πήγαμε Σερβία. Αλλάξαμε τρένο στα σύνορα και μόλις μπήκαμε μέσα στο τρένο, που ήρθε απ’ τη Σερβία, μας παίρνουν τα διαβατήρια και μας γράφουν, μας βάζουν μια σφραγίδα που λέει: «Ρεπούμπλικα οφ Μακεντόνια»[00:40:00]. 1978! Πώς το βλέπετε; Τι έκανε η Ελλάδα τόσα χρόνια; Γιατί δεχότανε το διαβατήριό μου να έχει τη σφραγίδα αυτή απάνω; Γιατί δεν με ενημέρωσαν, Έλληνα πολίτη, να πάω από άλλο δρόμο; Αλλά μου βάλανε τη σφραγίδα μου, γκουπ, τη σφραγίδα βάζαν αυτοί! Βλέπετε πόσα χρόνια χτίζεται η δουλειά; Αυτά. Επήγα, βρήκαμε, τέλος πάντων, την εράστρια αυτουνού. Αλλά εγώ δεν είχα πάει για έρωτα, εγώ είχα πάει να βρω τον πατέρα Ιουστίνο τον Πόποβιτς. Βρίσκω έναν παπά και με πήγε στο Τσέλιε, και γνώρισα αυτόν τον άγιο άνθρωπο, τον πάτερ Ιουστίνο τον Πόποβιτς. Τον εγνώρισα 20 Ιουλίου του 1978. Εκοιμήθη τον επόμενο χρόνο. Μήπως κάνω και λάθος; Μήπως ήταν ‘77; Δεν θυμάμαι… Ήμουνα μικρός πάντως άνθρωπος. Νομίζω ότι θα κοιμήθηκε το ’79 αυτός. Αυτός κοιμήθηκε 25 Μαρτίου, γεννήθηκε 25 Μαρτίου και εκοιμήθη 25 Μαρτίου ξανά, και τον λέγανε και Ευάγγελο και όταν του είπα ότι με λένε Βαγγέλη, παπα, χαρά! Είδα αυτόν τον άγιο άνθρωπο και μου ‘πε μία ιστορία. Ακούστε τη. Μόλις είχε γίνει μοναχός και είχε πάρει το όνομα Ιουστίνος, αυτός αγαπούσε έναν άγιο εκεί στο χωριό του... Δεν θυμάμαι Πρόχορος; Δεν ξέρω πώς τον λένε, εκεί τοπικός άγιος, το λείψανό του είναι εκεί πέρα. Και πήγαινε πού και πού στο μοναστήρι αυτό να προσκυνήσει. Αλλά επειδή δεν μπορούσε να περπατάει και... Νέος άνθρωπος ήταν, αλλά είδε τον τρόπο του, κάτι δίναν εκεί στους φοιτητές, ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου, δεν ξέρω, της θεολογίας, κάτι εκεί. Δεν τα θυμάμαι, δεν έχουν τόσο σημασία τώρα αυτά όσο έχει σημασία αυτό που θα σου πω. Πήρε μια βοϊδάμαξα, πλήρωσε τον αγωγιάτη να τον πάει στο μοναστήρι. Ανέβηκε πάνω, καθότανε πίσω και τον πήγαινε ο βοϊδαμαξάς. Στο δρόμο βλέπει μία γριά που πήγαινε. Σταματάει, λέει: «Πού πας θεία;». Λέει: «Πάω στον Όσιο», έτσι λέγανε, δεν λέγανε… Πώς λέμε εμείς: «Πού πάτε;». Άμα ρωτήσεις τους Χαλκιδείς πού πάνε, λένε: «Πάμε στον Όσιο». Δεν λένε πάμε στον Όσιο Ιωάννη, το θεωρούν πλεονασμό. Σου λένε: «Πάμε στον Όσιο». Άρα οι άνθρωποι που είναι από εκεί που λέγανε: «Πάμε στον Άγιό μας». Λέει: «Ανέβα πάνω να πάμε παρέα», απαντάει η γριά –ο Ιουστίνος ο Πόποβιτς μου το είπε– «Είμαι πτωχιά». Εμείς έχουμε μια ώρα, δεν έχουμε; Μέχρι τις εννιά. Εγώ ανά μία ώρα δέχομαι κόσμο. Έχω φρικάρει. Λοιπόν, λέει λοιπόν ο πατήρ Ιουστίνος, ο άγιος Ιουστίνος τώρα: «Ανέβα πάνω», λέει, «να σε πάρουμε, να κατέβω, να σε βοηθήσω να ανεβείς». «Όχι», του λέει ,«παιδί μου, είμαι φτωχιά». «Μητέρα», της λέει, «θα τα πληρώσω εγώ, τα έχω πληρώσει, θα ‘ρθεις στη άμαξά μου», «Όχι παιδί μου», του λέει, «είμαι φτωχιά». «Μα σας λέω δεν θα πληρώσετε». «Άκουσε, παιδί μου», του λέει, «είμαι τόσο φτωχιά, που δεν έχω να δώσω στο Θεό τίποτα, παρεκτός τον κόπο μου που θα πάω από εδώ μέχρι εκεί με τα πόδια!» Ε; Για μετρηθείτε όλοι και εγώ μαζί! Και τι κάνει ο άγιος του Θεού; Κατεβαίνει, πληρώνει τον αγωγιάτη και λέει: «Θα πάμε μαζί», και πήγε με τα πόδια και αυτός… Γιατί είπε: «Αυτή μου εδίδαξε την ορθοδοξία! Βλέπετε πόσα μπορεί να μαθαίνει ο άνθρωπος; Εγώ σου λέω ότι είναι για να πάρεις εδώ πέρα δώδεκα ώρες ιστορία, να σου πω δηλαδή για πολλές ώρες, αλλά τώρα θα σου πω αυτά. Θα καταγραφούν κάποια στιγμή, θα καταγράψουμε. Αφού θα αυτό… Θα έρθεις μια μέρα… Θα φύγεις και από αυτή την δουλειά δεν πειράζει, δεν χρειάζεται όλα να τα πω τώρα. Λοιπόν, και θα κάνουμε μία καταγραφή την οποία θα γράψουμε μετά ως τον βίο μου. Το σκέφτομαι τώρα… Όχι δικό μου βίο! Δεν είναι δικός μου ο βίος! Είναι αυτά που είδα. Εγύρισα πίσω. Εκοιμήθη ο γέροντας του Ευαγγελισμού. Ξαναπήγα πάλι μετά, την επόμενη χρονιά. Την επόμενη χρονιά που πήγα, μέσα στο τρένο που πήγαινα ήταν δύο παιδιά. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι και εγώ. Με ρωτάνε: «Πού πάτε;», «Στο Τσέλιε». Εγώ τώρα είμαι... έχω... λέω πολλά. Τότε δεν μίλαγα καθόλου. Ήμουνα σιωπηλός. «Στο Τσέλιε». «Και εμείς εκεί πάμε». «Καλά». Αγγλικά τώρα ήμασταν εμείς… Περιποιημένοι. Ενώ η Σερβία ήταν μες στη φτώχεια, αυτοί ήσαν περιποιημένοι. Κλείνω την πόρτα, είδες, είχανε τα κουπέ, είχανε πόρτες τότε στα τρένα και κλείσαν την πόρτα. Λέει: «Από πού είστε;», λέω: «Από την Ελλάδα». «Πωπώ, τι ωραία!», λέει. «Στο Τσέλιε, ε; Είστε χριστιανός ορθόδοξος;», λέω. «Ναι». «Και εμείς», μου λέει, «θα βαφτιστούμε». «Α! Μπράβο! Θα βαπτιστείτε; Πολύ ωραία!» Εμένα αμέσως με πήγε το ιεραποστολικό! Αμέσως! Γιατί ο άνθρωπος γεννιέται, σ’ το ξαναλέω. «Α!», λέω, «κουμπάρο έχετε; Θα σας βαφτίσω εγώ». Πήγαμε στο Τσέλιε, είχε κοιμηθεί ο γέροντας, βαφτιστήκανε. Και τότε μου ‘ρχεται η μεγάλη όρεξη, βγάζω το βαφτιστικό μου σταυρό και το δίνω στο παιδί, ο οποίος ήταν γιος, τώρα, υπουργού, αλλά τον εξωτερικών; Δεν ξέρω τίνος, της χώρας. Και βαφτιζόταν κρυφά. Του έδωσα το βαφτιστικό μου σταυρό. Μετά η μάνα μου…
Χωρίς να το έχετε προσχεδιάσει, απλά έτυχε και τον...
Έτσι μου ‘ρθε!
Φορούσατε και εκείνη την ώρα τον σταυρό.
Πάντα φοράω τον σταυρό μου. Έτσι μου ‘ρθε! «Πάρε τον σταυρό! Τι να τον κάνω εγώ; Εγώ είμαι χρόνια ορθόδοξος. Εσύ, μανάρι μου, τώρα πάρε ένα σταυρό, από αυτούς που είχαν υποχρέωση να σας κατηχήσουν και σας αφήσανε κάτω από το διάβολο αυτό που λεγότανε αθεΐα». Και έχουμε εδώ πέρα, δεν τολμούσες να μιλήσεις για τους ανθρώπους αυτούς που βρισκόντουσαν κάτω από την αθεΐα. Σε πελεκάγανε εδώ πέρα, οι λεγόμενοι προοδευτικές δυνάμεις. Τέλος πάντων, ο Θεός να τους συγχωρέσει και αυτούς. Μετά γύρισα πίσω. Τον ίδιο χρόνο, το ‘79 τώρα, τα λέω με τη σειρά που τους γνώρισα, ο πατήρ Γελάσιος ο Παλαιολόγος που ξέχασα να σας πω, τον εγνώρισα. Άκου λίγο την ιστορία του. Αυτός ήταν από την Μικρά Ασία. Ήρθε από την Μικρά Ασία και ήρθε στην Κωνσταντινούπολη. Στην Κωνσταντινούπολη τον είχανε στείλει Μικρασιάτες μια Μεγάλη Τετάρτη, να πάει τα δοσίματα στο Πατριαρχείο. Έστελναν… Όταν ήρθε στο Πατριαρχείο, λέει ο γέροντας ότι, όπως άνοιξε την πόρτα, είδε τους αρχιερείς να τρώνε ψάρια! Μεγάλη Τετάρτη… Πέταξε τα λεφτά και είπε: «Δεν πάτε στον αγύριστο όλοι σας!», σηκώθηκε και έφυγε και πήγε στο Άγιον Όρος να γίνει καλόγερος. Πάει στο Άγιον Όρος να γίνει καλόγερος. Εκεί που έγινε καλόγερος στο Άγιον Όρος, ήτανε σε ένα κελί, έρχεται ο εξόριστος από την αλεξανδρινή εκκλησία άγιος Νεκτάριος. Βλέπεις πώς πάει η παράδοση; Εγώ τα πήρα αυτά από το γέροντα αυτόν, εκατόν δέκα χρονών! Που άμα δεν είχα πάει, δεν θα ήμουν εδώ να σ’ το πω τώρα. Γι’ αυτό καλά κάνετε και τα καταγράφετε. Αυτή είναι η ιστορία. Η ιστορία δεν είναι αυτοί που τα αναλύουνε… Η ιστορία είναι αυτοί που τα ζήσανε. Ή που τα παραλάβανε από τους αυτήκοους μάρτυρες! Αυτό είναι ιστορία. Ο άγιος έκανε πολλά θαύματα στο Άγιον Όρος, ο Νεκτάριος. Ένα από τα θαύματα που έκανε ήταν στην Αγία Άννα και λειτουργούσαν όλοι οι πατέρες και λειτουργούσε και ο Νεκτάριος. Και όπως λειτουργούσε ο Νεκτάριος, γίνεται κάτι θαυμαστό μες στην εκκλησία στην Αγία Άννα και βλέπει... Ο κάθε μοναχός είδε τον άγγελό του κατά παραχώρηση του αγίου Νεκταρίου. Αλλά όποιος ήταν μοναχός μεγαλόσχημος, ούτε οι δόκιμοι είδανε. Κατάλαβες; Ο πατήρ Γελάσιος ήταν δόκιμος και τότε οι δόκιμοι είπανε: «Και εμείς, και εμείς καλέ, και εμείς θέλουμε», και ο άγιος Νεκτάριος τους έδωσε ευλογία και είδαν όλοι τον άγγελό τους! Και μετά το ξανασύστειλε πάλι. Μου τα είπε ο πατήρ αυτός που σας είπα, Γελάσιος Παλαιολόγος, έχω και φωτογραφίες. Το ένα είναι αυτό. Το δεύτερο είναι την παραμονή της Παναγίας κι οι πατέρες έχουνε ρίξει δίχτυα να πιάσουν ψάρια, για να φάνε τον Δεκαπενταύγουστο. Ούτε λέπι! Μα ούτε λέπι; Έρχονται λοιπόν στον εσπερινό, δεν υπήρχε τίποτα. Το πρωί δηλαδή στις πέντε η ώρα της αγρυπνίας τίποτα. Δεν είχανε πιάσει τίποτα, ούτε καθαρίσει τίποτα. Το λένε στον άγιο Νεκτάριο λέει: «Φέρτε τα δίχτυα εδώ». Τα σταυρώνει ο Άγιος Νεκτάριος τα δίχτυα και λέει: «Πηγαίνετε ρίξτε τα». Ξέρετε, η Αγία Άννα, δεν ξέρω αν έχετε πάει στο Άγιο Όρος, η Αγία Άννα είναι κάτω στα γρεμμά και τότε την εποχή εκείνη… Πήγανε ρίξανε τα δίχτυα, πιάσανε ψάρια! Τα ανεβάσανε στο Κυριακό. Τελείωσε η αγρυπνία, λέει ο γέροντας: «Το κάθε κελί να πάρει όσα ψάρια θέλει». Πήρανε όλοι ψάρια. Το κελί που φιλοξενούσε τον πατέρα, τον Άγιο Νεκτάριο ήταν το κελί που ήτανε ο Παχώμιος δόκιμος. Ακούς; Και αφού τα πήραν τα ψάρια όλα, δεν αφήσανε ούτε ένα ψάρι για τον[00:50:00] άγιο Νεκτάριο. Νομίζαν ότι αυτοί είχανε πάρει ήδη, και πήγε το παιδί και του ‘λεγε: «Γέροντα, γέροντα, να πάρουμε και εμείς ένα ψάρι». «Να κάτσεις εκεί που είσαι». Ε; Και τι είπε ο άγιος Νεκτάριος; «Παιδί μου, αν ήθελε η Παναγία να φάμε ψάρια, θα τρώγαμε και εμείς αφού εμείς τα δώσαμε». Πώς τα βλέπετε; Τα καταλάβατε;
Στην θεωρία τα έχουμε ακούσει πολύ, στην πράξη είναι άλλο.
Για κοίταξε πράξη εδώ πέρα ωραία. Κι άλλο ένα. Ο γέροντας αυτός, ο Παχώμιος, είδε μία δολοφονία που έγινε στο Άγιο, Όρος, σκοτώσαν κάποιον. Και επειδή βρέθηκε μπροστά στο φόνο, κοντά δηλαδή, τον πιάσανε ότι αυτός τον έκανε. Του είπε ο άγιος Νεκτάριος: «Εάν δεν δείξεις ποιος είναι, θα γίνεις άγιος! Εάν δείξεις, θα είσαι ένας δόκιμος». Πόσα χρόνια έκανε φυλακή; Είκοσι πέντε χρόνια φυλακή για κάτι που δεν είχε κάνει. Μέχρι που αποκαλύφθηκε ότι άλλος ήτανε, και τον έβγαλαν τον άνθρωπο και εχειροτονήθη ιερεύς. Πώς σας φαίνεται; Αλλά έζησε εκατόν δέκα χρόνια. Εκατόν δεκαπέντε κοιμήθηκε.
Παχώμιος ήταν το όνομά του πριν γίνει Γελάσιος;
Όχι Παχώμιος, Γελάσιος.
Γελάσιος.
Γελάσιος. Συγνώμη, Γελάσιος. Συγνώμη, τα μπερδεύω. Γιατί ξέρω... Είναι πολλά τα ονόματα και τα μπερδεύουμε. Αυτή ήταν η ζωή του πατρός Γελασίου λοιπόν, τον οποίο γνώρισα εγώ. Έχω τη διαθήκη του, έχω ό,τι μου έλεγε από αυτά που σας είπα τα έγραφα σε χαρτιά. Πού τα ‘γραφα εγώ; Εμένα μου άρεσε να τα γράφω πίσω από τα ψηφοδέλτια. Τρελαινόμουνα! Δώστε μου ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ, όλα αυτά τα ψηφοδέλτια της εποχής εκείνης, και τα ‘γραφα. Τα έχω καταγεμίσει με τέτοια. Δέλτους ολόκληρες έχω κάνει! Θα χαθούνε; Δεν ξέρω, ας χαθούνε. Κατάλαβες; Εγώ δεν... Ξέρεις κάτι; Όλοι αυτοί δράσανε πάνω μου, κι αν μπορώ να πω κάτι σήμερα το λέω. Εξήντα χρόνια δεν έλεγα τίποτα. Με κατηγορούν τώρα διάφοροι άνθρωποι που δεν ξέρουνε, ας πούμε. Δεν ξέρω… Έχω πολλά να πω, κι άλλους ανθρώπους, ανθρώπους του Θεού, με πολλές λεπτομέρειες, τέλος πάντων. Μετά που γύρισα στην Ελλάδα από το αυτό, πάω στο Άγιον Όρος. Στο Άγιον Όρος λοιπόν, περπάτησα όλο το Άγιον Όρος διαμιάς. Έκατσα είκοσι δύο μέρες, καλοκαίρι. Είχα δώσει εξετάσεις για να περάσω στην Ιατρική. Γύρισα όλο το Άγιον Όρος, μαζί με έναν αξιόλογο άνθρωπο, αγωνιστή μεγάλο. Είμαι κουρασμένος τώρα. Καλός άνθρωπος, πατήρ Φιλάρετος Αντύπας, άγιος άνθρωπος. Τον εθάψανε δίπλα στον γέροντά του, τον άγιο Ιερώνυμο τον Σιμωνοπετρίτη. Είναι εκεί ο τάφος του. Πολύ αξιόλογος άνθρωπος, του Θεού. Με αυτόν πήγαμε στο Άγιον Όρος πρώτη φορά.
Στο Βύρωνα είναι θαμμένος;
Μάλιστα. Περάσαμε τα πάντα, μα τα πάντα. Δε μπορώ να σας πω πατέρες, ου, θα μιλάμε μέρες! Καθώς εβγήκαμε για να φύγουμε, φτάσαμε στη Δάφνη ξανά, μου λέει ένας κύριος, λέει: «Τον παπα-Εφραίμ στα Κατουνάκια τον είδατε;». Εμείς νέα παιδιά ούτε ποιος είναι ο παπα-Εφραίμ δεν ξέραμε. Εγώ λέω: «Δεν θα φύγω, αν δεν πάω να τον δω», ξαναμπήκα πάλι μέσα. Ξαναπήρα το καράβι και γύρισα πίσω. Ανέβηκα τα γκρεμμά εκεί πέρα, πήγα στους Δανιηλαίους, και μετά κατέβηκα στον παπα-Εφραίμ και βγήκε αυτός ο άρχοντας. Αυτός ο χαριτωμένος άγιος του Θεού. Για μένα Άγιον Όρος είναι ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης. Ο καθένας έχει μία αγάπη. Αφού εγώ δεν πήγαινα στο γερο-Παΐσιο, γιατί αφού πήγαινα στον παπα-Εφραίμ τι να κάνω στον γερο-Παΐσιο; Όχι... Κατάλαβες. Δεν τον είχαμε γνωρίσει τον γερο-Παΐσιο. Εγώ τον γνώρισα τον άγιο Παΐσιο πολύ πιο μετά. Το ‘79 νομίζω. Όχι, το ’79, 85. Βέβαια, βέβαια το ’85, ‘84. Δηλαδή πολύ... Ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισα στο Άγιον Όρος και μου πήρε την καρδιά ήταν ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης. Πολλές συζητήσεις με τον άνθρωπο αυτό του Θεού. Άνθρωπος… Ασκητικός άνθρωπος. Ντόμπρος άνθρωπος. Όταν σου μιλούσε νόμιζες σου μιλάει ο Χριστός, ό,τι έλεγε είναι του Χριστού. Νταν, δεν είχε πολλά λόγια αυτά. Αυτό ήτανε. Της Παναγίας άνθρωπος. Θέλω να προσέξετε κάτι. Ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, οι γέροντές του πηγαίναν με το παλαιό. Οι υπόλοιποι πατέρες πηγαίνανε –τις σκήτεως γύρω γύρω πηγαίναν– οι περισσότεροι, με το νέο. Μεταξύ αυτών που πήγαινε με το παλαιό ήταν ο γερο-Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Δεν θα το αναλύσουμε τώρα αυτό και τι έγινε ακριβώς και πώς μετεστράφη. Τέλος πάντων, ο γέροντας έγινε κάτι και μετεστράφη με το νέο. Και το ίδιο... την ίδια μέρα και ο πατήρ Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Κάναν προσευχή σαρανταλείτουργο και ακούσανε μία φωνή, το Χριστό είδανε που τους είπε: «Με την εκκλησία, πατέρες», και γυρίσανε με το νέο. Άμα ήθελες τότε να πας με το νέο τι έκανες; Απλά πήγαινες στους Δανιηλαίους και συλλειτουργούσες με τους Δανιηλαίους. Δεν είχε… ας ήσουνα χειροτονία και με το παλαιό. Καταλάβετε; Το ότι συγκοινωνούσες και μνημόνευες τον Οικουμενικό Πατριάρχη θεωρείται ότι είχες συγκοινωνήσει πλέον, είχες έρθει με το νέο ημερολόγιο. Προσέξτε αυτό που θα σας πω, είναι σημαντικό αυτό. Όταν ο παπα-Εφραίμ τελείωσε τη λειτουργία και κατέβηκε στους γεροντάδες του, οι γεροντάδες του ήταν πολύ πικραμένοι που ο παπα-Εφραίμ είχε φύγει από το παλαιό και πήγε με το νέο. Όταν τους είδε τόσο σκοτεινούς και στεναχωρημένους, είπε μέσα του: «Εγώ δεν θα έχω κοινωνία με τους άλλους πατέρες. Θα κάνω ό,τι λένε οι γεροντάδες μου. Θα πηγαίνω με το παλαιό και ας είναι λάθος, για να μην τους στεναχωρήσω». Προσέξτε. «Όταν θα πεθάνουν οι γεροντάδες μου, μεγάλοι άνθρωποι είναι, θα πεθάνουνε, τότε θα πάω με το νέο, που δεν θα ζούνε για να… Θα έχουνε πάει και στην άλλη ζωή, θα καταλάβουνε τι είναι αυτό». Είκοσι πέντε χρόνια ζήσαν οι γεροντάδες του ακόμα! Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε τι σας λέω; Είκοσι πέντε χρόνια έκανε λάθος, ήξερε ότι έκανε λάθος για να μη στεναχωρήσει τους πνευματικούς του πατέρες! Ε; Και τώρα τα ξέρουν όλοι όλα! Την αλήθεια και πού είναι η ακρίβεια! Αυτό το έχω ακούσει από το στόμα του. Δεν θυμάμαι τώρα αν είναι ακριβώς τα είκοσι πέντε χρόνια... Δεν το θυμάμαι αυτό, αλλά έχω ακούσει ότι είπε: «Δεν θα στεναχωρήσω τους γεροντάδες μου, θα κάνω αυτό», και μετά πήγε... Τον ρωτήσαν οι Δανιηλαίοι: «Γιατί δεν έρχεσαι πάλι, παπα-Εφραίμ;», «Δεν μπορώ, πατέρες, να μην στεναχωρούνται οι γεροντάδες μου». Και όταν εκοιμήθησαν οι γεροντάδες του πήγε κανονικά και στη Γρηγορίου και στη Δοχειαρίου και παντού πήγε ο γέροντας. Κανονικά, συγκοινωνούσε δηλαδή, με το παλαιό ημερολόγιο ήτανε, αλλά συγκοινωνούσε με τους αδερφούς και κοινωνούσανε και πηγαίνανε και οι άνθρωποι που ήσαν με το νέο, παπάδες, και συλλειτουργούσε μαζί τους. Ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης. Απ’ τα άνθη της ερήμου. Εκεί ήταν ο Άνθιμος ο Πνευματικός, στην Αγία Άννα. Ο Φιλάρετος ο Καρακαλληνός, Καρακάλλου. Ο Χαράλαμπος ο Διονυσιάτης από την Διονυσίου. Είχε γίνει ηγούμενος της Διονυσίου. Ο κάθε ένας είναι ένα βιβλίο, από αυτούς. Γρηγόριος ο Πάριος, στη Δοχειαρίου ο Γρηγόριος. Αξιολογότατος άνθρωπος ο Γρηγόριος. Ήτανε μια δύσκολη προσωπικότητα, τον θεωρούσαν ότι ήτανε πειραχτήρι, και αυτό, και... Για μένα ήταν άνθρωπος του Θεού. Και μετά επειδή έπρεπε να πάρουμε τα χαρτιά μας, σώνει και καλά να ανεβαίνουμε στις Καρυές… Τώρα τα παίρνετε από τη Δάφνη, απέξω. Ενώ τότε έπρεπε να πας στις Καρυές. Δεν το παίρνεις το χαρτί. Έπρεπε να πάμε στις Καρυές. Πόσες φορές έχω κάνει Δάφνη-Καρυές με τα πόδια; Μες στη ζέστη!
Και πώς έλεγχε; Άμα έμπαινες χωρίς χαρτιά...
Έτσι έμπαινες μέσα, και μετά τα έπαιρνες. Έτσι ήτανε. Δίναμε, νομίζω, τις ταυτότητές μας.
Α, πάνω;
Όχι. Και μας παίρναν τις ταυτότητες και πηγαίναμε για να πάρουμε τις ταυτότητες, μας δίναν και το χαρτί. Κάπως έτσι γινόταν. Ο γέροντάς μου είχε ένα παιδί, το οποίο ήτανε στην Αθωνιάδα. Και η Αθωνιάδα είχε τον γέροντα... Πώς τον λένε, τον γέροντα Παΐσιο, τον είχανε… Τα παιδιά πηγαίναν εκεί να πάρουνε δυνάμεις. Οπότε μου δώσανε και εμένα… Ο γέροντάς μου λοιπόν μου έδωσε ένα γράμμα να το πάω στο γερο-Παΐσιο. «Ου, ποιος πάει τώρα εκεί κάτω!», έλεγα εγώ. «Βαριέμαι! Εγώ θέλω να πάω στον παπα-Εφραίμ!» Φαντάζεσαι; Και επειδή βαριόμουνα μου κάνει ο γερο-Παΐσιος το χατίρι και έρχεται αυτός σε εμένα. Άκου να δεις. Είμαι στην εκκλησία, στον νάρθηκα. Ο γερο-Παΐσιος όταν ερχότανε έμενε στον νάρθηκα στα μοναστήρια. Εγώ καθόμουνα στον νάρθηκα γιατί είχε μία καρέκλα, είχε τα στασίδια να κάθονται, τα άλλα ήταν γεμάτα μέσα. Γινότανε μια χειροτονία[01:00:00]. Ήρθε ο γερο-Παΐσιος. Κάθισε ταπεινά ταπεινά. Είδε τον ντορβά του, κάθισε εκεί πέρα απέναντί μου. Εγώ καθόμουν εδώ και αυτός ήταν εκεί σε μια κολόνα. «Μωρέ», λέω, «ποιος είναι αυτός ο γέρος;». Μη βλέπετε τώρα με τις φωτογραφίες, εμείς δεν είχαμε φωτογραφίες, ούτε κάμερες να παίρνουμε. Καταλάβατε; Λοιπόν, είχαμε κάτι μηχανές κάμερες κάτι χοντρές, να! Πού να τις κρύψεις αυτές; Τελειώνει η ακολουθία. Ξαφνικά, τον παίρνουν τον γέρο αυτόν καμιά σαρανταριά παιδόπουλα από γύρω, τον πηγαίνανε από δω, πήγαινε από κει, αυτός περπατούσε, μίλαγε στα παιδιά. «Μωρέ ποιος είναι αυτός;», έλαμπε το πρόσωπο του! Έλαμπε! Ήτανε... Έλαμπε ο άνθρωπος... «Μωρέ ποιος καλόγερος είναι αυτός; Παπαπα, τι είναι αυτός μωρέ παιδιά;» Όμως είχα ακόμα συστολή, δεν είχα το θράσος που έχω τώρα. Και γίνεται το τραπέζι. Καθίσαν όλοι να φάνε. Εγώ έμεινα απέξω. Με βλέπει ο καλόγερος ο τραπεζάρης: «Εσύ τι κάνεις εκεί πέρα;». Λέω: «Μήπως δεν έχει χώρο», «Μπες μέσα!». Γιατί λένε ο παπα-Βαγγέλης φωνάζει. Δεν είστε με τα καλά σας. Έχεις ακούσει φωνές; «Κάτσε εκεί!», και τι κάνω; Πού με βάζει; Πρόσεξε. Ήτανε δεκαεννιά πατέρες και τελευταίος ο άγιος Παΐσιος και ήταν δεκαοχτώ πατέρες και ήταν μια θέση άδεια, και με βάζει απέναντι από τον άγιο Παΐσιο να καθίσω. Το καταλαβαίνεις; Το ότι δεν πήγα με τους άλλους μου εξασφάλισε την πρωτιά. Ο γερο-Παΐσιος δεν καθόταν φρόνιμος. Δηλαδή, την ώρα που διάβαζε ο διαβαστής δεν ήτανε το φαγητό, κοίταζε τους άλλους. Να τους δώσει λίγο το αλάτι, να τους δώσει ψωμάκι, να τους δώσει... Δηλαδή, περιποιότανε και τους κοσμικούς, που ήταν από κει και εμένα που ήμουν απέναντι και τα λοιπά. Και του λέω: «Να σου πω, ποιος είσαι εσύ;». Και μου λέει: «Ο Παΐσιος, ο παλιοτενεκές». «Εσύ είσαι ο γέροντας Παΐσιος;» Μου κάνει: «Μη μιλάς». Εγώ, με βλέπεις, είμαι ενθουσιώδης. Έτσι ήμουν και τότε. Του λέω: «Γέροντα, να σου πω κάτι; Τι λες μωρέ», του λέω, «εσύ είσαι ο Παίσιος; Πωπώ! Τι ωραία! Πώς σε γνώρισα;» Μου λέει: «Να σου πω», μου λέει... «Και ερχόμουνα στο κελί σου και τώρα», λέω, «γέροντα, εγώ δεν κατεβαίνω εκεί κάτω που είσαι εσύ». Φαντάσου θράσος ε; Αφού την δουλειά μου την είχα κάνει. Τον είδα... Τον κατάλαβα... Τον κατάλαβα, δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις… Τον κατάλαβα ολόκληρο τον κατάλαβα. Μου μπήκε στην καρδιά μου, πώς να σου πω; Άλλος ο παπα-Εφραίμ, άλλος ο γερο-Παΐσιος, άλλος ο πατήρ Σωφρόνιος, άλλος ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς, άλλος ο παπα-Γελάσιος. Δηλαδή, με συγχωρείς, μέσα σε λίγα χρόνια έφαγα τους πάντες. Και είχα δει και τον πατέρα Πορφύριο. Δηλαδή, τον Πορφύριο τον είδα το ‘78. Κατάλαβες; Μαζί με τον Ιουστίνο τον Πόποβιτς είδα και τον Πορφύριο. Ενώ το γέροντα αυτόν, τον είδα το ‘79. Δηλαδή, τελευταίος που είδα ήτανε… Το ‘79 είδα τον πατέρα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη και το ‘84 γνώρισα τον... Ήμουνα γιατρός, ήμουνα στην ιατρική, δεν είχα τελειώσει την ιατρική... τον πατέρα Παΐσιο. Του λέω: «Γέροντα, έχω ένα γράμμα από τον γέροντά μου, και μου είπε να το διαβάσετε και να του γράψετε την απάντηση». Το διαβάζει, μου λέει: «Θέλει απάντηση ο γέροντας σου; Καλά. Γύρνα την πλάτη σου», μου λέει, και έγραψε από κάτω από το γράμμα δυο λόγια στην πλάτη την δικιά μου. Κατάλαβες; Και μου λέει: «Πάρε το γράμμα το πας στον γέροντά σου». Νομίζω τον καλαφάτιζε. Από ό,τι κατάλαβα είχε σκληρότητα ο λόγος του. Αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία μου με τον γέροντα Παΐσιο. Τα άλλα τα ξέρετε που η μεγάλη μου γνωριμία και οι πολλές ώρες που κάθισα με το γερο-Παΐσιο, ήτανε τότε που πήγα τον Σταμάτη. Λοιπόν, είπαμε. Α! Είπαμε θέλετε να σας πω κάτι για τον πατέρα… και για τον πατέρα Πορφύριο. Ο πατήρ Πορφύριος… Ο πατήρ Ευμένιος εγνώριζε τον πατέρα Πορφύριο. Οι λεπροί γνωρίζανε τον πάτερ Πορφύριο. Πηγαίνανε οι λεπροί στο… Εκεί που ήταν ο πατήρ Πορφύριος στο… στην Πολυκλινική.
Πολυκλινική.
Τα ξέρω αυτά από αυτούς τους. Τους φίλευε. Ο πατήρ Πορφύριος, μια μέρα μπήκε μέσα ένας ο οποίος ήτανε… Και του λέει: «Να παντρευτείς, Κώστα», του είπε. Λέει: «Σε εμένα το λέτε, πάτερ;», «Εσένα δεν σε λένε Κώστα;». Στον Άγιο Γεράσιμο ήτανε. «Ναι», λέει, «αλλά εγώ είμαι παντρεμένος», «Δεν είσαι παντρεμένος, Κώστα μου», «Τι λέτε γέροντα; Εγώ είμαι παντρεμένος», του λέει, «λάθος κάνεις, κάποιον άλλον με έχεις περάσει». «Για ανέβα εδώ», του λέει, «δεν έχεις παντρευτεί, Κώστα. Πήρες τη γυναίκα, ήτανε τότε η Κατοχή, δεν έκανες το γάμο και πήγες... Επειδή είσαι ληξίαρχος των Αθηνών, πήγες και έγραψες το γάμο, στην 53 σελίδα στην αριστερή μεριά, έγραψες το όνομά σου ότι παντρεύτηκες την τάδε χωρίς να έχεις ποτέ παντρευτεί ορθοδόξως». Τάβλα ο άλλος.
Αυτό έγινε μπροστά σας;
Όχι μπροστά μου. Από τον γέροντα το ‘μαθα. Τ’ ακούς; Εγώ καλέ το ’40 δεν είχα γεννηθεί. Εσείς θέλετε να ξέρετε πάντα… Εγώ σας λέω και αυτά που μου είπαν οι άλλοι. Δεν θέλεις και από αυτά; Ε, τι να σου πω; Ήθελες να μου κάνει ένα θαύμα μπροστά μου; Και αυτό το έχω... το ‘χω δει. Αλλά δεν ενδιαφέρει… Θα σου πω τα θαύματα. Τι να τα κάνεις τα θαύματα; Όλοι τα θαύματα τα αμφισβητούν. Νεκρό ανασταίνεις και σου λέει: «Δεν είχε πεθάνει ακόμα». Ο κόσμος είναι τρελός. Ένα θαύμα υπάρχει. Ξέρεις τι; Εάν ένας άνθρωπος είναι άγιος την ώρα που αποκαλύπτουν το πρόσωπό του, από τον αέρα, και βλέπεις το πρόσωπο του αγίου ανθρώπου, σου πιστοποιεί ότι ο Θεός... ο Χριστός Ανέστη! Λάμπει το πρόσωπο του κεκοιμημένου αγίου. Το πρόσωπό του έχει μία γαλήνη, μια ηρεμία, σε βεβαιώνει ότι ο Χριστός Ανέστη. Το καταλάβατε; Αυτό είναι προσωπικό θαύμα, είναι προσωπικό για τον καθένα. Δεν μπορεί να το ερμηνεύσει ο άλλος. Ούτε αυτό γράφεται ούτε φωτογραφίζεται. Όπως έχεις δει του αγίου Νεκταρίου το λείψανο που το ‘χουν φωνογραφημένο; Έχεις δει τη φωτογραφία; Έχει μία αύρα –ας πούμε αύρα– έχει μία χάρη το λείψανο. Φωτογραφία του! Να, εδώ την έχω. Λοιπόν, λέει ο άνθρωπος: «Δίκιο έχεις». «Ωραία θα ‘ρθω να σε παντρέψω». «Θα ‘ρθεις γέροντα;» «Θα ‘ρθω», του είπε. Όχι! «Θα πας στην τάδε», του είπε, τον έστειλε στην Χρυσοσπηλιώτισσα για να τον παντρέψουνε. Λέει ο παπάς: «Θέλω πιστοποιητικό αγαμίας». «Δεν υπάρχει πιστοποιητικό αγαμίας αφού είμαι παντρεμένος!» «Δεν γίνεται», λέει ο παπάς. «Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, με έστειλε ο γέροντας Πορφύριος». «Α», λέει ο Πορφύριος, αφού είδε και αποείδε, λέει: «Θα σ’ το κάνω εγώ». Πήγε στο σπίτι του, πήρε το αντιμήνσιο, το ευαγγέλιο και πήγε σπίτι και του έκανε τον γάμο, που είναι παράνομο εκκλησιαστικά. Δεν έπρεπε να πάρει την άδεια του επισκόπου; Αλλά σε ποιον επίσκοπο να πάει να πάρει άδεια για έναν που έχει γράψει την ληξιαρχική πράξη του γάμου. Μ’ ακούς; Λοιπόν, αυτά είναι πολύ ελάχιστα. Πρέπει να μιλάμε μέρες και να μου ‘ρχεται ξανά και ξανά και να σε διακόπτω, να είμαι ξεκούραστος. Έχει έρθει η ώρα να τα παραδώσουμε αυτά, να τα αφήσουμε καταγεγραμμένα και πολλά άλλα. Τι να σου πω; Τρέλες πολλές και στον στρατό και παντού. Και είναι ο τελευταίος, ο τελευταίος που γνώρισα έτσι μεγάλος άγιος είναι ο πατήρ Τιμόθεος Τζανής. Άνθρωπος του Θεού. Κρητικός ήταν αυτός. Άνθρωπος του Θεού τελείως του Θεού ήταν άνθρωπος. Αυτός ήτανε άνθρωπος της αρετής. Α, όχι. Τελευταίος που γνώρισα ήταν ο πατήρ Σωφρόνιος του Έσσεξ. Πήγα στα ενενηκοστά τρίτα γενέθλιά του. Σωφρόνιος. Και με πήρε και μου λέει: «Πάμε να κάνουμε μία βόλτα», και τον πήρα αγκαζέ, με πήρε βασικά αγκαζέ και με κράταγε και κάναμε γύρω γύρω το μοναστήρι μία βόλτα και συζητούσαμε. Μιλούσαμε, τα θυμάμαι τι μου έχει πει. Λοιπόν, μπορεί να ‘χω κι άλλους και το ξεχνάω. Όπως βλέπεις, πόσοι περάσανε; Βέβαια, θα σου πω κάτι. Δεν έχει σημασία αυτό καθόλου. Γιατί; Γιατί πάρα πολλοί άνθρωποι μαζεύουν πεταλούδες περίεργες. Πάρα πολλοί άνθρωποι μαζεύουνε λουλούδια περίεργα. Μπορεί άνθρωπος ανάξιος σαν και μένα να μαζεύει αγίους γεροντάδες. Οπότε, καταλαβαίνεις, δεν παίρνει καμία αξία αυτός που τους ξέρει. Το καταλάβατε; Δεν έχεις… Μπορεί να φας το ξύλο... Πόσους γεροντάδες αγίους γνώρισες, δέκα; Ε, δέκα φορές περισσότερο ξύλο να φας. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Αυτά είχα να σου πω. Ξανά πάλι θα τα πούμε.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Να ‘σαι καλά.
Την ευχή σας.
Του Χριστού.