© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Στον Ιερό Ναό του Αγίου Λουκά στο Ναύπλιο
Κωδικός Ιστορίας
13016
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δημήτριος Κρουσταλάκης (Δ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/07/2020
Ερευνητής/τρια
Απόστολος Προύντζος (Α.Π.)
[00:00:00]Καλησπέρα σας.
Καλησπέρα.
Θα μπορούσατε να μου πείτε το όνομά σας;
Λέγομαι πατήρ Δημήτριος Κρουσταλάκης.
Ωραία, εγώ ονομάζομαι Απόστολος Προύντζος, εργάζομαι για την εταιρία Istorima και είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε.
Ωραία.
Λοιπόν, πάτερ Δημήτριε, θέλω να μου πείτε πώς μεγαλώσατε αρχικά, πώς ξεκινήσατε, πού... Ποια ήταν τα πρώτα σας...
Ναι, να πω ότι γεννήθηκα στην Αθήνα και μεγάλωσα στην περιοχή της Καισαριανής. Τα παιδικά μου χρόνια, πώς να τα χαρακτηρίσω; Όπως τα παιδικά χρόνια ενός παιδιού μιας οικογένειας που ζει μέσα στην πόλη. Έτσι, σχολείο πήγα στο... απ’ το δημοτικό μέχρι και το λύκειο, στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην οδό Σκουφά, και εκεί... από εκεί, δεν μπορώ να πω, έχω τις, έτσι, πάρα πολύ ωραίες αναμνήσεις από τους συμμαθητές μου και τους δασκάλους και καθηγητές μου, όχι όλους βέβαια.
Εντάξει, ωραία. Εγώ γνωρίζω ότι έχετε ασχοληθεί σχεδόν επαγγελματικά, με το... επαγγελματικά βασικά, όχι σχεδόν, με το ακορντεόν. Έχετε γενικά αρκετά χόμπι σαν άνθρωπος, θα θέλατε να μου τα περιγράψετε λίγο;
Το κομμάτι της μουσικής είναι ένα ιδιαίτερο κομμάτι στη ζωή μου, όπως πολύ καλά ανέφερες. Κανείς, βέβαια, δεν ξεκινάει με το όραμα ότι θα γίνει μουσικός. Μία κλίση προς τη μουσική θα το έλεγα, ας το πούμε έτσι. Ένα πιάνο, το οποίο ήρθε κάποια στιγμή στο σπίτι, για την αδερφή μου, και αυτό το οποίο θυμάμαι είναι ότι την έδιωχνα για να κάτσω να παίξω εγώ μουσική, γιατί μου άρεσε πάρα πολύ. Δοκίμασα σιγά σιγά, έκανα δεκατρία χρόνια κλασικό πιάνο και κάποια στιγμή βρέθηκε στα χέρια μου ένα ακορντεόν. Χαρακτηριστικά, σε μία κατασκήνωση έγινε αυτό. Να πω ότι τα περισσότερά μου καλοκαίρια, από μαθητής μέχρι και μεγάλος, ένα μεγάλο διάστημα του καλοκαιριού το πέρναγα σε κατασκήνωση, στην κατασκήνωση των Χριστιανικών Μαθητικών Ομάδων στον Παρνασσό. Εκεί γνώρισα πολλούς ανθρώπους, που με βοήθησαν και στην πορεία μου στη συνέχεια, έτσι, με βοήθησαν στην προσωπικότητά μου. Εκεί λοιπόν, βρέθηκε ένα ακορντεόν και άρχισα σιγά σιγά να το περιεργάζομαι. Αγόρασα ένα ακορντεόν και άρχισα να μαθαίνω, είμαι αυτοδίδακτος στο ακορντεόν. Και μετά όπως ανέφερες, άρχισα σιγά σιγά να το καλλιεργώ πιο συστηματικά. Ήρθε και η πρώτη πρόταση από κάποιον γνωστό, να πάμε να καλύψουμε μια εκδήλωση, και σιγά σιγά μπήκαμε, έτσι, στο χώρο τον πιο επαγγελματικό. Είχα αρκετές συνεργασίες με μουσικούς, με σχήματα και στον χώρο της παραδοσιακής μουσικής και στο χώρο του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού. Με κορύφωση την συνεργασία που είχα με το Σταμάτη Σπανουδάκη στο CD Νύφες, για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη Νύφες, δεν θυμάμαι ποια χρονιά, να σου πω την αλήθεια. Ναι.
Όλα αυτά ήταν πριν ασχοληθείτε με την... ή συγχρόνως;
Αυτό ήταν, η μουσική δεν έχει σταματήσει, δεν σταματάει, είναι κάτι σαν το ποδήλατο. Μπορεί να το αφήνεις για λίγο καιρό στην άκρη, αλλά είναι κάτι το οποίο δεν ξεχνιέται και είναι κάτι το οποίο σε τραβάει, η μουσική σε καλεί. Ναι, κατά κύριο λόγο πριν ασχοληθώ, να πω ότι τελειώνοντας το σχολείο πέρασα στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, εκεί τέλειωσα το τμήμα Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας, στη συνέχεια έκανα ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, στο κομμάτι της διδακτικής των αρχαίων ελληνικών και της ιστορίας, και το 2009 διορίστηκα ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση στο ιδιωτικό σχολείο της Ιονίου Σχολής, στη Φιλοθέη. Και παρέμεινα εκεί μέχρι το 2014 από όπου παραιτήθηκα έτσι ώστε να προχωρήσω στο επόμενο στάδιο της ζωής μου, που ήταν βέβαια η ιεροσύνη. Για αυτό βέβαια μπορούμε να πούμε στη συνέχεια κάτι. Τώρα, σε ότι αφορά το κομμάτι της μουσικής, όπως ανέφερα είναι κάτι το οποίο πάντοτε με τραβάει, πάντοτε με συγκινεί, μου αρέσει η μουσική, ακούω μουσική. Παρά το δύσκολο του προγράμματός μου προσπαθώ να ενημερώνομαι σχετικά με τη μουσική, να ακούω καινούργια τραγούδια, να πηγαίνω σε συναυλίες, όσο υπάρχει η δυνατότητα βέβαια, έτσι.
Ασχολιόσασταν από μικρός με τη μουσική;
Από μικρός ξεκίνησα, ναι, όπως είπαμε με το πιάνο, κλασσικές σπουδές, μέχρι το επίπεδο της ανωτέρας, δεν προχώρησα δυστυχώς πάρα πέρα, στο πτυχίο. Και κάποια στιγμή αρκετά αργότερα, ως φοιτητής ασχολήθηκα και με την βυζαντινή μουσική, εκκλησιαστική μουσική, θα λέγαμε. Ολοκλήρωσα εκεί τις σπουδές μου, πήρα το πτυχίο μου και το δίπλωμα του διδασκάλου. Είχα αρκετές συνεργασίες και στο κομμάτι της βυζαντινής, σε χορωδίες, σε μεγάλες χορωδίες, με αρκετές συναυλίες εντός και εκτός Ελλάδας, έτσι;
Από ό,τι μου είπατε, τα περισσότερα παιδικά σας καλοκαίρια τα είχατε περάσει σε μία κατασκήνωση η οποία ήταν της εκκλησίας;
Ήταν εκκλησιαστική, ναι.
Αυτό πώς ξεκίνησε;
[00:05:00]Πώς ξεκίνησε, πώς προέκυψε; Είναι κάτι το οποίο και αυτό, ας πούμε, έγινε δοκιμαστικά, η οικογένειά μου βέβαια ήταν πάντοτε στο χώρο της εκκλησίας. Η μητέρα μου είχε περάσει από τον χώρο των Χριστιανικών Μαθητικών Ομάδων, στην περιοχή της Βραώνας της Αττικής, και ήταν κάτι το φυσικό να πάει και το παιδί της οικογένειας, να πάει να δοκιμάσει την κατασκήνωση. Ήταν κάτι το οποίο μου ταίριαζε βέβαια, αν δεν το ήθελα δεν θα πήγαινα. Απόδειξη αυτού ήταν ότι ξεκίνησα... Πήγα την πρώτη φορά το 1989, αν θυμάμαι καλά, και τελευταία φορά πήγα πάλι στην κατασκήνωση ως υπαρχηγός πλέον, στην κατασκήνωση στην περίοδο των μεγάλων παιδιών, μεγάλων αγοριών, παιδιών λυκείου, το 2010. Όλα αυτά τα χρόνια είναι, έτσι, μια εικοσαετία γεμάτη, πλήρης εμπειριών ζωής, ανεπανάληπτης θα το έλεγα. Γιατί εύχομαι για όλα τα παιδιά, εύχομαι για όλα τα παιδιά έστω και μια φορά, να έχουν την εμπειρία και την δυνατότητα να πάνε σε μια κατασκήνωση. Μια όχι οποιαδήποτε κατασκήνωση, όχι ότι έχω τίποτα εναντίον κατασκηνώσεων άλλου τύπου, εμπορικού τύπου. Με την έννοια ότι μία εκκλησιαστική κατασκήνωση έχει έναν άλλο στόχο, έναν άλλο προσανατολισμό, ένα άλλο πρόγραμμα ίσως, και μία... ένα διαφορετικό ύφος. Να πω ότι από τότε διατηρώ σχέσεις και φιλίες μ’ ανθρώπους. Φαντάσου, έτσι, από την ηλικία των... Όταν είσαι στην πέμπτη δημοτικού και κρατάς επαφή με όταν έχεις φτάσει μέχρι τα σαράντα δύο σου χρόνια, έτσι, αυτό δείχνει πάρα, πάρα πολλά. Και από αυτές τις κατασκηνώσεις πέρασαν πάρα πολλοί άνθρωποι και πάντοτε έχουν να λένε πράγματα όμορφα για τις στιγμές αυτές. Ξέρεις, είναι πολύ σημαντικό, από τη στιγμή που είσαι μέσα στο σπίτι σου, καλείσαι για δέκα δεκαπέντε μέρες να συνυπάρξεις με ανθρώπους τους οποίους δεν τους γνωρίζεις καν. Και είναι φοβερό το αίσθημα γιατί την πρώτη μέρα πραγματικά νιώθεις τόσο αμήχανα, γιατί πρέπει να κοιμηθείς με ένα άγνωστο δίπλα σου. Και μετά από δεκαπέντε μέρες αισθάνεσαι ότι αυτός που ήταν δίπλα σου άγνωστος την πρώτη μέρα, πλέον είναι αδερφός σου. Τόσο πολύ, τόσο έντονο είναι το δέσιμο, κάποιοι άνθρωποι αυτό το ζουν πολύ πολύ αργότερα, και μιλάω κυρίως για τους άντρες, γιατί μπορεί να πάνε στο στρατό σε μεγάλη ηλικία και δυστυχώς το ζουν υπό ένα καθεστώς όχι τόσο ευχάριστο. Γιατί ο άλλος πάει στο στρατό, δεν είναι ό,τι καλύτερο, έτσι; Μπορεί να γνωρίσεις κάθε καρυδιάς καρύδι, που λέμε. Όχι ότι εμείς είμαστε καλύτεροι αλλά, έτσι...
Ποιο πιστεύετε ότι ήταν το έναυσμα να αλλάξετε πορεία επαγγελματική, να σταματήσετε από το σχολείο που ήσασταν και να στραφείτε προς την ιεροσύνη;
Καλά το έθεσες από μια έννοια, αλλαγή επαγγελματική, εγώ θα έλεγα διακοπή επαγγελματική. Γιατί η ιεροσύνη είναι κάτι πέρα από το επάγγελμα. Η ιεροσύνη δεν είναι επάγγελμα, ή τουλάχιστον δεν πρέπει να το βλέπεις σαν επάγγελμα. Δυστυχώς, πολλές φόρες παρασυρόμαστε οι άνθρωποι και οι ιερείς και μπαίνει πολύ έντονο το στοιχείο το επαγγελματικό, και αυτό φαίνεται πάρα πολύ και ο κόσμος το αντιλαμβάνεται και το αισθάνεται. Ο ιερέας είναι διάκονος, ο ιερέας γίνεται ιερέας, τουλάχιστον έτσι ξεκινάει, για να υπηρετεί τον Θεό και τους ανθρώπους. Αυτή είναι εντολή που μας δίνει ο Χριστός μας: Να διακονούμε τους ανθρώπους. Αυτό έκανε και ο Χριστός το βράδυ του Μυστικού Δείπνου, όταν με πολλή ταπείνωση ζώστηκε το λεντίο και έπλυνε τα πόδια των μαθητών του. Τότε ο Πέτρος αντέδρασε και λέει: «Εσύ θα μου πλύνεις τα πόδια;». Και λέει: «Αν δεν σου πλύνω τα πόδια, τότε δεν έχεις θέση ανάμεσά μας». Και βέβαια του είπε ο Πέτρος, λέει: «Όχι μόνο τα πόδια μου, αλλά και το κεφάλι μου», κατάλαβε τότε ο Πέτρος ότι ο Χριστός έδωσε ένα δίδαγμα, έδωσε ένα μάθημα, το μάθημα της διακονίας. Και λέει: «Αυτός που θέλει να είναι πρώτος να είναι διάκονος όλων των άλλων». Κάπως έτσι λοιπόν ξεκινάμε, με ένα τέτοιο όραμα. Βέβαια, δεν είναι δικό μας έργο αυτό, αυτό είναι έργο του Θεού και ο Θεός είναι αυτός ο οποίος δίνει με τη χάρη του τη βοήθεια στους ανθρώπους, τους ιερείς, να διατηρήσουν αυτό το χάρισμα της ιεροσύνης μέχρι τα όσα χρόνια δηλαδή τους δώσει και τους χαρίσει. Είναι μία πρόκληση θα έλεγα, ιδιαίτερα στην εποχή μας τη στιγμή που οι άνθρωποι έχουν ανάγκη και δεν είναι τόσο το κομμάτι το υλικό. Πολλές φορές μένουμε στο ότι οι άνθρωποι καταφεύγουν στην εκκλησία για να ζητήσουν μια βοήθεια, να ζητήσουν μια ελεημοσύνη, όχι. Ο κόσμος δεν έχει αυτό ανάγκη, αυτό μπορεί να το κάνει το κράτος, η κοινωνική πρόνοια είναι κομμάτι του κράτους, άσχετα αν το κάνει καλά ή δεν το κάνει. Η εκκλησία είναι θεραπευτήριο, η εκκλησία είναι νοσοκομείο και ιατρός είναι ο Χριστός. Έρχεται λοιπόν ο άνθρωπος όποιος είναι τραυματισμένος, είναι πληγωμένος από τις ίδιες του τις αμαρτίες, από τα ίδια του τα λάθη, και προσφεύγει, καταφεύγει στην εκκλησία και στον ιερέα ώστε να εναποθέσει σ’ αυτόν όλο του το πρόβλημα και ο ιερέας οφείλει αυτόν τον άνθρωπο να τον αγκαλιάσει με αγάπη. Αυτό μας διδάσκει ο Χριστός, ο ιερέας δεν μπορεί είναι καταπέλτης, [00:10:00]δεν μπορεί να κατατροπώνει τους ανθρώπους απέναντί του. Ο ιερέας δεν κουνάει το δάχτυλο, δεν πρέπει να κουνάει το δάχτυλο στους ανθρώπους, ούτε πρέπει να κηρύττει έτσι, από τον άμβωνα, το κήρυγμα του ιερέα πρέπει να είναι ένα κήρυγμα αγάπης, αυτό χρειάζεται ο κόσμος, αγάπη. Και το πολύ σημαντικότερο βέβαια, ότι ο ιερέας χρειάζεται πάρα πάρα πολύ μεγάλη υπομονή, γιατί ο κόσμος έχει πολύ μεγάλη ανάγκη να μιλήσει, κάτι το οποίο του λείπει, και δυστυχώς δεν έχουμε μάθει να ακούμε, μόνο να μιλάμε. Όπως κάνω εγώ αυτή τη στιγμή τώρα, έτσι; Έτσι λοιπόν, για να ολοκληρώσω αυτό, κάποια στιγμή η ιεροσύνη ήταν κάτι το οποίο υπήρχε στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, αλλά δεν ήταν έκδηλο και δεν ήταν φανερό. Δόθηκε η ευκαιρία αυτή γιατί... Μιλάμε για τους ανθρώπους ότι έχουν μια ιερατική κλίση, τον καλεί ο Θεός να κάνει αυτό το λειτούργημα. Εννοείται βέβαια ότι δεν φανταζόμασταν ποτέ, ούτε περιμένουμε, ο ίδιος ο Θεός να εμφανιστεί μπροστά μας και να μας πει: «Ξέρεις, θα γίνεις ιερέας». Παρουσιάζονται άνθρωποι και πρόσωπα στην ζωή μας τα οποία με τον λόγο τους, με την διδαχή τους, μας κατευθύνουν έτσι και έρχονται έτσι τα πράγματα ώστε η ιεροσύνη έρχεται ένα πράγμα το οποίο είναι φυσικό. Το ίδιο συνέβη και με έμενα το 2013, 2014, όταν σε μια συνάντηση μου που είχα με τον νυν μητροπολίτη Αργολίδος Νεκτάριο και τότε ηγούμενο στη Μονή Σαγματά, στη Θήβα, σε μία από τις συζητήσεις μας, όταν είχε εκλεγεί ήδη μητροπολίτης, δηλαδή στις αρχές, μου έκανε αυτή την πρόταση. Και μου λέει: «Για σκέψου το», χωρίς ποτέ να με πιέσει, «μήπως θα ήθελες να δεις τη διακονία των ανθρώπων από αυτό το πόστο;» Το συζήτησα μέσα μου, το είδα, το συζήτησα και με την οικογένειά μου και πρωτίστως με τη σύζυγό μου, γιατί για έναν έγγαμο ιερέα δεν είναι μια απόφαση προσωπική, αλλάζει η ζωή σου άρδην. Έτσι, από τη μια μέρα στην άλλη ντύνεσαι τα μαύρα, αφήνεις μαλλιά και γένια και ξαφνικά, ξέρεις, η ζωή σου κάπως αλλάζει. Άρα είναι μια απόφαση η οποία πρέπει να γίνει από κοινού και αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε αυτό τον δρόμο. Και για αυτό τον λόγο φύγαμε και από την Αθήνα και μετακομίσαμε, πλέον μένουμε στην όμορφη πόλη του Ναυπλίου. Έτσι έχει η ιστορία λοιπόν.
Ωραία, άρα σημαντικό ρόλο στην κίνησή σας αυτή, στην αλλαγή της ζωής σας αυτή, είχε ο μητροπολίτης Αργολίδας Νεκτάριος. Πώς τον γνωρίσατε;
Πώς τον γνώρισα. Αυτή είναι φοβερή ιστορία, την έχει και την διηγείται και ο ίδιος. Έμενα η καταγωγή μου κατά το ήμισυ είναι απ’ τη Θήβα, ο πατέρας μου είναι απ’ τη Θήβα. Σε μία εκδήλωση που γινόταν στην περιοχή του Αλιάρτου, προς τη Λιβαδειά, όπου είχε μία ομιλία, ο πατέρας μου την πραγματοπποιούσε, είχε έρθει τότε και ο πατήρ Νεκτάριος –εμείς πάντοτε έτσι τον λέγαμε γιατί έτσι τον μάθαμε– και ο πατέρας μου με σύστησε, μου λέει: «Κοίταξε, από εδώ είναι ο πατήρ Νεκτάριος, είναι ηγούμενος στη Μονή Σαγματά». Λέω: «Χαίρω πολύ, την ευχή σας», όπως θα ‘λεγες σε έναν ιερωμένο. Τι περιμένει κι ένας νέος να του πει ένας ιερωμένος, να του πει: «Με τι ασχολείσαι, τι κάνεις, αυτά, χαίρω πολύ», αλλά με εξέπληξε, ευχάριστα θα έλεγα, και με ρωτάει το εξής, μου λέει: «Έχεις διαβατήριο;» Λέω: «Ορίστε;» «Έχεις διαβατήριο;» Λέω: «Όχι». Μου λέει: «Να πας να βγάλεις». Του λέω: «Γιατί;» Μου λέει: «Φεύγουμε σε μερικές μέρες», μου λέει, «πάμε εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη. Κωνσταντινούπολη, Καππαδοκία». Γυρνάω στον πάτερα μου, του κάνω νόημα, λέω: «Αυτός τι είναι», λέω, «περίεργος». Του έδωσα το τηλέφωνο, με ξαναπήρε τηλέφωνο ο δεσπότης και μου λέει: «Άντε, περιμένω το διαβατήριό σου», εγώ το πήρα εντελώς αψήφιστα και γελώντας. Πράγματι, έβγαλα το διαβατήριο και λέω: «Τι έχω να χάσω, θα πάω». Τότε ήμουνα πρωτοετής φοιτητής 1997 αυτό. Και πράγματι πήγα στην καλύτερη ίσως εκδρομή που είχα πάει ποτέ μέχρι τότε. Ήταν πρώτη φορά που έβγαινα κιόλας στο εξωτερικό, η πρώτη φορά που έμπαινα στο αεροπλάνο. Και εκεί, εκτός ότι γνώρισα τον πατέρα Νεκτάριο, γνώρισα και μια σειρά πολλών νέων ανθρώπων, συνομήλικων, με τους οποίους διατηρώ ακόμα επικοινωνία και επαφή. Αυτό ήταν το πρώτο, η πρώτη συνάντηση και από τότε ας το πούμε ότι κολλήσαμε. Είναι τότε... Από τότε έχουν περάσει νομίζω είκοσι τρία χρόνια.
Πόσο εύκολη ήτανε η απόφασή σας να αφήσετε πίσω τη ζωή στην Αθήνα και να φύγετε για την επαρχία; Που από ό,τι κατάλαβα επαφή με την επαρχία ουσιαστική δεν είχατε.
Δεν είχα, όχι, έχεις δίκιο. Κάποτε είχα ευχηθεί, είχα πει στον εαυτό μου –αυτό φαίνεται τόσο αστείο αλλά μάλλον έπιασε– αν έφευγα ποτέ από την Αθήνα, που ήμουν πεπεισμένος ότι δεν θα ‘φευγα ποτέ από την Αθήνα γιατί μεγάλωσα στην Αθήνα, στις ωραίες εποχές της Αθήνας, με πολύ περπάτημα, πολλή βόλτα, και έλεγα αν ποτέ όμως έφευγα, σε δύο πόλεις μόνο θα ‘θελα να πάω να μείνω, η μια ήταν το Ναύπλιο και η άλλη ήταν τα Χανιά. Μου βγήκε το Ναύπλιο. Πράγματι, το είχα ευχηθεί αυτό, πολύ παλιά. Όταν έγινε λοιπόν αυτή η επιλογή βεβαίως, όπως σου ανέφερα, ήρθε το πάνω κάτω, έτσι; Έπρεπε να αλλάξω πολλά [00:15:00]πράγματα στην εργασία μας, εγώ εγκατέλειψα ουσιαστικά τα πάντα. Το σχολείο που εργαζόμουνα, παραιτήθηκα, σε μια εποχή που είναι δύσκολο να φεύγεις από δουλειά και να αφήνεις δουλειά, ένα εξασφαλισμένο, ας το πούμε, κατά κάποιο τρόπο βιοπορισμό, γιατί όταν ήρθα εδώ πέρα για μισό χρόνο περίπου ήμουνα άμισθος, δεν υπήρχε θέση. Μετά διορίστηκα και, εντάξει, λύθηκε αυτό το θέμα. Ήταν, ας το πούμε, ένα σχετικό ρίσκο για μας, για εμένα και την οικογένειά μου, αλλά μπρος στην πρόκληση και μπρος σε αυτό το οποίο ακολουθούσε, δεν το σκεφτόμουνα τότε, δεν με ενδιέφερε, έλεγα: «Θα το κάνω». Γενικά δεν είμαι τύπος ο οποίος τολμάω πολύ εύκολα και, να σου πω την αλήθεια, τώρα που το ξανασκέφτομαι απορώ πώς προχώρησε και το έκανα. Φαίνεται ήταν η βοήθεια του Θεού που με έσπρωξε και το έκανα αυτό, γιατί δεν, να σου επαναλάβω ότι δεν ήταν απόφαση μόνο δικιά μου, ήταν και απόφαση της συζύγου, η οποία και εκείνη εργάζεται σε ένα δύσκολο χώρο, είναι στο χώρο της υγείας, είναι νοσηλεύτρια, εργαζόταν σε ένα πολύ μεγάλο νοσοκομείο στην Αθήνα, στον Ερυθρό Σταύρο, και η διαδικασία να πάρει μετάθεση για να ‘ρθει εδώ στην περιοχή ήτανε πάρα, πάρα πολύ δύσκολη, όμως έγινε και αυτό. Όλα αυτά συνηγόρησαν στο να πούμε ότι: «Εντάξει, άξιζε τον κόπο να γίνει αυτό που έγινε». Και βέβαια, ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί τίποτα και λέμε, περιμένουμε ο Θεός να μας δείξει τι ακόμα μας επιφυλάσσει, για όλους μας ισχύει αυτό, βέβαια.
Τώρα είστε εδώ στην εκκλησία του αγίου Λουκά έτσι, σταθερά;
Ναι.
Ωραία, έχετε κάτι να μου πείτε για αυτό;
Να σου πω για τον άγιο Λουκά, ε; Άλλη ιστορία αυτή. Να πούμε καταρχήν για τον άγιο Λουκά και για όσους μας ακούν, ότι ο σύγχρονος αυτός άγιος ήταν Ρώσος στην καταγωγή, γεννιέται το 1877 στην Κριμαία από ευσεβείς γονείς. Ήταν ένας πολύ μέτριος μαθητής, παρ’ όλα αυτά στην ζωή του έκανε πολύ σπουδαία πράγματα. Όταν τέλειωσε το σχολείο, ασχολήθηκε αρχικά με την ζωγραφική, ήταν εξαίρετος ζωγράφος, πήγε στην Σχολή Καλών Τεχνών αλλά είχε πολύ έντονη την αγάπη για τον Θεό και τους ανθρώπους. Δεν τον γέμιζε αυτό που έκανε. Επιστρέφει, λοιπόν, στην πατρίδα του και γράφεται στην Ιατρική Σχολή του Κιέβου με σκοπό να γίνει ένα απλός δημογιατρός. Τελειώνει πρώτος την ιατρική σχολή και βέβαια όχι δημογιατρός δεν έγινε, αλλά έγινε ίσως ο κορυφαίος σύγχρονος γιατρός της χειρουργικής, εκείνη την εποχή. Πέρασε πάρα πολλά. Ήταν έγγαμος, να πούμε ότι είχε παντρευτεί, η σύζυγός του ήτανε νοσηλεύτρια, είχε τέσσερα παιδιά, η σύζυγός του πεθαίνει από φυματίωση πολύ νέα, σε ηλικία τριάντα οχτώ ετών, και εκείνος καλείται από εκεί και στο εξής να αντεπεξέλθει σ’ όλες αυτές τις δυσκολίες. Το 1917 έχουμε την Οκτωβριανή Επανάσταση και βέβαια ως πιστός άνθρωπος του Θεού μπήκε στο στόχαστρο του καθεστώτος. Τον συνέλαβαν πολλές φόρες, τέσσερις φόρες, τον ανέκριναν, τον φυλάκισαν και τον έστειλαν σε εξορία για έντεκα χρόνια, κυρίως στη Σιβηρία. Όπου και αν πήγε όμως, ποτέ δεν ξέχασε την διπλή του ιδιότητα, αυτή του ποιμένος... Να πούμε ότι στο 1921, ξέχασα να πω, χειροτονείται ιερέας, και το 1923 έγινε επίσκοπος, Μητροπολίτης Τασκένδης. Όλο αυτό το διάστημα επομένως που ήταν στην εξορία, δεν ξέχασε την διπλή του ιδιότητα, αυτή του ποιμένος και την άλλη του γιατρού. Ήταν πρωτοπόρος στην επιστήμη του, ήταν ο πρώτος ο οποίος εφάρμοσε μεθόδους τοπικής αναισθησίας, ήταν ο μοναδικός ο οποίος επιχείρησε, τότε, μεταμόσχευση νεφρού από ζώο σε άνθρωπο. Και είχε φοβερή αίσθηση της αφής και οι επεμβάσεις που έκανε ήταν πάρα πάρα πολύ καλές. Όμως, όπως ο ίδιος έλεγε, πάντοτε πριν απ’ το χειρουργείο προσευχόταν σε μια εικόνα που είχε κρεμασμένη, άναβε το καντήλι και στη συνέχεια έπαιρνε μια γάζα, τη βουτούσε στο ιώδιο και έκανε το σημείο του σταυρού στο στήθος του ασθενούς και έτσι προχωρούσε. Γι’ αυτό και όλες του οι επεμβάσεις πήγαν πάρα πάρα πολύ καλά. Υπολογίζεται, δε, ότι σε όλη του την ιατρική σταδιοδρομία χειρούργησε κοντά στους τριάντα χιλιάδες ασθενείς. Χειρουργούσε καθημερινά κοντά στους δεκαπέντε ασθενείς, φοβερός αριθμός. Κατά κοινή ομολογία και πράγματι αυτό φάνηκε αργότερα, ήταν ήδη ένας σπουδαίος και μεγάλος άγιος, δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό του. Να πω ότι ήταν ένας γιατρός ανάργυρος, δεν έπαιρνε χρήματα, ό,τι μόνο έπαιρνε απ’ το μισθό του, απ’ το κράτος, όσα ήταν αυτά, πολύ πενιχρές και δύσκολες εποχές και πάντοτε είχε ως μέλημα αυτό, πώς να βοηθάει τους ανθρώπους. Κοιμήθηκε το 1961 και το 1995 έγινε η επίσημη αγιοκατάταξή του από την Εκκλησία της Ουκρανίας. Ένα χρόνο αργότερα έγινε η ανακομιδή των λείψανων του, όπως λέμε, η εκταφή δηλαδή του σώματός του. Κατά την οποία ο εγκέφαλός του, τα μάτια του και η καρδιά του βρεθήκαν άφθαρτα, ως δείγμα της αγιότητός του, συμβαίνει πολλές φορές και σε πολλές περιπτώσεις αγίων. Ο άγιος Νεκτάριος για παράδειγμα, έγινε δύο φόρες η εκταφή του και το σώμα του βρέθηκε άφθαρτο δύο φορές. Είναι πολλά τα θαύματα τα οποία έρχονται καθημερινά άνθρωποι εδώ, στον ναό του Αγίου Λουκά, και μας απαριθμούν. Είναι συγκλονιστικό να σου περιγράφει [00:20:00]άνθρωπος ο οποίος είχε σοβαρότατα... άνθρωποι οι οποίοι είχαν σοβαρότατα θέματα υγείας και να σου λένε ότι: «Ο άγιος μας παρουσιάστηκε και μας έκανε καλά». Θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε πάρα πολλά όμως υπάρχουν βιβλία σχετικά με αυτά. Σε ένα από τα ταξίδια του, ο σεβασμιότατος εδώ μητροπολίτης μας Νεκτάριος, το 1996 είχε βρεθεί στην περιοχή της Κριμαίας. Τότε, για πρώτη φορά, ανακάλυψε τον άγιο Λουκά. Βρέθηκε τότε στα χέρια του μια σύντομη αυτοβιογραφία του και άρχισε να ψάχνει για τον άγιο. Συγκινήθηκε βέβαια πάρα πολύ από τη ζωή του, αξίζει κανείς να διαβάσει το βίο του γιατί είναι σαν κινηματογραφικό έργο, το τι πέρασε αυτός ο άνθρωπος, με πόση υπομονή και επιμονή. Άρχισε λοιπόν να ψάχνει, ταξίδεψε πάνω από εκατό, εκατόν πενήντα φορές σε εκείνο τον τόπο αλλά και σε άλλα σημεία της Ρωσίας, για να συλλέξει υλικό. Και έφερε πολλά αντικείμενά του εδώ, στην Ελλάδα, τα οποία βρίσκονταν αρχικά στη Μονή Σαγματά, όπως είπαμε στη Θήβα όπου ήταν ηγούμενος, και αργότερα μεταφέρθηκαν, ήρθαν εδώ, στον ναό μας. Ο ναός αυτός... Να πούμε καταρχήν κάτι άλλο το οποίο έχει μια ιδιαίτερη σημασία, όταν λοιπόν στην συζήτηση που κάναμε με τον πατέρα Νεκτάριο, τότε που μου έθεσε το θέμα της ιεροσύνης, μου λέει: «Άντε λοιπόν να κατέβεις στον Ναύπλιο μαζί, να σε κάνω ιερέα και να σε βάλω σε έναν ναό του αγίου Λουκά». Εγώ γέλασα τότε και του λέω: «Γέροντα, πώς είναι δυνατό; Και το ένα μου φαίνεται δύσκολο και το άλλο μου φαίνεται δύσκολο». «Γιατί;» μου λέει. Λέω: «Εντάξει», του λέω, «το θέμα της ιεροσύνης, πες ότι γίνομαι, εκκλησία πώς θα φτιάξεις;» του λέω, «εν μέσω κρίσης», μιλάμε για πολύ δύσκολη περίοδο. «Εντάξει», μου λέει, «πάμε και θα δούμε». Αυτό. Κοίταξε πόσο σημασία έχει η εμπιστοσύνη στο Θεό. Και πράγματι, με το που ήρθε εδώ ο δεσπότης, βρέθηκε μια οικογένεια Ελλήνων ομογενών που ζούν στην Αγία Πετρούπολη και οι οποίοι έδωσαν τα χρήματα για την ανοικοδόμηση του ναού. Ο ναός χτίστηκε πάρα πολύ γρήγορα, ξεκίνησε τον Ιούνιο του ‘15 και ολοκληρώθηκε μέχρι το Μάιο, μέχρι τον Απρίλιο του ‘17. Μέσα σε είκοσι δύο μήνες ήταν έτοιμος. Και όταν το συζητάγαμε μαζί, του θύμισα αυτή την συζήτηση που είχαμε και μου λέει: «Είδες», μου λέει, «που σ’ τα ‘λεγα;». Πράγματι λοιπόν, αν έρθει κανείς, αξίζει να επισκεφτεί αυτό το ναό. Είναι ένας όμορφος ναός, χτισμένος σε ρώσικο στυλ, αρκετά ψηλός, έχει δεκαοχτώ μέτρα ύψος ο τρούλος, και είναι διακοσμημένος με ρώσικα στοιχεία. Το τέμπλο με τις εικόνες, τα εικονοστάσια, ο πολυέλαιος και οι καμπάνες έχουν έρθει από την Αγία Πετρούπολη, για αυτό και οι εικόνες είναι γραμμένες οι επιγραφές τους στα ρωσικά. Να πούμε ότι ο ναός είναι ανοιχτός καθημερινά και τελείται κάθε μέρα θεία λειτουργία, παρόλο που αν έρθει κανείς θα δει ότι είναι χτισμένος στη μέση του πουθενά. Στο κάτω μέρος του ναού, θα δει κανείς το μουσείο του αγίου Λουκά, με αυτά που περιγράψαμε, με πλούσιο εποπτικό υλικό, φωτογραφίες από τα μέρη που πέρασε και βέβαια πολλά προσωπικά του αντικείμενα. Αυτή ήταν η σχέση μας, λοιπόν, με τον άγιο Λουκά, φαίνεται ότι από πολύ παλιά ο άγιος κατά κάποιο τρόπο μας είχε διαλέξει, ας το πούμε έτσι, αν μπορούμε να το πούμε. Όταν εγώ πρώτη φορά γνώρισα και άκουσα για τον άγιο Λουκά, πραγματικά το 1996-‘97 κάπου εκεί, επισκέφτηκα το 2004 για πρώτη φορά την Κριμαία, εκεί που είναι ο τόπος που έζησε τα τελευταία χρόνια και που βρίσκονται τα λείψανά του και ο τάφος του. Και μετά, το 2004 πάλι και το 2006 αντίστοιχα, κάναμε ένα φοβερό ταξίδι με τον πατέρα Νεκτάριο στη Σιβηρία, σε φοβερές αποστάσεις και φοβερές εκτάσεις, αχανείς εκτάσεις που δεν μπορεί να φανταστεί άνθρωπος ότι μπορεί να βρεθεί εκεί πέρα, ακολουθώντας τα ίχνη και τα βήματα όπου εκείνος πέρασε και πήγε εξόριστος. Αυτά με τον άγιο Λουκά.
Λοιπόν, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συζήτηση που είχαμε.
Να ‘σαι καλά, να ‘σαι καλά, Απόστολε, ευχαριστώ.