Από τα Κύθηρα του '50 μετανάστης στην Αυστραλία: Ο Γιάννης Καλλίγερος αφηγείται
Ενότητα 1
Παιδικά χρόνια στα Κύθηρα – Οι προϋποθέσεις για το ταξίδι στην Αυστραλία και οι δυσκολίες της μετακίνησης
00:00:00 - 00:05:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας; Ναι, λέγομαι Γιάννης Καλλίγερος. Είναι Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου του 2022. Βρίσκομαι στα Πιτσινιάνικα …ατα πολλά, ούτε τίποτα. Κατάλαβες; Και έφυγα και δεν έφυγα με το κινητό στο χέρι ούτε να λέω να μου τηλεφωνά η μαμά μου πώς πάω στο δρόμο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Το ταξίδι προς Αυστραλία με το καράβι
00:05:50 - 00:09:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και να σας πω τώρα το πώς έφυγα. Έφυγα… έφυγα από δω, για να πάω να πάρω το καράβι από το Πορτ Σάιντ, ένα ιταλικό καράβι το «Neptunia». Όταν…hree. Uno due tre είχαμε μάθει. Τα ιταλικά μαθαίναμε. Δε μαθαίναμε τα εγγλέζικα, μαθαίναμε τα ιταλικά, γιατί δε μπορούσες να συνεννοηθείς.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Εργασία και παρακολούθηση μαθημάτων στην Αυστραλία
00:09:18 - 00:21:04
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όταν φτάσατε πια στην Αυστραλία, πώς ήτανε οι πρώτες μέρες; Τι; Τι; Όταν φτάσατε πλέον – Ναι. Στην Αυστραλία, πώς ήταν για σας οι πρώτες… και αυτά, που ήτανε… Είχες, δηλαδή όλες τις… όλα τα μηχανήματα, όλα αυτά για να μπορέσεις να βγάλεις τη δουλειά, διαφορετικά δε μπορούσες.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Ο Ελληνισμός της περιοχής
00:21:04 - 00:26:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Την περίοδο εκείνη είχατε επαφές με άλλους Έλληνες; Εμείς που ήμαστε εκεί στο Newcastle επαφές είχαμε και με πολλούς από όλα τα μέρη όλα τα…ς μπορεί να ήσασταν; Θα ’μασταν 5-6 χιλιάδες Έλληνες οπωσδήποτε τότε. Τώρα, τώρα με τα αυτά, θα’ ναι πολύ περισσότεροι, πολύ περισσότεροι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η επιστροφή στην Ελλάδα – Το κόστος του ταξιδιού
00:26:25 - 00:31:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όταν ήσασταν εκεί, στην Αυστραλία σας έλειπε η πατρίδα, τα Κύθηρα; Οπωσδήποτε λείπει. Και στην Αθήνα να είσαι, σου λείπουνε τα Κύθηρα. Αυτό… Γιάννη, φτάσαμε στο τέλος της κουβέντας μας και θέλω να σας ευχαριστήσω πολύ, για την ωραία συζήτηση, που είχαμε. Να ’σαι καλά. Ευχαριστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Παιδικά χρόνια στα Κύθηρα – Οι προϋποθέσεις για το ταξίδι στην Αυστραλία και οι δυσκολίες της μετακίνησης
00:00:00 - 00:05:50
[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας;
Ναι, λέγομαι Γιάννης Καλλίγερος.
Είναι Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου του 2022. Βρίσκομαι στα Πιτσινιάνικα Κυθήρων με τον κύριο Γιάννη Καλλίγερο. Εγώ ονομάζομαι Κομηνού Ελένη-Ελέσα και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Κύριε Γιάννη, θέλετε να μας πείτε κάποια βασικά στοιχεία για εσάς, για τη ζωή σας;
Κοίταξε, εγώ γεννήθηκα εδώ στα Κύθηρα και έφυγα για Αυστραλία, όταν ήμουνα 13 ετών. Τώρα τα υπόλοιπα θα τα πούμε λίγα λίγα.
Κύριε Γιάννη, πώς ήταν να μεγαλώνει ένα παιδί στα Κύθηρα τη δεκαετία του ’40 και αρχές του ’50;
Ήτανε πολύ δύσκολα. Δεν υπήρχανε παιδικά χρόνια. Έπρεπε να βοηθήσει την οικογένειά του, για να επιζήσει και εκείνος και η οικογένεια και, έπρεπε να βοηθήσει σε όλες τις δουλειές και να κάμει και όλες τις δουλειές άσχετο, αν ήτανε παιδί ή δεν ήτανε. Ήτανε πολύ δύσκολα. Υπήρχε η φτώχεια, όλα αυτά.
Αναφερθήκατε στη φτώχεια. Θέλετε να μας το αναλύσετε λίγο περισσότερο;
Κοίταξε, καραμέλα ευρίσκαμε καραμέλα, για να φάει σαν παιδί καραμέλα, όταν πηγαίναμε στα πανηγύρια και παίρναμε 2-3 καραμέλες να δοκιμάσουμε. Και αυτή ήταν η καραμέλα. Δεν ήτανε…. Ρεύμα δεν υπήρχε, ούτε ψωμί μπορούσες να αγοράσεις, φούρνιζε ο κόσμος στα σπίτια του. Μαγαζιά, παντοπωλεία υπήρχανε, αλλά υπήρχαν να… να πουλήσουνε αλεύρι, φασόλια, αυτά, φάβα και αυτά. Δεν είχανε όπως πας τώρα στο σούπερ μάρκετ και βρίσκεις τα πάντα. Ήτανε μεγάλη φτώχεια και ζούσε, το νησί ζούσε από αυτά που παράγει. Ήταν η παραγωγή στο νησί, ήτανε πολύ λίγα εισαγόμενα. Ζούσε ο κόσμος αυτά που έκανε παραγωγή.
Πώς προέκυψε η μετανάστευση στην Αυστραλία;
Η μετανάστευση έγινε, γιατί ήτανε σε κακά χάλια η Ελλάδα μετά τον πόλεμο, δεν υπήρχανε δουλειές, δεν υπήρχε… είχε, ήταν πολύ δύσκολα. Και ο πατέρας μου επήγε σα μετανάστης το ’50 στην Αυστραλία μετά από πρόσκληση, που του έκαμε ένας… ένας γνωστός, δηλαδή της νονάς μου ο γιος. Γιατί για να πας στη Αυστραλία δεν ήταν όπως τώρα, να πας να σε πάρει το το Super Puma ή ένα λιμενικό και να σε πάει σε ξενοδοχείο και μετά να έρχονται τα επιδόματα και να ’ρχονται τα ξενοδοχεία. Εδώ ήταν άλλες οι συνθήκες. Έπρεπε να εγγυηθεί αυτός που θα σου ’κανε πρόσκληση να πας στην Αυστραλία και να σε αναλάβει το Αυστραλιανό κράτος, να γίνει πρόσκληση, ότι θα πας εκεί, εγγυητής αυτός που σου ’κανε την πρόσκληση, θα σου ’χε δουλειά και θα σου ’χε και ό,τι άλλο έπρεπε. Δε μπορούσες να πας να κάνεις παράπονα στο κράτος «δώσε μου το ένα και δώσε μου το άλλο». Και έπρεπε να δουλέψεις, για να ζήσεις. Αυτός ήταν ο μετανάστης. Και πήγαινες με δικά σου έξοδα. Ούτε πηδήξαμε σύνορα για να πάμε και πήγαμε νόμιμα.
Εσείς θέλατε πραγματικά να πάτε ή ήτανε μόνο η ανάγκη;
Οι συνθήκες μας αναγκάσανε να πάμε. Εφόσον δεν μπορείς να ζήσεις στην πατρίδα σου, δε φεύγεις επειδή θέλεις. Αυτά που γινότανε, ο σπαραγμός που γινόταν στα… στα καράβια, όταν έφευγε ο κόσμος ήταν το κάτι άλλο. Κατάλαβες; Να… να χωριστείς τους γονείς σου, να χωριστείς τον τόπο σου και να πας μετανάστης, δεν ήτανε εύκολο πράγμα και αυτό ήταν πριν 70 χρόνια. Ο πατέρας μου έφυγε το 1950 και πήγε στην Αυστραλία και μετά μου ’βγαλε πρόσκληση – μετά από 2 χρόνια – το ’52 και πήγα εγώ. Και το 1955 ήρθε η μητέρα μου με την υπόλοιπη οικογένεια, άλλα τέσσερα παιδιά και η μητέρα μου. Και να σκεφτείτε έπρεπε να πληρώσομε και τα ναύλα. Τα ναύλα ποιος θα τα πληρώσει; Πού ήταν τα κεφάλαια; Δεν είχαμε κεφάλαια να πληρώσουμε ναύλα. Και αυτό ήταν δάνειο από το συμβούλιο εκκλησιών, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, και ήρθε η οικογένεια στην Αυστραλία και απ’ αυτά πληρώναμε με δόσεις κάθε μήνα τα ναύλα τους. Όχι όπως τώρα που έρχονται και πηδάνε και αυτά και σου λένε: «Δώσε μας και επίδομα». Κατάλαβες; Επήγαμε και ήμαστε και χρεωμένοι με τα ναύλα. Επήγαμε σαν κύριοι, δηλαδή δεν πήγαμε ως μετανάστες που λένε εδώ. Δεν είναι μετανάστες αυτό, μετανάστες [Δ.Α.] μετανάστης αυτός, είναι κάτι άλλο από μετανάστης.
Πώς ήτανε, πώς νιώθατε πριν φύγετε, πριν το ταξίδι;[00:05:00]
Κοίταξε, οπωσδήποτε εφόσον έφυγε ο πατέρας μου, έπρεπε να ακολουθήσω την οικογένεια. Δεν μπορούσα να πάω εγώ να έχω άλλο αυτό και να πω: «Δεν πάω στην Αυστραλία» κι αυτά. Και είχαμε αποφασίσει ότι θα πηγαίναμε και όλοι στην Αυστραλία σιγά σιγά. Και έτσι, αναγκαστικά, πήγα στην Αυστραλία, έπρεπε να φύγω. Αλλά σας λέω, κανενού δεν ήτανε ευχάριστο να αφήσει την πατρίδα του, τους γονείς του, τους συγγενείς του και να πάει σε άλλο κράτος. Δεν ήταν εύκολο πράγμα. Ήτανε πολύ πολύ πολύ δύσκολο, γιατί ξέραμε πως δεν θα βρούμε… Ούτε γλώσσα ξέραμε ούτε τίποτα δεν ξέραμε. Ούτε ούτε δηλαδή, ούτε τέχνη, ούτε τίποτε. Όταν φυ – ήμουνα 13 χρονώ και πήγα στην Αυστραλία. Ούτε τέχνη ήξερα, ούτε τίποτα, ούτε γράμματα πολλά, ούτε τίποτα. Κατάλαβες; Και έφυγα και δεν έφυγα με το κινητό στο χέρι ούτε να λέω να μου τηλεφωνά η μαμά μου πώς πάω στο δρόμο.
Και να σας πω τώρα το πώς έφυγα. Έφυγα… έφυγα από δω, για να πάω να πάρω το καράβι από το Πορτ Σάιντ, ένα ιταλικό καράβι το «Neptunia». Όταν έφυγα από δω από το από το λιμάνι του Πειραιά ήμαστε 6-7 Έλληνες, δεν ήμαστε παραπάνω και πηγαίναμε για να να πάρουμε το καράβι. Από το από το Πειραιά φτάσαμε στην Αλεξάνδρεια. Στην Αλεξάνδρεια ούτε αιγυπτιακά ξέραμε, τίποτα δεν ξέραμε. Ούτε εγγλέζικα ξέραμε ούτε τίποτα. Τα χέρια ήτανε η γλώσσα μας. Έπρεπε να κάνεις χειρονομίες, για να βρεις το ένα και το άλλο που ήθελες να κάμεις. Και πήγαμε και πήραμε το λεωφορείο, και πήγαμε στο Κάιρο. Δεν θυμάμαι ήτανε 3 ώρες, κάτι τέτοιο. Το μεγαλύτερο ταξίδι ήταν από το Κάιρο να πάμε στο Πορτ Σάιντ, με τρενο μετά. Το τρένο αυτό μας φάνηκε πελώριο, γιατί ήταν πάνω από 20 βαγόνια και δεν είχαμε δει – από το Τσιρίγο να δούμε – τόσο μεγάλο τρένο δεν το ’χαμε ξαναδεί και πήγαμε και φτάσαμε στο Πορτ Σάιντ. Εις το Πορτ Σάιντ πήγαμε σε ξενοδοχείο και μείναμε εκεί, μας φάγανε τα κουνούπια, νερό δεν μπορούσαμε να πιούμε που ’τανε ζέστη και αυτά. Ήτανε το νερό του Νείλου, που εμύριζε και αυτά και δεν μπορούσες να το συνηθίσεις να πιεις. Και περιμέναμε το καράβι κάπου 5-6 μέρες, για να έρθει, για να φύγουμε για Αυστραλία. Όταν ήρθε το καράβι, εφύγαμε και ήτανε περίπου ένα μήνα ταξίδι για Αυστραλία. Εφύγαμε μέσα από την Αίγυπτο και μπήκαμε στο καράβι, αλλά εκεί ήτανε… εμπήκαμε σε Ιταλικό έδαφος κανονικά, ήταν ιταλικό καράβι, έπρεπε να συνηθίσομε τη μακαρονάδα. Μακαρονάδα όπως το θέλεις, μακαρονάδα, βραστά, ψητά, ότι θέλεις. Από τότες έχομε σιχαθεί τα μακαρόνια, γιατί τα τρως ένα μήνα μακαρόνια. Κατάλαβες; Και κρασί ήτανε… κρασί, δίνανε κρασί από μήλο, ένα κόκκινο πράμα αυτό που ’τανε από μήλο κρασί. Αυτό ήταν πολύ δύσκολα, αλλά να είσαι ένα μήνα σε καράβι… Εστέλναμε γράμμα, όταν φτάναμε στο… Σε κάθε λιμάνι, εις το Άντεν και αυτά που φτάναμε, αλλά σε… υπήρχε περίπτωση που έχω τα γράμματα τώρα που τα ’χα στείλει στη μητέρα μου και σε μια θεία μου και τους έγραφα: «Δεν ξέρω αν σας… το άλλο γράμμα θα σας στείλω, γιατί λεφτά δεν υπάρχουνε και δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σας στείλω. Και όταν φτάσω στην Αυστραλία θα σας γράψω». Αυτή ήτανε η ζωή του μετανάστη. Και ήτανε ένα μήνα και.
Στο καράβι μέσα στο ταξίδι υπήρχανε και άλλοι γνωστοί σας;
Γνωστοί δεν υπήρχανε. Όλοι που… όλοι που ξεκινήσαμε από τον Πειραιά ήμαστε 6-7 άτομα Έλληνες. Αυτοί ήμαστε. Η γνωστή, που είχαμε ήτανε μια χωριανή μου με την κόρη της. Ο άντρας της ήτανε στην Αυστραλία αρκετά χρόνια και τους πήρε για να πάνε. Αυτή ήτανε η γνωστή μου, αυτό αυτή η γυναίκα με την κόρη της και οι άλλοι Έλληνες, που γνωριστήκαμε και ήμαστε, εκάναμε μια παρέα οι Έλληνες. Οι υπόλοιποι ήτανε ξένοι, δεν τους… Κανείς δεν ήξερε τίποτα. Ούτε να συνεννοηθούμε μπορούσαμε, δηλαδή εμαθαίναμε κανονικά ένα μήνα, ύστερα πηγαίναμε στα εγγλέζικα και το one two three. Uno due tre είχαμε μάθει. Τα ιταλικά μαθαίναμε. Δε μαθαίναμε τα εγγλέζικα, μαθαίναμε τα ιταλικά, γιατί δε μπορούσες να συνεννοηθείς.
Όταν φτάσατε πια στην Αυστραλία, πώς ήτανε οι πρώτες μέρες;
Τι; Τι;
Όταν φτάσατε πλέον –
Ναι.
Στην Αυστραλία, πώς ήταν για σας οι πρώτες μέρες παραμονής σας εκεί;
Κοίταξε, εγώ στην Αυστραλία που έφτασα είχε ρθει ο πατέρας μου, γιατί ο πατέρας μου δούλευε σε ένα μαγαζί σα μάγειρας στο Echuca στο Βικτώρια σε κάτι Τσιριγώτες – Καστρίσιοι ήτανε – που είχανε μαγαζί. Και είχε πάει για μάγειρα και δούλευε εκεί όλο τον καιρό και πήγα κι εγώ εκεί. Εβγήκα στο Melbourne και από το Melbourn[00:10:00]e, πήγαμε στο Echuca, που ήταν στο… στο Βικτώρια. Η παραμονή μου εκεί, επήγα κι εγώ στο μαγαζί να δουλέψω, δηλαδή για να πιάσω δουλειά. Αλλά τι δουλειά; Ήμουνα μικρός οπωσδήποτε, να βοηθάω. Εστιατόριο, ήτανε εστιατόριο αυτό και άρχισα από κει να βοηθάω το καθετί που ήμουνα μικρός, να βοηθάω στα πράγματα.
Στο μαγαζί αυτό τι ακριβώς κάνατε;
Στο μαγαζί αυτό εις την αρχή μου είχανε μάθει τα σάντουιτς, που κάναμε και πήγαινα και το βουτύρωνα που ήταν το κομμένο ψωμί. Τότες το κόβαμε με τη μηχανή και το βουτυρώναμε και μετά βάζαμε ή τυρί ή διάφορα μέσα. Θα το γεμίζαμε, για να είναι έτοιμα, όταν θα ανοίξει το μαγαζί. Και μετά εγώ σιγά σιγά άρχισα και μάζευα τα πιάτα από το εστιατόριο, γιατί για σερβιτόρος ήμουνα πολύ μικρός. Και πήγαινα μέσα έξω με τα πιάτα από τα τραπέζια. Και ο πατέρας μου ήταν μάγερας. Σ’ αυτό το μαγαζί ήταν Τσιριγώτες και συνήθως ήτανε το προσωπικό στην κουζίνα ήτανε όλοι Έλληνες, οι σερβιτόρες και αυτά ήτανε Αυστραλέζες.
Ήτανε καλά τα έσοδα, το μεροκάματό σας;
Το μεροκάματο για μερικούς μήνες δεν έπαιρνα τίποτα. Ήτανε, επειδή έτρωγα και εκοιμόμουνα. Αυτό ήταν το… αυτό. Μετά άρχισα από το από τις 5 λίρες και σιγά σιγά πήγαινα πάνω. Γιατί ήμουνα μικρός και δεν… Η δουλειά, βέβαια, ήτανε δουλειά, αλλά οπωσδήποτε δεν ήτανε αρκετή για να… Ευκαιρία γυρεύανε εν τω μεταξύ, γιατί δε μπορούσαν να σου δώσουνε μισθό, αν δεν ξέρεις και κάτι. Είχα εγώ και την ανάγκη. Τι θα κάμεις; Πού θα πας;
Δηλαδή, σας παρείχαν, εκτός από τον μικρό αυτόν μισθό, και μέρος για να μένετε;
Ναι ν αι, μέναμε μέναμε, κοιμόμαστε και αυτά. Όλα αυτά είχε, όλες αυτές τις ανέσεις μέναμε και τρώγαμε. Βέβαια όλο το 24ωρο τρώγαμε από το μαγαζί. Αλλά δεν ήτανε, βέβαια, και 8ωρο και αυτά. Εδούλευες αρκετές ώρες.
Με τη γλώσσα πώς τα πήγατε;
Με τη γλώσσα, όταν πήγα εγώ πήγα Σεπτέμβριο... Τα σχολεία εκεί κλείνουν τα Χριστούγεννα, συνήθως τα Χριστούγεννα, πριν τα Χριστούγεννα. Εγώ με γράψανε τότες σε ένα σχολείο καθόλικο. Τώρα, το πώς αυτό, δεν ξέρω. Ήτανε μάλλον αυτός που ’χε το χτίριο, ήτανε πολλά χρόνια στην Αυστραλία, είχε Αυστραλέζα γυναίκα, αυτή ήτανε μάλλον καθόλικη και με γράψανε σ’ αυτό. Έπρεπε να κάνω το σταυρό μου, όπως το κάνουν οι καθόλικοι και το ’να και τ’ άλλο, προσευχή κι αυτά και το ’να και τ’ άλλο. Εμένα δε μ’ άρεσε και πήγα Σεπτέμβρη και κάθισα μέχρι τις διακοπές τα Χριστούγεννα. Μετά δεν ξαναπήγα. Μετά ο πατέρας μου βρήκαμε ένα δάσκαλο, που ’τανε δάσκαλος, βέβαια, σε σχολείο και μου έκανε μου έκανε μαθήματα. Ερχότανε και μου έκανε μαθήματα. Και μετά άρχισα αλληλογραφία, που η Αυστραλία ήτανε πολύ ανεπτυγμένη τότε στην αλληλογραφία και έκανα με αλληλογραφία μαθήματα. Επήγαινα και εκάνανε και βραδινά μαθήματα, είχε σε σχολεία για τους μετανάστες και αυτά παρακολούθησα αρκετά και αυτά ήτανε. Δεν… Δηλαδή, έπρεπε να πάω κανονικά στο σχολείο να πάω, στην ηλικία που ήμουνα, αλλά επήγα στο πανεπιστήμιο του πεζοδρομίου.
Πού αλλού δουλέψατε;
Πού αλλού; Σ’ αυτό το μαγαζί που σας λέω, εδούλεψα, θα 'τανε κανένα χρόνο θα δουλέψαμε. Μετά φύγαμε και πήγαμε σε άλλο μαγαζί πάλι σε Τσιριγώτες, Κασιμάτης ο ένας από το Κεραμωτό, που ήτανε συνεταίροι είχανε δύο μαγαζιά και ο άλλος από τον Ποταμό, στο Swan Hill της Βικτώριας πάλι. Και εκεί εμείναμε μέχρι το ’55. Μετά το ’55 θα ’ρχόντησα… Είχαμε κάμει πρόσκληση να ’ρθει η υπόλοιπη οικογένεια. Θα ’ρχόντησαν η υπόλοιπη οικογένεια, αλλά πού θα μείνει; Ούτε σπίτι είχαμε, τίποτα δεν είχαμε. Ούτε δουλειά ούτε τίποτα. Εγώ ήμουνα το δεύτερο παιδί της οικογένειας. Η αδελφή μου ήταν η πιο μεγάλη – 2 χρόνια μεγαλύτερη – κι εγώ ήμουνα το δεύτερο, που τα πρώτα παιδιά τραβάνε όλα τα βάσανα. Και λέει: «Θα πάμε να πάρομε μαγαζί». Μαγαζί εγώ τότες ήμουνα γεννήθηκα το ’39 και πήραμε μαγαζί το ’55, δηλαδή 15-16 χρονώ. Τα εγγλέζικα, που ήξερα από το ’52 ήταν 3 χρόνια στην Αυστραλία. Τι εγγλέζικα ήξερα; Πολύ λίγα, πολύ λίγα. Τέλος πάντων. Επήγαμε και βρήκαμε, κατεβήκαμε στο Σύδνεϋ φύγαμε από το μαγαζί αυτό και πήγαμε στο Σύδνεϋ. Ευρήκαμε ένα μεσίτη, ο οποίος αυτός ήτανε Κυθήριος και μας πήγε στο New Castle, που είχε ένα μαγαζί, που κι αυτή το είχε, Κυθήρια το είχε, Τσαούσης. Και το πήγαμε και το από λίγο πολύ αυτό το αγορά[00:15:00]σαμε το μαγαζί αυτό και κάμαμε την αρχή εκεί το ’55. Αλλά, σιγά σιγά είχαμε μια σερβιτόρα μόνο, που βοηθούσε στο μαγαζί μέσα και η οικογένεια, ας πούμε, βοηθούσε τα υπόλοιπα. Και καθίσαμε εκεί και μαγαζί, πολεμούσαμε το ένα το άλλο, κατορθώσαμε και πήραμε το χτίριο, αλλά το χτίριο αυτό ήτανε 3… 3 μαγαζιά και τα πήραμε και τα 3 χτίρια. Τα μαγαζιά αυτά ήτανε παλιά και κανονικά, για να πας μπροστά και να κάμεις και να δείξεις με τον ανταγωνισμό στα μαγαζιά, έπρεπε να το γκρεμίσομε και να τα χτίσομε εκ νέου. Και αποφασίσαμε, επήραμε και δάνειο από την τράπεζα. Τα παιδιά, βέβαια, και τα αδέλφια μου είχανε μεγαλώσει, η μία μου αδερφή όμως είχε παντρευτεί [Δ.Α.] και αποφασίσαμε να πάρομε και δάνειο και να τα γκρεμίσομε και να φτιάξομε 3 μαγαζιά. Το ένα μαγαζί να το φτιάξομε για το δικό μας εστιατόριο και φαστ φουντ για έξω και αυτά και milk bar, που λέμε, να πουλούσε, δηλαδή σοκολάτες, πιοτά και το ’να και τ’ άλλο. Στο μέσο ήταν τα τραπέζια και από την άλλη μεριά ήτανε φαγιά για έξω και ψαράδικο. Και το φτιάξαμε, δηλαδή με το με το τι θέλαμε εμείς, το τι θέλεις πού, το καθετί τι το θέλεις πώς το θέλεις αυτά. Και φτιάξαμε και σπίτι από πίσω στο σπίτι που στο μαγαζί που είχαμε. Τα υπόλοιπα τα 2 μαγαζιά ήταν για ενοικίαση. Το ένα ήτανε παπουτσάδικο και το άλλο ύστερα ήτανε… αυτά γλυκά πουλούσε. Το αυτό και το ανοίξαμε το ’66 το 1966. Αλλά να σκεφτείς αυτό από το ’55 μέχρι το ’66 ήτανε σκληρή δουλειά, να βρεις λεφτά, να βρεις κεφάλαια και να αγοράσεις χτίριο και να χτίσεις χτίριο. Δεν ήταν εύκολα πράγματα. Και το ’66 το ανοίξαμε και τα καινούργια, φτιάξαμε πρώτα το ένα μαγαζί – κατεδαφίσαμε ένα μέρος – εφτιάξαμε το καινούργιο μας μαγαζί και μετά κατεδαφίσαμε τα υπόλοιπα και χτιστήκανε και τα υπόλοιπα μαγαζιά. Και όλα με τις γνώσεις του δημοτικού βέβαια. Ο πατέρας μου κι εκείνος ήξερε πολύ λίγα γράμματα. Στα εγγλέζικα δεν είχε μάθει πολλά, επειδή ήτανε ο μάγειρας, δεν ήτανε να αυτώσει με τον κόσμο και να μάθει τα εγγλέζικα. Και ήτανε η μητέρα μου το ίδιο κι εκείνη τα εγγλέζικα ήτανε πολύ λίγα. Τα αδέρφια μου οι δύο τα αδέρφια μου με βοηθήσανε και η άλλη μου αδερφή. Ήτανε, δηλαδή, οικογενειακό μαγαζί. Αλλά δεν ήταν εύκολο πράγματα, πολύ δύσκολα σε μια ξένη χώρα. Οι Αυστραλέζοι τότες δε μας… δηλαδή δε μας υποστηρίζανε, δε μας θέλανε. Μας λέγανε ξένους και παλιόξενους και παλιόξενους. Κατάλαβες; Και εν τω μεταξύ, εγώ ήμουνα σε νεαρή ηλικία και οι περισσότεροι, όπως εδώ κάνουνε πλάκα με τους νεαρούς και με τ’ αυτά, έρχονται στο μαγαζί και θέλουνε να κάμουν πλάκα μαζί σου, το ίδιο ήτανε κι εκεί. Γιατί ήσουνα ξένος κι αυτά κι έπρεπε είχαμε και αυτή τη τις φασαρίες με και έπρεπε να ’ρθει αστυνομία και το ’να και τ’ άλλο, γιατί δεν ήταν εύκολα πράγματα, ήτανε πολύ δύσκολα. Δηλαδή, για να χωνέψουν οι Αυστραλέζοι, πως πράγματι η Αυστραλία ήθελε πληθυσμό, γιατί ήταν ένα μικρό κράτος οι Αυστραλέζοι όμως, δεν τους θέλανε. Αυτό ήτανε. Ήτανε πολύ δύσκολα τα χρόνια.
Θυμάστε κάποιο περιστατικό άσχημο;
Όχι, δε μπορώ να πω. Είχαμε μικρο-περιστατικά, αλλά αυτά εντάξει, αυτά ήτανε στο πρόγραμμα. Δε μπορούσες να αυτώσεις, δεν ήτανε… Και άσχημα δε περάσαμε. Προσπαθούσαμε, δηλαδή με το καλό και με το αυτό να, να τα ξεπεράσομε όλα. Δόξα τω Θεώ, δεν είχαμε, δηλαδή, δύσκολο περιστατικό.
Στο μαγαζί αυτό, η δική σας ειδικότητα ποια ήταν;
Εγώ, η δική μου ειδικότητα ήταν γενικά εγώ και ο αδερφός μου ο Σπύρος ήμαστε εκείνος στο μαγαζί μέσα κι εγώ για έξω, για τη… για όλες τότε θέλαμε για τις ανάγκες του μαγαζιού τα ψώνια και όλα αυτά. Επουλούσαμε και φρέσκο ψάρι. Εγώ έπρεπε να πάω στη ψαρομαρκέτα και να βρω το ψάρι και να κυνηγήσω τις αγορές, να πάω να ψωνίσω το τι θέλαμε στην αγορά, στη λαχαναγορά, όλα αυτά, που θέλαμε για να… για το μαγαζί. Έπρεπε να σηκωθώ στις έξι η ώρα να πάω στη λαχαναγορά πρώτα δυο φορές τη βδομάδα, μετά στη ψαρομαρκέτα πήγαινα πολύ πιο συχνά και ήμουνα εγώ πολύ περισσότερο προς τα έξω. Έπρεπε να τρέξω να βρω τις ανάγκες του του μαγαζιού, γιατί ο άλλος μου πάλι ο αδερφός ήτανε μέσα που ερχόντησαν πολλοί, που είχανε πουλούσαν τα πράγματα και ’ρχόντησαν στο μαγαζί και παίρνανε τις παραγγελίες και έπρεπε να ήτανε πάλι άλλος υπεύθυνος για να, για τις ανάγκες αυτές.
Τι ακριβώς πουλούσατε στο μαγαζί;
Επουλούσαμε φρέσκο ψάρι και ψημένο ψάρι, πατάτες τηγανητές, χάμπουργκερς και όλα αυτά, όλα, σάντουιτς[00:20:00], τα πάντα, τα πάντα. Δηλαδή ερχόντησαν, γιατί οι Αυστραλοί είχαν το έθιμο τότες οι καθόλικοι να τρώνε ψάρι την Παρασκευή. Κάθε Παρασκευή τρώγανε ψάρι. Και το έτοιμο ψάρι, ερχόντησαν και παίρνανε έτοιμο ψάρι, για να φάνε τα βράδια προπαντός τα βράδια. Ήταν μεγάλες… την Παρασκευή ήτανε μεγάλη μέρα, γιατί έπρεπε να αγοράσουν τα το αγοραστό ψητό ψάρι τηγανιτό ψάρι με πατάτες και με διάφορα άλλα είδη που όπως πας τώρα στο στο McDonald's και όλα αυτά, που έχουν διάφορα το ίδιο κι εκεί. Έπρεπε να έχεις όλα έτοιμα. Εγώ έπρεπε να αρχίσω να ψήνω, γιατί ήμουνα ‘γώ στο ψήσιμο, εγώ πολεμούσα το ψήσιμο. Έπρεπε να αρχίσουμε να ψήνουμε από την… από τη 6:00 η ώρα το πρωί, πατάτες κι αυτά. Οι πατάτες αυτές [Δ.Α.] κουβά μέσα πατάτες για να ψηθούνε οι πατάτες. Ήτανε ολόκληρο καζάνι, δεν ήτανε να ψήνεις λίγο λίγο. Είχανε δηλαδή, αλλά είχε γίνει το μαγαζί με προδιαγραφές και αυτά, που ήτανε… Είχες, δηλαδή όλες τις… όλα τα μηχανήματα, όλα αυτά για να μπορέσεις να βγάλεις τη δουλειά, διαφορετικά δε μπορούσες.
Την περίοδο εκείνη είχατε επαφές με άλλους Έλληνες;
Εμείς που ήμαστε εκεί στο Newcastle επαφές είχαμε και με πολλούς από όλα τα μέρη όλα τα μέρη της Ελλάδος και επαφές που πολλοί ερχόντησαν – Ήτανε η εποχή τότες το ’55 που πήγαμε, πρωτοπήγαμε, ήτανε η εποχή που ερχόντησαν πάρα πάρα πολλοί Έλληνες. Και στον Newcastle ήτανε εμπορικό μεγάλο κέντρο. Ήτανε κάπου πάνω από 250.000 κόσμος με τα περίχωρα όλα αυτά. Ήτανε μεγάλο λιμάνι πολύ κοντά από το Σύδνεϋ. Είχε εργοστάσιο σιδήρου το BHP -που λέγανε- που δουλεύανε 12.000 ανθρώποι σε… σε 3 βάρδιες, 3 βάρδιες. Το εργοστάσιο αυτό τώρα έχει κλείσει, έχει κλείσει τόσα χρόνια, εξαιτίας τα μεγάλα μεροκάματα και όλα αυτά, ο συναγωνισμός και πήγε στην Κίνα και κάνουν εξαγωγή το κάρβουνο και τα αυτά και τα φέρνουν στην Κίνα, και η Κίνα στέλνει το σίδερο πίσω στην Αυστραλία. Έτσι έχουνε γίνει. Στο μέρος, που ήμαστε, υπήρχανε δύο κοινότητες Ελλήνων, γιατί οπωσδήποτε η μία κοινότητα ήταν πρώτα, αλλά οπωσδήποτε, σαν Έλληνες, πρέπει να τσακωθούνε και άρχισε και η δεύτερη κοινότητα και έκαμε άλλος δεύτερη κοινότητα; και γίνηκε 2 κοινότητες. Αλλά, οπωσδήποτε, και οι δύο κοινότητες ήτανε καλό, γιατί υπήρξε συναγωνισμός. Υπήρξε συναγωνισμός. Να κάμει εκκλησία, να κάμει σχολείο, να κάμει, να ’χουνε παπά και όλα αυτά. Ήτανε και καλό για τον κόσμο. Και οπωσδήποτε υπήρχε... Και ελληνικά καφενεία υπήρχανε, ελληνικά μαγαζιά. Δεν ήτανε… Είχε πάρα πολύ κόσμο, δεν ήταν όπως ήμουνα πρώτα στα χωριά, που ήμαστε πρώτα, που τα χωριά ήταν μόνο οι Έλληνες, που ήτανε; που ήτανε στο στα εστιατόρια. Τα εστιατόρια δεν... Αυτά επηγαίνανε συνήθως οι Kυθήριοι. Και οι Kυθήριοι, οι Κυθήριοι- είχανε, δηλαδή σε έπαιρνε ή για μάγερα ή για αυτά, που δεν ήξερες, αλλά εμάθαινες και είχες σωστή δουλειά. Ήτανε οι μόνοι Έλληνες οι Κυθήριοι, που παγαίνανε στα μαγαζιά. Και μετά κανένας Έλληνας κανένας Τσιριγώτης δεν πήγαινε στα εργοστάσια, ήτανε μόνο στα μαγαζιά. Το αυτό ήτανε πως στο τέλος αυτός, που δούλευε σε ελληνικό μαγαζί, σε τσιριγώτικο μαγαζί, μετά τελείωνε και έπαιρνε δικό του μαγαζί και δεν ξαναπήγαινε. Δεν κούταγε κι αυτός… Δηλαδή οι Τσιριγώτες ήτανε πάρα πάρα πολύ λίγοι, που έχουνε δουλέψει σε εργοστάσια. Όλοι δουλέψανε σε μαγαζιά, σε μαγαζιά. Τώρα, η δεύτερη γενιά κι αυτά τα παιδιά εσπουδάσανε, τα Ελληνόπουλα, αυστραλογεννημένα σπουδάσανε και γίναν αυτά. Βέβαια, δεν πήγανε στα μαγαζιά, αλλά γινήκανε επιστήμονες, γινήκανε διάφορα αυτά. Δεν επήρανε τα… Λίγοι είναι στα μαγαζιά, οι περισσότεροι είναι επιστήμονες.
Πείτε μας λίγα περισσότερα πράγματα για τους… για τους συλλόγους των Ελλήνων, για την εκκλησία… για όλα αυτά, που είχαν φτιάξει.
Κοίταξε, δεν… η εκκλησία υπήρχε. Κάθε Κυριακή υπήρχε εκκλησία. Δεν είχαμε πρόβλημα, αλλά τα πρώτα χρόνια που ήμασταν στα χωριά ούτε εκκλησία ξέραμε, ούτε τίποτα, ούτε ακούγαμε λειτουργία ή τίποτα, ούτε κάτι το ελληνικό. Έπρεπε να πιάσουμε το ράδιο, να ’χομε το ράδιο, να προσπαθούμε τις πρωινές ώρες να πιάσουμε τα βραχεία και κάτι να ακούσομε ελληνικό, εάν το πιάναμε που υπήρχανε τα… τα παράσιτα και δεν μπορούσες να το πιάσεις εύκολα και δεν ήξερες ελληνικά τίποτα. Αλλά εκεί στο Newcastle, που ήμασταν ήταν διαφορετικά, γιατί είχαν αναπτυχθεί οι κοινότητες, είχαν αναπτυχθεί και ήτανε πολύ καλύτερα.
Ο σύλλογος αυτός, οι σύλλογοι αυτοί έκαναν εκδηλώσεις;
Εκδηλώσεις εκάνανε, βεβαίως, εθνικές γιορτές πάντα κάνανε εκδηλώσεις. Εκάνανε διάφορα αυτά, χορούς. Χορούς κάθε τόσο και χορούς προπαντό[00:25:00]ς, που… Δηλαδή, για να καταλάβεις κάνανε χορούς και πού κάνανε χορούς; Στο δημαρχείο. Ενοικιάζανε το δημαρχείο και γινόταν στο δημαρχείο ο χορός, δηλαδή πολύς κόσμος, πολύς κόσμος. Κατάλαβες; Δεν ήτανε, δηλαδή μικρή κοινότητα ή αυτό, ήτανε μεγάλη κοινότητα. Στο δημαρχείο γινόντουσαν οι χοροί ή σε μεγάλο κέντρο και αυτά και ήταν ταχτικά αυτά σε κάθε εκδήλωση αυτά γινόταν και οι χοροί και διάφορα. Εφέρνανε ελληνικές ταινίες, γιατί εκεί η τηλεόραση δεν υπήρχε τότες, είχανε… αργότερα άρχισε η τηλεόραση. Εφέρνανε ελληνικές ταινίες και βλέπαμε, και πολλές, δείχνανε δύο ταινίες, αλλά βέβαια πολλές από τις δύο, η μία ήτανε διαφορετική. Η πρώτη την είχαμε δει και μια και δυο και τρεις και πέντε φορές, αλλά επηγαίναμε, γιατί ήτανε κάτι το ελληνικό. Στο μέρος, που ήμαστε είχανε και μεγάλη εξαγωγή. Ήτανε μεγάλο λιμάνι και έκανε μεγάλη εξαγωγή στάρι, κάρβουνο, σίδερο κι αυτά και έβγαζε και πολύ ψάρι και το περισσότερο ψάρι πήγαινε στο Σύδνεϋ. Ήτανε μεγάλο λιμάνι και είναι.
Είπατε πριν, ότι ήτανε μεγάλος ο σύλλογος, είχε πολύ κόσμο. Δηλαδή περίπου πόσοι Έλληνες μπορεί να ήσασταν;
Θα ’μασταν 5-6 χιλιάδες Έλληνες οπωσδήποτε τότε. Τώρα, τώρα με τα αυτά, θα’ ναι πολύ περισσότεροι, πολύ περισσότεροι.
Όταν ήσασταν εκεί, στην Αυστραλία σας έλειπε η πατρίδα, τα Κύθηρα;
Οπωσδήποτε λείπει. Και στην Αθήνα να είσαι, σου λείπουνε τα Κύθηρα. Αυτό είναι πάντοτε μες στο μυαλό σου.
Είχατε στο μυαλό σας τότε να επιστρέψετε ξανά κάποια στιγμή στην Ελλάδα;
Κοίταξε, εγώ ήρθα και παντρεύτηκα το ’70, το 1970 ήρθα στην Ελλάδα και παντρεύτηκα. Οπωσδήποτε δεν μπορούσα να παντρευτώ και πρωτύτερα, γιατί έπρεπε να φτιάξω – να φτιάξομε – το μαγαζί, να μεγαλώσει το μαγαζί, να φτιάξομε το μαγαζί, να αποκατασταθούνε όλα τα πράγματα και μετά ήρθα στην Ελλάδα. Δηλαδή οι πρώτες όχι διακοπές, που λένε: «Ερχόμαστε διακοπές, πάμε διακοπές κάθε χρόνο». Εγώ ήτανε το πρώτη διακοπές που πήρα, από το '52 επήρα το ’70 κι ήρθα στην Ελλάδα. Εκάθησα 5-6 μήνες και παντρεύτηκα κι έμεινα δω και πήρα… πήρα χωριανή μου, τη Μαρία και μετά επήγαμε στην Αυστραλία. Εδούλεψε κι εκείνη μες στο μαγαζί, αποκτήσαμε δύο παιδιά εκεί και μες στο μαγαζί, βέβαια, δεν ήταν εύκολα να έχεις και… Επήραμε σπίτι, μέναμε σπίτι χωριστά και αυτά, αλλά δεν ήταν εύκολο να έχεις και μαγαζί και παιδιά. Και εντάξει δουλέψαμε, αλλά ύστερα ήρθε ο καιρός πρέπει να να αποφασίσομε ή θα δουλεύαμε εκεί ή θα γυρίζαμε στην Ελλάδα και πουλήσαμε το μαγαζί, τις μπίζινες, και γυρίσαμε στην Ελλάδα. Τα παιδιά γυρίσαμε… Εμείναμε μέχρι το… το ’87 νομίζω επήγαμε πάλι πίσω. Τα παιδιά πήγανε εκεί μερικό καιρό στο σχολείο και ήταν αριστούχοι και οι δύο τους στο σχολείο, δηλαδή σε όλο το νομό και… Αλλά είπαμε ή να μείνομε ή να γυρίσομε. Τα παιδιά δεν θέλανε να μείνομε. Τα παιδιά θέλανε να γυρίσουν. Οπωσδήποτε είχανε φιλίες, είχανε αποκτήσει εδώ φιλίες, στα Κύθηρα και αυτά, και εγυρίσαμε πάλι, εγυρίσαμε πίσω και αυτό ήτανε. Εγώ ξαναπήγα πάλι το ’87, γυρίσαμε, ξαναπήγα πάλι το 2000 και από το 2000 έχω να πάω. Αλλά έχω βέβαια εκεί τα αδέρφια μου. Η μία μου αδερφή έχει πεθάνει, αλλά να σκεφτείς πως μαζεύονται όλοι τα Χριστούγεννα ή τη γιορτή και αυτά όλα μαζεύονται. Δηλαδή από τα τέσσερα αδέρφια, που έχω – οι γονείς μου πεθάναν εκεί στην Αυστραλία που ερχόντουσαν κάθε χρόνο πρώτα, κάθε χρόνο τελευταία, κάθε χρόνο κάνανε καλοκαίρι στην Ελλάδα – αλλά, όταν μαζεύονται όλοι μαζί είναι πάνω από 50 άτομα. Δηλαδή ανίψια, οι γονείς τους και τ’ αυτά, πάνω από 50 άτομα, τα οποία τα περισσότερα δεν τα ξέρω εγώ, δεν τα ξέρω. Έχω ανίψια και αυτά, που δεν τα ξέρω. Πολλά έρχονται, έχουν έρθει εδώ, αλλά όχι όλα έχουν έρθει.
Πώς νιώσατε, όταν επιστρέψατε μόνιμα στην Ελλάδα, στα Κύθηρα;
Κοίταξε, η ζωή… Εγώ είχα μάθει από μικρός να δουλεύω. Η δουλειά δεν μ’ έχει αυτώσει ποτές εμένα. Η δουλειά δεν με πειράζει. Αλλά, βέβαια, εδούλευα, και δω που δούλεψα δε πήγα στο μεροκάματο ή να κάμω κάτι αυτά. Ήτανε μόνο να κάνω κάτι για να συντηρώ το σπίτι και την οικογένειά μου. Δεν πήγα αυτό. Αλλά, εν τω μεταξύ, από το ίδιο αυτό είχαμε πάλι εισόδημα απ’ την Αυστραλία. Κατάλαβες; Εφύγαμε από την Αυστραλία, δεν τα πουλήσαμε όλα ό,τι είχαμε. Και είχαμε εισόδημα από την Αυστραλία, γιατί καλά είναι να ξέρεις και το μέλλον τι θα κάμεις. Δηλαδή, δεν ξέρεις τι γίνεται εδώ κι εκεί. Αλλάζουν τα πράγματα.
Αναφορικά με το ταξίδι [00:30:00]που από δω που πήγατε στην Αυστραλία, θυμάστε περίπου πόσο κόστιζε τότε;
Όχι, δεν μπορώ να σας πω. Δεν θυμάμαι, δεν θυμάμαι. Αλλά εγώ θυμάμαι που λέγανε, πως ήθελες περίπου πάνω σχεδόν χρόνο να δουλεύεις, για να βγάλεις τα ναύλα σου, για να βγάλεις τα ναύλα σου. Μη ξεχάσεις ένα μήνα να είσαι στο καράβι, να σε πάει και να σε ταΐζει και να σε κοιμίζει, ήτανε σα να έχεις ξενοδοχείο, να έχεις ένα αυτό. Δεν ήταν εύκολο πράγμα να σε πάει σε 20 ώρες και να σου λέει: «Φύγε και πλήρωσε». Έπρεπε να σε κοιμίζει και να σε ταΐζει. Ήτανε… Οπωσδήποτε φθηνά δεν ήτανε.
Κύριε Γιάννη, φτάνοντας προς το τέλος της κουβέντας μας, υπάρχει κάτι άλλο, που θέλετε να προσθέσετε;
Όχι, δεν… Νομίζω τα είπα όλα, ό,τι είναι. Τώρα, αν θέλει πάλι να γίνει άλλος κανένας μετανάστης, μπορεί να πάει στην Αυστραλία, αλλά οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Θα πάρει το αεροπλάνο και σε 20 ώρες θα ’ναι εκεί. Και όλα και οι συνθήκες ζωής και όλα. Και ασφαλώς αυτός, που θα φύγει από δω να πάει θα ξέρει και εγγλέζικα, θα ξέρει και μια τέχνη, θα είναι αυτά. Δεν είναι τα χρόνια, που ζήσαμε εμείς. Έχουν αλλάξει τα πάντα και τις ανέσεις και τα κινητά και το ένα και το άλλο που έχει.
Κύριε Γιάννη, φτάσαμε στο τέλος της κουβέντας μας και θέλω να σας ευχαριστήσω πολύ, για την ωραία συζήτηση, που είχαμε.
Να ’σαι καλά. Ευχαριστώ.
Φωτογραφίες

Στο ταξίδι από Ελλάδα πρ ...
Ο Γιάννης Καλλίγερος, τρίτος από αριστερά, ...

Ο Γιάννης Καλλίγερος με ...
Ο Γιάννης Καλλίγερος μαζί με συναδέλφους τ ...

Ο Γιάννης Καλλίγερος παι ...
Ο Γιάννης Καλλίγερος, το μόνο παιδί, μαζί ...

Ο Γιάννης Καλλίγερος με ...
Ο Γιάννης Καλλίγερος μαζί με τη μητέρα του ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Γιάννης Καλλίγερος αφηγείται τη ζωή του στην Αυστραλία. Αναφέρεται αρχικά στους λόγους που τον οδήγησαν, στις αρχές του '50, να μεταναστεύσει, σε ηλικία 13 ετών. Περιγράφει το ταξίδι του προς την Αυστραλία και μιλά για τα εστιατόρια, στα οποία εργάστηκε. Τέλος, εξηγεί γιατί πήρε την απόφαση να επιστρέψει με την οικογένειά του μόνιμα στην Ελλάδα.
Αφηγητές/τριες
Ιωάννης Καλλίγερος
Ερευνητές/τριες
Ελένη-Ελέσα Κομηνού
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
07/09/2022
Διάρκεια
31'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Γιάννης Καλλίγερος αφηγείται τη ζωή του στην Αυστραλία. Αναφέρεται αρχικά στους λόγους που τον οδήγησαν, στις αρχές του '50, να μεταναστεύσει, σε ηλικία 13 ετών. Περιγράφει το ταξίδι του προς την Αυστραλία και μιλά για τα εστιατόρια, στα οποία εργάστηκε. Τέλος, εξηγεί γιατί πήρε την απόφαση να επιστρέψει με την οικογένειά του μόνιμα στην Ελλάδα.
Αφηγητές/τριες
Ιωάννης Καλλίγερος
Ερευνητές/τριες
Ελένη-Ελέσα Κομηνού
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
07/09/2022
Διάρκεια
31'