© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Έζησα το ναυάγιο στη La Coruña»: αναμνήσεις ενός μηχανικού του εμπορικού ναυτικού

Κωδικός Ιστορίας
12870
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρίνος Γαρμπής (Μ.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/07/2022
Ερευνητής/τρια
Φώτης Κοροσιάδης (Φ.Κ.)
Φ.Κ.:

[00:00:00]Είναι 15 Ιουλίου 2022, βρισκόμαστε στον Κάλαμο Αττικής με τον Μαρίνο Γαρμπή, είμαι ο Κοροσιάδης Φώτης, είμαι Ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Γαρμπή, θέλετε να μας πείτε συνοπτικά δυο λόγια για σας, για τη ζωή σας...

Μ.Γ.:

Είμαι ο Μαρίνος ο Γαρμπής, είμαι γεννημένος το 1964 στον Κάλαμο Αττικής, σε ένα χωριό χωρίς πολλές προοπτικές, για τη νεολαία εκείνη την εποχή, και ανήσυχο πνεύμα. Προσπάθησα να βρω διεξόδους προς κατευθύνσεις που θα μου έκαναν καλύτερη τη ζωή και πιο άνετη. Με τις οικονομικές δυνατότητες που υπήρχαν τότε, οι δρόμοι που μπορούσα να διαλέξω ήτανε λίγοι. Οπότε, ένας καλός δρόμος για μένα τότε, και αφού είχα και κάποιους συγγενείς, ήτανε ο δρόμος της θάλασσας.

Φ.Κ.:

Είπατε ότι οι συνθήκες δεν ήταν πολύ ευνοϊκές για τους νέους της εποχής. Ποιες ήταν αυτές οι συνθήκες;

Μ.Γ.:

Οι συνθήκες εδώ δεν ήτανε άσχημες, με την έννοια ότι περνάγαμε δραματικά, απλά εδώ ο κόσμος ήτανε... Ασχολούνταν με τις αγροτικές εργασίες και, εποχιακά, με τα μαγαζιά τα παραλιακά. Οπότε, δούλευες τρεις με τέσσερις μήνες το χρόνο και μετά τίποτα. Η οικοδομή ήτανε... Παράνομα τα σπίτια που χτιζόντουσαν στην περιοχή. Οπότε αναγκαστικά ήσουνα και ανασφάλιστος. Οπότε, για μένα ήταν απαγορευτικό, αυτό το... Αυτού του είδους η διαβίωση. Και έτσι αποφάσισα να ξενιτευτώ.

Φ.Κ.:

Και πιάσατε δουλειά στα καράβια.

Μ.Γ.:

Ναι. Διάλεξα να πάω στα καράβια, αλλά όχι σαν κατώτερο πλήρωμα, ήθελα να σπουδάσω, αναγκάστηκα να ταξιδέψω για να μπορέσω να σπουδάσω. Πρώτα ταξίδεψα, λοιπόν, έκανα ένα ταξίδι, για να μπορέσω να πληρώσω τα ενοίκια μου και τα έξοδα μου για τη σχολή και μετά πήγα... Γράφτηκα στη σχολή του Εμπορικού Ναυτικού του Ασπροπύργου, νοίκιασα σπίτι και μπόρεσα και πήρα το πτυχίο μου.

Φ.Κ.:

Και ξεκινήσατε με εγχώριες μετακινήσεις ή...

Μ.Γ.:

Όχι, ποτέ δεν ταξίδεψα εγχώρια, πάντα ήμουνα στα ποντοπόρα πλοία και δη στα γκαζάδικα, στα μεγάλα γκαζάδικα, όπου οι μισθοί ήτανε καλύτεροι από αυτοί των φορτηγών. Στην καριέρα μου, στα δέκα χρόνια, δηλαδή, που ταξίδευα, μόνο με ένα φορτηγό ταξίδεψα, το πρώτο μου μπάρκο, που ήμουνα όχι έμπειρος, θα έλεγα, και η εταιρεία που συνεργαζόμουνα με έστειλε εκεί, λόγω ότι ήταν πιο εύκολο βαπόρι, για αυτό.

Φ.Κ.:

Ποια χρονολογία ήτανε το πρώτο σας ταξίδι;

Μ.Γ.:

Το 1983 είχα μπαρκάρει στην εταιρεία του Νιάρχου, δύσκολη εποχή, με τον πόλεμο στον Κόλπο να είναι σε εξέλιξη, υπήρχε μεγάλη ανεργία στο επάγγελμα και τολμώ να πω ότι με μέσον μπόρεσα να ταξιδέψω. Ο νονός μου ήτανε καπετάνιος στην εταιρεία του Νιάρχου και με τις συστάσεις αυτού, πήγα και εγώ στο πρώτο μου βαπόρι.

Φ.Κ.:

Κύριε Γαρμπή, θέλετε να μου αφηγηθείτε την πρώτη μέρα που πατήσατε το πόδι σας σε αυτό το καράβι; Τι είδατε;

Μ.Γ.:

Η πρώτη μέρα ήτανε τρομακτική για μένα, γιατί δεν είχα φύγει απ' το χωριό μου. Βέβαια, είχα πάει μέχρι την Αθήνα, είχα σπουδάσει στο τεχνικό λύκειο, πήγαινα στο Νέο Ηράκλειο, αλλά αυτό ήταν πρωτόγνωρο για μένα. Μπήκα για πρώτη φορά στη ζωή μου σε αεροπλάνο, βρέθηκα στα Κανάρια νησιά και από κει σε ένα θηρίο, ένα πλοίο 45 χιλιάδων τόνων, το οποίο μου φάνηκε σαν... Πολύ τρομακτικό, εν πάση περιπτώσει. Η πρώτη εμπειρία όταν ανέβηκα επάνω ήτανε τραγική, θα έλεγα, ήταν ένα παλιό βαπόρι, σχετικά. Και ειδικά, η επαφή με το μηχανοστάσιο, γιατί δεν είχα πρότερη εμπειρία, ο θόρυβος, η ζέστη, ο όγκος του. Γύρω στα έξι πατώματα μηχανοστάσιο, έξι ορόφους. Τελικά, αποδείχτηκε ότι ήταν μικρό, γιατί στην πορεία πήγα σε πολύ μεγαλύτερα πλοία. Αλλά με άλλο σκεπτικό και έμπειρος πια, ήξερα τι θα αντιμετωπίσω. Αλλά σαν πρώτη εμπειρία, οι πρώτες μου μέρες εκεί ήταν τρομακτικές.

Φ.Κ.:

Τι πόστο είχατε σε αυτό το πλοίο, στη μηχανή;

Μ.Γ.:

Ξεκίνησα καθαριστής, χωρίς πτυχίο βέβαια, έτσι; Και σε τέσσερις μήνες κατάφερα, με προσπάθεια, έγινα δόκιμος μηχανής. Είχα κάνει εγγραφή στη σχολή, οπότε με βοήθησαν και οι ναυτικοί εκεί, οι μηχανικοί του πλοίου και εξελίχθηκα. Έκανα και καλό όνομα στην εταιρεία, είχα καλές συστάσεις πλέον. Οπότε, μετά ήταν πιο εύκολη η πρόσβαση και στα γραφεία της εταιρείας και στην εύρεση εργασίας γενικότερα. Κολύμπησα μόνος μου, δηλαδή, μετά.

Φ.Κ.:

Το πλήρωμα ήταν ελληνικό;

Μ.Γ.:

Το πλήρωμα τότε ήταν ακόμα ελληνικό, παρότι είχανε ξεκινήσει απ' το '82 και είχαν γίνει διμερείς συμβάσεις με τις Φιλιππίνες. Αλλά ήταν και το μοναδικό πλοίο που έκανα μόνο με ελληνικό πλήρωμα, και οι ναύτες και όλοι ήτανε Έλληνες. Από το επόμενο και μετά, μόνο οι αξιωματικοί ήταν Έλληνες, όλο το κατώτερο πλήρωμα ήταν Φιλιππινέζοι. Γενικότερα, ξέ[00:05:00]νοι, Μπαγκλαντές, διάφοροι.

Φ.Κ.:

Πώς ήταν η συνύπαρξή σας με όλες αυτές τις εθνότητες;

Μ.Γ.:

Κοίτα, οι άνθρωποι αυτοί ήρθανε στα καράβια, να συνεργαστούνε με την Ελλάδα, με το πιστόλι στον κρόταφο, πέρναγαν πολύ άσχημα στις χώρες τους, ερχόντουσαν με ένα μισθό εξευτελιστικό για εμάς εκείνα τα χρόνια, αλλά για αυτούς ήταν ένα πάρα πολύ καλό εισόδημα. Τα λεφτά, δηλαδή, που έπαιρναν αυτοί επαρκούσαν για να ζήσουν βασιλικά, ενώ τα δικά μας όχι.

Φ.Κ.:

Θυμάστε κάποιο περιστατικό από τη συνεργασία σας με τους ανθρώπους αυτούς;

Μ.Γ.:

Γενικά είχα πολύ καλή συνεργασία με όλους, και με τους Έλληνες και με τους ξένους, δεν είχα ποτέ προβλήματα συνύπαρξης, τους αποδεχόμουν και με αποδέχονταν μια χαρά, δεν είχα ποτέ προβλήματα. Εντάξει, εμπειρίες τώρα, πάρα πολλές στα βαπόρια, φόβοι, τρικυμίες...

Φ.Κ.:

Πώς αντιμετωπίζατε το κίνδυνο από κοινού;

Μ.Γ.:

Γενικά, εκεί, γίνεσαι μια κοινωνία... Είναι έτσι κι αλλιώς μια κλειστή κοινωνία και αναγκάζεσαι και γίνεσαι οικογένεια με τους περισσότερους απ' τους ανθρώπους που είναι μέσα στα βαπόρια. Επειδή ταξιδεύεις πολύ, είναι ο χρόνος που περνάς με αυτούς τους ανθρώπους πάρα πολύς, παρότι μένεις λίγους μήνες μαζί τους, γίνεσαι οικογένεια, τελικά. Εκτός από μικροπαρεξηγήσεις, οι οποίες πάντα υπάρχουν. Ακόμη και στο σπίτι όταν είσαι κλεισμένος πολύ, υπάρχουν μικροπαρεξηγήσεις, αλλά γενικότερα περνάγαμε καλά.

Φ.Κ.:

Θέλετε να μου αφηγηθείτε την καθημερινότητα στην ανοιχτή θάλασσα; 

Μ.Γ.:

Στην ανοιχτή θάλασσα είναι ρουτίνα πάρα πολύ, ο στόχος είναι να βρεις, να φτάσεις στο επόμενο λιμάνι. Πρωινό ξύπνημα, 7:00 ξυπνάγαμε, 8:00 πιάναμε δουλειά, κατεβαίναμε στο μηχανοστάσιο, ό,τι δουλειές εκκρεμούσαν να γίνουν, 10:00 είχε για είκοσι λεπτά καφεδάκι, ξανακατεβαίναμε για δουλειά μέχρι τις 12:00, 12:00 με 13:00 είχε φαγητό, 13:00 με 15:00 πάλι δουλειά και 15:00 καφέ και 17:00 σχολάγαμε. Αυτό ήταν το καθημερινό μας, εκτός πλέον αν είχε κάποια, ζημιά κάποια βλάβη και έπρεπε να δουλέψουμε υπερωριακά, όποτε πήγαινε το ωράριο όσο τράβαγε. Αυτό όσων ήμασταν πρωινοί, δηλαδή, οι δόκιμοι καθαριστές και λαδάδες, αν είχε το βαπόρι, δουλεύανε πολλές φορές πρωί. Μετά, στα πιο μεγάλα βαπόρια είχαμε βάρδιες. Εκεί δυσκόλευε λίγο το πράγμα περισσότερο, ανάλογα ποια βάρδια θα έκανες. Οι βάρδιες ήταν τρεις, 8:00-12:00, 12:00-4:00, 4:00-8:00, πρωί και νύχτα και, ενδιάμεσα, δούλευες και υπερωριακά, όχι από επιλογή ή από ανάγκη, λόγω ανάγκης πλοίου, έτσι; Και δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθείς, να πεις: «Δεν δουλεύω ή δεν κάνω». 'Ντάξει. Αυτά. Σάββατο ρεπό. Όταν ήμασταν βάρδια, δεν υπήρχε ρεπό, βέβαια. Στη βάρδια δεν έχει, όλες τις μέρες είσαι εργαζόμενος. Όταν ήσουνα πρωί, το Σαββατοκύριακο καθόμασταν.

Φ.Κ.:

Οι κλαδάδες τι...

Μ.Γ.:

Λαδάδες.

Φ.Κ.:

Α, ναι, οκ.

Μ.Γ.:

Οι άνθρωποι αυτοί φροντίζανε για την καθαριότητα, για τη λίπανση της μηχανής, καθαρίζανε μηχανήματα, τέτοια πράγματα.

Φ.Κ.:

Όταν πιάνατε στεριά;

Μ.Γ.:

Όταν αν πιάναμε στεριά, χαρά Θεού. Φροντίζαμε, φτιάχναμε τις βάρδιες έτσι, ούτως ώστε να βγούμε έξω, να διασκεδάσουμε, να πάμε για τα ποτά μας, να δούμε την πόλη που φτάσαμε... Δεν είχαμε, βέβαια, και πολύ χρόνο, έτσι; Τρεις-τέσσερις μέρες, άντε πέντε. Έτυχε και περίπτωση που κάτσαμε και τρεις μήνες στο λιμάνι, από βλάβες, από έλλειψη φορτίου... Στο φορτηγό, κυρίως, μετά στα γκαζάδικα δύσκολα, τρεις-τέσσερις μέρες μαξ. Αυτό τώρα ήτανε δύσκολο ή εύκολο ανάλογα με το πόσο μεγάλο ήταν το ταξίδι και το πόσο δύσκολο. Έτυχε ένα μεγάλο γκαζάδικο και έκανα έξι μήνες να πατήσω το πόδι μου στεριά. Τραγική εμπειρία, γιατί είχα χάσει και τη βαλίτσα μου και δεν είχα ούτε ρούχα να φορέσω. Με μια φόρμα ήμουνα μέρα-νύχτα. Συμβαίνουν αυτά, εντάξει, αεροπορικές εταιρείες, χάνονται πράγματα. Τέλος πάντων. Γενικά, πάντως, επίλεξα να είμαι στα γκαζάδικα γιατί, σου εξήγησα, ήταν καλύτερο το... οι απολαβές μου.

Φ.Κ.:

Σε ποιο λιμάνι καθίσατε τρεις μήνες;

Μ.Γ.:

Στο πρώτο μου ταξίδι, είχα πάει τότε στα Κανάρια νησιά, στο πρώτο μου μπάρκο, και μετά πήγαμε στην Αργεντινή, στο Rosario. Κάτσαμε εκεί δυόμισι μήνες και μετά κάναμε μια μέρα shifting, πήγαμε στο Μπουένος Άιρες και κάτσαμε άλλον ενάμιση μήνα, για να φορτώσουμε ένα καράβι 45 χιλιάδων τόνων σόγια για την Ευρώπη. Εντάξει, έκατσα εννιά μήνες σε αυτό το καράβι, φαντάσου ότι τους πέντε ήμουνα στο λιμάνι, τους τέσσερις ταξίδευα. Δεν ξανάγινε ποτέ. Μόνο μια φορά έκατσα στη Σιγκαπούρη με ένα γκαζάδικο που κάναμε... Έκατσα τεσσεράμισι μήνες, αλλά κάναμε επισκευή, ήμασταν σε ναυπηγείο.

Φ.Κ.:

Άλλα λιμάνια...

Μ.Γ.:

Άλλοι προορισμοί, άλλα λιμάνια, κάθε λιμάνι και καημός. Σχεδόν όλη την Ευρώπη, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία… Αμερική πάρα πολλές φορές, γύρω στις έντεκα-δώδεκα φορές μόνο έχω πάει στη Νέα Ορλεάνη, την είχα μάθει αυτή την πόλη πολύ καλά, την περπάταγα[00:10:00]. Κι άλλα λιμάνια, πολλά, στην Αμερική, Τampa, Florida, Galveston, Corpus Christi, διάφορα. Και Ρωσία είχα πάει, την παλιά Ρωσία, είναι στη Σοβιετική Ένωση, αρκετές φορές και από Μαύρη Θάλασσα, εδώ, Novorossiysk, Οδησσό... Και Αυστραλία πήγα αρκετές φορές, Ιαπωνία, στον Περσικό Κόλπο πάρα πολλές φορές, Σαουδική Αραβία, όλα τα κράτη εκεί. Είχα και μια εμπειρία, όταν έγινε η εισβολή στο Κουβέιτ, έτυχε ήμουνα εκεί, είχαμε φύγει λίγες ώρες από το λιμάνι, τη γλιτώσαμε, δηλαδή, στο τσακ, γιατί κρατήσαν εκεί δύο ή τρία καράβια τότε, δεν θυμάμαι, οι εισβολείς, τότε, στο Κουβέιτ, εμείς προλάβαμε και φύγαμε. Γενικά, η εμπειρία του Kόλπου ήτανε, ειδικά τη δεκαετία του '80 με τον πόλεμο, ήταν λίγο δύσκολη, ταξιδεύαμε νύχτα μέσα στον Κόλπο, με εφημερίδες στα φινιστρίνια, για να μη φαίνεται φως, γιατί χτυπούσαν τα καράβια με exocet, αλλά, όπως σου είπα, είχε πολεμικό επίδομα εκεί. Δεν ήτανε μόνο αυτός ο λόγος, πηγαίναμε γιατί δεν έβρισκες δουλειά μετά, ήτανε η κρίση. Αν έφευγες απ' το καράβι... Πολλοί φεύγανε, δεν θέλαν να πάνε, να περάσουνε μέσα στην εμπόλεμη ζώνη. Εγώ πήγαινα.

Φ.Κ.:

Αν σας εντόπιζε, τι θα μπορούσε να συμβεί;

Μ.Γ.:

Τα καράβια πηγαίνανε τότε κομβόι μέσα να φορτώσουνε, μέσα στον κόλπο, συνοδεία με αμερικάνικα πλοία, για προστασία. Πάντα νύχτα. Και απ' τη στεριά απέξω μας χτυπούσανε, χτύπησαν πάρα πολλά ελληνικά πλοία με πυραύλους. Ιράν-Ιράκ ήταν ο πόλεμος. Εντάξει, τη γλιτώσαμε εκεί πέρα, δεν είχαμε... Εγώ προσωπικά δεν είχα κάποιο ατύχημα εκεί, άλλοι συνάδελφοι είχαν περάσει δύσκολα, είχαν τραυματιστεί, είχαν... Για θύματα δεν θυμάμαι με Έλληνες. Πάντως, πάρα πολλά πλοία είχαν χτυπηθεί.

Μ.Γ.:

Όπως καταλαβαίνεις, έχω γυρίσει όλο τον πλανήτη αρκετές φορές γύρω-γύρω, μια δεκαετία που έκανα αυτή τη δουλειά και με αρετές εμπειρίες, με... Δεν είναι του παρόντος, διασκεδάσεις, αυτά, κέντρα, γυναίκες, διάφορα. Όλο αυτό το πακέτο του ναυτικού. Παρόλα αυτά, αυτό το επάγγελμα κατάλαβα νωρίς ότι δεν είναι για να το συνδυάσεις με οικογένεια. Αν θέλεις, δεν ξέρω, εγώ είχα σκοπό να το παρατήσω από νωρίς. Ψαχνόμουνα, δηλαδή. Παρόλα αυτά, μέσα στην ατυχία μου το θεώρησα και τύχη, έζησα ένα ναυάγιο, στη La Coruña στην Ισπανία, το 1992, τον Δεκέμβρη. Το βαπόρι έσπασε, έγινε τρία κομμάτια στα βράχια, πήρε φωτιά, φύγαμε με ελικόπτερα από κει, ζήσαμε μια εμπειρία πολύ δύσκολη και εμείς και η πόλη εκεί, γιατί απ' τον καπνό, εκκένωσαν νοσοκομεία, κλείσανε σχολεία και λοιπά. Πέσαμε στο φάρο απάνω.

Φ.Κ.:

Κύριε Γαρμπή, τη στιγμή που αντιληφθήκατε ότι υπάρχει πρόβλημα στο πλοίο, εσείς πού βρισκόσασταν;

Μ.Γ.:

Εμείς ήμασταν στο μηχανοστάσιο, ήμασταν ήδη τρεις ημέρες αρόδου, αγκυροβολημένοι έξω απ' το λιμάνι, επειδή είχε γύρω στα 11 μποφόρ περίπου. Και, επειδή το λιμάνι της La Coruña είναι μέσα σε ένα δίαυλο από υφάλους, συνήθως, με τέτοιο καιρό ήταν απαγορευτικό να μπεις μέσα. Και να πας μέσα ήτανε μόνο με ευθύνη του καπετάνιου και, απ' ό,τι θυμάμαι, τον καπετάν-Κώστα, νύχτα τον πήραν τηλέφωνο απ' τα γραφεία και του είπανε: «Πήγαινε μέσα, πληρώνουμε σταλίες, έχουμε καθυστερήσει το φορτίο». Και ξεκινήσαμε γύρω στις 12:00 η ώρα τη νύχτα να μπούμε μέσα στο λιμάνι. Στις 3:00 η ώρα ήμασταν στα βράχια. Από τις 3:00 η ώρα, επειδή αργεί και να ξημερώσει εκεί, μέχρι τις 9:00-9:30 το πρωί, δεν μπορούσαν να έρθουν ούτε ελικόπτερα, ούτε πλοία. Δεν είχε φως ακόμα ημέρας. Και εκεί γύρω στις 9:30 η ώρα ήρθαν κάποια ρυμουλκά, εμείς ήμασταν στο μηχανοστάσιο προσπαθούσαμε να κρατήσουμε τη μηχανή αναμμένη να μη σβήσει, γιατί αν είχε σβήσει η μηχανή, θα ήμασταν όλοι νεκροί. Η μηχανή δούλευε συνέχεια σε φουλ στροφές ανάποδα και κράταγε το βαπόρι, να μην κοπανάει πάνω στα βράχια και σπάσει. Ήρθανε δύο ελικόπτερα τότε, θυμάμαι, και δύο ρυμουλκά μεγάλα, ανοιχτής θαλάσσης, και άρχισαν να κουβαλάνε κόσμο, ήτανε ένα μεγάλο ελικόπτερο και ένα μικρό, ειδικά ελικόπτερα για διασώσεις. Είχαν γίνει πολλά ναυάγια στην περιοχή και είχανε ιδιωτική εταιρεία, ναυαγοσωστική εταιρεία έξω, standby, πάντα, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Ήμασταν τριάντα άτομα πλήρωμα, είκοσι εννιά, συν τη σύζυγο του υποπλοιάρχου, η οποία είχε έρθει να ταξιδέψει μαζί του, και το ένα ελικόπτερο έπαιρνε δύο άτομα και το άλλο το μικρό ένα, κάθε φορά που... Πήγαιναν και μας άφηναν πάνω στο φάρο, που είχανε φτιάξει ένα χώρο εκεί σαν ελικοδρόμιο, και μας άφηναν εκεί. Διώξαμε όλο το κατώτερο πλήρωμα. Θυμάμαι[00:15:00], οι λαδάδες της μηχανής έμεναν μαζί μου στο μηχανοστάσιο, φύγαν οι τελευταίοι απ' το κατώτερο πλήρωμα. Είχαν συνειδητοποιήσει ότι η μηχανή έπρεπε να δουλέψει, γιατί αλλιώς θα είχαμε σοβαρά προβλήματα. Έμειναν μαζί μας κάτω στο μηχανοστάσιο και, αφού διώξαμε το κατώτερο πλήρωμα και τη σύζυγο του υποπλοιάρχου, μείναμε μόνο οι αξιωματικοί, εφτά άτομα στο τέλος. Οι μηχανικοί, ο καπετάνιος, βέβαια, πάντα τελευταίος, ο υποπλοίαρχος... Είχαμε χωριστεί σε δυο ομάδες. Ήμουνα ο τελευταίος που έφυγε με το ελικόπτερο, αφού πρώτα κάναμε, τραβήξαμε... Έχει κάποιους μοχλούς που τραβάς και κλείνεις τα πετρέλαια στις γεννήτριες. Οπότε, κατ' επέκταση σβήνει και η μηχανή. Πήγε ο δεύτερος με τον άλλο τρίτο, τράβηξαν τις ντίζες και έγινε το blackout. Σε πολύ λίγο χρόνο, το βαπόρι έγινε τρία κομμάτια και πήρε φωτιά. Από την τριβή των λαμαρινών μεταξύ τους, έγινε σπινθήρας, πήρε φωτιά, έξι άνθρωποι πηδήξαν στη θάλασσα. Τελικά, τους διασώσανε με τα ελικόπτερα, κατέβηκαν διασώστες κρεμασμένοι, τους έδεσαν και τους πήρανε όλους έξω, πήγανε για πλύση στομάχου αυτοί, είχαν πιει αρκετό πετρέλαιο. Και μετά, μας πήγαν στο ξενοδοχείο, συνεντεύξεις, Ισπανοί εκεί, η αγωνία να επικοινωνήσουμε με τους δικούς μας ανθρώπους... Παρεμπιπτόντως, εγώ ήμουνα ήδη παντρεμένος, τότε, είχα και ένα αγοράκι 11 μηνών, το οποίο ήτανε ο λόγος, τελικά, που εγκατέλειψα το επάγγελμα. Ο λόγος ήτανε ότι, όταν γύρισα από κει, μετά από τρεις μέρες ανακρίσεων και λοιπά και ταλαιπωρίας, δεν με αναγνώρισε. Κι ήταν λογικό, όταν τον άφησα τότε ήταν 40 ημερών, μόνο φωτογραφίες μου έβλεπε... Και με το δεν με αναγνώρισε, εννοώ ότι δεν με ήθελε κοντά του καθόλου, με απέρριψε. Αυτό σαν εμπειρία με τραυμάτισε πάρα πολύ και ενώ σκεφτόμουν από νωρίτερα να αφήσω το επάγγελμα για την οικογένεια, βασικά, αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Εκεί τελείωσε η καριέρα μου σαν μηχανικός στα καράβια. Και, από τύχη, έτυχε τις ημέρες εκείνες, γίνονταν... Είχε γίνει προκήρυξη προσλήψεων στα ελληνικά διυλιστήρια τότε, και ζήταγαν μηχανικούς του εμπορικού ναυτικού. Για αυτό το θεώρησα τύχη το ναυάγιο, άφησα όλα τα αρνητικά πίσω και άνοιξα μια καινούργια σελίδα στη ζωή μου.

Φ.Κ.:

Και από τότε, είστε στον Ασπρόπυργο...

Μ.Γ.:

Από τότε είμαι στον Ασπρόπυργο, είκοσι εννιά χρόνια σήμερα, την 1η Ιουνίου έκλεισα είκοσι εννιά χρόνια, μπήκα στα τριάντα. Μια ζωή ολόκληρη. Και εκεί, παρόλη την εμπειρία, δεν σε προσλαμβάνουνε διευθυντή, ξεκινάς από πολύ χαμηλά, πάλι... Τραγική εμπειρία το εισόδημα. Είχα μάθει με τα πολλά λεφτά του επαγγέλματος του ναυτικού, αλλά παρόλα αυτά, 'ντάξει, προσαρμοστήκαμε. Δεν είναι... Δεν ήταν άσχημοι οι μισθοί, ήταν πολύ καλοί για την ελληνική αγορά, απλά εμείς είχαμε μάθει με διαφορετικό τρόπο. 'Ντάξει, προσαρμόστηκα, αγάπησα τη δουλειά μου. Δεν ήθελα να φύγω απ' τα καράβια, τουλάχιστον όχι έτσι. Μου άρεζε πάρα πολλή δουλειά μου, στο μυαλό μου ήτανε να ασχοληθώ με ναυπηγεία, πάλι με μηχανές, πάλι με αυτά. Δεν υπήρχε προοπτική τότε. Έκατσε αυτό μπροστά μου, σαν σανίδα σωτηρίας, την άρπαξα και, δόξα τω Θεώ, έμεινα εκεί. Και μπορώ να πω ότι είχα και μια πάρα πολύ καλή εξέλιξη. Η εταιρεία αυτή βοηθάει πάρα πολύ τους εργαζομένους της και οικονομικά, αλλά και σε γνωστικό επίπεδο και, γενικότερα, έχεις μια πολύ καλή διαβίωση μέσα από αυτή την εταιρεία. Έχει βέβαια και τους κινδύνους της η δουλειά μας. Και από εκεί έχω εμπειρίες δύσκολες να περιγράψω. Το περιβάλλον εκεί πέρα είναι πολύ ανθυγιεινό, ιδιαίτερα όταν έχει διαρροές και αναπνέεις υδρογονάνθρακες ή δηλητήρια από θειάφι, υδρόθεια, τα οποία είναι άκρως θανατηφόρα. Μου έχει συμβεί και αυτό. Και φωτιές έχουμε αντιμετωπίσει αρκετές και εκρήξεις. Έζησα και μια έκρηξη μιας γκαζοτουρμπίνας που παρήγαγε 17 MW ρεύμα. Από αστοχία υλικού έγινε έκρηξη, ήμουνα πολύ κοντά, ευτυχώς δεν χτύπησε κανείς. Και το 2015, είχαμε μια τραγική εμπειρία, χάσαμε τέσσερις συναδέλφους, πάλι από έκρηξη σε επισκευή του διυλιστηρίου, σταματημένο το διυλιστήριο... Από μια διαρροή βενζίνης, έγινε έκρηξη και χάσαμε τέσσερις συναδέλφους. Είναι επικίνδυνη δουλειά, θέλει πολλή προσοχή και πολύ καλή συνεργασία, ο κόσμος εκεί μέσα, δηλαδή, πρέπει να είναι πολύ συναδελφικός, θα έλεγα, και προστατευτικός στο διπλανό του. Γενικά, πάντως, είχα μια εξέλιξη πάρα πολύ καλή, έχω φτάσει στο ανώτερο σκαλοπάτι που μπορεί να φτάσει ένας χειριστής, έχω βγει [00:20:00]διοικητικός τώρα στα γραφεία. Γραφεία... Είμαι στην παραγωγή κανονικά, αλλά είμαι συντονιστής, πλέον, από τους πιο παλιούς μέσα στη δουλειά και τους πιο έμπειρους... Και, δόξα τω Θεώ, στα 58 μου, περιμένω να πάρω και τη σύνταξη μου. Να πάρουνε σειρά οι νεότεροι.

Φ.Κ.:

Έχετε κρατήσει επαφή με ανθρώπους από τα καράβια;

Μ.Γ.:

Από τα καράβια... Δυστυχώς, όχι. Ο κόσμος που ταξιδεύουμε τότε, ήτανε συνήθως από νησιά, από βόρεια Ελλάδα... Χαθήκαμε. Βρήκα κάποιους ανθρώπους, κατά διαστήματα, άλλα από τύχη και όχι φιλική σχέση. Φιλική εννοώ, ρε παιδί μου, να βρισκόμαστε συχνά. Με έναν άνθρωπο, ο οποίος ήταν εδώ, από το χωριό μου, και ναυαγήσαμε μαζί, μεγαλώσαμε και μαζί... Με αυτόνε, βέβαια, βλεπόμαστε. Είναι συνταξιούχος τώρα αυτός, οι ναυτικοί βγαίνουν πιο γρήγορα σε σύνταξη. Αλλά, γενικότερα, δεν κράτησα επαφές με τον κόσμο.

Φ.Κ.:

Δουλεύατε με σταθερά πληρώματα, είχατε τους ίδιους συναδέλφους;

Μ.Γ.:

Όχι, όχι, όχι. Κάθε καράβι είχαμε διαφορετικούς. Μόνο στο τελευταίο, αυτό που έγινε και το ναυάγιο, τελικά, επειδή πήγα τρεις φορές συνεχόμενες... Τα τρία μου τελευταία μπάρκα, δηλαδή, ήταν στο ίδιο καράβι. Έβγαινα, ξεκουραζόμουνα και με ξαναέπαιρναν στο ίδιο. Δύσκολο καράβι, μικτού φορτίου, δύσκολα πήγαιναν ναυτικοί σε αυτά, εγώ πήγαινα γιατί, αν το θέλεις, με πληρώνανε καλύτερα. Και εκεί, κάναμε δεύτερο και τρίτο μπάρκο, ήμουνα με τον ίδιο καπετάνιο βασικά. Και κάποιοι άνθρωποι που ξαναήρθανε στο καράβι, είχαμε μια επαφή... Ε, μετά το ναυάγιο χαθήκαμε. Έφυγα και εγώ απ' το επάγγελμα, έκλεισε η εταιρεία που ταξιδεύαμε. Γενικά σκορπιστήκαμε. Εγώ έφυγα απ' τα καράβια, οι άλλοι άλλαξαν εταιρείες, άλλοι δρόμοι.

Φ.Κ.:

Κύριε Γαρμπή, το επάγγελμα αυτό του ναυτικού, τελικά, πώς το βιώσατε;

Μ.Γ.:

Καταρχάς, το είδα στην αρχή σα διέξοδο, να φύγω απ' τον τόπο μου, να ξεφύγω από αυτό το: «Δεν έχω μεροκάματο, δεν έχω τα προς το ζην μου, με βοηθάει η οικογένεια...». Ήθελα να ξεφύγω από αυτό το πράγμα. Στην πορεία, 'ντάξει, το καλό ήταν ότι έχεις πολύ καλές απολαβές και γνωρίζεις, εντός εισαγωγικών, τόπους, ανθρώπους, και μια ζωή, η οποία, 'ντάξει, μπορώ να πω ότι εμένα δεν μου πολυταίριαξε. Δηλαδή, ναι μεν γνώρισα κάποιες πόλεις, επιμένω στο εντός εισαγωγικών, γιατί το να γνωρίσεις μία πόλη, θα πρέπει να μείνεις, να πας να δεις τα αξιοθέατα, να πας να δεις μνημεία, να πας να δεις... Γενικώς, οι ναυτικοί δεν κάνουμε τέτοιου είδους επισκέψεις, δεν έχουμε και το χρόνο, αν το θέλεις. Ο χρόνος μας είναι περιορισμένος στο λιμάνι, δύο-τρεις μέρες, που εργάζεσαι πάλι, αλλά θα βγεις το απόγευμα για να ξεσκάσεις, γιατί έτσι κι αλλιώς έχει προηγηθεί ένα ταξίδι δεκαπέντε, είκοσι, ίσως και τριάντα ημερών, όποτε θέλεις να ξεδώσεις. Και η διέξοδός σου είναι τα μαγαζιά, νωρίς να πας να ψωνίσεις κάποια πράγματα για τις προσωπικές σου ανάγκες και για να καλύψεις ό,τι χρειάζεσαι για το επόμενο ταξίδι. Και μετά η διασκέδαση. Η διασκέδαση είναι μπαρ, ποτά, γυναίκες, αυτά. Αυτά γενικά δεν με πολυενθουσίαζαν, με ικανοποιούσαν τότε, αλλά δεν ήθελα να τη ζήσω αυτή τη ζωή για όλη μου τη ζωή. Και αυτός ήταν και ο λόγος που παντρεύτηκα μικρός, δηλαδή στα 25 μου. Στα 26 μισό ήμουνα πατέρας και μετά έκανα άλλα δύο παιδιά, όταν εγκατέλειψα το επάγγελμα. Το είχα σκοπό, δηλαδή, να φύγω απ' το επάγγελμα αυτό. Ήθελα να μείνω σε κάποια παρεμφερή... Να κάνω κάτι που να ήτανε ίδιο με το επάγγελμα, είτε σε ναυπηγείο είτε σε επισκευές. Τέλος πάντων, η ευκαιρία όπως έκατσε, η ζωή έτσι όπως εξελίχθηκε, μπήκα στα διυλιστήρια, ακόμα καλύτερα, έμεινα κοντά στην οικογένεια... Εντάξει, επιλογές, βέβαια, ζωής είναι αυτές, σε άλλους αρέσει, σε άλλους δεν αρέσει, άλλοι το αφήνουν το επάγγελμα, άλλοι το συνεχίζουνε. Εγώ επίλεξα να το εγκαταλείψω, για την οικογένεια πάντα, έτσι; Μέχρι σήμερα, η οικογένειά μου είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχω, τα παιδιά μου είναι μεγάλα πια, 30 χρόνων, 28, είμαστε φίλοι, καμαρώνω για αυτό, μπορώ και βγαίνω παρέα με τα παιδιά μου, πάμε τα ταβερνάκια μας, τις βόλτες μας, κάνουμε γενικά παρέα.

Φ.Κ.:

Κάτι που δεν θα συνέβαινε, αν συνεχίζατε τη ζωή του ναυτικού...

Μ.Γ.:

Όχι, από όσο ξέρω, τουλάχιστον, επειδή σου εξήγησα και στην αρχή, έχω και συγγενείς και αυτά... Οι σχέσεις γίνονται απόμακρες, μακρινές σχέσεις, απλά είμαστε συγγενείς. Χάνεται η οικογένεια, σπάνε οι δεσμοί, κάποιες φορές ο πατέρας που γυρίζει μετά από δέκα μήνες ταξίδι γίνεται και φορτικός, γιατί τα παιδιά μεγαλώνουνε, αποκτούνε χαρακτήρα, ο πατέρας δεν τα βιώνει, επειδή λείπει και δεν μπορεί να παραλληλίσει τη ζωή του με τα παιδιά του. Συνήθως είναι συγκρουσιακός.

Φ.Κ.:

Οι δυναμικές έχουν διαμορφωθεί μέσα στο[00:25:00] σπίτι, το καταλαβαίνω...

Μ.Γ.:

Έτσι, γενικώς η ζωή, οι σχέσεις των ανθρώπων, βασικά, μες τη ζωή πρέπει να πηγαίνουνε μαζί, παράλληλα. Αν χάνεσαι κάποια στιγμή, ξαναβρίσκεσαι μετά από ένα χρόνο, γίνεσαι απλά γνωστός. 'Ντάξει, εγώ δεν ήθελα τέτοιο πράγμα, δεν ήθελα να είναι οι οικονομικοί δεσμοί που θα με δένουνε με την οικογένεια μόνο. Ήθελα κάτι παραπάνω και, δόξα τω Θεώ, πιστεύω το πέτυχα.

Φ.Κ.:

Κύριε Γαρμπή, σας ευχαριστώ πολύ για αυτά που μοιραστήκατε.

Μ.Γ.:

Και εγώ σας ευχαριστώ που ασχοληθήκατε μαζί μου.