© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Μια πιανίστρια και οι νότες της ζωής της

Κωδικός Ιστορίας
12871
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ερατώ Αλακιοζίδου (Ε.Α.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
31/07/2022
Ερευνητής/τρια
Σοφία Ελένη Ζουλούμη (Σ.Ζ.)
Σ.Ζ.:

[00:00:00]Καλησπέρα.

Ε.Α.:

Καλησπέρα.

Σ.Ζ.:

Θα μπορούσες να μας πεις το όνομά σου;

Ε.Α.:

Ερατώ Αλακιοζίδου.

Σ.Ζ.:

Εγώ είμαι η Ζουλούμη Σοφία - Ελένη, είμαι ερευνήτρια για το Istorima, είμαι εδώ μαζί με την Ερατώ στη, στο Πανόραμα, στο Πολιτιστικό Κέντρο. Είναι 1η Αυγούστου 2022 και η συνέντευξή μας ξεκινάει. Λοιπόν, Ερατώ, θα ήθελα να μου πεις πώς ξεκίνησε και σε τι ηλικία η ενασχόλησή σου με το πιάνο.

Ε.Α.:

Ξεκίνησα 6 χρόνων. Οι γονείς μου μού ξεκίνησαν μαθήματα στο σπίτι —ιδιαίτερα μαθήματα—, αλλά πιο πριν, επειδή τα αδέλφια της μητέρας μου ήταν ναυτικοί, μου είχανε φέρει ένα μικρό πιανάκι χρωματιστό από την Ιαπωνία και παρτιτούρες αντίστοιχες χρωματιστές που κάθε χρώμα αντιστοιχούσε σε κάποιο πλήκτρο. Και επειδή είχα πολύ μεγάλη ενασχόληση με αυτό, αποφάσισαν οι δικοί μου που αγαπούσαν τη μουσική —παρόλο που κανένας δεν είχε μουσικές γνώσεις, ούτε προέρχομαι από μουσική οικογένεια—, αποφάσισαν να, να μου αγοράσουν ένα πιάνο και να μου ξεκινήσουν ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι. Και αργότερα, περίπου όταν ήμουνα 9-10 χρόνων, έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, όπου πέρασα και απ’ όπου αποφοίτησα σε ηλικία 18μιση-19 χρονών.

Σ.Ζ.:

Άρα, είπες ότι δεν υπήρχε έτσι κάποια ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική στο σπίτι;

Ε.Α.:

Όχι απαραίτητα. Κανένας δεν έπαιζε μουσικό όργανο, δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός. Απλά οι γονείς μου προέρχονται —οι παππούδες κυρίως— προέρχονται από τη Μικρά Ασία και ως πρόσφυγες από την πλευρά της μητέρας μου είμαι δεύτερης γενιάς από την πλευρά του πατέρα μου είμαι πρώτης γενιάς, γιατί ο πατέρας μου γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής των πληθυσμών και γεννήθηκε στον δρόμο ουσιαστικά. Οι παππούδες, όμως, είχαν ενασχόληση. Η μία γιαγιά έπαιζε μαντολίνο, τραγουδούσαν, ήξεραν πολλές ξένες γλώσσες, είχανε τελείως διαφορετική παιδεία και τελείως διαφορετικά ενδιαφέροντα εκεί που ήταν και φυσικά όλη η ζωή τους ανατράπηκε. Οπότε, αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει κάποια μνήμη στο DNA το ανθρώπινο, ενδεχομένως να, να έλκω τη μνήμη μου από κει.

Σ.Ζ.:

Τους γνώρισες τους παππούδες;

Ε.Α.:

Ναι, τους γνώρισα.

Σ.Ζ.:

Μεγαλώσατε μαζί;

Ε.Α.:

Κάποιους, κάποιοι πέθαναν σε πολύ πολύ μικρή ηλικία, όταν ήμουν πολύ μικρή, 2-3 χρονών, οπότε έχω πολύ λίγες μήνες, αλλά οι υπόλοιποι πέθαναν όσο ήμουνα λίγο πιο μεγάλη σε ηλικία. Οπότε, έχω αρκετές μνήμες από αυτούς.

Σ.Ζ.:

Οπότε το πρώτο πιάνο στο σπίτι πότε ήρθε;

Ε.Α.:

Το πρώτο πιάνο ήρθε όταν ήμουνα 6μιση-7 χρόνων. Ένα όρθιο πιάνο, το οποίο ανέβηκε με τις σκάλες, γιατί μέναμε στη Σχολή Τυφλών, στον έβδομο όροφο σε μία πολυκατοικία, και έκανα δύο φορές την εβδομάδα μαθήματα και τα περίμενα πώς και πώς.

Σ.Ζ.:

Στο σχολείο υπήρχε κάποιος που σε ενθάρρυνε με την ενασχόληση με τη μουσική;

Ε.Α.:

Κοίτα να δεις, στο σχολείο στο δημοτικό πήγαινα σε ιδιωτικό —πήγαινα στα Πρότυπα Εκπαιδευτήρια Θεσσαλονίκης— και μετά στο γυμνάσιο και στο λύκειο, επειδή είχε, είχαν μεσολαβήσει οι σεισμοί —οι μεγάλοι σεισμοί στη Θεσσαλονίκη—, το σχολείο που θα πήγαινα ήταν του Φοίνικα και εγώ ήθελα πάντα ένα σχολείο πρωινό, γιατί πάντα, γιατί ήδη είχα περάσει στο Κρατικό Ωδείο, οπότε έπρεπε να είμαι από τις 2 η ώρα στο ωδείο και δεν με βόλευαν τα σχολεία που ήταν πρωινά- απογευματινά. Και έτσι, επειδή είχε ο πατέρας μου αυτό το μικρό σπίτι στο Πανόραμα, είχαμε δηλώσει τη διεύθυνση του Πανοράματος και έτσι πήγα στο Γυμνάσιο-Λύκειο Πανοράματος που ήταν πάντα πρωινό. Το οποίο, βέβαια, είχε πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, γιατί περπατούσα με τις φίλες μου κάθε πρωί από τη Σχολή Τυφλών μέχρι την Παπαναστασίου, πάνω στον Ευκλείδη, για να πάρω το αστικό και να πάω με αστικό και να γυρίσω με αστικό. Όπου στην τρίτη λυκείου πλέον είχα, είχα κουραστεί πολύ απ’ αυτήν τη διαδικασία. Όχι, δεν υπήρχε κάποιος που να με ενθάρρυνε. Οι συμμαθητές μου ήταν πάρα πολύ διαφορετικοί. Βέβαια, εκτιμούσαν πολύ το γεγονός ότι ήμουνα ο καλλιτέχνης της, της παρέας. Η μουσική στο σχολείο τότε νομίζω ότι ήταν λίγο σε πιο σοβαρό πλαίσιο από ό,τι είναι τώρα. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος καθηγητής που θα μπορούσε να, να με ενθαρρύνει.

Σ.Ζ.:

Οπότε ως παιδί πόσον χρόνο περνούσες στην εξάσκηση και μέσα στο ωδείο;

Ε.Α.:

Σχεδόν όλη μου τη μέρα. Το πρωί πήγαινα στο σχολείο και γυρνούσα κατά τις 2μιση η ώρα και αμέσως μετά πήγαινα στο ωδείο, όπου γυρνούσα 9μιση-10 η ώρα και μετά από τις 10 η ώρα άρχιζα να διαβάζω τα μαθήματα του σχολείου. Και, βέβαια, αυτό δεν γινόταν κάθε μέρα, αλλά γινόταν τις περισσότερες φορές της μέρας. Οπότε, τις μέρες που δεν είχα να πάω στο ωδείο, μελετούσα στο σπίτι.

Σ.Ζ.:

Υπήρξε κάποια στιγμή που να σε ζόρισε αυτή η ισορροπία;

Ε.Α.:

Πολλές φορές και πολλές υπήρχε μεγάλο, μεγάλη διαφοροποίηση σε σχέση με το κοινωνικό υπόβαθρο των υπολοίπων συμμαθητών μου από άποψη κουλτούρας και από άποψη παιδείας, γιατί οι γονείς μου, παρόλο που όπως είπα πριν δεν ασχολούνταν με τη μουσική, αγαπούσαν πολύ τη μουσική. Οπότε, με πήγαιναν μια φορά την εβδομάδα, όταν ήμουνα μικρή, σε συναυλίες. Τότε η Κρατική Ορχήστρα έπαιζε στο Κρατικό Θέατρο και πηγαίναμε κάθε εβδομάδα σε συναυλίες. Πήγαινα οπωσδήποτε σε παραστάσεις χορού, παρακολουθούσα πολλές παραστάσεις θεάτρου, οπότε είχαν αυτήν την καλλιτεχνική κοινωνικοποίηση —ας το πούμε έτσι—, σε αντίθεση με τα, με τους μαθητές μου που δεν το είχαν αυτό. Πόσω μάλλον σε ηλικίες όπως είναι το γυμνάσιο και το λύκειο που περνάς στην εφηβεία και ασχολείσαι με άλλα πράγματα. Βέβαια, πάντα υπήρχε ένας διχασμός. Δηλαδή από τη μια ένιωθα ότι δεν άνηκα στα παιδιά του σχολείου, από την άλλη στο ωδείο, επειδή ήμουνα πολύ προχωρημένη στο όργανο και για εκείνες τις εποχές ήτανε πάρα πολύ σπάνιο, στα ομαδικά μαθήματα έκανα παρέα με παιδιά πολύ μεγαλύτερα της ηλικίας μου, που ήταν πανεπιστήμιο, που είχαμε τουλάχιστον εφτά με οχτώ χρόνια διαφορά. Γιατί στο ωδείο, όταν κάποιος είναι προχωρημένος, παρακολουθεί τα μαθήματα που αντιστοιχούν στο επίπεδο των ικανοτήτων του και όχι με βάση την ηλικία του όπως είναι στο σχολείο, που όλα τα παιδιά της ίδιας ηλικίας παρακολουθούν ένα συγκεκριμένο τμήμα. Οπότε, αυτό έφερε πολύ μεγάλη ανισορροπία για ένα μεγάλο διάστημα στις σχέσεις μου και στο πώς αισθανόμουνα εγώ, στο πού ανήκω, αλλά αυτό σιγά σιγά εξομαλύνθηκε, γιατί η τέχνη νομίζω ότι ήταν πολύ πιο δυνατή και αισθανόμουνα πολύ πιο πολύ ο εαυτός μου.

Σ.Ζ.:

Και ποτέ ωρίμασε έτσι η σκέψη ότι θα ασχοληθείς με αυτό επαγγελματικά;

Ε.Α.:

Νομίζω στο λύκειο, όταν έφτασαν, έφτασε η στιγμή των Πανελλαδικών. Παρόλο που έδωσα Πανελλαδικές, δεν με ενδιέφεραν καθόλου. Βέβαια, τότε δεν υπήρχαν καν τα μουσικά πανεπιστήμια. Δηλαδή το, το χαρτί που έπαιρνες από το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης ήταν το ανώτερο, ο ανώτερος τίτλος σπουδών που υπήρχε στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια, τις τελευταίες δύο χρονιές —γιατί τελείωσα το ‘90 απ’ το Κρατικό—, μόλις είχαν ξεκινήσει να γίνονται, να ξεκινήσει να γίνεται η Μουσικολογία στο Αριστοτέλειο. Το ΠΑΜΑΚ δεν υπήρχε καθόλου, όπως επίσης και η Κέρκυρα. Και έτσι, δεν με ενδιέφερε καθόλου να, να πάω στο πανεπιστήμιο, καθώς δεν υπήρχαν τμήματα που να είναι αφιερωμένα στο σολιστικό όργανο, και όχι στα θεωρητικά, δηλαδή να κάνεις μουσικολογία, να γίνεις συνθέτης κτλ., το οποίο επίσης δεν με ενδιέφερε καθόλου. Αλλά, όταν έφτασα στην τρίτη λυκείου, πλέον ήμουνα αποφασισμένη ότι δεν θα ασχοληθώ.

Σ.Ζ.:

Οπότε, από κει και πέρα ποιες ήταν οι επιλογές να συνεχίσεις την πορεία σου στο πιάνο;

Ε.Α.:

Κοίτα, για κείνες τις εποχές οι επιλογές ήτανε δύο: η μία —ακριβώς οι ίδιες που ισχύουνε και τώρα ουσιαστικά, γιατί δεν νομίζω ότι με την ύπαρξη των πανεπιστημίων έχει αλλάξει και κάτι παραπάνω στην Ελλάδα. Κατ’ αρχάς, η μία επιλογή είναι να, να φύγεις στο εξωτερικό, εάν η οικογένειά σου μπορεί να σε στηρίξει οικονομικά τουλάχιστον για το πρώτο χρονικό διάστημα, και η δεύτερη επιλογή είναι να ξεκινήσεις να εργάζεσαι στην χώρα σου και να μπορείς, κάποια στιγμή, να κάνεις πολλά σεμινάρια στο εξωτερικό ή να… Κάποια στιγμή, να φύγεις στο εξωτερικό.

Σ.Ζ.:

Εσύ τι επέλεξες, λοιπόν;

Ε.Α.:

Εγώ αναγκαστικά πήγα στη δεύτερη επιλογή, γιατί οι γονείς μου δεν είχανε τα χρήματα να με στηρίξουν και έτσι ξεκίνησα να εργάζομαι από την ηλικία των 19 χρονών. Την πρώτη χρονιά ξεκίνησα κάνοντας κάποια ιδιαίτερα μαθήματα. Τη δεύτερη χρονιά, απ’ τα 20 μου, ήδη είχα ξεκινήσει να εργάζομαι σε ωδεία, σε πολλά ωδεία, στο Μακεδονικό Ωδείο Θεσσαλονίκης που ήταν ιδιωτικό. Πήγαινα δύο φορές την εβδομάδα στο Δημοτικό Ωδείο των Γιαννιτσών, όπου δούλευα πάρα πολλές ώρες, και τότε δεν είχα αυτοκίνητο. Έπρεπε να παίρνω το ΚΤΕΛ, να πηγαίνω στο σταθμό, να παίρνω το τρένο, να πηγαίνω —ή το λεωφορείο—, να πηγαίνω στα Γιαννιτσά και με τον ίδιο τρόπο να γυρνάω πίσω. Σε διάφορες μουσικές σχολές και σιγά σιγά με το πέρασμα των χρόνων επέλεξα τι θέλω να κάνω, κράτησα κάποια ωδεία που με ενδιέφεραν και κάθε καλοκαίρι μάζευα χρήματα και με λίγα χρήματα που μου έδιναν οι δικοί μου παρακολουθούσα σεμινάρια στο εξωτερικό, στην Ελβετία, στη Γερμανία, στο Βέλγιο κτλ., όπου βρήκα και τον καθηγητή που ήθελα να κάνω μαζί του μαθήματα. Οπότε, παρακολουθούσα πάρα πολλά μαθήματα μαζί του.

Σ.Ζ.:

Οπότε, δίπλα σε ποιον μαθήτευσες ή σε ποιους μάλλον;

Ε.Α.:

Ο μέντοράς μου στη Θεσσαλονίκη ήταν ο Νίκος ο Αστρινίδης, ο οποίος ήτανε πιανίστας, μαέστρος και συνθέτης. Τον αγαπούσα πάρα πολύ! Ήταν ένας άνθρωπος που ήτανε κοσμοπολίτης, με καταγωγή, ελληνική καταγωγή, γεννημένος στη Ρουμανία από γονείς Έλληνες. Μεγάλωσε στην, σε εκείνη την περιοχή, μετά πήγε στο Κάιρο —στον πόλεμο ήτανε στ[00:10:00]ο Κάιρο—, σπούδασε στη Schola Cantorum στο Παρίσι. Kαι γενικά, όταν πήγαινες στο σπίτι του που έμενε στη Συνδίκα, έμπαινες μέσα, περνούσες πάντα πρώτα από την κουζίνα, πάντα έπαιζε το τρίτο πρόγραμμα ή ξένα κανάλια στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση και πάντα είχες την αίσθηση ότι ο χρόνος έχει σταματήσει και μπαίνεις σ’ ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον, όπου μπορούσες να μιλήσεις από απλά καθημερινά πράγματα για θέματα τέχνης, για θέματα μουσικής. Έκανες μάθημα μαζί του! Δούλεψα πάρα πολύ με τα έργα του και μάλιστα λίγο πριν πεθάνει κάναμε και ένα CD, που ήταν η πρώτη του δισκογραφική παραγωγή, με όλα, με αρκετά από τα έργα Μουσικής Δωματίου που ο ίδιος είχε επιλέξει. Και μέσα σε αυτά κι ένα έργο για τέσσερα χέρια, το οποίο ήθελε να το παίξουμε μαζί, αλλά εκείνην τη μέρα δυστυχώς ήταν στο νοσοκομείο και το παίξαμε μαζί με την Ευτυχία την Bενιωτά. Αλλά αυτός ήταν ο ένας καθηγητής μετά το δίπλωμα. Γιατί στο Κρατικό είχα την καταπληκτική Ελένη Παπάζογλου, στην οποία οφείλω πολλά. Ήμουν η τελευταία της μαθήτρια, μετά βγήκε στη σύνταξη και μετά συνέχισα με τον Αστρινίδη. Στο ενδιάμεσο έκανα σεμινάρια με τον Konstantin και την Julia Ganev, που τότε τους είχε φέρει ο καταπληκτικός ο Κάρολος ο Τρικολίδης στο Νέο Ωδείο από τη Βουλγαρία και έκαναν σεμινάριο. Οπότε, κάναμε μαθήματα μαζί τους και μαζί μ’ αυτούς, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει μία τάξη από μαθητές από την Αθήνα και από τη Θεσσαλονίκη, πηγαίναμε στο εξωτερικό. Και μετά ο καταληκτικός θα έλεγα καθηγητής μου ήταν ο Roberto Szidon, ο οποίος είναι, ήταν Βραζιλιάνος ουγγρικής καταγωγής. Μιλούσε οχτώ γλώσσες, γεννημένος στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας και δίδασκε στην Ακαδημία Ρόμπερτ Σούμαν στο Ντίσελντορφ και ήταν Επίτιμος Καθηγητής στην Ακαδημία στο Αννόβερο και έμενε στο Μόναχο. Οπότε, φαντάσου τότε μία εποχή στην οποία δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα να μένει κάποιος στο Μόναχο, να ταξιδεύει με το τρένο, να πηγαίνει στο Ντίσελντορφ, να στέλνει fax, ατέλειωτες σελίδες fax, ή με αυτοκίνητο, μετά στο Αννόβερο και μετά πάλι πίσω στο Μόναχο. Και έκανα μαζί του πολλά, πολλά ταξίδια και τα καλοκαίρια πηγαίναμε στην Ακαδημίας στη Σιόν στην Ελβετία, όπου μέναμε πάρα πολλές μέρες και κάναμε μαθήματα μαζί.

Σ.Ζ.:

Τι έχεις κρατήσει έτσι σαν συμβουλές ή διδάγματα από καθέναν από αυτούς που ανέφερες, τους μέντορές σου;

Ε.Α.:

Δύσκολο ερώτημα, ρε Σοφία. Να ταξιδεύω όσο πιο πολύ μπορώ στη ζωή μου!

Σ.Ζ.:

Και το κάνεις;

Ε.Α.:

Όσο… Όσο μπορώ το κάνω, ναι!

Σ.Ζ.:

Οπότε, κάτι ακόμα έτσι που πάντα ρωτάω τους μουσικούς είναι τι σχέση έχεις με το μουσικό όργανό σου, δηλαδή με το πιάνο σου.

Ε.Α.:

Θεωρώ ότι είναι η προέκταση του εαυτού μου, όπως και όλοι οι μουσικοί νομίζω στο όργανο που επιλέγουν. Είναι η προέκταση του εαυτού τους. Απλά οι πιανίστες έχουνε την, την δυσκολία ότι σε κάθε συναυλία θα πρέπει να συμφιλιωθούν με ένα καινούριο όργανο, και όχι με αυτό που μελετάνε στο σπίτι τους, που ορισμένες φορές ομολογώ ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να συμβεί, γιατί συνήθως έχεις μόνο μία πρόβα να κάνεις ή μία ώρα πριν τη συναυλία και μέσα σε μία ώρα θα πρέπει ενδεχομένως να αλλάξεις και κάποια πράγματα τεχνικής, για να μπορέσεις να κάνεις το όργανο να ανταπεξέλθει στον ήχο που θέλεις. Ενώ όλοι οι υπόλοιποι μουσικοί, πλην ενδεχομένως των κρουστών που, που έχουνε πολλά κρουστά να κουβαλήσουν, ακόμα και οι κοντραμπασίστες, έχουν τη δυνατότητα να κουβαλήσουν το όργανο μαζί τους. Οπότε, είναι κάτι το οποίο είναι πολύ πιο σημαντικό, γιατί μπορεί να έχεις τη συντροφικότητα του οργάνου σου όπου και να πας. Να πας διακοπές και να πάρεις το βιολί σου, να πάρεις το φλάουτό σου και να μπορείς να μελετήσεις. Οι πιανίστες δεν μπορούν να το κάνουν αυτό.

Σ.Ζ.:

Και πόσα χρόνια δηλαδή κρατάς κάθε πιάνο; Το προσωπικό σου εννοώ.

Ε.Α.:

Κοίτα, αν κάνεις μία πολύ καλή αγορά οργάνου, το κρατάς για όλη σου τη ζωή. Η αγορά ενός οργάνου για όλα τα υπόλοιπα όργανα της ορχήστρας είναι πολύ πιο εύκολη. Τουλάχιστον για τα αρχάρια παιδιά. Γιατί οι γονείς συνήθως όταν έρχονται και ρωτάνε πώς θα ξεκινήσουν τα παιδιά τους και τι όργανο να διαλέξουν και πόσο κοστίζει, ένα παιδάκι που ξεκινάει ένα βιολί μπορεί να αγοράσει ένα βιολί πάρα πολύ οικονομικά, γιατί δεν θα είναι το τελειωτικό του όργανο. Όταν θα φτάσει στην ηλικία που θα θελήσει όντως να το κάνει επάγγελμα και θα χρειαστεί ένα πολύ σοβαρό όργανο —ναι—, εκεί θα δώσει αρκετά χρήματα και εκείνο το όργανο θα του μείνει. Οι πιανίστες, όμως, δεν, δεν το έχουν αυτό. Οπότε, στην αρχή πρέπει να αγοράσουν ένα όρθιο πιάνο, το οποίο να είναι αξιόπιστο και κοστίζει αρκετά, πολύ περισσότερα φυσικά από ένα βιολί ή μια κιθάρα, το οποίο το κρατάνε συνήθως μέχρι την ανωτέρα και μετά πρέπει να αγοράσουν ένα πιάνο με ουρά, εάν έχουν την οικονομική δυνατότητα. Αλλιώς είναι αναγκασμένοι να μελετάνε στα πιάνα του ωδείου. Στη δικιά μου περίπτωση, οι δικοί μου μού αγόρασαν ένα όρθιο πιάνο, τότε ακόμα σε δραχμές, και μετά, όταν ήμουνα περίπου τρίτη γυμνασίου και είχα μπει πρώτη ανωτέρα, είχα μπει δηλαδή στη σχολή της ανωτέρας, μου αγόρασαν αυτό το, το πιάνο με ουρά. Ένα καταπληκτικό Yamaha. Θυμάμαι, τότε είχαν αναγκαστεί να πουλήσουν ένα χωράφι για να μου αγοράσουνε το πιάνο, το οποίο το έχω μέχρι και σήμερα και είναι από τα καλύτερα όργανα που, που έχω. Βέβαια, ένας πιανίστας που είναι επαγγελματίας μετά μπορεί να αλλάξει ένα όργανο, γιατί οι απαιτήσεις του ανεβαίνουν και μετά μπαίνει σε μία άλλη κατηγορία οργάνων, όπως είναι τα Steinway ή τα Faccioli, τα Bösendorfer, με πολύ μεγαλύτερες ουρές συναυλιακές, που μπορεί να είναι δυόμισι μέτρα, τρία μέτρα κτλ., όπου εκεί είναι σαν να αγοράζεις πλέον ένα σπίτι.

Σ.Ζ.:

Και περνάω τώρα στο κομμάτι του ρεπερτορίου. Τι ρεπερτόριο σε χαρακτηρίζει;

Ε.Α.:

Κοίτα, τα τελευταία χρόνια νομίζω ότι ασχολούμαι περισσότερο με τη σύγχρονη μουσική, αλλά σαν… Αν ξεκινήσω από την πορεία μου από τα 18 μου, μου άρεζαν πάντα, μου άρεζε η ρομαντική μουσική, μου άρεζε η σύγχρονη μουσική. Τότε, εκείνην την εποχή, η σύγχρονη μουσική θεωρούσαμε ότι είναι περίπου μέχρι τον Stravinsky και τον, τον Prokofiev. Βαριά βαριά έναν Villa Lobos, αλλά από κει και πέρα μέσα στα τελευταία τριάντα χρόνια έχουνε γραφτεί καταπληκτικά έργα, έχουν υπάρξει καταπληκτικοί σύνθετες. Πάντα αγαπούσα τη ρώσικη μουσική, τη ρομαντική μουσική και τον ιμπρεσιονισμό θα έλεγα. Για μία δεκαετία της ζωής μου ήμουνα ερωτευμένη με τα tango και είχα ένα κουαρτέτο, τους Tangos a Cuatro, όπου κάναμε και δύο δισκογραφικές παραγωγές μαζί και είχαμε παίξει όλα τα έργα του Piazzolla και μάλιστα σε —όλους τους συνδυασμούς—… Kαι μάλιστα είχαμε μπει και στο —προς τα τέλη του της ζωής του κουαρτέτου— είχαμε μπει και σ’ ένα project Έλληνες συνθέτες να γράψουν εμπνευσμένοι απ’ το tango. Και μετά, τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι περισσότερο με τους Έλληνες συνθέτες, με τη Μουσική Δωματίου, με τη Ρώσικη Avant-Garde και κάνω διάφορες ηχογραφήσεις.

Σ.Ζ.:

Πόσο σημαντικό είναι για σένα η προώθηση και ανθρώπων που είναι εν ζωή, γιατί έχουμε συνηθίσει έτσι σε πολλές τέχνες να γυρνάμε λίγο πιο παλιά.

Ε.Α.:

Κοίτα, για μένα αυτό ήταν το μότο μου. Ήθελα πάντα, ξεκινώντας από τον Αστρινίδη —αν σκεφτούμε ότι είναι η πρώτη δισκογραφική παραγωγή με έργα Έλληνα συνθέτη που έκανα—, ήθελα να τιμήσω τον, τον δάσκαλό μου όσο είναι εν ζωή. Δεν πιστεύω σε όλες τις εκδηλώσεις και σε όλα, σε όλες τις δράσεις που γίνονται εκ των υστέρων. Πιστεύω ότι ένας άνθρωπος πρέπει να τιμηθεί όσο είναι εν ζωή και μάλιστα να έχεις τη δυνατότητα να δουλέψεις με τον συνθέτη, γιατί η σχέση συνθέτη και ερμηνευτή είναι μία πάρα πολύ λεπτή ισορροπία και μία πολύ ιδιαίτερη σχέση και, αν υπάρχει και χημεία μεταξύ των δύο, είναι κάτι μαγικό. Οπότε, ο συνθέτης γράφει κάτι το οποίο έχει στο μυαλό του και ο ερμηνευτής πρέπει να διαβάσει πίσω από τις νότες, στο τι θέλει να πει ο συνθέτης. Εάν έχεις να κάνεις με μία παρτιτούρα, όπως είναι του Μπετόβεν ή του Σοπέν, που μπορείς να έχεις πάρα πολλά ερωτηματικά, αλλά δεν έχεις την τύχη να μιλήσεις μαζί του και πρέπει να διαβάσεις αντίστοιχη βιβλιογραφία ή να εμπνευστείς ή να, να καθοδηγηθείς από κάτι ή ακόμα και από το ένστικτό σου ή από την εμπειρία σου ως ερμηνευτή, δεν είναι το ίδιο με το να έχεις τον συνθέτη και να κάτσεις να δουλέψεις μαζί του. Βέβαια, το ιδανικό είναι ο συνθέτης να μην επεμβαίνει στον ερμηνευτή και ο ερμηνευτής να μην επεμβαίνει στο συνθέτη. Οπότε, και αυτού του είδους η ισορροπία είναι ιδιαίτερη, αλλά νομίζω ότι, όταν υπάρχει χημεία και ένα ιδιαίτερο δέσιμο και μπορείς να δουλέψεις με τον συνθέτη, είναι κάτι το εξαιρετικά μαγικό.

Σ.Ζ.:

Τι σε κερδίζει, λοιπόν, σ’ ένα μουσικό κομμάτι;

Ε.Α.:

Νομίζω οι μνήμες. Οι μνήμες και η, η υφή του ήχου. Μπορεί να είναι κάτι πολύ σύγχρονο, μπορεί να είναι κάτι πολύ ρομαντικό, μπορεί να είναι κάτι πολύ κλασικά γραμμένο, ανάλογα και με τη, με τη φάση της ζωής μου και ανάλογα με το πώς είμαι εκείνο το διάστημα και από τι πράγματα εμπνέομαι. Μπορεί ένα έργο να μου αρέσει εκείνην τη στιγμή και μετά από κάποια χρόνια να είμαι σε κάποια άλλη προσωπική διαδικασία, οπότε να μη μ’ αγγίξεις τόσο. Αλλά συνήθως από την, από την υφή και τη χροιά του ήχου και φυσικά από τη μελωδία.

Σ.Ζ.:

Επειδή ανέφερες έτσι και αυτόν τον διαχωρισμό της εκτέλεσης από τη σύνθεση, εσύ είσαι και στους δύο ρόλους; Κάποιες φορές συνθέτεις κιόλας και-

Ε.Α.:

Όχι!

Σ.Ζ.:

Όχι.

Ε.Α.:

Δεν λειτουργώ ως συνθέτης. Λειτουργώ ως ερμηνευτής. Αλλά καμιά φορά ο ερμηνευτής, όταν έχει την τύχη να δουλέψει με τον συνθέτη… Δηλαδή τώρα —α[00:20:00]ς πούμε—, στην τελευταία δισκογραφική παραγωγή που μόλις κυκλοφορήστε, στο, στο Silent Landscapes, αλλά και στην προηγούμενη στο In Blue and White που ήτανε έργα μόνο Ελλήνων συνθετών, υπάρχουνε πάρα πολλά έργα, το 90% των έργων έχουν γραφτεί για μένα και εκεί πάνω μπορώ να δουλέψω με τον συνθέτη. Δηλαδή αν κάτι το οποίο είναι τεχνικά δύσκολο ή έχει γράψει μία πολύ μεγάλη απόσταση για το χέρι μου, που δεν μπορεί να τη φανταστεί, μπορεί να δουλευτεί μαζί του ή κάπως, ένα μέρος στο οποίο το ‘χει γράψει κάπως και δεν ακούγεται καλά μπορώ να δουλέψω μαζί του και να του προτείνω τις δικές μου λύσεις, για να μπορεί να είναι πολύ πιο εύκολα προσβάσιμο εκτελεστικά και τεχνικά. Ή ακόμα και ερμηνευτικά, γιατί κάποια πράγματα μπορεί να σονάρουν και να ακούγονται καλύτερα εάν τα μοιράσεις αλλιώς τα χέρια από το αν, αν γράφονται έτσι όπως το έχει γράψει ο συνθέτης ευθύς εξαρχής. Μπορείς να κάνεις πάρα πολλά πράγματα και ο συνθέτης μέσα από τα, απ’ αυτό που, που.. Που παίζει ο ερμηνευτής ακούει και μία άλλη τελείως ερμηνεία ή κάποια, κάποια άλλη πρόταση του έργου που μπορεί να είχε στο μυαλό του, η οποία μπορεί να ταυτίζεται, μπορεί όμως και όχι.

Σ.Ζ.:

Ιδανικά τι συναισθήματα θα ήθελες έτσι να γεννήσει στο κοινό η μουσική σου;

Ε.Α.:

Ευχαρίστησης, αναπόλησης, χαράς, λύπης. Νομίζω ότι κάθε έργο είναι ένα ταξίδι και κάθε συναυλία είναι ένα ταξίδι. Αν μπορείς να μπεις στη διαδικασία να κάνεις το ακροατήριό σου να ταξιδέψει μαζί σου —έστω και έναν—, αυτό είναι πολύ μεγάλο κέρδος για οποιονδήποτε ερμηνευτή, να τον κάνεις να ξεχαστεί, να μπει σε έναν άλλο κόσμο, να φύγει από την καθημερινότητά του.

Σ.Ζ.:

Πριν από κάθε συναυλία, μιας και το ανέφερες, υπάρχει έτσι κάποια ρουτίνα που ακολουθείς; Κάποιο γούρι που έχεις;

Ε.Α.:

Σε όλες τις συναυλίες ακολουθείς. Όλοι οι μουσικοί ακολουθούνε ρουτίνα και όλοι έχουνε γούρια και πράγματα που κάνουν. Συνήθως κάνω πρόβα το πρωί, προσπαθώ να μην έχω ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ, τρώω καλά. Τρώνε συνήθως όλοι υδατάνθρακες ή πράγματα που να μην είναι βαριά, δεν τρώνε δηλαδή κανονικό μεσημεριανό, κάτι που να είναι ελαφρύ. Κοιμούνται το μεσημέρι, για να είναι ξεκούραστοι, κάνουνε μπάνιο. Τα νύχια τους πρέπει να είναι κομμένα δυο-τρεις μέρες πριν, για να μην κάνουνε κάποιο τραύμα στα χέρια τους κτλ., να έχουνε ησυχία στο γύρω περιβάλλον, να πάνε, να είναι συγκεντρωμένοι στην πρόβα τους, στη μουσική τους. Γενικά, όταν υπάρχει συναυλία ο χρόνος και τα πράγματα που τρέχουνε παράπλευρα σταματάει. Δεν υπάρχει. Το πιο σημαντικό πράγμα είναι εκείνη η στιγμή και εκείνη η στιγμή μπορεί να διαρκέσει πάρα πολλές ώρες, οπότε όλη η μέρα θεωρείται μία πολύ μεγάλη στιγμή για να μπορέσεις να φέρεις τον εαυτό σου στην καλύτερη ιδανική κατάσταση, για να μπορέσεις να κάνεις μία όσο καλή ερμηνεία μπορείς σε σχέση με τον εαυτό σου και κάθε φορά σε κάθε συναυλία ανεβάζεις τον πήχη λίγο πιο ψηλά.

Σ.Ζ.:

Από όλες έτσι τις αίθουσες που έχεις δώσει κάποια συναυλία, θα μπορούσες να ξεχωρίσεις κάποια που σε έχει εντυπωσιάσει;

Ε.Α.:

Από αίθουσες στην Ελλάδα, δυστυχώς όχι. Από συναυλίες στην Ελλάδα, ναι. Μία πολύ ωραία συναυλία που είχαμε κάνει ήτανε στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, με το έργο του Kantcheli και μαέστρο το Δημήτρη τον Μποτίνη, που νομίζω ότι ήτανε μία εξαιρετική συνεργασία που είχαμε κάνει και ήτανε πάρα πολύ ωραία συναυλία και το θέατρο ήταν πολύ γεμάτο. Αλλά σαν, σαν συναυλία, όχι σαν χώρος. Οι περισσότεροι χώροι που με έχουν εντυπωσιάσει βρίσκονται στο εξωτερικό, γιατί έχεις τη δυνατότητα να παίξεις σε μικρά ή σε μεγάλα μέρη τα οποία είναι μοναδικά. Ας πούμε στην Ιταλία, με την οποία είμαι ερωτευμένη την τελευταία δεκαετία, μπορείς να βρεις ένα palazzo, ένα σπίτι που να είναι προηγούμενων αιώνων, που να το, ανήκει σε μία association που κάνει συναυλίες ή να πας σε ένα μοναστήρι, να παίξεις σ’ ένα μοναστήρι —όπου έπαιξα πρόσφατα— ή να παίξεις σ’ ένα μουσείο μέσα, που είναι τελείως διαφορετική ακουστική, ή ακόμα και σε υπαίθριους χώρους. Έχει τύχει να παίξω στην Μόντενα σε ένα, σε ένα πολύ ωραίο προαύλιο, όπου το είχανε όλο με μπλε φως, και κατά τη διάρκεια της συναυλίας είχα συνέχεια τζιτζίκια και ήτανε σαν να ήμουνα δίπλα στη θάλασσα. Όλοι είναι μοναδικοί οι χώροι, αλλά κυρίως στο εξωτερικό, όπως επίσης και στη Γαλλία, όπως επίσης και στην Πορτογαλία οι χώροι είναι μοναδικοί. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, δεν έχουμε αυτήν την παράδοση. Δηλαδή έχουμε πάρα πολλά νεοκλασικά, τα οποία συνήθως είναι κατεστραμμένα. Έχουμε δύο μέγαρα μουσικής, τα οποία δεν μπορώ να πω ότι έχουνε και την καλύτερη ακουστική. Και φυσικά είναι η καινούρια η Λυρική, στην οποία ακόμα δεν έχω την τύχη να παίξω. Αλλά δεν έχουν αυτήν την ιδιαιτερότητα που θα έχει ένας χώρος που είναι παλιός, που σε ηρεμεί, που είναι προηγούμενων αιώνων, που έχεις πίνακες, όπως θα μπορούσε να βρεις στη Φλωρεντία για παράδειγμα, στην Πάρμα και σε οποιοδήποτε μέρος στο εξωτερικό.

Σ.Ζ.:

Από άποψη κοινού, υπήρξε κάποιο κοινό που σε εξέπληξε ευχάριστα με την ανταπόκριση;

Ε.Α.:

Ναι, πολλές φορές. Και πάλι στο εξωτερικό δυστυχώς. Το λέω μετά λύπης μου αυτό, γιατί στην Ελλάδα το κοινό αφενός είναι πολύ περιορισμένο, γιατί δεν έχει παιδεία. Δηλαδή, οι γονείς δεν πηγαίνουν τα παιδιά τους συναυλίες, οπότε δεν μπορεί να δημιουργηθεί ένα κοινό για τις επόμενες γενιές. Το κοινό που υπάρχει τώρα είναι το κοινό της δικιάς μου γενιάς, ίσως κάποιοι σπουδαστές που ενδιαφέρονται να ακούσουνε κάποια πράγματα και μεγαλύτερης άνθρωποι, μεγαλύτεροι άνθρωποι σε ηλικία και πηγαίνουνε κυρίως σε συναυλίες, είτε από υποχρέωση, είτε για να δείξουνε στους άλλους ότι πηγαίνουν, είτε για να κάνουν κριτική. Ένας πολύ μικρός βαθμός, ένα πολύ μικρό ποσοστό, είναι αυτοί που πάνε πραγματικά για να απολαύσουν μία συναυλία κλασικής μουσικής. Στο εξωτερικό τα πράγματα δεν είναι έτσι. Στο εξωτερικό ο κόσμος βλέπει μία αφίσα και μπαίνει μέσα να παρακολουθήσει συναυλία. Είναι μέρος της καθημερινότητάς τους. Σ’ οποιοδήποτε μέρος της Ευρώπης και να πας, είτε είναι βόρεια Ευρώπη, είτε είναι νότια Ευρώπη, είτε είναι κεντρική. Επίσης, το κοινό έρχεται για να σε ακούσει, δεν έρχεται ποτέ από υποχρέωση. Και πάντα, πάντα σε όλες τις συναυλίες —όσες έχω κάνει μέχρι τώρα, που είναι πάρα πολλές—, έρχονται μετά να σου μιλήσουν στα καμαρίνια, κάτι που εδώ δεν συνηθίζεται. Δηλαδή, συνήθως στην, σε μία συναυλία στην Ελλάδα στα καμαρίνια θα έρθουν φίλοι σου. Σπάνια να έρθει κάποιος άνθρωπος που δεν σε ξέρει. Στο εξωτερικό πρώτα έρχονται αυτοί που δεν σε ξέρουν να σου μιλήσουν για το πρόγραμμα, να σου μιλήσουν για το έργο, να σε ρωτήσουνε για τους συνθέτες, να, να μάθουνε πράγματα για σένα. Θυμάμαι πριν δυο-τρία χρόνια σε ένα μουσείο στην Ιταλία, στο μουσείο του Teano, όλος ο χώρος ήτανε γεμάτος. Μετά τη συναυλία, με περίμεναν, είχανε μαγειρέψει και είχανε ετοιμάσει από τον Δήμο πράγματα οι γυναίκες του, της Αssociation για να κάνουνε κάτι σαν μπουφέ και μέσα στο, στο κοινό ήρθαν όλοι, μου μίλησαν, μου είπαν ότι: «Αυτό το έργο μου άρεσε!», «Σ’ αυτό το έργο άκουγα τα πουλιά!», «Σ’ αυτό το έργο άκουγα τα τζιτζίκια!», «Σ’ αυτό το έργο άκουσα τη θάλασσα!», «Πού μπορώ να βρω αυτόν τον συνθέτη;», «Πώς να έρθω σε επαφή;» κτλ. Και κάποιος ήδη είχε ακούσει έργα μου από το internet και είχε αγοραστεί το CD μου από το internet και είχε έρθει για να του δώσω αυτόγραφο. Έρχονται με τα προγράμματα να τους δώσει σημειώσεις, να τους βάλει να, τα στοιχεία σου να κρατήσουν επαφή με σένα κτλ., κάτι το οποίο στην Ελλάδα δεν συμβαίνει, και αυτό για έναν καλλιτέχνη είναι κάτι το οποίο τον κάνει να αισθάνεται όχι σημαντικός αλλά ζωντανός –έχει μεγάλη διαφορά. Γιατί στην Ελλάδα —εντάξει— έχεις πέντε αίθουσες συναυλιών. Πόσες φορές μπορείς να παίξεις στο Μέγαρο και πόσες φορές μπορείς να κάνεις πράγματα στην, στην πόλη σου και συνέχεια να ανακυκλώνεται το ίδιο κοινό; Εάν δεν υπάρξει κάτι πρωτοποριακό και αν δεν υπάρξει μία συγκεκριμένη παιδεία, για να συνεχιστεί αυτό το κοινό με καινούρια πράγματα, νομίζω ότι απλά θα, θα… Θα επέλθει ένα τέλος κάποια στιγμή.

Σ.Ζ.:

Υπήρξε δηλαδή και κοινό στο εξωτερικό που να ήταν εξοικειωμένο έτσι με την ελληνική μουσική; Δηλαδή έχουνε γνώσεις γύρω απ’ αυτό;

Ε.Α.:

Συνήθως γνωρίζουν, οι γνώσεις τους φτάνουν μέχρι τον Ξενάκη και τον Σκαλκώτα. Αυτοί που ασχολούνται με τη σύγχρονη μουσική. ενδεχομένως λίγο Θεοδωράκη, λίγο Χατζηδάκη, αυτοί που ακούνε τελείως και πιο εναλλακτικά πράγματα. Αλλά σε όλες οι συναυλίες που κάνω τα τελευταία χρόνια για να προωθήσω το έργο των Ελλήνων συνθετών στο εξωτερικό έρχονται από περιέργεια, για να ακούσουν και μάλιστα ζητάνε και πληροφορίες πού μπορούν να βρουν αυτούς τους συνθέτες, πώς μπορούν να ακούσουν άλλη μουσική. Ζητάνε τις παρτιτούρες τους, ζητάνε τις ηχογραφήσεις και έτσι υπάρχει μία κινητικότητα γύρω από το έργο των, των Ελλήνων συνθετών.

Σ.Ζ.:

Τι σου είναι πιο εύκολο, να παίζεις μπροστά σε ένα τελείως άγνωστο κοινό ή να υπάρχουν κι εκεί ανάμεσα δικοί σου άνθρωποι;

Ε.Α.:

Πλέον μου είναι το ίδιο. Πλέον μου είναι το ίδιο. Αν και, μπορώ να σου πω ότι, στη συναυλία που έκανα με την Κρατική Ορχήστρα είχα πολύ περισσότερο άγχος, γιατί με το 90% των μουσικών της ορχήστρας έχουμε σπουδάσει μαζί. Οπότε, σε εκείνη την, την περίπτωση πάνω στη σκηνή ήμουνα με ανθρώπους —παρόλο που ξεχωριστά είχα παίξει, έχω παίξει με πάρα πολλούς από αυτούς—, στο σύνολό τους όμως μου ήτανε πολύ πιο δύσκολο από το να παίξω με μία ορχήστρα στο εξωτερικό.

Σ.Ζ.:

Πόσο διαφορετική είναι η εμπειρία του να[00:30:00] παίζεις σόλο από το να είσαι κομμάτι μιας ορχήστρας;

Ε.Α.:

Το σόλο είναι κάτι πολύ μοναχικό. Για κάποια περίοδο της ζωής μου δεν το επέλεγα, γιατί είναι και πολύ δύσκολο να, να κάνεις περισσότερες συναυλίες. Δηλαδή σκέψου ότι, συγκρίνοντας τον εαυτό μου με έναν ηθοποιό, ακόμα και με, με… Με άλλους μουσικούς, να παίζεις στην Ελλάδα, κάνεις ένα πρόγραμμα μιας συναυλίας. Αν είναι σόλο, τραβάς το κουπί μόνος σου. Διαβάζεις και πρέπει να είσαι ο καλύτερος εαυτός σου. Αν παίξεις με άλλους, πρέπει να έχεις και μία κοινή χημεία, να κάνεις πρόβες μαζί, γιατί το να παίξουν πέντε μουσικοί μαζί και να κάνουν πέντε πρόβες δεν λέει κάτι. Πρέπει να δημιουργηθεί και μία ιδιαίτερη σχέση. Αν δεν έχεις και μία ιδιαίτερη χημεία, η μουσική απλά είναι ένα, ένα πράγμα το οποίο είναι πολύ —πώς να στο πω;— τετράγωνο. Κάνεις μία πρόβα, παίζεις. Είναι τελείως διαφορετική ερμηνεία όταν έχεις και χημεία μεταξύ… Μεταξύ όλης της ομάδας. Και μετά διαβάζεις —ok—, παίζεις το πρόγραμμα μία φορά και άντε να βρεις και ένα ακόμα μέρος να το παίξεις δεύτερη φορά και μετά πρέπει να ξαναδιαβάσεις καινούριο πρόγραμμα. Δες έναν σολίστα που πρέπει να κάνει μία συναυλία με μία ορχήστρα. Θα παίξει με την Κρατική Θεσσαλονίκης, με την Κρατική Αθηνών και μετά δεν υπάρχει άλλη ορχήστρα στην Ελλάδα. Θα πρέπει να διαβάσει κάποιο άλλο κοντσέρτο ή θα πρέπει να κάνει συναυλία στο εξωτερικό. Οπότε, αυτό έχει, εμπεριέχει μία ιδιαίτερη δυσκολία, σε σύγκριση με τους ηθοποιούς που κάνουνε μία σειρά παραστάσεων και μπορούν να βελτιώσουνε την ερμηνεία τους κάθε μέρα. Οπότε, κάθε μέρα παίρνουν ένα έργο, το ξεκινάνε απ’ το μηδέν και το φτάνουνε στο maximum των δυνατοτήτων τους. Με ό,τι φθορά έχει αυτό, ό,τι κόπωση έχει αυτό, ό,τι καλές και κακές στιγμές έχει αυτό. Για τον μουσικό συνήθως είναι μία εκτέλεση. Αν παίξεις καλά, έπαιξες καλά. Αν δεν παίξεις καλά, δεν έπαιξες καλά. Τελεία.

Σ.Ζ.:

Και επειδή αναφέρεις έτσι και την ηθοποιία, και σκέφτομαι τώρα και τις άλλες τέχνες, υπάρχουν φορές στην καριέρα σου που τα συνδυάζεις; Τον χορό, εννοώ το να παίζεις εσύ μουσική με κάποια άλλη τέχνη;

Ε.Α.:

Θέλω να τα συνδυάσω. Έχω κάποια επόμενα project που θέλουμε να κάνουμε μαζί με τη φίλη μου, την Τατιάνα την Παπαδόπουλου, για να κάνουμε κάποια concept μαζί, όπως και με άλλες μορφές τέχνης. Λογοτεχνία, έχουμε συνδυάσει λογοτεχνία. Με τον χορό ακόμα όχι. Ούτε με το θέατρο, ακόμα. Αλλά είναι κάτι το οποίο είναι στα, στα άμεσα και στα επόμενα project.

Σ.Ζ.:

Ωραία, το ευχόμαστε και το αναμένουμε!

Ε.Α.:

Ευχαριστώ!

Σ.Ζ.:

Πόσον χρόνο και τι θυσίες απαιτεί η εξάσκηση στο πιάνο;

Ε.Α.:

Κανονικά για έναν επαγγελματία μουσικό που σέβεται τον εαυτό του και θέλει να κάνει μόνο συναυλίες πρέπει να διαβάζει όλην τη μέρα. Δηλαδή, πρέπει να αφιερώνει ένα χρονικό διάστημα πέντε με έξι ώρες τη μέρα τουλάχιστον στο όργανο, για να μπορεί να κρατάει την τεχνική του σε πολύ υψηλό επίπεδο, να μπορεί να, να μελετάει, να διατηρεί τη μνήμη του σε καλό επίπεδο και να ασχολείται μόνο μ’ αυτό, το οποίο επίσης δεν είναι εφικτό να συμβεί –με ελάχιστες εξαιρέσεις. Για τους Έλληνες μουσικούς μία, ένα φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση —και μοναδικό θα έλεγα σε παγκόσμιο επίπεδο— είναι ο Λεωνίδας ο Καβάκος, ο οποίος κάνει μόνο αυτό. Και διάφοροι άλλοι μουσικοί στην Ελλάδα σε πολύ πολύ μικρότερο βαθμό. Δυστυχώς, μένοντας στην, στην χώρα που… Που γεννήθηκα προσωπικά δεν μπορώ να το κάνω αυτό, γιατί πρέπει να δουλεύω, πρέπει να, να μπορώ να βγάλω τα έξοδά μου και να μπορώ να ζήσω. Δεν υπάρχουν δυνατότητες στην Ελλάδα να μπορέσει να συντηρήσει κανέναν μουσικό κλασικής μουσικής, γιατί είναι τελείως διαφορετικά με την έντεχνη, και για αυτόν τον λόγο όλοι αναγκάζονται να… Ή να δουλεύουν σε μία ορχήστρα που τους δίνει τη δυνατότητα να παίζουν ως επαγγελματίες μουσικοί, αλλά μέσω της ορχήστρας, όχι σε προσωπικά project. Οπότε, αυτό είναι ένα θετικό. Αλλά και πάλι, μην έχοντας πολλές ορχήστρες στην Ελλάδα αυτό είναι σε πολύ μικρό βαθμό σε σχέση με το, με την παραγωγή των μουσικών που έχουμε. Από κει και πέρα, για έναν πιανίστα αναγκαστικά θα πρέπει να, να διδάξει σε κάποιο ωδείο ή να κάνει άλλα πράγματα ή άλλες παραγωγές, για να μπορέσει να εξασφαλίσει τα προς το ζην και στον υπόλοιπο χρόνο που του απομένει και με την καλή διαχείριση χρόνου που μπορεί να κάνει, να κάνει και τα πράγματα που θέλει, για να μπορέσει να είναι μουσικός.

Σ.Ζ.:

Όταν η μουσική είναι και το επάγγελμά σου, πόσο εύκολο είναι να διαχωρίσεις ότι τώρα —ας πούμε— εξασκούμαι σε αυτό και τώρα παίζω για δική μου ευχαρίστηση ή για δικούς μου ανθρώπους;

Ε.Α.:

Νομίζω δεν υπάρχει διαχωρισμός. Για μένα δεν υπάρχει διαχωρισμός.

Σ.Ζ.:

Και θα αναφερθώ τώρα σε μία από τις πρόσφατες δουλειές σου, το Mediterranean-

Ε.Α.:

Miniature Sketches-

Σ.Ζ.:

Miniature Sketches. Αρχικά, θα ήθελα να μου πεις τι περιλαμβάνει αυτό, αυτή η δουλειά.

Ε.Α.:

Κοίτα, αυτό ξεκίνησε με αφορμή το προηγούμενο CD, που ήταν το In Blue and White, που ήτανε ένας δίσκος που περιελάμβανε έργα Ελλήνων συνθετών, τα οποία ήτανε γραμμένα για μένα και έγινε μία δισκογραφική παραγωγή με την Odradek Records –μία εξαιρετικά καταπληκτική δισκογραφική εταιρεία, ανερχόμενη, σ’ ένα καταπληκτικό στούντιο και σ’ ένα καταπληκτικό πιάνο και ήδη ήταν η πρώτη επαφή. Αυτό, όμως, και οι συναυλίες αυτού του project, οι παρουσιάσεις των δίσκων, με έφεραν σε επαφή με πάρα πολύ κόσμο και με πάρα πολλούς συνθέτες, οι οποίοι θέλησαν να γράψουν για μένα, γιατί τους άρεζε ο ήχος μου και ο τρόπος που ερμηνεύω. Και έτσι, αυτό το project εξαπλώθηκε με την ιδέα της μινιατούρας, που για έναν σύνθετη είναι μία πολύ δύσκολη γραφή στο να μπορέσει να γράψει ένα σκίτσο, μία μινιατούρα, και σε δύο-τρεις σελίδες να πει ακριβώς αυτό που σκέφτεται, χωρίς να πλατειάζει και να είναι effective η μουσική του. Και έτσι, μαζεύτηκαν πάρα πολλοί συνθέτες. Αυτήν τη στιγμή νομίζω ότι πρέπει να έχω πάνω από εβδομήντα-ογδόντα έργα από συνθέτες της Μεσογείου. Πορτογαλία, Ισπανία, Ισραήλ, Τουρκία, Κύπρο κτλ., και φυσικά μέσα σ’ αυτό και Έλληνες. Και έτσι αυτό το, το project που... Που έγινε, ξεκίνησε κανονικά σαν projects συναυλιών. Από αυτό το project έγινε μία επιλογή, μία πρώτη επιλογή κάποιων έργων και έγινε το CD που κυκλοφόρησε διαδικτυακά πριν λίγες μέρες, το Silent Landscapes, που περιλαμβάνει ένα μέρος από τα σκίτσα και που θα κυκλοφορήσει κανονικά από Σεπτέμβριο στη φυσική του διανομή. Διαδικτυακά έχει κυκλοφορήσει. Μάλιστα, 22 Ιουλίου, τη μέρα που παίζαμε στη Ματέρα στην Ιταλία κυκλοφόρησε και το… Και το CD και αυτό περιλαμβάνει μινιατούρες συνθετών που είναι από τη Μεσόγειο και το κλειδί σε αυτά τα concept και στις συναυλίες και στο CD είναι η σειρά των έργων, γιατί στο project, στο MMSMediterranean Miniature Sketches—… Σε κάθε συναυλία άλλαζα τη σειρά, γιατί ανάλογα με τη σειρά δημιουργείται μία διαφορετική ιστορία και είναι σαν να ταξιδεύεις και λες την ιστορία σου, και ανάλογα με το ποια έργα θα βάλεις ή θα βγάλεις δημιουργείται σαν σύνολο μία τελείως διαφορετική εικόνα. Οπότε, μία επιλογή σειράς είναι αυτή που υπάρχει στο Silent Landscapes.

Σ.Ζ.:

Η Μεσόγειος επιλέχθηκε καθαρά λόγω καταγωγής των συνθετών ή υπάρχει και κάποιος άλλος λόγος που αποτελεί έμπνευση αυτή η περιοχή;

Ε.Α.:

Κατ’ αρχάς, αποτελεί έμπνευση για μένα. Γιατί κάθε καλοκαίρι περνάω τις διακοπές μου στη Μεσόγειο και είναι κάτι που με ανακουφίζει, με ξεκουράζει, με εμπνέει και αντλώ την ενέργειά μου. Το ίδιο συμβαίνει και για όλους τους συνθέτες και για όλους τους ανθρώπους που μένουν στη Μεσόγειο, γιατί η Μεσόγειος είναι μία τεράστια θάλασσα, είναι πολλοί πολιτισμοί μαζί, είναι μνήμες πάρα πολλές, είναι ιστορία και όλα αυτά, ανάλογα με την χώρα που βρίσκεται ο καθένας επηρεάζουνε, και την έμπνευσή του και τον τρόπο γραφής του. Οπότε, αυτό αποτέλεσε και ένα πολύ σημαντικό κίνητρο για τους συνθέτες, που κάποιοι εμπνεύστηκαν από τη θάλασσα, κάποιοι εμπνεύστηκαν απ’ τη βυζαντινή μουσική, κάποιοι εμπνεύστηκαν από τα λουλούδια, κάποιοι εμπνεύστηκαν από την παραδοσιακή μουσική της χώρας τους, η οποία έχει επίσης αντίστοιχη ιστορία και ρίζες βαθιές. Και πάει λέγοντας.

Σ.Ζ.:

Και τώρα θα περάσω σ’ ένα άλλο κομμάτι, το κομμάτι της διδασκαλίας. Αν δεν κάνω λάθος, διδάσκεις κιόλας. Τι, τι αξία έχει για σένα αυτός ο ρόλος;

Ε.Α.:

Είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου, γιατί νομίζω ότι συνεχίζω να μαθαίνω από τους μαθητές μου κι αυτό το θεωρώ πάρα πολύ καλό. Το να διδάσκεις κάποιον σε φέρνει σε μία κατάσταση που για να του εξηγήσεις κάτι ανακαλύπτεις καινούριους τρόπους, καινούριες λέξεις και καινούρια μέσα για να του δώσεις, να του εξηγήσεις κάτι. Και ανάλογα με τον τρόπο που ανταποκρίνεται μαθαίνεις κάτι κι εσύ απ’ αυτόν, όπως και όταν παίζεις Μουσική Δωματίου. Είναι ο καλύτερος τρόπος [00:40:00]να γνωρίσεις κάποιον. Εξάλλου στη μουσική δεν υπάρχει μετάφραση. Μπορεί να παίξει ένας Ιάπωνας μ’ έναν Κορεάτη κι έναν Γερμανό μαζί χωρίς να μιλάνε την ίδια γλώσσα, γιατί η κοινή τους γλώσσα είναι η μουσική. Κάπως έτσι είναι και η διδασκαλία. Κι, επίσης, έχω την χαρά από τα τόσα χρόνια που διδάσκω —γιατί διδάσκω από τα 20 μου, έχω κλείσει τουλάχιστον τριάντα-τριάντα δύο χρόνια διδασκαλίας—, έχω μεγαλώσει με τους μαθητές μου —αν και αυτοί ισχυρίζονται ότι εγώ δε μεγαλώνω ποτέ—, αλλά εν πάση περιπτώσει έχω μεγαλώσει απ’ τους μαθητές μου. Κάποιοι απ’ αυτούς έχουνε παιδιά, κάποιοι μαθητές μου είναι πάρα πολύ αγαπημένοι. Είναι πλέον οικογένειά μου, είναι σαν να είναι η αδελφή μου, ο αδελφός μου, η κόρη μου, ο γιος μου κτλ. κι αυτό είναι κάτι πολύ μαγικό όταν, όταν συμβαίνει, γιατί δημιουργείς μία οικογένεια που είναι από επιλογή και όχι από ανάγκη.

Σ.Ζ.:

Έχεις βρεθεί επί σκηνής με κάποιον από τους μαθητές σου;

Ε.Α.:

Ναι, αρκετές φορές.

Σ.Ζ.:

Πρέπει να ήταν πολύ συγκινητικό.

Ε.Α.:

Ναι, είναι πολύ συγκινητικό. Βέβαια, όταν δίνουν εξετάσεις ειδικά στο Κρατικό, στην περίοδο των εξετάσεων είναι πολύ πιο δύσκολο, γιατί εκεί δεν μπορείς να, να λειτουργήσεις τόσο ως επαγγελματίας μουσικός με έναν άλλον επαγγελματία μουσικό, γιατί εκείνην τη στιγμή ο άλλος εξετάζεται, οπότε τα αντανακλαστικά σου πρέπει να είναι τέτοια, ούτως ώστε σε περίπτωση λάθους να μπορείς να τον καλύψεις, να μπορείς να το στηρίξεις, για να πάει παρακάτω. Αλλά, όταν τελειώνει αυτή η διαδικασία και μπορείς να παίξεις μαζί τους μουσική, είναι κάτι πάρα πολύ ωραίο.

Σ.Ζ.:

Τι θα ήθελες να περάσεις στους μαθητές σου ως προς τη μουσική, δηλαδή ως προς την αγάπη για τη μουσική;

Ε.Α.:

Ότι, αν αυτή είναι η επιλογή τους, είναι κάτι το, το οποίο θα πρέπει να επιλέξουν να κάνουν, επειδή δεν μπορούν να κάνουν χωρίς.

Σ.Ζ.:

Επίσης, ένας άλλος σημαντικός ρόλος της ζωής σου ήταν ως καλλιτεχνική διευθύντρια στο Ωδείο Θέρμης, σωστά;

Ε.Α.:

Ναι, αυτό ήτανε μία πολύ μεγάλη περίοδος της ζωής μου. Στη Θέρμη δούλεψα εικοσιπέντε χρόνια, εκ των οποίων τα δεκαέξι ήμουν καλλιτεχνική διευθύντρια και πλέον δεν εργάζομαι εκεί. Και ήτανε κάτι το οποίο μου έδωσε πολλές μνήμες και πολύ μεγάλη εμπειρία, κυρίως γιατί για ένα μικρό βέβαια χρονικό διάστημα είχα πολύ καλούς συνεργάτες στη διοίκηση. Δυστυχώς, τα χρόνια πέρασαν, οι διοικήσεις αλλάζουν και —όπως ξέρουμε πάρα πολύ καλά— είναι πάρα πολύ δύσκολο οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν διοίκηση και που προέρχονται από, από τον πολιτικό χώρο να έχουνε γνώση και —επειδή ως γνωστόν δεν υπάρχει παιδεία στην Ελλάδα— είναι πολύ δύσκολο να μπορείς να εξηγήσεις τα αυτονόητα και να υπάρχει μία συνέχεια. Κάτι τέτοιο, λοιπόν, έγινε και στη Θέρμη και για αυτό διέκοψα και τη συνεργασία μου. Τα τελευταία χρόνια, από πέρσι —φέτος είναι η δεύτερη χρονιά που ολοκληρώνεται— έχω αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση στο Δημοτικό Ωδείο Πυλαίας-Χορτιάτη, γιατί έχω μία ιδιαίτερη συνεργασία με τον δήμαρχο εδώ, τον Ιγνάτιο τον Καϊτεζίδη, με τον οποίο μας δένει μία, και μία πολύ βαθιά φιλία και η αλήθεια είναι ότι μου είχε προτείνει πριν πολλά, πολλά χρόνια να αναλάβω το Πανόραμα, αλλά τότε ήμουν δεσμευμένη με τη Θερμή οπότε δεν… Δεν ευδοκίμησε εκείνη η συνεργασία και ευδοκίμησε πριν από δύο χρόνια. Και νομίζω ότι μέσα σε δύο χρόνια το Δημοτικό Ωδείο Πυλαίας-Χορτιάτη έχει αλλάξει εντελώς φυσιογνωμία. Η δουλειά του καλλιτεχνικού διευθυντή —που για κάποιους δυστυχώς για την Ελλάδα είναι διοικητική και είναι ένας από τους λόγους με τον οποίο, για τον οποίον πολλοί καλλιτεχνικοί διευθυντές βρίσκονται σε διαπληκτισμό με τις διοικήσεις τους—, η δουλειά του καλλιτεχνικού διευθυντή είναι μία θέση... Η θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή, που πρωτίστως πρέπει να, να κρατιέται από κάποιον ο οποίος είναι καλλιτέχνης, έχει εμπειρία ως καλλιτέχνης, έχει εμπειρία ως διδάσκοντας και έχει ένα πολύ δυνατό όραμα και παράλληλα την ικανότητά του να είναι entrepreneur, το οποίο επίσης δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Και όταν λέω entrepreneur εννοώ ότι μπορεί να βρίσκει λύσεις σε κάθε πρόβλημα. Σε αντίθετα, σε αντίθεση με το δημόσιο που —για κάθε πρόβλημα σού βρίσκει— για κάθε λύση σού βρίσκει, σου βρίσκει μία πρόβλημα, ένα πρόβλημα. Είναι ακριβώς το ανάποδο. Έχει πάρα πολύ μεγάλη γραφειοκρατία και πρέπει να έχεις πάρα πολύ καλούς συνεργάτες στη διοίκηση, στο διοικητικό συμβούλιο, στη γραμματειακή υποστήριξη, για να μπορέσεις μετά να μπεις στη διαδικασία να εμπνεύσεις την ομάδα των καλλιτεχνών που εξαρτώνται από σένα. Να τους δώσεις τα εφόδια και τη δυνατότητα να κάνουν όσο καλύτερα μπορούν τη δουλειά τους, για να μπορέσουν με τη σειρά τους να εμπνεύσουν τους σπουδαστές, που είναι οι μουσικοί του αύριο, το ακροατήριο του αύριο και οι πολίτες αυτής της χώρας.

Σ.Ζ.:

Και ανέφερες έτσι, μία λέξη κλειδί που θα ήταν το επόμενο ερώτημά μου, το όραμα. Ποιο ήταν και ποιο είναι το δικό σου όραμα για κάθε ωδείο με το οποίο συνεργάζεσαι;

Ε.Α.:

Το δικό μου όραμα είναι να μπορεί να υπάρχει ένα, ένας χώρος στον οποίον να παρέχεται, να παρέχονται υψηλού επιπέδου σπουδές. Οι καθηγητές να είναι ευχαριστημένοι, να είναι καλοί στη δουλειά τους, να μπορούν παράλληλα να είναι καλοί καθηγητές και καλοί μουσικοί, συνδυασμός πάρα πολύ δύσκολος, γιατί το να είναι κάποιος καλός καθηγητής δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και καλός ερμηνευτής. Όπως και το ανάποδο. Θα πρέπει να υπάρχει μία ισορροπία. Όπως επίσης δεν αναιρεί το γεγονός ότι κάποιος που δεν είναι καλός ερμηνευτής ή δεν έχει ερμηνεύσει στη ζωή του, δεν είναι καλός διδάσκοντας. Εξαρτάται από τα επίπεδα στα οποία διδάσκεις και τις ηλικίες τις οποίες προσεγγίζεις. Για μένα, λοιπόν, ένα ωδείο πρέπει να είναι ένας φάρος πολιτισμού, ένα εκπαιδευτικό κέντρο, ένα καλλιτεχνικό κέντρο, στο οποίο να έχουνε πρόσβαση όχι μόνο οι διδάσκοντες αλλά κυρίως και οι σπουδαστές. Να το θεωρούνε το δεύτερο σπίτι. Δηλαδή μετά το σχολείο να έρχονται, να έχουν καινούριες παρέες, να μπορούν να, να δημιουργούν μουσική, να κάνουνε project, να κάνουνε concept και φυσικά να έρχονται σε συνεργασία με, να έρχεται σε συνεργασία το ίδρυμα με, με το εξωτερικό, για να μπορεί να δίνει τη δυνατότητα να, στους σπουδαστές να φεύγουν έξω. Θυμάμαι, όταν είχα αναλάβει διευθύντρια στα —που ήμουν η πιο μικρή και, και γυναίκα διευθύντρια τότε, που ήμουν 30 χρόνων— τα πρώτα πράγματα που έκανα ήτανε να κάνω ταξίδια στο εξωτερικό. Τότε ήταν πάρα πολύ πρωτοποριακό. Όπως και το Διεθνές Φεστιβάλ Σύνθεσης, τα Synthermia, που για αυτόν τον λόγο η Θέρμη έγινε πάρα πολύ γνωστή, το οποίο φυσικά δεν υπάρχει. Και στα ταξίδια στο εξωτερικό —είχαμε πάει Ρώμη, Λισαβόνα και Παρίσι— και από κείνα τα ταξίδια υπάρχουνε πάρα πολλά παιδιά τα οποία πλέον είναι επαγγελματίες μουσικοί, έχουν εμπνευστεί, κάνουμε διάφορα project στο εξωτερικό ή ζούνε στο εξωτερικό, γιατί τους δόθηκε αυτό το κίνητρο. Και τότε ήταν πολύ πρωτοποριακό, αλλά για μένα ήταν αυτονόητο. Δηλαδή τα πράγματα που δεν είχα εγώ ως σπουδαστής να μπορούν να τα έχουν απλόχερα τα παιδιά του σήμερα, από το να είναι βυθισμένοι σ’ έναν υπολογιστή. Σκέψου —ας πούμε— ότι στη δικιά μου τη, τη γενιά όταν σπούδαζα δεν υπήρχε το internet. Οπότε, τρέχαμε σαν τρελοί στο δισκοπωλείο να αγοράσουμε βινύλιο, να δούμε την τελευταία εκτέλεση του κάθε μουσικού που θαυμάζαμε —μετά βγήκαν τα CD—, πηγαίναμε στις συναυλίες κτλ. Τώρα τα παιδιά θεωρούν ότι βλέποντας κάτι από το YouTube, ότι αυτό το πράγμα είναι ακριβώς το ίδιο και σου δίνει την ίδια εμπειρία. Δεν είναι το ίδιο! Είναι πάντα διαφορετικό το να βρίσκεσαι σε μία live συναυλία, γιατί απλούστατα η χημεία και η ενέργεια που υπάρχει από τον ερμηνευτή και το κοινό σού δημιουργεί μία τέτοια ατμόσφαιρα που είναι αναντικατάστατη.

Σ.Ζ.:

Και αυτό έτσι συνδέει στη σκέψη μου και την εποχή του κορονοϊού που διανύουμε και-

Ε.Α.:

Ναι, φυσικά!

Σ.Ζ.:

Που διανύουμε και την διανύσαμε πιο έντονα-

Ε.Α.:

Φυσικά! Φυσικά!

Σ.Ζ.:

Πόσο πρόκληση ήταν για εσάς τους μουσικούς.

Ε.Α.:

Ακριβώς, ακριβώς. Οπότε όλο αυτό το concept, μαζί με τις παραγωγές και τις συνεργασίες και τα παιδιά και όλο αυτό το πράγμα που, που έχω στο μυαλό μου, είναι αυτό που, που έχω ως όραμα: να πηγαίνω πάντα ένα βήμα παραπέρα.

Σ.Ζ.:

Και, επειδή ανέφερες και το Φεστιβάλ, το Synthermia, αλλά και άλλα έτσι στα οποία έχεις-

Ε.Α.:

Τώρα είναι το Music Diaries-

Σ.Ζ.:

Τι αξία έχουν για σένα αυτά τα φεστιβάλ;

Ε.Α.:

Τα φεστιβάλ είναι ένας ξεχωριστός χρόνος μέσα στον χρόνο. Δηλαδή, στα φεστιβάλ δημιουργούνται, αν, αν έχεις δημιουργήσει τις ιδανικές οργανωτικές συνθήκες, γιατί ένα φεστιβάλ έχει δύο κομμάτια. Το ένα κομμάτι είναι το οργανωτικό, που στηρίζεται στο concept του καλλιτεχνικού διευθυντή, στο τι θέλει να κάνει, στην ομάδα που δουλεύει αυτό το concept, και στο καλλιτεχνικό κομμάτι που γίνεται εκείνην την εβδομάδα. Στα Music Diaries, λοιπόν, που, που έχουμε τώρα είναι ένα φεστιβάλ το οποίο συνδυάζει φεστιβάλ και μουσική ακαδημία μαζί. Δηλαδή, έχει μέσα τα αυτονόητα, masterclasses και συναυλίες, τα οποία είναι πλέον διαδεδομένα στην Ελλάδα, αλλά παράλληλα έχει και όλο το περιφερειακό σκηνικό το οποίο δεν υπάρχει. Έχει open call για καλλιτέχνες του εξωτερικού που θέλουν να προβάλλουν τη δουλειά τους, έχει open call για συνθέτες που θέλουνε να προβάλλουνε το έργο τους, έχει… Φέτος κάναμε την Έκθεση Παρτιτούρας —που ήταν [00:50:00]η πρώτη φορά πανελλαδικά στην Ελλάδα που έγινε έκθεση μουσικής παρτιτούρας— διοργανωμένη από την καταπληκτική Έρη Μαυρομουστάκη, και ενώθηκαν για πρώτη φορά όλοι οι εκδοτικοί και οι μουσικοί οίκοι και της Ελλάδας και από το εξωτερικό —είχαμε την [Δ.Α.]— και είχαμε πάνω από 2.500 μουσικούς τίτλους. Έχουμε έκθεση βιβλίου και λογοτεχνίας που αφορά την τέχνη και βιβλία ποίησης, λογοτεχνίας, μουσικής κτλ. σε συνεργασία με τη Νεφέλη, το Σαιξπηρικόν και το Υποκείμενο. Υπάρχουνε workshop, υπάρχουνε εργαστήρια, υπάρχουνε εργαστήρια για μικρά παιδιά και υπάρχουνε και τα καινούρια εργαστήρια που αφορούν το entrepreneurship in arts, που σου δίνει τη δυνατότητα να… Στα παιδιά να μάθουν πώς να, να είναι ελεύθεροι επαγγελματίες του εαυτούς τους, γιατί πλέον δεν υπάρχει η εικόνα ενός μουσικού που τελειώνει το πανεπιστήμιο ή ένα ωδείο και μετά βγαίνει στην αγορά. Τα παιδιά δεν ξέρουνε ούτε πώς να γράψουνε ένα βιογραφικό, οπότε όλο αυτό το, το κομμάτι της επιχειρηματικότητας στην τέχνη το καλύπτει αυτός ο κύκλος μαθημάτων. Και έτσι, ένα παιδί μπαίνει μέσα στο φεστιβάλ έχοντας ένα επίπεδο άλφα ή μία ψυχική κατάσταση άλφα και, όταν τελειώνει το φεστιβάλ, βγαίνει σε μία τελείως διαφορετική κατάσταση και έχει αλλάξει σαν έχει περάσει ένας χρόνος από πάνω του. Γιατί, όπως και ο χρόνος στη σκηνή, έτσι και ο χρόνος στο φεστιβάλ διαστέλλεται και υπάρχουνε πάρα πολλοί άνθρωποι που έχουνε κάνει τις καλύτερές τους γνωριμίες και φιλίες ζωής μέσα από τα φεστιβάλ. Φέτος —ας πούμε— για παράδειγμα είχαμε δύο καταπληκτικούς μουσικούς από την Πολωνία, τον Μαρσίν τον Μάρκοβιτς, ο οποίος είναι κονσερτίνο στη Ραδιοφωνία, στην Ορχήστρα Ραδιοφωνίας στη Βαρσοβία και ο leader του κουαρτέτου Lutoslawski, και την Τανούτα την Αουγκούστιν, που δίδασκε την Ακαδημία της Κρακοβίας, αντίστοιχα με τον Μαρσίν που διδάσκει στην Ακαδημία του Σοπέν, και δούλεψαν με το ensample που έχουμε εδώ η residence, τη JoveNata, με ένα σύνολο παιδιών και μέσα σε τρεις μέρες σαν σολίστες και σαν μέλος του συνόλου. Και όταν ακούσαμε τη συναυλία στο τέλος του τριημέρου, οι περισσότεροι κλαίγαμε στην πραγματικότητα, γιατί ήτανε τόσο συγκινητικό αυτό που ζούσαμε που δεν το πιστεύαμε. Επίσης, είχαμε τον Nicola Elias Rigato, έναν καταπληκτικό σύνθετη, συνεργάτη και πολύ καλό φίλο από την Ιταλία, ο οποίος διατηρεί, όπως και ο Μαρσίν, την ικανότητα να είναι εκτελεστής και συνθέτης στο ίδιο υψηλό επίπεδο, κάτι που υπήρχε πολύ έντονα τους προηγούμενους αιώνες. Το είχε ο Μπραμς, το είχε ο Μπετόβεν. Δεν το έχουν όμως όλοι συνθέτες σήμερα, που συνήθως στα πανεπιστήμια τους βάζουν σε ένα κουτί και τους βάζουνε να μαθαίνουν να γράφουνε στον υπολογιστή και συνήθως αυτά που γράφουνε στον υπολογιστή δεν παίζονται, γιατί δεν έχουν επαφή με κανέναν μουσικό. Οπότε το να φέρνω στο, στο φεστιβάλ μουσικούς οι οποίοι είναι μπαλαντέρ και ασχολούνται και με άλλα πράγματα, με τέχνη, με λογοτεχνία, με μουσική, με χορό, κάνουνε project κτλ., αυτό δίνει στα παιδιά μία τελείως σφαιρική εικόνα και συνήθως ό,τι πρωτοποριακό υπάρχει στην Ευρώπη έρχεται στην Ελλάδα για λίγες μέρες και όσοι είναι τυχεροί και μπορούν να το παρακολουθήσουν, το παρακολουθούν.

Σ.Ζ.:

Η Θεσσαλονίκη τα αγκαλιάζει όλα αυτά, όλες αυτές τις πρωτοβουλίες;

Ε.Α.:

Εξαρτάται. Νομίζω τις περισσότερες φορές, όχι. Βέβαια, αν κάποιος πειστεί και έρθει, μετά συνεχίζει να έρχεται. Δηλαδή έχουμε παιδιά τα οποία έχουν παρακολουθήσει όλα τα φεστιβάλ που έχουμε διοργανώσει σαν BeArtive. Υπάρχουν, όμως, και τα, και τα στεγανά. Και ας μην ξεχνάμε ότι μία Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη, που μπορεί να είναι η δεύτερη πρωτεύουσα της Ελλάδας, αλλά είναι, λειτουργεί σε κάποια πράγματα ως μία μεγάλη επαρχία. Υπάρχουν οι καθηγητές που ενδεχομένως να φοβούνται να στείλουνε τα παιδιά τους να κάνουν μάθημα με κάποιον άλλον καθηγητή, γιατί φοβούνται μην χάσουνε τους μαθητές τους. Υπάρχουν καθηγητές που θέλουν να παίρνουν τα παιδιά τους μόνο στα δικά τους φεστιβάλ και αναρωτιέμαι τι παραπάνω θα μπορέσουν να τους διδάξουν από αυτό που δεν τους έχουνε διδάξει όλον τον χρόνο. Υπάρχουν γονείς που δεν είναι ενημερωμένοι, πρέπει να τους μιλήσεις προσωπικά κτλ. κτλ. κτλ. Υπάρχουν ένα σωρό προβλήματα τα οποία πρέπει να ξεπεράσεις. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι όσοι έρχονται εδώ και παρακολουθούν μία τέτοιου είδους διοργάνωση μετά φεύγουνε εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι και αναζητάνε την, την επόμενη.

Σ.Ζ.:

Μέσα από τους διάφορους ρόλους σου, πώς βλέπεις να είναι το επίπεδο το μουσικό και συγκεκριμένα στο πιάνο των ανθρώπων εδώ στην πόλη;

Ε.Α.:

Υπάρχει αρκετά καλό επίπεδο, υψηλό επίπεδο θα μπορούσα να πω, αλλά έχει ένα ταβάνι. Δηλαδή ένας πιανίστας είναι πάρα πολύ καλός, θα αποφοιτήσει από ένα ωδείο —είναι αυτό που είπα πριν— ή από ένα πανεπιστήμιο και μετά, αν δεν φύγει στο εξωτερικό, η επόμενή του λύση είναι να διδάξει. Και εάν δεν έχεις ο ίδιος την, την εμπειρία στο να μάθεις πράγματα, γιατί όταν κάποιος αποφοιτεί δεν είναι το τέλος των σπουδών, είναι η αρχή μιας πολύ ωραίας περιπέτειας, στην οποία πρέπει να βάλεις τον εαυτό σου να τη ζήσει. Το να κάνεις τέσσερα χρόνια πανεπιστήμιο παράλληλα με ένα ωδείο, γιατί ακόμα δεν έχουν διαβαθμιστεί οι ελληνικές σπουδές με βάση τη συνθήκη της Μπολόνια και έτσι υπάρχουνε πάρα πολλά παιδιά τα οποία φοιτούν παράλληλα και στο πανεπιστήμιο και στο ωδείο, για να έχουμε το χαρτί της διαβάθμισης που να είναι bachelor απ’ το πανεπιστήμιο, αλλά στην πραγματικότητα έχουν τις σπουδές του ωδείου, αυτό δεν είναι το τέλος των σπουδών. Είναι η αρχή. Είναι το διαβατήριό σου, για να μπορέσεις να ανοίξεις τα φτερά σου να πετάξεις στο εξωτερικό και να πάρεις άλλες εμπειρίες, άλλες προσλαμβάνουσες, να συνεργαστείς με άλλους μουσικούς. Να δεις μουσεία, να ταξιδέψεις στον κόσμο, να αποκτήσεις ρεπερτόριο και μετά, όταν κατασταλάξεις, να μπορέσεις να έρθεις σε  ένα σημείο ότι, που να μπορέσεις να μεταλαμπαδεύσεις την, την εμπειρία σου σε κάποιον άλλον. Αυτό δεν υπάρχει στην Ελλάδα και νομίζω ότι θα περάσουνε ακόμα πάρα πολλά χρόνια για να υπάρξει. Εγώ θυμάμαι την ιστορία με τη διαβάθμιση. Ήμουνα 15 χρονών στο Κρατικό στον σύλλογο σπουδαστών και έχω φτάσει 51 χρόνων και ακόμα συζητάμε τα ίδια πράγματα. Από άλλη θέση, από άλλο πόστο.

Σ.Ζ.:

Ένα τελευταίο κομμάτι —έκανες ήδη μiα μικρή αναφορά— είναι η BeArtive. Να μας πεις έτσι λίγο, να μας τη συστήσεις και να μας πεις λίγο τη φιλοσοφία πίσω απ’ αυτή.

Ε.Α.:

Η ΒeArtive είναι μία αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία που δημιουργήθηκε από τον πυρήνα των μουσικών του συνόλου Idée Fixe, που είχα ιδρύσει πριν χρόνια όσο ήταν τα Συνθέρμια, το Φεστιβάλ των Συνθερμίων, που το σύνολο αυτό έκανε, ερμήνευε τα έργα των, των σύνθετων του διαγωνισμού. Από αυτό τέσσερις μουσικοί, τέσσερις φίλοι, που πορευόμαστε μαζί πάρα πολλά χρόνια, ο Βασίλης ο Κίτσος, που είναι συνθέτης, μουσικολόγος, διευθυντής σε διάφορα ωδεία, εξαιρετικός φίλος —αδερφός θα έλεγα—, ο Θεόφιλος Σωτηριάδης εξίσου σημαντικός μουσικός, σαξοφωνίστας, συνάδελφός μου και καρδιακός μου φίλος, και ο Δημήτρης ο Λεωτσάκος, με διττή ιδιότητα: εξαιρετικός κλαρινετίστας —φίλος επίσης πάρα πολλά χρόνια και λογοτέχνης —εκδίδει για τον εκδοτικό οίκο Νεφέλη— κάναμε την BeArtive, για να μπορούμε να, να δημιουργούμε τα δικά μας project. Γιατί ως ελεύθεροι επαγγελματίες δεν μπορείς, δεν μπορεί κάποιος που είναι ελεύθερος επαγγελματίας να έχει τη δυνατότητα να κάνει μία συναυλία, ένα φεστιβάλ και να κάνει όλα αυτά τα πράγματα που πρέπει να κάνει, να βγάλει εισιτήρια, να βγάλει αφίσες, να καλύψει τα έξοδα κτλ., συν το γεγονός ότι στην Ελλάδα για να κάνεις μία συναυλία συνήθως πληρώνεσαι μετά από έναν χρόνο. Τα χρήματα που θα πάρεις ήδη τα έχεις δώσει, τα έχεις ξοδέψει, οπότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να τα… Να, να μπαίνεις στη διαδικασία του, του ελεύθερου επαγγέλματος. Συν το γεγονός ότι δεν μπορείς να λειτουργήσεις και να κάνεις μία παραγωγή. Και έτσι, λοιπόν, δημιουργήσαμε τη BeArtive —η οποία το 2023 κλείνει δέκα χρόνια— και έχουμε κάνει όλες τις παραγωγές, είτε αφορούν δισκογραφικές παραγωγές, είτε αφορούν εκδοτικές παραγωγές, είτε αφορούν τις ακαδημίες που κάναμε παλιά σε συνεργασία με το δίκτυο των δημοτικών ωδείων, είτε αφορούν το Music Diaries, είτε ό,τι άλλο κάνουμε, το τρέχουμε μέσω της BeArtive και είναι το μέσον που μας δίνει τη δυνατότητα να πραγματοποιούμε τα, τα… Τα όνειρά μας. Έχει πάρα πολύ μεγάλη γραφειοκρατία, γιατί η γραφειοκρατία στην Ελλάδα είναι το άλφα και το ωμέγα, αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος εάν θέλεις να κάνεις πράγματα σ’ αυτήν την χώρα από το να έχεις μία εταιρεία. Και φυσικά από τη στιγμή που δεν υπάρχει κέρδος, γιατί τα χρήματα που μπαίνουν μέσα στην εταιρεία από εισφορές, από χορηγίες κτλ. καλύπτουνε τα έξοδα της εταιρείας, τις αμοιβές κάποιου καλλιτέχνη που θα έρθει, τις διαμονές, τα λογιστικά και τα λοιπά, είναι αστική μη κερδοσκοπική.

Σ.Ζ.:

Κι ένα τελευταίο ερώτημα είναι επαγγελματικά τώρα για ποιο πράγμα ανυπομονείς;

Ε.Α.:

Να κάνω τις παρουσιάσεις του CD και να κάνω την πρεμιέρα του κοντσέρτο του Nicola Elias Rigato, που μου ‘χει γράψει ένα κοντσέρτο για πιάνο, το οποίο είναι παραγγελία και ετοιμάζεται και το, και ένα ακόμα του Στάθη του Γυφτάκη, το οποίο θα παιχτεί με το κουαρτέτο Dafo, το κουαρτέτο εγχόρδων Dafo, στην Κρακοβία τοn Νοέμβριο. Και, επίσης, θα παιχτεί με διάφορες ορχήστρες στο, στο εξωτερικό, γιατί έχει την δυνατότητα σαν έργο να μπορεί να γίνει μεταγραφή για, [01:00:00]για ορχήστρα εγχόρδων. Είναι ένα πάρα πολύ ωραίο έργο, το οποίο μου έχει γράψει, και ανυπομονώ να, να το παίξω! Όπως, επίσης, το επόμενο πράγμα για το οποίο ανυπομονώ και ήδη έχω σχεδιάσει στο μυαλό μου είναι το επόμενο φεστιβάλ των Music Diaries το οποίο θέλω να το κάνω στην Ιταλία. Ήθελα να το κάνω από φέτος, αλλά δυστυχώς δεν τα καταφέραμε. Κάναμε μόνο ένα pre-event που κάναμε μία συναυλία με τον Nicola Elias Rigato στη Ματέρα και του χρόνου θέλω να καταφέρω να κάνω το φεστιβάλ σε μία ευρωπαϊκή πόλη, ούτως ώστε τα παιδιά και οι συμμετέχοντες να έχουνε τη δυνατότητα, εκτός από το, αυτό που θα τους προσφέρει το φεστιβάλ σαν φεστιβάλ, να τους προσφέρει κάτι αντίστοιχο και το περιβάλλον στο οποίο θα γίνεται το φεστιβάλ.

Σ.Ζ.:

Πάρα πολύ ωραία. Λοιπόν, εγώ εδώ, Ερατώ, έχω ολοκληρώσει με όλα αυτά που ήθελα να σε ρωτήσω.

Ε.Α.:

Ευχαριστώ πολύ!

Σ.Ζ.:

Φυσικά, άμα θέλεις να προσθέσεις κάτι, υπάρχει ο χρόνος.

Ε.Α.:

Όχι, νομίζω ότι τα ‘χουμε καλύψει όλα. Σε ευχαριστώ πολύ-

Σ.Ζ.:

Κι εγώ σ’ ευχαριστώ!

Ε.Α.:

Για την πρόταση και για τη συνέντευξη και για τον χρόνο!

Σ.Ζ.:

Και εγώ σ’ ευχαριστώ!