© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Tι δουλειά έχει το ρεμπέτικο στο Ηράκλειο;»: Το «Τεριρέμ» απ' το χωριό... στην πόλη

Κωδικός Ιστορίας
12718
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Σπύρος Ξυλούρης (Σ.Ξ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/11/2021
Ερευνητής/τρια
Αλκίνοος Μπαγκέρης (Α.Μ.)
Α.Μ.:

[00:00:00]Είναι Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021, βρισκόμαστε στο Ηράκλειο Κρήτης, εγώ ονομάζομαι Μπαγκέρης Αλκίνοος και εργάζομαι για το Istorima και μαζί μου έχω τον Σπύρο τον Ξυλούρη. Καλησπέρα, Σπύρο.

Σ.Ξ.:

Γεια σου, Αλκίνοε.

Α.Μ.:

Να ξεκινήσουμε έτσι απλά; Να μου πεις πού γεννήθηκες και πού μεγάλωσες για αρχή;

Σ.Ξ.:

Γεννήθηκα στα Ανώγεια. Εκεί μεγάλωσα και από εκεί έφυγα στα 33 μου και κατέβηκα στο Ηράκλειο.

Α.Μ.:

Κατέβηκες στο Ηράκλειο. Και πώς ήτανε, ας πούμε, η καθημερινότητα ενός παιδιού τότε, εκείνη την εποχή; Καταρχάς, ποια εποχή μιλάμε, ποιες δεκαετίες για αρχή;

Σ.Ξ.:

Μιλούμε για τη δεκαετία του '70. Έχω γεννηθεί το '62, σε μια εποχή που ήταν τα πράγματα πολύ καλύτερα από ό,τι τώρα, τουλάχιστον όσον αφορά –'ντάξει και λόγω ηλικίας τότε εμείς οι μικροί– τις έγνοιες. Μεγαλώσαμε σε μια συνοικία –να το πω έτσι– με πολλούς φίλους μουσικούς και καλλιτέχνες και τα λοιπά. Και μετά τα 32 μου, παντρεύτηκα και έφυγα απ’ το χωριό, γιατί αυτός ήταν ο λόγος που έφυγα, γιατί παντρεύτηκα. Και κατέβηκα Ηράκλειο και ασχολήθηκα με άλλα πράγματα. Έχω πάρα πολύ καλές αναμνήσεις, πάντως, από τα παιδικά χρόνια.

Α.Μ.:

Μέχρι τα 33 σου με τι ασχολιόσουν ως επί το πλείστον εσύ, έστω και στο χωριό;

Σ.Ξ.:

Ο πατέρας μου είχε ένα καφενείο το οποίο... Έφυγα απ’ το γυμνάσιο για διάφορους λόγους τότε, δεν μπορούσα να συνεχίσω λόγω της κατάστασης. Εκεί έπεφτε πολύ ξύλο... Και έφυγα και ασχολήθηκα, έκανα το καφενείο μέχρι που έφυγα εγώ. Το οποίο καφενείο ήταν ένας πολύ μικρός χώρος, αλλά είχαν δημιουργηθεί πάρα πολύ ωραίες παρέες. Ξενυχτούσαμε συνέχεια και τα λοιπά, μαζευότανε όλα τα καλά παιδιά εκεί και οι μουσικοί και τα λοιπά και έτσι περνούσαμε πάρα πολύ ωραία τις βραδιές μας, με πολλή μουσική.

Α.Μ.:

Με πολλή μουσική.

Σ.Ξ.:

Πάρα πολλή.

Α.Μ.:

Και αυτό μέχρι τα 33 που παντρεύτηκες; Και μετά;

Σ.Ξ.:

Μετά, κατέβηκα Ηράκλειο και ασχολήθηκα... Αυτό που έκανα στο χωριό που μου άρεσε, που το ‘κανα –να το πω έτσι– επειδή μου άρεσε, το έκανα μετά επάγγελμα.

Α.Μ.:

Δηλαδή;

Σ.Ξ.:

Επειδή το αγαπούσα πάρα πολύ αυτό. Κοίταξε, μάζευα εύκολα τον κόσμο στο χωριό, δηλαδή μπορούσα το παραμικρό να κάνω, μια παρέα, έτσι, είπα μια κουβέντα... Με γνωστούς πλέον καλλιτέχνες, όπως ήταν ο Νικηφόρος ο Αεράκης τότε, ο Ψαρογιώργης, που ήτανε μικρός και μαθαίνανε με τον αδερφό μου εκεί, γύρω-γύρω και κάτι άλλοι... Στα σπίτια μας παίζανε... Κι ήρθα και το έκανα. Πλέον είχαμε μεγαλώσει όλοι και ο Γιώργης και ο αδερφός μου και όλοι αυτοί. Και μου ήρθε η ιδέα να κάνω ένα μαγαζί. Το οποίο μαγαζί που έκανα, το πρώτο, δεν είχε καμία σχέση με τα κρητικά, με την κρητική μουσική. Έκανα ένα χώρο με ρεμπέτικο, γιατί από τα πολλά ακούσματα που είχα, ψαχνόμουνα πολύ στη μουσική. Καταστάλαξα τελικά εκεί, στο παραδοσιακό τραγούδι και ειδικά στο ρεμπέτικο. Δεν σου κρύβω ότι όταν ασχολήθηκα και σκέφτηκα να το κάνω, οι φίλοι και οι γνωστοί όλοι εδώ ήταν 100% σίγουροι ότι θα κάνουμε κρητικό μαγαζί. Και όταν το μάθανε, λέγανε όλοι: «Μα τι δουλειά έχει αυτός με το ρεμπέτικο; Και τι δουλειά έχει το ρεμπέτικο στο Ηράκλειο, ας πούμε;». Και όμως, έγινε ένας πολύ ωραίος χώρος, άφησε ένα όνομα, γίνανε καταπληκτικές βραδιές. Καλοί μουσικοί, καλοί συνεργάτες όλοι. Ε μετά συνέχισα... Και το κάνω ακόμα, δηλαδή. Ο χώρος έκλεισε για άλλους λόγους, όχι επειδή δεν πήγαινε καλά, έκλεισε επειδή κατεδαφίστηκε όλο το τετράγωνο και μετά αναγκάστηκα και πήγα έξω απ’ το Ηράκλειο, στην Αμμουδάρα. Έκανα μια άλλη σκέψη... Πήγα στο παραδοσιακό καθαρά, το κρητικό, αλλά χωρίς φαΐ, μόνο ποτό. Και αυτό συνεχίζω τώρα και κάνω ακόμα εδώ.

Α.Μ.:

Σε πρώτο χρόνο, στην πρώτη προσπάθεια που έκανες με το ρεμπετάδικο τώρα, τα ρεμπέτικα...

Σ.Ξ.:

Δύσκολο... Δύσκολη φάση. Ήταν το μαγαζί μεγάλο, έβαζε πεντακόσια άτομα, με κουζίνα, βέβαια, και λοιπά. Δυσκολεύτηκα τόσο πολύ στο να κάνω την ορχήστρα που ήθελα, να βρω τους μουσικούς. Που γίναν όλα ξαφνικά και γρήγορα. Οι δυο συνεταίροι που είχα, το άνοιξα με δυο συνεταίρους, ήταν ο Ψαρογιώργης και ο Κωστής ο Αβυσσινός. Δύσκολοι συνεργάτες, επειδή είναι καλλιτέχνες. Αυτοί μου αφήσανε όλη... Να αναλάβω όλη την επιμέλεια και τα λοιπά. Ασχοληθήκανε μόνο με τη μουσική. Στην αρχή, 'ντάξει, καινούργιοι ήμαστε, ρε παιδί μου, σαν επιχειρηματίες, αυτό είναι λογικό, να υπάρχουν κάποιες δυσκολίες μέχρι να μπούμε σε ένα δρόμο... 'Ντάξει, όλα καλά όμως. Πέρασα πολύ καλές βραδιές σε αυτό το χώρο και σε αυτούς που είμαστε τώρα.

Α.Μ.:

Σε πρώτο χρόνο η κοινωνία του Ηρακλείου ή ο τοπικός κόσμος, τέλος πάντων, πώς το αντιμετώπιζε το ότι άνοιξε ένα ρεμπετάδικο; Δεν ξέρω και αν υπήρχαν άλλα... Υπήρχαν, ας πούμε, αντίστοιχα μαγαζιά;

Σ.Ξ.:

Κάτι μικροί χώροι, πολύ μικροί, δηλαδή των πενήντα ατόμων με ένα μπουζούκι και με μια κιθάρα. Εγώ πήγα σε ένα μεγάλο σχήμ[00:05:00]α με έξι άτομα. Έφερα και μουσικούς από Αθήνα και παίζανε μόνιμα εδώ. Από εκεί ξεκίνησε και η Μαρία η Κώτη που πήγε μετά με τους Χαΐνηδες και τα λοιπά... Τέσσερα χρόνια μαζί. Το δέχτηκε ο κόσμος και το αγκάλιασε κατευθείαν, γιατί ήτανε όντως κάτι που έλειπε απ’ το Ηράκλειο. ‘Ντάξει, όλοι μαθαίνανε σε ένα μικρό χώρο, ένα κουτούκι, όχι μια ορχήστρα που να μπορεί να παίξει πράγματα... Και χωρίς πίστες και τα λοιπά, να μπορεί να χορέψει, να διασκεδάσει, που συνήθως δουλεύανε με φοιτητές. Τώρα αρχίσαν, λοιπόν, και μπαίνανε πλέον και οικογένειες και άνθρωποι που ναι μεν δεν ακούγανε και τόσο πολύ το ρεμπέτικο, αλλά το αγαπήσαν στην πορεία. Και εκεί που ήτανε ένα ποσοστό 5-10% που άκουγε στο Ηράκλειο κάτι τέτοιο, μεγάλωσε πάρα πολύ. Μετά που κατεδαφίστηκε, δηλαδή, αυτό το μαγαζί και έφυγα, άκουγα συνέχεια στους δρόμους, με φίλους παλιούς και τα λοιπά: «Ρε πού είναι το μαγαζί αυτό...» Το ‘θελε ο κόσμος.

Α.Μ.:

Ναι, ναι. Το αναζητούσε. Το λέω, επειδή δεν υπάρχει τόσο έντονα στην κουλτούρα των Ηρακλειωτών το ρεμπέτικο και το λαϊκό κάπως... Είναι πολύ παραδοσιακό, για αυτό.

Σ.Ξ.:

Ναι, ναι. Θα σου πω κάτι που το αντιμετώπισα τότε. Εγώ γύρναγα κάθε βράδυ και, πριν παντρευτώ, κατέβαινα τακτικά εδώ και γύρναγα στα μπαράκια του Ηρακλείου όλα, όπως όλοι οι νέοι και τα λοιπά... Τακτικά, δηλαδή την εβδομάδα ήμουνα δυο-τρεις βραδιές, κάθε βράδυ εδώ και γύρναγα στα μαγαζιά. Όλοι που είχαν τότε τα μεγάλα κλαμπ εδώ στο Ηράκλειο, ήτανε φίλοι μου, γνωστοί μου και τα λοιπά. Όταν, λοιπόν, ακούστηκε ότι ο τάδε ανοίγει ένα μαγαζί και σκέφτεται να κάνει, γελούσανε. Μιλάμε για τη δεκαετία του '90 που ήτανε στις φούργιες τους τα μπαράκια. Το Ηράκλειο τότε είχε γύρω στα πεντακόσια μπαρ, τα οποία δουλεύανε καθημερινά, καθημερινά γεμάτα. Όταν, λοιπόν, το ακούσανε, τα σχόλια ήταν κάπως ειρωνικά, δηλαδή: «Μα τι κάνει τώρα αυτός; Ο κόσμος δεν φεύγει απ’ τα ορθάδικα». Δεν το ξεχνώ... Δεν το λέγανε μπροστά μου, το λέγανε σε κοινούς φίλους, οι όποιοι μου το μεταφέρανε και τα λοιπά. Λέω: «‘Ντάξει... Εγώ θα κάνω μια προσπάθεια, ας μην φύγει». ‘Ντάξει, δεν θέλω να πω ότι ο κόσμος έφυγε απ’ τα ορθάδικα, αλλά το μαγαζί πήγε παραπάνω από καλά. ‘Ντάξει, σιγά-σιγά άρχισε να αλλάζει και η κουλτούρα του κόσμου, έτσι; Όταν υπάρχουνε χώροι και κάποιες άλλες προτάσεις από τα ορθάδικα, θα αρχίσει ο κόσμος να τα επιλέγει και να πηγαίνει. Όταν δεν υπάρχουνε χώροι, μην έχοντας άλλη επιλογή, θα πας εκεί, όπως πήγα και εγώ, γιατί δεν είχα χώρο να πάω αλλού. Δηλαδή, εγώ έφευγα απ’ τα Ανώγεια, ας πούμε, όταν έμενα και πήγαινα στα Σπήλια –που είχε ο Κωστής ο Αβυσσινός τότε το μαγαζί του με ρεμπέτικο– και πήγαινα εκεί και άκουγα ρεμπέτικα. Δηλαδή, ένα ολόκληρο Ηράκλειο δεν είχε χώρους. Και τώρα δεν έχει.

Α.Μ.:

Ως επί το πλείστον εκείνη την περίοδο, πέρα απ’ τα ορθάδικα, σε τι έβγαινε ο κόσμος, με τι διασκέδαζε, με τι ασχολούτανε;

Σ.Ξ.:

Τότε έβγαινε ο κόσμος, ήταν άλλες οι εποχές, άλλες οι καταστάσεις και οι οικονομικές και, βασικά, η ψυχολογία του κόσμου... Και ήταν όλα τα μαγαζιά, και τις καθημερινές, δηλαδή, εγώ όταν το άνοιξα, είχα καθημερινά ανοιχτά. Μετά από δύο μήνες, αρχίσαμε να κουραζόμαστε και οι μουσικοί και εμείς. Λέμε να το κάνουμε πέντε μέρες και κλείσαμε Δευτέρα, Τρίτη. Και έχουμε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή ανοιχτά. Δουλεύανε... Τα κρητικά μαγαζιά είχε πολύ περισσότερα από ό,τι έχει τώρα.

Α.Μ.:

Ναι. Τότε...

Σ.Ξ.:

Βέβαια. Τότε ήτανε πολλοί χώροι, τώρα βλέπεις είναι δύο μέρες ανοιχτά. Είναι λίγα τα μαγαζιά και με την κρίση την οικονομική και ότι ο κόσμος μέσω ίντερνετ και μέσω Facebook ακούει ό,τι θέλει. Δεν το έχει τόσο ανάγκη. Στην ουσία, τα μαγαζιά τώρα δουλεύουν ένα Σάββατο.

Α.Μ.:

Ναι, καταλαβαίνω. Και τότε, ας πούμε, ο κόσμος ο οποίος π.χ. ενδέχεται να ήταν στο κοινό των κρητικών και των παραδοσιακών, των ντόπιων, ερχόταν να ακούει και στο ρεμπετάδικο πράγματα; Ή ήτανε πιο πολύ–

Σ.Ξ.:

Ναι. Πολλές φορές, επειδή– Κοίταξε, ένα μαγαζί, ένας χώρος, όταν βγάλει ένα καλό όνομα, έτσι, ακούγεται στην πιάτσα και συζητιέται, πολλές φορές από περιέργεια «Pάμε ρε, έχει μια καλή κουζίνα...», «E, δεν πάμε και ένα βράδυ...». Είτε από σύμπτωση μπορεί να ‘ρθει κάποια παρέα, γιατί κάποιος φίλος του γιόρταζε και δεν ξέρω τι και ερχότανε. Θα μου ξαναρθεί μετά αυτός, γιατί όντως ήταν ένα πολύ ωραίο περιβάλλον, ζεστός χώρος και ήταν όλα άψογα, δηλαδή παράπονα δεν είχα ακούσει εκτός από την... Θα την πω μια ιστορία που μου έχει μείνει στο μυαλό, μια εικόνα. Εμείς ανοίξαμε 3 του Δεκέμβρη, αργήσαμε να το φτιάξουμε το μαγαζί, ήταν όλα– Καταλαβαίνεις ότι ένας χώρος τώρα που ανοίγει πρώτη φορά με ρεμπέτικο και τα λοιπά, άπειροι εντελώς... Ε θα κάνουμε και τα λάθη μας. Τότε, λοιπόν, επειδή είχα πολύ αγχωθεί, κρατούσα εγώ τα πάντα, κρατούσα εγώ και το τηλέφωνο με τα ρεζερβέ. Δηλαδή είχα έναν μετρ, που δεν θέλω να πω το όνομά του, ο οποίος ήτανε υπεύθυνος λοιπόν. Την παραμονή, λοιπόν, της Πρωτοχρονιάς γινότανε[00:10:00] ένας χαμός, ένας πανικός. Εγώ λοιπόν έχω κλείσει όσα έχω κλείσει άτομα, έχω αφήσει γύρω στα εκατό καθίσματα άδεια, έτσι, επίτηδες, δεν ήθελα να τα κλείσω, γιατί την τελευταία στιγμή ερχότανε φίλοι, γνωστοί, πελάτες του μαγαζιού, ήθελα να βολέψω δικούς μου ανθρώπους. Κατέβηκα, λοιπόν, κατά τις 5:00 η ώρα στο μαγαζί, είναι ένας φίλος μου σερβιτόρος εκεί και ο μετρ. Λέω: «Παιδιά, ελάτε εδώ», δεν υπήρχανε τότε κινητά, το σταθερό του μαγαζιού, λέω: «Έχουμε κλείσει τόσα... Δεν κλείνουμε άλλα, μέχρι να πάω στο σπίτι να ξεκουραστώ λίγο, να κάνω και ένα μπάνιο να κατέβω. Δεν κλείνουμε άλλα...». Εγώ, λοιπόν, κατέβηκα και, όταν κατέβηκα, μου φώναξε ο σερβιτόρος και μου λέει: «Έλα εδώ. Όταν έφυγες, ο άλλος είχε κλείσει ακόμα άλλα διακόσια άτομα». Εγώ τρελάθηκα! Όντως, άρχισε να μπαίνει ο κόσμος που είχε κλείσει τραπέζι, αλλά τραπέζι δεν υπήρχε, γιατί γινότανε ένας χαμός. Εγώ άρχισα να βρίζω, βγήκα έξω, φώναζα, εκνευρίστηκα και τα λοιπά για όλη αυτή την κατάσταση... Και την επομένη είχα μπει στο αυτοκίνητο να πάω κάπου κι είχα το ραδιόφωνο ανοιχτό. Είχε λοιπόν το «Ράδιο Κρήτη» μια εκπομπή, το «Πώς πέρασε ο Ηρακλειώτης την παραμονή της Πρωτοχρονιάς». Στον αέρα, λοιπόν, έβγαζε τηλέφωνα. Και βγήκε μια κυρία και λέει ότι: «Εμείς περάσαμε... τέλεια χθες. Τι να πω... Πήγαμε σε ένα μαγαζί που είχαμε κλείσει τραπέζι και τελικά δεν είχαμε...». Και λέει: «Σε ποιο μαγαζί πήγατε;». Και είπε το χώρο. Είπε ότι: «Πήγαμε στο “Τεριρέμ” ενώ είχαμε τραπέζι. Μας χάλασε τη βραδιά μας, παραμονή Πρωτοχρονιάς, γιατί οπουδήποτε πήγαμε μετά, σε άλλο μαγαζί, δεν βρήκαμε να μπούμε, ήταν όλα κλειστά. Και μας χάλασε τελείως τη βραδιά». Εγώ βρίζω ακόμη εν τω μεταξύ και ευτυχώς που, κλείνοντας η γυναίκα, είπε μια καλή κουβέντα. Είπε: «Καταλαβαίνω τα παιδιά, γιατί είναι καινούργιοι, δεν ξέρουν ακόμα τη δουλειά, έχουν ένα καταπληκτικό χώρο. Να προσέξουν να μην τον χάσουνε». Ε αυτό μου έχει μείνει, Αλκίνοε, πάρα πολύ. Από κει και μετά, δεν ξανάφησα σε κανένα να κρατάει τα ρεζερβέ, μόνο εγώ... Δεν είχα εμπιστοσύνη πλέον σε κανέναν και τα λοιπά. Είναι κάποια πράγματα που σου μένουν, σου γίνονται μάθημα, να το πω έτσι.

Α.Μ.:

Κατανοητό. Κατανοητό. Εγώ να ρωτήσω, τώρα, επειδή μου λες ότι και με τον Ψαρογιώργη μαζί ήσασταν συνεταίροι στην αρχή στο μαγαζί και μεγαλώσατε και μαζί. Πώς προέκυψε δύο ανθρώποι που έχουνε καταγωγή και έχουν μεγαλώσει κιόλας σε ένα ορεινό χωριό –με ό,τι συνεπάγεται αυτό– να πάνε να ασχοληθούνε ξαφνικά με το ρεμπέτικο; Και ο ένας απ’ τους δύο, επαγγελματίας μουσικός. Και ο τρίτος...

Σ.Ξ.:

Ο Ψαρογιώργης δεν ασχολήθηκε με το ρεμπέτικο. Ο Ψαρογιώργης, τι γινότανε; Ο Ψαρογιώργης, ήμαστε την πρώτη χρονιά με τον Αβυσσινό. Ο Κωστής, ξέρεις, παίζει και παραδοσιακό και ρεμπέτικο και τα λοιπά. Η ιδέα, λοιπόν, να γίνει ένας χώρος τέτοιος στο Ηράκλειο μέσα ήτανε δική μου. Εγώ, λοιπόν, πηγαίνοντας στα Σπήλια που είχε ο Κωστής το μαγαζί και επειδή με τον Κωστή ήμαστε φίλοι και κάναμε παρέα, άρχισα να του λέω: «Μα τι δουλειά έχεις τώρα εσύ εδώ;». Ναι μεν ο χώρος ήταν δικός του, δεν πλήρωνε νοίκια και τέτοια. Αλλά ο κόσμος ο περισσότερος ήτανε φοιτητές, οι οποίοι όποιος δεν είχε, ας πούμε, αυτοκίνητο για να ανέβει, γιατί είναι λίγο μακριά απ’ το Ηράκλειο, έπρεπε να πάρει ένα ταξί, δεν ξέρω τι. Η ιδέα, λοιπόν, μου μπήκε εμένα να κατέβουμε στο Ηράκλειο μέσα, να κάνουμε ένα χώρο. «Έλα, έλα». Κάποια στιγμή, μου είπε ο Κώστας το «ναι». Ο Ψαρογιώργης τότε έμενε Αυστραλία μόνιμα, είχε παντρευτεί εκεί, ήταν εφτά χρόνια Αυστραλία, ερχόταν τα καλοκαίρια και έπαιζε εδώ σε γάμους και τα λοιπά και έφευγε το χειμώνα. Ο Γιώργης, πιστεύω, επειδή τον ήξερα τόσο καλά ότι έψαχνε μια ευκαιρία να ‘ρθεί εδώ. Και δεν σου κρύβω ότι κι εγώ, δεν μου ερχότανε, ήταν ο καημός μου γιατί να φύγει και γιατί να μην είναι εδώ. Και το είδα σαν μια ευκαιρία να κάνω μια πρόταση του Γιώργη αν θέλει, να μπει συνεταίρος που να μείνει εδώ. Και έκανα, λοιπόν, αυτή την κουβέντα στον Κώστα. Λέω: «Ρε συ, Κώστα, σκέφτηκα, να κάνουμε του Ψαρογιώργη μια κουβέντα αν θέλει να μπει συνέταιρος;». Και μου λέει ο Κώστας: «Θα το χαρώ πάρα πολύ». Μάιος μήνας, δεν το ξεχνώ, και πήρα τηλέφωνο τον Γιώργη στην Αυστραλία. Λέω: «Θα έρθεις φέτος;». Λέει: «Θα έρθω τέλος του Μάη...». Λέω: «Αυτό και αυτό με τον Κωστή. Είσαι μέσα;». Και μου λέει: «Είμαι». Έψαχνα, λοιπόν, εγώ για τον χώρο και τον χώρο αυτό τον βρήκαμε τον Οκτώβριο, για αυτό καθυστερήσαμε και να τον φτιάξουμε. Τους φώναξα λοιπόν –τον βρήκα εγώ το χώρο– να δούμε το χώρο. «Σας αρέσει ο χώρος;». Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ και σε αυτούς άρεσε πάρα πολύ. Έτσι, λοιπόν, έγινε ο χώρος αυτός με την προϋπόθεση ο Γιώργης να είναι πάνω στο σχήμα και ο Κωστής. Ο Γιώργης να βγαίνει πρώτα ένα δίωρο να παίζει το δικό του πρόγραμμα και μετά να συνεχίζει το ρεμπέτικο, όπως έγινε έτσι. Ο Γιώργης έπαιζε με τον Κωστή τον Κακουδάκη κρουστά, με το λαούτο του ένα πρόγραμμα δίωρο...

Α.Μ.:

Οι δυο τους...

Σ.Ξ.:

Ναι. Και μετά, ανέβαινε το ρεμπέτικο. Αυτό έγινε την πρώτη χρονιά. Τη δεύτερη χρονιά... Καλλιτέχνες είναι... Δεν έχουνε πολύ το να κάνουν τους επαγγελματίες και τα λοιπά. Φύγανε και έμεινα εγώ. Από κει και πέρα, έκανα ένα σχήμα μετά με τον Κωστή τον Μπαρτζώκα –θα πω τα ονόματα, γιατί θέλω να τα πω– τη Μαρία την Κώτη, που τη γνώρισα ένα βράδυ στο μαγαζί... Άκουγα για τη Μαρία... Δεν την ήξερα. Και όλοι λέγανε: [00:15:00]«Αν είχαμε τη Μαρία... Αν είχαμε τη Μαρία». Ένα βράδυ, λοιπόν, ήρθε η Μαρία σαν πελάτης, εγώ ήμουνα μες την κουζίνα. Και βγήκε απάνω και τραγούδησε και τρελάθηκα, έπαθα... Και πήγα και τη φώναξα. «Εσύ είσαι η Κώτη; Εδώ θα είσαι του χρόνου». Και ήρθε, λοιπόν, η Μαρία η Κώτη, ο Κωστής ο Μπαρτζώκας, ο Χρήστος ο Λιάτης, ο Ιπποκράτης από την Κω, ο Πάτακος, και τα δύο αδέρφια, ο Κωστής και ο Βαγγέλης ο Κακουδάκης. Και κάνανε μια υπέροχη ομάδα, καταπληκτική, που κρατήσανε δηλαδή το μαγαζί στην ουσία αυτοί. Ήμασταν μια παρέα όλοι και οι σερβιτόροι και οι μουσικοί και εμείς. Πραγματικά ήμασταν μια παρέα όλοι και περάσαμε καταπληκτικά. Ε μετά, ο Γιώργης που έφυγε, ασχολήθηκε με αυτό που κάνει, πέρα από το κρητικό, ας πούμε, και ασχολήθηκε με αυτό που κάνει με τον Τζιμ και κάνει σε όλο τον κόσμο τις συναυλίες. Εντάξει, δεν είναι μόνο το κρητικό-κρητικό, επιρροές ήρθαν και από αλλού. Ο Γιώργης είχε ένα ανοιχτό μυαλό μουσικά και εγώ πιστεύω ότι είχα και εγώ την τρέλα μου, να ξεφύγω λίγο και να προσφέρω κάτι άλλο, που δεν το έχει εδώ, ας πούμε, το Ηράκλειο. Πιστεύω ότι πετύχαμε το στόχο.

Α.Μ.:

Και σαν παρένθεση τώρα σε αυτό που είπες, ας πούμε, τον πρώτο χρόνο έπαιζε ένα δίωρο πιο μπροστά ο Ψαρογιώργης και μετά άλλαζε το πρόγραμμα σε ρεμπέτικα. Πάνω σε αυτό, δηλαδή ερχότανε ο κόσμος να ακούσει και τον Ψαρογιώργη; Ερχότανε και για το κρητικό, δηλαδή, και για το ρεμπέτικο;

Σ.Ξ.:

Κοίταξε, Αλκίνοε, το κρητικό με το ρεμπέτικο έχει μια άμεση σχέση. Παράδοση είναι και τα δύο, έτσι; Και μουσικά αν θέλεις, πολλοί κρητικοί καλλιτέχνες πιο παλιοί, όπως ο Φουσταλιέρης, έχει άμεση σχέση με το ρεμπέτικο. Ο Φουσταλιέρης, ας πούμε, με το μπουλγαρί είχε κάνει και συνεργασία με τον Μάρκο τον Βαμβακάρη, έχει παίξει σε δίσκους του Μάρκου, έχουνε κάνει μαζί μια ολόκληρη περίοδο [Δ.Α.]. Δηλαδή, εντάξει.

Α.Μ.:

Μάλιστα, και αυτό το κεφάλαιο κλείνει μετά από ένα σημείο με τα ρεμπέτικα και αυτό το πρόγραμμα και πάει μετά καθαρά στα παραδοσιακά, τα ντόπια;

Σ.Ξ.:

Έψαχνα ένα χώρο μετά, να βρω μες το Ηράκλειο, δεν έβρισκα εύκολα χώρο όπως τον ήθελα. Βρήκα έναν χώρο μετά, λίγο έξω, στην Αμμουδάρα και πήγα με το σκεπτικό να κάνω ένα κρητικό καθαρά μαγαζί, αυτό που έκανα οχτώ χρόνια εκεί. Μετά από κάμποσο καιρό, μετά από οχτώ χρόνια... Είναι πολλά τα χρόνια που είμαι, άρχισε να με κουράζει όλο αυτό και έψαχνα να βρω έναν άλλο χώρο να κάνω κάτι διαφορετικό. Ναι μεν να έχω το παραδοσιακό, αλλά να κάνουμε ένα πολυχώρο που να έχει τη δυνατότητα, ρε παιδί μου, να είναι μεγαλύτερος και να έχει τη δυνατότητα να κάνει κι άλλα πράγματα. Για αυτό ήρθαμε μετά εδώ και κάναμε με τον Γιάννη τον Μπαγκέρη αυτά που κάνουμε.

Α.Μ.:

Και σε πρώτο χρόνο, γιατί αποφασίζεις να φύγεις απ’ το ρεμπέτικο για να πας στο παραδοσιακό, ας πούμε, όταν γίνεται η αλλαγή;

Σ.Ξ.:

Γιατί, να σου πω την αλήθεια, ο χώρος που βρήκα, με τις εμπειρίες που είχα μετά, δεν ήταν για να κάνουμε ρεμπέτικο. Δηλαδή, πάντα το έχω στο μυαλό μου και εκεί θα καταλήξω πάλι αν βρω τον κατάλληλο χώρο. Ο χώρος αυτός που βρήκα, ναι μεν ήταν έξω απ’ το Ηράκλειο, δεν ήτανε για ρεμπετάδικο. Κατάλαβες; Δηλαδή πήγα σε μια άλλη μορφή, γιατί δεν ήταν ο χώρος αυτός που ήθελα. Για αυτό που έκαμα, ο χώρος ήταν ό,τι έπρεπε. Δεν ήταν ούτε για κουζίνα... Να κάνεις ένα ρεμπετάδικο τώρα, χωρίς να έχεις ένα πιάτο, δεν λέει μόνο με ποτό... Και η διαμόρφωση του χώρου που έγινε, έγινε αποκλειστικά για αυτό το πράγμα που έκανα. Κατά νου έχω πάντα αυτό το πράγμα, να το ξανακάνω και αν σταθώ τυχερός και βρω ένα χώρο, θα το κάνω.

Α.Μ.:

Το εύχομαι.

Σ.Ξ.:

Να κλείσω και την καριέρα μου –να το πω έτσι–, γιατί έχω και μια ηλικία τώρα, θα την κλείσω πάλι έτσι. Γιατί δεν είναι μόνο το επαγγελματικό, δηλαδή το οικονομικό, που ούτως ή άλλως είναι δύσκολο κομμάτι τώρα για αυτά τα μαγαζιά, έτσι; Εμείς είμαστε –να το πω έτσι– ερωτευμένοι με αυτό που κάνουμε, για αυτό το κάνουμε...

Α.Μ.:

Κατανοητό, ναι. Το καταλαβαίνω. Και ποιες ήταν οι διαφορές και αν υπήρχαν σε πρώτο χρόνο, ας πούμε, στην αλλαγή αυτή του σκηνικού από το ρεμπέτικο να πάει στο παραδοσιακό; Από κομμάτι κόσμου, καλλιτεχνών, καταστάσεων;

Σ.Ξ.:

Κοίτα, επειδή τους καλλιτέχνες λίγο-πολύ τους ήξερα όλους, από μικροί που– Έτσι μεγαλώσαμε με αυτούς, από γλέντια και τέτοια, από παρέες που είχαμε κάνει κοινές συνέχεια, είχα την επαφή πάντα με τους καλλιτέχνες αυτούς όλους και τις καλές σχέσεις που είχα. Λοιπόν, το κοινό λίγο-πολύ ήταν το ίδιο. Δηλαδή αυτοί που άκουγαν το συγκεκριμένο κρητικό τραγούδι, μάλλον τους συγκεκριμένους καλλιτέχνες που έβαζα –ως επί το πλείστον το μαγαζί– ήταν περίπου το ίδιο κοινό. Επειδή και το όνομα του μαγαζιού δεν το άλλαξα... Κράτησα το ίδιο όνομα με το που ακούσανε «Τεριρέμ», τρέχαν όλοι. Δηλαδή, ξέρανε τι θα ακούσουνε. Και αμέσως-αμέσως μάζεψα ένα κοινό σχεδόν το ίδιο. Στην πορεία, βέβαια, μπήκε και άλλος κόσμος μέσα, γιατί μεγαλώσανε παιδιά άλλα, οι νέοι και τα λοιπά... Άλλαξε η πελατεία. Η παλιά... ‘Ντάξει, όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος, παντρεύεται, έχει άλλες... Δεν βγαίνει τόσο[00:20:00] πολύ. Αλλά η πελατεία, στην ουσία, που έχω, έχει την ίδια κουλτούρα με τους προηγούμενους. Εσύ την καθορίζεις δηλαδή, ανάλογα το σχήμα που βάζεις έχεις και την πελατεία που θες.

Α.Μ.:

Βέβαια, ναι, το καταλαβαίνω, απλώς επειδή περνάει σε άλλη κλίμακα...

Σ.Ξ.:

Ναι, περνά σε άλλη γενιά –να το πω έτσι– αλλά μεγαλώνεις στο ίδιο...

Α.Μ.:

Οπότε δεν υπήρχαν ιδιαίτερες διαφορές ως προς τον τρόπο που αντιμετώπιζες εσύ σαν άνθρωπος–

Σ.Ξ.:

Όχι... Όχι, όχι, όχι. Γιατί εσύ το ρυθμίζεις –να το πω έτσι– ανάλογα με ποιους καλλιτέχνες... Να σου πω μια ιστορία τώρα που τη θυμήθηκα, να δεις. Όταν έκλεισα το «Τεριρέμ», που το ‘κλεισα έτσι ξαφνικά, ενώ πήγαινε πάρα πολύ καλά, ο κόσμος παραξενεύτηκε γιατί κλείνει αυτό το μαγαζί. Όταν λοιπόν έκανα το κλείσιμο, την τελευταία βραδιά... Τον έκλεισα τον χώρο αυτό με τα «Στρατάκια». Παίξανε, λοιπόν, τελευταία βράδια, μια καθημερινή. Με παίρνει, λοιπόν, μια κοπέλα τηλέφωνο και μου ζήτησε ένα τραπέζι δέκα άτομα. Λέω: «Κοπελιά δεν έχω χώρο, είναι όλα κλεισμένα...». «Μα σε παρακαλώ... Που είμαστε μόνιμοι θαμώνες... Που θέλω να είμαι αυτό το βράδυ εκεί...». Εν πάση περιπτώσει, πιάσαμε την κουβέντα και μου λέει η κοπελιά: «Γιατί κλείνετε; Κλείνετε-κλείνετε;». Λέω: «Ναι κοπελιά, κλείνουμε-κλείνουμε...». Και μου λέει: «Μα γιατί κλείνετε-κλείνετε;». Εν τω μεταξύ, εμείς φτιάχναμε το μαγαζί, αυτό το ‘χαμε προγραμματίσει να το κάνουμε. Της λέω: «Κλείνουμε, αλλά ανοίγουμε κιόλας, ταυτόχρονα». Μου λέει: «Τι εννοείτε;». Λέω: «Ανοίγουμε έναν άλλο χώρο». Και μου λέει: «Ποιο χώρο;». Λέω: «Δεν θα σου πω, κοπελιά... Ακόμα». Γυρνάει και μου λέει: «Ναι, και δεν θα καταλάβω εγώ...». Λέω: «Πώς θα καταλάβεις;». «Ε... δεν θα δω», μου λέει, «ποιους καλλιτέχνες βάνεις; Αμέσως θα καταλάβω ότι είσαι πίσω εσύ». Λέω: «Έχεις δίκιο».

Α.Μ.:

Σωστό, σωστό, ναι.

Σ.Ξ.:

«Αφού θα δω», μου λέει, «ποιους βάνεις, δεν θα καταλάβω πως είσαι πίσω;». Χωρίς να ξέρω ποια ήτανε. Ο καθένας βάνει τη σφραγίδα του σε κάτι που κάνει, είτε καλό είναι, είτε κακό... Μένει.

Α.Μ.:

Το καταλαβαίνω, το καταλαβαίνω. Δηλαδή δεν υπήρχε διαφορά ούτε στο πιο απλό κομμάτι, το πώς γλεντούσε ο κόσμος; Απ’ τα ρεμπέτικα, ας πούμε, ήταν οι ίδιες συμπεριφορές, στη κουλτούρα, στα λοιπά;

Σ.Ξ.:

Υπάρχει διαφορά, υπάρχει... Βεβαίως υπάρχει, μεγάλη διαφορά υπάρχει. ‘Ντάξει, υπάρχει και ανάλογα και στις ηλικίες και στο πώς μεγαλώνει κάποιος. Εντάξει, τώρα βλέπουμε που και εσύ ο ίδιος έρχεσαι εδώ σαν πελάτης και βλέπεις τι γίνεται. Ανάλογα, ας πούμε, ποιος παίζει, ποιος καλλιτέχνης, γιατί ο κάθε καλλιτέχνης έχει την πελατεία του. Όταν παίζει, ας πούμε, ο Ψαρογιώργης, η πελατεία είναι αυτή που ήτανε τότε και ξέρεις, λες και είναι εκκλησία. Όταν παίζει κάποιος άλλος που ο κόσμος ξέρει ότι θα πάω εκεί να ξεφαντώσω... Γιατί είναι άλλη διασκέδαση αυτή. Πάει και, ‘ντάξει, ξεφεύγει κάποιος με την έννοια του ότι θα σηκωθεί όρθιος, θα χορέψει, θα φωνάξει και τα λοιπά. Η πελατεία πάντα η ίδια ήτανε στους χώρους αυτούς, σου λέω, ο καλλιτέχνης παίζει το ρόλο. Και ο χώρος, έτσι; Αν πάει ο ίδιος ο καλλιτέχνης σε έναν άλλο χώρο, πιθανότατα θα πάνε κι άλλοι ανθρώποι πέρα από την πελατεία του και πέρα από την πελατεία του μαγαζιού του αλλουνού, που εκεί δεν ξέρεις πώς θα το χειριστείς εσύ ο ίδιος... Γιατί είναι δύσκολη δουλειά, πολύ δύσκολη. Το να χειριστείς τον κόσμο που μπαίνει μέσα, γιατί –κακά τα ψέματα– μπαίνουνε και... Νύχτα είναι, έτσι;

Α.Μ.:

Και ως προς αυτό, ας πούμε, δεν αλλάζει; Δηλαδή στο ρεμπετάδικο δεν ήτανε πιο...

Σ.Ξ.:

Κοίταξε, στα ρεμπέτικα ήτανε κάτι διαφορετικό, γιατί ο ρεμπέτης –να το πω έτσι– απ’ τη φύση του θα πάει και θα σεβαστεί κάποια πράγματα. Ή ο μάγκας που θα πάει, ο πραγματικός, σέβεται και τον εαυτό του και τους άλλους βασικά. Από κει και πέρα και εκεί υπήρξανε περιστατικά, κάποια σπάνια, δηλαδή, που γίνονται. Εντάξει, κάποιος άμα πιει πολύ, λογικό είναι να δημιουργήσει κάτι, αλλά ποτέ δεν έγινε κάτι σοβαρό. Στο κομμάτι το κρητικό γίνονται φασαρίες σοβαρές. Γιατί είναι παιδιά τα οποία έχουνε μεγαλώσει αλλιώς, κατεβαίνουν από χωριά, τα δικά μας γύρω-γύρω απ’ τον Ψηλορείτη, από κει... Τα οποία έχουνε μεγαλώσει κάπως διαφορετικά και δεν αντέχουνε– Υπάρχουν και προσωπικές διαφορές με κάποιους που τυγχάνει να είναι στον ίδιο χώρο εκείνο το βράδυ και για διάφορους λόγους. Μπορεί να δημιουργήσουν. Ενώ στο κομμάτι του ρεμπέτικου δεν υπήρχαν αυτά.

Α.Μ.:

Αυτό λέω, ως προς το ρεμπέτικο θα ‘τανε λίγο πιο...

Σ.Ξ.:

Όχι, δεν υπήρχαν αυτά, γιατί βασικά δεν ήταν από τις περιοχές τις δικές μας –να το πω έτσι– που είναι τα παιδιά λίγο...

Α.Μ.:

Για αυτό ρωτάω αν άλλαζε και ο κόσμος απ' τα ρεμπέτικα... Αν είχες άλλο κόσμο στα παραδοσιακά μετά, γιατί έχω στο μυαλό μου κάποια–

Σ.Ξ.:

Ναι, σου είπα ανάλογα τον καλλιτέχνη.

Α.Μ.:

Ναι, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω. Και το κομμάτι της διαχείρισης σε αυτό πώς ήτανε; Δηλαδή εσύ, σαν άνθρωπος–

Σ.Ξ.:

Κοίταξε, εκεί πρέπει να κάνεις και τον ψυχολόγο, εκεί πρέπει να κάνεις το πώς πρέπει να φερθείς. ‘Ντάξει, εγώ είχα τον τρόπο, επειδή ήμουνα και πολλά χρόνια, με σεβότανε. Αν εξαιρέσω μια βραδιά που ξεφύγανε λίγο τα πράγματα και τα λοιπά... Μια φασαρία που μπορεί να την ξέρεις, που έγινε κάτι σοβαρό, όλες τις άλλες φορές με τον τρόπο μου το απόφυγ[00:25:00]α. Δηλαδή, ο κάθε καλλιτέχνης που έρχεται στο μαγαζί, επειδή όλους τους έκανα παρέα... Ή σεβότανε τον καλλιτέχνη ή σεβόταν και εμένα που είμαι φίλος του καλλιτέχνη, δηλαδή, ήταν ένα πράγμα... Και δεν γινότανε, δεν πειράξανε ποτέ.

Α.Μ.:

Ναι. Ήτανε πάντα ελεγχόμενο μέχρι ένα σημείο. Ωραία. Και μετά από ένα σημείο κλείνει και αυτό το κεφάλαιο και τώρα έρχεται τα τελευταία χρόνια, πριν το...

Σ.Ξ.:

Ναι, που είμαστε εδώ, στο «Νυν και Αεί». Το παλεύουμε, γιατί λόγω της κατάστασης, τα πράγματα είναι πολύ ζόρικα οικονομικά, όπως όλοι οι χώροι. Μακάρι να βγούμε ζωντανοί και εμείς από αυτό το πράγμα, που δεν το βλέπω, γιατί οι περισσότεροι χώροι θα κλείσουνε δυστυχώς.

Α.Μ.:

Ναι. Και ως προς αυτό θέλω να ρωτήσω, τώρα όπως είναι η συνθήκη με καραντίνες και τα λοιπά, αυτά που περάσαμε με κορονοϊούς, έχει επηρεάσει φαντάζομαι σίγουρα τα μαγαζιά. Σε ποιο κομμάτι τώρα είναι χειρότερα και σε ποιο, ίσως, υπάρχει μια δυνατότητα κάπως να...

Σ.Ξ.:

Κοίταξε, δεν μπορώ να σου πω, γιατί όλοι είμαστε τώρα σε μια φάση, δηλαδή ανοίγουμε, δεν ανοίγουμε, κλείνουμε, δεν κλείνουμε... Με περιορισμούς... Δεν μπαίνουνε οι ανεμβολίαστοι... Καταλαβαίνεις ότι είμαστε και εμείς σε δύσκολη θέση. Δηλαδή αυτό το πράγμα, που έπρεπε να το κάνει το κράτος, το ρίχνει στην πλάτη μας. Δεν γίνεται να κάνω εγώ τον αστυνομικό και δεν γίνεται να τσακώνομαι εγώ με τον κόσμο έξω, τους μόνιμους πελάτες μου και τα λοιπά. Είμαστε σε δύσκολη κατάσταση. Τόσο και εμείς εδώ όσο και οι καλλιτέχνες... Αλλά πιο πολύ εμείς, γιατί ο καλλιτέχνης έχει τον εαυτό του –να το πω– μόνο, εμείς έχουμε και έναν χώρο που έχουμε ένα σωρό έξοδα και πρέπει να πληρώνουμε. Είναι δύσκολα τα πράγματα, μακάρι να πάνε καλύτερα. Εγώ πάντως πιστεύω ότι θα μείνουνε λίγοι χώροι. Χώροι, οι οποίοι μπορεί να είναι ιδιόκτητοι και να μην πληρώνουν, να μην έχουν τα έξοδα που έχουμε εμείς. Αλλιώς δεν γίνεται.

Α.Μ.:

Οι οποίοι χώροι θα ασχολούνται με τέτοια πάλι πιστεύεις ή θα έχει αλλαγή στο περιεχόμενο;

Σ.Ξ.:

Δεν ξέρω να σου πω, δε ξέρω τι μπορεί να γίνει αύριο και πού μπορεί να πάει ο κόσμος, δηλαδή και επαγγελματικά ο άλλος πώς μπορεί να σκεφτεί, αλλάζουν αυτά. Τώρα αλλάζουν τα πράγματα με γρήγορους ρυθμούς, δεν ξέρω. Και εγώ δηλαδή, να σου πω την αλήθεια, κάθομαι και σκέφτομαι κάποια πράγματα, το τι μπορεί να γίνει και ποιες αλλαγές μπορεί να κάνουμε στο χώρο. Εντάξει, εμείς κάνουμε διάφορα, τα οποία πάνε καλά για μας, δεν είμαστε ένας χώρος ο οποίος είναι μόνο με μουσική, κάνουμε κάποιες άλλες εκδηλώσεις, κάνουμε θεατρικές παραστάσεις, κάνουμε άλλα πράγματα. Παρουσιάσεις βιβλίων... Και κρατιέται ακόμα ο χώρος, τώρα ειδικά έχει πολύ ενδιαφέρον. Γιατί –να σου πω– δεν έχει και χώρους στο Ηράκλειο τώρα να γίνεται κάτι τέτοιο. Βλέπω ένα ενδιαφέρον δηλαδή απ’ τον κόσμο.

Α.Μ.:

Εσένα, τώρα, προσωπικά σε ρωτάω αυτό. Ως προς την κύρια λειτουργία του μαγαζιού που είναι τα κρητικά και το πιο βασικό...

Σ.Ξ.:

Εντάξει, δεν είναι μόνο τα κρητικά, ξέρεις ότι είναι πάρα πολλά τα σχήματα που έχουνε κατέβει από Αθήνα, έχουμε δοκιμάσει πάρα πολλά, από έντεχνα και ροκ...

Α.Μ.:

Ναι, σύμφωνοι, λέω ως προς το πιο σταθερό για τον ντόπιο κόσμο, το κρητικό κομμάτι, αυτό. Εσύ συναντάς διαφορές; Που είσαι άνθρωπος που είναι στα μαγαζιά πολλά χρόνια. Έχει διαφορές πλέον ο κόσμος, οι καλλιτέχνες, το ύφος;

Σ.Ξ.:

Όλα αυτά... Ναι, υπάρχουνε, υπάρχουνε διαφορές. ‘Ντάξει, στον καινούργιο καλλιτέχνη με τον παλιό, ναι, σίγουρα... Και στη νοοτροπία και στο– ‘Ντάξει, ο νέος είναι νέος, τα βλέπει τελείως διαφορετικά τα πράγματα από εμάς λόγω εμπειρίας... Και εμείς προσπαθούμε τώρα, σαν μεγαλύτεροι που είμαστε, να βοηθήσουμε κάποια πράγματα στον νέο καλλιτέχνη. Δηλαδή κάθομαι, αν θες, και σαν τον πατέρα του, ας πούμε, και τον συμβουλεύω. «Μην κάνεις εκείνο. Μην κάνεις το άλλο... Πρόσεξε αυτό». Κάποιοι ακούνε, κάποιοι δεν ακούνε... ‘Ντάξει, είναι της ηλικίας τώρα αυτά.

Α.Μ.:

Και πού οφείλεται αυτό τώρα πιστεύεις; Γιατί είναι τόσο διαφορετική η νέα γενιά, τουλάχιστον στον παραδοσιακό...

Σ.Ξ.:

Κοίταξε, η νέα γενιά... Και τότε πιστεύω ότι ο άνθρωπος ο νέος, ρε παιδί μου, τα βλέπει τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Είναι ανάλογα και τα πρότυπα που έχουνε σαν καλλιτέχνες. Δηλαδή κάποιοι καλλιτέχνες νέοι, ανάλογα ποιους έχουνε πρότυπα, είναι και έτσι και στο χαρακτήρα τους, βέβαια... Και το τι βγάζουνε πάνω στο πάλκο, άμα ανεβούνε... Είναι, πολλά είναι, δεν είναι... Εγώ προσωπικά, δηλαδή, σε όποιον βλέπω ότι θα ακούσει αυτά που θα του πω και θα πιάσουνε τόπο, θα τα πω... Για το καλό μας γενικά και ειδικά για αυτουνού, γιατί εγώ είμαι εδώ, αύριο μπορεί να μην είμαι... Αυτοί έχουν το μέλλον μπροστά τους, είναι νέοι. Καλό είναι, λοιπόν, εμείς που έχουμε εμπειρίες, να τις μοιραζόμαστε και όποιος ακούσει, άκουσε...

Α.Μ.:

Συμφωνώ. Και ως προς το κομμάτι του κόσμου πλέον που πλαισιώνει αυτά τα...

Σ.Ξ.:

Σου ξαναείπα ότι ο κόσμος είναι... Εξαρτάται ο καλλιτέχνης. Έχει το δικό του κόσμο, όπως και ο χώρος.

Α.Μ.:

Σύμφωνοι. Ναι. Εννοώ ως προς το κομμάτι τις διασκέδασης, του γλεντιού, έχει διαφορές; Συναντάς διαφορές–

Σ.Ξ.:

Όχι, εντάξει. Τα ίδια. Ο κόσμος διασκέδαζε πάντα, [00:30:00]να βγει, να χορέψει, να κάνει... ‘Ντάξει. Έτσι ήτανε και πιο παλιά.

Α.Μ.:

Εννοώ επειδή πλέον ένας νέος–

Σ.Ξ.:

Η διαφορά είναι, βέβαια, ξέρεις πού; Ότι όπως γίνονται τώρα τα πράγματα, τα τελευταία χρόνια– Δεν γίνεται τώρα, γίνεται τα τελευταία είκοσι-είκοσι πέντε χρόνια, μπορεί. Ότι έχει αλλάξει ο κόσμος, γιατί πλέον δεν βγαίνουνε οι οικογένειες. Τώρα βγαίνουν οι νέοι, τα παιδιά... Ο καλλιτέχνης αργεί να ξεκινήσει πλέον. Όταν ένα μαγαζί αρχινάει το πρόγραμμά του στις 11:00-11:30, ο άλλος δεν μπορεί –που έχει τα παιδιά του το πρωί και δουλεύει ή πάνε σχολείο– να βγει και να διασκεδάσει. Έχει την δουλειά του. Να βγει πότε και να διασκεδάσει πότε; Δηλαδή έχουμε ωράρια λες και είμαστε μπαρ. Ε δεν είναι έτσι. Εγώ παλιά που θυμάμαι ότι ξεκινούσαμε 9:00 η ώρα, 9:30, το πρόγραμμα, εκεί μπορούσαν να βγούνε οικογενειακές παρέες. Τώρα αυτές δεν βγαίνουνε. Σπάνια... Θα βγούνε κανένα Σάββατο... Ναι.

Α.Μ.:

Οπότε κυρίως νέοι θα πλαισιώσουνε το κομμάτι αυτό.

Σ.Ξ.:

Και κάποιες βραδιές άλλες, όπως κάνουμε τώρα με τον Ψαρογιώργη ή με τον Μανωλάκη που αρχινάμε τώρα, τις Δευτέρες που αρχινάμε 10:30, ένα τρίωρο, που θα μπούνε αυτοί να ακούσουν τρεις ώρες και θα πάνε...

Α.Μ.:

Ναι, ναι. Το καταλαβαίνω, το καταλαβαίνω. Και εννοώ και εγώ ως προς αυτό, ρε παιδί μου, ότι ο κόσμος, πλέον, ο νέος που θα κατεβεί ακόμα και από χωριά, ακόμα και από άτομα που το 'χουνε σαν βίωμα αυτό το πράγμα, να πάνε να γλεντήσουνε με αυτόν τον τρόπο. Πλέον πιστεύω θα πάνε και σε ένα μπαρ πρώτα ή μετά, ξέρω ‘γω, και κάπου ενδιάμεσα θα χωρέσει αυτό το κομμάτι της διασκέδασης.

Σ.Ξ.:

Ναι, γιατί και εμείς τα ίδια κάναμε, μη νομίζεις. Δηλαδή και εγώ όταν ήμουνα νέος, που μιλάμε τώρα για τις δεκαετίες τότε, αυτά κάναμε, δηλαδή πηγαίναμε κάπου... Μετά, «δεν πάμε να πιούμε και κάνα ποτό στο νέο μπαράκι;», ας πούμε... Άμα είχαμε όρεξη, μέχρι πρωί και τα λοιπά.

Α.Μ.:

Για αυτό λέω αν έχει διαφορές με τότε ή τώρα;

Σ.Ξ.:

Η διαφορά ξέρεις ποια είναι; Ότι τότε, όπως σου είπα και προηγουμένως, το Ηράκλειο είχε πεντακόσια μπαρ... Τώρα και τα μπαρ είναι λίγα που είναι ανοιχτά και έχουνε κόσμο. Τότε πηγαίναμε και ήτανε ουρές ο κόσμος έξω σε όλα τα μπαρ. Τώρα πας... Είναι συγκεκριμένοι οι χώροι, δηλαδή άντε να ‘ναι πέντε-δέκα μπαρ του Ηρακλείου, που δεν συζητάμε για καθημερινή...

Α.Μ.:

Ναι, καταλαβαίνω, τα σαββατοκύριακα, ναι, ναι. Και στο κομμάτι του κρητικού, καθαρά του κρητικού, ο κόσμος σε σχέση με τότε που είχες πρωτοασχοληθεί με τα μαγαζιά, με τα κρητικά, είναι περισσότερος, είναι λιγότερος, είναι σταθερός; Πώς πάει, ας πούμε;

Σ.Ξ.:

Κοίταξε, σου είπα, όπως ήτανε και τα μπαράκια τότε, που ήταν πάρα πολλά και ήταν και τα κρητικά μαγαζιά πάρα πολλά και ήταν και καθημερινά ανοιχτά, ο κόσμος ήταν περισσότερος, πολύ περισσότερος. Αυτό δεν έχει να κάνει αν ο κόσμος είναι πιο –να το πω έτσι–, ενδιαφερόταν τότε πιο πολύ με τη μουσική ή τώρα. Όχι. Έχει να κάνει με τις καταστάσεις τις οικονομικές, της κρίσης αυτής, έτσι; Προφανώς ο κόσμος θέλει να διασκεδάσει, θέλει να βγαίνει, τα μαγαζιά κλείνουνε, δεν μπορούνε να είναι καθημερινά ανοιχτά, γιατί δεν μπορούν να συντηρηθούνε. Και είναι αυτός ο λόγος. Γιατί ο κόσμος δεν βγαίνει, γιατί δεν έχει τα λεφτά να βγει και την ψυχολογία να βγει. Αν ήταν, εγώ πιστεύω θα ‘τανε πάλι καθημερινά ανοιχτά. Δεν αξίζει τον κόπο. Και εμείς που δουλέψαμε πιο παλιά τις καθημερινές, βλέπουμε σιγά-σιγά και άρχισε ο κόσμος να μη βγαίνει, αναγκαστήκαμε και πήγαμε Παρασκευή-Σάββατο.

Α.Μ.:

Ναι, ναι, το καταλαβαίνω. Ωραία, δεν ξέρω αν θες να προσθέσεις κάτι άλλο εσύ, Σπύρο, που θυμάσαι, έτσι, σημαντικό ή κάτι...

Σ.Ξ.:

Όχι, Αλκίνοε...

Α.Μ.:

Ωραία, να σε ευχαριστήσω πολύ.

Σ.Ξ.:

Ναι, ναι, να 'σαι καλά και καλή συνέχεια.