© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ένα αντρόγυνο θυμάται τη μετεγκατάσταση του 1947 και τη σκληρή δουλειά

Κωδικός Ιστορίας
12735
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Άρτεμις Ζούτσου (Ά.Ζ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/04/2022
Ερευνητής/τρια
Δωροθέα Καρούτα (Δ.Κ.)
Δ.Κ.:

[00:00:00]Βρισκόμαστε στο Επταχώρι Καστοριάς και ο μήνας έχει 20 Απριλίου. Λοιπόν, κύριε Γιώργο, θα μου πείτε πότε γεννηθήκατε; 

Γιώργος Ζούτσος: 1936.
Δ.Κ.:

Μήνα; 

Γ.Ζ.: Απρίλιο, 23 Απριλίου.
Ά.Ζ.:

Τη μέρα τον Αϊ-Γιώρη.  

Γ.Ζ.: Ξημερώνοντας Αγίου Γεωργίου.  
Δ.Κ.:

Πολύ ωραία. Και θυμάστε πώς ήτανε η ζωή τότε εδώ; 

Ά.Ζ.:

Τότε ήταν μικρός–

Γ.Ζ.: Τα μικρά τα χρόνια, τα παιδικά;
Δ.Κ.:

Ναι.

Γ.Ζ.: Είχε κόσμο, πολλοί ήμασταν. 750 άτομα εδώ στο Επταχώρι. Σχολείο, πήγαινα στο σχολείο... Στην πρώτη Δημοτικού πήγαινα με μια φούστα φλοκιένια, αυτές οι...
Ά.Ζ.:

Ροζ, ροζ.

Γ.Ζ.: Ροζ!
Ά.Ζ.:

Δεν είχαν παντελόνια τα παιδιά τότε, έβαναν...

Γ.Ζ.: Στο Δημοτικό με τη φούστα!
Ά.Ζ.:

Όπως τα κορίτσια και ντούσαν και τα παιδιά. Υστερα εξελίχθηκε ο κόσμος και...

Γ.Ζ.: Τελοσπάντων μεγαλώσαμε. Ήρθε ο εμφύλιος ο πόλεμος. Μετά φύγαμε για τον Πεντάλοφο από δω. Σηκωθήκαμε να πάμε για τον Πεντάλοφο, ήρθε ο στρατός, και κάθε σπίτι έδονε πόσα ζώα, πόση οικογένεια είναι.
Ά.Ζ.:

Όσα ήθελες.

Γ.Ζ.: Δυο, τρία, πέντε μουλάρια για να φορτώσεις τα ρούχα για τον Πεντάλοφο. Εγώ είχαμε καμιά δεκαπενταριά κεφάλια γελάδια και εμασάμε τα γελάδια από εδώ στου Ζγυρ τα λιβάδια, στον Πεντάλοφο, πάνω στο πηγάδι, πιο κάτω. Έκατσα 15 μέρες εκεί πέρα κάτω, στον στρατό. Κι έτρωγα στον στρατό εκεί πέρα με την καραβάνα. Τι ήμουν; 12 χρονών παιδί! Με έφεραν οι φαντάροι εκεί. Με το ταλαγάνι κοιμόμαν απάνω σ' έναν κέδρο.
Ά.Ζ.:

Έτσι κοιμόνταν τότε οι τσοπαναραίοι όλοι. Όχι μόναχα αυτός, όλοι οι τσοπανάροι.

Γ.Ζ.: Τελοσπάντων. Ήρθαμε μετά, εκάτσαμε 15 μέρες, πήγαμε στο χωριό, στον Πεντάλοφο. Από εκεί πήγαμε στο Δημοτικό σχολείο στον Πεντάλοφο. Εκεί που το 'χει ο τέτοιος, ο Τζημόπουλος, από πάνω μεριά. Ήταν ο δάσκαλος ο Τζιούβας. Στην Πέμπτη τάξη εκεί, στο σχολείο, φέγω απ' τον Πεντάλοφο, παίρνω Σιάτιστα. Σιάτιστα πήγα πάλι, δεν πήρα [Δ.Α.] πάλι στην πέμπτη τάξη. Δυο χρονιές στην πέμπτη τάξη! Ξαναγυρνούμε πάλι για τον Πεντάλοφο, πάλι στην πέμπτη τάξη. Τρεις χρονιές στην πέμπτη τάξη! Κι αυτά. 
Δ.Κ.:

Πώς ήτανε τότε εκεί που μείνατε αυτές τις μέρες με τον στρατό; 

Γ.Ζ.: Καλά με τον στρατό. Πήγαινα εγώ απάνω στον... Αϊ-Θανάση το λένε στην πλατεία; Η Εκκλησία εκεί πέρα. Ήταν στρατός, αποθήκη. Και μου δόναν τσουβάλια κριθάρι και έδονα τις κατσίκες και έτρωγαν οι κατσίκες. Είχαμε κατσίκες. Και ο τέτοιος, ο αδερφός μου ο μεγάλος δούλευε στον φούρνο, στρατιωτικό τον φούρνο. Έτσι όπως φεύγουμε απ' τον Πεντάλοφο, πάνω από το Γυμνάσιο, αριστερά μεριά είχαν φούρνο εκεί πέρα ο στρατός. Και το καλοκαίρι που σταματήσαμε από το σχολείο, με έκαμαν ψιλικατζή. Πήγαινα στον στρατό, στα φυλάκια και πουλούσα ψιλικά με ένα κασόνι μπροστά εδώ πέρα. 
Ά.Ζ.:

Έτσι είχανε τότε, όλα τα παιδιά πήγαιναν.  

Γ.Ζ.: Πήγαινα στα φυλάκια εκεί, στου Πενταλόφου. Απ' του Πενταλόφου έρχομαν στο μοναστήρι, τον Άγιο Γεώργιο τον δικό μας, εδώ στο Επταχώρι και πουλούσαμε. Έρχομαι εδώ σ[00:05:00]το Επταχώρι και μου 'στεκε στου Τσουρέκα το σπίτι, ήταν τέτοιο, Μηχανικό. Έπαιρνε τους εργάτες και δούλευαν στους δρόμους. Δούλευαν στους δρόμους. Και κοιμόμαν κι εγώ εκεί πέρα. Τα ψιλικά αυτά τα ψώνιζε ο πατέρας μου και τα 'φερνε και τα 'παιρνα εγώ και τα πουλούσα στα φυλάκια, στον στρατό.
Δ.Κ.:

Τι πουλούσατε; 

Γ.Ζ.: Είχαμε «Γκλόρια» καραμέλες αυτές, μπισκότα, λουκούμια, φάκελα, σοκολάτες, καραμέλες.
Ά.Ζ.:

Όλα τα ψιλικατζίδικα τα είχαν μέσα–

Γ.Ζ.: Όλα, ξυραφάκια, όλα, χαρτοφάκελα, αυτά όλα. Έβανα 300 δραχμές κι γυρνούσα με 700. Τα 'βγανα εις διπλά λεφτά. Παίρνω μια φορά με τον Σκαλιστή, τον παπά τον δικό μας, στον Προφήτη Ηλία πάνω, στον Αϊ-Γιάννη. Μας βλέπουν οι αντάρτες εκεί πέρα από την Αγία Αχλαδώρου, απ' τη Φούρκα, μας έβαλαν με τον όλμο. Μόλις πέφτει ο όλμος απάνω στο ύψωμα εκεί, μόλις βγήκαμε με τα ζώα, κόφτω κάτω εγώ με το κασόνι, κατέβηκα μέχρι κάτω το ποτάμι του Κουτσουμπλή. Δεν απόμεινε τίποτα στο κασόνι. Τα σκόρπισα όλα!
Ά.Ζ.:

Τα σκόρπισε όλα στον δρόμο!

Γ.Ζ.: Έφευγαν... Που μας είχαν οι αντάρτες. Τελοσπάντων, τελείωσαν αυτά.
Ά.Ζ.:

Άλλα χρόνια ήταν εκείνα, κορίτσι, άλλα είναι τώρα. Ήταν πολύ δύσκολα τα χρόνια τότε. Απ' τα 12 τα χρόνια να δουλεύεις εργάτης στο Μηχανικό και να κοιμάσαι έναν μήνα... Που είναι η γέφυρα η Μπέλλης ξέρεις; Απέναντι ήταν κάτι ισιώματα, τα 'χαν αμπέλια τότε. 12 σκηνές μεγάλες ήμασταν εργάτες. Εμείς ήμασταν τα μικρότερα. Ήμασταν σε μια σκηνή 12 ανθρώποι απ' τη μια μεριά και 12 απ' την άλλη. Και είχαμε βάλει τους παππούδες στην άκρια, στην πόρτα για να μην μπαίνει κανένας ξένος μέσα που κοιμόμασταν εμείς τα κορίτσα.  

Γ.Ζ.: Πήγα κι εγώ να δουλέψω κι εγώ στο Μηχανικό εκεί που πήγαινε η κυρά μου και μας βάλαν στη γραμμή το πρωί. Λένε: «Εσύ έξω!». Εγώ, ο Γιώργος, ο Γιαννούλης και ο Μήτρος ο Βλάχος. Τρία παιδιά!
Ά.Ζ.:

Ήταν κοντά!

Γ.Ζ.: Μας βάνουν στο James, στον Πεντάλοφο. Ήρθαμε στον Πεντάλοφο πάλι. 
Ά.Ζ.:

Έναν μήνα έκατσα εκεί κάτω!  

Δ.Κ.:

Ποια χρονολογία; 

Γ.Ζ.: 12 χρονών ήμαν! 
Ά.Ζ.:

12, τι.

Δ.Κ.:

Και θυμάστε εδώ πέρα στο Επταχώρι πώς ήτανε όταν σας πήγαν στον Πεντάλοφο; Είχε μείνει κάποιος εδώ; 

Ά.Ζ.:

Ήταν πολλοί. Ήταν γιομάτο το χωριό τότε κόσμο. Γιδοπρόβατα είχαν πολλά...

Γ.Ζ.: Είχαμε, πότε έφυγα, θα 'χαμε 12.000 γιδοπρόβατα. Γελάδια, 500 κεφάλια γελάδια. Ζώα, γαϊδούρια... Όλοι κτηνοτρόφοι ήμασταν.
Ά.Ζ.:

Οι περισσότεροι ήταν κτηνοτρόφοι.  

Δ.Κ.:

Και τα πήρατε μαζί σας; 

Γ.Ζ.: Τα πήραμε. Και πολλούς τους πήγαν μες στην Αλβανία. Αν δεν...
Ά.Ζ.:

Όσοι δεν ξεκίνησε με τον στρατό να 'ρθει κατά το Πεντάλοφο, τους πήραν οι αντάρτες ύστερα και τους πήγαν στην Αλβανία μέσα. 

Γ.Ζ.: Πήγαμε στον Πεντάλοφο το ‘47 πήγαμε, το φθινόπωρο το '47 ήρθαμε εμείς στον Πεντάλοφο. Και καθίσαμε 2 χρόνια, μέχρι το '48... Το ‘49 γυρίσαμε;
Ά.Ζ.:

Ναι.

Γ.Ζ.: Το '49 γυρίσαμε ξανά εδώ στο Επταχώρι.
Δ.Κ.:

Πώς ήτανε η ζωή τότε στον Πεντάλοφο; 

Γ.Ζ.: Καλά ήταν!
Ά.Ζ.:

Κόσμος πολύς!

Γ.Ζ.: Είχαν δουλειά ο κόσμος.
Ά.Ζ.:

Εφτά χωριά ήμασταν; 

Γ.Ζ.: Ναι.
Ά.Ζ.:

Εφτά χωριά.

Γ.Ζ.: Είχαν μαζευτεί όλα τα χωριά γύρα στον Πεντάλ[00:10:00]οφο.  
Ά.Ζ.:

Αν και το Πεντάλοφο είχε μεγάλα σπίτια παλιακά που δεν κατοικούνταν μέσα, εκείνη την εποχή κατοικήθηκαν όλα, γιατί δεν είχαν πού να μείνουν. Έφκαν για την Καστοριά πολλοί, έφκαν για τη Σαλονίκη, έφκαν για την Αθήνα. Όσοι είχαν αδέρφια. Οι άλλοι έμειναν όλοι στο Πεντάλοφο. 

Δ.Κ.:

Εσείς κύριε Γιώργο σε ποιο σπίτι μένατε; 

Γ.Ζ.: Στου Λόλα. Ο Λόλας είχε δυο σπίτια, ένα εκεί πέρα που είναι η βρύση. Όχι στον Αχίλλη, στον Αϊ-Θανάση, πιο πέρα εκεί που είναι ένα σπίτι εκεί πέρα, κι ένα είχε εδώ που κατεβαίνουμε για την Αγία Βαρβάρα κάτω. Είναι μια βρύση από κάτω, από την πάνω μεριά είναι του Λόλα, ένα παλιό σπίτι. Τώρα έγιναν ξενοδοχεία εκεί πέρα, τι έγιναν. Καλά περάσαμε. Πηγαινάμε τα παιδιά όλα μαζί με τα ζώα, πήγαιναν πέρα στη Νικορίνα και τα βοσκούσαμε. Ξέρεις που είναι η Νικορίνα; Από πέρα, απέναντι μεριά.
Δ.Κ.:

Είχατε άλλους στο ίδιο σπίτι;

Γ.Ζ.: Είχαμε το... Πώς το λένε τώρα; Από Αγία Σωτήρου μια οικογένεια.
Δ.Κ.:

Χατζή; 

Γ.Ζ.: Χατζή, ναι!
Δ.Κ.:

Με αυτούς πώς τα πηγαίνατε; 

Γ.Ζ.: Μια χαρά. Ένα δωμάτιο αυτοί, ένα δωμάτιο εμείς κι η σάλα και τα υπόγεια από κάτω, εβανάμε τα ζώα. Μια χαρά, τι.
Ά.Ζ.:

Όλοι από ένα δωμάτιο είχαμε τότε στο Πεντάλοφο. Ήταν 7 χωριά μαζωμένα στο Πεντάλοφο.  

Γ.Ζ.: Είχε 5-6 παιδιά. Δυο έκαμε μαζί εκείνη τη χρονιά αυτή η γυναίκα. Και η φκή μου η μάνα έκανε ένα, τον Βαγγέλη, εκεί τον έκαμε.  
Δ.Κ.:

Και θυμάστε άμα υπήρχαν, έτσι, κάποια γεγονότα με αντάρτες και τον στρατό; 

Ά.Ζ.:

Έβαναν οι αντάρτες κι έρχονταν οι οβίδες πίσω από το ξενοδοχείο του... Πώς τον ελέγαν μωρέ; 

Γ.Ζ.: Τζημόλογα; Τζημουκώτα;
Ά.Ζ.:

Στο ανήλιο. Εκεί. 

Δ.Κ.:

Εσείς κύριε Γιώργο, θυμάστε τίποτα; Θυμάστε, έτσι, κάποιο περιστατικό με τον στρατό; 

Γ.Ζ.: Έρχονταν στον Αϊ-Λια τον Πενταλοφίτικο πάνω, ήταν αντάρτες. Κι έβαλαν με τον όλμο –τι έβαλαν, ορειβατικό, τι έβαλαν– κι έσκασε μια οβίδα μέσα στη Λόντζια, στον Πεντάλοφο. Και τραυματίστηκε ένα παιδί δικό μας στο κεφάλι, ο Ζώης ο Γιαννούλης. Πηγαίναμε σχολείο! Ήταν εκεί το σχολείο, από απέναντι μεριά.
Ά.Ζ.:

 Εμείς είχαμε μουλάρι και με έπαιρναν για αγγαρεία, έλεγαν ετότε. «Θα πας αγγαρεία». Και πήγα στον Αϊ-Λια τον Πενταλοφίτικο με τον Γιάννη τον Γιάρο και με άλλους, τον Κοσμά τον Βενιζέλο, και σηκωσάμε τον στρατό από τον Αϊ-Λια και τον κατεβασάμε στο Πεντάλοφο. Πήγα κι εγώ κοντά με το μουλάρι. 12 χρονών κορίτσι ήμαν, με τον Γιάρο, είχα τον Γιάρο τον Γιάννη. Κι ύστερα πήρε τα μουλάρια κι ήρθε να φορτώσει ξύλα μέσα στ' ανήλιο, απ' κάτω απ' του πάππου το πηγάδι και τον πήραν οι αντάρτες–

Γ.Ζ: Τους έπιαναν οι αντάρτες.
Ά.Ζ.:

Και έκανε χρόνια να γυρίσει στη φαμελιά του. Τον είχαν πάει μέσα στο... Δεν ξέρω πώς τα 'λεγαν τα κράτη αυτά. 

Δ.Κ.:

Σας έδιναν κάποια τρόφιμα εκεί ο στρατός; 

Γ.Ζ.: Πώς!
Ά.Ζ.:

Έδινε, έδινε!  

Γ.Ζ.: Μας μοίραζαν. Πήγαινα εγώ εκεί στον Αϊ-Θανάση εκεί πέρα, πήγαινα με την καραβάνα –μια ιταλικιά καραβάνα– και την γέμιζαν φαΐ και την κουραμάνα, και στο σπίτι. 
Ά.Ζ.:

Έδονε τον στρατό, έδονε πολύ!  

Δ.Κ.:

Θυμάστε κάποιο, έτσι, φαγητό που να το φάγατε πρώτη φορά τότε;  

Ά.Ζ.:

Το κρέας το καταψυγμένο που δεν του ξεράμε εμείς. Αυτό το 'τρωγαν. Αυτοί τα 'χαν κατεψυγμένα. Εμείς δεν ηξέραμε [00:15:00]τι θα πει κατάψυξη τότε, ήταν όλο φρέσκα. Στην αρχή δεν μας άρεζε, του βλεπάμε σαν ένα άλλο πράγμα. Ύστερα το συνηθίσαμε, του τρωγάμε, τι να σκαζάμε; 

Γ.Ζ.: Κι αυτά...
Δ.Κ.:

Εσείς τώρα, μετά όταν φύγατε από τον Πεντάλοφο και γυρίσατε εδώ στο Επταχώρι, τι κάνατε; 

Ά.Ζ.:

Έφτιακαν τα σπίτια όσοι τους τα είχαν χαλάσει. 

Γ.Ζ.: Είχαμε τέτοια, κτηνοτροφία.
Ά.Ζ.:

Στα χωράφια...

Γ.Ζ.: Άλλοι με τα γελάδια, άλλοι με τα γιδοπρόβατα. Για να...
Ά.Ζ.:

Για να ζήσουν τη φαμελιά τους.

Γ.Ζ.: Να τρων οι υπόλοιποι.
Δ.Κ.:

Και στη Γερμανία πότε πήγατε; 

Γ.Ζ.: Το '63.  
Δ.Κ.:

Γιατί πήγατε; 

Γ.Ζ.: Γιατί παντρεύτηκα–
Ά.Ζ.:

Έφτιακαν το σπίτι εδώ.

Γ.Ζ.: Χώρισα από τους γονείς μου και νοίκιασα κι ένα χρόνο-δυο σε μια θεια μου, νοίκιασα το σπίτι. Και μετά το... Το '61 ή '62;
Ά.Ζ.:

Κάπου τότε.

Γ.Ζ.: '61-'62 ήρθα και έφτιακα το σπίτι εδώ πέρα που μένω. Και το '63 Deutschland! 
Δ.Κ.:

Θυμάστε το ταξίδι; 

Γ.Ζ.: Έφυγα από δω, πήγα Κοζάνη. Στην Κοζάνη μας έβαλαν σε τρένο, εκεί που βάνουν τα μουλάρια, έβαναν τα ζώα μέσα. Και στον Πειραιά! Απ' τον Πειραιά στον Κολοκοτρώνη το πλοίο. Κέρκυρα, Brindisi Ιταλία, Deutschland, Μόναχο. Και στην Φρανκφούρτη. Φρανκφούρτη έκατσα 2 χρόνια, και 2 χρόνια στο Μόναχο. Έκανα 4,5 χρόνια στη Γερμανία.  
Δ.Κ.:

Είχατε κάποιον γνωστό εκεί; 

Γ.Ζ.: Είχα τον κουνιάδο μου. Με έκανε πρόσκληση. Είχα γραφτεί να κάνω στα ανθρακορυχεία και λέει: «Δεν θα πας στα ανθρακορυχεία, θα 'ρθείς στο εργοστάσιο». Πέρα στο εργοστάσιο είναι 3,5 μάρκα την ώρα. Ο αδερφός μου ήταν στο Μόναχο. Του λέω: «Δεν παίρνω πολλά λεφτά. Παίρνω 650 με 700 μάρκα το μήνα. Αυτού άμα έρθω;». Ήταν στο Μόναχο. Bremsi ήταν το εργοστάσιο. Λέει: «Εδώ θα πιάνεις τα 900». Πήγα και δούλευα και υπερωρίες. Έπιασα σε αυτόματες μηχανές. Εκεί πέρα ήμασταν 4-5 χωριανοί. Ήταν ο αδερφός μου εκεί πέρα, ο Νίκος ο Φωτόπουλος... Και έπιανα τα 950 μάρκα το μήνα. Έπαιρνα καλά. Αλλά τα 2 χρόνια δούλευα 06:00 το πρωί-18:00 το βράδυ. Πολλές ώρες.
Δ.Κ.:

Και τι κάνατε; 

Γ.Ζ.: Μηχανές, τόρνο. Σε τόρνο δούλευα. Εβγανάμε για πλοία ανταλλακτικά, για αεροπλάνα, υδραυλικά... Για νερά, αυτά όλα. 
Δ.Κ.:

Πώς ήταν η ζωή εκεί; 

Γ.Ζ.: Πολύ καλά! Γράφω της κυράς να 'ρθεί. «Πού να αφήκω τα παιδιά;». Λέω: «Άστα στη μάνα σου». «Δεν τα κρατάει». «Κάτσε σπίτι άμα δεν τα κρατάει. Κάτσε στο σπίτι κι εσύ–»
Ά.Ζ.:

Τα 'χαμε κάνε[00:20:00]ι και τα δυο.

Γ.Ζ.: «Να 'ρθω εγώ εδώ απάνω».
Ά.Ζ.:

Αυτός ήρθε στο δεύτερο, στον Μάνθο. Τον έκαμα και έφκε. Πάει πάλι...

Γ.Ζ.: Γύρισα... Έφυγα το ‘63 το φθινόπωρο, τον Οκτώβριο και γύρισα το ‘68. Γύρισα εδώ στην Ελλάδα πάλι. 
Δ.Κ.:

Θέλατε να γυρίσετε; 

Γ.Ζ.: Τι να έκανα; Αλλού παιδιά, αλλού γυναίκα;
Δ.Κ.:

Και μετά όταν γυρίσατε εδώ με τι ασχοληθήκατε; 

Γ.Ζ.: Δούλευα σε οικοδομές, γίναν το σπίτι από δω. Δούλευα με τον Κώστα τον Γαλανό. Αυτά –τα βλέπεις;– τα κεραμίδια όλα με τον Κώστα τον Γαλανό –πέθανε– τα σκεπάσαμε μαζί τα κεραμίδια όλα, όλο το χωριό. Εγώ τα πέταζα πάνω. Δεν είχαμε σκάλα, τρια-τέσσερα άτομα [Δ.Α.]. Ήταν χαμηλα, τα 'χαμε με το χέρι. Είχαμε δουλειά, καλή δουλειά. Ύστερα εδώ γένονταν ο δρόμος για την Κόνιτσα. Ήταν τότε ο Παπαδόπουλος που άνοιξε τον δρόμο.
Ά.Ζ.:

Περιπέτειες πολλές!

Γ.Ζ.: Είχαμε δουλειά, καλή δουλειά. Δουλεύαμε.
Δ.Κ.:

Με τα ζώα πότε ασχοληθήκατε; 

Γ.Ζ.: Με τα ζώα... Είχα, τα έβαζα σε άλλο κοπάδι. Σε τσομπάνο άλλο τα 'δινα και τον χειμώνα τα 'παιρνα εδώ στο χωριό.
Ά.Ζ.:

Εφτιακάμε και ζώα. Τρεις αγελάδες είχα μέσα στ' αχούρι και τρία μοσχάρια, έξι. Και το μπλάρι 7, και το γουρούνι 8. Μέσα στον αχυρώνα εδώ. Πήγαινα... Τα παιδιά ήταν μικρά και το μοσχάρι πάαινε και κοιμούνταν εδώ στο λαιμό του γουρουνιού. Και τα φώναζα: «Έλατε δω! Έλατε δω να δείτε!». Και έρχονταν και γελούσαν ο Γιάννης με τον Μάνθο. Έβανε το κεφάλι απάνω στο κεφάλι του γουρουνιού το μοσχάρι και κοιμούνταν μαζί.  

Δ.Κ.:

Τώρα θα έρθω να μου τα πείτε. Και μια τελευταία ερώτηση θα κάνω σε εσάς κύριε Γιώργο. Άμα θέλατε να αλλάξετε κάτι από τη ζωή σας, τώρα που τα βλέπετε σε αυτή την ηλικία, τι θα αλλάζατε; 

Ά.Ζ.:

Τι να αλλάξουμε τώρα; Τίποτα.

Γ.Ζ.: Να 'ρθούν τα χρόνια πίσω; Δεν έρχονται!
Δ.Κ.:

Από αυτά τα χρόνια τι θα θέλατε να αλλάξετε και δεν το αλλάξατε; Τι θα θέλατε τώρα να είχατε κάνει; 

Γ.Ζ.: Να βλέπω τα εγγόνια μου, τα δισέγγονά μου, όλα. Έχω και δισέγγονα τώρα!
Δ.Κ.:

Ωραία, ευχαριστώ πολύ κύριε Γιώργο.

Γ.Ζ.: Τίποτα.
Δ.Κ.:

Θα μου πείτε καταρχάς πότε γεννηθήκατε. 

Ά.Ζ.:

Το '34 γεννήθηκα. 

Δ.Κ.:

Μήνα; 

Ά.Ζ.:

Μήνα δεν θυμούμαι να σου πω. Βάλε όποιον να ‘ναι.  

Γ.Z.: Νοέμβριο, Νοέμβριο.
Ά.Ζ.:

Νοέμβριο είμαι; Δεν θυμάμαι.

Δ.Κ.:

Νοέμβριο.

Ά.Ζ.:

Ξεχνώ πολύ τώρα, δεν θυμάμαι.

Δ.Κ.:

Δεν πειράζει. Εδώ πέρα πώς ήτανε η ζωή στο Επταχώρι; 

Ά.Ζ.:

Ήταν σκληρή, κορίτσι μου, η ζωή. Δεν είχε ο κόσμος αυτά που έχει σήμερα. Στα χωράφια. Έσπερναν καλαμπόκια, στάρια, κριθάρια, βρίζες. Ότιδήποτε. Φασόλια έβαναν. Μπαξέδια πολλά είχε ο κόσμος και τα φύτευε όλα και έβγανε της χρονιάς τα φαγώσιμα όλα. Αυτή ήταν η ζωή τότε, δεν είχαμε άλλη εξέλιξη, όπως είναι τώρα. 

Δ.Κ.:

Εσείς στο σπίτι σας; 

Ά.Ζ.:

Εγώ στο σπίτι–

Δ.Κ.:

Με τους γονείς σας.

Ά.Ζ.:

Δεν είχα πατέρα. Τον πήραν και τον σκότωσαν οι αντάρτες. Και έμεινα με μια αδερφή και με έναν αδερφό. Ο αδερφός μου είναι ο Μιχάλης που πήρε τη Βασίλου. Κι η αδεφή η Γιαννούλα. Τους έδωκα και οι δυο στο Πεντάλοφο, δεν τους έχω εδώ. Αυτοί παντρεύτηκαν κατ' εκεί, εγώ απόμεικα εδώ.

Δ.Κ.:

Και μετά πώς ήταν η ζωή μόνο με τη μητέρα σας; 

Ά.Ζ.:

Δύσκολη ήταν! Εγώ ό,τι δουλειά βρίσκονταν στο χωριό, πήγαινα. Για να βγάλω το μεροκάματο. Και η μάνα μου είχε δυο μηλαδέρφια στην Αμερική και μια αδερφή, τρία. Μ[00:25:00]ηλαδέρφια όμως, όχι καρδιακά. Και μας έστελναν Χριστούγεννα και Πάσχα. Όσα λεφτά είχαν κι αυτοί, γιατί είχαν οικογένειες κι αυτοί. Πρώτα τις είχαν εδώ, ύστερα τις πήραν εκεί. Κι επαιρνάμε... «Πρώτα -έλεγε η μάνα μου- θα παίρνουμε τ' αλεύρι κι ύστερα τ' άλλα τα φαγώσιμα. Τα φαγώσιμα... Πηγαίνεις κάνα μεροκάματο Αρτεμούλα, θα πάρουμε το λάδι, θα πάρουμε το ρύζι, το κριθαράκι». Ό,τι μας χρειάζονταν. Αλλά πρώτα επαιρνάμε το αλεύρι. Να 'χουμε το ψωμί πρώτα κι ύστερα τ' άλλα όλα. Και έκαμνε την οικονομία της όπως έπρεπε για να 'ναι σίγουρη ότι θα βγει ως το Πάσχα με τ' αυτό τ' αλεύρι, δεν θα απομείνει χωρίς ψωμί. Κατάλαβες; Ήταν άλλος καιρός ετότε, τώρα δεν έχουν τέτοια, δεν ξέρουν από αυτά.  

Δ.Κ.:

Και στο σχολείο που μου λέγατε πριν; 

Ά.Ζ.:

Στο σχολείο ως τα 12 τα χρόνια ήμαν εδώ απάνω στο σχολειό. Και στο Πεντάλοφο δεν ήρθα καθόλου. Ήταν κάνα-δυο μήνες να 'ρθώ στο Πεντάλοφο και δεν πήρα απολυτήριο, δεν ήρθα.  

Δ.Κ.:

Μου είπατε ότι ήσασταν καλή.

Ά.Ζ.:

Πρώτη μαθήτρια! Εδώ πάνω ήμαν πρώτη μαθήτρια. Ήταν ένα κορίτσι του δάσκαλου κι εγώ. Και μία –πού να σου πω τώρα;– Ρόιδω Τζημοκώτα, που λέμε. Αυτά τα τρία ήμασταν τα πρώτα. Αλλά η Ρόιδω ήταν ένα χρόνο μικρότερη από μένα κι ήταν σε άλλη τάξη. Τα καλύτερα τα παιδιά ήμασταν εμείς στο σχολειό. Η Λίτσα του Γραμματικού... Με τη Λίτσα είμαστε ίσα, μια ηλικία. Η Λίτσα, εγώ και η Ρόιδω του Τζημοκώτα ήμασταν τρία στο σχολείο, τα πρώτα, που ηξεράμε τα γράμματα. Ύστερα τα άλλα ήταν πιο πίσω. 

Δ.Κ.:

Και θέλατε να συνεχίσετε; 

Ά.Ζ.:

Ήθελα να συνεχίσω, με είχε για δασκάλα ο πατέρας μου, αλλά τον πήραν και τον σκότωσαν κι ούτε δασκάλα, κι ούτε... Χουσμεκιάρισσα ύστερα! Έτσι έρχονται τα πράγματα! 

Δ.Κ.:

Ποια χρονολογία φύγατε για τον Πεντάλοφο; 

Ά.Ζ.:

Πόσο είχα; Δεν πήγα στο Πεντάλοφο, ήθελα καμόσους μήνες να πάω να τελειώσω, να πάρω απολυτήριο, αλλά δεν πήγα. 

Δ.Κ.:

Θυμάστε πώς ήτανε τότε που σας είπαν ότι πρέπει να φύγετε από εδώ; 

Ά.Ζ.:

Μας έδωσαν δυο μπλάρια, «φορτωσέτε τι έχετε», τα φορτώνουμε από δω. Ο αδερφός μου ο Μιχάλης ήταν 2 χρονών, για 3; Κάπου τόσο ήταν. Και τον βάνουμε κι αυτόν καβάλα στο μπλάρι και πηγαίνουμε... Πού να σου πω τώρα; Που είναι ένα μέρος εδώ... Που φεύγεις για το Πεντάλοφο; Έχει πεζούλα από την κάτω τη μεριά γιατί είναι πλάι πολύ. Εκεί. Και τον πετάζει –πως σκιάχτηκε το μπλάρι– και τον πετάζει τον Μιχάλη κάτω απ' την πεζούλα. Πώς δεν τον σκότωσε! Αρχίνησε η μάνα μου να φωνάζει, να κλαίει, να τσορίζει. Επειδή ήταν μικρό, αλαφρό, κι έπεσε και δεν έπαθε τίποτα. Το πήρε και τον κουβάλσαμε στο Πεντάλοφο στα χέρια ύστερα. Να μην τον βάλουμε και σκιαχτεί πάλι το μλάρι. Με δυο φορτώματα πράγματα! Κατάλαβες; Στο 'να είχαμε το σεντούκι αυτό που 'χω εδώ μέσα. Αυτό το σεντούκι το είχε φτιάξει... Ζούσε ο πατέρας μου. Κι είχε έρθει ένας πρώτος ξάδερφος. Ήταν σε σχολή, σε ορφανά και τους μάθαισκαν τέχνες και τον έμαθαν μαραγκό αυτόν. Κι ήρθε–

Δ.Κ.:

Πού; 

Ά.Ζ.:

Έμαθε μαραγκός εδώ στο χωριό μας, σε άλλους παππούδες. Ήρθε, και ο πατέρας μου πήγαινε στου Ντέτσιου αυτού πέρα, που το λεν. Ξέρεις τα καλύβια Ντέτσιου; Επειδή ήταν βαρελάς, έβγανε ξυλεία. Και έβγαλε ξυλεία μεγάλη, όπως σαν τις πόρτες, σανίδια. Και έχω το σεντούκι αυτό, θα το δεις αυτού τώρα μέσα. Και λέει: «Άμα είμαι καλά, θα φκιάκω άλλο της Αρτεμούλας σεντούκι. Θα το κρατήσω εγώ αυτό το πρώτο». Ήταν ένας πρώτος ξαδερφος, είχε πάει τεχνικι[00:30:00]ά σχολή στο ορφανοτροφείο και είχε μάθει αυτή την τέχνη. «Άμα δεν είμαι καλά θα το πάρει αυτή». Τέκνισε η ώρα και δεν ήταν στη ζωή, τον πήραν οι αντάρτες και τον σκότωσαν. Και η μάνα μου δεν ήθελε να μου το δώκει το σεντούκι γιατί είχε τα πράγματά της όλα μέσα. «Αυτό είναι δώρο από τον πατέρα μου -λέω-, δεν στ' αφήνω με τίποτα!». της λέω. Και το πήρα το σεντούκι. Τέτοιο σεντούκι δεν ξανάφκιακαν εδώ μέσα στο χωριό. Ο ξάδερφός μου έφκε, πάει στην Αθήνα, πάει... Στην Αμερική πάει ύστερα, χάθκε ντιπ από δω.  

Δ.Κ.:

Τι πράγματα βάλατε μέσα και πήρατε στον Πεντάλοφο; 

Ά.Ζ.:

Σάματι είχαμε και πολλά πράγματα τότε μα κορίτσι; Λίγα είχαμε! Δυο-τρία φορτώματα. Τα φορτωσάμε στα μπλάρια, και το σεντούκι κάνα-δυο μέσα, γιατί ήταν βαρύ και δεν ταίριαζε απ' την άλλη τη μεριά. Και εβαλάμε λίγα μέσα και τα πήγαμε στο Πεντάλοφο.  

Δ.Κ.:

Θυμάστε πώς πήγατε στον Πεντάλοφο; 

Ά.Ζ.:

Πήγαμε καλά. Μια βραδιά κοιμήθκαμε στο Ζγυρ απάνω, όξω, και την άλλη τη βραδιά ήρθαν τα πράματα, μας φόρτωσαν και μας πήγαν στο Πεντάλοφο. Και μας τράβηξαν σε σπίτια. «Δυο φορτώματα εσύ, σύρε σ' αυτό το σπίτι. Άλλα δυο ο άλλος, στ' άλλο το σπίτι». Κάθε ένα... Εμάς μας κατέβασαν στη Βασιλική την Ταρνανά. Εκεί κάτω μας πήγαν και εκατσάμε 2 χρόνιες στη Βασιλική.

Δ.Κ.:

Πώς ήτανε να ζείτε με μια άλλη οικογένεια; 

Ά.Ζ.:

Πολύ καλά ήμασταν, να σου πω! Σαν να 'μασταν αδέρφια. Η Σούλα ήταν τόσια, όλη μέρα του 'χα εγώ στην αγκαλιά. Η Βασιλική έραβε. Ήταν μοδίστρα η Βασιλική κι έραβε ρούχα πολλά, της πήγαινε όλος ο κόσμος. Κι όταν έφκαμε να 'ρθούμε στο Πεντάλοφο λέει... Εγώ πήγαινα και της βοηθούσα της Βασιλικής, και τρύπωνα, και γάζωνα, και... Είχα μάθει καλά την τέχνη! Λέει η Βασιλική της μάνας μου: «Βαρβάρα, θα αφήκεις το κορίτσι εδώ να του 'χω ψαλίδι. Όλον τον χειμώνα. Εδώ θα κοιμάται, αυτού που κοιμάται, αυτού θα κοιμάται πάλι». Γιατί την κάτω τη σόμπα την είχαμε εμείς, την απάνω είχαν η Βασιλική. Και απάνω ήταν της Βασιλικής. Εμείς είχαμε μόνο την κάτω τη σόμπα και είχαμε και έξω... Είχε φούρνια, είχε μαγειριά, είχε αχυρώνες, είχε πολλά! Και μας είχε δώκει κι εκεί ένα μαγειριό και μαγειρευάμε εκεί, δεν μαγειρευάμε μέσα, να μην λερώσουμε το δωμάτιο. Περασάμε πολύ καλά με τη Βασιλική, να σου πω. Και ήθελε, αλλά δεν μ' άφηκε η μάνα μου. «Εμένα ποιος θα μου κάνει χουσμέτι;», λέει. Τα άλλα ήταν μικρά. Εγώ ήμαν λίγο μεγαλύτερη, εγώ να πάω να φορτωθώ ξύλα, να φέρω να κάψουμε, εγώ να πάω στα ξένα τα χωράφια να πάρω μεροκάματο. Εγώ δούλεψα πολύ, πάρα πολύ. Και παντρεύκα και πάλι δούλεψα, και ακόμα δουλεύω. Βλέπεις τι κήπο έχω αυτού όξω. Άμα θα 'ρθείς να τον δεις το καλοκαίρι γιομάτο, θα πεις: «Τι είναι αυτά που έχεις!». Απ' όλα! 

Δ.Κ.:

Εσείς θέλατε να μείνετε στον Πεντάλοφο; Να πάρετε το ψαλίδι; 

Ά.Ζ.:

Δεν ήξερα τότε τι μου γένεται! Ήθελα να μάθω μοδίστρα αλλά δεν μ' άφηκε η μάνα μου, δεν έκατσα.  

Δ.Κ.:

Και μετά όταν γυρίσατε εδώ στο Επταχώρι τι βρήκατε; 

Ά.Ζ.:

Τίποτα, μόνο ένα σπίτι με ντβάρια. Τίποτας, ούτε πόρτες, ούτε παραθύρια, ούτε τίποτα δεν είχε το σπίτι μας. Ήταν καινούριο και τα 'χαν εξαφανίσει όλα. Μόναχα αυτό το σεντούκι που 'χω αυτού μέσα, το 'χαμε στο απάνω το πάτωμα και δεν είχαμε προλάβει να φκιάκουμε σκάλα καλή για να ανεβαίνουμε πάνω στο δωμάτιο και είχαμε σκάλα, ανεμόσκαλα, τέτοια που έχουν οι μαστόροι. Και δεν το βρήκαν, δεν πήγαιναν γιατί η σκάλα... Έπεσε η σκάλα, δεν ξέρω τι έκαμε, και δεν πήγαιναν απάνω να το βρουν. Αλλά πρωτού να πέσει η σκάλα, φαίνεται, το 'χαν, λιάνιζαν το κρέας απάνω στο σεντούκι και το 'χαν χαλάσει, το 'χαν φκιάκει όλο κοψιές. Και είχα έναν πρώτον ξάδερφο, ήταν στο –πώς το λένε μωρέ–, στο ορφανοτροφείο κι είχε μάθει τεχνίτης, μαραγκός. Κι όταν ήρθε το παιδί αυτό –μικρότερο από μένα ήταν–, λέει: «Ο πατέρας μου θα μας το σιάξει καλό», λέει. Γιατί το 'χαν πελεκήσει απά[00:35:00]νω το σκέπασμα όλο. «Θα το χαλάσω εγώ, θείο», λέει. Ήταν ανιψιός της αδερφής του πατέρα μου, ανιψιός. Το χάλασε απ' την αρχή, το ροκάνισε καλά, το γυάλισε και το 'φκιακε. Και λέει ο πατέρας μου: «Άμα είμαι καλά, θα φκιάκω άλλο της Αρτεμούλας να της δώκω. Άμα δεν είμαι καλά, θα πάρει αυτό». Έλα, έλα που–

Δ.Κ.:

Μου το 'πατε.

Ά.Ζ.:

Τον πήραν, τον σκότωσαν και πήρα αυτό το σεντούκι. Θα το δεις αυτού μέσα. Δεν το 'χω...

Δ.Κ.:

Στον Πεντάλοφο πώς ήταν αυτά τα 2 χρόνια που μείνατε; 

Ά.Ζ.:

Εμείς ήμασταν πολύ καλά να σου πω. Ούτε μαλωσάμε καμιά φορά με τη Βασιλική. Εγώ ήμαν σαν να 'μουν κορίτσι της Βασιλικής. Να κρατώ όλη μέρα τη Σούλα στην αγκαλιά! 

Δ.Κ.:

Τρόφιμα; 

Ά.Ζ.:

Μας έδοναν τρόφιμα τον στρατό και μας έδοναν και λεφτά που σκότωσαν τον πατέρα μου. Και αγοραζάμε και περνούσαμε. Κι εγώ όπου έβρισκα μεροκάματο πήγαινα, ας είχα 12 χρόνια. 

Δ.Κ.:

Τι κάνατε; 

Ά.Ζ.:

Να μάσω κάστανα, να μεριάσω κλαδί, που έβαναν κλαδαριές τότε για τα σφαχτά... Ό,τι δουλειά, θα πήγαινα γω!  

Δ.Κ.:

Δούλευε και η μαμά σας; 

Ά.Ζ.:

Όχι. Ήταν άρρωστη από δω απ' τον πατέρα μου και που 'ρθε και που πέθανε, άρρωστη πέθανε.  

Δ.Κ.:

Και θυμάστε εκεί στον Πεντάλοφο άμα γινόταν, έτσι, γιορτές, πανηγύρια; 

Ά.Ζ.:

Γίνονταν, γίνονταν. Και γιορτές, και πανηγύρια, και χορός στη Λόντζια. Εβγαινάμε στον χορό, πηγαινάμε... Γίνονταν! Μαζωνομάσταν στη γειτονιά, καθομάσταν εκεί όξω στης Κανιούς τα σκαλοπάτια εκεί και τραγδούσαμε τα βράδια. Καμιά δεκαριά γυναίκες, εκεί που μαζωνομάσταν κορίτσια, άντε αρχινούσαμε να τραγδάμε. «Άντε να πούμε ένα τραγούδι να περάσει η ώρα!». Δεν ηξεράμε και τίποτα άλλο να πούμε, αυτά ηξεράμε. 

Δ.Κ.:

Θυμάστε κανένα τραγούδι να μου πείτε; 

Ά.Ζ.:

Τα τραγούδια παν τώρα! Τα γαμπριάτικα; Τι να σου πω; 

Δ.Κ.:

Όποιο θυμάστε.

Ά.Ζ.:

Δεν ξέρω τώρα, τα αστόησα! Δεν θυμούμαι. Φίλοι μου καλώς ορίσατε, Ροϊδούλα, Ροϊδούλα Να φάμε και να πιούμε Άντε γεια σου, μωρέ, με τα λουλούδια.  Τα αστόησα μωρέ, πέρασαν τα χρόνια!  

Δ.Κ.:

Εκκλησία πηγαίνατε στον Πεντάλοφο; 

Ά.Ζ.:

Πήγαινα στην Αγία Βαρβάρα. Την Κυριακή πηγαινάμε.  

Δ.Κ.:

Τι ρούχα φορούσατε τις Κυριακές; 

Ά.Ζ.:

Εγώ πάντα φορούσα ευρωπαϊκά. Δεν φορούσα χωριάτικα. Δεν είχα... Μας έρχονταν... Η μάνα μου είχε δυο μηλαδέρφια στην Αμερική και μια μηλαδερφή, τρία.  

Δ.Κ.:

Και σας έστελναν ρούχα;

Ά.Ζ.:

Και μας έστελναν τα ρούχα τα φκά τους. Παντρεύκε η αδερφή και έκαμε κορίτσα και όλα τα ρούχα τα παλιά που τα 'χαν αυτοί εκεί, τα έστελναν σε μας, δέματα. Και εγώ ήμαν αρματωμένη κάθε μέρα. Απ' αυτηνής τα ρούχα ήμουνα αρματωμένη. Κι ήταν κάνα χρόνο αυτή μεγαλύτερη –δυο– από μένα και μου έρχονταν εμένα καλούπι. 

Δ.Κ.:

Θυμάστε κανένα πώς ήταν; 

Ά.Ζ.:

Ήταν και βελούδα, ήταν ριγέ, ήταν νάιλον... Πολλά σχέδια, πολλά σχέδια! Αλλά πέθαναν όλοι τώρα, δεν είναι κανένας.

Δ.Κ.:

Και όταν γυρίσατε εδώ πέρα στον Πεντάλοφο πάλι έτσι σας το είπαν; Ότι πρέπει να μαζέψετε τα πράγματα και να γυρίσετε εδώ στο Επταχώρι; 

Ά.Ζ.:

Ναι, «να πάτε στο χωριό σας». Σηκώθηκαν όλα τα χωριά απ' το Πεντάλοφο. Ήμασταν 7 χωριά, δεν θυμούμαι πόσα–

Δ.Κ.:

Θυμάστε ποια ήταν; 

Ά.Ζ.:

Ποια χωριά; Ήμασταν εμείς, Επταχώρι ένα, η Ζούζουλη δυο. Από κει γύρω τα άλλα τα χωριά δεν τα θυμάμαι. Μέχρι σιακάτω εκεί τη Μαέρη, Δίλοφο. Ήταν πολλά χωριά, αλλά δεν τα θυμούμαι όλα κορίτσι, δεν τα θυμούμαι.

Δ.Κ.:

Και όταν γυρίσατε εδώ, ήτανε ο στρατός εδώ; 

Ά.Ζ.:

Ήταν στρατός γιατί φοβούμασταν απ' τους αντάρτες να γυρίσουμε. Ήταν στρατός και φύλαγαν στις ράχες όλες, τα μονοπάτια. Δεν έμπαιναν μέσα στο γυναικόπαιδο. Αλλιώς δεν μπορούσαμε να κάτσουμε. Φύλαγε το στρατό.  

Δ.Κ.:

Μου λέγατε ότι δουλέψατε σ[00:40:00]το Μηχανικό. Θα μου πείτε πώς ήταν εκεί; 

Ά.Ζ.:

Καλά! Ήμασταν πολλά –δεν ήμασταν;– πολλά κορίτσα απ' όλο το χωριό τα κορίτσια, και άντρες, και γυναίκες. Και δουλευάμε με τα σκαμπάνια, δεν είχανε τότε μπουλντόζες. Έπρεπε να ανοίξεις με το σκαμπάνι πρώτα κι ύστερα να βάλεις τη μπουλντόζα να το φαρδύνει, να το κάνει πιο μεγάλο.

Γ.Ζ.: Ναι.
Δ.Κ.:

Εσείς τι κάνατε; 

Ά.Ζ.:

Είχα τον γκασμά στο χέρι και δούλευα με τον γκασμά.  

Δ.Κ.:

Και πόσα πληρωνόσασταν; 

Ά.Ζ.:

12 δραχμές; Τόσο νομίζω. Γιατί 12 χρονών ήμαν, δεν ήμαν και μεγαλύτερη. Εμείς τα μικρότερα από 12, οι άλλοι οι μεγαλύτεροι έπαιρναν μέχρι 15. Έπαιρναν παραπάνω οι μεγαλύτεροι. 15-18, αυτού μέσα.  

Δ.Κ.:

Σε ποιο σημείο δουλεύατε; 

Ά.Ζ.:

Δουλεψάμε κι εδώ για το Πεντάλοφο, όλο τ' ανήλιο του Τάκα που λέμε. Το ξέρεις τ' ανήλιο του Τάκα; Εκείνο τ' ανήλιο εμείς το φκιακάμε. Δουλεψάμε κι εδώ, πήγα μέχρι κάτω στη γέφυρα του Μπέλλης. Στη γέφυρα του Μπέλλης εκεί κοιμήθκα έναν μήνα στη σκηνή. Είχαμε 6 σκηνές, μεγάλες, απ' τις μεγάλες τις σκηνές. Χωρούσε από 20 άτομα στη σειρά. Είχαμε βάλει τους παππούδες στην άκρια για να μην μας έρθει κανένας στρατιώτης και μας τραβήξει. Έναν, τον πάππου τον Μπέντο, ποιους άλλους; Τον πάππου τον Καρανάσιο... Τους αστόχησα και ποιοι ήταν άλλοι.

Δ.Κ.:

Αυτοί τι έκαναν εκεί; Δούλευαν κι αυτοί;

Ά.Ζ.:

Δούλευαν όλοι. Απ' το χωριό μας, όλο το χωριό. Δεν ήμασταν μόναχες, πέντε κορίτσα, ήμασταν 20-30 κορίτσα που δουλευάμε. 

Δ.Κ.:

Πόσο καιρό δουλέψατε; 

Ά.Ζ.:

Εγώ δεν δούλεψα πολύ, ίσα με ένα μήνα, τόσο, δεν κοιμήθηκα παραπάνω. Οι άλλοι κοιμήθηκαν και 3 μήνες. Αλλά εγώ δεν δούλεψα γιατί σήκωσαν το χωριό απ' το Πεντάλοφο του 'φεραν εδώ, κι η μάνα μου... Ποιος θα φορτώνονταν τα σεντούκια και τα πράγματα να τα βγάλει απάνω από κάτω την Αϊ-Βαρβάρα που 'μασταν εμείς, να τα βγάλει στον Αχίλλη; Και πήρε εμένα τηλέφωνο... Μου έστειλε χαμπέρι, «να 'ρθείς να σηκώσουμε τα πράγματα», αυτή δεν μπορούσε! «Δεν μπορώ, δεν μπορώ!». Η Βαρβάρα αφόντας πήραν τον πατέρα μου και τον σκότωσαν οι αντάρτες, «δεν μπορώ» έλεγε.

Δ.Κ.:

Και μετά που μου είπατε ότι δουλεύατε και στα χωράφια; 

Ά.Ζ.:

Δούλευα σ' όλα τα χωράφια! Και σκαλνούσα, και θέριζα, και αλώνζαμε, και τι δεν έκαμνα. Παντού πήγα, παντού! Δεν άφηκα τίποτα! 

Δ.Κ.:

Στα χωράφια πόσο πληρωνόσασταν; 

Ά.Ζ.:

Πού θυμούμαι τώρα πόσο...12 δραχμές ήταν; Δεν θυμούμαι τώρα να σου πω.

Δ.Κ.:

Και κάνατε κάποια άλλη δουλειά πέρα από αυτές τις δύο, που να πληρωνόσασταν; 

Ά.Ζ.:

Στα χωράφια δουλευάμε στον θέρο, δουλευάμε στ' αλώνια, δουλευάμε στον σκάλο, στο μάζεμα το καλαμπόκι, στον σπαρμό. Δουλευάμε... Κατά εποχή ήταν κι η δουλειά. Κάθε εποχή είχε δουλειά της.

Δ.Κ.:

Και μία τελευταία ερώτηση θα κάνω. Όταν έφυγε ο κύριος Γιώργος, που μας είπε ότι πήγε στη Γερμανία, εσείς εδώ πέρα δεν δυσκολευτήκατε μόνη σας; 

Ά.Ζ.:

Είχα τα παιδιά! Είχα τον Γιάννη μεγαλύτερο και τον Μάνθη τον είχα στην κοιλιά. 

Δ.Κ.:

Πώς ήτανε να λείπει ο άντρας σας στο εξωτερικό; 

Ά.Ζ.:

Πώς ήταν; Καλά δεν ήταν, αλλά άμα δεν έχεις να φας είναι καλά! Τι να κάμεις; Αναγκαστικά, αλλά κάμεις υπομονή! Κοιμούμουνα με τον Γιάννη αυτού και κάνω και τον Μάνθη, και βάνω τον Μάνθη στο κρεβατάκι, στα προσκέφαλα... Του 'χα δίπλα, έχωνα το χέρι και τσάκωνα τον Μάνθη και τον κουνούσα και τον χάιδευα ώσπου να κοιμηθεί. Κι εγώ κοιμούμουνα με τον Γιάννη. Άμα βρεις τα ζόρια, όλα τα κάμεις, κορίτσι μου! Άμα δεν έχεις ζόρια, δεν κάμεις τίποτα! Κατάλαβες; 

Δ.Κ.:

Άρα τι θα αλλάζατε από τη ζωή σας; 

Ά.Ζ.:

Τι να άλλαζα; Σκόλασε τώρα η φκή μου η ζωή. Τι να αλλάξω τώρα; Ξέρεις πόσα έχω; Είμαι το ‘34 γεννημένη. Πόσα είναι; Για μέτρα τα! 

Δ.Κ.:

Ωραία. Ευχαριστώ πολύ! 

Ά.Ζ.:

Τα μέτρησες πόσα είναι;

Δ.Κ.:

Θα τα μετρήσω! Ευχαριστώ πολύ.