© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η Τάνια και η ζωή της πριν και μετά την επέμβαση διόρθωσης φύλου τη δεκαετία του '70 (Μέρος Α')

Κωδικός Ιστορίας
12803
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Τάνια "Ψευδώνυμο" ()
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/02/2021
Ερευνητής/τρια
Αγγελική Αγαλιανού (Α.Α.)
Α.Α.:

[00:00:00]Καλημέρα σας, θα μας πείτε το όνομά σας;

:

Τάνια.

Α.Α.:

Τέλεια. Είμαι με την Τάνια, είναι 21/02/21, εγώ ονομάζομαι Αγγελική Αγαλιανού, είμαι ερευνήτρια για το Istorima και ξεκινάμε. Λοιπόν, ξεκινάμε λοιπόν, Τάνια, κατ' αρχάς, να ξεκινήσουμε με ένα σύντομο βιογραφικό, ας πούμε –

:

Μάλιστα -

Α.Α.:

Πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες, πότε γεννήθηκες;

:

Σε μια επαρχία της Μακεδονίας, ακριβώς;

Α.Α.:

Ό,τι θέλετε.

:

Σε μια επαρχία της Μακεδονίας. Κατερίνη.

Α.Α.:

Τέλεια. Και μεγάλωσες εκεί, λοιπόν;

:

Μέχρι 13 ετών.

Α.Α.:

Σήμερα λοιπόν, θα μιλήσουμε για το γεγονός ότι - πότε βασικά συνέβη η επέμβαση αλλαγής;

:

45 χρόνια. Πριν 45 χρόνια.

Α.Α.:

Θα μιλήσουμε λοιπόν για την επέμβαση αλλαγής φύλου, που κάνατε πριν από 45 χρόνια -

:

Διόρθωση φύλου. Δεν άλλαξα τίποτα ποτέ! Διόρθωση φύλου, αυτό. Έτσι ήμουνα, έτσι είμαι, δεν έκανα τίποτα και μόνο διόρθωση φύλου έχει γίνει.

Α.Α.:

Λοιπόν, θα ήθελα να ξεκινήσουμε από την αρχή, να το πάρουμε το πράγμα.

:

Μάλιστα.

Α.Α.:

Από το πότε αρχίσατε να νιώθετε ότι το σώμα αυτό -

:

Ανήκει αλλού. Από μωρό, από μωρό. Πάντοτε φορούσα φουστανάκια, η μαμά μου, μου τα έβγαζε. Εγώ τα φορούσα πάλι, το ήξερε η μαμά μου. Αλλά ήμουν ένα πολύ καλό παιδάκι κι άρχισα να υποψιάζομαι. Αυτό πολύ με ταλαιπώρησε μέχρι τα 18 μου. Μετά άρχισα να βγαίνω, να πηγαίνω να διασκεδάζω στην Πλάκα. Τυχαία βρέθηκα σε ένα μαγαζί. Εκεί είδα περιπτώσεις δικές μου. Άρχισα να πηγαίνω πιο συχνά, κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, γνώρισα φίλες, φίλους και με ξυπνήσανε. Εγώ το χάρηκα αυτό. Μετά από χρόνια, η εμφάνισή μου ήταν τελείως θηλυπρεπής - πάντοτε ήμουν ένα αγοράκι θηλυπρεπής - και ήθελα, μόλις έμαθα ότι γίνεται διόρθωση φύλου, ήθελα πληροφορίες, να μάθω πώς, τι. Δεν υπήρχαν και τα χρήματα. Κάποια στιγμή, είχα κάνει κάποια γνωριμία μ' έναν νεαρό. Αυτός δεν κατάλαβε ποτέ τίποτα, ποτέ! Προσπαθούσαμε να βγαίνουμε κι εγώ πάντοτε ήμουνα συγκρατής, πάντοτε συγκρατής. Δε με πίεζε, ήτανε πολύ καλός άνθρωπος. Κάποια στιγμή, του λέω: «Εγώ έχω κάποιο πρόβλημα, πρέπει να φύγω στο εξωτερικό, να κάνω κάποια εγχείριση γυναικολογική». «Τι είναι αυτό; Θα σου δώσω εγώ τα λεφτά!». Μου δίνει 300.000 - 300.000 τότε ήτανε λεφτά – και η μητέρα μου ήτανε στη Γερμανία, δούλευε εκεί. Πάω εκεί στη Γερμανία και μου τα αλλάζουνε τα χιλιάρικα σε μάρκα και με βάζουνε στο αεροπλάνο και φεύγω από Φρανκφούρτη για Μαρόκο, Καζαμπλάνκα. Πάω στην Καζαμπλάνκα, παίρνω ένα ταξί, αλλά φοβόμουνα, μου λέγανε οι άλλες οι φίλες μου, μου λέγανε: «Μην τυχόν και δείξεις χρήματα, γιατί σκοτώνουνε, νύχτα είναι -εκείνη την εποχή το '78 περίπου ήτανε, δε θυμάμαι καλά- δε θα δείξεις. Πάρε ένα ταξί και πάνε σ' αυτό το νοσοκομείο» το οποίο λέγεται Clinique du Parc. Πάω, βρίσκω ένα ταξί, δεν υπήρχανε, ήταν κάτι ιδιωτικά ΙΧ σαν ταξί. Και βλέπω και μία αστυνομικίνα. Μου ρώτησε, λέω: «Εγώ πάω Casa» «Πειράζει – λέει - να μπω κι εγώ;». Λέω: «Κανένα πρόβλημα». Εγώ το χάρηκα, σαν αστυνομικός, το χάρηκα. Φτάνουμε Casa, «Δε θα πεις -μου είπανε- ότι πας στο νοσοκομείο, γιατί ξέρουνε εκεί. Μόλις φτάσεις εκεί, πες ότι θέλω Clinique Du Parc». Μόλις έφτασα εκεί κοντά, λέω: «Please, Clinique Du Parc», χωρίς να ξέρω γλώσσα, χωρίς τίποτα. Πάω βλέπω μία, έτσι σαν πανσιόν, χτυπάω την πόρτα, μπαίνω μέσα, βγαίνει μία μαύρη, αραπίνα. Και μου λέει: «Οh, please». Λέω: «Please, θέλω Dr. Burou». «Οκ, οκ», μου λέει να κάτσω κάπου και τηλεφωνάει τον γιατρό. Με βάζει σ' ένα δωμάτιο νοσοκομείου και έρχεται ο γιατρός αργότερα, με κοιτάει, με εξετάζει και μου λέει: «Οκ». Την ίδια ημέρα, μου κάνουν εξέταση αίματος, όλα, όλα, καρδιολογικά και κατευθείαν, καλή μου, με βάζουν στο χειρουργείο. Κατευθείαν με βάλαν στο χειρουργείο, μάλιστα! Ούτε χρόνο δεν περιμένανε, γιατί μου λέγαν οι άλλες: «Εάν δεν ξυπνήσεις, σε πετάν στο φούρνο και σε καίνε -μου λέγανε- Το ρισκάρεις;». Λέω «Το ρισκάρω!». Κατάλαβες; «Το ρισκάρω», λέω. Τόση ήταν η επιθυμία μου, για να το κάνω. Μετά, δεν ξέρω, από πόσες ώρες, αρκετές ώρες, ξύπνησα και μου κάνει η αραπίνα: «Οk, ok, woman!» ότι είμαι γυναίκα. Ναι. Εγώ χαρά, αλλά κοιτάω δεμένη, χέρια, πόδια, όλα ήτανε δεμένα, δεν μπορούσα να κουνηθώ. Συνεχώς μου κάνανε ενέσεις, για να μην πονάω. Περάσανε πέντε-έξι μέρες, άρχισα να συνέρχομαι, μου κάνανε μασάζ, όλα αυτά, και σε δεκαπέντε μέρες, μου ετοιμάζουν τα χαρτιά να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα. Ναι. Με την Air Maroc, θυμάμαι. Με παίρνει το ταξί, με πάει στο αεροδρόμιο, αλλά μες στο αεροδρόμιο λιποθύμησα! Είχα χάσει αίμα φαίνεται, είχα αδυναμία, λιποθύμησα. Κάπου με συνεφέρανε, μπαίνω στο αεροπλάνο και κατά κακή μου τύχη, το αεροπλάνο επάνω από την -Μεσόγειος είναι;- κάνει πολλές αναταράξεις και μου φεύγει το τραπέζι και μου 'ρχεται και με χτυπάει, κάτι πιάτα και με χτυπάνε στο πρόσωπο. «Αχ -λέω- Χριστέ μου, τι έγινε!». Τώρα, κάποια στιγμή, ησυχάζει αυτό, ο πιλότος φώναξε ότι έχει αναταράξεις, αλλά εγώ δεν το καταλάβαινα. Φτάνω Ιταλία - μέσω Ιταλίας - φτάνω Ιταλία, από εκεί παίρνω την Ολυμπιακή κι έρχομαι στo αεροδρόμιο. Κάποια στιγμή, βλέπω το φίλο μου και με περίμενε απ' έξω. Πώς έμαθε ότι έρχομαι μέσα από – ξέρανε ότι υπάρχει αυτή η ανταπόκριση φαίνεται - και με περίμενε στο αεροδρόμιο - ’70, 75 -  '78 περίπου εκεί ήτανε. Και έτσι τελείωσε η ιστορία μου. Άργησα όμως να κάνω τα χαρτιά μου για την ταυτότητα. Είχα μια, την Παναγιώτα, δικηγόρος πολύ καλή αυτή. Έκανε τα χαρτιά μου, πήγαμε μαζί της στην Κατερίνη, γιατί εκεί έπρεπε να αλλάξω, τα δημοτολόγια μου ήταν εκεί. Και όταν έκανε το δικαστήριο, ο δικαστής λέει, βάζει ένα τετράδιο στο πρόσωπο να μη φαίνεται: «Η πρώτη περίπτωση εδώ -λέει- τι είναι αυτό;» λέει. Φωνάζει τη δικηγόρο μου και πάει η δικηγόρος μου εκεί κοντά και της λέει: «Πότε αλλάξατε φύλο;». «Όχι εγώ -λέει- είναι η κοπέλα» για μένα. «Καλά έκανες κορίτσι μου -μου λέει- καλά έκανες». Η δικηγόρος μου ήτανε πιο ανδροπρεπής από μένα, εγώ ήμουνα 55 κιλά, 1.60. Οι πρώτες ορμόνες που είχα κάνει, είχα γίνει πολύ, πάρα πολύ ωραία, ένα πολύ ωραίο κορμί, πάρα πολύ ωραίο κορμί. Ήρθα εδώ, μετά από καιρό, έγινα καλά, έβγαινα στην Πλάκα, «Ω, καλώς τη ζωντανή νεκρή!». Αυτές που δεν μπορούσαν να το κάνουνε, μου λέγανε: «Τώρα δε θα έχεις επαφές, δε θα μπορείς να έρθεις σε οργασμό, δε θα μπορείς έτσι…», κι εγώ τρελάθηκα! Παθαίνω ένα εγκεφαλικό απ' τη στενοχώρια μου και βγάζω αίμα από το στόμα μου, κουβάδες αίμα. Με τρέχουν τ' αδέλφια μου κι ο φίλος μου στο νοσοκομείο, με εξετάζουνε, τα πάντα, με πάνε στο Ιπποκράτειο, τίποτα δε βρίσκουνε, μια χαρά. Το πρωί σταματάει το αίμα, λέω: «Θα πεθάνω τώρα». Την άλλη μέρα, την ίδια ώρα, πάλι αιμορραγία από το στόμα μου, απ' τη στεναχώρια μου, μήπως δεν έκανα καλά; Αλλά και να πεθάνω, δε με νοιάζει, λέω, θα είμαι έτσι. Πάμε, τότε 3ης Σεπτεμβρίου ήτανε ο Ερυθρός Σταυρός εκεί, το νοσοκομείο - είσαι μικρή δεν τα πρόλαβες - πάω εκεί και τότε, μου είπανε ότι είναι εγκεφαλικό, το οποίο έσπασε μια αρτηρία και ξεθύμανε. Εγώ αισθανόμουν μια χαρά, δεν αισθανόμουν τίποτα. Πάρα πολύ καλά. [00:10:00]Έτσι, έζησα μια χαρά, πέρασα ωραία, τα βράδια διασκέδαζα, το απόγευμα πήγαινα δούλευα το ταξάκι μου πάντοτε, είχα τα ένσημά μου, παίρνω σύνταξη από το ταξί και έζησα πάρα-πάρα πολύ ωραία. Δεν έχω κάνει, δηλαδή, η δικιά μου η φουρνιά και τα παιδιά, όλα ήταν από καλές οικογένειες. Δεν είχανε με πεζοδρόμια και τέτοια. Συναντιόμαστε όμως και μ' αυτές, ήταν καλά παιδιά πολλές, αλλά δεν πηγαίναμε, δεν ήταν… μου λέγανε: «Τάνια, μην κάνεις παρέα μ' αυτήνα, είναι έτσι, πάει, βγαίνει πεζοδρόμιο, ξέρεις, απ' τα ποτήρια μας να μην πίνει» κατάλαβες; Είχα αυτό το πρόβλημα.\ Αλλά είχα μια ατυχία. Ο φίλος μου αυτός, δε μ' άφηνε να βγω καθόλου έξω, με είχε κλείσει μέσα. Ζήλευε. Αν σου πω ότι εγώ είχα ένα πρόβλημα από παιδάκι. Είχα δει ένα περιοδικό τον Μάρλον Μπράντο «Λεωφορείο ο πόθος». Και τότε, τον ερωτεύτηκα τον Μάρλον Μπράντο πλατωνικά και ήθελα να βρω άντρα σαν τον Μάρλον Μπράντο. Και τον πέτυχα! Αυτός! Ίδιος σου λέω! Το κορμί, η καρδιά, η εμφάνιση, τι να σου πω! Πέρασα πάρα πολύ ωραία. Θα σου πω και μια ωραία ιστορία. Η μαμά μου, μου λέει: «Έλα στη Γερμανία, έλα στη Γερμανία», λέω κι εγώ: «Βρε μάνα, δεν μπορώ να έρθω», δεν το ξέραν οι γονείς μου ότι είχα τελειοποιηθεί, ότι έκανα αυτό κι αυτό. «Έλα βρε, έλα, έλα». Παίρνω κι εγώ να φύγω, ήταν το '74, με το Πολυτεχνείο, φασαρίες με το Πολυτεχνείο, κάνω: «Τι θέλεις μαμά, να φέρω;», «Τίποτα να μη μας φέρεις, ένα καρπούζι φέρε μας». Παίρνω ένα καρπούζι - τώρα μες στο τρένο, το «Ακρόπολις» τρεις μέρες μες στο τρένο - και μία κότα, ζωντανή! Μες στη Γιουγκοσλαβία, μου έφυγε η κότα, πέταξε κι έφυγε! Τώρα είμαι εγώ μικρό, ένα κοκαλιάρικο, αλλά πανέμορφο. Τα μαλλιά μου ήταν μέχρι εδώ, πάρα πολύ - αφού με τις χημειοθεραπείες, κοίταξε και πάλι έχω μαλλιά, ναι – όμως εγώ τώρα, λέω, οι συγγενείς με περιμένουνε εκεί στη Γερμανία «Εμείς -έλεγε η μάνα μου- δεν μπορούμε να 'ρθουμε στην Ελλάδα, γιατί χτίζαμε το σπίτι μας εδώ, πώς θα έρθουμε; Δεν μπορούμε. Έλα εσύ». «Αχ, βρε μαμά, έχω… Δεν είμαι, έχω μακριά μαλλιά». «Δεν πειράζει και οι hippies έχουν μακριά μαλλιά». «Αχ βρε μάνα -της λέω- και τα στήθια μου, φαίνεται τρώμε πολύ κοτόπουλο». Είχα κάνει τις πρώτες ορμόνες και έγινα Θεά! Τώρα είμαι 75 χρονών. Και επάνω στο τρένο, όπως καθόμουν κι έκλαιγα στο παράθυρο έτσι, κι έφευγε το τρένο, περνά 2-3 φορές ένας νεαρός και: «Εσύ πολύ μελαγχολική είσαι, γιατί;», «Άσε μας -του λέω- ρε φίλε, άσε με στην ησυχία μου». Ξαναπερνάει, γυρίζω έτσι και τον κοιτάω, λέω: «Τι Θεός είναι αυτός!» πήρα τα πάνω μου. Όταν σου λέω Θεός, σ' αυτό το στυλ που έψαχνα πάντοτε, στο στυλ του Μάρλον Μπράντο και στο μπόι ψηλό, έτσι κάθεται δίπλα μου και μου μιλάει. Συζητούσαμε, συζητούσαμε, σιγά-σιγά ήρθαμε κοντά, μ' αγκάλιασε, με φίλησε, μου φίλαγε τα χέρια, όλα αυτά. «Τι έχεις -μου 'λεγε- τι έχεις;», «Τίποτα». Τρεις μέρες τώρα, μες στο τρένο, δυόμιση μέρες περίπου και νύχτες, συνέχεια μιλούσαμε, αγκαλιά, στα σκαλιά του τρένου, εκεί που βγαίνει η πόρτα. Φτάσαμε στη Γερμανία, αυτός θα κατέβαινε, μου λέει: «Δως μου διεύθυνση, κάπου να σε βρω». Πού να δώσω εγώ διεύθυνση! Τίποτα. Λέει: «Στην Αθήνα;». Του δίνω τη διεύθυνση της Αθήνας και μου έστελνε, είχε γεμίσει το γραμματοκιβώτιο με γράμματα. Τέλος πάντων, αυτός κατεβαίνει Στουτγκάρδη κι εγώ φεύγω για Φρανκφούρτη. Εκεί η μάνα μου, σαν να της είπα της μάνας μου: «Μη φέρεις κανένα συγγενή, μόνη σου θα 'ρθεις στο σταθμό». Τα γράμματα, τότε τα γράμματα, δεν υπήρχαν τηλέφωνα. Έκανε ένα μήνα να πάει το γράμμα. Και σαν να της είπα: «Φέρε όλο το σόι». Και βλέπω ότι έφερε όλο το σόι η μάνα μου. Πού να με γνωρίσουν εμένα; Πού να με γνωρίσουν! Εγώ τότε -ξέχασα να σου πω- είχα τελειώσει και το στρατιωτικό. Πήγα! Διαγωγή εξαίρετη! Θα σου πω άλλη ιστορία γι' αυτό. Και πάω, η μάνα μου: «Δεν ήρθε -λέει- το παιδί μας, δεν ήρθε το παιδί μας». Και κάποια στιγμή, πως γυρνάει και με κοιτάει, της κάνω εγώ έτσι [κλείνει το μάτι]. Κάνει η μάνα μου: «Να περιμένεις εκεί», μου λέει. Φεύγουν όλοι, «Δεν ήρθε φαίνεται». Φεύγουν όλοι κι έρχεται η μάνα μου και με παίρνει: «Αχ τι θα κάνω τώρα, πώς θα σε πάω στο σπίτι, τα κουτσομπολιά», ειδικά του πατέρα μου του αδερφού η γυναίκα ήταν η πρώτη κουτσομπόλα. Και λέει ο πατέρας μου: «Δεν τους ενδιαφέρει κανέναν. Το παιδί μας θα το υποστηρίξουμε - κι η μάνα μου - κι ας σκάσουν όλοι». Και βγαίνει ο πατέρας μου, μαζεύονται όλοι και τους λέει «Η - ναι τέλος πάντων- έγινε έτσι κι έτσι κι έτσι, δε θέλω κιχ! Κιχ δε θέλω!». Όλοι το σεβαστήκανε και ξέρεις πώς όλο το σόι μ' αγαπάει! Κι εδώ η γειτονιά μας, ένας γάμος να γίνει, στα πρώτα τραπέζια έχουνε κι εμένα και τα αδέλφια μου μαζί. Οι παλιοί μου γειτόνοι, που μεγάλωσα εδώ, μετά τα 13 μου χρόνια. Τα παιδιά απ' το σχολείο μου, που πήγαινα στη Νέα Σμύρνη, όλοι συναντιόμαστε, μέχρι προ καιρού συναντιόμασταν, τώρα όλοι μεγαλώσανε γεράσανε, ναι. Εγώ, έτσι. Η αγάπη δε λέγεται. Με το νεαρό δε σου τελείωσα, του τρένου. Κατεβαίνει αυτός Στουτγκάρδη, πάω κι εγώ για Φρανκφούρτη. Κάποια στιγμή – έκατσα ένα μήνα εκεί, όλοι μάθανε για μένα, ψου-ψου-ψου, δε μας ενδιέφερε καθόλου – λέει η μάνα μου κι ο πατέρας μου: «Παντρεύεται η τάδε, θα πάμε στο γάμο» μου λέει. «Παντρεύεται πάμε στο γάμο», λέω: «Αχ, βρε μάνα, πηγαίνετε», «Όχι, θα έρθεις». Πάω εγώ ντύνομαι καλά – την εποχή εκείνη το μπλουτζιν το σκισμένο, για μένα, ήταν πολύ προχωρημένο – εδώ-εδώ, ήταν και άνοιξη και ένα μπλουζάκι εδώ, το κορμί μου, σου λέω ήμουν αδύνατη έτσι σαν κι εσένα, πολύ ωραία, καμπύλες, τα πάντα. Με βλέπει, βλέπω το νεαρό του τρένου, γαμπρό στην εκκλησία, με το μπουκέτο! Ναι, ναι! Και εγώ του είχα πει: «Μην ελπίζεις από εμένα, τίποτα» ναι. Και μόλις με βλέπει αυτός, παγώνει και τρέχει μες στον κόσμο και μ' αγκαλιάζει. «Βρε – λέω - φίλος μου από παλιά, τον γνώριζα» να τον καλύψω, πώς να το καλύψω, οι δικοί μου: «Αχ, που τον ξέρεις αυτόν;» η νύφη άρχισε να τρώγεται, ήταν και ψιλοσυγγενής μας. Και του λέει: «Ξέρεις, είναι έτσι κι έτσι» για μένα. Δεν τον ένοιαζε, κυρία μου, σε πληροφορώ. Πάντα έλεγε «Πάμε!» Και μου έφερνε και δώρα. Δεν προχώρησε τίποτα βέβαια, αλλά τα γράμματα που έβλεπα στο κιβώτιο… Τι να σου πω! Ήτανε τίγκα. Χρόνια τώρα κι αυτός έχει γεράσει, έχει γίνει χοντρός, χάλια. Κι εγώ είμαι χάλια κι εγώ έχω κλειστεί τώρα στον εαυτό μου, εδώ και δέκα χρόνια δεν έχω βγει απ' το σπίτι μου, μέσα με τη μάνα μου. Αλλά έχω μια ιστορία άρλεκιν. Είχα τρεις σχέσεις, αλλά ο τελευταίος ήτανε ο καραμπινάτος. Πέρασα πάρα πολύ ωραία, είμαι ευχαριστημένη, δούλεψα το ταξάκι μου, κανείς δε με γνώρισε, κανείς δεν κατάλαβε, όλοι είχαν να λένε τα καλύτερα λόγια: «Αχ τι καλός άνθρωπος, είσαστε η πρώτη γυναίκα ταξί που μου τυχαίνει». Ήμουνα εγώ κι άλλη μία. Αλλά εγώ πήρα τη σύνταξη απ' το ταξί, έκατσα όλο το αυτό… 36 χρόνια στο ταξί δούλευα! Το τι χαρά! Μια φορά μου τυχαίνει μια περίπτωση μ' έναν τροχονόμο, κάνω ένα τρακάρισμα, δεν είχα αλλάξει την ταυτότητά μου, φοβόμουνα να αλλάξω την ταυτότητά μου, στις αρχές. Γυναίκα όμως, είχα κάνει την επέμβαση και δούλευα το ταξάκι κι είχα την ταυτότητα την αγορίστικη. Τρέχω να δώσω τα στοιχεία, τώρα τι να κάνω, κόσμος μαζεύτηκε εκεί. Πιάνω τον τροχονόμο και λέω: «Ξέρεις τι; Έχω κάνει διόρθωση φύλου, γεννήθηκα αγόρι, αλλά δεν πρόλαβα να αλλάξω την ταυτότητά μου, σε παρακαλώ κάλυψέ με». Ο τροχονόμος με κοιτάει έτσι, λέει: «Εντάξει». Καλός άνθρωπος! Ναι, γράφει αυτός στα χαρτιά τα μισά, έτσι, «Φταίτε εσείς-μου λέει- όμως πρέπει να την κάνετε τη δήλωση». «Εντάξει» λέω. Έφταιγα εγώ, την έκανα δήλωση, αλλά πώς με κάλυψε τότε μες στον κόσμο! Τότε ήταν και καινούριο το πρόβλημα. Τελείωσε κι αυτό. Κάτι άλλο ήθελα να πω αλλά το ξέχασα, παθαίνω και διαλείψεις.

Α.Α.:

Από πού ξεκινήσαμε, ναι.

:

Με το στρατό!

Α.Α.:

Ναι, ναι, σ’ αυτό θα γυρίζαμε. Για μιλήστε μου λοιπόν, για το στρατό.

:

[00:20:00]Είμαι 19 χρονών – η μαμά μου πάντα με δήλωνε μεγαλύτερη – 19 χρονών πήγα στο στρατό. Πάω στην Τρίπολη, γιατί δε σπούδαζα, ήμουνα επίλεκτη. Πάω στην Τρίπολη. Εκεί, εμένα, όπως κάναμε έλεγχο και περνούσαμε από γιατρούς, εμένα απ' το φόβο μου η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Λέει ο γιατρός «Έχει πρόβλημα με την καρδιά - είναι το '67 - έχει πρόβλημα με την καρδιά». Και μ' αφήνουνε, δε με ντύνουνε, ντύνονται όλοι οι άλλοι κι εγώ περιμένω, είμαι στο νοσοκομείο. Κάποια στιγμή, φέρνουν κάτι καινούρια μηχανήματα και λένε ότι «Δεν έχεις τίποτα, είσαι καλά, πήγαινε να ντυθείς». Μου δίνουν κάτι ρούχα για γίγαντα, κάτι παπούτσια, 37 νούμερο παπούτσι εγώ, 45 μου δώσανε αυτές τις αρβύλες! Τώρα τι να κάνω; Πρώτη νύχτα… τι μου λένε; «Θα πας-μου λένε-σκοπιά μέσα στο δάσος στην Τρίπολη» κι έριχνε ένα χιονόνερο! Σε νεκροταφείο - εγώ δεν περνούσα από νεκροταφείο απ' έξω, απ' το φόβο μου. «Θα πας σ' ένα νεκροταφείο, θα φυλάξεις σκοπιά εκεί». Και να φυσάει εκείνη τη νύχτα, 2 η ώρα τη νύχτα και τα καντήλια να χτυπάνε και εμένα να μ' έχει πιάσει ένα ρίγος απ' το φόβο μου και έκλαιγα, λέω: «Παναγία μου, γιατί δεν τους το ‘πα ότι είμαι έτσι κι έτσι και να φύγω – αυτό πριν κάνω την επέμβαση, ντάξει; Ναι και- γιατί δεν τους το 'πα;» κλαίγοντας! Πάλι ο Θεός εδώ, βάζει το χεράκι του. Φεύγω, έρχεται, με αλλάζουν και με παν στα μαγειρεία, να πλένω τα καζάνια, που ήτανε… Δεν ήτανε σαπούνι, με άμμο έπρεπε να τα πλένεις και λίπη, λίπη, τι να σου πω, εγώ πασαλείφτηκα εδώ. Και λέει, φωνάζει ένας: «Ανάφερε στραβάδι»! Αναφέρω εγώ, ακούω μια φωνή απ' τα βάθη, από μέσα: «Τι, τι, τι, τι; Ξανανάφερε!» λέω το όνομά μου και βλέπω και τρέχει ένας και μ' αγκαλιάζει και με φιλάει, μου λέει, το όνομά μου, λέει: «Αχ, τον βλέπω ο φίλος μου, που καθόμαστε στο θρανίο μαζί στην εστία Νέας Σμύρνης, που πηγαίναμε! Ο θείος μου-λέει-είναι διοικητής εδώ, στο 7ο Σύνταγμα Πεζικού, μη φοβάσαι!» μου λέει. Εγώ κλαίω, τι να σου πω, με βάζει στο κρεβάτι του να κοιμηθώ, μου ψήνει μπριζόλες να φάω κρέατα, από εκεί που είχε κολλήσει το στομάχι μου και κλαίω, «Μην κλαις! Δε θα πας πουθενά, εδώ μαζί μου θα μείνεις». Αφού ήρθαν οι μεταθέσεις, φύγανε όλοι κι εμένα με κράτησε εκεί και μετά, μου λέει: «Δεν μπορώ παραπάνω, είναι 40 μέρες, πρέπει να φύγεις, θα σε στείλω στην Αθήνα, στο Χαϊδάρι». Άκου να σου πω εδώ... Και με στέλνει στην Αθήνα, στο Χαϊδάρι και ειδοποιεί έναν φίλο του. Ο θείος του! Και με παραλαμβάνουνε στο Χαϊδάρι και με στέλνουν στο 572 Τάγμα Πεζικό, μες στο Χαϊδάρι. Αν σου πω ότι πέρασα τόσο ωραία! Εκεί ήτανε όλη η αριστοκρατία της Αθήνας, το 572 Τάγμα Πεζικού ήταν η αφρόκρεμα της Αθήνας, ποδοσφαιριστές, τραγουδιστές, εγώ κοιμόμουνα με - να το πω ένα όνομα γνωστό; - με τον μπουζουξή, τον Θανάση Πολυκανδριώτη, τον έχεις ακουστά; Ναι, πάνω εγώ, κάτω αυτός. Και με ανέβαζε με τα πόδια «θα σε ρίξω ρε» μου έλεγε. Ναι, πολύ καλό παιδί. Εκεί όλα τα παιδιά με είδανε ότι ο διοικητής με βάζει να έχω έλεγχο σε όλο το συγκρότημα στο Χαϊδάρι, φώναζε στο μεγάφωνο όλο το όνομά μου και το επώνυμό μου. «Ηλεκτρολόγος συγκροτήματος», φώναζε! Και οι νεαροί που ήταν εκεί, πολύ αθλητικά παιδιά, με παίρνανε και πληρώνανε, «Πρέπει να γίνεις αγόρι -μου λέγανε- Δε γίνεται, οι γονείς σου είναι στη Γερμανία, φτωχοί», καλά παιδιά, δεν εκμεταλλευτήκανε. Παλιά, με πηγαίνανε σε κοινές γυναίκες και πληρώνανε τις γυναίκες, μόνο και μόνο για να με φέρουν τάχα μου στον ίσιο δρόμο – έρχεται; Δεν έρχεται! Κι εγώ της έλεγα: «Μην πεις τίποτα, πες την αλήθεια! Πες ότι έγινε η πράξη, ας πούμε» της έλεγα έτσι. Αυτά τα παιδιά, θ' αγιάσουν, ρε παιδί μου. Πολύ άγια παιδιά! Ενώ τώρα ακούς στην τηλεόραση τα εκμεταλλεύονται, δηλαδή ήμουν πάρα πολύ τυχερή στη ζωή μου! Βρέθηκαν άνθρωποι, άγιοι! Έζησα την Αθήνα εκείνη την εποχή. Αφού πήγαινα σ' ένα μαγαζί, καμπαρέ στην Αθήνα και συναντούσα τον Φρέντυ Γερμανό, της Ναταλίας τον πατέρα. Τι καλός άνθρωπος! Πολύ καλός άνθρωπος! Σεισμός είναι;

Α.Α.:

Μήπως είναι ανοιχτό κάποιο παράθυρο και μπάζει αέρα -

:

Μάλλον εγώ, από εκεί έχω αφήσει της τουαλέτας το παράθυρο. Ναι, πέρασα πάρα πολύ ωραία. Δε θυμάμαι, γιατί παθαίνω και διαλείψεις. Τώρα αυτά τι γίνονται τα κομμάτια;

Α.Α.:

Λέγαμε λοιπόν, μου λέγατε για το πώς σας φέρθηκαν οι φαντάροι στο στρατό.

:

Ναι, συνεχίζω. Μ' αγαπούσαν πάρα, πάρα πολύ και υπηρέτησα 30 μήνες, κανείς δεν υπηρετεί 30 μήνες, γιατί ήμουνα καλό παιδί! Ο λοχαγός μου – άλλαξα πολλούς λοχαγούς – καλό παιδί, και μου είχαν δώσει να έχω τα οικονομικά του λόχου, να ψωνίζω για τους φαντάρους, να τους πληρώνω, όλα αυτά και δεν ήμουν και εγγράμματη, ήμουνα μία τρίτη Γυμνασίου κι αυτό νυχτερινό και πόσα γράμματα να μάθεις και να δουλεύεις την ημέρα; Και το βράδυ σχολείο, κοιμόμουν στο θρανίο, κι όμως! Απολύομαι κι όταν απολύθηκα, να φωνάζουν από κάτω το όνομά μου, όλο το συγκρότημα στο Χαϊδάρι που ήτανε, με δέος, ότι απολυόμουνα, «Στο καλό -με το όνομά μου και το επώνυμο- Θα μας λείψεις»! Δηλαδή, τόση αγάπη είχαν. Και παρόλο που το υποψιαζόντουσαν τότε, που ήμουν θηλυπρεπής, αλλά όχι, ήμουν σοβαρό παιδί. Δεν κουνήθηκα ποτέ, δεν έδωσα δικαιώματα, ποτέ, ποτέ μα ποτέ. Εγώ έβγαινα τις νύχτες, διασκέδαζα, πήγαινα στα μπαράκια, στα δικά μας, διασκέδαζα, πέρναγα ωραία. Εμένα μ' άρεσε να φεύγω να διασκεδάζω, ταβερνούλα, ούτε… Έβλεπα στην Πλάκα χασίσια, ναρκωτικά, χίλια-δυο. «Τι τα θες αυτά;», μου 'λεγε μια φίλη μου, είχα γνωρίσει μια φίλη απάνω απ' τη Μακεδονία και κάναμε παρέα. «Τι τα θες, χαζοί είναι, εμείς ας απολαύσουμε τον έρωτα, να αγαπηθούμε, αυτό μετράει!» Την ωραία ταβερνούλα, όλο ήμασταν ερωτευμένες, όλο ήμουν με Θεούς! Είχα γνωρίσει έναν τσολιά της προεδρικής φρουράς, πω! πω! Κούκλος! Τι ψυχή ήτανε, τι ψυχή! Πολύ ωραία πέρασα, πάρα πολύ ωραία. Μετά, με παίρνουν και επιστράτευση! «Αχ Παναγία μου», λέω τώρα. Στην επιστράτευση όμως, έχω κάνει την επέμβαση. Πότε ήτανε; Ναι, τότε. Όχι, δεν την είχα κάνει την επέμβαση, αλλά είχα στήθος, είχα κανονικά…

Α.Α.:

Τι χρονολογία σας πήραν για επιστράτευση;

:

Το '75 ήτανε, εκεί πρέπει να ήτανε. Εγώ έκανα την επέμβαση το '78, αλλά ήδη άρχιζα εγώ να αλλάζω, είχα στήθος, είχα… και τα κάλυπτα, τι να έκανα; Τα κάλυπτα, τέλος πάντων, ξεγλίστρησα κι από εκεί. Μετά, αφού τελείωσε κι αυτό το πανηγύρι, ήρθα, άρχισα να εργάζομαι, πήραμε το ταξί μας, το '78 πήραμε και το ταξί μας κι εργάστηκα μέχρι τώρα, το 2013, που πήρα σύνταξη. Αυτά ήτανε όλα.

:

Τα είπα εν συντομία, αλλά είναι κάθε μέρα και ιστορία ήτανε, κάθε μέρα και ιστορία. Ένα άλλο. Δουλεύω το ταξί και είναι τώρα έντεκα η ώρα το κλείνω, να έρθω να λουστώ, να ντυθώ, η αδερφή μου ήταν κομμώτρια, να με χτενίσει τη νύχτα. Κάθε βράδυ θα με χτένιζε και θα έβγαινα, θα ντυνόμουνα, με βοηθούσαν όλοι και οι δικοί μου. Η μάνα μου τη σύνταξή της έβαλε και μου πήρε αυτοκίνητο, να μην ταλαιπωρούμαι με ταξιά κι από εδώ και από εκεί, να φεύγω απ' την πόρτα και να φεύγω. Έρχομαι τώρα – δηλαδή κάνε το καλό και ρίχ' το στο γιαλό – έρχομαι τώρα στην Συγγρού και βλέπω η κλούβα μαζεύει τραβεστί, μάζευε η κλούβα τραβεστί. Και σταματάω και βλέπω. Τρέχω πιο κάτω και βλέπω μια τραβεστί, αρρενωπός, τραβεστί ενεργητικός, γιατί υπάρχουνε… τώρα τραβεστί δεν υπάρχουν θηλυπρεπείς, είναι όλοι αρσενικοί, μόνο είναι από πάνω! Φουστάνι, αλλά είναι ενεργητικοί. Πάνε οι καταπιεσμένοι. Ευτυχώς, εγώ είχα τους καλούς γονείς και δεν έπεσα εκεί, στα τέτοια. Τις ταρζανιές μου τις έχω κάνει, έχω κάνει μερικές ζαβολιές, στο Βερολίνο, εδώ-εκεί, θα σου πω αυτό με το Βερολίνο. Τυχαίνει αυτός, του λέω: «Σαρίτα, έλα, γιατί η κλούβα μαζεύει, μπες μες στο ταξί»! Μου λέει: «Σοβαρά;», λέω: «Έλα». «Ψέματα μου κάνεις, για να φύγω απ' τη δουλειά μου!», λέω: «Βρε έλα» την έβλεπα στο μπαρ που πηγαίναμε. Ένας αλήτης ήταν αυτός. Τον παίρνω όμως, τον γλίτωσα. Και μου λέει: «Γύρνα για να δούμε». Και γυρίζω έτσι και πάω [00:30:00]πίσω απ' την κλούβα και του λέω: «Να! Κοίτα πώς τις μαζεύουν-λέω-απ' τα μαλλιά» τότε δέρνανε! Δέρνανε πολύ, χτυπούσανε! «Άντρας και φοράς φουστάνια; Να, φάε ξύλο»! Ξύλο που έπεφτε! Έφαγα κι εγώ τέτοιο ξύλο, μια φορά. Πήγα στην Πλάκα και σταματούσανε επί χούντας, την ταυτότητά σου κι αν έβλεπαν θηλυπρεπή και ταυτότητα αρρενωπή, ξύλο, ξύλο, ξύλο! Ναι και που λες, τον γλιτώνω αυτόν, την άλλη μέρα, όλες είχανε δικαστήριο, μαυρισμένες έτσι απ' το ξύλο το πολύ: «Τάνια, πώς με γλίτωσες!» λέει «Πώς με γλίτωσες!». Συναντιόμασταν στο μπαρ, πάντα με κέρναγε, πάντα με κέρναγε, ήταν και παντρεμένος αυτός, με γυναίκα και κάνανε πεζοδρόμιο και οι δύο. Και μου λέγανε οι φίλες μου: «Μην κάνεις παρέα με κατακάθια της κοινωνίας, μην κάνεις παρέα», λέω: «Δεν πειράζει και αυτοί άνθρωποι είναι». Εμείς μην κοιτάς που έχουμε τις δουλειές μας και δουλεύουμε, τη φίλη μου, το Μαρινάκι μου, που δούλευε στο ξενοδοχείο «Χριστίνα» ρεσεψιόν, θα σου πω και αυτή πώς τη γνώρισα. Και τελικά, φεύγουμε με τη Μαρίνα, μου λέει: «Θα σου κάνω τα έξοδα, πάμε Βερολίνο. Οι γονείς μου είναι στο Ντίσελντορφ. Πάμε κι από εκεί θα πάμε Βερολίνο, πάμε πρώτα στο Ντίσελντορφ και μετά, πάμε Βερολίνο» Ξεμένουμε από χρήματα. Τώρα, τι να κάνουμε; Πήγαμε στα μπουζούκια, ένα ελληνικό μαγαζί και πάμε στα μπουζούκια εκεί και όπως καθόμαστε έξω και κοιτάμε, βγαίνει ένας κύριος με τη γραβάτα, με το παπιγιόν, κουστουμαρισμένος, ωραίος και μου κάνει έτσι. «Είσαι η Τάνια η ταξιτζού;», μου λέει. Λέω: «Ναι, εσύ ποιος είσαι;». «Θυμάσαι-λέει-που με γλίτωσες απ' τη Συγγρού, που θα με τρώγανε οι κλούβες; Και θα με παίρνανε και θα έτρωγα το ξύλο της χρονιάς! Δεν έχεις να πας πουθενά, θα έρθεις μες στο κέντρο μου». Τότε, τραγουδούσε κάποια τραγουδίστρια, ασήμαντη, αλλά καλή φωνή. Μπήκαμε μέσα, κάτσαμε και το βράδυ μας πήρε στο σπίτι του. Δεν είχαμε εμείς μία, λέω: «Δεν έχουμε μία, πού να 'ρθουμε;», «Θα σου δώσω εγώ λεφτά» λέει. Μας έδωσε και χρήματα και τα εισιτήριά μας, δηλαδή σου λέω, κάνε το καλό και ρίχ' το στο γιαλό! Και η φίλη μου, μού έλεγε: «Άσ' τους, μην τους μιλάς, είναι κατακάθια της κοινωνίας! -μου 'λεγε- Δεν τους βλέπεις;». Είδες αυτός τι μου έκανε όμως; Πήγαμε στο σπίτι του, στο βουνό απάνω, μας τάισε ελάφι και περάσαμε τόσο ωραία! Και μας πήγε και στο σταθμό, στο αεροδρόμιο και φύγαμε για Ελλάδα. Πάρα πολύ ωραία. Τι σου είπα, κάτι άλλο να σου πω;

Α.Α.:

Μου είπατε να σου πω για το Βερολίνο. Αυτή ήταν η ιστορία για το Βερολίνο;

:

Ναι, αυτή ήταν η ιστορία για το Βερολίνο, που πήγαμε εκεί και έγινε αυτό με αυτόν τον τέτοιο.

Α.Α.:

Τότε, έριχναν ξύλο οι αστυνομικοί, μου λέτε, θα σου πω κι εγώ για τη δική μου περίπτωση. Δεν ξέρω, μήπως θέλετε εκεί να αναφερθούμε;

:

Για πες μου.

Α.Α.:

Μου είπατε «Θα σου πω και εγώ, έχω φάει -μου λέτε- και εγώ ξύλο».

:

Ναι, είμαι τώρα, θέλω να πάω στην Πλάκα και φλερτάρω ένα αγόρι. Αθηνάς και να μπω από εκεί Πλάκα, γιατί πήρα τον ηλεκτρικό, πήγα Θησείο και περπατούσα. Και φλερτάρω και μου λέει ένας: «Έλα εδώ, δωσ’ την ταυτότητά σου», ναι, επί χούντας. Και επειδή άλλο έβλεπε, άλλο είναι η ταυτότητα, μου ρίχνει ένα ξύλο, τι να σου πω, μαύρη με έκανε. Και με πάει στο αστυνομικό τμήμα στην Πλάκα! Το 4ο είναι εκεί, μου φαίνεται. Και «Γιατί;», λέει στο διοικητή: «Είναι έτσι κι έτσι» και «Γιατί -λέω- μ' έδειρε;». «Γιατί το 'δειρες το παιδάκι; -λέει- γιατί το 'δειρες το παιδάκι, αφού είναι έτσι κι έτσι;», λέει. Πολύ καλός άνθρωπος, δάκρυσε, διοικητής, το όνομά του, νομίζω Χατζιδάκης λεγότανε και ο άνθρωπος βγάζει περιπολικό, να με φέρουν στο σπίτι μου απ' την Πλάκα. Ναι. Αλλά λέω: «Μη με πάτε, θα δουν ότι βγαίνω απ' το περιπολικό και οι γειτόνοι μου θα πουν έτσι…». «Θα σε κατεβάσουμε λίγο πιο εδώ», λέει. Και με κατεβάσανε και ήρθα με τα πόδια εδώ. Υπάρχουν και καλοί άνθρωποι, υπάρχουν και καλοί άνθρωποι.

Α.Α.:

Λοιπόν.

:

Δουλεύω ταξί -

Α.Α.:

Ναι -

:

Και ανεβαίνω τη Συγγρού. Βλέπω ένα πιτσιρικάκι ξανθό, ένα κοκκαλιάρικο... «Ταξί, ταξί, ταξί», μου κάνει, λέω: «Έλα, πού πας βρε;» Λέει «Θα πάμε στο ξενοδοχείο, στο ‘Χριστίνα’ Καλιρρόης -λέει- να πάρουμε κάτι τουρίστες, να τους πάμε στο-δούλευε, αυτό, ξεναγός- να τους πάμε στ' αεροδρόμιο». Λέω: «Ναι, να τους πάμε. Εσύ τι είσαι;», λέει: «Εγώ γεννήθηκα στη Γερμανία -λέει- αλλά λόγω της γλώσσας εξυπηρετώ, δουλεύω στο ξενοδοχείο και τους πάω εκεί -ήξερε και αγγλικά, ήξερε πολλές γλώσσες αυτή η φίλη μου- και θα τους πάμε -λέει- στ' αεροδρόμιο». «Εντάξει -της λέω- από πού είσαι;» μου λέει από εκεί που είμαι εγώ. «Έλα καλέ -της λέω- κι εγώ από εκεί -της λέω- εκεί έχω γεννηθεί».  Λέει: «Θα σου δίνω ωραίες κούρσες», μου λέει. Και μετά, θύμισέ μου να σου πω και το άλλο, το συνοδός πολυτελείας. Την πάω στο ξενοδοχείο και άρχισε να μου δίνει τηλέφωνα, να παίρνω καλές κούρσες. «Αύριο έχουμε τους πελάτες» και τότε τηλέφωνο, δεν ήταν και κινητά και μ' έπαιρνε στο σταθερό, μου 'λεγε: «Αύριο να έρθεις την τάδε ώρα, να πάρεις πελάτες, να τους πάμε στο αεροδρόμιο», και μου 'δινε καλές κούρσες. Γνωριστήκαμε και αυτό το καημένο δεν ήξερε τίποτα, ούτε από Πλάκα ούτε από τίποτα. Την παίρνω εγώ και πάμε, χάρηκε, διασκέδαζε και έχει γράψει και βιβλίο αυτή. Και πάω, πάω, την έπαιρνα και κάθε βράδυ διασκεδάζαμε. Εμένα μου 'χε πάρει η μάνα μου το αμάξι, βγαίναμε, πηγαίναμε μπουζούκια κι αυτή τίμιο άτομο, δεν της άρεσε, δηλαδή αυτές οι δουλειές. Δεν παρεξηγούσα, αλλά τα φτωχά παιδιά δεν τα 'βγαζαν πέρα, τότε ήτανε καλά παιδάκια, αλλά τώρα, είναι όλο Αλβανοί, Πακιστανοί, Ρουμάνοι κι είναι αρσενικοί, δεν είναι τραβεστί, το οποίο… Είναι ενεργητικοί, παλιά ήταν παθητικές, τώρα είναι ενεργητικοί. Και συναντηθήκαμε μ' αυτήνα, γίναμε φίλες, μέχρι τώρα είμαστε φίλες αχώριστες και αυτή έχει φύγει πάνω στη Μακεδονία, μένει εκεί και έχει σπίτι εδώ στο Καλαμάκι και βγαίναμε, διασκεδάζαμε, όπου πηγαίναμε μαζί, κολλητές. Έχουμε ιστορία μεγάλη μαζί της, πάρα πολύ μεγάλη ιστορία και ωραία και αυτή ήτανε πολύ ερωτιάρα, πάρα πολύ, πολύ όμορφη, πάρα πολύ όμορφη. Δεν έχω ούτε εδώ φωτογραφία να σου δείξω. Να! θα σου δείξω απ' το κινητό μου καμία.

Α.Α.:

Μου είπατε, μου είπατε προηγουμένως «Θα σου πω κάτι» μου λέτε «σημείωσε, συνοδός πολυτελείας» .

:

[00:40:00]Ναι, έγινα συνοδός πολυτελείας χωρίς να το καταλάβω. Παίρνω έναν κύριο κούρσα, μου λέει: «Θα πας αυτούς τους πελάτες -λέει- στο τάδε μαγαζί -λέει- θα τους περιμένεις, εγώ θα σε πληρώσω, θα τους περιμένεις, έξω, ας γράφει το ταξί και θα τους φέρεις πάλι εδώ, στο ξενοδοχείο». Πανσιόν ήτανε κάπου στο Κουκάκι, από εκεί, από πίσω ήτανε. Λέω: «Εντάξει». Τους πήρα τους ξένους, οι ξένοι μου είπανε και μένα: «Έλα μέσα να φας, έλα να σου, τι να σου;». Λέω: «Εγώ δεν έχω λεφτά τώρα, τι να πληρώσω;». Πήγα μέσα, αστακούς μου φέρανε, ούτε ήξερα πως να τους φάω, ψητά στα κάρβουνα, ωραία. Μου δείχναν πώς τρώγεται κι έτρωγα κι εγώ. Κάποια στιγμή, γυρίζω πίσω, πέρασε η ώρα, με πληρώνουν. «Πόσο είναι -λέει- τόσο». Μου λέει: «Θέλεις –αυτός- θα σου δίνω - τότε βγάζαμε 1000 δραχμές στη βάρδιά μου - Θα σου δίνω -μου λέει- εγώ 10.000 τη βραδιά και θα τους πηγαίνεις να τρώνε στα μπουζούκια, μπες και συ διασκέδαζε μαζί τους στα μπουζούκια». Αυτός το χόντρυνε, ο τέτοιος. Μου 'δινε εμένα τη βραδιά 10.000, «Αν έχεις και καμιά φίλη σου», σου λέει αυτή είναι κουτή, δεν καταλαβαίνει. Παίρνω και τη φίλη μου τη Μαρίνα, άλλο που δε θέλαμε εμείς. Πηγαίνουμε τους πελάτες στα μπουζούκια, διασκεδάζαμε, διασκεδάζαμε εμείς, χορεύαμε εμείς στα τραπέζια, άλλο που δε θέλαμε, ήμασταν και λίγο πεταχτούλες τότε. Η Ρίτα Σακελλαρίου έλεγε: «Τα μωρά στην πίστα». Εμείς τους λέγαμε εκεί θέλουμε να πάμε, όπου ξεθαρρέψαμε τόσο, που τους πηγαίναμε εμείς όπου θέλαμε. Ναι και μετά από κάνα χρόνο, εμείς λέγαμε: «Τι έγινε; Διασκεδάζουμε τζάμπα, πληρώνομαι, πληρώνομαι κιόλας». Ναι και πετάγεται μία και μου λέει: «Πόσο τους παίρνεις αυτούς;». Λέω: «Καλέ, το γραφείο», λέω. «Ναι το γραφείο, εκείνος -λέει- δεν σου τις έδωσε;». Λέω: «Ναι». Λέει: «Πόσο τους παίρνεις;» , λέω:  «Ό,τι γράψει το ταξί, γράφει το ταξί τη βραδιά 2000, θα μου δώσει αυτός 10000». «Να, κουτή -μου λέει- εσύ είσαι συνοδός πολυτελείας και δεν το ξέρεις -μου λέει- Αυτός από σένα έβγαλε 50.000 -μου λέει- τους παίρνει αυτούς -λέει- αυτοί σε θέλουν για παρέα, σαν όμορφη γυναίκα». Τι ήμουνα μωρέ τότε, τι, μπουμπούκι ήμουνα, ξέρεις τι όμορφη ήμουνα! Τώρα είμαι 75 χρονών. Και: «Αυτός σας εκμεταλλεύεται». Τι να κάνω όμως που το 'μαθα στο τέλος. Πήγα και του το είπα. Λέω: «Να μας δώσεις παραπάνω». Δυο - τρεις φορές με πλήρωσε παραπάνω και μετά το έκοψε, βρήκε άλλο θύμα. Θέλω να σου πω, έγινα συνοδός πολυτελείας, χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να το καταλάβω. «Ντύσου ωραία κι αν δεν έχεις ρούχα, πάμε να ψωνίσεις -μου λέει- ακόμα πιο ωραία». Πηγαίναμε στο Σύνταγμα, στο «Sotris» τότε. Γόβα στιλέτο, Καραμπάτος. Ξέρεις τι είναι; Τόσο, πανέμορφα 37 νούμερο παπούτσι, εγώ που είχα μικρό πόδι, τι να σου πω, μία μέση είχα τόση!

Α.Α.:

Εγώ ήθελα να σας ρωτήσω κ. Τάνια -

:

Πες μου, ναι -

Α.Α.:

Ποιος ήταν… Ζήσατε λοιπόν, ως αγόρι μέχρι-αφού μου λέτε ότι κάνατε και στρατό- μέχρι τα είκοσι-

:

Είναι ναι, εκεί μπερδεύομαι -

Α.Α.:

Μέχρι κάποια μεγάλη ηλικία -

:

Ναι, μεγάλη-

Α.Α.:

Ποιος ήταν ο καταλύτης, που πραγματικά, σας έκανε να πάρετε την απόφαση και να πείτε «θα κάνω διόρθωση φύλου». Τι ήταν αυτό που -

:

Το κλικ

Α.Α.:

Το κλικ.

:

Το κλικ. Είχα μια γνωριμία και μου τον έφαγε μία, που είχε κάνει την επέμβαση, αλλά το ήθελα από μωρό, από μωρό. Μωρό ήμουνα και είχα πάει, έβλεπα τη μάνα μου, πώς έκοβε τα κοκόρια και τις κότες κι έλεγα: «Με το τσεκούρι θα το κόψω εγώ αυτό;». Από τότε, από τότε, μόλις έμαθα αυτό και με πόνεσε πολύ μ' αυτή τη φίλη - αυτός μετά γύρισε σε μένα, αλλά εγώ δεν τον ήθελα, εγώ πια, είχα πετάξει. Εγώ τότε είχα… Ήμουν περιζήτητη, σου λέω ήμουν καλλονή, πάρα πολύ ωραία και άλλο, αυτό ήτανε που μου 'κανε το κλικ και έφυγα. Και όταν ήταν η πρώτη επαφή, τρελάθηκα, τρελάθηκα! «Αχ –λέω- τι θα γίνει τώρα;». Προσπαθούσα-τώρα ντρέπομαι και να στο πω- αλλά προσπαθούσα να έρθω σε οργασμό κι εγώ νόμιζα ότι δε θα 'ρθω ποτέ. Και μια φορά, όπως κάναμε την επαφή, χωρίς να το καταλάβω, απότομα μου ήρθε. «Πω! Πω! –λέω- να το! -λέω- ήρθε ο οργασμός», λέω. Κι εγώ φοβόμουνα, καταπιεζόμουνα να μου 'ρθει, προσπαθούσα. Άφησα ελεύθερο τον εαυτό μου και άλλο ερχόταν κανονικά. Όσο προσπαθούσα-όσο προσπαθούσα, δεν ερχόμουνα. Καταπιεζόμουνα και μετά, άφησα ελεύθερο τον εαυτό μου και ήρθε από μόνο του. Είχα κάνει και μερικές έτσι, ξέρεις, αρπαχτές με ωραία άτομα, που μου άρεσε. Στο ταξί δεν έδωσα ποτέ δικαιώματα, ποτέ μα ποτέ. Αν ήθελε κάποιος να βγούμε στα μπουζούκια, πήγαινα, αλλά κρεβάτι δεν το έκανα, γιατί θα μ' έβλεπε... Μια φορά, μου έτυχε στο ταξί ένας, με ζάλισε: «Το τηλέφωνό σου, το τηλέφωνό σου, το τηλέφωνό σου», άρχισε ν' απλώνει τα χέρια του, ν' απλώνει πάνω μου τα χέρια του. Λέω: «Σε παρακαλώ, κάθισε καλά». Μετά...να, παθαίνω διαλείψεις.

Α.Α.:

Μου λέγατε για τον άνθρωπο, που είχε έρθει λοιπόν, στο ταξί και σας είπε -

:

Ναι, ναι, είμαι στο Σύνταγμα, του λέω: «Να σου πω, εγώ είμαι άπλυτη, έχω ιδρώσει, δεν μπορώ να κατέβω απ' το ταξί, πάρε το τηλέφωνό μου και να με τηλεφωνήσεις». Αυτό το έδινα σε όλους το τηλέφωνο, χιλιάδες, χιλιάδες, χιλιάδες νεαροί. Τότε δεν υπήρχανε τα ΙΧ, μετά ο Σημίτης έδωσε άδειες και παίρνανε ΙΧ με δόσεις, δεν είχε ο κόσμος. Και ωραίοι νεαροί μπαίνανε. Μπήκε κι ένας σαβούρης, «Δώσε μου το τηλέφωνό σου, δώσε μου το τηλέφωνό σου», του 'δωσα κι εγώ 3333 και πάρε με. Είμαι τώρα στην πιάτσα, μετά από ένα μήνα, είμαι στη πιάτσα στο Σύνταγμα και πάω να πάρω μια πελάτισσα, που μου σηκώνει το χέρι. Τρέχει αυτός, με βλέπει, «Μωρή πουτάνα-λέει-που μου 'δωσες ψεύτικο τηλέφωνο!». Βγαίνω κι εγώ μες στον κόσμο και λέω: «Σιγά μη σου 'δινα αληθινό, εγώ βγήκα να δουλέψω, δε βγήκα να βρω γκόμενο, δεν ντρέπεσαι, μ' έχεις ζαλίσει -του λέω τέτοια- εγώ δουλεύω εδώ, δε μαγαρίζω το ταξί μου -λέω- εγώ βγήκα για να δουλέψω, δεν έδωσα ποτέ δικαιώματα, ποτέ!». Στα μπουζούκια έχω πάει, αλλά κρεβάτι ποτέ, ποτέ. Κι όμως το ήθελα, γιατί λέω έχασα, έχασα καλές ευκαιρίες, έπρεπε, έπρεπε. Πώς λέει κι ένα τραγούδι τελευταία, «Κάποιο λάθος πρέπει να το κάνεις, αμαρτία είναι να μην το κάνεις»  ένα τραγούδι, ναι.

:

Πέρασα πάρα πολύ ωραία, Αλεξάνδρα μου, πάρα πολύ ωραία. Και δε μετάνιωσα ποτέ. Κι αν τώρα ξαναγινότανε, μου φύτρωνε, παραδείγματος χάρη, να σου πω, ξανά θα πήγαινα να κάνω, παρόλο που είμαι τώρα ευπαθής άτομο, ταλαιπωρημένο, με χημειοθεραπείες, ακτινοβολίες, όλα αυτά, είμαι λίγο, αφού πέφτουν συνέχεια τα μαλλιά μου, πέφτουνε παρόλο που είχα πλούσιο μαλλί, εδώ πέφτουνε.

Α.Α.:

Παραμένουν βέβαια..

:

Παραμένει, αλλά εντάξει, προχωράω να πάω… φοβάμαι να κάνω ένα φαγητό, βάζω σκούφο στο κεφάλι μου να μην πέσουν τρίχες. Τώρα, να φτιάχνεις ένα γλυκό και να βρει ο άλλος μια τρίχα μέσα, δεν είναι και τόσο καλό. Κατάλαβες; Αυτά βρε, απ' τη ζωή μου. Είναι πολλά, πολλά, τα λέω εν συντομία. Είναι και κάτι άσχημο όμως, παλιά. Μας πιάσανε, δυο φίλες, και μας πήγανε στο Διόνυσο με χιόνι και μας πετάξανε στα βράχια μέσα, εμ τι; Αγοράκια…

Α.Α.:

Για μιλήστε μου λίγο παραπάνω, αν θέλετε, γι' αυτό

:

Είμαστε τώρα στην Πλάκα, διασκεδάζουμε στο μπαρ και έρχονται δυο νεαροί. «Πάμε βόλτα;», «Πάμε» λέμε κι εμείς. Η τρέλα, δεν συνειδητοποιούσαμε τον κίνδυνο. Και μας παίρνουνε και μας πάνε στο Διόνυσο και χιόνι εκεί και μας βγάζουν έξω, μας παίρνουνε και τα ρούχα και φύγανε. Κι έβαλα μυαλό. Λέω, μωρέ θα γίνω γυναίκα, για να σας εκδικηθώ. Αυτό. Κι άλλες τραβήξαν πιο πολλά. Την… μια φίλη μας, όχι φίλη μου, εκεί που ερχόταν στο μπαρ, τη σκοτώσαν στα βράχια της Βάρκιζας, ένα καλό παιδί, ένα ήσυχο, ένα αθώο, την πετάξαν στα βράχια, τη σκοτώσανε. Γίνανε πολλά.

Α.Α.:

Πάμε - μιας που λοιπόν, η κουβέντα μας, μας έφτασε και στη δυσκολία - ίσως αξίζει να αναφέρουμε και κάποιες δυσκολίες, δηλαδή, για παράδειγμα, το πρώτο που μου έρχεται εμένα στο νου, είναι το κράτος. Ποια ήταν η αντιμετώπιση φερ' ειπείν στις δημόσιες υπηρεσίες μέχρι να βγει η ταυτότητα;

:

Ναι, μου τύχανε και τέτοια. Το δίπλωμά μου παραδείγματος χάρη. Μόλις πήγαινα εκεί για το δίπλωμά μου, πήγαινα στ' αφτί, αυτή που θα μου 'κανε τα χαρτιά, της λέω: «Ξέρεις, έχω κάνει διόρθωση φύλου, δεν έχω ακόμα τα χαρτιά μου». Χαμογελούσε, «Μη σε νοιάζει». Έγινε η δουλειά μου, το έλεγα, ακόμα το λέω και η δουλειά μου γίνεται. «Ξέρεις, έχω αυτό το πρόβλημα, είχα κάνει διόρθωση φύλου». Τι; Δηλαδή τι δεν καταλαβαίνουνε τι; «Ήμουνα αγόρι κι έγινα κορίτσι». Η δουλειά μου γίνεται παντού. Θα το πιστέψεις κορίτσι μου; Η δουλειά μου γίνεται παντού. Στην αστυνομία δε μου έτυχε, μόνο για την ταυτότητα, που έκανα εκεί, δε χρειάστηκε να ξαναπάω. Με τον τροχονόμο -αυτό που σου είπα- που τρακάρισα , ήτανε λογικός ο άνθρωπος, μου φέρθηκε ωραία, αμέσως το κάλυψε. Έγραψε το μισό το επώνυμο και σταμάτησε κι έδωσε τα χαρτιά και με κάλυψε. Ήταν, μερικοί είναι πανέξυπνοι, παίρνουν στροφές γρήγορα, μερικοί δεν παίρνουν στροφές γρήγορα. Αυτά. Ρώτησέ με, τι άλλο θες να σου πω;

Α.Α.:

Ναι, βεβαίως. Κάτι άλλο, που αφορά όμως περισσότερο, το σώμα, θα ήθελα να ρωτήσω. Μετά την επέμβαση υπήρξαν σωματικές δυσκολίες, ανταποκρίθηκε μάλλον, το σώμα καλά σε αυτό;

:

Πολύ καλά, πάρα πολύ καλά. Είχα κάνει πρώτα τις ορμόνες μου, το οποίο έγινε το σώμα μου τέλειο, τέλειο. Αφού περπατούσα και με φλερτάρανε και με πειράζανε στο Σύνταγμα, που πήγαινα για καφέ και λέγανε: «Πω! Πω! Ρε κορίτσι μου, σεισμό κατάπιες;». Χωρίς σουτιέν και μ' ένα μπλουζάκι εδώ. «Πω! Πω! Βρε κορίτσι μου, σεισμό κατάπιες;». Ναι. Φορούσα γόβα στιλέτο, κόκκινη. Είμαι στο Σύνταγμα, σ' ένα στενάκι, Ερμού είναι αυτή, ποια είναι; Που ανεβαίνει… Σε μια καφετέρια με τη φίλη μου την - αυτή που λέω απ' τη Μακεδονία - η ξεναγός που δούλευε. Και φοράω -είναι καλοκαίρι- μπλουτζίν και έχω μία γόβα, κόκκινο το νύχι, εδώ έβγαινε το νύχι έξω και όπως πίναμε τον καφέ μας εκεί, βλέπω έναν κύριο, τάχα του πέφτει το πορτοφόλι δίπλα στο πόδι μου. Όπως καθόμουνα εγώ, έτσι, πόδι στο πόδι, τότε ήμουν και αδύνατη, το πόδι, όπως καθόμουνα, πέφτει δίπλα στο πόδι μου η τσάντα του και σκύβει και μου φυλάει το κόκκινο δάχτυλο, μες στον κόσμο. Κάνει η φίλη μου: «Ωχ, τι πάθαμε, σήκω να [00:50:00]φύγουμε -μου λέει- Σήκω να φύγουμε». «Κάνε ότι δεν καταλάβαμε τίποτα -της λέω- κάνε ότι δεν καταλάβαμε τίποτα». Οι άλλοι μας κοιτάνε. «Καλέ -μου λέει- κατάλαβες τι;» Λέω: «Τι καλέ, του έπεσε η τσάντα του ανθρώπου -λέω- δεν κατάλαβα τίποτα». «Μα σου 'φαγε το δάχτυλο» μου λέει η άλλη. «Δεν το κατάλαβα -της λέω- τι να κάνω». Σηκωθήκαμε μετά και φύγαμε. Δηλαδή, μου 'δωσε πολλά η αλλαγή, πολλά. Σαν αγόρι δε θέλω να τα θυμάμαι, δε θέλω να τα θυμάμαι! Τι καταπίεση ένιωσα. Στο στρατό ήμουν ευχαριστημένη, πάρα πολύ.

Α.Α.:

Πριν το στρατό, στα μαθητικά τα χρόνια, μου λέτε «ένιωσα καταπίεση» βιώνατε και καταπίεση και απ' τον περίγυρο; Πέραν του ότι εσείς νιώθατε ότι πρέπει να καταπιέσω τον εαυτό μου και την ταυτότητά μου, αυτό το βιώνατε και απ’ τον περίγυρο και απ' τους άλλους;

:

Όχι, όχι, εγώ ήμουνα τυχερή πάρα πολύ τυχερή κι απ' τους γειτόνους μου, πιο καλοί γειτόνοι δεν υπάρχουνε, γιατί με ξέρανε από παιδάκι, με σεβόντουσαν, ακόμα με σέβονται. Τ' αδέλφια μου με σέβονται, τα ανίψια μου δεν ξέρουν τίποτα για μένα. Δε ξέρουνε τα ανίψια μου. Ο αδελφός μου, η αδελφή μου, η μάνα μου κι ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου πέθανε, αλλά τα ανίψια μου δεν ξέρουν. Η ανιψιά μου ιατρική σπουδάζει. Ιατρική, είναι μοριακή-γενετική βιολογία στην Αλεξανδρούπολη, με 20. Η άλλη είναι νηπιαγωγός, η άλλη είναι, τελείωσε φέτος, πήρε το πτυχίο φιλοσοφικής, η άλλη είναι -τα κορίτσια είναι- πώς τη λένε; Στην ΑΣΟΕΕ. Όλο μου το σόι, είναι τα παιδιά μορφωμένα και σε καλά πανεπιστήμια. Εγώ δεν τα ήθελα τα γράμματα, αλλά δούλευα την ημέρα. Τη νύχτα πήγαινα σχολείο, πολύ ταλαιπωρία, πολύ φτώχεια είχαμε, ούτε ζέστη δεν είχαμε στο σπίτι μας. Να γιατί αγαπάω τη μάνα μου και ο πατέρας μου, δουλέψανε στη Γερμανία και μου στέλνανε: «Εσύ θα κρατάς το πορτοφόλι της οικογένειας» μου λέγανε. Εγώ αγόρασα το οικόπεδο. Η μάνα μου, μού έλεγε: «Εσύ τράβα μπρος -λέει- οι άλλοι είναι πιο αθώοι - η αδελφή μου κι ο αδελφός μου - εσύ θα κάνεις τα…-εγώ τα 'παιρνα τα λεφτά, εγώ είχα το οικονομικό- κόβει το μυαλό σου». Θέλω να καταλήξω ότι κοίταξε και αντρικό και γυναικείο. Έκοβε το μυαλό. Εγώ στους μηχανικούς, εγώ έχτισα του θείου μου την πολυκατοικία εδώ πιο πάνω, εδώ αυτή τη δικιά μας τη πολυκατοικία εγώ την έχτισα. Η μάνα μου «μη φοβάσαι -μου έλεγε- κάνε, κάνε, μη φοβάσαι». Υπόγραφα γραμμάτια, χωρίς να έχω στ' όνομά μου τίποτα και όλοι με θεωρούσανε έμπιστο άτομο. Τους έλεγα «Δεν έχω λεφτά, θα 'ρθείτε την τάδε μέρα, θα σας πληρώσω» τους έλεγα. Στην τάδε μέρα πήγαινα και τους πλήρωνα, δεν κορόιδεψα ποτέ κανέναν, ποτέ. Βλέπεις τώρα, ο γιατρός, ολόκληρος διευθυντής στο ΥΓΕΙΑΣ, εμένα και μόλις με βλέπει, να με δέχεται και να με πιάνει έτσι και να μου λέει: «Έλα, κυρία τάδε, έλα». Πολλή, πήρα πολλή αγάπη, πήρα πολλή αγάπη, δηλαδή σου είπα, αν ξαναγινόταν, πάλι θα έκανα την επέμβαση, αλλά με πιο καλές προδιαγραφές, στο Λονδίνο, όχι στην Καζαμπλάνκα.

Α.Α.:

Αυτή ήταν η επόμενη ερώτησή μου. Ποια ήταν η αντιμετώπιση λοιπόν, από τους γιατρούς, που την πραγματοποίησαν την επέμβαση, δηλαδή -

:

Ο γιατρός, μιλάς για τον… Καζαμπλάνκα-

Α.Α.:

Ναι, ναι-

:

Ο Burou ήταν ένας Γάλλος, ο οποίος τον είχαν διώξει απ' τη Γαλλία κι έκανε εκεί την κλινική γι' αυτές τις δουλειές, για να κάνει διόρθωση φύλου, αλλά εντάξει, είμαι ευχαριστημένη, ήρθα σε οργασμό, αλλά στο Λονδίνο κάνουν πιο τέλεια δουλειά, πιο ωραία δουλειά. Δηλαδή, σχήμα δίνουνε πάρα πολύ ωραίο, δεν το καταλαβαίνεις καθόλου, καθόλου. Όσες πάνε, έρχονται με ένα τέλειο και παθαίνουν την πλάκα τους, πάρα πολύ ωραίο. Και στους γιατρούς εκεί, τίποτα δεν είχε, τίποτα. Την ίδια μέρα με κάνανε εγχείρηση, καλέ. Πήγα και το βράδυ με χειρουργήσανε, ξημερώματα.

Α.Α.:

Που κανονικά, θα έπρεπε, τουλάχιστον σήμερα, υπάρχουν προδιαγραφές-

:

Εμ, βεβαίως -

Α.Α.:

Παρακολούθηση κι από ενδοκρινολόγο κι από -

:

Ενδοκρινολόγους έτσι, όλα αυτά χρειάζονται, τίποτα, τίποτα, κατευθείαν στο χειρουργείο. Και μετά, εντάξει, με προσέξανε, έφαγα καλά, όλη τη νύχτα έβρεχε, όλη την ημέρα είχε λιακάδα στην Καζαμπλάνκα. Βγήκα δυο-τρεις βόλτες στην Καζαμπλάνκα, αλλά εμένα με ένοιαζε να γυρίσω πίσω. Όταν γύρισα, το ευχαριστήθηκα.  

Α.Α.:

Ο σύντροφος που είχατε εκείνο το διάστημα, που μου είπατε ότι σας έδωσε και τα χρήματα… γνώρισε τελικά, έμαθε γι' αυτό το πράγμα και πώς το-

:

Όταν ήταν να έρθουμε σε επαφή, «Ξέρεις», του λέω, του το εξηγήθηκα αυτό κι αυτό. «Φτου, ο μαλάκας-λέει-δεν το είχα καταλάβει ποτέ, φτου, ο μαλάκας!»  Δύο βδομάδες δε με μιλούσε, έφυγε. Ναι, η μάνα μου όμως, μου 'δωσε τα λεφτά και του τα δώσαμε. Μάζεψε, του τα δώσαμε. Και μετά, είχα πάει ένα βράδυ στο μπαρ, που πήγαινα στην Πλάκα, που μαζευόμασταν εκεί, τον βλέπω και έρχεται. Και όπως καθόμουν εγώ στο πάσο επάνω, έρχεται και μ' αγκαλιάζει από πίσω και με φιλάει. «Δε με νοιάζει τίποτα, δε με νοιάζει τίποτα». Τέτοια αγάπη, κοπελιά, τι να σου πω... Παντρεύτηκε αυτός. Πώς; Αρχίσανε οι δικοί μου, μου λέγανε: «Άστο το παιδί να φύγει, να κάνει οικογένεια, μοναχογιός είναι. Δε βλέπεις τι ωραίο παιδί -Μάρλον Μπράντο σου λέω- άστο το παιδί να φύγει». Και μετά από χρόνια, του λέω: «Πρέπει βρε, δε γίνεται, με μένα δεν έχεις μέλλον, δεν έχεις… τι να γίνει; Εγώ, έτσι είναι η ζωή μου -του λέω- θα βγαίνω, θα διασκεδάζω, δεν μπορείς να με κλείσεις». Με έκλεινε μέσα, έσκαγα εγώ. Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, λέω σε μια φίλη μου: «Φέρε τον αδελφό σου, θα τον έχω στο σπίτι, να νομίζει ότι είναι δεσμός μου, για να φύγει». Τον βρίσκει και του λέω: «Αυτόν αγαπάω» για να φύγει. Έφυγε. Και πάλι, του κάνανε οι συγγενείς του ένα προξενιό, του κάνανε ένα προξενιό. Του λέω «πάρ’ την, για μένα τελείωσες -του λέω- εγώ σου είπα ότι δεν είναι τίποτα, εσύ πονηρεύτηκες, τίποτα». Μετά από χρόνια παντρεύτηκε, έκανε και δυο παιδιά. Το ένα παιδί του, τώρα πρόσφατα παντρεύτηκε, αγόρι και πήγα και στο γάμο, με κάλεσε και μες στον κόσμο, τίγκα κόσμο, έτρεξε και μ' αγκάλιασε. «Θα σ' αγαπώ για πάντα!» Ναι, ναι, ναι. Αυτά. Τελειώσανε όμως, εδώ και 10 χρόνια, 15 χρόνια, δεν έχω βγει απ' το σπίτι μου. Είμαι πλήρης, είμαι χορτάτη. Θέλω να χαρώ τώρα τη μάνα μου, που τη στερήθηκα στη Γερμανία τόσα χρόνια, τον πατέρα μου. Είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένη, Αλεξάνδρα, και τα ανίψια μου, η νύφη μου, το καλύτερο που θα κάνει, σε μένα θα το φέρουνε. Εγώ τους κάνω ωραίες, χωριάτικες πίτες. Δούλευα ταξί και ήθελα να μάθω και μου έλεγε μία: «Έλα -λέει- στο σπίτι μου τώρα -λέει, στο εξοχικό της- να κάνω πίτα, να σου δείξω πώς τη φτιάχνω». Είδα πώς την κάνει, τους κάνω πίτα και τρελαίνονται. Παίρνουν απ' έξω πίτες, δεν τους αρέσει. «Κάνε μας, θεία Τάνια, πίτα». Τους κάνω πίτες και τα εγγόνια ακόμα, τους κάνω και τρώνε.

Α.Α.:

Φανταστικά, κ. Τάνια. Εγώ θέλω να ρωτήσω κάτι, α, μάλλον, δυο τελευταίες ερωτήσεις - ψέματα, δεν είναι μια -

:

Πες μου.

Α.Α.:

Η μια είναι εάν -σας ρώτησα για το σύντροφο, που είχατε εκείνη την περίοδο, που έγινε η επέμβαση της διόρθωσης. Στις υπόλοιπες σχέσεις λοιπόν, μετά τη διόρθωση φύλου, μοιραζόσασταν την ιστορία σας στις σχέσεις, όχι στις επαφές.

:

Πριν κάνω.

Α.Α.:

Μετά.

:

Ναι, ναι , ναι. Πριν κάνω επαφή το 'λεγα. «Α, δε θέλω», «γιατί; -λέει- ποτέ δε μου αντιστάθηκε γυναίκα». «Εγώ -λέω- είμαι από τις δύσκολες». «Γιατί; Γιατί;». «Κοίταξε να σου πω, ό,τι γυαλίζει, δεν είναι χρυσός. Εγώ -του λέω- έχω κάνει διόρθωση φύλου». Έχω γνωριμίες από Α΄ εθνικής κατηγορίας ποδοσφαιριστές, Ολυμπιακού, Παναθηναϊκού, τρανταχτά ονόματα, που θυσιαστήκανε για μένα, πάρα πολύ. Προχώρησα μετά από την… που τους το 'πα, να ξέρουν τι κάνουνε, ναι, ναι, ναι. Αλλά ξέρεις, θα σου πω κάτι. Όσες έχουν κάνει διόρθωση φύλου, δε μεταδίδουν αρρώστια. Ξέρεις γιατί; Γιατί ο κόλπος είναι τεχνητός και δεν έχει επαφές με το υπόλοιπο σώμα. Κάνεις μια πλύση με το κλύσμα και φεύγουνε όλα. Βάζεις και μια αλοιφή, το οποίο δεν έχει, δηλαδή, ο κόλπος δεν έχει μέσα, εδώ είναι τέρμα. Έχει την ελαστικότητα, που γίνεται η επαφή κι αυτή είναι η επαφή, που βοηθάει και γίνεται και σε μένα ο -

Α.Α.:

Ο οργασμός.

:

Πώς το είπαμε; Ο οργασμός, ναι, ναι. Και αυτός του αρέσει. Αλλά όταν έρθω εγώ, την ώρα του οργασμού, αυτό σφίγγει [01:00:00]τόσο πολύ, που κοντεύει να του το κόψει και αυτός εκεί, τρελαίνεται, κατάλαβες; Ναι. Γιατί αυτό το νεύρο υπάρχει μέσα, γίνεται αυτή η επαφή. Αυτό μέσα πρήζεται, σφίγγει τον κόλπο και γίνεται πολύ, αυτό, πολύ σφιχτά κι αυτό τον τρελαίνει τον άλλο. Ναι, ναι. Γιατί εκείνη την ώρα καταλαβαίνεις... Αυτός που δε φτάνει στον οργασμό, είναι δυστυχισμένος άνθρωπος. Είναι ευτυχία. Αυτό να το προσέξεις στη ζωή σου, ν' αφήσεις ελεύθερο τον εαυτό σου και να συγκεντρωθείς γενικά, όλη. Γιατί η μάνα μου, ποτέ δεν ήρθε σε οργασμό, ποτέ «Και πώς τα 'κανες τα παιδιά;», της λέω. Δεν είναι δυστυχία κι αυτό; Γιατί ζεις; Τι, εκείνη την ώρα, τι ευτυχία που νιώθεις, που γίνεται ο οργασμός βγαίνει, τρελαίνεσαι και γίνεσαι ένα ερείπιο. Αυτό δεν είναι ωραίο πράγμα;

Α.Α.:

Το πιο ωραίο.

:

Τι να τα κάνεις τα κάστρα και τα αυτά, τι να μου πεις; Το ευχαριστήθηκα, γιατί στη ζωή μου δεν καταπιέστηκα. Μόνο τα πρώτα χρόνια, που ντρεπόμουνα πώς θα μάθουνε, πώς θα κάνουνε , αλλά μετά τίποτα. Το είπα και στο Γιάννη. Του λέω έτσι κι έτσι, του Γιάννη. Ξεφτίλες οι ηθοποιοί, είδες τι κάνουνε; Βιάζουν τ' αγοράκια. Εκείνο μπορεί να μην έχει πρόθεση να γίνει, εντάξει εγώ γεννήθηκα, αλλά εκείνο μπορεί να μην έχει πρόθεση να γίνει ομοφυλόφιλος. Εσύ γιατί το παραπλανείς στα 14; Άστο, όταν γίνει.

Α.Α.:

Πατάω λοιπόν, για να μη σας διακόψω το συλλογισμό.

:

Ναι, ναι.

Α.Α.:

Και πήγε λοιπόν η κουβέντα, έφτασε μέχρι το σήμερα, έφτασε μέχρι τις τωρινές, αυτές τις εξελίξεις, τις πολύ-

:

Εδώ και 15 χρόνια δεν έχω βγει απ' το σπίτι μου, είμαι πλήρης. Θέλω να χορτάσω τη μάνα μου, τ' αδέλφια μου, το εξοχικό μου. Και δεν είναι ντροπή τώρα; Να βγαίνω εγώ, να διασκεδάζω και να έχω επαφές, σ' αυτή την ηλικία; Ας πάνε τα… μακάρι το 1/10 να απολαύσουν, ό,τι απόλαυσα εγώ. Σε όλους το λέω, σε όλα τα κοριτσάκια και οι συμβουλές που έδινα στα κοριτσάκια, που μπαίναν στο ταξί, συμβουλές που τις έδινα! Εγώ τα 'χω με τους άντρες, δεν τα 'χω με τις γυναίκες. Τα καλά παιδιά υπάρχουν, πολλά καλά παιδιά, αλλά υπάρχει και σαβούρα, που θέλουν με το ζόρι, ντε και καλά, να σε βάλουνε κάτω. Αυτά, Αλεξάνδρα μου.

Α.Α.:

Μου δίνετε -Αγγελική- μου δίνετε-

:

Πες μου-

Α.Α.:

Μου δίνετε την καλύτερη πάσα τώρα, για την τελευταία ερώτηση που θέλω να σας κάνω.

:

Πες μου.

Α.Α.:

Σε έναν άνθρωπο λοιπόν, που σήμερα σκέφτεται να κάνει το βήμα, αυτό που είχατε κάνει εσείς τόσα χρόνια πριν, τι θα λέγατε;

:

Αν το αισθάνεται 100% γυναίκα και δεν έχει κι ενεργητικές τάσεις, είναι μόνο παθητική, να το κάνει. Αν θέλει και τις δυο μεριές, γιατί υπάρχουνε και… κατάλαβες; Φοράνε φουστάνια, θέλουν να παίζουν και ρόλο ενεργητικό, να μην το κάνουνε. Κατάλαβες, Αλεξάνδρα μου; 100% αν είναι γυναίκα, να το κάνει, αισθάνεται θηλυκό, να το κάνει. Εγώ θα το 'κανα άπειρες φορές, παρόλο τον πόνο. Όχι, υπάρχουνε πολλές, που δε θέλουν να το κάνουνε. Εμένα με λέγανε «ζωντανή νεκρή» όταν γύρισα. Όταν τους είπα ότι εγώ ήρθα σε οργασμό, δε θα μπορούσα αλλιώς. Σαν αγόρι ποτέ δεν ήρθα σε οργασμό, το ξέρεις; Έπρεπε να αυνανιστώ μόνη μου στο σπίτι. Έκανε, γινόταν η πράξη κι εγώ ήμουνα τούβλο κι έκλαιγα μετά. Για τι άλλο θα μου ρωτούσες;

Α.Α.:

Ναι, νομίζω ότι δεν υπάρχει κάτι, το οποίο δεν καλύψαμε. Μια ερώτηση που είχα, λογικά δεν έχει και κάποια απάντηση. Δεν ξέρω, αν εργαστήκατε κ. Τάνια κάπου αλλού, πλην του ταξί, αν είχατε εργαστεί κάπου αλλού. Και η ερώτηση είναι, ποια ήταν η αντιμετώπιση από τους εργοδότες; 

:

Δεν το έδειξα ποτέ. Δούλεψα ηλεκτρολόγος. Δούλευα στην οδός Αθήνας, σε ένα υπόγειο, διόρθωνα ηλεκτρικές κουζίνες 14-15 χρονών, διόρθωνα ηλεκτρικές κουζίνες, ηλεκτρικά σίδερα, τότε ήτανε με μια φλάτζα, που βάζανε και περνούσε ο ηλεκτρικός από εκεί κοντά. Σε 3 ορόφους υπόγειο κάτω, ήμουνα και μέσα απ' τις φλάτζες βγαίνανε οι αρουραίοι να, κι έπαιρνα 10 δραχμές τη βδομάδα, το ξέρεις; Και για να μη πληρώσω εισιτήριο, έπαιρνα απ' το Θησείο, απ' την Ακρόπολη από εκεί απ' το Θησείο κι ερχόμουνα Καλλιθέα με τα πόδια. Δεν είχα να πληρώσω το εισιτήριο, κατάλαβες; Δύσκολα χρόνια, πάρα πολύ, γιατί χτίζαμε το σπίτι μας κάτω, τον 1ο όροφο κι είχαμε να πληρώσουμε γραμμάτια. Εγώ υπόγραφα. Πώς βασιζόντουσαν σε μένα, 14 χρονών παιδί, να χτίζω εγώ και να υπογράφω γραμμάτια; Υπήρχε η εμπιστοσύνη.

Α.Α.:

Γενικώς, απ' την οικογένειά σας, υπήρχε μία μεγάλη στήριξη, ίσως αυτή -

:

Πολύ, ποτέ δε μου το σχολιάσανε, ποτέ δε μου το σχολιάσανε. Η αδελφή μου, μου έλεγε: «Η τάδε είπε για σένα, έτσι». Λέω: «Δεν της έκλεισες το στόμα; Να κοιτάξει το παιδί της, που είναι με τα ναρκωτικά; Ποιο είναι πιο σωστό; Εγώ που σας έχτισα εξαώροφη πολυκατοικία; Μάζεψα τα λεφτά, που δουλεύαν ο πατέρας μου κι η μάνα μου κι εγώ στο ταξί κι ο αδελφός μου στο ταξί, τα μάζευα από όλους και τα έβαζα κι έχτιζα. Δεν είμαι άξια;». Εγώ ναι, αλλά ό,τι και να κάνουν τ' αδέλφια μου, η νύφη μου θα με φωνάξουνε, «Τάνια, έλα να δεις αυτό είναι, καλά το κάνανε; Είναι σωστό;» «Τάνια πάμε, θα πάρω ρούχα, να δεις αν σ' αρέσουνε, αν μου πάνε;». Της λέω: «Αυτό σε κάνει χοντρή, μην το πάρεις. Πάρε αυτό, που είναι πιο ψιλή πλέξη, να σε κάνει λεπτή» παραδείγματος χάριν, δηλαδή». Οι ανιψιές μου, καλά οι μικρές, οι μικρές αυτές, τώρα μόνες φεύγουν, δεν με παίρνουν εμένα, αλλά η αδελφή μου και η νύφη μου και ο αδελφός μου πάντα ρωτούσαν τη γνώμη μου, πάντα. Είχα φίλη μου, η οποία είχε σπουδάσει ντεκορατέρ. Ερχόταν εδώ και μου έλεγε συμβουλές, μου έδινε συμβουλές. Απέναντι έχω μια γκαρσονιερίτσα, 30 τετραγωνικά. Άμα τη δεις, θα πάθεις την πλάκα σου. Εκεί γίνανε όλα, οι έρωτές μου. Δεν ήθελα τώρα, να είμαι μέσα στους… ε, ναι. Αλλά είναι τόσο κουκλί και πάω καμιά φορά, δακρύζω εκεί μέσα, δεν το κάνω τίποτα. Μου ζητάνε να το νοικιάσω. Λέω: «Όχι». Όποια φίλη μου έρθει απ' την επαρχία, θα τη φιλοξενήσω, να κοιμηθεί εκεί, τα πάντα έχει μέσα, παλιές φωτογραφίες, αναμνήσεις.

Α.Α.:

Τι πιστεύετε ότι έκανε αυτό , που έκανε την οικογένεια σας που να είναι τόσο ανοιχτή; Καταρχάς εσείς-

:

Ναι, θα σου πω. Στην Μακεδονία κάποιος βίασε ένα κοριτσάκι, φτωχό, αυτός πλούσιος επιχειρηματίας. Κι αυτό έμεινε έγκυος, ορφανό. Πήγε να αυτοκτονήσει κι η μάνα μου ερχότανε απ' το χωράφι και το βλέπει εκεί, να αυτοκτονήσει στις γραμμές του τρένου. Την πήρε η μάνα μου και λέει: «Τι κάνεις;» της λέει «αμαρτία», της λέει. Και πήγε και τον έπιασε: «Δεν ντρέπεστε, γαϊδούρια, που το κορίτσι έτσι κι έτσι» αλλά πού να καταλάβουν αυτοί. Πάντως, το γλύτωσε το κοριτσάκι, να μην αυτοκτονήσει. Ήτανε ένας κουνιστός εκεί στην Κατερίνη, που όλοι τον κοροϊδεύανε, οι γειτόνοι. Τι άσχημο και αυτό! Όλοι βγάλανε κάτι. Η μάνα μου, πάντα το υποστήριζε. Πάντοτε, πάντοτε, ήτανε η μόρφωση, η μάνα μου, που είχε απ’ τα παιδικά της χρόνια στη Ρωσία, από έναν δάσκαλό της, Κοκκινάκης λεγότανε. Ερχότανε από εδώ απ' την Ελλάδα και τους μάθαινε γράμματα εκεί. Αλλά μετά, ο Στάλιν απαγόρευσε όλα αυτά, ο βρωμιάρης.

Α.Α.:

Μου λέγατε λοιπόν, ότι ήτανε η μόρφωση στη Ρωσία, στην πραγματικότητα-

:

Στην πραγματικότητα από εκεί ξεκινήσαν όλα, η παιδεία! Σε πιάνο ήταν η μάνα μου, σε μπαλέτο, παντού 14 χρονών, αλλά ο Στάλιν τα κατέστρεψε όλα, τα κατέστρεψε όλα, κατάλαβες; Κάτσε να δω καμιά φωτογραφία, να σου δείξω.

Α.Α.:

Αν δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε-

:

Αν μου ρωτήσεις, θα σου απαντήσω, αλλά είναι τόσα πολλά, που δεν τελειώνουμε ούτε σε μια μέρα. Τα είπα όλα τόσο σύντομα…

Α.Α.:

Το καταπληκτικό είναι ότι είναι μια ζωή γεμάτη, μια ζωή γεμάτη από πολύ θετικές ιστορίες.

:

Ναι, ναι, ναι-

Α.Α.:

Ενώ ίσως αυτό, δεν το περιμένεις εύκολα να το ακούσεις, για την Ελλάδα του τότε.

:

Την ωραία αλητεία την έχω κάνει, την ωραία αλητεία, το γράφει;

Α.Α.:

Ναι, ναι.

:

Την ωραία αλητεία την έχω κάνει, την ωραία μόνο, αλητεία και μου το λέγανε και στο ταξί, όταν δούλευα. Την ωραία αλητεία αξίζει να την κάνεις, όχι την κακιά αλητεία. Κατάλαβες; Την έχω κάνει. Άρπαζα το αεροπλάνο κι έφευγα Ρόδο. Άρπαζα τ' αεροπλάνο και φεύγαμε Βερολίνο. Κατάλαβες; Τα 'χω κάνει αυτά. Γιατί να στερηθώ; Είμαι χορτάτη, είμαι χορτάτη. Και η πανδημία δε με πείραξε καθόλου, αυτή η πανδημία δε με πείραξε καθόλου. Καμιά βολτίτσα, τώρα πάω στο Νιάρχο, περπατάω για τα γόνατά μου, έρχομαι. Τα κιλά μου θέλω να χάσω, έχω πάρει πολλά κιλά. [01:10:00]Ήμουνα πάντοτε 55 κιλά, 60 κιλά, 1.60, 37 νούμερο παπούτσι. Εγώ σπορτέξ δεν ήξερα να φορέσω, το παπούτσι μου ήτανε γόβα στιλέτο. Τώρα, δεν μπορώ καθόλου να περπατήσω. Αυτά μου όλα έχουνε πονέσει. Πηγαίναμε πολλές φίλες μαζί, στα μπουζούκια. Όταν μας βλέπανε, ξέρεις τι κάνανε οι τραγουδιστές; «Πω! Πω! σήμερα θα πάει καλά το κέντρο, σήμερα θα πάει καλά». Σηκωνόμασταν, χορεύαμε, τα τραπέζια φεύγανε. Δόξες κορίτσι μου, δόξες, τι να σου πω, δόξες! Πολύ ωραία πέρασα, πάρα πολύ ωραία. Ευχαριστημένη απ' τη ζωή μου. Άπειρες φορές -σου είπα- θα έκανα τη διόρθωση φύλου, άπειρες φορές. Αλλαγή δεν έχω κάνει, γιατί ήμουνα ίδια. Μια διόρθωση, γενετικό λάθος, τίποτα άλλο. Πέτυχα, ήρθα σε οργασμό, αυτό με νοιάζει εμένα, το κυριότερο. Αγαπήθηκα, δούλεψα τίμια, δούλεψα τίμια, έκανα και τις αρπαχτές μου -σου λέω- την καλή αλητεία την έχω κάνει. Όχι για πολύ, αλλά ευχαριστημένη είμαι, θα είχα στερηθεί, θα είχα στερηθεί, αν δε τα έκανα. Είμαι χορτάτη, πάρα πολύ, θέλω να χορτάσω τώρα τη μάνα μου, το εξοχικό μου. Έρχεται ο Γιάννης καμιά φορά με βλέπει, κάπου τον έχω και φωτογραφίες το Γιάννη εκεί. Πάρα πολύ ωραία, στα είπα έτσι λίγο μαζεμένα.

Α.Α.:

Πάρα πολύ ωραία. Σας ευχαριστώ πάρα, πάρα πολύ.

:

Τίποτε αγάπη μου, τίποτε, τίποτε, μόνο διευθύνσεις και στοιχεία μη δώσεις, ό,τι κάνεις -

Α.Α.:

Εννοείται πως η συνέντευξη θα δημοσιοποιηθεί με ψευδωνυμία, με χρήση ψευδωνυμίας, το λέω κιόλας.

:

Μπράβο, μπράβο. Ότι το πρόσωπο αυτό είναι αληθινό, αυτό να το… δεν με πειράζει.

Α.Α.:

Εννοείται.

:

Αν κάποιος έχει απορία, αυτό είναι. Κατάλαβες; Αν σου πουν -ας πούμε- ότι ψεύδεσαι, δεν ξέρω υπάρχει κι αυτό το… όχι, εντάξει, αυτά.

Α.Α.:

Τέλεια. Και μια ιστορία του εξωτερικού.

:

Του εξωτερικού, ναι. Λοιπόν, έχω πάει μια εκδρομή με τη φίλη μου στη Ρόδο. Και είναι μια παρέα εκεί, γνωρίζω ένα φίλο, γκέι, κομμωτής. Ένα πάρα πολύ ωραίο παιδί, Τούρκος. Μου λέει: «Τάνια και 5-6 άτομα πάμε στη Σμύρνη;». Λέω: «Πώς θα πάμε;» λέω. «Διαβατήριο δεν έχεις; Έχεις», είχα βγάλει και διαβατήριο, λέει: «Πάμε». Λέω κι εγώ «Δεν πάω;» Και πάμε απ' τη Ρόδο απέναντι στο Μαρμαρίς, εκεί που τον Ερντογάν… ήταν όταν ήταν να τον σκοτώσουνε, τότε που έγινε το τέτοιο. Ένα πάρα πολύ ωραίο μέρος. Γνώρισα κάτι Τούρκους, τι φιλόξενοι άνθρωποι! Αυτοί οι πολιτικοί τους είναι χάλια. Αυτοί οι πολιτικοί τους είναι χάλια. Τι ωραία περάσαμε εκείνη την νύχτα. Από εκεί παίρνουμε το, την άλλη μέρα, κοιμηθήκαμε σ' ένα ξενοδοχείο, και την άλλη μέρα, παίρνουμε το λεωφορείο να πάμε για τη Σμύρνη. Πήγαμε στη Σμύρνη σ' ένα ξενοδοχείο, το οποίο λεγόταν «Ankara». Άγκυρα δηλαδή. Ένα παμπάλαιο ήτανε, αλλά βολευτήκαμε εμείς, γιατί και τα λεφτά μας ήτανε λίγα… Την άλλη μέρα, βγαίνουμε στην αγορά της Σμύρνης, να πάρουμε δερμάτινα, όλοι μιλούσαν Ελληνικά! Όλοι μιλούσαν Ελληνικά, νόμιζα στην Ελλάδα είμαι. «Καλά, πού τα ξέρετε;» λέω. «Πώς -λέει- εμείς είμαστε παλιοί Έλληνες, δε φύγαμε», λένε. Ακούς; Ναι. Και το βράδυ, γυρίσαμε 2-3 μέρες σε ωραία μέρη, διασκεδάσαμε στα μπουζούκια, πήγαμε το βράδυ, «Θα πάμε -λέει- σ' ένα μπουζουξίδικο κι έχει και καλό φαΐ». Τίποτα, από 500 δραχμές πληρώσαμε, το άτομο, φάγαμε, σκάσαμε και τραγουδούσανε οι Τούρκοι του Μίκη Θεοδωράκη τα τραγούδια. Μα τι ωραία περάσαμε! Τι ωραία! Αυτό θα μου μείνει αξέχαστο! Ότι ξέρανε όλοι ελληνικά, όλοι ελληνικά, απταίστως. Καταλάβαινες ότι είναι Τούρκος, η γλώσσα του, αλλά τα ελληνικά απταίστως, πάρα πολύ ωραία.

Α.Α.:

Για τι χρονολογία μιλάμε;

:

Αυτό είναι το '89.

Α.Α.:

'89.

:

'89.

Α.Α.:

Εγώ τώρα, η αλήθεια είναι, θα ήθελα να πάμε λίγα χρόνια νωρίτερα, σε κάτι που δεν το αγγίξαμε, στην περίοδο της χούντας. Πώς ήταν η ζωή για εσάς και τον κύκλο αυτών των ανθρώπων, την περίοδο της χούντας;

:

Ναι, ναι. Αγοράκια μπερδεμένα. Μισό-γυναίκα, όχι τελειοποιημένα, πηγαίναμε στην Πλάκα στο μπαρ, κι ερχόντουσαν και μας πιάνανε όλες μαζί, όλα μαζί, ομοφυλόφιλα αγοράκια και τραβεστί και μας πηγαίναν στο τμήμα. Ξύλο εκεί! Ξύλο, δράμα με τη χούντα, ήταν δράμα! Δε σου είπα ο άλλος που με έπιασε και με έδειρε και βρέθηκε ο καλός ο διοικητής, ο Χατζιδάκης και «Γιατί τα χτυπάτε τα παιδιά;» κατάλαβες; Που να του δώσει ο Θεός, ομοφυλόφιλο και χαζός να 'ναι, όχι έξυπνος! Δε θέλω έξυπνος, να βγάλει παιδί ομοφυλόφιλο και χαζό και άσχημο. Το λέω με πίκρα αυτό, γιατί έφαγα πολύ ξύλο, κατάλαβες; Είναι πολλές οι περιπτώσεις, τώρα δεν τις θυμάμαι, πάρα πολλές, γιατί κάθε βράδυ, κάθε μέρα ήταν και μια καινούρια ιστορία. Αυτά, βρε συ Αγγελική μου, Αγγελική δεν είπα; Αλεξάνδρα -

Α.Α.:

Αγγελική, Αγγελική. Τέλεια. Προτού κλείσουμε -

:

Ρώτησέ με -

Α.Α.:

Το δαιμονάκο αυτό, μία ερώτηση για την προσωπική σας άποψη και το αποτύπωμα που αφήνει ο κόσμος σε εσάς, πώς βλέπετε τον κόσμο να προχωράει σε σχέση με τα διεμφυλικά άτομα από τα δικά σας νιάτα μέχρι -

:

Τώρα κάπως καλύτερα, αλλά πάντα υπάρχει καχυποψία. Είναι δύσκολο να ξεπεραστεί. Αλλά πιο ενημερωμένος είναι ο κόσμος τώρα. Το δέχεται πιο καλά, «Και τι σε νοιάζει, καλά έκανες! Η ζωή του ο καθένας του ανήκει» έτσι μου λένε. Καλά, δεν το λέω και στον κάθε τυχόντα. Εκεί που μου χρειάζεται να κάνω τη δουλειά μου, εκεί το λέω. Σε καμιά δημόσια υπηρεσία, πάντα γίνεται η δουλειά μου. Με το που το λέω, η δουλειά μου γίνεται!Παθαίνω διαλείψεις το μυαλό μου φεύγει, ήθελα να πω κάτι, το σκεπτόμουν προηγουμένως και το ξέχασα. Ρώτησε μου τι άλλο θέλεις;