Μεταξουργείο Τζίβρε: Από 12 ετών, ως νταντά, και απ’ τα 14 εργάτρια
Ενότητα 1
Τα πρώτα χρόνια της αφηγήτριας, η οικογένειά της και το Σουφλί την περίοδο της Κατοχής
00:00:00 - 00:06:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα. Καλημέρα σας. Θα μας πείτε το όνομά σας; Λέγομαι Τσιαντούκα Βασιλική. Υπέροχα. Είμαι με την Τσιαντούκα Βασιλική στο Εργοστά…αι. Η οικογένεια μου, δόξα τω Θεώ, ευτυχισμένη. Τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου. Χαίρομαι. Κι όλα αυτά ξεκίνησαν από ‘δω μέσα. Από ‘δω μέσα!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η εργασία της μητέρας της στο μεταξουργείο Τζίβρε και η εργασία της ίδιας ως νταντά των παιδιών της οικογένειας Τζίβρε
00:06:36 - 00:13:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Από 12 χρονών που ερχόμουνα και έφερνα φαγητό στη μητέρα μου, με έβλεπαν τα αφεντικά φυσικά–. Κι άλλα παιδάκια ερχόταν, δεν ερχόμουν μόνο εγ…ά μέχρι εδώ. Πολύ ωραία. Εσείς μένατε μαζί τους εκείνο το διάστημα – Όχι, όχι. Ερχόταν η ώρα που σχόλαγε η μητέρα μου κι έφευγα μαζί της.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η ένταξή της στο εργοστάσιο στα 14
00:13:50 - 00:19:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και στα 14 σας, πώς αποφασίσατε να μπείτε στην παραγωγή; Το είχα πει στα αφεντικά ότι θέλω πάρα πολύ να μπω μέσα στο Μεταξουργείο, το είχα …ληρώσουν το ρεύμα, να πληρώσουν όποιος είχε οποιεσδήποτε άλλες υποχρεώσεις. Υπήρχαν πολλά στη ζωή, αλλά ανακουφιζόταν κάθε Σάββατο σου λέω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Οι πληρωμές, το σωματείο και η απεργία πείνας όταν έκλεισε το μεταξουργείο
00:19:18 - 00:25:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και οι τιμές πώς ήταν; Οι πληρωμές; 100 δραχμές στο πατόζι και 200 στην μαστόρισσα – Αυτό ήταν το έναντι. Το μεροκάματο ξεκινούσε και 40-43…αξύ τα σκουληκάκια αυτά, τα γνάφαλα, κι αυτά είχαν οι γυναίκες τα δούλευαν και τα στέλνανε κάτω για λίπασμα. Όλα, όλα από το μεταξουργείο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η καθημερινότητα στο εργοστάσιο: οι συνθήκες εργασίας, τα διαλείμματα, η γκρίνια, τα τραγούδια
00:25:07 - 00:40:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μπορείτε να μας περιγράψετε λίγα περισσότερα για αυτή τη διαδικασία; Πόσες δουλεύανε στο πατόζι, πόσες δουλεύανε – Κοίταξε, μέσα στο μεταξο… τα γύρω χωριά Πρωτοκκλήσι, Λάβαρα, Μάνδρα, βέβαια, είχαν πάρα πολλή παραγωγή! Όπως και το Σουφλί. Όλοι οι μπαξέδες κάτω ήταν μουρεόδεντρα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Επιθυμία αναβίωσης της καλλιέργειας μουρεόδεντρων και επεξεργασίας μεταξιού στο Σουφλί
00:40:41 - 00:47:17
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Από την ώρα που κατέστρεψαν τα μουρεόδεντρα, σταμάτησε η σηροτροφία και τώρα προσπαθούν να την αναπτύσσουν. Βάζουν μουρεόδεντρα από ό,τι βλέ…ώ κοπέλα μου. Καλή συνέχεια, καλή επιτυχία. Πάντα τέτοια, πάντα επιτυχίες και όσο μπορείτε να ζωντανέψετε τον τόπο μας. Να είστε καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Τα πρώτα χρόνια της αφηγήτριας, η οικογένειά της και το Σουφλί την περίοδο της Κατοχής
00:00:00 - 00:06:36
[00:00:00]Καλημέρα.
Καλημέρα σας.
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Λέγομαι Τσιαντούκα Βασιλική.
Υπέροχα. Είμαι με την Τσιαντούκα Βασιλική στο Εργοστάσιο του Τζίβρε. Σήμερα είναι Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021. Εγώ είμαι η Κατερίνα Πιστόλα, ερευνήτρια στο Istorima και ας ξεκινήσουμε με την καταγωγή σας. Γεννηθήκατε εδώ στο Σουφλί;
Λοιπόν, γεννήθηκα στο Σουφλί στις 20 του Γενάρη το 1944, παιδί της κατοχής. Δύσκολα τα χρόνια. Δεν γινόταν διαφορετικά, αλλά λόγω ότι η μητέρα μου δούλευε εδώ στο Μεταξουργείο το «Τζίβρε» και τα βγάζαμε πέρα. Γέννημα-θρέμμα Σουφλί. Σουφλί και το αγαπάω και το πονάω και αγωνίζομαι πάντα για το Σουφλί. Να ακούγεται το Σουφλί, να μην ξεχαστεί, να είναι πανελλαδικά – Να ακούγεται. Από τα παιδικά μου χρόνια μεγάλωσα ορφανή από πατέρα, όμως η μητέρα που δούλευε εδώ στο Μεταξουργείο του Τζίβρε και ήταν τα Κλωστοϋφαντουργεία. Από τη δεκαετία του '36, του ‘30 ήταν τα αργαλειά όπου δούλευε στο υφαντουργείο, μέχρι το '40 που άρχισε ο πόλεμος με τους Γερμανούς. Εκεί είχε 24 αργαλειούς. Επίσης, μέσα το Μεταξουργείο μαζί αναπηνίστριες, διαλογή κουκουλιών, διαλογή μετάξης και υφαντουργία ήταν γύρω στα 300 εργάσιμα χέρια. Δεν ήταν λίγο για το Σουφλί, ήταν πάρα πολύ. Να μην τα πολυλογούμε, η ζωή μου ήταν πολύ δύσκολη, γιατί κλείνοντας το εργοστάσιο το '40 καταλαβαίνετε για τους Σουφλιώτες ήταν λίγο δύσκολα. Λοιπόν εγώ γεννήθηκα το '44. Οι συνθήκες των γονιών μου ήταν διαφορετικές, πήραν τις δικές τους αποφάσεις. Ποτές μου η μάνα μου, η μητέρα μου δεν μου είπε άσχημα για τον πατέρα. Ο πατέρας ήταν σχεδόν ανύπαρκτος, μόνο με λόγια. Εγώ την λέξη πατέρα δυσκολεύτηκα να την πω, γιατί δεν είδα στοργή πατρική. Να μη σας τα πολυλογώ, μεγάλωνα με μία γιαγιά 80 χρόνων και τη μάνα, που όταν δούλευε στο εργοστάσιο, ήμασταν καλά. Όταν έκλεισε όμως ήταν δύσκολη η κατάσταση. Οπότε προσπαθούσαν με τη σηροτροφία και με άλλες μικροδουλειές που γίνονταν – Γιατί τη σηροτροφία που έφτιαχναν όλο το κουκούλι, γειτονικά, με παραδοσιακή τέχνη, το κουκούλι το έκαναν μετάξι, το μετάξι το ύφαιναν στον αργαλειό, έκαναν μεταξωτά μαντήλια γειτονικά και τα πουλούσαν. Ιδίως οι Γερμανοί τα έπαιρναν και πληρώναν αμέσως. Ο κόπος τους ήταν πολύ καλά και από ‘κει κοίταζαν να συντηρήσουν την οικογένειά τους. Δύσκολα βέβαια, μόνο με αυτό, αλλά κοίτα, μπρος στο χειρότερο, αν δεν είναι από αλλού να δουλέψεις... Μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος και ήρθαν τα αφεντικά και άνοιξε το εργοστάσιο και άρχισε να ξαναδουλεύουν πάλι. Άλλαξαν τα πράγματα, κουτσά-στραβά και ο τόπος άρχισε να παίρνει τα πάνω του και όλοι μας φυσικά. Όσοι εργαζόταν μέσα εδώ, οικογένειες, ήταν διαφορετικά. Στο σχολείο που πήγαινα, καταλαβαίνετε τώρα, λίγο δύσκολα τα πράγματα. Αγαπούσα πάρα πολύ το σχολείο, μα πάρα πολύ! Είχα τόσο καλούς δασκάλους και αυτό έλεγαν στη μάνα μου: «Μην αδικείς το παιδί σου. Στείλ’ το στο σχολείο, στο Γυμνάσιο!». Τότε όμως και δίδακτρα και τα πάντα ήταν πληρωμένα. Λίγο δύσκολα η μάνα μου για να τα βγάλει πέρα. Ήθελε, αλλά δεν μπορούσε. Δεν την κατηγορώ, την ευχαριστώ που με έφερε στη ζωή. Την ευχαριστώ για τον αγώνα που έκανε για να με μεγαλώσει. Κοίταζε να μην μου στερήσει τίποτα, αλλά γρήγορα την έχασα. Γρήγορα την έχασα, ευτυχώς που πρόλαβε παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, πρόλαβε είδε εγγόνια, τα χάρηκε και στα 61 της χρόνια, την έχασα. Όμως, δόξα τω Θεώ, με το σύζυγό μου κάναμε [00:05:00]μία πολύ καλή οικογένεια. Τον γνώρισα από τα 14, στα παιδικά, εφηβικά μου χρόνια και από τότε είμαστε ακόμα μαζί! Τον γνώρισα πάλι εδώ μέσα, στα διαλείμματα. Τρώγαμε το μεσημέρι τα κοριτσάκια και βγαίναμε έξω στο δρόμο να κάνουμε τη βόλτα μας από τις 11:30 μέχρι τις 12:30. Έτυχε να με δει, τέλος πάντων, έκανε την πρώτη αρχή και ανταποκρίθηκα. Μου άρεσε ο τύπος του, του άρεσα, μου άρεσε. Για να είμαστε τόσα χρόνια μαζί πάει να πει ότι ταιριάξαμε! Δόξα τω Θεώ κάναμε δύο παιδιά, έχω τα εγγόνια μου. Εν τω μεταξύ, δύο γέννησα, τρία μεγάλωσα. Είχε ένα πολύ φοβερό ατύχημα του κουνιάδου μου η γυναίκα, η συννυφάδα μου. Μόλις γέννησε το παιδάκι της έπαθε εγκεφαλικό και το παιδάκι έπρεπε κάποιος να το πάρει. Χωρίς καμία σκέψη, είπα το ναι, το πήρα το παιδί, το μεγάλωσα και σήμερα είναι 43 χρόνων και με λατρεύει σαν μάνα. Και εν τω μεταξύ και το κοριτσάκι που έκανε «γιαγιά» και «γιαγιά», όταν ακούω να μου φωνάζει και εκείνη η γιαγιά, τρελαίνομαι. Τρελαίνομαι. Η οικογένεια μου, δόξα τω Θεώ, ευτυχισμένη. Τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου. Χαίρομαι. Κι όλα αυτά ξεκίνησαν από ‘δω μέσα. Από ‘δω μέσα!
Ενότητα 2
Η εργασία της μητέρας της στο μεταξουργείο Τζίβρε και η εργασία της ίδιας ως νταντά των παιδιών της οικογένειας Τζίβρε
00:06:36 - 00:13:50
Από 12 χρονών που ερχόμουνα και έφερνα φαγητό στη μητέρα μου, με έβλεπαν τα αφεντικά φυσικά–. Κι άλλα παιδάκια ερχόταν, δεν ερχόμουν μόνο εγώ. Όσοι ήταν κοντινές αποστάσεις από τα σπίτια τους, πήγαιναν και έτρωγαν και στο σπίτι μάλιστα. Και πολλοί έφερναν φαγητό στους δικούς τους. Μία μέρα η γυναίκα του Ιακώβ θέλησε και τα παιδιά φυσικά –η Καίτη ήταν τρία χρόνια μικρότερή μου, εγώ αν ήμουν 12, η Καίτη ήταν 9– λέει: «Δεν παίρνουμε το κοριτσάκι της Αλεξάνδρας να το ‘χουμε εδώ να κάνουμε τις δουλειές μας όπου θέλουμε;» Και πραγματικά έτσι και έγινε. Φυσικά η μάνα μου καμία αντίδραση. Πώς θα φέρεις αντίρρηση στην γυναίκα του αφεντικού σου; Χαρά μου ήταν και μένα δικιά μου. Δεν θα ξεχάσω, μου έραψε ένα ρομπάκι μπεζ, πω πω πω, με κάτι συρτάκια... Ήμουν, τι να σου πω, μες στη χαρά! Και πρόσεχα και την Καίτη, γιατί σου λέω η Τούλα η μεγάλη πάντα διάβαζε για το σχολείο της. Η Καίτη ήταν όλο στα παιχνίδια. Ήταν τόσο ζωηρή και η Καίτη! Ανέβαινε πάνω στα κρεβάτια το τριώροφο το κτίριο και την ψάχναμε. Ήθελε παιχνίδια και η Καίτη. Και όταν ήταν να πάω να τους ψωνίσω μέσα στην αγορά ή να πάω στο φούρνο–. Γιατί εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν ηλεκτρικές κουζίνες, δεν υπήρχαν ψυγεία. Ο πάγος περνούσε με το κάρο απ’ έξω και τους έφερνε παγοκολώνα και είχαν έναν ψύκτη εκεί και τα έβαζε μέσα, την παγοκολώνα, για να έχουν κρύο νερό. Αλλά το φαγητό δεν μπορούσες να το διατηρήσεις. Στο φούρνο, που ήταν ένας ξυλόφουρνος παραδοσιακός, όπως κι άλλοι βέβαια σε όλο το Σουφλί και το έπαιρνα το φαγητό. Το πήγαινα, ψηνόταν, ξαναπήγαινα, το έπαιρνα. Έκαναν γλυκά, πιτούλες, κουλουράκια, τα ίδια. Να τα πάω στο φούρνο να τα φέρω, αλλά και το μερτικό μου ήταν απαραίτητο. Δεν μπορώ να πω. Δεν βρίσκω λόγια, κακές εντυπώσεις να το πω έτσι. Έχω τα καλύτερα να πω για αυτούς τους ανθρώπους, από μέρους μου. Ίσως άλλοι να είναι δυσαρεστημένοι, εγώ δεν έχω να πω τίποτα άλλο. Σιγά-σιγά εν τω μεταξύ, όταν συμπλήρωσα τα 14 μου αποφάσισα να μπω. Αλλά και όταν ερχόταν και τα αφεντικά –δεν σας είπα– το μεγάλο το αφεντικό, η οικογένεια του. Αχ! Είχε αγόρια η κυρία Ματθίλδη. Ο μεγάλος ήταν 12 χρονών, θυμάμαι, αλλά ο μικρός ήταν 4. Ο μικρός ήταν τόσο ζωηρός που δεν μπορούσες να τον σημαζέψεις με τίποτα! Έφερνε, αλώνιζε όλη την περιοχή. Εδώ πού βρισκόμαστε είναι 11.500 τετραγωνικά μέτρα όπως είναι, 13-14 κτίρια. Αλώνιζε τα πάντα ο μικρούλης και έτρεχα από πίσω του να μην τον χάσω, με εντολή της μάνας του γιατί είναι πολύ ζωηρός. Πραγματικά ήταν πολύ ζωηρός. Αλλά πέρασα και με την κυρία Ματθίλδη πάρα πολύ καλά. Και οι δύο δεν μπορούσα, δεν βρίσκω λόγια δηλαδή. Αλλά το μεγάλο πλήγμα ήταν όταν το '63 πήραν τη μεγάλη απόφαση να κλείσει το εργοστάσιο. Εν τω μεταξύ είχε φύγει από τη ζωή το μεγάλο αφεντικό. Και από την ώρα που έφυγε απ[00:10:00]ό τη ζωή το μεγάλο αφεντικό, ενώ δούλευε το εργοστάσιο, άρχισαν οι προστριβές μεταξύ Ιακώβ και Ματθίλδης. Λόγω κληρονομικών κατέληξε εδώ που κατέληξε.
Ο Ιακώβ ήταν το μικρό αφεντικό.
Ναι.
Και η Ματθίλδη η γυναίκα του –
Και η Ματθίλδη η γυναίκα του μεγάλου αφεντικού και είχαν προστριβές για τα κληρονομικά. Και από ό,τι έμαθα μετά από χρόνια, ο Νίκος –Νίκο τον λέγαμε– το μεγάλο παιδί του Δαυίδ, ήτανε στο τελωνείο που πάμε στο Ισραήλ. Και όταν από δω έφευγαν πούλμαν από τον Έβρο, όχι μόνο από το Σουφλί για να πάνε στους Αγίους Τόπους, δεν κοίταξε, τους περνούσε όλους. Ήταν τόσο πολύ δεμένος με τον τόπο και με το Έβρο. Ο δε μικρός, αυτός ο ζωηρούλης, Γενικός Διευθυντής στη μεγαλύτερη τράπεζα του Ισραήλ! Φαινόταν από μικρός τι θα γινόταν. Τα κορίτσια του Ιακώβ πάλι και η μεγάλη η Τούλα ήταν φαρμακοποιός. Επίσης και τα παιδιά της Τούλας συνέχισαν, συνταξιοδοτήθηκε, το φαρμακείο το πήραν τα παιδιά της. Η Καίτη παρέμεινε. Παντρεύτηκε η κοπέλα, έκανε τα παιδιά της, τα εγγόνια της. «Πάντα ζωηρή, όπως ήμουνα -λέει- από μικρή, παρέμεινα πάλι ζωηρή. Αλλά μου μοιάζει η εγγόνα μου τώρα!». Όταν ήρθε μου τα έλεγε. Δύο φορές που ήρθαν –η Τούλα ήρθε μία φορά η Καίτη ήρθε δύο φορές– συγκινηθήκαμε. Η πρώτη συνάντηση ήταν με ένα ντοκιμαντέρ με τα 7 μουσεία της Πειραιώς. Εκεί ήταν η μεγάλη έκπληξη, όταν πήγαμε μέσα για να κάνουμε το γύρισμα, μου λένε τα παιδιά: «Σου επιφυλάσσουμε μία έκπληξη!». «Παιδιά –λέω- ευχάριστη μόνο να είναι...», «Όχι -λέει- μη στεναχωριέσαι». Και την ώρα που μίλαγα μέσα στο Μεταξουργείο, βλέπω μία κοπέλα να έρχεται σιγά-σιγά, σιγά-σιγά. Λέω: «Αυτή πρέπει να είναι η Καίτη!». Μετά από 60 χρόνια συνάντηση. Συναντηθήκαμε: «Είσαι η Καίτη;», «Ναι». «Είσαι η Κούλα;» «Ναι!». Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, κλάψαμε... Μετά από τόσα χρόνια καταλαβαίνετε τώρα τι γίνεται και εκεί διηγηθήκαμε τα παλιά μας. Τα θυμηθήκαμε, πώς ήταν από μικρά, πώς μεγάλωσαν, πώς όταν ήρθε μία φορά το είδε σε άσχημη κατάσταση και ήταν πληγωμένη και τώρα ήταν – Πάρα πολύ ευχαριστήθηκε που τα είδε όλα τακτοποιημένα σχεδόν. Και από ‘κει και πέρα ξεκίνησε η επικοινωνία μας πιο συχνή. Και πριν δύο χρόνια ήρθε με τη μεγάλη αδερφή της, που νοσταλγούσε η μεγάλη να ‘ρθει. Γιατί λέει: «Μη φύγω από τη ζωή και δεν δω πώς ήταν». Και πραγματικά ήρθαν, τα περπάτησαν όλα, πώς ήταν τα παιδικά τους χρόνια και θυμήθηκαν τα περασμένα. Πώς ήταν εκείνα τα χρόνια και πού φτάσαμε σήμερα. Κάπως ήταν το Μεταξουργείο σε καλή κατάσταση. «Μακάρι -λέει- να δουλέψει, για το Σουφλί θα είναι...» Εκείνα τα χρόνια, εκτός από αυτό το Μεταξουργείο ήταν άλλα δύο μικρότερα βέβαια. Και δούλευαν παραδοσιακά. Μετά εκσυγχρονίστηκε, έφερε άλλα μηχανήματα ο Τζίβρε και ήταν πολύ διαφορετικά. Αυτά μέχρι εδώ.
Πολύ ωραία. Εσείς μένατε μαζί τους εκείνο το διάστημα –
Όχι, όχι. Ερχόταν η ώρα που σχόλαγε η μητέρα μου κι έφευγα μαζί της.
Και στα 14 σας, πώς αποφασίσατε να μπείτε στην παραγωγή;
Το είχα πει στα αφεντικά ότι θέλω πάρα πολύ να μπω μέσα στο Μεταξουργείο, το είχα πει. Είχαν μεγαλώσει και τα παιδιά τους σιγά-σιγά, δεν είχαν ανάγκη από αυτά. Αλλά το ήθελα, το αγαπούσα. Αυτή ήταν η ζωή μου, το μεροκάματο. Αυτό ήταν, το οικονομικό. Αλλά, όπως το επιθυμούσα έτσι και έγινε. Μπήκα πρώτα σαν πατόζι –που το λέμε εμείς εδώ παραδοσιακά– και μετά μαστόρισσα - αναπηνίστρια μέχρι το 1963 που έκλεισε οριστικά. Κάναμε και απεργία πείνας, είχαμε οργανωμένο σωματείο, έτρεξε, έκανε, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα λόγω ότι ήταν κληρονομικά όλα μέσα. Ήταν, τι να σου πω εκείνα τα χρόνια. Γιατί ήταν οργανωμένο το σωματείο, κάναμε απεργία πείνας. Δεν μπορούσε να κάνει. Ούτε από κάτω από την ομοσπονδία μπόρεσαν να κάνουν τίποτα γιατί δεν μπορο[00:15:00]ύσα να μπουν μέσα. Έμεινε έτσι. Η στέγη έπεσε και μετά, για να μη ρημάξει τελείως, το πούλησε η Ματθίλδη στο Δήμο. Το πήρε ο Δήμος. Και ευτυχώς που το πήρε. Κάνανε όλες τις στέγες των κτιρίων, αναστηλώθηκε. Και σήμερα είναι όπως είναι. Τουλάχιστον γίνονται ορισμένες εκδηλώσεις και δεν ρημάζει. Μακάρι να δούλευε και το αναπηνιστήριο. Μακάρι. Αν ήταν το αναπηνιστήριο, δεν σας λέω τίποτα, θα δουλεύαν χέρια στο Σουφλί! Κάθε χρόνο τώρα μπαίνουμε μέσα και βλέπουμε τις εκδηλώσεις. Βέβαια λόγω κορονοϊού σταμάτησαν, αλλά για το Σουφλί ήταν μια ζωντάνια! Ερχόταν όλος ο Έβρος και από Ξάνθη και από Κομοτηνή στις εκδηλώσεις μας κι ήταν ευχάριστο. Περνούσε ο κόσμος πολύ ευχάριστα. Να είναι καλά τα παιδιά που τα διοργάνωναν και διοργανώνουν ακόμα δηλαδή, δεν σταματούν.
Θα θέλατε να μας περιγράψετε πώς ξεκινήσατε στο πατόζι; Τι ακριβώς κάνατε; Ποια ήταν η διαδικασία;
Η δουλειά του πατόζι είναι μία προεργασία. Όπως κοχλάζει το νερό και η αναπηνίστρια έχει ζεστό νερό και το πατόζι έχει ζεστό νερό. Μες στη λεκανίτσα αυτό που δουλεύει το πατόζι είναι γύρω στους 100 βαθμούς, κοχλάζει. Η αναπηνίστρια έχει γύρω στους 90 βαθμούς. Βάζεις, ας το πω τώρα 2 χούφτες κουκούλια μέσα, τα ανακατεύεις, μαλακώνουν, κατεβάζεις τη βούρτσα, περιστρέφεται η βούρτσα πέρα-δώθε, γιατί τα μαζεύει το επάνω, βγάζει το υποπροϊόν και τα δίνεις με ένα τηγανάκι τρυπητό να στο πω, τα δίνεις στην αναπηνίστρια. Τα παίρνει η αναπηνίστρια και τινάζοντας όλες οι ίνες βγαίνουν και αρχίζει η αναπηνίστρια να δουλεύει στα μάτια και να βγαίνει η κλωστή στην ανέμη. Είναι… τι να σας πω. Επιστήμη, πανεπιστήμιο! Πανεπιστήμιο. Αν ήταν να μπούμε μέσα να δείτε πως από την αρχή πως ξεκινάει, πώς τυλίγεται γύρω-γύρω, πώς κλώθεται και πώς βγαίνει επάνω. Με 10 ίνες κάνεις μία κλωστή. Το ψιλό, με δέκα ίνες. Μετά, αρχίζουν – Αν ήθελε το αφεντικό ποιότητα πιο χοντρό, το κάνανε πιο χοντρό με περισσότερα κουκούλια. Αλλά άμα δεν είναι εκεί εμπράκτως λίγο δύσκολο να το καταλάβεις.
Και στο πατόζι δουλεύατε κυρίως μικρές κοπέλες –
Κυρίως τα μικρά, ναι, 14 χρόνων. Τώρα, ανάλογα στην αντίληψη του παιδιού. Έμπαινε μέσα, έβλεπε την μαστόρισσα πώς ήταν. Άρχισε δούλευε και σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, όπου ήταν κενή θέση, έμπαινε. Γιατί πολλές κοπέλες παντρευόταν και δεν ξανάρχονταν. Έμενε κενή η θέση, έμπαινε η άλλη. Έχουν προικιστεί πολλές κοπέλες από ‘δω από μέσα. Γιατί, κοίταξε να δεις, δούλευαν μητέρα με δύο κόρες, μητέρα με μία κόρη, δύο αδερφές. Όλα τα κορίτσια κοίταζαν να προικιαστούν. Κάθε Σάββατο περνούσε ο λογιστής και έδινε έναντι, θυμάμαι εκείνα τα χρόνια. 100 –δραχμές ήταν τότε– 100 δραχμές έδινε κάθε Σάββατο. 200 στην μαστόρισσα, 100 στο πατόζι, στο κοριτσάκι το μικρό. Κάθε Σάββατο και κάθε τέλος του μηνός γίνοταν η εξόφληση. Λοιπόν κάθε Σάββατο τότε τα μαγαζιά ήταν όλα ανοιχτά. Έβλεπες γέμιζαν τα μαγαζιά! Προπαντός τα κοριτσάκια που ήταν να προικιαστούν, για να ντυθούν να το πω. Ήταν και για τα καταστήματα ωραία και για τις οικογένειες πάρα πολύ καλά. Υπήρχαν και οι οικογένειές όμως που αμάν περίμεναν να πληρώσουν το ρεύμα, να πληρώσουν όποιος είχε οποιεσδήποτε άλλες υποχρεώσεις. Υπήρχαν πολλά στη ζωή, αλλά ανακουφιζόταν κάθε Σάββατο σου λέω.
Ενότητα 4
Οι πληρωμές, το σωματείο και η απεργία πείνας όταν έκλεισε το μεταξουργείο
00:19:18 - 00:25:07
Και οι τιμές πώς ήταν; Οι πληρωμές; 100 δραχμές στο πατόζι και 200 στην μαστόρισσα –
Αυτό ήταν το έναντι. Το μεροκάματο ξεκινούσε και 40-43, ανάλογα… Το πατόζι ήταν τα μισά, το κοριτσάκι έπαιρνε τα μισά. Η μαστόρισσα-η αναπηνίστρια έπαιρνε το διπλό. Μόλις όμως το πατόζι συμπλήρωνε τα 18, έμπαινε στο κανονικό ημερομίσθιο, γιατί ήταν και το σωματείο του θα το κυνηγούσε. Ερχόταν ο επόπτης γίνονταν οι έλεγχοι, δώρο Χριστουγένν[00:20:00]ων, δώρο Πάσχα, άδεια, όλα. Όλα στο ακέραιο!
Το σωματείο υπήρχε από την αρχή;
Ναι, από την αρχή. Από την αρχή γιατί θυμάμαι το ’47, η μητέρα μου είχε και βιβλιαράκι με τη φωτογραφία της, οργανωμένη στο Σωματείο. Υπήρχαν από πολύ παλιά ακόμη. Αυτά τα θυμάμαι τώρα – Μετέπειτα, δηλαδή που ήμουνα και εγώ, δεν είχαμε τέτοια. Ήμασταν γραμμένες έτσι. Μετά από αυτό που έκλεισε το «Τζίβρε», είχε ανοίξει το 1968, βγαίνοντας από το Σουφλί αριστερά, ένα κτίριο αν έχετε υπόψη σας, ήταν Κρατικό Μεταξουργείο. Αυτό νομίζω το είχαν, σαν αποζημίωση, το είχαν κάνει οι Ιταλοί στην Ελλάδα. Δούλεψε με ιδιώτη, θυμάμαι είχα γεννήσει τη δεύτερη μου κόρη και ζητούσαν και χέρια έμπειρα. Τι να κάνω όμως, εγώ λαχταρούσα, όμως περίμενα. Και 40 ημερών λεχώνα, μόλις σαράντιζα, την επόμενη πήγα και έπιασα δουλειά! Εκεί με μία ανάπαυλα πέντε χρόνων ήταν αυτή η κατάσταση, αλλά μόλις βρήκα την ευκαιρία πήγα για δουλειά. Και από ‘κει τα παιδιά μου το μεγάλο είχε τη μάνα μου στο σπίτι, τα μεγάλωνε και ήμουν πιο ξέγνοιαστη. Κι εκεί καλά ήταν, αλλά όταν–. Μετά από έξι χρόνια έκλεισε και εκείνο. Εκεί ήταν... Σηκώσαμε τα χέρια. Λίγο δύσκολα. Ύστερα μικρές βιοτεχνίες όπως του κυρίου Τσακίρη, ήταν ο Μαυρουδής ο Μπρίκας με τέσσερα αναπηνιστήρια και στο Μπρίκα δούλεψα για λίγο και στον κύριο Τσακίρη δούλεψα για λίγο, αλλά έκλεισαν και αυτοί. Έκλεισαν. Βέβαια τα μεταξωτά στο Σουφλί συνεχίζονται. Δεν παύει το μεταξωτό Σουφλίου.
Πώς ήταν η συμμετοχή σας στο σωματείο; Τι ακριβώς διεκδικούσατε και τι θυμάστε από τους αγώνες;
Κοίταξε, η διεκδίκηση ήταν προπαντός από αυτούς που έρχονταν το ωράριο να είναι εντάξει και οι πληρωμές. Τα μικρά δηλαδή να πληρώνονται κανονικά, όπως πρέπει. Οι μεγάλες να πληρώνονται κανονικά, όπως πρέπει. Αυτά ήτανε. Εκείνα τα χρόνια ήταν και ταξίδι να τους πάνε ως στην Αλεξανδρούπολη! Ήταν το μεγάλο ταξίδι, διήμερο, μονοήμερο και συγκεντρώνονταν εκείνα τα χρόνια και πήγαιναν. Έστω και για μία μέρα το Σωματείο το διοργάνωνε και έκαναν. Εγώ δεν το πρόλαβα αυτό. Αυτό ήταν πιο μπροστά. Αυτά τα άκουσα από τις μεγαλύτερες που το κάνανε. Μετά σε εμάς δεν ήταν τα ταξίδια, αλλά όταν ήταν οργανωμένο το σωματείο, όπως οργανωμένοι ήμασταν και στο άλλο το εργοστάσιο, που ο ιδιώτης που το είχε. Εκεί μας είχε κόψει την άδειά, μας είχε κόψει το δώρο, μας είχε κόψει τα πάντα, τσιμπολογούσε και το ωράριο πέντε-δέκα λεπτά το πρωί, πέντε-δέκα λεπτά το απόγευμα... Αυτά γίνονταν, αλλά τέλος πάντων, αυτό δεν ήταν. Αλλά όταν μας έκοψε όμως τα πάντα, τότε ξεσηκωθήκαμε με την Ομοσπονδία, δύο φορές δικαστήριο του κάναμε! Την πρώτη φορά τα κερδίσαμε, τη δεύτερη μας τα έφαγε! Δεν μπορέσαμε... Αλλά έκλεισε... Μες στη ζωή, εμπειρίες.
Και την απεργία πείνας γιατί την κάνατε;
Την απεργία πείνας την κάναμε για να μην κλείσει αυτό εδώ. Όλοι πήραμε την απόφαση, μία μέρα ήμασταν έξω στην πόρτα όλο το εργοστάσιο, απεργία πείνας για να μην κλείσει... Αλλά ήταν κληρονομικά, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Δεν ήταν δηλαδή το αφεντικό. Ο Ιακώβ δεν ήθελε να σταματήσει. Δεν ήθελε. Για να μη σου πω υπερβολή, είχε παραγγελίες και καμιά δεκαριά κοπέλες –μέσα ήταν και η μάνα μου– στην Γουμένισσα που δούλευε το Μεταξουργείο, κατέβασε δέκα κοπέλες στη Γουμένισσα για να τελειώσει τις παραγγελίες του. Ένα χρόνο έκανε και η μάνα μου. Επίσης κι άλλες από δω. Στη Γουμένισσα για να τελειώσουνε τις παραγγελίες. Δεν ήθελε ο Ιακώβ να κλείσει, αλλά οι συνθήκες. Ούτε η απεργία πείνας έκανε τίποτα.
Πόσες είχατε μείνει τότε που δουλεύατε;
Να μην ήταν… γύρω στις 100 ήτανε. Ναι. Βέβαια, γιατί δεν ήταν μόνο η αναπήνιση, ήταν και τα πατόζια, ήταν τα υποπροϊόντα που δούλευαν. Το υποπροϊόν είναι το φριζόνι, το οποίο γίνεται για καραβόσκοινο και τέτοια πράγματα. Εν τω[00:25:00] μεταξύ τα σκουληκάκια αυτά, τα γνάφαλα, κι αυτά είχαν οι γυναίκες τα δούλευαν και τα στέλνανε κάτω για λίπασμα. Όλα, όλα από το μεταξουργείο.
Ενότητα 5
Η καθημερινότητα στο εργοστάσιο: οι συνθήκες εργασίας, τα διαλείμματα, η γκρίνια, τα τραγούδια
00:25:07 - 00:40:41
Μπορείτε να μας περιγράψετε λίγα περισσότερα για αυτή τη διαδικασία; Πόσες δουλεύανε στο πατόζι, πόσες δουλεύανε –
Κοίταξε, μέσα στο μεταξουργείο –να μη σου πω υπερβολές– βάλε καμία 60, μες στην αναπήνιση. Μεταξοκάμαρα άλλες 20, τα υποπροϊόντα καμιά δεκαριά, η διαλογή κουκουλιών άλλες 20. Γι αυτό σου λέω, μαζεύονται. Προπαντός το καλοκαίρι, τώρα, αυτή την εποχή που είμαστε τώρα, όταν έκανε διαλογή κουκουλιών, μαζεύονταν γύρω στις 60 στην αποθήκη αυτή που σας έδειξα. Για να γίνει η διαλογή μαζεύονταν γύρω στις 60-80 μέχρι να μπορέσει να μαζέψει, να καθαρίσει, να αμπαλάρει την παραγωγή που ήθελε. Και από ‘κει και πέρα, αφού τακτοποιούσε όλη την παραγωγή της χρονιάς στο μεταξουργείο, τα υπόλοιπα αμπαλάρονταν και έφευγαν με τα βαγόνια. Ερχόταν αμάξια, βοϊδάμαξα που λέμε, με τα ζώα φόρτωναν. Εκείνα τα χρόνια δεν ήταν μεταφορικά μέσα, αυτοκίνητα... Φόρτωναν από δω, τα πήγαιναν στο τρένο, στα βαγόνια και τα έστελναν Ιταλία, Γαλλία. Εκεί η περισσότερη παραγωγή έφευγε εκεί. Και μάλιστα τώρα που είχαν έρθει με την Τούλα, πήγαν στο σταθμό να δουν πώς ήταν εκείνα τα χρόνια ο σταθμός και έστελναν και έφευγαν τα βαγόνια με τα κουκούλια έξω, Ιταλία και Γαλλία. Αφού εξασφάλιζε όλη την παραγωγή της χρονιάς εδώ. Αλλά λίγα ήταν τα χρόνια αυτά τα… Να μη σου πω υπερβολή, ο καυστήρας είναι με ξύλα εκείνα τα χρόνια ήταν με ξύλα. Παίρνει, τι να σας πω, γύρω στα 1,5 μέτρο πλάτος. Και ήταν μέσα στο βουνό, έκοβαν υλοτόμοι. Πού σταμάτησες, που είπες, στα αλλαντικά «Παύλος», εκεί ήταν πλάστιγγα δημοτική. Από εκεί ξεκινούσαν, εκεί ζυγίζονταν τα αμάξια, αμάξια με ζώα φορτωμένα με ξύλα, και έρχονταν μέχρι εδώ στην αυλή μέσα που είμαστε–. Ήταν αλυσίδα το ένα το αμάξι μετά το άλλο. Δεν υπήρχαν τα αυτοκίνητα τότε να πεις κλείνει η συγκοινωνία. Ζύγιζαν, έρχονταν, ξεφόρτωναν, έφευγαν. Αυτό γίνονταν πάρα πολύ τακτικά. Είχε–. Εφοδιασμένος ο χώρος για να έχει ο καυστήρας ξύλα να δουλεύει, και μάλιστα ήταν πεύκα για να βγάζουν φλόγα για να μπορεί να δώσει την θέρμανση μέσα στην αναπήνιση. Και πρωί-πρωί ο θερμαστής –ήταν 04:00 η ώρα– ερχόταν, άναβε τον καυστήρα, ανέβαζε θερμοκρασία, γεμάτα όλα με νερό, έβραζαν κανονικά, και όταν οι κοπέλες έρχονταν μέσα, ήταν όλα πανέτοιμα για δουλειά. Λίγο δύσκολη η αναπήνιση. Δύσκολη, εννοώ δηλαδή, προσοχή μεγάλη θέλει βέβαια. Να είσαι πάνω στον τίτλο, αλλά το κουκούλι αυτό που βγάζει, όταν το αναπνέεις τον ατμό, βλέπεις ότι επάνω στη ρόμπα μας, έπιανε σαν να γλιστρούσε. Οπότε και αυτό να το αναπνέεις, λίγο δύσκολο ήταν. Ήταν.. να πω επίπονη; Εκεί γύρω. Και εν τω μεταξύ τα ροδάκια που γύριζαν, τα ξυράφια που λέμε, ήταν... Ήθελες τόσο μεγάλη προσοχή! Τα χέρια σου ήταν πάντα σαν να ήταν μπουγάδα, μέσα στο βραστό νερό όλη μέρα. Αλλά το βράδυ, το βράδυ το απόγευμα που τελειώναμε, είχαν μία γαβάθα με υδροχλωρικό οξύ και νερό, για να απολυμανθούν τα χέρια μας. Τα βάζαμε μέσα και όπου ήταν ας πούμε λίγο πληγωμένα… τέλος πάντων. Και απολύμανση γίνονταν και επούλωση.
Φαντάζομαι πληγές από τα ξυράφια –
Ε ναι.
Και μέσα στον ατμό...
Και μέσα στον ατμό.
Οι συνθήκες πώς ήταν γενικά; Υπήρχε εξαερισμός;
Εδώ εξαερισμό είχε, δεν μπορώ να πω. Στο άλλο που σας είπα προηγουμένως που δούλεψα, εκεί ήταν το μεγάλο μαρτύριο! Δεν είχε εξαερισμό. Εδώ είχαν. Εδώ ο Τζίβρε είχε. Του είχαν κάνει δηλαδή μετά που έβαλαν τα ξυράφια, είχε γίνει εξαερισμός. Και πάντα, εκτός που ήταν εξαερισμός ήταν πόρτα μπροστά ανοιχτή, πόρτα πίσω ανοιχτή. Όλα τα πορτάκια αυτά που βλέπουμε, ήταν όλα ανοιχτά. Μόνο το χειμώνα έκλειναν, αλλά ήτα[00:30:00]ν ο εξαερισμός και δεν το ένιωθες τόσο. Εκεί επάνω το νιώσαμε πιο πολύ. Εκεί ήτανε... Έπιανες και λες: «Τι γίνεται ρε παιδί μου;». Εδώ όχι τόσο. Όχι τόσο εδώ.
Και γιατί χρειαζόταν να βάζετε τα χέρια σας μέσα στη λεκάνη;
Στη γαβάθα;
Δεν υπήρχαν τα εργαλεία που σούρωναν τα κουκούλια;
Τα εργαλεία υπήρχαν, αλλά άμα δεν παίξει το χέρι μέσα στη λεκάνη... Αυτά τα δύο τα δάχτυλα δούλευαν συνεχώς, τροφοδοτούσαν τα μάτια. Αν δεν δουλέψει το χέρι, δεν γίνεται τίποτα. Σου λέω αυτό ακριβώς τακ, τακ τακ, 12 μάτια να κοιτάζει 10-10-10-10, πάντα τα δέκατα που λέμε. Μόλις άρχιζε να τελειώνει το δέκατο, ξανά έριχνες άλλο και έβλεπες ότι όλα τα μάτια σου μπροστά να είναι με 10 κουκούλια! 9 με 10, 9 -10, για να είναι ο τίτλος εντάξει και το αφεντικό που θα δώσει την παραγγελία του να είναι καλό και εσύ να είσαι απέναντί τους. Αυτό ήταν. Αυτό ήταν μεγάλη γκρίνια ολονών των εργατών δηλαδή.
Υπήρχε, δηλαδή, γκρίνια;
Υπήρχε γκρίνια, άμα δεν πήγαινε καλά. Ο τίτλος, παράδειγμα ήταν από 18 μέχρι 22 να είσαι εντάξει. Αν ο τίτλος ήταν κάτω από 18 κατέβαινες 16 ή ανέβαινες στα 25-26, σου έκανε παρατήρηση. Σου έλεγε να προσέξεις. Αν σου έλεγε να προσέξεις παρεξηγιόσουν. Και υπήρχε επιστάτης πιο πολύ. Το αφεντικό; Το αφεντικό ήταν –τι να σου πω– ένα αρνάκι. Αλλά ο επιστάτης ήταν λίγο... Εγώ δεν τον πρόλαβα, ήταν ένας παππούς πολύ πιο παλιά. Ήταν πολύ αυστηρός. Μετά όμως ήταν – κάποιο απ’ το λογιστήριο έβαλε– ήταν πιο ήπιος. Είχε τον τρόπο του, πώς να σου το πει, δεν υπήρχε παρεξήγηση. Εγώ εκείνον τον ηλικιωμένο δεν τον πρόλαβα, συνταξιοδοτήθηκε. Έτσι έλεγαν, δεν ξέρω. Αλλά δεν μπορώ να πω, όπως ορισμένοι λένε: «Δεν θέλω ούτε να ακούσω ούτε να πατήσω». Εγώ και θέλω να πατήσω και θέλω να έρχομαι!
Οπότε έχετε ωραίες αναμνήσεις από την καθημερινότητα με τις άλλες εργάτριες –
Βεβαίως, βεβαίως εγώ έχω. Τώρα… Να το πούμε και το άλλο. Δεν παύει να είναι ξένη εργασία. Δουλεύεις και ο εργάτης, ο εργαζόμενος, έχει το δίκιο του και ο εργοδότης έχει το δίκιο του. Προσπαθείς να συμβιβαστούν και τα δύο για να είναι καλά. Μακάρι να ήταν ανοιχτό! Μακάρι να βρεθεί ένας και να ανοίξει...
Μπορείτε να μας περιγράψετε πώς ήταν εδώ η καθημερινότητα; Πώς ερχόσασταν το πρωί –
Πρωί-πρωί, χωρίς υπερβολή, εκείνα τα χρόνια ήταν καλντερίμια οι δρόμοι! Δεν ήταν έτσι και είχαν όλοι τσόκαρα! Οι περισσότερες είχαν τσόκαρα... «Τσούκουρ, τσούκουρ, τσούκουρ», ακουγόταν από μακριά ακόμα! Πρωί-πρωί, 6:30 η ώρα που κατέβαιναν, 6:30-07:00 παρά, όλοι έλεγαν: «Άντε οι μετεξεργάτριες κατεβαίνουν!». Όλοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι. Λοιπόν από ‘δω από Αλεξανδρούπολη που έρχεται το δρόμος ερχόταν γυναίκες από Κορνοφωλιά με τα πόδια! Ο δρόμος που έρχεται από Μάνδρα, εκεί δούλευαν και τα δυο τα μικρά και πολλοί κοιμούνταν στις επάνω. Σαν όπως είναι αυτή η αποθήκη, υπήρχε άλλη μία αποθήκη εκεί επάνω. Και για να μην πηγαίνουν στα Λάβαρα –από Λάβαρα που ερχόταν– κοιμόντουσαν τα βράδια εκεί. Και από τη Μάνδρα πολλές φορές έρχονταν με τα πόδια σε εκείνα τα εργοστάσια, αλλά από ‘δω ήταν η Κορνοφωλιά. Με τα πόδια ερχόντουσαν, με τα πόδια έφευγαν όταν τελείωνε. Αλλά όλοι οι δρόμοι έβλεπες ήταν γεμάτοι! Από πάνω, τον δικό μας τον μαχαλά που λέμε την Καρκατσιλιά κατέβαιναν όλα τα δρομάκια «τσούκουρ, τσούκουρ, τσούκουρ» με τα τσόκαρα! Επίσης από ‘κει ερχόντουσαν από το Διδυμότειχο, παράδειγμα, το δρόμο που έρχεται προς τα μέσα. Τα τελευταία σπίτια, οι γειτονιές από εκεί που ξεκινούσαν όλες... Γιατί από όλο το Σουφλί ήταν! Από όλο το Σουφλί! Και όλα τα στενά που έρχονταν, ακούγονταν τα τσόκαρα και λες: «Ξυπνήσαν οι εργάτριες, πάνε στη δουλειά!». Όλοι οι δρόμοι πρωί-πρωί ήταν γεμάτοι και όταν σχολούσαν. Όταν σχόλαγαν, επίσης ξαναγέμιζαν οι δρόμοι να πάνε όλοι στα σπίτια τους. Το φαγητό μας, κοίταξε να δεις, στο διάλειμμα. Διάλειμμα κάναμε, 07:30 πιάναμε δουλειά, 11:30 ήταν το διάλειμμα. Βγαίναμε έξω, έξω από τις πόρτες έστρωναν όλα τα κορίτσια και από ‘δω και από ‘κει καθόντουσαν, καθεμία το φαγητό της, ανάλογα τι είχε. Μία ώρα ήταν, 12:30 ξαναπιάναμε δου[00:35:00]λειά. Άλλη έπαιρνε από το σπίτι, άλλη ήταν μικρομαγαζάκια, πηγαίνανε έπαιρναν λίγο σαλαμάκι, λίγο τυράκι με ψωμί, ανάλογα καθεμιά πως ήθελε να το περάσει. Άλλη ήθελε να πάει βολτίτσα. Όπως είπαμε πολλές. Άλλες – Εν τω μεταξύ είχαμε και ντούρα που σφύριζε, να στο πω σαν σειρήνα. Πρωί-πρωί, πριν – 7 παρά 5 σου λέει: «Ετοιμαστείτε, μπείτε μέσα». Επίσης όταν ήταν να ξαναμπούμε το μεσημέρι πάλι σφύριζε. Τα κορίτσια ορισμένα πήγαν βόλτα στο σταθμό, δεν άκουσαν την ντούρα, έκλεισαν οι πόρτες, έμειναν απ’ έξω! Ακόμα ήταν αυτός ο επιστάτης, ο παππούς που σου λέω, εκείνα τα χρόνια και έμειναν απ’ έξω! Το μισό μεροκάματο το είχαν χάσει λέει!
Δεν τους επέτρεψε να μπούνε;
Ναι, ναι! Σου λέει: «Η ώρα σου... Να κάνεις τη βολτίτσα σου, αλλά ήρθε η ώρα σου άκουσες το σφύριγμα, έπρεπε να παρευρίσκεσαι στη θέση σου!». Είναι και τα παραλειπόμενα!
Και για τις συνθήκες εκεί μέσα στο αναπηνιστήριο ή στη διαλογή κτλ., εκεί υπήρχε ο χρόνος να κουβεντιάζετε;
Κοίταξε, υπήρχε χρόνος να κουβεντιάζεις. Αν κουβέντιαζες χάνεις τον τίτλο που δουλεύεις. Θα μιλήσεις με τη διπλανή σου και από ‘δω και από ‘κει, αλλά το μάτι όμως είναι εκεί. Να γυρίσω να σε κοιτάξω, την ώρα που σε κοιτάζω, φεύγει, τελειώνει, πρέπει να το αναπληρώσω. Από μόνος σου δεν το θέλεις. Δεν είναι ανάγκη να σου κάνει παρατήρηση ο επιστάτης ή το αφεντικό την ώρα που περνάει. Πρέπει να είσαι εντάξει. Είχαμε πολύ όμως και το τραγούδι! Το τραγούδι το είχαμε και άρεσε και στα αφεντικά, γιατί γίνονταν δουλειά με πολλή ρέγουλα. Ακούγονταν ένας ήχος... Ένας άρχιζε και το έπαιρναν όλες οι κοπέλες σιγά-σιγά και δούλευαν και ήταν μια, τι να σου πω, ατμόσφαιρα πάρα πολύ ωραία. Και τα αφεντικά αυτό το ήθελαν πολύ και για εμάς περνούσε και η ώρα πιο ευχάριστα. Παλιά τραγούδια τότε. Είπαμε πολλά, είπαμε πολλά!
Θυμάστε κάποιο έτσι –
Κοίταξε είχαμε πιο πολύ την μεγάλη Σαρακοστή –σαν ορθόδοξοι που είμαστε– από την Καθαρά Δευτέρα ακόμα ξεκινούσαμε ένα παλιό. Από τις γιαγιάδες μας ακόμα το θυμόμαστε παραδοσιακό μέχρι να φτάσουμε στη Μεγάλη Παρασκευή, τη Μεγάλη Εβδομάδα. Το «Σήμερα μαύρος ουρανός» που το ήξεραν όλα τα κορίτσια. Το ξεκινούσαμε δύο φορές την ημέρα. Μία φορά μπροστά από το μεσημέρι και μία φορά μετά όταν τελείωνε. Όλα τα κορίτσια ακολουθούσαν και ήταν πάρα πολύ ωραία. Ύστερα και της εποχής τα τραγούδια. Ανάλογα.
Πολύ ωραία. Στους αργαλειούς ποιες δουλεύανε; Υπήρχαν 24 αργαλειοί, δεν υπήρχαν;
Όχι, οι αργαλειοί είχαν φύγει πολύ γρήγορα... Οι αργαλειοί το ‘40 είχαν φύγει. Βέβαια. Ήταν μόνο τα κλωστήρια, έμειναν μόνο τα κλωστήρια και ακόμα τα είδα πεταμένα τα μηχανήματα. Το στρίψιμο του μεταξιού. Όλοι οι αργαλειοί έφυγαν κάτω. Ένας, τον έχει ο κύριος Μουχταρίδης, τον είχε αγοράσει ο πατέρας του και τον έχει, γιατί τώρα που ήρθανε η Καίτη με την Τούλα πήγαν μέσα και τον είδαν. Τους έδειξε, λέει: «Αυτός είναι του πατέρα σας ενθύμιο». Σώζεται. Είχαν φύγει όλοι, δεν είναι λίγο πράγμα να δουλεύουν τόσα. Τα υφάσματα έφευγαν κούκλες, τόπια, παραγγελίες…
Και υπήρχε η μεταξοκάμαρα. Τι ακριβώς γινόταν εκεί;
Κοίταξε τώρα, αυτό που λέμε για τραπεζαρία, το χρησιμοποιούσαν και σαν… Να γίνεται, να το μαζέψουν δηλαδή το ύφασμα, να το τακτοποιήσουν, να το πακετάρουν και να σταλούν τα δέματα. Όπως απέναντι η μεταξοκάμαρα είχε αλλού την αποθήκη. Έκαναν τις κούκλες το μετάξι, γινόταν πακετάκια και τα πακέτα τα πήγαιναν πιο πέρα. Που σου είπα ότι γινόταν η διαλογή των κουκουλιών; Παραδίπλα ήταν αποθήκη. Εκεί τα πήγαιναν. Εκεί ήταν μετάξια, εδώ ήταν τα υφάσματα, όταν ήταν. Και τα έβλεπες, μετάξια, μεταξωτά υφάσματα, τόπια έτσι τα έλεγαν τότε, τόπια. Έφευγαν για κ[00:40:00]άτω, αλλά ένα-ένα άρχισαν να σβήνουν.
Παραγωγή μεταξιού υπήρχε μεταξοσκώληκα και λοιπά στο Σουφλί ή τριγύρω εδώ από το εργοστάσιο; Πώς ερχόταν το κουκούλι στο εργοστάσιο;
Η παραγωγή, ο κόσμος. Κοίταξε ήταν και τα χωριά τότε, δεν ήταν μόνο το Σουφλί. Τα Λάβαρα ήταν όπως το Σουφλί! Και μουρεόδεντρα, όπου υπήρχαν στα χωριά μουρεόδεντρα, υπήρχε και σηροτροφία. Και τα γύρω χωριά Πρωτοκκλήσι, Λάβαρα, Μάνδρα, βέβαια, είχαν πάρα πολλή παραγωγή! Όπως και το Σουφλί. Όλοι οι μπαξέδες κάτω ήταν μουρεόδεντρα.
Ενότητα 6
Επιθυμία αναβίωσης της καλλιέργειας μουρεόδεντρων και επεξεργασίας μεταξιού στο Σουφλί
00:40:41 - 00:47:17
Από την ώρα που κατέστρεψαν τα μουρεόδεντρα, σταμάτησε η σηροτροφία και τώρα προσπαθούν να την αναπτύσσουν. Βάζουν μουρεόδεντρα από ό,τι βλέπω. Ίσως και γίνει κάτι και το εύχομαι να γίνει! Ορισμένοι αποφάσισαν να βάλουν μουρεόδεντρα για να αναπτυχθεί η σηροτροφία. Μακάρι γιατί το Σουφλί θα ξαναζωντανέψει με τη σηροτροφία και με την αναπήνιση. Το εύχομαι ολόψυχα.
Υπάρχει το ενδιαφέρον για την καλλιέργεια;
Υπάρχει, υπάρχει, για αυτό σας λέω. Υπάρχει, γι αυτό. Ήδη άρχισαν και βάζουν για να αναπτυχθούν τα δέντρα υπάρχει
Αλλά πλέον με τα μηχανήματα και τα εργαλεία, δεν είναι ανάγκη πλέον να υπάρχει εργατικό δυναμικό ανθρώπινο;
Βρε ανθρώπινο δυναμικό θα υπάρξει, αρκεί να γίνουν τα μουρεόδεντρα, να γίνει ο κουκουλόσπορος. Αυτά εύκολα θα τα φέρουν όπως και φέρνουν κάθε χρόνο και κοιτάζουν. Βέβαια, έχουμε αρκετοί σηροτροφία, αλλά πού να επεξεργαστεί; Πριν αρκετά χρόνια είχαν έρθει 2 Γαλλίδες και τους έδειξα πως πρέπει να το επεξεργαστούν και υπάρχει εδώ στο Σουφλί μία λεκάνη, δύο λεκάνες είναι και το επεξεργάζεται. Μόνοι τους. Είναι σηροτρόφος με την αυτή των 2 γαλλίδων. Είναι μόνος του σηροτρόφος, βγάζουν την παραγωγή και τα αναπηνιστήρια αυτά που έφεραν από τη Γαλλία αυτοί, τα δουλεύουνε εκεί μέσα και οι Γαλλίδες το επεξεργάζονται το μετάξι. Για αυτό ελπίζω, έτσι ένας-ένας ίσως και καταφέρουν να κάνουν κάτι και αυτό με ευχαριστεί πάρα πολύ.
Είναι ο μοναδικός που υπάρχει;
Ναι, είναι μοναδικός. Το παίρνουν στη Γαλλία αυτές και το χάρηκα όταν ξεκίνησαν. Όχι ότι είχα απελπιστεί, αλλά λέω: «Θα τα καταφέρουν;», κι όμως τα κατάφεραν! Τα κατάφεραν. Στην αρχή ξεκίνησαν μόνο με τη σηροτροφία. Σιγά-σιγά ύστερα έφεραν και δύο αναπηνιστήρια και με τον σηροτρόφο μαζί συνεργασία, η γυναίκα του σηροτρόφου, πήγα της έδειξα πως να το κάνει, πώς να το επεξεργαστεί, πώς να δουλέψει, να γίνει η κλωστή και συνεχίζει εδώ τώρα. Είναι αρκετά χρόνια, συνεχίζει η γυναίκα του και οι Γαλλίδες είναι ευχαριστημένες, το παίρνουν το μετάξι και το κάνουν. Μακάρι σου λέω. Αυτό μου δίνει κουράγιο και ελπίδα ότι ίσως βρεθούν κι άλλοι.
Τι θυμάστε όταν μεταφερθήκατε στο κρατικό και έπειτα στα μικρότερα εργοστάσια; Πόσο διαφορετικά ήταν –
Δεν ήταν μικρότερο. Κοίταξε, οι λεκάνες ήταν σχεδόν το ίδιο, αλλά ήταν, γύρω στις 70 κοπέλες δουλέψαμε και εκεί. Γιατί τα μηχανήματα ήταν το ίδιο, δεν άλλαζαν, καμία διαφορά. Να μη σου πω και οι γυναίκες, όσες απέμειναν φυσικά. Όταν δούλεψα στο κρατικό ήμουνα στα 25 με 26. Ορισμένες υπολόγιζαν την σύνταξη. «Ουχ -λέω- όλη μέρα με τη σύνταξη έχετε να κάνετε!», εγώ ήμουν 25 χρονών, 26. «Ε, τι να κάνουμε -λέει- αφού πλησιάζουμε τη σύνταξη!». Όσες πλησίαζαν τη σύνταξη – Ήταν άλλες μικρότερες που άρχισαν να μαθαίνουν και αναπληρώνανε τις θέσεις. Εκεί δεν ήταν λίγο, 70 άτομα να δουλεύεις. Ήταν η διαλογή των κουκουλιών, ήταν οι αναπηνίστριες, ήταν οι μεταξεργάτριες, διαλογή μετάξης που έφευγε. Καλά ήταν, αλλά πολύ λίγο, πολύ λίγο... Στα 6 χρόνια το έκλεισε. Για το Σουφλί ήταν καλό και εκείνο, αλλά... Τώρα έτσι έχω μία μικρή ελπίδα σιγά-σιγά και χαίρομαι όταν ακούσω, χαίρομαι πάρα πολύ. Και όπου θέλουν να τους βοηθήσω, θα τους βοηθήσω αρκεί να προκόψ[00:45:00]ουν, να πάνε μπροστά.
Θα θέλατε να προσθέσετε κάποια άλλη ανάμνηση από κάποια γιορτή που κάνατε εδώ, αν υπήρχαν τέτοιες στιγμές;
Γιορτές εκείνα τα χρόνια τα δικά μας, μόνο τις απόκριες. Απόκριες όταν έρχονταν, η εβδομάδα των απόκρεων, αφιερώναμε κάνα-δύο μεσημέρια, ντυνόμασταν καρναβάλια. Όταν λέμε καρναβάλι, με ό,τι βρεις! Ό,τι βρεις από ‘κει. Με καναβάτσο τυλιγόσουνα και μια μαντήλα στο κεφάλι και γινόσουν καρναβάλι! Απλώς μετά, δηλαδή την ώρα του φαγητού γινόταν αυτά. Βέβαια, αλλιώς δεν μπορούσες να αφήσεις τη δουλειά σου. Την ώρα του φαγητού τσουκ τσουκ έτρωγες γρήγορα-γρήγορα και ένα χορό γύρω-γύρω να περάσουν ευχάριστα οι ώρες. Η ώρα δηλαδή, να γίνει το έθιμο της αποκριάς. Γιατί υπάρχουν και φωτογραφίες, αλλά δεν σου λέω αν ήταν ανοιχτό, θα βλέπαμε. Αλλιώς άλλη εκδήλωση δεν γινόταν εν ώρα εργασίας μέσα στο εργοστάσιο. Εκείνο μόλις τελείωνε 16:30 που έκλειναν, κατέβαζαν το διακόπτη, όλες κοίταζαν να φύγουν. Έτσι. Νοσταλγούμε αυτά τα ωραία χρόνια, αλλά, αλλά. Γεράσαμε τώρα και πιο πολύ τα νοσταλγούμε.
Θα θέλατε να προσθέσετε κάποια άλλη σκέψη ή ανάμνηση πριν κλείσουμε;
Τώρα δεν θυμάμαι τίποτα. Το μόνο που έχω να σου δείξω κάνα-δυο φωτογραφίες από τότε.
Πολύ ωραία, ευχαριστώ πολύ.
Παρακαλώ κοπέλα μου. Καλή συνέχεια, καλή επιτυχία. Πάντα τέτοια, πάντα επιτυχίες και όσο μπορείτε να ζωντανέψετε τον τόπο μας.
Να είστε καλά.
Φωτογραφίες

Η αφηγήτρια στη θέση της ...
Διακρίνουμε τα 12 μάτια-ξυράφια που πιάνου ...

Η αφηγήτρια στη θέση της ...
Τα 12 μάτια-ξυράφια που πιάνουν το μεταξόν ...

Η Αφηγήτρια 14 χρονών
Η αφηγητρια στην ηλικία των 14 χρόνων της, ...

Στην είσοδο του εργοστασ ...

Η αφηγήτρια στη θέση της ...
Διακρίνουμε τα 12 μάτια-ξυράφια που πιάνου ...

Μετεξεργάτριες στο εργοσ ...
Περίοδος του καρναβαλιού. Κάποιες στο κέντ ...

Μετεξεργάτριες στο Κρατι ...
Η Αφηγήτρια πήγε να δουλέψει 40 μέρες αφότ ...

Το αναπηνιστήριο σήμερα ...

Μπροστά σε μια βοϊδάμαξα ...
"Ερχόταν αμάξια, βοϊδάμαξα που λέμε, με τα ...

Η αφηγήτρια μπροστά από ...
Σε αυτό το σπίτι δούλεψε καθημερινά από 12 ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
1920-1963. Κάθε πρωί γύρω στις 6.30 τα τσόκαρα τους αντηχούν σε όλα τα σοκάκια καθώς κατεβαίνουν από την Καρκατσηλιά, την Καμπιά, τη Μάνδρα και την Κορνοφωλιά για να πιάσουν δουλειά. 400 κορίτσια από 14 χρονών και γυναίκες όλων των ηλικιών, δουλεύουν σε κάθε πόστο του Εργοστασίου Μετάξης των Τζίβρε στο Σουφλί. Η Κούλα, 12 ετών, ζητά από τη μητέρα της να δουλέψει και αυτή. Έτσι, για 2 χρόνια εργάζεται ως νταντά και οικιακή βοηθός για τις οικογένειες των αφεντικών, Ιακώβ και Δαυίδ Τζίβρε. Όταν κλείνει τα 14, μπαίνει στο αναπηνιστήριο και δουλεύει στο πατόζι, ενώ με την ενηλικίωση αναλαμβάνει τη θέση της μαστόρισσας–αναπηνίστριας μέχρι και το κλείσιμο του εργοστασίου το 1963.
Αφηγητές/τριες
Βασιλική Τσιαντούκα
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Πιστόλα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/08/2021
Διάρκεια
47'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
1920-1963. Κάθε πρωί γύρω στις 6.30 τα τσόκαρα τους αντηχούν σε όλα τα σοκάκια καθώς κατεβαίνουν από την Καρκατσηλιά, την Καμπιά, τη Μάνδρα και την Κορνοφωλιά για να πιάσουν δουλειά. 400 κορίτσια από 14 χρονών και γυναίκες όλων των ηλικιών, δουλεύουν σε κάθε πόστο του Εργοστασίου Μετάξης των Τζίβρε στο Σουφλί. Η Κούλα, 12 ετών, ζητά από τη μητέρα της να δουλέψει και αυτή. Έτσι, για 2 χρόνια εργάζεται ως νταντά και οικιακή βοηθός για τις οικογένειες των αφεντικών, Ιακώβ και Δαυίδ Τζίβρε. Όταν κλείνει τα 14, μπαίνει στο αναπηνιστήριο και δουλεύει στο πατόζι, ενώ με την ενηλικίωση αναλαμβάνει τη θέση της μαστόρισσας–αναπηνίστριας μέχρι και το κλείσιμο του εργοστασίου το 1963.
Αφηγητές/τριες
Βασιλική Τσιαντούκα
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Πιστόλα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/08/2021
Διάρκεια
47'