© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Μια αλλιώτικη ζωή: Η Τζένη και το Ουζερί της στον Άγιο Ελευθέριο
Κωδικός Ιστορίας
12825
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ευγενία Ντούλη (Ε.Ν.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/06/2022
Ερευνητής/τρια
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΡΑΪΣΚΟΥ (Π.Κ.)
[00:00:00]Γεια σας. Θα μας πείτε πώς ονομάζεστε;
Τζένη Ντούλη.
Είναι 14/06/2022. Βρισκόμαστε στον Άγιο Ελευθέριο με την Τζένη Ντούλη. Εγώ ονομάζομαι Καραΐσκου Παρασκευή. Είμαι Eρευνήτρια στο Ιστόρημα και πάμε να ξεκινήσουμε.
Γεια σας. Εγώ γεννήθηκα στην Πελοπόννησο τη δεκαετία του ’50 από ένα πατέρα επιστήμονα και μία μητέρα μορφωμένη για την εποχή της. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, λόγω μεταθέσεων. Και κάποια στιγμή στα 17 μου, παντρεύομαι. Και στα 19 μου χρόνια, είχα 2 παιδιά. Στα 25 μου χώρισα από ένα γάμο πιεστικό, ας το πούμε, και μετά ήμουν μόνη μου με τις δύο μου κόρες και άρχισε να γίνεται η ζωή μου υπέροχη και ελεύθερη. Έβαλα στόχο να περνάω ωραία και εγώ και τα κορίτσια μου. Και προσπαθούσα να βρίσκω δουλειές για να αφιερώνω και χρόνο πολύ στα παιδιά μου. Γενικά γράφτηκα σε κάποιες σχολές γιατί μου έλειπε η παιδεία, η μόρφωση. Συμπλήρωσα αρκετά πράγματα πάνω στις σπουδές, όπως λογιστικά και ξένες γλώσσες. Αγγλικά δηλαδή. Και διοίκηση επιχειρήσεων. Και κάποια στιγμή ενώ είχα δουλειά σε μια εταιρία που μπήκα με πολύ μεγάλη δυσκολία, πέρασαν κάποια χρόνια και κατάλαβα ότι δεν αξίζει να ζω κλεισμένη σε 4 τοίχους. Και τα παράτησα και αποφάσισα να ανοίξω ένα μαγαζί για να έχω τα κλειδιά -όπως το λέγαμε- και να ανοίγω τις ώρες που θέλω, να κλείνω τις ώρες που θέλω. Και να βγάζω και περισσότερα χρήματα. Και γενικά να έχω χρόνο περισσότερο να κάνω αυτό που θέλω να κάνω. Ονειρευόμουν μουσικές, γεύσεις, φαγητά, ωραίους φίλους, ωραίο κόσμο. Και σκοπός μου ήταν αυτό να το πετύχω.
Λοιπόν για να το πάρουμε από την αρχή. Μέχρι 17 χρονών ποια μέρη είχατε επισκεφτεί της Ελλάδας;
Άρτα, Γιάννενα, Σπάρτη -στη Σπάρτη παντρεύτηκα-, Πάτρα και Κυπαρισσία. Και Πύργο. Ο πατέρας μου είχε πολύ μεγάλη, ας το πούμε, μανία με το να μας μεταφέρει παιδεία. Και με αποκαλούσε αριστοκράτισσα του μυαλού, του πνεύματος, για να με κολακεύσει, έτσι. Να με κάνει να αγαπήσω το διάβασμα. Μου έλεγε: «Διάβασε». «Μα πατέρα, τι να διαβάσω;» του έλεγα. «Διάβασε Σωκράτη». «Μα δεν τον καταλαβαίνω» του έλεγα εγώ. Δεν είχαμε τότε όλες αυτές τις μεταφράσεις που έχουμε τώρα. Δεν ήθελε να ασχολούμαι με οικοκυρικά και τέτοια. Ήθελε μόνο να με βλέπει να διαβάζω, να ακούω μουσική, τηλεοράσεις δεν υπήρχαν τότε, να ακούω ραδιόφωνο. Μόνο αυτό του άρεσε να κάνω. Δε μας πίεσε καθόλου. Πηγαίναμε με τον αδερφό μου σε πάρτι. Ό,τι γινόταν σε αυτές τις πόλεις. Οι πρώτοι που πηγαίναμε. Και ζούσαμε πολύ ωραία χρόνια, πραγματικά, ναι.
Σε τι πάρτι δηλαδή πηγαίνατε τότε;
Ας πούμε, το πρώτο πάρτι που πήγαμε ήταν σε ένα νησί, στην Ύδρα. Και ήταν ο Σαββόπουλος, τότε, με το Μπουρμπούλια, με ένα συγκρότημα τότε. Και δεν είχαμε χρήματα. Κοιμόμασταν κάτω από μια ελιά. Με μια κουρελού. Δεν υπήρχαν sleeping bag, σκηνές, όλα αυτά. Δεν υπήρχαν τίποτα. Ούτε κουβαλάγαμε τίποτα μαζί μας. Παντού πηγαίναμε όπως να είναι. Και ούτε ιδιαίτερα χρήματα είχαμε. Τρώγαμε έτσι κάνα ψωμοτύρι. Αλλά το βράδυ γλεντάγαμε και χορεύαμε και όλα αυτά. Στη Σπάρτη κάναμε τα ωραιότερα πάρτι κάτω από τις πορτοκαλιές. Γιατί μας εμπόδιζαν να μπαίνουμε σε σπίτια. Και βρίσκαμε κτήματα με πορτοκαλιές απάνω. Βάζαμε εκεί κανένα φωτάκι. Και σε δικά μας πάρτι ερχόταν και η ορχήστρα από το ΚΕΜ, από το στρατόπεδο. Με σαξόφωνα. Και ήταν καλεσμένα όλα τα παιδιά. Και των Θηλέων και των Αρρένων της Σπάρτης και όλοι νέοι. Δεν καλούσαμε, όποιος ήθελε ερχότανε. Και οργανωτές ήμασταν πάντα εμείς, εγώ και ο αδερφός μου.
Πώς το στήνατε όλο αυτό;
Τίποτα. Κάτω σε ένα περιβόλι με πορτοκαλιές, στήναμε το μηχάνημα, έφερναν όλοι ρεφενέ βερμούτ και -βερμούτ τότε- και κρασί. Τίποτα άλλο. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Και πίναμε και χορεύαμε. Και συνήθως χορεύαμε αγκαλιαστά, το «Silenzio», τη «Delilah». «Μόνος μου είμαι και ήθελα να ‘μαι κοντά σου». Το ξέρεις αυτό;
Όχι. Για πείτε το.
«Ω μα μικρή Ντιλάιλα». Κάτι τέτοια χορεύαμε. Και μετά χορεύαμε «Oh mammy, oh mammy, mammy – το ξέρεις αυτό;- blue, oh mammy blue». Θα στο βάλω μετά να το ακούσεις.
Όλη μας η ζωή τότε ήταν πάρτι, βόλτες και συγχρόνως δουλεύαμε. Γιατί εγώ είχα μπει σε μια δουλειά λόγω του πατέρα μου που ήταν γεωπόνος. Σε ένα εργοστάσιο του Φραγκίστα. Σε γραφείο μέσα από τα 15. Και είχα και τα χρήματά μου και ήμουν πολύ έτσι απελευθερωμένη και άνετη. Μέχρι που παντρεύτηκα στα 17. Γέννησα την πρώτη μου κορούλα. Μετά από 2 χρόνια την άλλη μου κορούλα. Ήμασταν εδώ Αθήνα μετά. Είχαμε φοβερές δουλειές και επιχειρήσεις και όλα αυτά. Και δούλευα πάλι. Είχα τα παιδιά. Έκανα πολλά πράγματα. Και από τα 25 ξεκινάω τη ζωή μου, μόνη μου με 2 κόρες. Και προσπαθούσαμε να είναι χαρούμενες και οι κόρες και εγώ. Γιατί αν δεν είμαι εγώ χαρούμενη πώς θα είναι τα παιδιά; Πήγαιναν όλα πάρα πολύ καλά. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να είμαι αυτόνομη. Και ανοίγω αυτό το μαγαζί εδώ, πριν 35 χρόνια, που πέρασα τα ωραιότερα μου χρόνια με αυτό το μαγαζί. Είχε και πολύ δουλειά. Έκανα πολλά πράγματα που ήθελα και γνώρισα πάρα πολύ κόσμο.
Να σε πάω λίγο πίσω. 17 χρονών πώς γνώρισες τον άντρα σου και αποφασίσατε…
Με είχε δει σε μια παρέλαση που περνάγαμε. Στην Σπάρτη, στην πλατεία. Κρατούσα ένα τύμπανο εγώ και πήγαινα μόνη μου, τάμπα ντούπα, ντάμπα ντούπα. Και μόλις με είδε, έπαθε πλάκα αυτός. Του άρεσα υποτίθεται. Και αυτός θεωρούνταν και ο πιο καλός γαμπρός της Σπάρτης. Ναι. Γιατί είχε μαγαζιά. Είχε πολλά πράγματα. Και ήταν όντως πολύ έξυπνος, πολύ προοδευτικός, αλλά κάτι άλλο στράβωσε μετά. Και έτσι παντρεύτηκα.
Και ήταν εύκολο εκείνη την εποχή να πάρεις διαζύγιο;
Μα δεν πήρα διαζύγιο. Διαζύγιο πήρα μετά από 20 χρόνια. Δεν το παίρναμε εύκολα τότε. Μετά από 15 χρόνια. Παραπάνω. Ναι. Δε σου δίναν διαζύγιο τότε οι άντρες, με τίποτα. Και ειδικά όταν εργαζόσουνα, ήσουν και εργαλείο για τη δουλειά τους, και δεν ήταν εύκολο. Γι’ αυτό δεν το κυνήγησα ποτέ το διαζύγιο. Και το πήρα μετά από… Ήδη είχα κάνει και μωρό με άλλο άντρα και μετά πήρα διαζύγιο. Και αυτό μου χρειάστηκε οπωσδήποτε. Γιατί πριν το ‘83, πριν τον Παπανδρέου, όταν γίνονταν γάμοι, είχαμε το όνομα του συζύγου. Μετά μας απελευθέρωσε ο Παπανδρέου και είχαμε τα δικά μας επίθετα. Και όταν άνοιξα εγώ το μαγαζί, ήθελα να είναι το όνομά μου, γιατί είχα φύγει πολλά χρόνια, είχα χωρίσει. Και εκεί απάνω κίνησα μια διαδικασία και το έβγαλα, για να έχω το μαγαζί στο όνομά μου. Ναι. Έτσι το έβγαλα.
Αλλά αν κατάλαβα καλά, τα κορίτσια τα μεγαλώσατε μόνη σας.
Μόνη μου. Μόνη μου.
Αυτό ήταν εύκολο;
Εύκολο, ναι. Εύκολο ήτανε. Γιατί ήταν παιδιά που είχαν πολύ μεγάλη... Ήταν προσγειωμένα, είχαν προσαρμοστεί στην κατάσταση. Ήταν χαρούμενα. Παίζανε όλη μέρα, διάβαζαν πολύ. Τα ταξίδευα εγώ το καλοκαίρι και το Πάσχα και όταν είχαμε διακοπές. Τα πήγαινα πολύ κινηματογράφο, πολύ θέατρο και πολλές βόλτες τις κόρες μου. [00:10:00]Οι κόρες μου ακόμα και τώρα συνεχίζουν να είναι σινεφίλ, να βλέπουν πάρα πολλές ταινίες και να τους αρέσουν τα θέατρα, οι συναυλίες, οι μουσικές και όλα αυτά. Όντως.
Και μετά δουλεύατε σε μία επιχείρηση. Πώς αποφασίσατε να το αφήσετε και να ανοίξετε μαγαζί;
Πάντα σκεφτόμουν ότι θα είμαι σε χώρους με ωραίο κόσμο, με μουσικές. Μάλιστα ονειρευόμουν και στο μαγαζί θα παίζουν και βιολιά. Και έχω βραδιές πολλές εδώ που παίζουν βιολιά για μένα. Παιδιά πολλά. Ονειρευόμουν τέτοια πράγματα. Και ελεύθερα ωράρια. Να μην έχω αφεντικό πάνω από το κεφάλι μου κανέναν. Να δέχομαι όσους θέλω εγώ. Να διώχνω αυτούς που δε μου αρέσουν. Αυτό το ονειρευόμουν και το πέτυχα. Δεν το θεώρησα και δύσκολο. Και με αυτό το μαγαζί μπορεί να δούλευα μερικές φορές πάρα πολύ, πολλές ώρες. Αλλά κατόρθωνα και μάζευα, έπαιρνα χρόνο και χρήμα που έβγαζα και έκανα πολύ μεγάλα ταξίδια. Και πολλά ταξίδια που ήθελα οπωσδήποτε να βρεθώ, μέχρι τώρα έχω πραγματοποιήσει, έχω πάει. Αν και πολλά θα τα κάνω από εδώ και πέρα.
Και γιατί στον Άγιο Ελευθέριο, εδώ στην Αχαρνών;
Γιατί καταρχάς, εγώ ήθελα Εξάρχεια αλλά ήταν ακριβά τα ενοίκια. Μετά είχα γεννήσει το μωρό που το έπαιρνα με το καρότσι. Και εδώ το θεώρησα πιο ήσυχη περιοχή για να μεγαλώσω το μωρό. Το έπαιρνα εδώ, το Θόδωρο. Μεγάλωνε εδώ. Του είχα βάλει ένα-δυο καρέκλες σαν κρεβατάκι και ήταν κάπως ήσυχα. Και όταν το βρήκα αυτό το μαγαζί εδώ, ήταν καφενείο στυλ. Δεν υπήρχαν πολλά καφενεία στη γειτονιά. Ήμασταν κάνα δυο. Και πολλή δουλειά, πολύ κόσμο, πολλή βαβούρα. Αλλά εγώ δεν με ένοιαζε, δεν κουραζόμουνα. Και με αυτό το μαγαζί σπούδασαν οι κόρες μου. Η Μάρω μάθαινε πολλές γλώσσες τότε. Και όλα πήγανε καλά.
Είχες ποτέ ανθρώπους να δουλεύουν εδώ, στο μαγαζί;
Ποτέ. Αλλά είχα φίλους πολλούς, που όλοι κάτι κάναν. Είχα πολλούς φίλους. Και θυμάμαι έναν που είχε ψησταριά και μου έψηνε χταπόδια, ψαράκια, προβατίνες. Είχα φίλους πολλούς. Πάντα φίλοι με βοηθούσαν. Ποτέ δεν είχα υπάλληλο. Είχα μουσικούς πολλούς. Κάναμε πολύ ωραίες μουσικές βραδιές, πολλά πάρτι. Κάναμε stand-up comedy από εκείνα τα χρόνια, τα παλιά. Θεατρικά. Μέχρι και πασαρέλα έχουμε κάνει εδώ. Οι φίλες μου… να πω την ιστορία;
Ναι.
Είχαμε μια φίλη, καλή της ώρα, τη Ράνια, μια δικηγόρο. Και αυτή μας έφερνε πάρα πολύ ωραία ρούχα. Ρούχα δεν υπήρχαν τότε, όπως είναι τώρα, τόσο πολλά. Και τα έβαζα εγώ σε μια άκρη, εδώ, και μαζεύονταν όλα τα κορίτσια της γειτονιάς. Τώρα παντρεύτηκαν και έφυγαν. Κάθονταν όλη μέρα εδώ για παρέα. Και στρώναμε κάτω, από εδώ μέχρι κάτω, εφημερίδες. Και από εκεί βάζαμε καρέκλες έτσι, και εδώ καρέκλες, έτσι. Και ήταν όλοι οι άντρες που ζητωκραύγαζαν. Και βάζαμε στα κορίτσια τις αδύνατες, τα πιο λεπτά ρούχα, τις πιο χοντρές, για όλες είχαμε ρούχα. Και κάνανε τα μανεκέν αυτές. Και έπεφτε τόσο πολύ γέλιο. Εν τω μεταξύ, είχα μια κυρία Εβραία, πολύ μεγάλη σε ηλικία. Και είχε φέρει μια μηχανή και καθόταν εδώ και έραβε. Άμα ήταν πιο φαρδύ, πιο κοντό, τις έραβε. Για να της περάσει η ώρα και αυτηνής. Ναι, αυτό υπήρχε. Μέχρι μόδες κάναμε. Πώς το λέγαν; Όχι πασαρέλες. Κάπως είχαμε βγάλει τη λέξη. Θα τη θυμηθώ να στην πω. Τρελά πράγματα. Και τα αγόρια τα βάζαμε έτσι και φωνάζανε.
Είχατε θεματικές βραδιές στο μαγαζί, δηλαδή, κανονικά.
Πάρα πολλές. Και ήμουνα πρωτοπόρος. Δεν υπήρχαν αλλού πουθενά αυτά. Παζάρια με ρούχα. Ανταλλάσσαμε ρούχα. Ερχότανε παιδιά -και τώρα μπορούν έρχονται όποτε θέλουν- που πουλούσαν κοσμήματα εδώ πέρα, κεριά, σαπουνάκια, ταγάρια, ναι. Πολλά. Βοηθούσα πολύ όλα αυτά τα παιδιά.
Και μουσικούς κάθε πότε έφερνες;
Υπήρξαν εποχές που ήταν και κάθε μέρα. Ναι. Υπήρξαν συγκροτήματα που έπαιζαν 2-3-4 χρόνια συνεχόμενα. Οι «ΡεμπετΑσκέρ». Ναι. Οι «Κοντραμπατζήδες». Τρία, τέσσερα χρόνια. Και τώρα έρχονται παιδιά εδώ που μου λένε «Είχα παίξει στο μαγαζί σου πριν 20 χρόνια, πριν 25». Με θυμούνται. Πολλοί με θυμούνται. Και όταν πάω Εξάρχεια μού λένε: «Ω κυρά Τζένη, κυρά Τζένη». «Ποιος είσαι;» λέω.
Και τι μουσική σου άρεσε να φέρνεις εδώ, στο μαγαζί;
Σημασία δεν έχει τι άρεσε σε εμένα. Σημασία έχει τι άρεσε στον κόσμο. Ελληνικά, ρεμπέτικα και λαϊκά, ως επί το πλείστον. Έχουμε κάνει και βραδιές τάνγκο. Μια μουσική σχολή τάνγκο ήρθαν εδώ και χόρευαν. Να σκεφτώ. Πολλά πράγματα. Κάτσε να σκεφτώ και άλλα. Αυτά τα είπαμε όλα.
Εσένα δεν σου άρεσε αυτή η μουσική;
Εγώ είμαι πολύπλευρο άτομο. Μου αρέσουν από κλασική μουσική μέχρι οτιδήποτε βγαίνει. Όλα τα καινούρια είδη. Τώρα βγαίνουν ράπερ, θα πάω σε ράπερ, τράπερ, τέκνο. Τα πάντα μού άρεσαν. Ξέφευγα με όλα δηλαδή. Όλα τα είδη.
Έχεις πάει ποτέ να ακούσεις έτσι, τέτοια νέα είδη;
Τώρα τελευταία, όχι. Μετά την καραντίνα. Πρώτα, ναι. Πήγαινα. Δεν άφηνα και τίποτα όρθιο. Ναι. Ροκ.
Και εσύ Τζένη, παρατηρείς διαφορά στον κόσμο που είχες στο μαγαζί πριν 35 χρόνια και στον κόσμο που έχεις σήμερα;
Πριν 35 χρόνια ήταν πολύ πιο εύκολα τα πράγματα, οικονομικά. Όχι τίποτα άλλο. Και ήταν οι εποχές οι χρυσές με τους μεγάλους μισθούς, τα μεγάλα γλέντια στα μπουζούκια. Τότε οικοδομήθηκε η Αθήνα, μετά το ’70. Τώρα υπάρχει λίγο πιο μέτρια κατάσταση οικονομικά. Και είναι ίσως πιο ωραία τώρα. Γιατί είναι πιο προσεγμένα. Τότε ήταν ό,τι να είναι. Όλα περνάγανε. Εγώ πάντα πέρναγα καλά και τότε και τώρα. Και οι άνθρωποι που έχω κοντά μου πάντα. Τώρα μεγάλωσαν τα παιδιά. Έκανα 4 εγγόνια. Μεγάλωσε και ο γιος μου. Και δεν έχω υποχρεώσεις και περνάω τη ζωή μου όπως έρθει. Όπως μου κάτσει.
Το μαγαζί είναι γεμάτο με πίνακες και αντικείμενα που φαίνονται πολύ μεγάλης αξίας και ότι όλα έχουν μια ξεχωριστή ιστορία. Θες να μας πεις πως έχουν βρεθεί όλοι αυτοί οι πίνακες εδώ;
Για μεγάλη αξία, δεν ξέρω αν έχουν. Σημασία έχει ότι είναι όλα δώρα από ανθρώπους που πέρασαν εδώ πολλές ώρες από τη ζωή τους. Άλλοι έχουν φύγει από τη ζωή, από αυτούς. Οι πιο πολλοί ήταν καλλιτέχνες και πάντα ήθελαν κάτι να μου χαρίσουν. Τα έφερναν εδώ για να τα βλέπω εγώ, να τα βλέπει και ο κόσμος. Γιατί η τέχνη είναι για να την βλέπεις, δεν είναι για τα συρτάρια και για τα δωμάτια. Και έχω και πάρα πολλά πράγματα που μου έχουν χαρίσει όλα αυτά τα χρόνια που δε χωράνε πια που να τα βάλω και τα έχω σε μια αποθήκη, σπίτι μου. Αλλά όλοι ήτανε μέσα στην τέχνη οι φίλοι μου. Μουσικοί, ζωγράφοι, οι συγγραφείς, ποιητές.
Και όλοι αυτοί δηλαδή έρχονταν εδώ στο μαγαζί;
Έρχονταν, ναι. Ο ένας έφερνε τον άλλον. Πέρναγαν ωραία εδώ, ίσως. Αλλά, ονόματα δε θέλω να λέω, δεν αξίζει. Όλοι έχουνε ονόματα. Και όλοι είναι προσωπικότητες. Η καθεμία ξεχωριστή. Έχω να πω ότι οι άνθρωποι πρέπει να ονειρεύονται, γιατί τα όνειρα δεν κοστίζουν τίποτα. Και να τα πιστεύουν. Όταν το πιστεύεις κάτι, θα σου βγει σίγουρα. Αν δε σου βγει, δε θα αξίζει για να σου βγει. Πρέπει όλοι να ονειρεύονται. Όχι να βάζουν στόχους δυνατούς, όνειρα να κάνουνε.
Εσένα το μαγαζί αυτό, ήταν όνειρό σο[00:20:00]υ;
Εκείνο τον καιρό, ναι. Εκείνα τα χρόνια. Άλλωστε ήταν και μια δουλειά που έπρεπε να κάνω οπωσδήποτε.
Και όταν έκανες ταξίδια;
Το έκλεινα. Και όταν γύριζα από τα ταξίδια, το μαγαζί το έβρισκα πάντα εδώ. Δεν είχε φύγει από τη θέση του ποτέ. Μετά καθόμουνα δούλευα πάλι από την αρχή. Είχα βέβαια κάποιες δυσκολίες γιατί φεύγαν οι πελάτες. Διαρροές είχα. Αλλά αυτό ήταν μέσα στο πρόγραμμα. Δε μπορεί να τα έχεις όλα. Και τελικά το καλύτερο που έκανα ήταν ότι ταξίδευα πολύ. Γιατί θα τα έχανα όλα αυτά τα πράγματα αν ήμουν κλεισμένη μέσα εδώ τόσα χρόνια. Και όπως είπα και πάλι, αφιέρωνα πάρα πολύ χρόνο στα παιδιά και στα εγγόνια αργότερα. Και προτεραιότητα είχα τους ανθρώπους πάντα. Τους φίλους μου. Να τρέχω για τους φίλους, να τρέχω για συντρόφους μου, να τρέχω για τα παιδιά, για τα εγγόνια. Και ήξερα ότι το μαγαζί, θα το βρω εδώ και θα με περιμένει. Δε έφευγε καθόλου από τη θέση του. Εδώ το παράταγα, εδώ το έβρισκα. Αυτό είναι αλήθεια. Ήθελα να είναι υγιείς όλοι τους, να είναι χαρούμενοι. Και να τους προσέχω τους ανθρώπους, γιατί και αυτοί με πρόσεχαν εμένα πάρα πολύ. Και ίσως μοιραζόμουνα πράγματα, γι’ αυτό και ήταν όλα ωραία. Και ακόμα μοιράζομαι. Έχω φίλους 30 χρόνια. Που τους είχα δώσει τα κλειδιά από τότε. Εδώ, ναι. Και ο καλύτερος μου φίλος, ένας από τη Συρία, ο Γιουσέφ, πριν 32 χρόνια -πολύ νεαρός τότε- του είχα δώσει τα κλειδιά να φτιάξει μια βρύση. Δεν του τα ξαναπήρα ποτέ. Τα έχει ακόμα και έρχεται και ανοίγει και βοηθάει πάντα. Εδώ στο μαγαζί. Καθώς επίσης και άλλους φίλους. Και δεν έχω πληρώσει ποτέ μάστορα έτσι. Ό,τι μου χαλάει πάντα ξέρω ότι θα μου το φτιάξουν, ή θα μου το αντικαταστήσουν χωρίς χρήματα. Μοιραζόμουν τα πάντα και γι’ αυτό μοιράστηκαν και αυτοί οι άνθρωποι μαζί μου πράγματα πολλά. Και φιλία, ειδικά.
Είχατε τόσους φίλους και αναρωτιέμαι, έρωτες μεγάλους είχατε στη ζωή σας;
Κατά διαστήματα, ναι. Πολύ μεγάλους και πολύ μικρούς. Αλλά ήμουν άνθρωπος και είμαι άνθρωπος του πάθους. Όταν παθιάζεσαι όλα τα θεωρείς μέγιστα. Μετά πέφτει ο ενθουσιασμός, κατευνάζουν τα πράγματα και πάμε πάλι από την αρχή σε καινούρια. Μεγάλους έρωτες, μεγάλες βόλτες, μεγάλες τρέλες, έτσι. Έβρισκα ανθρώπους πάντα διασκεδαστικούς. Αν δεν ήταν γλεντζέδες, δεν τους ήθελα. Ούτως ή άλλως τα οικονομικά μου, τα έλυνα μόνη μου. Δε ζητούσα ποτέ. Ήμουν αυτόνομη. Που είναι πολύ κυρίαρχο αυτό. Οπότε έψαχνα μόνο για άτομα διασκεδαστικά δίπλα μου και χαρούμενα. Γι’ αυτό και πέρναγα ωραία. Αν δεν τους έβρισκα αυτούς, καθόμουνα και μόνη μου. Που δεν έχω κάτσει μόνη μου. Γύρω μας υπάρχει πολύ ωραίος κόσμος. Φτάνει να ψάξουμε να τον βρούμε. Να έχουμε επιλογές ωραίες. Αυτό είναι.
Και αφού είχατε το μαγαζί, με όλους αυτούς τους ανθρώπους γλεντούσατε εδώ ή υπήρχαν φορές που κλείνατε το μαγαζί και...
Κλείναμε και φεύγαμε. Ακούγαμε πιο παλιά, από κασέτα, Τερζή. «Τι καθόμαστε εδώ;» λέμε, μπαίναμε στο αυτοκίνητο: «Πάμε Τερζή». Ήταν και εποχές που είχαν πολλά χρήματα οι άνθρωποι. Είχαν επαγγέλματα στα χέρια τους. Είχαν πολύ χρήμα. Το να πάμε να πιούμε ένα μπουκάλι ήταν σα να πάμε να πιούμε ένα καφέ. Ναι. Δεν τους ένοιαζε. Ωραία.
Τώρα οι άνθρωποι που δυσκολεύονται πιο πολύ οικονομικά, πώς σου φαίνονται;
Το οικονομικό δεν το εξετάζω ποτέ. Γιατί, ούτως ή άλλως, πλούσια δεν ήμουν ποτέ. Με κάνα Βαρδινογιάννη δεν έβγαινα ποτέ. Οπότε λίγο πολύ τα ίδια είναι. Ωραία άτομα να υπάρχουν.
Εσύ όμως που έχεις μαγαζί εδώ τόσα χρόνια, 35 χρόνια στα Πατήσια, βλέπεις διαφορά στον τρόπο που γλεντάνε οι άνθρωποι;
Όχι. Ίδια είναι. Απλούστατα τώρα μπορεί να έχει γίνει και λίγο πιο ποιοτικό, τα ακούσματα της μουσικής. Σίγουρα, ναι. Υπάρχει τώρα μια αισθητική καλύτερη. Ίσως επειδή βγαίνουν και πολλά παιδιά από μουσικά σχολεία. Έχουν όλα τα νέα παιδιά μεγάλη παιδεία. Και μουσικά πάει πολύ καλύτερα τώρα, από τότε. Τότε ήταν αυτές οι λαϊκές φωνές οι οποίες ήταν αξεπέραστες. Αλλά λίγο πολύ είναι παρελθόν όλα αυτά. Και κάποιοι από αυτούς διαχρονικοί, θα υπάρχουν για πάντα. Είχαμε μία και μοναδική σαμπάνια. Και έφευγε μια κοπέλα για Αμερική. Και της κάναμε ένα πάρτι εδώ και αυτή η σαμπάνια την έκανε μία έτσι και έβρεξε όλο τον κόσμο. Και μετά οι άλλοι το θεώρησαν παιχνίδι. Και είχα έναν καταψύκτη εκεί και βουτάγαμε από μια Amstel μπουκάλι ο καθένας και τρέχαμε να βρέξει ο ένας τον άλλον. Με μπουκάλια από Amstel. Σαν μπουγέλωμα. Και ήμασταν όλοι εδώ στην πλατεία και τρέχαμε. Κυνηγάγαμε ο ένας τον άλλο με της Amstel τα μπουκάλια. Είχαν φύγει τα μπουκάλια όλα, αυτός ο καταψύκτης με μπύρες, και τα είχαμε ρίξει εδώ μπροστά. Στο κυνηγητό. Πολύ πλάκα είχε αυτό.
Τι ωραία!
Χορεύαμε εδώ πέρα πολύ. Είχα κάτι ναυτικούς. Είχα ένα ναυτικό που ζει ακόμα αυτός. Ο Μπάμπης, ας λέμε και το όνομα του. Ζει στον Ωρωπό. Έκαναν ένα δρομολόγιο κάπου 25 μέρες, με 20 ναυτικούς μέσα, 25. Και τον καπετάνιο. Ο οποίος καπετάνιος ήταν ένα παιδί από τη Σύρο. Και μόλις έφταναν στον Πειραιά, ο Μπάμπης κατευθείαν ερχόταν εδώ με δυο, τρεις φίλους του. Κατευθείαν. Μετά το είπε και έρχονταν το καράβι κατευθείαν. Όταν έρχονταν Πειραιά, παίρναν το τρένο και είκοσι εδώ, εικοσιπέντε. Και ο καπετάνιος μαζί. Και μου έφερναν δώρα όλοι. Βιβλία, αρώματα, λουλούδια, πραγματάκια διάφορα. Και είχα εγώ μουσικούς και κάναμε, έφερνα και τις φίλες μου, τους «Έλεγα έρχονται οι ναυτικοί μας». Όπως το έργο που είχαμε δει με το δολάριο. Και χορεύαμε όλοι μαζί ξέφρενα εδώ πέρα. Και περνάγαμε πάρα πολύ ωραία. Αυτή είναι πραγματική ιστορία. Και μας πήγαινε χειμώνα έτσι. Κάθε 20-25 μέρες, με το που φτάνανε Πειραιά, έρχονταν όλοι αυτοί οι τύποι.
Και πώς το έμαθαν το μαγαζί;
Από τον Μπάμπη. Από έναν. Ο ένας έφερνε κάνα δυο. Μετά λέγαν τα υπόλοιπα παιδιά. Δεν ήταν όλοι Έλληνες οι ναυτικοί. Ήταν και ξένοι. Ήταν από επαρχίες. Δε θα πάει ο άλλος για δύο μέρες που είναι το πλοίο στον Πειραιά, στο χωριό τους στη Λάρισα, στην πατρίδα του. Θα μένανε Αθήνα στο καράβι αυτές τις δυο μέρες. Και αφού τους έφερε ο Μπάμπης εδώ. Ένα δύο τρεις. «Που πάτε ρε παιδιά;». «Πάμε σε ένα μαγαζί. Μας περιμένουνε». Και έρχονταν όλοι εδώ. Ναι. Αυτό είναι αλήθεια. Τους περίμενα και εγώ πως και πως. Λεφτά πολλά!
Τι ωραία!
Ναι.
Και η γειτονιά ήταν πάντα εντάξει…
Σχεδόν πάντα.
Με το μαγαζί;
Πιο πολλές φορές, ναι, ήταν εντάξει. Αλλά προσπαθούσα και εγώ να τους έχω φίλους μου. Και μάλιστα οτιδήποτε τότε παλιά συνέβαινε στη γειτονιά, σε μένα θα απευθύνονταν. Πέθανε η μάνα τους, εδώ θα κλαίγανε. Πέθανε το σκυλάκι τους, εδώ θα κλαίγανε. Δεν είχανε, κάτι, μάστορα; Εδώ, εγώ θα τους έβρισκα. Επειδή ήμουνα και πολύ ψύχραιμη πάντα και είχα και αυτή την αφοβία. Δεν φοβάμαι και τίποτα. Ό,τι παθαίνανε και ακόμα και τώρα ό,τι πάθουνε, εδώ θα έρθουν να τα πουν πρώτη δόση. Οπότε λίγο πολύ και με τα χρόνια, με αντιμετωπίζουν με σεβασμό τώρα. Όπως τους σέβομαι και εγώ όλους αυτούς τους ανθρώπους.
Άρα Τζένη είσαι, κατά κάποιο τρόπο, η ψυχολόγος της γειτονιάς.
Λειτουργούμε και έτσι τα μαγαζιά. Αλλά έχω πολύ μεγάλη… Ένα μεγάλο χάρισμα, που μου ανοίγονται. Το θεωρώ εγώ χάρισμα. Βέβαια αυτό, ενδείκνυται γιατί, όταν ο άλλος θέλει να σου βγάλει πράγματα από μέσα του, δεν έχουμε κοινούς φίλους με όλους αυτούς, δεν έχουμε κοινές παρέες. Από το πουθενά τώρα θα έρθει μια κυρία να μου πει τον πόνο της. Μπορεί και απέναντι, να πάει και απέναντι μετά στον παπά να ρίξει και μια εξομολόγηση. Αυτό αλήθεια. Μεσολαβούν και τα ποτά, που λύνεται η γλώσσα πιο πολύ. Κάνω πολλούς ανθρώπους να λύνονται.[00:30:00] Το καταφέρνω αυτό. Αλλά δεν έχω καταλάβει και εγώ η ίδια πώς συμβαίνει.
Μου έχεις αναφέρει ότι έχεις κάνει πάρα πολλά ταξίδια στη ζωή σου.
Ναι.
Θες να μου πεις κάποια από τα μέρη που έχεις ταξιδέψει και σε έχουν σημαδέψει;
Καλά το κάθε ταξίδι έχει δικό του προορισμό και όλα κάτι σου αφήνουν. Αυτό που μου αρέσει πάρα πολύ είναι να ταξιδεύω και θα το κάνω. Το πιο γρήγορο που μπορώ, είναι η Αφρική. Ναι. Μ’ αρέσει πολύ η Τανζανία, Νότιος Αφρική, Αιθιοπία, Αίγυπτος.
Έχεις πάει σε όλα αυτά;
Ναι, Ναι. Και η Κένυα. Σε αυτά έχω πάει. Έχω πάει Ζανζιβάρη, σ’ ένα, έτσι, εξωτικό νησί στον Ινδικό. Και το πιο πολύ με είχε εντυπωσιάσει, πριν πολλά χρόνια, η φτώχεια της Αιθιοπίας. Τώρα έχει ανέβει βέβαια οικονομικά η χώρα, κάπως. Αλλά όταν λέμε για φτώχεια, ήταν η απόλυτη φτώχεια. Αυτό το πράγμα τώρα θα πίνανε 50 άτομα. Απόλυτη φτώχεια. Ένα αυγό, τρία άτομα. Είχαν εκεί ένα αλεύρι, το πλάθανε κάπως, είχαν μια πέτρα. Το ψήναν πάνω στην πέτρα και τρώγαν για βράδυ και τα παιδάκια και όλοι. Και εγώ όταν πήγαμε εκεί, ήθελα να πάω να μείνω στις γειτονιές τους. Και όπως περπατούσαμε σε ένα δρόμο, στην Αντίς Αμπέμπα, βρίσκουμε μια γιαγιά, μια κυρία και της λέμε: «Θα μας φτιάξετε καφέ να πιούμε;». Και λέει: «Περάστε, θα σας φτιάξουμε». Και έφτιαξε καφέ στη χόβολη. Και αμέσως μαζεύτηκαν όλα τα κορίτσια της γειτονιάς και βάλαν και μας χόρευαν. Με το, με αυτά τα άσπρα που είναι σαν τουρμπάνια τα φορέματα. Κοριτσόπουλα όλα αυτά. Μας βάλανε και μας να χορεύουμε και στο τέλος, -καλά, της έδωσα είκοσι δολάρια, σαν ένα μισθό δικό τους, ναι τόσο, είκοσι δολάρια τότε- και μας κέρναγαν Fanta ότι κάτι το πολυτέλεια δηλαδή, ότι «Πήγαμε και σας πήραμε Fanta να πιείτε». Και χόρευα και εγώ και με είχανε βγάλει και χοντρή τα κορίτσια εκεί. Ήμουνα πιο γεμάτη από όλες αυτές που ήταν αδύνατες, τότε εκείνο το καιρό. Και στο τέλος κοιμηθήκαμε σε μια αυλίτσα, μας στρώσανε εκεί κάτι ωραία, με όλες αυτές τις κοπέλες για παρέα. Βάλαν και κάτι λαμπάκια και το κάνανε σαν ντίσκο την αυλή, προς τιμήν μας. Και ήταν το ωραιότερο πάρτι. Πόσο χαρούμενοι άνθρωποι ήταν αυτοί. Ναι. Αυτά είναι εντυπωσιακά. Γιατί όταν πας σαν τουρίστας, δεν πας σε ένα ξενοδοχείο, και στο Sheraton εκεί θα μπορούσαμε να πάμε. Ήταν πολύ φθηνό εκεί, με το ευρώ το δικό μας. Αλλά σημασία έχει το ταξίδι να το ζεις σε γειτονιές, σε παιδάκια που παίζουν, σε τέτοια. Μ’ αρέσουν πάλι οι Βεδουίνισσες, που τους έχουν κάτι χρηματοδοτήσεις τώρα και έχουν πάρει αργαλειούς και υφαίνουν όλες αυτά τα πολύχρωμα πράγματα. Τσάντες, χαλάκια. Και παίζουν τα παιδάκια όλα μαζί. Είναι ωραίες εικόνες αυτές. Οι Βεδουίνοι μ’ αρέσουν πάρα πολύ σαν άντρες. Είναι πάρα πολύ όμορφοι. Μερικοί. Όχι όλοι. Αυτά.
Και όλα αυτά τα ταξίδια τα έκανες μόνη σου;
Έχω κάνει και πολλά μόνη μου. Έχω κάνει πολλά και με τη Μάρω. Μόνη μου τα πιο πολλά. Ναι. Ναι.
Και πώς το αποφάσιζες;
Εντυπωσιακό ήταν στη Σίβα, στην έρημο. Στη Σίουα. Στο έχω πει αυτό; Εκεί γίνεται κάθε τέλος Οκτωβρίου η Γιορτή της Συγχώρεσης. Φεστιβάλ. Και εκεί μαζεύονται οι Βεδουίνοι. Μαζεύονται οι κάτοικοι εκεί και κάποιοι άλλοι μουσουλμάνοι, κάποια περίεργη φυλή, που δεν θυμάμαι τη λέξη των μουσουλμάνων. Και ενώ είναι συνέχεια σε αντιπαραθέσεις επειδή στα σύνορα, τρεις μέρες τις αφιερώνουν και χορεύουν όλοι παρέα. Ακούγεται μουσική επί 3 μέρες συνεχόμενες. Φέρνουν ζώα που τα σφάζουν και μαγειρεύουν να φάει όλος αυτός ο κόσμος. Συνήθως αγελάδες. Και τρώμε όλοι μαζί, κοιμόμαστε σε σκηνές, οι οποίες είναι πολύ περιποιημένες, με χαλιά, με κιλίμια και τέτοια. Πίνουμε τέτοια τσάγια. Καπνίζουμε. Και χορεύουμε. Είναι φεστιβάλ που κρατάει 3 μέρες. Της Συγχώρεσης, έτσι λέγεται. Για 3 μέρες θα αγκαλιαστούν όλοι αυτοί και θα χορέψουν. Στο τέλος σε πιάνει ένας ξέφρενος ρυθμός που εκστασιάζεσαι. Φτάνεις να χορεύεις, να χορεύεις, να χορεύεις και μετά να σε πιάνει μια τρέλα. Μεγάλοι κύκλοι. Πάρα πολύ ωραίο αυτό. Και εύκολο να πας εκεί.
Και να σου πω Τζένη, όλα αυτά τα ταξίδια, που ακούγονται και κάπως μακριά, όταν τα έκανες, τι γινόταν με το μαγαζί;
Το έκλεινα. Το έκλεινα, έφευγα και όταν ερχόμουνα το ξανάβρισκα πάλι στη θέση του. Δεν έχει μετακινηθεί καθόλου. Τα ντουβάρια δεν μετακινούνται. Εμείς οι άνθρωποι πρέπει να φεύγουμε. Γιατί τι θα ήταν η ζωή, άμα καθόμαστε στο ίδιο μέρος; Αλλά μετά, λίγο πριν από την καραντίνα και ακόμα και μέχρι τώρα, επειδή σφίξανε και οι καραντίνες και τα οικονομικά, είμαι εδώ τώρα, για να ισορροπήσω τα πράγματα. Μήπως βγάλω και καμιά σύνταξη, που τα έχω ισορροπήσει. Ναι. Ε πάλι με είχε εντυπωσιαστεί πάρα πολύ η ζωή στη Νέα Ζηλανδία. Η οποία είναι πολύ πιο προχωρημένα τα πράγματα από ότι δω. Και μάλιστα όταν είχαμε πάει το 2000, στο Μιλένιουμ, τότε, μας λέγανε ότι στο κάτω τμήμα της Νέας Ζηλανδίας, επειδή δεν ήταν, ήταν αραιοκατοικημένο, αν θέλαμε να παραμείνουμε εκεί και θα μας δίνανε και οικόπεδα, σπίτια και σπίτια προκάτ. Τα δώσανε βέβαια τώρα. Δεν υπάρχει τίποτα. Για να κατοικηθεί το κάτω μέρος της Νέας Ζηλανδίας. Η οποία μοιάζει πολύ με την Πελοπόννησο τη δική μας. Φανταστικό μέρος, φανταστική χώρα! Και πολύ, πολύ προοδευμένοι. Έχουν πάει μετανάστες, Ιάπωνες, Κινέζοι και Ευρωπαίοι, Ασιάτες. Και πάνε πολύ καλά σαν κράτος. Έχουν αναπτυχθεί πάρα πολύ. Και η Αυστραλία μου άρεσε η κεντρική Αυστραλία. Έχω πάει και εκεί. Αυτά είναι τα πιο εντυπωσιακά.
Δηλαδή κατά μέσο όρο πόσο ταξίδια μπορεί να έκανες το χρόνο;
Τρία. Ναι. Έκλεινα το Νοέμβριο, έκλεινα λίγο το Γενάρη, πήγαινα στο χωριό για ελιές. Έκλεινα μετά το Πάσχα και το καλοκαίρι συνήθως νησιά. Το έκανα αυτό, ναι. Και τώρα ζορίστηκα. Πολύ ζορίστηκα και δεν τα κάνω όλα αυτά.
Και όταν πήγαινες μόνη σου κάποιο ταξίδι…
Τότε υπήρχε ένα βιβλίο, που υπάρχει ακόμα, το Lonely Planet. Το ξέρεις; Άμα έχεις αυτό, δεν χρειάζεσαι τίποτα. Σε οδηγεί μέχρι εκεί που είναι το μονοπατάκι. Πού είναι η ταμπελίτσα, πού είναι το καφέ, πού είναι τα πάντα. Ναι. Τα πάντα.
Έχεις γνωρίσει άτομα στα ταξίδια σου;
Τα έχω γνωρίσει την ημέρα και την άλλη μέρα φεύγαμε, οπότε τους αφήναμε πάλι πίσω. Έχω γνωρίσει πάρα πολύ κόσμο, τον οποίο τώρα δεν τον θυμάμαι καν. Αλλά έχω πολύ ωραίο κόσμο και υπήρξαν… Πάρα πολύ καλούς ανθρώπους. Πολλοί άνθρωποι σηκώνονταν από το κρεβάτι τους να μας κοιμίσουν εμάς. Και με τη Μάρω και μόνη μου. Άλλοι άνθρωποι μου πρόσφεραν δώρο ένα ταξίδι. Ας πούμε, στη Νέα Ζηλανδία, υπάρχουν κάπου 90 μίλια, μια παραλία, μια ευθεία. Και αυτό λέγεται south safari, να το κάνεις όλο αυτό. Και βλέπεις έναν ωκεανό, αφρισμένα κύματα. Είναι ό,τι ωραιότερο μπορείς να δεις. Και μια μέρα ήμασταν σε ένα χωριό εκεί και πάω εγώ να πάρω -είναι πολυλογία αυτό, χρειάζεται;-
Είναι τέλεια.
Και πάω εγώ να πάρω μια κάρτα, τηλεκάρτα. Για να μιλήσω εδώ στο τηλέφωνο. Και πάω, τη βάζω στο μηχάνημα και μου τη ρουφάει. Νεύρα εγώ! Πάω στον ψιλικατζή και του λέω: «Τι έπαθα; Τη ρούφηξε την κάρτα». Και μου λέει: «Δεν ήξερες; Έπρεπε να το ξύσεις και να πατήσεις τα νούμερα». Που να ξέρουμε εμείς τέτοια; Από την τσοχάδα μου κοιτάζω να πάρω ένα κρασί να πιω. Και βλέπω, άκου να δεις, κρασί Νεμέας. Εκεί. Ναι! Σε ένα χωριό τώρα, στη Νέα Ζηλανδία. Βόρεια, πολύ απάνω. Θα στο δείξω στο χάρτη. Και λέω «Κοίτα να δεις, κρασί από τη Νεμέα εδώ;». Λέει «Ναι. Έχουμε από όλο τον κόσμο». Ένα ψιλικατζίδικο ήταν, δεν ήταν σούπερ μάρκετ. Και παίρνω ένα κρασί και αρχίζω και το πίνω στον δρόμο. Βλέπω ένα καφενείο και ήταν κάτι ηλικιωμένοι μέσα. Ναι. Και «Από που είσαι;» και εκείνο και το άλλο. Λέω «Από την Ελλάδα», τους έκανε εντύπωση. Ελληνίδα εκεί δεν έχει πατήσει ποτέ. Ούτε πρόκειται να πατήσει όπως πάμε. Αν και εξελίσσεται ο κόσμος. Και εκεί ήταν ο πρόεδρος αυτής της κοινότητας και την άλλη μέρα έβαλε το τζιπ και οδηγό να με πάει να δω όλο αυτό, τ[00:40:00]α 90 μίλια αυτά. Τα οποία μου έχουν μείνει στο μυαλό μου τώρα. Και επίσης πήγαμε σε ένα μέρος με ωτοστόπ. Γιατί εκεί δεν κινδυνεύεις με ωτοστόπ. Εκεί είναι μακρινές οι αποστάσεις. Και αυτό το μέρος το λέγανε «Καραταραούρα». Άκου δε θυμάμαι τίποτα και θυμάμαι αυτό. Και εκεί έπρεπε να φωτογραφίσουμε τις φάλαινες. Και μια φάλαινα. Εν τω μεταξύ μας βάζει, πάμε και βρίσκουμε το Δήμαρχο αυτής της πόλης. Και ο δήμαρχος για Ελληνίδες σου λέει και δημοσιογράφοι και τέτοια. Ήμουν με τη Μάρω εκεί. Και μας διαθέτει ένα σκάφος, να πάμε να φωτογραφίσουμε. Μικρό σκάφος. Τη φάλαινα. Και αυτός έτρεχε σα τρελός. Και του λέω: «Γιατί τρέχεις έτσι;» του λέω. «Πιο σιγά, στη θάλασσας τον ωκεανό». Και λέει αυτός: «Να σας το κάνω adventure», περιπετειώδες. Και ήταν η φάλαινα από εδώ μέχρι το δρόμο, ένα τεράστιο πράγμα. Όσο είναι η εκκλησία. Πόσα μέτρα είναι; Και λέω «Έτσι και έκανε ένα φρου η φάλαινα, έφυγε και το σκάφος, φύγαμε και εμείς». Αλλά εντάξει είμαι ατάραχη. Έχω την αφοβία μέσα μου. Δεν φοβάμαι τίποτα. Και κάνει μια παπ τα φτερά, η ουρά. Έχεις δει πως πέφτουν οι φάλαινες μέσα στο νερό, που φαίνεται η ουρά στο τέλος; Αυτό το τρίγωνο, είναι υπερθέαμα αυτό. Και μας έβαλε και κάτι ακουστικά και ακούγαμε την καρδιά της φάλαινας, του του τουκ. Και αυτό ήταν περιπέτεια ωραία. Μετά πήγαμε σε ένα χωριό με Μάορι. Μάορι τους λένε. Εδώ τους λένε Μαορί. Που… χωριό, χωριό. Όχι τουριστικό, καθόλου. Γιατί είναι και τουριστικά. Και αυτοί μας περιποιηθήκανε, χορέψανε για εμάς. Είχαν κάτι άλογα. Κάναμε ιππασία. Εγώ φοβόμουν και μόνη μου μέσα στη θάλασσα, να τρέχει το άλογο άκρη- άκρη της θάλασσας. Και ήταν και ένας πιτσιρικάς δίπλα μου που το πήγαινε. Και αυτό πολύ ωραίο σαν εικόνα.
Έχεις γεμίσει πολύ ωραίες εικόνες.
Ναι έχω τέτοιες περιπέτειες. Πάρα πολλές έχω. Και χρειάζονται. Δεν μου αρέσουν οι πόλεις να πάω. Ας πούμε, όταν είχα πάει στο Λονδίνο με αυτή την κοπέλα. Αυτή σηκωνόταν 6:00 το πρωί να πάει για δουλειά και γύρναγε 11:00 το βράδυ. Πήγαινε σε ένα προάστιο. Ήμουν μόνη μου εγώ. Μια γκαρσονιέρα είχε. Αλλά ήταν μέσα στο κέντρο. Και είχα 2.000-3.000 χιλιάδες επάνω μου. Είχα και λεφτά τότε μαζέψει. Και είδα όλα τα μιούζικαλ. Ναι. Μέχρι που πήγα στο μπαλέτο. Είναι σαν να πας στο Μέγαρο το δικό μας. Εκεί τα χάλασα τα λεφτά. Είδα το «Miserable», το «Mama mia» το λονδρέζικο, το «Chicago». Παραστάσεις που αξίζει να τις δεις. Κάθε μέρα κάπου πηγαίναμε. Και πήγα και σε ένα πάρα πολύ ωραίο που ήταν μεγάλη ουρά για να μπεις μέσα. Και ακριβό το εισιτήριο. 100 λίρες, πάνω από 100 ευρώ. Αλλά θα πάω γιατί αξίζει. Και παίζανε «Ο θάνατος του Εμποράκου». Δεν κατάλαβα μια λέξη στα αγγλικά. Αλλά άξιζε να βλέπεις το [Δ.Α.]. Αυτά. Πάω και σε πόλεις, αλλά αυτό που με τρελαίνει εμένα είναι όλα αυτά.
Και σε πολλά φεστιβάλ έχεις πάει.
Φεστιβάλ και εδώ Ελλάδα που πηγαίνω στα Psychedelic, Trance. Έχω πάει σε ένα ροκ μουσική, Χανιά. Τώρα γίνεται και ένα, και πολύ φθηνό. Στο Νεστόριο που γινόταν. Τώρα πάνε φοβεροί. Και είναι 100 ευρώ. Είναι φθηνό. Και εσύ πρέπει να έρθεις. Γιατί ωραία είναι και τα νησιά αλλά είναι και σε άλλα μέρη ωραία και πάμφθηνα. Τα νησιά γίναν και ακριβά πια νομίζω ε;
Πολύ ακριβά.
Δεν μπορείς, αν δεν έχει κάμπινγκ και τέτοια. Γιατί… αυτά.
Και τι είναι αυτό που αρέσει σε αυτά τα φεστιβάλ τα μουσικά;
Η μουσική. Συνήθως γίνονται σε πάρα πολύ ωραία μέρη. Σε θάλασσες, σε ποτάμια, σε λίμνες και είναι πάρα πολύ φθηνά. Να λέμε και αυτό. Και γνωρίζεις κόσμο. Τον οποίο κόσμο, αν ακολουθείς κάθε χρόνο τα φεστιβάλ αυτά, θα τους ξαναδείς του χρόνου. Με τις μουσικές που πηγαίνουν. Και αξίζει τον κόπο. Χορεύεις. Κοιμάσαι με μουσική, ξυπνάς με μουσική, τι άλλο; Όντως είναι ωραία. Τι άλλο να σου πω;
Σκέφτομαι τώρα ότι και το μαγαζί σου, είναι ένα μαγαζί γεμάτο μουσική. Δεν υπάρχει βράδυ που να μην έχει μουσική.
Έχει και μουσική. Αλλά έχει μόνο μια μουσική που κουράζει άμα την ακούς πάρα πολλά χρόνια και δεν ακούς και άλλα είδη. Δεν μπορείς να ζεις με το ρεμπέτικο και το λαϊκό. Θα μου άρεσε πάρα πολύ να είχα ένα χώρο, όπου -μπορώ να το πετύχω, δεν ξέρεις- να ήταν έθνικ. Μια μέρα να βάζαμε αργεντινέζικα, άλλη μέρα να βάζαμε κουβανέζικα. Να βάζαμε πορτουγκέζικα. Να βάζαμε τσιγγάνικα, ρουμάνικα. Αυτό με λίγη προσπάθεια γίνεται, δεν γίνεται; Τζαζ. Αυτό, ναι. Όπως το συζητάω μου βγαίνουν και ιδέες. Δεν το είχα σκεφτεί. Μπορώ κάθε βράδυ να έχω διαφορετικές μουσικές. Όπως υπήρχε και ένα μαγαζί το «Follie», το ξέρεις; Αυτό είναι όπως πας την Αλεξάνδρας απάνω, το πρώτο στενό, Μεσογείων, -δε θυμάμαι το δρόμο να σου πω-, μπαίνεις μέσα. Και είναι μια μαύρη πόρτα. Χτυπάς το κουδούνι. Τώρα έχω κάτι χρόνια να πάω. Πριν την καραντίνα. Και κάθε βράδυ διαφορετικές μουσικές και υπάρχουν κοπέλες που κάθεσαι σε σειρά με 5, 5, 5, 5 και σου μαθαίνουν και βήματα. Ναι.
Και είναι παλιό μαγαζί;
Αυτό είναι πολύ παλιό. Και είναι αφτεράδικο. Πηγαίναμε μετά τα μπουζούκια παλιά εκεί και χορεύαμε. Και μπορείς να χορέψεις ελεύθερα με όποιον θέλεις και συνήθως έτσι γίνεται. Πίνεις και χορεύεις. Όντως, αν είναι ανοιχτό του χρόνου να πάμε, γιατί τώρα καλοκαίρι δε δουλεύει. Είδες τι μου πέρασε από το μυαλό, άρα υπάρχουν τέτοια μαγαζιά. Δεν κάνω πρωτοπορία σε τίποτα, φτάνει να το ξέρουμε. Είναι μια μαύρη πόρτα, δεν φαίνεται μαγαζί καθόλου.
Άρα πρέπει να το ξέρεις για να πας, δεν το βλέπεις.
Συνήθως είναι γνωστό. Το ξέρανε τότε. Αλλά τώρα με την καραντίνα, άλλαξαν πάρα πολύ τα πράγματα. Σου λέω, δεν τα παρακολουθώ και εγώ τώρα πια, γιατί κλείνομαι εδώ μέσα πολύ. Και δεν πολύ έβγαινα. Γιατί ξενύχταγα εδώ πολύ.
Λοιπόν, το μαγαζί Τζένη που το έχεις ολομόναχη, πώς καταφέρνεις να είσαι εδώ όταν έρχονται τα εμπορεύματα, να σερβίρεις, να μαγειρεύεις, να ξενυχτάς;
Μαγειρεύω, πλένω, ψωνίζω.
Λοιπόν σε ρώταγα αυτό, πώς τα βγάζεις πέρα με όλες αυτές τις αρμοδιότητες που είχες αναλάβει ταυτόχρονα στο μαγαζί.
Ένα μαγαζί απλό είναι με πέντε -πόσα- τραπέζια είναι. Δεν είναι και πάρα πολύ μεγάλο. Το καταφέρνω, δεν είναι. Δεν το θεώρησα και τόσο δύσκολο. Ε, δεν είμαι του ύπνου. Δεν κοιμάμαι και πολύ. Γενικά δεν έχω ύπνο. Κοιμάμαι πολύ δύσκολα και έχω ενέργεια πολύ. Γι’ αυτό δηλαδή.
Τι ώρα μπορεί να έφευγες από το μαγαζί και τι ώρα να ερχόσουν;
Μια ζωή έφευγα 05:00. Αλλά τότε, το πρωί είχα δουλειές. Γιατί είχα τα παιδιά, είχα πολλά πράγματα να κάνω. Τα εγγόνια, που έφευγε η Μάρω και μου τα άφηνε. Τη Τζενούλα εδώ τη μεγαλώσαμε. Με το Θοδωρή, εδώ, τότε. Σχολεία, ξέρεις. Τώρα που δεν έχω υποχρεώσεις, κοιμάμαι το πρωί. Δεν έχω προβλήματα τώρα με κανέναν. Αλλά απεναντίας τώρα, ό,τι ώρα θέλω έρχομαι. Δεν είμαι ζορισμένη. Τότε είχα ζόρια. Με τα παιδιά όλα αυτά. Τώρα ό,τι ώρα θέλω, έρθω. Έχω αυτό το φίλο μου. Γιατί εγώ κρατάω φιλίες 20 χρόνια, 30 χρόνια. Και αν δεν μου πέθαιναν κι όλοι αυτοί. Πέντε φίλους θα έκανα. Άλλοι μου έψηναν απ’ έξω, άλλοι μου ψωνίζανε. Ήταν αργόσχολοι. Δεν είχαν τι να κάνουνε και ασχολούνταν πολύ μαζί μου. Και έβρισκα όλο τέτοιους. Αλλά ήμουν άτυχη που μου πέθαναν πιο μικροί από εμένα και κάτω των 60. Και τους έχασα όλους αυτούς. Και στεναχωρήθηκα πιο πολύ και με την Καλλιόπη που πέθανε. Γιατί λέω «Εντάξει ήταν μεγάλοι -πες- πέθαναν». Τώρα αρχίζουν και πεθαίνουν και νέοι και αυτό με λυπεί. Δηλαδή να έχεις νέους φίλους. Πάει αυτή η γενιά της ηλικίας μου. Δεν τους κάνω παρέα. Δεν τους κάνω. Όχι ότι έχω τίποτα με τους ανθρώπους. Δεν έχουν τι να μου πουν. Τώρα τι να μου πει; Πόσο θα πληρώσουν το ΕΝΦΙΑ, πόσο θα είναι η πίεση του; Πόσα του δίνει ο Μητσοτάκης; Και πόσα του κρατάει; Η ρουτίνα με σκοτώνει εμένα. Αν θες να ρουτινιάσει, βάλ’ του πέντε της ηλικίας μου. Αλλά και αυτό δεν είναι απόλυτο. Γιατί μπορεί ένας να είναι 100 χρόνων. Να τον έχω δίπλα μου όλη μέρα. Να ναι το μυαλό του πιο προχωρημένο. Αλλά συνήθως τους αποφεύγω. Δεν τους πλησιάζω. Ακριβώς, γιατί τους βαριέμαι. Δεν έχουν κάτι να μου πουν. Και πολλοί από αυτούς, όχι όλοι, κά[00:50:00]ποιοι, είναι και συντηρητικούρες, συντηρητικοί. Οπότε άσε. Αυτό για μένα βέβαια. Για κάποιους άλλους όχι. Όχι, ότι δεν είναι άνθρωποι καλοί. Μια χαρά. Μ’ αρέσουν ανθρώπους να έχουν κάτι να μου πουν, να κάτσω να ακούσω ένα θέμα, να έχουν συγκρότηση. Ο άλλος να μου πει. Και προχθές ήταν εδώ ένας κύριος και ήταν πάρα πολύ σοβαρός. Και μου λέει «Να σου πω κάτι». Απ’ τα πολλά, είχαμε μπει μέσα μετά τη μουσική. Και ήταν μια χαρά σοβαρός. Και τι ήθελε να μου πει; Να φοράω πάντα φουστανάκια, γιατί αυτά μου πηγαίνουν. Το σοβαρό! Και είναι να μην νευριάσω, του λέω. «Πολύ ωραία ιδέα. Θα σε έχω στο μυαλό μου να γίνεις ο ενδυματολόγος μου» του λέω. «Να κάνεις το styling». Τι να του πω τώρα; Άμα ασχολούνται άνθρωποι με τα φουστανάκια, τι να πεις; Εγώ νόμιζα ότι κάτι να μου πει ο άνθρωπος. Μεγάλος ήταν, πενήντα τόσο. Τελικά να φοράω φουστανάκια, λέει.
Σε έχουν παρενοχλήσει ποτέ εδώ στο μαγαζί;
Ποτέ. Ποτέ. Να σε παρενοχλήσουν; Πετάνε κοτσάνες. Όπως πετάνε εκεί στο δρόμο, να περπατήσεις. Κάποια στιγμή θα μας λείψει και αυτό το κόλλημα. Γιατί πετάγανε και καμιά σπόντα στις γυναίκες, στα κορίτσια. Και τώρα τα νέα αγόρια δεν πετάνε τίποτα. Δεν λένε τίποτα. Και είχα παλιά μια Αμερικάνα που ερχότανε και κυκλοφορούσαμε. Και λέει: «Εδώ αισθάνομαι γυναίκα!». λέει. Μας λένε «Τι ωραία πόδια, τι ωραία μάτια». Λέγαν και τίποτα άσχετο και καμιά βρισιά, ξέρω εγώ. «Αλλά αισθάνεσαι -λέει- ότι περνάς και κάποιος σε κοιτάει. Στην Αμερική -λέει- δεν σε κοιτάει κανένας. Και γυμνός να βγεις και να βάλεις -λέει- στο κεφάλι ελέφαντα, ολόκληρο, δε θα σε κοιτάξει κανείς στη Νέα Υόρκη». Και μου είχε κάνει εντύπωση αυτό τότε. Και τώρα είδες πού γίνονται εδώ τα πράγματα. Γιατί τότε, ξέρεις, οι άντρες, σφύριζαν, κάτι τέτοια. Τα έχεις ζήσει αυτά; Είσαι μικρή, δεν τα έχεις ζήσει.
Τα έχω προλάβει και εγώ, δυστυχώς.
Σε χωριά;
Και στην Αθήνα.
Αυτά είναι ωραία. Ήταν χιούμορ μωρέ. Γέλαγες. Άστο καλό. Ειδικά στα καφενεία όταν πέρναγες ήταν άντρες μέσα και σφύραγαν όλοι μαζί. Γινότανε και τέτοια. Ναι. Παρενόχληση, όχι. Τώρα αυτές οι σπόντες και όλα αυτά, εντάξει. Χαβαλές ήταν. Μετά τι ο άλλος να μου κάνει; Να με παρενοχλήσει; Να μου πει τα φουστανάκια; Κυκλοφορούσα και πολύ νύχτα. Και μόνη μου. Άμα είχε η τσέπη μου λεφτά, δε με ένοιαζε τίποτα. Όπου ήθελες πήγαινες. Με το ταξί μου πολλές φορές. Κυρία. Και έτσι δεν έχανα τίποτα. Έλεγα «Αμάν, το βράδυ πού να πάω, πού να πάω, πού να πάω;». Κοίταζα το Αθηνόραμα τότε. Τι καινούργιο υπάρχει; Και έτσι εδώ Ελλάδα, δεν έχει και φόβο, μωρέ. Δηλαδή εγώ κυκλοφορώ τόσα χρόνια, ούτε εγκλήματα έχω δει μπροστά μου, ούτε βιασμούς έχω δει. Εξάρχεια ξέρω εγώ. Εντάξει, προσέχεις κιόλας. Δεν πας και να είσαι στόχος. Να έχεις ντυθεί πάρα πολύ ωραία, να κρατάς τη τσάντα σου, τα τακούνια σου, τσικι τσικι. Πας έτσι. Έτσι δεν σε κοιτάει κανείς. Γιατί σου λέει «Αυτή είναι πιο φτωχιά από εμένα. Τι να της κάνω;». Και εμπειρία είναι το 500. Στο 500 είχα γνωρίσει έναν κούκλο Αιγύπτιο που τώρα είναι σ’ ένα… Λιχτενστάιν είναι τώρα. Και δουλεύει σε μια εταιρεία, παίρνει κοντά 25.000 το μήνα ευρώ. Ναι.
Πώς τον γνώρισες;
Περίμενα εδώ στη στάση, ήρθε το 500. Και πιάσαμε την κουβέντα και είχα φτάσει Πειραιά. Δεν είχα κατέβει. Ήταν τρέλα. Κοίτα, μπορεί να γνωρίσετε τον οποιονδήποτε οπουδήποτε. Ξέρεις τι έλεγε η Μέριλιν Μονρόε; Αν και πεθαμένη αυτή τώρα, δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε αυτά που έλεγε. Έλεγε ότι αν βάλεις, ας πούμε μια σταγόνα άρωμα -το άρωμα της Μέριλιν ήταν του Chanel νούμερο 5- Κι αυτή ας πούμε πήγε στον ψιλικατζή της να πάρει τα τσιγάρα της. Και λέει: «Μπορεί να γνωρίζεις ακόμα και εκεί τον άντρα της ζωής σου. Αλλά αν δεν είναι της ζωής σου, θα είναι της βραδιάς σου». Γελάει. Δεν τα ήξερες αυτά; Αν ζούσε η Μέριλιν Μονρόε, να τα έλεγε! Από ένα θέμα πάμε σε άλλα και ανακατεύουμε πολλά πράγματα, ναι.
Μια χαρά.
Όχι, δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να κακοποιώ εγώ η ίδια τον εαυτό μου. Γιατί το πρώτο που πρέπει να συγχωρούμε κάθε πρωί είναι αυτά τα κομμάτια του εαυτού μας που τα στεναχωρούμε, τα κάνουμε να γεμίζουμε με λύπη. Και στην ουσία δεν μας επιτρέπεται αυτό. Γιατί αν σκεφτείς ότι η ίδια η φύση μάς έχει προικίσει, κι έχουμε χέρια, πόδια, μυαλό, αυτό που έχουμε. Δεν επιτρέπεται αυτό όλο το πράγμα μέσα σου να το στεναχωρείς και να το πληγώνεις. Γιατί άμα το πληγώνεις, δίνεις τις πληγές σου μετά και στους άλλους, τις ταλαιπωρίες σου, τις στεναχώριες σου. Αυτό πρέπει να το προσέξουμε για να έχουμε μέσα μας μια αυτοβελτίωση. Για να αισθανόμαστε εμείς χαρούμενοι και γεμάτοι. Έτσι δεν είναι;
Έτσι είναι, όπως τα λες.
Γιατί άμα πληγώνεις τον εαυτό σου, μιζεριάζεις τον εαυτό σου. Ναι. Και δεν αξίζει να τον στεναχωρούμε τον εαυτό μας. Και οπωσδήποτε εννοείται και τους άλλους. Και να συγχωρούμε. Γιατί δεν προχωράς ούτε ένα βήμα χωρίς τη συγχώρηση. Αυτά. Άλλο.
Άλλο. Μου μου είχες πει ότι η παντρεύτηκες πολύ νωρίς, 17 χρονών. Χώρισες 25. Πώς ήταν αυτός ο γάμος;
Ο γάμος ήταν πολύ καλός σε δημιουργία. Γιατί δημιουργήθηκαν μαγαζιά και καταστάσεις και εμπόριο μεγάλο τότε. Άλλωστε τότε φτιαχνόταν και η Αθήνα. Δεν υπήρχε Μενίδι, δεν υπήρχε. Το Μενίδι ήταν χωριό, δεν είχε ούτε καν δρόμους. Ούτε οδούς. Το Ίλιον, Καματερό. Όλα αυτά. Και όλοι ψώνιζαν έπιπλα. Έρχονταν Αθήνα τότε και ψώνιζαν. Είχαμε επιπλάδικα. Και εγώ είχα ένα μαγαζί, -19 χρονών ήμουνα τότε, είχα κάνει δυο κόρες-, Αχαρνών και Ηπείρου. Απέναντι από το Κύτταρο. Το ιστορικό Κύτταρο. Αχαρνών και Ηπείρου. Ναι. Και τώρα είναι αυτό σουβλατζίδικο, νομίζω. Και κράταγα αυτό το μαγαζί. Και ο τότε ο άντρας μου κράταγε ένα μαγαζί στην Πατησίων. Ένα μεγάλο, κεντρικό μαγαζί. Και όλη μέρα δούλευα στα έπιπλα. Τα οποία είχαμε και αποθήκες και όλη μέρα τρέχαμε τον κόσμο να ψωνίσει στις αποθήκες. Να του δείξουμε 40-50 κρεβατοκάμαρες. Κάποια κρεβατοκάμαρα θα αγόραζε από τόσες πολλές που έβλεπε. Κι ο γάμος αυτός ήταν πολύ πιεστικός. Είχε πολλή πίεση. Λόγω έλλειψης χρόνου. Όλο δουλειά, και παιδιά και όλα αυτά. Και ήταν πολύ δύσκολο τότε να χωρίσεις, και αυταρχικούς ανθρώπους. Αλλά εγώ τα κατάφερα. Και νομίζω ότι είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής μου. Και κάποια στιγμή -αυτό είναι αλήθεια- με είχε φέρει μέχρι εδώ πάνω. Έφτιαχνε σπίτια, εξοχικά, δεν σταμάταγε καθόλου. Ναι. Απληστία. Ήταν και άπληστος. Και κατά τα άλλα μια χαρά ήταν κοινωνικά, φαινόταν πρώτη μούρη, ο πρώτος γαμπρός που υπάρχει στην κοινωνία. Κάποια στιγμή άρχισα και το καλλιεργούσα μέσα μου ότι θα φύγω. Τότε χώριζες και δύσκολα, το ’76-‘77. Με είχε φέρει μέχρι εδώ πάνω, και βροντάω την πόρτα και λέω: «Άντε και γαμήσου, και φεύγω». Αλλά ήμουνα πάρα πολύ τυχερή που όταν έφυγα, δεν είχα πού να πάω, έτσι; Ήμουν φορτισμένη πάρα, πάρα πολύ. Και στη μάνα μου να πήγαινα θα την φόρτιζα χειρότερα. Θα με φόρτιζε και αυτή. «Τι έγινε; Πώς έγινε;» και αυτά. Και πάω σε ένα παγκάκι στα Εξάρχεια, το οποίο από εκεί ξεκίνησε η ζωή μου. Μέσα σε μια μέρα, δύο, βρήκα την καλύτερη δουλειά. Σε εταιρεία. Σε μια πολύ ωραία εταιρεία. Πρωτοποριακή. Υπάρχει ακόμα. Εισαγωγική. Έφερνε ρουλεμάν, παλάγκα, βαρούλκα. Τεχνική εταιρεία. Συνεργαζόταν και με το λιμάνι στην Γκάνα τότε. Και μπήκα εκεί μέσα. Πάρα πολύ καλή δουλειά αυτή. Πήρα πολύ καλή θέση. Συγχρόνως σπούδαζα. Άρχισα και πήγαινα σχολή Κοντολέφα για λογιστικά. Τελείωσα τα αγγλικά μου. Έκανα πράγματα μετά.
Πώς τη βρήκες αυτή τη δουλειά στο παγκάκι;
Με πλησίασε ένας τύπος. Και ήταν τραπεζικός. Συναλλασσόταν με αυτή την εταιρεία. Στο βοτανικό. Και μου λέει: «Πήγαινε εκεί, μπορεί να θέλουν κάποια κοπέλα». Και εγώ λέω «Μπορεί καμιά καθαρίστρια να θέλουν». Και ήταν ο Μαγκριώτης. Μεγάλο αφεντικό αυτός. Και μου λέει: «Ξέρεις εκείνο;», «Ξέρω». «Ξέρεις κείνο;», «Ξέρω». «Ξέρεις γραφομηχανή;». Ιδέα, δεν είχα, «Ξέρω», του λέω. «Ξέρεις ιταλικά;». Και ήταν όλες με διπλώματα, με πτυχία. Η μοναδική που με κράτησε ήμουνα εγώ, γιατί ήξερα να μιλάω στο τηλέφωνο εμπορικά. Ναι, από τα έπιπλα και όλα αυτά. Ας πούμε, μια κοπέλα που ήταν γραμματέας, είχε 5 πτυχία, -καλά τα λεφτά, πολύ καλά τα λεφτά για τότε- έλεγε: «Σας παρακαλώ, μπορείτε να μου δώσετε το τμήμα προμηθειών; Μπορείτε να μου δώσετε τον ταμία;». Μετά από λίγο εγώ τους γνώρισα σε όλες τις εταιρείες. Στα λιπάσματα, στη χαλυβουργική, σ[01:00:00]το αργυρό-μεταλλευμάτων και βαρυτίνης. Να σου πω τώρα εκατό εταιρείες στη σειρά, όσες θυμάμαι. Και εγώ γνώριζα τους ταμίες, το προσωπικό μέσα και πήγαινα κατευθείαν και έπαιρνα τις επιταγές. Τα έπαιρνα τα λεφτά. Και εκεί που δεν είχα τίποτα, με κάνει η πρώτη αυτός. Ναι. Και ποτέ όταν μπαίνεις σε μια μεγάλη δουλειά, αυτό είναι νόμος, να το κρατήσεις κι εσύ αυτό στη ζωή σου. Μην κλαίγεσαι ποτέ. Παίχ’ το ότι δεν έχεις ανάγκη τίποτα. Ντύσου ωραία, στολίσου και πήγαινε στη δουλειά. Γιατί κανείς δε σε λυπάται. Να σου δώσει και μια αυτή, να πας παρακάτω. Παίξ’ το ότι πιστεύεις στον εαυτό σου, και ξέρεις και κάνεις και ράνεις. Και μη ζητάς ποτέ χρήματα. Θα σου έρθουν μόνα τους. Το κατάφερα τότε. Και δούλεψα κάτι χρόνια εκεί. Και μάλιστα έχω και τα ένσημα. Κι έχω και τα ένσημα, τα οποία θα μου χρειαστούνε τώρα. Γιατί τότε σαν παντρεμένης αυτό, δεν είχα ένσημα. Είχαμε λεφτά αλλά δεν μου έκοβε να βάλω ένσημα. Δεν πειράζει. Και μετά κάποια στιγμή, είχαν μεγαλώσει τα κορίτσια. Και δε με έφταναν τα λεφτά για να κάνω πράγματα που θέλω. Να παρακολουθούν τα μπαλέτα τους, τις σχολές τους, τα μαθήματά τους. Τα φροντιστήριά τους. Έδινα μεγάλη σημασία στην παιδεία. Και ακόμα δίνω. Και πως τυχαία βρήκα; Άνοιξα το φύλλο με τις αγγελίες. Και βρίσκω ένα πολύ ωραίο μαγαζί, το οποίο είχε ορχήστρα κανονική και προσωπικό και… Και τον έλεγαν ο «Αγαπητός» αυτός. Και ήτανε μια ταβέρνα με μουσικό πρόγραμμα για 400 άτομα. Και τότε ήτανε σύλλογοι. Ο σύλλογος του τάδε χωριού, ο Σύλλογος των Ηλεκτρολόγων, του ΟΤΕ, της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑ.ΣΟ.Κ., κάθε βράδυ δουλειά. Και ζητούσε κοπέλα σε ταμείο με… εκεί που οι μισθοί είχαν φτάσει 40.000, αυτός έδινε 150 το μήνα, παρακαλώ. Ναι. Και πάω εγώ να πιάσω το ταμείο, αλλά πετάγεται μια άλλη κοπέλα -η οποία είχε ταβέρνα ο άντρας της στην Κηφισιά, πολύ μεγάλη- και πήρε αυτή σαν πιο έμπειρη. Και του λέω: «Εγώ τι να κάνω;» του λέω. Και μου λέει: «Ανέβα πάνω, -μου λέει- και ανέλαβε. Βοηθός μαγείρου». Και ήταν ο μάγειρας, ένας έτσι χοντρός. Καλή του ώρα, καλός άνθρωπος. Και εγώ βοηθός. Με 5.000 τη νύχτα. 150.000. Χοντρά τα λεφτά. Δεν τα έπαιρνε κανένας τότε. Αλλά 400 άτομα, σου έβγαινε το λάδι, έτσι; Και αναλαμβάνω εγώ κι αυτός και ξεπετάγαμε την κουζίνα. Κάθε βράδυ έπαιρνα τα λεφτά. Και αγόρασα το σπίτι. Ένα ωραίο σπίτι που μένω.
Είχες κρατήσει και την άλλη δουλειά όμως.
Όχι, έφυγα από την άλλη. Έφυγα ναι. Από 42.000, πήγα κατευθείαν στις 150. Ναι. Μαγκιά αυτό, μεγάλη. Είχα κάτι χέρια τότε! Σήκωνα κάτι λαμαρίνες. Να με έβλεπες τότε. Γυμνάστρια με λέγανε. Ήμουνα και νέα. 30 τόσο. Ήμουν κάτω από 30. Κάπου εκεί. 30 τόσο. Δούλεψα εκεί. Έβαλα γραμμάτια. Ήταν τα γραμμάτια τότε. Θα έχεις ακούσει από τους γονείς σου. Δεν είχαμε τράπεζες, που πας και παίρνεις δάνειο. Έδινες κάνα 2-3 εκατομμύρια μπροστά. Κι άμα ήταν 7 εκατομμύρια, τα έκανες σε γραμμάτια. Αλλά κάθε μήνα έπρεπε να πληρώνεις. Ε και δούλεψα υπερβολικά. Κάπου 2-3 χρόνια. Και ξεχρέωσα ένα σπίτι που έχω. Μονοκατοικία. Στο λόφο Σκουζέ. Με αυλή. Πολύ ωραίο σπίτι! Και μετά τα παρατάω όλα αυτά. Και εκεί ξεκινάει η ωραιότερη μου φάση, ο δρόμος. Να πουλάς βραχιολάκια και πράγματα στο δρόμο. Πάρα πολύ το χρήμα εκεί. Πολύ ωραία εμπειρία. Γνωρίζω και τον πατέρα του γιου μου μετά. Με φάγαν τα χρόνια. Ναι και μια δόση. Ζούσε η μητέρα μου τότε και της άφηνα τις κόρες μου. Πάντα έβρισκα σπίτια κοντά στη μητέρα μου. Η οποία πέθανε 100 χρονών, πάρα πολύ γερή. Τα παιδιά μου γίναν αυτόνομα. Από 12 χρονών, τους άρεσε να είναι μόνες τους, να γυρίζουν όπου θέλουν. Να διαβάσεις το βιογραφικό της Μάρως, τα γράφει αυτά. Και βρίσκω μια άκρη πάρα πολύ φτηνή, και ήθελα να πάω Βενετία. Ακόμα η Βενετία είναι πάμφθηνη. Θα σου πω πώς θα πας. Μέχρι την Πάτρα και παίρνεις το καράβι. Δε χρειάζεται να έχεις καμπίνα. Πας έτσι χύμα. Και μετά κάθομαι κάνα δυο-τρεις μέρες στη Βενετία και παίρνω ένα τρένο και πάω Φλωρεντία. Όπως καθόμουνα έτσι και έπινα καφέ, ήταν μια παρέα με Έλληνες. Και ακούω ελληνικά. Και βλέπω ένα τύπο, ο οποίος μου κέντρισε το... πώς τον βλέπεις κάποιον και τρελαίνεσαι; Ναι. Και δεν ανταλλάξαμε πολλά, πολλά. Γιατί φύγανε αυτοί, η παρέα. Αλλά μου έμεινε εμένα. Άκου. Ήξερα όμως ότι είναι Έλληνας και κάπου στην Αθήνα ότι μένει. Γιατί λέγανε, λέγαν για Αθήνα. Και άκου να δεις. Μια δόση, πήγαινα τα παιδιά κολυμβητήριο στην φοιτητική εστία. Υπάρχει ακόμα. Τώρα δεν υπάρχει. Ξέρεις πού είναι η φοιτητική εστία; Εδώ Πατησίων; Από κάτω έχει πισίνα. Στέλναμε τα παιδιά τότε κολυμβητήριο. Ήταν προπονητές και τέτοια. Μικρά τα παιδιά. Και βαριόμουν εγώ να πάω να κάθομαι να βλέπω το μάθημα στην πισίνα και έκανα βόλτες εκεί στην Πατησίων. Και όπως χάζευα εκεί μια βιτρίνα, περνάει ένα Mini Cooper. Και ήταν αυτός μέσα από τη Φλωρεντία. Ζωγράφος. Και τον πιάνω στο φανάρι, και του χτυπάω το τζάμι. Ανοίγει. Ένα Mini Cooper. Και λέω: «Σε θυμάμαι -του λέω- πριν ένα μήνα, 5 μήνες, δεν ξέρω πόσο, που ήσουν στη Φλωρεντία με μια παρέα». Και κάνει αυτός: «Περίεργο, από πού και ως πού;». Και σταματάει πιο λίγο να τα πούμε. Και του λέω: «Ήσουν με μια παρέα και καθόμουν μόνη μου. Δε με είδες. Είχατε μεγάλη παρέα». Είχανε κάνει και έκθεση στην biennale τότε. Κάτι τέτοιο, αυτοί. Και μπουρου μπουρου, μπουρου μπουρου, τα φτιάχνω μαζί του. Και αυτός, πέρασα φανταστικά. Γιατί έκανε εκθέσεις. Ήτανε ζωγράφος του δρόμου, δηλαδή πάντα, δεν ξέμενε από λεφτά ποτέ. Ήταν πολύ ωραίος στο καρτούν. Να σου κάνει σε πέντε λεπτά την γελοιογραφία σου. Και όταν έβγαινε αυτός στα νησιά, το καλοκαίρι, στο δρόμο, έπαιρνα και εγώ τις κόρες μου και καλογλυκάθηκα εκεί και πουλάγαμε βραχιολάκια. Τα οποία τα πλέκαμε και μόνες μας. Όλη μέρα πλέκαμε στα κάμπινγκ, στις πισίνες, στα τέτοια, στις θάλασσες. Και το βράδυ πουλάγαμε. Και μετά είχα και γωνιά δική μου στην Πλάκα. Πώς τον λένε αυτό τον δρόμο; Το μεγάλο δρόμο. Εν τω μεταξύ τότε, εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν στο δρόμο να πουλάνε πράγματα. Είμασταν δυο-τρεις όλοι και όλοι. Περνάγανε οι μπάτσοι, τους λέγαν «Μάσ' τα, μάσ' τα, μάσ' τα». Μετά φεύγαν αυτοί, ξαναανοίγαμε εμείς. Αδριανού, ναι. Το χειμώνα Αδριανού, το καλοκαίρι γυρίζαμε. Και κάποια στιγμή αρχίναγα και έπαιρνα εμπορεύματα από παιδιά που είχαν πάει Ινδίες, που είχαν πάει Νεπάλ. Και έπαιρνα σάκους ολόκληρους. Και έδινα 100.000, 50.000 και έβγαζα 500.000. Σκουλαρίκια, δαχτυλιδάκια, σκατουλάκια. Και ειδικά τουρίστες ψώνιζαν πάρα πολύ. Δυο σεζόν είχα πάει Κέρκυρα. Είχα αρχίσει και μίλαγα ιταλικά. Τα χρώματα, τα τέτοια. Γι’ αυτό μάθαν πολλές γλώσσες οι κόρες μου. Ξεκίνησαν από αυτό, ναι η Μάρω. Είχα μια βιτρίνα, και η Μάρω, στην πλατεία λιστόν, πήγαινε μια περασάδα, έτσι, τα ξεπούλαγε όλα. Μικρή ήταν. Μέχρι και αράβικα μίλαγε τότε. Και μετά, όταν έμεινα έγκυος στον Θόδωρο, -δεν το παντρεύτηκα βέβαια αυτό το πράγμα, δεν ήμουνα για παντρειές, αυτόν τον άνθρωπο,- λέω δεν μπορεί να είμαι στο δρόμο με μικρό παιδί, τώρα. Και είχα μαζέψει λεφτά και αγόρασα αυτό το μαγαζί. Ναι. Εδώ. Και είχα το κλειδί μου. Και έμπαινα μέσα, με το Θοδωρή μου μικρό στο καρότσι. Ξεκίνησα έτσι και πήγαινε πολύ καλά τότε αυτό το μαγαζί. Πάρα πολύ καλά. Δεν υπήρχαν άλλα γύρω γύρω. Ήμασταν εγώ και ένα καφενείο απέναντι. Τίποτα άλλο. Είχε πάρα πολύ δουλειά και έβγαζα πάρα πολλά χρήματα και ήμουν πολύ ευτυχισμένη. Ήμουν γιατί έκλεινα το μαγαζί, έπαιρνα τα παιδιά και γυρίζαμε. Ποια άλλη μάνα το κάνει αυτό; Ερχόταν Πάσχα και μεγάλη Τετάρτη ήμασταν στον Πειραιά. Και τους έλεγα: «Ρε παιδιά, ποιο καράβι να πάρουμε; Πού θέλετε να σας πάω;». Λέγαν «Σαντορίνη» πηγαίναμε. Πήγαμε στη Μήλο. Πήγαμε Κρήτη. Με τα βραχιολάκια, ναι, ήταν ωραίες εποχές. Δε μπορείς να φανταστείς ο δρόμος τι σου πρόσφερε τότε. Σε άλλους μας δίνανε δώρα. Ψωνίζανε. Ναι, ωραίες περιπέτειες όλα αυτά. Και μετά στρώθηκα εδώ δουλειά. Και καλά με πήγε. Σαν απολογισμός δηλαδή όλα αυτά. Ήταν ωραία.
Οι κόρες σου πια πόσο χρονών ήταν όταν άνοιξες αυτό το μαγαζί;
Η μία τελείωνε το Λύκειο και η άλλη ήταν… Η κόρη μου πέρασε χημικός τροφίμων ποτών-οινολόγος στο πανεπιστήμιο. Και είχε διαβάσει πάρα πολύ. Τη θυμάμαι με ένα νυχτικό να κάθεται να διαβάζει. Και η άλλη μου κόρη πέρασε ΤΕΙ πληροφορικής στο Αιγάλεω. Η μία τελείων[01:10:00]ε και η άλλη πήγαινε Δευτέρα Λυκείου. Δύο χρόνια διαφορά έχουν.
Και η Μάρω τελικά πώς έγινε φωτογράφος;
Η Μάρω έγινε φωτογράφος γιατί εγώ κάποια φορά -είχα και εγώ την τρέλα με τη φωτογραφία. Και μάλιστα κάποια στιγμή είχα δώσει ένα μισθό ολόκληρο και είχα πάρει μια «Agfa» γερμανική. Και μου την είχε φέρει ένας φορτηγατζής. Και ήταν η μηχανή που ονειρευόσουν για τότε να την έχεις. Και θυμάμαι ένα μήνα δεν τρώγαμε γιατί είχαμε αυτή τη μηχανή στα χέρια μας. Ήταν τότε που δούλευα στην εταιρία με το μισθό. Είδες που σου είπα, Μεγάλη Τετάρτη τις πήγαινα τις κόρες μου όπου θέλανε. Και πάμε Άγιο Νικόλαο, Κρήτη. Και πού την έχανες, πού την έβρισκες τη Μάρω, είχε γυρίσει όλη την πόλη. Έχεις πάει Άγιο Νικόλαο, Κρήτη. Είναι φανταστικό να φωτογραφίζεις. Δε σου λέω πώς, γιατί θα τύχει να πας και θα με θυμηθείς. Και μετά η Μάρω, το γράφει στο βιογραφικό της, μέναμε κάπου κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα. Και πού την έχανες τη Μάρω, πού την έβρισκες, έπαιρνε τη μηχανή και γύριζε όλο το Μεταξουργείο, πλατεία Βάθη. Και φωτογράφιζε τις περίεργες γυναίκες που έρχονταν με τα μαντίλια τότε, από επαρχία. Έρχονταν Αθήνα. Ακόμα είχε φωτογραφίσει και κάτι τσιγγάνους που είχανε κάτι αρκούδες που χόρευαν. Τα έχεις προλάβει εσύ αυτά;
Όχι.
Είχαν κάτι αρκούδες. Και οι τσιγγάνοι τους βάραγαν το ντέφι και χόρευαν οι αρκούδες. Κάτι τέτοια. Με χαλκάδες. Τα απαγόρεψαν αυτά μετά. Και πήγαινε σε πορνεία μέσα και φωτογράφιζε τις τσατσάδες και αυτά. Είχε υλικό. Αυτή ήταν η ζωή της. Τότε δεν υπήρχε και κίνδυνος και τέτοια. Ναι. Και κάποια στιγμή μου λέει, όταν μπήκε Πανεπιστήμιο, «Θέλω να γίνω φωτογράφος». Διάβασε το βιογραφικό της, τα γράφει όλα. Και τη γράφω σε μια σχολή, η οποία ήταν η πιο ακριβή σχολή της Αθήνας, η «Focus» τότε. Με φοβερούς δασκάλους. Αλλά μετά την παράτησε τη σχολή γιατί ήταν πανάκριβη. Έφτιαξε ένα σκοτεινό θάλαμο και άρχισε μόνη της. Και όταν πήγε στον πρώτο χρόνο, στο πρώτο έτος στο Πανεπιστήμιο, μου λέει, -δεν ήταν καταναλωτικό άτομο, δηλαδή δε ζητάει πράγματα-, και μου λέει: «Το μόνο που θέλω από σένα είναι να μου δώσεις 100.000», τότε. Και πάει και παίρνει φιλμς. Και με αυτά τα φιλμς σηκώνεται 19 χρονών παιδί και πάει Ινδία. Δεν το έχει κάνει κανένας. Κάθεται 3 μήνες, πόσο κάθεται. και γυρίζει. Και μετά πάω εγώ τη γράφω -είχε κλείσει τα 18 πια, 18 δε μπορούσες- τη γράφω εφορία και ΤΕΒΕ για να δίνει τιμολόγια δικά της. Και ξεκινάει στο ΒΗΜΑ, Ελευθεροτυπία, ΝΕΑ, Καθημερινή. Σε όλα τα περιοδικά. Και πούλαγε θέματα. Και με αυτά τα λεφτά σπούδαζε και ταξίδευε και έκανε πολλά πράγματα. Συγχρόνως τελείωσε και την οινολογία. Είχε νοικιάσει σπίτι στη Βαρκελώνη και δούλεψε κάτι χρόνια στα κρασιά «Tores», της «Villa Franca». Οπότε είχε σπίτι, πεταγόμουνα και εγώ Βαρκελώνη. Πολύ ωραία η Βαρκελώνη. Αξίζει να πας. Και μετά πούλαγε συνέχεια θέματα. Και ήταν αυτόνομη. Ζούσε με τα δικά της χρήματα, έκανε ό,τι ήθελε, ταξίδευε πολύ και πήγε πολύ καλά η ζωή της.
Τι ωραία! Εσύ τώρα Τζένη τι προσδοκίες έχεις για το μέλλον;
Το μέλλον είναι αόρατο. Κανένας δεν το ξέρει. Ξέρεις ποτέ τι θα συμβεί σε πέντε χρόνια; Οπότε δεν έχω προσδοκίες τέτοιες. Προσδοκίες έχω να κάνω κάποιο έργο φιλανθρωπικό, αν ποτέ έχω... Έχω αφθονία μέσα μου, με αισθήματα. Και μπορεί κάτι να κάνω. Αλλά αυτό είναι μέσα στο μυαλό μου. Γιατί έχω κάτι τεράστια κτήματα από τους γονιούς μου στην Καλαμάτα. Και θα ήθελα πάρα πολύ να τα χρησιμοποιήσω αυτά να φτιάξω μια κατασκήνωση για ΑμεΑ. Αλλά επειδή είναι πάρα πολύ ζόρικα και δε θα τα αντέξω πιστεύω τα γραφειοκρατικά, αν βρω ανθρώπους να με βοηθήσουν… Γιατί εγώ τη γη δεν μου την παίρνουν, εκεί θα μείνει η γη, δική μου είναι. Πρέπει να βρω συλλόγους με γονιούς από παιδιά τέτοια, φορείς, τέτοια. Γιατί αξίζει τα κτήματα αυτά. Είναι φλατ, επίπεδα. Και είναι μέσα σε χωριό. Να γίνουν κάτι τέτοιο. Και το σκέπτομαι αλλά νομίζω δε θα αντέξω τα γραφειοκρατικά και όλα αυτά. Αν τα άντεχα ή αν είχα ανθρώπους δίπλα μου... Γιατί θα βρούμε χορηγούς. Χορηγοί υπάρχουν για τέτοια έργα. Αλλά δεν ξέρω. Αν έχω τότε διάθεση να ασχοληθώ με τις γραφειοκρατίες. Αλλά μπορεί να με βοηθήσουν οι γονείς των παιδιών αυτών. Γιατί έχουν συλλόγους αυτοί οι άνθρωποι για τα παιδιά τους. Αυτό θα μου άρεσε να το κάνω τώρα πια. Ναι. Είναι μέσα στη σκέψη μου. Αν δεν ήταν δηλαδή το γραφειοκρατία, να τρέξεις στα γραφεία και τέτοια, αφού η γη υπάρχει, τα δέντρα υπάρχουν. Δεν τα πειράζει κανείς τα δέντρα. Οι ελιές δηλαδή θα υπάρχουν. Να κόψουν και δέκα ελιές, δε με νοιάζει. Ούτε ζώα από τα κτήματα. Αλλά αξίζει να γίνει αυτό γιατί δεν υπάρχει στη Μεσσηνία ένα τέτοιο πράγμα.
Ευχαριστώ πάρα πολύ Τζένη!
Τελειώσαμε;
Για όλα αυτά τα ωραία που μοιράστηκες μαζί μας. Να είσαι καλά!