© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Από την Κωνσταντινούπολη στη Σίφνο: Η άρρηκτη πολιτισμική σύνδεση
Κωδικός Ιστορίας
12791
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αικατερίνη Αποστολιάδου (Α.Α.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
27/07/2020
Ερευνητής/τρια
Μαρία-Μαρίνα Μπουκίου (Μ.Μ.)
[00:00:00]Καλημέρα σας!
Καλημέρα σας!
Θα μας πείτε τ' όνομά σας;
Βεβαίως! Αποστολιάδου Κατερίνα.
Σήμερα, Τρίτη 28 Ιουλίου του 2020, βρισκόμαστε με την κυρία Κατερίνα Αποστολιάδου στο Άνω Πετάλι της Σίφνου, εγώ ονομάζομαι Μαρία-Μαρίνα Μπουκίου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε τη συνέντευξη. Κυρία Κατερίνα, θα μας πείτε πότε γεννηθήκατε και πού;
Γεννήθηκα εδώ, στη Σίφνο, το 1947 το Δεκέμβριο. Αυτά.
Περιγράψτε μας–
Έζησα μεγάλη, έζησα εδώ, έφυγα για σπουδές στην Αθήνα κάποιο διάστημα και τώρα συνταξιούχος ξαναβρίσκομαι στο νησί μου.
Μπορείτε να μας περιγράψετε το οικογενειακό σας περιβάλλον;
Οι γονείς μου, ο Απόστολος και η Ευαγγελία. Ο πατέρας καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, έχω δηλαδή ρίζες από την Κωνσταντινούπολη, και η μητέρα μου γνήσια Σιφνιά. Γέννημα θρέμμα της Σίφνου. Ο μπαμπάς γέννημα θρέμμα της Κωνσταντινούπολης. Γεννήθηκε εκεί το 1887, σπούδασε εκεί, έβγαλε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, φοίτησε στο γαλλικό σχολείο Saint Benoit και ασχολήθηκε, είχανε επιχειρήσεις, ξενοδοχείο και εστιατόριο στο Γαλατά, μένανε στο Πέρα και είχανε, ερχότανε στο νησί καλοκαίρια για διακοπές. Την Κωνσταντινούπολη τη γνώρισα μέσα από τις αφηγήσεις τους, και περισσότερο από τα γράμματα της γιαγιάς μου, τα οποία διατηρώ, μία αλληλογραφία από το 1913 μέχρι το 1926 και μέσα από αυτά τα γράμματα γνώρισα την Πόλη. Είναι μία αλληλογραφία της γιαγιάς με τον πατέρα. Όσες φορές η γιαγιά βρισκότανε στη Σίφνο έστελνε γράμματα στην Κωνσταντινούπολη, στον παππού και στον μπαμπά μου, και το αντίθετο πάλι απ' την Κωνσταντινούπολη εδώ. Εκεί αναφέρουνε πάρα πολλές ιστορίες, τη ζωή τους στην Κωνσταντινούπολη, όπως και πάλι ενημέρωναν τους Κωνσταντινουπολίτες για τη ζωή στο νησί. Και ειδικά μία χρονιά που αποκλείστηκε η γιαγιά, το… Τότε με τους Βαλκανικούς Πολέμους του '12-'13 έτυχε να αποκλειστεί στο νησί. Ο παππούς ήτανε στην Κωνσταντινούπολη, και ο μπαμπάς μου ήτανε στρατιώτης στη Θεσσαλονίκη. Ήρθαν οι γιορτές τα Χριστούγεννα μόνη της, οπότε ήταν πάρα πολύ στεναχωρημένη και έγραψε ένα γράμμα στον παππού για να του ευχηθεί για τη γιορτή του, του αγίου Ιωάννου, επειδή τον έλεγαν Γιάννη και η επιστολή αυτή είναι ένα ποίημα. Και εκεί αναφέρει, έχει διάφορα χαρακτηριστικά, δηλαδή, πώς ζούσε στο νησί μόνη της, νοσταλγίες και τα λοιπά. Κάποια στιγμή μπορούμε να το διαβάσουμε, θα το…
Μπορείτε και τώρα να μας τη διαβάσετε, αν θέλετε.
Να το διαβάσουμε, βεβαίως. Λοιπόν. Αυτό το παρακάτω ποίημα το έγραψε η γιαγιά Κατερίνα σαν γράμμα και το έστειλε στον παππού Γιάννη, που είχε αποκλειστεί στην Πόλη το 1913 στους Βαλκανικούς Πολέμους, όπως είπαμε προηγουμένως. Και αρχίζει λοιπόν το γράμμα: «Θα κάμω μια εξαίρεση εφέτος στο όνομά σου, να λάβεις ανταπόκριση τώρα στη μοναξιά σου. Με τραγουδάκια έμορφα το γράμμα θα στολίσω και τας ευχάς των εορτών όλα να σου μετρήσω. Σου τα περνώ με μια πενιά και Γιάννη και Βασίλη, του χρόνου πιο ευχάριστα ο πλάστης να τς εστείλει. Εφέτος μας αδίκησε πολύ το '13 και μας εδιεμόρφωσε, βλέπεις, εις μέρη τρία. Ο ένας μέσα στη φωτιά, ο άλλος μακράν ξενίζει κι εμένα με τη μάστιγα η λύπη με μαστίζει. Εχθές με την Πρωτοχρονιά δεν έστρωσα τραπέζι, γιατί ο νους μου κι η καρδιά από τον καημό της παίζει. Εμείς που επερνούσαμε μαζί τοιαύτα έτη, εφέτος ολομόναχη μ' έφαγε το σεκλέτι. Αλλά ας δώσει ο Θεός ο κόσμος να ρηνεύσει και εδώ να δω και τον Απόστολο καλά να επιστρέψει. Να ‘ρχει μες στης μητέρας του την τρυφεράν αγκάλη, να ιδώ και τον πατέρα του με γέλια να προβάλει. Και τότε όχι εύθυμος θα εορτάσω μόνο, αλλά όσα επαρέβλεψα για τον καινούργιο χρόνο, γιατί κι αυτό ως φαίνεται στην τύχη μου ανήκει, να στείλω χωροφύλακα εις τη Θεσσαλονίκη. Αλλά ο καβαλάρης μου με το χρυσό κοντάρι, αυτός με παρηγόρησε, αυτός μου είπε «Θάρει! Εγώ που θέση έπιασα στο γύρο του σπιτιού σου, εγώ σου στέκομαι φρουρός στο πλάι του παιδιού σου, να σου τον φέρω υγιή, χωρίς να χολοσκάσεις, γιατί τον θέλω να 'ναι εδώ, όταν θα μ' εορτάσεις!». Ο Θεός να μας γλιτώσει από τούτον τον δασμόν. Δώρο για την εορτή σου, σου προσφέρω ασπασμόν!» Εδώ βλέπουμε την καλλιέργεια που είχανε. Ζούσανε σε ένα χώρο, στη Βασιλεύουσα, με την ανάλογη μόρφωση. Τα παιδιά τους, εκτός από την, τις εγκυκλοπαιδικές στα σχολεία, για εγκυκλοπαιδική μόρφωση και τα λοιπά, καλλιεργούσανε και τις καλές τέχνες, μουσική, ζωγραφική. Ο μπαμπάς μου ήξερε μαντολίνο. Το 'χε μάθει τότε στην Κωνσταντινούπολη, όπως η θεία Μαρίκα είχε μάθει κι εκείνη, απ' την Κωνσταντινούπολη κι εκείνη, ξαδέρφη, είχε μάθει μαντολίνο και ζωγραφική. Καλλιεργημένοι άνθρωποι! Είχανε τη δική τους κουλτούρα. Και αυτό είναι χαρακτηριστικό των Κωνσταντινουπολιτών. Βλέπαμε δηλαδή, ξεχωρίζει ο Κωνσταντινουπολίτης. Αυτά τα βιώματα τα έχω πάντα μαζί μου. Μου έλεγαν διάφορες ιστορίες, με τους Τούρκους που ζούσαν πάρα πολύ καλά, ειρηνικά. Βέβαια, μετά το 1922 με την καταστροφή της Σμύρνης, υπήρχε ο φόβος, δημιουργήθηκε ο φόβος για αντίποινα επάνω στην Πόλη. Και αναγκαστικά ο μπαμπάς, είχε βάλει και την ελληνική σημαία στο μαγαζί και αυτό δεν το θεώρησαν σωστό οι Τούρκοι και ήθελαν να του κάνουνε, να τον κυνηγήσουνε και δεν ξέρουμε τι άλλο θα έκαναν. Και φοβήθηκε και έφυγε. Πήρε μαζί του μόνο τα οστά του πατέρα του, ο οποίος παππούς είχε πεθάνει το 1917. Και πήρε τα οστά του παππού και τα έφερε. Έμεινε πίσω η γιαγιά μόνη της, αν μπορέσει να πουλήσει τα... την περιουσία, αλλά δεν μπόρεσε. Ήταν αδύνατον. Και το '26, '27 εκεί, ήρθε και η γιαγιά. Και έμειναν στη Σίφνο σε αυτό το σπίτι τώρα που μένουμε εμείς. Το είχαν σαν εξοχικό και ευτυχώς που υπήρχε αυτό το σπίτι, γιατί διαφορετικά, όπως όλοι οι Κωνσταντινουπολίτες, τα άφησαν όλα και έφυγαν. Βέβαια, έφεραν όλη την κουλτούρα. Μας μεγάλωσαν με αρχές, μας μεγάλωσαν με ό,τι είχαν ζήσει στην Κωνσταντινούπολη. Και γι' αυτό πολλές φορές σε διάφορα βιβλία που διαβάζω, τώρα καταλαβαίνω ότι αυτά που μας έλεγε ο μπαμπάς ήτανε από κει. Τα βιώματά του τα κουβάλησε, τα 'φερε εδώ στη Σίφνο, μέσα στη βαλίτσα του. Και αυτά ήτανε που μας έδωσαν δύναμη, μας έδωσαν, ναι, κουράγιο να πορευτούμε κι εμείς. Το πρωί που θα σηκωθούμε έπρεπε να πούμε καλημέρα, να φιλήσουμε το χέρι στον μπαμπά μου και στη μαμά μου και μετά να πάμε να πάρουμε το πρωινό μας. Αυτό ήτανε από την Κωνσταντινούπολη φερμένο. Να μάθουμε να αγαπάμε και να σεβόμαστε τους δασκάλους μας, να ζητάμε συγγνώμη, να πηγαίνουμε στην εκκλησία πολύ συχνά, να βιώνουμε την εκκλησία και φυσικά, έλεγε, να μάθομε να ψέλνομε. Γιατί είχε μάθει και βυζαντινή μουσική, είχε μάθει, όταν ήταν μικρός στον Άγιο Ιωάννη των Χίων και ο δάσκαλός του ήτανε κάποιος Γεώργιος Βενάκης. Μετά έψελνε και στο Πατριαρχείο. Δηλαδή, δεν έψελνε διορισμένος ψάλτης, αλλά πήγαινε και έψελνε εκεί. Είχε πολύ πάθος με την Κωνσταντινούπολη, σαν Κωνσταντινουπολίτης. Και είχε γράψει και ένα τραγούδι, εδώ στη Σίφνο, που το είχαν ζητήσει οι καθηγητές μας, που είχαμε στο γυμνάσιο. Του ζητήσανε να έρθει να μας το πει, να μας το μάθει. Αυτό το τραγούδι έχει το σκοπό του βήματος. Με βήμα. Όταν πηγαίναμε εκδρομές, το τραγουδούσαμε. Και ο τίτλος του ήτανε «Ας βγούμε απ' το σχολειό». Και κάπου σε μία στροφή αναφέρει για την Κωνσταντινούπολη και θα τη διαβάσω γιατί αξίζει! Εδώ είναι. «Και ας ψάλλομε το κύμα που σαν την αρτηρία ενώνει το νησί μας με την μεγάλη Πόλη, με την Αγιά Σοφία, που οι χρυσοί της θόλοι κρύβουνε της Ελλάδος τα όνειρα τα θεία. Εμπρός, εμπρός ας πάμε, γιατί κανείς δε ξέρει στα σκοτεινά τα βάθη τι κρύβει ένας αιώνας. Ίσως σημάνει η ώρα στου έθνους τους αγώνας να πάει η ψυχή μας στο δυνατό μας χέρι!» Πάλι και αυτά βιώματα. Κι έχει, βέβαια είναι, το λέγαμε μετά όλα μαζί τα παιδιά στην εκδρομή και ήταν πάρα πολύ όμορφο και πολύ συγκινητικό. Στη Σίφνο υπήρχε σιφνέικια Παροικία. Ήταν πάρα πολλοί Σιφνιοί στην Πόλη! Έχω, τότε που έγινε, προκήρυξε εκλογές ο Ελευθέριος Βενιζέλος –'19, '20, εκεί νομίζω– τα… αυτά που μοίραζαν τα έντυπα για τις εκλογές τα έχω. Ναι. Είναι πάρα πολύ συγκινητικό να τα διαβάζεις. Τα διαβατήριά τους, που πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη, που ερχότανε, όλα [00:10:00]αυτά υπάρχουν. Επίσης, είναι, έχω μία, ένα προσκλητήριο από τον... από το θάνατο του προπαππού. Και καλούσε τον κόσμο, και αναφέρει εκεί την τάδε ώρα από το ξενοδοχείο του τάδε, και από κάτω τουρκιστί και ελληνιστί. Είναι πολύ συγκλονιστικό αυτό, πάρα πολύ συγκλονιστικό, γιατί είναι κι αυτό ένα κομμάτι μέσα από τη ζωή τους. Τώρα βέβαια όταν ήρθανε εδώ, ήτανε διαφορετικές οι καταστάσεις, όμως έφεραν όλοι αυτοί οι Κωνσταντινουπολίτες, έφεραν στο νησί όλο αυτό τον πολιτισμό, και μεταδόθηκε πολύ εύκολα, γι' αυτό και έχουμε πάρα πολλά κοινά σημεία με την Πόλη. Ένα απλό παράδειγμα. Χρησιμοποιούμε τα ονόματα, είτε θηλυκό όνομα είτε αρσενικό όνομα, η Μαρία, δε λέμε η Μαρία, το πάμε ουδέτερο, το Μαρώ. Ή δε λέμε, η Κατερίνα, λέμε το Κατέ, το Μαρώ, το Μαργά. Αυτά υπήρχανε στην Πόλη. Κι έχουν έρθει εδώ και φυσικά μπορεί να... προσωρινά να τη χάσαμε αλλά τη μεταφέραμε στο νησί, και φαντάζομαι και σε όλα τα μέρη της Ελλάδας που έχουνε βρεθεί Κωνσταντινουπολίτες. Τι άλλο να θυμηθώ; Άλλα πράγματα. Ήτανε πολύ φιλόζωοι. Αγαπούσανε πάρα πολύ τα ζώα. Η γιαγιά είχε τη γατούλα της, ο μπαμπάς είχε το σκυλάκι. Του είχανε χαρίσει ένα κριάρι, ένας Τούρκος, από ευχαρίστηση γιατί τον περιποιότανε στο μαγαζί που πήγαινε εκεί στο εστιατόριο και του χάρισε ένα κριάρι από τα... πολύ μικρούλικο. Από την Άγκυρα το έφερε. Και του έδωσε το όνομα «ο Μπέτσος» και το έφερε στη Σίφνο. Αλλά ήταν πολύ δυνατό, πάρα πολύ δυνατό και μία μέρα παραλίγο να συμβεί κάποιο ατύχημα και φοβήθηκε ο μπαμπάς και το έδωσε, το έσφαξε, κάτι… Και μας το έλεγε: «Αυτό το κριάρι είναι απ' την Πόλη!». Πωπωπω. Είναι… Και πολλά άλλα που τώρα αυτή τη στιγμή δεν έρχονται στο μυαλό μου. Με λίγα λόγια, τη βίωσα μέσα από τους γονείς από τον μπαμπά μου περισσότερο. Η γιαγιά, η γιαγιά από την πλευρά της μαμάς μου, μικρό κοριτσάκι, επειδή είχε μείνει ορφανή την πήρανε σε μία οικογένεια γιατρών, συγγενείς στην Πόλη και ήταν και πολύ θεοφοβούμενο άνθρωπο και σεβότανε πάρα πολύ, πίστευε πάρα πολύ. Και μία φορά στο σπίτι που έμενε, ο γιατρός είχε μία συνήθεια. Το ρολόι του, το βράδυ πριν να κοιμηθεί, το έβαζε, το κρεμνούσε σε ένα σημείο στο μπάνιο και ένα πρωινό την ώρα που πήγε να το πάρει δεν το βρήκε. Και φώναξε τη γιαγιά και της λέει: «Μαριγώ, έλα δω! Το ρολόι πού είναι;». Λέει: «Στη θέση του!». «Δεν είναι εδώ, έλα να δεις, Μαριγώ!». Η γιαγιά στεναχωρέθηκε πάρα πολύ, γιατί ήταν ο μόνος ξένος άνθρωπος που έμενε στο σπίτι. Ξένος, δηλαδή δεν ήταν της οικογενείας. Και στεναχωρήθηκε μήπως θεωρήσουν ότι το έκλεψε εκείνη. Και παρακαλούσε όλη τη νύχτα. Στην Κωνσταντινούπολη όταν χάσουνε κάτι, παρακαλούνε τον άγιο Θεόδωρο τον Τύρωνα. Και η γιαγιά παρακάλεσε τον άγιο Θεόδωρο όλη τη νύχτα με κλάματα, να βρεθεί το ρολόι και να του φτιάξει μία εικόνα να την πάει στη Σίφνο στο εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων. Και την άλλη μέρα το πρωί, έξι η ώρα, που συνήθιζε να περνάει ο σκουπιδιάρης για να παίρνει τα σκουπίδια. Κτυπούσε την πόρτα και τα κατέβασε η γιαγιά για να τα πάρει. Της λέει εκείνη την ώρα. Ήρθε πιο πρωί εκείνη την ημέρα και της λέει «Μαριγώ, άνοιξε γρήγορα!» «Τι συμβαίνει;» Λέει: «Πάρ’ το το ρολόι!» «Το ρολόι; Περίμενε δύο λεπτά!» Φώναξε τον γιατρό, τον ξύπνησε, κατέβηκε κάτω και είδε το... του το έδωσε λοιπόν ο.... Αυτός ήτανε Αρμένης. Και του έδωσε το ρολόι και... Γιατί; Πήγε λέει τη νύχτα ένας στρατιώτης μ' ένα ξίφος και του είπε: «Αν δεν πας στο ρολόι στη θέση του, θα σου κάνω μεγάλο κακό». Γιατί είναι στρατηλάτης ο άγιος Τύρωνας και ο άγιος Θεόδωρος, και οι δύο στρατηλάτες. Και το έφερε. Φοβήθηκε και το έφερε στη γιαγιά, στο σπίτι δηλαδή, από κει που το πήρε. Κι έτσι η γιαγιά ευχαρίστησε τον άγιο Θεόδωρο με το να εκπληρώσει το τάμα της. Πήγε σ' ένα αγιογράφο στην Κωνσταντινούπολη, έφτιαξε την εικόνα, την έφερε στους Αγίους Θεοδώρους και υπάρχει μέχρι σήμερα και γράφει από πίσω το όνομά της «Μαρία Καραγιάννη», «αφιέρωση Μαρίας Καραγιάννη». Είναι απ' την Πόλη. Επίσης έχουνε φέρει εικόνες πολύ ωραίες, ωραία κειμήλια. Έχουμε όλα τα βιβλία του μπαμπά από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, έχουμε τα μουσικά βιβλία, τα οποία αυτά κάποια στιγμή θα πάνε εκεί που πρέπει, σε κάποιο σύλλογο Κωνσταντινουπολιτών, γιατί εκεί είναι η θέση τους. Και μέσα και από αυτά τα βιβλία, όλα, όλα, όλα αυτά ζούμε την Κωνσταντινούπολη. Και πολλές φορές όταν νοσταλγήσω την Κωνσταντινούπολη, θ' ανοίξω ένα βιβλίο απ' αυτά, θα διαβάσω. Στις τελευταίες σελίδες αναφέρουνε και ποιοι είναι οι συνδρομηταί και υπάρχουν ονόματα που υπάρχουνε στη ζωή σήμερα. Αυτό όλο είναι… Και φυσικά, θα θέλαμε κάποια στιγμή να βρεθούμε σ' αυτά τα άγια χώματα, να τα προσκυνήσουμε και να τα... Να τα ζήσουμε και εμείς αυτά που ζήσανε εκείνοι. Και μακάρι να είναι ελεύθερη τότε η Κωνσταντινούπολη, να βρεθούμε όλοι εκεί οι Κωνσταντινουπολίτες. Αυτά.
Μακάρι, κυρία Κατερίνα!
Κάτι να με ρωτήσετε…
Άρα λοιπόν οι γονείς σας και οι δύο είχαν γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη.
Ο μπαμπάς είχε γεννηθεί. Η μαμά μου γεννήθηκε εδώ. Η… Ο παππούς και η γιαγιά Κωνσταντινουπολίτες, και ο πρόπαππους.
Της μαμάς σας.
Του μπαμπά μου.
Του μπαμπά.
Του μπαμπά.
Η μαμά;
Η μαμά, η μητέρα της μητέρας μου είχε μεγαλώσει στην Κωνσταντινούπολη. Την είχανε πάρει για να τη βοηθήσουν, επειδή ήτανε ορφανό και η Πόλις ήτανε η φτωχομάνα, όπως έλεγε η γιαγιά. Και εκεί, έζησε κι εκείνη η γιαγιά την Κωνσταντινούπολη. Και μάλιστα έχω ένα κειμήλιο απ' αυτή τη γιαγιά, ένα αντίδωρο πρωινό από εκκλησία, που δεν έχει τη σφραγίδα της συνηθισμένη «Ιησούς Χριστός Νικά», αλλά έχει το δικέφαλο αετό, το δικέφαλο αετό. Το ψωμί από κείνα τα χρόνια υπάρχει, δεν έχει πάθει τίποτα.
Τρομερό!
Ναι! Και το βρήκα σ' ένα φάκελο στο σπίτι της άλλης γιαγιάς, από την Κωνσταντινούπολη.
Από ποια μέρη της Κωνσταντινούπολης ήτανε ο μπαμπάς σας; Πού έζησε;
Ναι. Το σπίτι τους ήτανε στο Πέραν και οι επιχειρήσεις τους, δηλαδή το ξενοδοχείο και το εστιατόριο ήτανε στο Γαλατά. Σαν παιδί περισσότερο μεγάλωσε στο Γαλατά, γιατί εκεί πέρα ήτανε όλη την ημέρα. Και φυσικά και επειδή και ο παππούς του, της γιαγιάς μου ο πατέρας ήτανε παπάς και αυτός έχει περάσει απ' την Κωνσταντινούπολη, και δικά του ήταν τα μουσικά βιβλία που έχει ο μπαμπάς και σώζονται μέχρι σήμερα, του είχανε δώσει και αυτή την –πώς να το πούμε;– την ανατροφή γύρω από τα θεία, την εκκλησία, να σέβεται, να αγαπάει το Θεό. Ήταν δε, είχε πάρα πολύ ωραία φωνή! Μου έχουν πει, γιατί εγώ τον μπαμπά τον έζησα στη μεγάλη του ηλικία. Και μικρά μεγαλώσαμε με το μαντολίνο, δηλαδή, για να πάμε να κοιμηθούμε το μεσημέρι, καθόταν έξω από το παράθυρο της κάμαρας, έπαιζε μαντολίνο και εμείς κοιμόμαστε, να μας πάρει ο ύπνος. Ήτανε… Ναι! Και είχε μελοποιήσει και ένα ποίημα του Αριστομένη Ποβελέγγιου. Ο Αριστομένης Προβελέγγιος είναι Σιφνιός. Και είχε γράψει ένα ποίημα με ένα τίτλο «Ο Αποχαιρετισμός του Ναύτη». Αυτό το ποίημα το έχει ο μπαμπάς μου μελοποιήσει και πολλές φορές όταν παίζουν τα όργανα σε πανηγύρια και τα λοιπά, το αναφέρουν αυτό, το λένε, το τραγουδάνε το τραγούδι με τον τίτλο «Το αέρι», το αγέρι δηλαδή. Αλλά σιφνέικα το αέρι από το «ο αέρας». Και ξεκινάει με το: «Παίρνει σιγά τ' αγέρι ένα φιλί ακόμα. Στον κόσμο ποιος το ξέρει αν το γλυκό σου στόμα, θα το ξαναφιλήσω πια. Γλυκιά μου αγάπη, έχε γεια!». Έχει μια πολύ ωραία μουσική. Θα δοθεί η ευκαιρία κάποια στιγμή να το ακούσετε! Είναι του Αριστομένη Προβελέγγιου.
Το όνομα του μπαμπά;
Απόστολος. Και της μαμάς μου Ευαγγελία. Του παππού Γιάννης και η γιαγιά Αικατερίνη, που έχω το όνομα της. Ο προπαππούς ήταν ο Απόστολος, που ακούει το όνομα του ο μπαμπάς μου, που είχαν και τα ξενοδοχεία όλα αυτά. Δε ξέρω, θέλω να το ψάξω αυτό, βέβαια, αν μου δοθεί η ευκαιρία να πάω στην Κωνσταντινούπολη μέσω του Πατριαρχείου να δω αυτός ο προπαππούς, ο Απόστολος, αν είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη ή αν είχε γεννηθεί στη Σίφνο. Δεν το ξέρω αυτό. Και δεν ξέρω και... μάλλον πρέπει να είναι ο τάφος του στην Κωνσταντινούπολη.
Αν δηλαδή οι ρίζες της οικογένειας…
Ναι! Είναι απευθείας από την Κωνσταντινούπολη. Και νομίζω ότι πρέπει να 'τανε! Αυτός ο παππούς, ο Απόστολος ο Αποστολιάδης πρέπει να 'τανε βέρος, βέρος, βέρος Κωνσταντινουπολίτης.
Τι επιχειρήσεις είχανε στην Πόλη;
Ξενοδοχείο. Και δεν θυμάμαι τώρα αυτή τη στιγμή, μου διαφεύγει το όνομα. Και το εστιατόριο που το λέγανε «Αι Κυκλάδες». Και ήτανε η διεύθυνση «Τακτά Καλέ», το νούμερο δεν το θυμάμαι, έχω όμως το συμβόλαιο. Υπάρχει. Και θα 'θελα να πάω να δω σ' αυτό μέρος, τι είναι, τι υπάρχει, τι έχει μείνει; Δεν αποκλείεται να τα έχουν οι Τούρκοι, και μακάρι να τα έχουν οι Τούρκοι να μην έχουνε γκρεμιστεί. Γιατί θα σώζονται, να τα δούμε. Μακάρι! Αλλά, δεν ξέρουμε αυτό. Μόνο μέσα από το Πατριαρχείο να δώσει στοιχεία κανείς, να μπορέσει να ψάξει να τα βρει.
Σας έλεγε ο μπαμπάς ιστορίες γ[00:20:00]ια αυτό το εστιατόριο για το ξενοδοχείο;
Ναι, μας έλεγε ότι... Δηλαδή, ιστορίες. Πηγαίνανε πάρα πολλοί... οι πελάτες του ήτανε και Έλληνες και Τούρκοι και πολλοί Σιφνιοί. Επίσης, από την οικογένεια του πατέρα μου ήτανε αυτοί που είχανε το «Μέγα Αϊβαλί», «Αϊβαλί», το μεγάλο που λέει «μεγάλος καθρέφτης» αυτό σημαίνει. Αυτό το μεγάλο ξενοδοχείο από τη δική του πλευρά. Η γιαγιά που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη είχανε αυτό το μεγάλο εστιατόριο. Η οικογένεια αυτής, το Βαλίδικο. Και η γιαγιά εκείνη ξέρει πάρα πολλά. Μας έλεγε, ας πούμε, πόσο οι συμπεριφορές των Τούρκων ήτανε πάρα πολύ άψογες και πόσο πιστεύανε, πηγαίνανε στα προσκυνήματα τα ελληνικά. Προσκυνούσανε. Για τον Άγιο Γεώργιο τον Κουδουνά. Η γιαγιά είχε και απ' την Καφατιανή, έχομε κάποιες εικόνες από την Καφατιανή, τυπωμένες σαν να είναι γκραβούρα. Πολύ ωραίες εικόνες! Όλα αυτά τα κειμήλια. Επίσης ευλαβείτο τους αγίους Σαράντας. Αυτά.
Το εξοχικό που είχε η οικογένεια του μπαμπά σας στη Σίφνο, πώς το είχανε αποκτήσει; Γιατί στη Σίφνο;
Η γιαγιά ήτανε Σιφνιά. Και ο παππούς όταν ήρθε από την Κωνσταντινούπολη, την είδε, του άρεσε και την παντρεύτηκε. Τη ζήτησε. Αυτό το σπίτι είναι προίκα της γιαγιάς. Δηλαδή. Έδωσε ο παππούς το οικόπεδο, ο παππούς, ο προπαππούς, ο παπάς. Έδωσε το οικόπεδο στην κόρη του και είπε στο γαμπρό: «Εγώ θα σου δώσω αυτό το οικόπεδο και εσύ να κτίσεις το σπίτι». Και έστελναν λίρες από την Κωνσταντινούπολη για να κτιστεί. Το έκτισε δηλαδή, ο πατέρας του μπαμπά μου. Το οικόπεδο ήτανε προίκα της γιαγιάς και εκείνος έκτισε το σπίτι. Και μάλιστα, στο προικοσύμφωνο αναφέρει πόσα δωμάτια θα είναι, πώς θα είναι το σχέδιο του, όλα, τα πάντα. Και είχανε και πολύ... Ερχόταν εδώ εκτός από τους γονείς μου, τον πατέρα μου δηλαδή, την οικογένειά του πατέρα μου και της γιαγιάς, ερχότανε και τα ξαδέρφια. Και μάλιστα σ' ένα γράμμα αναφέρουν ότι θέλανε να έρθει όλη η οικογένεια και είχανε μικρά παιδιά. Και στο γράμμα αναφέρουνε λοιπόν, στο γράμμα που έστειλαν ο παππούς στον πεθερό του, που ήτανε ο παπάς «να προσέξουνε τα παιδιά να μην μπούνε στο περιβόλι και καταστρέψουν τα δέντρα, και όχι τίποτα άλλο, να μην ψυχρανθούν οι καρδιές μας γι' αυτό το πράγμα». Ευαισθησία! Να έρθουν να καθίσουν όσο θέλουνε στο σπίτι, με τη διαφορά τα παιδιά να τα προσέχουνε να μην μπουν στο περιβόλι και καταστρέψουνε τα δέντρα. Δηλαδή, να παίζουνε, να κόψουνε δηλαδή, τα γνωστά, να κόψουνε τα κλαδιά τους και...
Άρα λοιπόν, στην Πόλη υπήρχε σιφνέικη παροικία.
Ναι! Και μάλιστα στο ναό της Ζωοδόχου Πηγής, αν δεν κάνω λάθος, υπάρχει ένα εικόνισμα, ένα προσκυνητάρι μαρμάρινο και γράφει από κάτω –παριστάνει τη Ζωοδόχο Πηγή– και γράφει: Αφιέρωμα των Σιφνίων της Κωνσταντινουπόλεως.
Η γιαγιά σας, δηλαδή, ήταν μία απ' αυτούς τους Σιφνιούς.
Ναι, που–
Τη σιφνέικη κοινότητα της Πόλης.
Της Πόλης, ναι, ναι, βέβαια!
Γνωρίζετε πώς είχαν βρεθεί οι Σιφνιοί στην Πόλη; Γιατί υπήρξε αυτή η παροικία;
Υπήρχε ένα είδος μετανάστευσης, όπως γίνεται σήμερα που πηγαίνουν στις χώρες τις μεγάλες, τις πλούσιες για να βρουν καλύτερη τύχη, έτσι ξεκίνησαν και οι Σιφνιοί. Και υπήρχε συγκοινωνία Σίφνος... Κωνσταντινούπολη-Σίφνος-Σύρος. Δεν πήγαινε στον Πειραιά το πλοίο. Και αυτά όλα τα έπιπλα που βλέπετε, ας πούμε, οι δοκαροσιές όλες, αυτά τα ξύλα είναι καστανιές από την Τουρκία. Ερχότανε μ' αυτά τα καράβια.
Για ποια εποχή μιλάμε;
1885 κτίστηκε το σπίτι αυτό. Και πιο παλιά υπάρχουν, ας πούμε, μαρτυρίες, που υπάρχουν σε βιβλία. Ειδικά ο Συμεωνίδης που γράφει «Τα Σιφνέικα» κάθε χρόνο, ένα τόμο, εκεί αναφέρει πάρα πολλά στοιχεία για την Κωνσταντινούπολη και τους Έλληνες τους Σιφνιούς της Κωνσταντινούπολης. Και ό,τι βλέπανε καινούργιο, το μεταφέρανε στη Σίφνο. Τα σπίτια τους όπως ήταν κτισμένα, ακριβώς με το ίδιο ρυθμό, τα έπιπλά τους το ίδιο, τα βιεννέζικα έπιπλα, οι καρέκλες οι βιεννέζικες, τα βιεννέζικα μαχαιροκουταλοπίρουνα, ο καθρέφτης ο βιεννέζικος. Όλα αυτά και μαζί μ' αυτά, φυσικά είπαμε προηγουμένως και όλη την κουλτούρα. Τις βεγγέρες που κάνανε, βεγγέρες τα βράδια, βεγγέρα. Λέγανε ποιήματα αυτοσχέδια, γλεντούσανε με το μαντολίνο ή με το βιολί. Υπάρχει και η λύρα, η... Εκτός από την ποντιακή, υπάρχει και η λύρα της Κωνσταντινούπολης. Όλα, όλα αυτά, η μουσική, η κουλτούρα με λίγα λόγια ερχότανε εδώ στο νησί, γιατί υπήρχε αυτή η επικοινωνία. Έτσι γινότανε. Το εμπόριο, γιατί και προϊόντα φέρνανε από την Κωνσταντινούπολη. Είχα μία θεία Κωνσταντινουπολίτισσα και όταν έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη, μείνανε στην Νέα Σμύρνη που τους παραχώρησε το κράτος έδαφος, γη. Λοιπόν, ο πατέρας της ήτανε ναυτικός και έκανε ταξίδια από τη Μαύρη Θάλασσα, ερχότανε στο Βόσπορο, στον Κεράτιο. Έφερνε, λοιπόν, τυριά και βούτυρα από την πάνω, τη Μαύρη Θάλασσα, φοβερά μου έλεγε η θεία μου. Πώς να τα περάσει όμως από το τελωνείο που οι Τούρκοι ήταν πολύ αυστηροί; Τι έκανε; Τα τοποθετούσε μέσα σε κιβώτια και έγραφε απέξω ότι είναι μέσα γουρούνι, χοιρινά. Ο Τούρκος όταν έβλεπε αυτό, λέει: «Τι είναι εδώ;». Λέει: «Χοιρινό». «Φύγε, πάρ’ το!» Και έτσι, περνούσε το βούτυρο και το τυρί και το 'φερνε στο σπίτι. Ήτανε... Και εκείνη η θεία μας έλεγε πολλά, πωπωπω. Θέλανε να φτιάξουνε ένα σπίτι και έπρεπε να βρούνε μάρμαρα, ειδικά μάρμαρα για να κάνουν τα σκαλοπάτια που θα ανεβαίνεις επάνω στο σπίτι και ψάχνανε, ψάχνανε, ψάχνανε. Τελικά δεν τα βρήκανε και έλεγε η γιαγιά της: «Εάν δεν βρω τα μάρμαρα που θέλω, δεν πρόκειται να το κτίσω το σπίτι», και έτσι έμεινε, δεν το κτίσανε. Έγιναν ό,τι έγινε στην Κωνσταντινούπολη και έφυγαν. Ήτανε και αρχοντογυναίκες. Μαγειρική! Η γιαγιά έφτιαχνε το... Ο μπαμπάς μου έφτιαχνε λόγω του εστιατορίου, έφτιαχνε το «τας κεμπάπ», έφτιαχνε μία κρέμα με κρόκους δέκα αυγών, φοβερή κρέμα, και έβαζε μόνο άρωμα βανίλια. Κι όταν έκανε διάφορες, διοργάνωνε μουσικές βραδιές και τα λοιπά και πρόσφερε και την κρέμα αυτή, την έφτιαχνε. «Η κωνσταντινουπολίτικη κρέμα» τη λέγανε εδώ. Επίσης το «χανούμ γκιορμπέ», ο αφαλός της βασίλισσας, κάπως έτσι ερμηνεύεται, ένα ωραίο γλυκό. Και το άλλο το... Αχ, πώς λέγεται; «Αυτοκρατορική αρέσκεια». Αλλά στα τούρκικα λέγεται «χουγιάρ μπεγερντί», με λευκό κρέας και τη μελιτζάνα και τα λοιπά. Τα φτιάχνανε αυτά όλα, τα… Φέρανε και την κουζίνα τους. Και ο Τσελεμεντές πού έμαθε; Στην Κωνσταντινούπολη έμαθε! Ο μεγάλος Τσελεμεντές, ο Νικόλαος Τσελεμεντές, ο Σιφνιός. Πήγε στην Κωνσταντινούπολη και τα 'μαθε όλα αυτά. Η σιφνέικια κουζίνα είναι λίγο από την τούρκικη, Κωνσταντινουπολίτικη με λίγα λόγια. Όλα αυτά είναι φερμένα από κει και γι’ αυτό υπάρχει και στο νησί. Ένας Κωνσταντινουπολίτης όταν έρθει στη Σίφνο, θα το πει ότι εδώ είναι Κωνσταντινούπολις! Ναι. Και χαίρομαι γιατί βλέπω ότι με λίγα λόγια δεν εξαφανίστηκε, δεν χάθηκε η Πόλις και εκείνοι που είναι εκεί τώρα κρατάνε Θερμοπύλες. Και πρέπει να τους, να τους επισκεπτόμαστε, να τους βλέπουμε, να τους βοηθάμε σε ό,τι μπορούμε. Αν μπορούμε κάτι να προσφέρουμε, να το κάνουμε! Ναι. Πολύ συγκινητικό να βρεθείς σ' αυτά τα άγια χώματα, γιατί είναι όλη η ιστορία της Πόλης.
Σας εύχομαι–
Και η Επτάλοφος.
Σας το εύχομαι να βρεθείτε σύντομα!
Ευχαριστώ πάρα, πάρα πολύ! Μακάρι, μακάρι!
Ας πάμε στη νέα του ζωή, εδώ στη Σίφνο. Όταν πλέον πήραν απόφαση να έρθουν να μείνουν μόνιμα εδώ.
Ναι, ήταν πολύ δύσκολα. Από ποια άποψη; Δύσκολα για να επιβιώσουν. Γιατί ο μπαμπάς με τις γνώσεις που είχε, τα γαλλικά του και τα λοιπά, θα μπορούσε κάλλιστα να βρει μια πολύ καλή θέση. Όμως δυστυχώς οι πόρτες ήταν όλες κλειστές. Και αναγκάστηκε να πάει, να γυρίσει σε διάφορα μέρη της Ελλάδος. Πήγε στη Λάρισα, πήγε στην Πελοπόννησο, πήγε Θεσσαλονίκη και τα λοιπά. Τελικά, σκέφτηκε, έκανε την εξής σκέψη, ότι για να μην αποξενωθεί από το νησί που υπήρχανε βιώματα της Πόλης, να ασχοληθεί με την... σαν ιεροψάλτης. Επειδή γνώριζε τη βυζαντινή μουσική, πήγε, βρήκε το Δεσπότη και ο Δεσπότης τον διόρισε στο ναό των Ταξιαρχών, εδώ στη Σίφνο, ιεροψάλτη. Και με αυτό το επάγγελμα μεγαλώσαμε εμείς με το... Και ήτανε, είχε και τα κτήματά του, βέβαια, και τα λοιπά. Ε, και σιγά σιγά μπόρεσε να επιβιώσει στο νησί και να μείνει. Έζησε εδώ, πέθανε εδώ και η γιαγιά το ίδιο. Αλλά πάντα έλεγε: «Καμένη Πόλη!». Αυτό ήτανε... «Καμένη Πόλη!». Έτσι. Είχανε βέβαια, είχανε δημιουργήσει καινούργιες παρέες εδώ. Ερχότανε, είχε φέρει, είχε φιλοξενήσει εδώ το γιατρό τους, που είχανε στην Πόλη, το Λουκά Μούζα. Και τον έφερε ένα Πάσχα εδώ. Κάθισε δεκαπέντε μέρες και μάλιστα επειδή κι εκείνος είπε: «Εδώ είναι η Πόλις! Έχει μεταφερθεί!», ήθελε ν' αγοράσει σπίτι, να μείνει εδώ. Αλλά τότε εκείνη την εποχή δεν πουλούσαν τα σπίτια τους όπως τώρα λόγω τουρισμού και τα λοιπά και δεν μπόρεσε να βρει σπίτι και έτσι δεν... Ναι, βέβαια. Κι όταν ερχότανε εδώ Κωνσταντινουπολίτες περαστικοί και τα λοιπά, ο μπαμπάς τους έφερνε στο σπίτι, τους φιλοξενούσαμε, λέγανε διάφορες ιστορίες μεταξύ τους, γιατί εμείς ήμαστε πιτσιρίκια και δεν μπορούσαμε. Όταν ήμουνα δεκαεννιά ετών[00:30:00] έφυγε ο μπαμπάς μου, στα δεκαοκτώ μου, συγκεκριμένα. Παιδί, δεν είχα τις γνώσεις που έχω τώρα για να τον ρωτήσω πολλά πράγματα, γιατί θα μάθαινα πάρα, πάρα, πάρα πολλά! Και αυτό με στεναχωρεί πάρα πολύ. Και γι' αυτό και μέσα από την αλληλογραφία, που δεν την έχω διαβάσει όλη, 1913-1926, πολλά τα χρόνια. Δεν την έχω διαβάσει όλη και δεν έχω ακόμα... Έχω ελλείψεις, δηλαδή, με λίγα λόγια. Προσπαθώ όμως σιγά σιγά να τα ταξινομήσω όλα αυτά, γιατί... Σ' ένα γράμμα της η γιαγιά αναφέρει μία περίπτωση για το νησί. Νομίζω ότι πρέπει να 'τανε το '20-'24. Όταν γυρίζανε την Παναγία την Χρυσοπηγή, που έλεγε προηγουμένως η Μαρία, της Αναλήψεως, η εικόνα πρώτα δεν είχε τζάμι. Προσκυνούσες απευθείας. Μετά βάλανε τζάμι. Και η Παναγία δεν το ήθελε και το σπούσε. Το 'χω ακούσει αυτό προφορική διήγηση και το διαβάζω και στο γράμμα της γιαγιάς μου. Έχουμε, δηλαδή, μία πληροφορία γραπτή, ότι... Γράφει σε μία παράγραφο: «Πάλι η Χρυσοπηγή μας...». Πάλι! Που σημαίνει το 'χει επαναλάβει. «Πάλι η Χρυσοπηγή μας έσπασε το τζάμι!». Αργότερα βέβαια, έμεινε το τζάμι. Γιατί; Γιατί οι γυναίκες που προσκυνάμε με κραγιόν, η Παναγία δεν το ήθελε. Οπότε, σου λέει άσε να προσκυνάνε το τζάμι στο γυαλί, να μένει το κοκκινάδι. Και έχει τώρα το τζάμι της η... Αλλά η γιαγιά το αναφέρει: «Πάλι, η Χρυσοπηγή μας έσπασε το τζάμι». Αναφέρει σε ένα γράμμα της μία εκδήλωση που έγινε, αλλά αυτή τη στιγμή δεν θυμάμαι ούτε τα ονόματα, ούτε γιατί έγινε. Μια πολύ ωραία εκδήλωση στο νησί, φιλολογικού περιεχομένου. Δεν το θυμάμαι. Να 'τανε για το Ραμπαγά; Μπορεί να 'τανε για το Ραμπαγά. Και το περιγράφει. Πόσος κόσμος ήτανε, ποιοι ήτανε, όλα αυτά. Ήταν και πολύ περιγραφική στα γράμματά της. Ναι.
Τι είναι ο Ραμπαγάς;
Ο Ραμπαγάς είναι ένας ποιητής. Το «Ραμπαγάς» είναι το ψευδώνυμο. Έβγαζε μία εφημερίδα που λεγότανε «Ραμπαγάς». Και το κανονικό του όνομα ήτανε Κλεάνθης Τριαντάφυλλος. Υπάρχει και η προτομή του σε μία πλατεία κάτω στην Απολλωνία. Ήτανε από τους Έλληνες λογίους, λογοτέχνες, ο Γρυπάρης, ο Προβελέγγιος, ο Ραμπαγάς, ο Γεώργιος, όχι Γεώργιος, Απόστολος Μακράκης, που ήτανε φιλόσοφος, θεολόγος-φιλόσοφος. Υπάρχει και η προτομή του στα Εξάμπελα και το κελί του που έγραφε και έζησε είναι πάνω στον Άγιο Ανδρέα, εκεί που υπάρχει η Ακρόπολις, μυκηναϊκής περιόδου. Είναι το κελί του εκεί. Η Σίφνος έχει βγάλει, έχει βγάλει φυσιογνωμίες. Είναι, εμπνέει το περιβάλλον. Ο Γρυπάρης για παράδειγμα τα περισσότερα... Ένας απ' τους μεγάλους ποιητές μας! Τα περισσότερα ποιήματά του τα 'γραψε στην Πουλάτη. Και υπέγραφε Γιάννης Αρτεμωνιάτης, επειδή ήταν από τον Αρτεμώνα. Είναι ένα τοπίο καταπληκτικό! Πολύ ωραίο! Μια πολύ ωραία γωνιά της Σίφνου! Την Πουλάτη, δε, την έχουνε κτίσει Κωνσταντινουπολίτες. Και όλα τα αφιερώματα μέσα, οι εικόνες του τέμπλου, τα μανουάλια γράφουνε: «Κωνσταντινούπολις», «Κωνσταντινούπολις», «Κωνσταντινούπολις». Τα έχουν φέρει από την Κωνσταντινούπολη όλα. Γι' αυτό λέω ότι κάθε γωνιά της Σίφνου θυμίζει Κωνσταντινούπολη. Και γι' αυτό και τόσος πλούτος στις εκκλησίες. Εικόνες, πάρα πολλές εικόνες. Το Κάστρο για παράδειγμα έχει πάρα πολλές εικόνες βυζαντινές, που έχουν έρθει απ’ την Κωνσταντινούπολη. Είναι, είναι νησί που... Και ευτυχώς διατηρεί πολλές παραδόσεις και αυτό είναι παρήγορο για τις επόμενες γενιές να βρούνε, να βρούνε υλικό. Και μέσα από κει διαπλάθεται και ο χαρακτήρας, γιατί μεταφέρουνε αυτά που έχουνε μάθει στην Πόλη, στη Βασιλεύουσα –γιατί Βασιλεύουσα ήτανε και είναι– τα μεταφέρουνε και στις άλλες, στα άλλα μέρη της Ελλάδος. Έτσι. Και είναι παρήγορο που τα παιδιά ακούνε κάποια πράγματα από τους γονείς και παππούδες και γιαγιάδες.
Ο μπαμπάς όταν ήρθε εδώ, είπατε, βρήκε τις πόρτες κλειστές.
Ναι. Δεν έδιναν δουλειά τόσο εύκολα σε αυτούς που ερχόντανε, στους πρόσφυγες. Με λίγα λόγια, πρόσφυγας ήτανε. Ό,τι γίνεται και τώρα. Τους θεωρούνε παρακατιανούς, τους θεωρούνε... Άσχετα ότι αυτό που έχουμε στην Ελλάδα, οι Κωνσταντινουπολίτες το φέρανε! Την κουλτούρα τους όλη. Η Αθήνα ήταν ένα χωριό, έλεγε ο μπαμπάς, η Αθήνα ήταν ένα χωριό. Αλλά όμως πόσοι το αναγνωρίζουν και πόσοι το βλέπουν αυτό, σήμερα; Ο Κόντογλου γράφει σ' ένα βιβλίο του, δεν θυμάμαι ποιο είναι, σ' ένα από τα βιβλία του, ότι όταν ήρθε στον Πειραιά, αλλιώς φανταζότανε την Ελλάδα και αλλιώς τη βρήκε. Γιατί; Γιατί εκεί μεγαλώνανε με το όραμα της Ελλάδος! Δεν τα... Προβάλλανε οι γονείς στα παιδιά το ωραίο, όχι το άσχημο. Γιατί, κακά τα ψέματα, και σ' ένα χαρακτήρα ανθρώπινο υπάρχει το καλό και το άσχημο, το ωραίο και το άσχημο, το καλό και το κακό. Όταν προβάλλεις το καλό και το ωραίο, καλλιεργείται αυτό και το άλλο πάει στην άκρη. Και σιγά σιγά, συν τω χρόνω, εξαφανίζεται, γιατί επικρατεί η ομορφιά. Το καλό. Αν το σκεπτότανε κάθε γονέας αυτό και το μετέφερε στα παιδιά του, θα 'μαστε και διαφορετική κοινωνία. Αυτό, οι Κωνσταντινουπολίτες το είχανε και καμαρώνανε. Να μεγαλώσουνε, να φτιάξουνε σωστούς ανθρώπους. Ήτανε το μέλημά τους. Όχι τόσο πολύ να σταδιοδρομήσουνε, με την έννοια να βγάλουν χρήματα, όσο να καλλιεργήσουνε το χαρακτήρα τους. Και μέσα απ' αυτή την καλλιέργεια ερχότανε και το άλλο. Έτσι. Φοβερές συμπεριφορές! Όσους Κωνσταντινουπολίτες έχω γνωρίσει, όλοι τους είναι... και ξεχωρίζουνε. Πολλές φορές, ας πούμε, γνωρίζω κάποιον και τον ρωτάω «Εσύ», αφού τον συναναστραφώ, στο τέλος θα του πω: «Εσύ πρέπει να είσαι από την Κωνσταντινούπολη». Μου λέει: «Πώς το ξέρεις;». «Γιατί κι εγώ έχω ρίζες από κει και βλέπω ότι ταυτιζόμαστε». Έτσι.
Ο μπαμπάς; Όταν ήρθε εδώ, σε ποια ηλικία είχε έρθει;
Πρέπει να ήτανε γύρω στα τριάντα εννιά, σαράντα, εκεί. Δηλαδή, μέσα στην ακμή της ηλικίας του.
Με τη μαμά σας πώς γνωρίστηκε;
Α, με τη μαμά μου, θα σας το πω. Είχανε είκοσι χρόνια διαφορά. Ο μπαμπάς μου ήταν εξήντα ετών όταν παντρεύτηκε –δεν πίστευε ότι θα κάνει παιδιά, οικογένεια– και η μαμά μου τριάντα οχτώ. Λοιπόν, της έστελνε προξενιό, αλλά η μαμά δε δεχότανε, γιατί... λόγω ηλικίας! Και εντωμεταξύ στις προξενήτρες τους έταζε πολλά πράγματα και τρέχανε αμέσως να πάνε. Η μαμά όμως πάντα το «όχι». Και φυσικά και οι δικοί της δε θέλανε, λόγω ηλικίας. Όμως τον μπαμπά μου τον είχε γνωρίσει στην οικογένεια του Βερνίκου του Ευγενίδη, γιατί ήτανε συγγενείς. Με τον εφοπλιστή τον Ευγενίδη. Και πήγαινε ο μπαμπάς μου συχνά εκεί και τους έπαιζε μαντολίνο και τραγουδούσε. Επειδή ήταν, δε, πολύ όμορφος, μαζεύονταν όλα τα κορίτσια γύρω του. Θαυμάστριες πολλές! Και η γιαγιά μου, της μητέρας μου η μητέρα, την είχε στείλει να πάει κάποια πράγματα στο σπίτι του Ευγενίδη και βλέπει τον μπαμπά μου ξαπλωμένο σ' ένα καναπέ να τραγουδάει. Ένας άνθρωπος, ας πούμε, γύρω στα τριάντα, τριάντα του χρόνια, ας πούμε, τριάντα τρία. Ήταν καλοκαίρι, είχε έρθει για διακοπές στη Σίφνο. Να τον βλέπεις να τραγουδάει. Και καθότανε και τον χάζευε. Κι άργησε να πάει στο σπίτι και της λέει η μαμά της: «Πού ήσουνα τόσην ώρα;», ας πούμε, «Γιατί άργησες;». «Αχ μαμά, ήταν ένα ωραίο παλικάρι στην κυρία Πόπη τη Βερνίκου και τραγουδούσε και καθόμουνα και τον έβλεπα!». Πού να φανταστεί ότι αργότερα αυτός ο άνθρωπος θα γινότανε άντρας της. Πέρασαν τα χρόνια και ο μπαμπάς όταν ήρθε, λοιπόν, και αποφάσισε. Του λέγαν οι φίλοι του να παντρευτεί, αλλά εκείνος το σκεφτότανε. Και όταν αποφάσισε λοιπόν να παντρευτεί, έστειλε αυτά τα προξενιά που είπαμε. Δε δεχότανε. Μία εξαδέλφη... Πήγε λοιπόν, σε μία εξαδέλφη της μητέρας μου και της λέει: «Θέλω να μου κάνεις αυτό το προξενιό! Μπορείς;». «Άσ’ το σε μένα!» του λέει. Κάλεσε τη μαμά μου. Του είπε ποια μέρα να πάει, τον έβαλε να καθίσει μέσα στο σαλόνι και κάλεσε τη μαμά μου, ότι τάχα τη θέλει να της κάνει κάποια, να την εξυπηρετήσει σε κάτι. Και της λέει: «Πήγαινε μέσα στο σαλόνι και φέρε μου το τάδε πράγμα από το σαλόνι» και μπαίνοντας η μαμά μου είδε τον μπαμπά μου! Και λέει: «Εδώ, εσείς;». Λέει: «Για σένα ήρθα! Σου 'χω στείλει προξενιά, αλλά τα 'χεις απορρίψει». Λέει η μαμά: «Λόγω της ηλικίας, όχι για τίποτα άλλο, λόγω ηλικίας». Λέει ο μπαμπάς μου: «Καλά!», λέει, «Κάθισε να... Κάθεσαι να πούμε δυο κουβέντες, δυο λόγια;». Ε, κάθισε η μαμά μου. Αφού είπανε, είπανε, είπανε, της λέει λοιπόν: «Επειδή απ' ό,τι βλέπω, δε θα γίνει τίποτα…». Έβγαλε ένα δαχτυλίδι που είχε στο χέρι του –ήτανε ο αρραβώνας της γιαγιάς!– και της λέει ότι «Εγώ δεν πρόκειται να κάνω οικογένεια, δεν έχω άλλα αδέρφια, οπότε σ’ το χαρίζω να με θυμάσαι» και της χάρισε τον αρραβώνα της μητέρας του, μεγάλης αξίας. Να το! Και λέει η μαμά μου: «Δεν το παίρνω!». Και της λέει: «Γιατί δεν το παίρνεις;». «Διότι αν το χάσω, θα στεναχωρεθώ!» «Και τι σε νοιάζει; Εγώ σου το χαρίζω! Άμα το χάσεις, το 'χασες!» «Όχι! Να το χάσω όπως έχασα την ταυτότητά μου;» «Τι είναι η ταυτότητα;», της λέει ο μπαμπάς μου. Λέει: «Είναι ένα βραχιολάκι που έχει μία πλακίτσα χρυσή και γράφει απάνω το όνομα μου, Ευαγγελία». Της λέει ο μπαμπάς μου: «Η μητέρα μου μια φορά στο δρόμο, βρήκε ένα χρυσό, χρυσαφικό και το πήγε στην εκκλησία και είπε στον παπά: “Αυτό έχει πέσει από κάποια κοπέλα. Δεν είναι δικό μου, το βρήκα. Εάν ανήκει σε κάποιον, να το δώσετε”». Ρώτησε ο παπάς, ρώτησαν και δεν ανήκε σε κανέναν. Στον Αϊ-Γιάννη εδώ, στην εκκλησία. Και η γιαγιά το πήρε και το έβαλε μέσα στα χρυσαφικά της και είπε στον μπαμπά μου: «Παιδί μου, όταν πεθάνω, μέσα στα χρυσαφικά μας υπάρχει κι αυτό το βραχιολάκι που δεν είναι δικό μας[00:40:00], ανήκει σε κάποια κοπελίτσα, αλλά δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Να το δώσεις όμως, όταν βρεθεί». Και λέει ο μπαμπάς μου: «Λες να 'ναι το δικό σου το βραχιολάκι; Πώς το είπες;» «Ταυτότητα» λέει η μαμά μου. «Λες να είναι η ταυτότητά σου;» Και του απαντάει η μητέρα μου: «Εάν το βραχιολάκι είναι δικό μου, δέχομαι να σε παντρευτώ». Τρελάθηκε ο μπαμπάς μου! Έλεγε η μαμά: «Πότε έφυγε απ' το άλλο χωριό, τον Άγιο Λουκά, να έρθει στο Πετάλι, να πάρει το βραχιολάκι να της το πάει, να δει αν είναι δικό της, ούτε ξέρω». Μου λέει: «Αετός ήτανε;». Το πήγε και ήταν της μαμάς μου η ταυτότητα! Και δέχτηκε να την παντρευτεί, να τον παντρευτεί! Οι γονείς της δε δεχότανε λόγω ηλικίας, είπαμε, αλλά μετά τους έπεισε και έτσι παντρευτήκανε. Τη γνώρισε τη μαμά, παντρευτήκανε και γίναμε εμείς, ήρθαμε εμείς στον κόσμο.
Ο μπαμπάς σας δηλαδή, πότε την πρωτοείδε τη μαμά σας και θέλησε να τη…
Σε μία βάπτιση. Έτυχε να είναι σε μία βάπτιση και σ' αυτή τη βάπτιση ήταν και η μαμά μου και είπε: «Αυτή η κοπέλα αν με θέλει, τη θέλω να την παντρευτώ!». Και μετά ενήργησαν διάφοροι εκεί και...
Ο οποίος μπαμπάς ερχόταν διακοπές στη Σίφνο.
Ναι, ερχότανε διακοπές, ναι, τα καλοκαίρια ερχότανε.
Ξαναγύριζε στην Πόλη–
Ξαναγύριζε, ναι. Και σαν μικρό παιδάκι ερχότανε. Έχουμε γράμμα του παππού, που αναφέρει ότι ο άλλος ο ξάδερφός του «του έραψαν ωραία παντελονάκια και να έρθει κι εκείνος, τον βοηθάει τον παππού στο αναλόγιο, να έρθει κι ο Απόστολος να με βοηθάει». Από μικρό, δηλαδή τον είχε εδώ στον Αϊ-Γιάννη, που έψελνε ο παππούς. Και έτσι σιγά σιγά ζυμώθηκε και ο μπαμπάς με τη Σίφνο. Την αγαπούσε πάρα πολύ, πάρα, πάρα πολύ! Και γι' αυτό δεν έφυγε κιόλας και δεν πήγε και σε άλλα μέρη και του... Βρέθηκε και μία δουλειά στη Θεσσαλονίκη να πάει, αλλά ήδη είχε τακτοποιηθεί εδώ σαν ιεροψάλτης, οπότε την απέρριψε. Και έτσι έμεινε εδώ, παντρεύτηκε, έκανε την οικογένειά του, έζησε με τις αναμνήσεις του, γιατί πάντα μιλούσε για την Πόλη, πάντα, πάντα, πάντα μας έλεγε για την Πόλη. «Πόλη! Πόλη! Πόλη! Πόλη!» Και φυσικά και στους φίλους του έλεγε περισσότερα, γιατί και από φίλους του μαθαίνουμε πολλά πράγματα. Ας πούμε, σε ένα φίλο του είχε πει, τότε που ήταν στην Πόλη, τον Ωνάση που πούλαγε, ήτανε παιδί που πούλαγε στο δρόμο διάφορα πράγμα. Ο Ωνάσης. Και έγινε ο μεγάλος Ωνάσης! Έφευγε από τη Σμύρνη, πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη και… Όταν έχεις μυαλό, είσαι έξυπνος άνθρωπος κτλ., δημιουργείς πάρα πολλά. Βέβαια.
Η μαμά σας με το μπαμπά σας, η μαμά σας Σιφνιά, ο μπαμπάς σας Κωνσταντινοπολίτης, τι διαφορές είχαν από πλευράς πολιτιστικού υποβάθρου;
Α, ταυτιζότανε! Γιατί και η μαμά είχε βιώσει –πώς να το πούμε;– λίγο Κωνσταντινούπολη από τη μητέρα της, που είχε... ήτανε στην Κωνσταντινούπολη, την είχαν πάρει. Οπότε, είχε κι εκείνη είχε βιώματα και γι' αυτό και ταυτιστήκανε. Μία φίλη της μαμάς μου, όταν πέθανε η μαμά μου, θυμάμαι που μας είπε: «Η μαμά σου είχε γεννηθεί για τον μπαμπά σου κι ο μπαμπά σου για τη μαμά σου». Φίλη της μαμάς μου, μας το είπε. Ποτέ δεν άκουσα τον μπαμπά μου να υψώσει φωνή στη μαμά μου, ούτε η μαμά μου στον μπαμπά μου! Και θυμάμαι και τα χρήματα, όπως τα 'παιρνε ο μπαμπάς, τα 'φερνε στη μαμά. Δεν της έλεγε ποτέ: «Πού πήγες τα χρήματα, τι τα 'κανες». Ήτανε πάρα, πάρα πολύ δεμένοι! Ταυτιζότανε. Και εγώ το αποδίδω σ' αυτό, διότι είχανε την κουλτούρα. Η κουλτούρα η κωνσταντινουπολίτικη μεταφέρθηκε από τους γονείς, γιαγιάδες και παππούδες στα παιδιά τους. Και γι' αυτό ταιριάξανε πάρα, πάρα πολύ. Δεν φαινότανε ότι έχουν τόση μεγάλη διαφορά ηλικίας, είκοσι χρόνια. Ο μπαμπάς μου όταν τον άκουγες, νόμιζες ότι ήταν είκοσι πέντε χρονών. Αλλά είχε μία φοβερή φωνή. Πήγαινε στον Άγιο Συμεών, που είναι πάνω από τις Καμάρες, το βουνό αυτό, που έχει μία εκκλησία. Μόνος του, δεν είχε παρέα. Έπαιρνε το μαντολίνο που το 'λεγε «μπεμπέκα». Του είχε δώσει κι αυτό το όνομα. Έπαιρνε την μπεμπέκα του, πήγαινε στον Άγιο Συμεών, καθόταν στην αυλή και έπαιζε μαντολίνο, μόνος του και τραγουδούσε. Και τον ακούγαν από τις Καμάρες και βγαίνανε όλοι έξω και λέγανε: «Ο Αποστολιάδης είναι στον Άγιο Συμεών! Βγείτε να ακούσουμε που τραγουδάει!», απ' τον Άγιο Συμεών κάτω. Μ' ένα υψόμετρο γύρω στα –πόσα είναι;– εξακόσια μέτρα και τον ακούγανε. Και ήτανε... έκανε πολύ καλή παρέα, είχε χιούμορ και οι φίλοι του τον φωνάζανε συνέχεια. Γλεντούσε τον κόσμο, τον διασκέδαζε, δωρεάν! Ενώ σήμερα, αν φωνάξεις τα βιολιά, θέλουνε χρήματα. Κι αν τους πεις: «Παίξτε μου εκείνο το τραγούδι!», πρέπει να τους δώσεις χρήματα για να σου το παίξουν. Και γι' αυτό και αυτό... Δε μεταδίδεται ο ενθουσιασμός του οργανοπαίκτη, δεν μεταδίδεται στον κόσμο. Γιατί; Γιατί δεν παίζει με την καρδιά του, με την ψυχή του! Το μυαλό του είναι πόσοι θα του κάνουν παραγγελίες για να μαζέψει χρήματα. Εγώ το λέω ξεκάθαρα, το βλέπω αυτό το πράγμα. Ενώ παλιά δεν ήτανε. Είχαμε έναν οργανοπαίχτη, τον Κουτσουνά, που έλεγε, έπαιζε και έλεγε: «Εγώ θέλω να διασκεδάσω τον κόσμο! Δεν με ενδιαφέρει αν θα μου δώσετε χρήματα! Κι αν δεν έχω να φάω, θα πάω να σκοτώσω μία πέρδικα, ένα λαγό και θα φάω». Γινότανε χαμός όμως όπου έπαιζε ο Κουτσουνάς –το παρατσούκλι του ήτανε– κι έχει φτάσει η φήμη του σε όλη την υφήλιο. Γιατί; Γιατί με την καρδιά του αυτό που έπαιζε, το μετέδιδε! Όμως σήμερα δε γίνεται αυτό. Όλα με κίνητρο το κέρδος. Και αυτό είναι λυπηρό, γιατί σιγά σιγά θα σβήσουν και τα ήθη και τα έθιμα, γιατί θα βασίζονται στα χρήματα. Και δε θα μεταδοθεί αυτό και θα φύγουνε. Και θα αλλοιώνονται και οι χαρακτήρες, γιατί το χρήμα φθείρει και διαφθείρει. Δυστυχώς! Και στεναχωριέμαι, γιατί κάθε ηλικιωμένος που φεύγει απ' το νησί, παίρνει μαζί του και την εποχή του. Και μακάρι να βρίσκονται σαν κι εσάς άνθρωποι νέοι, να τα καταγράψουν αυτά να μείνουνε. Γιατί αν σβήσουν αυτά, θα σβήσει και η χώρα μας. Και θα σβήσουμε και σαν λαός. Τι μιμούμαστε από τους ξένους; Ό,τι άσχημο! Το καλό δεν το μιμούμαστε. Και φυσικά, αυτά θα μείνουνε. Και θα πρέπει να γίνει προσπάθεια και απ' τα σχολεία. Πρώτα από την οικογένεια, μέσα από την οικογένεια. Να υπάρχει παππούς. Ευτυχισμένα τα παιδιά που έχουνε παππού και γιαγιά! Να μεταδοθεί στα παιδιά, στα εγγόνια και αυτά πάλι μεθαύριο στα δικά τους παιδιά και εγγόνια τους. Και θα υπάρχει αυτή η αλυσίδα που οι κρίκοι δε θα σπάνε, θα υπάρχουνε πάντα.
Αμήν!
Μακάρι!
Αμήν!
Ας το ευχηθούμε αυτό!
Ας πάμε τώρα στη δική σας πορεία ζωής.
Η δική μου πορεία είναι πολύ απλή. Τελείωσα εδώ το σχολείο το δημοτικό. Τότε πηγαίναμε πρωί-απόγευμα στο σχολείο, δεν... Κάναμε και το Σάββατο μάθημα. Μόνο που δεν πηγαίναμε το Σάββατο το απόγευμα. Πολύ καλούς δασκάλους. Τα μαθήματα τα απογευματινά ήτανε μουσική, γυμναστική, κέντημα και ζωγραφική. Αυτά. Καλλιεργούσαμε τις καλές τέχνες το απόγευμα, για να είμαστε ξεκούραστα, για να μπορούμε να μελετήσομε μετά το βράδυ στο σπίτι τα μαθήματα της επόμενης ημέρας. Είχαμε δασκάλους που αυτά που μας λέγανε, τα ζούσανε, τα νιώθανε. Θα πω ένα χαρακτηριστικό. Το θυμάμαι σαν να 'ναι αυτή η στιγμή, το δάσκαλό μας ο οποίος ήτανε από την Πελοπόννησο, απ' την Τρίπολη. Λεγότανε Ευστάθιος Αλημίσης. Λοιπόν, μας έκανε, ήμαστε στην πέμπτη τάξη και κάναμε Ιστορία του '21, Νεοτέρων Χρόνων. Μία μέρα λοιπόν, μας έλεγε, μας παρέδιδε το μάθημα που αναφερότανε το κεφάλαιο στον Παπαφλέσσα. Είχε καθίσει επάνω στο θρανίο, όχι στην έδρα. Το χαρακτηριστικό του ήταν έτσι… Και έλεγε το μάθημα για τον Παπαφλέσσα. Κάποια στιγμή έκλαιγε ο δάσκαλος. Η μάχη στο Μανιάκι. Κι έκλαιγε ο δάσκαλος. Και έλεγα τώρα εγώ. Εγώ τον παρακολουθούσα και έλεγα: «Ποιος ξέρει ποιος ήταν αυτός ο Παπαφλέσσας, πόσο μεγάλος ήτανε, που κλαίει ο δάσκαλος! Μας λέει το μάθημα και κλαίει!». Και έλεγα τώρα εγώ: «Να μεγαλώσω και να πάω στο Μανιάκι να δω αυτό το χώρο, που έστησε ο Τούρκος στο δέντρο τη σωρό του και τον φίλησε!». «Το Φίλημα» του Μητσάκη, που έχει γράψει το διήγημα. Και μας έλεγε την ιστορία του Παπαφλέσσα και έκλαιγε ο δάσκαλος. Τέτοιους δασκάλους είχαμε! Και τελείωσα το δημοτικό. Μετά, η Σίφνος είχε ημιγυμνάσιο. Δεν είχε χωριστεί ακόμα το γυμνάσιο σε λύκειο. Και τελείωσα εδώ τις τρεις τάξεις, και επειδή ήμουνα μικρή, με στείλανε στη Μήλο να συνεχίσω τις σπουδές μου. Βέβαια, οι γονείς μου δεν είχανε την οικονομική ευχέρεια. Και με σπούδασε ο Ευγενίδης ο εφοπλιστής, λόγω συγγενείας. Έδινε τα χρήματα και τελείωσα το λύκειο. Μετά πήγα Αθήνα, με φιλοξενήσανε κάποιοι φίλοι, όχι φίλοι ψέματα, θείοι, συγγενείς από το μέρος του μπαμπά μου, ευκατάστατοι άνθρωποι. Και φοίτησα στη Σχολή Δοξιάδη. Τελείωσα... Φοίτησα τέσσερα χρόνια, τελείωσα τη σχολή, εργάστηκα. Όχι. Τελείωσα εσωτερική διακόσμηση, εσωτερική αρχιτεκτονική, δηλαδή. Και δεν μπόρεσα να βρω δουλειά σαν διακοσμήτρια. Εργάστηκα όμως σε διάφορες εταιρείες σαν τεχνικός, δηλαδή, σαν σχεδιάστρια. Μεγάλες εταιρείες. Και μετά έγιναν... Άρχισαν οι εργασίες του μετρό. Με προσέλαβαν εκεί, το 1992. Σχεδίαζα και φωτογράφιζα και μετρούσα τα αρχαιολογικά ευρήματα. Μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά, πάρα πολύ. Δηλαδή, εξειδικεύτηκα στο αρχαιολογικό σχέδιο. Μετά έκανα παράλληλα σπουδές σε παλαιογραφία στο ΜΙΕΤ, τελείωσα παλαιογραφία. Έκανα ένα χρόνο στο Μουσείο Μπενάκη μαθήματα αγιογραφίας. Πήγα στην Ελληνική Αγωγή τέσσερα χρόνια αρχαιολογία. Ε, και μετά όλα αυτά με βοηθήσανε στη δουλειά μου και πήρα σύνταξη μετά... Τελείωσαν οι ανασκαφές του μετρό[00:50:00]. Μ' έστειλε το Υπουργείο Πολιτισμού στην Αρχαία Ολυμπία, ένα χρόνο, σε μία ανασκαφή στη Σκαφιδιά, πολύ ενδιαφέρουσα. Και μετά πήγα... Σύνταξη πήρα από τις ανασκαφές στο ΙΚΕΑ, από τις ανασκαφές στο ΙΚΕΑ, πολύ ενδιαφέρουσες τεσσερισήμισι χρόνια. Και πήρα τη σύνταξή μου από κει. Αυτές είναι οι σπουδές μου και η πορεία μου. Βέβαια, ασχολήθηκα... Μ' αρέσει η ζωγραφική. Είχα δάσκαλο το Δημήτρη Μυταρά και τη γυναίκα του, στη Σχολή Δοξιάδη. Ασχολούμαι με τη ζωγραφική, κάνω κάποιες εκθέσεις, έχω λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις. Μ' αρέσει πάρα πολύ και τον ελεύθερο χρόνο μου... Και γράφω, ασχολούμαι και με την ποίηση, όταν δεν μπορώ να ζωγραφίσω, δεν έχω το χρόνο, το μολύβι και το χαρτί για να γράψω κάποιο ποίημα, τέλος πάντων, κάτι που θα με εμπνεύσει. Το νησί μου το αγαπάω πάρα πολύ, μου αρέσει! Έχω εγκατασταθεί τώρα εδώ μόνιμα, έχω ρίξει άγκυρα. Κάνω και ταξιδάκια πότε πότε στην Αθήνα, να μην την ξεχνάω. Ε, και περνάει έτσι η ζωή, ο χρόνος.
Τι είναι αυτό που σας εμπνέει περισσότερο σ' αυτό το νησί; Στο νησί σας;
Η ομορφιά του, το τοπίο του. Δεν έχει μόνιμο τοπίο, μόνιμη ομορφιά. Η ομορφιά αλλάζει. Δηλαδή, έχει εναλλαγές φύσης. Εκεί που βρίσκεσαι, ας πούμε, σ' ένα ύψωμα, μετά βρίσκεσαι σε μια κοιλάδα, που τα σπιτάκια είναι σαν να είναι προβατάκια, να βόσκουνε. Ή οι βουνοκορφές του και τα λοιπά. Ένα άλλο. Όλα τα χωριά, εκτός από το Κάστρο, είναι συγκεντρωμένα μαζί, για λόγους... Υπάρχει λόγος που είναι συγκεντρωμένα στο εσωτερικό του νησιού, για να προφυλαχτούν από τους πειρατές. Οπότε, δεν ξεχωρίζει. Αν δεν είσαι ντόπιος, δεν μπορείς να ξέρεις πότε σταματάει το ένα χωριό, σε ποιο σημείο σταματάει το ένα χωριό και αρχίζει το άλλο. Υπάρχει και αυτό. Που δεν το συναντάς σε άλλα νησιά. Έχει, δηλαδή, πολλές ιδιαιτερότητες η Σίφνος. Έχει πλούσια χλωρίδα, πανίδα. Το χειμώνα να κάνεις βόλτα στην εξοχή, θα δεις, –τουλάχιστο εγώ έχω μετρήσει– έξι ειδών ορχιδέες, άγριες. Χρώματα! Τα έχω φωτογραφίσει. Πλούτος! Ε, πώς να μη γίνεις καλλιτέχνης, πώς να μη ζωγραφίζεις, πώς να μη γράψεις ποίηση και τα λοιπά. Είναι κάποια πράγματα που δεν τα βρίσκεις εύκολα και εγώ τα βρίσκω στο νησί μου. Μετά, τα πουλιά! Διάφορα πουλιά. Είναι τα ενδημικά και υπάρχουνε και τα αποδημητικά. Θα σας πω μια ιστορία, τώρα, μπορώ να την πω;
Βέβαια.
Υπάρχει ένας Σιφνιός, που έχει... αγαπάει πάρα πολύ τη Σίφνο και έχει γράψει ένα βιβλίο «Χαίρε Σίφνος!». Αυτό το βιβλίο είχε τίτλο στην αρχή «Αντίο Σίφνος!» και οι Σιφνιοί του είπανε ότι θα μας πειράξει πολύ άμα βάλεις αυτό τον τίτλο και θέλουμε να τον αλλάξεις. Και έγραψε «Χαίρε Σίφνος!». Εκεί γράφει λοιπόν τα βιώματά του, πώς μεγάλωσε στη Σίφνο. Φοβερό βιβλίο! Αναφέρει και το μπαμπά μου εκεί μέσα, που έψελνε. Σε ένα σημείο λοιπόν. Πώς μεγάλωναν οι γονείς τα παιδιά. Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα και ήθελε να πάρει το λάστιχο για να πάει να σκοτώσει πουλάκια. Και του λέει η μητέρα του: «Παιδάκι μου μεγαλοβδομαδιάτικο θα πας να σκοτώσεις πουλάκι;». Λέει: «Εγώ θα πάω να σκοτώσω ένα τσιτσινάκι!». Το τσιτσινάκι είναι ένα μικρό πουλάκι. Επειδή κάνει «τσου-τσου-τσου», το λένε τσιτσινάκι. Και λέει λοιπόν: «Θα πας να το σκοτώσεις μεγαλοβδομάδιατικα να μην κάνει Πάσχα το τσιτσινάκι;». «Αυτό», λέει, «μου το 'πε με τέτοιο τρόπο που σα να έβαλε μαχαίρι στην καρδιά μου! Δεν ξανασκότωσα πουλάκι!». Πόσο ωραία το παρουσίασε! «Θα πας να σκοτώσεις πουλάκι, να μην κάνει Πάσχα;». Το παιδάκι με την αθώα του καρδιά, σου λέει, δεν θα κάνει Πάσχα το πουλάκι, το μικρό; Δεν θα το σκοτώσω! Δεν ξανασκότωσε πουλάκι. Είναι ένα φοβερό βιβλίο, άμα το βρείτε, να το πάρετε. Είναι πολύ ωραίο! Ένας μεγάλος τόμος και αναφέρει εκεί... Το αναφέρω αυτό, πώς μεγάλωναν τα παιδιά τους. Δεν το χτύπησε ή δεν του μίλησε άσχημα, απότομα: «Όχι, δεν θα πας, εγώ είπα!», να το φέρει σε αντιπαράθεση και να νευριάσει το παιδί και από αντίδραση να πει: «Όχι, εγώ θα πάω, θα πάω, θα πάω!». Όχι! «Θα πας να σκοτώσεις το πουλάκι...». Όπως η μαμά μου για να μας σηκώσει το πρωί, που το λέγαμε και προχθές, εχθές. Το πρωί, να πάμε στην εκκλησία τα Χριστούγεννα. Τι σκέφτηκε; «Θα ανατείλει το άστρο από την Πάρο και δεν θα το δείτε! Δεν θα ακούσετε το “Χριστός Γεννάται”!», αυτά. Μας έκανε με τον τρόπο της να σηκωθούμε γρήγορα από το κρεβάτι. Γιατί και ο χειμώνας στη Σίφνο είναι πάρα πολύ δύσκολος. Δεν είχαμε θέρμανση, δεν είχαμε αυτά. Χαμηλές θερμοκρασίες υπό το μηδέν, να σηκωθεί ένα μικρό παιδάκι απ' τη ζεστή κουβέρτα και να πάει στην εκκλησία. Δύσκολα! Βρήκε όμως τον τρόπο να μας σηκώσει. Είναι αυτά που λέμε τα βιώματα και ο τρόπος, ο τρόπος ανατροφής. Και όλα αυτά τα 'χω, ας πούμε, στην καρδιά μου φυλαχτάρι. Έτσι.
Η Σίφνος θεωρείται το νησί των λαϊκών ποιητών!
Ναι, είναι έμφυτο στον κόσμο να αυτοσχεδιάζει. Και υπάρχουνε, αυτό μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, δεν έχει σταματήσει, ευτυχώς! Και μπορεί, ας πούμε, να κάνει αυτοσχέδιο τραγουδάκι ένα παιδάκι του δημοτικού σχολείου. Τόσο πολύ έμφυτο υπάρχει μέσα στο DNA του Σιφνιού! Πάρα πολύ εύκολα! Μπορεί, ας πούμε... Παλιά γινότανε οι γάμοι και δε πηγαίνανε... Ένα άλλο άσχημο που έχουνε ξεσηκώσει όλα αυτά της Αθήνας και γίνεται, ας πούμε, ο γάμος και η δεξίωση. Πάνε. Που πάνε; Πάνε στα ξενοδοχεία, σε ταβέρνες, ενώ πρώτα δεν γινόταν αυτό. Γινότανε στο σπίτι της νύφης. Και γινότανε και χορεύανε και τραγουδούσανε και λέγανε ποιητικά, δηλαδή απαντούσε ο ένας τον άλλον. Σηκωνότανε, πιάνανε ένα θέμα, μπορούσανε να τη χορεύουνε από τις δέκα το βράδυ, μέχρι τις πέντε το πρωί. Η νύφη πια είχε τελειώσει. Τόσος χορός! Και να το χορέψουνε όλοι. Και να της πούνε και τραγούδι και ευχές και τα λοιπά. Τώρα αυτό γίνεται μόνο εκεί στα εστιατόρια, που βέβαια δεν είναι τόσο πολύ... Πώς να το πούμε; Δεν έχει τόση ζωντάνια όσο είχε τότε. Δεν υπάρχει αυτό. Σβήνει κι αυτό. Τα βαφτίσια όλα αυτά γινόταν στο σπίτι. Και θυμάμαι τότε που γινότανε το τάξιμο. Θυμάμαι τότε που μικρά παιδιά εμείς, πηγαίναμε για να ακούσουμε τα ποιητικά. Και υπήρχαν άνθρωποι που κρατούσανε σημειώσεις και τα γράφανε. Και έχω, ας πούμε, λέω, έχω της μαμάς μου, έχει συγκεντρώσει σε τετράδιο από το γάμο του τάδε, ποιος τα είπε, ποιος έλεγε, τι έλεγε, όλα τα πάντα, τα τραγούδια, όλα αυτά. Αυτά πρέπει κάποια στιγμή να καθαρογραφτούνε και να δοθούνε. Υπάρχει βέβαια, γίνεται μια κίνηση. Ο λαογραφικός, όχι ο λαογραφικός, ο πολιτιστικός σύλλογος κάνει κάποια κίνηση και μαζεύει, αλλά και άλλοι σύλλογοι, γιατί πρέπει να σωθούνε. Μακάρι, μακάρι! Εγώ χαίρομαι που βλέπω ανθρώπους που τα κυνηγάνε και καταγράφουνε, όπως παράδειγμα τώρα εσείς, και θα σωθούνε αυτά. Και να 'σαστε γεροί, δυνατοί, να ξανάρθετε, να μας... Να σας πούμε κι άλλα και να τα καταγράψετε, γιατί πρέπει να υπάρχουν.
Μακάρι, μακάρι! Το νησί πώς το βλέπετε στις μέρες μας; Ποια είναι η άποψη σας για την τωρινή του κατάσταση;
Ευτυχώς, ακόμα κρατάει. Και τα ήθη και τα έθιμα κρατάνε. Όμως εάν δεν δημιουργηθούνε σύλλογοι και φορείς που να αγωνιστούνε να τα κρατήσουνε και να καταγραφούνε όλα, αλλά και όχι μόνο στα χαρτιά, να τα ζωντανέψουνε, να τα... να γίνεται αναβίωση των εθίμων, θα σβήσει. Δηλαδή, και θα είναι ωραίο το κάθε έθιμο να γίνεται αναβίωση στην ώρα του. Δε μπορείς τώρα να βγάλεις ένα αποκριάτικο χορό –που δυστυχώς δεν τον έχουνε καταγράψει– μέσα στο καλοκαίρι. Αλλά όμως για να υπάρχει και να το γνωρίσει ο κόσμος, ας γίνει! Να γίνεται όμως τις Απόκριες, να ξέρει ο κόσμος ότι θα πάω στη Σίφνο να ζήσω τον αποκριάτικο χορό της Σίφνου, που γινότανε όπως στην αρχαία τραγωδία. Και δεν είχανε μουσική, όργανα. Το «τούμπου τούμπου». Το «τούμπου τούμπου» τι ήτανε; Δεν ξέρω αν σας το 'χουνε πει σε άλλες συνεντεύξεις. Ήταν ένα ξύλο και είχε ένα σκαμνί. Καθότανε ο αυτός που ήτανε τεχνίτης στο να παίζει αυτό, και είχε δύο ξύλα και έπιανε το ρυθμό, τη μουσική, το κάθε σκοπό του τραγουδιού και με αυτό χορεύανε και τραγουδούσανε και λέγανε τα ποιήματά τους και τα τραγούδια τους και το χορό των αποκριάτικο, που ξεκίναγε, που λέγανε ένα «Ααα…», κάπως έτσι. Αρχαία τραγωδία, σκέτη αρχαία τραγωδία! Πού είναι αυτό; Έχει εξαφανιστεί! Αυτό θα πρέπει κάποια στιγμή να το αναβιώσουνε. Και πάλι επαναλαμβάνω, ας γίνει ένα καλοκαίρι να το αναβιώσουν ένα καλοκαίρι για να το δει ο κόσμος, και να καταγραφεί, αλλά να γίνεται στην ώρα του. Ο Κλήδονας έχει σβήσει. Δεν βάζουνε πια Κλήδονα! Τρέχαμε να πάμε, να φέρουμε το αμίλητο νερό και τα πιτσιρίκια μας πειράζανε για να γελάσομε, να μιλήσομε, να το χύσομε το νερό, να ξαναγυρίσουμε στο πηγάδι, πάλι να την ξαναγεμίσουμε τη στάμνα, να έρθουμε να –τέλος πάντων– να 'ναι το αμίλητο νερό, να το κρύψομε να μη μας το πάρουνε. Και την άλλη μέρα ένα-ένα φρούτο που βάζαμε μέσα, το βγάζαμε και λέγαμε: «Άνοιξε τονα Κλήδονα να βγουν οι αμπουρνέλες, γύρω τριγύρω κάθονται οι όμορφες κοπέλες!». Και λέγαμε τραγούδια για να βγει οτιδήποτε φρούτο μέσα από τον Κλήδονα. Πάνε αυτά, σβήσανε. Ο κύριος Τρούλλος είχε περιγράψει κάποια πράγματα και τα έχει σώσει μέσα σε βιβλία του, αλλά είναι μόνο στα βιβλία. Ο σκοπός είναι να είναι ζωντανά! Να έρχεται ο ξένος και να μην παίρνει μόνο το ροβυθοκεφτέ και τα ρεβίθια του φούρνου και το μαστέλο, αλλά να πάρει και τον Ακλήδονα και να πάει στη χώρα του και να πει: «Ελάτε, να σας δείξω πώς ζούνε οι Έλληνες στα νησιά!». Ήτανε, ένα πάρα πολύ[01:00:00] ωραίο έθιμο ήταν τα Τσούνια. Τα Τσούνια που τα παίζανε, πότε; Επειδή τη Μεγάλη Σαρακοστή δεν πηγαίναν στις ταβέρνες, λόγω Μεγάλης Σαρακοστής, δεν μπορούσαν να πάνε να γλεντήσουνε, γιατί σου λέει: «Μεγάλη Σαρακοστή και εσύ θα πας να γλεντάς;». Όμως είναι οι νέοι πώς θα βρίσκανε τους νέους; Οι νέες τους νέους; Πώς θα συναντηθούνε; Είχανε λοιπόν τα Τσούνια. Ήταν ένα παιχνίδι που το παίζανε κάθε Κυριακή και μαζευόταν σε ομάδες και χωριζότανε σε δύο ομάδες. Η μία ομάδα έριχνε ένα... Τώρα, θα σας τα πω, τώρα, κάπως περίεργα. Έβαζαν ένα λαχνό να δούνε ποιος θα παίξει πρώτος. Και έλεγε, αυτός που θα έπαιζε πρώτος... Τα αγόρια, τα παλικάρια πρώτα, παίζανε, ρίχνανε, ας πούμε, την μπάλα. Ήτανε κόλουρος κώνος το σχέδιο του ξύλου. Εννιά, ήτανε στο σύνολό τους. Τρεις τρεις εννιά. Σε τρεις σειρές από τρία. Και το τελευταίο, αν κάποιος, όπως ήτανε στημένα έτσι, έριχνε την μπάλα και έριχνε μόνο το μεσαίο χωρίς να πέσουν τα άλλα, έπαιρνε βαθμούς εννέα. Και λεγότανε ο εννιάς! Αυτός, λέει, ήξερε να παίζει Τσούνια γιατί έριχνε τον εννιά. Λοιπόν, και όταν τελείωνε η ομάδα των αγοριών, λέγαν, ας πούμε, θα τελειώσει το παιχνίδι όταν μαζέψουμε, συγκεντρώσουμε σαράντα ένα νούμερα ή εκατόν ένα. Ο πρώτος που είχε παίξει από τα παλικάρια, έπαιρνε την μπάλα και πήγαινε και την έδινε στην κοπέλα του, αυτή που αγαπούσε. Και έτσι μαθαίνανε οι γύρω, ο Γιώργος ποια αγαπάει; Και λέγανε ένα τραγούδι: «Αν είναι η αγάπη σου κρυφή, της Ορθοδοξίας θα φανεί!». Γιατί; Θα δώσεις τη μπάλα, που θα αρχίσουνε να παίζουνε Τσούνια, στην κοπέλα σου. Και θα μάθει όλο το χωριό ποια αγαπάς. «Αν είναι η αγάπη σου κρυφή, της Ορθοδοξίας θα φανεί!». Θα τη φανερώσεις, αφού θα πας στην κοπέλα να δώσεις την μπάλα να παίξει. Και μετά, τα χρήματα που μαζεύανε, αυτός που έβγαινε πρώτος, τα έδινε στην κοπέλα του. Ήταν το παιχνίδι που παίζανε τη Μεγάλη Σαρακοστή για να μην πηγαίνουν σε ταβέρνες και σε εστιατόρια, μουσική και τέτοια. Μεγάλη Σαρακοστή, πρέπει να σέβονται. Και μετά συνεχιζότανε και το Πάσχα μαζί με την κούνια. Βάζανε και κούνια και κουνιότανε. Και εκεί λέγανε τραγούδια: «Κουνήσετέ με αψηλά να δω τον Αρτεμώνα, να δω και την κυράτσα μου που βράτζει μακαρόνια!». Πάνε αυτά, σβήσανε. Δυστυχώς! Εμείς τα προφτάσαμε, τα Τσούνια, τα προφτάσαμε. Πάνε χάνονται! Θα πρέπει λοιπόν, κάτι να γίνει για να αναβιώσουν όλα αυτά τα έθιμα. Κάθε περίοδος είχε και το δικό της, ας πούμε, έθιμο. Κάθε μήνας είχε κάτι. Όταν κάνανε σφήνα στα κρασιά. Του αγίου, του αγίου Μηνά, 11 Νοεμβρίου, κάνουνε σφήνα στα κρασιά τους. Τι σημαίνει σφήνα; Ανοίγουν το καινούργιο κρασί και ο καθένας το πηγαίνει, βάζει σ' ένα μπουκάλι, και πάνε στην εκκλησία, τα ευλογεί ο παπάς και αποτέλεσμα; Στο τέλος όλοι μεθάνε και δεν μπορούν να γυρίσουνε στα σπίτια τους, γιατί δοκιμάζουν το καινούργιο κρασί. Κάθε εποχή έχει, δηλαδή, τα δικά της. Το θέρος, το αλώνισμα, όλα, όλα, όλα αυτά. Είναι... πώς να το πούμε; Η ζωή, με λίγα λόγια, η ζωή που χάνεται. Τώρα η Σίφνος. Να σας πω πώς τη βλέπω τώρα; Προς το παρόν ακόμα κρατάει. Ή το θέμα της αρχιτεκτονικής σβήνει, χάνονται. Ενώ υπάρχει νόμος στο ΦΕΚ που αναφέρει ότι πρέπει να ασπρίζουν τα σπίτια μόνο με ασβέστη, βάζουνε πλαστικό. Πρέπει τα κουφώματα να είναι ξύλινα, βάζουνε αλουμίνια. Και το βάζεις το αλουμίνιο. Κάν’ το με τον ίδιο τρόπο, το ίδιο σχέδιο της πόρτας! Δεν το κάνουνε. Άρα, πρέπει να υπάρχει ένας φορέας που να τα παρακολουθεί αυτά και με ωραίο τρόπο να πείθει τον ιδιοκτήτη να φτιάξει, να τα φτιάξει όπως ήτανε πρώτα. Στην Παναγία του Βουνού για παράδειγμα, κάνανε κάποιες πόρτες. Δεν τις κάνανε, όπως ήταν οι παλιές, με το πορτέλο. Έγιναν μονοκόμματες, που δεν έχουνε την αξία που είχανε πρώτα, γιατί είχαν το σκοπό τους για να ‘ναι με πορτέλο. Γιατί μπορεί να είσαι μέσα, να είσαι ξαπλωμένος να κοιμάσαι, να έχεις ανοιχτό το πορτέλο, δεν σε βλέπει κανένας που περνάς. Άμα είναι όμως όλη η πόρτα ανοιχτή, φαίνεσαι. Είχαν το λόγο τους που, που... Το κάθε πράγμα, δηλαδή, ήτανε μελετημένο και αυτό δεν υπάρχει σήμερα, δεν παρακολουθούνε. Οι δρόμοι! Οι δρόμοι πρώτα είχανε ρύση στο κέντρο και δεξιά και αριστερά του δρόμου σχηματιζότανε ένα πεζοδρόμιο που –φανταστικό πεζοδρόμιο– που έτρεχε το ρυάκι στη μέση και εμείς πηγαίναμε στο σχολείο και μας έλεγε η μαμά μου: «Απ' την άκρη θα πηγαίνετε, παιδιά μου, να μη βραχείτε! Απ' τη άκρη να μη βρέξετε τα πόδια σας!». Και πράγματι... Τώρα; Με... Ο δήμος που έχει κάνει όλα αυτά, τα 'χει –πώς να το πω;– σκάψει για να κάνει τα διάφορα έργα που κάνει. Δε λέω να μη γίνονται τα έργα. Αλλά, να υπάρχει κάποιος να επιβλέπει και να τοποθετούνται όπως ήτανε. Και να... Δε χρησιμοποίησαν τις ρύσεις και τώρα είναι πρύμα-πλώρα. Όταν βρέχει το χειμώνα και θες να πας από τον Αρτεμώνα στο Πάνω Πετάλι, γίνεσαι μούσκεμα. Γιατί; Αν δεν φοράς και τα ανάλογα υποδήματα. Γιατί το νερό καλύπτει όλη την επιφάνεια του δρόμου. Τόσο δύσκολο ήτανε να κάνουν τις ρύσεις; Να διατηρήσουν. Ο παλιός τεχνίτης όμως αυτά τα 'χε προβλέψει. Τώρα; Όχι. Αυτά έχουν αρχίσει να χαλάνε και αυτό είναι λίγο άσχημο. Μετά. Τα πανηγύρια έχουνε ένα χαρακτήρα –πώς να το πω τώρα;– κάπως κιτσαρία. Έτσι. Δεν είναι τα πανηγύρια που ήτανε, τα γλέντια που γινότανε! Όχι. Γιατί βασίζονται στο χρήμα. Πρέπει, πρέπει, πρέπει να είσαι... Να 'σαι τυχερός να τύχεις σε σιφνέικο πανηγύρι χειμώνα, που δεν έχει έρθει κόσμος και να μείνεις στο τέλος, που είναι, μένει μία ομάδα, κάπου μία δεκαριά. Εκεί! Κάθεσαι μέχρι το πρωί, για να μη σου πω και την άλλη μέρα, το ευχαριστιέσαι. Γιατί δεν υπάρχει, είναι πια μεταξύ τους, δεν υπάρχει το... Είναι μια χαρά! Πρέπει όμως να 'σαι τυχερός να μείνεις, να βρεθείς σε τέτοιο πανηγύρι χειμωνιάτικο. Το καλοκαίρι πέφτει ο κόσμος, ο τουρισμός. Ναι, έχει και... Καλά, εντάξει, ο προφήτη Ηλίας που είναι μεγάλο πανηγύρι, είναι το καλοκαίρι. Γίνεται όμως και του Αγίου Ελισσαίου, που δεν έχει έρθει ακόμα ο κόσμος. Είναι πιο όμορφο του Αγίου Ελισσαίου το πανηγύρι, γιατί είναι πιο συγκεντρωμένο, πιο οικογενειακό. Και υπάρχει και ένα σπήλαιο στον Προφήτη Ηλία –θα το πω και αυτό– η σπηλιά του Πέτρουλα, έτσι λέγεται, με σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Δυστυχώς, δεν το έχουνε περιφράξει και σιγά σιγά πάνε και κόβουνε τους σταλακτίτες και θα το εξαφανίσουν. Έχει δε, ένα σταλακτίτη που μοιάζει σαν Μέδουσα. Πολύ ωραίο, πάρα πολύ ωραίο! Είναι είκοσι λεπτά περπατώντας στην κορυφογραμμή, από το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Αυτά για τη Σίφνο μας. Την καινούργια Σίφνο, τη σύγχρονη Σίφνο. Θα πω και κάτι άλλο πάλι, θα το πω και αυτό. Τώρα μου ήρθε. Περπατούσα στην Απολλωνία στο στενό το λεγόμενο, και όλες οι ταμπελίτσες, οι περισσότερες παλιά, ξένα ονόματα. Και βλέπω μία ταμπέλα σε ένα μαγαζί που την είχανε φτιάξει από την πέτρα τη σιφνέικια, την είχανε λαξέψει και γράφανε επάνω «Χερρόνησος». Και την είχανε αρμολογήσει με ασβέστη άσπρο. Και μπαίνω μέσα και λέω: «Χίλια συγχαρητήρια!», έλεγα στον ιδιοκτήτη του καταστήματος. Όχι ιδιοκτήτη, το είχε νοικιάσει και... Μου λέει: «Γιατί; Δοκιμάσατε τίποτα από αυτά εδώ τα εδέσματα;» «Όχι!», λέω, «για την πινακίδα!» «Τι έγινε η πινακίδα;» «Καθαρά σιφνέικη πινακίδα, καθαρά ελληνική πινακίδα!» Λέω: «Σιφνιός είστε;». «Όχι», λέει, «από την Πελοπόννησο. Αλλά σε αυτό το νησί τι πινακίδα να βάλεις; Τέτοια ομορφιά. Δεν θα το χαλάσεις», μου λέει, «άμα βάλω μια σαν τις υπόλοιπες;» Ε, μετά, σιγά σιγά άρχισαν λίγο και άλλαξαν τις πινακίδες τους, τώρα έχουνε βάλει διάφορα ωραία ονόματα. Αλλά θέλω να πω ότι υπήρχε μία τάση να αλλάξουνε και αυτά, τις πινακίδες. Αυτά είναι τα αρνητικά.
Ποια είναι η θέση, θεωρείτε, της πολιτιστικής κληρονομιάς στη βιώσιμη ανάπτυξη ενός τόπου και ειδικά της Σίφνου;
Αν την εκμεταλλευθούν σωστά από οικονομικής απόψεως, θα έχει, θα φέρει πολλή ανάπτυξη στο νησί. Θα αναπτυχθεί πάρα πολύ! Και θα –από οικονομικής απόψεως– θα φτάσει πάρα πολύ ψηλά. Αλλά όμως πρέπει να τη διαχειριστούνε ανάλογα, δηλαδή, αυτό που θα παρουσιάσουνε και αυτό που θα δώσουνε στον κόσμο, προς τα έξω να βγει, οπότε να προσελκύσουν τον κόσμο να έρθει, πρέπει να το προσέξουνε να είναι γνήσιο, να μην είναι ψεύτικο. Αυτό που λέγαμε προηγουμένως. Αυτό που θα κάνεις, είτε θα παρουσιάσεις μουσική, είτε την αρχιτεκτονική, είτε θα παρουσιάσεις τα κεραμικά, να είναι όπως ήταν τα παλιά. Μην το χαλάσεις! Άμα το χαλάσεις, ο άλλος θα τον κοροϊδέψεις μια φορά, θα τον κοροϊδέψεις δύο, θα το καταλάβει. Οπότε, πρέπει να στραφούνε προς τα εκεί. Με λίγα λόγια, ό,τι είναι σιφνέικο καθεαυτού και γνήσιο, να το προβάλλουνε. Στην Παναγία του Βουνού υπήρχανε δύο φλάροι. Οι φλάροι είναι η καπνοδόχος. Με την πατίνα του χρόνου... Ο χρόνος είχε δημιουργήσει μία πατίνα, που λόγω που ήταν εκτεθειμένα τα πιθάρια αυτά στον αέρα, στο κρύο, στο χιόνι, στο φως, είχανε αποκτήσει ένα χρώμα που δεν υπάρχει, στην γκάμα των χρωμάτων δεν υπάρχει αυτό το χρώμα. Και ήτανε τοποθετημένα επάνω σε μία βάση του φλάρου που ήτανε κτιστός, με ξερολιθιά, αλλά δεν ήτανε σοβαντισμένος. Και τι γινότανε; Υπήρχανε οι τρύπες. Ασπρισμένος και νόμιζες ότι ήτανε πίνακας του Σόρογκα. Και απάνω εκεί ήτανε αυτοί οι φλάροι. Δύο, απ' το παλιό μαγειρείο της Παναγίας του Βουνού. Βγάζουνε. Γίνεται μία εκδήλωση και φτιάχνουνε ένα προσπέκτους με τους φλάρους αυτούς και πίσω φόντο τη θάλασσα. Είχανε κάνει μοντάζ. Που δεν είναι φόντο η θάλασσα. Για μένα κακώς! Έπρεπε να αφήσουν το φόντο που ήταν από πίσω, το κανονικό, το γνήσιο, αυτό που έλεγα προηγουμένως. Και τους βλέπω τους φλάρους. Ήρθε στα χέρια μου αυτό το προσπέκτους. «Αχ!», λέω, «Οι φλάροι της Παναγίας του Βουνού! Πάω να τους δω!». Τους είχανε βγάλει,[01:10:00] τους είχανε ξηλώσει, είχανε βάλει κάτι καινούργια διψέλια, αυτά που βάζουν στις μέλισσες, εξαφανισμένοι. Πού τα πήγανε, δεν ξέρω! Και από κάτω η βάση που σας έλεγα, πίνακας του Σόρογκα, τι ήτανε; Σοβαντισμένο με τσιμέντο και το 'χανε ασπρίσει από πάνω... Καλείς με το προσπέκτους τον ξένο! Εγώ, ας πούμε, αν ήμουν αρχιτέκτονας και αν ήμουνα Ρωσίδα ή Εγγλέζα θα έλεγα: «Θα πάω να δω στη Σίφνο αυτούς τους δύο φλάρους!». Και να έρθω και να δω τα άλλα! Τι θα πεις στον ξένο; Τον κοροϊδεύεις; Έτσι θα χάσεις, δεν θα έχεις κέρδος. Αυτή είναι η σύγχρονη Σίφνος μας.
Οι άνθρωποι πώς θεωρείτε ότι έχουν αλλάξει από τότε;
Αρκετά, πάρα πολύ! Καταρχήν, έχασαν το γέλιο τους. Πρέπει να πας σε θεμωνιές, σε απομακρυσμένα του νησιού μέρη, για να βρεις εκείνο τον παππού που θα χαμογελάει, που θα χαμογελάει πραγματικά, θα χαμογελάει. Υπάρχουνε –προς Θεού!– δεν έχουν ισοπεδωθεί όλα, όχι. Θα δεις ένα παιδάκι, ας πούμε, να παίζει ένα παραδοσιακό παιχνίδι, υπάρχει περίπτωση να το δεις και να χαμογελάει, να 'ναι χαρούμενο ή μια γιαγιά ή ένα νέο παιδί, ένα παλικάρι. Ή να σου πει: «Πέρασε! Είσαι ξένος; Πέρασε! Έλα να σου δώσω ένα νεράκι!». Θα σου το πει, θα σου το πει αυτό. Υπάρχει ακόμα αυτό. Αλλά είπα, θέλει προσοχή μεγάλη, πάρα πολλή, γιατί... Πολύς κόσμος φέρνουνε τα δικά τους ήθη και έθιμα και αυτό θα αλλάξει πολλά, θα αλλάξει. Θέλει προσοχή. Με λίγη προσπάθεια, όπως είπα, Σύλλογοι, ο Δήμος, να φροντίσει ο Δήμος όλα αυτά να τα καλλιεργήσει και να μείνουνε. Διαφορετικά θα χαθούνε, όπως χάνονται όλα. Και να μη χαθεί και αυτό της Πόλης, της Κωνσταντινούπολης! Να διατηρηθεί αυτό το πράγμα, να διατηρηθεί! Μακάρι!
Άρα αν μπορούσατε να συνοψίσετε τη σιφνέικη ταυτότητα...
Θα έλεγα ότι έχει βγει μέσα από την Κωνσταντινούπολη. Η Σίφνος είναι Κωνσταντινούπολη. Από κει έχει ξεκινήσει. Αυτή που έχω ζήσει. Τώρα η πιο παλιά, πιο πίσω; Αυτό δεν το ξέρω, δεν μπορώ να το πω. Και δεν έχω διαβάσει τόσα βιβλία, ώστε να σχηματίσω μία εικόνα της παλιάς Σίφνου, δηλαδή, και της αρχαίας περιόδου. Ένα που έχω βγάλει συμπέρασμα ήταν ότι αγαπούσανε πάρα... όχι, τη θρησκεία. Ήτανε φιλόθεοι, φιλόθρησκοι. Από το θησαυρό των Σιφνίων. Να φτιάξουνε ένα θησαυρό, σ' ένα νησί, και να τον πάνε στους Δελφούς. Αυτό λέει πολλά! Και με το χρυσό αυγό. Το ξέρετε με το χρυσό αυγό; Α, θα την πω, θα την πω κι αυτή. Μέσα στην ομιλία βγαίνουν όλα. Η Σίφνος ήταν το πιο πλούσιο νησί στην αρχαιότητα, γιατί έβγαζε χρυσό και ασήμι. Και τα δύο. Οι γνώμες αρχαιολόγων διίστανται. Λένε μόνο ασήμι έβγαζε. Άλλοι όμως λένε και οι ντόπιοι ότι χρυσό και ασήμι. Στα μεταλλεία ήτανε στον Αϊ-Σώστη, κάτω. Οι Σιφνιοί λοιπόν, για να ευχαριστήσουν τον θεό Απόλλωνα που τον λατρεύανε, του πηγαίνανε κάθε χρόνο ένα αυγό χρυσό, μασίφ όμως. Όλο χρυσό το αυγό. Όταν απέκτησαν πλούτο –καλή ώρα να 'χομε, είναι συμβολικό– και λεφτά και τα λοιπά, άρχισαν να τσιγκουνεύονται και είπαν: «Γιατί να πηγαίνουμε στον Απόλλωνα ολόκληρο χρυσό αυγό μασίφ; Θα πάρουμε ένα αυγό της όρνιθας, θα το επιχρυσώσομε και θα του το πάμε!». Τσιγκουνευτήκανε αυτό, το δώρο του στο θεό. Και θύμωσε ο Απόλλωνας και βούλιαξε τα μεταλλεία. Γι' αυτό βουλιάξανε, έγινε η καθίζηση στα μεταλλεία της Σίφνου. Αυτή είναι παράδοση από την αρχαιότητα. Και έτσι εξαφανίστηκαν τα μεταλλεία της Σίφνου, γιατί θύμωσε ο Απόλλωνας που του πήγανε ψεύτικο αυγό, χρυσό. Ήτανε... Είναι φοβερή παράδοση κι αυτή.
Έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε; Κάποια άλλη ιστορία; Κάποιο γεγονός που χαρακτηρίζει…
Ναι. Τώρα, αυτή τη στιγμή δεν έρχεται κάτι στο μυαλό μου. Κάτι άλλο; Δεν έχω κάτι άλλο, δεν έχω τώρα.
Νομίζω ότι θα χαρούμε πολύ αν μας διαβάσετε και το ποίημα που έχετε γράψει για το νησί.
Α μάλιστα! «Ω, νησί μου!». Πού το 'χω τώρα;
Θα το βρούμε τώρα…
Να διαβάσουμε το «Φοίνικα»;
Ό,τι θέλετε–
Και μετά το «Νησί»; Να διαβάσουμε το «Φοίνικα», αυτό που σας έλεγα;
Βεβαίως!
Για το… Λοιπόν. Αυτό το ποίημα γράφτηκε, όταν η Μαρία, η αδερφή μου, με πήρε τηλέφωνο στην Αθήνα και μου είπε ότι ο φοίνικας που είναι στο Χρυσόστομο... Ο Χρυσόστομος είναι ένα μοναστήρι που λειτουργούσε Κρυφό Σχολείο. Αυτό είχε, υπήρχε στη Σίφνο η Σχολή του Παναγίου Τάφου στο Κάστρο και μεταφέρθηκε. Μεταφέρθηκε στο Χρυσόστομο όταν καταστράφηκε από κει, και υπήρχε ο φοίνικας αυτός από τότε, από την τουρκοκρατία. Λοιπόν, κάποια στιγμή ξεράθηκε, τον ξέραναν, ξεράθηκε, χάθηκε το δέντρο. Και με παίρνει η Μαρία και μου το λέει. Και όταν έκλεισε το τηλέφωνο, αμέσως μου βγήκε αυτό το ποίημα. Και σας το διαβάζω. Επιγράφεται «Ο Φοίνικας»: «Ω, δένδρο που δε λύγισες στους χρόνους της σκλαβιάς, μα θέριεψες και ρίζωσες, έγινες βασιλιάς. Στο χώρο σου καμάρωνες, μεγάλωσαν γενιές και έδωσαν όρκους ιερούς σε άλλες εποχές. Τι είδες και τι άκουσες, μόνο εσύ γνωρίζεις. Ήσουνα δάδα ιερή για να μας εφωτίζεις και να θυμίζεις πως εδώ ο τόπος δεν εκάμφθη από βαρβάρων τα δεινά και από άλλα πάθη. Αλλά κρατούσε μέσα του στα στήθη του βαθιά τα ιερά ιδανικά, το τρίπτυχο πιστά. Μεταλαμπάδευες σωστά στης Σίφνου τα φιντάνια, πώς με αγώνες ιερούς δρέπουνε τα στεφάνια. Κάθε φορά που ύψωνα το βλέμμα εκεί ψηλά, ένιωθα εις το μάγουλο το δάκρυ να κυλά, γιατί στη μνήμη μου έρχονταν πίσω απ' τα παλιά εικόνες που δεν έζησα, μα ήξερα καλά από δασκάλους άξιους που μου 'βαλαν στο νου, όλη την ιστορία σου δέντρο του λυτρωμού. Το κυκλικό κηπάρι σου έμεινε αδειανό που έσβησες και χάθηκες σαν το κρυφό σχολειό. Τώρα που άφησες τη γη και σ' έπηρε τ' αγέρι, ο θάνατός σου άραγε τι μήνυμα θα φέρει; Μήπως δεινά στον τόπο μας θα έρθουνε μεγάλα, να προστεθούν και αυτά μέσα σε τόσα άλλα;» Και γιατί το γράφω αυτό, το τελευταίο; Γιατί έχω ακούσει προφορικά από παλιούς Σιφνιούς: «Όταν εξαφανιστεί ο Φοίνικας του Χρυσόστομου, θα συμβούνε πολλά!». Μόνο που δυστυχώς δεν θυμάμαι από ποια γιαγιά το άκουσα για ν' αναφέρω το όνομά της. Και γι' αυτό το έγραψα αυτό εκεί κάτω. Είχα στο μυαλό μου αυτή, αυτή την πληροφορία την προφορική και ο τελευταίος στίχος αναφέρεται σε αυτό, η τελευταία στροφή.
Τρομερό!
Τώρα, το άλλο το ποιηματάκι; Να πάω να το πάρω;
Να βρούμε και το άλλο και επανερχόμαστε. Κυρία Κατερίνα, είπαμε ότι η Σίφνος είναι το νησί των λαϊκών ποιητών και μας αναφέρατε ότι αυτό το χάρισμα, αυτό το ταλέντο των Σιφνιών είναι έμφυτο. Μπορείτε να μας πείτε λίγα περισσότερα σχετικά με αυτό, με την...
Τις ρίζες του. Πιστεύω ότι έχει σχέση και με την Κρήτη. Γιατί το λέω αυτό; Έχουμε κοινά, πολλά κοινά σημεία με την Κρήτη. Εκτός από τα αυτοσχέδια, η λαϊκή ποίηση, υπάρχει και σχετικά με τους ιδιωματισμούς στη γλώσσα. Πολλές φορές μας μπερδεύουνε. Όταν βρεθούμε στην Αθήνα, μας λένε: «Μήπως είσαστε από την Κρήτη;», όταν μιλήσομε σιφνέικα. Και με την Κύπρο. Έχω παρατηρήσει ότι τα διπλά σύμφωνα τα πατάνε πάρα πολύ, δηλαδή, ακριβώς τα προφέρουνε, όπως πρέπει να προφέρονται. Γιατί όταν πούμε «κόκκινο». «Κόκκινο». ξέρουμε ότι γράφεται με δύο κάπα. Πώς θα το προφέρεις όμως όταν γράφεται με δύο κάπα; Εδώ στη Σίφνο το προφέρουνε και λένε «κόκκινο». Και ένα άλλο παράδειγμα είναι τα «πολλά», τα δύο λάμδα που δε λέμε «πολλά», αλλά λέμε «πολλά». Το λένε και στην Κύπρο έτσι, το λένε και στην Κρήτη έτσι. Πρέπει να υπήρχε μεταξύ τους, να 'χουνε εμπορικές σχέσεις. Και ίσως, ίσως, ίσως οι κάτοικοι οι πρώτοι της Σίφνου να ήταν Κρήτες. Και έχω βγάλει αυτό το συμπέρασμα, μπορεί να είναι λανθασμένο, όμως αυτή τη σκέψη που έχω κάνει θα σας την πω. Στην Κρήτη υπάρχει μία πόλις νεολιθικής εποχής, που λέγεται Καμάρες. Και εκεί υπάρχουνε τα περίφημα καμαραϊκά αγγεία. Πολύ αξιόλογα αγγεία. Στη Σίφνο, το λιμάνι της Σίφνου λέγεται Καμάρες. Και σε ένα ύψωμα σ' ένα βουνό επάνω, έχει ένα σπήλαιο που είναι χαραγμένο επάνω στο βράχο «Νυμφάων Ιερόν», που σημαίνει ότι είναι Ιερό κορυφής. Στη Μινωική Κρήτη και πιο πίσω ακόμα, λατρεύανε τους θεούς της φύσης και γι' αυτό ιδρύανε Ιερά κορυφής, στις κορυφές των βουνών. Έχομε λοιπόν «Καμάρες» που υπάρχει στην Κρήτη και το «Νυμφάων Ιερόν», το σπήλαιο των νυμφών, δύο κοινά σημεία με το νησί. Και υπήρχανε πολλά αγγειοπλαστεία στις Καμάρες. Στις Καμάρες της Κρήτης αγγειοπλάσται ήτανε. Κεραμικά. Καμαραϊκά αγγεία, των Καμαρών, δηλαδή. Αυτά όλα μου δημιουργούν την εντύπωση ότι όντως μπορεί να 'τανε οι πρώτοι κάτοικοι της Σίφνου, Κρήτες. Και μετέφεραν συγχρόνως και τα ήθη και τα έθιμά τους. Και φυσικά το DNA τους αν είναι κρητικό, επομένως επόμενο είναι να έχουνε αυτοσχέδια, να δημιουργούνε αυτοσχέδια τραγούδια και ποιήματα ή λαϊκή ποίηση και τα λοιπά. Εκείνη την ώρα τα φτιάχνουνε. Δεν το έχουνε προετοιμάσει και να το πούνε. Εκείνη την ώρα! Αυτό είναι πολύ μεγάλο ταλέντο. Και εκτός βέβαια τους λαϊκούς ποιητές, έχουμε και τους άλλους ποιητές[01:20:00], τους φιλόλογους, το Γρυπάρη και... Που είπαμε προηγουμένως και όλους αυτούς τους άλλους. Τον Προβελέγγιο και όλους. Έχει πολλά κοινά σημεία η Σίφνος με την Κάτω Ιταλία. Ένα άλλο που έχω παρατηρήσει στα... στην Κάτω Ιταλία, σημαίνουν τις καμπάνες, όπως τις σημαίνουμε εμείς. Τα διπλοκάμπανα, όχι τη μεγάλη καμπάνα τη μονή. Τα διπλοκάμπανα. Διπλοκάμπανα λέμε τις διπλές καμπάνες, τις δύο. Όπως τα σημαίνουμε εμείς, με μελωδία, με ήχο, έτσι τα σημαίνουνε και στην Κάτω Ιταλία, στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας. Επίσης, χρησιμοποιούνε πολλές λέξεις, τις προφέρουνε μάλλον, όπως τις προφέρουμε κι εμείς. Όταν λέμε, ας πούμε, «Δεν έχω να σου δώσω, να σε φιλέψω, δεν έχω να σε φιλέψω», δεν λέμε «δεν έχω», λέμε «Εν έχω». «Δεν μπορώ να έρθω σήμερα», θα πούμε «Εν μπορώ να έρθω σήμερα». Αυτό το ίδιο και στην Κάτω Ιταλία. Και έχουνε και έμφυτο να δημιουργούνε ποιήματα, ποίηση. Σίφνος, Κρήτη. Κύπρος, Κρήτη, Σίφνος, Νότια Ιταλία. Θα υπήρχε οπωσδήποτε κάτι να τους συνδέει και πιστεύω το εμπόριο, τίποτα άλλο εκείνη την εποχή, όπως και τώρα, με λίγα λόγια, το ίδιο γίνεται. Και αυτό είναι που καλλιεργείται και συνεχίζεται. Το 'χουνε μέσα τους. Είναι και η φύση που παίζει ρόλο. Χωρίς να το θέλεις θα τραγουδήσεις, δεν μπορείς! Όλα αυτά δημιουργούνε ένα DNA σιφνέικο.
Τι είναι αυτό το ξεχωριστό που 'χει η σιφνέικη φύση που σε...
Εναλλαγή τοπίου. Δεν είναι μονότονη. Δε θα δεις σε καμιά γωνιά το ίδιο πράγμα. Πουθενά, πουθενά. Το ίδιο ήτανε και στο έμψυχο υλικό, δηλαδή στους ανθρώπους. Δε θα 'βλεπες διαφορετικούς χαρακτήρες. Όλοι το ίδιο. Ήτανε φαινόμενο αυτό. Και στο Κάστρο είχανε και ένα άλλο ωραίο έθιμο, να σε αποκαλούνε: «Χαρά μου!». Πήγαινες στο Κάστρο και σου λέγανε: «Καλώς τη χαρά μου!», «Ίντα κάνεις, χαρά μου;», «Καλώς ήρθες, χαρά μου!». Το «χαρά μου». Που υπάρχει, υπήρχε και στη Ρωσία. Ένας άγιος της Ρωσίας χαιρετούσε με αυτό τον τρόπο: «Χριστός Ανέστη, χαρά μου!». Υπήρχε στο κάστρο της Σίφνου. Έσβησε κι αυτό. Δεν υπάρχει. Φύγανε οι γιαγιάδες και παππούδες, οι παλιοί. Τι λέγαμε προηγουμένως; Δεν υπάρχουνε, δεν υπάρχει. Και όλα αυτά μαζί κάνουνε ένα παζλ, άμα τα βάλεις, ένα ψηφιδωτό, που λέγεται Σίφνος, με τα διάφορα χρώματα, τις... Στην παλέτα πάνω. Η Σίφνος!
Άρα λοιπόν η φύση...
Επηρεάζει! Έχει επηρεάσει πολύ η φύση τον Σιφνιό, ώστε να ασχοληθεί με την ποίηση, να γράφει ποίηση. Και μουσική συγχρόνως! Γιατί έχουνε και μουσικότητα. Δεν το λέει περαστά. Δεν ξέρω αν... Δεν ξέρω, δεν μπορώ να την πω τη μουσική τώρα, αλλά από κάποια άλλη γιαγιά ή παππού, θα την ακούσετε, που είναι πολύ ωραία, πάρα πολύ ωραία. Η Δόμνα Σαμίου σε μία συνέντευξη που είχε δώσει στην τηλεόραση είπε: «Τα τραγούδια της Νάξου, δεν είναι καθεαυτά της Νάξου. Είναι από τη Σίφνο. Απ' τη Σίφνο τα πήρανε!». Η Δόμνα Σαμίου. Η οποία έχει καταγράψει πολλά, πάρα πολλά. Είχε έρθει εδώ και έγραψε πολλά. Κι όταν το άκουσα, λέω «Κοίταξε. Φοβερό!». Ο δημοτικός, ας πούμε, η δημοτική μουσική αυτή όλη έχει μετατοπιστεί. Και τώρα τα προβάλλουνε πιο πολύ στη Νάξο. Ξέρουμε ναξιώτικα, ενώ είναι σιφνέικα.
Μεγάλη παράδοση η Σίφνος!
Ναι, πολύ μεγάλη! Πάρα πολύ μεγάλη παράδοση! Έχει κουλτούρα. Πάρα πολύ μεγάλη, ατελείωτη! Πνευματική κουλτούρα, υλική κουλτούρα, τα πάντα. Όλα, όλα, όλα τα συναντάς εδώ. Και γι' αυτό προσελκύει τον κόσμο. Δηλαδή, εάν τη ζήσεις τη Σίφνο δεν πρόκειται να την ξεχάσεις, δεν την ξεχνάς ποτέ. Και φυσικά, το βίωμα είναι αυτό που, τέλος πάντων, βοηθάει και στον τουρισμό. Γιατί ξένοι που έρχονται, έρχονται και μαθαίνουνε ελληνικά εδώ. Στη Σίφνο μαθαίνουνε την ελληνική γλώσσα. Μία Γερμανίδα ήτανε στο αεροδρόμιο, είχε φύγει απ' τη Σίφνο. Ερχότανε κάθε Μάη, ένα μήνα. Τις δεκαπέντε μέρες κάνουνε μαθήματα ελληνικής γλώσσας και την άλλη περπατάνε στα μονοπάτια. Όταν ήταν στο αεροδρόμιο να φύγει για τη Γερμανία με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Είμαι πολύ χαρούμενη, πολύ χαρούμενη!». «Γιατί, Ίρις, χαρούμενη;», «Διότι. Κλαίω, κλαίω! Με είπανε Ελληνίδα, γιατί μιλάω ωραία τα ελληνικά και μου είπανε “Εσύ είσαι Ελληνίδα!”». Και ήταν ενθουσιασμένη, γιατί μιλούσε τα ελληνικά και την είπανε Ελληνίδα. «Δεύτερη πατρίδα μου είναι η Σίφνος!». Αυτό. Αυτό είναι που, τέλος πάντων, πρέπει να δώσουμε στους ξένους. Να φεύγουνε και να λένε: «Εγώ είμαι Σιφνιά ή Σιφνιός! Δεύτερη πατρίδα μου είναι η Σίφνος!». Η Ελλάδα, κατ’ επέκταση, γιατί, ό,τι γίνεται στη Σίφνο, γίνεται και στην Πάρο και στη Νάξο, αλλά να μπορούν να το μεταδώσουν αυτό το πράγμα. Να 'χουνε. Γι' αυτό είπα σύλλογοι, σύλλογοι και να καταγραφούνε συνέχεια. Και αυτούς τους παππούδες και τις γιαγιάδες να τους έχουνε αποθεώσει! Να τους αποθεώνουν, να τους βγάζουν, να τους ανεβάζουνε. Γιατί όταν τον ανεβάσεις τον άλλο, θα το δεις κι ο άλλος. Άμα είναι χωμένος στα έγκατα, τί θα κάνει; Θα εξαφανιστεί! Και τα παίρνει, φεύγοντας λοιπόν, τα παίρνει όλα μαζί του. Κάτι άλλο! Τώρα που το θυμήθηκα! Πέρυσι το έμαθα αυτό. Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε ένα βιβλιοπωλείο. Πολλά από τα βιβλία της Κωνσταντινουπόλεως που έχω λέει: «Εκδοτικός οίκος: Δεπάστα». Αυτός ο Δεπάστας ήτανε Σίφνιος και είχε εκδοτικό οίκο στην Κωνσταντινούπολη και από το Πατριαρχείο παίρνανε βιβλία από κει. Έλεγα. Ποτέ όμως δεν είπα αυτός ο Δεπάστας έχει απογόνους; Που βρίσκεται; Είναι στην Κωνσταντινούπολη; Και πέρυσι, τυχαία, μαθαίνω από ένα Σιφνιό ότι το σπίτι του ήταν στο Λιαροκόπι, στον Αρτεμώνα, και ένας ανιψιός του το πούλησε, το πήραν Ιταλοί και ό,τι είχε μέσα τα πέταξαν έξω και πετάξανε και ένα μπαούλο γεμάτο βιβλία… Τρελάθηκα! Τα κάψανε! Και περνούσε τυχαία αυτός ο άνθρωπος και πήρε ένα βιβλίο, πρόφθασε και πήρε ένα βιβλίο! Πω, να μην το ξέρω τόσα χρόνια! Να πάω να το πάρω αυτό το… ό,τι έκανε η Κούκκου για τον Καποδίστρια! Να πα’ να τα πάρω. Πού θα τα βάλω; Δεν με ενδιέφερε! Κάπου θα 'βρισκα να τα βάλω. Και να μην τα πάρουνε. Έχουμε βιβλιοθήκη σχολική, να μην τα πάρουνε να τα βάλουν στη σχολική βιβλιοθήκη; Του Δεπάστα τα βιβλία; Και πολλά μουσικά, λέει, βιβλία της εκκλησίας, πάρα πολλά! Να τ' ακούσει ο… Θα το πω μετά. Κατάλαβες; Αυτά όλα σε στεναχωρούνε. Όμως από την άλλη, σε προκαλούν να ενεργήσεις, γιατί μέσα από το κακό βγαίνει και το καλό. Να ενεργήσεις και να σωθούνε, ό,τι έχει απομείνει, να σωθεί στο νησί. Και να προβληθούνε, να προβάλλονται! Γιατί να μην κάνουνε μία Σχολή Κεραμικής; Γιατί να μην κάνουνε μία Σχολή Μαγειρικής; Και να έχομε και τουρισμό χειμερινό; Και να 'χει και ανάπτυξη και το νησί και να γίνει και γνωστό; «Η Σχολή Μαγειρικής της Σίφνου έβγαλα», από τον Τσελεμεντέ! Και θα το ονομάσουνε και «Νικόλαος Τσελεμεντές». Κάνουνε ένα, κάνουνε μία εκδήλωση το Σεπτέμβριο με τα φαγητά και τα λοιπά, αλλά σιγά σιγά ξεφτίζει, γιατί δεν ξέρω. Στην αρχή είχε μεράκι, ξεκινούσε με μεράκι, αλλά δεν ξέρω. Είχε περισσότερες συμμετοχές τώρα δεν έρχονται και πολλοί. Δεν ξέρω. Καλή κίνηση, πολύ καλή κίνηση, αλλά δεν πρέπει να... Ξεκίνησα, να το αφήσω. Πρέπει να το... Να αναπαράγω και όλο κάτι καινούργιο να παρουσιάζω, γιατί το ίδιο και το ίδιο και το ίδιο, άμα δεν ξέρεις να το διανθίσεις, οτιδήποτε είναι εκείνο. Ακόμη και μία ανθοδέσμη να βάλεις σ' ένα ανθοδοχείο, να βάζεις το λουλούδι κάθε μέρα, θα γίνει μονότονο αν δεν του αλλάξεις θέση. Το ίδιο πράγμα είναι κι αυτά. Θέλουνε εναλλαγή. Οπότε, ο άλλος να το βλέπει σαν καινούργιο, σαν φρέσκο. Και αυτό είναι που θα βοηθήσει. Μακάρι να τα κάνουνε κάτι!
Μακάρι!
Μακάρι!
Ό,τι μπορεί ο καθένας απ' τη μεριά του.
Ό,τι μπορεί από τη δική του πλευρά. Σας λέω, αξιέπαινη, που κάνετε αυτά!
Φχαριστώ πολύ! Κι εσείς το ίδιο για όσα κομίζετε–
Και εύχομαι–
Κι εκπροσωπείτε!
Ευχαριστώ πολύ! Και εύχομαι να βρείτε και ανταπόκριση σε όλα αυτά και να συνεχιστεί.
Θα χαρούμε πάρα πολύ τώρα να ακούσουμε το υπέροχο ποίημα–
Α, ναι!
Που έχετε γράψει για το νησί!
Για το νησί! Είχα λάβει μέρος σε ένα διαγωνισμό της Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών και πήρε ένα έπαινο το ποίημα αυτό. Αναφέρεται στη Σίφνο, πού αλλού; Το λατρεύομε το νησί μας! Έχει επικεφαλίδα «Ω, νησί μου!»: «Χοχλίδια, γαλάζια κοχύλια, αστράφτουν στον ήλιο που καίει. Μυριάδες ωραία στολίδια το κορμί σου στολίζουν και λέει η θάλασσα τα τραγούδια που ξέρει με το κύμα που παίζει παιχνίδια. Τα αστέρια σου λάμπουν τα βράδια, ο ουρανός σου γεμάτος φεγγάρια, μύρια φώτα ανάβουν για σένα. Ω, νησί μου, δε σου μοιάζει κανένα! Απαλά δειλινά μεταξένια και βουνά που υψώνουν δεμένα το ανάστημα στην ωραία σου φύση, πώς μωβίζουν σαν έρχεται η δύση. Απ’ την Πάρο το πρωί που προβάλλει ο ήλιος σαν σκορπά το λεπτό του το χάδι, όλα γίνονται φως και γαλήνη μέχρι να 'ρθει το ανέγγιχτο δείλι. Σουρουπώνει η ζωή μου και αφήνει σημάδια, περιμένω να έρθουν τα ατέλειωτα βραδιά. Ο κύκλος μου κλείνει σιγά την τροχιά του, πλησιάζει θαρρείς η στιγμή του θανάτου. Να είναι η ώρα μου με σένα δεμένη στον καθάριο αέρα αντένα ανοιγμένη, που θα γράφει τους κύκλους του χρόνου σημάδια στου νησιού μου τα γνώριμα της ζήσης τα χνάρια!»
Αυτό ήτανε.
Υπέροχο!
Σε ευχαριστώ!
Ευχαριστούμε πάρα πολύ, κυρία Κατερίνα!
[01:30:00]Κι εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ! Σας εύχομαι καλή επιτυχία!
Ευχαριστώ!
Σε ό,τι κι αν κάνετε!
Φχαριστώ πάρα πολύ!
Να 'σαι καλά!