Η ζωή στο χωριό Νιάτα Λακωνίας
Ενότητα 1
Η ζωή στο χωριό χωρίς ηλεκτρισμό
00:00:00 - 00:02:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Βρισκόμαστε με τον κύριο Κώστα, στα Νιάτα Λακωνίας, και ξεκινάμε την αφήγηση. Ευχαριστώ πάρα πολύ, που ήρθες για πρώτη φορά στο σπίτι μου…δουράκια έκανες δυόμισι ώρες να πας. Εκεί τα φορτώναμε τα κακόμοιρα, από κει να έρχονται φορτωμένα, να έρχονται εδώ να παίρνουμε τις ελιές.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 2
Το λιομάζεμα, τα ασβεστοκάμινα και ο θέρος
00:02:50 - 00:08:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εδώ στο χωριό μας αρχίσανε και πέντε ελαιοτριβεία, που δουλεύανε με το άλογο. Ήτανε μέχρι το 1972, που τελείωσε αυτό, το τελευταίο. Το 1972,…τα 4 -5, αν παντρευότανε. Και βαράγαμε τα παλαμάκια «Θα παντρευτείς φέτος, θα παντρευτείς». Αυτό ήταν το έθιμο. Πάει κι αυτός ο θέρος τώρα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 3
Το πρώτο αυτοκίνητο, το συμπεθεριό που χάλασε και το ναυτικό
00:08:49 - 00:11:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα οι υπόλοιπες δουλειές, παιδί μου ήτανε συνεχόμενες μέχρι το ’51. Το ’51, το ’52 άρχισε και είδε το πρώτο τρακτέρ εδώ. Το πρώτο τρακτέρ …το είπα και στον φίλο μου. Μου λέει «Φίλε, άμα θέλεις να μπαρκάρεις». Και μπαρκάρισα το ’62, και έφυγα. Έφυγα και πήγα και είδα τον Καναδά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 4
Η αγάπη για την οικογένειά του, το άλογό του και τα βουνά του τόπου του
00:11:44 - 00:16:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μετά ξαναήρθα, παντρεύτηκα εδώ, την κυρά που είδες, έκατσα 7 χρόνια. Αυτά ήτανε, μέχρι εδώ που στα είπα. Τώρα έχω γυρίσει, είμαι 40 χρόνια μ…ιβώς πώς γυρίζεις το άλογο. Έχουμε βγάλει το λιοτριβιό έργο. Θα στα δώκω όλα αυτά να τα δεις. Ναι, θα το βγάλουμε και φωτογραφία μετά έξω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 5
Οι απόκριες, τα πανηγύρια, τρόπος ζωής και έθιμα του χωριού
00:16:14 - 00:22:51
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ό,τι θέλεις, κάνε τα. Έχω τις απόκριες, πώς δουλεύουν οι απόκριες εδώ. Έχω την Καθαρή Δευτέρα. Πες μας για τις απόκριες στα Νιάτα, γιατί κά…ω και καθόντουσαν στα κτήρια. Έχω θυμηθεί εγώ, έχω γράψει, σημειώνω το χωριό. Έχω περάσει τους 1.400 που έχω μιλήσει, που έχω κουβεντιάσει.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 6
Οι Ιταλοί και το ατύχημα με το μικρό κορίτσι
00:22:51 - 00:25:51
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι, ναι, ναι. Μπράβο. Μεγάλους εννοείς, πιο μεγάλους; Έχω κι εγώ μούρλια τέτοια, αλλά μαζεύω ιστορίες τα αντάρτικα, τα χίτικα, πώς περάσαμ… θέλεις, να πάρεις τηλέφωνο. Κι άμα θέλεις να μάθεις κι αντάρτικα, να μάθεις και το αυτό να στα πω όλα ακριβώς. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Έγινε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
[00:00:00]Βρισκόμαστε με τον κύριο Κώστα, στα Νιάτα Λακωνίας, και ξεκινάμε την αφήγηση.
Ευχαριστώ πάρα πολύ, που ήρθες για πρώτη φορά στο σπίτι μου. Πήρες την απόφαση και σε συγχαίρω, που ξεκίνησες να γράψεις τις ιστορίες των παλιών, πώς μεγαλώσαμε εμείς οι μεγάλοι. Να 'σαι πάντα καλά και πάντα να προχωράς και να είσαι πάντα λεβέντης. Εγώ είμαι Τσάκαρης Κωνσταντίνος, από τα Νιάτα. Γεννήθηκα το 1935. Με βγάλανε δύο ονόματα, Κώστα και Σπύρο. Εμένα με ξέρουνε Κώτση-Σπύρο. Μεγαλώνοντας, μέχρι 10 χρονών, τι συνάντησα στο χωριό μου; Τον πατέρα μου, τον παππού μου. Μουλάρια, γαϊδούρια, άλογα. Αυτοκίνητο ούτε ένα. Ούτε ποδήλατο μέχρι το 1951. Ούτε ηλεκτρισμός στα σπίτια μας ούτε τίποτα. Θυμάμαι τη μάνα μου, και όλη η γειτονιά, και όλο το χωριό, ανάβαν το φαναράκι να πάνε στη γειτονιά, να πάνε στη ρούγα, να φτιάξουν τα ζώα. Και το βράδυ στο σπίτι, στο τζάκι, έκαιγε ένα λυχναράκι, με το φυτιλάκι και με το λαδάκι. Τότε, τον καιρό εκείνο, δεν ήταν και πολύ το λάδι, ήταν όλα οικονομικά. Μεγαλώνοντας, άρχισα κι εγώ στα 15 μου χρόνια, να πιάνω μ’ άρενε η δουλειά. Δεν ήμουνα τεμπέλικο παιδί, ήμουνα εργατικό. Με παίρνανε σε όλες τις δουλειές. Τον καιρό εκείνο, που πρωτοάρχισα να κάνω μεροκάματο, ήταν να σκάβουμε τα αμπέλια με την τσάπα, εταιρείες. Εγώ είχα 4, ήμασταν 5, που κάναμε αυτήν τη δουλειά και ήμασταν τόσο καλοί εργάτες και δεν μας αφήνανε. Περιμένανε πότε να τελειώσουμε τον έναν να μας πάρουνε. Το χωριό μου τότενες, ήταν όλες οι δουλειές με τα ζώα. Πάνω από 600 αλογομούλαρα και γαϊδούρια, εδώ μέσα. Είχαμε και μια διπλοκατοικία, το χωριό μας, στον Αϊ Γιάννη, στο Μπεζάνι. Εκεί είχαμε τα κτήματα, κι όταν ερχόταν ο καιρός να πάμε κάτω, είχαμε και τις καλύβες μας εκεί, να πάμε να κάτσουμε 15 μέρες, να καματέψουμε τα χωράφια μας, μαζί με τους πατεράδες μας, να θερίσουμε, ήρθε ο καιρός το θέρος. Κατεβαίναμε και καθόμασταν 10-15 μέρες. Από εδώ ξεκινάγαμε, για να φτάσουμε στον Αϊ Γιάννη. Ήτανε... άμα είχες άλογο γρήγορο, μπορεί να πάει μιάμιση ώρα, με τα γαϊδουράκια έκανες δυόμισι ώρες να πας. Εκεί τα φορτώναμε τα κακόμοιρα, από κει να έρχονται φορτωμένα, να έρχονται εδώ να παίρνουμε τις ελιές.
Εδώ στο χωριό μας αρχίσανε και πέντε ελαιοτριβεία, που δουλεύανε με το άλογο. Ήτανε μέχρι το 1972, που τελείωσε αυτό, το τελευταίο. Το 1972, το τελευταίο λιοτριβιό. Δεν ξαναέγινε με άλογο και με τίποτα. Εν συνεχεία, ήρθε και ο Εμφύλιος πόλεμος. Εγώ γνώρισα, θυμάμαι, που ήρθανε πρώτα οι Ιταλοί εδώ, το 1941. Ήρθαν οι Ιταλοί εδώ, ήμουνα 6 χρονών, τους θυμάμαι πολύ καλά. Κάτσανε εδώ αυτοί, δεν μας πειράξανε τίποτα, μόνο βαράγανε τις γάτες, γιατί τις τρώγανε. Δεν αφήκανε γάτα. Αυτοί τρώγανε τις γάτες. Έγινε κι ένα περιστατικό εδώ με τους Ιταλούς και φύγανε πρόωρα. Τους φιλοξέναγε ένας Πρόεδρος που είχαμε, Ντόβολος, εδώ στα Νιάτα, τους καπεταναίους, τους λοχαγούς και κοιμόντουσαν. Ήταν ένα κοριτσάκι στην ηλικία μου, η Ελένη. Και το είχανε πολύ αγαπήσει και το είχανε στο τραπέζι, και καθαρίζανε τα όπλα και κάπως λάθος κάνανε εκεί πέρα να πούμε, και πήγε το χέρι στη σκανδάλη, και το βρήκε το κορίτσι εδώ, και το σκοτώσανε αμέσως. Αυτός έβαλε το πιστόλι εδώ, ο λοχαγός να αυτοκτονήσει μόλις είδε. Το βουτάει ο άλλος. Τέλος πάντων έγινε η κηδεία την άλλη μέρα. Το θυμάμαι πολύ καλά, πήγα κι εγώ μαζί. Ήμουν μικρό παιδί, 6 χρονών. Παγαίνανε Ιταλοί απ’ τη μια μεριά, Ιταλοί από την άλλη. Και πήγαμε και το θάψαμε το κοριτσάκι. Και μετά τη νύχτα, στις 12 η ώρα, ακούσαμε φασαρία. Από τη μάνα μου ακούω λέει του πατέρα μου «Ακούγεται φασαρία, πρέπει να φεύγουν οι Ιταλοί». Βούιζαν τα αυτοκίνητα, τα φορτηγά ό,τι είχαν εδώ μέσα. Εξαφανίστηκαν, δεν ξημερώσανε την άλλη μέρα στο χωριό οι Ιταλοί. Αυτή ήταν η σεζόν με τους Ιταλούς. Ε, μετά ήρθαν οι Γερμανοί. Μέσα σε μια δεκαετία ήμασταν προφυλακτικοί. Δε μπορούσαμε να βγούμε δώθε[00:05:00] κείθε. Ήτανε πόλεμοι, ήτανε Εμφύλιος πόλεμος, ήτανε αντάρτικα, τα Χίτικα. Ε, μετά ο κόσμος το ’50 τελείωσαν. Αρχίσαμε τις δουλειές πάλι. Εγώ ήταν τα ασβεστοκάμινα ακόμα, που βγάναμε τα ασβέστια. Έχω δουλέψει εγώ σε 4 ασβεστοκάμινα. Τώρα, πώς φτιάχνονταν τα ασβεστοκάμινα, πρέπει να έχουμε… Ανοίγαμε τη γούβα πρώτα, μετά το χτίσιμο, μετά να κόψουμε το κλαρί, κι αυτό λεγότανε το… Να βγάλουμε τον ασβέστη να πουλήσουμε στον κόσμο, που μας δίνανε τις παραγγελιές, που φτιάχνανε τα σπίτια και τούτο και το άλλο. Αυτό ήταν το καμίνι που έβγανε τον ασβέστη με το κλαρί, με το κάψιμο. Κι ένα καμίνι το καίγαμε… Τα λέγανε το… πουλάγαμε τον ασβέστη με τα καντάρια, αν έχεις ακούσει, τα καντάρια. 44 οκάδες το καντάρι. Ζυγίζαμε και πουλάγαμε. Και άμα ήταν το καμίνι για 500 καντάρια, το κάναμε μέχρι 12 με 13 μερόνυχτα να το κάψουμε, και άμα ήτανε μεγαλύτερο το κάναμε μέχρι 18 μερόνυχτα, χωρίς να σβήνει η φωτιά. Αυτό ήτανε το καμίνι. Ο προορισμός του ήτανε να καίμε καμίνι για να βγάζουμε ασβέστη να φτιάχνει τα σπίτια ο κόσμος. Τα αλώνια τώρα. Ερχόταν ο καιρός, ο Αύγουστος μήνας. Είχαμε 12 αλώνια εδώ μέσα. Αυτουνούς τους λέγανε «Βαλμάδες», τους αλογάδες. Αυτοί είχανε από 5-10 άλογα ο καθένας. Είχαμε 3 κομπανίες εδώ, 3 ομάδες που είχαν τα άλογα. Και γινόταν αυτό ενάμιση με δύο μήνες. Τώρα ο θέρος γινότανε με το δρεπάνι, και γέναμε τα λιμάρια. Το λιμάρι λεγότανε, όσο έπιανε η χούφτα ένα μεγάλο λιμάρι, κομμάτι το τίναγες με το στάχυ το άλλο, και το ‘βανες κάτω. Αυτό το λέγανε λιμάρι. Και μπροστά θερίζανε οι γυναίκες, από πίσω ένας πρέπει να δένει δεμάτια. Τις γυναίκες τις λέγαμε «θερισταί», κι από πίσω που δένανε, εγώ είχα δέσει πολλά για μεροκάματο, τον λέγανε μπαγλατζή. Και καμιά φορά ήτανε και τα ανέκδοτα αυτά, που φτιάχνανε σαν μαντινάδες. Άμα καμιά φορά θέλανε να σε τσιτώσουνε, και δεν προλάβαινες να τους δέσεις, σε κολλάγανε κιόλας οι γυναίκες «Από πού βγαίνει ο φλόμος, από του μπαγλατζή τον κώλο».
Άμα δεν πήγαινε γρήγορα ε;
Ναι ναι ναι. Και τότενες, εγώ μια φορά τσιτώθηκα, που μου το ‘παν αυτό, τσιτώθηκα και τα ‘μασα, και δεν είχα τώρα λιμάρια, και βουτάω μια, και τη βάνω στο δέμα, και την άρχισα και να τη δένω. Είχε πλάκες, είχε αυτά. Τέλος πάντων αυτά ήταν του θέρους πράγματα. Κι όταν τελείωναν το θέρος, τελείωνε πια δεν είχαμε άλλο, ήτανε 5 εργάτισσες, οι κοπελιές πιάνανε στη σειρά, κάνανε μια γραμμή και πιάνανε τα δρεπάνια και τα πετάγανε έτσι από πίσω, κι όποιο έβγαινε πιο μπροστά από τα 4 -5, αν παντρευότανε. Και βαράγαμε τα παλαμάκια «Θα παντρευτείς φέτος, θα παντρευτείς». Αυτό ήταν το έθιμο. Πάει κι αυτός ο θέρος τώρα.
Τώρα οι υπόλοιπες δουλειές, παιδί μου ήτανε συνεχόμενες μέχρι το ’51. Το ’51, το ’52 άρχισε και είδε το πρώτο τρακτέρ εδώ. Το πρώτο τρακτέρ και το πρώτο αυτοκίνητο. Αυτά είναι μέχρι το 1960, μέχρι το 1959. Αυτά τα έζησα αυτά, που σου ‘πα όλα. Έφευγε το χωριό, δεν είχαμε τις ελιές για να κόψουμε ξύλα να βάλουμε στα τζάκια. Παγαίναμε στο βουνό τον Σεπτέμβριο μήνα να αποθηκεύσουμε τις αυλές μας με ξύλα. Και τα ξύλα τότενες, οι παλιοί άνθρωποι, τα ξύλα ήτανε το πρώτο σωτήριο του σπιτιού για να ζεσταθείς. Είναι κάτι παραδείγματα από τους παλιούς. Παγαίνανε να φανερώσουνε σε έναν λεβέντη, σαν εσένανε, τα φανερώματα με την κοπέλα, το κορίτσι. Ο πατέρας του κοριτσιού, γιατί τότε τα κάνανε νύχτα, ας πούμε, αυτά, μόλις έφτασαν στην αυλή[00:10:00] «Καθίστε εδώ» τους λέει. Έκανε μια βόλτα στην αυλή, έναν γύρο. Γυρίζει «Γυρίστε πίσω». «Γιατί του λένε, τι έπαθες;». Δεν είδε ξύλα τρακάδα στο σπίτι, και είπε «Σπίτι που δεν έχει ξύλα, είναι τεμπέληδες, και δεν δίνω εγώ το κορίτσι μου». Και φύγανε το συμπεθεριό. Είναι σωστά αυτά. Σπίτι που δεν έχει ξύλα, είναι τεμπέλης.
Χάλασε το συμπεθεριό;
Ναι, ναι, τελείωσε. Είναι κι άλλα τα συμπεθεριά. Εγώ έχω παντρέψει 3-4. Ο πατέρας μου έχει παντρέψει μια, που άλλη παζάρεψε, άλλη έδωκε. Γιατί παζάρευε την άσχημη. Η άσχημη έπρεπε να πάρει εκείνον, αλλά όταν έμαθε το νέο ο γαμπρός, παζάρευε την όμορφη. Και μετά στην εκκλησία πήγε με την άσχημη. Τέλος πάντων, αυτά, παιδί μου, όλες αυτές τις δουλειές τις έχω περάσει εγώ μέσα στα Νιάτα, εδώ πέρα. Αμπέλια, όπως σου ‘πα, σκαψίματα, αλώνια, άλογα, μουλάρια, ξύλα, όλα τα πάντα, μέχρι το 1959. Μετά έφυγα από τον στρατό για δυόμιση χρόνια, πήγα στο ναυτικό. Μετά από το ναυτικό γύρισα, και δεν πέρασαν έξι μήνες, είχα δώκει ένα φυλλάδιο στο βασιλικό ναυτικό, τότε το λέγανε βασιλικό ναυτικό, τώρα είναι πολεμικό. Όποιος θέλει να βγάλει φυλλάδιο ναυτικό, να έρθει στο Γενικό Επιτελείο να μου το βγάλουν. Και πήγα και το ‘βγαλα, τι έχω να χάσω, το είπα και στον φίλο μου. Μου λέει «Φίλε, άμα θέλεις να μπαρκάρεις». Και μπαρκάρισα το ’62, και έφυγα. Έφυγα και πήγα και είδα τον Καναδά.
Μετά ξαναήρθα, παντρεύτηκα εδώ, την κυρά που είδες, έκατσα 7 χρόνια. Αυτά ήτανε, μέχρι εδώ που στα είπα. Τώρα έχω γυρίσει, είμαι 40 χρόνια μόνιμος εδώ. Όλα αυτά τα 40 χρόνια, έφτιαξα το σπίτι μου, έχω το άλογό μου. Ακόμα το καβαλάω και το καλπάζω. Είχα και κτηματάκια κάτι. Τα έχω δώκει τώρα όλα στα παιδιά μου. Τα παιδιά μου έχουνε καλές επιχειρήσεις. Έχουν την τελευταία τεχνολογία, τα μηχανήματα που δουλεύουν για τους μαραγκούς. Απόκτησα 4 παιδιά, 2 και 2, τα πάντρεψα. Είμαστε όλη η οικογένεια εδώ. Καλές νυφάδες απόκτησα. Είναι Νιατιώτισσες, οι γαμπροί Νιατιώτες, τα έχω όλα, εδώ μέσα σ' ένα γύρο. Έχω και 10 εγγόνια, 10 εγγόνια λεβεντιές. Και τώρα αρχινάνε και τα εγγόνια μου, μια μια οι μεγάλες, γιατί έχω 8 πουλακίδες και 2 κοκόρια. Είναι θηλυκά τα περισσότερα. Αλλά οι πρώτες εγγόνες οι δύο, μου παρουσιάσανε και τους λεβέντες τους. Προχτές είχαμε αρραβώνες της κόρης μου το κορίτσι, η εγγόνα μου. Και άμα καλιάζει, εγώ ο Κωτση- Σπύρος, άμα καλιάζει σε τέτοιες γιορτές, και τούτα και κείνα, παρά όλη την ηλικία που έχω, 40 ποτήρια κρασί δεν απολείπουνε. Πρέπει να δεις πόσα και από τραγούδια. Λέω πολλά τραγούδια, είμαι τραγουδιστής εγώ πολύ. Αυτή ήταν η ζωή όλη αυτή που σου είπα, άλλο τίποτα;
Τώρα με το άλογο που έχεις πας βόλτες κανονικά; Δηλαδή το καβαλάς;
Παιδί μου, τούτα τα βουνά, δεν είμαστε εδώ να στα δείξω, ένα γύρο, ένα γύρο τα βουνά αυτά, δεν υπάρχει μέτρο που να μην έχει πατήσει το πόδι του αλόγου μου. Ήρθε ένα κανάλι, προ 6-7 χρόνια, δεν ξέρω αν το είχες δει, που ήρθαν για τα πηγάδια που έχουμε εδώ τα πηγάδια. Και με καλέσανε εκεί πέρα, να πω την ιστορία, και πήγα με το άλογό μου. Και τους λέω «Το βλέπετε αυτό το άλογο; Τα βλέπετε αυτά τα βουνά; Τα έχω περάσει σπιθαμή προς σπιθαμή». Και το έχουν πάρει στις κασέτες και με φωνάζουν εδώ και κείθε «Πού ‘ναι τ’ άλογο, σπιθαμή προς σπιθαμή;». Αυτά, άμα τα ψάξεις, θα τα βρεις, γιατί είμαι σε πολλές κασέτες εγώ, είμαι σε πολλά κανάλια μέσα. Έχω ανοίξει, ήρθαν εδώ προ χρόνια, αυτό ήθελε το παιδί προχτές εδώ, να μάθει και κείνος τα λιοτριβιά. Άνοιξα ένα ελαιοτριβείο κει πέρα, τους έμασα όλους και ήρθε ένα κανάλι, το Alter, με έναν ηθοποιό τον Χρήστο τον λένε, τον βλέπω ακόμα εκεί μέσα. Τώρα έχουν περάσει 20 χρόνια απ’ αυτήν τη δουλειά. Τους ετοίμασα τα τσατίλια, τους ετοίμασα ελιές. [00:15:00]Δεν ήταν ο καιρός στις ελιές, πήγα και βρήκα καλαματιανές, για να δουλέψει το ελαιοτριβείο. Και τους ετοίμασα ένα λιοτριβιό, που ήταν ακόμα, που τα έχει όλα.
Αυτό ήταν από τα παλιά λιοτριβιά με το άλογο;
Με το άλογο.
Δηλαδή, αυτό πώς ήταν; Υπήρχε ο μύλος στη μέση;
Πώς ήταν τα λιοτριβιά;
Ναι με το άλογο τα παλιά.
Ναι ναι. Άμα βγούμε τώρα έξω θα σου δείξω ένα δικό μας πως ήτανε. Εκείνο σώζεται ακόμα. Δείχνει δηλαδή πως ήτανε. Τα άλλα έχουν εξαφανιστεί. Εδώ που είναι το ζαχαροπλαστείο, ήταν λιοτριβιό. Παραπάνω που είναι ο φούρνος, ήταν λιοτριβιό. Τώρα γίνανε άλλα, πάνε αυτά.
Εκεί ρίχνανε τις ελιές και γυρνούσε το άλογο τις πέτρες;
Μου τις πήρε τις κασέτες το βράδυ. Τα έχω όλα, όταν μου τις φέρει, θα τις δώκω του Νίκου, και θα δεις ακριβώς πώς γυρίζεις το άλογο. Έχουμε βγάλει το λιοτριβιό έργο. Θα στα δώκω όλα αυτά να τα δεις.
Ναι, θα το βγάλουμε και φωτογραφία μετά έξω.
Ό,τι θέλεις, κάνε τα. Έχω τις απόκριες, πώς δουλεύουν οι απόκριες εδώ. Έχω την Καθαρή Δευτέρα.
Πες μας για τις απόκριες στα Νιάτα, γιατί κάνουνε νομίζω…
Εγώ! Εγώ είμαι ο καπετάνιος. Είναι παραδοσιακά του πατέρα μου αυτά, μου τα παρέδωσε εμένα. Είναι την Καθαρή Δευτέρα. Άμα θυμηθείς με τον Νίκο, να κουβεντιάσεις, τον κουμπάρο, έλα εδώ να σε ντύσω και θα τραβήξεις ό,τι θέλεις. Είναι ένα έθιμο που ντυνόμαστε όλοι εδώ. Μαζευόμαστε 100 άτομα, κι εγώ με το άλογο απάνω, βάνω τον καρνάβαλο, και γυρίζουμε το χωριό. Και όλο το χωριό έχει μάθει κάθε γειτονιά, κάθε σπίτι, βγάνει και το κρασί του, βγάνει όλα αυτά. Και μετά στο τέλος, καταλήγουμε σε ένα εκκλησάκι που είναι εδώ, ο Άγιος Νικόλας. Καταλήγουμε εκεί, έχω ετοιμάσει τις φωτιές εκεί, και γίνεται το γλέντι μέχρι το πρωί. Και μετά έρχεται του Αγίου Θεοδώρου. Ο Άγιος Θεόδωρος είναι εδώ χάμω. Έχουμε τα δύο πανηγύρια. Αυτό το έχουμε τώρα, επειδή είναι σαρακοστή, το ‘χουμε με καψάλα. Ναι. Ψένω, τώρα τα ψένουν τα παιδιά, βοηθάνε όλοι, ψένουμε πάνω από 800 καψάλες. Με λάδι βουτηχτές, κρασιά αβέρτα.
Καψάλα τι είναι, το ψωμί;
Το καψαλιστό λέγεται καψάλα. Αυτά είναι τα έθιμα. Είχαμε και άλλα οι παλιοί. Το χωριό μας γιορτάζει των Ταξιαρχών, γιορτάζει και το Πάσχα. Είχαμε 3 γλέντια. 3 μέρες του Πάσχα, γλεντάγαμε εδώ. Αυτά εξαφανίστηκαν. Έχουν εξαφανιστεί, τώρα 30 χρόνια. Σιγά σιγά, παιδί μου, ό,τι σου είπα, τούτα εδώ, τα παιδιά μου στην ηλικία σου δεν ξέρουν τι θα πει καμίνι, δεν ξέρουν τι θα πει θέρος, δεν ξέρουν αυτά. Απλώς που τα ακούτε τώρα από μένανε. Πάει, δεν ξανάρχονται αυτά, πώς να στο πω; Αυτά δεν ξανάρχονται, τελείωσαν.
Ξέρεις τι άλλο θέλω να μου πεις; Θέλω να μου πεις για το 1951 που ήρθε το πρώτο αυτοκίνητο στο χωριό. Πώς ήταν, όταν ήρθε το πρώτο αυτοκίνητο.
Το 1951 ήρθε εδώ ένα Datsun.
Αγροτικό ε;
Αγροτικό. Εμείς οι άλλοι μαζευόμασταν εκεί πέρα και το κοιτάγαμε εκεί πέρα. Και μετά ήρθε τρακτέρ. Είναι ακόμα αυτά τα τρακτέρ. Και εκείνο το αυτοκίνητο το πρώτο, ένας συμπέθερος μου το 'χε πάρει τότενες, έχει πάρει ο γιος του την κόρη μου. Κάπου το έχουν, δεν ξέρω πού βρίσκεται. Αυτά ήταν τα πρώτα αυτοκίνητα. Μετά, σιγά σιγά σιγά, ήρθαν κι άλλο κι άλλο κι άλλο κι άλλο, κι όπως σου είπα, τότενες μέχρι το 1940, '45, '50 ήταν 500 ζα εδώ μέσα. Τώρα είναι 500 αυτοκίνητα και τρακτέρια, μέσα εδώ στο χωριό μας. Που φτάσανε τα πράγματα, πώς ήμασταν.
Όταν ήρθε το πρώτο αυτοκίνητο ο κόσμος το κοίταζε, ε;
Το κοίταγε;
Ήταν κάτι άγνωστο.
Μα δε… οι τσοπάνηδες προ πάντων είπανε «Τι σατανάς είναι εκείνο που έρχεται στην αγορά;». Δεν είχαν δει αυτοκίνητο ποτέ.
Ήταν κάτι διαφορετικό, ας πούμε.
Ήτανε... γιατί δεν είχανε δει. Και πού, όταν ήρθαν τα φώτα. Αρχίσανε να ανάψουνε αμέσως τα φώτα.
[00:20:00]
Το φως πότε είχε έρθει στο χωριό, ο ηλεκτρισμός;
Το ’60 –’61.
Μέχρι τότε, ας πούμε, ήταν με το κερί;
Με το λυχναράκι και με το φαναράκι. Αυτά τα έφτιαχνα εγώ, τα έφτιαχνα εγώ αυτά. Γιατί η δουλειά μου έμαθα φαναρτζής, επειδή ήταν ο γαμπρός μου. Τότενες, αυτά τα είδη ήτανε η εποχή τους, που δεν σταμάταγες να φτιάχνεις. Φαναράκια, λυχναράκια, λαδικά και τέτοια. Και τώρα έχω φτιάξει του γιου μου. Τους φτιάχνω από ένα να το ‘χουνε έτσι ενθύμιο, να τα κρεμάσουν να θυμούνται τον πατέρα τους. Κάθομαι απασχολούμαι και φτιάχνω. Θα σου δείξω ένα φαναράκι πως είναι, το έχω από κάτω το έχω ξεκινήσει. Αυτά παιδί μου. Άλλο τίποτα θέλεις να με ρωτήσεις; Θα σου απαντάω.
Θέλω να σε ρωτήσω γενικά τότε ο κόσμος, που δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε, ας πούμε, πώς ήταν τότε στο χωριό; Βγαίνανε, διασκεδάζανε; Γειτονιές; Τι...
Γειτονιά σε γειτονιά. Άμα ήταν αγαπημένοι, γιατί είχαμε και πολλούς τσακωμούς. Τσακωμούς γιατί τσακωνόντουσαν, τσακωνόντουσαν για τα κτήματα. Ναι, γιατί υπήρχε αυτός ο τσακωμός. Άμα υπήρχε αγάπη, το βραδάκι με τα φαναράκια να πάμε στο σπίτι δίπλα ή παραπάνω σε συγγένεια, σε συγγενείς, σε φίλους. Λέγανε τα δικά τους, λέγανε της ημέρας το καμάτι, πώς πήγανε, τις ελιές που μαζεύανε. Δεν είχανε να πούνε, μου χάλασε το αυτοκίνητο, μου έκανε το αυτοκίνητο, έτσι πήγε η ρόδα, έτσι πήγε τούτο, αυτά δεν ήτανε. Μόνο είχανε ότι μου ξεκαλιγώθηκε το άλογο, και πρέπει να το καλιγώσω αύριο, γιατί δεν πρέπει να το πάω στο καμάτι. Αυτό ήταν, άμα του φεύγανε τα πέταλα. Αυτές τις κουβέντες είχανε. Με το φαναράκι όμως. Άμα δεν υπήρχε φεγγάρι, πανσέληνος, παγαίνανε με το φαναράκι. Αυτή ήταν η ζωή του ανθρώπου και τώρα τέτοια ώρα, ας πούμε, μπορούσες ακόμα πιο βραδάκι εδώ, που βγαίνουμε κατά πέρα ρούγα, τις λέγαμε ρούγες. 5 γυναίκες, 10 γυναίκες, παραπάνω άντρες, παραπάνω κείνοι. Και προπάντων οι γέροι που πηγαίνανε, 80-85 και αφήνανε, είχαμε πολύ κτηνοτροφία εδώ πέρα. Το 1940-50, '51, '52, '55 ήταν 30.000 γιδοπρόβατα, εδώ μέσα. Κι αυτοί όλοι οι τσοπάνηδες, που πήγαν κοντά ογδονταπεντάρηδες, κοντά ενενήντα, βγαίναν με τις μαγκούρες τους έξω και καθόντουσαν στα κτήρια. Έχω θυμηθεί εγώ, έχω γράψει, σημειώνω το χωριό. Έχω περάσει τους 1.400 που έχω μιλήσει, που έχω κουβεντιάσει.
Ναι, ναι, ναι. Μπράβο. Μεγάλους εννοείς, πιο μεγάλους;
Έχω κι εγώ μούρλια τέτοια, αλλά μαζεύω ιστορίες τα αντάρτικα, τα χίτικα, πώς περάσαμε εδώ μέσα. Τα έχω όλα, και μου τα πήρε όλα κείνος ο Γιώργης εδώ πέρα, τα πήρε όλα χτες, προχτές. Με είχε 4 ώρες, εδώ χάμω.
Ωραία. Οπότε θα ξανακάνουμε συνάντηση να μου πεις ακριβώς για τα αντάρτικα, για την Κατοχή γενικά, να τα πούμε όλα συνολικά. Απλά θέλω να σε ρωτήσω τώρα, για κάτι άλλο που μου είπες. Θέλω να σε ρωτήσω, και θα είναι τελευταίο αυτό, και μετά πάμε να βγάλουμε φωτογραφίες. Θέλω να σε ρωτήσω για εκείνο το κορίτσι που… την κοπελίτσα με τους Ιταλούς, που σκοτώθηκε. Αυτό πιστεύεις ήταν ατύχημα;
Εδώ στα Νιάτα έγινε. Κατά λάθος, όπως στο είπα. Αυτό το κοριτσάκι το είχαν αγαπήσει τόσο πολύ οι καπεταναίοι, και το κοίταγε εκεί χάμω, και καθαρίζανε τα πιστόλια τους. Τα καθαρίζανε, και πήγανε κάποιος εκεί, όπως ήταν απέναντι το κορίτσι, πήγε το δάχτυλο εκεί, πώς έγινε; Το βρήκε εκεί. Ναι. 7 χρονών. Ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερη από μένα. Τότε ήμουν 6 εγώ, κι αυτό ήταν 7.
Και μετά να φανταστώ στην κηδεία ήταν…
Το καταλάβανε οι Ιταλοί ότι… πικράθηκαν πώς το λένε, λυπήθηκαν, και δεν τους πήρε η μέρα εδώ. Την άλλη μέρα δεν ήθελαν να βγούνε όξω στην αγορά, ότι έγινε αυτό το πράγμα, και φύγανε τη νύχτα.
Πιστεύεις ότι, αν βγαίνανε έξω, θα τους χτυπούσανε, ας πούμε; Θα τους χτυπούσαν εδώ του χωριού; Θα γινόταν κάποια σύρραξη, θα μαλώνανε;
Ναι, ναι. Αυτά.
Μάλιστα. Ωραία. Σε ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου.
Και ό,τι άλλο θέλεις, άμα σε ρωτήσουν τώρα για αντάρτικα ή κανένα τραγουδάκι. Τώρα τα αντάρτικα είναι καλύτερα να μην τα δείτε εσείς, αυτά που είδα εγώ, αλλά άμα θέλετε να τα ξέρετε πώς ήταν. Σκοτωμοί κάθε μέρα, σκοτωμοί. Σκότωνε ο ένας τον άλλον. Αδερφός τον αδερ[00:25:00]φό. Ο ένας ήταν αδερφός, ο πρώτος ξάδερφος ήταν στο χίτικο. Ο Μπρατίτσας είχε Φοινικιώτες από δω, εδώ στον στρατό, στο χίτικο δηλαδή. Ναι. Τα αντάρτικα ήταν οι κομμουνισταί, τα χίτικα ήτανε οι άλλοι, οι αντίθετοι.
Οι δεξιοί, ας πούμε.
Ναι.
Θα αφιερώσουμε άλλη μέρα. Θα μιλήσουμε καθαρά γι’ αυτά. Εφόσον έχετε δει πράγματα, θα το κάνουμε έτσι. Ωραία. Χάρηκα πολύ που τα είπαμε.
Ό,τι θέλεις, να πάρεις τηλέφωνο. Κι άμα θέλεις να μάθεις κι αντάρτικα, να μάθεις και το αυτό να στα πω όλα ακριβώς.
Ευχαριστώ πάρα πολύ. Έγινε.
Φωτογραφίες

Κωνσταντίνος Σάκκαρης
Ο Αφηγητής Κωνσταντίνος Σάκκαρης.
Περίληψη
Ο κύριος Κώστας μιλάει για τη ζωή του στα Νιάτα Λακωνίας, από τότε που γεννήθηκε μέχρι σήμερα. Περιγράφει την καθημερινότητα, τις αγροτικές εργασίες, τους πολέμους, τα ήθη και τα έθιμα της εποχής του. Μας μεταφέρει την αγάπη του για το χωριό του και το άλογό του, το οποίο συνεχίζει να ιππεύει ακόμα και σήμερα στα 90 και χρόνια του.
Αφηγητές/τριες
Κωνσταντίνος Σάκκαρης
Ερευνητές/τριες
Αναστάσιος Μανωλάκος
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/08/2020
Διάρκεια
25'
Περίληψη
Ο κύριος Κώστας μιλάει για τη ζωή του στα Νιάτα Λακωνίας, από τότε που γεννήθηκε μέχρι σήμερα. Περιγράφει την καθημερινότητα, τις αγροτικές εργασίες, τους πολέμους, τα ήθη και τα έθιμα της εποχής του. Μας μεταφέρει την αγάπη του για το χωριό του και το άλογό του, το οποίο συνεχίζει να ιππεύει ακόμα και σήμερα στα 90 και χρόνια του.
Αφηγητές/τριες
Κωνσταντίνος Σάκκαρης
Ερευνητές/τριες
Αναστάσιος Μανωλάκος
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/08/2020
Διάρκεια
25'