© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Τα Αναφιώτικα όπως τα έζησε ο παλαιότερος πλέον κάτοικός τους

Κωδικός Ιστορίας
12757
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ανάργυρος Βαμβακούσης (Α. .)
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/03/2021
Ερευνητής/τρια
Αγγελική Αγαλιανού (Α.Α.)
Α.Α.:

[00:00:00]Καλημέρα σας λοιπόν. Είμαι με τον κύριο –

Α. .:

Με τον κύριο Βαμβακούση Ανάργυρο.

Α.Α.:

Βαμβακούση λοιπόν, Ανάργυρο, βρισκόμαστε στα Αναφιώτικα, είναι 20/03/2021, εγώ ονομάζομαι Αγγελική Αγαλιανού, είμαι ερευνήτρια για το Istorima και ξεκινάμε. Να μιλήσουμε λοιπόν-

Α. .:

Είμαι –

Α.Α.:

κύριε Ανάργυρε –

Α. .:

Είμαι ο πιο παλιός στα Αναφιώτικα, έχω την ιστορία μου, η οποία με βοήθησε πολύ να μεγαλώσω, να αποδώσω και σαν Έλληνας, αγαπώ, ας πούμε, τα Αναφιώτικα, διότι τα φημίζουμε, γιατί είμαστε τουριστική χώρα και αγαπάω τους ξένους, γιατί τους φροντίζω, καλλωπίζω το σπίτι μου, το δρόμο μου, ασπρίζω, για να προσελκύω, ας πούμε, τον κάθε επισκέπτη, για να έχουν φήμη τα Αναφιώτικα. Και έχουμε κατορθώσει όλοι, με τον τρόπο μας, γιατί ήμασταν πολλές οικογένειες, πάνω από 100 οικογένειες, σαν να ήμασταν μία, ήμαστε όλοι αδέλφια. Και συγκεκριμένα, μπορώ να σας πω ένα γεγονός, το οποίο δε συνέβη πουθενά αλλού. Στη γειτονιά αυτή ζούσαμε 300 άτομα και δεν έχει παντρευτεί ο ένας ποτέ τον άλλονε, γιατί σεβόμασταν τα παιδιά, ήμαστε όλοι ένα, αδέλφια, ας πούμε, και δεν, ένα ζευγάρι μόνο είχε κάνει γάμο και αυτό είναι φαινόμενο προς τους ανθρώπους. Εμείς έχουμε κάποια ιστορία. Και αγαπάμε πολύ εδώ τον τόπο. Τα βράχια είναι η πατρίδα μας, από εκεί και πέρα, ζήσαμε πολύ ωραία, είχαμε και κακοτυχίες, αλλά ο άνθρωπος γεννιέται και για το καλό και για το κακό, οπότε όλα μέσα είναι στη ζωή.Αφού υπάρχει τέλος, είναι για όλους. Το ρητό λέει «ήλθον, είδον και απήλθον» οπότε πρέπει ο άνθρωπος να προσαρμόζεται και να ξέρει τι είναι και να ξέρει τι θέλει και αυτό που θέλει να το διατάζει, να μην του γίνεται πάθος, γιατί το πάθος δεν μπορείς να το συγκρατήσεις, σε κάνει αυτό ό,τι θέλει. Και αν μπορέσεις και κατορθώσεις και νικήσεις αυτό, θα είσαι κύριος και θα ζεις ελεύθερα και δε θα έχεις κανένα πρόβλημα. Όπως εγώ, ας πούμε, έτυχε να μην παντρευτώ, γιατί είχα κάποια ιστορία δύσκολη στη ζωή μου. Ήμασταν 7 αδέλφια και πέθαναν όλοι απ' την πλάτη μου και οι γονείς μου 2, εννιά. Οπότε έχω ένα ιστορικό, το οποίο δεν μπορώ να το αναλύω παντού, γιατί είναι δυσάρεστο και έχει πολλά αγκάθια τα οποία δε θέλω να τα δημοσιεύσω, γιατί τα έχω για μένανε και είμαι περήφανος που μπόρεσα και τα νίκησα. Η μητέρα μου όταν, στο τέλος, μου λέει: «Μαζί τα νικήσαμε όλα παιδί μου». «Εντάξει -λέω- ήμασταν άξιοι, ήμασταν λίγο σκληροί, γιατί δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά, οπότε η ζωή αυτή είναι». Τώρα, τι άλλο να σας πω το ιστορικό εδώ πέρα, ήτανε τόσο όμορφα. Tα παιδικά μας χρόνια είχαμε παιχνίδια, τα οποία σήμερα τα παιδιά τα υστερούνται και είμαστε ευτυχισμένοι, γιατί έχουμε ιστορικό αληθινό. Οπότε είμαι, ας πούμε, ευτυχισμένος που έφτασα σε αυτή την ηλικία και μπόρεσα και βοηθάω τους ανθρώπους μου πολύ, τους αγαπάω τους ανθρώπους. Και όσο μπορώ, μου έρχεται μια έμπνευση και μου λένε: «Πήγαινε εκεί, έχει πάρει φωτιά» και πάω κι έχει πάρει φωτιά! Δεν ξέρω από [00:05:00]πού οφείλεται αυτό… Το πνεύμα; Τι είναι αυτό, δεν ξέρω. Πάντως, μέχρι τώρα, ας πούμε, είμαι ευτυχισμένος, γιατί και από το υστέρημά μου βοηθάω, μαγειρεύω και δίνω σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη και είμαι ευτυχισμένος, γιατί και αύριο να πεθάνω, δε με νοιάζει, δεν έχω πρόβλημα. Οπότε, τι άλλο να σας πω; Μπόρεσα και ήμουνα ορφανός, έβγαλα το γυμνάσιο τη νύχτα, πούλαγα λουλούδια στις ταβέρνες και μετά πήγαινα στο σχολείο. Αγωνίστηκα στη ζωή μου πολύ, οπότε δε θέλω να σας κουράζω, εν ολίγοις σας είπα, στη ζωή μου, την οποία τη συνέντευξη αυτή τη δίνω πρώτη φορά, γιατί δε θέλω ούτε να διαφημίζομαι, ούτε να... Είμαι άτομο πολύ αληθινό και είμαι ευτυχισμένος.

Α.Α.:

Υπέροχα κύριε Αργύρη.

Α. .:

Αυτά τα λίγα είχα να σας πω.

Α.Α.:

Εγώ ήθελα να σας ρωτήσω, μου είπατε προηγουμένως, μου λέτε την υπέροχη φράση «τα βράχια ήταν η πατρίδα μας». Τι σήμαινε λοιπόν «τα βράχια ήταν η πατρίδα μας». Ποια ήταν η σχέση σας -

Α. .:

Λοιπόν, ναι, να σας πω τα βράχια -

Α.Α.:

Με τον χώρο –

Α. .:

Τα βράχια, στα βράχια γεννήθηκα. Και να θέλω να μην τα αγαπάω, τα αγαπάω. Τα βράχια, όπως αγκαλιάζεις, ας πούμε, τη γιαγιά σου, αγκαλιάζω κι εγώ τα βράχια. Αυτά, με αυτό γεννήθηκα, αυτό αγάπησα και το συντηρώ όσο μπορώ περισσότερο. Καλλωπίζω το δρόμο και με δικά μου έξοδα, γιατί θέλω να ομορφαίνω το τοπίο, γιατί οι ξένοι έρχονται και έχει φημιστεί τόσο πολύ τα Αναφιώτικα και νομίζω ό,τι και άλλο να γίνει, δε θα έχει αυτή την αξία, η οποία είναι σήμερα. Γι' αυτό, θα παρακαλούσα να γίνει το κάτι το καλύτερο, κάτι για την πατρίδα, γιατί απ' τον τουρισμό ζούμε. Λοιπόν, ό,τι είναι καλύτερο, να γίνει. Εμείς δεν έχουμε πρόθεση ούτε να τα πάρουμε μαζί μας, δεν παίρνει κανείς μαζί του τίποτα. Λοιπόν, αφού είμαστε τουριστικό κράτος και ζούμε απ' αυτό, δεν πρέπει; Τους ξένους τους παίρνω, τους ξεναγώ, τους πάω, τους βοηθάω, τους αγαπάω. Υπάρχουν και που έρχονται εδώ πρώτα έρχονται στα Αναφιώτικα και μετά πάνε στην Ακρόπολη. Γι' αυτό δεν πρέπει να τα αγγίξουνε τα Αναφιώτικα. Να τα συντηρήσουνε, να μας δώσουν, να τα περιποιούμεθα, αλλά εμείς ούτε αυτό το θέλουμε, γιατί ξέρουμε ότι το κράτος δεν έχει χρήματα και δεν μπορεί να κάνει αυτό που θέλει και γι' αυτό από μόνοι μας, από τον κόπο μας, απ' το μισθό μας, παραχωρούμε ένα κομμάτι και μπορεί να μην έχουμε να φάμε, αλλά αυτό θα ασπρίσουμε, θα το χτίσουμε, γιατί αυτό είναι η ζωή μας, είναι η πατρίδα μας, πώς να το κάνουμε; Εδώ γεννηθήκαμε, δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά. Γι' αυτό θα πρέπει να υπάρχει λογική και όταν γίνει κάτι καλύτερο, να γίνει. Εμείς δεν έχουμε πρόβλημα, να τα πάρουνε και αύριο τα Αναφιώτικα, αλλά ας πάρουνε μια αλάνα, να κάνουν ένα κτίριο και να μας βάλουνε μέσα και να τα πάρουνε και αύριο. Δεν υπάρχει κόλλημα. Απλούστατα, δεν υπάρχουν χρήματα για να γίνει αυτό και γι' αυτό γίνεται αυτή η ιστορία. Σιγά-σιγά φθείρονται, αλλά, και κρυφά ακόμα, θα το κάνουμε εμείς, θα το χτίσουμε - τι κρυφά, η αρχαιολογία ξέρει τα πάντα! Λοιπόν, εις γνώσιν της αρχαιολογίας είναι, γιατί δεν έχει χρήματα και μας αφήνει και μπορούμε και ζούμε. Και αυτό, απ' τον καιρό που έχω γεννηθεί, εκεί δημιουργείται το πρόβλημα αυτό, το οποίο είναι βλακεία-ας πούμε- να υποτίθεται ότι αύριο φεύγουμε, μεθαύριο φεύγουμε, δεν είναι κατάσταση αυτή, δεν είναι σοβαρά πράγματα. Λοιπόν, από εκεί και πέρα, τι άλλο να σας πω;

Α.Α.:

[00:10:00]Εγώ θέλω να σας γυρίσω, να πάμε απ' το τώρα στο τότε και θέλω να πάμε λιγάκι να μιλήσουμε με περισσότερα λόγια για τη σχέση που είχατε εσείς με τον αρχαιολογικό χώρο. Πώς ήταν να μεγαλώνετε δίπλα σε αυτό το σπουδαίο πράγμα που λέγεται «Ακρόπολη» ως παιδί. Τι σήμαινε για σας το: «Είμαι δίπλα στην Ακρόπολη»;

Α. .:

Ήταν ο ναός μας. Ήτανε η πατρίδα μας, πώς έρχονται όλοι από την επαρχία και ζούνε εδώ και μετά νοσταλγούνε να πάνε στην πατρίδα τους, να κάνουνε Πάσχα; Εμείς εδώ είναι η πατρίδα μας. Και η Ανάφη δεν παύει να είναι Ανάφη, να πάμε και στην Ανάφη το καλοκαίρι, να πάμε στην Παναγία, που έχουμε, που τιμούμε την Παναγία την Καλαμιώτισσα κι έχουμε και τον Άγιο Γεώργιο ο οποίος είναι η πιο παλιά εκκλησία. Κι εγώ, τυγχάνει να είμαι δίπλα του και ζω με τον Άγιο Γεώργιο. Το πρωί με τον Άγιο Γεώργιο, το βράδυ κοιμάμαι με τον Άγιο Γεώργιο. Από εκεί και πέρα, όλα είναι στον άνθρωπο, να μπορεί να τα νικάει και να βλέπει την πραγματικότητα, την ωμή αλήθεια.

Α.Α.:

Θυμάμαι ότι μου λέγατε ότι ανεβαίνατε στη σπηλιά πάνω στην -

Α. .:

Ναι, κοίταξε, εγώ μικρός ανέβαινα και στην Ακρόπολη-

Α.Α.:

Μιλήστε μου λίγο γι' αυτό, αν θέλετε.

Α. .:

Ήμουνα πιτσιρίκος κι ανέβαινα στην Ακρόπολη, παίζαμε και πόλεμο, ήμασταν στα βράχια επάνω. Και με τη σημαία του Γλέζου, κάπως όλη η γειτονιά βοήθησε, λοιπόν, από εκεί και πέρα -

Α.Α.:

Θέλετε να μιλήσουμε λίγο παραπάνω γι' αυτό;

Α. .:

Για τον Γλέζο;

Α.Α.:

Ναι.

Α. .:

Τι να πούμε, δεν μπορούμε να πούμε τίποτα άλλο. Τη σημαία την πήρε, την είδαμε, εντάξει. Ήτανε κάτι που έγινε, σαν Έλληνας, έκανε αυτό που νόμιζε, αυτό που δεν το κάνουνε εύκολα οι άνθρωποι. 

Α.Α.:

Κι όταν λέτε η γειτονιά βοήθησε;

Α. .:

Βοήθησε, γιατί από εκεί κατέβηκε, ήρθε, ήτανε κι άλλοι εδώ γειτόνοι, οι οποίοι τον καλύψανε και τέτοια, ναι. Βέβαια. Οπότε, γι' αυτά όλα, μένουνε στην ιστορία και είμαστε υπερήφανοι, γιατί είμαστε Έλληνες και αγαπάμε την πατρίδα. Γιατί έχουμε μάθει το να είμαστε υπερήφανοι, είναι η πάστα μας έτσι, έχουμε γεννηθεί με πίστη, είμαστε αληθινοί, ζούμε στον ήλιο, ζούμε στη θάλασσα, ξέρουμε γιατί ζούμε, ενώ άλλοι, λέει, δεν είναι έτσι. Ίσως επειδή είναι ο ήλιος, έχουμε τον ήλιο μονίμως, πού οφείλεται, κάπου. Είμαστε λίγο άτακτοι, εντάξει, είμαστε λαός επαναστατικός, δε δεχόμαστε εύκολα, θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι, θέλουμε να είμαστε φιλότιμοι, είμαστε! Πρέπει να μπορέσεις να μας πιάσεις στην ουσία, για να κάνεις τη δουλειά σου. Είμαστε λίγο άτακτοι, αλλά ο Έλληνας έτσι είναι.

Α.Α.:

Κι αυτό μας πάει στο πώς συνυπήρχαν οι άνθρωποι στη γειτονιά. Θα ήθελα να μου μιλήσετε λίγο για το πώς - 

Α. .:

η γειτονιά -

Α.Α.:

Πώς ήταν η συνύπαρξη των ανθρώπων στη γειτονιά, όσο μεγαλώνατε εσείς στα Αναφιώτικα ως παιδί-

Α. .:

Στα Αναφιώτικα που μεγάλωνα.

Α.Α.:

Πώς ήταν, λοιπόν, η συνύπαρξη των γειτόνων σε αυτή τη γειτονιά όσο μεγαλώνατε εσείς; Μου είπατε «ήμαστε μια οικογένεια». Τι σήμαινε αυτό πρακτικά;

Α. .:

Αυτό σημαίνει ότι όταν δεν είχε ο ένας, έδινε του άλλου. Σε σημείο λεπτό και ήτανε, όμως, γνωστό, ύστερα γινότανε γνωστό. Κάναμε κουμπαριές, παίζαμε μαζί, πήγαμε στα σχολεία μαζί και γι' αυτό δεν γινήκανε και γάμοι. Γιατί δε νιώθαμε αυτό που νιώθει ένας νέος. Δε μας τραβούσε αυτό που τραβάει το νέο για να παντρευτούμε. Μας τραβούσε η στοργή και η αγάπη. Δεν είχαμε, ήμαστε και αθώοι τελείως και δημιουργήθηκε αυτό. Γιατί όταν λέμε μια οικογένεια, μια οικογένεια δεν κάνει γάμους και… [00:15:00]Ετσι δεν είναι; Οπότε έδινε φαΐ ο ένας στον άλλονε και ρούχα άμα δεν είχε ο ένας έδινε του άλλου, δηλαδή το λέει λέξη, ήμαστε μια οικογένεια. Δεν είχαμε εχθρούς, δεν είχαμε τίποτα, άλλο απ' το που γινόντουσαν καμία φασαρία, γιατί δεν είχαμε αποχετεύσεις και τέτοια, οι καβγάδες γινόντουσαν, όπως γίνονται στους ανθρώπους. Αλλά σήμερα γινόντανε, αύριο φιλιόμασταν.

Α.Α.:

Γιατί μπορεί να γίνονταν καβγάδες λοιπόν;

Α. .:

Για το χαντάκι, γιατί ρίχναμε νερά, μύριζε και τέτοια. Και λέγαμε: «Γιατί έριξες στα χαντάκια, γιατί έριξες νερό εσύ;». Και άμα μύριζε ένα φαΐ και δεν έδινε ο ένας του άλλου, λέγαμε: «Να σου τρυπήσει το τηγάνι»!  Εντάξει, δεν είναι… Αυτό, έτσι είναι η ιστορία στα Αναφιώτικα. Τα Αναφιώτικα είναι περίπτωση. Είναι κάτι που δε γίνεται εύκολα. Και αυτό οφείλεται στο παλάτι, που έφερε τους πρόγονούς μας και ήτανε τεχνίτες και δημιουργήσανε την Αθήνα. Γιατί δεν ήτανε μόνο τα παλάτια, ήτανε στα λιμάνια κάνανε τα μπλόκια και τέτοια, κάνανε πολλά οι Αναφιώτες. Και οι Αναφιώτες και οι Σαντορινιοί και οι Ναξιώτες, όλοι οι Κυκλαδίτες. Βοηθήσανε πολύ στην οικοδόμηση της Ελλάδας, γιατί τώρα, έχουμε δημιουργήσει άλλο, ας πούμε, προς το ζην. Δημιουργούμε μόνοι μας πώς θα ζήσουμε, γιατί υπάρχει κρίση, το κράτος είναι φτωχό, αλλά είναι αληθινό όμως. Μας ζηλεύουνε, δε μας αγαπάει κανείς, όλοι έρχονται για τον ήλιο, για τη θάλασσα και εμείς, για να κλείσω την κουβέντα, είμαστε απ' όλους τους λαούς δύο σκαλιά πιο πάνω, δηλαδή. Δεν έχουμε καμία θέση, είμαστε πάνω, γι' αυτό είμαστε υπερήφανοι και γι' αυτό είναι στην ιδιοσυγκρασία μας να μη δεχόμαστε, να είμαστε άτακτοι και αυτά. Αλλά είμαστε ψυχούλες, είμαστε καλοί. Άμα μπορέσεις και μας καταλάβεις, είμαστε ο καλύτερος άνθρωπος. Έτσι είναι.

Α.Α.:

Εγώ θέλω να σας γυρίσω λίγο πίσω, μιας που μιλάμε για την Ελλάδα, να γυρίσουμε λίγο πίσω στη σημαία και το Γλέζο-

Α. .:

Στη σημαία;

Α.Α.:

Στο Γλέζο. Θυμάστε αυτό το περιστατικό; Αυτή την ημέρα τη συγκεκριμένη. Θυμάστε εσείς προσωπικά, ως ανάμνηση ή ως αφήγηση των γονιών σας;

Α. .:

Εγώ ήμουνα πολύ μικρός και θυμάμαι ελαφρώς την εικόνα. Είχα ακούσει δηλαδή, ότι κατέβηκε η σημαία, την κατεβάσανε, τους κυνηγήσανε, αυτά, δεν έδειξε τίποτα άλλο, τότε. Μετά φανερώθηκε και έγινε αυτό που έγινε - γεια χαρά, γεια σας!

Α.Α.:

Έχετε αναμνήσεις από τα Αναφιώτικα την εποχή της Κατοχής και των Δεκεμβριανών;

Α. .:

Ναι έχω. Κάποτε όταν γινόταν ο Εμφύλιος, ήμαστε αποκλεισμένοι. Και ήμασταν μια εβδομάδα και όταν τελείωσε, ας πούμε, η μάχη, βγήκαμε για να πάμε να βρούμε κάτι να φάμε. Εγώ ξεκίνησα και πήγα στα Πετράλωνα, για να πάω να φέρω λαχανίδες να φάμε. Και πέρασα απ' του Φιλοπάππου και ήτανε περισσότεροι οι νεκροί απ' τα δέντρα. Και περνούσα από πάνω και πήγαινα στα Πετράλωνα και γύρισα και πάλι το είδα και έβλεπα, ας πούμε, που τους μαζεύανε και τους βάζανε στο κάρο. [00:20:00]Σε τέτοιο στυλ. Από εκεί και πέρα, συνέχισε η ζωή, σιγά-σιγά, μπήκα στην τράπεζα ως κλητήρας. Μετά, σιγά-σιγά, έβγαλα το νυχτερινό γυμνάσιο, μετά πήγαινα στις ταβέρνες πουλούσα λουλούδια και κοιμόμουνα από τις 01:00 μέχρι τις 05:00 και από τις 05:00 πήγαινα στο παζάρι, έπαιρνα τα λουλούδια, γύριζα στις 07:00, μετά πήγαινα στην τράπεζα, μόλις σχόλαγα απ' την τράπεζα ερχόμουν εδώ, τα ετοίμαζα τα λουλούδια, να γράψω… Οπότε μια φορά ο καθηγητής μου, μου λέει: «Είσαι ο καλύτερος μαθητής, γιατί, Βαμβακούση, μου γράφεις για 4 και για 6;». Γιατί έπαιρνα προφορικά εγώ και έπαιρνα 20-18. Γιατί δεν είχα χρόνο. Και του λέω: «Κύριε καθηγητά, εγώ δεν έχω χρόνο, γιατί στα διαλείμματα γράφω και μετά από δω, μόλις σχολάω από εδώ, πάω στις ταβέρνες και πουλάω λουλούδια, 22:00-01:00, 01:00 με 05:00 κοιμάμαι, και μετά δεν έχω χρόνο. Και γι' αυτό μου βάζετε 4 και 6». Και συγκινήθηκε -Βλαχόπουλο τον λέγανε, Θεός σχωρέσ’ τονε- και με αγκάλιαζε, με φίλαγε κι έκλαιγε κιόλας. Αυτό είναι-ας πούμε- είναι μια εποχή, η οποία δε φεύγει ποτέ απ' το μυαλό μου. Είμαι άξιος, είμαι υπερήφανος και δοξάζω τον Θεό. Πιστεύω- ας πούμε- στην ανωτέρα δύναμη, αλλά, αφού η ανθρωπότητα έτσι είναι, δεν είμαστε μόνιμοι. Γι' αυτό ό,τι κάνεις, λαμβάνεις στη ζωή. Έτσι δεν είναι; Αυτά.

Α.Α.:

Τέλεια, κύριε Αργύρη. Εγώ ήθελα επίσης, να σας ρωτήσω, γιατί τώρα μου μιλήσατε λίγο για τη δική σας ζωή και πορεία στα επαγγελματικά. Ήθελα να ρωτήσω, μου είπατε, φυσικά το ιστορικό των Αναφιώτικων είναι ότι ήρθαν χτίστες από την Ανάφη κι έχτισαν αυτά τα «κοσμήματα» που έχουμε τώρα κάτω απ' την Ακρόπολη. Αυτό ισχύει και για την οικογένεια σας; Αυτό ήταν και το επάγγελμα και των δικών σας προγόνων, των παππούδων; Δηλαδή, εσείς, η δικιά σας οικογένεια πώς –

Α. .:

Ναι, ο πατέρας μου ήτανε επιπλοποιός. Είχαμε, στην Αγία Φωτεινή, εκεί στον Ιλισό, είχαμε εργοστάσιο με το επίθετο «Βαμβακούσης». Μετά ήρθε η πείνα, η δυστυχία. Ήμασταν 7 αδέρφια και ο ένας πέθαινε πίσω απ' τον άλλονε κι εγώ ήμουνα ο μικρότερος. Και μπόρεσα και βοηθούσα τη μητέρα μου και μπορέσαμε και τα νικήσαμε, όπως είπα προηγουμένως. Από εκεί και πέρα, έχει η ζωή πολλά αγκάθια περάσαμε, οπότε τι να σας πω; Έχω ιστορίες δύσκολες, αληθινές, τις οποίες δεν μπορώ να τις εκφράσω, γιατί με πάνε στο παρελθόν και το παρελθόν είναι πολύ σκληρό, πολύ οδυνηρό, αλλά είναι αληθινό. Αλλά η ζωή έτσι είναι.

Α.Α.:

Η ζωή, λοιπόν, εξελίσσεται και τα πράγματα αλλάζουν, αλλά θα ήθελα να σας ρωτήσω εσάς που γεννηθήκατε, μεγαλώσατε, έχετε ζήσει όλη σας τη ζωή σ' αυτό το υπέροχο -

Α. .:

Ναι δεν έχω φύγει ποτέ από εδώ -

Α.Α.:

Σπίτι. Πώς ήταν λοιπόν για εσάς, που είστε ο παλαιότερος κάτοικος των Αναφιώτικων, να βλέπετε την αλλαγή στην πραγματικότητα, που έφεραν οι καιροί στα Αναφιώτικα. Πώς το βιώσατε με τα δικά σας τα μάτια;

Α. .:

Ποτέ δεν ένιωσα ότι υπάρχει αλλαγή, ποτέ. Ποτέ δεν ένιωσα, νιώθω άρχοντας, νιώθω άτομο προνομιούχο και, παρ’ όλο που έχουμε αυτή την κατάσταση, τη σημερινή, δε νιώθω φυλακή. Τα γεγονότα είναι τα οποία τα κάνουνε, αλλά εδώ έχουμε κάποια, ας πούμε, άνεση, δεν ένιωσα ποτέ μου, γιατί κάθισα. Το μόνο που μας ενοχλούσε είναι ότι σήμερα θα τα πάρουνε, αύριο θα τα πάρουνε και όσο να 'ναι, μας πείραζε. Όταν γεννηθείς σε έναν τόπο και δεν έχεις δικαιώματα, δε θα το κάνεις παράπονο; Οπότε ; Αλλά και η αρχαιολογία έχει και αυτή δικαιώματα κι έχει και το δίκιο της, έτσι είναι.

Α.Α.:

Τ[00:25:00]έλεια! Κάτι τελευταίο, ξέρετε τι θα 'θελα να σας ρωτήσω κύριε Αργύρη;

Α. .:

Ποιο;

Α.Α.:

Γιατί τώρα, με αυτό που μου είπατε μου δώσατε μια πολύ ωραία πάσα σε σχέση με το '74 περίπου δεν ήτανε που υπήρξε αυτός ο μεγάλος ο κίνδυνος, να απαλλοτριωθούν τα –

Α. .:

Απ' τον καιρό που γινήκανε μέχρι τώρα. Δεν υπήρχε, έχουν απαλλοτριωθεί κιόλας και τέτοια, αλλά εγώ δεν ένιωσα ποτέ ούτε απαλλοτριώθηκαν, ούτε θα τα πάρουνε, τη λέξη θυμάμαι και απ' τον καιρό που γεννήθηκα το ακούω, οπότε δεν...

Α.Α.:

Και ποια ήταν η στάση των κατοίκων απέναντι σε αυτό το πράγμα;

Α. .:

Υπήρχε και αντίρρηση, υπήρχε και… Πώς! Υπάρχει και σύλλογος και η αντίδραση πάντοτε νικάει. Το κράτος, βέβαια, είναι, ας πούμε, κυρίαρχος και κάνει πάντα αυτό που θέλει και αυτό που πρέπει, αλλά πρέπει να υπάρχει και το οικονομικό, για να κάνεις ό,τι πρέπει. Αφού δεν υπάρχει το οικονομικό, πώς θα τα κάνεις; Και σιγά-σιγά, βλέπανε και αυτοί ότι υπάρχει αυτή η προοπτική και βλέπανε ότι υπάρχει μέλλον και αφού το καταλάβανε, ακόμη διατηρούνται. Και νομίζω θα πεθάνουνε πολλές γενιές από εμένανε και θα υπάρχουνε, γιατί αυτό το πράγμα δεν υπάρχει πουθενά. Λοιπόν, όταν η Ακρόπολη χάσει τα Αναφιώτικα, θα ορφανέψει. Θα ορφανέψει, γιατί τώρα δεν είναι ότι μόνο οι Έλληνες, είναι διεθνή, τα Αναφιώτικα, τώρα, είναι σε όλο τον κόσμο! Και όταν αφαιρεθούνε ή παρθούνε και φτιαχτούνε γκαρσονιέρες και τέτοια, θα χάσουνε την αίγλη αυτή. Οπότε, και να τα πάρουνε τι; Να τα περιποιηθούμε, σε όσα δε μένουνε, που τα έχει πάρει η Αρχαιολογία και τα έχει αποθήκες, να τα έχει αποθήκες, να τις συντηρεί, υπάρχουνε κτίρια που τα έχουν πάρει και τα έχουν αφήσει έτσι. Δεν είναι, πρέπει να υπάρχει κάποιο νοικοκυριό. Όχι ότι κατακρίνουμε την Αρχαιολογία, η Αρχαιολογία κάνει τη σωστή δουλειά, η οποία πρέπει, αλλά δεν έχει πόρους. Έτσι δεν είναι; Λοιπόν, γι' αυτό και εμείς βοηθάμε και αυτοί βοηθάνε και τα ξέρουν όλα και δεν υπάρχει πρόβλημα να έχουμε... Γιατί απ' τον καιρό που γεννήθηκα, αυτή η ιστορία γίνεται. Οπότε, τι να κάνουμε; -

Α.Α.:

Λοιπόν, εγώ -

Α. .:

Ποιον να πρωτοπεριποιηθεί το κράτος; Είναι τόσα πολλά που... Αλλά αυτό είναι το πρωτεύον, γιατί αυτό αποδίδει. Αποδίδει για την Ακρόπολη. Και στολίζει την Ακρόπολη και έρχονται τώρα, το έχουν μάθει όλος ο κόσμος, κι έρχονται - εδώ οι νέοι, εδώ, εδώ, οι Έλληνες, δεν ξέρανε τα Αναφιώτικα κι έχουνε έρθει κι έχουν ξετρελαθεί. Και δεν μας αφήνουν να κοιμηθούμε. Ε λοιπόν;

Α.Α.:

Πώς είναι, αλήθεια, το να ζεις σ' ένα τόσο, σ' έναν τουριστικό προορισμό στην πραγματικότητα; Πώς είναι για εσάς αυτή η παρουσία η έντονη του τουρίστα στα Αναφιώτικα;

Α. .:

Την έχουμε νικήσει. Ο άνθρωπος τα νικάει όλα -ξέρεις- η συνήθεια είναι δευτέρα φύσις. Οπότε, θες, δε θες, υποτάσσεσαι, θες, δε θες, θα ζεις μ' αυτές τις συνθήκες. Αν δεν σ' αρέσουν, φεύγεις. Εάν έχεις πόρους, εάν έχεις... Η ομορφιά αυτή δεν πληρώνεται με τίποτα. Το χρήμα δεν είναι μόνον, είναι και πώς νιώθεις στη ζωή. Λοιπόν, η ελευθερία πάντα είναι ελευθερία, οπότε δεν έχει δικαίωμα κάνεις να σ’τη στερεί.

Α.Α.:

Εγώ ήθελα επίσης, ίσως αν θέλατε κύριε Αργύρη, να κλείσουμε αυτή τη συνέντευξη, με τη διασκέδαση. Με το τι σήμαινε να μεγαλώνετε πλάι στα ταβερνάκια της Πλάκας. Πώς ήτανε λοιπόν η διασκέδασή σας τα χρόνια εκείνα της –

Α. .:

Άκου να σου πω. Εδώ έχουμε και σύλλογο Πλακιωτών και κάνουμε και εκδρομές και συνεστιάσεις και έχουμε ομοιογένεια και περνάμε καλά, με τις εκδρομές μας, με τις συνεστιάσεις στις ταβέρνες. Οι ταβέρνες είναι η ζωή μας, είναι η κουζίνα μας. Με τις ταβέρνες έχουμε ιστορία. Από εκεί ξεκίνησε η Πλάκα και, μέχρι σήμερα, η φήμη της έχει πάει σε όλον τον κόσμο. Οπότε, [00:30:00]δημιουργήθηκε σιγά-σιγά ένας πλούτος χωρίς να το πάρει κανείς είδηση. Και η συνήθεια είναι δευτέρα φύσις. Εγώ προσωπικά τυχαίνει να μ' έχει βαφτίσει ο Δαμίγος, ο οποίος έχει την ταβέρνα, το υπόγειο «τα Μπακαλιαράκια», τα οποία είναι φημισμένα σ' όλον τον κόσμο κι έχω δουλέψει εκεί κι έχω αγαπήσει το επάγγελμα αυτό. Έχω κάνει 100 επαγγέλματα εγώ, μέχρι και έκλεβα, μέχρι και ζητιάνευα, μέχρι και όλα αυτά, στην Κατοχή κι αυτά, τέτοια πράγματα. Έχω περάσει μια ιστορία ωραία και αληθινή και είμαι υπερήφανος. Από εκεί και πέρα, τι να σας πω;Ένα περιστατικό, ένα γεγονός από τότε; Να σας το πω. Στη Φιλελλήνων υπάρχει η Ρωσική Εκκλησία και δίπλα είναι ένα εστιατόριο, το οποίο το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί. Και πήγαινα κι έπαιρνα τις πατατόφλουδες εγώ από εκεί και - πώς κόβουμε τις πατατόφλουδες τώρα εμείς που τις κόβουμε χοντρά - και τις βράζαμε και περνούσαμε και ζούσαμε. Μια φορά, αντί για τις πατατόφλουδες πήρα κι ένα τσουβαλάκι πατάτες. Και ο σκοπός εκεί πέρα, μου 'ριξε με το πολυβόλο. Κι εγώ πού να τ' αφήσω; Ήρθα στο σπίτι και άνοιξα το τσουβαλάκι και οι πατάτες ήταν θερισμένες από τις σφαίρες κι εγώ δεν είχα φάει καμία, οπότε είναι ένα γεγονός. Μετά όμως, ξαναπήγα εγώ εκεί. Ξαναπήγα, μ' έδειρε ο Γερμανός και μου 'λεγε [Δ.Α.] τις λέξεις τις Γερμανικές, τις οποίες τις θυμάμαι, δεν ξέρω Γερμανικά, αλλά τις λέξεις τις θυμάμαι, γιατί ήμουνα μικρός. Ένα γεγονός αυτό. Και άλλο ένα γεγονός ότι ζητιανεύαμε, κάναμε το λούστρο, πολλά πράγματα, πολλά πράγματα. Ήμαστε, τέλος πάντων, η ζωή είναι σκληρή, αλλά τύχαμε στα χρόνια αυτά, τα οποία τα ζήσαμε με πείνα, με ευτυχία, με δυστυχία, ο μπαμπάς μου είχε εργοστάσιο επιπλοποιίας, έτυχε σκοτώθηκε ο αδερφός μου, πέθανε ο μπαμπάς μου, πέθανε ο αδερφός, είχα μια αδελφή είχε πέντε παιδιά, τι να κάνουμε; Έτσι είναι. Και γι' αυτό είμαι ευτυχισμένος.

Α.Α.:

Μια εννεαμελής λοιπόν, οικογένεια μέσα σ' εκείνο το σπίτι.

Α. .:

7 παιδιά.

Α.Α.:

Αυτό, εννεαμελής. Πώς ήταν -

Α. .:

Δεν ήταν αυτό το σπίτι. Ήτανε – α, παρέλειψα να σας πω, ότι τα Αναφιώτικα δεν είναι αυτά που βλέπετε μόνο. Τα Αναφιώτικα υπήρχανε και μια σειρά από πάνω, μέχρι τον Άγιο Συμεών και τα πήρε η Αρχαιολογία, γιατί έπρεπε να τα πάρει. Γιατί τα βράχια είχανε ρωγμές και ήταν επικίνδυνο να πέσουνε. Και κάναν σκαλωσιές και βάζανε το μείγμα μέσα και πώς; Έπρεπε να κάνουν σκαλωσιές για να τα βάζουνε. Κι έτσι έγινε ο δρόμος του περιπάτου. Γιατί πήρανε την πάνω σειρά. Η οποία υπάρχει και υπάρχει και αυτοκίνητο και πάει έτσι από πάνω. Το σπίτι μας δεν ήταν αυτό. Αυτό ήταν εμένανε, επειδή εγώ διάβαζα και τέτοια και το είχα νοικιάσει κι έμεινε. Το σπίτι μας ήταν από πάνω, ο οποίος είναι δρόμος τώρα. Το σπίτι μας - ένα γεγονός να σου πω, το οποίο είναι φρικτό – ο τοίχος του σπιτιού μας ήτανε στο βράχο χτισμένος. Αλλά επειδή βρέχει και είναι υγροί τα βράχια, έγλειφε, έγλειφε, έγλειφε και μια φορά, είχε η μητέρα μου πάει στην αγορά να ψωνίσει και ήρθε και μόλις μπήκε στην πόρτα, μας λέει «Βγείτε έξω, γιατί πέφτει το σπίτι!» Και μόλις βγήκαμε έξω απ' το κρεβάτι, έπεσε ο τοίχος! Ναι, έπεσε ο τοίχος. Θα σκοτωνόμαστε και τα τρία αδέλφια. Και από τότε, γιατί έγλειφε, έγλειφε, έγλειφε, έγλειφε, τον πέταξε τον τοίχο. Αλλά πώς πήρε είδηση η μητέρα μου και της λέω: «Καλέ μαμά, πώς το πήρες είδηση;». Μου λέει: «Μου ήρθε ένας αέρας και μια φώτιση.» Ναι. Οπότε, τι θα πεις μ' αυτό; Ότι είναι θαύμα; Είναι κάτι που σε βασανίζει και λες υπάρχει ανωτέρα δύναμις και να θες να μην πιστεύεις, [00:35:00]πιστεύεις.Και ειδικά τώρα, για να πούμε για τη ζωή, η ζωή είναι τόσο ωραία, τόσο όμορφη και είναι όχι λυπηρό γιατί φεύγουμε, αλλά έτσι είναι ο άνθρωπος. Δε θέλει να πεθαίνει, αλλά ο Θεός έχει κάνει δυο καλά. Το ένα είναι ότι όλοι οι ανθρώποι πεθαίνουμε και το δεύτερο, όταν πεθαίνουμε, δεν ξέρουμε πού πάμε. Έτσι δεν είναι; Γι' αυτό, η ζωή πρέπει να προσγειώνεται και να ξέρεις τι θες και... Το μόνο που γεννιέται ο άνθρωπος, γεννιέται, γιατί κανείς δε γεννήθηκε με το ελάττωμα που αποκτεί στη ζωή. Ο άνθρωπος είναι ευαίσθητος, έχει κλίση άλλος να παίζει χαρτιά, άλλος να τρώει, άλλος να ξενυχτάει, άλλος να πηγαίνει με γυναίκες, του αρέσει αυτό, με τη μόνη διαφορά ό, τι σου αρέσει, πρέπει να το διατάζεις. Να μη σου γίνεται πάθος και το πάθος σε κάνει βούκινο. Σε κάνει ό, τι θέλει και δε ζεις ωραία. Λοιπόν, από εκεί και πέρα, πρέπει να 'σαι δυνατό άτομο και δεν μπορεί να κόψει κανείς το ελάττωμα αυτό που του αρέσει. Του αρέσει, να το ζει, αλλά όμως να το διατάζει, να μην τον διατάζει. Γιατί κι έτσι κάνεις και το κέφι σου και δημιουργείς και μια εικόνα σαν άτομο και νιώθεις άνετα κι ευτυχισμένα. Έτσι δεν είναι;

Α.Α.:

Έτσι είναι κύριε Αργύρη-

Α. .:

Εσύ πήρες μια συνέντευξη τώρα που - 

Α.Α.:

Πήρα πραγματικά, μου είπατε υπέροχα πράγματα, είδατε που λέγαμε στην αρχή «τι θα σου πω, τι θα σου πω»; -

Α. .:

Μα δε σου είπα; Γιατί μπορώ να πω και κάτι, που δεν πρέπει να το πω, αλλά εγώ έτσι είμαι, αληθινός. 

Α.Α.:

Έτσι είναι κύριε Αργύρη μου. Κύριε Αργύρη, ξέρετε τι; Μου αναφέρατε κάτι πριν, που το προσπεράσαμε γρήγορα. Ότι εκεί που ήταν λοιπόν, το πατρικό σας σπίτι, τώρα είναι ο δρόμος. Θέλετε να μιλήσουμε λίγο γι' αυτό; Για το πώς -

Α. .:

Δεν υπάρχει, με μια λέξη στα είπα όλα. Απλώς απαλλοτριώθηκε το επάνω μέρος, καλώς-κακώς, γιατί έπρεπε να γίνει το έργο αυτό. Εγώ δεν είμαι κατά του έργου, ούτε είμαι παράλογος γιατί μας πήραν το σπίτι. Μας το πήραν το σπίτι, γιατί αλλιώς δε γινότανε. Έπρεπε να την πάρουν όλη τη σειρά, για να βάλουνε στα βράχια το μείγμα, τα οποία ήτανε κίνδυνος να πέσουνε να μας σκοτώσουνε. Να, ειδικά αυτό το κομμάτι το μεγάλο που είναι πάνω απ' το σπίτι μου, θα 'πεφτε και θα… Από πάνω απ' το σπίτι μου. Λοιπόν, μας αποζημιώσανε - 

Α.Α.:

Αυτό ήθελα να ρωτήσω – 

Α. .:

Ναι, μας αποζημιώσανε και μας δώσανε -ας πούμε- με τη δύναμη  που είχε το κράτος, ένα ποσόν. Το οποίο δεν μπορούσες να πάρεις ούτε μία γκαρσονιέρα. Γι’ αυτό και προηγουμένως είπα ότι εντάξει, ναι μεν, αλλά. Παρ' τα, πήγαινε σε μία αλάνα, σ' ένα οικόπεδο, κάνε μία πολυκατοικία, βάλε τους ανθρώπους μέσα και παρ' τα και καν' τα ό, τι θέλεις. Μετρημένα κουκιά είναι, δε χρειάζεται μεγάλη κούραση. Αλλά επειδή είμαστε φτωχό κράτος και δεν έχουμε λεφτά, δημιουργούνται αυτά τα πράγματα. Και καλά που δεν έγινε, γιατί τώρα πήραν την αξία αυτή που δε θα παίρνανε όπως και να τα κάνανε. Λοιπόν, τα Αναφιώτικα τώρα, δεν πρόκειται ποτέ να χαλαστούνε, ό,τι και να κάνουνε, όποιος, γιατί είναι διεθνή, είναι διεθνή και δεν μπορείς να τα βάλεις με όλο τον κόσμο, έτσι δεν είναι; Γιατί θα διαμαρτυρηθούνε όλα τα κράτη. Πώς θα τα πάρεις εσύ να τα κάνεις; Να τα πάρεις, να τα συντηρήσεις, να τα κάνεις γκαρσονιέρες ή να τα κάνεις airbnb και να 'κονομάς και τέτοια; Αυτά είναι φτωχά πράγματα, δεν είναι για τους Έλληνες. Ο Έλληνας είναι υπερήφανος. Και μία να μην έχει, θα βρει τρόπο και θα πάει και στα μπουζούκια και θα φάει και ντομάτα και την άλλη μέρα να μην έχει να φάει. Τι; Ο Έλληνας είναι πάνω απ' τους λαούς. Όλοι λαοί είναι, αλλά εμείς είμαστε πάνω απ' όλους, πάνω απ' όλους και γι' αυτό μας ζηλεύουνε και δεν μας αφήνουν να προκόψουμε. Αυτή είναι η ιστορία. Και το λέω και το πιστεύω, γιατί έτσι είναι. Αλλά όμως και σαν τον Έλληνα δεν υπάρχει άνθρωπος. Ο Έλληνας είναι άτακτος, αλλά είναι πάνω απ' όλα ψυχούλα. Και γι ' αυτό πρέπει να είμαστε υπερήφανοι που είμαστε Έλληνες. Γι' [00:40:00]αυτό μας πολεμούν όλοι, γιατί μας ζηλεύουνε και όλοι ξέρετε γιατί έρχονται; Για τον ήλιο και για τη θάλασσα. Αν δεν είχαμε αυτό που μας έχει δώσει ο Θεός, δε θα ερχόταν κανένας.Όλοι οι λαοί που έχω πάει, έχω γυρίσει όλον τον κόσμο, εμένα που με βλέπεις. Κλεισμένοι μ' ένα πρόγραμμα πακέτο. Δηλαδή, να δουλεύουνε όλο το χρόνο, να πάρουνε μία άδεια, η οποία είναι προγραμματισμένη να τους πάνε εκεί που θέλουνε και να γυρίσουνε. Και γι' αυτό υπάρχουνε οι αυτοκτονίες ή αυτά τα γεγονότα στην ανθρωπότητα. Δεν μπορείς να το κάνεις και στην Ελλάδα αυτό. Γιατί οι Έλληνες, όπως έχουμε τώρα την αρρώστια αυτή η οποία ήρθε και επαναστατούμε, δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τα αυτά που πρέπει, δεν το δεχόμαστε, δε γίνεται και πάλι καλά που καθίσαμε ένα χρόνο. Γιατί - και ευτυχώς που το είδανε εγκαίρως, και δημιουργούνε κάπου κάποιες ανέσεις, να βγαίνει ο κόσμος, γιατί θα τρελαθεί ο κόσμος, ο Έλληνας θα βγει στο δρόμο. Καλά κάνουνε και αφήνουνε. Για εμένανε, έπρεπε να είναι ελεύθερα τελείως. Και τότε μόνο θα έβαζε ο Έλληνας αυτό που έπρεπε. Να τον βάζεις να το κάνει, δεν το κάνει, να τον διατάζεις. Δε θέλει διαταγή ο Έλληνας. Ο Έλληνας είναι φιλότιμος και του πιάνεις και τον ποπό που λένε. Έτσι δεν είναι; Εντάξει, τι; Θα πούμε και κουβέντες που δεν πρέπει, αλλά έτσι είναι το σωστό. Αφού έτσι είμαστε γεννημένοι, πώς θα το κάνουμε;

Α.Α.:

Λοιπόν, θα κρατηθώ εγώ τώρα, κύριε Αργύρη, από μια λέξη που είπατε. 

Α. .:

Ναι.

Α.Α.:

Θα πάμε σε κάτι έτσι, λίγο πιο μακάβριο, όμως ίσως είναι ένα κομμάτι της ιστορίας εδώ. Η Ακρόπολη λοιπόν, ο βράχος της Ακρόπολης ήταν κι ένας τόπος – δυστυχώς, μακάβρια κουβέντα- αλλά ένας τόπος αυτοκτονιών. Αυτό το έχετε -

Α. .:

Να σας πω, να σας πω γι' αυτό το πράγμα, να σας πω γι' αυτό το πράγμα. Αυτό δημιουργείτο από τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δεν έβρισκε τρόπο που να αυτοκτονήσει κι ερχόταν στο ψηλό μέρος να πέσει. Απλούστατα. Ήταν σίγουρος ότι άμα πέσει, θα σκοτωθεί. Αλλά εγώ ήμουνα από κάτω και τον έπιανα και δεν σκοτωνότανε. Γι' αυτό όποιος ερχότανε, του έλεγα: «να πέσεις από εκεί, θα είμαι εγώ από κάτω και θα σε πιάσω και δε θα σκοτωθείς». Και να σου πω και μία ιστορία; Στη γωνία της Ακροπόλεως, ήτανε μία η οποία ήθελε να αυτοκτονήσει και καθόταν έγραφε ένα γράμμα, διάβαζε ένα γράμμα, γιατί δεν την πήρε ένας χωροφύλακας απ' την πατρίδα της κι έτσι κι έτσι. Κι εγώ επειδή ήμουνα μικρός κι ανέβαινα στα βράχια, με φώναξε η αστυνομία ν' ανέβω να πάω στο βράχο. Και πήγα στο βράχο δίπλα της και της έλεγα «Καλά, δε λυπάσαι τη ζωή σου κι έτσι κι έτσι κι έτσι; Γιατί να..; Υπάρχουν άλλοι ανθρώποι» και τέτοια. «Όχι -λέει- τον αγαπούσα πολύ και δε με θέλανε γι' αυτό φύγε κι εσύ, σιγά-σιγά, μη σε ρίξω κι εσένα κάτω». Και δεν πρόλαβα να φύγω κι έπεσε. Στη γωνία εκεί. Βέβαια. 

Α.Α.:

Ιστορία. 

Α. .:

Εντάξει. 

Α.Α.:

Μην κλείσουμε όμως μ' αυτό, ίσως να κλείσουμε κύριε – 

Α. .:

Με τη σπηλιά της Ακροπόλεως θα σου πω. 

Α.Α.:

Ναι, υπέροχα!

Α. .:

Η σπηλιά της Ακροπόλεως, δεν ξέρουνε τι έχει πιο μέσα, τι είναι πιο μέσα. Αλλά εμείς ξέραμε τι είχε. Είχε τα δώδεκα γουρουνάκια με τη γουρούνα, που μας λέγανε. Μας λέγανε ότι υπάρχει η γουρούνα με τα δώδεκα γουρουνάκια χρυσά. Και εμείς ψάχναμε να βρούμε  τη γουρούνα με τα δώδεκα και πηγαίναμε όλη την ώρα στη σπηλιά. Αυτό, ας πούμε, λέει πολλά! Και κάναμε τις παιδικές τρέλες εκεί.