© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Κερδίζοντας το ΛΟΤΤΟ: «Δεκαεπτά εξάρηδες από δεκαεπτά εκατομμύρια»

Κωδικός Ιστορίας
12941
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γιώργος Διαμαντής (Γ.Δ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/11/2021
Ερευνητής/τρια
Αλεξάνδρα Λαδά (Α.Λ.)
Α.Λ.:

[00:00:00]Καλησπέρα.

Γ.Δ.:

Καλησπέρα σας.

Α.Λ.:

Θα μου πείτε τ’ όνομά σας;

Γ.Δ.:

Γιώργος. Θέλετε και το επίθετο; Διαμαντής. Kαι μένω μόνιμα στην Αιδηψό.

Α.Λ.:

Ωραία. Είναι Τετάρτη, 3 Νοεμβρίου του 2021, είμαι με τον κύριο Γιώργο Διαμαντή, βρισκόμαστε στην Αιδηψό της Βόρειας Εύβοιας. Eγώ ονομάζομαι Αλεξάνδρα Λαδά, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Γιώργο, από πού είστε;

Γ.Δ.:

Είμαι γέννημα θρέμμα από Αιδηψό. Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, εδώ ζω, εδώ δούλευα. Λίγα χρόνια έφυγα και πήγα στην Αθήνα, όταν πήγα στη σχολή τη Σιβιτανίδειο, 3 χρόνια. Και φαντάρος μετά, εντάξει. Τα υπόλοιπα χρόνια τα πέρασα εδώ.

Α.Λ.:

Με τι ασχολείστε;

Γ.Δ.:

Ήμουνα υπάλληλος στο Δήμο Αιδηψού, αλλά τώρα… 35 χρόνια ήμουνα υπάλληλος, από το ’79 μέχρι το Σεπτέμβρη του ’14. Τώρα, συνταξιούχους.

Α.Λ.:

Ωραία. Σήμερα θα μου μιλήσετε για την εμπειρία που είχατε. Κερδίσατε ένα ΛΟΤΤΟ και θα ήθελα να μου πείτε ποια ήταν η σχέση σας, πριν κερδίσετε το ΛΟΤΤΟ, με τα τυχερά παιχνίδια.

Γ.Δ.:

Ναι. Δεν είχα καλή σχέση με τα τυχερά παιχνίδια. Δεν ήμουνα φανατικός. Έπαιζα, όμως, ΛΟΤΤΟ, ΠΡΟΠΟ πιο παλιά, ΛΟΤΤΟ. Λαχεία έπαιρνα. Όχι πάντα, αραιά και που, αλλά ήμουνα πολύ αμελής. Υπήρχαν περιπτώσεις που δεν τα κοίταζα τα δελτία και πέρναγε το εξάμηνο και εφόσον είχε περάσει το εξάμηνο και δεν μπορούσα να πάρω τα λεφτά δεν κοίταγα ούτε καν αν είχανε κερδίσει, γιατί σκεφτείτε να έχω κερδίσει και να μην μπορώ να πάρω τα λεφτά. Οπότε, τα πέταγα. Σε τέτοιο βαθμό δηλαδή, αλλά έπαιρνα όποτε είχα μία όρεξη, όποτε πέρναγε ένας λαχειοπώλης, τα οποία έμεναν για μήνες, 2-3 μήνες, 4 μήνες, μέσα στην τσέπη ή στο συρτάρι. Και κάποια στιγμή τα κοίταγα. Το ίδιο και με το ΛΟΤΤΟ αυτό, αλλά βέβαια αυτό δεν είχε περάσει πολύς καιρός. Είχαν περάσει κάποιες μέρες. 

Α.Λ.:

Ωραία. Τι ήταν αυτό που σας άρεσε στα τυχερά παιχνίδια;

Γ.Δ.:

Τίποτα. έλεγα το εξής. ότι «Αν παίξεις, μπορεί να κερδίσεις. Αν δεν παίξεις, δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις». Βέβαια, το να παίζεις συνέχεια έχεις πιο πολλές πιθανότητες, αλλά πιστεύω ότι άμα είσαι τυχερός και μία φορά να παίξεις θα σου έρθει. Το ίδιο συνέβη και μ’ αυτή την περίπτωση, που κέρδισα εγώ το ΛΟΤΤΟ το Δεκέμβρη του ’92, συγκεκριμένα της Αγίας Βαρβάρας. Είχα παίξει τέσσερα δελτία. Τα τρία ήταν από εφτά νούμερα. Στο ΛΟΤΤΟ κερδίζουν τα έξι. Και το ένα ήταν από έξι νούμερα, αλλά είχαν περάσει κάποιες μέρες και εγώ δεν τα είχα κοιτάξει. Και συγκεκριμένα, τα είχα στο τζάκι πάνω. Ένα βράδυ λοιπόν… και μάλιστα, λέω μία ιστορία που έχει σχέση, γιατί το έχω σαν γούρι από τότε. Εκείνη την μέρα που κοίταξα… το ΛΟΤΤΟ είχε κληρώσει, αλλά εγώ δεν το είχα κοιτάξει. Η γυναίκα μου με μία φίλη της θα πηγαίναν στην Αθήνα να ψωνίσουν και της είχα δώσει λεφτά να πάρει κάτι, ένα φόρεμα.  Όταν γυρίσαν το βράδυ, δεν είχε πάρει φόρεμα. Μου είχε πάρει μόνο ένα μπουφάν, άσπρο, το οποίο το έχω ακόμη, 31 χρόνια. Είναι καινούργιο και το έχω σαν γούρι. Εντάξει. Φάγαμε εδώ, έπεσε για ύπνο. Εγώ καθόμουνα στην τηλεόραση, στον καναπέ. Τα δελτία ήταν στο τζάκι. Είχα πάρει μία εφημερίδα… εκείνη την εποχή έβγαινε μία εφημερίδα, η «Επικαιρότητα». Εσύ δεν θα τη θυμάσαι. Δεν την είχα διαβάσει όμως. Ήταν κι αυτή η εφημερίδα… είμαι λίγο αμελής. Ήταν τριών ημερών, τεσσάρων η εφημερίδα, αλλά έγραφε στην πρώτη σελίδα «17 εξάρηδες από 17 εκατομμύρια». Ούτε κι αυτό το ‘χα διαβάσει. Έβλεπα τηλεόραση και κάποια στιγμή είδα τα δελτία στο τζάκι και λέω: «Γιατί δεν παίρνω να τα κοιτάξω;». Τα παίρνω, ανοίγω την εφημερίδα, κοιτάω τα πρώτα επτά, το πρώτο δελτίο που είχε επτά, ένα νούμερο είχα πιάσει. Κοιτάω το δεύτερο δελτίο που είχε επτά, δύο. Κοιτάω το τρίτο που είχε επτά, τίποτα. Κοιτάω το τέταρτο που είχε έξι και εκεί μπερδεύτηκα, τα ‘χασα.  Ανοίγω τα μάτια μου, τα κλείνω, τα τρίβω. «Τι γίνεται; Διαβάζω το ίδιο. Την εφημερίδα διαβάζω ή το ΛΟΤΤΟ; Τι διαβάζω;». Το ξανακοιτάω. Λέω: «Δεν είναι δυνατόν. Τι γίνεται εδώ; Κάτι γίνεται. Κάτι λάθος έχω κάνει». Ξανακοιτάω το δελτίο, κοιτάω την εφημερίδα. «Δεν μπορεί», λέω. «Έχω κερδίσει. Έχω πιάσει εξάρι». Και φεύγω και πάω μέσα στην κρεβατοκάμαρα να ξυπνήσω τη γυναίκα μου. Πάω την ξυπνάω και μου λέει: «Τι θες, μωρέ, τέτοια ώρα;». Ήταν 02:00 η ώρα, μετά τα μεσάνυχτα. Λέω: «Ξύπνα! Έχω πιάσει το ΛΟΤΤΟ». Μου είπε μια βαριά κουβέντα. Μου λέει: «Άι παράτα με… έχεις κερδίσει». Λέω: «Ξύπνα, τουλάχιστον, να δεις αν βλέπω καλά. Δεν ξέρω. Τα ‘χω χαμένα -λέω- εδώ πέρα». Ξυπνάει. Λέει: «Ναι -λέει- ό,τι γράφει η εφημερίδα ισχύει και στο δελτίο. Καλά -λέει- τώρα το [00:05:00]θυμήθηκες;». Λέω: «Τώρα τα βρήκα! Πάνω στο τζάκι». Και γυρίζει και μου λέει: «Ξέρεις ότι προχθές που σκούπιζα το σπίτι ήθελα να τα πετάξω; Αλλά λέω: “Αυτός είναι τρελός. Δεν τα κοιτάζει τα δελτία. Ας τα αφήσω λίγες μέρες ακόμη”».  Σηκώνεται που λες επάνω και παίρνει το θείο της στην Αθήνα τηλέφωνο, ο οποίος είναι μανιώδης. Αυτός παίζει λαχεία, ΠΡΟΠΟ, ΛΟΤΤΟ, τα πάντα. Μιλάμε για 02:00 μετά τα μεσάνυχτα. Τον παίρνει τηλέφωνο. Της λέει: «Τι θες, ρε Φούλη, τέτοια ώρα;». Λέει αυτό και αυτό, ο Γιώργος είδε ένα δελτίο και νομίζει ότι έχει κερδίσει. «Πες τα νούμερα». Λέει τα νούμερα. Λέει: «Κάτσε θα πάρω», λέει. Κάπου πήρε αυτός τηλέφωνο. Μας ξαναπαίρνει σε 10 λεπτά. Λέει: «Ναι. Αυτά είναι τα νούμερα». Δεν μπορώ να σου περιγράψω τη χαρά εκείνη την ώρα. Παίρνω το δελτίο και φεύγω και πάω στο σπίτι του ανθρώπου που είχε το προποτζίδικο. Είναι δύο τετράγωνα πιο κάτω, αλλά βέβαια εκείνη την ώρα ο άνθρωπος κοιμότανε. Εγώ δεν τον ξύπνησα. Λέω: «Άστο. Θα περάσω το πρωί». Το πρωί, πάω πρωί-πρωί, φωνάζω, τίποτα. Βγαίνει μια γειτόνισσα και μου λέει: «Μη φωνάζεις. Ο Θανάσης με τη γυναίκα του έφυγε και πάνε στο περιβόλι για τις ελιές». Λέω: «Δεν πειράζει. Τ’ απόγευμα». Εγώ έπαιζα μπάλα εκείνη την εποχή στην Αιδηψό και εκείνη την ημέρα είχαμε προπόνηση, τ’ απόγευμα. Εντωμεταξύ, έτυχε εκείνη την εποχή να είμαι ο μεγαλύτερος στην ομάδα. Και ο πιο σοβαρός. Αλλά εκείνη την ημέρα εγώ είχα μία ευθυμία, μία χαρά, ένα πράγμα… δεν περιγράφεται με λόγια αυτό που ένιωθα, γιατί τα λεφτά για μένα… τα 17 εκατομμύρια ήτανε πάρα πολλά λεφτά, για ‘μένα, εκείνη την εποχή. Και ήταν και αρκετά λεφτά. Δεν ήταν λίγα. Εκείνη την εποχή, παιζόταν ένα παιχνίδι στην τηλεόραση με τον Μπονάτσο -δεν τον θυμάσαι- κι αυτός πέταγε μία ατάκα. Όπως κάναμε προπόνηση, εγώ γέλαγα. Έλεγα αυτή την ατάκα στον αέρα. Γυρίζει ο πρόεδρος της ομάδας στους άλλους και λέει: «Τι έπαθε ο Γιώργος και φωνάζει έτσι σήμερα; Αυτός είναι σοβαρός. Τι έχει πάθει;». Δεν ξέρανε τίποτα.  Φεύγω, όταν τελειώνει η προπόνηση, και πάω στο προποτζίδικο. Την ώρα που μπαίνω μέσα, πριν μπω ακόμα, ήταν η πόρτα μισάνοιχτη, ακούω τον προποτζή που λέει… συζήταγε με κάποιον και του λέει: «Έχω πέντε χρόνια το προποτζίδικο. Δεν έχω κερδίσει ούτε ένα δεκατριάρι στο ΠΡΟΠΟ, ούτε ένα εξάρι στο ΛΟΤΤΟ, ούτε ένα λαχείο να σκάσει». Εκείνη την ώρα μπαίνω μέσα και του δίνω το δελτίο. Με το που το βλέπει, το παίρνει στα χέρια, σηκώνεται επάνω και φεύγει και πάει σε όλα τα μαγαζιά της πλατείας και γύρναγε γύρω-γύρω να δείξει το δελτίο. Τώρα, τα συναισθήματα ήτανε… δεν μπορώ να τα περιγράψω. Ένιωθα, εκείνη την εποχή, μια χαρά, μια εφορία. Δεν μ’ ένοιαζε που θα πάω, δεν μ’ ένοιαζε τι να πάω να αγοράσω, έκανα δώρα στους συγγενείς, στα ανίψια, στους φίλους… η γυναίκα μου. Κι εγώ αποφάσισα… αποφάσισα. Σκέφτηκα, μάλλον, να φτιάξω ένα σπιτάκι μικρό στην Γουργουβίτσα. Η Γουργουβίτσα είναι ένα χωριό ψηλά στο βουνό. Έχει κάτι παλιά σπίτια εκεί. Μάλιστα, είχα βρει κι ένα οικοπεδάκι, αλλά δεν ήθελε η γυναίκα μου ούτε η μάνα μου. Οι γονείς μου θέλανε να φτιάξω έναν όροφο από πάνω. Και μετά από λίγο ξεκίνησα… Πριν, όμως, έβαλα… εκείνη την εποχή, είχε η τράπεζα 22% επιτόκιο. Και έκλεισα τα 12 εκατομμύρια για 2 χρόνια. Και είχα τα 3 εκατομμύρια… ναι, γιατί μου κρατήσανε το φόρο και είχα… 15 εκατομμύρια είχα πάρει, αλλά με τα δώρα που είχα κάνει… 15 και κάτι μου είχανε δώσει και με τα δώρα, που είχα κάνει, 15. Κράτησα τα υπόλοιπα για να περνάω. Σας λέω ότι αυτά τα λεφτά ήτανε… δεν ξέρω… ήτανε… ένιωθα… ήτανε η καλύτερη περίοδος της ζωής μου. Δεν μπορώ να σας πω πώς ένιωθα. Όπου ήθελα πήγαινα. Εντωμεταξύ, είχε τύχει να έχω αγοράσει, 6 μήνες πριν, ένα καινούργιο αυτοκίνητο, μικρό μεν, αλλά καινούργιο. Ούτε αυτοκίνητο ήθελα να πάρω. Δεν μ’ ενδιέφερε. Πήγαινα. Όπου ήθελα, πήγαινα. Όταν έχεις λεφτά… τώρα, δεν ξέρω. Το λέω και είναι λίγο εγωιστικό. Μπορεί να είναι εγωιστικό, αλλά σου δίνει άλλον αέρα, άλλη δύναμη.  Εντάξει. Με το μισθό πέρναγα καλά, δεν μπορώ να πω, αλλά όταν ξέρεις ότι έχεις καβάτζα, έχεις λεφτά πίσω σου, τα οποία δεν είχα κουραστεί να τα βγάλω κιόλας, εδώ που τα λέμε κιόλας, έτσι; Ήρθαν ουρανοκατέβατα. Τότε, όμως, θυμήθηκα το εξής: όταν ήμουνα φαντάρος, είχα ένα φίλο που σπούδαζε στην Πάρμα, στην Ιταλία. Και μου γράφει ένα γράμμα, γιατί είχαμε αλληλογραφία. Αυτός είχε πάει να σπουδάσει γιατρός, αλλά στην πορεία δεν ξέρω τι ήταν αυτό που τελείωσε και ασχολείτο [00:10:00]με τα αστέρια, με τα ζώδια, με τις παλάμες. Και μου γράφει ένα γράμμα, έτσι, τυχαία δηλαδή, ότι κάποια στιγμή εγώ θα κερδίσω λεφτά. Εκείνη τη στιγμή που κέρδισα το λαχείο τον θυμήθηκα. Δεν έχω το γράμμα βέβαια, δεν το κράτησα, αλλά μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Τώρα, το είχε δει κάπου; Δεν ξέρω. Ήταν μια περίοδος πάρα πολύ καλή. 

Γ.Δ.:

Έφτιαξα εδώ το σπίτι από πάνω, τον όροφο. Και ξες… όταν φτιάχναμε αυτό το διαμέρισμα εδώ κάτω, στενοχωριόμασταν, γιατί το φτιάχναμε σιγά-σιγά. Να φτιάξουμε αυτό πρώτα, να το πληρώσω, να φτιάξουμε μετά κάτι άλλο, ενώ όταν φτιάξαμε το σπίτι το πάνω, τον όροφο, δεν κατάλαβα πώς έγινε. Γι’ αυτό και το σπίτι αυτό το κάτω, που μέναμε και στο τέλος μέναμε και με τη γυναίκα μου εδώ 5 χρόνια, πριν φύγει, το είχαμε αγαπήσει περισσότερο, γιατί αυτό το σπίτι το κουραστήκαμε να το φτιάξουμε, ενώ το πάνω δεν πήραμε είδηση. Πώς έγινε εκείνο το σπίτι δεν το καταλάβαμε. Ήταν μία περίοδος… τώρα, δεν υπάρχουν τα λεφτά βέβαια, όπως καταλαβαίνεις, αλλά εκείνη την εποχή ήταν μία περίοδος… δεν περιγράφεται, δεν περιγράφεται. Ήμασταν όλοι χαρούμενοι. Τα παιδιά ό,τι θέλανε, όποτε θέλανε. Πηγαίναμε εκδρομές, ταξίδια. Ήτανε κάτι το οποίο δεν το φανταζόμουνα, δεν μπορούσα να το φανταστώ. 

Α.Λ.:

Ποιο ήταν το ποσό;

Γ.Δ.:

17 εκατομμύρια. Ήμασταν 17 εξάρηδες από 17 εκατομμύρια. Ήταν τα λιγότερα λεφτά που είχε δώσει μέχρι τότε το ΛΟΤΤΟ. Καλά έκανε και ήρθανε έτσι. Προκειμένου να τα πάρει ένας, καλύτερα τα πήραμε 17.

Α.Λ.:

Το ΛΟΤΤΟ, τα δελτία αυτά, ποια μέρα τα πήρατε; Θυμάστε;

Γ.Δ.:

Πρέπει να τα πήρα Δευτέρα κι εγώ τα είδα Σάββατο. Δεν ήταν πολλές μέρες. Άμα σκεφτείς, άλλες περιπτώσεις είχαν περάσει και μήνες να τα δω. Αυτό, τώρα, ίσως κάτι με τράβαγε. Και ίσως, επειδή εγώ ήμουνα εδώ στον καναπέ και τα δελτία ήταν απέναντι στο τζάκι και τα είδα εκείνο το βράδυ, λέω: «Κάτσε, ευκαιρία». Αφού μπροστά μου τα είχα. Αν δεν τα ‘βλεπα, πιθανόν να μην τα κοίταγα. Να τα κοίταγα αργότερα. 

Α.Λ.:

Πότε τα συμπληρώσατε;

Γ.Δ.:

Τη Δευτέρα. Τη Δευτέρα τα συμπλήρωσα, τα ‘στειλα στο ΠΡΟΠΟ εκεί και έφυγα. Ως συνήθως, τα ‘βαλα εκεί στο τζάκι και πάλι καλά που δεν τα πέταξε η γυναίκα μου, όταν σκούπιζε το σπίτι.

Α.Λ.:

Τα νούμερα τα θυμάστε;

Γ.Δ.:

Τα νούμερα, ναι, τα θυμάμαι γιατί… τα πέντε. Δεν θυμάμαι το έκτο. Ήταν, χαρακτηριστικά, 7,14, 21, 28, τα τέσσερα πρώτα ήταν ανά 7, το 32 και δεν θυμάμαι το έκτο. Κρίμα. Έπρεπε να το θυμάμαι. Βέβαια, αυτά τα πέντε νούμερα τα παίζω συνέχεια. Τώρα, όποτε παίξω ΛΟΤΤΟ ή ΤΖΟΚΕΡ, θα παίξω αυτά τα νούμερα. Και θα βάλω κι ένα επιπλέον. Είναι τα τυχερά μου νούμερα. 

Α.Λ.:

Το πρώτο πράγμα που σκεφτήκατε, όταν το συνειδητοποιήσετε, τις επόμενες ημέρες ότι έχετε αυτά τα χρήματα… τι σκεφτήκατε; Δηλαδή τι θέλατε να εκπληρώσετε;

Γ.Δ.:

Μπράβο. Επειδή είμαι άνθρωπος που κάνω ταξίδια πολλά, μ’ αρέσουν τα ταξίδια, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να πάω ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη, που δεν είχα πάει. Στην Ελλάδα είχα πάει πολλά ταξίδια. Στην Ευρώπη δεν είχα πάει. Αλλά δεν ήθελε η γυναίκα μου. Ήθελε να φτιάξουμε σπίτι από πάνω, να φτιάξουμε ένα σπίτι από πάνω. Βέβαια, έτυχε ένα περιστατικό μετά στη ζωή μας, μετά από 2 χρόνια ακριβώς, το ’94, το Μάϊο, που αναγκάστηκα να πάω στο Los Angeles μόνος μου και να ξοδέψω τότε 750.000. Και όταν γύρισα, της είπα: «Δεν ήθελες να πάμε ταξίδι στο εξωτερικό. Πήγα στην Αμερική για δουλειά, μία έκτακτη περίπτωση, μία ιστορία μεγάλη αυτή, και έφαγα και 750.000. Βέβαια, μετά αργότερα πήγαμε ταξίδια. Ήτανε πολύ καλό δώρο του Θεού. Βέβαια. 

Α.Λ.:

Σε ποιον το είπατε πρώτα;

Γ.Δ.:

Στη γυναίκα μου. Και μετά στον προποτζή. Τα παιδιά δεν είχανε καταλάβει. Ήταν μικρά τότε. Ο γιος μου ήταν 11 χρονών, η κόρη μου ήτανε 8. Δεν είχανε πάρει είδηση. Το μόνο που… αν ξέρω ‘γω ο γιος μου, πριν, μου ζήταγε ένα ζευγάρι παπούτσια αθλητικά, γιατί του άρεσε ο αθλητισμός, έπαιζε και μπάλα από μικρός και του έλεγα: «Ντίνο, όχι τώρα -Ντίνο λένε το γιο μου- όχι τώρα, όχι τώρα. Τον άλλο μήνα, που θα πληρωθώ» ξέρω ‘γω. Ενώ, μετά απ’ αυτό το λαχείο, μου ζήταγε ένα ζευγάρι [00:15:00]παπούτσια. Μπορεί να του έπαιρνα δύο εγώ. Παράδειγμα λέω, αλλά δεν είχανε καταλάβει το γιατί. Και μάλιστα, η κόρη μου αργότερα μου ‘λεγε, όταν μεγάλωσε και πήγε στο Γυμνάσιο «Μου λένε -λέει- στο σχολείο “Συγχαρητήρια και συγχαρητήρια” κι εγώ δεν καταλαβαίνω τι συγχαρητήρια». Δεν ήξερε. Δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει. Μικρό κοριτσάκι ήταν, 8 χρονών τώρα…

Α.Λ.:

Μισό λεπτό. Α, ναι. Ο κόσμος πώς σας αντιμετώπιζε μετά απ’ αυτό; Ποιες ήτανε οι αντιδράσεις;

Γ.Δ.:

Πιστεύω ότι… όχι πιστεύω. Είναι η αλήθεια αυτή, ότι οι πολύ κοντινοί μου άνθρωποι, οι συγγενείς και οι φίλοι, είχανε χαρεί πάρα πολύ. Τώρα, για τους άλλους δεν μπορώ να ξέρω, γιατί δεν είχα και… με όσους είχα σχέσεις κι έχω με πολλούς ανθρώπους σχέσεις είχανε χαρεί, είχανε χαρεί. Δεν είχα κανένα απολύτως πρόβλημα. Ήταν η ίδια αντιμετώπιση με μεγαλύτερη χαρά. Οι άνθρωποι ήτανε… πολύ καλά μου φερθήκανε. Δεν είχαν και λόγο βέβαια. Δεν υπήρχε περίπτωση κανένας να μου ζητήσει δανεικά. Δεν το συζητάω αυτό. Κανένας δεν μου είπε τίποτα. Τους έβλεπα όμως. Ήτανε χαρούμενοι μαζί μου. 

Α.Λ.:

Για πόσο καιρό κράτησε όλο αυτό;

Γ.Δ.:

Πολλά χρόνια. Καταρχήν, είχα κλείσει τα λεφτά 2 χρόνια στην τράπεζα, τα 12 εκατομμύρια, τα οποία αν βάλεις το 22% το χρόνο, είναι περίπου στα 2,5 εκατομμύρια το χρόνο. 22 επί 12… κάπου τόσο, περίπου. Ήτανε καλά. Πολύ μεγάλο το επιτόκιο τότε, εκείνη την εποχή. Και μάλιστα, τα 2,5 στην ουσία που κράτησα, έβγαλα την άδεια για να ρίξω τον όροφο από πάνω, το ‘93 και μάλιστα μου την έβγαλε την άδεια η Νατάσα η Φουρνάρη, την ξέρεις. Είναι η κουμπάρα μου. Η μάνα της με έχει στεφανώσει, η αδερφή της η Μαρία, που είναι στην Ισπανία, έχει βαπτίσει το γιο μου. Μετά, σιγά-σιγά, μετά από δύο χρόνια που ελευθερωθήκανε τα λεφτά, πήρα ένα άλλο αυτοκίνητο. Όχι πολύ καλό, αλλά ένα καινούργιο πάλι, ένα άλλο, λίγο καλύτερο απ’ αυτό που είχα. Δεν μ’ αρέσανε τα πολύ καλά… όχι δεν μ’ αρέσανε. Δεν ήθελα πολύ καλό αυτοκίνητο. Ένα αυτοκίνητο να κάνω τη δουλειά μου ήθελα, γιατί μ’ αρέσει το αυτοκίνητο, μ’ αρέσει η οδήγηση. Κάνω ταξίδια πάρα πολλά. Κι έφτιαξα το σπίτι σιγά-σιγά και σας είπα ότι έφτιαξα ένα σπίτι που δεν κατάλαβα πώς το έφτιαξα, γιατί δεν είχα πρόβλημα. Και μάλιστα, δεν έπαιρνα και προσφορές, γιατί η Νατάσα ήταν κουμπάρα μου, έβγαλε την άδεια, ο μπετατζής ήτανε φίλος μου αδελφικός, μεγαλώσαμε μαζί, μου έριξε τα μπετά. Ο τουβλάς ήτανε κουμπάρος μου, του είχα βαφτίσει το παιδί, τον είχα στεφανώσει, του είχα βαφτίσει το παιδί. Κι έτσι πήγαινε. Δεν έπαιρνα προσφορές, που πιθανόν, αν έπαιρνα κάποιες προσφορές, να ήτανε και μικρότερο το κόστος, αλλά δεν με ενδιέφερε. Ήθελα κι εγώ να εξυπηρετήσω κάποιους φίλους και το έκανα με άνεση. Είναι μεγάλη υπόθεση. 

Α.Λ.:

Άρα, θεωρείτε ότι τα χρήματα σας έφεραν και σε μια καλύτερη ψυχολογική κατάσταση.

Γ.Δ.:

Μεγάλη, μεγάλη ψυχολογική κατάσταση, γιατί λέγαμε θέλαμε να πάμε ένα ταξίδι στην Πελοπόννησο. Και μετράγαμε τα λεφτά. Και λέγαμε: «Δεν βγαίνουμε αυτό το μήνα. Θα πάμε τον άλλο μήνα». Ερχόταν ο άλλος μήνας και πιθανόν πάλι κάποιες άλλες υποχρεώσεις να μην μπορούσαμε να πάμε. Ενώ τότε, με τα λεφτά που ήρθανε, «Πάμε ένα ταξίδι». «Ναι, πού;». «Πελοπόννησο». «Πάμε». «Πού;». «Μακεδονία». «Πάμε». Δεν είχες πρόβλημα. Δεν είναι εγωιστικό αυτό που λέω, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Είχε συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν να ετοιμάζουμε ταξίδι και τελευταία στιγμή, τελευταίες μέρες ξέρω ‘γω να λες: «Δεν βγαίνουμε. Άστο. Τον άλλο μήνα». Κι ερχόταν και ο άλλος μήνας… κάτι μεσολαβούσε και λέγαμε τον άλλο μήνα. Ενώ, όταν ήρθε το λαχείο, το ΛΟΤΤΟ μάλλον αυτό, λαχείο ήτανε, μετά δεν είχες κανένα πρόβλημα. 

Α.Λ.:

Άρα, ήσασταν πιο ευτυχισμένος.

Γ.Δ.:

Το ευτυχισμένος είναι κάτι πολύ μεγάλο τώρα. Ευχαριστημένος ναι/ Ευτυχισμένος… δεν ξέρω αν είναι ευτυχία αυτή. Ευτυχία είναι άλλα πράγματα. Ευτυχία είναι να έχεις υγεία, το βασικότερο, να βγάλεις καλά παιδιά. Αυτή είναι ευτυχία. Κι αυτά δεν γίνονται με τα λεφτά. Με τα λεφτά κάνεις άλλα πράγματα, αλλά την ευτυχία δεν την φέρνουν τα λεφτά. Περνάς καλύτερα με τα λεφτά, αλλά η ευτυχία είναι κάτι μεγάλο, που δεν [00:20:00]αναπληρώνεται. Εγώ έχασα τη γυναίκα μου μέσα σε 2 χρόνια. Αρρώστησε εκεί που δεν το περιμένει κανείς και αν δείτε τις φωτογραφίες τώρα, θα δείτε ότι τους τελευταίους μήνες, 3 μήνες, 3 τελευταίους μήνες έλιωνε μέρα με την ημέρα. Δεν μπορούσαν ούτε τα λεφτά να σε κρατήσουν ούτε τίποτα. Αυτή είναι ευτυχία. Να έχεις την υγεία σου, να έχεις τα παιδιά σου. Με τα χρήματα δεν γίνεται. Την πήγαμε στο νοσοκομείο. Κάθε 20 μέρες, 3 μέρες στο Σισμανόγλειο. Κάθε 20 μέρες, 3 μέρες Σισμανόγλειο. Κι εδώ που ήτανε γιατροί, φάρμακα, χημειοθεραπείες. Δε γινόταν.  Αυτή είναι ευτυχία. Έχεις την υγεία; Δεν έχεις πειράξει κανέναν, να έχεις τα παιδιά σου καλά. Είναι άλλο πράγμα. Ευχαριστημένος, ναι, ήμουνα, γιατί μπορούσα να κάνω πράγματα τα οποία… ήθελα να πάω στην ταβέρνα να φάω; Πήγαινα όποτε ήθελα. Δεν είχα πρόβλημα. Παλιότερα, όμως, είχα πρόβλημα, γιατί κοίταγα την τσέπη μου πρώτα. Έλεγα: «Τώρα, δεν γίνεται να πάω στην ταβέρνα, γιατί αν πάω στην ταβέρνα απόψε, αύριο τα παιδιά δεν θα έχουν γάλα», αλλά δεν είναι ευτυχία αυτή. Είναι άλλα πράγματα. 

Α.Λ.:

Αν τώρα σας ξανασυνέβαινε κάτι τέτοιο, πώς θα αξιοποιούσατε τα χρήματα αυτή τη φορά;

Γ.Δ.:

Αν αυτή τη στιγμή κέρδιζα κάτι, θα τα ‘δινα στα παιδιά μου. Θα τα ‘δινα στα παιδιά μου, γιατί τώρα είμαι μόνος μου και δεν έχω και πολύ μεγάλη ανάγκη. Ανάγκες πάντα υπάρχουν, έτσι; Αλλά πιο πολλές ανάγκες έχουν τα παιδιά. Δεν θα ‘φτιαχνα σπίτι. Αρκετά. Δεν θα ‘φτιαχνα σπίτι. Ούτε αυτοκίνητο θα έπαιρνα. Έχω αυτοκίνητο. Θα τα ‘δινα στα παιδιά, τα οποία είναι νέα, να βοηθηθούν στη ζωή τους. 

Α.Λ.:

Συνεχίζετε να-

Γ.Δ.:

Ναι, όπως παλιά, όπως παλιά και τώρα. Και μάλιστα, τα ίδια αυτά τα νούμερα που είχα κερδίσει τα παίζω, δηλαδή αν παίξω τρία δελτία, το ένα θα είναι αυτά τα νούμερα. Δεν έτυχε να κερδίσω. Εντάξει. Ας κερδίσει κανένας άλλος. Δεν πειράζει. Είπα: «Δεν είμαι τακτικός». Αραιά και πού. Όποτε περνάω από ένα πρακτορείο, να μπω μέσα να ρίξω δύο δελτία, τα οποία πάλι δεν θα τα κοιτάξω, αλλά προσπαθώ τώρα να μην περάσει το εξάμηνο. Να τα κοιτάω νωρίτερα. Βέβαια. 

Α.Λ.:

Θα θέλατε να ξανακερδίσετε κάτι;

Γ.Δ.:

Ναι, θα ‘θελα. Και πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι θα θέλανε. Θα ‘θελα, ναι. Εντάξει. Δεν είναι σκοπός αυτός, αλλά θα ‘θελα, ναι, γιατί όχι; Καταρχήν, αν κέρδιζα τώρα λεφτά, εκτός ότι θα έδινα στα παιδιά μου, θα έκανα ένα πολύ μεγάλο ταξίδι, πολυήμερο ταξίδι, πολλές μέρες, να μην πω μήνες, στην Ευρώπη. Θα έκανα ένα πολύ μεγάλο ταξίδι. Έχω πάει πολλές φορές, αλλά θα έκανα ένα πολύ μεγάλο ταξίδι. Και με τα’ αυτοκίνητό, μ’ αρέσει. Βέβαια. Τι να κάνουμε… 

Α.Λ.:

Ωραία. Μισό λεπτάκι. Ωραία. Θυμάστε κάτι άλλο να μου πείτε σχετικά με την εμπειρία σας αυτή; Κάτι που να το έχετε συνδυάσει;

Γ.Δ.:

Θα σας πω τώρα κάτι περιστατικά που γίνανε όταν φτιάχναμε την οικοδομή. Ένα μεσημέρι έφυγα από τη δουλειά και όπως παρκάρω το αυτοκίνητο ακούω πάνω… χτυπάγανε. Φωνάζω. Λέω: «Ρε παιδιά, τι γίνεται;». Και βγαίνουν στο μπαλκόνι εφτά άτομα, εφτά μαστόροι δουλεύανε. «Τι έγινε ρε; Τι κάνετε;». Λέει: «Μας είπε η Φούλη». Λέω: «Άμα σας είπε η Φούλη…». Και ένα άλλο, δεύτερο. Το τζάκι που έχουμε πάνω, το γκρέμισε τέσσερις φορές. Το ‘φτιαχνε ο μάστορας… έλεγε η Φούλη, γιατί η Φούλη τα έκανε όλα… ό,τι ήθελε αυτή. Έλεγε η Φούλη, το ‘φτιαχνε ο μάστορας. Το έβλεπε την άλλη μέρα, όταν τελείωνε, δεν της άρεσε. «Γκρέμισέ το. Αλλιώς». Τέσσερις φορές. Στο τέλος, μου λέει -είναι και φίλος μου ο Χρήστος- μου λέει: «Δεν αντέχω άλλο. Άμα το ξαναγκρεμίσω, θα φύγω». Αυτά, όμως, τα ‘κανες γιατί; Γιατί είχες την άνεση, κατάλαβες; Πλεονεξία; Εντάξει, πλεονεξία. Είχες την άνεση. Αν δεν είχες την άνεση, δεν θα το [00:25:00]‘κανες. Θέλω να πω δηλαδή ότι… κι εκτός αυτού ήταν λεφτά τα οποία, κακά τα ψέματα, ήταν ξεκούραστα. Δεν είχαμε κουραστεί να τα βγάλουμε.  Αυτό το σπίτι εδώ ξεκίνησε με εκατό πλίθες, γιατί είναι με τσιμεντόλιθοι γύρω-γύρω. Οι πρώτες εκατό πλίθες ήρθανε ένα βράδυ με δυο φορτηγάκια, τα κουβαλήσαμε με κάτι φίλους. Ένας φίλος μου ν’ αρχίζει να χτίζει και το πίσω το δωμάτιο, η πίσω η κρεβατοκάμαρα η μεγάλη ήταν αποθήκη. Και γκρεμίσαμε τον τοίχο… πήγε η γυναίκα μου και δούλεψε το ’88, το καλοκαίρι, στα Πλατάνια σε ξενοδοχείο, το πρωί σε ξενοδοχείο και το βράδυ σε μια ταβέρνα, γιατί το ξενοδοχείο είχε και ταβέρνα, «Τα σαράντα πλατάνια». Δεν ξέρω αν τα ξέρεις. Μπράβο. Το πρωί δούλευε στα «Σαράντα πλατάνια», στο ξενοδοχείο και το βράδυ στην ταβέρνα «Τα σαράντα πλατάνια», για να φτιάξουμε το δωμάτιο. Βλέπεις ότι απ’ τη μία μέρα στην άλλη τα πράγματα αλλάζουν. Τότε, δεν είχαμε λεφτά και πήγε… λέει ένα καλοκαίρι «Θα πάω να δουλέψω, για να φτιάξουμε μία κρεβατοκάμαρα ακόμη να μείνουν τα παιδιά». Και μετά από τέσσερα χρόνια, το ’92 που κέρδισα τα λεφτά, μετά δεν είχαμε ανάγκη. Πλέον, έφτιαχνες το σπίτι πάνω και δεν καταλάβαινες πώς το ‘φτιαχνες. Και γκρέμιζες και το τζάκι.

Α.Λ.:

Κάνατε σπατάλες;

Γ.Δ.:

Η απόδειξη ότι δεν πήρα ποτέ καλό αυτοκίνητο. Θα μπορούσα να πάρω… την εποχή εκείνη, μία BMW είχε 7 εκατομμύρια. Κι εγώ είχα στην τράπεζα 21, με τους τόκους μαζί. Δεν πήρα. Δεν μ’ ενδιέφερε. Είχα ένα φιατάκι έχω. Και μάλιστα αυτό είναι 17 χρονών, που έχω έξω. Όχι, δεν έκανα. Έκανα πολλά ταξίδια. Εκεί… τώρα, αν αυτό είναι σπατάλη, ναι, έκανα ταξίδια.

Α.Λ.:

Πού πήγατε;

Γ.Δ.:

Γερμανία, Ιταλία… καταρχήν, το 2003 έφυγε ο γιος μου και μένει στο Μιλάνο μόνιμα. Έχει 18 χρόνια τώρα. Με την αφορμή αυτή πήγαμε Ιταλία. Έχω πάει Αυστρία, Γερμανία, Ελβετία, Γαλλία. Οδικώς με τ’ αυτοκίνητο. Γι’ αυτό λέω ότι αν ξανακερδίσω, θα κάνω ένα πολύ μεγάλο ταξίδι και θα πάω και Δανία. Μπορεί να πάω και Σουηδία και Ισπανία. Θα γυρίσω πάλι και Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία. Την Ιταλία την έχω γυρίσει από Ρώμη μέχρι Άλπεις. Δεν έχω αφήσει χωριό για χωριό που λέμε. Ρώμη, Φλωρεντία, Γένοβα, Μπάρι, Πίζα, Λιβόρνο, Μιλάνο, Μπολόνια, Άλπεις. Στις Άλπεις έχω μείνει μήνες. Στο Μαράνο, στην Πεσκάρα, στην Περούντζια, στο Αρέτσο. Δεν μπορώ… στο Μπάρι. Έχω κάνει πάρα πολλά ταξίδια. Τώρα, αυτό αν είναι σπατάλη, ναι, γιατί τα ταξίδια μ’ αρέσανε από μικρός και μου άρεσε η οδήγηση και έκανα ταξίδια. Ελλάδα από Αλεξανδρούπολη μέχρι Δυρό. Έχεις πάει στο Δυρό; Να πας. Στο σπήλαιο του Δυρού. Είναι το κάτι άλλο, φανταστικό. Και να μπεις με βάρκα μέσα. Μονεμβασιά. Μονεμβασιά δεν έχεις πάει; Χάνεις. Αλλά δεν θα πας μόνη σου. Εκεί θα πας με τα’ αγόρι σου. Μόνη απαγορεύεται. 

Α.Λ.:

Αισθανθήκατε την ανάγκη να βοηθήσετε κάποιον με τα χρήματα αυτά;

Γ.Δ.:

Πολλές φορές. Πολλές φορές. Αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Άστο. Και τώρα ακόμη. Αλλά αυτά δεν είναι να-

Α.Λ.:

Όχι, απλά ρωτάω μήπως τότε-

Γ.Δ.:

Κοίτα. Σε καλύτερη μοίρα, αυτή τη στιγμή, οικονομικά είναι ο γιος μου, στην Ιταλία που δουλεύει, ο οποίος έχει αναλάβει αυτές τις υποχρεώσεις. 

Α.Λ.:

Επομένως, για ‘σας η μεγαλύτερη αλλαγή που ήρθε απ’ αυτό το γεγονός ήταν το ότι χτίσατε το σπίτι.

Γ.Δ.:

Ένα σπίτι, που στην πραγματικότητα… εγώ όχι ότι δεν το ήθελα, έτσι; Δεν ήταν η προτεραιότητά μου. Προτεραιότητα της γυναίκας μου ήτανε και των γονιών μου. Θέλανε ένα μεγάλο σπίτι από πάνω. Εγώ σας είπα. Ήθελα να φτιάξω ένα σπίτι στη Γουργουβίτσα. Και μάλιστα τότε, εκείνη την εποχή, μου είπε η Φούλη ότι «Αν το φτιάξεις, μία βδομάδα -έτσι ακριβώς όπως σας το λέω- εάν το φτιάξεις, μια εβδομάδα δεμένη θα με κρατήσεις, Έτσι και μ’ έλυσες, δεν με ξανάδες». Δεν ήθελε με τίποτα να πάει. Δεν ξέρω αν είναι όμορφα ή άσχημα. Για ‘μένα αυτό το χωριό μου αρέσει πάρα πολύ. Από το ’78-’79 που δούλευα στη ΔΕΗ. Και είχα πάει… και πριν πήγαινα και σαν μαθητής στο Γυμνάσιο πήγαινα. Μου άρεσε. Και ήθελα, έτσι, ένα σπίτι να πηγαίνω τα Χριστούγεννα, Πάσχα, Απόκριες, Σαββατοκύριακα. [00:30:00]Είναι και ψηλά στο βουνό. Μου άρεσε, αλλά δεν ήθελε η γυναίκα μου. Και φτιάξαμε το από πάνω. 

Α.Λ.:

Το μετανιώσατε;

Γ.Δ.:

Όχι, όχι βέβαια. Καταρχήν, αυτή τη στιγμή έχει ο γιος μου ένα σπίτι καλό πάνω. Βέβαια, έκανε και κάποιες διορθώσεις πέρυσι. Έχει η κόρη μου το σπίτι το μεσαίο, που ήτανε ο παππούς και η γιαγιά. Κι εγώ έχω αυτό εδώ, που ήταν πολύ καλό και μου αρέσει πολύ και είναι και ζεστό και όμορφο και… όχι, όχι, όχι. Απλά, ήταν άλλη προτεραιότητα. Αν ήμουνα μόνος μου, θα πήγαινα να φτιάξω ένα σπιτάκι στη Γουργουβίτσα, αλλά άμα δεν είσαι μόνος σου, είναι κι άλλοι που κάνουνε κουμάντο. Και ειδικά οι γυναίκες. Οι γυναίκες πάντα κάνουν κουμάντο. Αρχηγός του σπιτιού είναι ο άντρας. Κουμάντο κάνει η γυναίκα. Τώρα, τι αρχηγός είναι ο άντρας δεν ξέρω. 

Α.Λ.:

Ωραία. Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο σχετικά με αυτή την εμπειρία;

Γ.Δ.:

Δεν ξέρω τι. Αν έχω ξεχάσει κάτι... όχι. Ήταν μία ευχάριστη περίοδος της ζωής μου, πάρα πολύ ευχάριστη. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο. Και για να ‘μαι και ειλικρινής το συναίσθημα αυτό δεν ξέρω αν σας το περιέγραψα καλά. Είναι κάτι που δεν μπορώ να το περιγράψω. Ήταν μία εφορία, μια χαρά, μια… δεν στεναχωριόμουνα. Δεν υπήρχε άγχος εκείνη την εποχή. Δεν ξέρω. Ήταν κάτι… δεν περιγράφεται. Εγώ, τουλάχιστον, δεν μπορώ να το περιγράψω, να σας το δώσω να το καταλάβετε καλά. Πιθανόν, να μην σας το ‘δωσα. Δεν μπορώ. Ήταν μια πάρα πολύ καλή περίοδος. Ευχαριστημένος. Ευχαριστώ το Θεό, που μου το ‘στειλε. Βέβαια, έχασα τη γυναίκα μου νέα, 60 χρονών, 61. Και μάλιστα, τώρα που έκανε και η κόρη μου τα εγγονάκια της… θα μπορούσε να τα ζήσει. Μόνο το μικρό, τον έναν, το αγοράκι, το έζησε 5 μήνες. Και 5 μήνες να σκεφτείτε ότι ήταν εδώ, στην πολυθρόνα εδώ ή στον καναπέ και το κράταγε αγκαλιά και δεν είχε και κουράγιο να το κρατήσει αγκαλιά. Τουλάχιστον, το είδε. Τι να κάνουμε. Αυτά τα ‘χει η ζωή. 

Α.Λ.:

Ωραία, κύριε Γιώργο. Εγώ αυτά ήθελα να σας ρωτήσω.

Γ.Δ.:

Δεν ξέρω αν σε βοήθησα.

Α.Λ.:

Όχι. Με βοηθήσατε-

Γ.Δ.:

Με όλη μου την καρδιά θέλω να σας βοηθήσω, αλλά δεν ξέρω, τώρα, αν αυτά φτάνουν, δεν φτάνουν. Τι να πω τώρα; Δεν ξέρω.

Α.Λ.:

Εκτός κι αν θυμάστε κάτι άλλο σχετικά με την εμπειρία αυτή. Κατά τ’ άλλα-

Γ.Δ.:

Όχι, δεν θυμάμαι κάτι άλλο. Αυτό, έτσι, ήταν το περιστατικό, όπως το θυμάμαι. Δεν ξεχνιέται αυτό το πράγμα, δηλαδή το θυμάμαι κάθε βράδυ. Εδώ καθόμουνα και έβλεπα τα δελτία εκεί. Η εφημερίδα ήτανε στο τραπέζι. Τηλεόραση δεν έβλεπα, δεν μ’ ενδιέφερε. Αν μ’ ενδιέφερε, ίσως, το έργο, να μην κοίταγα. Κοιτάω να δω τι γίνεται… δεν πίστευα ότι είχα κερδίσει. Και μετά μπερδεύτηκα. Λέω: «Τι γίνεται;». Δεν ξεχνιέται αυτό το πράγμα, δεν ξεχνιέται. Νόμιζα ότι βλέπω το δελτίο δυο φορές. Έβλεπα δελτίο, εφημερίδα και νόμιζα ότι διάβαζα το δελτίο δυο φορές ή την εφημερίδα δυο φορές. Μετά, πέταγα. Δεν μπορώ… δεν, δεν, δεν… 

Α.Λ.:

Ωραία.

Γ.Δ.:

Σκεφτείτε τώρα οι άνθρωποι αυτοί που έχουν κερδίσει πολλά λεφτά, ε; Αλλά δεν ξέρω. Εμένα μου άρεσε. Καλά ήτανε αυτά τα λεφτά, καλά ήταν. Πολύ καλά, όχι καλά. Βέβαια, άμα τα ξανακέρδιζα, δεν θα ‘λεγα όχι.

Α.Λ.:

Ωραία, κύριε Γιώργο. Σας ευχαριστώ πάρα-πάρα πολύ.

Γ.Δ.:

Κορίτσι μου, να μην ευχαριστάς. Τι ευχαριστάς; Αλίμονο.