© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η εμπειρία της Κατοχής στην Παιανία

Κωδικός Ιστορίας
13032
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Νίκη Χούντα (Ν.Χ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
06/07/2020
Ερευνητής/τρια
Ελένη Κασίμου (Ε.Κ.)
Ε.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα!

Ν.Χ.:

Καλησπέρα σας!

Ε.Κ.:

Θα μας πείτε το όνομά σας;

Ν.Χ.:

Νίκη Χούντα.

Ε.Κ.:

Κυρία Νίκη, ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας.

Ν.Χ.:

Να ‘στε καλά!

Ε.Κ.:

Είμαι η Ελένη Κασίμου. Είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Είναι 7 Ιουλίου του 2020 και βρισκόμαστε στην Αθήνα με την κυρία Νίκη Χούντα, να μιλήσουμε για τις εμπειρίες της από την Κατοχή στην Ελλάδα. Κυρία Νίκη, πείτε μας δυο λόγια για τον εαυτό σας. Κάντε μας μια μικρή παρουσίαση, ποια είστε.

Ν.Χ.:

Λοιπόν, είμαι η Νίκη Χούντα. Λευτέρη λέγανε τον άντρα μου, εντάξει. Γεννήθηκα το 1931, τον Απρίλιο. Οι γονείς μου ήταν αγρότες. Πέρασα μια πολύ ωραία  ήσυχη ζωή κι ευχάριστη τα πρώτα μου χρόνια –απ’ ό,τι θυμάμαι βέβαια–. Πήγα σχολείο στην Παιανία, το πρώην Λιόπεσι, την πατρίδα του Δημοσθένη.

Ε.Κ.:

Στην Παιανία γεννηθήκατε;

Ν.Χ.:

Στην Αθήνα. Αλλά έμενα στην Παιανία, στο Λιόπεσι. Στην Παιανία τώρα. Μέχρι που ήμουν B’ δημοτικού, νομίζω, κι έγινε ο ιταλικός ο πόλεμος. Ο πατέρας μου, βέβαια, είχε πάει πριν στην Αεράμυνα. Υπηρετούσε στη Ραφήνα. Κι άρχισε ο πόλεμος. Εγώ ήμουνα B’ δημοτικού και γυρίσαμε στο σπίτι μας. Σχολάσαμε και γύρισα στο σπίτι κι ήταν όλοι αναστατωμένοι, γιατί περιμένανε τι θα γίνει. Οι γονείς μου είχανε ξεσηκωθεί να πάμε στο βουνό να καθίσουμε, για να μη μας πειράξουνε. Εντάξει, έγινε ο πόλεμος. Σχολείο πηγαίναμε, στις εκκλησίες κάναμε τα δημοτικά μας, ναι. Το δημοτικό μας σε εκκλησίες, σε δέντρα από κάτω, έξω για να περάσουμε, να μάθουμε πέντε γράμματα, μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος και γυρίσαμε. Έγινε το ’41 η Κατοχή, η πείνα, που πείνασε ο κόσμος πάρα πολύ. Βέβαια, στα Μεσόγεια όχι τόσο πολύ, αλλά.. Γιατί ήτανε κτηματίες κι υπήρχανε και ζώα και σπέρνανε, θερίζανε, αμπέλια είχαν ο κόσμος. Δεν πείνασε. Αλλά ερχόντουσαν άνθρωποι –που ήταν πολύ λυπηρό–με τις τσάντες τους, με τις προίκες των κοριτσιών τους και τις πουλούσανε για να πάρουνε μια χούφτα αλεύρι ή λίγο λάδι. Εντάξει, ήρθανε μετά, πρώτα ήρθαν οι Ιταλοί, οι οποίοι ήτανε εντάξει σ’ εμάς βέβαια. Δε μας ενοχλήσαν καθόλου, δε μας πειράξανε, ήταν πάρα πολύ κύριοι. [Δ.Α. 00:03:09] Μετά ήρθανε οι Γερμανοί. Κι εκείνοι κύριοι ήτανε, δε μας ενοχλήσανε. Δε μας ενοχλήσανε. Εντάξει, μετά εγώ έφυγα, βέβαια. Πήγα στη Γαλλική Σχολή στον Πειραιά, στις καλόγριες κι έμεινα εκεί. Αλλά έφυγα κι από το εκεί όταν έγινε ο βομβαρδισμός στο λιμάνι του Πειραιά.

Ε.Κ.:

Είπατε ότι, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, ήσασταν στο σχολείο. Θυμάστε περισσότερα από κείνη τη μέρα; Δηλαδή, που γυρίσατε σπίτι...

Ν.Χ.:

Σπίτι, ναι. Η μάνα μου είχε πάρει ένα μεγάλο κιούπι, που τα λέγαμε τότε στα χωριά, κι είχε βάλει μέσα ρόδια και παξιμάδια, γιατί λέγανε ότι θα πάμε σε μία σπηλιά, που υπάρχει ακόμα στο χωριό, νομίζω, κι ήτανε μαντρί αυτό. Και θα μέναμε εκεί για να μη μας βομβαρδίζουνε τα αεροπλάνα. Βέβαια αυτό δεν έγινε. Μείναμε στο σπίτι. Ο πατέρας μου έκανε ένα καταφύγιο, γιατί οπωσδήποτε οι Ιταλοί βομβαρδίζανε. Περνάγανε αεροπλάνα. Κι έκανε ένα καταφύγιο. Κι όταν χτύπαγε η σειρήνα, μπαίναμε εκεί μέσα. Κι όλοι οι γείτονες, για να σωθούμε. Και μάλιστα η μάνα μου είχε ετοιμάσει μια τρύπα, να την πούμε, ένα βαθούλωμα κι είχε βάλει μια εικόνα, την Παναγία κι ένα καντηλάκι. Λοιπόν, τι άλλο; Πήγα στη Γαλλική Σχολή, έγινε ο βομβαρδισμός, έγιναν πολύ μεγάλες ζημίες. Και μάλιστα στη σχολή τη Γαλλική έπεσε και βόμβα στο γραφείο. Σκοτώθηκε η διευθύντρια και δυο καλόγριες τότε. Κι εγώ με όλη τη διαταγή που μου είχε δώσει η θεία μου να μη φεύγω, εγώ έφυγα και πήγα σ’ ένα, με μία συμμαθήτριά μου, βιβλιοπωλείο που ήταν κάτω από το Δημοτικό Θέατρο. Κι εκεί τη γλίτωσα. Γιατί τώρα δε θα υπήρχα βέβαια. Οι Γερμανοί, βέβαια, υπήρχανε στον Προφήτη Ηλία. Τα κανόνια τα βλέπαμε. Όταν περνάγαμε και πηγαίναμε σχολείο, βλέπαμε τα κανόνια με τους Γερμανούς. Λοιπόν, τι άλλο;

Ε.Κ.:

Ζούσατε με την οικογένειά σας στην Παιανία;

Ν.Χ.:

Στην Παιανία, βεβαίως. Με τον πατέρα μου, τη μάνα μου, τον αδελφό μου και τη γιαγιά μου. Και στον[00:05:00] Πειραιά ήμουνα στη θεία μου. Έμενα εκεί τα βράδια, η οποία ήθελε και να με υιοθετήσει, γιατί τα πρώτα χρόνια παντρεμένη δεν είχε κάνει παιδιά. Αλλά έκανε μετά κι εγώ έμεινα με τους γονείς μου. Βέβαια, τον περισσότερο καιρό τον πέρασα στον Πειραιά. Και σαν κοπέλα και σαν νεαρά στον Πειραιά.

Ε.Κ.:

Από ποια ηλικία και μετά;

Ν.Χ.:

Από μικρή πήγαινα. Από πολύ μικρή. Μπορώ να σας πω –σταθείτε! Από 8, 9 χρονών πήγαινα και καθόμουνα 15 μέρες. Όταν δεν είχα σχολείο, πήγαινα στον Πειραιά, στη θεία μου. Έχω ωραίες αναμνήσεις, βέβαια, από τα μικρά μου εκείνα χρόνια στον Πειραιά. Πάντα με προσέχανε και προπαντός ο θείος μου ήτανε πολύ, πολύ, πολύ καλός μαζί μου. Που δεν ήταν.. Η θεία μου ήταν του πατέρα μου αδελφή. Αλλά με τον θείο μου –Θεός σχωρέστονε– έχω και μια ιστορία. Ο οποίος μου είχε πάρει το πρώτο μου μαγιό. Το πρώτο μου μαγιό! Και θυμάμαι και πού το είχαμε πάρει, γιατί είπανε να πάνε για μπάνιο και λέει: «Εσύ δε θα πας με τη θεία;» –ειλικρινά είναι αυτό–. Και λέω: «Όχι –του λέω–, γιατί δεν έχω μαγιό». «Δεν έχεις μαγιό; Αύριο το πρωί, Έλλη, πρωί πρωί να πάτε να πάρετε μαγιό της Νίκας!».Τον υπεραγαπούσα. Πραγματικά τον υπεραγαπούσα. Μπορώ να πω, όχι τόσο πολύ τη θεία μου, όσο τον θείο μου. Τον υπεραγαπούσα! Αλλά κι εκείνος.

Ε.Κ.:

Κι όταν εσείς μένατε στον Πειραιά, η οικογένειά σας παρέμεινε–

Ν.Χ.:

Στην Παιανία. Βέβαια, στην Παιανία. Ήτανε αγροτική οικογένεια με ζώα, με περιβόλια, με κτήματα, με αμπέλια με, με, με.. Όλα, ναι.

Ε.Κ.:

Η γειτονιά σας πώς ήτανε; Στην Παιανία κι αργότερα στον Πειραιά;

Ν.Χ.:

Στην Παιανία ήταν τα σπίτια αγροτικά σπίτια, το ένα κολλητά με το άλλο. Αγρότες οι άνθρωποι όλοι γύρω, γύρω, γύρω εκεί. Αγαπημένοι ήτανε. Μια κυρία είχαμε –Θεός σχωρέστηνα– που ήτανε λίγο δύσκολη.

Ε.Κ.:

Στη γειτονιά εννοείτε;

Ν.Χ.:

Ναι, ναι.

Ε.Κ.:

Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, εσείς μένατε, θυμάστε να μένετε στο σπίτι; Κυκλοφορούσατε έξω;

Ν.Χ.:

Έξω, ελεύθερα, δεν είχαμε καμία δέσμευση. Μ’ όλα που είχανε επιτάξει. Στο σπίτι μου το πατρικό, στο σπίτι μου κοντά περνούσανε οι Ιταλοί, οι οποίοι δε μας πειράξανε ποτέ. Μπορώ να σας πω, εγώ ήμουνα μικρή και με πειράζανε. Και η γιαγιά μου δεν ήθελε που με πειράζανε. Και μια μέρα ένας Ιταλός βγάζει τη φωτογραφία και της λέει «Mamma, piccolo!». Είχε παιδάκι μικρό κι εκείνος! Και σε μένα έβλεπε το κοριτσάκι του. Κι οι Γερμανοί πάλι δε μας πειράξανε. Εμείς στο σπίτι μας, δυο δωμάτια κοντά- κοντά ήτανε, με μεσαία πόρτα. Στο ένα κοιμόταν ο πατέρας μου κι η μάνα μου. Η μητέρα μου. Και στο άλλο ήτανε τρεις Γερμανοί. Ποτέ δε μας ενοχλήσανε, ποτέ δεν πειράξανε κάτι, ποτέ δεν πήρανε κάτι χωρίς να ρωτήσουνε. Ποτέ. Ήτανε κύριοι.

Ε.Κ.:

Εσείς μιλούσατε γερμανικά; Εννοώ πώς–

Ν.Χ.:

Όχι.

Ε.Κ.:

–συνεννοούσασταν;

Ν.Χ.:

Ε, εντάξει, με νοήματα, κάτι που είχαμε μάθει, κάτι που είχαν μάθει εκείνοι, κάτι εμείς. Ντάξει, τα βολεύαμε.

Ε.Κ.:

Είχαν επιτάξει κι άλλα σπίτια–

Ν.Χ.:

Πολλά σπίτια–

Ε.Κ.:

–στην Παιανία;

Ν.Χ.:

Σχολεία. Βέβαια, βέβαια. Όλα τα σχολεία, τα σπίτια, βέβαια. Δηλαδή, τα περισσότερα σπίτια.

Ε.Κ.:

Και πότε ήρθαν και πότε έφυγαν από το σπίτι σας;

Ν.Χ.:

Ήρθαν, όταν ήρθαν οι Γερμανοί –δε θυμάμαι ακριβώς ημερομηνία–,  αλλά φύγανε, όταν φύγανε οι Γερμανοί;

Ε.Κ.:

Το ’44;

Ν.Χ.:

Ναι και θα σας πω και μια ιστορία: Όταν φύγαν οι Γερμανοί, είπαν θα ‘ρθουν οι Εγγλέζοι και θα γίνει η αποβίβαση κάτω, στο Σούνιο, στο Λαύριο. Λοιπόν, αμ δεν έγινε η αποβί… Κι είχαν βγει όλοι στη λεωφόρο Λαυρίου –τώρα που τη λένε, λεωφόρο Λαυρίου– και περιμένανε να περάσουν οι Εγγλέζοι. Κι είδαν θωρακισμένα αυτοκίνητα να έρχονται και στεφανωμένους στρατιώτες επάνω και νομίζανε πως ήταν  Εγγλέζοι. Και χειροκροτούσανε κι ήταν αντάρτες. Αυτό είναι γεγονός. Κι ήτανε  αντάρτες, χειροκροτούσαν τους αντάρτες! Εγγλέζοι ήρθανε μετά, εντάξει.

Ε.Κ.:

Οι αντάρτες ήρθανε στην Παιανία;

Ν.Χ.:

Στην Παιανία, βεβαίως, το ’44. Το ’44 δεν έγινε το, ναι. Είχαν την έδρα τους απάνω στον Υμηττό. Και το βράδυ κατεβαίνανε κάτω στο χωριό και λεηλατούσαν το χωριό και παίρνανε τρόφιμα για να φάνε οι υπόλοιποι. Και μάλιστα, ήταν ένας γνωστός που ζήτησε τον πατέρα μου. Κι εμείς φοβηθήκαμε, επειδή ήταν οικογένεια δεξιών και φοβηθήκαμε ότι… Και μάλιστα λέγανε ότι τον ζήτησε ο φρούραρχός τους, ο αξιωματικός τους. Και κρυφτήκαμε. Ο πατέρας μου με τον αδελφό μου μπήκανε σ’ ένα πηγάδι. Και μείνανε εκεί πέρα, δεν ξέρω πόσες ώρες. Μέχρι[00:10:00] που μάθαμε τι ήτανε. Αλλά αυτός ο άνθρωπος απλώς ήθελε να τον βοηθήσει χρηματικά, οικονομικά και τρόφιμα. Ε, αφού τον τροφοδότησε, έφυγε μετά. Αλλά δυο- τρία βράδια κι εμείς φεύγαμε απ’ το σπίτι. Κι η μητέρα μου κι εγώ. Κοιμόμασταν σε συγγενικά σπίτια.

Ε.Κ.:

Αυτά ενώ υπήρχαν ακόμα κι οι Γερμανοί;

Ν.Χ.:

Όχι, οι Γερμανοί δεν υπήρχαν. Είχαν φύγει οι Γερμανοί.

Ε.Κ.:

Άρα, μετά το ’44.

Ν.Χ.:

Ναι, το ’44. Όταν έγινε ο συμμοριτοπόλεμος. Τότε.

Ε.Κ.:

Μορφές ή περιστατικά αντίστασης θυμάστε στην Παιανία; Πέρα από τους αντάρτες. Εννοώ από το πιο απλό, αντιγερμανικά αισθήματα να εκφράζει ένας γείτονας μέχρι–

Ν.Χ.:

Όχι, όχι, δεν είχαμε, δεν είχαμε. Δεν είχαμε. Δε θυμάμαι. Ίσως, δεν ξέρω. Αλλά δεν θυμάμαι. Όχι. Κι αυτοί φερθήκανε καλά σε εμάς κι εμείς φερθήκαμε καλά σ’ αυτούς.

Ε.Κ.:

Γνωρίζατε κάποιον που να τον πήρανε για εργάτη στη Γερμανία από το χωριό;

Ν.Χ.:

Όχι, όχι. Μόνο οι αντάρτες πήρανε τρεις κοπέλες από την Παιανία. Φεύγοντας που τους κυνηγήσανε μετά και φεύγοντας… Αλλά τις αφήσανε πάνω στην Πάρνηθα. Γιατί εκεί τους μπλοκάρανε τους αντάρτες και τις αφήσανε. Δεν μπορούσαν να τις μεταφέρουνε τις κοπέλες μετά. Τρεις κοπέλες. Και μάλιστα οι δύο είχανε αδελφό στρατιωτικό. Γι’ αυτό τις πήρανε. Και στην Πάρνηθα κάπου στους πρόποδες –δεν ξέρω πού ακριβώς– τις αφήσανε και μετά πήγαν οι δικοί τους και τις πήρανε. Δεν τις πήρανε μαζί τους. Τις αφήσανε εκεί, ενώ τις είχαν πάρει για όμηρους. Γιατί είχαν έναν αδελφό αξιωματικό.

Ε.Κ.:

Αναφέρατε πριν ότι ούτε εσείς πειράξατε κάποιον ούτε σας πείραξαν.

Ν.Χ.:

Όχι, καθόλου.

Ε.Κ.:

Σαν γενική μνήμη ή γενικό συναίσθημα, τι εντύπωση σας άφησε η Κατοχή;

Ν.Χ.:

Βέβαια, υπήρχε ο φόβος. Γιατί ήμασταν υπό κατοχή. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ήμασταν ελεύθεροι και κάναμε ό,τι θέλαμε. Υπήρχε κι έτσι… Προσπαθούσαμε να μην τους ενοχλήσουμε για να μην έχουμε τις συνέπειες. Εντάξει, το’41 όμως ο κόσμος υπέφερε. Οι γυναίκες ερχόντουσαν με τις τσάντες και με τις βαλίτσες. Ασημικά, διάφορα πράγματα και τα πουλούσανε. Προίκες για τις κόρες τους, οτιδήποτε…

Ε.Κ.:

Από την Αθήνα;

Ν.Χ.:

Από την Αθήνα, απ’ την Αθήνα.

Ε.Κ.:

Εσείς ζήσατε την πείνα;

Ν.Χ.:

Όχι. Όχι, δεν μπορώ να πω αυτό το πράγμα, γιατί δεν υπήρχε. Όλα τα Μεσόγεια ,δηλαδή τα χωριά, δεν πεινάσανε. Αυτοί που είχανε. Γιατί δίπλα στην γειτονιά μας είχαμε οικογένειες που πεινούσανε. Εγώ θυμάμαι τη γιαγιά μου, όταν άναβε το φούρνο η μητέρα μου κι έψηνε ψωμιά και μύριζε η γειτονιά και βγαίνανε κι αυτό… Και πήγαινε και τους έδινε ψωμί και τρώγανε. Αυτό το θυμάμαι. Έβαζε η γιαγιά μου στην ποδιά της, μεγάλη γυναίκα που ήτανε, με κουλούρια, έτσι, που τα έφτιαχνε αυτά κι έβγαινε και τους τα δίνε και τα τρώγανε. Υπήρχε. Αλλά ως επί το πλείστον ήταν αγροτικές οικογένειες που είχανε δικά τους. Άλλος λίγα, άλλος πολλά.  Κι είχανε και ζώα. Κότες, αρνιά, κατσίκες. Δε στερηθήκανε τέτοια πράγματα.

Ε.Κ.:

Τι τρόφιμα είχατε αποθηκεύσει στη διάρκεια–;

Ν.Χ.:

Τίποτα. Εκτός από αυτά που παράγαμε, που ήταν η παραγωγή μας. Δηλαδή, το κρασί, ο μούστος, που κάναμε διάφορα με τον μούστο. Στην Κατοχή μέχρι μέλι κάνανε η γιαγιά μου κι η μητέρα μου. Μέλι, σταφίδες, σύκα, μουσταλευριές που τις λέγαμε τότε –κι ακόμα τώρα μουσταλευριά–. Εγώ θυμάμαι που κάναμε τότε μουσταλευριά και τις βάζανε επάνω σε σανίδια ή τις ξεραίνανε και τις είχαμε το χειμώνα. Αμύγδαλα, καρύδια, πετιμέζι. Και θυμάμαι ότι η μητέρα μου κι η γιαγιά μου, μες στο πετιμέζι που έβραζε, έριχνε μελιτζανάκι μικρό και κομμάτια κυδώνι. Και γινόντουσαν γλυκό.

Ε.Κ.:

Πουλούσατε τρόφιμα;

Ν.Χ.:

Βέβαια, ναι. Βέβαια, πουλούσαμε. Και μούστο πολύ έκανε ο πατέρας μου και πουλούσαμε. Στάρια όχι πάρα πολύ. Ήταν για την κατανάλωση τη δική μας, αλλά μούστο και λάδι κάναμε και πουλούσαμε, όταν περίσσευε. Μούστος περίσσευε πολύς και τον δίναμε σ’ εμπόρους. Είχε εμπόρους. Ο αυτός που σας λέω, ο αντάρτης, ο αξιωματικός που κατέβηκε από το βουνό, που ζήταγε τον πατέρα μου ήτανε αδελφός ενός έμπορα δικού μας που του δίναμε μούστο. Αυτός τον έστειλε. Και του λέ[00:15:00]ει: «Πήγαινε εκεί και ζήτησέ του βοήθεια».

Ε.Κ.:

Θυμάστε να σας είχανε ζητήσει να παραδώσετε κομμάτι της σοδειάς σας, δηλαδή από το κράτος;

Ν.Χ.:

Όχι, όχι. Α, να δώσουμε στο κράτος μέρος για να ζήσουνε οι υπόλοιποι; Όχι, δεν έγινε αυτό στα Μεσόγεια. Εγώ δεν το θυμάμαι. Δεν το θυμάμαι, δεν έγινε. Γιατί, να σας πω. Εκτός από τον μούστο, το κρασί, το αυτό, τα άλλα ήτανε πιο περιορισμένα και τα κρατούσανε η κάθε οικογένεια για δική τους συντήρηση.

Ε.Κ.:

Πείτε μου περισσότερα γι’ αυτό το περιστατικό με τις γυναίκες που πουλούσανε τα ασημικά τους. Ό,τι θυμάστε.

Ν.Χ.:

Θυμάμαι ότι ερχόντουσαν όχι μια φορά τη βδομάδα. Κάθε μέρα! Με μπόγους απάνω! Και λέμε… Δηλαδή μπορεί να σου δίνανε ένα ασημικό τώρα, που μπορεί να έχει 200 ευρώ και να σου το δίνανε για δύο κιλά αλεύρι. Καταλάβατε τι γινότανε; Ή σεντόνια κεντημένα, πλεκτά, κουβέρτες. Αλλά ποτέ η οικογένειά μου δεν πήρε, δεν ήθελε ούτε η μάνα μου ούτε η γιαγιά μου. Προτιμούσανε να τους δώσουνε κάτι και να φύγουνε. Κουταλάκια ασημένια, πιρουνάκια, ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. Δε θέλανε. Και το μόνο που είχανε πάρει ήταν ένα βάζο κινέζικο. Τώρα τους άρεσε, τους χτύπησε; Ήταν πολύχρωμο, όχι ήταν ωραίο. Ένα μεγάλο, τόσο ήταν! Δεν ξέρω αν το έχει ακόμη η νύφη μου, δεν ξέρω. Αν το έχει ακόμα, δεν ξέρω.

Ε.Κ.:

Κλέφτες υπήρχανε;

Ν.Χ.:

Υπήρχανε. Υπήρχανε, αλλά όχι όπως τώρα. Όχι. Ούτε πειράζανε. Οι κλέφτες αν θα μπαίνανε θα παίρνανε κάτι, λάδι. Αυτοί που ξέρανε τα μέρη, μπορεί κάνας εργάτης που δούλευε στα κτήματα να ήξερε πού είναι το λάδι, πού ‘ναι το κλειδί, πού είναι η αποθήκη που μπαίνουνε και να ‘μπαίνε να πάρει λάδι, να πάρει ένα τσουβάλι στάρι, ξέρω ‘γω, τέτοια πράγματα. Να πειράξουνε ποτέ. Ποτέ. Τους ιδιοκτήτες. Ό,τι κάνανε, το κάνανε..

Ε.Κ.:

Σαν παιδί θυμάστε να έχετε δει νεκρούς;

Ν.Χ.:

Α, τι μου θυμίζετε τώρα! Το ’44, τότε ήταν τα Δεκεμβριανά. Όχι, δεν ήτανε. Με την πείνα, με την πείνα. Ο κόσμος στην Αθήνα πείνασε πάρα πολύ. Εγώ ήμουνα μικρούλα, θυμάμαι. Το ‘41  ήμουνα δέκα χρονών, αφού γεννήθηκα το ’31. Λοιπόν, θυμάμαι που με είχε πάρει ο θείος μου από την Παιανία να πάμε στον Πειραιά και στο Νομισματοκοπτείο απ’ έξω ήτανε καροτσάκι και μάζευε τους νεκρούς. Κι άνθρωποι –εγώ θυμάμαι γέρους, δεν ξέρω αν ήταν γέροι ή πιο νέοι– ακουμπούσαν στον τοίχο… Στον τοίχο του Νομισματοκοπτείου, έτσι κάπου εκεί, δεν θυμάμαι, και πεινούσανε. Και νεκρούς που τους παίρνανε με το καροτσάκι. Στο Νομισματοκοπτείο, απ’ έξω.

Ε.Κ.:

Πηγαίνατε συχνά στον Πειραιά;

Ν.Χ.:

Ναι, ναι. Έμενα δεκαπέντε μέρες στον Πειραιά. Δέκα, μια βδομάδα. Ή όταν είχαν οι γονείς μου τρύγο, δουλειές, θέρος, τέτοια πράγματα, πήγαινα στον Πειραιά εγώ.

Ε.Κ.:

Σχολείο, είπατε, πήγατε δημοτικό στην Παιανία;

Ν.Χ.:

Το δημοτικό το κάναμε σχεδόν, σχεδόν στην ύπαιθρο. Εκκλησίες, σε εκκλησίες μέσα. Στο Καμάρθι, έναν λόφο που έχουμε στην Παιανία, εκεί πέρα, που είχε μια εσοχή –να την πω–, με βράχο κι εκεί μαζευόμαστε. Γιατί δεν ήμασταν και πολλά παιδάκια στην κάθε τάξη. Σ’ ένα μέρος που το λέγαμε «Χαρουπιές» στην πλατεία, την κεντρική της Παιανίας, πάνω. Κι ακόμα το λένε «Χαρουπιές», νομίζω. Κι είχε πολλές χαρουπιές και κάνανε σκιά και τέτοια. Κάναμε σχολείο εκεί. Γιατί τα σχολεία τα είχανε επιτάξει. Δεν είχαμε σχολεία. Και μετά έγινε. Και μετά αργήσαμε πάρα πολύ να κατέβουμε στα σχολεία τα δικά μας. Και μάλιστα, γυμνάσιο, το πρώτο γυμνάσιο που έγινε, γιατί μετά τον βομβαρδισμό του Πειραιά έφυγα και πήγα, ήρθα Παιανία και δημιουργήθηκε τότε, είχε δημιουργηθεί, δημιουργήθηκε η Α’ Γυμνασίου. Δηλαδή, όχι. Η Β’ Γυμνασίου. Β’ ή Γ’.  Βέβαια, γιατί ναι… Η Γ’ Γυμνασίου ήταν η πρώτη τάξη που έγινε. Ήταν… Το Γυμνάσιο Παιανίας, στην αρχή ήταν παράρτημα Κορωπίου. [00:20:00]Κι έγινε –πότε τώρα, το ’47 έγινε Γυμνάσιο Παιανίας; Και πιο αργά, το ’48, ’49. Γιατί το ’47 δώσαμε Κορωπί. To ‘48 μου φαίνεται, το ’48- ‘49, έγινε Γυμνάσιο Παιανίας–. Ήταν παράρτημα Κορωπίου. Εξετάσεις και αποτελέσματα παίρναμε στο Κορωπί. Πηγαίναμε στο Κορωπί. Και γράφαμε διαγωνισμούς στο Κορωπί. Βέβαια, φοιτούσαμε Παιανία.

Ε.Κ.:

Είχατε φίλους;

Ν.Χ.:

Ναι. Φίλους. Φιλενάδες είχα, γιατί τότε δε μας επιτρέπανε να έχουμε και φίλους. Τα χρόνια τα δικά μας δεν είχαμε φίλους. Οι παρέες μας ήταν κορίτσια. Εμείς ήμασταν έξι-επτά συμμαθήτριες –η μία ήταν βέβαια, οι δύο ήταν πιο μεγάλες από μας, μια τάξη πιο μεγάλες–  και κάθε Κυριακή απόγευμα μαζευόμαστε και κάναμε τις βόλτες μας. Άλλες μέρες δεν μπορούσαμε, είχαμε σχολείο.

Ε.Κ.:

Πού πηγαίνατε; Πού κάνατε βόλτες;

Ν.Χ.:

Όπου μας άρεσε. Πηγαίναμε σε σπίτια. Είχαμε κανονίσει κάθε Κυριακή απόγευμα να πηγαίνουμε σε μια φίλη. Να καθόμαστε, ν’ ακούμε μουσική, να λέμε τα δικά μας, ό,τι ήθελε η καθεμία. Και μετά κάναμε καμιά βολτίτσα και περνάγαμε η καθεμιά, αφήναμε την καθεμιά στο σπίτι της. Η τελευταία γύριζε μόνη της.

Ε.Κ.:

Θυμάστε κάποιο τραγούδι; Τώρα που είπατε για μουσική.

Ν.Χ.:

Όχι…

Ε.Κ.:

Δεν πειράζει.

Ν.Χ.:

Δε θυμάμαι, αλήθεια. Αλήθεια και χορεύαμε. Αλλά τι; Δε θυμάμαι.

Ε.Κ.:

Στη Γαλλική Σχολή πότε πήγατε;

Ν.Χ.:

Το ’42.

Ε.Κ.:

Τι θυμάστε από το σχολείο;

Ν.Χ.:

Ένα πάρα πολύ αυστηρό σχολείο, πάρα πολύ καλό σχολείο. Κι η διευθύντρια ήταν τόσο αυστηρή, που καθόταν απάνω στο πλατύσκαλο και μας έλεγχε να έχουμε τα παπούτσια μας φρεσκογυαλισμένα και τα –σοσονάκια φορούσαμε τότε– κάτασπρα. Κι εγώ τουλάχιστον, για να είναι τόσο πολύ γυαλισμένα και να είμαι εντάξει, όταν πήγαινα, πέρναγα, στο δημοτικό απέναντι υπήρχε ένα κατάστημα μικρό κι ήταν λουστραδόρος και γυαλίζαμε τα παπούτσια μας. Αυτό είναι γεγονός. Και θυμάμαι κι ακόμα τον πρώτο διαγωνισμό που κάναμε στα γαλλικά. Αυτό σας το ‘χω πει και θα το ‘χετε γράψει. Και μας είπε τις ημέρες για να γράψουμε. Κι εγώ, ήταν το πρώτο πρώτο, δεν είχα ξανά κάνει τα γαλλικά μου, ας πούμε, και το «Lundi», Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, το έγραψα με «u»! Και με πείραξε η Γαλλίδα, η καλόγρια. Καλόγριες ήτανε. Ήταν καλόγριες. Στα ελληνικά ήταν καθηγηταί Έλληνες, καθηγήτριες. Και θυμάμαι έναν πάρα πολύ καλό μαθηματικό. Παπαμανώλης. Πάρα πολύ καλός. Και μπορώ να πω ότι αγάπησα τα μαθηματικά –κι ακόμη τα αγαπώ– από αυτό τον άνθρωπο. Πολύ, πολύ καλός καθηγητής. Και τα άλλα όλα ήταν, κι οι επιστάτες μας.. Μες στη τάξη δε, υπήρχανε μια ή δύο καλόγριες, στα ελληνικά, να επιβλέπουν να μην κάνουμε… Ούτε έτσι να γυρίσουμε. Ήταν πάρα πολύ αυστηρά.

Ε.Κ.:

Πώς ήταν το πρόγραμμα σπουδών;

Ν.Χ.:

Το πρωί ελληνικά. Σχολάγαμε στις 12:00, 12:00-13:00 δε θυμάμαι ακριβώς. Πηγαίναμε στα σπίτια μας. Και στις 14:00 κάτω κάναμε τα απογευματινά γαλλικά. Πάντα, όλο το απόγευμα. Κανονικά γαλλικά, τα μαθήματα στη γαλλική.

Ε.Κ.:

Και γιατί αποφασίσατε να πάτε να φοιτήσετε στη Γαλλική Σχολή;

Ν.Χ.:

Γιατί πρώτα απ’ όλα τότε δεν υπήρχε γυμνάσιο στην Παιανία και γιατί ήθελα να πάω στο γυμνάσιο. Δεν είναι ότι δεν ήθελα. Ήθελα να κάνω κάτι. Και αντί να πάω στο Κορωπί, να πάω στο Κορωπί, να πηγαινοέρχομαι κι αφού υπήρχε και η θεία μου και πήγαινα στον Πειραιά εγώ, πήγα στον Πειραιά.

Ε.Κ.:

Είπατε ζήσατε και τους βομβαρδισμούς της Γαλλικής Σχολής;

Ν.Χ.:

E, βέβαια.

Ε.Κ.:

Τον Γενάρη του ’44.

Ν.Χ.:

Ναι, ναι, ναι. Πήγαινα σχολείο.

Ε.Κ.:

Μπορείτε να μου πείτε περισσότερα για εκείνη τη μέρα;

Ν.Χ.:

Εκείνη τη μέρα κάνει, επειδή η θεία μου, επειδή με είχε υπό την προστασία της κι ο θείος μου βέβαια, είχανε πει στη διευθύντρια να μη μ’ αφήνει όταν γίνεται βομβαρδισμός να φεύγω. Να μένω στο σχολείο. Γιατί σας είπα, τα κανόνια ήταν στον Προφήτη Ηλία. Λοιπόν, εκείνη τη μέρα εγώ, επειδή ήμουν λίγο επαναστάτρια, με μια συμμαθήτριά μου φύγαμε, όπως σας είπα και στην αρχή, και πήγαμε –αυτή είχε, ο πατέρας της είχε ένα βιβλιοπωλείο κάτω απ’ το Δημοτικό, εκεί ήταν το Δημοτικό, όπως είναι και τώρα. Ένα βιβλιοπωλείο. Και πήγαμε εκεί. [00:25:00]Όταν ακούσανε, όταν μάθανε το βομβαρδισμό της Σχολής τρελαθήκανε η θεία μου, ο θείος μου. Αλλά μάθανε μετά. Πήγα εγώ στο σπίτι. «Πού ήσουνα;». «Εκεί», τους λέω. Και γλίτωσα. Ίσως να μην υπήρχα. Γιατί σκοτωθήκανε. Τότε το γραφείο σκοτώθηκε. Και τα μαγειρεία νομίζω. Δε θυμάμαι ακριβώς.

Ε.Κ.:

Ξέρατε αν σκοτώθηκε και κάποιος άλλος από τη γειτονιά;

Ν.Χ.:

Όχι. Απ’ τη γειτονιά της Γαλλικής;

Ε.Κ.:

Ναι, του Πειραιά.

Ν.Χ.:

Όχι. Δεν είχαμε, γιατί–

Ε.Κ.:

Στον Ηλεκτρικό, ας πούμε.

Ν.Χ.:

Ο θείος μου είχανε… Όχι, κανένας. Ούτε από τους γνωστούς μας εκεί. Εκτός από τις καλόγριες, εκείνες τις δυο καλόγριες και τη διευθύντρια, δεν ήξερα κανέναν άλλονε. Οπωσδήποτε θα είχε θύματα, γιατί έγινε μεγάλος βομβαρδισμός. Ο μισός Πειραιάς ισοπεδώθηκε.

Ε.Κ.:

Το ‘42, βέβαια, που πήγατε εσείς στη Γαλλική Σχολή, υπήρχε, θυμάστε να υπήρχε ακόμη πείνα; Πώς ήτανε ο Πειραιάς;

Ν.Χ.:

Όχι, μπορεί να μην υπήρχε, να ήταν όλα τέλεια, αλλά πείνα δεν υπήρχε. Υπήρχε μια δυσκολία, γιατί προσπαθούσαν οι άνθρωποι να βρούνε. Όπως η θεία μου, ας πούμε, είχαν ένα δωμάτιο. Περίσσευε. Και το είχανε νοικιάσει κι είχαν βάλει ένα ζευγάρι μέσα. Αλλά πείνα δεν υπήρχε. Δούλευε ο κόσμος, δούλευε.

Ε.Κ.:

Σε ποια γειτονιά μένατε;

Ν.Χ.:

Καστέλα.

Ε.Κ.:

Πώς ήτανε το σπίτι;

Ν.Χ.:

To σπίτι ήταν μια ωραία μονοκατοικία. Με τέσσερα δωμάτια. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα με την κουζίνα και το μπάνιο. Με την ταράτσα του, με τις αποθήκες απάνω, τα πλυσταριά του και τα τέτοια που είχανε εκείνα τα χρόνια τα πλυσταριά. Μέχρι… Αυτό το σπίτι υπήρχε έτσι μέχρι –το ‘60 παντρεύτηκε– μέχρι το ’58. Το ’60 που παντρεύτηκε η ξαδέλφη μου το φτιάξανε, όπως είναι τώρα, τριώροφη μεζονέτα.

Ε.Κ.:

Μετά τον βομβαρδισμό της Γαλλικής εσείς συνεχίσατε σχολείο εκεί;

Ν.Χ.:

Όχι, όχι. Μετά τον βομβαρδισμό της Γαλλικής Σχολής, κάποιο διάστημα ήρθα στην Παιανία. Κι από κει συνέχισα στην Παιανία μετά.

Ε.Κ.:

Μέχρι που τελειώσατε το σχολείο;

Ν.Χ.:

Ναι, ναι. Ε και μετά από λίγο καιρό, στα 19 μου και κάτι, αρραβωνιάστηκα. Γνώρισα τον άντρα μου.

Ε.Κ.:

Πώς γνωριστήκατε με τον άντρα σας;

Ν.Χ.:

Α! Άρεσα στην πεθερά μου!

Ε.Κ.:

Απ’ την Παιανία κι εκείνος;

Ν.Χ.:

Ναι, ναι. Εκείνος απ’ την Παιανία αλλά έμενε στην Αθήνα. Είχε ανοίξει μαγαζί. Και τότε είχε ανοίξει μαγαζί στη Γαλλική Σχολή απέναντι. Ηλεκτρολογείο αυτοκινήτων και μπαταρίες και τα σχετικά. Μια βιοτεχνία ήτανε στην αυτή μετά. Κι όταν αρραβωνιαστήκαμε λέγανε ότι είχαμε γνωριμία από τον Πειραιά, αλλά ούτε τον ήξερα ούτε με ήξερε. Γιατί όταν εγώ έφυγα από τον Πειραιά και πήγα Παιανία, εκείνος δεν είχε ανοίξει μαγαζί. Γιατί όταν αρραβωνιαστήκαμε ήταν καινούργιο, ενός έτους, το μαγαζί. Αλλά ναι, όχι έτσι… Η πεθερά μου! Και μετά, με είδε ο άντρας μου κι ενέκρινε. Προξενιό, δηλαδή, ήτανε. Η πεθερά μου έβαλε κάποιονε, κάποιανε, η οποία είναι η συννυφάδα μου. Έτσι έγινε. Γνωριστήκαμε και μετά από τέσσερα χρόνια παντρευτήκαμε και κάναμε τις κόρες μας. Και ζήσαμε πολύ ωραία. Και ζήσαμε ωραία. Τον άντρα μου, αρραβωνιασμένοι και παντρεμένοι, έζησα μαζί του 57,5 χρόνια. Πολύ ωραία χρόνια. Πολύ ωραία χρόνια, δε λέω τίποτα άλλο!

Ε.Κ.:

Τι συναισθήματα είχατε μετά τον πόλεμο; Όταν ουσιαστικά, δηλαδή, ήσασταν έφηβη και μετά, που αρραβωνιαστήκατε;

Ν.Χ.:

Κοιτάξτε, δεν μου έλειψε τίποτα. Είχα πάντα συναισθήματα ωραία. Πάντα ραβόμουνα στον Πειραιά, γιατί πάντα οι γονείς μου ήταν εντάξει. Δεν είχα κάτι να στερηθώ. Δεν θυμάμαι να στερήθηκα κάτι. [00:30:00]Ντάξει, μετά τον πόλεμο τίποτα δεν είχε, τίποτα. Αφού φύγανε οι Γερμανοί, ήρθαν οι Εγγλέζοι μετά. Έπιασε ομαλότητα στον τόπο, στις δουλειές τους, τα σχολεία μας και τέτοια. Δεν είχαμε τίποτα.

Ε.Κ.:

Υπάρχει κάποια άλλη ιστορία που θα θέλατε να μου διηγηθείτε για την Κατοχή ή κάποια εικόνα που να σας έχει μείνει πολύ έντονη στο μυαλό;

Ν.Χ.:

Σας έχω πει τίποτα εκεί, γιατί μπορεί να μη θυμάμαι. Να έχω ξεχάσει. Όχι, εκτός από αυτό με την πείνα, που ερχόντουσαν και πουλούσαν τα υπάρχοντά τους. Και τους νεκρούς εκείνους στο Νομισματοκοπτείο, που δε θα την ξεχάσω αυτή την εικόνα όσο ζω κι είμαι! Και τον κύριο εκείνο, σας λέω, που έβγαινε απ’ το πατρικό μου απ’ έξω και φώναζε «Πεινάω! Πεινάω!». Αυτό ήτανε, βέβαια, το ‘41. Γιατί η αλήθεια είναι –Θεός ‘σχωρέστον– ήταν και λίγο τεμπελάκος κι ήτανε πολυμελή οικογένεια. Κι αυτή η οικογένεια έτσι πήγε. Τι άλλο; Πέστε μου. Μήπως έχω πει και τίποτα άλλο και δεν το θυμάμαι, γιατί καμιά φορά ξεχνάω κιόλας. Δεν ξέρω, άμα το βρω το βιβλίο, εγώ θα σας πάρω τηλέφωνο, αλλά φοβάμαι μήπως έχει πεταχτεί. Μήπως το ‘χω δείξει και είπαν: «Τι είναι αυτό;» και το ‘χουν βγάλει έξω κι έχει πεταχτεί.

Ε.Κ.:

Αν είναι θα επανέλθουμε. Προς το παρόν σας ευχαριστώ πάρα πολύ!

Ν.Χ.:

Κι εγώ ευχαριστώ για την παρέα σας την ωραία. Κι αν σας ζάλισα εγώ δε φταίω, η δουλειά σας είναι. Κι αν θυμηθώ κάτι κι αν καμία φίλη μου θέλει κάτι…

Ε.Κ.:

Ευχαριστώ πολύ!