Ένα αντρόγυνο θυμάται τη μετεγκατάσταση του 1947 και τη σκληρή δουλειά
Ενότητα 1
Καθημερινή ζωή Γιώργου Ζούτσου, εργασία και μετεγκατάσταση
00:00:00 - 00:15:58
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Βρισκόμαστε στο Επταχώρι Καστοριάς και ο μήνας έχει 20 Απριλίου. Λοιπόν, κύριε Γιώργο, θα μου πείτε πότε γεννηθήκατε; Γιώργος Ζούτσος: 1… Στα χωράφια... Γ.Ζ.: Άλλοι με τα γελάδια, άλλοι με τα γιδοπρόβατα. Για να... Για να ζήσουν τη φαμελιά τους. Γ.Ζ.: Να τρων οι υπόλοιποι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Συμβίωση, ταξίδι στη Γερμανία και επιστροφή
00:15:58 - 00:23:08
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και στη Γερμανία πότε πήγατε; Γ.Ζ.: Το '63. Γιατί πήγατε; Γ.Ζ.: Γιατί παντρεύτηκα– Έφτιακαν το σπίτι εδώ. Γ.Ζ.: Χώρισα από τους γον…άνει; Γ.Ζ.: Να βλέπω τα εγγόνια μου, τα δισέγγονά μου, όλα. Έχω και δισέγγονα τώρα! Ωραία, ευχαριστώ πολύ κύριε Γιώργο. Γ.Ζ.: Τίποτα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Παιδικά χρόνια Άρτεμις Ζούτσου, μετεγκατάσταση και εργασία
00:23:08 - 00:39:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα μου πείτε καταρχάς πότε γεννηθήκατε. Το '34 γεννήθηκα. Μήνα; Μήνα δεν θυμούμαι να σου πω. Βάλε όποιον να ‘ναι. Γ.Z.: Νοέμβριο, Ν…ρατός και φύλαγαν στις ράχες όλες, τα μονοπάτια. Δεν έμπαιναν μέσα στο γυναικόπαιδο. Αλλιώς δεν μπορούσαμε να κάτσουμε. Φύλαγε το στρατό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Εργασία στο Μηχανικό και στα χωράφια
00:39:55 - 00:44:46
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μου λέγατε ότι δουλέψατε σ το Μηχανικό. Θα μου πείτε πώς ήταν εκεί; Καλά! Ήμασταν πολλά –δεν ήμασταν;– πολλά κορίτσα απ' όλο το χωριό τα…σα έχω; Είμαι το ‘34 γεννημένη. Πόσα είναι; Για μέτρα τα! Ωραία. Ευχαριστώ πολύ! Τα μέτρησες πόσα είναι; Θα τα μετρήσω! Ευχαριστώ πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Βρισκόμαστε στο Επταχώρι Καστοριάς και ο μήνας έχει 20 Απριλίου. Λοιπόν, κύριε Γιώργο, θα μου πείτε πότε γεννηθήκατε;
Μήνα;
Τη μέρα τον Αϊ-Γιώρη.
Πολύ ωραία. Και θυμάστε πώς ήτανε η ζωή τότε εδώ;
Τότε ήταν μικρός–
Ναι.
Ροζ, ροζ.
Δεν είχαν παντελόνια τα παιδιά τότε, έβαναν...
Όπως τα κορίτσια και ντούσαν και τα παιδιά. Υστερα εξελίχθηκε ο κόσμος και...
Όσα ήθελες.
Έτσι κοιμόνταν τότε οι τσοπαναραίοι όλοι. Όχι μόναχα αυτός, όλοι οι τσοπανάροι.
Πώς ήτανε τότε εκεί που μείνατε αυτές τις μέρες με τον στρατό;
Έτσι είχανε τότε, όλα τα παιδιά πήγαιναν.
Τι πουλούσατε;
Όλα τα ψιλικατζίδικα τα είχαν μέσα–
Τα σκόρπισε όλα στον δρόμο!
Άλλα χρόνια ήταν εκείνα, κορίτσι, άλλα είναι τώρα. Ήταν πολύ δύσκολα τα χρόνια τότε. Απ' τα 12 τα χρόνια να δουλεύεις εργάτης στο Μηχανικό και να κοιμάσαι έναν μήνα... Που είναι η γέφυρα η Μπέλλης ξέρεις; Απέναντι ήταν κάτι ισιώματα, τα 'χαν αμπέλια τότε. 12 σκηνές μεγάλες ήμασταν εργάτες. Εμείς ήμασταν τα μικρότερα. Ήμασταν σε μια σκηνή 12 ανθρώποι απ' τη μια μεριά και 12 απ' την άλλη. Και είχαμε βάλει τους παππούδες στην άκρια, στην πόρτα για να μην μπαίνει κανένας ξένος μέσα που κοιμόμασταν εμείς τα κορίτσα.
Ήταν κοντά!
Έναν μήνα έκατσα εκεί κάτω!
Ποια χρονολογία;
12, τι.
Και θυμάστε εδώ πέρα στο Επταχώρι πώς ήτανε όταν σας πήγαν στον Πεντάλοφο; Είχε μείνει κάποιος εδώ;
Ήταν πολλοί. Ήταν γιομάτο το χωριό τότε κόσμο. Γιδοπρόβατα είχαν πολλά...
Οι περισσότεροι ήταν κτηνοτρόφοι.
Και τα πήρατε μαζί σας;
Όσοι δεν ξεκίνησε με τον στρατό να 'ρθει κατά το Πεντάλοφο, τους πήραν οι αντάρτες ύστερα και τους πήγαν στην Αλβανία μέσα.
Ναι.
Πώς ήτανε η ζωή τότε στον Πεντάλοφο;
Κόσμος πολύς!
Εφτά χωριά ήμασταν;
Εφτά χωριά.
Αν και το Πεντάλοφο είχε μεγάλα σπίτια παλιακά που δεν κατοικούνταν μέσα, εκείνη την εποχή κατοικήθηκαν όλα, γιατί δεν είχαν πού να μείνουν. Έφκαν για την Καστοριά πολλοί, έφκαν για τη Σαλονίκη, έφκαν για την Αθήνα. Όσοι είχαν αδέρφια. Οι άλλοι έμειναν όλοι στο Πεντάλοφο.
Εσείς κύριε Γιώργο σε ποιο σπίτι μένατε;
Είχατε άλλους στο ίδιο σπίτι;
Χατζή;
Με αυτούς πώς τα πηγαίνατε;
Όλοι από ένα δωμάτιο είχαμε τότε στο Πεντάλοφο. Ήταν 7 χωριά μαζωμένα στο Πεντάλοφο.
Και θυμάστε άμα υπήρχαν, έτσι, κάποια γεγονότα με αντάρτες και τον στρατό;
Έβαναν οι αντάρτες κι έρχονταν οι οβίδες πίσω από το ξενοδοχείο του... Πώς τον ελέγαν μωρέ;
Στο ανήλιο. Εκεί.
Εσείς κύριε Γιώργο, θυμάστε τίποτα; Θυμάστε, έτσι, κάποιο περιστατικό με τον στρατό;
Εμείς είχαμε μουλάρι και με έπαιρναν για αγγαρεία, έλεγαν ετότε. «Θα πας αγγαρεία». Και πήγα στον Αϊ-Λια τον Πενταλοφίτικο με τον Γιάννη τον Γιάρο και με άλλους, τον Κοσμά τον Βενιζέλο, και σηκωσάμε τον στρατό από τον Αϊ-Λια και τον κατεβασάμε στο Πεντάλοφο. Πήγα κι εγώ κοντά με το μουλάρι. 12 χρονών κορίτσι ήμαν, με τον Γιάρο, είχα τον Γιάρο τον Γιάννη. Κι ύστερα πήρε τα μουλάρια κι ήρθε να φορτώσει ξύλα μέσα στ' ανήλιο, απ' κάτω απ' του πάππου το πηγάδι και τον πήραν οι αντάρτες–
Και έκανε χρόνια να γυρίσει στη φαμελιά του. Τον είχαν πάει μέσα στο... Δεν ξέρω πώς τα 'λεγαν τα κράτη αυτά.
Σας έδιναν κάποια τρόφιμα εκεί ο στρατός;
Έδινε, έδινε!
Έδονε τον στρατό, έδονε πολύ!
Θυμάστε κάποιο, έτσι, φαγητό που να το φάγατε πρώτη φορά τότε;
Το κρέας το καταψυγμένο που δεν του ξεράμε εμείς. Αυτό το 'τρωγαν. Αυτοί τα 'χαν κατεψυγμένα. Εμείς δεν ηξέραμε [00:15:00]τι θα πει κατάψυξη τότε, ήταν όλο φρέσκα. Στην αρχή δεν μας άρεζε, του βλεπάμε σαν ένα άλλο πράγμα. Ύστερα το συνηθίσαμε, του τρωγάμε, τι να σκαζάμε;
Εσείς τώρα, μετά όταν φύγατε από τον Πεντάλοφο και γυρίσατε εδώ στο Επταχώρι, τι κάνατε;
Έφτιακαν τα σπίτια όσοι τους τα είχαν χαλάσει.
Στα χωράφια...
Για να ζήσουν τη φαμελιά τους.
Και στη Γερμανία πότε πήγατε;
Γιατί πήγατε;
Έφτιακαν το σπίτι εδώ.
Κάπου τότε.
Θυμάστε το ταξίδι;
Είχατε κάποιον γνωστό εκεί;
Και τι κάνατε;
Πώς ήταν η ζωή εκεί;
Τα 'χαμε κάνε[00:20:00]ι και τα δυο.
Αυτός ήρθε στο δεύτερο, στον Μάνθο. Τον έκαμα και έφκε. Πάει πάλι...
Θέλατε να γυρίσετε;
Και μετά όταν γυρίσατε εδώ με τι ασχοληθήκατε;
Περιπέτειες πολλές!
Με τα ζώα πότε ασχοληθήκατε;
Εφτιακάμε και ζώα. Τρεις αγελάδες είχα μέσα στ' αχούρι και τρία μοσχάρια, έξι. Και το μπλάρι 7, και το γουρούνι 8. Μέσα στον αχυρώνα εδώ. Πήγαινα... Τα παιδιά ήταν μικρά και το μοσχάρι πάαινε και κοιμούνταν εδώ στο λαιμό του γουρουνιού. Και τα φώναζα: «Έλατε δω! Έλατε δω να δείτε!». Και έρχονταν και γελούσαν ο Γιάννης με τον Μάνθο. Έβανε το κεφάλι απάνω στο κεφάλι του γουρουνιού το μοσχάρι και κοιμούνταν μαζί.
Τώρα θα έρθω να μου τα πείτε. Και μια τελευταία ερώτηση θα κάνω σε εσάς κύριε Γιώργο. Άμα θέλατε να αλλάξετε κάτι από τη ζωή σας, τώρα που τα βλέπετε σε αυτή την ηλικία, τι θα αλλάζατε;
Τι να αλλάξουμε τώρα; Τίποτα.
Από αυτά τα χρόνια τι θα θέλατε να αλλάξετε και δεν το αλλάξατε; Τι θα θέλατε τώρα να είχατε κάνει;
Ωραία, ευχαριστώ πολύ κύριε Γιώργο.
Θα μου πείτε καταρχάς πότε γεννηθήκατε.
Το '34 γεννήθηκα.
Μήνα;
Μήνα δεν θυμούμαι να σου πω. Βάλε όποιον να ‘ναι.
Νοέμβριο είμαι; Δεν θυμάμαι.
Νοέμβριο.
Ξεχνώ πολύ τώρα, δεν θυμάμαι.
Δεν πειράζει. Εδώ πέρα πώς ήτανε η ζωή στο Επταχώρι;
Ήταν σκληρή, κορίτσι μου, η ζωή. Δεν είχε ο κόσμος αυτά που έχει σήμερα. Στα χωράφια. Έσπερναν καλαμπόκια, στάρια, κριθάρια, βρίζες. Ότιδήποτε. Φασόλια έβαναν. Μπαξέδια πολλά είχε ο κόσμος και τα φύτευε όλα και έβγανε της χρονιάς τα φαγώσιμα όλα. Αυτή ήταν η ζωή τότε, δεν είχαμε άλλη εξέλιξη, όπως είναι τώρα.
Εσείς στο σπίτι σας;
Εγώ στο σπίτι–
Με τους γονείς σας.
Δεν είχα πατέρα. Τον πήραν και τον σκότωσαν οι αντάρτες. Και έμεινα με μια αδερφή και με έναν αδερφό. Ο αδερφός μου είναι ο Μιχάλης που πήρε τη Βασίλου. Κι η αδεφή η Γιαννούλα. Τους έδωκα και οι δυο στο Πεντάλοφο, δεν τους έχω εδώ. Αυτοί παντρεύτηκαν κατ' εκεί, εγώ απόμεικα εδώ.
Και μετά πώς ήταν η ζωή μόνο με τη μητέρα σας;
Δύσκολη ήταν! Εγώ ό,τι δουλειά βρίσκονταν στο χωριό, πήγαινα. Για να βγάλω το μεροκάματο. Και η μάνα μου είχε δυο μηλαδέρφια στην Αμερική και μια αδερφή, τρία. Μ[00:25:00]ηλαδέρφια όμως, όχι καρδιακά. Και μας έστελναν Χριστούγεννα και Πάσχα. Όσα λεφτά είχαν κι αυτοί, γιατί είχαν οικογένειες κι αυτοί. Πρώτα τις είχαν εδώ, ύστερα τις πήραν εκεί. Κι επαιρνάμε... «Πρώτα -έλεγε η μάνα μου- θα παίρνουμε τ' αλεύρι κι ύστερα τ' άλλα τα φαγώσιμα. Τα φαγώσιμα... Πηγαίνεις κάνα μεροκάματο Αρτεμούλα, θα πάρουμε το λάδι, θα πάρουμε το ρύζι, το κριθαράκι». Ό,τι μας χρειάζονταν. Αλλά πρώτα επαιρνάμε το αλεύρι. Να 'χουμε το ψωμί πρώτα κι ύστερα τ' άλλα όλα. Και έκαμνε την οικονομία της όπως έπρεπε για να 'ναι σίγουρη ότι θα βγει ως το Πάσχα με τ' αυτό τ' αλεύρι, δεν θα απομείνει χωρίς ψωμί. Κατάλαβες; Ήταν άλλος καιρός ετότε, τώρα δεν έχουν τέτοια, δεν ξέρουν από αυτά.
Και στο σχολείο που μου λέγατε πριν;
Στο σχολείο ως τα 12 τα χρόνια ήμαν εδώ απάνω στο σχολειό. Και στο Πεντάλοφο δεν ήρθα καθόλου. Ήταν κάνα-δυο μήνες να 'ρθώ στο Πεντάλοφο και δεν πήρα απολυτήριο, δεν ήρθα.
Μου είπατε ότι ήσασταν καλή.
Πρώτη μαθήτρια! Εδώ πάνω ήμαν πρώτη μαθήτρια. Ήταν ένα κορίτσι του δάσκαλου κι εγώ. Και μία –πού να σου πω τώρα;– Ρόιδω Τζημοκώτα, που λέμε. Αυτά τα τρία ήμασταν τα πρώτα. Αλλά η Ρόιδω ήταν ένα χρόνο μικρότερη από μένα κι ήταν σε άλλη τάξη. Τα καλύτερα τα παιδιά ήμασταν εμείς στο σχολειό. Η Λίτσα του Γραμματικού... Με τη Λίτσα είμαστε ίσα, μια ηλικία. Η Λίτσα, εγώ και η Ρόιδω του Τζημοκώτα ήμασταν τρία στο σχολείο, τα πρώτα, που ηξεράμε τα γράμματα. Ύστερα τα άλλα ήταν πιο πίσω.
Και θέλατε να συνεχίσετε;
Ήθελα να συνεχίσω, με είχε για δασκάλα ο πατέρας μου, αλλά τον πήραν και τον σκότωσαν κι ούτε δασκάλα, κι ούτε... Χουσμεκιάρισσα ύστερα! Έτσι έρχονται τα πράγματα!
Ποια χρονολογία φύγατε για τον Πεντάλοφο;
Πόσο είχα; Δεν πήγα στο Πεντάλοφο, ήθελα καμόσους μήνες να πάω να τελειώσω, να πάρω απολυτήριο, αλλά δεν πήγα.
Θυμάστε πώς ήτανε τότε που σας είπαν ότι πρέπει να φύγετε από εδώ;
Μας έδωσαν δυο μπλάρια, «φορτωσέτε τι έχετε», τα φορτώνουμε από δω. Ο αδερφός μου ο Μιχάλης ήταν 2 χρονών, για 3; Κάπου τόσο ήταν. Και τον βάνουμε κι αυτόν καβάλα στο μπλάρι και πηγαίνουμε... Πού να σου πω τώρα; Που είναι ένα μέρος εδώ... Που φεύγεις για το Πεντάλοφο; Έχει πεζούλα από την κάτω τη μεριά γιατί είναι πλάι πολύ. Εκεί. Και τον πετάζει –πως σκιάχτηκε το μπλάρι– και τον πετάζει τον Μιχάλη κάτω απ' την πεζούλα. Πώς δεν τον σκότωσε! Αρχίνησε η μάνα μου να φωνάζει, να κλαίει, να τσορίζει. Επειδή ήταν μικρό, αλαφρό, κι έπεσε και δεν έπαθε τίποτα. Το πήρε και τον κουβάλσαμε στο Πεντάλοφο στα χέρια ύστερα. Να μην τον βάλουμε και σκιαχτεί πάλι το μλάρι. Με δυο φορτώματα πράγματα! Κατάλαβες; Στο 'να είχαμε το σεντούκι αυτό που 'χω εδώ μέσα. Αυτό το σεντούκι το είχε φτιάξει... Ζούσε ο πατέρας μου. Κι είχε έρθει ένας πρώτος ξάδερφος. Ήταν σε σχολή, σε ορφανά και τους μάθαισκαν τέχνες και τον έμαθαν μαραγκό αυτόν. Κι ήρθε–
Πού;
Έμαθε μαραγκός εδώ στο χωριό μας, σε άλλους παππούδες. Ήρθε, και ο πατέρας μου πήγαινε στου Ντέτσιου αυτού πέρα, που το λεν. Ξέρεις τα καλύβια Ντέτσιου; Επειδή ήταν βαρελάς, έβγανε ξυλεία. Και έβγαλε ξυλεία μεγάλη, όπως σαν τις πόρτες, σανίδια. Και έχω το σεντούκι αυτό, θα το δεις αυτού τώρα μέσα. Και λέει: «Άμα είμαι καλά, θα φκιάκω άλλο της Αρτεμούλας σεντούκι. Θα το κρατήσω εγώ αυτό το πρώτο». Ήταν ένας πρώτος ξαδερφος, είχε πάει τεχνικι[00:30:00]ά σχολή στο ορφανοτροφείο και είχε μάθει αυτή την τέχνη. «Άμα δεν είμαι καλά θα το πάρει αυτή». Τέκνισε η ώρα και δεν ήταν στη ζωή, τον πήραν οι αντάρτες και τον σκότωσαν. Και η μάνα μου δεν ήθελε να μου το δώκει το σεντούκι γιατί είχε τα πράγματά της όλα μέσα. «Αυτό είναι δώρο από τον πατέρα μου -λέω-, δεν στ' αφήνω με τίποτα!». της λέω. Και το πήρα το σεντούκι. Τέτοιο σεντούκι δεν ξανάφκιακαν εδώ μέσα στο χωριό. Ο ξάδερφός μου έφκε, πάει στην Αθήνα, πάει... Στην Αμερική πάει ύστερα, χάθκε ντιπ από δω.
Τι πράγματα βάλατε μέσα και πήρατε στον Πεντάλοφο;
Σάματι είχαμε και πολλά πράγματα τότε μα κορίτσι; Λίγα είχαμε! Δυο-τρία φορτώματα. Τα φορτωσάμε στα μπλάρια, και το σεντούκι κάνα-δυο μέσα, γιατί ήταν βαρύ και δεν ταίριαζε απ' την άλλη τη μεριά. Και εβαλάμε λίγα μέσα και τα πήγαμε στο Πεντάλοφο.
Θυμάστε πώς πήγατε στον Πεντάλοφο;
Πήγαμε καλά. Μια βραδιά κοιμήθκαμε στο Ζγυρ απάνω, όξω, και την άλλη τη βραδιά ήρθαν τα πράματα, μας φόρτωσαν και μας πήγαν στο Πεντάλοφο. Και μας τράβηξαν σε σπίτια. «Δυο φορτώματα εσύ, σύρε σ' αυτό το σπίτι. Άλλα δυο ο άλλος, στ' άλλο το σπίτι». Κάθε ένα... Εμάς μας κατέβασαν στη Βασιλική την Ταρνανά. Εκεί κάτω μας πήγαν και εκατσάμε 2 χρόνιες στη Βασιλική.
Πώς ήτανε να ζείτε με μια άλλη οικογένεια;
Πολύ καλά ήμασταν, να σου πω! Σαν να 'μασταν αδέρφια. Η Σούλα ήταν τόσια, όλη μέρα του 'χα εγώ στην αγκαλιά. Η Βασιλική έραβε. Ήταν μοδίστρα η Βασιλική κι έραβε ρούχα πολλά, της πήγαινε όλος ο κόσμος. Κι όταν έφκαμε να 'ρθούμε στο Πεντάλοφο λέει... Εγώ πήγαινα και της βοηθούσα της Βασιλικής, και τρύπωνα, και γάζωνα, και... Είχα μάθει καλά την τέχνη! Λέει η Βασιλική της μάνας μου: «Βαρβάρα, θα αφήκεις το κορίτσι εδώ να του 'χω ψαλίδι. Όλον τον χειμώνα. Εδώ θα κοιμάται, αυτού που κοιμάται, αυτού θα κοιμάται πάλι». Γιατί την κάτω τη σόμπα την είχαμε εμείς, την απάνω είχαν η Βασιλική. Και απάνω ήταν της Βασιλικής. Εμείς είχαμε μόνο την κάτω τη σόμπα και είχαμε και έξω... Είχε φούρνια, είχε μαγειριά, είχε αχυρώνες, είχε πολλά! Και μας είχε δώκει κι εκεί ένα μαγειριό και μαγειρευάμε εκεί, δεν μαγειρευάμε μέσα, να μην λερώσουμε το δωμάτιο. Περασάμε πολύ καλά με τη Βασιλική, να σου πω. Και ήθελε, αλλά δεν μ' άφηκε η μάνα μου. «Εμένα ποιος θα μου κάνει χουσμέτι;», λέει. Τα άλλα ήταν μικρά. Εγώ ήμαν λίγο μεγαλύτερη, εγώ να πάω να φορτωθώ ξύλα, να φέρω να κάψουμε, εγώ να πάω στα ξένα τα χωράφια να πάρω μεροκάματο. Εγώ δούλεψα πολύ, πάρα πολύ. Και παντρεύκα και πάλι δούλεψα, και ακόμα δουλεύω. Βλέπεις τι κήπο έχω αυτού όξω. Άμα θα 'ρθείς να τον δεις το καλοκαίρι γιομάτο, θα πεις: «Τι είναι αυτά που έχεις!». Απ' όλα!
Εσείς θέλατε να μείνετε στον Πεντάλοφο; Να πάρετε το ψαλίδι;
Δεν ήξερα τότε τι μου γένεται! Ήθελα να μάθω μοδίστρα αλλά δεν μ' άφηκε η μάνα μου, δεν έκατσα.
Και μετά όταν γυρίσατε εδώ στο Επταχώρι τι βρήκατε;
Τίποτα, μόνο ένα σπίτι με ντβάρια. Τίποτας, ούτε πόρτες, ούτε παραθύρια, ούτε τίποτα δεν είχε το σπίτι μας. Ήταν καινούριο και τα 'χαν εξαφανίσει όλα. Μόναχα αυτό το σεντούκι που 'χω αυτού μέσα, το 'χαμε στο απάνω το πάτωμα και δεν είχαμε προλάβει να φκιάκουμε σκάλα καλή για να ανεβαίνουμε πάνω στο δωμάτιο και είχαμε σκάλα, ανεμόσκαλα, τέτοια που έχουν οι μαστόροι. Και δεν το βρήκαν, δεν πήγαιναν γιατί η σκάλα... Έπεσε η σκάλα, δεν ξέρω τι έκαμε, και δεν πήγαιναν απάνω να το βρουν. Αλλά πρωτού να πέσει η σκάλα, φαίνεται, το 'χαν, λιάνιζαν το κρέας απάνω στο σεντούκι και το 'χαν χαλάσει, το 'χαν φκιάκει όλο κοψιές. Και είχα έναν πρώτον ξάδερφο, ήταν στο –πώς το λένε μωρέ–, στο ορφανοτροφείο κι είχε μάθει τεχνίτης, μαραγκός. Κι όταν ήρθε το παιδί αυτό –μικρότερο από μένα ήταν–, λέει: «Ο πατέρας μου θα μας το σιάξει καλό», λέει. Γιατί το 'χαν πελεκήσει απά[00:35:00]νω το σκέπασμα όλο. «Θα το χαλάσω εγώ, θείο», λέει. Ήταν ανιψιός της αδερφής του πατέρα μου, ανιψιός. Το χάλασε απ' την αρχή, το ροκάνισε καλά, το γυάλισε και το 'φκιακε. Και λέει ο πατέρας μου: «Άμα είμαι καλά, θα φκιάκω άλλο της Αρτεμούλας να της δώκω. Άμα δεν είμαι καλά, θα πάρει αυτό». Έλα, έλα που–
Μου το 'πατε.
Τον πήραν, τον σκότωσαν και πήρα αυτό το σεντούκι. Θα το δεις αυτού μέσα. Δεν το 'χω...
Στον Πεντάλοφο πώς ήταν αυτά τα 2 χρόνια που μείνατε;
Εμείς ήμασταν πολύ καλά να σου πω. Ούτε μαλωσάμε καμιά φορά με τη Βασιλική. Εγώ ήμαν σαν να 'μουν κορίτσι της Βασιλικής. Να κρατώ όλη μέρα τη Σούλα στην αγκαλιά!
Τρόφιμα;
Μας έδοναν τρόφιμα τον στρατό και μας έδοναν και λεφτά που σκότωσαν τον πατέρα μου. Και αγοραζάμε και περνούσαμε. Κι εγώ όπου έβρισκα μεροκάματο πήγαινα, ας είχα 12 χρόνια.
Τι κάνατε;
Να μάσω κάστανα, να μεριάσω κλαδί, που έβαναν κλαδαριές τότε για τα σφαχτά... Ό,τι δουλειά, θα πήγαινα γω!
Δούλευε και η μαμά σας;
Όχι. Ήταν άρρωστη από δω απ' τον πατέρα μου και που 'ρθε και που πέθανε, άρρωστη πέθανε.
Και θυμάστε εκεί στον Πεντάλοφο άμα γινόταν, έτσι, γιορτές, πανηγύρια;
Γίνονταν, γίνονταν. Και γιορτές, και πανηγύρια, και χορός στη Λόντζια. Εβγαινάμε στον χορό, πηγαινάμε... Γίνονταν! Μαζωνομάσταν στη γειτονιά, καθομάσταν εκεί όξω στης Κανιούς τα σκαλοπάτια εκεί και τραγδούσαμε τα βράδια. Καμιά δεκαριά γυναίκες, εκεί που μαζωνομάσταν κορίτσια, άντε αρχινούσαμε να τραγδάμε. «Άντε να πούμε ένα τραγούδι να περάσει η ώρα!». Δεν ηξεράμε και τίποτα άλλο να πούμε, αυτά ηξεράμε.
Θυμάστε κανένα τραγούδι να μου πείτε;
Τα τραγούδια παν τώρα! Τα γαμπριάτικα; Τι να σου πω;
Όποιο θυμάστε.
Δεν ξέρω τώρα, τα αστόησα! Δεν θυμούμαι. Φίλοι μου καλώς ορίσατε, Ροϊδούλα, Ροϊδούλα Να φάμε και να πιούμε Άντε γεια σου, μωρέ, με τα λουλούδια. Τα αστόησα μωρέ, πέρασαν τα χρόνια!
Εκκλησία πηγαίνατε στον Πεντάλοφο;
Πήγαινα στην Αγία Βαρβάρα. Την Κυριακή πηγαινάμε.
Τι ρούχα φορούσατε τις Κυριακές;
Εγώ πάντα φορούσα ευρωπαϊκά. Δεν φορούσα χωριάτικα. Δεν είχα... Μας έρχονταν... Η μάνα μου είχε δυο μηλαδέρφια στην Αμερική και μια μηλαδερφή, τρία.
Και σας έστελναν ρούχα;
Και μας έστελναν τα ρούχα τα φκά τους. Παντρεύκε η αδερφή και έκαμε κορίτσα και όλα τα ρούχα τα παλιά που τα 'χαν αυτοί εκεί, τα έστελναν σε μας, δέματα. Και εγώ ήμαν αρματωμένη κάθε μέρα. Απ' αυτηνής τα ρούχα ήμουνα αρματωμένη. Κι ήταν κάνα χρόνο αυτή μεγαλύτερη –δυο– από μένα και μου έρχονταν εμένα καλούπι.
Θυμάστε κανένα πώς ήταν;
Ήταν και βελούδα, ήταν ριγέ, ήταν νάιλον... Πολλά σχέδια, πολλά σχέδια! Αλλά πέθαναν όλοι τώρα, δεν είναι κανένας.
Και όταν γυρίσατε εδώ πέρα στον Πεντάλοφο πάλι έτσι σας το είπαν; Ότι πρέπει να μαζέψετε τα πράγματα και να γυρίσετε εδώ στο Επταχώρι;
Ναι, «να πάτε στο χωριό σας». Σηκώθηκαν όλα τα χωριά απ' το Πεντάλοφο. Ήμασταν 7 χωριά, δεν θυμούμαι πόσα–
Θυμάστε ποια ήταν;
Ποια χωριά; Ήμασταν εμείς, Επταχώρι ένα, η Ζούζουλη δυο. Από κει γύρω τα άλλα τα χωριά δεν τα θυμάμαι. Μέχρι σιακάτω εκεί τη Μαέρη, Δίλοφο. Ήταν πολλά χωριά, αλλά δεν τα θυμούμαι όλα κορίτσι, δεν τα θυμούμαι.
Και όταν γυρίσατε εδώ, ήτανε ο στρατός εδώ;
Ήταν στρατός γιατί φοβούμασταν απ' τους αντάρτες να γυρίσουμε. Ήταν στρατός και φύλαγαν στις ράχες όλες, τα μονοπάτια. Δεν έμπαιναν μέσα στο γυναικόπαιδο. Αλλιώς δεν μπορούσαμε να κάτσουμε. Φύλαγε το στρατό.
Μου λέγατε ότι δουλέψατε σ[00:40:00]το Μηχανικό. Θα μου πείτε πώς ήταν εκεί;
Καλά! Ήμασταν πολλά –δεν ήμασταν;– πολλά κορίτσα απ' όλο το χωριό τα κορίτσια, και άντρες, και γυναίκες. Και δουλευάμε με τα σκαμπάνια, δεν είχανε τότε μπουλντόζες. Έπρεπε να ανοίξεις με το σκαμπάνι πρώτα κι ύστερα να βάλεις τη μπουλντόζα να το φαρδύνει, να το κάνει πιο μεγάλο.
Εσείς τι κάνατε;
Είχα τον γκασμά στο χέρι και δούλευα με τον γκασμά.
Και πόσα πληρωνόσασταν;
12 δραχμές; Τόσο νομίζω. Γιατί 12 χρονών ήμαν, δεν ήμαν και μεγαλύτερη. Εμείς τα μικρότερα από 12, οι άλλοι οι μεγαλύτεροι έπαιρναν μέχρι 15. Έπαιρναν παραπάνω οι μεγαλύτεροι. 15-18, αυτού μέσα.
Σε ποιο σημείο δουλεύατε;
Δουλεψάμε κι εδώ για το Πεντάλοφο, όλο τ' ανήλιο του Τάκα που λέμε. Το ξέρεις τ' ανήλιο του Τάκα; Εκείνο τ' ανήλιο εμείς το φκιακάμε. Δουλεψάμε κι εδώ, πήγα μέχρι κάτω στη γέφυρα του Μπέλλης. Στη γέφυρα του Μπέλλης εκεί κοιμήθκα έναν μήνα στη σκηνή. Είχαμε 6 σκηνές, μεγάλες, απ' τις μεγάλες τις σκηνές. Χωρούσε από 20 άτομα στη σειρά. Είχαμε βάλει τους παππούδες στην άκρια για να μην μας έρθει κανένας στρατιώτης και μας τραβήξει. Έναν, τον πάππου τον Μπέντο, ποιους άλλους; Τον πάππου τον Καρανάσιο... Τους αστόχησα και ποιοι ήταν άλλοι.
Αυτοί τι έκαναν εκεί; Δούλευαν κι αυτοί;
Δούλευαν όλοι. Απ' το χωριό μας, όλο το χωριό. Δεν ήμασταν μόναχες, πέντε κορίτσα, ήμασταν 20-30 κορίτσα που δουλευάμε.
Πόσο καιρό δουλέψατε;
Εγώ δεν δούλεψα πολύ, ίσα με ένα μήνα, τόσο, δεν κοιμήθηκα παραπάνω. Οι άλλοι κοιμήθηκαν και 3 μήνες. Αλλά εγώ δεν δούλεψα γιατί σήκωσαν το χωριό απ' το Πεντάλοφο του 'φεραν εδώ, κι η μάνα μου... Ποιος θα φορτώνονταν τα σεντούκια και τα πράγματα να τα βγάλει απάνω από κάτω την Αϊ-Βαρβάρα που 'μασταν εμείς, να τα βγάλει στον Αχίλλη; Και πήρε εμένα τηλέφωνο... Μου έστειλε χαμπέρι, «να 'ρθείς να σηκώσουμε τα πράγματα», αυτή δεν μπορούσε! «Δεν μπορώ, δεν μπορώ!». Η Βαρβάρα αφόντας πήραν τον πατέρα μου και τον σκότωσαν οι αντάρτες, «δεν μπορώ» έλεγε.
Και μετά που μου είπατε ότι δουλεύατε και στα χωράφια;
Δούλευα σ' όλα τα χωράφια! Και σκαλνούσα, και θέριζα, και αλώνζαμε, και τι δεν έκαμνα. Παντού πήγα, παντού! Δεν άφηκα τίποτα!
Στα χωράφια πόσο πληρωνόσασταν;
Πού θυμούμαι τώρα πόσο...12 δραχμές ήταν; Δεν θυμούμαι τώρα να σου πω.
Και κάνατε κάποια άλλη δουλειά πέρα από αυτές τις δύο, που να πληρωνόσασταν;
Στα χωράφια δουλευάμε στον θέρο, δουλευάμε στ' αλώνια, δουλευάμε στον σκάλο, στο μάζεμα το καλαμπόκι, στον σπαρμό. Δουλευάμε... Κατά εποχή ήταν κι η δουλειά. Κάθε εποχή είχε δουλειά της.
Και μία τελευταία ερώτηση θα κάνω. Όταν έφυγε ο κύριος Γιώργος, που μας είπε ότι πήγε στη Γερμανία, εσείς εδώ πέρα δεν δυσκολευτήκατε μόνη σας;
Είχα τα παιδιά! Είχα τον Γιάννη μεγαλύτερο και τον Μάνθη τον είχα στην κοιλιά.
Πώς ήτανε να λείπει ο άντρας σας στο εξωτερικό;
Πώς ήταν; Καλά δεν ήταν, αλλά άμα δεν έχεις να φας είναι καλά! Τι να κάμεις; Αναγκαστικά, αλλά κάμεις υπομονή! Κοιμούμουνα με τον Γιάννη αυτού και κάνω και τον Μάνθη, και βάνω τον Μάνθη στο κρεβατάκι, στα προσκέφαλα... Του 'χα δίπλα, έχωνα το χέρι και τσάκωνα τον Μάνθη και τον κουνούσα και τον χάιδευα ώσπου να κοιμηθεί. Κι εγώ κοιμούμουνα με τον Γιάννη. Άμα βρεις τα ζόρια, όλα τα κάμεις, κορίτσι μου! Άμα δεν έχεις ζόρια, δεν κάμεις τίποτα! Κατάλαβες;
Άρα τι θα αλλάζατε από τη ζωή σας;
Τι να άλλαζα; Σκόλασε τώρα η φκή μου η ζωή. Τι να αλλάξω τώρα; Ξέρεις πόσα έχω; Είμαι το ‘34 γεννημένη. Πόσα είναι; Για μέτρα τα!
Ωραία. Ευχαριστώ πολύ!
Τα μέτρησες πόσα είναι;
Θα τα μετρήσω! Ευχαριστώ πολύ.
Φωτογραφίες
Άρτεμις Ζούτσου
Η αφηγήτρια Άρτεμις Ζούτσοου
Το χωράφι της κυρίας Άρτ ...
1952
Γυναικείες εργασίες στα χωράφια στο Επταχώρι
1959
Γυναικείες εργασίες στα χωράφια στο Επταχώρι
Άρτεμις Ζούτσοου
Η αφηγήτρια Άρτεμις Ζούτσοου
1953
Γυναικείες εργασίες στα χωράφια στο Επταχώρι
Άρτεμις Ζούτσου
Η αφηγήτρια Άρτεμις Ζούτσοου
1948
Κατα τη διάρκεια κατασκευής του οδικού δικ ...
1952
Γυναίκες στην κατασκευή του οδικού δικτύου ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η αφήγηση ζωής της κυρίας Άρτεμις Ζούτσου και του συζύγου της κυρίου Γιώργου Ζούτσου, αφορά κυρίως την αναγκαστική μετεγκατάστση του χωριού τους το 1947 την περίοδο του Εμφυλίου και την εργασία τους. Περιγράφονται οι συνθήκες μετεγκατάστασης, η συμβίωση στον Πεντάλοφο Κοζάνης καθώς και η επιστροφή. Ο κύριος Γιώργος δίνει έμφαση στην περίοδο που εργάστηκε σε εργοστάσιο στη Γερμανία και η κυρία Άρτεμις στην εργασία της στο Μηχανικό του Εθνικού Στρατού για την κατασκευή του οδικού δικτύου της περιοχής.
Αφηγητές/τριες
Άρτεμις Ζούτσου
Ερευνητές/τριες
Δωροθέα Καρούτα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/04/2022
Διάρκεια
44'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Γλωσσάρι
Bremsi: εταιρία κατασκευής εξαρτημάτων και ανταλλακτικών.
Μηλαδέρφια: ετεροθαλή αδέρφια
Χουσμέτι: εξυπηρέτηση, δουλειά
Χουσμεκιάρης/ χουσμεκιάρισσα: μεροκαματιάρης εργάτης, ακτήμονας
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η αφήγηση ζωής της κυρίας Άρτεμις Ζούτσου και του συζύγου της κυρίου Γιώργου Ζούτσου, αφορά κυρίως την αναγκαστική μετεγκατάστση του χωριού τους το 1947 την περίοδο του Εμφυλίου και την εργασία τους. Περιγράφονται οι συνθήκες μετεγκατάστασης, η συμβίωση στον Πεντάλοφο Κοζάνης καθώς και η επιστροφή. Ο κύριος Γιώργος δίνει έμφαση στην περίοδο που εργάστηκε σε εργοστάσιο στη Γερμανία και η κυρία Άρτεμις στην εργασία της στο Μηχανικό του Εθνικού Στρατού για την κατασκευή του οδικού δικτύου της περιοχής.
Αφηγητές/τριες
Άρτεμις Ζούτσου
Ερευνητές/τριες
Δωροθέα Καρούτα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/04/2022
Διάρκεια
44'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Γλωσσάρι
Bremsi: εταιρία κατασκευής εξαρτημάτων και ανταλλακτικών.
Μηλαδέρφια: ετεροθαλή αδέρφια
Χουσμέτι: εξυπηρέτηση, δουλειά
Χουσμεκιάρης/ χουσμεκιάρισσα: μεροκαματιάρης εργάτης, ακτήμονας