© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Με χτύπησαν τρεις φορές, επειδή φιλιόμουν με την κοπέλα μου»: Μία φοιτήτρια αφηγείται

Κωδικός Ιστορίας
13096
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Άννα Γκαραφλή (Ά.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/02/2023
Ερευνητής/τρια
Βασίλειος Σύρρος (Β.Σ.)
Β.Σ.:

[00:00:00]Γεια σου. 

Ά.Γ.:

Γεια σου. 

Β.Σ.:

Πώς σε λένε; 

Ά.Γ.:

Άννα. 

Β.Σ.:

Εγώ είμαι ο Βασίλης Σύρρος. Είναι 17 Φεβρουαρίου του 2023, βρισκόμαστε στην Ομόνοια και είμαι ερευνητής για το Istorima. Πώς είσαι; 

Ά.Γ.:

Είμαι καλά. Είμαι πάρα πολύ ήρεμη αυτές τις μέρες και χαίρομαι γι’ αυτό. 

Β.Σ.:

Συνέβη κάτι; 

Ά.Γ.:

Πολλά συνέβησαν τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Μπορώ να αναφέρω το; 

Β.Σ.:

Ό,τι θες μπορείς να αναφέρεις. 

Ά.Γ.:

Ωραία. Επειδή είμαι στους καλλιτέχνες και γνωρίζω καλά πώς δουλεύουν τα πράγματα και όλη αυτή η κατάσταση με τις καταλήψεις και είμαι και μέσα στις καταλήψεις είναι πάρα πολύ... Ήταν πάρα πολύ δύσκολα, αποφάσισα να πάρω ένα διάλειμμα από όλο αυτό, επειδή ένιωσα ότι με ρουφούσε. Ρουφούσε όλη την ενέργεια μου σε κάτι που με αφορά, αλλά ταυτόχρονα νιώθω ότι κάποιες στιγμές είναι καλό, ας πούμε, να παίρνεις απόσταση από αυτά που δεν θα γεμίζουν πλέον. Αυτό ισχύει για τα πάντα, όχι μόνο για... Οπότε ήρθε και το τριήμερο και έδεσε και είδα φίλους, πέρασα υπέροχα. Πήγαμε Πήλιο, ήταν πολύ ωραία. Γνώρισα καινούργιους ανθρώπους, δηλαδή είναι... Είναι ωραίο αυτό, οπότε ηρέμησα με ηρέμησε πάρα πολύ και ήρθα ανανεωμένη. 

Β.Σ.:

Άννα, πόσο χρονών είσαι; 

Ά.Γ.:

22. 

Β.Σ.:

Και έχεις τελειώσει κάποια σχολή; 

Ά.Γ.:

Όχι. Θα τελειώσω, βέβαια, ευελπιστώ το καλοκαίρι. Είμαι στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών εδώ, στην Αθήνα, και είμαι και στο Ωδείο Αθηνών, στη Δραματική σχολή, οπότε κάνω δύο πράγματα ταυτόχρονα που είναι πάρα πολύ δύσκολο, δεν το έχω καθόλου, αλλά την παλεύω. Έχω άτομα, δηλαδή, που στηρίζουν. 

Β.Σ.:

Και από πού είσαι; 

Ά.Γ.:

Είμαι από την εξωτική Λάρισα. Ναι, είμαι από εκεί. 

Β.Σ.:

Εκεί μεγάλωσες; 

Ά.Γ.:

Μεγάλωσα εκεί, τη… Μελαγχολώ λίγο μερικές φορές εδώ, στην Αθήνα, τη Λάρισα και ο τρόπος που μεγάλωσα ήταν γαμάτα παιδικά χρόνια, ίσως επειδή η Λάρισα είναι επαρχία, καλώς ή κακώς, παρόλο που δε μ’ αρέσει να το ακούω από Αθηναίους, είναι επαρχία και ζεις αλλιώς. Έχεις... Έχεις την απόλυτη ελευθερία να κάνεις ό,τι θέλεις σε πράγματα, ενώ εδώ, στην Αθήνα, μου φαίνεται ότι είναι λίγο πιο δύσκολο το να πάρεις το ποδήλατο και να κάνεις βόλτες. Εκεί γυρνούσαμε όλη τη Λάρισα στο Δημοτικό, δηλαδή δεν υπήρχε. Οπότε, ναι. 

Β.Σ.:

Οι πιο έντονες στιγμές από την παιδική σου ηλικία ποιες είναι; 

Ά.Γ.:

Πιο έντονες στιγμές. Παιδική ηλικία. Τα πράγματα δυσκόλεψαν στην εφηβεία. Εκεί που ανακαλύπτεις ότι η Άννα μπορεί να μην είναι η Άννα που φανταζόσουν στο Δημοτικό και αναφέρομαι... Η Άννα, ας πούμε, μπορεί να γούσταρε τον Γιωργάκη στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο ανακάλυψε ότι της άρεσε, ρε παιδί μου, μία κοπέλα από το Β3. Εκεί είναι που παθαίνεις το πρώτο σοκ, όχι μόνο από εσένα, αλλά κι από το περιβάλλον που μεγαλώνεις και ζεις. Υπάρχουν κάποιες στιγμές που σε κοιτάνε πολύ περίεργα, επειδή το ξέρουν και είναι κάπως βαρύ αυτό και αμφισβητείς, ξεκινάς και αμφισβητείς πάρα πολύ τον εαυτό σου ως προς αυτό. Δεν ήταν εύκολο, δηλαδή, το να είσαι ένα μικρό λεσβιάκι στη Λάρισα και στη συνοικία που μεγάλωσα εγώ, γιατί είναι... Είμαστε λίγο γκέτο στην Χαραυγή. Οπότε, ναι. Στο Γυμνάσιο, τρίτη Γυμνασίου το ήξερε η κολλητή μου και είχε γίνει ένα συμβάν. Τα είχε με ένα παιδί τότε από Νίκαια και είχε φέρει έναν φίλο του, ο φίλος του ήταν φασίστας, εγώ δεν το ήξερα, δεν το γνώριζα και μου είχε πει ότι γουστάρει τη φάση μας και θα ήθελε να προχωρήσει και του είπα ότι δεν ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν και γι’ αυτόν το λόγο. Ήταν η πρώτη φορά που φοβήθηκα, γιατί απλά ξεκίνησε να με χτυπάει, με πέταξε από τα σκαλιά, άρχισε να με φτύνει. Δεν κάναν τίποτα οι υπόλοιποι και είχα μείνει λίγο μαλάκας σ’ αυτό και πήγα σπίτι με το ποδήλατο, κλαμένη, είχα κλειστεί στο δωμάτιο μου και έλεγα: «Γιατί να είσαι τόσο διαφορετική από τους άλλους και γιατί να είναι κακό το να είσαι διαφορετικός;». Ήταν πολύ δύσκολο, γιατί ήταν αυτό, το πρώτο σοκ που περνάς και αν το βλέπεις από την πλευρά της αντιμετώπισης των υπόλοιπων ανθρώπων, φοβάσαι και πώς θα το αντιμετωπίσουν οι δικοί σου. Δεν ξέρεις αν είναι ανοιχτοί. Όλοι έχουμε ζήσει το ότι... Από γονείς κυρίως: «Στηρίζω τους gay και μπράβο και, και…», αλλά αν συμβεί στο σπίτι το ίδιο... Δεν θα στηρίξω και τόσο. Αυτό είναι που φοβάται, πιστεύω, κάθε παιδί και ναι, ήταν η πρώτη φορά που φοβήθηκα για το τι είμαι και το τι νιώθω για ένα άλλο άτομο. Δεν ξέρω γιατί στην κοινωνία παίζει τόσο πολύ το φύλο και όχι το άτομο. Ακόμη και τώρα δηλαδή, το ‘23, δεν έχει αλλάξει τίποτα. Λέμε ότι έχει [00:05:00]αλλάξει, έχουμε κάνει βήματα, αλλά, ουσιαστικά, δεν έχει αλλάξει τίποτα.  

Β.Σ.:

Το παιδί αυτό σε χτύπησε μπροστά και σε άλλα παιδιά; 

Ά.Γ.:

Ναι. 

Β.Σ.:

Και όταν λες: «Δεν έκαναν τίποτα»; 

Ά.Γ.:

Η κολλητή μου, ας πούμε, δεν έκανε τίποτα. Ο γκόμενος της κολλητής μου δεν έκανε τίποτα. Υπήρχαν παιδιά στο διπλανό, ας πούμε, σχολείο που κοιτούσανε, αλλά δεν φώναξε κανένα, δεν έφερε αντίρρηση στο: «Τι κανείς; Μη βαράς», κάτι. Απλά αυτό συνεχίστηκε, ξέρω ‘γω, για ένα λεπτό, δεν ήταν ότι με πλάκωνε, ξέρω ‘γω, δέκα λεπτά συνεχόμενα και δεν κάνανε, αλλά ακόμα και αυτό το ένα λεπτό δεν, είναι... Πώς βλέπεις στις ταινίες, μερικές φορές, που, και καλά, ο πρωταγωνιστής βουίζει; Στα δικά μου τα αυτιά βούιζε κι υπήρχε μία πάρα πολύ δυνατή σιωπή, που δεν ήταν σιωπή. Δηλαδή όλοι ήθελαν να φωνάξουνε, αλλά για κάποιο λόγο σου έχουνε εμφυσήσει τόσο πολύ κοινωνικά ότι δεν πρέπει να το κάνεις, να φέρεις αντίρρηση σε κάτι... Δεν τους δικαιολογώ σε καμία περίπτωση, αλλά τους καταλαβαίνω σε αυτό το κομμάτι. 

Β.Σ.:

Από τη στιγμή που σταμάτησε μέχρι τη στιγμή που πήρες το ποδήλατο για να φύγεις είπες κάτι; Έκανες κάτι; Έγινε κάτι; 

Ά.Γ.:

Θυμάμαι… Δεν είπα τίποτα, απλά σηκώθηκα σα βρεγμένη γάτα και έφυγα με σκυμμένο το κεφάλι, λες και ήταν δικό μου το φταίξιμο, ότι όντως έφταιγα εγώ, επειδή είμαι... Επειδή γουστάρω τις γυναίκες, και θυμάμαι πήδηξα τα κάγκελα με ένα άλμα. Τα κάγκελα ήταν, ας πούμε, ξέρω ‘γω, 1.70, 1.80. Ήθελα τόσο πολύ να πάω σπίτι μου, να χωθώ στην κουβέρτα μου και να κλάψω, που δεν υπολόγιζα το τι εμπόδιο θα βρω μπροστά μου. Δηλαδή περνούσα τους δρόμους έτσι μέχρι να φτάσω σπίτι, δεν έβλεπα μπροστά μου. Είχα... Είχα θολώσει πάρα πολύ από τα νεύρα μου, αλλά όχι με τους υπόλοιπους, πιο πολύ με μένα. Ίσως με πείραξε πάρα πολύ το γεγονός που δε μίλησα, αλλά δε μίλησα γι’ αυτό το λόγο, γιατί στην κοινωνία εγώ είμαι ένα απόβρασμα, να το πω έτσι. Δεν είμαι και κάτι σημαντικό. Μπορεί να ψηφίζω, μπορεί να πληρώνω, αλλά είμαι μέχρι εκεί και αυτό το: «Τι κάνεις στο κρεβάτι», δε μου αρέσουν. «Να κάνει ό,τι θέλει», γιατί είναι σαν να μεταφράζεις ότι οι ομοφυλόφιλοι είναι μόνο του κρεβατιού, δεν έχουν συναισθήματα παραπάνω. Οπότε, ναι, αυτό. Με πείραξε που δεν... Που δεν μίλησα. 

Β.Σ.:

Φτάνεις, λοιπόν, στο σπίτι και χώνεσαι κάτω από το σκεπάσματα. Το είπες σε κάποιον; 

Ά.Γ.:

Ποιο; Ότι με πλάκωσαν; Με είδε η μάνα μου και της είπα ότι έπεσα με το ποδήλατο. Δεν... δεν είπε κάτι άλλο. Είπε: «Γιατί δεν προσέχεις;», ας πούμε. Έκλεισα δυνατά την πόρτα, κρύφτηκα κάτω από τα σκεπάσματα, έβαλα δυνατά μουσική και άρχισα να κλαίω. 

Β.Σ.:

Θυμάσαι τι μουσική; 

Ά.Γ.:

Ναι, ντρέπομαι. Τότε παιζότανε, νομίζω, η Patty; Ναι, το Las Divinas είχα βάλει. Ναι, ήταν αυτό, που το κάναμε χορογραφία για πάντα. Ήταν εύκαιρο cd εννοώ, οπότε απλά πάτησα το... Κασετόφωνο και έπαιξε μόνο του ό,τι... Και Χατζηγιάννη αν έπαιζε, θα ήμουνα κομπλέ εκείνη τη στιγμή. 

Β.Σ.:

Στη μητέρα σου γιατί δεν το είπες; 

Ά.Γ.:

Άλλο θέμα είναι αυτό. Έχω μια περίεργη σχέση με τη μάνα μου, ακόμα και σήμερα, δηλαδή, συνεχίζεται, δεν θα τελειώσει ποτέ. Είναι πολύ επιβλητική φιγούρα σε εμένα η μάνα μου, τη φοβάμαι. Όχι ότι θα μου κάνει κάτι, ας πούμε, θα με χτυπήσει, δεν το έχει κάνει και πότε. Αλλά είναι με ένα τρόπο που... Είναι πολύ αδιάλλακτη. Αρχικά, στο σπίτι μας δεν... Πατριαρχία δεν υπήρχε σίγουρα, ήταν διαλλακτικός ο πατέρας, δηλαδή δεν... Συζητούσε. Μητριαρχία, ας πούμε, υπήρχε. Ήταν πολύ επιβλητική σε μένα, στον αδελφό μου δεν ήτανε. Ίσως επειδή ο αδελφός μου έχει και το θάρρος και το θράσος να της αντιμιλήσει. Εγώ, ας πούμε, ακόμα και σήμερα αν διαφωνήσω με τη μάνα μου... Πλέον μιλάω, αλλά είναι μερικές φορές που πιστεύω ότι αν συζητήσω με αυτή τη γυναίκα, απλά από τα νεύρα μου θα κλάψω και θα φύγω, που... Δεν υπάρχει κάποιο νόημα σε αυτό ή θα μαλώσουμε πολύ άσχημα, οπότε δεν το είπα, επειδή... Στο Γυμνάσιο είχαμε... Ήταν η χειρότερη περίοδος με μένα και τη μάνα μου, μαλώναμε συνέχεια. Είχα μπει στην εφηβεία, είχε μπει στην κλιμακτήριο, οπότε υπήρχε ένα μαύρο σύννεφο πάνω από τα κεφάλια μας και ο μπαμπάς ήταν ο μόνος, ας πούμε, που μπορούσε να κατευνάσει, αλλά δεν μπορεί να κάνει και πολλά αυτός ο άνθρωπος, δηλαδή δεν γίνεται, οπότε δεν το είπα γι’ αυτό, γιατί ήξερα ότι αν πω ότι μου αρέσουν οι γυναίκες, απλά θα αρχίζει να... Θα άρχιζε, ας πούμε, να λέει: «Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Είσαι μπερδεμένη», μπορεί να έλεγε και: « Δεν πρέπει». Οτιδήποτε, ρε παιδί μου, δε χρειάζεται και κάτι συγκεκριμένο, ντε και καλά. Δεν ήθελα να το ακούσω εκείνη τη στιγμή, ούτε και τώρα που είμαι [00:10:00]ήρεμη μπορώ να το ακούσω, αλλά θα ήταν πολύ κακή στιγμή για εμένα.  Αν και στην πρώτη Λυκείου ήτανε η πρώτη μου καψούρα. Ήτανε η κοπέλα, ας πούμε, που ήμασταν στο ίδιο θρανίο και θυμάμαι το καλοκαίρι εκείνο, αφού είχε τελειώσει το σχολείο και κάναμε διακοπές, ήμουνα με τους φίλους μου και γυρίζω στον Χρήστο και λέω... Ήταν δύο μαγαζιά, ας πούμε, δίπλα-δίπλα, εμείς ήμασταν στο ένα, ο πατέρας μου και η μάνα μου ήταν στο άλλο και γυρίζω στον Χρήστο και του λέω: «Να σου πω κάτι; Θα πάω και θα της το πω τώρα, ότι μου αρέσουν οι γυναίκες». Ήπια νερό, σηκώθηκα, πήγα δίπλα, τη φωνάζω, βγαίνουμε έξω και της λέω: «Να σου πω κάτι; Νομίζω ότι μου αρέσουν οι γυναίκες». Και γυρίζει και μου λέει: «Δεν είναι κακό, μπορεί να είσαι και μπερδεμένη. Ψάξ’ το, αλλά να ξέρεις ότι δεν θα γίνει και τίποτα». Άρχιζα να... Βασικά, έβαλα τα κλάματα και λέω: «Μην το πεις στο μπαμπά. Θα του το πω εγώ, δηλαδή, αν θελήσω». Μπορεί και να το ‘χει πει και δεν ξέρω, δηλαδή δεν θα το μάθω και πότε. Αλλά παρόλο που είπε ότι: «Μπορεί να είσαι μπερδεμένη», δε με πείραξε. Αυτό που με πείραξε περισσότερο είναι ότι μετά, που το συζήτησα με τα παιδιά –γιατί οι φίλοι μου το ξέρανε από την αρχή, δεν το έκρυβα, ήθελα να είμαι ελεύθερη–, μπορεί να το έλεγε εκ του ασφαλούς, γιατί εκείνη την εποχή έπαιζε πολύ η ομοφυλοφιλία στο background όλων, ήτανε μία μόδα. Οπότε μπορεί να το έλεγε ότι: «Όντως, επειδή είσαι έφηβη μπορεί να είσαι και μπερδεμένη, ρε παιδί μου. Δεν πειράζει να μην τα ξέρουμε». Οπότε αυτό μπορεί να με πείραξε, γιατί τώρα έχει άλλη άποψη. 

Β.Σ.:

Τι εννοείς: «Η ομοφυλοφιλία έπαιζε στο background»; 

Ά.Γ.:

Όταν ήμουνα εγώ Λύκειο, θυμάμαι, είχε γίνει –και στο σχολείο μου και σε άλλα σχολεία– ένα μπαμ gay ανθρώπων και πολύ το έλεγαν, ότι: «Είμαι gay», ότι: «Είμαι λεσβία», μόνο και μόνο για να το παίξουν κουλ και ότι: «Εγώ είμαι το θύμα εδώ μέσα και δεν είστε εσείς, οι cis, straight, λευκοί άντρες, που ποτέ δεν είναι θύματα». Συγγνώμη γι’ αυτό, αλλά ποτέ δεν είναι. Ναι. Ναι, ήθελαν με κάποιο τρόπο να θυματοποιήσουνε τους ομοφυλόφιλος, που και καλά κάνουνε, θύματα είμαστε σε πολλά, αλλά ήταν πολύ άσχημο να το ακούς από έναν cis, straight, λευκό άντρα, να λέει αυτό και μετά από ένα χρόνο να σου πει ότι: «Δεν είμαι». Αλλά το έλεγαν για το συγκεκριμένο, για να δειχτούν, ρε παιδί μου, να είναι το επίκεντρο. Χρησιμοποιούσαν, δηλαδή, τη σεξουαλικότητα ως επίκεντρο. Για μένα αυτό είναι πολύ λάθος, γιατί κάποιοι άνθρωποι πάλευαν και παλεύουν ακόμα για δικαιώματα. Δεν μπορείς να έρθεις εσύ και να μου το πάρεις. Μπορεί να είναι εγωιστικό αυτό που λέω, μπορεί να είναι πολύ... Όντως εγωιστικό, αλλά κάτι μου παίρνεις, γιατί αν βγω εγώ και πω ότι είμαι ομοφυλόφιλη, δεν θα έχω την ίδια αντιμετώπιση, που όντως δεν την έχω. Οπότε, ναι, είχε γίνει πολύ της μόδας να είναι gay, όχι τόσο λεσβίες. Είχε γίνει μπαμ και μετά από ένα χρόνο το πήρανε οι περισσότεροι πίσω. 

Β.Σ.:

Πέρα από το σκηνικό που μου περιέγραψες, στο σχολείο σου η αντιμετώπιση απέναντι σε queer άτομα –αν υπήρχαν, αλλά απ’ ό,τι μου λες... – ποια ήταν; 

Ά.Γ.:

Μιλάμε για Γυμνάσιο ή για Λύκειο; Αυτό που είχε γίνει ήταν Γυμνάσιο. Εγώ στο Γυμνάσιο ήμουνα σε άλλο σχολείο, στη Χαραυγή, ας πούμε, μετά άλλαξα Λύκειο. Στο Γυμνάσιο δεν υπήρχανε queer άτομα ή και αν υπήρχανε, ήταν πολύ καλά κρυμμένα. Δεν ήταν ένα σχολείο που μπορούσε να δεχθεί εύκολα τα queer άτομα. Εμένα δεν το ήξεραν πολλοί, μπορεί να το ήξεραν, ξέρω ‘γω, πέντε άτομα. Τώρα αν το είχαν μάθει και το υπόλοιπο σχολείο, δεν το γνώριζα. Δε μου συμπεριφέρθηκαν κάπως. Μετά το σκηνικό, ωστόσο, οι περισσότερες γυναίκες ήρθαν και μου είπαν ότι: «Είναι υπέροχο που είσαι έτσι και είσαι τόσο διαφορετική. Δε χρειάζεται να θέλουμε όλοι τα ίδια πράγματα». Με αγκάλιασαν με έναν τρόπο. Και οι φίλοι μου με αγκάλιασαν, αλλά υπήρχανε άτομα που πετούσαν πάρα πολλές σπόντες περί σεξουαλικότητας και όταν είσαι Γυμνάσιο, καλώς ή κακώς, τα καταπίνεις. Όχι ότι στα 22 μου, ας πούμε, δεν το κάνω, αλλά είναι αλλιώς στο Γυμνάσιο, έχεις άλλο μυαλό. Δηλαδή, δεν πιστεύεις ότι φταίνε οι υπόλοιποι και πιστεύεις ότι πάντα φταις εσύ. ‘Ντάξει, δεν μπορώ να πω ότι ήταν κακή η διαχείριση τους, ούτε ότι ήταν υπέροχη και ότι μπορούσα να κάνω ελεύθερα πράγματα ή να μιλήσω γι’ αυτό ανοιχτά έξω. Μπορούσα να κάνω συζήτηση μέχρι ένα σημείο, μέχρι το κρεβάτι μου. Αν, δηλαδή... Μπορούσαν οι υπόλοιποι να πουν ότι γουστάρουνε να κάνουμε πράγματα στο κρεβάτι τους, δηλαδή φαντασιώσεις και τέτοια, εγώ δεν... Δεν μπορούσα, δε μου το επέτρεπαν. [00:15:00]Στο Λύκειο άλλαξε. Στο Λύκειο γνώρισα καινούργια άτομα που είμαστε ακόμα μαζί, από πρώτη Λυκείου. Ήταν διαφορετικό σχολείο. Ήταν πάρα πολύ ανοιχτοί άνθρωποι στα πάντα, στα πάντα και ξεκίνησα και εγώ να παίρνω τα πάνω μου. Άρχισα να φλερτάρω, με φλέρταραν, βγαίναμε έξω, είχα βγει ραντεβού. Ήταν, δηλαδή, σα να μου ανοίγεται ένας καινούριος κόσμος και ήταν πολύ ωραίο, γιατί ήταν τα άτομα αυτά που το δημιούργησαν. Εγώ είχα μπει μέσα σαν ένα μικρό παιδάκι που δεν ξέρει αν είναι ασφαλής εδώ πέρα μέσα, στο καινούργιο περιβάλλον, και ανοίχτηκα πολύ γρήγορα σε αυτό το κομμάτι και σε πάρα πολλά άλλα. Αλλά, ναι, στο Λύκειο ήταν τελείως διαφορετικά. Έκανα ό,τι ήθελα. Ήμουνα ελεύθερη. 

Β.Σ.:

Πήγες στο ίδιο Λύκειο που πήγανε και τα παιδιά του Γυμνασίου; 

Ά.Γ.:

Όχι, πήγα στο Λύκειο του πατέρα μου. Ήταν διευθυντής τότε, δηλαδή πρώτη, δευτέρα Λυκείου τον είχα διευθυντή. Σε άλλη περιοχή, Πέρα Μαχαλάς λέγεται. Ναι. Όχι, με τα παιδιά αυτά έχω να επικοινωνήσω από τότε, δεν μιλάμε με κανένα από τα παιδιά της Χαραυγής. Ναι, δεν, δεν… Τους χαιρετάω, δεν θα κρατήσω κακία σε κανέναν. Αλλά μυαλά είχαμε στο Γυμνάσιο, αλλά μυαλά έχουμε τώρα. Αλλά δεν με εκφράζουνε και δεν με εκφράζουν για πολλούς λόγους, γιατί ήμουνα το μαύρο πρόβατο και για τα πολιτικά μου και για το ότι δεν πίστευα, ας πούμε, στο Θεό, ήμουνα και γι’ αυτό. Και έρχονται στα 19 τους, που έχουν περάσει σε όλοι στις σχολές, έχουν πάει Θεσσαλονίκη, Γιάννενα, Αθήνα, Κρήτη, Μυτιλήνη και τους έχει ανοιχτεί ένας τέτοιος κόσμος που οι περισσότεροι είναι πολιτικοποιημένοι από εκεί που δεν ήτανε, τώρα είναι. Και αν σκεφτώ ότι εγώ στο Γυμνάσιο εξέφραζα, ας πούμε, τη γνώμη μου σε πολλά πολιτικά πράγματα, αναρχισμός, ας πούμε, το άκουγα πολύ συχνά: «Αναρχοκουμμούνι», «λεσβιοαναρχοτέτοιο» και τώρα είμαστε στα ίδια. Δηλαδή, χαίρομαι τουλάχιστον που έχουν πάει, που έχουν κάνει βήματα μπροστά, έχουν ανοιχτεί πιο πολύ, είναι πολύ διαλλακτικοί στο να ακούσουν τον άλλον. Σε αυτό το κομμάτι, δηλαδή, το χαίρομαι, αλλά δεν έχουμε πολλά κοινά. Δεν έχουμε... Βασικά, μόνο αυτό είναι κοινό. 

Β.Σ.:

Ήταν ιδιωτικό σχολείο; 

Ά.Γ.:

Όχι, κανένα. Δημόσια ήταν και τα δύο. 

Β.Σ.:

Χαραυγή είναι η περιοχή που μένατε; 

Ά.Γ.:

Η Χαραυγή είναι περιοχή, ναι. 

Β.Σ.:

Έχεις βιώσει κάποιο άλλο περιστατικό σε σχέση με τη σεξουαλικότητα σου που θα ήθελες να μοιραστείς είτε στη Λάρισα είτε αλλού; 

Ά.Γ.:

Κάτι ακόμα για τη Λάρισα, για να εξηγήσω πώς, πόσο δύσκολο ήτανε. Έχουμε ακούσει όλοι τις ιστορίες του ‘80 και του ‘90 που υπήρχανε στην Ιπποκράτους μαγαζιά underground που πήγαιναν οι ομοφυλόφιλοι. Ήταν κάτι αντίστοιχο στη Λάρισα. Υπήρχε ένα μαγαζί, το «Mosh-Pit» που ήτανε queer friendly. Δηλαδή, γνώριζες ποιοι θα πάνε, έβλεπες τις φάτσες τους συνέχεια, το γνώριζες, και έκανε κάτι κρυφά πάρτι στον πάνω όροφο και σκέψου πηγαίναμε εμείς Γυμνάσιο, Λύκειο απέξω. Υπήρχε ένας πορτιέρης, λέγαμε το συνθηματικό, δίναμε ταυτότητες και έμπαινες πάνω. Ήταν... Δηλαδή, ένιωσα ότι ήμουνα κάπως στη Χούντα, ότι είμαι... Δεν ξέρω. Οπότε πήγαινες εκεί πάνω, φασωνόσουνα, έκανες σεξ, έκανες ό,τι ήθελες. Ήταν η μόνη βράδια... Αυτές οι οχτώ ώρες, ας πούμε, που πάρταρες και ήσουνα εσύ, εσύ και ο εαυτός σου, εσύ και τα θέλω σου, εσύ και ο/η σύντροφος σου. Αλλά ήσουνα εσύ. Ήτανε, όμως, αυτές μόνο, οι οχτώ ώρες. Μετά απλά έβγαινες, έβαζες τη μάσκα σου, πήγαινες σπίτι σαν να μη συμβαίνει τίποτα και έβλεπες αυτά τα άτομα έξω, τα χαιρετούσες και έλεγες: «Καταλαβαίνω τι περνάς. Σε βλέπω σε κάθε πάρτι». Οπότε, ναι. Είναι... Ήμασταν μία οικογένεια. Ήξερε, δηλαδή, ποιους θα δεις. Κατέβαιναν από χωριά, από τα Φάρσαλα. Ήταν μία κοπέλα από τα Φάρσαλα που κατέβαινε σε κάθε πάρτι και μας έπαιρνε τηλέφωνο και ερχόταν για καφέ. Οπότε, ναι. Αλλά ήταν τέτοιο το περιβάλλον. 

Ά.Γ.:

Στην Αθήνα δύο περιστατικά με την πρώτη μου κοπέλα. Το ένα ήταν στο Μεταξουργείο, γυρνούσαμε βράδυ και μας την έπεσαν και είναι το κλασσικό που σου λένε: «Πηγαίντε κάντε τα ψαλίδια σας αλλού» και απλά –μπροστά απ’ την εκκλησία– ξεκίνησαν να μας πλακώνουν και τις δύο. Δεν έπαθα τόσο μεγάλο σοκ, γιατί το είχα περάσει κάπως, έπαθα σοκ για την κοπέλα, γιατί… Ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζε κάτι τέτοιο. Έπρεπε να σηκώσω, δηλαδή, δύο βάρη, γιατί οι επόμενες μέρες δεν ήταν καθόλου εύκολες και δεν ήθελες να χαλάσεις κι αυτό που είχες, γιατί από το φόβο θέλαμε να το τελειώσουμε. Δεν ήθελα ούτε να φοβάται εκείνη, ούτε να έχω και εγώ στο κεφάλι μου το φόβο ότι μπορεί [00:20:00]να ξανασυμβεί και να πάθει κάτι, γιατί ξανασυνέβη, στο Θησείο. Υπάρχει ένα μέρος στο Θησείο... Αυτό έγινε το ‘18, στο Μεταξουργείο. Ήμασταν στο Θησείο και υπάρχει ένα μέρος που δεν έχει φώτα, αν έχεις προσέξει, δηλαδή από το θερινό, αν ανέβεις προς τα πάνω, είναι ένα σημείο που δεν έχει φως, που έχει κάτι δέντρα. Είχαμε χωθεί εκεί και ήμασταν σε μία πιο τρυφερή στιγμή και περνάνε εφτά άτομα, ηλικία θα σου πω ότι ήτανε 16 με 18. Δεν ήταν σίγουρα πάνω από 18, σίγουρα κάτω από 16. Παίζει να ήταν και 17, εκεί, όμως, ήτανε και λέγανε: «Τα ψαλίδια σας κάντε τα αλλού, τα δαχτυλώματα. Έλα να σου δείξω τον ίσιο δρόμο». Και έχω μάθει, πλέον, να μην το αφήνω έτσι και να μιλάω, οπότε τσαμπουκαλεύτηκα, καλώς ή κακώς, δεν ξέρω. Και μου είπαν, ρε παιδί μου, ότι: «Είμαστε εφτά και είσαι μία, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα» και ξεκινήσαν να με βαράνε, την κοπέλα δεν τη βάρεσαν, βέβαια. Ήμασταν στο Θησείο, δεν έκανε πάλι κανένας τίποτα, τίποτα. Καλοκαίρι, περνούσε κόσμος, βόλτες, είχε μουσικούς, αλλά κανείς δεν έκανε τίποτα και εκεί αναρωτήθηκα για το πώς λειτουργεί ο άνθρωπος και πώς τον έχουν κάνει έτσι. Πώς έχουμε, δηλαδή, έρθει σε αυτή τη θέση. Η κοινωνία, δηλαδή, πόσο μας έχει καταστρέψει σε αυτό το κομμάτι, και σε άλλα, αλλά κυρίως σε αυτό. Το: «Έλα, μωρέ, τώρα. Θα μιλήσει κάποιος άλλος». Όχι, δε θα μιλήσει κανένας. Σ’ το λέω εγώ, σ’ το υπογράφω. Πρέπει να μιλήσεις κάποτε. Δε χρειάζεται να πεις και κάτι ουάου, αρκεί κάτι να πεις, όμως. Αυτό. Αυτό έγινε το ‘19, την επόμενη χρονιά και μετά χωρίσαμε. Φοβήθηκε εννοώ. Δεν ξέρω τι κάνει, έχουμε να μιλήσουμε από τότε. 

Β.Σ.:

Την πρώτη φορά μου είπες ότι οι επόμενες μέρες δεν ήταν καθόλου εύκολές. Τι εννοούσες; 

Ά.Γ.:

Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Αν την ακουμπούσα, πεταγότανε. Επειδή τότε ερχόταν και στο σπίτι μου και κοιμόταν –γενικά, όχι μόνο εκείνες τις μέρες, αλλά εκείνες τις μέρες το έχει περισσότερο ανάγκη, το καταλαβαίνω–, κλειδωνόταν στο δωμάτιο, δεν πολυμιλούσε. Μου έριχνε πολλές φορές το φταίξιμο, ότι δεν έπρεπε να είχα μιλήσει, δεν έπρεπε να είχα πει κάτι, απλά να σηκωθούμε και να φύγουμε. Αλλά ήταν κυρίως η αφή. Είχε πάρα πολύ... Ήταν πολύ ταραγμένη. Δηλαδή, την έβλεπα να κλαίει, προσπαθούσα να την πάρω αγκαλιά και απλά με έσπρωχνε με πολύ βίαιο τρόπο και το καταλαβαίνω. Αλλά δεν τη γνώριζα, ένιωθα, δηλαδή, ότι άλλο άτομο έχω απέναντι μου. Είμαστε μαζί σε αυτό, αλλά είσαι και μόνη σου, γιατί εσύ το περνάς πρώτη φορά. Ο ύπνος ήταν το πιο δύσκολο. Εγώ, ας πούμε, δεν κοιμόμουνα πολλές φορές, γιατί πάθαινε κρίσεις πανικού. Έβλεπε αυτά τα όνειρα, τέλος πάντων, έπαιρνε ηρεμιστικά. Ήταν άσχημη κατάσταση. 

Β.Σ.:

Ομαλοποιήθηκε; 

Ά.Γ.:

Ναι, ναι. Σε γρήγορο κιόλας διάστημα, γιατί πήγαινε και σε ψυχολόγο. Στον ένα μήνα ήταν ήδη καλύτερα. Πίστευα ότι θα πάρει περισσότερο, κάνα εξάμηνο έτσι όπως την έβλεπα, αλλά στον ένα μήνα ήταν κομπλέ. Η δεύτερη φοράει ήταν χειρότερη, γιατί τη δεύτερη φορά δεν την... Δεν την χτυπήσαν εκείνη, χτυπήσαν εμένα και συνέβη το ίδιο πράγμα από την πλευρά της και ένιωσα ότι δεν είχα χώρο εγώ να εκφραστώ, ότι με έπνιγε. Έπρεπε, δηλαδή, να βάλω το δικό μου πόνο κάτω από το χαλί για να εμφανιστεί ο πόνος εκείνης και να δώσω χώρο στο τι νιώθει και να εκφραστεί μέσα σε όλο αυτό που είχαμε και εγώ πιεζόμουνα. Οπότε είπαμε... Συνεχίστηκε για τρεις μήνες. Είναι σαν να έπαθε, ας πούμε, μετατραυματικό ήταν σίγουρα, σαν να το ξαναζεί, αλλά δεν άντεξα και εγώ μετά, οπότε το λήξαμε. Αλλά ήταν χειρότερο από τη δική μου πλευρά, γιατί δεν είχα χώρο να εκφραστώ κι αυτό πιέζει κάθε άνθρωπο, δεν πιέζει μόνο εμένα, τους πάντες πιέζει. Οπότε, ναι, από αυτή την άποψη. 

Β.Σ.:

Και την πρώτη φορά και τη δεύτερη φορά στην Αθήνα, αφού σας χτύπησαν, τι κάνατε μετά; 

Ά.Γ.:

Την πρώτη φορά, στο Μεταξουργείο, αφού φύγανε, κάτσαμε στην εκκλησία. Προσπαθούσαμε να βρούμε, ξέρω ‘γω, μπεταντίν από μαγαζιά. Βρήκαμε και υπήρχε πάλι ίδια σιωπή με αυτή του Γυμνασίου. Θυμάμαι είχαμε κάτσει η μία μακριά από την άλλη, δηλαδή τελείως διαφορετικές πλευρές, ούτε καν στο ίδιο σκαλί. Ήταν η μία στην δεξιά πλευρά, η άλλη στην αριστερή. Δεν μιλούσαμε, έτρεμε και έτρεμα. Κάτσαμε τρεις ώρες; Και μετά σηκωθήκαμε και φύγαμε με τα πόδια και πήγαμε σπίτι μου, από το Μεταξουργείο στα Εξάρχεια με τα πόδια. Κάναμε, δηλαδή, όλη την Αγίου Κωσταντίνου, Ομόνοια και Εξάρχεια. 

Β.Σ.:

[00:25:00]Και μετά στο σπίτι; 

Ά.Γ.:

Στο σπίτι... Αυτό είναι πολύ αστείο. Ενώ είχε συμβεί ό,τι είχε συμβεί, πήγαμε σπίτι, κάναμε σαν να μην συνέβη, σαν να ήτανε όνειρο, σαν να είχαμε πάει ταινία να δούμε και ήτανε μία σκηνή αυτή. Κάναμε σεξ και όταν τελειώσαμε, πάει στο μπάνιο να λουστεί, να κάνει δεν ξέρω τι. Έκατσε μιάμιση ώρα μέσα. Πάω, χτυπάω την πόρτα και λέω: «Είσαι καλά;» και θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά να μου λέει: «Φύγε, γιατί φταις εσύ» και ξεκίνησε η συζήτηση να είμαι εγώ έξω από το μπάνιο, εκείνη καθόταν στην τουαλέτα και απλά κάναμε τη συζήτηση με μία πόρτα. Πώς είναι αυτά τα... Το «Ραντεβού» που υπήρχε τότε στην τηλεόραση και άνοιγε ο τοίχος και έβγαινε το ζευγάρι; Δεν το έχεις δει; 

Β.Σ.:

Όχι. 

Ά.Γ.:

Το χάνεις. Τέλος πάντων, το χρυσό κουφέτο. Ήταν ένα τέτοιο πράγμα, δηλαδή άνοιξε η πόρτα και είδα άλλη και από κει ξεκίνησε η κατρακύλα. Αλλά πήγαμε σπίτι και κάναμε σεξ, είχαμε βγει, δηλαδή, πιο πριν, δεν είχε συμβεί τίποτα και πήγαμε σπίτι, αυτό. 

Β.Σ.:

Και μετά ξεκίνησε η κατάσταση που μου περιέγραφες πριν; 

Ά.Γ.:

Ναι, το ίδιο βράδυ ξεκίνησε η κατάσταση. Πάω να την πάρω αγκαλιά, δηλαδή, και πετάχτηκε. 

Β.Σ.:

Την δεύτερη φορά με τα 16-18, τι τους είπες; 

Ά.Γ.:

Στα παιδιά; 

Β.Σ.:

Δεν θυμάμαι ακριβώς τι τους είπα. Σίγουρα ανέφερα, ας πούμε, το: «Έλα να μου το πεις εδώ» και «μη φεύγεις», γιατί αυτοί προχωρούσαν κιόλας ταυτόχρονα. Δηλαδή, έλεγα: «Ωραία, έλα να μου το πεις μπροστά μου. Μην το λες απλά και φεύγεις. Πες το μου, όμως». Ήρθε, μου είπε αυτό, ότι: «Είμαστε εφτά και είσαι μία. Δεν μπορείς να κάνεις και τίποτα» και το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι να μου δίνουν κλωτσιά στα πόδια, δηλαδή... Κατάλαβες, από τα πλάγια, οπότε έπεσα και με πλάκωναν. Στο κεφάλι δε με χτυπήσανε όπως στο Μεταξουργείο, με χτυπήσαν πιο πολύ στο σώμα. Αλλά δεν θυμάμαι τι ακριβώς τους είπα. Τους είπα σίγουρα: «Να έρθετε μπροστά μου», ότι: «Είναι δικαίωμά μου να πηγαίνω με όποιον θέλω» και μετά μου είπαν αυτό για το κρεβάτι. Οπότε εκεί τους είπα ότι: «Δεν περιορίζεται μόνο στο κρεβάτι. Έχω κι άλλα συναισθήματα, δεν είμαι ρομπότ» και αυτό. Μετά είπαν ότι: «Είμαστε εφτά και είσαι μία». Εκεί σηκωθήκαμε και φύγαμε κατευθείαν. Εγώ να φεύγω και να με κυνηγάει η κοπέλα. Πήρα ταξί και φύγαμε. Δεν θα πήγαινα από το Θησείο μέχρι τα Εξάρχεια με τα πόδια στην κατάσταση που ήμουνα, σκότωνα άνθρωπο, γιατί ήταν και μικρό χρονικό διάστημα, δηλαδή έγινε... Το πρώτο σκηνικό έγινε Δεκέμβρη του ‘18. Το δεύτερο έγινε καλοκαίρι του ‘19, ήταν πολύ μικρό το διάστημα. 

Β.Σ.:

Φτάνετε σπίτι και; 

Ά.Γ.:

Φτάνουμε σπίτι. Εγώ καθόμουνα στον καναπέ, ξεκινάει να φωνάζει και να μου ρίχνει πάλι το φταίξιμο και της είπα ότι: «Δεν πρόκειται να αλλάξω. Αυτή είμαι. Όποτε κάτι δεν με εκφράζει, θα μιλάω κι ας με χτυπήσουνε. Δεν θα κάτσω να... Δεν θα κάτσω άλλο, δηλαδή, να περιορίζω εμένα σε πολλά κομμάτια», γιατί ήτανε και η αλλαγή που έκανα, πήρα πολλές αποφάσεις για το πώς πρέπει να συμπεριφέρομαι σε ανθρώπους. Οπότε μαλώσαμε πάρα πολύ, έφυγε, πήγε σπίτι της στο Παγκράτι. Γύρισε μετά από δύο μέρες, μου ζήτησε συγγνώμη και ξεκίνησε το ίδιο πράγμα, όπως την πρώτη φορά, το να... Το να λέει εκείνη πώς το νιώθει, εκείνη τι περνάει. Αν ξεκινούσα εγώ, μπορεί να τα έλεγα για να τ’ ακούσω και να μην άκουγε εκείνη. Αυτό μου τη σπάει ακόμα και σήμερα σε ανθρώπους, δηλαδή το να μην σε ακούνε πραγματικά. Και το λήξαμε μετά από δύο μήνες; Δύο μήνες συνεχόμενα αυτό γινότανε. 

Β.Σ.:

Για σένα πώς ήταν ότι χωρίσατε; 

Ά.Γ.:

Επειδή ήταν ο πρώτος χωρισμός, με πείραξε πάρα πολύ. Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ, αλλά ήταν... Αλλά ένιωσα ότι πετάω, ότι ήμουνα τόσο καιρό κλεισμένη σε ένα κλουβί, ένα περιστέρι και ότι αυτός ο χωρισμός με έκανε να ανοίξω εγώ μόνη μου το κλουβί και να φύγω. Ήταν, δηλαδή, και απελευθερωτικό όλο, γιατί ήταν και τοξική η σχέση σε πολλές απόψεις. Δεν το τελείωνα επειδή ήταν η πρώτη μου σχέση και ήθελα να δω πώς και τι, αυτά τα εφηβικά, τα χαζά. Κράτησε μήνες η στεναχώρια, αλλά συνειδητοποίησα ότι ήταν η καλύτερη απόφαση που έχω πάρει το να το τελειώσω.

Β.Σ.:

Είχαμε κάποιες παρουσιάσεις στο μάθημα της Ιστορίας Θεάτρου και εσύ –δεν ξέρω αν το θυμάσαι– ήθελες να παρουσιάσουμε μαζί κάτι.

Ά.Γ.:

Ναι.

Β.Σ.:

Και μου ζήτησες κάτι πολύ συγκεκριμένο. Θες να πεις τι μου ζήτησες; Τι ήθελες, βασικά, να παρουσιάσουμε. 

Ά.Γ.:

Ναι. Να πω όλο το story, ας πούμε και το τι έργο έχω. Ωραία. 

Β.Σ.:

[00:30:00]Ό,τι θες. 

Ά.Γ.:

Εγώ είχα... Έχω τις Ικέτιδες του Αισχύλου, ένα αρχαίο δράμα που αναφέρεται πάρα πολύ στη γυναικεία φύση και το δυναμισμό που βγάζει η γυναικεία φύση και ότι αντιστέκεται σε ένα πατριαρχικό καθεστώς, γιατί είναι σαράντα γυναίκες... Άκου τώρα, είναι σαράντα γυναίκες που πρέπει να παντρευτούν σαράντα Αιγύπτιους. Οι άλλοι είναι γυναίκες, οι άλλοι είναι Αιγύπτιοι. Ακόμα και σ’ αυτό παίρνουνε κάτι. Κατάλαβες πώς το λέω; Δηλαδή στο βιβλίο αναγράφονται σαράντα γυναίκες, όχι... Δεν αναφέρουν ότι είναι, ξέρω ‘γω, σαράντα Αθηναίες, αλλά οι άλλοι είναι σαράντα Αιγύπτιοι, όχι άντρες. Παίρνουν πολύ συγκεκριμένη ταυτότητα. Μου έκανε πολλή εντύπωση, αυτό απλά ήθελα να το πω, αυτό. Και είναι ξαδέλφια και λένε ότι: «Δεν θέλουμε να παντρευτούμε» και υπάρχει πολλή βία από τους άντρες προς τις γυναίκες και εκείνες τους λένε: «Όχι, αντιστεκόμαστε» και ζητάνε, ας πούμε, άσυλο από την περιοχή που πήγανε, δε θυμάμαι τώρα ακριβώς. Και ήθελα να κάνω μία παρουσίαση γι’ αυτό και έχω γράψει ένα τραγούδι με δικούς μου στίχους που αναφέρεται σε όλο αυτό το κομμάτι της βίας των γυναικών και δεν το έχω περιορίσει στην αρχαία Ελλάδα καθόλου. Το ‘χω βάλει πάρα πολύ στο σήμερα. Αναφέρω, δηλαδή, για τη Χιλή, δράσεις που κάνανε ή που κάψανε, ξέρω ‘γω, τις χιτζάμπ οι… Στο Ιράν, που κόβαν τα μαλλιά τους οι έφηβες, δηλαδή έχει πολλά στοιχεία. Και ζήτησα με το που μπούμε μέσα, να με έχεις πιάσει από το λαιμό και να μου δώσεις μια σφαλιάρα δυνατή, κανονική, ούτε ψεύτικα ούτε τίποτα. Και μετά απλά θα βγεις έξω, θα κάτσω, θα τραγουδήσω το τραγούδι και θα μπεις μέσα, θα σε κοιτάξω στα μάτια και θα σου πω ότι: «Εγώ», ας πούμε, «δεν είμαι δούλα κανενός», γιατί αναφέρεται πολύ στο κείμενο και θα τελειώσει. Αλλά σου ζήτησα να με χτυπήσεις και αντέδρασες. Είπες: «Όχι, δεν μπορώ να το κάνω». Σου είπα: «Όχι, σ’ το ζητάω εγώ. Έχω επίγνωση δηλαδή, το τι θα συμβεί». Μου είπες: «Δεν μπορώ, να βρούμε άλλη λύση». Σου είπα πάλι: «Όχι»– 

Β.Σ.:

Δεν το έχουμε παρουσιάσει ακόμα. 

Ά.Γ.:

Δεν το έχουμε παρουσιάσει ακόμα, η αλήθεια είναι. Ναι, για πολλούς λόγους. Ναι, μπορεί να μην το δεχτείς, αν γίνει πότε. Θα πάω σε άλλον, βέβαια. Αλλά, ναι, αυτό σου ζήτησα. 

Β.Σ.:

Μετά από τα περιστατικά που μου περιέγραψες, τι σε κάνει να επιλέγεις κάτι τέτοιο; 

Ά.Γ.:

Το θέατρο είναι κάτι που αναφέρεται στη ζωή. Μπορεί να μην την δείχνει απαραίτητα συνέχεια, αλλά είναι κάτι που αναφέρεται. Θεωρώ ότι είναι πιο δυνατό το να υπάρξει όντως βίαια σκηνή πραγματική πάνω, παρά να υπάρξει στα παρασκήνια και απλά να ακούγονται φωνές, που το είχαμε θέσει, το είχαμε συζητήσει εμείς οι δύο να γίνει, έξω, δηλαδή, από την αίθουσα και να μπω εγώ με μαυρισμένο μάτι ή παρά, ας πούμε, να μπω εγώ μέσα κάπου να σταθώ και να περιγράψω την εικόνα. Η εικόνα σαν εικόνα είναι πιο δυνατή από τις λέξεις. Μερικές φορές ισχύει και το αντίθετο, δε λέω. Ότι έχω συγκινηθεί πάρα πολύ με αφήγηση κάποιου που έχει υπάρξει σε τέτοια κατάσταση, αλλά θεωρώ ότι η βία δεν πρέπει να κρύβεται και ότι αυτή είναι η πραγματικότητα κι αν δεν μπορούμε εμείς οι ίδιοι να την αντιμετωπίσουμε και να τη δούμε και μας σοκάρει, καλό να μας σοκάρει, γιατί αυτά γίνονται στη διπλανή την πόρτα. Είναι σκληρό, το ξέρω. Είναι πολύ σκληρό και σαν εικόνα και σαν ήχος, το να ακούς να γίνεται της πουτάνας δίπλα στο διαμέρισμα κι εσύ να μην μπορείς να κάνεις τίποτα, γιατί όλοι έχουν υπάρξει σε αυτή τη θέση, στο να μαλώνουνε ζευγάρια και να ακούγονται και να λέμε: «Τι να κάνω τώρα;». Οπότε, ναι, η βία πρέπει να φαίνεται έτσι όπως είναι και να μην κρύβουμε, γιατί αν κρύβουμε σημαίνει ότι για μένα... Αν μπω, ας πούμε, κάπου και δεν κάνω αυτό που είναι πραγματικά, είμαι συνένοχη σε αυτό, δηλαδή σιωπώ κατά κάποιο τρόπο. Και, συγκεκριμένα, στη βία θεωρώ ότι πρέπει έτσι να είναι. Ας βρεθεί λύση, ας πούμε, όντως να μην χτυπιόμαστε μεταξύ μας, αλλά ας είναι εκεί πάνω, τουλάχιστον, να τη βλέπουμε. Ειδικά για... Θυμάμαι είχαμε πάει στην παράσταση του Μπισμπίκη, στο Άνθρωποι και ποντίκια –υπέροχη παράσταση, από τις καλύτερες που έχω δει– και υπήρχε μία σκηνή που βίασε ο Μπισμπίκης μία κοπέλα, ήτανε πόρνη. Και είχαμε πάει με άτομα που τη σχολή μου –Θεατρολογία, δεν είχα περάσει ακόμα στο Ωδείο, αυτό ήταν πέρσι– και το συζητούσαμε μετά και ήμουνα η μόνη που έλεγε ότι: «Ήταν από τις καλύτερες σκηνές που έχω δει» και μου έλεγαν: «Όχι. Τι λες;» και «Ας μην το έκαναν» και «ας το έκρυβαν με κάποιο τρόπο». Και τους λέω: «Γιατί να το κρύψει; Αυτός είναι ο βιασμός». Δεν τη βίασε κανονικά, αλλά εννοώ ότι έσκισε εσώρουχα, έσκισε τα πάντα κι αυτός, ας πούμε, κατέβασε παντελόνια. «Αλλά γιατί να το κρύψει; Παιδιά, αυτό συμβαίνει, γιατί σε σόκαρε που το είδες στο θέατρο; Αυτό συμβαίνει». Αυτή η γυναίκα ποτέ, όμως, δεν θα μπορέσει να μιλήσει γι’ αυτό που [00:35:00]πέρασε. Ποιος της δίνει το χώρο να το κάνει; Αν η κοινωνία εμένα μου λέει ότι πρέπει να τον αγαπάω. Ποιον να αγαπάω; Τον άνθρωπο που με βιάζει; Η κοινωνία η ίδια, αυτό το ‘χω βάλει και σε στίχο, στο τραγούδι. Έχω γράψει ότι:  «Με το κεφάλι ψηλά και μαυρισμένο το μάτι  σου αντιστέκομαι πάλι, όπως εκείνο το βράδυ.  Κι εσύ ακόμα χτυπάς και εγώ ακόμα πονάω  και η κοινωνία ισχυρίζεται πως πρέπει να σε αγαπάω».  Όχι να με αγαπάω, τον εαυτό μου και το ότι αξίζω, πρέπει να αγαπάω τον άλλον. Δεν ισχύει και δεν πρέπει να ισχύει κοινωνικά. Πρέπει κάποτε, δηλαδή, να λήξει αυτό το θέμα. Δύο χρόνια τώρα μόνο θρηνούμε, δεν κάνουμε τίποτα άλλο. Οπότε, ναι. Γι’ αυτό το ζήτησα. Πρέπει να φανεί το τι περνάει αυτή γυναίκα, όποια κι αν είναι. 

Β.Σ.:

Σήμερα πώς είσαι με αυτά τα περιστατικά; 

Ά.Γ.:

Τι εννοείς; Πώς τα θυμάμαι εγώ ή αν συμβεί κάτι μπροστά μου τι θα κάνω; 

Β.Σ.:

Εννοώ ότι… Σου έχει μείνει; 

Ά.Γ.:

Τραύμα; Είναι πολύ... Δεν μου έχει μείνει τραύμα στο επίπεδο το ότι αν μου σηκώσεις χέρι θα κάνω πίσω. Φυλάω... Φυλάω, όμως, τον κώλο μου κάπως. Θα αντιδράσω αν συμβεί, που δεν μου έχει συμβεί από τότε, δηλαδή από το ‘19 δεν μου... Παρόλο που βγαίνω και με σχέσεις που είχα, δεν έχει υπάρξει κάτι αντίστοιχο, αλλά μπορεί να μην το φτάσω τόσο πολύ στα άκρα του ή μπορεί να μην κάτσω να φάω ξύλο και να τρέχω σαν το χαζό. Δεν μπορώ να πω ότι μου έχει μείνει τραύμα, όμως. Το θυμάμαι με... Μου έμαθε πάρα πολλά, το ξύλο αυτό μου έμαθε πάρα πολλά. Το πώς να μιλάω, να συμπεριφέρομαι, ότι δεν έφταιγα εγώ. Αυτό το είχα τότε, ένιωθα, επειδή μου το έλεγε κιόλας και εκείνη, ότι: «Φταις εσύ, που μιλάς». Τώρα, σκέφτομαι και λέω: «Δεν έφταιγα». Προφανώς, το αυτονόητο λέω, αλλά, πλέον, το πιστεύω και δεν έφταιγα. Δεν μπορώ να πω ότι μου έχει μείνει τραύμα. Επειδή έχω φίλους και φίλες που έχουν περάσει κάτι αντίστοιχο, όχι, το θυμάμαι με –θα ακουστεί πολύ παράδοξο–, το θυμάμαι με αγάπη, γιατί μου έμαθε πολλά. Θέλω να πω ότι αν δεν υπήρχε αυτό, μπορεί να μην ήμουνα η Άννα που είμαι τώρα, στα 22 μου. Οπότε ό,τι κι αν μου συμβεί στη ζωή και με κάνει καλύτερο άνθρωπο, αποφασιστικό, μαλάκα, εγωιστή, οτιδήποτε, το αγκαλιάζω, γιατί σημαίνει ότι αλλάζεις και αν αλλάζεις σημαίνει ότι πας μπροστά. 

Β.Σ.:

Μου είπες, προς την αρχή, όταν μου μίλαγες για τη μητέρα σου, ότι πλέον έχει άλλη άποψη. 

Ά.Γ.:

Ναι, θα σου πω. Πριν ένα χρόνο καθάριζα τη βιβλιοθήκη μου και ακούω τηλέφωνο και βλέπω τη μάνα μου και το σηκώνω και λέω: «Έλα», μου λέει, «έλα, είμαι εδώ, πίνω καφέ στην πλατεία με τις φίλες μου. Σου στέλνουν χαιρετίσματα, θέλω να σε ρωτήσω κάτι». Εγώ το ‘χω πει στην ξαδέλφη μου, η ξαδέλφη μου, δηλαδή, ξέρει τα πάντα και ο αδελφός μου και τα ξαδέλφια μου γενικότερα. Και μου λέει: «Μου είπε η Μαρία ότι είχες σχέση με γυναίκα, με κοπέλα». Η Μαρία είναι η ξαδέλφη μου. Και λέω εγώ: «Ναι» και μου λέει: «Είσαι δηλαδή...», δεν το είπε, και λέω: «Όχι, μαμά, ακόμα ψάχνομαι». Ήξερα, όμως, τι είμαι, αλλά ήτανε ακόμη και τόσο επιβλητική από το τηλέφωνο που δεν μπορούσα να της πω: «Ναι, ρε φίλε, είμαι. Μου αρέσουν οι γυναίκες» και με παίρνει μετά από τρεις μέρες τηλέφωνο και μου λέει: «Μπορεί να μην το δέχομαι, μπορεί να μην το δεχτώ ποτέ, αλλά το σέβομαι και θα σ’ αγαπάω». Αλλά δεν της το έχω πει ποτέ ανοιχτά, γιατί της είχα πει ότι ακόμα πειραματίζομαι και τώρα με ρωτάει για αγόρια: «Βρήκες κάνα γκόμενο; Έχεις κανένα παιδί». Και με ρώτησε τώρα για το Τσίλλερ, άλλη ιστορία αυτή, πονεμένη. Στο Τσίλλερ κάτι υπάρχει, ας πούμε, ακόμα και τώρα. Και μου λέει: «Έχεις βρει έρωτα στο Τσίλλερ;» και λέω εγώ: «Ναι», μου λέει: «Ποιος είναι;». «Ένα παιδί», λέω, «ένα άτομο, δεν το ξέρεις. Τι να σου πω;». Λέω: «Δεν θα συζητήσω τα γκομενικά μου με τη μάνα μου» και μου λέει: «Καλά, καλά, αφού είσαι χαρούμενη, εντάξει». Αλλά είχα και θα έχω πολλές ευκαιρίες να της πω: «Μάνα, γουστάρω γυναίκα». Πιστεύω, δεν θα το κάνω ποτέ. Αλλά έχει αυτή την άποψη. Μπορεί, τότε, να ήταν... Μπορεί, τότε, να μιλούσε εκ του ασφαλούς γι’ αυτό το λόγο, επειδή όντως ήμασταν στην εφηβεία και πειραματιζόμαστε, ρε παιδί μου. Δε σημαίνει ότι ισχύει πάντα. Αλλά τώρα μου είπε ότι: «Μπορεί να μην το δεχτώ, αλλά το σέβομαι» και η μάνα μου, ας πούμε, δεν μπορεί να δεχτεί το... Επειδή κάναμε πρόσφατα και ένα ντοκιμαντέρ με κάτι παιδιά για τη σεξουαλικότητα, ταυτότητα φύλου, αν ταυτίζονται και πώς περνάνε, πώς περάσανε κι αυτοί τη ζωή του στην Αθήνα, στη Ρόδο, στην επαρχία. Δεν καταλαβαίνει το «το», δεν το δέχεται το ουδέτερο η μάνα μου, γιατί πιστεύει ότι είναι δύο τα φύλα, θηλυκό, αρσενικό, δεν υπάρχει το «το» και προσπαθώ να της εξηγήσω με ωραίο τρόπο και όλη την ανάλυση, αλλά είναι και κάποιας ηλικίας, δεν θα την αλλάξω. Δεν άλλαξε στα... Ενώ, ας [00:40:00]πούμε, όταν ήταν, ξέρω ‘γω, 25, που τότε γνωρίστηκε με τον πατέρα μου, είχε gay φίλους. Εννοώ ότι είναι ανοιχτή στους άλλους και έκαναν πολλή παρέα και κάνουν ακόμα παρέα, γιατί είναι από τότε, από τα 25 τους, και τους δέχεται με... Σκέψου ότι οι φίλοι μου της Λάρισας, που, πλέον, δε μιλάμε, οι gay φίλοι μου έπαιρναν τη μάνα μου και την έλεγαν τα γκομενικά και η μάνα μου έλεγε και: «Ναι, είναι δικαίωμα σου» και «να πηγαίνεις με όποιον θες και να τον φιλάς και να αγκαλιάζεσαι». Αλλά αν πάω εγώ, είναι στο σπίτι της, δεν θα το δεχτεί, θα το σεβαστεί. Στους άλλους το δέχεται και το σέβεται, σε μένα δεν θα το κάνει. Αλλά δε με πολυνοιάζει, γιατί ξέρω ότι έχω ένα στήριγμα, τον αδελφό μου, που όταν ήρθα εδώ πέρα του το είπα, γιατί έπρεπε να φέρω και κοπέλες σπίτι, δεν μπορούσα να... Πού θα πηγαίνω; Στις καφετέριες μόνο; Και όταν του το είπα... Έκανα τρεις μέρες να του το πω και αυτός νόμιζε ότι ήμουνα έγκυος, γιατί του έλεγα: «Θέλω να σου πω κάτι, αλλά μην τέτοιο». Και μου λέει: «Είσαι έγκυος; Είσαι έγκυος;» και λέω: «Όχι, Αλέξανδρε, εντάξει, ηρέμησε» και του είπα ότι: «Μου αρέσουν οι γυναίκες» και μου λέει: «Είσαι βλαμμένο; Χέστηκα», οπότε, ναι, έχω το στήριγμα αυτό. 

Β.Σ.:

Υπάρχει κάτι άλλο που θα ήθελες να μου πεις εσύ; Που θα ήθελες να μοιραστείς; Κάποιος που ακούσει αυτή την αφήγηση... 

Ά.Γ.:

Κάποιος που; 

Β.Σ.:

Κάποιος που ακούσει αυτή την αφήγηση να ακούσει κι αυτό, οτιδήποτε. 

Ά.Γ.:

Ναι. Αφεθείτε, αγαπήστε εσάς. Βρείτε άτομα που σας αγαπάνε και σας σέβονται και σας γουστάρουν έτσι όπως είστε. Μην αλλάξετε για κανέναν, για κανέναν, μόνο αν κάνετε κακό στον εαυτό σας και στους γύρω σας, προφανώς. Δεν είστε διαφορετικοί σε αυτό το κομμάτι, απλά αγαπάτε άλλον άνθρωπο. Η κοινωνία το εκφράζει ως διαφορετικότητα. Είμαστε διαφορετικοί σε πολλά άλλα πράγματα, αλλά είστε τέλειοι και είστε τέλειοι, γιατί έχετε τα ελαττώματα τα δικά σου και τα προτερήματα τα δικά σας και είναι υπέροχο αυτό, γιατί σας κάνει μοναδικούς. Αυτό θα πω, αλλά αφεθείτε στον έρωτα, αφεθείτε. Ούτε πιέζεστε, ούτε θέλετε απόσταση, αφεθείτε. Βούτηξε, ρε παιδί μου, και ας πληγωθείτε. Τι νόημα θα είχε αν δεν… Προτιμώ να πληγωθώ παρά να κάτσω και να μην ζήσω τίποτα. Αυτό. 

Β.Σ.:

Άννα, σ’ ευχαριστώ πολύ. 

Ά.Γ.:

Εγώ σε ευχαριστώ, Βασίλη μου.