© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Από την Τσεχία στην Ελλάδα: Η μουσική ενασχόληση της κυρίας Σοφίας

Κωδικός Ιστορίας
12841
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Σοφία Ροσμαράκη (Σ.Ρ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/11/2022
Ερευνητής/τρια
Γεώργιος Καρδαμπίκης (Γ.Κ.)
Γ.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα σας.

Σ.Ρ.:

Καλησπέρα.

Γ.Κ.:

Θα μου πείτε το όνομα σας;

Σ.Ρ.:

Σοφία Ροσμαράκη.

Γ.Κ.:

Βρισκόμαστε στην Αθήνα είναι 9 Νοεμβρίου του 2022, ονομάζομαι Καρδαμπίκης Γεώργιος, είμαι ερευνητής για το Istorima, και θα ακούσουμε πολύ ενδιαφέροντες ιστορίες. Πείτε μου λίγα πράγματα για εσάς.

Σ.Ρ.:

Δε ξέρω αν θα είναι ενδιαφέρον αυτά που θα πω, αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά. Γεννήθηκα στην Τσεχία, πρώην Τσεχοσλοβακία δηλαδή, στο μέρος που λεγόταν Σιλεζία της Μοραβίας, ήταν κοντά στα Πολωνέζικα σύνορα και λεγόταν Γιαβόρνικ. Εκεί έζησα τα πρώτα μου χρόνια μέχρι και τα 22 μου. Βέβαια, ενδιάμεσα πήγα σε μια πόλη, Οστράβα, όταν ήμουνα περίπου 14 χρονών για να συνεχίσω τις σπουδές μου στο πιάνο. Είχα ξεκινήσει στις σπουδές μου στο πιάνο και συνέχισα στην πόλη Οστράβα. Εκεί κάθισα κάπου εφτά χρόνια και μετά ήρθε το ελεύθερο να επαναπατριστούμε στην Ελλάδα. Στα 19 μου περίπου πήγα για διακοπές στον παππού και στη γιαγιά στην Κρήτη, κάτσαμε ένα μήνα, και με τα αδέρφια μου, και μετά από ένα μήνα ξαναεπιστρέψαμε στην Τσεχία. Καθίσαμε, κάθισα, δηλαδή, μέχρι τα 22, όπου ένα χρόνο δίδαξα στην πόλη Ζάψρεχ, κοντά στην Οστράβα, και μετά ακριβώς από ένα χρόνο ήρθε τελικά η απόλυτη, ο απόλυτος επαναπατρισμός και μπόρεσα να γυρίσω στην Ελλάδα, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν πολιτικός πρόσφυγας τότε με τη μάνα μου και μας δόθηκε η ελευθερία, ας πούμε, να γυρίσουμε στην πατρίδα και… Η πρώτη μου εγκατάσταση ήτανε στην Κρήτη, έκατσα στο χωριό Σπηλιά, στο νομό Χανίων, και μετά από κανένα τρίμηνο πήγα στα Χανιά και δίδαξα πιάνο στο Βενιζέλειο Ωδείο. Εκεί μόλις είχε πρωτοανοίξει το ωδείο, το οποίο είχε κλείσει για κάποια χρόνια, και σιγά-σιγά εδραίωσα, ας πούμε, τη θέση μου εκεί και δίδαξα παιδιά από την αρχή τα περισσότερα, τα οποία σήμερα διδάσκουν κι εκείνα, παίζουνε, ασχολούνται με την μουσική και είμαι πολύ χαρούμενη για αυτό. Και μετά από δώδεκα-δεκατρία χρόνια περίπου, μετά το γάμο μου, πήγαμε στην Αθήνα, όπου είχα το πρώτο μου παιδί ήδη. Μετά έκατσα στην Αθήνα από τότε μέχρι σήμερα. Ε, τώρα τις λεπτομέρειες, αν θέλετε, να με ρωτήσετε.

Γ.Κ.:

Εννοείται, να τα πάρουμε λίγο από την αρχή. Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στην Τσεχία;

Σ.Ρ.:

Καταρχήν, όλα ήτανε τελείως διαφορετικά από εδώ. Θυμάμαι περισσότερα τους χειμωνιάτικους μήνες, ήτανε πάρα πολύ κρύο με χιόνια, και εμείς σαν παιδιά μας άρεσε, βέβαια, να τρέχουμε στα χιόνια, να βάζουμε –πώς τα λένε; Τώρα δε θυμάμαι– μερικά παιχνίδια που παίζαμε στο χιόνι, κάναμε διάφορες… Χιονανθρώπους, παίζαμε χιονόμπαλες, κλπ. Όλα αυτά τα θυμάμαι με πάρα πολλή χαρά, δεν μας ένοιαζε το κρύο, δεν μας ένοιαζε τίποτα. Το σχολείο μας ξεκινούσε κανονικά, 08:00 η ώρα, μετά καθόμασταν μετά το σχολείο μέχρι τις 13:00 και πηγαίναμε σε ένα μέρος που μας είχαν φαγητό έτοιμο, άρα η μάνα μας δεν είχε θέμα καθημερινά να μαγειρεύει, άρα τρώγαμε εκεί. Υπήρχε και μετά πάντα κάποια σαλάτα, κάποιο γλυκό, και μετά πηγαίναμε, μας πηγαίνανε και κάναμε τα μαθήματα μας σε έναν ειδικό χώρο, ήτανε δυο δασκάλες πάντα και πηγαίναμε διαβασμένα στο σπίτι μας, 16:00 η ώρα περίπου. Μετά συνέχιζα μελέτη, διάφορα έκανα ή έπαιζα έξω στην αυλή. Τα παιδικά μου χρόνια τα αισθάνομαι πάρα πολύ ελεύθερα και άνετα. Δηλαδή βλέπω σήμερα τα παιδιά που είναι πολύ μέσα στα σπίτια και εμείς ζήσαμε παρά πολύ ωραία χρόνια τότε και… Θυμάμαι ότι κάναμε πολλές συναυλιούλες, πηγαίναμε εκδρομές[00:05:00] και παίζαμε και σε διάφορα μέρη για διάφορους ανθρώπους, για διάφορες –τι να πω;–, σε διάφορα μέρη, τέλος πάντων, πηγαίναμε και παίζαμε με το σχολείο εκεί. Τώρα τι άλλο να πω; Ο μπαμπάς μου και η μαμά μου ήτανε πολύ αγαπημένοι, αυτό είναι πολύ σημαντικό νομίζω. Μες στην αγάπη ζούσαμε. Βέβαια, μετά γύρω στα 10 μας αρρώστησε με καρκίνο η μαμά, και είχαμε, βέβαια, λίγη δυστυχία μες στο σπίτι, γιατί στα 14 μου τη χάσαμε από καρκίνο και έτσι ο μπαμπάς έπρεπε μόνος του, ας πούμε, να αναβάλλει, ας πούμε, τα καθήκοντα και εκείνος, να αναλάβει τα καθήκοντά του σπιτιού κι εγώ βέβαια μαζί του και τα παιδιά, γιατί και τα αγόρια δουλεύανε, κάνανε διάφορα πράγματα. Συμμετείχαν, δεν είχαμε διαχωρισμό αγόρι-κορίτσι. Αυτά περίπου, τώρα;

Γ.Κ.:

Όταν είπατε για τις συναυλίες που κάνατε στο σχολείο, αυτά σε τι ηλικία;

Σ.Ρ.:

Μικρά παιδάκια μας παίρνανε και πηγαίναμε. Τι να σου πω τώρα; Σε… Ήτανε χώροι που παίζανε θέατρα συναυλίες και παίζαμε, κάναμε εκδηλώσεις συχνές. Αλλά όχι, όμως, πάντα μόνο στο μέρος που μέναμε, πηγαίναμε και γύρω-γύρω στα χωριά, δηλαδή ήτανε ο πολιτισμός αρκετά σε υψηλά επίπεδα. Αυτό.

Γ.Κ.:

Θυμάστε κάποια συναυλία, αναμνήσεις με άλλα παιδάκια;

Σ.Ρ.:

Πολλές φορές και μια φορά μάλιστα με έβαλε η δασκάλα, επειδή ήμουνα λίγο έτσι, να το πούμε δειλή; Κάπως έτσι ντροπαλή, με έβαζε επίτηδες να μιλάω στη συναυλία και να την εισάγω και αυτό ήταν φοβερός τρόμος, έπρεπε να κάνω πρόβα στο σπίτι μου, για να τα καταφέρω και σε μια συναυλία, θυμάμαι, τα είχα σημειώσει ωραία στο σπίτι και το όνομα Μπετόβεν το είχα γράψει το μισό στην αρχή της σειράς, στο τέλος της σειράς, συγγνώμη, και το επόμενο στην επόμενη και παπ, το άγχος μου, μπέρδεψα το όνομα Μπετόβεν και το θυμάμαι ακόμα. Αυτό, ας πούμε, αλλά ως προς το… Μου άρεσε αυτή η αίσθηση, γιατί παίζαμε, παίζαμε και μουσική δωματίου πάρα πολύ μικρά ήδη, όλα αυτά τα θυμάμαι με πολλή αγάπη. Η δεύτερη μου δασκάλα ήταν καλόγρια, η οποία εκεί οι καλόγριες φτιάχναν διάφορα χειροτεχνήματα και όταν ήταν Πάσχα, Χριστούγεννα ή διάφορες γιορτές, μας φέρανε δώρα, στα παιδάκια εκεί, που σπουδάζαμε, που πηγαίναμε και αυτό ήταν η καλύτερή μας, βέβαια, γιατί, τι να σου πω; Δηλαδή τόσο όμορφα πραγματάκια που φτιάχνανε με τα χέρια τους. Και πολλές φορές με έπαιρνε στην εκκλησία, όπου έπαιζε εκκλησιαστικό όργανο σαββατοκύριακα και με έπαιρνε μαζί για να ακούω και όλα αυτά, όπως λέω, είναι ακόμη στις αναμνήσεις μου, βέβαια.

Γ.Κ.:

Και κάπως έτσι ξεκίνησε η μουσική για εσάς;

Σ.Ρ.:

Ναι, ναι, ναι, από μικρό, από μικρό, πολύ μικρό. Ο μπαμπάς μου, βέβαια, έπαιζε τρία όργανα. Έπαιζε κιθάρα, έπαιζε ακορντεόν και πιάνο λίγο, και έκτοτε πήραμε και πιάνο και θυμάμαι η πρώτη μου αίσθηση, που ήθελα να μάθω, ήταν όταν έπαιζα ακορντεόν και βλέποντας τα πλήκτρα, με μαγεύαν τα πλήκτρα, έβλεπα τα πλήκτρα σαν κάτι το φανταστικό, μου γυαλίζαν, δε ξέρω, κάπως τα έβλεπα τα πλήκτρα και όταν έπαιζε, ζήλευα και ήθελα να κατεβάζει το ακορντεόν να τραβάει τη φυσούνα και να παίζω, με το αυτί μου ό,τι έπιανα, ας πούμε, και κάποιες φορές κι εκείνος κουραζόταν, γιατί επίμενα πολύ, αλλά μετά άρχισε ο αδερφός μου πρώτος, ο οποίος δεν, ενώ είχε ταλέντο, δεν πολυδιάβαζε, δεν του πολυάρεσε, κι εγώ δήλωσα ότι ήθελα να μάθω, αλλά ο μπαμπάς δεν ήταν και πολύ πρόθυμος να μάθω, εάν επαναληφθεί το ίδιο με τον αδερφό μου και τελικά δεν πήγε να με γράψει και θυμάμαι ότι πήγα και γράφτηκα τελικά μόνη μου στην πρώτη τάξη. Ανέβηκα τα σκαλιά εκεί, της σχολής, κι ενώ ήταν μια ουρά μπροστά μου παιδιών, με τους γονείς τους, εγώ ήμουν τελευταία στη σειρά χωρίς τον γονιό μου, χωρίς κανένα, γιατί πήγα κρυφά. Και ενώ η κυρία ήθελε να κλείσει την πόρτα, ξαφνικά με βλέπει μπροστά της και μου λέει: «Εσύ τι κάνεις εδώ μόνη σου;», λέω: «Οι γονείς μου δε μπορούσαν να παρευρεθούν». Τέλος πάντων, με βάζει μέσα, μου δίνει κάτι, μια κόλλα χαρτί να ζωγραφί[00:10:00]σω, αυτή κάτι ετοίμαζε εκεί και μετά από λίγο μου λέει: «Θα σου παίζω ένα τραγούδι που σίγουρα ξέρεις, αλλά θέλω από σένα να τραγουδήσεις ένα άλλο τραγούδι εκείνη την ώρα». Κι έτσι έπαιζε αυτή κάποιο τραγούδι συγκεκριμένο κι εγώ έπαιζα –αν το θυμηθώ κάπως ακριβώς σήμερα–, έπαιζα σε άλλη συχνότητα και με άλλο ρυθμό το τραγούδι αυτό που ήθελε εκείνη και κρατούσα το ρυθμό μου και τη μελωδία και σταμάτησε κάπου στη μέση και λέει: «Μπράβο, κορίτσι μου, το κράτησες», μου λέει. Μετά με έβαλε κάτι να χτυπήσω με παλαμάκια, κάποιους αριθμούς, να τραγουδήσω και μου είπε: «Την άλλη φορά, όμως, θα ‘ρθεις με τους γονείς σου, θα σε πάρω, αλλά θα ‘ρθεις με τους γονείς σου» και πήγα στο σπίτι και θυμάμαι τότε με βάλανε τιμωρία, διότι πήγα μόνη μου έτσι; Χωρίς καμία, ας πούμε, να τους πω ότι θα πάω κάπου κι εκεί, ας πούμε, υπήρχε μια μικρή τιμωρία ότι πήγα μόνη μου. Αυτό.

Γ.Κ.:

Θυμάστε το πρώτο τραγούδι ή μουσική που παίξατε με το πιάνο;

Σ.Ρ.:

Το πρώτο-πρώτο ήταν πολύ εύκολο, ήταν τέσσερις νότες, ήταν το ντο, το ρε, το φα και το μι. Παίζανε, δηλαδή, το πρώτο δάχτυλο, το δεύτερο, το τέταρτο και το τρίτο και έπρεπε να μαθαίνω να τα συνδέω μεταξύ τους και να μετράω τέσσερις χρόνους την κάθε νότα, όπου η δασκάλα από κάτω έπαιζε κάποια πράγματα και έπρεπε να το τηρήσω. Αυτό ήτανε το πρώτο-πρώτο κομματάκι που θυμάμαι με το δεξί χεράκι που το έπαιξα, αυτό.

Γ.Κ.:

Τι θυμάστε από την πόλη Σιλεζία, πώς ήταν η καθημερινότητα;

Σ.Ρ.:

Ήτανε μια κωμόπολη πάρα πολύ όμορφη, με μια μεγάλη πλατεία, με μια δημαρχεία στη μέση. Δεξιά προς τα πάνω ήταν ένας πύργος από τον 18ο αιώνα, όπου υπήρχε και μια ωραία ιστορία γύρω από αυτό τον Πύργο και ερχόταν και πολλοί τουρίστες από Γερμανία, από διάφορα μέρη, γιατί ήτανε ξακουστό το μέρος. Αυτό λεγόταν Ιάνσκι Βραχ, αυτό το μέρος και μέσα τα δωμάτια ήταν πάρα πολλά, ήταν κάποιος Κόμης στην αρχή και μετά ήτανε διάφορες οικογένειες αυτών των ανθρώπων που το συνεχίζαν και το κράτος, βέβαια, όταν ήρθε στα χέρια του, διατηρούσε αυτό το μέρος με πολύ ωραίο, δηλαδή το καθαρίζαν, το φτιάχνανε μέσα, οι κήποι γύρω-γύρω ήτανε περιποιημένοι κι έρχονταν και τουρίστες εκεί.

Γ.Κ.:

Τι ιστορία υπήρχε για αυτόν τον πύργο;

Σ.Ρ.:

Ήτανε πολλές οι ιστορίες, αλλά μία πιο χαρακτηριστική: Ήταν κάποιος Κίπλινγκ, ο οποίος ήταν πολύ φτωχός και κάποια στιγμή σκεφτόταν πώς να πλουτίσει, πώς να πλουτίσει και επικαλέστηκε τον διάβολο τον ίδιο και του λέει: «Σε παρακαλώ, θέλω να πλουτίσω» και «τι να κάνω για αυτό;» και του λέει ο διάβολος: «Ναι, θα σε βοηθήσω, σε εφτά χρόνια, όμως ,ακριβώς θα γυρίσω πίσω και θα πρέπει να κρατήσεις κάποιες υποσχέσεις που θα μου δώσεις τώρα. Πρόσεξε, όμως, γιατί αν δεν τις τηρήσεις, θα τιμωρηθείς άσχημα». Ε, ο Κίπλινγκ, βέβαια, σου λέει: «Εντάξει, δεν πειράζει, ας πλουτίσω εγώ τώρα και δεν με πειράζει». Τέλος πάντων, το αναλαμβάνει, εξαφανίζεται ο διάβολος και αυτός αρχίζει μια πολύ ωραία ζωή, που ούτε το ονειρευόταν, βέβαια, με φαγητά, με πιοτά, με γυναίκες από εδώ, από εκεί, να κάνει διάφορες γιορτές, δηλαδή περνούσε πάρα πολύ ωραία, μέχρι που περάσανε τα εφτά χρόνια, όμως, δυστυχώς, όπως πάντα γίνεται, οι υποσχέσεις δεν τηρήθηκαν και κάποια στιγμή εμφανίζεται ο διάβολος και του λέει: «Κίπλινγκ, Κίπλινγκ», του λέει, «δεν έκανες τίποτα από όλα αυτά που έχουμε συμφωνήσει», «Ε, τώρα εγώ», λέει, «εγώ τώρα περνάω ωραία, τώρα ποιος σε λογαριάζει εσένα;», δηλαδή ξέχασε ποιον έχει μπροστά του και, τέλος πάντων, όμως ο διάβολος, όπως πάντα, δεν αστειεύεται, τον έσπρωξε προς το παράθυρο και τον έριξε κάτω. Και εκεί όντως υπήρχε ένα σαν λεκές, ας το πούμε, κάτω από το παράθυρο, ο οποίος ήταν κόκκινος και το αφήσανε έτσι υποτίθεται για να θυμίζει αυτή την ιστορία. [00:15:00]Τώρα είναι απ’ αυτά τα λίγα.

Γ.Κ.:

Με τους φίλους σας τι παιχνίδια παίζατε; Η καθημερινότητα.

Σ.Ρ.:

Όπως όλα τα παιδάκια, κουτσό, σχοινάκι, είχαμε ένα μέρος που ήταν ένα παλιό σαν εργοστάσιο να το πούμε; Και τρέχαμε εκεί πάνω-κάτω, κορίτσια-αγόρια, δεν υπήρχε, δεν είχαμε περιορισμούς τέτοιους, τι να σου πω; Δηλαδή, νιώθαμε πολύ ελεύθερα σαν παιδιά. Είχε και μια μεγάλη λίμνη, κάπως μακρούτσικα έπρεπε να πας με τα πόδια, όπου κάναμε μπάνιο, είχε και κολυμβητήριο κι αυτό κάπου ένα χιλιόμετρο, πηγαίναμε με τα πόδια, θυμάμαι, και το σχολείο μας ήταν πολύ μακριά και το χειμώνα ειδικά ήταν να περπατήσεις αρκετά. Υπήρχε, όμως, και λεωφορείο, αλλά κάποιες φορές, όταν θέλαμε λίγο να κοιμηθούμε παραπάνω, μας είχε φύγει κιόλας και έτσι, παρεΐτσα, πηγαίναμε πολλά παιδιά προς το σχολείο και αυτά τα θυμάμαι με πολλή χαρά, ας πούμε, και έτσι που περπατούσαμε όλοι μαζί και λέγαμε ιστοριούλες μεταξύ μας. Υπήρχαν κι άλλα Ελληνάκια εκεί, δεν ήμασταν μόνο η δικιά μας οικογένεια, αλλά όχι πολλά Ελληνάκια, έτσι; Ας πούμε ήταν κάπου πενήντα άνθρωποι, ας πούμε, σε όλη την κωμόπολη.

Γ.Κ.:

Εσείς, δηλαδή, η πρώτη φορά που πήγατε στην Ελλάδα ήταν τότε που πήγατε ένα μήνα στην Κρήτη;

Σ.Ρ.:

Ναι, 19 ετών.

Γ.Κ.:

Και πώς ήτανε;

Σ.Ρ.:

Αυτό ήτανε μια πολύ ωραία ιστορία, διότι, επειδή η γιαγιά μου είχε χάσει, βέβαια, τον μπαμπά, τόσα χρόνια και για πολλά χρόνια δεν αλληλογραφούσαν, ούτε ήξερε ότι είναι ζωντανός, όταν κάποια στιγμή μάθανε, τέλος πάντων, ότι είναι ζωντανός –μάλιστα την είχαν βάλει φυλακή ένα μήνα, νομίζοντας ότι θα τους πει πού είναι, αλλά εκείνη δεν ήξερε πού είναι, τον είχε χάσει. Τέλος πάντων, και όταν πήγαμε στο χωριό αυτό, όπου ζούσε η γιαγιά μου, τη Σπηλιά –η γιαγιά και ο παππούς, βέβαια, και δυο αδέρφια του μπαμπά μου ζούσαν εκεί– μας περίμενε όλο το χωριό. Είχαν εκεί κάνει μια τεράστια ουρά, φαντάσου τώρα, ας πούμε, κάπου διακόσιοι άνθρωποι είχαν κάνει τεράστια ουρά και περνώντας ο καθένας μας φιλούσε. Δηλαδή μέχρι να φτάσουμε στη γιαγιά, ήμασταν και τα τρία παιδιά, και όλοι μας περιμέναν, δηλαδή πολύ συγκινητικό και όταν φτάσαμε στη γιαγιά, εκείνη βέβαια έκλαιγε, ο παππούς, όλα αυτά. Αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε ο μπαμπάς ποτέ να τη δει, γιατί ήρθε μετά από κάποια χρόνια εκείνος και είχανε πια πεθάνει και η γιαγιά και ο παππούς και έφυγε σίγουρα με τον καημό αυτό, ότι δεν τον είδανε.

Γ.Κ.:

Πώς αισθανθήκατε όταν ήρθατε στην Κρήτη, όταν πήγατε;

Σ.Ρ.:

Στην αρχή, όπως σου λέω, συγκινήθηκα με όλο αυτό το πράγμα, το δε… Μου άρεσε ότι όλοι λέγανε: «Καλημέρα, τι κάνεις;», κανείς δεν ήταν, ας πούμε, ξένος, ας το πούμε, όλοι προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν μαζί μας, άρα ήταν πολύ φιλικό το περιβάλλον, όλοι μας καλούσανε: «Περάστε από εμάς, περάστε από μας», όλο αυτό το πράγμα. Η γιαγιά, η οποία ήτανε συνέχεια ξαπλωμένη, με το που ήρθαμε ξαναζωντάνεψε, άρχισε να μαγειρεύει, να κάνει δουλειές, της βοηθούσα κι εγώ, αλλά δεν με άφηνε, ήταν πολύ δύσκολο να τα βγάλω μαζί της πέρα. Αυτό που θυμάμαι επιμέναν πολύ να τρώμε, γιατί ήμασταν πολύ αδύνατα και τους φαινόταν ότι είμαστε πολύ λεπτοί και πρέπει να τρώμε και συνέχεια: «Φάε, φάε» ο παππούς, ας πούμε, μας βάζανε εκεί τις μερίδες, δηλαδή πάνω στο φαγητό είχαμε φάει πάρα πολύ, γιατί εμείς δεν είχαμε συνηθίσει να τρώμε τόσο πολύ, τρώγαμε λιτά, όπως πρέπει. Μετά εκεί, στο χωριό, γνωριστήκαμε, βέβαια, με τα παιδιά του χωριού, με τα οποία βγαίναμε, μας πηγαίνανε σε διάφορα μέρη κοντά στη θάλασσα, πηγαίναμε στη θάλασσα, κάναμε μπάνιο σχεδόν κάθε μέρα και έξω ήτανε λάστιχο και μετά κάναμε ντους με το λάστιχο έξω, ήταν πολλή ζέστη. Τα βράδια τα περισσότερα ή μας πήγαινε ο θείος με το αυτοκίνητο γύρω-γύρω έτσι, να δούμε το Κολυμπάρι και διάφορα μέρη εκεί, που είχαμε και συγγενείς, ή καθόμασταν στο χωριό, κάποιος ερχόταν, εμείς πηγαίναμε, όλο αυτό το… Ήτανε πάρα πολύ χαρούμενα χρόνια εκεί, γιατί κι ο κόσμος τότε ήταν α[00:20:00]ρκετός. Τώρα στο χωριό είναι πάρα πολύ λίγοι άνθρωποι, δεν είναι όπως τότε τόσα χρόνια που περάσανε, είναι όπως, δηλαδή, νομίζω σχεδόν τα πιο πολλά χωριά, κάπως ρημαγμένα να πούμε; Δεν έχει κόσμο, δεν έχει κόσμο, είναι και οι ευκαιρίες για δουλειά, βέβαια, δεν υπάρχουν κι έτσι δεν είναι όπως τότε.

Γ.Κ.:

Και επιστρέφετε στην Τσεχία και μετά αποφασίζετε να φύγετε μόνιμα για Κρήτη.

Σ.Ρ.:

Ναι, ναι. Ενώ ήταν να δώσω εξετάσεις να μπω σε Μουσική Ακαδημία, τελικά κέρδισε η επιστροφή δυστυχώς τότε και με στεναχωρούσε, γιατί ήθελα κι άλλο να σπουδάσω, αλλά για καλή μου τύχη το σκέφτηκα μετά από κάποια χρόνια, ενώ είχα κάνει πια οικογένεια, όμως πήγαινα ξανά τέσσερα χρόνια, τέσσερα χρόνια πήγαινα και μελετούσα πολύ σοβαρά στην Universität της Οστράβας και πήρα το επόμενο, ας πούμε, στάδιο, που λέμε, και μπήκα σε διαδικασία πάλι μελέτης και εμφανίσεων, κλπ., και γέμισε και αυτό το κενό που νόμιζα ότι υπήρχε.

Γ.Κ.:

Πώς ήταν οι σπουδές σας πάνω στη μουσική;

Σ.Ρ.:

Σαν άτομο ήμουν συνεπής και μελετηρή και εμφανιζόμουνα συχνά, και σε μουσική δωματίου και συνόδευα τραγουδιστές και μόνη μου εμφανιζόμουνα και στην Κρήτη, όταν μετά γύρισα, και στην Αθήνα μετά δίδαξα, στο Ateneum εδώ, στην Αθήνα, και εδώ εμφανιζόμουνα και δίδαξα, έκανα διάφορα και ασχολούμαι με διάφορα είδη μουσικής τώρα. Ακόμα, παρόλο που έχω μεγαλώσει, δεν το έχω παρατήσει.

Γ.Κ.:

Πώς ήταν η εμπειρία σας, όταν διδάσκατε στο Βενιζέλειο Ωδείο στα Χανιά;

Σ.Ρ.:

Στην αρχή είχα απογοητευτεί λίγο, διότι είχα όλα τα παιδιά τα οποία ή δε θέλανε ή δε μπορούσανε, αλλά από το πείσμα μου, έτσι, από την αγάπη να μεταδώσω κάτι καλό, έκανα μια καλή τάξη, ας πούμε. Έκανα, ας πούμε, τα παιδιά καταφέρνανε πράγματα και εκεί που φαινόταν στην αρχή ότι δε θα γίνει τίποτα, τα παιδιά όλα αυτά τελικά παίζανε και ήταν μια χαρά, και με τα χρόνια, βέβαια, που ερχόντουσαν και καινούρια παιδάκια συνέχεια και έχτισα, ας πούμε, μια καλύτερη κατάσταση, τα παιδιά ήτανε μια χαρά.

Γ.Κ.:

Θυμάστε κάποιον μαθητή σας, κάποιο περιστατικό;

Σ.Ρ.:

Πάρα πολλά, αλλά τώρα ποιο να σου πω; Δεν ξέρω, μου άρεσε να πηγαίνω και σε διαγωνισμούς με τα παιδιά. Ε, τώρα τι να σου πω; Ένα περιστατικό λίγο… Ήταν ένας διαγωνισμός της Καίτης της Παπαϊωάννου στην Αθήνα και είχα τρία παιδάκια που θα ερχότανε να εκπροσωπήσουν το Ωδείο. Ενώ στείλανε τα χαρτιά τους κι όλα αυτά, όταν φτάσαμε στην Αθήνα, δεν είχαν έρθει τα παιδιά καθόλου. Συγγνώμη, γιατί τώρα…

Γ.Κ.:

Ναι, ναι, για το διαγωνισμό.

Σ.Ρ.:

Λοιπόν, όταν πήγαμε την πρώτη φορά, όπως είπα, δεν είχαν φτάσει τα δικαιολογητικά τους και φτάνοντας εκεί μας λένε: «Δε θα παίξουν τα παιδιά, διότι δεν ήρθαν τα χαρτιά τους». «Πωπω και τώρα τι να κάνουμε», λέω, «τρία παιδιά από την Κρήτη, ολόκληρη ιστορία να διαβάσουν». Πάω εκεί, μιλάω, ας πούμε, μήπως μπορεί να γίνει κάτι, έρχεται ο γονιός του ενός παιδιού, που ήταν μαζί μας. Τέλος πάντων, το συζητήσαμε, τελικά τα άφησαν τα παιδιά και παίξανε και πήγαν και πάρα πολύ καλά. Τα δύο πήραν και νομίζω δεύτερο βραβείο. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία σήμερα αυτό, ήτανε… Εννοώ δεν ήταν όπως να, είπαμε να παίξουν, τελικά πήγαν και πολύ καλά. Μια άλλη ιστορία, που πήγα με ένα άλλο κορίτσι, είχε πάρα πολλά μποφόρ και τότε ήταν το «Kriti», θυμάμαι, το παλιό «Kriti», το καράβι κι αυτό ήταν καράβι για ποταμόπλοια και με το παραμικρό χτυπάγανε τα κύματα και ακουγότανε φρικτά. Τέλος πάντων, και πάμε με το κοριτσάκι και κάνει μια κακοκαιρία, ένα κακό και[00:25:00] βεβαίως μετά από πολλή ώρα, ενώ είχαμε φάει στο καράβι μας, ήμασταν πολύ ευχαριστημένες, κάποια στιγμή μας πιάνει εμετός και κάναμε εμετό μέχρι και τη νύχτα. Μετά έρχεται ένας γιατρός και μας λέει: «Να σας κάνω εδώ, να σας δώσω τίποτα», «Τι να μας δώσετε;», λέω, «δε γίνεται τίποτα». Τέλος πάντων, παρόλο, όπως είχα πει πάλι, ταλαιπωρηθήκαμε, πήγε πάρα πολύ καλά και το κοριτσάκι τότε, απλά ήτανε μια άσχημη περιπέτεια αυτή, αυτό θυμάμαι. Διάφορα, έχουν γίνει διάφορα περιστατικά που ένα-ένα, όλα αυτά τα θυμάμαι, βέβαια.

Γ.Κ.:

Όπως; Τι άλλο περιστατικό θυμάστε;

Σ.Ρ.:

Ποιο τώρα, να σου πω τώρα; Τι να είναι που να αξίζει; Είχα κάτι μικρά παιδάκια, τα οποία τους έκανα προπαίδεια. Αυτό δεν ήταν, όμως, στο Βενιζέλειο, ήτανε… Πια είχα έρθει στην Αθήνα και ήταν τέσσερα κοριτσάκια και τους μάθαινα, ας πούμε, το ξεκίνημα στη μουσική και τους έκανα μια χαλάρωση στο σώμα τους και τους έδειχνα διάφορες κινήσεις με τον καρπό, με τα δάχτυλα και κοιτάγαν τα κοριτσάκια και έτσι με θαύμαζαν, ας πούμε: «Τι κάνει τώρα αυτή η κυρία και μας δείχνει;» και έρχομαι την επόμενη φορά και λέει το μικρό κοριτσάκι στη μαμά του: «Μαμά, αυτή η κυρία που κάνουμε μουσική είναι μάγισσα, μας κάνει πολλά μαγικά με τα χέρια».

Γ.Κ.:

Και πώς πήρατε την απόφαση να ‘ρθείτε Αθήνα;

Σ.Ρ.:

Ο σύζυγος καταγόταν από εδώ και δεν ήθελε να κάτσει στην Κρήτη, κάτσαμε, δηλαδή, δύο-τρία χρόνια, αλλά μετά τελικά κέρδισε το να γυρίσουμε, να έρθουμε εδώ κι εμένα μου άρεσε η ιδέα να έχω έτσι, περισσότερες ευκαιρίες να παίξω, να κάνω. Τώρα δε ξέρω αν τελικά η απόφαση αυτή ήτανε πιο σωστή, αλλά εμπειρίες αποκόμισα και από την Κρήτη κι από την Αθήνα, βέβαια.

Γ.Κ.:

Τι εμπειρίες αποκομίσατε από την Αθήνα;

Σ.Ρ.:

Πάνω στη δουλειά μου, πάνω στη ζωή μου, σε όλα, σε όλα. Δηλαδή, τι να σου πω τώρα λεπτομέρειες;

Γ.Κ.:

Πάνω στη δουλειά σας, εδώ, στην Αθήνα;

Σ.Ρ.:

Ναι, είχα πιο πολλές ευκαιρίες, βέβαια, να εμφανίζομαι σε πιο όλα μέρη, γιατί στην Κρήτη ήτανε πιο περιορισμένα τα πράγματα και σίγουρα ήτανε και τα είδη περισσότερα που έπαιξα μετά. Γιατί στα Χανιά έπαιζα έτσι, ένα συγκεκριμένο ρεπερτόριο, πιο κλασικό, ενώ εδώ, ας πούμε, ανοίχτηκα και έπαιζα και διάφορα άλλα είδη.

Γ.Κ.:

Εδώ, όταν λέτε εμφανιζόσασταν, τι; Πού παίζατε;

Σ.Ρ.:

Ναι, τώρα, ας πούμε, τα ωδεία όταν κάνανε κάποιες εκδηλώσεις ή όταν μου λέγανε κάπου να παίξω, μου προτείνανε, έπαιζα, αναλόγως τώρα.

Γ.Κ.:

Θυμάστε κάποιο περιστατικό;

Σ.Ρ.:

Τώρα δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι ιδιαίτερο, ας πούμε.

Γ.Κ.:

Και πώς ξεκινήσατε εδώ, στην Αθήνα, να ασχολείστε με τη μουσική;

Σ.Ρ.:

Αμέσως, έψαχνα για δουλειά, γιατί δε μπορούσα να καθίσω, ναι. Και πρώτα πήγα στο Ωδείο Σκαλκώτα, αλλά τελικά δεν έκατσα καθόλου, ούτε δύο μήνες, γιατί έμενα Αργυρούπολη και μου έπεφτε πολύ μακριά και μετά στο Ateneum έφυγε κάποια κυρία και ήτανε μια θέση ελεύθερη και άρχισα να διδάσκω.

Γ.Κ.:

Όταν είπατε ότι ασχοληθήκατε και με άλλου είδους μουσική, δηλαδή;

Σ.Ρ.:

Και πιο ελαφριά μουσική και πιο ελαφριά μουσική, δε μπορώ να πω ότι τζαζ καθαρά, αλλά ας πούμε, τώρα, αυτόν καιρό, ας πούμε, συνοδεύω σε ένα γκρουπ που το έχουμε φτιάξει, ήμουνα κι από τα ιδρυτικά μέλη, που λέγεται «Cinema Paradiso Project» και κάνουμε διάφορα soundtracks από ταινίες, τα οποία, βεβαίως, τα επεξεργάζεται το δικό μας σύνολο, έχουμε κι έναν καλό ενορχηστρωτή και συνοδεύω μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Τακτικά παίζουμε μ’ αυτό, εμφανιζόμαστε τακτικά και παίζουμε, βέβαια, διάφορα είδη μέσα, μέχρι και τζαζ, αλλά όχι πολύ βαριά τζαζ, έτσι;

Γ.Κ.:

Τι σας αρέσει εσάς να παίζετε πιο πολύ;

Σ.Ρ.:

Νομίζω ότι δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που μπορώ να ξεχωρίσω, γιατί όλα αυτά είναι σαν μια αλυσίδα. Αγαπώ μουσική η οποία, βέβαια, έχει ένα ενδια[00:30:00]φέρον, να μην είναι τελείως να το πούμε εύκολη; Αυτή τη λέξη; Θέλω κάτι να ανακαλύπτω πάντα μέσα σε αυτό. Δηλαδή, η ομορφιά του ήχου μπορεί να υπάρχει, βέβαια, σε διάφορα είδη μουσικής, αλλά οπωσδήποτε να έχει στο πιάνο κάποιο ενδιαφέρον. Αυτό.

Γ.Κ.:

Θυμάστε κάποιο κομμάτι που παίξατε και σας έχει μείνει; Σε ένα μέρος, οπουδήποτε.

Σ.Ρ.:

Έχω παίξει διάφορα πράγματα και έτσι δε μπορώ να σας πω ότι αυτό μου έμεινε κι εκείνο όχι. Έχω παίξει πολλά είδη κι έτσι δεν μπορώ… Μπορώ να πω ότι έχω ιδιαίτερη ευαισθησία στη μουσική του Μπαχ, τον Μπαχ τον έχω πραγματικά σαν κάτι το πολύ πολύ πολύτιμο για μένα. Η μουσική του Σοπέν, τι να πω; δε μπορώ να αδικήσω και κανέναν, γιατί όλοι αυτοί οι μεγάλοι άνθρωποι έχουν αφήσει αριστουργήματα.

Γ.Κ.:

Γιατί είναι σημαντικός για εσάς;

Σ.Ρ.:

Εμένα με συγκινεί, τώρα το γιατί νομίζω είναι τα γούστα, που λέμε.

Γ.Κ.:

Με το μπαμπά σας στην Τσεχία παίζατε μαζί;

Σ.Ρ.:

Ναι, παίζαμε καμιά φορά, αλλά, βέβαια, εκείνος έπαιζε πιο πολύ ελληνική μουσική, ελληνική μουσική. Όχι ότι δεν παίζω ελληνική μουσική, αλλά τα σκεφτόμουνα λίγο πιο παγκόσμια να το πω; Τα θέματα αυτά, έτσι;

Γ.Κ.:

Πριν που είπατε για τον μπαμπά σας, που ήτανε πολιτικός πρόσφυγας.

Σ.Ρ.:

Ναι.

Γ.Κ.:

Τι ιστορία έχει ο μπαμπάς σας ως πολιτικός πρόσφυγας;

Σ.Ρ.:

Ναι, ο μπαμπάς μου 18 χρονών είχε φύγει από την Κρήτη στο βουνό τότε και είχε φτάσει και μέχρι τη μάχη του, στο Γράμμο και το Βίτσι και εκεί είχε, ο καημένος, πολύ… Δηλαδή τον… Πώς να πω τώρα ακριβώς αυτό το ιστορικό; Είχε και κάποιο… Δε μπορώ να πω πώς τώρα, [Δ.Α]… Του βάζανε να μεταφέρει πράγματα και ειδήσεις, γιατί ήταν πολύ γρήγορος, μάλιστα του δώσανε και όνομα: Αστραπή. Μετά τραυματίστηκε δύο-τρεις φορές βαριά και στο τελευταίο τραυματισμό τον μεταφέρανε στην Ουγγαρία, του κάνανε επέμβαση στο σαγόνι, ήταν χτυπημένος και στα πόδια δυστυχώς και μετά από κάποια χρόνια που κάπως συνήλθε, τρία χρόνια δε μπορούσε ούτε να φάει, έπινε με καλαμάκι μόνο γάλα τρία χρόνια να σκεφτείς. Τέλος πάντων, με τα πολλά το κατάφερε, δηλαδή, επιβίωσε. Καλά το λέω;

Γ.Κ.:

Ναι.

Σ.Ρ.:

Και μετά τον πήγανε στο Μπρνο στη Τσεχία να κάνει ξανά αρκετές επεμβάσεις, πλαστικές, με πλαστική στο σαγόνι, τέλος πάντων, και έπειτα έμεινε στην Τσεχία, μετά από αυτό.

Γ.Κ.:

Και πώς ξεκίνησε στην Τσεχία, πώς ήταν τα χρόνια του;

Σ.Ρ.:

Τους πήγανε γενικώς, αυτός ήτανε γύρω στα πόσα; Στα 26-25, ας πούμε, όταν ήταν εκεί; Μπορεί και μικρότερος. Ξέρω ότι τους σπουδάζανε και η μαμά μου σπούδασε και μετά από καιρό είχε κάνει και δάσκαλος ελληνικών κάποια στιγμή για τα παιδάκια εκεί, της παροικίας, όπως και η μαμά μου είχε γίνει νηπιαγωγός και γνωριστήκανε σε ένα μέρος μαζί. Ήταν και μια μεγάλη αγάπη μεταξύ τους. Πέντε χρόνια μετά ο μπαμπάς μου αρρώστησε από φυματίωση και πήγε η μαμά μου και τον έβλεπε σε ένα μέρος εκεί και μετά παρθήκανε και ήρθε η οικογένεια, βέβαια, και έκτοτε έμεναν στο Γιάβορνικ πια μαζί εκεί. Η ζωή τους ήτανε καλή, γιατί είχαν σχέσεις με τους Έλληνες εκεί της παροικίας, κάνανε συχνά χορούς, εκδηλώσεις, συναντιότανε, μιλούσανε, βέβαια, και με τους Τσέχους, αλλά είχαν μια δική τους, βέβαια, επαφή μεταξύ τους, ας πούμε, ήτανε δεμένοι.

Γ.Κ.:

Κι όταν χάσατε τη μαμά σας, πώς ήταν η καθημερινότητα, πώς αισθανθήκατε;

Σ.Ρ.:

Όταν την έχασα ευτυχώς που έφυγα σε μια άλλη πόλη, που σπούδαζα, βέβαια, κι έτσι κάπως σιγά-σιγά το ξεπέρασα, αλλά ήτανε για εμένα ένα τραύμα το οποίο μπορώ να σου πω ότι και σήμερα δεν έχει κλείσει αυτή η κατάσταση, δηλαδή ήταν [00:35:00]ένα σοκ τότε που την έχασα τη μαμά μου.

Γ.Κ.:

Τι δυσκολίες αντιμετωπίζατε εσείς σαν κοριτσάκι τότε;

Σ.Ρ.:

Έπρεπε να, βεβαίως να αναλάβω όλα τα προς το ζην και τα πάντα, γιατί, βέβαια ο μπαμπάς μου μέχρι τα 19 μου έστελνε χρήματα, αλλά μετά αναγκάστηκα και δούλευα συνάμα, έκανα πρακτική, έβγαζα το χαρτζιλίκι μου και μετά στα 21 δίδασκα κανονικά, δηλαδή έπιασα δουλειά. Δηλαδή, έπρεπε να τα αναλαμβάνω όλα και όταν γυρνούσα στο σπίτι μας, στο Γιάβορνικ, είχαμε δουλειές εκεί, έπρεπε να μαζέψω, να κάνω, δε μπορούσε και ο μπαμπάς να τα κάνει όλα.

Γ.Κ.:

Πόσα αδέρφια είχατε, πώς ήτανε η καθημερινότητα;

Σ.Ρ.:

Άλλα δυο αδέρφια, το μεγάλο μου αδερφάκι ήταν σε μια άλλη πόλη, [Δ.Α.], κι αυτός, σπούδαζε κι εκείνος και ο μικρός ήταν κοντά στον μπαμπά μου. Ο μικρός αδερφός, όμως, ήταν 7 ετών και καταλαβαίνεις ήταν κι αυτό δύσκολο για τον μπαμπά μου, από την πλευρά να είναι και πατέρας και μάνα για το παιδί του.

Γ.Κ.:

Πριν είπατε ότι θυμάστε πιο πολύ από χειμώνα στην Τσεχία.

Σ.Ρ.:

Ε, ναι.

Γ.Κ.:

Ήταν βαρύς ο χειμώνας, ήταν δύσκολα;

Σ.Ρ.:

Βαρύς, αλλά είχε μία γοητεία. Όχι, γιατί είχαμε προετοιμαστεί πάντα, υπήρχε μια μεγάλη σόμπα στη μέση, με μπουριά, περνούσε σε όλα τα δωμάτια και είχαμε πολύ ωραία ζέστη μέσα, ας πούμε, ήταν ευχάριστα. Αλλά έπρεπε να κάνουμε προγραμματισμό πάντα έτσι, με ξύλα , είχαμε κάτω χώρο για ξύλα και κάρβουνα, βοηθάγαμε κι εμείς να τα φέρνουμε, γιατί ήμασταν στο δεύτερο όροφο. Τότε δεν είχαμε ασανσέρ, ανεβοκατεβαίναμε, βέβαια, παιδιά πάνω-κάτω, τρέχαμε, καθαρίζαμε εμείς τις σκάλες. Δεν ήτανε, ξέρεις, όπως είναι τώρα, να μας τα καθαρίζει κάποιος άλλος, όλα ήτανε… Εμείς τα κάναμε. Και ανακύκλωση κάναμε και τότε. Δηλαδή, ήτανε όλα πάρα πολύ τακτοποιημένα, το πού θα πας κάτι, πώς θα το πας, μαζεύαμε τα καλοκαίρια φρούτα στο δάσος, τα οποία τα πουλούσαμε σαν παιδιά. Ήτανε… Δεν ξέρω τώρα, στα ελληνικά πρέπει να ήτανε τα βατόμουρα και κάτι άλλα που ήτανε μαύρα, τέλος πάντων, τα μαζεύαμε σε γουβάδες τόσα πολλά ήτανε, μαζεύαμε και μανιτάρια. Είχε πολύ ωραία φύση γύρω-γύρω και υπήρχαν αυτά τα πραγματάκια και μαζεύαμε χαρτζιλίκι σαν παιδιά. Όπως και το χαρτί τότε, το σκληρό χαρτί, το αγοράζαμε με το κιλό, άρα τα παιδάκια τους άρεσε, ας πούμε, ξέρεις, να πηγαίνουν να τα πουλάνε. Δηλαδή, όλοι συμμετείχαν σε μια καθαριότητα, ας το πούμε, σ’ ένα γίγνεσθαι τότε.

Γ.Κ.:

Και πώς σας αντιμετώπιζε τότε η κοινωνία σαν παιδάκια;

Σ.Ρ.:

Μια χαρά, δεν αισθανόμουνα κάτι, ας πούμε, υπήρχε μια κοινωνικότητα σε όλο αυτό. Αυτό που αποκόμισα από την Τσεχία γενικώς είναι το «εμείς», γιατί εδώ είναι το «εγώ» ακόμα και τώρα. Δηλαδή βλέπω μια νοικοκυρά, ας πούμε τρίβει, γυαλίζει το σπίτι της, τα ταχτοποιεί όλα και απέξω δεν την πολυνοιάζει και οι παρέες μου, ας πούμε, που είχα, έβλεπα ότι, ας πούμε, είναι πιο πολύ, πιο κλειστά άτομα στην πραγματικότητα. Ναι.

Γ.Κ.:

Και κάτι τελευταίο.

Σ.Ρ.:

Ναι.

Γ.Κ.:

Τι είναι η μουσική για εσάς;

Σ.Ρ.:

Είναι τρόπος ζωής, ζωή! Για μένα δε μπορώ να φανταστώ ότι δεν είχα τη μουσική στη ζωή μου, έτσι, γεννήθηκα για αυτό.

Γ.Κ.:

Πώς συνδέεται η μουσική που παίζετε τώρα με αυτή που παίζατε όταν ήσασταν παιδί;

Σ.Ρ.:

Τίποτα, είναι μια συνέχεια, είναι μια ανάγκη, μια ανάγκη. Πώς έχεις ανάγκη να τραγουδάς, να μιλάς, να… Δεν έχει αλλάξει κάτι, είναι μια συνέχεια. Ας πούμε, καμία φορά μου λέει ο αδερφός μου: «Δεν βαρέθηκες;», δεν το έχω νιώσει αυτή τη λέξη, το να βαρέθηκα. Τώρα, αν κάποια στιγμή δεν θα μπορώ, εντάξει, είναι κάτι άλλο. Νομίζω, όμως, είναι ένας τρόπος ζωής για μένα.

Γ.Κ.:

Τέλεια, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Σ.Ρ.:

Παρακαλώ.