Αναμνήσεις από τα παλιά

Χ.Θ.

Λοιπόν, καλησπέρα σας. Θα μας πείτε το όνομά σας;

[00:00:00]

Α.Μ.

Αθηνά Μπάρκα, του Αντωνίου και της Χριστίνης.

Χ.Θ.

Ωραία. Σήμερα είναι 7 Οκτωβρίου του 2020, είμαι με την Αθηνά Μπάρκα, βρισκόμαστε στο Ψυχικό, στην οικία της, εγώ ονομάζομαι Θεολόγος Χρήστος, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Θα θέλατε να μου πείτε κάποια πράγματα;

Α.Μ.

Ναι. Να ξεκινήσουμε απ' τη γιαγιά μου την Ελένη, η οποία ήτανε αρραβωνιασμένη με τον Βασίλειο Σύρμα, και τους ερώτησε ο προπάππους μου «Πού θέλετε να αγοράσετε ένα οικόπεδο για να χτίσετε;». Έψαξαν λοιπόν και βρήκανε στην Ομόνοια, ακριβώς στην πλατεία, η οποία ήτανε χωματόδρομος τότε και βρήκανε στη γωνία, εκεί που είναι σήμερα του Χόνδρου. Πήγε λοιπόν ο προπάππους με τη μαγκούρα και χτύπησε το έδαφος, πολλές φορές, και δεν τους το ενέκρινε. «Γιατί, πατέρα;» του λένε. Λέει «Διότι είναι βράχος και δεν θα στεριώσετε». Διότι εσυνήθιζαν, όταν αγόραζαν ένα οικόπεδο, να εφύτευαν ή ένα αμπέλι, μια ελιά ή μια μουριά. «Ψάξτε -τους λέει- αλλού». Και έψαξαν 3-4 τετράγωνα πιο κάτω και πήραν επί της οδού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Ακομινάτου και Τράιμπερ. Εκεί παντρεύτηκαν, έχτισαν ένα διώροφο. Από κάτω υπήρχε ένα μαγαζί μεγάλο και από πάνω ένα μεγάλο σπίτι, με επτά δωμάτια. Μετά από μερικά χρόνια, δίπλα έχτισαν άλλο ένα διώροφο, με πέντε δωμάτια επάνω και τέσσερα κάτω. Εκεί, λοιπόν, εζούσε η γιαγιά με τον παππού και με προξενιά επάντρεψαν τον υιό τους Αντώνιο, ο οποίος ήτανε αυτοδημιούργητος και είχε μάθει μηχανουργός. Τα πρώτα χρόνια είχε ένα εργοστάσιο, κάπου στο μουσείο κοντά, στην οδό Μετσόβου, μου φαίνεται. Μετά, αφού προόδευσε, αγόρασε ένα οικόπεδο στην οδό Ευριπίδου 67 και έκανε ένα εργοστάσιο, με αρκετούς τόρνους. Τα πρώτα χρόνια, που δεν υπήρχε το ηλεκτρικό, τους εδούλευαν με τα πόδια για να λειτουργήσουν. Και είχανε στραβώσει τα ποδαράκια του πατέρα μου. Μόλις μπήκε το ηλεκτρικό, επήρε και άλλους τόρνους και δούλευε πάρα πολύ καλά και προόδευσε και διά της οικονομίας, αγόρασαν κι άλλο οικόπεδο και έκανε περιουσία. Κάθε μεσημέρι όμως, ερχότανε και τρώγαμε όλη η οικογένεια μαζί, κάναμε προσευχή και τρώγαμε. Και αναπαυότανε μισή ώρα και ξαναπήγαινε στη δουλειά του. Πολύ κοντά μας ήτανε και το δημοτικό σχολείο όπου επήγαινα. Α! Προηγουμένως, πριν, στην παιδική μου ηλικία, κάθε Κυριακή μας έπαιρνε ο πατέρας μου μετά από την εκκλησία και μας πήγαινε βόλτα στο Ζάππειο, για να περπατήσουμε, να παίξουμε. Μάλιστα, κάποια φορά, ξέφυγα από την προσοχή του πατέρα μου, και ο πατέρας μου με 'χασε και χάθηκα. Με βρήκε η αστυνομία κλαίγοντας. Εν τω μεταξύ, και ο πατέρας μου έψαχνε να με βρει, με βρήκε και έπεσα στην αγκαλιά του. Κάθε Κυριακή, μετά την εκκλησία, φορούσα το μεταξωτό μου φόρεμα, το σομόν με τα βολάν και χαιρόμαστε πολύ. Μετά, όσο μεγάλωνα, προόδευε ο πατέρας μου στη δουλειά του.  Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στην Αιδηψό οικογενειακώς. Διότι υπέφερε ο πατέρας μου και η μητέρα μου από ρευματισμούς. Μέναμε έναν μήνα. Στις αρχές σε ξενοδοχείο, του Ζαπανιώτη. Μετά, νοίκιαζαν διαμερίσματα, σπιτάκια ωραία, που μπροστά περνούσε ένα ρυάκι με το ιαματικό νερό και έκανε κι η μαμά μου τα ποδαράκια της μόνο, διότι είχε την καρδιά της, το μπάνιο της. Ο πατέρας μου πήγαινε πρωί πρωί στα λουτρά και εμείς κάναμε τα μπάνια μας. Ωραία χρόνια... Ο παππούς μου είχε γνωριστεί στη λαϊκή με τους χωρικούς που έφερναν τις πραμάτειες του και του λέγανε «Έλα να σε κεράσουμε κρασάκι στο χωριό μας». Μια φορά λοιπόν, ξεκίνησε να πάει στο χωριό τους, θα το θυμηθώ, στη Γουργουβίτσα. Το βλέπαμε λοιπόν, ξεκίνησε από τις 5 το πρωί, τον βλέπαμε με το λινό του το κουστούμι και το ψάθινό του το καπέλο, να ανεβαίνει το βουνό. Κάποια στιγμή τον χάσαμε, διότι πέρασε το ύψωμα του βουνού. Και προχωρούσε, προχωρούσε στα χωριά και ρωτούσε «Πού είναι η Γουργουβίτσα; Εδώ παρακατίτσα» του λέγανε. «Πού είναι η Γουργουβίτσα; Εδώ παρακατίτσα». Πέρασε πόσα χωριά, ώσπου σχεδόν ήρθε απόγευμα και κάποτε, αρχές νύχτας, βρήκε τη Γουργουβίτσα. Τον υποδέχτηκαν στο χωριό, τον κέρασαν εκεί και του λένε «Τώρα δεν μπορείς να γυρίσεις, θα μείνεις εδώ». Έμεινε πράγματι εκεί, εμείς ανησυχήσαμε. Την άλλη μέρα, πρωί πρωί πάλι, τον είδαμε σιγά σιγά να γυρίζει από το βουνό. Θέλω να σας πω ότι δεν είχανε επίγνωση των αποστάσεων και τις ώρες που θα είχανε. Τέλος πάντων, περάσαμε ωραίο καλοκαίρι. Κάποιο άλλο καλοκαίρι στην Αιδηψό, είχα περιπέτειες εγώ μικρή. Τη μια φορά με τσίμπησε μια σφίγγα και πρήστηκε το χεράκι μου.  Το ίδιο εκείνο καλοκαίρι, δεν ήτανε η μαμά μου μαζί, διότι ήτανε έγκυος στη μικρότερη αδερφή μου. Ήτανε η θεία μου, ο μπαμπάς μου και κάποιος φίλος. Κάποια φορά, έκλεισε ο μπαμπάς μου να πάμε απέναντι εκδρομή στα Γιάλουτρα. Διότι κάναμε πολλές εκδρομές γύρω από την Αιδηψό. Είχε κλείσει λοιπόν με έναν βαρκάρη. Κατεβήκαμε κι εμείς, στις 4 η ώρα, τα παιδιά και βλέπουμε τον βαρκάρη να έχει τούμπα τη βάρκα του. «Πώς, δεν είπαμε ότι θα πάμε;». Λέει «Έπιασε ποντίκια η βάρκα μου» και γέλαγε. Κατέβηκε και ο πατέρας μου εν τω μεταξύ και συνεννοήθηκε με έναν άλλον, λέει «Ελάτε, θα σας πάω εγώ, που είναι και η πατρίδα μου τα Γιάλουτρα». Ξεκινήσαμε λοιπόν, ωραία, με ωραία, γαλήνια θάλασσα, να πάμε στα Γιάλουτρα. Στο μέσον του πελάγους, στη διαδρομή, μας βρίσκει ένα μπουρίνι. Αμέσως ο βαρκάρης, έμπειρος, παίρνει μαχαίρι, κόβει το σχοινί, τα πανιά, μαζεύει τα πανιά, εμάς τα παιδιά μας έβαλε μαζί με τη θεία μου κάτω στην πρύμνη, του πατέρα μου του έδωσε ένα δοχείο και του λέει «Εσύ θα αδειάζεις το νερό». Η βάρκα άρχισε να μαζεύει νερό. Επί δύο ώρες μας γυρνούσε ο άνεμος στη μέση του πελάγους γύρω γύρω. Εμείς τα παιδιά κλαίγαμε. Κάποτε άρχισε να σουρουπώνει. Σιγά σιγά γαλήνεψε η θάλασσα και σιγά σιγά επιστρέψαμε. Είχε κατέβει, γιατί τα Γιάλουτρα είναι σε ύψωμα απέναντι από την Αιδηψό, κατέβηκε όλο το χωριό, με στεγνά ρούχα, μας υποδέχθηκε. Διότι ο ξενοδόχος μας είχε [00:10:00]τηλεφωνήσει απέναντι και είπε «οι πελάτες μου έρχονται» και μας παρακολουθούσανε στη μέση του πελάγους, που ταλαιπωρηθήκαμε. Τέλος πάντων, μας βάλανε οι άνθρωποι κοιμηθήκαμε. Και την άλλη μέρα, όλοι με δώρα, με καλαθάκια, με σταφύλια, με σύκα, διάφορα, μας πρόσφεραν και επιστρέψαμε. Επίσης, εκείνη τη χρονιά πήγαμε με τον πατέρα μου να ρίξουμε ένα γράμμα στο ταχυδρομείο. Το οποίον ήτανε σε έναν μοναδικό δρόμο με άσφαλτο, που πήγαινε. Ήτανε και ο αδερφός μου μαζί με έναν φίλο του. Δεξιά και αριστερά, ήτανε πηγές με τα ιαματικά λουτρά. Τα οποία δεν τα είχανε συλλέξει τότε όλα και γύρω γύρω από τις πηγές μαζευότανε αλάτι. Πήγε λοιπόν, ο αδελφός μου με τον φίλο του και πήρανε ένα κομμάτι αλάτι, να το ρίξουνε στην πηγή, και διαλύθηκε αμέσως. Έσκυψα και εγώ να πάρω ένα κομμάτι αλάτι να ρίξω και σπάει η γης κάτω και πέφτω μέσα. Να καίγομαι και να τσουρουφλίζομαι, διότι το νερό είναι πάρα πολύ καυτό. Εκεί ρίχνουμε το αυγό και βράζει αμέσως. Ρίχνουνε τις κότες και τις ξεπουπουλιάζουνε αμέσως. Εγώ να καίγομαι το παιδάκι, τότε θα ήμουνα 5 χρονών, 6, και να χτυπάω τα ποδαράκια μου. Ο πατέρας μου να προσπαθεί να με τραβήξει έξω και να σπάει η γη και να τραβιέται όλη πίσω. Τελικά έτρεξαν κάτι εργάτες, που εργαζόντουσαν στο νταμάρι, και με τα φτυάρια σιγά σιγά με τράβηξαν και βγήκα έξω. Εγώ κλαίγοντας, με γδύσανε και με πήγανε στο ξενοδοχείο και όλες οι κυρίες προσφερθήκανε και με περιποιηθήκανε, με διάφορες κρέμες, λάδια και τελικά δεν έπαθα τίποτα. Α! Εκεί, μάλιστα, όπως μου έλεγαν οι γονείς μου, πρωτοπερπάτησα, με ένα κόκκινο βρακάκι που φορούσα, με είχαν στη βεραντούλα, η οποία φαίνεται ήτανε ίσιωμα, και πρωτοπερπάτησα και έφυγα και με χάσανε. Πολλές αναμνήσεις από την Αιδηψό. Γιατί πάντοτε παίρναμε από τον Σταθμό Λαρίσης το τρένο, κατεβαίναμε στη Χαλκίδα και από εκεί, ένα μοναδικό καράβι, τη «Βασιλικούλα», το λέγανε, και πηγαίναμε στην Αιδηψό. Φοβόμαστε όταν περνούσαμε από ένα βουνό, το Καντήλι, γιατί εκεί γινότανε πάντοτε τρικυμία και κουνιόμαστε πολύ και φοβόμαστε. Τελικά, φθάσαμε. Πολλές περιπέτειες και ωραίες αναμνήσεις από την Αιδηψό. Αυτά γινόντουσαν μέχρι το '40, που είχε ευχέρεια ο πατέρας μου, που είχε δημιουργηθεί αρκετά καλά και ζούσαμε καλά. Ξαφνικά, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, το πρωί, άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες, οι σειρήνες και στα ραδιόφωνα να φωνάζουν «Πόλεμο μας εκήρυξε η Ιταλία και ο Ιωάννης Μεταξάς τους απήντησε "Όχι", ότι δεν παραδινόμαστε». Φώναζαν «Έλληνες, βάλτε στην ψυχή σας την Ελλάδα. Βάλτε στην ψυχή σας την Ελλάδα, και στον Χριστό και στην Παναγία, δεν θα μας αφήσει». Ήτανε το φρόνημα του ελληνικού λαού, ήμαστε ενωμένοι, ήτανε πάρα πολύ υψηλό. Είχαμε ιδανικά, είχαμε σύμπνοια μεταξύ μας, είχαμε αγάπη, κάτι το πρωτόγνωρο. Με τη βοήθεια του Θεού και της Παναγίας. Αμέσως, κηρύχθηκε γενική επιστράτευσις. Το σπίτι μας ήτανε σχετικά κοντά στον Σταθμό Λαρίσης. Εκεί έφευγε ο στρατός και πήγαινε ο κόσμος και τους πήγαινε ό,τι μπορούσε και τους αποχαιρετούσε με αγάπη και με τραγούδια. Εμάς ο πατέρας μας ήτανε πολύ... όλοι, όλος ο κόσμος τότε ήτανε πολύ ηθικός. Δεν μας άφηνε να κυκλοφορούσαμε έξω, μέχρι τότε, ήμουνα 14 χρονών, γιατί είχα γεννηθεί το 1926. Ήτανε αυστηρός, τότε μάλιστα με ρωτούσανε, τώρα σύγχρονοι «Πώς ο πατέρας σας σας επέτρεπε και βγαίνατε και κυκλοφορούσατε μετά;». Ήτανε ζήτημα επιβιώσεως και ο πατέρας μου «Βοηθήστε την πατρίδα!» μας έλεγε. Κοντά μας ήτανε το δημοτικό σχολείο, το οποίο είχε γίνει ταχυδρομείο για τα δέματα των στρατιωτών. Την ημέρα δουλεύαμε στο ταχυδρομείο. Μας είχανε δείξει ειδικά πώς να τυλίγουμε τα δέματα, πώς να τα δένουμε, πώς να βάζουμε βουλοκέρι και τα στέλναμε στον σταθμό, αποστολές στα σύνορα. Όλα τα κορίτσια την ημέρα δουλεύαμε όπου χρειαζόταν, τη δε νύχτα πλέκαμε πουλόβερ. Η αδερφή μου η μικρή είχε μάθει και έπλεκε κάλτσες. Όλος ο κόσμος κάτι πρόσφερε, ό,τι μπορούσε, και στέλναμε στους στρατιώτες. Εν τω μεταξύ, υπήρχε αλληλογραφία μεγάλη, μεταξύ των στρατιωτών και του κόσμου, και τους εμψυχώναμε με γράμματα, με τόνωση, τους τονώναμε το ηθικό τους, με αγάπη. Μέχρι που πολλές κοπέλες είχαν γνωριστεί τόσο πολύ, είχανε συνδεθεί ψυχικά με στρατιώτες, με αξιωματικούς. Προχωρούσανε ο στρατός μας, κάθε μέρα με μία νίκη, κάθε μέρα με μία νίκη, κάθε μέρα κάτι κατελάμβαναν, την Κορυτσά, προχωρούσανε, τη Χειμάρρα, μέχρι τελευταία, το Τεπελένι είχε μείνει. Πέθανε και αρκετός στράτος δικός μας, αλλά να φανταστείτε, εμείς ήμαστε ψιχία τότε. Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς πόσος ήταν ο στρατός μας και των Ιταλών ήτανε εκατομμύρια. Σκεφθείτε με έναν κολοσσό πήγαμε να τα βάλουμε, εμείς τα μυρμήγκια. Και όμως, η Παναγία, την έβλεπαν οι στρατιώτες μπροστά τους να τους βοηθάει! Τις βόμβες να τις σπρώχνει αλλού! Και γλίτωναν τα παλικάρια μας! Έπεσαν πολλοί, αλλά, δυστυχώς, επειδή μέσα στην Αθήνα κυκλοφορούσαν χιλιάδες γελοιογραφίες του Ντούτσε, το τι γελοιογραφίες έγχρωμες εγίνοντο. Το τι τραγούδια, η Σοφία Βέμπο ήταν αυτή που εμψύχωνε και τον στρατό και τον κόσμο, το ηθικό μας, τα ιδανικά μας, ήμαστε όλα υψηλά. Μέχρι που δεν μπορούσε να τα καταφέρει ο Ντούτσε και ζήτησε τη βοήθεια των Γερμανών, οι οποίοι επετέθησαν μέσω Βουλγαρίας, στο Οχυρό Ρούπελ. Το Ρούπελ το είχε φτιάξει ο Μεταξάς, μια ολόκληρη γραμμή, τσιμεντογραμμή πολύ ισχυρή. Αλλά οι Γερμανοί ήτανε τόσοι και είχανε τόση αεροπορία, που χτυπούσαν ανηλεώς. Ώσπου, κράτησαν όσο μπορούσαν οι άξιοι αξιωματικοί μας και ο στρατός μας, περήφανα. Μέχρι που ο Γερμανός ανώτερος στρατιωτικός, στρατηγός εκεί, τους συνεχάρη αφού τους κατέλαβαν. Αφού αναγκάστηκαν να παραδοθούν… Βέβαια, με την έγκριση της κυβερνήσεως. Από κει και πέρα, ήρθε η κατάρρευσις. Ήρθε η κατάρρευσης και κατέβηκαν οι Γερμανοί, κατέβηκαν και οι Ιταλοί, και άρχισαν την Κατοχή, την καταραμένη Κατοχή, που σκόρπισαν στην Ελλάδα την πείνα, την κακομοιριά, τη δυστυχία. Και[00:20:00] οι Γερμανοί ήτανε βάναυσος λαός. Έπαιρναν τον κοσμάκη και τον εκτελούσαν, για το τίποτα. Είχανε δημιουργηθεί βέβαια, και οργανώσεις, και εθνικές, με τον Ζέρβα και με τον... μου διαφεύγει τώρα, και με τους αριστερούς. Όλοι πολεμούσαν εναντίον των Γερμανών, τους έκαναν διάφορα σαμποτάζ, αλλά και οι Γερμανοί μετά εκδικούνται απαίσια. Με την παραμικρή αντίσταση, που τους έκαναν και στα χωριά οι αντάρτες και αυτά, εκδικούνται. Να φανταστείτε στα Καλάβρυτα, εσκότωσαν δύο χιλιάδες άντρες, όλο το χωριό και όλη την περιοχή. Μαυροφορέθηκαν όλες οι γυναίκες για χρόνια. Αναγκάστηκαν, έφυγαν από το χωριό και μεταφέρθηκαν λίγο παραπέρα, από τον πόνο και τη θλίψη. Έχει μείνει ιστορική αυτή η μέρα των Καλαβρύτων. Και μόνο αυτόν; Και πόσα και πόσα ανεκδιήγητα, πού να τα θυμηθώ; Και στη Μακεδονία, παντού, παντού. Συνελάμβαναν συνέχεια τους νέους και τους κακοποιούσαν, στην Γκεστάπο, στην οδό Μέρλιν 3. Και τους βασάνιζαν πάρα πολύ, για να μαρτυρήσουν, κι όμως αντιστέκοντο. Ένας φίλος του αδερφού μου, Χρονόπουλος Παναγιώτης, το συνέλαβαν το παλικάρι. Ήτανε φοιτητής Νομικής, τελειόφοιτος. Και του έκαναν τέτοια βασανιστήρια που κόντεψαν να το τρέλανουνε το παλικάρι. Του έβγαζαν τα νύχια! Tου έβγαζαν τα δόντια! Και ευτυχώς, άντεξε σε τόσο πόνο, γιατί αν ένα όνομα έλεγε, θα το επλήρωναν πάνω από 100 άλλα παλικάρια. Μπράβο του! Μετά την απελευθέρωση τον επήρε μάλιστα βοηθό του ο Θεοτόκης. Είναι άπειρα τα κατορθώματα των Ελλήνων τότε. Και όμως, ζούσαμε με την ελπίδα της ελευθερώσεως. Ζούσαμε με την αγάπη και κάθε μέρα προσευχόμεθα πώς θα ελευθερωθούμε. Δυστυχώς όμως, υπήρχε πάρα πολλή πείνα. Πάρα πολλή πείνα, διότι κατέσχον όλη την παραγωγή οι Γερμανοί και οι Ιταλοί. Και να φανταστείτε, ήταν τόση η πείνα που είχε προσφερθεί μία Αμερικανική Ένωσις, η UNRRA, και πρόσφερε ό,τι μπορούσε για τα συσσίτια των Ελλήνων. Εγώ τότε, μέχρι το '43, επήγαινα στο γυμνάσιο. Τελείωσα το γυμνάσιο το '43. Και κάθε μέρα μας έδιναν ένα κουτί από κονσέρβα, με ένα συρματάκι από πάνω, και μας βάζανε μία κουταλιά πλιγούρι, για να ζήσουμε όλη την ημέρα παιδάκια. Και όμως, αντέξαμε και ελπίζαμε. Ό,τι είχαμε στην οικογένεια τα πουλούσαμε. Διότι ερχόντουσαν ορισμένοι μαυραγορίτες, από επαρχίες που είχανε κάποια παραγωγή και τα πουλούσανε. Αλλά τα πουλούσανε πανάκριβα! Και όμως, τα πληρώναμε με ό,τι είχαμε, για να επιβιώσουμε. Προσπαθούσαμε και όλο ελπίζαμε. ;Oλο ελπίζαμε. Ώσπου κάποτε, οι σύμμαχοι έκαναν απόβαση από τη Λιβύη και προχωρούσανε στην έρημο προς την Αίγυπτο, γιατί και εκεί τα είχαν καταλάβει οι Γερμανοί. Και προχωρούσαν και όλο καταλάμβαναν τα εδάφη και νικούσαν τους Γερμανούς, μέχρι τόσο που φώναζαν. Προχωρούσαν τόσο πολύ οι σύμμαχοι και τους εξολόθρευαν τους Γερμανούς «Βάστα, Ρόμελ, Βάστα, Ρόμελ!». Ώσπου τελικά, τους ενίκησαν, αφού προηγουμένως έκανε απόβαση από την Αγγλία απάνω, στο Καλέ. Έκαναν απόβαση και μπήκανε από τη Γαλλία; Από τη Γερμανία; Και με βομβαρδισμούς πολλούς ενίκησαν τους Γερμανούς. Οι οποίοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Είχανε κάνει πάρα πολλούς βομβαρδισμούς στην Αγγλία. Πάρα πολλούς βομβαρδισμούς. Αλλά και οι Άγγλοι είχανε καλή αεροπορία. Κι έτσι έγινε η συνθηκολόγηση μεταξύ Τσόρτσιλ, Ρούσβελτ και –ποιος ήταν ο τρίτος; δεν τον θυμάμαι, ο Ρώσος, δεν τον θυμάμαι τώρα– και τότε μας έδωσαν και τα Δωδεκάνησα, ως ανταμοιβή. Εφόσον έπρεπε να μας δώσουν και τη Βόρειο Ήπειρο, που είχαν χύσει το αίμα τους τόσα παλικάρια Έλληνες. Και σήμερα, παρουσιάζονται οι Αλβανοί και τι λένε; Και οι Σκοπιανοί... Λυπηρά, λυπηρά πράγματα. Διότι, η Ελλάδα ήταν ένδοξη, με μεγάλη πίστη και κέρδισαν.  Από τότε, μετά άρχισαν άλλα δύσκολα χρόνια. Άλλα δύσκολα χρόνια, που ο Θεός να μη δώσει πουθενά στον κόσμο να γίνεται εμφύλιος πόλεμος, όπως έγινε στην Ελλάδα. Κρίμα και λυπηρό να γεννηθούν, μετά από τόση αγάπη, τόσα μίση, για να κυριαρχήσουν, ο Βελουχιώτης να πάρει τη διακυβέρνηση της Ελλάδος, ο οποίος ήταν αρχηγός των ανταρτών, των αριστερών. Ενώ οι δεξιοί δεν εζήτησαν τίποτα, παρά μόνη τη βοήθεια των συμμάχων, οι οποίοι βοήθησαν, και επήρανε Έλληνες –ποιος πρώτος, ο Παπανδρέου; ο Καραμανλής;– τη διακυβέρνηση. Από τότε, ώσπου να ορθοποδήσει πάλι η Ελλάδα, δύσκολα χρόνια πάλι πέρασαν. Δύσκολα οικονομικά, δύσκολα. Εν τω μεταξύ, ο βασιλεύς μας και το υπουργικό συμβούλιο είχε πάρει τον χρυσό της Ελλάδος και τον είχε στην Αίγυπτο. Με την απελευθέρωση, επήγε το Ναυτικό μας και παρέλαβε τον χρυσό, την περιουσία του έθνους, μαζί με τον βασιλιά και το υπουργικό συμβούλιο, και το φέρανε στην Ελλάδα. Αλλά πάλι, έπεσαν τα πολιτικά, έπεσαν τα πολιτικά, έκαναν δημοψήφισμα και διώξανε τον βασιλιά μας, ο οποίος ήταν έμβλημα για την Ελλάδα και όμως τον διώξανε. Έφυγε αξιοπρεπώς ο βασιλιάς μας, καταδιωγμένος. Από τότε, άρχισαν τα διάφορα πολιτικά, που τι να σας πω, λάθη των λαθών, και η Ελλάδα βρίσκεται στο σημερινό κατάντημα, με τα μνημόνια και τα [00:30:00]διάφορα. Λάθη, συνέχεια, κάθε πολιτικών, που δεν τους ένοιαζε τίποτα άλλο από την καρέκλα. Ενώ τότε, «την πατρίδα», λέγαμε, «την πατρίδα». Ως έμβλημα είχαμε: πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Αυτό έλεγε και ο Κολοκοτρώνης, που τότε το '21 πολέμησαν και μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς, ξανάγινε η Ελλάδα ελληνική. Και όμως, παλεύουμε, παλεύουμε, αλλά χρειάζονται πατριώτες, χρειάζονται πατριώτες, να έχουνε στην ψυχή τους μέσα την Ελλάδα, όπως και τότε με το «Όχι» έλεγαν: «Βάλτε στην ψυχή σας στην Ελλάδα!». Έτσι επιβιώσαμε, αλλά πρέπει να επιβιώσουμε, να τη διατηρήσουμε την Ελλάδα ζωντανή. Γιατί θα δώσουμε λόγο στα παιδιά μας, στα εγγόνια μας, στα δισέγγονά μας και στις επόμενες γενιές. Σας χαιρετώ, με αγάπη, με αγάπη. Ευχαριστώ. Σας χαιρετώ. Τα είπα καλά;

Χ.Θ.

Ευχαριστούμε πολύ, κυρία Αθηνά, για τα ενδιαφέροντα στοιχεία που μας δώσατε. Θα ήθελα να τρέξουμε πάλι πίσω σε μερικά πράγματα που μας είπατε, με πολύ ενδιαφέρον και συγκίνηση. Παρ' όλα αυτά, εμείς εκτός από τα πολύ ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία που μας δώσατε, μας ενδιαφέρουν και προσωπικά πράγματα και της οικογενείας σας και βιώματα. Μας είπατε ότι είστε γεννηθείσα του 1926. Ακριβώς η ημερομηνία που γεννηθήκατε;

Α.Μ.

16 Φεβρουαρίου.

Χ.Θ.

Μάλιστα. Θέλετε να μας πείτε κάποια πράγματα για τα αδέρφια σας; Πόσα αδέρφια ήσασταν; Τα ονόματα των γονιών σας; Ακούσαμε Αντώνης ότι ήταν το όνομα του πατρός σας…

Α.Μ.

Ο πατέρας μου έλεγετο Αντώνιος, ήτανε αυτοδημιούργητος, η μητέρα μου ήτανε καταγωγή από το Άργος και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Πρώτον τον Βασίλειο, τον αδερφό μου. Κατόπιν την Ελένη, την αδερφή μου. Κατόπιν υπήρξα εγώ, η Αθηνά, και τετάρτη η αδελφή μου, η Σταυρούλα. Ο αδερφός μου εφοίτησε στο Πειραματικό Σχολείο Αθηνών. Μία σχολή αξιόλογη. Εμείς, εγώ, παρότι η Κατοχή, εγώ και η αδελφή μου η Ελένη, οι οποίες είμαστε κοντά στην ηλικία, παρότι Κατοχή, είχαμε το αίσθημα της μαθήσεως. Πηγαίναμε από το σπίτι μας, με τα πόδια, το οποίον ήτανε κοντά στον Σταθμό Λαρίσης, κοντά στο μουσείο περίπου, με τα πόδια απάνω στη Σίνα, απάνω, που ήτανε η Γαλλική Ακαδημία, για να μάθουμε και τα γαλλικά. Μετά από την απελευθέρωση, εγώ επήγα σε έναν όμιλο, που ήταν ο Ροβεριανός όμιλος, στην οδό Εδουάρδου Λω, απέναντι από τον Παρνασσό. Που ήταν ένας υπέροχος καθηγητής, Άγγλος, και εμάθαινα αγγλικά. Έφτασα μέχρι το τέταρτο έτος, το essential, να πάρω το Lower. Αλλά, ο θάνατος της μητέρας μου, σταμάτησα εκεί, διότι απογοητεύτηκα πολύ, μου στοίχισε. Κατόπιν από τον θάνατο της μητέρας μου... Α, τη γιαγιά μου την Ελένη την είχαμε χάσει πολύ πριν. Διότι την εχτύπησε, πήγαινε να πάρει τροφές για τις κοτούλες της, που είχε στην ταράτσα, και τη χτύπησε το τραμ, με το αυτοκίνητο, και αμέσως έπαθε εγκεφαλικό. Την πήγανε στην Πολυκλινική, όπου και απέθανε. Και ζούσαμε με τον παππούλη μας. Ήταν ένας λεβεντόγερος, που έπαιρνε τη μαγκούρα του, διότι είχε εξασφαλίσει τη ζωή του, από το μαγαζί κάτω που υπήρχε στο σπίτι, το νοίκιαζε, και έκανε βόλτες στη γειτονιά και είχε γνωριμίες πολλές. Kι όταν πέθανε η μητέρα μου, την αγαπούσε τόσο πολύ που έπεισε τον εαυτό του να πεθάνει, διότι «δεν θέλει τη ζωή του, που ο Θεός πήρε τη Χριστίνα και ζει αυτός, που ήτανε 95 τόσο χρονών». Εγώ τον αγαπούσα πολύ και τον περιποιόμουνα, τον μπανιάριζα, τον έλουζα, τον έπλενα και δεν ήθελα να πεθάνει. Είχαμε μία γειτόνισσα, που εμείς δεν ξέραμε, κοριτσάκια, έτσι από πεθαμένους, και μας συμβούλευε «Ησυχία θέλει και να του δίνετε νεράκι να πίνει, νεράκι με το κουταλάκι». Εγώ λοιπόν, σηκωνόμουν τη νύχτα και πήγαινα στο δωμάτιο του παππού, να του δίνω νεράκι. Οι αδερφές μου διαμαρτυρήθηκαν ότι τους ενοχλώ που σηκώνομαι όλη την ώρα. Επήρα και εγώ μία πολυθρόνα και κάθισα δίπλα του και αποκοιμόμουνα και του έδινα νεράκι, όσο μπορούσα, όλη τη νύχτα. Έζησε τρεις μήνες περίπου και μετά έφυγε από τη ζωή, με τον καημό ότι πέθανε η νύφη του, που έμειναν τέσσερα παιδιά. Ζήσαμε αρμονικά και αγαπημένα. Ήταν πολύ σημαντικό αυτό. Δεν είχαμε ρήξη στην οικογένεια. Δεν ξέρω εάν αυτό συνετέλεσε, διότι η μητέρα μου υπέφερε από την καρδιά της. Το '40, μάλιστα, έπαθε έμφραγμα και ευτυχώς είχαμε και κοντά έναν καθηγητή κορυφαίο του Ευαγγελισμού, τον Μαρούλη, και ήρθε αμέσως και της έκανε αφαίμαξη αίματος, δύο ποτήρια μεγάλα αίμα και έτσι εσώθηκε. Αλλά πάντοτε από τότε ήταν ευπαθής. Την πήραμε, λοιπόν, και μας φιλοξένησαν σε ένα χωριό του Άργους, που λέγεται Χούνη, δεξιά, πριν μπούμε στο Άργος είναι η Άκοβα και είναι το χωριό Χούνη, οι οποίοι μας φιλοξένησαν. Με το αζημίωτο βέβαια, γιατί η τσέπη του πατέρα μου ήταν γεμάτη. Διότι εγίνοντο βομβαρδισμοί, πριν εγίνονται οι βομβαρδισμοί από τους Γερμανούς στους Άγγλους, που ήτανε, κάτω στην πεδιάδα του Άργους ήτανε το αεροδρόμιο, που το είχανε οι Άγγλοι, και γίνονται βομβαρδισμοί από τους Γερμανούς στους Άγγλους. Μετά όταν μπήκαν οι Γερμανοί, το βομβάρδιζαν οι Άγγλοι για τους Γερμανούς. Τέλος πάντων, αφού μείναμε αρκετό καιρό, δύο-τρεις μήνες, μετά φύγαμε. Διότι εγκατέλειψαν οι Άγγλοι πάρα πολλά λάφυρα, από το αεροδρόμιο, και είχε πάει ο κόσμος και έκανε πλιάτσικο, όσο μπορούσε. Μέχρι και ζώα μοσχαράκια είχαν ακόμα. Τα πήραν όλα οι χωρικοί. Εμείς επιστρέψαμε πάλι στην Αθήνα και μετέπειτα επικολούθησε ο Εμφύλιος πόλεμος. Άλλο λυπηρό αυτό το αίσθημα. Πάντοτε και ακόμα στην προσευχή μου, αυτό εύχομαι: μακριά από τον εμφύλιο πόλεμο. Είναι το τραγικότερο πράγμα. Ο φίλος να προδίδει τον φίλο, ο αδερφός τον αδερφό. Να είναι διχασμένες οικογένειες, από τι; Από τα κόμματα... Κακό αυτό, κακό να γίνεται εμπαθής κάνεις στις ιδέες του. Αυτά, δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα άλλο. Ευχαριστώ που με ακούσατε.

Χ.Θ.

Ευχαριστούμε, κυρία Αθηνά. Κάποιες άλλες [00:40:00]διευκρινιστικές ερωτήσεις. Μας είπατε ότι από μόρφωση, από ό,τι κατάλαβα, έχετε τελειώσει το λύκειο και έχετε μάθει ξένες γλώσσες. Τα αγγλικά.

Α.Μ.

Και γαλλικά.

Χ.Θ.

Και γαλλικά, μάλιστα. Από τέχνες ή κάποιο άλλο τότε της εποχής, μαγείρεμα, κάποια άλλη ασχολία που είχατε και μάθατε;

Α.Μ.

Δεν μας άφηνε ο πατέρας μου, λόγω του ότι η νοοτροπία του ήτανε πολύ πουριτανός. Δεν ήθελε να δουλέψουμε εκτός σπιτιού. Ναι. Και μέσα στο σπίτι, δουλεύαμε, πλέκαμε, κεντούσαμε. Διάβαζα πολύ, μου άρεσε πολύ το διάβασμα ανέκαθεν. Διάβαζα πολύ και παρακολουθούσα διάφορα κοινωνικά συμβούλια, διάφορα. Α! Ξέχασα να σας πω ότι από ηλικίας 12 χρονών, ο πατέρας μου μας πήγαινε στο Βασιλικό, τότε, θέατρο, τώρα, νυν, μετέπειτα ονομάστηκε Εθνικό. Και παρακολουθούσα πάντοτε όλα τα έργα του Εθνικού Θεάτρου, πρόζας, τα οποία ήτανε υπέροχα, σαν να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο. Που έπαιξε η Παξινού, η Μανωλίδου, η... δεν μπορώ να τη θυμηθώ τώρα. Όλες οι κορυφαίες ηθοποιοί. Η Παξινού, που έπαιξε το έργο Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα. Τι έργα! Φιλοσοφικά, άξια προσοχής και άξια συμπερασμάτων. Όχι σαν τα σημερινά τα έργα, που όλο πας και βρίζουνε. Ακόμα και το ελαφρύ θέατρο ήτανε σωστό. Δεν είχε αυτές τις βρισιές και τις χυδαιότητες, που λένε σήμερα. Έχει αλλάξει πάρα πολύ η κοινωνία, η νοοτροπία. Δυστυχώς προς το χειρότερο. Και έτσι, έχουνε χαθεί και τα συναισθήματα του κόσμου. Δεν ξέρω αυτά, η πρόοδος και οι εξελίξεις εάν συνετέλεσαν και αν είναι καλό ή όχι, το μέλλον θα το αποδείξει. 

Χ.Θ.

Τετρακόσια τα έχετε, κυρία Αθηνά. Παρά, από ό,τι καταλαβαίνω, το 94ο έτος της ηλικίας, που διανύεται, έχετε πλήρη διαύγεια. Θα ήθελα να γυρίσουμε πάλι λίγο στην περίοδο του πολέμου, που είπατε ότι ο πατέρας σας ασχολιόταν με σιδηρουργία.

Α.Μ.

Ναι.

Χ.Θ.

Υπήρχε κάποια, εκείνη την περίοδο δούλευε; Πώς, ασχολιόταν με κάτι;

Α.Μ.

Με τον πόλεμο, επρόσφερε αρκετά μηχανήματα στην αεροπορία. Και τα άλλα τα έκρυψε. Και με την Κατοχή, σιγά σιγά τα πουλούσε, για να ζήσουμε. Μέχρι που ακόμα είχε μία αποθήκη με εμπόρευμα μεταλλεύματα, μαντέμι, δεν θυμάμαι πώς, μικρή ήμουνα, αλλά θυμάμαι την αποθήκη που ήτανε γεμάτη εμπόρευμα, και σιγά σιγά το πουλούσε και επιζήσαμε. Διότι δεν είχε εργοστάσιο. Α! Είχε πάρει ένα οικόπεδο, στην οδό Πειραιώς 107 και Βάρνης και είχε βάνει εμπρός και το έχτιζε. Το οποίον έκανε πέντε καταστήματα μπροστά και από πίσω είχε άλλο τόσο και πιο πολύ οικόπεδο. Και χρεώθηκε στην Κτηματική Τράπεζα, τελικά, να το τελειώσει. Διότι, δυστυχώς, του εστοίχισε πάρα πολύ. Ήταν υποχρεωμένος να φτιάξει καταφύγια και τα οποία, όταν πήγαινε να σκάψει, βρήκανε βράχους, και δεν του επέτρεπαν να συνεχίσει. Και αναγκαστικά λαθραία, έβαζαν φουρνέλα και έσπαζαν τους βράχους. Ώσπου, φτάσανε στο βάθος που έπρεπε και έφτιαξαν υπόγεια, και δεν του έφτασαν τα χρήματα και αναγκάστηκε χρεώθηκε στην Κτηματική Τράπεζα για να το τελειώσει. Όταν το τελείωσε, το ενοικίασε, τα καταστήματα.  Εν τω μεταξύ, με την Κατοχή, το κράτος, για να πληρώσει τους υπαλλήλους, το προσωπικό, ετύπωνε συνέχεια νόμισμα, χωρίς αντίκρισμα. Το οποίον, από μέρα σε μέρα, εξευτελίζετο. Και τύπωνε άλλο και πάλι το ίδιο. Μέχρι, αφού η δραχμή μας είχε κάποια αξία στο ξεκίνημα της, μετά με τα χρόνια, έφτασαν να τυπώνουν χαρτονομίσματα με εκατομμύρια. Εμείς πουλούσαμε ό,τι χρυσαφικά είχε η μητέρα μου, ό,τι υπήρχε μέσα στο σπίτι που μπορούσαμε να το δώσουμε με κάποια αξία, για να πάρουμε τρόφιμα. Και τελικά, είχαμε από τη γιαγιά μας ένα κτήμα μεγάλο στα Σεπόλια, στην οδό Αθανάτων και Δυρραχίου, και αναγκαστήκαμε και το πουλήσαμε, σε αυτόν. Σε έναν βουτυρέμπορο της αγοράς, στον Ζαφόλια. Ο οποίος, τότε τα περνάνε όσο όσο. Και το πήρε και αυτό το κτήμα σε εξευτελιστική τιμή. Και δεν έδιναν, όταν το πουλούσαμε, τα χρήματα, παρά έδιναν μπλοκ επιταγών, ώστε κάθε μήνα, κάθε εβδομάδα, δεν θυμάμαι, να παίρνεις ένα ποσό, ορισμένο. Ο πατέρας μου μας έβγαλε σε όλους μπλοκ, για να μπορέσουμε να τραβήξουμε όσο μπορέσουμε περισσότερο χρήμα. Διότι, από μέρα σε μέρα βγαίνανε εκατομμύρια. Και εξευτελιζότανε το χρήμα. Όσο μπορέσαμε μαζέψαμε, που τελικά ξέμειναν στην τράπεζα τα εκατομμύρια. Διότι δεν έπαιρνες τίποτα. Έτσι καταφέραμε και επιζήσαμε και από πριν είχε μαζέψει ο πατέρας μου διάφορες λίρες και όπου έβρισκε λάδι, το οποίον ήταν περιζήτητο, μπορούσε και αγόραζε. Διότι δυστυχώς, έβλεπες στους δρόμους να πεθαίνει ο κόσμος από αβιταμίνωση. Πρησμένες οι κοιλιές τους, να πεθαίνουνε από αβιταμίνωση και από την πείνα. Και ελέγε όσο μπορούσαμε να επιβιώσουμε, όπως μπορούσαμε. Αλλά, όλο ελπίζαμε, όλο ελπίζαμε, έρχονται. Όταν πια από την Αίγυπτο άρχισαν να νικούν οι σύμμαχοι και όταν έγινε και η απόβασις απάνω στη Γαλλία. Όλο ελπίζαμε, ότι πράγματι ήρθε η ώρα της ελευθερίας του κόσμου. Γιατί και η Γαλλία υπέφερε πάρα πολύ από τους Γερμανούς από την κατοχή. Και επιτέλους του είχανε μείνει τρεις λίρες στο τέλος και πήραμε το τελευταίο λαδάκι. Και είπε ο πατέρας μου «Είναι το τελευταίο μας λαδάκι αυτό να επιζήσουμε, αλλιώς θα βάλω να πουλήσω ένα ακίνητο μεγάλο». «Όχι» λέγαμε εμείς, διότι είχαμε ζήσει με τι πόνο έκτιζε αυτή την Πειραιώς. «Όχι, πατέρα! Όχι!». Μέχρι που φτάσαμε τα βράδια, λέμε «δεν θέλουμε φαγητό, θα πίνουμε ένα τσαΐ και θα κοιμόμαστε». Καταφέραμε και σπρώξαμε τον καιρό μας και γλιτώσαμε και το ακίνητο, ώσπου ελευθερωθήκαμε πια. Αλλά μετά ήρθε η δυστυχία του Εμφυλίου, η δυστυχία η αξέχαστη. Ακόμα στις προσευχές μου εύχομαι [00:50:00]για όλα τα κράτη να μη δούνε εμφύλιο. Τότε οι πόλεμοι ήταν διαφορετικοί, με την παλικαριά, με τον ηρωισμό, εμψυχωνότανε κάθε κράτος και νικούσε. Και με τη βοήθεια του Θεού, βέβαια, πρώτα. Σήμερα, είναι ο πόλεμος της τέχνης και των οργάνων και της συγχρόνου πολεμικής ενισχύσεως. Δυστυχώς... Τα οποία, τα όργανα αυτά είναι καταστροφικά. Είδαμε από την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα τις καταστροφές. Είδαμε την έκρηξη στη Ρωσία, του Τσέρνομπιλ. Και όμως μυαλό δεν βάζουνε. Φτιάχνουνε ατομικές βόμβες, φτιάχνουν πυραύλους, φτιάχνουνε, αντί να φτιάξουνε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Να ταΐσουνε τον κοσμάκη, να ταΐσουνε και στην Αφρική που πεθαίνουνε τα παιδάκια από την πείνα, τα διαθέτουνε όλα για σίδερα καταστροφής. Δυστυχώς, το μυαλό του ανθρώπου θα πληρώσει άσχημα τα λάθη του. Δυστυχώς, λυπηρά πράγματα για το μέλλον του κόσμου.

Χ.Θ.

Να κάνουμε μία επιστροφή, που μου είπατε ότι είχατε κρύψει, ο πατέρας σας έκρυψε όλα τα μηχανήματα. Γιατί τα είχε κρύψει; Τι φοβότανε;

Α.Μ.

Ό,τι του περίσσεψε από τη δωρεά που έκανε, ήτανε δικά του. Και σιγά σιγά τα πούλησε και επιζήσαμε.

Χ.Θ.

Δεν φοβόταν μήπως του τα κατασχέσουν οι Γερμανοί ή το κράτος;

Α.Μ.

Άμα τα ανακάλυπταν, ίσως. Αλλά τα πούλησε σιγά σιγά και μάλιστα ένα μέρος από αυτά επήρε ένας υπάλληλος που είχαμε, που στο τέλος, αφού τον είχε ως εμπιστοσύνης, διότι όταν έλειπε άφηνε αυτόν και λειτουργούσε το εργοστάσιο, στο τέλος τον εκμεταλλεύτηκε. Και κάποιο νόμο, που είχε κάνει τότε ο Μεταξάς, και μέχρι που παρουσίασε, ότι «εγώ κρατούσα το εργοστάσιο» και πήρε μία πολύ μεγάλη αποζημίωση. Τελικά και αυτός αγόρασε μερικά μηχανήματα και έφτιαξε και αυτός ένα εργοστασιάκι, όπως μάθαμε εκ των υστέρων. Αυτό. 

Χ.Θ.

Σας ευχαριστούμε, κυρία Αθηνά, για την περιγραφή που μας κάνατε και τα συναισθήματα που μας μεταφέρατε από την περίοδο τη νεανική σας και από τον πόλεμο. Πείτε μας, θα θέλετε να συμπληρώσετε κάτι παραπάνω; Ίσως κάποια άλλη ανάμνηση που να είχατε, είτε από τα παιδικά σας χρόνια είτε, μετέπειτα, από τον πόλεμο;

Α.Μ.

Ε, μετά από τον πόλεμο, παντρεύτηκα, δημιούργησα οικογένεια.

Χ.Θ.

Ναι, επειδή το θέμα ήτανε... μάλιστα. Ωραία, είναι κάτι άλλο που θα θέλατε να συμπληρώσετε πάνω σε αυτά που μας είπατε; Θυμάστε κάποια άλλη ανάμνηση;

Α.Μ.

Τι να θυμηθώ;

Χ.Θ.

Για τα γαλλικά που μας είπατε, ας πούμε;

Α.Μ.

Θέλω να πω, ότι τότε, παρ' όλη την πείνα που είχαμε και η μαμά μας ήτανε στο κρεβάτι, αναλάμβανε ο καημένος ο παππούς μου και μας έφτιαχνε ωραία φασολάδα και μας μαγείρευε τη φασολάδα και εμείς πηγαίναμε στα γαλλικά, μαθαίναμε τα γαλλικά. Αλλά μετά από τα γαλλικά, όταν ήτανε καλοκαιρία, ανεβαίναμε στον Άγιο Γεώργιο, πάνω στα σκαλάκια, και ανάβαμε κεράκι στον Άγιο Γιώργη.

Χ.Θ.

Πάνω σ' αυτό. Μας είπατε ότι εκκλησιαζόσασταν τις Κυριακές. Θυμάσται σε ποιον ναό πηγαίνατε; Πώς ήταν τότε το κλίμα;

Α.Μ.

Α, βέβαια, πολύ κοντά μας, πολύ κοντά μας, ένα τετράγωνο, ήταν ο Άγιος Παύλος, μια μεγάλη εκκλησία και εκκλησιάζομαστε βέβαια πάντοτε τις Κυριακές, μας έστελνε η μαμά μου μετά. Είχαμε δε, ως αρχή, όλος ο κόσμος, μου φαίνεται, ό,τι καινούργιο αγοράζαμε, να το φορέσουμε να πάμε στην εκκλησία, να πάρουμε ευλογία. Πηγαίναμε, όταν μπορούσε η μανούλα μου στις παρακλήσεις με έπαιρνε και πήγαινα, κι εγώ παιδάκι, όσο έβλεπα που κάνανε μετάνοιες οι μεγάλες γυναίκες, έκανα και εγώ. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ που έκανα μετάνοιες στις παρακλήσεις της Παναγίας, στον Άγιο Παύλο. Ήτανε πολύ καλή ενορία και ήτανε η γειτονιά μας, μπορώ να σας πω, ανώτερη από το Κολωνάκι. Στο Κολωνάκι, που ήτανε η μπουρζουαζία, υπήρχε και η σαπίλα. Ενώ στη δικιά μας γειτονιά, ήτανε αστικές οικογένειες, τιμές, ηθικές. Αλλά δυστυχώς, από το '55 και μετά, τη χάλασαν πάρα πολύ τη γειτονιά, και πορνεία μαζεύτηκαν και μετά σιγά σιγά, όλοι οι Πακιστανοί, όλοι οι μαύροι. Μέχρι που εγκατέλειψα το πατρικό μου. Το εζήτησε ο Δήμος, ως διατηρητέο, διότι είχε μέσα ωραία διακόσμηση. Τα ταβάνια είχανε επάνω ζωγραφικές με παγώνια, με λουλούδια, στο σαλόνι και στην τραπεζαρία, βέβαια, θαυμάσιες. Αλλά, ώσπου να αγοράσει και τα διπλά οικόπεδα, άφησε εγκαταλελειμμένο και είχανε πάει γάτες και είχανε τραβήξει τα κεραμίδια και έτρεχε νερό, όπου κατέστρεψαν αυτά τα έργα. Και όταν πια τα είδανε δεν διορθωνόντουσαν πια. Και πήρε όλο το τετράγωνο, εκτός από ένα, πάνω πάνω, του Ζερβουδάκη, το οποίο το είχε χτίσει ο Τσίλερ, λέει. Εκτός από αυτό, αλλά από απέναντι, από τον αριστερή μεριά, ήταν της νονάς μου πέντε κατοικίες, μεγάλα οικόπεδα, και πιο πέρα ήτανε και πήρε όλο το τετράγωνο αυτό, και το έχει κάνει, λέει, κήπο. Από τότε εμένα δεν μου πάει καρδιά να πάω και δεν έχω ξανακατεβεί στην Αθήνα να το δω. Διότι, ντρέπομαι, τέτοια ωραία γειτονιά, βλέπω καμιά φορά παλαιούς γειτόνους και λέγαμε η γειτονιά μας και καμαρώναμε, και τώρα την έχουνε καταντήσει ερείπιο. Όταν παντρεύτηκα τον άντρα μου, είχαμε τα ίδια γούστα, όσον αφορά την αγάπη προς το κλασικό, το καλό θέατρο. Και κάθε Σάββατο ή Κυριακή ντυνόμαστε, φορούσαμε τα καλά μας, τα γουναρικά μας και ανεβαίναμε περπατώντας τη Σταδίου, που ήτανε όλα τα θέατρα, μέχρι το κεντρικό του Παππά, στην οδό Αμερικής, και παρακολουθούσαμε όλα τα θέατρα. Ήτανε ωραία η Αθηνά, ασφαλής. Μάλιστα, κάπου έχω, που πρέπει να το βρω, ένα χαρτί, που μου έχουνε προσφέρει πώς ήταν η Αθηνά κάποτε. Όλο το κάποτε και το κάποτε, πώς ήταν η Αθήνα, με ανοιχτές τις πόρτες, ανοιχτά τα σπίτια, ανοιχτές οι αγκαλιές, ανοιχτές οι καρδιές των ανθρώπων. Που σήμερα φοβάσαι τον κάθε άνθρωπο που έχεις δίπλα σου. Χάθηκε η εμπιστοσύνη, χάθηκε η ανθρωπιά. Πώς έχουν αλλάξει έτσι όλα; Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Εγώ ακόμα δεν μπορώ να προσαρμοστώ σε όλα αυτά, να σας πω την αλήθεια. Θέλω να φύγω με τις εντυπώσεις ότι ήταν ο κόσμος καλός. Δεν ξέρω, μακάρι να είναι καλός και τώρα και στο εξής και για πάντα. Ο Θεός βοηθός.

Χ.Θ.

Αμήν, μακάρι. Κυρία Αθηνά, [01:00:00]να σας πάω λίγο στο κομμάτι του Εμφυλίου και του μεσοπολέμου, που μας είπατε ότι, από ό,τι κατάλαβα, από αυτά που μας είπατε, συμπεραίνω ότι ήσασταν δεξιών μάλλον φρονημάτων. Είχατε κάποια, συνεχίσατε να μένετε στο ίδιο σπίτι; Είχατε κάποιες εντάσεις μέσα στο σπίτι; Πώς εξελίχθηκε, όταν, ας πούμε, άρχισε να υπάρχει προβάδισμα από τη μία ή από την άλλη μεριά;

Α.Μ.

Λοιπόν...

Χ.Θ.

Στις συνοικίες της Αθήνας.

Α.Μ.

Εγώ τότε, που και τελείωσα το γυμνάσιο και ήταν Κατοχή, ήμουνα μόνο 14 έως 18 χρονών, τόσο, και που κράτησε η Κατοχή. Ο αδερφός μου ήτανε στο Πειραματικό. Εκεί, δεν ξέρω πώς, από τις γνωριμίες, είχε δημιουργηθεί και είχανε σε μία εθνική οργάνωση, του Ζέρβα. Εθνική. Τι οργάνωση; Ποτέ δεν μας είπε τι ήτανε, γιατί, σου λέει, παιδιά είμαστε, κοριτσάκια είμαστε, μην προδώσουμε. Και δεν είχα μάθει ποτέ πώς ξεκίνησε και πώς. Έκαναν διάφορα πάρτι και πηγαίναμε. Αλλά, εν τω μεταξύ, κάτι δημιουργούσαν σύνδεσμο μεταξύ τους τα αγόρια. Ε, βάζανε και μουσική, χορεύαμε, αλλά δεν μάθαμε πότε τι έκαναν. Δεν μας έλεγαν. Όταν όμως ήρθανε στο σπίτι μας και μας χτύπησαν την πόρτα στις 5 η ώρα τη νύχτα, χειμώνα, η πολιτοφυλακή, και ζήτησαν τον αδερφό μου, ο αδερφός μου είχε φύγει πριν. Και τον ζητούσαν επίμονα. «Δεν ξέρουμε -να λέμε- έχει φύγει. Δεν ξέρουμε, έχει φύγει». «Ελάτε τότε στην πολιτοφυλακή, να δώσετε μία αναφορά». Επήρανε λοιπόν τον πατέρα μου, γέρο άνθρωπο τότε, την αδερφή μου τη μεγάλη. Εγώ δε, έβαλα τα κλάματα, διότι, η μητέρα μου υπέφερε από την καρδιά της και λιποθύμησε. Και είπανε «Αφήστε την αυτή να περιποιηθεί την άρρωστη» και πήρανε και την αδερφούλα μου τη μικρή. Μικρούλα τότε, 12 χρονών, με τις παντοφλίτσες και το νυχτικό της και τους επήρανε και τους πήγανε στην πολιτοφυλακή, που ήταν στην οδό Αλκαμένους. Από κει και πέρα τους χάσαμε. Έτρεχα εγώ, η μανούλα μου ήταν στο κρεβάτι. Έτρεχα εγώ να μάθω πού τους πήγανε. Έμαθα ότι τους πήγανε στο Περιστέρι. Στο Περιστέρι, είχα μάθει ότι τους εκτελούν με κονσερβοκούτια, τους λαιμούς τους ανθρώπους. Από κει και πέρα, για αρκετό καιρό τους χάσαμε. Νύχτα και μέρα, προσευχές κάναμε. Μάλιστα, όταν ζήτησαν τον αδερφό μου και πήραν τους δικούς μας, απέναντί μας ακριβώς, έμενε και η οικογένεια Μπακάκου, η οποία είχε δύο αγόρια. Γείτονες, καλοί, αξιόλογοι, και μόλις έμαθα αυτό, πήγα και χτύπησα την πόρτα της κυρίας Λέλας και της λέω «Να φύγουνε τα παιδιά, να κρυφτούνε, διότι κινδυνεύουνε». Ήξερα ότι ήτανε και αυτοί εθνικόφρονες. Διότι οι κομμουνισταί είχανε κάνει καταλόγους, όλους τους εθνικόφρονες να τους καθαρίσουνε. Λοιπόν, επί έναν μήνα και πλέον, δεν είχαμε ειδήσεις. Κάποτε, έστειλε ο αδερφός μου έναν θείο μας δικηγόρο, ο οποίος ήταν αριστερός, αλλά είχαμε σύνδεσμο πάντοτε, αγαπημένοι ήμαστε, και τον είχε βρει ο αδερφός μου, ο οποίος είχε περάσει. Η Αθήνα είχε χωριστεί στα δύο. Η μισή Αθήνα ήταν στο Σύνταγμα, στο Κολωνάκι, με τους συμμάχους. Η άλλη μισή κάτω, ήτανε οι αριστεροί. Και όλοι οι δεξιοί είχανε περάσει στα ξενοδοχεία στην Πανεπιστημίου, στη Σταδίου και αυτά. Οι αριστεροί ήτανε από κάτω, και με πολυβόλα, πολιορκούσανε, να χτυπήσουνε τους δεξιούς. Ώσπου κάποτε, οι σύμμαχοι υπηρέτησαν και τους σταμάτησαν. Ε, μετά, οι σύμμαχοι άρχισαν να κυνηγάνε τους αριστερούς, οι οποίοι το βάλανε στα πόδια και ανέβαιναν προς τα σύνορα. Αλλά στο διάβα τους, είχανε επιτάξει όλους τους νέους, να συνοδεύουν τις ομάδες των ομήρων. Με τη φυγή τους τους εγκαταλείψουνε. Οι δικοί μας είχανε χωθεί σε κάτι στάβλους και εκεί εκρύπτοντο. Εκεί ήταν και μία ομάδα ηθοποιών, οι οποίες έκαναν παρέα με τους αντάρτες και μόλις έμαθαν ότι οπισθοχωρούν, ήρθαν και ανακοίνωσαν στον πατέρα μου και στις αδελφές μου και ήτανε μαζί μία γειτονοπούλα, ήτανε μία γειτονοπούλα και αυτή που ζητούσανε τον αδερφό της και ήταν υπό την προστασία του πατέρα μου, και άλλο ένα παλικάρι, γείτονας δεξιός, και τους πήρανε στα Κρώρα. Ένα χωριό στον Μπράλο. Ώσπου, ανέβηκαν τα καμιόνια των Άγγλων και τους ελευθέρωσαν. Όταν έμαθαν οι δικοί μας που είναι κάτω στον Σπερχειό οι Άγγλοι, το σκάσανε και κατέβηκαν τρέχοντας. Ο πατέρας μου, με τους ρευματισμούς, σέρνοντας, του είχανε βάλει κουβέρτες στα πόδια, σέρνοντας, πέρασε τρεις φορές μέχρι τον λαιμό, στον παγωμένο Σπερχειό. Ώσπου, κατάφεραν και πέρασαν την απέναντι πλευρά, που ήταν οι σύμμαχοι και τους επέστρεψαν. Τους επέστρεψαν σε κακό χάλι, με ψείρα, με πείνα, με δυστυχία. Γι' αυτό λέω. Ο Εμφύλιος πόλεμος κακό πράγμα. Μετά τραβούσαν τον κοσμάκη, τον πεθερό μου τον καημένο τον τράβηξαν μέχρι τα Φάρσαλα. Και εμάζευαν, απάνω στη Βόρειο στην Ήπειρο, όχι στην Ήπειρο, και στη Μακεδονία, στην Άρτα, παντού! Σε όλα τα μέρη της Βορείου Ελλάδος, μάζευαν τα παιδάκια, από 12 χρονών και κάτω, μέχρι 5-6, και κάναν το παιδομάζωμα και τα έστελναν πέρα από τα σύνορα, στη Σερβία, μέχρι την Ουκρανία φτάσανε, για να τα πάνε στη Ρωσία, τότε που ήταν ο κομμουνισμός. Πολλά απ' αυτά ξέμειναν ακόμα. Μετά από χρόνια, είδα στην τηλεόραση γυναίκες που έχουνε ξεμείνει στη Λευκορωσία, κάπου εκεί. Κάπου είχανε ξεμείνει και είχανε δημιουργήσει ένα μπακαλικάκι και ένα αυτό. Και τις ρωτήσανε «Θέλετε να γυρίσετε στην Ελλάδα;». «Τώρα -λέει- και να πάμε, τι να κάνουμε; Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων». Χάσανε και την πατρίδα τους, χάσανε τα πάντα. Και το παιδομάζωμα είναι πολύ κακό. Αυτό το έκαναν και οι Τούρκοι, χρόνια ολόκληρα, ως φόρο έπαιρναν τα παιδάκια από 12 χρονών και κάτω και τα κάνανε γενίτσαρους. Και τους μάθαιναν την πολεμική τέχνη και τους κάνανε βάρβαρους και αυτούς και πολεμούσαν τους Έλληνες. Σκεφτείτε πού έχει φτάσει η ανθρωπότητα. Πού έχει φτάσει; Λοιπόν, τι να περιμένουμε σήμερα; Δεν ξέρω. Ο Θεός βοηθός, ο Θεός να βάλει το χέρι του. Τι να σας πω... πέστε μου τίποτα.

Χ.Θ.

Σας ευχαριστούμε πολύ. Ηταν όλα πάρα πολύ ενδιαφέροντα. Άμα δεν έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε, [01:10:00]μπορούμε και να σταματήσουμε. Άμα έχετε κάτι άλλο να μας πείτε, καλώς. Αλλιώς...

Α.Μ.

Δεν θυμάμαι τώρα τίποτα άλλο.

Χ.Θ.

Εντάξει, μπορεί κάποια άλλη στιγμή...

Α.Μ.

Τώρα όσον αφορά τη ζωή μου από κει και πέρα, ε, οικογενειακή. Δεν χρειάζεται.

Χ.Θ.

Εντάξει, σας ευχαριστούμε πολύ και πάλι.

Α.Μ.

Παρακαλώ.

Χ.Θ.

Να 'στε καλά.

Α.Μ.

Παρακαλώ. Επίσης.

Χ.Θ.

Συμπληρωματικά της συνέντευξης που μας έδωσε η κυρία Αθηνά Μπάρκα, σήμερα, στις 7 Οκτωβρίου του 2020, θα μας πει άλλα δύο πράγματα, που θυμήθηκε.

Α.Μ.

Να συμπληρώσω ότι μετά την απελευθέρωση, βγήκε ένας νόμος, ότι όσοι είχανε δώσει τα ακίνητά τους, για ένα κομμάτι ψωμί, να πάνε να το δηλώσουν, να πάνε στα δικαστήρια να βρουν τη δικαιοσύνη τους. Επήγαμε και εμείς, που είχαμε δώσει το κτήμα της γιαγιάς. Το οποίο ήταν μεγάλο και είχε 5-6 κατοικίες, από δύο δωμάτια και κουζίνες μέσα, και εισπράτταμε τα ενοίκια. Το εκτίμησαν, αλλά όσοι είχαν περιουσία άλλη, δεν έπαιρναν πίσω το ακίνητό τους, όσοι δεν είχαν έπαιρναν το ακίνητό τους. Εμείς επειδή είχαμε, μας έβγαλε το δικαστήριο και μας επέστρεψε ο Ζαφόλιας κάποιο ποσό, αυτό. Έπειτα, όσον αφορά όταν ο πατέρας μου και οι αδερφές μου είχανε συλληφθεί όμηροι και έστειλε ο αδερφός μου, που είχε περάσει στην ελεύθερη Ελλάδα, τον θείο μας, αυτόν ο οποίος ήταν μεν αριστερός, αλλά μας αγαπούσε, μας εκτιμούσε, είχε και υποχρεώσεις πολλές από εμάς και βάλαμε τη μητέρα μου σε ένα καρότσι και εγώ μαζί, και μας πέρασε στην ελεύθερη Ελλάδα. Εκεί μας φιλοξένησε μία οικογένεια Σφηκάκη στη Μητρόπολη, στην οδό Πανδρόσου. Είχε σπίτι μεγάλο, μία πολύ καλή οικογένεια. Ήταν συμμαθητές μαζί στο Πειραματικό σχολείο και είχαμε συνδεθεί. Ήτανε επίτροπος στη Μητρόπολη ο κύριος Σφηκάκης, ήταν χριστιανική οικογένεια. Τη θαύμασα αυτή την οικογένεια. Ήτανε επτά αγόρια και ένα κορίτσι. Επτά αγόρια, παλικάρια όλα, αξιόλογα, και μας φιλοξένησαν με πολλή αγάπη, διότι ήμαστε πονεμένοι τότε πολύ, και τους ευχαριστούμε, και μείναμε πάντοτε δεμένη φιλικά με αυτή την οικογένεια. Η οικογένεια Σφηκάκη, μου έκανε πάρα πολλή εντύπωση το εξής σε αυτή την οικογένεια. Κάθε πρωί, είχαν ένα μεγάλο μακρύ τραπέζι, στην πρόχειρη τραπεζαρία τους, και κάθονταν όλοι τριγύρω και έκαναν προσευχή επί αρκετή ώρα. Πολύ μου είχε κάνει εντύπωση. Και με τα χρόνια, μετά την απελευθέρωση, βέβαια, φύγαμε, τους ευχαριστήσαμε και μείναμε πάντοτε φίλοι. Θέλω να σας πω, τι ανθρωπιά υπήρχε! Μας φιλοξένησαν οι άνθρωποι. Η δε κυρία Σφηκάκη, μία λεβεντογυναίκα, η οποία από χρόνια υπέφερε από οξεία αρθρίτιδα. Είχανε μία πολύ ωραία βίλα στο Παλαιό Φάληρο και ίσως λέει από την υγρασία εκεί, έπαθε τα αρθριτικά της και ήτανε η γυναίκα κατάκοιτη στο κρεβάτι. Και την περιποιόντουσαν και τα αγόρια. Μια κόρη, η οποία είχε αναλάβει όλο το νοικοκυριό, αλλά ήταν μεγάλη οικογένεια. Και βοηθούσαν όλοι. Βγήκανε όλοι αξιόλογοι άνθρωποι. Μάλιστα, ο πρώτος ήταν ο Γιώργος, ο δεύτερος ήταν ο Κώστας, είχανε τελειώσει το Πειραματικό, και ο Γιώργος και ο Βασίλης ήτανε συμμαθητές με τον Σημίτη και με κάποιον άλλον υπουργό, που είχε βγει, δεν τον θυμάμαι τώρα, μετέπειτα. Ο τέταρτος γιος, ο Βασιλάκης ή ο Μίμης, δεν θυμάμαι ποιος ακριβώς, βγήκε αξιόλογος γιατρός, ειδικός στα αρθριτικά, από τον καημό που είχε από τη μητέρα τους. Από τότε μετά χαθήκαμε πια. Πήρανε τον δρόμο τους. Επίσης, ένας άλλος συμμαθητής του αδελφού μου, ο Θόδωρος Μπάρμπας. Είχε στο Μοναστηράκι, στην πλατεία Μοναστηρακίου, υαλοπωλείο. Ο οποίος μάλιστα είχε ζητήσει και τη Λέλα και έμενε στην οδό Δοξαπατρή. Μας είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του μία φορά, είχε κάνει ένα πάρτι, ας πούμε, έτσι, και μου είχε κάνει εντύπωση, που η κουζίνα τους ήτανε μέσα σε σπηλιά. Όπως τώρα είναι οι Άγιοι Ισίδωροι, έτσι ήταν η κουζίνα τους. Στη Δοξαπατρή, απάνω, κοντά στους Αγίους Ισιδώρους, εκεί ήτανε. Πολύ φίλοι κι αυτοί, ερχόντουσαν στο σπίτι μας τα παιδιά, και αυτή η παρέα, ο Γιώργος ο Σφηκάκης, τραγουδούσε πολύ ωραία και έπαιζε κιθάρα και έκαναν διάφορες εκδρομές. Τότε θεωρούσαμε εκδρομή στο Χαλάνδρι. Και ένας άλλος φίλος είχε σπίτι στο Χαλάνδρι και έτσι μία Καθαρά Δευτέρα είχαμε πάει στο Χαλάνδρι και περάσαμε πολύ ωραία. Διότι τραγουδούσανε τα παιδιά πολύ ωραία. Τότε, όλες οι παρέες που κάναμε, κάναμε χωρίς πονηριά, ανιδιοτελώς. Αποδείξη ότι από τόσες παρέες καλές που κάναμε, δεν προκλήθηκε ποτέ ερωτικός δεσμός. Τόσο απονήρευτα ήτανε τα χρόνια μας. Ωραία χρόνια. Ωραία χρόνια. Δεν ξέρω αν ποτέ θα αισθάνονται οι νέοι έτσι. Σας χαιρετώ.

Χ.Θ.

Σας ευχαριστούμε πολύ, κυρία Αθηνά Μπάρκα, για τη συμπληρωματική συνέντευξη που μας δώσατε.

Α.Μ.

Ωραία ήτανε και αυτά τα δεύτερα;

Χ.Θ.

Πολύ καλά. Να 'στε καλά. Καλησπέρα, είναι 15 Οκτωβρίου του 2020, είμαι πάλι στο σπίτι της κυρίας Αθηνάς Μπάρκα, με λένε Χρήστο Θεολόγο και έχει κάποια συμπληρωματικά στοιχεία να μας δώσει, σχετικά με τη συνέντευξη που μας έδωσε στις 7 Οκτωβρίου. Παρακαλώ, πείτε μας.

Α.Μ.

Να σας διηγηθώ περιστατικά προπολεμικά. Η μανούλα μου ελέγετο Χριστίνα, το γένος Κουτρουφίνη, εξ Άργους. Λοιπόν, παντρεύτηκε 20 χρονών και ήρθε στην Αθήνα, έκανε τον γάμο της, απέκτησε παιδιά, εγώ ήμουν η τρίτη. Λοιπόν, προπολεμικά, μας έπαιρνε και πηγαίναμε τα καλοκαίρια για μπάνιο, πότε στη Γλυφάδα και τις περισσότερες φορές στο Νέο Φάληρο. Εκεί που είναι σήμερα οι στάσεις του ηλεκτρικού του Νέου Φαλήρου. Εκεί είχε διάφορες καμπίνες, ξύλινες, μέσα στη θάλασσα, από τη μία μεριά γυναικείες και λίγο πιο μακριά ανδρικές. Εμείς τα παιδάκια κάναμε μπάνιο εκεί στην παραλία. Τα βράδια τις Κυριακές, γινότανε ο συνηθισμένος περίπατος σχεδόν όλων των Αθηναίων εκεί. Διότι είχε μία εξέδρα, πώς να την πω, μία γέφυρα μεγάλη, που έμπαινε μέχρι βάθος, να σας πω, ίσως και 400 μέτρα, μέσα στη θάλασσα. Πολύ φαρδιά γέφυρα και έγινετο η περατζάδα. Πέρα δώθε ο κόσμος [01:20:00]να περπατάει, να φτάνει τέρμα και να γυρίζει. Αργότερα, το βραδάκι, ήταν ένα κεντράκι εκεί πιο πέρα στην παραλία, που είχε μία πίστα και βγαίνανε διάφορες τραγουδίστριες και από εκεί κατόπιν ανεδεικνύοντο, που έλεγετο Ταραντέλα, ξακουστή τότε στο Φάληρο. Έκτοτε, μετά από τον πόλεμο, δεν ξέρω τι απέγινε τέτοια ωραία γέφυρα και τι απέγινε, εκεί έχω ακούσει διάφορα ιστορικά για την Ταραντέλα. Ε, μετά, δεν πηγαίναμε πια στο Φάληρο για μπάνιο, γιατί άρχισαν οι βομβαρδισμοί στον Πειραιά. Στην Αθήνα δεν έκαναν βομβαρδισμούς, λόγω του ότι θεωρείτο ανοχύρωτος πόλις. Πηγαίναμε όμως στην Κηφισιά. Στη Κηφισιά εκεί πώς πηγαίναμε. Μετά την Ομόνοια, στην αρχή της 3ης Σεπτεμβρίου, είναι η πλατεία Λαυρίου, δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα, πρέπει να υπάρχει. Στη γωνία ήταν ένα μεγάλο ζαχαροπλαστείο και φούρνος, το Λαύριο. Από κει λοιπόν είχε ένα τρενάκι που πήγαινε, τερμάτιζε στην Κηφισιά. Έμπαινε ο κόσμος, πήγαινε στην Κηφισιά, αλλά όταν έφτανε ήτανε μουντζουρωμένοι όλοι. Διότι λειτουργούσε με κάρβουνο, έβγαζε καπνιά στη διαδρομή και μουντζουρωνότανε ο κόσμος και έτσι το βγάλανε Μουντζούρη. Αλλά μετά, οι Γερμανοί αργότερα το σταμάτησαν και αυτό. Έκει στην Κηφισιά είχα τη γιαγιά μου, αδελφή της γιαγιάς μου, κι επειδή πέθανε πρόωρα, λέγαμε αυτή είναι για γιαγιά, και αυτή μας αγαπούσε σαν εγγόνια της. Της αδελφής της παιδιά, διότι δεν είχε παιδιά. Εκεί, λοιπόν, με έπαιρνε τα καλοκαίρια, πηγαίναμε και παίζαμε. Λοιπόν, όταν ήταν η εποχή για τις φράουλες, έφτιαχνε καλαθάκια με φραουλίτσες για όλα τα παιδιά και μας έφερνε. Όπως επίσης και τα Χριστούγεννα πρασινάδες. Αλλά πώς; Εφόσον ο Μουντζούρης είχε σταματήσει; Σκεφτείτε τι κόσμος ήταν τότε! Τι αγάπη είχαν οι συγγενείς, που ξεκινούσε με τα πόδια από την Κηφισιά, να 'ρθει στην Ομόνοια που μέναμε, για να μας φέρει τις φραουλίτσες, τις πρασινάδες και τα λοιπά. Αργότερα όμως, όταν ήμουνα περίπου 12 χρονών, τότε στην ανάπτυξη, δεν είχα όρεξη και δεν έτρωγα τίποτα. Και η μαμά μου έκλαιγε, διότι τότε ήταν η εποχή της φυματιώσεως και έκλαιγε η μαμά μου, ότι θα μου αρρωστήσει το παιδί. Με γύριζε τους γιατρούς, μου 'δινε συκώτια να τρώω. Μόλις το έμαθε η γιαγιά η Βασιλική, Θεός σχωρέσ' τηνε, λέει «Δώσ' τη μου εδώ εμένα και θα σ' τη φέρω εγώ καλά!». Με πήρε λοιπόν στην Κηφισιά το καλοκαίρι, μετά από τα μαθήματα βέβαια, και άρχισε να μου κάνει διάφορα γυμνάσια, το πώς να συνηθίσω τις διάφορες τροφές. Την πρώτη βραδιά που πήγα είχε πιλάφι. Εγώ λέω «Δεν το τρώω ποτέ μου το πιλάφι». «Δεν πειράζει» μου λέει, μ' άφησε νηστικιά. Τη δεύτερη μέρα ξανάκανε πιλάφι και υποχρέωνε και τους άλλους, τον άντρα της, τον θείο μου τον Γιάννη και την ξαδέρφη μου, που ήταν εκεί, να τρώνε όλοι πιλάφι. Εγώ δεν το τρώω το πιλάφι. Δεύτερη μέρα έμεινα νηστικιά. Την τρίτη μέρα, ξανά πιλάφι για όλους! Τους κοίταζα, τους κοίταζα, ε, λέω «Θα φάω και εγώ λιγάκι». Έφαγα το πιλάφι, «Καλό ήτανε!» λέω. Μετά, τη δεύτερη μέρα, είχε μακαρόνια. Το γυμνάσιο αυτό κράτησε δύο μέρες. Την τρίτη μέρα, δεν θυμάμαι τι άλλο, και σιγά σιγά μ' έστρωσε και έμαθα και τα έτρωγα όλα. Γιατί εκεί τότε η Κηφισιά ήτανε πάρα πολύ ωραία. Εκτός από τις μεγάλες και ωραίες βίλες που υπήρχαν, ήτανε όλη πλατάνια. Έτρεχε νερό από πάνω από το Κεφαλάρι, από τον Κοκκιναρά; Δεν θυμάμαι, από το Κεφαλάρι, μου φαίνεται, είχε πηγές, δεν ξέρω τι, και είχε τρεχούμενα νερά και πήγαιναν οι αγρότες και νοίκιαζαν το νερό με την ώρα. Και όλοι οι δρόμοι είχανε αυλάκια, δεξιά και αριστερά, και να τρέχει το τρεχούμενο νερό, μέχρι την Κάτω Κηφισιά, που έχει πέρα είχε πολλά περιβόλια, για να ποτίσουμε. Λοιπόν, εκεί όλη την ημέρα, παίζαμε, πλατσουράγαμε στα νερά και ήμαστε χαρούμενα. Κι εγώ, μετά κλεισμένη από την Αθήνα, δεν βγαίναμε έξω, μαθήματα και στο σπίτι. Εκεί αναζωογονήθηκα και μου άνοιξε η όρεξη και από τότε συνήθισα και τα 'τρωγα όλα. Θεός σχωρέσ' τη τη θεια μας, τη γιαγιά μας, τη Βασιλική, και ερχότανε διάφορα. Και ερχότανε και πήγαινε, μετά από εμάς, στον αδελφό της, με τα πόδια, στις Τρεις Γέφυρες. Εκεί στις Τρεις Γέφυρες ήτανε ο μοναδικός ο αδερφός της γιαγιάς μου, ο θείος ο Σπύρος, Θεός σχωρέσ' τον. Πολύ καλός άνθρωπος! Και με τον πόλεμο, με την κατοχή, έλεγε του μπαμπά μου «Να έρχεσαι, να παίρνεις πράγματα από δω» και κάθε Κυριακή, που δεν είχαμε μαθήματα, μας έπαιρνε ο πατέρας μου, και πηγαίναμε στις Τρεις Γέφυρες, είχε πολύ μεγάλο κτήμα, και μας φόρτωνε με διάφορα λαχανικά και μάλιστα είχε και πολλά κουνέλια. Αλλά πώς τα είχε; Επειδή τα κουνέλια φεύγανε, σκάβουνε τη γη και φεύγουνε. Και είχε έναν γαμπρό που έφτιαχνε πήλινα. Του παρήγγειλε, λοιπόν, σωλήνες χοντρές, πολλές, και τις ένωσε και έκανε δικιά του πατέντα και τις περιέφερε γύρω γύρω στο κτήμα του με διάφορες διακλαδώσεις. Και τα έβαλε εκεί τα κουνέλια, τα μάζεψε. Τα οποία γεννούσαν πάρα πολύ. Με την Κατοχή έδινε στον κόσμο, γιατί γεννούσαν τα κουνέλια, πολλές φορές μας είχε δώσει και εμάς. Αυτός ο θείος μου είχε αγία ψυχή. Διότι είχε ζωντανά διαφορά. Είχε βέβαια, δυο τρία άλογα, γιατί είχε άμαξα που πήγαινε τα εμπορεύματά του στην αγορά και τα πουλούσε. Είχε αγελάδες, είχε κότες, είχε διάφορα ζώα, όλων των ειδών τα ζώα. Λοιπόν, τα ζώα, πολλές φορές, και τα άλογα και οι αγελάδες, σπάζανε τα πόδια τους. Τα λυπότανε τα ζώα που κλαίγανε και πήγαινε και τα χάιδευε. Τους χάιδευε τα πόδια, σιγά σιγά, και τους ισιώνετε τα πόδια. Και, από θεία φώτιση, δεν ξέρω τι, έμαθε τόσο καλά, που μετά τα πήγαινε και ο κόσμος και τους έφτιαχνε τα πόδια καλύτερα. Τότε δεν υπήρχαν, πώς το λένε, τους ορθοπεδικούς, πώς να τους πούμε, δεν υπήρχανε οι ορθοπεδικοί και οι αυτοί. Είχε φτιάξει και μία πατέντα, χτυπούσε ένα ασπράδι αυγού, έτριβε σαπούνι και ούζο, τα χτυπούσε και σε ένα πανάκι έκανε ένα έμπλαστρο και το 'βαζε γύρω γύρω από το πόδι και ξεραινόταν αυτό φαίνεται και συγκρατούσε το πόδι και ίσιωναν τα πόδια του κόσμου. Μέχρι που μαθεύτηκε και όλοι τρέχανε στον πρακτικό γιατρό. Καθότανε κα[01:30:00]ι βοηθούσε τον κόσμο, Θεός σχωρέσ' τον! Τι άλλο να σας πω μετά; Α! Να σας πω και κάτι για τον παππούλη μου, που έκλαιγε ο καημένος, και θα σας πω γιατί έκλαιγε. Στη Βοιωτία ήτανε η λίμνη της Κωπαΐδας. Αυτή είχε πολλά έλη, βάλτους και είχε πάρα πολλά κουνούπια. Και σε όλη την περιοχή, τριγύρω, οι χωρικοί αρρώσταιναν από ελονοσία. Η οποία είναι μία αρρώστια που ανεβάζει πυρετό 40 και ένα, και με τρομερά ρίγη, και ο κόσμος υπέφερε πάρα πολύ και ταλαιπωρείτο. Λοιπόν, το έγραψε ο παππούς μου –είχε έναν αδελφό στο Άγιον Όρος, γέροντα, ήταν πολύ μεγαλύτερός του, ποτέ δεν τον είχαμε γνωρίσει, ούτε μας μιλούσε ποτέ– και το έγραψε στον αδερφό του ότι αυτό κι αυτό, ο κόσμος υποφέρει. Και του έγραψε μία συνταγή, του λέει «Θα σου γράψω εγώ αυτή τη συνταγή και θα την κάνεις. Εσύ εισοδήματα έχεις, ο Αντώνης -ο πατέρας μου- δεν έχει ανάγκη, γιατί βγάζει από τη δουλειά του, εσύ εισοδήματα έχεις και θα φτιάχνεις αυτή τη συνταγή στον κόσμο, χωρίς να παίρνεις χρήματα». Ο παππούλης μου, λοιπόν, άλλη δουλειά δεν είχε, είχε μία τεράστια κατσαρόλα, τότε μαγειρεύαμε με γκάζι, το οποίο είχαμε μηχανή απάνω στο τζάκι και είχε δυο τρία μάτια, πολύ με ένταση, και άρχισε και μαγείρευε το γιατρικό που του είχε πει ο αδερφός του. Έβαζε κρασί, κινίνη, σκουριά, ζάχαρη, και 4-5 ακόμα πράγματα, τα οποία δεν τα θυμάμαι, γιατί δεν έδινα και σημασία, ήμουνα μικρή. Και ερχότανε ο κόσμος με τις μποτίλιες, έξω από το σπίτι. Μια φορά που βγήκα, είχε στρίψει ο κόσμος ουρά και γύρω και από τη γωνία. Περίμεναν ο κόσμος και τους γέμιζε τα μπουκάλια και γιατρευότανε ο κόσμος. Μέχρι που μαθεύτηκε στα χωριά εκεί και ερχότανε, ερχότανε κόσμος και τους εξυπηρετούσε. Το έμαθε λοιπόν, ο γιατρός της συνοικίας μας –Μαρίνος ελέγετο– και πήγε και τον κατήγγειλε στην αστυνομία. Τον κάλεσαν λοιπόν στο δικαστήριο και του είπανε «Κάνεις αυτό το φάρμακο;». «Ναι», λέει, «μου το 'χει δώσει ο αδερφός μου» έτσι και έτσι, του λέει «Πρέπει να καταθέσεις τη συνταγή». Λέει «Αποκλείεται αυτό. Διότι έχω ορκιστεί να μην τη δώσω τη συνταγή, εκτός εάν πάει από γενεά σε γενεά και έχουν τη δυνατότητα να μην παίρνουν χρήματα! Και έτσι, δεν μπορώ να τη δώσω τη συνταγή». Τότε του λέει «Όπως ορκίστηκες στον αδερφό σου, θα ορκιστείς και εδώ ότι δεν θα την ξανακάνεις τη συνταγή. Αλλιώς θα σε δικάσουμε!» και έτσι αναγκαστικά ορκίστηκε ο παππούς μου και δεν την ξανάκανε τη συνταγή. Και ερχόταν ο κόσμος και εκλιπαρούσε τον παππούλη μου να τους δώσει το φάρμακο. Ο παππούλης μου λυπόταν η ψυχή του, μέχρι τον είδα μία φορά που έκλαιγε, που δεν μπορούσε, τους έλεγε «Δεν μπορώ. Έχω ορκιστεί. Δεν το φτιάχνω πια» και έκλαιγε ο παππούλης μου. Θεός σχωρέσ' τον! Αυτό. Α! Που σας είπα εκεί στο Φάληρο, επιστρέφω στο Φάληρο, που κάναμε τον περίπατό μας σε αυτή την περίφημη γέφυρα, είχαμε και στη γειτονιά μας, πάνω από τον Σταθμό Λαρίσης, είναι ένας φαρδύς δρόμος, οδός Δεληγιάννη, που υπάρχει ακόμα, πολύ φαρδύς δρόμος, και εκεί τα καλοκαίρια γινότανε η περατζάδα, που λέγανε. Παρέες παρέες, άλλες όλο κοπέλες, άλλες όλο νεαροί, και κάνανε τις βόλτες τους πάνω κάτω. Είχε στη γωνία και μία πίστα, που βγαίνανε και κει τραγουδίστριες και ορισμένες εξελίσσοντο αργότερα και το είχανε βγάλει «Το Μικρό Ζαππειάκι». Γιατί στο μεγάλο Ζάππειο, πήγαινε πάλι ο κόσμος και έκανε τις βόλτες του, που είχε και ένα ωραίο μεγάλο σιντριβάνι, με διάφορα χρώματα τα νερά, αλλά και στη γειτονιά αυτή ήτανε η περατζάδα. Πέρα δώθε. Είχε και δύο σινεμά, το Αλκαζάρ και τη Βικτώρια, το οποίον το Αλκαζάρ εκεί και μεταπολεμικά κράτησε και πολλές φορές έκανε και θεατρικές παραστάσεις. Ήταν ο περίφημος τότε κονφερασιέ, ο Λιάσκος. Έτσι, αυτή ήταν όλη η διασκέδαση του κόσμου. Θέλω να σας πω... Μάλιστα, ακόμα, θυμάμαι και στο Άργος, που πηγαίναμε τα καλοκαίρια, εκεί ο Άγιος Πέτρος είναι στο κέντρο του Άργους και έχει μία πολύ μεγάλη πλατεία. Εκεί, κάθε απόγευμα, οι θείες μου, οι αδελφές της γιαγιάς μου, ήταν μικρότερες και νεαρές ακόμα, τα απογεύματα ερχόντουσαν οι φίλες όλες και όλες πηγαίναμε στον Άγιο Πέτρο εκεί και κάναμε τις βόλτες μας. Που στην πραγματικότητα, το νυφοπάζαρο γινότανε, δεν υπήρχε άλλος τρόπος οι νεαροί να δούνε τις κοπέλες. Κι όπως έχω μάθει, και στις διάφορες επαρχίες, όπου υπάρχει μεγάλη πλατεία, έτσι, αυτό ήτανε η μοναδική τους ψυχαγωγία, να περπατούν, λέει, γιατί πρέπει τα οστά να κινούνται και δεν υπήρχε άλλος τρόπος, ούτε γυμναστήρια, που είναι τώρα, ούτε διάφορα αυτά και αυτή ήτανε η ψυχαγωγία του κόσμου, τότε, προπολεμικά.  Ε, μετά τον πόλεμο, όλα άλλαξαν, όλα εξελίχθηκαν. Αλλιώς ήτανε, όλα άλλαξαν. Σας είπα μερικά περιστατικά των Αθηνών και πώς ήταν η ζωή μας τότε.

Χ.Θ.

Πολύ ωραία. Πείτε μου, σας παρακαλώ, το φάρμακο που έδινε, για ποια ασθένεια το έπαιρναν οι άνθρωποι; Αυτό ήταν κατά τη διάρκεια του πολέμου ή πριν;

Α.Μ.

Πριν! Πριν από τον πόλεμο. Ε, μετά, την Κωπαΐδα, δεν θυμάμαι πότε, την αποξήραναν και έχει γίνει μία περίφημη εύφορη πεδιάδα τώρα.

Χ.Θ.

Για ποιον λόγο παίρναν το φάρμακο, για ποια ασθένεια;

Α.Μ.

Ελονοσία, δεν είπα; Η ελονοσία, που σήκωνε πυρετό υψηλό.

Χ.Θ.

Ωραία.

Α.Μ.

Δεν ξέρω αν έγινα κατανοητή.

Χ.Θ.

Εξαιρετικά! Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για όλα.

Α.Μ.

Παρακαλώ. Αυτά θυμάμαι.

Χ.Θ.

Να 'στε καλά. Ευχαριστούμε για όλα.

Α.Μ.

Σας χαιρετώ.

Περίληψη

Η αφηγήτρια μιλάει για το γενεαλογικό της δέντρο, για τα παιδικά της χρόνια και τις καλοκαιρινές παιδικές αναμνήσεις. Αναφέρεται επίσης σε βιώματα και αναμνήσεις από την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, καθώς και στη θεραπεία από σοβαρή ασθένεια.


Αφηγητές/τριες

Αθηνά Μπάρκα


Ερευνητές/τριες

Χρήστος Θεολόγος


Δεκαετίες

Ημερομηνία Συνέντευξης

06/10/2020


Διάρκεια

98'


Σημειώσεις Συνέντευξης

Η αφηγήτρια είναι η γιαγιά του ερευνητή, από την πλευρά της μητέρας της.