© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Διδάσκοντας ελληνικά ως δεύτερη ή ξένη γλώσσα: Μία νέα γλωσσολόγος αφηγείται
Κωδικός Ιστορίας
12930
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρία Γερανιωτάκη (Μ.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/06/2020
Ερευνητής/τρια
Εμμανουήλ Κανδεράκης (Ε.Κ.)
[00:00:00]Καλησπέρα, θα μας πεις το όνομά σου;
Καλησπέρα, ονομάζομαι Μαρία Γερανιωτάκη.
Είναι Σάββατο 27 Ιουνίου 2020. Είμαι με την Μαρία Γερανιωτάκη στην Άνω Κυψέλη, εγώ ονομάζομαι Μάνος Κανδεράκης, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Μαρία, πού γεννήθηκες;
Γεννήθηκα στα Χανιά, στα όμορφα Χανιά τη Κρήτης. Οφείλω να σ’ ευχαριστήσω για το βήμα που μου δίνεις προκειμένου να μιλήσουμε για έναν χώρο, ο οποίος δεν είναι τόσο γνωστός στο ευρύ κοινό, θεωρώ, και είναι ο χώρος της Γλωσσολογίας, η επιστήμη της Γλωσσολογίας. Οπότε χαίρομαι πάρα πολύ που μου δίνεται αυτή η δυνατότητα να συνομιλήσουμε γι’ αυτόν τον κλάδο, και ιδιαιτέρως χαρούμενη, γιατί; Γιατί αυτή τη στιγμή σου μιλάει ένας νέος άνθρωπος, ο οποίος θα σου μιλήσει για μια επιστήμη, η οποία συνήθως, αν τη ρωτήσεις, συνήθως, συνήθως οι ερωτήσεις αφορούν ανθρώπους μεγαλυτέρους. Η έμφαση δεν δίνεται στους νέους ανθρώπους. Γι’ αυτό χαίρομαι, λοιπόν, που με καλείς να μιλήσω γι’ αυτόν τον χώρο.
Πώς προέκυψε η επιλογή αυτού του ακαδημαϊκού κλάδου της Γλωσσολογίας; Δηλαδή, όπως μας είπες, μεγάλωσες σε μια επαρχιακή πόλη, όπως τα Χανιά. Θα ήθελες να μας μιλήσεις λίγο για τις επιρροές σου και για τα ακαδημαϊκά σου ενδιαφέροντα, πώς προέκυψαν;
Βεβαίως, και η διαδρομή είναι ιδιαιτέρως πολυσχιδής, θα έλεγα. Πράγματι, προέρχομαι από μία επαρχία και γιατί το λέμε αυτό; Γιατί συνήθως, λέγεται ότι όποιος είναι, για παράδειγμα, στην Αθήνα μόνιμος κάτοικος, ή αν έρχεται από μία επαρχία πηγαίνει στην Αθήνα, προκειμένου να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα. Ωστόσο, ναι, προέρχομαι από τα Χανιά, όσον αφορά τις σπουδές μου, ολοκλήρωσα το τμήμα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και το έναυσμα για την ενασχόληση με τη Γλωσσολογία ήρθε εκεί. Ήρθε στο τρίτο έτος, όταν ήμουνα στη Φιλολογία, που έπρεπε να επιλέξω κατεύθυνση. Δεν ήξερα τι να επιλέξω. Ωστόσο, ήρθα σε επαφή με ορισμένους διακεκριμένους καθηγητές, πολλοί εξ αυτών κιόλας, μένουν στην Αθήνα και έρχονταν στο Ρέθυμνο για να διδάξουν, και τέλος πάντων μετά από συζητήσεις, κατέληξα ότι ο μαγικός κόσμος της Γλωσσολογίας, είναι αυτό που θα με πάει μπροστά. Μπροστά ως επιστήμονας, μπροστά ως άνθρωπο, και άρχισα να διερωτώμαι τι έχω να δώσω σε αυτόν τον κλάδο. Και, όπως θα πούμε και στη συνέχεια, πράγματι, έχω κι εγώ δώσω πάρα πολλά.
Μάλιστα. Ωραία, και ουσιαστικά δηλαδή, όπως προείπες, ολοκλήρωσες την Ελληνική Φιλολογία, μας είπες πώς ήρθε η Γλωσσολογία στη ζωή σου. Στη συνέχεια, πώς επένδυσες πάνω σε αυτό το κομμάτι το πιο συγκεκριμένο;
Λοιπόν, είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, διότι, όπως θα σου πω και στη συνέχεια, πριν λίγο καιρό ολοκλήρωσα το μεταπτυχιακό μου. Το μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διδασκαλία της Ελληνικής ως Δεύτερης/Ξένης Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας σε συνεργασία με το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, το οποίο βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Και γιατί το αναφέρω αυτό; Διότι καταρχάς το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας είναι ο επιστημονικός φορέας για την... για τις εξετάσεις επάρκειας της ελληνομάθειας και ασχολείται γενικά και ερευνητικά με το κομμάτι της ελληνικής, όχι ως μητρική γλώσσα αλλά ως ξένη ή δεύτερη. Και το Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας, διότι ήταν το μοναδικό, εκείνη την περίοδο που το επέλεξα, για να κάνω το συγκεκριμένο μεταπτυχιακό. Πώς ήρθαν τώρα όλα αυτά; Αφότου ολοκλήρωσα την... το προπτυχιακό, είχα πάρα πολλές προσλαμβάνουσες, όσον αφορά το κομμάτι το γλωσσολογικό. Ωστόσο, πέρασε μία περίοδος δύσκολη για εμένα, καθώς προέκυψαν κάποια θέματα υγείας οικογενειακά και δεν κατευθύνθηκα κατευθείαν στο μεταπτυχιακό που ήθελα. Γι’ αυτό όφειλα λίγο ν’ ασχοληθώ με τη διδασκαλία των ελληνικών πρώτα σε ελληνόφωνους, εννοείται στα παιδιά. Ασχολήθηκα, λοιπόν, με τα ιδιαίτερα μαθήματα και μπορώ να πω ότι, όπως σε όλα τα θέματα της ζωής, υπήρχαν και τα θετικά και τα αρνητικά. Και γιατί το λέω αυτό; Είναι πάρα πολύ σημαντικό να διερευνήσουμε λίγο και τη διδασκαλία των ελληνικών ως μητρική γλώσσα. Απευθυνόμαστε σε παιδιά. Σε παιδιά από το δημοτικό μέχρι το λύκειο, παιδιά με όνειρα, παιδιά αγχωμένα για το μέλλον, παιδιά που προσπαθούν, παιδιά που θέλουν. Τι γίνεται όμως; Έρχεται ο διαμεσολαβητής γνώσης, που είναι ο δάσκαλος, ο καθηγητής, ο οποίος οφείλει να διδάξει, όχι μόνο τη γλώσσα ως γλώσσα, αλλά να περάσει και την ουσία της γλώσσας στα παιδιά. Αλλά δυστυχώς, αυτό που συμβαίνει είναι –όπως και πρότινος ολοκληρώθηκε– το γνωστό θέμα των Πανελλαδικών. Όλα τα παιδιά αυτό που δυστυχώς έχουν στην άκρη του μυαλού τους είναι η εισαγωγή τους στο πανεπιστήμιο. Οπότε τι κάνουν; Δυστυχώς, ξαναλέω, από την πρώτη δημοτικού κιόλας μέχρι την τρίτη λυκείου προσπαθούν να αποστηθίσουν με έναν μηχανιστικό τρόπο οτιδήποτε μαθαίνουν στο σχολείο, στο γνωστό πλέον σε όλους φροντιστήριο, προκειμένου τι; Να περάσουν σε μία σχολή, είτε είναι της αρεσκείας τους είτε όχι. Οπότε ασχολήθηκα πολλά χρόνια με τα ιδιαίτερα και όπως είπα πριν, ναι, υπήρχαν και θετικά και αρνητικά στοιχεία. Μπορώ να πω ότι στους μαθητές μου και για... Α, καταρχάς θέλω να επισημάνω ότι χρησιμοποιώ παρελθοντικό χρόνο, διότι έχω σταματήσει τη διδασκαλία των ελληνικών ως μητρική σε ελληνόφωνα παιδιά, μαθητές, διότι θα πω στην συνέχεια ότι πλέον ασχολούμαι με τη διδασκαλία των ελληνικών σε αλλόγλωσσους – ένα επίκαιρο και ελπιδοφόρο θέμα. Ξαναγυρνάω, λοιπόν, πίσω, όσον αφορά τους ελληνόφωνους μαθητές. Αυτό που προσπάθησα να κάνω, είναι να μην ωθήσω τα παιδιά να μαθαίνουν μηχανιστικά, παπαγαλίστικα κι όλες αυτές οι παρεμφερείς λέξεις. Προσπάθησα να τους περάσω τη γνώση, προσπάθησα να τους περάσω την αλήθεια, την ουσία, την ουσία της ελληνικής γλώσσας, νεοελληνικής και αρχαίας. Και αναφέρομαι σε αυτά, γιατί ως φιλόλογος και γλωσσολόγος, αυτά ήταν τα αντικείμενα με τα οποία ασχολήθηκα και δίδαξα στους ελληνόφωνους. Ωστόσο, παρατηρούσα ότι τα παιδιά το λάτρεψαν! Το λάτρεψαν, αλλά είχαν πάντα στην άκρη του μυαλού τους ότι «Ωραία όλα αυτά, ευχαριστώ που τα μαθαίνουμε όλα αυτά, αλλά μετά; Πού θα μας χρησιμεύσουν; Τι θα κάνουμε; Θα μας τα ζητήσει αύριο η κυρία στο σχολείο ή ο κύριος;» Άρα, μήπως πρέπει όλοι οι οποίοι είμαστε διαμεσολαβητές γνώσεις, γιατί, αυτός είναι ο ρόλος του δασκάλου, αλλά μήπως πάει παραπέρα το θέμα; Μήπως να μη διαμεσολαβούμε μόνο τη γνώση, αλλά να περνάμε και άλλα στα παιδιά; Την ουσία της γλώσσας[00:10:00]. Είναι κρίμα να βλέπεις παιδιά, τα οποία ασχολούνται με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χρησιμοποιούν τα greeklish, υπάρχει ασυνταξία. Οφείλουμε να το δούμε λίγο διαφορετικά το θέμα διδασκαλίας της γλώσσας γενικότερα, και δη των ελληνικών. Διότι είναι λίγο οξύμωρο να βλέπεις και να μαθαίνεις και να ακούς στο εξωτερικό να διδάσκουν τα ελληνικά, οι ξένοι να λατρεύουν –χωρίς υπερβολή– τα ελληνικά και να βλέπεις παιδιά να μη δίνουν την εστίαση που χρειάζεται το συγκεκριμένο θέμα. Είναι ένα πολύ ωραίο ερώτημα εσωτερικής διερεύνησης για τον εκάστοτε δάσκαλο, καθηγητή, να περάσει την πραγματική ουσία της γλώσσας. Η γλώσσα μας έχει ιστορία, η γλώσσα μας είναι κάτι τελείως διαφορετικό από οτιδήποτε μπορεί να έχει ο άλλος στο μυαλό του. Δεν είναι μόνο επικοινωνία, η γλώσσα φέρει πάρα πολλά στοιχεία ανθρωπισμού, στοιχεία ψυχολογίας, στοιχεία ιστορίας. Αν συνεχίσουμε να μιλάμε για το θέμα της γλώσσας, μπορεί να μας πάρει πάρα πολλές ώρες, ωστόσο, είναι ένα μικρό λιθαράκι εσωτερικής διερεύνησης, αναστοχασμού. Τελικά, τους μαθαίνουμε την αξία της γλώσσας; Η γλώσσα είναι πολιτισμός. Οφείλουμε, λοιπόν, να το εξετάσουμε καλύτερα αυτό το θέμα, να βοηθήσουμε τα παιδιά να εξελιχθούν γλωσσικά. Και ουσιαστικά και όχι –θα επαναλάβω τη λέξη– μηχανιστικά. Για να μη χρονοτριβώ κιόλας, πάλι όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να πάρω κάποιες αποφάσεις κι εγώ στη ζωή μου ως νέος άνθρωπος, επέλεξα να σταματήσω τα διά ζώσης μαθήματα. Αποκόμισα πάρα πολλά, εύχομαι οι μαθητές με τους οποίους συναναστράφηκα να βρουν πραγματικά τα πατήματά τους και τον δρόμο τους. Ωστόσο, κι εγώ βρήκα τον δρόμο μου, και ο δρόμος αυτός αφορά τη Γλωσσολογία ερευνητικά, επιστημονικά και καλώς εχόντων των πραγμάτων, και διδακτορικά. Όταν ακούει ο άλλος Γλωσσολογία, του έρχεται στο μυαλό: «Ωχ, γλώσσα, γραμματική παραδοσιακή, σύνταξη...» Όχι. Η Γλωσσολογία είναι ένας μαγικός κόσμος, όπως τον λέω εγώ. Γιατί; Γιατί είναι πολυσχιδής. Η γλωσσολογία μπορεί να σε κατευθύνει σε ανεξερεύνητους δρόμους, σου δημιουργεί την ανάγκη και την αγάπη να τους διερευνήσεις. Αυτό και έκανα.
Αφού πέρασαν κάποια χρόνια, επέλεξα να συμμετέχω στο μεταπτυχιακό αυτό πρόγραμμα που ανέφερα προηγουμένως και πήρα και την απόφαση να ξεκινήσω μαθήματα σε αλλόγλωσσους. Θα ήθελα να κάνω μία υποσημείωση εδώ. Όταν ακούμε: «Διδασκαλία της Ελληνικής ως Δεύτερης/Ξένης Γλώσσας», ένα μακρινάρι θα έλεγα, πολλοί θεωρούν ότι εντάξει, είναι πάρα πολύ εύκολο, γιατί ο κάθε άνθρωπος μπορεί να διδάξει τα ελληνικά ακόμα και σε αλλόγλωσσους. Αυτό που θα πω εγώ είναι ότι δεν είναι εύκολο. Δεν μπορεί κάθε δάσκαλος ή φιλόλογος, αν δεν είναι ειδικευμένος να διδάξει τα ελληνικά ως δεύτερη ή ξένη γλώσσα. Και τελικά τι είναι δεύτερη ή ξένη γλώσσα; Γιατί πολλοί διερωτώνται. Και με τον καιρό, πάρα πολλοί με ρωτούσαν διαρκώς, μα δεύτερη, ξένη είναι το ίδιο... Ίσως και αυτό αξίζει να επισημανθεί, γιατί; Για να ξέρουμε τελικά την ουσία κάθε λέξης, γιατί η κάθε λέξη είναι αυτή που σε οδηγεί στο παρά πέρα. Δεύτερη, λοιπόν, γλώσσα –και δεν κάνουμε μάθημα τώρα–, δεύτερη γλώσσα, μέσα από παράδειγμα, είναι το εξής: Όταν, για παράδειγμα, είμαι Ελληνίδα και πηγαίνω μετανάστρια οικονομική, οτιδήποτε, στη Γερμανία. Ενδεχομένως να μείνω μόνιμα, όχι για διακοπές. Εκεί θα πρέπει να μάθω γερμανικά. Άρα, να μάθω τη γλώσσα τη μητρική της Γερμανίας, άρα για μένα τα γερμανικά στη Γερμανία θα είναι δεύτερη γλώσσα. Εν αντιθέσει με την ξένη. Την ξένη, μέσα από παράδειγμα πάλι: Είμαι Ελληνίδα, μένω στην Ελλάδα και θέλω να μάθω αραβικά, γαλλικά κτλ. Αυτές οι γλώσσες για εμένα θα είναι ξένες. Θέλω να πιστεύω ότι η διάκριση πλέον είναι σαφής. Γιατί είναι σημαντικό να γνωρίζουμε λίγο ακόμα και αυτές τις έννοιες. Οπότε αποφάσισα να διδάξω σε αλλόγλωσσους. Η σκέψη μου ήταν, αν θα γίνει διά ζώσης ή αν θα γίνει εξ αποστάσεως. Άλλη μία φράση, η οποία έχει μπει για τα καλά στη ζωή των Ελλήνων, γιατί στο εξωτερικό προϋπήρχε. Ειδικά τώρα με την καραντίνα λόγω κορονοϊού, πολλοί εκπαιδευτικοί μπήκαν σε αυτόν τον χώρο του εξ αποστάσεως. Τέλος πάντων, επέλεξα την εξ αποστάσεως διδασκαλία σε αλλόγλωσσους, καθόσον έκανα το μεταπτυχιακό δίπλωμα για τη Διδασκαλία της Ελληνικής ως Δεύτερης/ Ξένης Γλώσσας. Ήδη είχα προσλαμβάνουσες από την ειδίκευση που είχα στη Γλωσσολογία, όταν σπούδαζα στη Φιλολογία, οπότε δεν αντιμετώπισα προβλήματα. Και το ευτύχημα ήταν ότι, να το πω λίγο απλοϊκά, άναψαν πάρα πολλά λαμπάκια εμπνεύσεως. Λαμπάκια εμπνεύσεως σχετικά με τα γλωσσολογικά ζητήματα, και δη όταν απευθυνόμαστε αλλόγλωσσους, ενήλικες ή παιδιά. Όταν διδάσκεις μία γλώσσα που για εσένα είναι μητρική, είναι κάπως διαφορετικό να την διδάξεις σε κάποιον αλλόγλωσσο. Δεν μπορούμε να διδάξουμε το ίδιο έναν ενήλικα ή ένα παιδί πρώτης σχολικής ηλικίας ή προσχολικής ηλικίας, και εδώ έρχεται αυτό που είπα πριν. Δεν μπορούμε να διδάξουμε όλοι, αν δεν είμαστε ειδικευμένοι, τα ελληνικά σε αλλόγλωσσους, γιατί εκεί έρχονται άλλα θέματα, άλλες θεματικές. Ζούμε σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία χρόνια τώρα, αλλά τώρα είναι περισσότερο εμφανές. Πώς διδάσκουμε τα ελληνικά σε αλλόγλωσσους; Και γιατί δεν χρησιμοποιώ τη λέξη «ξένους»; Γιατί, όταν ο άλλος, ο άλλος άνθρωπος, έρθει στη χώρα σου είτε ως πρόσφυγας είτε ως μετανάστης, γιατί παρένθεση, εννοείται ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον πρόσφυγα και στον μετανάστη, που πολλές φορές συγχέονται αυτοί οι όροι, κλείνει η παρένθεση. Το να τον αποκαλέσεις ξένο, μέσα από την εμπειρία μου, μου φαίνεται ότι δεν είναι μία δόκιμη λέξη για τον αλλόγλωσσο. Δεν είναι ξένος. Αν έρθει στη χώρα σου, έρχεται για να ζήσει, για νέες ευκαιρίες. Μπορεί να έρθει για λόγους οικογενειακούς, ενδεχομένως να έχει βρει κάποιον από τη χώρα σου να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια. Είναι πάρα πολλοί λόγοι[00:20:00]. Και γιατί το λέω αυτό; Γιατί οφείλει ο εκάστοτε εκπαιδευτικός, όταν αναλαμβάνει να διδάξει μία γλώσσα σε κάποιον άλλον άνθρωπο, του οποίου δεν είναι η μητρική αυτή η γλώσσα, οφείλει να δει τις ανάγκες του, να δει τα κίνητρά του, να δει τι θέλει. Απ’ την άλλη, βέβαια, δεν χρειάζεται ο άλλος να έρθει στη χώρα σου για να του διδάξεις τη μητρική σου γλώσσα, στην περίπτωσή μας τα ελληνικά. Υπάρχουν πάρα πολλοί αλλόγλωσσοι, οι οποίοι έχουν μόνιμη κατοικία το εξωτερικό και απλά επιθυμούν να μάθουν τα ελληνικά, όπως θα μάθαιναν και άλλες γλώσσες. Μας φαίνεται λίγο περίεργο, γιατί; Γιατί η ελληνική είναι η μητρική μας γλώσσα και μας κάνει εντύπωση πολλές φορές. Γιατί ο άλλος να θέλει να μάθει τα ελληνικά; Και η απάντηση εδώ είναι: γιατί εσύ θέλεις να μάθεις αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, κινέζικα; Γιατί; Γιατί να περιορίσουμε την όρεξη, τη θέληση κάποιων ανθρώπων, είτε έρχονται στη χώρα μας είτε ζουν στο εξωτερικό να μάθουν τα ελληνικά; Τα ελληνικά. Και γιατί το επαναλαμβάνω; Γιατί αυτή η λέξη έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία και οφείλουμε ακόμα και εμείς οι Έλληνες, όλων των ηλικιών, να τη δούμε λίγο πιο διεισδυτικά. Και έτσι, λοιπόν, εφόσον επέλεξα την εξ αποστάσεως διδασκαλία, προφανώς όπως καθετί καινούριο φέρει και κάποιες δυσκολίες. Το ευτύχημα είναι ότι πράγματι, μέσα από το συγκεκριμένο μεταπτυχιακό, ερεύνησα, έμαθα. Έμαθα πώς πρέπει να διδάσκεις σε κάποιον αλλόγλωσσο. Να διδάσκεις με επικοινωνιακό τρόπο, όχι μηχανιστικά. Έχεις απέναντί σου έναν ενήλικα, έχεις απέναντί σου ένα παιδί, οπότε κι εσύ πρέπει να του διδάξεις ανάλογα. Δεν είναι εύκολο αλλά δεν είναι ακατόρθωτο. Εννοείται, για να διδάξεις εξ αποστάσεως, οφείλεις και συ να κάνεις, πέρα από τον κλασικό αναστοχασμό, μία μικρή έρευνα. Δεν είναι εύκολο, δεν είναι εύκολο να βρεις αλλόγλωσσους που μένουν στο εξωτερικό, αλλόγλωσσους που μένουν στην Ελλάδα και για τους χ, ψ λόγους θέλουν να μάθουν καλύτερα τα ελληνικά. Τι γίνεται τώρα εδώ; Εδώ έρχεται κάτι επιπλέον που νομίζω ότι χρήζει επεξήγησης.
Έχουμε δύο όρους, «κατάκτηση», «εκμάθηση», οι οποίοι συγχέονται. Γιατί; Όταν ο άλλος έρχεται στην Ελλάδα, αφού είμαστε στην Ελλάδα και μιλάμε για την Ελλάδα μας, όταν λοιπόν ο άλλος έρχεται για κάποιους λόγους και δεν διδάσκεται σε κάποιο φροντιστήριο, ή αν είναι παιδί σε κάποια τάξη υποδοχής, τότε θα το... τότε θα κατακτήσει τα ελληνικά. Και τι θέλω να πω με αυτό. «Κατάκτηση» ίσον... «Κατάκτηση γλώσσας» ίσον: «Μαθαίνω μία γλώσσα σε φυσικές επικοινωνιακές περιστάσεις», που σημαίνει ότι δεν πάω σε κάποιο σχολείο εντός ή εκτός εισαγωγικών και μαθαίνω φυσικά τη γλώσσα, τη νέα γλώσσα. Αυτή η αναφορά έχει να κάνει με όσους οι οποίοι μαθαίνουν τα ελληνικά ως δεύτερη, δηλαδή έρχονται στη χώρα μου, για να μην ξεχνιόμαστε, το επισημαίνω. Αυτοί, λοιπόν, οι άνθρωποι μέσα από την επικοινωνία με ημεδαπούς προσπαθούν να κατανοήσουν, προσπαθούν να μάθουν τα ελληνικά. Απ’ την άλλη, οι ελληνόφωνοι, έχουμε διερωτηθεί ποτέ, πώς τους αντιμετωπίζουν; Και γιατί εστιάζω στους αλλόγλωσσους, οι οποίοι έρχονται εδώ; Γιατί αυτό βλέπω καθημερινά, πέρα από τους μαθητές μου που κάνω εξ αποστάσεως, βλέπω μία ιδιαίτερη αντιμετώπιση των ημεδαπών έναντι των αλλόγλωσσων. Ο αλλόγλωσσος, ο οποίος δεν διδάσκεται, αλλά προσπαθεί φυσικά να την κατακτήσει τη νέα γλώσσα, προφανώς και θα κάνει λάθη γλωσσικά, προφανώς και θα ρωτήσει κάτι το οποίο δεν το κατανόησε. Αλλά παρατηρώ μία αντιμετώπιση προς κοροϊδία, θα έλεγα, και με ενοχλεί. Μπορεί πιο παλιά να μη με ενοχλούσε, αλλά πλέον με ενοχλεί. Με ενοχλεί, γιατί δεν θα θέλαμε να μας αντιμετωπίζουν έτσι αν ήμασταν στο εξωτερικό και προσπαθούσαμε να μάθουμε τη γλώσσα της νέας χώρας, όπου θα είχαμε όνειρα, θα θέλαμε να ζήσουμε εκεί. Οπότε, γιατί να το κάνουμε κι εμείς σε αυτούς τους ανθρώπους; Μήπως πρέπει να αλλάξει το σκεπτικό μας, γενικότερα; Γιατί το λέω αυτό; Γιατί, όταν ο άλλος έρχεται εδώ για μία νέα ζωή, ευελπιστεί να ενσωματωθεί κιόλας κοινωνικά κατά κύριο λόγο, πολιτιστικά... Φέρει κι αυτός ένα φορτίο, ένα φορτίο, μία σακούλα, αν μπορώ να το πω έτσι πιο λαϊκά, με εμπειρίες, με τη μητρική του γλώσσα, με την ανάγκη ουσιαστικά για ζωή. Οπότε, μήπως να δούμε διαφορετικά το θέμα; Μήπως να σεβαστούμε το κάθε γλωσσικό λάθος του αλλόγλωσσου, όταν για μας θεωρητικά είναι αυτονόητο; Μήπως τελικά και εμείς οφείλουμε λίγο να μάθουμε καλύτερα τη γλώσσα, το νόημα της γλώσσας, της ελληνικής, και εν συνεχεία να προχωρήσουμε στο πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτούς τους ανθρώπους; Έχει τύχει πολλές φορές να υπάρχει ένας αλλόγλωσσος και δίπλα μου ένας γηγενής Έλληνας. Και η αντιμετώπισή του απέναντι στον αλλόγλωσσο ήταν κάπως περίεργη. Με παραγλωσσικά ή εξωγλωσσικά στοιχεία έδειχνε ο ημεδαπός ότι εντάξει, δεν καταλαβαίνει ο αλλόγλωσσος. Κι όμως δεν είναι έτσι. Οφείλουμε κι εμείς να τους σεβαστούμε, όπως θα θέλαμε να μας σεβαστούν κι εκείνοι αν ήμασταν στη χώρα τους. Απ’ την άλλη, όταν διδάσκεις τα ελληνικά σε κάποιον ο οποίος είναι στη δική του χώρα και ενδεχομένως να έρθει εδώ για διακοπές ή μπορεί στο μέλλον να θέλει να ζήσει κιόλας, ή απλά να πάρει την επάρκεια της πιστοποίησης της ελληνομάθειας, εκεί είναι λίγο καλύτερα τα πράγματα, καθώς ο άλλος απλά θέλει να μάθει για την ιστορία της Ελλάδας, τη γλώσσα, τον πολιτισμό, οπότε είναι διαφορετικά. Δε δέχεται κάποια –αν μπορώ να χρησιμοποιήσω– ρατσιστική διάθεση από έναν ημεδαπό. Άρα καλό είναι να αλλάξουμε λίγο νοοτροπία και σε αυτό το κομμάτι. Γιατί ο αλλόγλωσσος δεν είναι μόνο ο... από την Αμερική, από τη Γαλλία, από την Ιταλία. Αλλόγλωσσος είναι και από την Αφρική, είναι και οι Αλβανοί, είναι από κάθε χώρα του κόσμου. Είναι ένα καθολικό φαινόμενο αυτό, ένα φαινόμενο κατά το οποίο εστιάζουμε στους –εντός εισαγωγικά–«εξευγενισμένους» αλλόγλωσσους, όμως δεν ισχύει αυτό. Ένα δεύτερο, λοιπόν, λιθαράκι είναι λίγο να αλλάξουμε τη νο[00:30:00]οτροπία όσον αφορά την αντιμετώπιση αυτών των ανθρώπων. Κι αν κάποια στιγμή συναντήσουμε έναν άλλον αλλόγλωσσο στη δουλειά μας, γενικά στην καθημερινότητά μας, λίγο να εστιάσουμε στο πώς θα του μιλήσουμε τα ελληνικά, να δείξουμε μία κατανόηση, όταν ενδεχομένως δεν κατανοήσει κάτι από αυτά που λέμε. Να τον βοηθήσουμε, να του δείξουμε ότι μπορεί να ζήσει εδώ, μπορεί να συναναστραφεί με όλους εμάς, όπως θα θέλαμε να μας κάνουν και να μας αντιμετωπίσουν στη δική τους χώρα, γιατί δεν ξέρουμε που θα μας βγάλει αυτή η ζωή, και δη με τα τελευταία, ενδεχομένως, τεκταινόμενα που βιώνει και η Ελλάδα. Όσον αφορά τώρα την εξ αποστάσεως διδασκαλία σε αλλόγλωσσους. Όπως ανέφερα πριν, χρήζει προσωπικής διερεύνησης και πράγματι μπορώ να πω ότι αφιέρωσα πάρα πολύ χρόνο στην εύρεση κατάλληλων εκπαιδευτικών ιστοσελίδων, διάφορες πλατφόρμες ειδικές για τη διδασκαλία της γλώσσας μας σε αλλόγλωσσους. Προφανώς αφιέρωσα προσωπικό χρόνο και χώρο, θα μπορούσα να πω, γιατί ως εκπαιδευτικός όφειλα να δημιουργήσω υλικό, νέες ιδέες, νέους τρόπους προσέγγισης της ελληνικής. Και σε αυτό με βοήθησε, βεβαίως, και η Γλωσσολογία και αξίζει να σημειωθεί για όσους δεν το γνωρίζουν ότι η διδασκαλία μιας οποιασδήποτε γλώσσας σε κάποιον αλλόγλωσσο ανήκει, για να δείξω πώς συσχετίζεται με τη Γλωσσολογία, ανήκει στη Διδακτική των Γλωσσών. Η Διδακτική των Γλωσσών είναι ένας κλάδος της Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας. Και ο προσδιορισμός «Εφαρμοσμένη» μάς δείχνει ότι προφανώς υπάρχουν και άλλοι κλάδοι, που καλό είναι να... όποιος ακούει αυτήν τη στιγμή, να το ψάξει. Γιατί θα βρει κλάδους της Γλωσσολογίας, όπως η Φωνολογία, Μορφολογία, Πραγματολογία, Υπολογιστική Γλωσσολογία, Δικαστική, πλέον, Γλωσσολογία… Ίσως κατευθυνθεί και κάπου που μπορεί να του αρέσει, ίσως να ασχοληθεί με κάτι το οποίο δεν πίστευε ότι θα το κάνει. Γι’ αυτό ανέφερα και στην αρχή ότι πρόκειται για έναν πολυσχιδή χώρο.
Επιστρέφοντας, λοιπόν, σε αυτό που έλεγα σχετικά με την αναζήτηση κατάλληλων εφαρμογών, δεν είναι μόνο αυτό. Το ερώτημα είναι πώς θα βρεις και αλλόγλωσσους. Προφανώς, εκεί υπήρχε μία δυσκολία στην εύρεση αλλόγλωσσων, ωστόσο, σιγά σιγά, αν τα πας καλά και αγαπάς αυτό το οποίο κάνεις, αυτό από μόνο του κυλάει σαν το νερό σε ένα ποτάμι, σε ένα ρυάκι, πάρτε το όπως θέλετε, αλλά το βρίσκεις. Γι’ αυτό καλό είναι να μη σταματάμε και να αναζητούμε διαρκώς, να αναζητούμε αυτό που μας αρέσει. Και ποτέ δεν ξέρουμε που μπορεί να μας οδηγήσει η εκάστοτε αναζήτηση. Χαίρομαι πάρα πολύ με τους μαθητές μου, τους αλλόγλωσσους. Για την ώρα συναναστρέφομαι με ενήλικες αλλόγλωσσους και έχω αποκομίσει και από αυτήν την... και από αυτό το πεδίο μάλλον, εξίσου θετικά στοιχεία. Ένα πολύ απλό είναι όταν κατόρθωσα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε μία αλλόγλωσση η οποία δεν ήξερε τίποτα από ελληνικά, απλά τις κλασικές λέξεις, ξέρεις τώρα, «καλημέρα», «καλησπέρα», «τι κάνεις», τελεία. Επειδή είχα δημιουργήσει το προφίλ της, είχα δει τις ανάγκες της, κατόρθωσα να της μάθω ακόμα και το αλφάβητο διαφορετικά. Γι’ αυτό λέω διαρκώς ότι, για να διδάξεις σε κάποιον αλλόγλωσσο τα ελληνικά, χρειάζεται να έχεις μία ειδίκευση και φυσικά να το αγαπάς. Τέλος πάντων, έμαθε –αν δεν απατά η μνήμη μου– σε πέντε μαθήματα, μέσα από την ελληνική προφορά, την ελληνική αλφάβητο. Έμαθε να διαβάζει. Πολύ σημαντικό. Ανάλογα και σε ένα παιδί. Πρέπει να το προσεγγίσεις με άλλον τρόπο, με άλλες τεχνικές, και όχι όπως θα έκανες στη διδασκαλία σε έναν ενήλικα. Και αυτό έχει την ιδιαιτερότητά του. Όσοι ασχολούνται με αυτό, ενδεχομένως να το κατανοήσουν. Αλλά και οι υπόλοιποι ίσως ν’ αλλάξουν τρόπο σκέψης, ότι τελικά, όπως μαθαίνω εγώ τα αγγλικά, τα γαλλικά και οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, αντίστοιχα και ο αλλόγλωσσος που μαθαίνει τα ελληνικά, κάπως έτσι θα μάθει. Αλλά –αυτό το αλλά που μας κυνηγάει όλους– τους διδάσκουμε σωστά; Και τι είναι το σωστό; Το σωστό είναι να μάθει ο αλλόγλωσσος να επικοινωνεί. Και όσοι είναι αντίθετοι με την εξ αποστάσεως διδασκαλία, μπορώ να τους το καταρρίψω αυτό, καθώς το διαδίκτυο προσφέρει ποικίλους τρόπους να τους αξιοποιήσεις, προκειμένου οι αλλόγλωσσοι να μάθουν με επικοινωνιακό τρόπο μία γλώσσα. Το διαδίκτυο προσφέρει γνώση, αρκεί να την εξετάσεις, να την… να δεις τις πηγές, να κάνεις την προσωπική σου αναζήτηση και κατ’ επέκταση τον κατάλληλο σχεδιασμό, αλλά μπορείς να περάσεις επικοινωνιακά στον αλλόγλωσσο όλες τις δεξιότητες που οφείλει κάποιος να γνωρίζει σε μία γλώσσα. Και τι εννοώ με τις δεξιότητες; Είναι τέσσερις βασικές: η κατανόηση του προφορικού λόγου, το γνωστό, ενδεχομένως σε όλους, το listening. Είναι η κατανόηση του γραπτού λόγου, το γνωστό writing. Η παραγωγή του προφορικού λόγου, το γνωστό speaking. Η παραγωγή του γραπτού λόγου, νομίζω το ανέφερα πριν, που είναι το writing, στη θέση της κατανόησης του γραπτού λόγου, δεν μας πειράζει. Μία μικρή, λοιπόν, επανάληψη, τέσσερις δεξιότητες: κατανόηση προφορικού λόγου-listening, κατανόηση γραπτού λόγου-reading, παραγωγή γραπτού λόγου-writing και παραγωγή προφορικού λόγου-speaking. Και γιατί ανέφερα τους αγγλικούς όρους; Γιατί, καλώς ή κακώς, είναι ευρέως γνωστοί και περισσότερο κατανοητοί από το να παραθέσω απλά τις ελληνικές φράσεις γι’ αυτές τις δεξιότητες. Αυτό είναι, λοιπόν, που πρέπει να μάθει ένας αλλόγλωσσος, όταν διδάσκεται τα ελληνικά, και τις τέσσερις δεξιότητες, να επικοινωνήσει, να επικοινωνήσει όχι μόνο γλωσσικά, να επικοινωνήσει με την ψυχή του, με το μυαλό του, να επικοινωνήσει για να βελτιωθεί κι ο ίδιος. Άρα οφείλουμε να το σεβαστούμε αυτό[00:40:00]. Η αλληλεγγύη, λοιπόν, ο σεβασμός ο γλωσσικός δεν σχετίζονται μόνο με την... δεν σχετίζονται μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά. Αυτό είναι κάτι, το οποίο θα ήθελα να περάσω, να δούμε λίγο με διαφορετική ματιά, το πώς ένας αλλόγλωσσος θέλει να μάθει τη γλώσσα μας. Παροτρύνω επίσης, τον καθένα να δει με διαφορετική ματιά την εξ αποστάσεως διδασκαλία. Πιστεύω ότι πολλοί από εμάς έχουμε σκεφτεί να μάθουμε μία ξένη γλώσσα ή δεύτερη –αν ενδεχομένως πάμε να ζήσουμε κάπου μόνιμα θα είναι για εμάς δεύτερη– να το κάνουμε διαδικτυακά. Είτε για να πάρουμε κάποια πιστοποίηση επάρκειας της εκάστοτε γλώσσας, είτε για προσωπικούς λόγους ότι θέλουμε απλά να μάθουμε μία γλώσσα. Και θεωρώ ότι πολλοί από εμάς το έχουμε κάνει, έχουμε διδαχτεί μία γλώσσα διαδικτυακά. Μη μας τρομάζει ο όρος «διαδικτυακά». Αλλά χρειαζόμαστε και τον κατάλληλο εκπαιδευτικό. Κι εδώ ενδεχομένως να κολλάει η λέξη «ενσυναίσθηση». Η ενσυναίσθηση τελικά συμβάλλει σε πολλές θεματικές του ανθρώπινου βίου, ειδικά, ξαναλέω, με όσα έχουμε περάσει το τελευταίο διάστημα όλοι μας, παγκοσμίως. Κάτι επιπλέον που θα ήθελα να προσθέσω είναι να μη φοβόμαστε, να μη φοβόμαστε την ανακάλυψη. Την ανακάλυψη, όταν μαθαίνουμε τη γλώσσα. Να μην ψάχνουμε ή να μην επιζητούμε υποσυνείδητα να μας διδάξουν μία γλώσσα παραδοσιακά. Γιατί να μη δεχτούμε το νέο; Γιατί να μην δεχτούμε κάτι διαφορετικό όσον αφορά τη διδασκαλία; Γιατί το λέω αυτό; Πολλοί ενήλικες με τους οποίους συναναστρέφομαι, εννοώ αλλόγλωσσους, στην αρχή λίγο, εντός εισαγωγικών «τρομάζουν», όταν ακούν νέες τεχνικές, νέες μεθόδους. Μα όταν θέλουμε να εξελισσόμαστε, τότε να εξελισσόμαστε σε όλους τους τομείς, ένας εξ αυτών η διδασκαλία μίας γλώσσας. Γιατί, λοιπόν, να μην μάθουμε με διαφορετικό τρόπο; Εννοείται να είναι και ουσιώδης αυτός ο τρόπος. Να υπάρχει κάποιο αποτέλεσμα, το οποίο θα μας βελτιώσει ως ανθρώπους. Γιατί δεν μαθαίνουμε μία γλώσσα για να τη μάθουμε και να μπορούμε μόνο να επικοινωνούμε. Όλο αυτό μας βελτιώνει ως ανθρώπους. Ακόμα και εμένα με έχει βελτιώσει όσον αφορά και την αντιμετώπιση που δείχνω στους άλλους ανθρώπους, είτε είναι αλλόγλωσσοι είτε είναι ημεδαποί. Και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, γιατί στην Ελλάδα, ναι μεν από πάρα πολύ παλιά, γιατί ενδεχομένως να μην το γνωρίζουν οι περισσότεροι αυτό, από παλαιά έχουν δημιουργηθεί οι λεγόμενες κι ευρέως γνωστές πλέον τάξεις υποδοχής για τα δημοτικά. Ωστόσο, αφορά κυρίως τα παιδιά της πρώτης σχολικής ηλικίας, δηλαδή στο δημοτικό. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, για το νηπιαγωγείο δεν υφίστανται τάξεις υποδοχής, αν κάνω λάθος, με συγχωρείτε. Σχετικά με τα γυμνάσια και τα λύκεια, κυρίως στην Αττική υπάρχουν Τάξεις Υποδοχής για τους εφήβους οι οποίοι έρχονται στην Ελλάδα με τις οικογένειές τους για μία καλύτερη διαβίωση. Στα υπόλοιπα νησιά της Ελλάδος ή άλλες επαρχίες, δεν υπάρχουν κατάλληλες υποδομές κι αν υπάρχουν θα είναι λιγοστές. Και εδώ υπάρχει ένα σημαντικό ζήτημα. Ακόμα και αυτές οι υποδομές, οι λεγόμενες Τάξεις Υποδοχής, πράγματι προωθούν την ελληνική γλώσσα με νέους τρόπους; Ή μήπως πρέπει να δημιουργηθούν περισσότερες Τάξεις Υποδοχής και στην υπόλοιπη Ελλάδα; Γιατί όλοι οι αλλόγλωσσοι οφείλουν να μάθουν τα ελληνικά, θέλουν να ζήσουν εδώ. Άνω τελεία. Γιατί; Γιατί δεν είναι μόνο τα αλλόγλωσσα παιδιά ή οι αλλόγλωσσοι έφηβοι, είναι και οι ενήλικες. Μήπως θα έπρεπε να δημιουργηθούν και κάποιες άλλες ενδεχομένως κρατικές υποδομές και για τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν την οικονομική κατάσταση να διδαχτούν τα ελληνικά ως δεύτερη γλώσσα; Ναι μεν υπάρχουν εξαιρετικά φροντιστήρια σε όλη την Ελλάδα που διδάσκουν τα ελληνικά σε αλλόγλωσσους, αλλά μήπως πρέπει να αλλάξει και αυτό το κομμάτι; Να δημιουργηθούν και για τους ενήλικες; Ένα ερώτημα που δημιουργείται είναι: γιατί αναφέρομαι σε αυτό το διά ζώσης, ενώ ασχολούμαι με την εξ αποστάσεως διδασκαλία; Γιατί σέβομαι τους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν όνειρα ερχόμενοι σε έναν νέο τόπο. Γιατί δεν είναι όλοι εξοικειωμένοι, ενδεχομένως, με την τεχνολογία, ώστε να αναζητήσουν έναν εκπαιδευτικό και να μάθουν τα ελληνικά διαδικτυακά. Άρα, αυτοί οι άνθρωποι, γιατί να μη μάθουν τα ελληνικά μέσω της διδασκαλίας; Και εδώ συμπληρώνουμε το νόημα της έννοιας «διδασκαλία», εν αντιθέσει με την «κατάκτηση» που σας είπα πριν. Η διδασκαλία υφίσταται, όταν υπάρχει ένας δάσκαλος, ένας εκπαιδευτικός. Εν αντιθέσει, λοιπόν, με την κατάκτηση μίας γλώσσας, η οποία γίνεται χωρίς διδασκαλία, με απλά λόγια, με φυσικό τρόπο. Οπότε καλό θα ήταν η αγαπημένη μας χώρα να μεριμνήσει και αυτό το κομμάτι. Χωρίς να κουνάω το δάχτυλο, προφανώς, αλλά αξίζει να δώσουμε και σε αυτό το θέμα κάτι παραπάνω, αν θέλουμε πράγματι να λεγόμαστε πολυπολιτισμική κοινωνία, όχι μόνο στα χαρτιά αλλά και πρακτικά. Στην πράξη τι γίνεται.
Επιπλέον, ο κάθε εκπαιδευτικός που θέλει να διδάξει σε αλλόγλωσσους... Και γιατί το λέω αυτό, γιατί έχει γίνει λίγο μόδα, το ότι όλοι μπορούν να διδάξουν σε κάποιον αλλόγλωσσο τα ελληνικά. Μα δεν είναι έτσι. Και πιστεύω ότι με την προηγηθείσα... με τον... με την προηγηθείσα συζήτηση έχει διαφανεί ότι χρειάζεται και λίγη ειδίκευση ή και εξειδίκευση. Δεν μπορούμε όλοι να διδάξουμε στους αλλόγλωσσους έτσι απλά και ωραία. Χρειάζεται το κάτι παραπάνω. Γι’ αυτό, καλό θα ήταν προτού κάνουμε αυτό το εγχείρημα, να σκεφτούμε: είμαστε κατάλληλοι για να το κάνουμε αυτό; Γιατί μιλάμε για ανθρώπους. Δεν είναι αντικείμενα που ανοίγεις το κεφάλι και προσθέτεις γνώση. Γιατί η γλώσσα δεν είναι μόνο γνώση γλωσσική, είναι πολιτισμός, είναι ιστορία, είναι ψυχή, είναι... είναι μία διαδρομή που δεν έχει τέλος, όπως και η γνώση[00:50:00] δεν έχει τέλος. Από όλο αυτό προκύπτει ότι μάλλον θα πρέπει λίγο να εστιάσουμε στα ενδότερα της ψυχής μας, του μυαλού μας, για να πάμε και παρακάτω, και εμείς ως άνθρωποι αλλά να προάγουμε και την ουσία της γλωσσικής γνώσης στους άλλους ανθρώπους. Όλο αυτό, για να πω την αλήθεια, με οδήγησε σε κάτι το οποίο αξίζει να αναφερθεί. Κι αυτό έχει να κάνει με τη διπλωματική εργασία, την οποία εκπόνησα πριν λίγο καιρό. Και γιατί το αναφέρω αυτό; Γιατί όλη αυτή η διαδικασία με τη διδασκαλία των ελληνικών σε αλλόγλωσσους, προφανώς με οδήγησε σε ανεξερεύνητα μονοπάτια, τα οποία ήθελα, και θέλω πλέον, επιστημονικά να τα διερευνήσω περαιτέρω. Θα κάνω πρώτα ένα ερώτημα και αν θέλεις και εσύ μπορείς να μου απαντήσεις, γιατί έχω ρωτήσει πάρα πολλούς ανθρώπους και οι απαντήσεις τους με οδήγησαν στην παρούσα διπλωματική εργασία που, όπως είπα, εκπόνησα πριν λίγο καιρό. Έχεις ή έχετε, όσοι ακούτε, διερωτηθεί ποτέ, πώς τελικά μαθαίνουμε να ακούμε μία δεύτερη ή ξένη γλώσσα; Είναι ένα ερώτημα που σε όποιον και αν το κάνεις, έχω παρατηρήσει ότι για δευτερόλεπτα, υπάρχει παύση. Και όχι παύση, για να σκεφτεί τι θα πει. Μία παύση αμηχανίας. Μία παύση αμηχανίας, γιατί τελικά δεν έχει διερωτηθεί ο καθένας μας πώς μαθαίνουμε να ακούμε. Θα μου πείτε, όπως μαθαίνουμε τη μητρική μας γλώσσα. Όχι. Όχι πάντα. Αυτό το ερώτημα είναι που με οδήγησε να γράψω ως μεταπτυχιακή διατριβή, για τις στρατηγικές κατανόησης του προφορικού λόγου στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας. Έκανα μάλιστα μία μελέτη περίπτωσης στην εκπαιδευτική κοινότητα του Νομού Χανίων. Βέβαια, όπως σε καθετί, πάντα υπάρχουν δυσκολίες, έτσι κι εγώ όταν προσπάθησα να κάνω την έρευνά μου, ξέσπασε η απρόβλεπτη πανδημία του κορονοϊού και από ποιοτική έρευνα, αναγκάστηκα να κάνω μία ποσοτική έρευνα. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι, ειδικά για αυτό το θέμα, με βοήθησε πάρα πολύ η επιβλέπουσα καθηγήτριά μου, η Κωνσταντίνα Ηλιοπούλου, μεταδιδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Και γιατί το αναφέρω αυτό; Γιατί με εμπιστεύτηκε στο να ρισκάρω. Όταν λέμε: «Στρατηγικές κατανόησης του προφορικού λόγου», πολλοί διερωτώνται τι είναι αυτό, τι συμβαίνει. Συμβαίνουν πολλά, συμβαίνουν πολλά, τα οποία εξαρτώνται από το ερώτημα που έκανα: «Πώς μαθαίνουμε να ακούμε». Με στρατηγικές, με συγκεκριμένες στρατηγικές. Με αυτό τον τρόπο μαθαίνουμε να ακούμε μια δεύτερη ξένη γλώσσα όταν τη διδασκόμαστε. Μέσα... Έκανα αναλυτική αναζήτηση, γιατί ήθελα να δω τι υπάρχει στην ελληνική βιβλιογραφία σχετικά με αυτό το θέμα και δυστυχώς, δεν βρήκα τίποτα όσον αφορά τις στρατηγικές κατανόησης του προφορικού λόγου, το γνωστό, όπως ανέφερα πριν, listening. Υπήρξε μία προσωπική παύση, γιατί δεν ήξερα τον λόγο για τον οποίο, ερευνητικά τουλάχιστον, δεν υπάρχει δημοσιευμένη έρευνα γι’ αυτό το θέμα. Είναι δύσκολο; Τελικά απλά ακούμε τον λόγο στη διαφορετική από τη μητρική μας, γλώσσα και ό,τι πιάσουμε, ό,τι κατανοήσουμε; Όχι, δεν πάει έτσι. Με λύπη λοιπόν λέω ότι δεν υπήρξε κάποια αντίστοιχη έρευνα, αλλά με χαρά οφείλω να επισημάνω ότι αυτή η διπλωματική εργασία μπορεί να αποτελέσει το υπόβαθρο για μια μελλοντική έρευνα από άλλους ερευνητές, για να δούμε τελικά πώς μαθαίνουμε να ακούμε τα ελληνικά ως δεύτερη ή ξένη γλώσσα. Και όχι μόνο τα ελληνικά. Όλες τις γλώσσες. Γιατί οι στρατηγικές από γλώσσα σε γλώσσα, δεν αλλάζουν. Και αυτό το αντιλήφθηκα κιόλας καθώς προσπαθούσα να ψάξω τη διεθνή βιβλιογραφία, κατά την οποία διαπίστωσα ότι πολλοί γλωσσολόγοι του εξωτερικού επεσήμαναν ότι και στις δικές τους μητρικές γλώσσες, οι στρατηγικές κατανόησης προφορικού λόγου δεν έχουνε διερευνηθεί. Το ευτύχημα γι’ αυτούς βέβαια ήταν ότι μία κάποια έρευνα υπήρξε. Στην Ελλάδα γιατί όχι; Γιατί φοβόμαστε να δούμε πώς ακούμε; Και θα μπορούσε κάποιος να μου πει ότι ακούμε με το κλασικό ηχητικό αρχείο, με τη συμπλήρωση κενών, με την επιλογή της σωστής απάντησης... Μα δεν είναι αυτό η πραγματική επικοινωνία όταν μαθαίνουμε μια δεύτερη ξένη γλώσσα. Όταν θα βγεις έξω και θα συνομιλήσεις με έναν ελληνόφωνο στην περίπτωσή μας, δεν θα σου πει κάτι και θα πρέπει να επιλέξεις τη σωστή απάντηση ή μία συμπλήρωση κενών. Θα πρέπει να επικοινωνήσεις. Η επικοινωνία σε πάει μπροστά, πώς θα επικοινωνήσεις; «Μισό λεπτό, να βάλω ένα τικ, να συμπληρώσω μια λέξη»; Όχι. Δεν είναι έτσι. Άρα οφείλουμε να μάθουμε οι εκπαιδευτικοί και γενικά όλοι μας ότι υπάρχουν κάποιες στρατηγικές για να κατανοήσουμε τον προφορικό λόγο. Γι’ αυτό ρίσκαρα και έκανα την παρούσα διπλωματική και χαίρομαι πάρα πολύ που η υπεύθυνη καθηγήτρια με βοήθησε, με βοήθησε να οδηγηθώ σε ανεξερεύνητα μονοπάτια και να τα εξερευνήσω. Δύσκολο εγχείρημα, ειδικά όταν δεν υπάρχει ελληνική βιβλιογραφία για το συγκεκριμένο θέμα, τουλάχιστον δημοσιευμένη έρευνα... Οπότε ήταν τόσο παραγωγικό για μένα, μου δημιούργησε τόσα ερωτήματα. Με έβαλε σε σκέψεις, και ναι, μου άνοιξε κι άλλα ανεξερεύνητα μονοπάτια, κι άλλες πτυχές ανεξερεύνητες. Που σιγά σιγά, είτε εγώ είτε κάποιος άλλος όταν θα διαβάσει τη συγκεκριμένη διπλωματική, μπορεί να πάει παραπέρα το θέμα. Μπορούμε ν’ αναπτύξουμε αυτό το θέμα, όχι μόνο άλλοι ερευνητές γλωσσολόγοι, αλλά και όλοι οι άνθρωποι. Όλοι οι άνθρωποι μέσα από αυτό μπορούν να βοηθηθούν ώστε να μάθουν πώς να συνομιλούν και να επικοινωνούν με έναν αλλόγλωσσο, είτε είναι παιδί είτε ενήλικας. Αυτό είναι που θα μας οδηγήσει και εμάς στο να αντιλαμβανόμαστε ακόμα και μία γλώσσα που εμείς μαθαίνουμε, μία διαφορετική πλην των ελλη[01:00:00]νικών, πώς να προσεγγίζουμε τις νέες γλώσσες. Υπάρχουν στρατηγικές λοιπόν, άρα οι στρατηγικές δεν υπάρχουν μόνο στον πολιτικό λόγο ενδεχομένως, ή σε κάποιους άλλους χώρους που συνήθως το ακούμε. Στρατηγικές έχει και η γλώσσα, για κάθε δεξιότητα –τις οποίες τις αναφέραμε και πριν, τις τέσσερις δεξιότητες–, στρατηγικές έχει και το γνωστό σε όλους listening. Πραγματικά νομίζω ότι ο κάθε ένας θα οδηγηθεί σε αυτογνωσία, θα τον βοηθήσει να δει πώς τελικά μαθαίνει να ακούει. Βέβαια, να μην τα καταρρίπτουμε όλα, προφανώς πολύς κόσμος όταν διδάσκεται μία γλώσσα, και στην περίπτωσή μας τα ελληνικά ως δεύτερη ή ξένη, συνήθως θέλει να κατακτήσει το πιστοποιητικό, το αντίστοιχο πιστοποιητικό ελληνομάθειας, οπότε σκέφτεται «Εντάξει, θα ακούσουμε το ηχητικό μας αρχείο ή κάποιο βίντεο και στη συνέχεια θα συμπληρώσουμε τα κενά, θα κάνουμε τις ασκήσεις πολλαπλής επιλογής...»γιατί; Γιατί έχουμε σκοπό να πάρουμε το λεγόμενο χαρτί της πιστοποίησης. Δεν είναι όμως έτσι. Πρέπει να μάθουμε να επικοινωνούμε, πρέπει να μάθουμε να κατανοούμε και αυτά τα πρέπει δεν είναι τα καταναγκαστικά πρέπει. Η επικοινωνία θα σε εξελίξει, η επικοινωνία θα σε πάει παραπέρα. Σε έναν διάλογο, για παράδειγμα, υπάρχει το δούναι και το λαβείν, ο πομπός, ο δέκτης. Τη μία στιγμή είναι ο αλλόγλωσσος ο πομπός, την άλλη στιγμή γίνεται δέκτης. Άρα είναι ένα θέμα το οποίο, όπως βλέπετε, μας πηγαίνει σε διάφορα άλλα ωραία παρακλάδια, τα οποία… για τα οποία μάλλον, θα μπορούσαμε να μιλάμε πάρα πολλές ώρες. Εν κατακλείδι, θα ήθελα να σας βάλω όλους, και εσένα, να σκεφτείτε λίγο παραπέρα από τα καθημερινά, τα παραδοσιακά που αφορούν την εκμάθηση μίας γλώσσας. Θα σας οδηγήσω στο να κάνετε, αφού ακούσετε το παρόν ηχητικό αρχείο, να κάνετε μία αναζήτηση στη Γλωσσολογία, στον όρο «Γλωσσολογία», στον όρο «Διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας». Θα δείτε ότι θα σας πάει αλλού, και μετά το αλλού, κάπου αλλού. Αλλά σίγουρα ως άνθρωποι θα έχετε βελτιωθεί. Γι’ αυτό εύχομαι και σε εσένα να το πράξεις αυτό στη συνέχεια και θα ήθελα πάρα πολύ να μου πεις τις εντυπώσεις σου, αν δεν είχες ψάξει για τη Γλωσσολογία ή ακόμα και για τις στρατηγικές που σου ανέφερα πριν, για την κατανόηση του προφορικού λόγου, θα ήθελα πάρα πολύ σε μία επόμενη συνάντησή μας να μου πεις τις απόψεις σου. Και ευχαριστώ πάρα πολύ για το βήμα που μου δόθηκε να μιλήσω για ένα πολυσχιδές θέμα και είναι ιδιαίτερη τιμή μου και σας ευχαριστώ, και εσάς που με ακούτε και εσένα για τη συνέντευξη.
Ευχαριστώ πάρα πολύ. Συνεπώς, για την επόμενη μέρα και δεδομένης της κρίσης, της προσφυγικής, αυτό που καταλάβαμε είναι ότι οραματίζεσαι με έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα το επάγγελμά σου. Μ’ ένα... κάπως διαφορετικά.
Πράγματι. Και εύχομαι να αλλάξει αυτό κάποια στιγμή στην Ελλάδα. Σε ευχαριστώ.
Κι εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ.