© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Από τα χωράφια στα σπίτια των αστών: Ο βίος μιας ανήλικης υπηρέτριας τη δεκαετία του '50

Κωδικός Ιστορίας
12736
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ιωάννα Σωτηροπούλου (Ι.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/06/2022
Ερευνητής/τρια
Ιωάννα Μουρά (Ι.Μ.)
Ι.Μ.:

[00:00:00]Πρώτη συνέντευξη για το Istorima. Ερευνήτρια: Μουρά Ιωάννα. Αφηγήτρια: Σωτηροπούλου Ιωάννα. 2 Ιουνίου, Αθήνα.

Ι.Σ.:

Είμαι η Ιωάννα Σωτηροπούλου. Γεννήθηκα σ’ ένα χωριό έξω από την Πάτρα. Το χωριό μου λέγεται Δροσιά. Έχω μεγαλώσει σε μια οικογένεια με οκτώ αδέρφια, τα οποία τα αδέλφια μου ήτανε πέντε παιδιά και τρία τσουπιά. Έτσι τα λέγανε τότε και έτσι σας τα λέω και αυτή τη στιγμή κι εγώ, για να καταλάβετε πώς μας λέγανε την εποχή εκείνη. Έτσι ήρθε και ένας κύριος εκεί, που ήτανε φίλος του πατέρα μου, και είπε στον πατέρα μου: «Να στείλουμε το τσουπί σου να ζήσει καλύτερα σε μια οικογένεια στην Πάτρα». Και λέει και ο πατέρας μου, το σκέφτηκε, το συζήτησε με τη μάνα μου και είπαν εντάξει. Και έτσι, αναγκάστηκε την άλλη, μετά μία εβδομάδα, δύο εβδομάδες, δεν θυμάμαι ακριβώς, να με πάρει και να με πάει στην Πάτρα. Φυσικά, σταμάτησε το σχολείο. Είχα πάει μέχρι τη δευτέρα τάξη του δημοτικού και μετά δεν ξαναπήγα σχολείο. Αυτή ήταν η μόρφωσή μου. Με πήγε στην Πάτρα σε μια οικογένεια που ήταν από τρία μεγάλα άτομα και δύο μικρά παιδάκια. Εκεί, εντάξει, τον πρώτο καιρό ήταν καλά μπορώ να πω, γιατί δεν έκανα δουλειές, δεν με κακομεταχειριζόντουσαν, μου μιλάγανε όμορφα, με είχαν σαν παιδί τους μπορώ να πω, γιατί δεν μου φερόντουσαν άσχημα. Και εμένα μου άρεσε να μου μιλάνε όμορφα και να μη μου φέρονται σκληρά. Και γι’ αυτό κι εγώ έκατσα περίπου έναν χρόνο σε αυτό το σπίτι. Οι δουλειές μου ήτανε να προσέχω το παιδάκι, να πηγαίνω να ψωνίζω στο μπακάλικο, μανάβικο και εφημερίδες, περιοδικά, και να καθαρίζω έξω το πεζοδρόμιο με τη σκούπα, που ήταν πιο μεγάλη από μένα η σκούπα. Εν πάση περιπτώσει, έφτιαχνα και τις σκάλες. Πολλές φορές σκούπιζα και τη σκάλα, την οποία τη σφουγγάριζα με μια βούρτσα, γιατί ήτανε ξύλινες οι σκάλες εκεί που ανεβαίναμε. Ήταν κάπου δεκαοκτώ σκαλοπάτια και έπρεπε να τα καθαρίζω. Στον πρώτο καιρό ήμουνα πάρα πολύ καλά και ελαστικά και όλα. Βγαίναμε βόλτα με το παιδάκι με το καρότσι, μας πηγαίνανε στην παιδική χαρά, πηγαίναμε στα Ψηλαλώνια, καθόμαστε σ’ ένα καφενείο και μας κερνούσαν πατατούλες τηγανιτές, που ήταν της μόδας τότε πάρα πολύ στην Πάτρα, και το βραδάκι επιστρέφαμε. Κάθε απόγευμα αυτό γινότανε, και το βραδάκι επιστρέφαμε στο σπίτι. Ώσπου να κάνει το παιδάκι μπάνιο, να τακτοποιηθεί, να, ξέρω ‘γω, να το βάλουμε στο κρεβάτι του και μετά έπρεπε να στρώσουμε τραπέζι, να τους βοηθήσω για να καθίσουμε να φάμε. Δωμάτιο δεν είχανε δικό μου να μου δώσουνε για να κοιμάμαι και με είχαν βάλει στην τραπεζαρία. Αλλά ήταν η πρώτη φορά που κοιμήθηκα κι εγώ όταν πρωτοπήγα σε μαξιλαράκι με μαξιλαροθήκη και με σεντόνια. Στο χωριό μας δεν είχαμε σεντόνια, κοιμόμαστε με κουβερτούλες τις οποίες είχε φτιάξει στον αργαλειό η μάνα μου. Οπότε καταλαβαίνετε μετά, πώς να γυρίσω πάλι στο χωριό μου εγώ να κοιμηθώ επάνω σε αυτές τις κουβέρτες που μ’ έτρωγε όλο το κορμί μου; Εν πάση περιπτώσει, η ζωή μου συνεχίστηκε αρκετό καιρό, έναν χρόνο σε αυτό το σπίτι.

Ι.Μ.:

Γιαγιά, θυμάσαι πώς ήταν η πρώτη σου μέρα στην καινούργια οικογένεια;

Ι.Σ.:

Ήταν πάρα πολύ δύσκολη, πάρα πολύ δύσκολη. Αφού και ακόμη το θυμάμαι και συγκινούμαι, ότι ήμουνα σ’ ένα ξένο περιβάλλον που δεν ήθελα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά, όλους τους έβλεπα ξένους. Όλους τους έβλεπα. Και κάθε βράδυ στον ύπνο μου έκλαιγα, το μαξιλάρι μου γινόταν μούσκεμα και έλεγα: «Δεν θα ξανακλάψω ποτέ στη ζωή μου πια!». Αλλά δυστυχώς η ζωή μου ήταν όλο κλάμα και στεναχώρια! Και έτσι συνεχίστηκε. Περάσανε ο καιρός, συνήθισα, αλλά πάντα μου λείπανε οι δικοί μου. Ο πατέρας μου ερχόταν κάθε έξι μήνες, τρεις μήνες, αναλόγως δηλαδή τα ψώνια που θα κάνανε για να περάσουν τη σεζόν τους, και τον έβλεπα. Καθόταν μία μέρα και μετά έφευγε.

Ι.Μ.:

Με τη μητέρα σου, τα αδέρφια σου;

Ι.Σ.:

Όχι! Μέσα σε αυτόν τον χρόνο δεν τους είχα δει καθόλου! Αυτόν τον χρόνο δεν τους είχα δει καθόλου. Εκτός από την αδελφή μου, την πιο μεγάλη από μένα, που ήταν δίπλα σ’ ένα σπίτι που δούλευε και αυτή, και έτσι βλεπόμαστε κάπου κάπου. Δεν ήταν καθημερινή, μπορεί να βλεπόμαστε κάθε δεκαπέντε μέρες, δεν μ’ έβλεπε ούτε την έβλεπα, μόνο απ’ το μπαλκόνι καμιά φορά. Έτσι συνεχίστηκε αυτός ο χρόνος. Ο οποίος είχα και ένα άλλο στενάχωρο συμβάν, το οποίο ο αδερφός μου, ο μεγάλος ο μεγάλος, ήρθε να με αποχαιρετήσει για να φύγει για την Αυστραλία. Ήτανε αρχές του ’59. Γιατί τότε φεύγανε ο κόσμος για Αυστραλία και τέτοια. Και ο αδελφός μου ξεκίνησε τη ζωή του να φύγει για την Αυστραλία, και ήρθε και με χαιρέτησε. Βέβαια, εγώ τον αδερφό μου αυτόν δεν τον είχα πολύ νιώσει, γιατί και αυτός με περνάει πάρα πολλά χρόνια, περίπου μπορώ να σας πω και δεκαπέντε χρόνια και δεκαέξι μπορεί, τόσο. Μπορεί και παραπάνω, δεν θυμάμαι ακριβώς χρονολογία. Αλλά δεν τον είχα ζήσει σχεδόν. Εγώ ήμουνα μικρή, αυτός έφυγε για την Αθήνα, τον έβλεπα σαν έναν μεγάλο θείο, δεν τον έβλεπα σαν αδερφό μου, να τον έχω νιώσει τόσο πολύ. Τέλος πάντων, στεναχωρέθηκα πάρα πολύ, έφυγε και ο αδερφός μου. Η ζωή συνεχιζόταν.

Ι.Σ.:

Ώσπου μία μέρα μου λέει η αδελφή μου ότι: «Εγώ θα φύγω για Αθήνα», ήμουνα στον χρόνο επάνω, «εγώ», μου λέει, «θα φύγω για Αθήνα γιατί έχω βρει σπίτι». Γιατί ήτανε 15 χρονών η αδερφή μου τότε. «Έχω βρει σπίτι και θα πάω στην Αθήνα να δουλέψω. Εσύ; Θέλεις να έρθεις σε αυτό το σπίτι που είμαι εγώ;». «Γιατί», λέει, «έτσι κανονίσανε ο πατέρας με την οικογένεια που μένω». Εγώ δεν ήξερα, να πω την αλήθεια, δεν με... Αλλά είχε ένα κοριτσάκι αυτή η οικογένεια και εμένα αυτό με ενθάρρυνε πιο πολύ, γιατί το κοριτσάκι αυτό ήταν δύο χρόνια πιο μικρότερό μου, οπότε υπολόγισα: «Ωραία θα είναι, θα παίζω με το κοριτσάκι, με τις κούκλες», γιατί με το αγοράκι δεν έπαιζα τέτοια πράγματα. «Θα παίζω με το κοριτσάκι κούκλες, ξέρω ‘γω, τα πάντα ας πούμε, όπως παίζουν τα κοριτσάκια». Και έτσι, αναγκάστηκα να φύγω από αυτό το σπίτι. Ήρθε ο πατέρας μου, συνεννοήθηκε με την κυρία αυτή και με πήρε και με πήγε στη διπλανή κυρία, η οποία λεγότανε Παρασκευή. Ο άντρας της ήταν καθηγητής διορισμένος στην Πάτρα και μένανε δίπλα ακριβώς από το σπίτι αυτό. Και έτσι η ζωή, επήγα σε αυτό το σπίτι τώρα, η ζωή συνεχιζόταν πάλι από την αρχή. Εκεί ήμουνα μεγαλύτερη, ήμουνα 11 χρόνων πια. 11 χρόνων με βάζανε η κυρία αυτή, δεν ήταν μόνο να παίζω, μ’ έβαζε και έκανα και δουλειές, και ψώνια και δουλειές, και δεν ήταν όπως ήταν η πρώτη κυρία. Η πρώτη κυρία με είχανε στο τραπέζι, τρώγαμε μαζί, παίρναμε πρωινό μαζί. Η άλλη το έπαιζε πιο αριστοκρατία. Θέλαν την υπηρέτρια να είναι στην κουζίνα να τρώει, να μαζεύει τα πιάτα και μετά να τρώει αυτή. Έτσι συμπεριφερόταν η κυρία.

Ι.Μ.:

Για σχολείο δεν...

Ι.Σ.:

Σχολείο καμία συζήτηση, καμία συζήτηση! Το σχολείο έπρεπε να πηγαίνω μόνο πρωί, γιατί το Νυχτερινό ήταν μακριά, δεν μπορούσε να με πάει κανένας –δεν τους ενδιέφερε βέβαια να με πάνε. Το παιδί τους πήγαινε σχολείο. Όταν πρωτοπήγα εγώ, αυτό πήγαινε πρώτη τάξη. Δευτέρα πρέπει να πήγαινε ακριβώς, γιατί δεν θυμάμαι πολύ καλά τώρα. Πήγαινε, πρέπει να πήγαινε δευτέρα γιατί, εφόσον είχαμε δύο χρόνια, εγώ ήμουνα περίπου δύο χρόνια Πάτρα, εκεί, οπότε πήγαινε το παιδί δευτέρα τάξη. Δεν τους ενδιέφερε, γιατί μπορούσαν να μου κάνουν και μαθήματα ο καθηγητής στο σπίτι, να μου βάζει κάποια στιγμή, ξέρω ‘γω, εν πάση περιπτώσει. Εγώ όμως προσπαθούσα να διαβάζω τα περιοδικά που έπαιρνε η κυρία. Από τότε διάβαζα τα μυθιστορήματα, τα περιοδικά στα κρυφά, γιατί δεν μου τα ‘δινε, τα μάζευε η κυρία. Δεν ξέρω για ποιον λόγο τα μάζευε, πάντως τα είχε πάκο εκεί πέρα κι εγώ έπαιρνα κρυφά και τα μάζευα. Πάντως, αυτό το σπίτι δεν μου συμπεριφερόταν τόσο ωραία όσο το πρώτο σπίτι!

Ι.Μ.:

Θυμάσαι μια μέρα σε αυτή την οικογένεια, πώς ήταν η καθημερινότητα σου;

Ι.Σ.:

Στη δεύτερη οικογένεια;

Ι.Μ.:

Στη δεύτερη.

Ι.Σ.:

Μπράβο! Αυτή, λοιπόν, η δεύτερη οικογένεια, ο καθηγητής έφευγε 7:00 ο άνθρωπος το πρωί. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος, δεν μπορώ να πω. Η κυρία όμως ήταν πάρα πολύ σκληρή. Έπρεπε τις δουλειές να τις κάνουμε μαζί με την κυρία. Εγώ ήμουν τότε 11 χρονών, όπως λέμε, 10 με 11 χρόνων εκεί μέσα, 10,5 με... Ήμουν ένα κοριτσάκι αδύνατο, καταλαβαίνετε, δεν μπορούσα να σηκώσω ούτε… Πηγαίναμε μαζί να πλύνουμε. Μου ‘βαζε εμένα από τη μία μεριά, μου ‘βαζε αυτή τη σκάφη, και από τη μία μεριά εμένα και από την άλλη μεριά αυτή, να κουβαλάω το νερό, να βράζουμε γιατί είχαν τότε πλυσταριά, δεν είχαν πλυντήρια[00:10:00]. Δεν είχανε αυτά, ήταν πλυσταριά λεγόταν, κάτω στο υπόγειο. Κατεβαίναμε εκεί, εκεί τα πλένουμε, εκεί έβαζε φωτιά καζάνι και πλέναμε. Εγώ ν’ ανάψω τη φωτιά, εγώ να βάλω τη σκάφη, εγώ να τα κάνω αυτά όλα, ώσπου να ‘ρθει και αυτή να πλύνουμε, να τ’ απλώσουμε, να τα μαζέψω, να της τα πάω, να τα διπλώσουμε και να τα βάζουμε να σιδερώσει, να τα βάζουμε στα συρτάρια. Όλη αυτή η διαδικασία περνούσε από τα δικά μου τα χέρια, παρόλο που ήμουνα μικρή. Ώσπου το μεσημέρι ερχότανε το παιδί και ο σύζυγος, να έχουμε το τραπέζι έτοιμο, να φάνε, να μαζέψω το τραπέζι για να πάνε αυτοί να ξεκουραστούν, για να καθίσω να φάω εγώ και να πλύνω και τα πιάτα στην κουζίνα.

Ι.Μ.:

Εσύ δηλαδή έτρωγες μόνη σου.

Ι.Σ.:

Ενώ στο πρώτο σπίτι μού φερόντουσαν πολύ πιο ανθρώπινα! Τέλος πάντων, τελείωσε τον πρώτο καιρό αυτό. Μετά έρχεται μια μετάθεση στον κύριο και έπρεπε να φύγουνε για την Αθήνα, γιατί είχαν εκεί δικό τους σπίτι στην περιοχή του Ζωγράφου. Και έπρεπε, ξενοικιάστηκε το σπίτι τους, που το είχανε σε Κύπριους νοικιασμένο –ήταν φοιτητές Κύπριοι πάρα πολλοί την εποχή εκείνη στην Αθήνα και ενοίκιαζαν τα σπίτια. Λοιπόν, ξενοικιάστηκε το σπίτι, πήρε μετάθεση και ξεκίνησαν να πακετάρουν τα πράγματα.

Ι.Μ.:

Θα πήγαινες κι εσύ μαζί τους;

Ι.Σ.:

Θα πήγαινα. Βέβαια, θα πήγαινα μαζί τους!

Ι.Μ.:

Ήθελες;

Ι.Σ.:

Να σου πω την αλήθεια ήθελα, γιατί δεν ήξερα τι θα βρω και στην Αθήνα, αλλά είχα τους δικούς μου. Θα ήταν αδέλφια μου εκεί, είχα πέντε-τέσσερα αδέρφια στην Αθήνα την εποχή εκείνη. Η αδελφή μου η μεγάλη, η Έλλη, η Κική, ο Αλέκος και ο Γιώργος, γιατί είχε φύγει ο αδερφός μου ο Αντρέας για Αυστραλία, οπότε είχαν μείνει τα τέσσερα παιδιά κι εγώ που θα πήγαινα, πέντε. Απλώς ήμαστε σε διάφορες περιοχές, δεν ήμαστε στου Ζωγράφου. Η αδερφή μου ήτανε στα Ιλίσια, η άλλη ήταν στη Καλλιθέα, ήμαστε σε διαφορετικές περιοχές. Απλώς όμως είχα την έννοια ότι κάποτε θα τους δω, κάποτε θα ‘ρθουν, κάποια εβδομάδα, κάποια Κυριακή. Τέλος πάντων.

Ι.Μ.:

Και οι αδελφές σου ήταν…

Ι.Σ.:

Και οι αδερφές μου υπηρέτριες! Ήταν και αυτές, αλλά φύγανε από την Πάτρα –στην Πάτρα ήταν και αυτές. Φύγανε από την Πάτρα και πήγανε στην Αθήνα, γιατί βρήκανε μεγαλύτερο μισθό, γι’ αυτό και ανέβηκαν ας πούμε στην Αθήνα.

Ι.Μ.:

Γιαγιά, εσύ πληρωνόσουν για τις υπηρεσίες σου;

Ι.Σ.:

Ναι, πληρωνόμουν, αλλά απλώς δεν ξέρω τώρα, ήταν 80 δραχμές; Ήταν 50 δραχμές; Ποτέ δεν τις είχα δει γιατί, όταν ερχόταν ο πατέρας, τα έπαιρνε ο πατέρας τα χρήματα για να μπορέσει να ψωνίσει, για να ζήσουν οι υπόλοιποι στο χωριό, τα υπόλοιπα παιδιά στο χωριό που ήτανε, να κάνουν αυτά τα ψώνια που κάνουνε. Μαζεύαμε πράγματα, τα πακετάραμε τα πράγματα, ήμαστε περίπου δύο εβδομάδες σ’ ένα ανάστατο –αλλά ξέχασα να σας πω, η ζωή που μου κάνανε δεν ήμουν τόσο ευχαριστημένη, γιατί δεν χόρταινα πολύ φαγητό, όπως ήθελα εγώ. Γιατί ήμουνα πάρα πολύ φαγανή, ήμουνα ένα παιδί που ζήλευα. Δηλαδή ζήλευα, έτρωγες εσύ κάτι και δεν μου έδινες το ζήλευα. Και η κυρία αυτή είχε στην κουζίνα ένα μεγάλο σαν αρμάρι, που τα λέγανε, και έβαζε πάνω-κάτω πιάτα. Από πάνω έβαζε τα γλυκά, είχε βάζα, είχε με διάφορα, είχε ό,τι γλυκό ήθελες, τα είχε στα βάζα. Λοιπόν, εγώ τα ‘βλεπα, η καημένη, κάθε μέρα, κάθε μέρα. Ερχόταν, κάνανε κάτι επισκέψεις κάτι κυρίες. Τις κερνούσε τσάι, γλυκό, κουλούρια. Εγώ, δεν μου έδινε! Κάποια στιγμή κι εγώ που έλειπε η κυρία κατεβάζω ένα ένα το βάζο, έβαλα σ’ ένα πιατάκι και απ’ όλα τα γλυκά, τα δοκίμασα. Και μετά, αφού φαινόταν ότι λείπαν τα γλυκά, έπρεπε να το φέρω στα ίσια του, να μην το καταλάβει, και έριξα νερό σε όλα τα γλυκά. Ε, αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος που έκανα, γιατί μπορούσα να το παραδεχτώ μετά και να μη ρίξω νερό. Και τις χάλασαν όλα τα γλυκά!

Ι.Μ.:

Το ανακάλυψε;

Ι.Σ.:

Το ανακάλυψε!

Ι.Μ.:

Και;

Ι.Σ.:

Γιατί πιάσανε μούχλα τα γλυκά όλα με το νερό μέσα. Όλα τα γλυκά, τα βάζα. Ήταν τρία-τέσσερα βάζα, δεν θυμάμαι.

Ι.Μ.:

Θυμάσαι τι έγινε τότε;

Ι.Σ.:

Την εποχή εκείνη με το που ήρθε και το ανακάλυψε μ’ έβαλε τιμωρία, με κατέβασε στο υπόγειο, το μεσημέρι δεν μου έδωσε να φάω. Αλλά επειδή ο άντρας της ήταν πολύ καλός άνθρωπος, μου ‘φερε φαγητό την ώρα που αυτή έφυγε το απόγευμα και πήγε βόλτα, και μου ‘φερε μαζί με το κοριτσάκι φαγητό, μου φέρανε. Και δεν το μαρτύρησαν ούτε το παιδί το μαρτύρησε, το κοριτσάκι, στη μάνα της. Τέλος πάντων, το βράδυ γύρισε και αυτή, πάλι δεν μ’ έβαλε με το παιδί να κοιμάμαι, που είχε δωμάτιο το παιδί.

Ι.Μ.:

Πού κοιμόσουν;

Ι.Σ.:

Μ’ έβαλε σ’ ένα άλλο δωματιάκι το οποίο το είχε για να σιδερώνει, να ράβει γιατί είχε μηχανή. Ένα σαν αποθήκη ας πούμε, αλλά ήτανε καθαρό γιατί το καθάριζα μόνη μου αναγκαστικά. Απλώς κοιμόμουνα σ’ ένα κρεβατάκι. Είχα τα σεντόνια μου, τα ρούχα μου, μια ντουλαπίτσα. Είχα δηλαδή τα πράγματά μου, είχα και τα παιχνίδια μου μαζί με το κοριτσάκι αυτό, κάτι κουκλίτσες που μου είχε δώσει αυτό.

Ι.Μ.:

Παίζατε με τη μικρή;

Ι.Σ.:

Παίζαμε όταν έλειπε η μαμά. Όταν έλειπε η μαμά παίζαμε, γιατί δεν την άφηνε να παίξει. Την πήγαινε συνέχεια να μαθαίνει πιάνο, να μαθαίνει αγγλικά, νομίζω, τέτοια πράγματα να κάνει, και δεν την άφηνε να παίζει με το υπηρετικό προσωπικό. Ήθελε να έχει παιδάκια, αυτές, που οι κυρίες που ερχόντουσαν και έπιναν τσάι και καφέ να έρχονται να παίζουν με αυτά τα παιδάκια.

Ι.Μ.:

Και όταν ερχόντουσαν αυτά τα παιδάκια στο σπίτι, εσύ πού ήσουν;

Ι.Σ.:

Εγώ ήμουνα έτοιμη να σερβίρω τα παιδάκια, να τους δώσω κουλουράκια, να τους δώσω νεράκι, να τους δώσω πορτοκαλαδίτσα, να τους δώσω τέτοια πράγματα.

Ι.Μ.:

Δεν μπορούσες να συμμετέχεις;

Ι.Σ.:

Δεν μπορούσα, δεν μπορούσα να συμμετέχω στα παιχνίδια.

Ι.Μ.:

Πώς ένιωθες γι’ αυτό;

Ι.Σ.:

Πάρα πολύ χάλια, πάρα πολύ χάλια! Τέλος πάντων, ετοιμαστήκαμε να ξεκινήσουμε για την καινούργια μας ζωή στην Αθήνα αποχαιρετώντας στην Πάτρα, που ήταν ας πούμε πολύ ωραία, δεν ήταν σαν την Αθήνα, ήταν πιο μικρή, ήταν πιο ωραία, πιο τα πάντα, άσχετο αν δεν είχα εγώ τους δικούς μου κοντά. Όπως και στην Αθήνα, τα ίδια ήταν ας πούμε. Ξεκινήσαμε, πακετάρανε τα πράγματα, ήρθε ένα φορτηγό να τα φορτώσουν. Εμένα όμως δεν με πήρανε με το ΚΤΕΛ ή με το ταξί –γιατί δεν θυμάμαι ακριβώς πώς φύγανε η μάνα με το κοριτσάκι–, γιατί η μάνα ήταν πολύ αριστοκράτισσα. Κι εγώ πήγα με το φορτηγό στην καρότσα για να πάμε στην Αράχωβα πρώτα.

Ι.Μ.:

Μόνη σου ήσουν μέσα στο φορτηγό;

Ι.Σ.:

Ήμουν με το αφεντικό. Το αφεντικό ήταν μπροστά μαζί με τον φορτηγατζή, ήταν στο μπροστινό κάθισμα. Αλλά απαγορευόταν να ‘ναι κι άλλο άτομο μπροστά, γι’ αυτό με βάλανε στην καρότσα.

Ι.Μ.:

Μαζί με τις κούτες, λοιπόν, ήσουν.

Ι.Σ.:

Μαζί! Είχε και εκεί μια πολυθρόνα και με είχανε βάλει εκεί και με είχανε δέσει κιόλας, γιατί ήμουνα πολύ μικροσκοπικούλα, μη σαλτάρει το φορτηγό και έρθω… Τέλος πάντων, πάνω στην πολυθρόνα κάθισα. Φτάσαμε στην Αράχωβα. Εκεί ήταν το εξοχικό τους, στην Αράχωβα, ν’ αφήσουμε μερικά πράγματα στην Αράχωβα και μετά το φορτηγό να γυρίσει στην Αθήνα για ν’ αφήσουμε τα πράγματα. Γιατί από την Πάτρα για να πας στην Αράχωβα, νομίζω, είναι πιο κοντά γιατί είναι το Γαλαξίδι, περνάς Ναύπακτο, δεν ξέρω πώς, δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα. Πάντως νύχτα ήτανε, φτάσαμε στο αυτό, κατεβάσαμε γιατί εκεί πέρα περιμένανε κάποιοι γνωστοί τους, κατέβασαν τα πράγματα, συγγνώμη, κατέβασαν τα πράγματα, κατεβήκαμε και εμείς λίγο να ξεμουδιάσουμε και μετά ξανά τα ίδια, κατεβήκαμε για να έρθουμε Αθήνα, για να πάμε στου Ζωγράφου. Κατέβασε το φορτηγό όλα τα πράγματα που ήταν, αλλά προτού τα κατεβάσει, μετά τοποθέτησε μέσα στο σπίτι, ήταν ας πούμε σ’ ένα δωμάτιο, έπρεπε να καθαρίσουμε το σπίτι, γιατί ήταν από το που είχαν ενοικιάσει φοιτητές και είχανε φύγει και τα είχαν παρατήσει άνω-κάτω. Τέλος πάντων, καθαρίσαμε το σπίτι. Έπρεπε κι εγώ να έχω μεγάλη συμμετοχή σε αυτό το σπίτι, γιατί η κυρία δεν μπορούσε να τα κάνει όλα μόνη της, να βάλουμε κουρτίνες, να βάλουμε αυτό. Εγώ, με είχε βάλει πάνω στη σκάλα και φοβότανε μην πέσω κιόλας και με σκοτώσει και μου ‘λεγε: «Πρόσεχε, πρόσεχε!». Και το μεσημέρι εγώ κατέβαινα σαν κοτόπουλο που ήθελα να πάω να ξαπλώσω. Ήμουν τόσο κουρασμένο που ήθελα να πάω να ξαπλώσω. Έπρεπε να φτιάξω και ένα δωμάτιο για μένα που ήτανε, και εκεί δεν ήταν τελειωμένο. Ήταν και εκεί σαν αποθήκη πάλι, αλλά δεν ήτανε... Είχε ευτυχώς, είχε καλοριφέρ μέσα, είχε πολλά δωμάτια αυτό το σπίτι και δεν τα χρησιμοποίησαν όλα τα δωμάτια. Μάλλον το είχε σαν ξενώνα, γιατί είχε πέντε δωμάτια. Είχε σαλόνι, τραπεζαρία, δύο κρεβατοκάμαρες, κουζίνα, μπάνιο και ένα μπάνιο το οποίο δεν το είχανε ακόμα φτιάξει, το οποίο το χρησιμοποιούσα μόνο εγώ αυτό το μπάνιο.

Ι.Μ.:

Είχες πρόσβαση σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού;

Ι.Σ.:

Σε όλα τα δωμάτια. Όχι να μένω και να κοιμάμαι!

Ι.Μ.:

Να τα καθαρίζεις.

Ι.Σ.:

Να καθαρίζω μαζί με αυτήν, γιατί ποτέ δεν με αφήνει μόνη μου, γιατί φοβότανε επειδή είχε πολύ καινούργια έπιπλα. Της τα ‘χανε από την Αμερική, δεν ξέρω από πού τα είχανε, ήταν πολύ παλιά, πολύ καλά, πολύ αριστοκρατικά και έπρεπε να ήμαστε μαζί να μου λέει κάνε αυτό, κάνε αυτό[00:20:00], γιατί φοβόταν μην κάνω ζημιές. Γιατί κι εγώ ήμουνα λίγο απρόσεκτη, έκανα ζημιές αρκετές, αλλά όχι... Έσπαγα ένα πιάτο, ένα ποτήρι μου έφευγε απ’ τα χέρια. Κάτι τέτοια ας πούμε πράγματα έκανα. Τέλος πάντων, η ζωή συνεχίστηκε στην Αθήνα. Το παιδί το γράψανε στο σχολείο.

Ι.Μ.:

Πώς ήταν η ζωή στην Αθήνα;

Ι.Σ.:

Ε, τώρα ήταν πιο κουραστική για μένα στην Αθήνα, γιατί ήμουνα πιο μεγάλη και με είχανε βάλει να κάνω πολλές δουλειές. Πρώτον, να πηγαίνω να ψωνίζω πολύ μακριά, γιατί εκεί στη γειτονιά δεν είχε μαγαζιά και έπρεπε να κατεβαίνω στου Ζωγράφου χαμηλά για ψωμί ας πούμε. Έκανα ένα τέταρτο να πάω και παραπάνω να φτάσω στον φούρνο, ήταν χαμηλά! Μπορώ να πω ότι ήταν κοντά στο «Παίδων», δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα. Ήτανε πάντως χαμηλά, κοντά στην Πανεπιστημιούπολη, κάπου τόσο χαμηλά. Και εκεί ο φούρνος ήταν μακριά. Αυτοί δεν είχανε, επειδή είχανε φούρνο στην Πάτρα, είχανε φούρνο με ξύλα, λεγόταν μασίνα, δεν θυμάμαι πώς ακριβώς λεγόταν αυτός ο φούρνος που έψηνε το φαγητό τους. Ενώ στην Αθήνα είχαν κουζίνα ηλεκτρική και δεν μπορούσαν να τη βάλουνε, γιατί τους τα είχαν στείλει από την Αμερική η αδελφή της. Ψυγείο και κουζίνα δεν μπορούσαν να τα βάλει ακόμα σε πρίζα, γιατί έπρεπε να ‘ρθει κάποιος ειδικός μάστορας να τους αλλάξει, κάτι να τους βάλει, δεν θυμάμαι πώς λεγότανε. Και έτσι αναγκαζόμουν να τα πηγαίνω τα φαγητά στον φούρνο εγώ μακριά, ένα ταψί γεμιστά. Μια μέρα όπως τα πήγαινα το πρωί, μου πέφτει, γλιστράω, μου πέφτει το ταψί, μου πέφτουν έξω δύο-τρία γεμιστά. Γιατί κι εγώ, παρόλο που ήμουνα μικρή, σκέφτηκα όπως έπεσα έπρεπε να προφυλάξω το φαγητό, δεν έπρεπε να προφυλάξω τον εαυτό μου, και έτσι αναγκάστηκα να τα πιάσω ένα ένα και να τα σκουπίζω με τα χέρια μου μην είχαν πέτρες μεγάλες και μπούνε μέσα στο φαγητό. Και τα ξαναέβαλα στη θέση τους. Ευτυχώς δηλαδή δεν μου είχαν χυθεί τα ζουμιά. Άσε τα ζουμιά, δεν ήταν, μόνο λάδι, γιατί την εποχή εκείνη ο φούρναρης έβαζε το νερό μέσα στο φαγητό. Εμείς τα πηγαίναμε στεγνό, μόνο με το λάδι και τίποτα άλλο, και αυτός έβαζε το νερό που έπρεπε να ψηθεί το φαγητό. Και έτσι ήταν, αν είχε νερό θα είχε όλο διαλυθεί, ενώ αυτό τουλάχιστον σώθηκε! Ούτε το κατάλαβε ούτε και το είπα βέβαια, γιατί μπορεί και να μ’ έδερνε κιόλας που δεν πρόσεχα. Κι έτσι, ξαναγύρισα το μεσημέρι, πήγα το φαγητό, το μεσημέρι ξαναπάω να το πάρω το φαγητό για να μπορέσουμε να φάμε. Το θυμάμαι λες και είναι τώρα! Το φαγητό ήταν γεμιστά αυτή τη φορά. Άλλες φορές πήγαινα κοτόπουλο, πήγαινα παστίτσιο, αυτά τα φαγητά, τα οποία εγώ δεν τα είχα φάει ποτέ. Ούτε γεμιστά ούτε παστίτσιο δεν είχαμε εκτός από το χωριό μου. Δεν τα φτιάχναμε γιατί δεν είχαμε τέτοια, κιμάδες και αυτά. Εμείς τρώγαμε μόνο τρεις φορές τον χρόνο κρέας στο χωριό, εδώ στην Αθήνα έφαγα λίγο πιο πολύ. Απλώς όμως το έτρωγα με πόνο και με δάκρυα κάθε φορά που σκεφτόμουνα. Και την ώρα που έπρεπε εγώ να πάω να παίξω, έπρεπε να πάω να κοιμηθώ, να ξεκουραστώ, γιατί δεν μπορούσα ν’ αντέξω. Κι έτσι η ζωή έγινε και άρχιζε ας πούμε και μου ‘φευγε. Κάπου-κάπου ερχόταν και κάποια αδερφή μου να με δει, που ήταν και αυτές οι δουλειές τους μακριά, ήταν πια δεσποινίδες. Θέλανε να βγουν στο ρεπό τους, να πάνε μία βόλτα με φίλες, με φίλους να βγουν έξω. Εγώ ήμουνα μικρή ακόμα για να μπορώ να μου δώσουν άδεια να φύγω, να πάω μόνη μου κάπου, που δεν γινόταν αυτό με τίποτα. Και μόλις πέρασε και λίγος καιρός, μετά πήγαινα το παιδί στο σχολείο, πολλές φορές το μεσημέρι και το πρωί να την πάω και να πάω το μεσημέρι να την πάρω, γιατί το παιδί πήγαινε στο Γουδί σχολείο. Ήταν μια απόσταση, θα ‘ταν ένα τέταρτο με τα πόδια. Αλλά εγώ ήμουνα τόσο στα πόδια που πήγαινα και δεν μ’ ένοιαζε δηλαδή να περπατήσω αντί βγω έξω, να βγω έξω να περπατήσω και δεν με ένοιαζε το δρομολόγιο. Και γι’ αυτό πήγαινα με ευχαρίστηση να πάρω το παιδί, γιατί το μόνο που ήτανε έπρεπε να πάρω την τσάντα της, να την κουβαλήσω εγώ. Ήτανε νόμος από την κυρία! Έπρεπε να πάρω την τσάντα του παιδιού, να μην κουραστεί το παιδί.

Ι.Σ.:

Έφτασε και αυτή η περιοχή που έπρεπε... Ήμουν τότε 12. Δεν ήμουν 12 ακριβώς, ήμουν 11,5, γιατί ακόμη δεν είχα γίνει γυναίκα. Εντάξει, κάποια απογεύματα με άφηνε να παίζω, γιατί το ζήταγε και η μικρή, επειδή αυτό ντρεπόταν να βγει έξω να παίξει με τα άλλα παιδιά κι εγώ είχα όλη τη διάθεση που έκανα φίλες, έκανα φίλους. Δηλαδή όλα τα παιδάκια με παίζανε, παρόλο που ήμουνα εγώ το υπηρετριάκι και το κοριτσάκι ήτανε του αφεντικάκι μου, με παίζανε και γι’ αυτό μ’ έπαιρνε, με ήθελε η μικρή να παίζουμε έξω, αλλιώς δεν έβγαινε αυτό.

Ι.Μ.:

Είχες κάνει, γιαγιά, φιλίες εκεί στη γειτονιά με τα άλλα παιδάκια;

Ι.Σ.:

Τα παιδάκια πηγαίνανε σχολείο, Ιωάννα μου, όλα! Ένα κοριτσάκι που ήταν και αυτό υπηρέτρια κάναμε παρέα μόνο τα πρωινά που πηγαίναμε για ψώνια, τότε συναντιόμαστε, δεν μπορούσαμε να συναντηθούμε άλλες ώρες. Βλέπεις, οι κυρίες ήτανε αυστηρές, δεν άφηναν τα υπερετριάκια να κάνουνε πολλές τέτοιες δουλίτσες. Και έτσι, ένα απόγευμα που είπε να παίξω κι εγώ με τα παιδάκια τα άλλα, ήταν η εποχή τότε που παίζαν τα παιδιά όλα το κατακόρυφο. Να μην το μάθω κι εγώ; Και έτσι αναγκαστήκαμε να μπορέσω να παίξω με το κατακόρυφο. Ε, κάναμε το ένα, έκανε το ένα παιδάκι, έκανε το άλλο παιδάκι: «Έλα και εσύ», μου λένε, «να το κάνεις, Ιωάννα». Εντάξει, άρχισα κι εγώ να κάνω την πρώτη, δεν πήγε καλά. Κάνω τη δεύτερη, πήγε καλύτερα. Πάω να κάνω και την τρίτη και πίσω, ακριβώς πίσω μου, ήρθε το κοριτσάκι της αφεντικίνας μου χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να το καταλάβω καθόλου! Και του δίνω τόση δύναμη –γιατί όταν, για να γυρίζεις έτσι θέλει δύναμη–, και του σπάω όλο το πρόσωπο εδώ μπροστά, τη μύτη, το πρόσωπο –μεγάλη ζημιά–, τα δόντια. Γιατί, βλέπεις, δεν φορούσα παπούτσια.  Δεν ήταν εμένα μικρά τα παπουτσάκια μου, λευκά, ήτανε χοντροκομμένα, γιατί εγώ ήμουνα υπηρέτρια, δεν ήμουνα το κοριτσάκι τους που φορούσε παπουτσάκια λεπτά δερμάτινα. Και όλη αυτή η δύναμή μου έπεσε πάνω στο παιδί και το έκανα χάλια! Εγώ με το που το είδα αυτό, φωνάζω την κυρία και αντί ας πούμε... Αυτή μ’ έβρισε, δεν θυμάμαι τώρα τι μου είπε, μ’ έβρισε. Παίρνει το παιδί και τον πάει στον ωριλά που ήταν ο αδελφός της και το τρέχουν στο νοσοκομείο, και έμεινε το παιδί δύο μέρες μέσα στο νοσοκομείο με ράμματα με... Κι εγώ ήμουνα κλεισμένη δύο μέρες νηστικιά μέσα στο δωμάτιό μου!

Ι.Μ.:

Σε είχαν βάλει τιμωρία;

Ι.Σ.:

Δεν ήταν αυτό, φοβόμουνα εγώ με την οργή τους! Φοβόμουνα και μπήκα στο δωμάτιο και κλείστηκα μέσα και δεν μπορούσα να βγω, γιατί έξω άκουγα συνέχεια να του λέει μόλις γύρισα: «Δειρ’ τηνα, δείρ’ τηνα, δείρ’ τηνα!», να το λέει στον κύριο, να το λέει συνέχεια η κυρία Παρασκευούλα –Βούλα την λέγανε–, συνέχεια. Και όσο άκουγα εγώ έτσι τόσο πολύ φοβόμουνα. Και το βράδυ που αυτή πήγαινε για ύπνο, σηκώθηκα και πήγα τουαλέτα. Όλη μέρα ήμουν νηστική, ούτε να πάω ούτε τίποτα, έτρεμα. Ήξερα τώρα γιατί άκουγα που λέγανε: «Να πάρεις τον πατέρα της, να πάρεις τον πατέρα της και να του στείλεις τηλεγράφημα να έρθει την πάρει, να έρθει να την πάρει!». Την άλλη μέρα το πρωί με πετύχανε στον διάδρομο στην κουζίνα, δεν θυμάμαι, «πια», λέω, «δύο μέρες έχουν περάσει, θα είναι ήρεμα τα πράγματα».

Ι.Μ.:

Δεν ήταν ήρεμα;

Ι.Σ.:

Ήρεμα ήταν, αλλά αυτή του ‘λεγε: «Δειρ’ τηνα». Και θυμάμαι που μου έδωσε ένα χαστούκι, μα ένα χαστούκι! Όχι πολύ δυνατό, δεν με πόνεσε το πρόσωπό μου, με πόνεσε η καρδιά μου, γιατί δεν με είχε δείρει ούτε ο πατέρας μου, δεν μου είχε δώσει δηλαδή χαστούκι ποτέ! Ούτε ο πατέρας μου!

Ι.Μ.:

Πώς ένιωσες;

Ι.Σ.:

Ένιωσα τόση ντροπή, τόσο φόβο και τόση απέχθεια! Μου ερχότανε να τους τα σπάσω όλα εκεί μέσα, τόσο πολύ δηλαδή, τι να σου πω; Ενώ είχα τόσο πολύ στεναχωρηθεί για το κοριτσάκι, γιατί το παιδί δεν μου ‘φταιγε τίποτα. Μα δεν το ήθελα κι εγώ! Κι αυτοί δεν σκέφτηκαν ότι κι εγώ ήμουνα ένα παιδί; Δηλαδή δεν ήθελα να κάνω κακό, το είπαν και τα άλλα τα παιδάκια. Πήγε η Αθηνά από πίσω μου, ήρθε η Αθήνα από πίσω μου και με το γύρισμα να σηκώσω τα πόδια μου κι εγώ να γυρίσω κατακόρυφο –γιατί παίρνεις πολύ μεγάλη φορά για να το κάνεις αυτό–, χτύπησα το παιδί χωρίς να το θέλω! Αυτό πήγε από πίσω, φορούσε και γυαλιά. Έπαθε μεγάλη ζημιά πάντως, ήταν με ράμματα, τουλάχιστον μία εβδομάδα με ράμματα στη μύτη, στο πρόσωπο και στα δόντια.

Ι.Μ.:

Εσύ την Αθηνά την πρόλαβες όταν επέστρεψε στο σπίτι μετά το νοσοκομείο;

Ι.Σ.:

Ήρθε το κοριτσάκι από το νοσοκομείο, της είπα συγγνώμη. Εγώ ήμουν ήδη έτοιμη για να σηκωθώ να φύγω. Γιατί είχε στείλει [00:30:00]τηλεγράφημα στον πατέρα μου, ο πατέρας έστειλε τηλεγράφημα στην αδελφή μου και ήρθε η Έλλη, πήρε τηλέφωνο και ήρθε η αδερφή μου η μεγάλη να με πάρει. Πέρασε περίπου μία-δύο εβδομάδες γίνανε όλα αυτά. Αυτές τις δύο εβδομάδες εγώ, σχεδόν δηλαδή, δεν τους έκανα τίποτα. Απλώς εμένα ώσπου να ‘ρθουν να με πάρουνε.

Ι.Μ.:

Δεν σε βάζανε δηλαδή ούτε για δουλειές;

Ι.Σ.:

Όχι, όχι, απλώς εγώ δεν έβγαινα απ’ το δωμάτιο. Έβγαινα να φάω λίγο, τουαλέτα και μέσα, γιατί φοβόμουνα! Και μετά το χαστούκι, σου είπα, δεν ήθελα ούτε να τους μιλάω. Αφού όταν έφυγα από το σπίτι, ήρθε και με πήρε η αδερφή μου, δεν τους μίλησα καθόλου. Ο κύριος βέβαια δεν ήταν εκεί, η κυρία Βούλα ήταν εκεί. Δεν της μίλησα, ούτε «γεια σου» της είπα όταν έφυγα. Εν τω μεταξύ, ήταν τόσο κακός άνθρωπος αυτή η γυναίκα! Δεν μπορούσα δηλαδή ν’ αντέξω από την γκρίνια τους. Ο άνθρωπος, ο άντρας της –δεν μπορώ να πω ψέματα–, ήταν ένας κύριος. Ποτέ δεν μου είχε κάνει παρατήρηση. Μία φορά που μείναμε οι δυο μας μου φερόταν σαν πραγματικός μεγάλος αδελφός μου. Γιατί αυτή πήρε το παιδί και είχε πάει για εξοχή να καθίσει κι εμένα με άφησε στο σπίτι μαζί με τον σύζυγο. Ερχόταν ο άνθρωπος από τη δουλειά του και μου ‘φερνε φαγητό. Έτρωγε στην ταβέρνα αυτός και μου ‘φερνε κι εμένα φαγητό σαν μεγάλος μου αδελφός.

Ι.Μ.:

Τρώγατε μαζί;

Ι.Σ.:

Τρώγαμε μαζί στην κουζίνα. Γι’ αυτό σου λέω ότι οι άνθρωποι και οι άνθρωποι! Αυτός ήταν μια πολύ φτωχή οικογένεια και είχε σπουδάσει, ήταν και αυτός πολλά αδέρφια, και είχε σπουδάσει με χίλιους κόπους για να γίνει καθηγητής. Η άλλη ήτανε πάρα πολύ πλούσια, οι γονείς της, τ’ αδέρφια της. Και πώς τη δώσανε στον καθηγητή ένας θεός ξέρει!

Ι.Μ.:

Όταν πηγαίναν διακοπές σε παίρνανε μαζί τους;

Ι.Σ.:

Μία φορά με πήραν μόνο στην Αράχωβα, γιατί μετά πολλές διακοπές δεν πηγαίναμε, γιατί δεν είχανε, δεν είχανε χρήματα, γιατί ο μισθός του καθηγητή ήταν λίγος. Μόνο αυτή έπαιρνε εμβάσματα από την Αμερική, της έστελνε η αδελφή της. Και πολλά δώρα, πολλά ρούχα, πράγματά τους έστελνε, πολλά ρούχα! Και φορούσε τουαλέτες αυτή που δεν τις φορούσαν εδώ ούτε οι πιο πλούσιες γυναίκες στην Αθήνα, όταν έβγαινε να πάμε εκκλησία, να πάμε κάποια επίσκεψη στ’ αδέρφια της, πιο πολύ για ν’ ασχολείται με το παιδί, ν’ ασχολούμαι με το παιδί να μην κάνει, ξέρεις, γκρίνιες αυτό. Και τότε μ’ έπαιρνε μαζί της ας πούμε. Εξοχή με πήρε μόνο στην Αράχωβα μία φορά που κάτσαμε είκοσι μέρες τον Αύγουστο. Και εκεί για να τους υπηρετώ βέβαια! Να στρώνω τα κρεβάτια, να κάνω στην κουζίνα –γιατί είχε υπηρέτρια το σπίτι αυτό, είχε υπηρέτρια, γιατί ήτανε από των αρχαίων χρόνων η κοπέλα, ήταν μεγάλη γυναίκα.

Ι.Μ.:

Οπότε εσύ τι δουλειές έκανες;

Ι.Σ.:

Εγώ έκανα δουλειές, τη βοηθούσα αυτή να στρώνουμε τα κρεβάτια, να φέρνουμε νερό, να κάνουμε τα σφουγγαρίσματα. Αυτή ήταν μεγάλη κοπέλα, ήταν 30 χρονών, ήταν πολλά χρόνια αυτή υπηρέτρια σε αυτό το σπίτι, την είχανε μόνιμη. Και εκεί έπαιζα λίγο με τα παιδιά γιατί έβγαινα έξω. Έφευγαν αυτοί, πηγαίναμε βόλτα, είχε έρθει από την Αμερική και η αδελφή της και της είχαν ένα αμάξι και κάνανε βόλτες. Πηγαίναν σε διάφορα χωριά τριγύρω, στο Γαλαξίδι, Ναύπακτο, Ιτέα, δεν θυμάμαι τώρα. Το βράδυ μου τα ‘λεγε το πιτσιρίκι –το πιτσιρίκι; Αυτό ήταν 9 χρονών τότε.

Ι.Μ.:

Σ’ τα συζητούσε δηλαδή;

Ι.Σ.:

Ναι, μου ‘λεγε: «Πήγαμε εκεί, περάσαμε ωραία». Καμιά φορά μου ‘φερνε αυτό καμία σοκολάτα που τις παίρναμε και δεν την ήθελε, γιατί και τα δόντια είχε σιδεράκια και δεν μπορούσε να φάει. Εγώ που την έβρισκα της την έκανα... Τέλος πάντων! Και η τελευταία φορά σε αυτό το σπίτι ήτανε που έκανα και μία ζημιά. Χάλασα το καζανάκι, γιατί τώρα από τη βιασύνη μου, την αυτή μου να το καθαρίσω το χάλασα. Φώναζε και αυτή μετά: «Να μην της δώσεις τα λεφτά, να μην της δώσεις τα λεφτά», έλεγε, «να τα κρατήσεις για το καζανάκι!». Να δεις τι κακός άνθρωπος ήταν! Και της έλεγε αυτός ότι: «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Οι ζημιές γίνονται», λέει, «στους ανθρώπους». «Και εσύ», της λέει, «φταις που έβαλες το κορίτσι να καθαρίσει το καζανάκι. Τι δουλειά έχει το κοριτσάκι να καθαρίσει το καζανάκι;». Τώρα καταλαβαίνεις, τα εργαλεία αυτά δεν πρέπει να κάνουνε μικρά παιδιά. Α ναι, όταν έφυγε η κυρία και μας άφησε με τον κύριο μέσα, μέχρι σινεμά με πήγε. Που δεν είχα πάει ποτέ σινεμά...

Ι.Μ.:

Πώς ήταν πρώτη φορά στο σινεμά;

Ι.Σ.:

...και είδα τη «Μουσίτσα» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Πρώτη φορά που είχα πάει σινεμά!

Ι.Μ.:

Πώς ήταν αυτή η εμπειρία, γιαγιά;

Ι.Σ.:

Ήτανε πάρα πολύ ωραία, δηλαδή το ευχαριστήθηκα πάρα πολύ. Εάν δεν μου είχε δώσει και το χαστούκι ο κύριος Νίκος, θα ήμουνα ειλικρινά ευχαριστημένη και θα 'λεγα ότι αυτός ο άνθρωπος είναι άγιος. Ήταν βέβαια άγιος, και η Κική το λέει –που παρόλο η Κική, ξέρεις: «Ο κύριος Νίκος ήταν άγιος», λέει, «σε αυτή τη γυναίκα. Απορώ», λέει, «πώς την παντρεύτηκε αυτή τη γυναίκα». Αλλά την είχε αγαπήσει, την αγάπησε! Γιατί δεν είχε παρτίδες με το σόι του, δεν ήθελε γιατί ήτανε... Αυτή προτού πάρει την Κική, είχε την ανιψιά του, γιατί ήταν φτωχή οικογένεια και οι ανιψιές του πήγαιναν υπηρεσίες και ήταν υπηρέτρια στη θεία της, στον θείο της. Και έφυγε η Αθηνά γιατί ήθελε να σπουδάσει –Αθήνα τη λέγανε και αυτή την ανιψιά–, και τότε πήρανε την Κική.

Ι.Μ.:

Και μετά πήρανε εσένα.

Ι.Σ.:

Και μετά πήρανε εμένα αφού έφυγε η Κική, κατάλαβες; Γι’ αυτό σου λέω, ήταν από κει η κυρία, είχε μεγάλες βλέψεις, δεν ήθελε… Εδώ που τα λέμε, τα πιο πολλά τα έκανε αυτή σ’ εμένα, τις δουλειές. Τι την θέλαν την υπηρέτρια; Δεν μπορώ να το καταλάβω! Έτσι για να λένε στον κόσμο ότι: «Να, η κυρία έχει υπηρέτρια!». Ήταν μια μόδα που τα κοριτσάκια από μικρά πηγαίνανε στα σπίτια, για να λένε οι κυρίες ότι έχουνε υπηρέτρια να τους κρατάει την τσάντα, να τους κρατάει το παλτό, να τους κρατάει το κασκόλ, για τέτοια πράγματα οι πιο πολλές θέλανε. Γιατί τη δουλειά που θα της έκανα εγώ, το σφουγγάρισμα, έκανα εγώ ένα σφουγγάρισμα, αυτό ήταν ένα πασάλειμμα, να σ’ το πω έτσι, δεν ήταν ένα σφουγγάρισμα όπως έπρεπε. Δεν μου άρεσαν οι δουλειές, Ιωάννα. Το λέω, δεν μου άρεσαν. Και όταν μ’ έβαζε να κάνω τέτοιες δουλειές, και το μόνο μου κακό ήταν που μ’ έβαζε να γονατίζω στο σφουγγάρισμα. Δεν ήθελα να το κάνω. Αλλά δεν είχανε τότε κοντάρι, έπρεπε να πάρεις το σφουγγαρόπανο να γονατίζεις, να πηγαίνεις γωνία-γωνία-γωνία. Το μόνο καλό ήταν ότι είχαν ωραία μωσαϊκά και φαινόταν ότι καθαρίστηκε. Εκείνο ήταν και καινούργιο το σπίτι και φαινότανε όλα. Και να σε βάζει να το κάνεις δύο φορές και τρεις φορές... Εκεί ήτανε η αποθέωση που μου ερχόταν να της πετάξω τον κουβά στο κεφάλι. Η Κική της το είχε κάνει αυτό και την κυνήγαγε με τον πλάστη. Γι’ αυτό σου λέω, η Κική ήταν πιο... ήταν αντάρτης! Εγώ ήμουνα…

Ι.Μ.:

Ήσουν και πιο μικρή.

Ι.Σ.:

Kαι πιο μικρή αλλά ήμουνα και πιο πράος, εγώ έλεγα: «Ασ’ το να πει, δεν πειράζει, άσ’ την να λέει!», ενώ η Κική με το που της έλεγε κάτι, της απαντούσε γιατί μου ‘λεγε: «Η αδελφή σου η γλωσσού, η αδελφή σου η έτσι», μου ‘λεγε συνέχεια. Εγώ δεν της μίλαγα, την άφηνα. Αλλά πολλές φορές ας πούμε που ήμουν τόσο κουρασμένη ήθελα να πάω να ξαπλώσω, ούτε να φάω δεν ήθελα. Μία φορά πρέπει να είχα αρρωστήσει και ανησύχησαν, και της λέει ο καθηγητής: «Το κορίτσι είναι άρρωστο» της λέει. «Τι έχει; Γιατί δεν ήρθε να φάει;», «Αυτό», της λέει, «πεινάει, πώς να έρθει να φάει;». «Δεν ξέρω!» του λέει. Και δεν ήρθε αυτή να δει γιατί εγώ δεν ήρθα. Ήρθε ο άνθρωπος, μου λέει: «Γιατί, παιδί μου, δεν ήρθες να φας;». Λέω: «Δεν μπορώ, πονάει το κεφάλι μου». Και μου δώσανε... Καλμαλίνη ήταν τότε, αλγκόν; Αλγκόν πρέπει να ‘τανε. Μου το έβαλε μέσα σε νερό και μου φέρανε ένα ποτήρι γάλα, η Αθηνούλα το ‘φερε το γάλα και ο άλλος, ο κύριος Νίκος, μου έφερε το αλγκόν για να το πιω. Και έτσι, την άλλη μέρα το πρωί ξανά ο γολγοθάς. Να κάνω τις δουλειές αυτές που μαζί τις κάναμε, να πλύνω τα πιάτα, να πάω να σκουπίσω. Το καλύτερό μου ήτανε να σκουπίσω έξω για να βλέπω κόσμο!

Ι.Μ.:

Να πας στο χωριό πίσω, σαν ρεπό, να δεις τους γονείς σου;

Ι.Σ.:

Άπαπα! Αυτό ήτανε μεγάλο ταξίδι, χρήματα, να πάω από την Αθήνα στο χωριό, ήθελα τρία λεωφορεία.

Ι.Μ.:

Δεν ερχόταν ο πατέρας στην Αθήνα;

Ι.Σ.:

Όχι, ο πατέρας μου στην Αθήνα όχι, γιατί δεν μπορούσε να έρθει, ήταν πολλά τα εισιτήρια. Απλώς ήταν τα κορίτσια, που σου είπα, μία στο τόσο τις έβλεπα. Εν πάσει περιπτώση, συνεχιζόταν η δουλειά μου. Μιλάγαμε με τα κορίτσια και στο τηλέφωνο. Με παίρνανε, είχε τηλέφωνο, η κυρία είχε τηλέφωνο, με παίρνανε μία στο τόσο γιατί απαγορευόταν να παίρνω και τηλέφωνο. Δεν σε αφήνανε να πάρεις τηλέφωνο, τότε τα τηλέφωνα ήταν και πιο ακριβά, δεν ξέρω πώς ήτανε, δεν σε αφήνανε να πάρεις τηλέφωνο.

Ι.Μ.:

Πώς ένιωθες όταν είχες τηλέφωνο από τις αδελφές;

Ι.Σ.:

Ένιωθα έτσι μια ανακούφιση. Με ρώταγαν κιόλας πώς περνάω και αυτά. Εγώ δεν μπορούσα να πω τίποτα γιατί ήτανε δίπλα αυτή, δεν μπορούσα να πω τίποτα. Όταν ερχόταν μέσα σε αυτό το διάστημα, πες ότι ήταν ένας χρόνος που ήμουνα, είχα μείνει κανονικά στον... Θα ήρθανε δύο φορές; Μία η Έλλη και μία η Κική. Τον Γιώργο δεν τον είχα δει καθόλου, τον Αλέκο καθόλου. Τέλος πάντων, εφόσον ήρθαν να με πάρουνε, με διώξανε λόγω του κοριτσιού, τον τραυματισμό του κοριτσιού.

Ι.Μ.:

Πώς έγινε ο αποχωρισμός; Ήταν αυτό το ατύχημα που[00:40:00] είπαμε.

Ι.Σ.:

Το ατύχημα αυτό, και έτσι δεν μπορούσαν να με κρατήσουν, λέει, άλλο. Κι εγώ βέβαια δεν ήθελα να ξαναμείνω εκεί με τίποτα, γιατί δεν μπορούσα να τους βλέπω, γιατί ένιωθα κι εγώ ότι είχα κάνει κάτι μεγάλο κακό. Και το παιδάκι αυτό δεν μου ‘φταιγε και τίποτα. Αλλά δεν έφταιγα κι εγώ, τους το εξήγησα την πρώτη φορά, μετά σταμάτησα να εξηγώ και να δικαιολογούμαι. 

Ι.Σ.:

Κι έτσι, ήρθε η Έλλη, με πήρανε, πήγαμε στο σπίτι, καθίσαμε εκεί που μένανε και τα παιδιά, δύο μέρες έκατσα θυμάμαι. Όταν άνοιξα τη βαλίτσα μου για να βάλω ένα άλλο φορεματάκι που ήθελα να βάλω, για να μη φοράω το ίδιο –έκανα μπάνιο στην αδερφή μου, ξέρω ‘γω, με λούσανε–, με αυτό για να ντυθώ κιόλας και να φύγω για το χωριό, βλέπω ότι τα πράγματά μου τα είχε κρατήσει, αυτά που μου είχε στείλει η αδελφή της από την Αμερική. Κάτι ωραία φουστάνια που μου είχε στείλει από την Αμερική, παπούτσια, πέδιλα.

Ι.Μ.:

Και γιατί... Όταν που ήσουν υπηρέτρια φόραγες άλλα ρούχα;

Ι.Σ.:

Όχι, όχι, ρουχαλάκια φορούσα, ρουχαλάκια φορούσα. Αυτή ήτανε μοδίστρα, έπιανε το χέρι της, ήξερε να ράβει –πώς να σ’ το πω;–, και μου ‘φτιαχνε, της έστελναν από την Αμερική, σου λέω, πάρα πολλά. Και μου ‘στελνε ρούχα, φουστανάκια έτοιμα. Και έστελνε και για την κόρη της αλλά έστελνε και για μένα. Αυτή ήταν πολύ καλή, η αδερφή της. Και για την Κική, αυτό μου ‘λεγε χθες: «Ξέρεις τι μου είχε στείλει», μου λέει, «από την Αμερική η Αλίκη;». Λοιπόν, αυτά μου τα είχε κρατήσει και μου είχε βάλει τα πιο παλιά. Αυτό δεν το κατάλαβα, τι, να πάμε να ζητήσω τα ρούχα; Αυτοί μου τα ‘χανε πάρει, αλλά μπορούσα και να της το κάνω, αλλά δεν το κάναμε γιατί κι εγώ πού να μου ‘κοβε εμένα για τα ρούχα; Τέλος πάντων, με παίρνει η Έλλη, αφού φύγαμε από το σπίτι όλα εντάξει, με παίρνει και με πάει αυτή στο χωριό γιατί δεν μπορούσε να έρθει ο πατέρας. Με πάει στο χωριό, και έτσι έμεινα κανένα τρίμηνο-τεσσεράμηνο; Η Αθήνα τη σεζόν αυτή –το ‘59 με ‘60, ‘60 πρέπει να ήτανε–, ήμουνα φευγάτη, έφυγα από την Αθήνα. Και έτσι, πήγα στο χωριό, έμεινα στο χωριό.

Ι.Μ.:

Όταν επέστρεψες στο χωριό ο πατέρας ή η μητέρα σού είπαν κάτι;

Ι.Σ.:

Όχι, δεν μου είπανε τίποτα. Είπαμε πώς, τι έγινε, δεν με μάλωσαν καθόλου φυσικά. Τι να με μαλώσουν; Μήπως έφταιγα κι εγώ; Τους εξήγησε και η Έλλη. Και τους είπα: «Δεν θέλω να ξαναπάω υπηρέτρια. Τέλος!».

Ι.Μ.:

Το σεβάστηκαν οι γονείς σου;

Ι.Σ.:

Ναι! Ενώ θα μπορούσε τότε και η Έλλη να με κρατήσει εδώ και να με βάλει σε άλλο σπίτι. Τότε υπήρχανε, αμέσως σε παίρνανε. Πήγαινες, είχε γραφείο, υπήρχανε γραφεία που παίρνανε υπηρέτριες, τους πηγαίνανε σε σπίτια και αναλαμβάνανε και την ευθύνη, σου κανόνιζαν τα χρήματα. Αλλά έδινες όμως στο γραφείο 100 δραχμές για να σου βρούνε σπίτι. Και αν δεν ήταν καλό το πρώτο σπίτι, θα σου ‘βρισκε και δεύτερο και τρίτο, κατάλαβες; Κάποια στιγμή, σου λέει, θα πετύχει. Έτσι; Και έτσι εγώ είπα: «Δεν ξαναπάω σε σπίτι. Τέλος!». Και έτσι πήγα στο χωριό. Βέβαια, η αρχή ήταν πολύ δύσκολη για εμένα, γιατί δεν μπορούσα να προσαρμοστώ με τ’ αδέρφια μου πάλι. Ενώ τ’ αγαπούσα, τα λάτρευα, δεν μπορούσα να προσαρμοστώ. Κοιμόμαστε κάτω στρωματσάδα. Εγώ δεν μπορούσα!

Ι.Μ.:

Συνολικά πόσα χρόνια είχες φύγει;

Ι.Σ.:

Περίπου πρέπει να ήτανε περίπου τέσσερα ή τρία χρόνια. Αλλά μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια εγώ είχα μεγαλώσει, δεν ήμουνα το κοριτσάκι που κοιμόμουνα με τα παιδιά, που κατούρησε ο συγχωρεμένος ο Βασίλης και έφθανε σ’ εμάς, που κατουρούσε ο Φώτης και ερχόταν. Έτσι δεν ήταν; Λοιπόν, κι εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ πάλι με τα παιδιά και αναγκάστηκα και λέω στον πατέρα μου να με βάλει πάνω στο κασόνι. Ήτανε ένα κασόνι που είχαμε μέσα στάρι, καλαμπόκι και έκλεινε από πάνω και βάζαμε μία κουβέρτα. Του λέω: «Σε παρακαλώ πολύ», παρακαλώ δεν ήταν, «πατέρα», του λέω, «θέλω να κοιμηθώ εκεί πάνω». «Μα θα κρυώνεις», ξέρω ‘γω, γιατί τα παιδιά κοιμόντουσαν στο παραγώνι που ανάβαμε τη φωτιά κάτω, εκεί κοιμόμαστε. Στρωματσάδα όλα στη σειρά! Και έτσι, μ’ έβαλε πάνω εκεί, αλλά δεν μπορούσα στην αρχή να ξανασυνηθίσω τα στρωσίδια μου, δηλαδή την κουβέρτα. Δεν είχα σεντόνια, βλέπεις, εγώ, η μάνα μου είχε τα σεντόνια, ήταν κάνα δύο σεντόνια της εποχής, αλλά ήταν υφαντά σεντόνια που τα ύφαινε στον αργαλειό, ήταν σκληρά. Ειδικά το καλοκαίρι με πόναγε το κορμί μου, νόμιζες ότι είχε χαρακιές στο κορμί μου που είχανε κάνει, που είχα ξεμάθει βέβαια. Δεν μπορούσα να κάνω μπάνιο όπως έκανα στην Αθήνα, δεν μπορούσα... Συνέχεια έπρεπε ας πούμε... Ήταν αλλιώτικη η ζωή. Το φαγητό, εντάξει, το βόλευα, τρώγαμε, εντάξει. Αλλά σιχαινόμουνα και τα πάντα ακόμα θέλω να σου πω, και το νερό που το πιάναμε από τη βρύση και το είχαμε σε στάμνες. Ενώ στην Αθήνα ήταν από τη βρύση, ήταν όλα διαφορετικά. Για μένα ήταν, σου λέω, μεγάλη δυσκολία πάλι να συνηθίσω στο χωριό. Καθίσαμε τέσσερις μήνες στο χωριό μας. Έρχεται το καλοκαίρι. Εν τω μεταξύ, στο χωριό όταν ήμουνα –γι’ αυτό σου λέω, πιστεύω ότι πρέπει να ήμουνα 11,5 χρονών–, μου ήρθανε η περίοδος, έκανα στήθος, γιατί δεν μου είχε συμβεί ακόμη αυτό. Λοιπόν, στο χωριό φοβόμουν να το πω στη μάνα μου. Ντρεπόμουν, φοβόμουν; Δεν ξέρω. Και κάθε μέρα έπαιρνα το σαπούνι και πήγαινα στο αυλάκι, γιατί στο χωριό έχουμε αυλάκια που πέφτει το νερό, ήταν Ιούνιος-Ιούλιος, εκεί. Ιούνιος ήτανε. Και πήγαινα και το ‘πλενα συνέχεια το εσώρουχό μου, το άπλωνα εκεί, στέγνωνε, το φόραγα, κατέβαινα. Η μάνα μου όμως, η καημένη, δεν είχε σαπούνια. Εγώ το σαπούνι το ‘λιωνα –πώς να το πω;–, έπαιρνα μια πλάκα σαπούνι και το ‘λιωνα για να καθαρίσει. Το κατάλαβε και μου λέει: «Παιδί μου», μια μέρα με παίρνει από πίσω, σου λέει πού πάει αυτή με το σαπούνι; Πήρα το σαπούνι και έφυγα. Πού πάει αυτή με το σαπούνι; Και με πιάνει στο αυλάκι και καθόμουνα και έπλενα το εσώρουχό μου, το άπλωσα. Μόλις τελείωσα, μου λέει: «Παιδάκι μου, γιατί δεν μου είπες», μου λέει, «ότι σου ήρθαν “τα ρούχα σου”;», έτσι τα λέγαμε. «Γιατί δεν μου είπες να σου δώσω», μου λέει, « πανιά;». Τέλος πάντων, πρώτη φορά και η μάνα μου που μου μίλησε ανθρώπινα, γιατί και αυτή φώναζε: «Πού θα βρω σαπούνι να σας λούσω;», γιατί με αυτά τα σαπούνια λουζόμαστε, δεν είχαμε τίποτα άλλο να λουστούμε. Και έτσι, αναγκάστηκα και προδόθηκα, με ανακάλυψε δηλαδή στο αυλάκι. Τέλος πάντων, πέρασε και αυτό, συνεχίστηκε η ζωή. Τότε τέλειωναν και τα σχολεία τ’ αδέρφια μου.

Ι.Μ.:

Τώρα που είχες επιστρέψει στο σχολείο και είπες ότι δεν θα ξαναπάω και υπηρεσία, στο χωριό δηλαδή τι έκανες; Συνέχισες το σχολείο ξανά;

Ι.Σ.:

Περίμενε. Το σχολείο, τότε ήμουνα, ναι, με πήρανε στο σχολείο στην τρίτη τάξη γιατί είχα τελειώσει δευτέρα, όπως σου είπα, στην τρίτη τάξη και συνέχισα, αλλά ήταν πολύ λίγο. Έφυγα ας πούμε Μάιο από δω, Ιούνιο, έναν μήνα συνέχισα. Έναν μήνα συνέχισα, αυτόν τον μήνα. Δεν μου δώσανε βέβαια χαρτί, μου ‘πε: «Θα συνεχίσεις». Η δασκάλα ήταν ανιψιά του πατέρα μου. Ανιψιά, δηλαδή τρίτη ανιψιά. Και του λέει: «Μπάρμπα, θα συνεχίσει το σχολείο γιατί δεν μπορώ», του λέει, «να την αφήσουμε χωρίς σχολείο λόγω... «Γιατί», του λέει, «θα πάθεις ζημιάς, θα σε καλέσουν στην αστυνομία. Υπάρχει νόμος ότι το παιδί, εφόσον είναι εδώ, πρέπει να έρθει στο σχολείο». Και έτσι, πήγα ενάμιση μήνα στο σχολείο, συνέχισα, αλλά τελείωσε το σχολείο. Τον χειμώνα, αφού έκατσα το καλοκαίρι στο χωριό, τον χειμώνα έπρεπε να κατεβούμε στον κάμπο για τα ζώα να είναι πιο ζεστά, να μην είναι στα χιόνια, γιατί εκεί πέρα το χωριό μας το έπιανε πολύ το χιόνι. Είμαστε στους πρόποδες του Ερύμανθου και το έπιανε πολύ το χιόνι και κρύο. Εν τω μεταξύ, και εμείς δεν είχαμε πολλά πρόβατα. Είχαμε πέντε-δέκα πρόβατα; Δεν το πολύ θυμάμαι. Ένα γαϊδούρι που έκανε τις δουλειές ο πατέρας, αυτά, και αυτά τα ζωάκια και κάνα δύο κατσίκες. Κάποιος γνωστός του πάλι του είπε ότι στον κάμπο ζητάει κάποιος να γίνουνε μισακά, να πάρουμε τα πρόβατά του μισακά, να γίνουνε σέμπροι. Ο πατέρας σού λέει: «Τώρα έχω και το κορίτσι εδώ πέρα, θα με βοηθήσει, τα παιδιά πηγαίνουν σχολείο το απόγευμα, θα με βοηθάνε και αυτά», ήταν και αυτά μικρά. Ο Βασίλης ήταν δύο χρόνια πιο μικρός, ο Φώτης ήταν τέσσερα πιο μικρός, ήτανε μικρά.

Ι.Μ.:

Τι θα πει να γίνουν μισακά;

Ι.Σ.:

Μισακά εννοεί ότι εγώ βάζω τη δουλειά, εσύ βάζεις τα πρόβατα. Εγώ σου τα φυλάω και ό,τι βγάλουμε θα τα μοιραστούμε.

Ι.Μ.:

Και εσείς, τα παιδιά δηλαδή, πηγαίνατε να φυλάτε τα πρόβατα;

Ι.Σ.:

Τα παιδιά το πρωί πηγαίναν στο σχολείο, εγώ πήγαινα με τ’ αρνιά και με τα πρόβατα εκεί στο χωριό, στο δικό μας το χωριό, εκεί που κατεβήκαμε και πήραμε μισακά από μια οικογένεια που ήταν ευκατάστατη. Μας είχαν παραχωρήσει μια καλύβα για να μπορούμε να ζούμε, μας είχαν παραχωρήσει τα κτήματά τους, οτιδήποτε. Είχανε αμπέλια, είχανε καρπούζια, είχανε ντομάτες, είχανε... Και τι δεν είχαν αυτοί οι άνθρωποι! Άλογα. Εμείς είχαμε στα ζώα. Και όταν είχαμε και ώρα πηγαίναμε και δουλεύαμε, με τη μητέρα μου[00:50:00] πηγαίναμε και δουλεύαμε στα κτήματά τους. Αρακά, φασολάκια της εποχής, από τον Απρίλιο και μετά, αυτά τα χόρτα ό,τι... Βλίτα, τέτοια, ό,τι βγαίναν. Την εποχή εκείνη κάναμε περίπου έναν μήνα και παραπάνω μεροκάματα, γιατί είχαμε υπολογίσει ότι με αυτά τα χρήματα θα ξανανέβουμε εγώ και ο Αλέκος στην Αθήνα. Γιατί ο Αλέκος θα συνέχιζε το Γυμνάσιο σε Νυχτερινό είχαμε υπολογίσει κι εγώ θα κοιτούσα στο σπίτι να μαγειρεύω και τέτοια. Παρόλο που ήμουνα μικρή, έπρεπε να τα έχω, να τα μάθω αυτά εκεί. Και έτσι, στο χωριό κάτω, στην Πεντένη λεγόταν το χωριό αυτό, στον Πύργο ήτανε, συνεχίστηκε η ζωή μας στην καλύβα με τέσσερα παιδιά. Εγώ και τα τρία αγόρια, ο Αλέκος, Βασίλης, Φώτης. Και ήμαστε μια οικογένεια που η μόνη μας παρηγοριά ήταν το βράδυ που μαζευόμαστε όλοι μαζί και ο συγχωρεμένος ο πατέρας μας μάς έλεγε ιστορίες, διάφορες ιστορίες. Βέβαια, εμένα πάλι δεν μου άρεσε, όπως και του Αλέκου, δεν του άρεσε η ζωή να είμαστε στο χωριό. Γιατί κι ο Αλέκος είχε μάθει στην Αθήνα με την Έλλη, τον είχε η Έλλη μαζί της και πήγαινε εκεί.

Ι.Μ.:

Δηλαδή ουσιαστικά δεν μπόρεσες να εγκλιματιστείς;

Ι.Σ.:

Δεν μπόρεσα, όχι! Η ανάγκη μ’ έκανε, η ανάγκη μ’ έκανε γιατί δεν μπορούσα, πού να πάω; Πάλι δεν ήθελα να πάω. Δηλαδή δεν μπορούσα αυτό, να πάω ξανά μετά την εμπειρία μου αυτή. Αλλά και στο χωριό πάλι κόντεψα να πνιγώ εκεί κάτω. Γιατί εκεί είχε ποτάμια που όταν έβρεχε ξεχειλίζανε. Πολύ νερό! Κι εγώ πάω να περάσω απέναντι, γιατί είχαν περάσει τα πρόβατα προτού ξεχειλίσει το ποτάμι, και πάω να περάσω και μέχρι εκεί το νερό μου ήρθε! Ούτε μπάνιο βέβαια ήξερα ούτε τίποτα. Κι ένας τσοπάνος από απέναντι με είδε και είχε τη μαγκούρα, ένα ξύλο από αυτά που ‘ναι σαν καλάμι μεγάλο, έτσι, και μου το ρίχνει έτσι και μου λέει: «Κρατήσου από δω, παιδί μου». Και με τραβάει και βγήκα. Αλλιώς θα είχα πνιγεί, είναι σίγουρο ότι θα είχα πνιγεί! Γιατί το νερό ήταν θολό και δεν έβλεπα πού πάταγα. Και αντί ας πούμε να πηγαίνω ξέβαθο, επήγαινα στο... Ενώ αυτό το ποτάμι το είχα περάσει χιλιάδες φορές, εκεί ήταν το πέρασμά μας. Και τα ζώα, τα ζώα είχαν περάσει πιο νωρίς, προτού ξεκινήσει το ποτάμι. Κι εγώ με το που είδα ότι το ποτάμι ερχότανε, θα προλάβω λέω, γιατί το ποτάμι ερχόταν από πάνω κατεβασιά, πώς λέμε, ρε παιδί μου; Δεν ξέρω αν έχεις δει έτσι που ξεχειλίζουν και στο λεπτό σε περνάει και σε πνίγει. Και έτσι, έζησα και από κει. Και τέλος λέω μετά: «Δεν γίνεται». Συνεννοηθήκαμε και με τον Αλέκο. Κι ο Αλέκος ήταν ας πούμε, εγώ ήμουνα 12 τότε, κι ο Αλέκος ήταν 14, για δύο χρόνια με πέρναγε. «Πρέπει να φύγουμε», λέμε, «πέρασε η σεζόν, πληρώθηκε ο πατέρας τι ήταν να πάρει, πούλησαν τ’ αρνιά.

Ι.Μ.:

Εσείς για τη δουλειά που κάνατε δεν παίρνατε χρήματα;

Ι.Σ.:

Τι να κρατήσουμε, αγάπη μου, όχι! Τίποτα, τίποτα, τίποτα. Ούτε ένα δεκαράκι! Πού να πάμε εμείς; Δεν πηγαίναμε πουθενά για να πεις ότι χρειαζόμαστε χρήματα στο χωριό. Φαγητό, αυτό ήταν. Ο Αλέκος με τα παιδιά πηγαίνανε στο σχολείο, εγώ δεν πήγαινα, ήμουνα στην καλύβα και, άμα δεν ήμουν στην καλύβα, ήμουν στα πρόβατα.

Ι.Σ.:

Κι έτσι, κανονίσαμε τον Σεπτέμβριο που τελείωσαν οι δουλειές, τελείωσαν τα σταφύλια, τελείωσαν τα καρπούζια, τελειώσαμε, τα μαζέψαν, ξέρεις, τα πάντα όλα κι είπαμε θα φύγουμε. Και έτσι, αναγκαστήκαμε πάλι, βγάλαμε με το τρένο, θυμάμαι, με το τρένο που έκανε πολλές ώρες, ενώ τώρα κάνει δυόμιση-δύο ώρες, τότε έκανε πέντε ώρες να ‘ρθει,  τρακα τρούκα τρακα τρούκα, κατεβήκαμε στο Ψάρι, σ’ ένα χωριό στην Αμαλιάδα εκεί, Μανωλάδα λεγότανε, πήραμε το τρένο –Α, εν τω μεταξύ, ο πατέρας με τα μικρά, δύο παιδιά, φύγανε για το χωριό και τη μητέρα για το χωριό μου, για το σπίτι μας. Και έτσι, εμείς με τον Αλέκο δεν πήγαμε στο χωριό καθόλου, φύγαμε από κει για την Αθήνα.

Ι.Μ.:

Οι ετοιμασίες που κάνατε για να φύγετε από την Αθήνα;

Ι.Σ.:

Δεν ήταν μεγάλες, αγάπη μου, δύο-τρία, ένα μπογαλάκι, δύο-τρία ρούχα, ο καθένας ό,τι είχε, ένα παπουτσάκι, αυτό που φορούσαμε, δύο-τρία ρούχα, δύο-τρία εσωρουχάκια, τι υπήρχε. Τέλος πάντων, τα θυμάμαι και… Κι έτσι, αναγκαστήκαμε πάλι, πήραμε το βαλιτσάκι, ένα χάρτινο βαλιτσάκι ήτανε θυμάμαι κι φύγαμε για την Αθήνα εμείς. Πήραμε το τρένο και ήρθαμε στην Αθήνα. Μας περίμενε η Κική, η οποία δούλευε σ’ ένα σπίτι, η οποία ήταν έξω. Δηλαδή πήγαινε το πρωί δούλευε, είχε κανονίσει και μ’ εμάς με το γράμμα να μπορεί να νοικιάσει ένα δωμάτιο και ένα κουζινάκι να μένουμε, και να δουλεύει η Κική υπηρέτρια. Έπαιρνε 800 δραχμές, ήταν καλός μισθός. Αλλά πήγαινε από το πρωί και έφευγε το μεσημέρι, έκανε όλες τις δουλειές και ερχότανε και ξανά την άλλη μέρα αυτό γινότανε. Προς το παρόν είχε νοικιάσει το σπίτι η Κική, ένα δωμάτιο με ένα κουζινάκι και τουαλέτα εξωτερική που την είχανε όλοι. Ήμαστε ας πούμε τρεις-τέσσερις οικογένειες; Είχαμε αυτή την τουαλέτα. Δεν πήγαινε, δεν είχε δηλαδή ιδιωτική τουαλέτα μόνοι μας. Αυτά άργησαν πολύ μετά να πιάσουμε σπίτι που να έχει τουαλέτα μόνοι, να είμαστε μόνοι μας. Πολύ μετά. Τέλος πάντων, ήμαστε τότε, εγώ ήρθα 12 χρονών προς τα 13 στην Αθήνα, ο Αλέκος 14 προς 15. Γιατί ο Αλέκος έπιασε δουλειά σ’ ένα τυπογραφείο αμέσως, η πρώτη του δουλειά ήταν του Αλέκου, γιατί γράφτηκε στο Νυχτερινό, πήγαινε.

Ι.Μ.:

Κι εσύ;

Ι.Σ.:

Εγώ στο σπίτι και μετά από αρκετό καιρό βρήκα μια μοδίστρα που μου είχε πει ότι θα μάθω εκεί. Άσε που δεν μου άρεσε. Αν με πλήρωνε ίσως να ήτανε... Τότε πλήρωνες στη μοδίστρα για να μάθεις. Ο γονιός, ο πατέρας πλήρωνε τη μοδίστρα, αλλά εμείς πού να βρούμε λεφτά να πληρώσω και τη μοδίστρα για να σου δείξει; Ενώ έκοβε αυτή, έκοβε και τα έκοβε κρυφά, δεν τα έκοβε φανερά μπροστά μου για να μάθω, να δω πώς κόβει, πώς κάνει αυτά τα σχέδια. Τέλος πάντων, δεν μου έδινε ούτε ένα χαρτζιλίκι, τίποτα δεν μου έδινε αυτή. Μονάχα εγώ μου έστειλε και της πήγαινα ρούχα στην πελάτισσα, σε κάθε πελάτισσα, που όταν το τελείωνα το ρούχο, είχα μάθει τις διαδρομές και πήγαινα με τα πόδια, γιατί δεν είχα ούτε εισιτήρια να πάω το φόρεμα για να μου δώσουν 5 ευρώ,  2 ευρώ. Συγγνώμη, δεν υπήρχαν ευρώ, 5 δραχμές, 2 δραχμές, 1 δραχμή. Χαρτζιλίκι, ένα φράγκο. Και πήγαινα, μπορούσα να πάω με τα πόδια μέχρι το Σύνταγμα από την Ακαδημία Πλάτωνος, πήγαινα με τα πόδια. Γιατί έχει κυρίες από το Κολωνάκι, από κει είχε που είχαμε δουλειά. Και έτσι, αν έβγαζα ένα 15άρι δραχμές, ήταν από αυτό που πήγαινα. Αλλά δεν μπορούσα να πάω κάθε μέρα, δεν είχαμε κάθε μέρα έτοιμα φορέματα. Ε, θα έκατσα κι εκεί κάνα χρόνο, έτσι, έκανα μέσα στο εργαστήριο, καθάριζα, το σπίτι καθάριζα, το δικό μας, ψιλομαγείρευα, αλλά πιο πολλές φορές έφερνε η Κική φαγητό που της δίνανε εκεί και τρώγαμε. Και όταν ερχόταν γιατί δεν μας έφταναν τα λεφτά, ήτανε πολύ λίγα τα λεφτά. Μετά από έναν χρόνο έπρεπε να ‘ρθει κι ο Βασίλης στην Αθήνα, γιατί δίνει εξετάσεις και περνάει στο Γυμνάσιο, ήταν και αυτός καλός μαθητής, και έπρεπε να πάει και αυτός Νυχτερινό εδώ. Λοιπόν, τον φέραμε και τον Βασίλη επάνω, νοικιάσαμε άλλο σπίτι. Εκεί είχε μια τουαλέτα μόνοι τους, ένα κουζινάκι και μία τουαλέτα, ήμαστε μόνα μας. Και ο Βασίλης πήγαινε στο Νυχτερινό μαζί με τον Αλέκο, και τον είχε πάρει ο Αλέκος μαζί του στο τυπογραφείο που βγάζανε εφημερίδα, κάτι βγάζανε, δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα τι βγάζαν από κει. Προσκλήσεις; Δεν θυμάμαι. Τέλος πάντων, εκεί ζούσαμε τα τρία εμείς τα μικρά και η Κική που δούλευε. Ο Αλέκος έφερνε ένα μεροκαματάκι, ο Βασίλης έπαιρνε 12 δραχμές, 10 δραχμές; Ή 5 ή 10 δραχμές την ημέρα, αυτά τα χρήματα. Ο Αλέκος θα έπαιρνε 20, γιατί είναι πιο μικρός, ο Αλέκος λίγο πιο μεγάλος.

Ι.Μ.:

Εσύ, ωστόσο, δούλευες;

Ι.Σ.:

Εγώ όχι, εγώ έπλενα τα ρούχα τους, μαγείρευα, καθάριζα. Αφού έφευγε η Κική το πρωί, ό,τι υπήρχε μέσα στο σπίτι το έκανα εγώ. Πέρασε και αυτός ο χρόνος. Άντε, πήγα στα 13, γεμάτα 13, πήγα στα 14. Κάποια στιγμή έπρεπε να φέρουμε και λεφτά γιατί κι η Κική είχε γνωρίσει τον άντρα της, έπρεπε να παντρευτούν, έπρεπε να μαζέψει λεφτά. Και ο άντρας της, είχε γνωρίσει βέβαια το παιδί αυτό, τον Βαγγέλη, και ήταν φαντάρος, πήγε φαντάρος ο Βαγγέλης. Έπρεπε ή να γυρίσει πριν πάει φαντάρος ή να παντρευτεί. Κι έτσι έγινε. Ήμουν 14 χρονών, παντρεύτηκε η Κική, μένει έγκυος. Ήταν τώρα έγκυος η Κική και και δούλευε σε αυτό το σπίτι αρκετά χρόνια, εκεί που σου λέω. Πήγαινε το πρωί, την κρατήσανε και έγκυος γιατί ήτανε στη δουλειά της καλή, την κρατήσανε και έγκυος. Μέχρι που γέννησε[01:00:00] δούλευε σε αυτό το σπίτι. Οπότε ο Αλέκος πρόσφερε και ο Βαγγέλης από τον στρατό που ήτανε έφερνε πράγματα για να τρώμε. Έφερνε κόρνε μπιφ, έφερνε μαρμελάδες, έφερνε σάλτσες, έφερνε λάδια. Τώρα πώς τα ‘φερνε ένας θεός ξέρει, δεν μπορώ να πω παραπέρα. Αλλά πάντως θέλω να πω, έφερνε πράγματα. Εγώ εκεί ακόμα. Μέχρι που βρήκα κι εγώ μια δουλειά, να φυλάω ένα παιδάκι εκεί στη γειτονιά, και να μου δίνει 10 ευρώ; Ήταν, βλέπεις, τα χρήματα είναι πολύ λίγα, δεν μας φτάνανε.

Ι.Μ.:

Πόσο έμεινες σε αυτή τη δουλειά;

Ι.Σ.:

Κάνα εξάρι μήνες, ναι, έξι μήνες περίπου. Γιατί μετά... Έξι μήνες. Τέλος πάντων, ο Βαγγέλης φαντάρος ακόμη, η Κική δούλευε μέχρι που γέννησε, μπορώ να σου πω. Δηλαδή δούλευε και μετά από λίγες μέρες γέννησε. Ο Αλέκος εκεί, ο Βασίλης εκεί. Έπρεπε όμως να νοικιάσουμε ένα πιο μεγάλο σπίτι, γιατί δεν μας χώραγε. Και πάμε στο Περιστέρι σ’ ένα σπίτι ημιυπόγειο. Και είχε δύο δωμάτια, ήμαστε εμείς σ’ ένα δωμάτιο και η Κική με τον άντρα της στο άλλο δωμάτιο. Και είχαμε και μια κουζίνα, η οποία η κουζίνα και το μπάνιο ήταν με νερό μέσα, όλα, όλα. Ήταν κοινόχρηστο μ’ ένα άτομο, με έναν ακόμη, έναν Κύπριο. Μεγάλος άνθρωπος ήταν. έχει νοικιάσει αυτός το άλλο το δωμάτιο. Έτσι τα νοίκιαζαν τότε. Και έτσι αναγκαστήκαμε να το πιάσουμε, γιατί ήταν και φτηνό και ήταν και κοντά στις συγκοινωνίες, να εξυπηρετεί τα παιδιά και εμένα. Εκεί κοντά είχα πιάσει εγώ το παιδάκι που φύλαγα. Εντάξει, ήτανε αρκετά καλά. Μετά όμως για το παιδάκι έπαιρνα αυτά τα χρήματα, που και μπορούσα και βοήθαγα κι εγώ, αλλά τα παιδιά ήρθαν οι γονείς του και το κράταγαν το παιδί μετά, γιατί μένανε πάνω-κάτω και το κράταγαν, και έτσι εγώ ήμουν υποχρεωμένη να φύγω. Και έψαχνα να βρω αλλού δουλειά.

Ι.Μ.:

Και ποια ήταν η επόμενη δουλειά;

Ι.Σ.:

Η επόμενη δουλειά μου ήταν σ’ ένα εργοστάσιο, στη «ΒΙΟΦΑΡΜ», στις τρεις γέφυρες.

Ι.Μ.:

Σε ποια ηλικία είσαι τώρα;

Ι.Σ.:

Τώρα είμαι 14. Έχουν περάσει ας πούμε τα χρόνια και είμαι στα 14 μου, και έτσι πρέπει να βρω μια δουλίτσα που να μου δίνει, να μου δίνει έστω αυτά τα μεροκάματα. Τα λεφτά τα έπαιρνε τη βδομάδα, θυμάμαι, 100 δραχμές τη βδομάδα μεροκάματο, που μας φτάνανε, με 100 δραχμές περνούσαμε έναν μήνα για φαγητό. Οπότε μας φτάνανε και στέλναμε και στο χωριό.

Ι.Μ.:

Και στο εργοστάσιο, γιαγιά, ήσουν σε…

Ι.Σ.:

Ήμουν στη συσκευασία που βάζαμε το μπαμπάκι μέσα στα σακουλάκια και τις γάζες που τις βάζαμε σε φακελάκια. Και τα βάζαμε πακέτα πακέτα, μετράγαμε: Πενήντα κομμάτια, εκατό κομμάτια. Και τα βάζαμε σε χαρτόκουτες για να μπορώ να ξεχωρίζω. Και γραφαμε πάνω: «Πενήντα κομμάτια». Και στο άλλο τα ίδια. Εγώ ήμουνα σε αυτή τη σειρά, ήμουνα που τα έβαζα.

Ι.Μ.:

Ήσουν η μικρότερη από τις εργάτριες;

Ι.Σ.:

Όχι, είχε κι άλλα κοριτσάκια έτσι σαν και μένα. Τώρα αν ήταν έναν χρόνο, αν ήταν έξι μήνες πιο μεγάλη ή πιο μικρή μου, εγώ δεν είχα πιάσει και πολλές φιλίες γιατί ήμουνα και λίγο… Όχι φοβόμουνα, δεν ήθελα παρέες, δεν έκανα και παρέες. Μία-δύο κοπέλες μιλούσαμε, γιατί πηγαίναμε και ερχόμαστε σχεδόν μαζί που μέναμε κάπου εκεί κοντά και συναντιόμαστε και πηγαίναμε μαζί, γι’ αυτό και μιλούσαμε. Διαφορετικά δεν είχα παρτίδες, δεν ήμουνα δηλαδή το πολύ της φιλίας. Ίσως επειδή ήμουνα, ένιωθα εγώ μειονεκτικά που δεν είχα καλά ρούχα, που δεν είχα καλά παπούτσια, γιατί δεν με φτάναν τα χρήματα ν’ αγοράζω. Τότε ήτανε όλα της δόσης. Για να πάρω ένα ζευγάρι πιτζάμες να κοιμάμαι τη νύχτα, που ήμουνα μέσα στο δωμάτιο με δύο αγόρια, τα αδέρφια μου, έπρεπε να πάρω με δόσεις, 10 δραχμές τον μήνα να δίνω για να πάρω ένα ζευγάρι πιτζάμες, που είχε 30 δραχμές ή 20 ή 25 ή 50, δεν θυμάμαι τώρα, να πάρω ένα ζευγάρι πιτζάμες. Και αναγκαζόμουν και έπαιρνα με δόσεις. Ή σεντόνια ή μαξιλάρια, έτσι τα παίρναμε. Κουβέρτες για να κοιμόμασταν, για μπορούμε να κοιμόμαστε τα παίρναμε με δόσεις.

Ι.Μ.:

Και τώρα στο εργοστάσιο ποιες ώρες δούλευες;

Ι.Σ.:

Από τις 6:00 το πρωί μέχρι τις 6:00 το μεσημέρι, μέχρι το μεσημέρι στις 2:00. 6:00 πρωί-2:00 το μεσημέρι. Ήταν ένα οκτάωρο. Και μετά το απογευματινό ήταν από τις 2:00 το μεσημέρι, παρέδιδα και δουλεύαμε ως τις 10:00 το βράδυ. Και υπήρχε και η νυχτερινή βάρδια, από τις 10:00 έως τις 6:00 το πρωί. Αλλά εγώ δεν έκανα γιατί ήμουνα μικρή, δεν έκανα. Το βράδυ, είχα κάνει πολλές φορές το βράδυ, βράδυ εννοώ από τις 2:00 ως τις 10:00.

Ι.Μ.:

Το απογευματινό.

Ι.Σ.:

Το απογευματινό. Επειδή ήμασταν με τις κοπέλες αυτές, γι’ αυτό έκανα. Σου έλεγαν αυτοί τότε: «Θέλεις;», γιατί έπαιρνες πιο πολλά το βράδυ, αν έπαιρνες κάνα-δύο δραχμές παραπάνω. Δεν ήτανε το ποσό, αλλά το ποσό για μας ήταν ποσό! Σου λέει: «Θέλεις να είσαι;», αλλά επειδή εγώ ήμουνα και μικρή και φοβόμουνα, ενώ οι άλλες οι κοπέλες ήταν λίγο πιο μεγάλες αυτές, ήταν ας πούμε δύο χρόνια, έναν χρόνο παραπάνω από εμένα, ήτανε και πιο πολλά στο εργοστάσιο και ξέρανε τι γινότανε. Και έτσι φεύγαμε μαζί. Γιατί κι εγώ, τα παιδιά για να ‘ρθουν να με πάρουν, ο Αλέκος και ο Βασίλης, ήταν στο Γυμνάσιο, σχολάγανε 10:00 τα παιδιά. Πότε να ‘ρθουν να με πάρουν εμένα;

Ι.Μ.:

Οπότε πώς πήγαινες στη δουλειά σου και πώς έφευγες;

Ι.Σ.:

Πολλές φορές πήγαινα με τα πόδια σου λέω. Πολλές φορές αν είχα κέφι, ή με τα κορίτσια, με το λεωφορείο, αλλά πιο πολλές φορές με τα πόδια για να μπορώ να γλυτώνω αυτό το φράγκο. Γιατί με 1φράγκο, με 1 δραχμή δηλαδή –και το λέγαμε φράγκο–, έπαιρνες 1 κιλό ψωμί. Για 1 κιλό ψωμί περνούσαμε εμείς, γιατί πολλές φορές τρώγαμε και σκέτο ψωμί, σκέτο ψωμί. Ποτέ δεν είχαμε αγοράσει λάδι, ελαιόλαδο. Παίρναμε όλο σπορέλαιο. Έτσι έλεγαν τότε, σπορέλαιο. Και στα μπακάλικα δεν μπορούσα ν’ αγοράσω ένα κουτί ντομάτα-σάλτσα που μαγειρεύαμε, έπαιρνα 1 δραχμή σάλτσας. Ξέρεις, την έβγαζα και την έβαζα στο σακουλάκι, σε χαρτί. Ή οτιδήποτε. Ή τυρί 1 δραχμή ή μορταδέλα, σαλαμικά, τέτοια 1 δραχμή. Άντε να χαλάσεις 5 δραχμές για να μαγειρέψεις. Ή φασόλια ή φακές γιατί... Και το κυριότερο φαγητό ξέρεις ποιο ήταν για εμάς; Το πιο εύκολο για εμένα, μακαρονάκι κοφτό, που ο συγχωρεμένος, ο Βασίλης, το σιχαινόταν –και τώρα που το έφτιαχνα εδώ για την Άννα δεν ήθελε να το βλέπει–, μακαρονάκι κοφτό με κιμά. Τι κιμά; Σποράκια κιμά μέσα για να φάμε εμείς. Εγώ και ο Αλέκος το τρώγαμε, ο Βασίλης δεν μπορούσε να το φάει με τίποτα, ο καημένος, και έτρωγε ψωμί ξερό. Αλλά το ψωμί ήταν τόσο ωραίο που ώσπου να το φέρω από τον φούρνο, θυμάμαι μ’ έστελνε η Κική να της πάρω ψωμί, προτού ακόμα πιάσω δουλειά, και ώσπου να το φέρω στο σπίτι, το είχα φάει το μισό. Ήταν τόσο ωραίο, ρε παιδί μου! Τι να πρωτοθυμηθώ; Τι να πρωτοθυμηθώ; Η ζωή μας ήταν ένα δράμα, εδώ που τα λέμε, ένα δράμα. Αλλά ήταν και καλή!

Ι.Μ.:

Στη δουλειά τώρα, κάτσε να μείνουμε στο εργοστάσιο, να μου πεις πόσα χρόνια έμεινες εκεί, σε αυτή τη δουλειά;

Ι.Σ.:

Έναν χρόνο έμεινα.

Ι.Μ.:

Α, έναν χρόνο.

Ι.Σ.:

Έναν χρόνο, δεν έμεινα πολύ και εκεί, γιατί πάλι και εκεί μας ήρθαν ανάποδα! Γιατί και ο Αλέκος μετά θα ‘φευγε να πάει φαντάρος, έπρεπε να αλλάξουμε σπίτι, η Κική γέννησε, έπρεπε να πάει μόνη της με τον άντρα της. Όλα δηλαδή μας ερχόντουσαν ένα μετά το άλλο. Μετά πήγαμε με τη θεία την Έλλη να μείνουμε, με τη θεία την Έλλη και με τον Στράτο.

Ι.Μ.:

Μετά εσύ δηλαδή, μετά και απ’ τη δουλειά στο εργοστάσιο, πήγες σε άλλη δουλειά;

Ι.Σ.:

Μετά, αφού έφυγα απ’ το εργοστάσιο, πάλι φύλαξα ένα παιδάκι για να μην... Γιατί δεν υπήρχαν και δουλειές που να... Ήμουνα, και δεν ήξερα και γράμματα. Δεν ήταν δηλαδή, έπρεπε να ξέρεις και γράμματα. Έπρεπε, όπου να πας έπρεπε να διαβάζεις. Μην κοιτάζεις εκεί πέρα στο εργοστάσιο που ήμουνα σε ανήλικο και με βάζανε να βάζω αυτά, ξέρεις, τα χαρτιά.

Ι.Μ.:

Υπήρχαν και άλλα δηλαδή...

Ι.Σ.:

Τμήματα; Βέβαια, οπισθογραφικό, στο…

Ι.Μ.:

Όχι, εννοώ ότι ήσασταν κι άλλα παιδάκια. Ήμαστε κοριτσάκια, κι άλλα κοριτσάκια. Αλλά, εντάξει, δεν ξέρω αν ήμαστε ακριβώς στην ίδια ηλικία, πάντως ήταν ανήλικα και αυτά. Μέχρι τα 16 λεγόμαστε «ανήλικοι» και βγάζαμε βιβλιάριο ανηλίκων. Ε, μετά κι εγώ, αφού έκατσα εκεί πέρα τόσο καιρό, μετά αφού αλλάξαμε, ναι, έχει γεννήσει κι η Κική, αλλάξαμε σπίτι.

Ι.Μ.:

Γιαγιά, πώς ένιωσες όταν πήρες τον πρώτο σου μισθό; Όταν ήσουν στην υπηρεσία, δεν έπαιρνες.

Ι.Σ.:

Όχι, δεν έπαιρνα τίποτα, γι’ αυτό δεν μ’ ενδιαφέρανε, δεν τα είχα καταλάβει. Έπαιρνα τα λεφτά και τα έδινα κατευθείαν στον Αλέκο και στην Κική για να μπορεί... Εντάξει, κρατούσα εισιτήρια, κρατούσα, κανένα παγωτό –που δεν υπήρχε και αυτό άσ’ το. Ήτανε δηλαδή... Για μας ήταν, πώς το λέει, ή να πηγαίνουμε κάποιο σινεμά κάθε Κυριακή, κάθε δεκαπέντε, ήταν μεγάλο. Αλλά πηγαίναμε με τον Αλέκο, με τον Βασίλη, με την Κική, πηγαίναμε, κάναμε μεγάλη οικονομία. Αυτά τα λεφτά ίσα ίσα μας φτάνανε να περνάμε και να στέλνουμε ένα εικοσάρικο, ένα πενηντάρι. Λίγα από τον Βασίλη, λίγα από μένα, λίγα από την Κική[01:10:00], λίγο από το... Γιατί είχαμε το ρεύμα, είχαμε το ενοίκιο, είχαμε νερό, είχαμε τέτοιες υποχρεώσεις. Είχαμε και το φαγητό μας, κατάλαβες; Κάπου κάπου είχαμε και το ντύσιμο. Έπρεπε κάτι να πάρουμε να ντυθούμε κιόλας. Εγώ φορούσα της Κικής, η Κική φορούσε από την Έλλη, καταλαβαίνεις πώς πήγαινε η δουλειά. Και έτσι βολευόμαστε. Αλλά τ’ αγόρια έπρεπε να παίρνουν κάποιο παντελονάκι, έπρεπε να φορέσουν μακριά παντελόνια. Ο Βασίλης ήρθε με κοντό παντελονάκι, έπρεπε να φορέσει μακρύ παντελονάκι πια, πήγαινε στο σχολείο. Αφού τελείωσε και έφυγε κι η Κική, αλλάξανε σπίτι, μετά αρρωσταίνει ο παππούς και πρέπει να κατέβουμε πάλι...

Ι.Μ.:

Όποτε ξανά πίσω χωριό;

Ι.Σ.:

Και πάω πάλι στο χωριό εγώ. Ποιος έπρεπε να πάει; Η Κική είχε παντρευτεί, είχε κάνει το παιδί, την Ντίνα, δεν μπορούσε να πάει η Κική. Η Έλλη τα ίδια, ο Αλέκος δεν μπορούσε γιατί θα ‘φευγε για φαντάρος –θα ‘φευγε, δεν ήταν έτοιμος ακόμα. Ο Βασίλης –ήταν και το σχολείο τους, τα παιδιά πήγαιναν σχολείο. Εγώ όμως δεν είχα, μόνο στη δουλειά. Και έτσι αναγκάστηκα να κατέβω εγώ στο χωριό. Έκατσα εκεί λίγο καιρό, γιατί δεν μπορούσα να...

Ι.Μ.:

Ωστόσο, γιαγιά, παρόλα αυτά, εσύ δεν ήθελες να πας καθόλου σχολείο;

Ι.Σ.:

Μετά, πώς να πάω σχολείο μετά; Ήθελα!

Ι.Μ.:

Όταν ήσουν στην Αθήνα.

Ι.Σ.:

Στην Αθήνα ήθελα, αλλά πώς να πάω; Την ήμερα;

Ι.Μ.:

Τ’ αγόρια συνεχίσανε.

Ι.Σ.:

Τ’ αγόρια συνεχίσανε, αλλά πηγαίνανε Γυμνάσιο. Εγώ πού να πάω; Να πάω στη δευτέρα τάξη πάλι, να πάω τρίτη τάξη, πού; Στο Νυχτερινό Σχολείο; Γιατί έκανα μία προσπάθεια μαζί με τον Φώτη –γιατί ο Φώτης δεν το είχε βγάλει στο χωριό το σχολείο του– και πήγαμε στην Ακαδημία Πλάτωνος, εκεί στον Αϊ-Γιώργη είχε Σχολείο Νυχτερινό. Πήγαμε, αλλά ήταν πολλές οι ώρες και ήταν πολύ βράδυ. Ήταν, δηλαδή γυρνάγαμε στο σπίτι και ο Φώτης, το καημένο, δούλευε σ’ ένα φαρμακείο στην πλατεία του Κολωνάκι –όχι στο Κολωνάκι, στον Κολωνό. Και ερχότανε και ήταν πολύ και αυτό το παιδί μες στη νύχτα, μικρό παιδί, κουρασμένο, μια σταλίτσα ήτανε. Άσε με! Τόσο δα το θυμάμαι. Θεέ μου, τι έχουμε τραβήξει; Και έτσι αναγκαστικά πήγαμε γραφτήκαμε, πήγαμε μέχρι τη μέση, ξέρω ‘γω. Ο Φώτης το έσκαγε, έκανε από δω, έκανε από κει, με καλούσε ο δάσκαλος συνέχεια και μου έκανε, γιατί ήμουνα εγώ η μεγαλύτερη αδελφή, υποτίθεται ότι έπρεπε να το προστατεύω και ήμουνα σαν προστάτης, και με καλούσε. Ε, κι εγώ μια φορά του είχα και άχτι τόσο πολύ, γιατί μου ‘χει κάνει στο σπίτι, γι’ αυτό και του δίνω ένα χαστούκι μέσα στον διευθυντή! Και μου λέει ο διευθυντής: «Όχι, μην τον δείρετε! Όχι, εγώ σας τα λέω αυτά να ξέρετε», μου λέει, «μην το δείρετε». Και μου λέει αυτός: «Όταν θα πάμε σπίτι, θα σε φτιάξω εγώ», μου λέει. «Τι έχω τραβήξει, Χριστέ μου!», λέω. Πάει κι αυτό. Πάμε στο… Αφού τελειώσαμε με το σχολείο, δεν ξαναπήγα, ούτε εγώ ούτε ο Φώτης. Δύο μήνες πρέπει να πηγαίναμε. Ήταν πολύ αργά, δεν μπορούσαμε το πρωί να σηκωθούμε, να πάμε σε δουλειά. Ο Φώτης έπρεπε να πηγαίνει στο φαρμακείο. Τον είχε πάρει, αυτός ήταν πολύ καλός άνθρωπος και τον πήρε και τον είχε και για διάφορα θελήματα. Αλλά τον πλήρωνε όμως, του έδινε μεροκάματακι. Εγώ εκεί πέρα δεν μπορούσα να αργώ, γιατί έπρεπε να σηκωθώ το πρωί. 5:30-6:00 έπρεπε να βρίσκομαι στη δουλειά, οπότε πάει και το σχολείο από εκεί. Και έτσι αναγκάστηκα, σου λέω, να πάω στο χωριό. Δεν έκατσα πολύ και εκεί, γιατί μετά ο πατέρας αρρώστησε. Τον φέραμε στην Αθήνα μαζί μας εκεί λίγο καιρό για να τον πάμε να τον κάνουμε εξετάσεις. Βρήκανε ότι είχε καρκίνο και έπρεπε να κάνει μια εγχείρηση στον λαιμό που να μη μιλάει. Ο πατέρας δεν ήθελε να κάνει καμία εγχείρηση, και έτσι αναγκάστηκε να ξαναφύγει για το χωριό.

Ι.Μ.:

Εσύ παρέμεινες στο χωριό;

Ι.Σ.:

Εγώ παρέμεινα εδώ. Μετά από αρκετό καιρό πάλι ήρθε το καλοκαίρι. Κι ήτανε Ιούνιο-Ιούλιο, εκεί μέσα. Τέλη Ιουνίου ας πούμε. Και μου λέει η Κική: «Να πάμε», μου λέει, «στο χωριό, να καθίσουμε να βοηθήσουμε τη μητέρα», γιατί ο πατέρας είχε καταπέσει, «και να μείνουμε εκεί να τους βοηθήσουμε». Και ο άντρας της είναι φαντάρος, πήραμε το παιδί, την Ντίνα, και πήγαμε. Η Κική είχε σταματήσει απ’ τη δουλειά, εγώ τα ίδια, λεφτά ψιλό... Ο Βαγγέλης έβγαινε έξω, θυμάμαι, και πήγαινε και δούλευε κάπου και της τα ‘στελνε. Έκατσα δύο μήνες περίπου. Ο παππούς ήταν πολύ χάλια και πέθανε τον Αύγουστο, 31 Αυγούστου. Οπότε καθίσαμε ακόμη μέχρι το μνημόσυνο και από το μνημόσυνο και μετά ξαναγυρίσαμε όλοι στην Αθήνα.

Ι.Μ.:

Και ήταν κα οριστικό.

Ι.Σ.:

Ήτανε και οριστικό από το χωριό. Αφού έγινε το μνημόσυνο, ούτε εγώ ξανακατέβηκα στο χωριό, ούτε η Κική, ούτε κανένας. Έτσι υπολογίσαμε και φέραμε τη μητέρα στην Αθήνα και έμεινε με τον Φώτη, τον Βασίλη και μ’ εμένα και με τον Αλέκο.

Ι.Μ.:

Γιαγιά, τι ηλικία ήσουνα τότε;

Ι.Σ.:

Τότε πια ήμουνα 16. Τα χρόνια πηγαίνανε, ανεβαίνανε γρήγορα, πολύ γρήγορα, και η ζωή. Εγώ δεν μπορούσα να δουλέψω, γιατί έπρεπε να τους υπηρετώ. Ώσπου κι εγώ κάποια στιγμή η ζωή μου άλλαξε. Γνώρισα κάποιον άνθρωπο και έπρεπε... Τα έφερε έτσι η ζωή να παντρευτώ και να τελειώσει η εργένικη ζωή μου. Και έτσι άφησα τ’ αδέρφια μου και μείνανε με τη μητέρα μου, κι εγώ έφυγα.

Ι.Μ.:

Τώρα έτσι, κοιτώντας πίσω, τι θα άλλαζες στα παιδικά χρόνια, στα εφηβικά;

Ι.Σ.:

Τα πάντα θα άλλαζα, Ιωάννα μου, τα πάντα θα άλλαζα! Και την προσωπική μου ζωή και τα παιδικά μου χρόνια και όλα. Θα ήθελα να ζούσα σε μια οικογένεια που να είναι τ’ αδέρφια μου, όλοι μαζί να είμαστε, να περνάμε καλά. Αν δεν είχα φύγει από το χωριό, δεν θα είχα μάθει κι εγώ τη ζωή εδώ στην Αθήνα και ίσως, ας πούμε, να μη μου κακοφαινότανε όταν ξαναγυρνούσα. Θα την είχα μάθει τη ζωή εκεί όπως ζούσαμε. Ενώ μετά δεν μπορούσα κι εγώ να ζήσω στο χωριό, δηλαδή ζούσα αναγκαστικά. Και τότε που πέθανε ο πατέρας και πήγαμε, αναγκαστικά. Δεν άντεχα, αλλά ζούσα όμως.

Ι.Μ.:

Θα άλλαζες κάτι;

Ι.Σ.:

θα ήθελα να γίνουμε κάτι πιο ωραίο, να είναι πιο καλά, να είμαστε… Πάρα πολλά πράγματα, Ιωάννα, πάρα πολλά.