Η μη παραδοσιακή ιστορία ενός κρητικού μουσικού παραδοσιακών πνευστών
Ενότητα 1
Καταγωγή, οικογένεια και πρώτες μουσικές αναμνήσεις
00:00:00 - 00:13:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία… Καλημέρα λοιπόν. Καλημέρα. Είμαστε εδώ στα Καλέσα με τον Αλέξανδρο Κανακάκη και αρχίζουμε. Λοιπόν, θέλεις να μου πεις λίγο τη…γώ. Μετά στα 16 μου πήρα μία μαντόλα, άρχισα να παίζω λιγάκι. 16, 17, κάπου εκεί, ναι, 16 νομίζω. Ναι, και άρχισα να το παίζω τροβαδούρος.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 2
Σχέση με τα μουσικά όργανα και επαγγελματικό παίξιμο πνευστών
00:13:18 - 00:29:31
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραίο αυτό το παραμυθένιο. Και μετά, μετά…εντάξει και μες στα κρητικά και εκτός, με τα όργανα πώς… Επειδή είπες ότι δοκίμαζες το ένα, το άλλ…το πούμε έτσι… Εντάξει και μας βοηθάει να παίξουμε κι άλλα κομμάτια, παίζουμε και άλλα παραδοσιακά. Ναι, όχι μόνο κρητικά. Ναι, ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 3
Καταγωγή οικογένειας και πρώτες αναμνήσεις από κρητικό γλέντι
00:29:31 - 00:34:34
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εγώ ήθελα να σε ρωτήσω κάτι, επειδή πριν το είπαμε αλλά δεν… Είπες ότι τα καλοκαίρια ήσασταν και ακούγατε ραδιόφωνο με τον αδερφό σου στο χω…ουμε στα κρητικά και μου φαινόταν…τρομερή διαφορά, σε ένταση. Σίγουρα, ακόμα. Δηλαδή και εγώ το έχω παρατηρήσει. Ναι, ωραία… μάλιστα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Τι είναι και τι ρόλο μπορεί να έχει η μουσική - προσωπικά βιώματα
00:34:34 - 00:34:35
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κάτι άλλο που ήθελα να σου πω έχει να κάνει με τη μουσική, σαν οντότητα, τι είναι η μουσική και τι μπορεί να γίνει η μουσική. Τώρα αυτά είνα… που θέλεις να μου πεις… Μπα, δεν νομίζω… Εντάξει, αν δεν σου ‘ρθει κάτι, μια… εντάξει, μια χαρά, εντάξει. Ευχαριστώ πολύ. Και εγώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Ωραία… Καλημέρα λοιπόν.
Καλημέρα.
Είμαστε εδώ στα Καλέσα με τον Αλέξανδρο Κανακάκη και αρχίζουμε. Λοιπόν, θέλεις να μου πεις λίγο την ιστορία, έτσι λίγο, πώς, πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες…
Ναι. Γεννήθηκα στο Ηράκλειο της Κρήτης και μεγάλωσα στο Ηράκλειο της Κρήτης. Κατάγομαι από μία μουσική οικογένεια κατά κάποιο τρόπο, ο πατέρας μου έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε επαγγελματικά, η μητέρα μου δούλευε σαν ηχολήπτρια στο ραδιόφωνο και ναι, γενικά η επαφή μας ήταν καθημερινή με τη μουσική. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου άνοιξε και ένα κατάστημα με μουσικά όργανα, οπότε είχαμε την δυνατότητα και εγώ και τα αδέρφια μου να… ό,τι όργανο μας κινούσε το ενδιαφέρον να ασχοληθούμε λίγο μ’ αυτό. Και είχαμε και πάρα πολλές εμπειρίες σαν παιδιά, όταν μας έπαιρναν οι γονείς μας μαζί, κάπου που δούλευε ο πατέρας μου, κάπου που πήγαινε να παίξει μουσική… Ήτανε μία από αυτές, είχε μία από αυτές τις μπάντες που παίζανε λίγο από όλα εκείνη την περίοδο, μιλάμε δηλαδή για τις αρχές του 80, ήτανε η περίοδος που είχαν πολύ άνθηση τα ξενοδοχεία είχε ξεκινήσει έντονα ο τουρισμός στην Κρήτη και υπήρχε δουλειά αρκετή στα ξενοδοχεία οπότε πολλές μπάντες είχαν δημιουργηθεί, μάλλον όχι πάρα πολλές τότε, ήταν ακόμα λίγες, ήταν τρεις ή τέσσερις μπάντες στο Ηράκλειο που παίζανε και πρόγραμμα για ξενοδοχεία, που σημαίνει και λίγο international πρόγραμμα, με δύο-τρία γαλλικά, δύο-τρία ισπανικά, δύο-τρία γερμανικά, δύο-τρία αγγλικά κομμάτια, ιταλικά… και μαζί με όλα αυτά έμπαινε και ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκης, ο Ζαμπέτας… και αυτές οι ίδιες μπάντες παίζανε και σε γάμους και βαφτίσια. Δεν αναλάμβαναν το κρητικό, για το κρητικό συνήθως υπήρχανε λυράρηδες και λαουτιέρηδες που αναλάμβαναν αυτό το κομμάτι, παίζανε όλα τα άλλα. Δηλαδή μπορεί σε ένα γάμο να παίζανε από… από disco ας πούμε μέχρι… ή κάποιο έτσι ποπ της εποχής, μέχρι καλαματιανά, τσιφτετέλια. Ήταν μία τέτοιου είδους μπάντα. Θυμάμαι έτσι…αυτό που μου ‘κανε πολύ μεγάλη αίσθηση ήταν πόσο καλά δεχότανε ο κόσμος, όλο αυτό το πρόγραμμα, μέσα σε τρεις ώρες, ας πούμε, τέσσερις. Μέσα σε τέσσερις ώρες περνούσανε από το ελαφρύ λαϊκό, που μπορεί να ξεκινούσε έτσι με κάποια κομμάτια του ελαφρού λαϊκού, να πήγαινε μετά στο…Μπορεί να πήγαινε σε ξένο πρόγραμμα, κάποια στιγμή μπορεί να παίζανε sixties, που ήτανε πάρα πολύ της μόδας στη δεκαετία του ‘80, πολύ! Δηλαδή δεν υπήρχε περίπτωση να μην παίξεις Olympians, ας πούμε, που τέτοια κομμάτια να παίζανε κάποια, μετά τα ελληνικά sixties τα ενώνανε με κάποια ξένα κομμάτια των sixties ή των seventies και μετά να ξαναγυρνούσε πάλι στο ελληνικό και να πήγαινε και στο… να παίζανε και νησιώτικα και καλαματιανά και να παίζανε και στο τέλος κάποια λαϊκά πιο λίγο πιο βαριά λίγο μερικά ζεϊμπέκικα, να χορέψουν έτσι και οι πιο έτσι «πολλαβαρίδες» και όλο αυτό ήτανε ένα πράγμα το οποίο κρατούσε τρεις ώρες ας πούμε, δηλαδή λίγο θα μπορούσες να πεις για να τα βάλεις όλα αυτά μέσα, ο κόσμος τα δεχόταν με πολύ… Ο κόσμος ήταν πάρα πολύ δεκτικός, περνούσε εύκολα απ’ το ένα είδος στο άλλο και το διασκέδαζε και πάρα πολύ, ήτανε σίγουρα, εντάξει η δεκαετία του ‘80 ήτανε η πιο ανέμελη περίοδός μας σαν χώρα, όποτε ο κόσμος διασκέδαζε πολύ εύκολα και πάρα πολύ. Κάποια στιγμή μπήκα και εγώ στην μπάντα τελικά, έτσι γύρω στα 14-15 ξεκίνησα παίζοντας κρουστά. Γιατί έπαιζα κρουστά; Έπαιζα κόγκας, μαράκες, τουμπερλέκι, χρειαζόταν αυτά τα έξτρα κρουστά, γιατί είχαμε και latin πρόγραμμα. Είχαμε και.. Και το τουμπερλέκι χρειαζόταν πολύ στα τζιφτετέλια ας πούμε ειδικά, ή σε κάποια καλαματιανά…
Τα άλλα όργανα ποια ήταν γενικά στην μπάντα αυτή του πατέρα σου;
Ήταν μια μπάντα πολύ τυπική, θα τη λέγαμε τυπική της δεκαετίας του ’80, δηλαδή υπήρχε μπουζούκι, κιθάρα που έπαιζε ο πατέρας μου ακουστική, μπάσο, συνθεσάϊζερ-πλήκτρα, ντραμς και μερικές φορές ερχότανε ένας τύπος ο οποίος έπαιζε κλαρίνο και φλάουτο, όχι πάντα. [00:05:00]Και κάποια στιγμή μέσα σε αυτή την μπάντα λοιπόν μπήκα και εγώ σαν κρουστός. Μπήκε και ο αδερφός μου —πριν από μένα φυσικά, γιατί είναι μεγαλύτερος μου— μπήκε σαν αρμονίστας, κάποια στιγμή εγώ πήρα προαγωγή και από κρουστός έγινα ντράμερ, άρχισα να παίζω ντραμς σε αυτή την μπάντα και μετά εντάξει… Σιγά-σιγά πήραμε όλοι το δρόμο μας, η μπάντα αυτή, κάποια στιγμή που κουράστηκε και ο πατέρας μου τα ξενύχτια και όλα αυτά, διαλύθηκε και μετά συνεχίσαμε ουσιαστικά ο καθένας από τα παιδιά της οικογενείας τον δρόμο του μουσικά. Ήτανε λίγο έτσι για μένα τουλάχιστον, ήταν πάντα μια πειραματική ενασχόληση, άλλαζα τα όργανα το ένα μετά το άλλο, δεν είχα καταλήξει ας πούμε ότι αυτό μου αρέσει πιο πολύ ή αυτό μ’ αρέσει πιο πολύ, ήμουνα κάθε μήνα και άλλο όργανο, μου άρεσε.
Οπότε θυμάσαι ποιο ήταν το πρώτο όργανο, η πρώτη σου επαφή με ένα μουσικό όργανο, δηλαδή με ποιο όργανο ήτανε ή θυμάσαι αυτό που άλλαζες…
Η πρώτη μου επαφή ήτανε με το πιάνο, γιατί ο αδερφός μου ξεκίνησε να μαθαίνει πιάνο όταν αυτός ήταν ας πούμε στη Β’ δημοτικού ξεκίνησε πιάνο, που εγώ ήμουνα δύο χρόνια μικρότερος του, οπότε η πρώτη μου επαφή ήταν με το πιάνο και στην συνέχεια ξεκίνησα και εγώ μαθήματα πιάνου. Παράλληλα βέβαια με εκείνη την περίοδο που μάθαινα πιάνο στο ωδείο, είχα και επαφή από τον πατέρα μου που έπαιζε κιθάρα με την κιθάρα. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου πήρε ένα βιολί, γιατί τους άρεσε πολύ το βιολί και ο παππούς μου έπαιζε βιολί παλαιότερα, οπότε τους φάνηκε ότι θα ‘ταν ωραίο, ένας από τα παιδιά να ασχοληθεί και αυτός με το βιολί. Τελικά δεν είχα την υπομονή μάλλον να ασχοληθώ, γιατί το βιολί είναι ένα πιο δύσκολο όργανο να βγάλεις ήχο από ότι το πιάνο, που πατάς το πλήκτρο, «νταν»…
Και η νότα είναι έτοιμη, ας το πούμε έτσι.
Οπότε ναι, δεν το συνέχισα. Ευτυχώς ήρθε ο τρίτος ο αδερφός, ο μικρότερος, ο οποίος παίζει βιολί τελικά.
Ωραία! Και οπότε το πρώτο σου, η πρώτη φορά που έπαιξες σε πάλκο ας το πούμε, σε μπάντα, ή σε… δηλαδή με εμφανίσεις ήταν αυτό με την μπάντα με τα κρουστά και μετά ως ντράμερ που είπες.
Λίγο πιο πριν είχα παίξει σε σχολική μπάντα. Δηλαδή Α’ Γυμνασίου είχαμε κάνει μία μπάντα που ήτανε και ο αδερφός μου, πήγαινε Γ’ και ξεκίνησα εκεί σαν ντράμερ. Σχολική μπάντα που έπαιζα, είχαμε δηλαδή αρμόνιο, ηλεκτρική κιθάρα και ντραμς και μέσα… Ναι, μέσα από αυτή τη σχολική μπάντα νομίζω βγήκα πρώτη φορά σαν μουσικός έτσι εκτέθηκα… Ταυτόχρονα έπαιζα βέβαια γενικά στις γιορτές του σχολείου, λίγο αρμόνιο, κάποια στιγμή… Ναι, μετά πρέπει να ήμουνα 14 ή 15 χρονών, νομίζω όταν ξεκίνησα να παίζω με τον πατέρα μου. Έφυγα δηλαδή από το ασφαλές περιβάλλον του σχολείου και βγήκα πάρα έξω. Αλλά ήταν κάτι το οποίο, επειδή είχα μεγαλώσει μέσα σε αυτή την έκθεση στο κοινό, γιατί το έβλεπα να το κάνει ο πατέρας μου, μου φαινόταν πολύ φυσιολογικό, δεν θυμάμαι να έχω ούτε κάποιο τρακ ούτε τίποτα, δεν είχα καμία αίσθηση ότι ο κόσμος ας πούμε κάθεται και προσέχει εμένα. Ο κόσμος γλεντούσε και έπαιζα και εγώ τα κρουστά μου, δεν θυμάμαι ποτέ να έχω τρακ ως προς αυτό, δεν ήταν καθόλου ζόρικο, ας πούμε, κάτι αγχωτικό.
Δεν αγχωνόσουν δηλαδή;
Όχι.
Και πώς ένιωθες; Απλά…
Ένιωθα ότι πάμε να παίξουμε μουσική, να κάνουμε τον κόσμο να χορέψει, έπαιρνα και ένα χαρτζιλίκι, που για εκείνη την περίοδο για ένα παιδί τώρα 15 χρόνων, το χαρτζιλίκι ήτανε μεγάλο. Να πας να παίξεις ας πούμε σε μία βάφτιση, σε ένα γάμο και να πάρεις. Μάλλον τότε έπαιρνα ας πούμε 25.000 δραχμές, που ήτανε πολύ. 30.000 είχα πάρει, ήταν, ήταν αρκετά. Οπότε και αυτό ήταν ένα δελεαστικό κίνητρο.
Και ο πατέρας σου —είπες τώρα— δεν έπαιζε, ας πούμε, τα παραδοσιακά, είπες.
Όχι, δεν έπαιζε τα κρητικά.
Ναι, εννοώ τα παραδοσιακά τα κρητικά, από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Με τα κρητικά είχατε σχέση; Κάτι είπες για τον παππού…
Ο παππούς μου δεν έπαιζε μπροστά μας, είχε σταματήσει να παίζει, όταν εγώ γεννήθηκα. Ο παππούς μου γενικά, επειδή ήταν έτσι ένας λίγο πολύ αυστηρός τύπος, θεώρησε ότι άπαξ και παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια έπρεπε να σταματήσει να παίζει. Οπότε ούτε ο πατέρας μου δεν τον είχε ακούσει να παίζει τον παππού μου. Έπαιζε μέχρι τα 35 του, μετά παντρεύτηκε και σταμάτησε να παίζει βιολί. Κάποια στιγμή,[00:10:00] όταν πλέον ήταν 80 χρονών ζήτησε από τον πατέρα μου, που είχε το μαγαζί με τα μουσικά όργανα ένα μαντολίνο και άρχισε να παίζει το μαντολινάκι, αλλά πάρα πολύ… Πώς να το πω τώρα; Ιδιωτικά. Ούτε πάλι δεν τον ακούγαμε εμείς, μόνος του καθόταν και έπαιζε λίγο. Οι επαφές μας με το κρητικό ερχότανε καθαρά μέσα από το ραδιοφωνικό σταθμό που δούλευε η μητέρα μου τότε, που ήταν η ΕΡΑ Ηρακλείου, κρατικός δηλαδή σταθμός, ο οποίος είχε κάποιες εκπομπές κρητικής μουσικής, ήταν οι πρώτες εκπομπές τότε του Βιτώρου, εμένα μου έχει μείνει… Μέσα στις πιο γλυκές μου αναμνήσεις ήτανε ο Κωστής Φραγκούλης, ο οποίος ήταν ένας άνθρωπος, —νομίζω ήταν από τη Σητεία— ο οποίος έγραφε δικά του ποιήματα και κείμενα και έκανε μία εκπομπή στο ραδιόφωνο, η οποία συνήθως ήταν διανθισμένη από κοντυλιές της Ανατολικής Κρήτης. Και θυμάμαι πάρα πολύ να είμαι έξω στο… να είμαι στο χωριό ας πούμε καλοκαίρι, να παίζουμε με τον αδερφό μου και να παίζει το τρανζιστοράκι, το ραδιοφωνάκι έπαιζε μονίμως ήτανε στο σταθμό αυτό, γιατί δεν υπήρχαν και άλλοι σταθμοί τότε, να παίζει την εκπομπή του Κωστή Φραγκούλη, να ακούμε αυτό τον πολύ γλυκό γεράκο να μιλάει και να λέει τις αναμνήσεις του, να λέει τα κείμενά του, τα ποιήματά του που έγραφε και να ακούγονται από πίσω οι κοντυλιές, που ήτανε παρά… ένα τόσο ταιριαστό άκουσμα για τις καλοκαιρινές μας ας πούμε διακοπές στο χωριό, κάπως έτσι το ‘χω συνδυάσει, ήταν πάρα πολύ ωραίο σαν συναίσθημα, και φυσικά περιμέναμε και εγώ και ο αδερφός μου ν΄ακούσουμε κάποια στιγμή «στον ήχο» ή «στην τεχνική υποστήριξη η Μαρία η Κανακάκη», που ήταν η μάνα μας και περιμέναμε να ακούσουμε το όνομά της απ’ το ραδιόφωνο! Και αυτό ήταν μία σημαντική στιγμή. Αυτή ήταν ουσιαστικά η επαφή μου με τα κρητικά, δεν είχα επαφή ιδιαίτερη, στο σπίτι δεν ακούγανε πολύ κρητικά, ήτανε γενικά θεωρώ ότι ήτανε μια μικροαστική ας πούμε κατάσταση, δηλαδή οι καταβολές των γονιών μου και των δύο. Κάποια στιγμή άρχισα να ακούω κρητικά όταν ήρθα σε επαφή λιγάκι με… μάλλον άρχισα να ανακαλύπτω σιγά σιγά την κρητική μουσική μέσα από έναν συμμαθητή μου στο Γυμνάσιο, ο όποιος άκουγε πολλά κρητικά και μου είχε δώσει να ακούσω κάποια πράγματα, τα οποία είχαν κάτι έτσι ιδιαίτερο, με τραβούσε κυρίως ό,τι ήτανε παραμυθένιο: ο Ερωτόκριτος, η Βοσκοπούλα ένα άλλο ποίημα της εποχής και άρχισα να ψάχνω, τι είναι παραμυθένιο στην κρητική μουσική γιατί αυτό ήτανε που μου άρεσε πάρα πολύ και με τραβούσε και ανακάλυψα διάφορα πράγματα, ανακάλυψα και τον Ross Daly κάποια στιγμή και άρχισα έτσι λιγάκι να ασχολούμαι και εγώ. Μετά στα 16 μου πήρα μία μαντόλα, άρχισα να παίζω λιγάκι. 16, 17, κάπου εκεί, ναι, 16 νομίζω. Ναι, και άρχισα να το παίζω τροβαδούρος.
Ωραίο αυτό το παραμυθένιο. Και μετά, μετά…εντάξει και μες στα κρητικά και εκτός, με τα όργανα πώς… Επειδή είπες ότι δοκίμαζες το ένα, το άλλο, μετά πήρες ένα πιο συγκεκριμένο δρόμο. Εντάξει ακόμα μπορείς, δεν ξέρω…
Δεν έχω πάρει συγκεκριμένο δρόμο να σου πω την αλήθεια ακόμα, κάποια στιγμή εκεί γύρω στα 17 πήρα και ένα κλαρίνο τελείως τυχαία, τελείως τυχαία το πήρα, γιατί ήμουνα στην ομάδα της νεανικής χορωδίας του Δήμου Ηρακλείου τότε, που όλοι παίζανε κάτι, πηγαίνανε όλοι σε ωδείο, όλοι είχαν ένα υψηλό επίπεδο σε κάποιο κλασικό όργανο και ζήλεψα. Εγώ είχα παρατήσει τότε το ωδείο, είχα σταματήσει από την Γ΄Γυμνασίου είχα σταματήσει το ωδείο και κάποια στιγμή λοιπόν στην Γ’ Λυκείου τελικά, πήρα το κλαρίνο, για να παίζω και εγώ ένα κλασικό όργανο. Διάλεξα το κλαρίνο, επειδή κανείς άλλος δεν έπαιζε κλαρίνο και δεν θα μπορούσαν να με συγκρίνουν να πούνε: «Κοίταξε αυτός παίζει τόσο χάλια, ο άλλος είναι τόσο καλός». Δηλαδή ήταν λίγο πονηρός ο τρόπος που σκέφτηκα. Οπότε ξεκίνησα να κάνω μαθήματα κλασικού κλαρίνο, κλαρινέτο δηλαδή, ιδιαίτερα. Έκανα για ένα χρόνο περίπου, μετά πήγα στρατό, σταμάτησα τα μαθήματα και έπαιζα έτσι, πότε-πότε, και ότι μου ‘ρχότανε, δεν είχα μια σταθερή επαφή. Μέσα στο στρατό άρχισα να παίζω περισσότερο φλογέρες, γιατί μου είχανε στείλει κάποιοι Ιρλανδοί, οι οποίοι είχανε πάρει από το μαγαζί του πατέρα μου ένα μπαγλαμά και τους είχα πει εγώ τότε ότι μου αρέσει πάρα πολύ η κέλτικη μουσική και όταν πήγανε σ[00:15:00]την Ιρλανδία, μου στείλανε μία φλογέρα ιρλανδέζικη, την οποία την είχα μαζί μου σε όλο το στρατό και επειδή ήμουνα στη Ρόδο που ήταν έτσι ένα μέρος που είχε και την παλιά πόλη εκεί με τα κάστρα και τη μεσαιωνική πόλη και αυτά, πήγαινα εγώ εκεί πέρα, την άραζα, έβλεπα τα κάστρα και έπαιζα Ερωτόκριτο, συνέχεια.
Με τις ιρλανδέζικες…
Με την ιρλανδέζικη φλογέρα, ναι, ναι. Και γενικά είχα έτσι μία χαλαρή σχέση με τα όργανα, ποτέ δεν μπορώ να πω ότι αφοσιώθηκα σε ένα όργανο για πολύ διάστημα. Ήταν μία χαλαρή σχέση.
Όχι είναι ωραίο αυτό που αλλάζεις, δηλαδή εμένα μου αρέσει αυτό. Απλά γενικά τώρα ασχολείσαι περισσότερο με τα πνευστά ή και με άλλα, δηλαδή συνεχίζει αυτό;
Όχι, κοίταξε τώρα.
Πνευστά, τύπου και πνευστά; Εντάξει και κλαρίνο και φλάουτα και φλογέρες, γιατί υπάρχουν διάφορα.
Με τα πνευστά ασχολούμαι, όταν παίζω στους γάμους και στα βαφτίσια και στα πανηγύρια, αλλά τον τελευταίο ενάμισι χρόνο, από τότε που αρχίσανε οι καραντίνες και όλα αυτά, ξαναγύρισα πάλι στη μαντόλα, που την είχα παρατήσει αρκετά χρόνια και άρχισα να παίζω κυρίως ξένα, φολκ ας πούμε κομμάτια, είτε αμερικάνικα είτε ιρλανδέζικα, σκοτσέζικα, αγγλικά… Δηλαδή στην ουσία γύρισα στο πρώτο όργανο που είχα αγοράσει εγώ, με τη θέλησή μου το πήρα δηλαδή το πρώτο, στη μάντολα που όμως αντί να παίζω κρητικά, παίζω τώρα ξένα κομμάτια. Και ναι, και δεν τελειώνει μάλλον αυτό το πράγμα, δηλαδή αλλάζω κάθε λίγο και λιγάκι, κάπως έτσι!
Και σε ρωτάω μόνο κάτι, γιατί τώρα που το είπες το σκέφτηκα. Είπες σε γάμους, βαφτίσεις, γιατί παίζεις επαγγελματικά, ας πούμε, σε βραδιές και αυτά, εκεί παίζεις πνευστά. Αυτό πώς προέκυψε;
Αυτό προέκυψε πάλι χωρίς να… σιγά σιγά, χωρίς να το να το καταλάβω και εγώ, είχαμε μία, φτιάξει μία ομάδα, όταν ακόμα έπαιζα πολύ ερασιτεχνικά κλαρίνο, δεν έπαιζα πολύ καλά και μέσα σε αυτή την ομάδα που παίζαμε, που παίζαμε κυρίως παραδοσιακή ελληνική και κάποια λίγο πιο ανατολίτικα έθνικ κομμάτια, μουσικές όπως ας πούμε του Ομάρ Φαρούκ Τεκμπιλέκ, που είναι πολύ γνωστός στην έθνικ μουσική με ανατολίτικο χρώμα, τουρκική, αραβική, περσική μουσική…είχαμε φτιάξει μία τέτοια ομάδα που μπήκα μέσα, κυρίως επειδή στα ελληνικά παραδοσιακά θέλανε και το κλαρίνο και επειδή ήμασταν φίλοι βέβαια και με τα παιδιά, έπαιζε και ο αδερφός μου σε αυτή την ομάδα. Ξεκίνησα να ασχολούμαι εκεί με το παραδοσιακό ύφος, ουσιαστικά στα πνευστά. Σιγά-σιγά άρχισα να μαθαίνω κομμάτια και ελληνικά παραδοσιακά και κάποια άλλα κομμάτια, τούρκικα, αραβικά. Κάποια στιγμή λοιπόν σε ένα, έτσι… μία, ένα καλοκαιρινό, ήταν έτσι ένα πανηγυράκι, το ‘χαμε στήσει μόνοι μας βασικά, στα θεατρικά camp που γινότανε στο Αστρίτσι παλαιότερα. Είχαμε αρχίσει και παίζαμε μαζί με τον Γιώργο τον Μαυρομανωλάκη που έπαιζε λαούτο, παίζαμε τα δημοτικά, εγώ με το κλαρίνο κάποια ηπειρώτικα… Έρχεται ένας τύπος λοιπόν εκεί και μας λέει: «Έχω ένα μαγαζί στο Ηράκλειο και επειδή είμαι από τα Γιάννενα μπορείτε να μου κάνετε ένα πρόγραμμα που να παίζετε μέσα και ξέρω ’γώ μισή ώρα, 40 λεπτά ηπειρώτικα;». Εμείς: «Ωραία ιδέα». Και αρχίσαμε να φτιάχνουμε ένα πρόγραμμα που να έχει μέσα και ηπειρώτικα και κάπως έτσι ξεκίνησε η ενασχόληση μου πιο επισταμένα με το παραδοσιακό κλαρίνο. Παράλληλα όμως, επειδή σε όλα τα άλλα μέρη που πηγαίναμε να παίξουμε θέλανε και κρητικά, άρχισα να παίζω και φλογέρες όπως είναι το θιαμπόλι, δηλαδή το κρητικό, η κρητική φλογέρα να παίζω και κρητικά και σιγά-σιγά άρχισα να αποκτώ μία άνεση με αυτό το ρεπερτόριο. Κάποια στιγμή λοιπόν φτιάξαμε ένα πρόγραμμα που είχε μέσα από όλα τα παραδοσιακά της Ελλάδας τελικά, εκτός από ποντιακά, δεν καταφέραμε να παίξουμε ποτέ ποντιακά, μας ήτανε πολύ ξένα και δύσκολα. Αλλά φτιάξαμε ένα πρόγραμμα, το οποίο είχε παραδοσιακά από όλα τα υπόλοιπα μέρη της Ελλάδας. Έτσι έγινε το πράγμα… το ένα φέρνει το άλλο συνήθως, ακούς ένα τραγούδι καινούργιο λες: «Αχ! Τι είναι αυτό, από πού είναι, αυτό;».
Και τώρα εσύ… Εσύ πώς το βλέπεις, τι σκέφτεσαι για το ρόλο των πνευστών στην Κρήτη;
Εντάξει, είναι λίγο συγκεχυμένος ο ρόλος των πνευστών, γιατί ουσιαστικά το θιαμπόλι, ενώ έχει αρχίσει πάλι να χρησιμοποιείται τα τ[00:20:00]ελευταία χρόνια, το θιαμπόλι και η ασκομαντούρα είναι δύο από τα αρκετά έτσι πρώιμα, πρωτόγονα όργανα ουσιαστικά, δεν χρησιμοποιούνταν παλαιότερα σε συνδυασμό με τη λύρα και το λαούτο. Ήτανε θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι πριν από αυτά, γιατί σε όλους τους πολιτισμούς τα πρώτα όργανα είναι τα κρουστά και τα πνευστά, μετά έρχονται τα έγχορδα. Και από πλευράς μηχανικής κατασκευής αν το δεις δηλαδή είναι λογικό, είναι πολύ πιο εύκολο να φτιάξεις ένα κρουστό ή ένα πνευστό. Κάπως έτσι ήταν και στην Κρήτη, κάποια στιγμή προφανώς λόγω δυνατοτήτων επικράτησαν τα έγχορδα όργανα, συγκεκριμένα η λύρα και το λαούτο. Τα τελευταία χρόνια έχουν επανέλθει πολύ οι ασκομαντούρες, λόγω μιας κρητολαγνείας, πώς να το πω τώρα; Λίγο παραπλανημένης κρητολαγνείας. Δηλαδή θεωρείται ας πούμε ότι το ωραίο πράγμα στην κρητική μουσική αλλά και γενικότερα στην κρητική κουλτούρα, θεωρείται ότι είναι αυτό το πρωτόγονο, το τραχύ πράγμα, το οποίο το βγάζει η ασκομαντούρα πάρα πολύ καθαρά και είναι και πολύ σημαντικό να υπάρχει ένα τόσο δυνατό χαρακτηριστικό σε ένα όργανο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, δηλαδή θεωρώ ότι η ασκομαντούρα χρησιμοποιείται αυτή τη στιγμή, σαν ένα μέσο εντυπωσιασμού κυρίως και σαν ένα μέσο, το οποίο βέβαια αυτός ήταν και ο ρόλος του, ένα μέσο το οποίο θα δημιουργήσει μία έκσταση στη μουσική. Αυτός είναι όντως ο ρόλος και είναι πάρα πολύ λογικό να έχεις ένα όργανο το οποίο ήταν για να παίζει χωρίς μικρόφωνα και χωρίς μεγάφωνα και να γίνεται χαλασμός, να εκστασιάζεται ο κόσμος και να χορεύει, πολύ φυσιολογικό αυτό, δεν λέω. Απλά δεν είναι μόνο αυτό, το θιαμπόλι ας πούμε έχει πάρα πολλές δυνατότητες και θα μπορούσε κάλλιστα να υπάρχει και αυτό πιο έντονα από ό,τι υπάρχει αυτή τη στιγμή στην κρητική μουσική, αλλά επειδή είναι ένα γλυκό οργανάκι δεν το προτιμούν, προτιμούν κάτι πιο τραχύ, πιο δυνατό, πιο εντυπωσιακό. Είναι λίγο μονόπλευρα… χρησιμοποιούνται λίγο μονόπλευρα τα πνευστά στην Κρήτη, προς το παρόν. Έχουμε μπροστά μας πολύ πεδίο εξέλιξης.
Και αυτό πότε, δηλαδή από πότε νομίζεις; Εντάξει είναι πρωτόγονο όργανο τα πνευστά και τα κρουστά, και μετά εντάξει ήρθανε τα έγχορδα. Τώρα ως… τα πνευστά κανονικά είναι σολιστικό, έχουν και ένα χαρακτηριστικό ως σολιστικό όργανο, τώρα αυτό στην κρητική μουσική το έχει αναλάβει η λύρα, πιο πολύ προφανώς. Από πότε νομίζεις ότι σιγά σιγά εξαφανίστηκε το πνευστό; Επειδή τώρα δεν είναι πολύ… είναι λίγο στην άκρη, όπως είπες.
Δεν ξέρω να σου πω την αλήθεια για αυτό, δεν το έχω σκεφτεί κιόλας, αλλά σίγουρα αν δούμε ας πούμε τις ηχογραφήσεις τις πρώτες της κρητικής μουσικής, δεν υπάρχουν πνευστά. Δηλαδή ξέρουμε ότι ήδη από το 1920-25 ας πούμε και μετά προτιμούνται τα έγχορδα όργανα. Υπήρχαν κάποιοι που παίζανε στα χωριά και θιαμπόλια και ασκομαντούρες σίγουρα, για αυτό και δεν χάθηκε τελείως η τεχνογνωσία της κατασκευής των οργάνων, αλλά σίγουρα από τις αρχές του 20ού αιώνα έχουμε μία επικράτηση των έγχορδων. Δεν ξέρω πιο πριν, πραγματικά δεν ξέρω πώς ήτανε, αλλά μου φαίνεται πολύ φυσιολογικό αυτό, γιατί εξελίσσονται και οι ίδιοι οι μουσικοί και μπορούσαν να παίζουνε πολύ περισσότερα πράγματα. Φαντάσου ότι φτάσανε σε σημείο τη δεκαετία του ‘50 οι λυράρηδες και οι λαουτιέρηδες στην Κρήτη να παίζουνε βαλς, ταγκό, να παίζουνε τέτοια πράγματα. Φυσικά και δεν θα μπορούσανε να τα παίξουμε με μία ασκομαντούρα και ένα νταουλάκι, δεν θα γινόταν αυτό… Οπότε είναι λογικό που έγινε αυτό το πράγμα, νομίζω ότι κάθε όργανο διαγράφοντας μια πορεία βρίσκει και το ρόλο του, στην κάθε καινούργια εποχή. Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό ως προς την Ιρλανδία, τώρα που ακούω ιρλανδέζικα τον τελευταίο καιρό, οι Ιρλανδοί είχανε κατά κάποιο τρόπο, είχανε υιοθετήσει ένα μία συνομοταξία οργάνων, international οργάνων, στη μουσική τους, που ήταν κυρίως κιθάρα, ακορντεόν και βιολί, αφήνοντας πίσω κάποια άλλα όργανα παραδοσιακά δικά τους και αυτοί, μέσα στις δεκαετίες ‘50 και ‘60 όπως ακριβώς έγινε δηλαδή σε πάρα πολλά μέρη[00:25:00] και εδώ στην Κρήτη, επειδή τους δίνανε περισσότερες δυνατότητες να παίξουνε πολύ περισσότερα πράγματα. Τα τελευταία χρόνια, ουσιαστικά τα τελευταία 30 χρόνια, έχουν επανέλθει όλα τα άλλα όργανα συν καινούργια όργανα, τα οποία δημιουργήθηκαν στη δεκαετία του ‘70 και του ‘80, που δεν υπήρχαν. Δηλαδή υπάρχει το ιρλανδικό μπουζούκι, το οποίο ουσιαστικά ήρθε σαν ελληνικό μπουζούκι στην Ιρλανδία τη δεκαετία του ‘60, τέλη δεκαετίας ‘60, που είχε γίνει πολύ γνωστός ο Ζορμπάς, μέσα από την ταινία ας πούμε και η μουσική του Ζορμπά και το συρτάκι και όλα αυτά. Έφτασε το μπουζούκι στην Ιρλανδία, το υιοθέτησαν γιατί τους άρεσε ο ήχος και ταίριαζε με αυτά που θέλανε να παίξουνε και τελικά με κάποιες αλλαγές κατασκευαστικές στο σκάφος ας πούμε και στα κουρδίσματα και σε όλα αυτά έχει δημιουργηθεί ένα καινούργιο όργανο, που είναι το ιρλανδέζικο μπουζούκι πλέον και αυτό είναι και το ωραίο, είναι μία εξέλιξη που αυτή η εξέλιξη θα υπάρχει…νομίζω θα ήταν καλό δηλαδή να υπάρξει και στην κρητική μουσική, στα όργανά μας δηλαδή, θα ‘ταν ωραίο.
Ναι, ναι. Και εσύ όταν, από περιέργεια, εσύ όταν παίζεις, ας πούμε επαγγελματικά, σε βραδιές, γάμους. Πώς —επειδή έχει αυτό το ρόλο το πνευστό— εσύ πώς το νιώθεις αυτό και πώς βλέπεις να το αντιμετωπίζει το κοινό, το ρόλο των πνευστών, που είναι λίγο… δεν είναι τόσο κεντρικό; Όσο…
Εγώ τώρα έχω ένα ρόλο, ας πούμε όταν παίζουμε σε γάμους, σε γλέντια, σε πανηγύρια και τέτοια, παίζοντας μαζί με μία κρητική ουσιαστικά μπάντα, εγώ στολίζω τη μουσική. Δηλαδή υπάρχει η λύρα, υπάρχει το λαούτο, το ένα λαούτο σολάρει, το άλλο μου κρατάει τα ακόρντα συνήθως, μέσα σε αυτό έχουμε δημιουργήσει έτσι μια καλή ισορροπία με τη λύρα σαν πρώτο όργανο και εγώ παίζω τα θιαμπόλια μου ουσιαστικά ακολουθώντας ή συμπληρώνοντας κάποια πράγματα πάνω στη μελωδία της λύρας και όταν έρθει η στιγμή, μπορεί να βγει μπροστά το θιαμπόλι. Αυτό έχει είναι καθαρά πώς θα το δέσεις, γίνεται και νομίζω ότι και στον κόσμο αρέσει. Δηλαδή, όταν είχαμε να ξεκινήσει να παίζουμε σταθερά μαζί με αυτή την μπάντα, να παίζουμε σταθερά σαν μια μπάντα με πνευστά, στην αρχή τους φαινόταν λίγο παράξενο που έπαιζα σε όλα τα κομμάτια.
Στην μπάντα ή στο κοινό. Στα άλλα άτομα ή στο κοινό;
Στο κοινό, στο κοινό τους φαινόταν παράξενο και εμένα μου φαινόταν παράξενο. Λέω: «Βρε παιδιά, μήπως να παίζω σε λίγα πράγματα, να μην είναι συνέχεια, να μην υπάρχει και το πνευστό, αφού δεν είναι τόσο συνηθισμένο ας πούμε σε όλα τα χανιώτικα συρτά να παίζει και πνευστό μαζί με τη λύρα;». Μου λέγανε: «Όχι, όχι! Να παίζεις, να παίζεις». Σιγά-σιγά συνειδητοποίησα τελικά και εγώ ο ίδιος ότι έχει πράγματα να παίξεις, αυτή η μουσική να παίξουν τα πνευστά και δεν χρειάζεται να είναι απαραίτητα «ξεπάτι», δηλαδή να παίζω ακριβώς ό,τι παίζει και η λύρα. Μπορείς να παίξεις και άλλα πράγματα και να το διανθίσεις κάπως τη μελωδία και να βρει χώρο μέσα στο κομμάτι να υπάρχει και το πνευστό, γίνεται. Στην αρχή μου είχε φανεί και εμένα λίγο παράξενο, έτσι λίγο. Ή μάλλον λίγο… μήπως είναι τολμηρό ας πούμε αυτό; Και ο κόσμος, τον πρώτο καιρό του φαινόταν λίγο… μετά αρχίσαμε να βάζουμε και κλαρίνο στα κρητικά, που αυτό ήταν ακόμα πιο παράξενο. Πάλι στην αρχή ο κόσμος ήταν έτσι λίγο: «Κλαρίνο τώρα…», κάποια στιγμή αρχίσαν να το δέχονται και αυτό πιο εύκολα, το ακροατήριο μας και εγώ ο ίδιος.
Αυτό. Εγώ αυτό ακριβώς ήθελα να σε ρωτήσω, γιατί παίζεις και κλαρίνο, αλλά με το κλαρίνο πώς το δέχτηκαν;
Είναι καθαρά θέμα του πώς θα τα δέσεις αυτά, δεν μπορεί να μπει παντού σίγουρα το κλαρίνο, δεν ταιριάζει σε όλα. Αλλά υπάρχουνε στιγμές που μπορεί να δέσει όμορφα και κάπως έτσι έχουμε δημιουργήσει ένα αποτέλεσμα που τελικά το πνευστό είναι αναπόσπαστο κομμάτι μιας κρητικής μπάντας, ας το πούμε έτσι… Εντάξει και μας βοηθάει να παίξουμε κι άλλα κομμάτια, παίζουμε και άλλα παραδοσιακά.
Ναι, όχι μόνο κρητικά.
Ναι, ναι.
Εγώ ήθελα να σε ρωτήσω κάτι, επειδή πριν το είπαμε αλλά δεν… Είπες ότι τα καλοκαίρια ήσασταν και ακούγατε ραδιόφωνο με τον αδερφό σου στο χωριό. Από ποιο χωριό κατάγονται δηλαδή οι γονείς σου; Γιατί δεν το είπαμε…
Από τα Καλέσα Μαλεβιζίου.
Οκ. Και οι δύο;
Ο πατέρας μου. Η μητέρα μου είναι μισή Σητειακιά και η άλλη μισή Πόντια, αλλά στην ουσία μεγάλωσε και αυτή στο Ηράκλειο. Ήτανε δηλαδή ο παππούς μου[00:30:00] ο Σητειακός έμενε στη Μακεδονία, όπου παντρεύτηκε τη γιαγιά την Πόντια και μετά από 5-6 χρόνια κατέβηκαν στο Ηράκλειο. Οπότε στην ουσία μεγάλωσε η μητέρα μου στο Ηράκλειο και επειδή μεγάλωσε στο Ηράκλειο είναι κι αυτός ένας λόγος —και ο πατέρας μεγάλωσε στο Ηράκλειο, στην πόλη δηλαδή μέσα και όχι στο χωριό—, που δεν είχαμε πολλά ακούσματα και επαφές με την παραδοσιακή μουσική.
Είναι ωραίο, δηλαδή είναι κάτι που μπορεί κάποιος να μην το περίμενε, ότι οι πρώτες επαφές με τα κρητικά ήταν από το ραδιόφωνο. Είναι… Αυτό που είπες πριν.
Ναι, πραγματικά. Δεν είχα ιδέα, δηλαδή μου πέρασαν πολλά χρόνια για να δω πραγματικά ένα κρητικό γλέντι. Δεν πηγαίναμε καν…
Ποιες ήταν οι πρώτες αναμνήσεις από κρητικό γλέντι δηλαδή;
Οι πρώτες αναμνήσεις μου ήταν πηγαίνοντας σε κάποιο γλέντι μηχανήματα, να στήσουμε μηχανήματα με τον πατέρα μου, γιατί ο πατέρας μου έκανε και αυτή τη δουλειά, έστηνε ηχητικά για συναυλίες και για θέατρα και πήγα να στήσουμε μηχανήματα… Οι πρώτες μου αναμνήσεις, δεν ήμουνα εγώ εκεί, αυτό είναι το ωραίο, η πρώτη ανάμνηση που έχω πολύ έντονη από το τι συμβαίνει σε κρητικούς γάμους, ήταν όταν μία μέρα γύρισε ο πατέρας μου, την επομένη βασικά, γιατί αυτός γύρισε χαράματα, είχε γυρίσει 5 η ώρα, τι ώρα ήταν; 6 η ώρα… Ξυπνάμε εμείς και μας δείχνει μία κούτα που είχε γεμίσει κάλυκες από σφαίρες, από κάλυκες που είχανε πέσει απάνω στο πάλκο που παίζανε οι μουσικοί. Όταν αυτός μάζευε τα ηχεία, τα καλώδια, τα μικρόφωνα που είχε στήσει, είχε τόσους πολλούς κάλυκες που τους σκούπισε και τους έβαλε μέσα σε μια κούτα και την έφερε και μας λέει: «Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι έγινε, έχω δει και άλλες φορές γάμος να έχουνε πολλές μπαλωθιές, αλλά…». Αυτός ο γάμος έγινε σε γήπεδο, σε ένα γήπεδο κάποιου χωριού του Μυλοποτάμου, ήτανε πλούσιος γάμος, ήταν κάποιοι σπουδαίοι που παντρευόντουσαν, οι οποίοι…παντρεύανε τα παιδιά τους βασικά, γιατί αυτό σημαίνει γάμος, έτσι; Δεν σημαίνει ότι είναι δύο νεαρά παιδιά που παντρεύονται, σημαίνει ότι ήταν δύο σπουδαίες οικογένειες που ενωνόντουσαν κατά κάποιο τρόπο, παντρεύοντας τα παιδιά τους, είχανε γύρω στους δύο χιλιάδες άτομα καλεσμένους, για αυτό και έγινε στο γήπεδο του χωριού…
Δεν χωρούσανε αλλού…
Ναι και στην είσοδο αντί για μπομπονιέρες ή και ένα απεριτίφ που πίνουνε, δεν ξέρω τι; Ένα ποτό κάτι, στην είσοδο δίνανε σφαίρες. Έτσι κάθε ένας που έμπαινε μέσα στο γήπεδο, είχε ένα πάγκο εκεί μπροστά και του δίνανε ένα κουτάκι σφαίρες. Αυτό ήταν η πρώτη μου ανάμνηση απ’ το τι σημαίνει κρητικό γλέντι, που βέβαια κι αυτό ήταν παρερμηνεία του κρητικού γλεντιού, γιατί πλέον είχαμε περάσει δύο τετραετίες ΠΑ.ΣΟ.Κ, είχε αλλάξει τελείως η υφή ας πούμε της κρητικής κοινωνίας, μιλάμε για το τέλος της δεκαετίας του ’80, είχε περάσει αυτή η περίοδος του απότομου πλουτισμού και ουσιαστικά αυτό το πράγμα έφερε μία αλλαγή στον τρόπο διασκέδασης, ήταν επόμενο. Από τη στιγμή που δεν μπορούμε να σπάμε πιάτα στα κρητικά γλέντια, τι να κάνουμε; Δεν μπορούμε να μοιράζουμε γαρδένιες και πιάτα, ας πούμε για να τα σπάσουνε, θα μοιράσουμε σφαίρες.
Στην είσοδο: «Μην πάρετε μπομπονιέρες, πάρτε κάτι χρήσιμο». Προς αυτή την κατεύθυνση. Και αυτή ήταν η πρώτη ανάμνηση που έχεις μου έλεγες, που εντάξει στην ουσία είναι μέσω του πατέρα σου.
Μέσω του πατέρα μου, ναι. Μετά εντάξει άρχισα να έχω και εγώ προσωπικές εμπειρίες, από άλλα κρητικά γλέντια που πηγαίναμε να στήσουμε ηχητικά. Εντάξει, αυτό που μου φαινόταν πάντα υπερβολικό ήταν η ένταση, ακόμα δεν τα πάω καλά με την ένταση, το πόσο δυνατά… Γιατί παίζαμε και εμείς με τον πατέρα μου ταυτόχρονα, στην μπάντα του πατέρα μου, που ήτανε πολύ light σε σχέση με το κρητικό γλέντι και είχα μία αίσθηση του σε τι ένταση παίζει νορμάλ μία μπάντα. Και πηγαίναμε να στήσουμε στα κρητικά και μου φαινόταν…τρομερή διαφορά, σε ένταση.
Σίγουρα, ακόμα. Δηλαδή και εγώ το έχω παρατηρήσει. Ναι, ωραία… μάλιστα.
Κάτι άλλο που ήθελα να σου πω έχει να κάνει με τη μουσική, σαν οντότητα, τι είναι η μουσική και τι μπορεί να γίνει η μουσική. Τώρα αυτά είναι προσωπικά τελειώς, έτσι; Δεν σου λέω γενικά τι είναι η μουσική. Τι είναι για μένα και τι μπορεί να γίνει για μένα. Επειδή πέρασα μία πολύ έτσι… μια δύσκολη περίοδο τέλος πάντων, με κατάθλιψη και δεν ήθελα να παίξω μουσική, δεν ήθελα να έχω καμία σ[00:35:00]χέση, ούτε να συμμετέχω σε κάτι το οποίο ας πούμε είναι ένα χαρούμενο event… Πέρασα μία περίοδο λοιπόν που δεν ένιωθα καθόλου συναισθήματα, ήταν όλα flat, ούτε χαρά, ούτε λύπη ούτε ενθουσιασμό, ούτε συγκίνηση, τίποτα. Ήτανε πολύ flat όλα και νόμιζα ότι εντάξει, έχει χαλάσει το μηχάνημα και δεν δημιουργεί πια συναισθήματα. Έτσι κάπως το βίωνα. Οδηγώντας λοιπόν μία μέρα, πήγαινα στο Ρέθυμνο, έχοντας σταματήσει να παίζω μουσική συνέχιζα όμως να ακούω. Μία στιγμή ξεκινάει ένα τραγούδι ρώσικο, δεν καταλάβαινα λέξη. Τραγουδούσε μία έτσι γλυκιά φωνούλα, πάντως δεν ήταν και κάτι τρομερό σαν φωνή, ούτε κάτι τρομερό σαν ενορχήστρωση, δηλαδή ήταν σαν να είχανε πάρει ένα ποπ ένα συγγνώμη, ένα παλιό ρώσικο τραγούδι το είχανε κάνει λίγο pop. Κάπως έτσι. Και εκεί που οδηγάω με παίρνουν τα κλάματα…Κάτι έγινε με αυτό το τραγούδι, κάτι μου δημιούργησε και άρχισα να κλαίω. Μα να κλαίω, μα να κλαίω…μκαι σταμάτησα να οδηγώ, ήμουνα στην Εθνική Οδό, σταμάτησα στην άκρη του δρόμου. Αυτό το τραγούδι, χωρίς να καταλαβαίνω λέξεις, ακούγοντας μόνο τη μουσική του, ξαφνικά μου… σαν να άνοιξε την κάνουλα και άρχισε να βγαίνει ας πούμε ένα ποτάμι, ένα ποτάμι συναισθήματος που για πολύ καιρό νόμιζα ότι δεν έχω συναισθήματα, ότι δεν έχω τίποτα. Κάποια στιγμή λοιπόν συνέβη και αυτό και συνειδητοποίησα ότι δουλεύει το μηχάνημα, μπορεί να παράξει συναισθήματα, απλά χρειάζεται και εγώ να το αφήσω αλλά χρειάζεται και κάποια ερεθίσματα. Αυτό το πράγμα που έγινε, εκείνη τη στιγμή, δεν μπορώ να το αγνοήσω, σαν μια τρομερή δύναμη της μουσικής, πολύ πολύ σημαντικό. Όπως μου έχει συμβεί να πάω να παίξουμε σε ένα γηροκομείο, μας είχαν καλέσει κάποιοι γνωστοί μας που δουλεύανε στο γηροκομείο, μας είπανε: «Ελάτε να παίξετε μία μέρα εκεί για τον κόσμο που έχουμε». Πάμε λοιπόν και ήμασταν τότε η μπάντα αυτή που έπαιζε τα παραδοσιακά από διάφορα μέρη τέλος πάντων και παίζαμε τα κομμάτια μας και ακούγανε οι άνθρωποι, κάποιοι συμμετείχαν πιο ενεργά, κάποιοι πιο λίγο, κάποιοι καθόλου, ήταν και απαθείς, γιατί υπήρχανε και άνθρωποι μέσα εκεί που παίρνανε ιατρικές αγωγές, με ψυχολογικά προβλήματα… Κάποια στιγμή λοιπόν, σε ένα από τα διαλείμματα, σηκώνεται ένας γέρος και μας ζητάει να του παίξουμε ένα τραγούδι. Εμείς λέμε: «Πολύ ευχαρίστως». Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, είδαμε όλα τα παιδιά που δούλευαν στο γηροκομείο να μας κοιτάζουν σοκαρισμένοι, λέω: «Τι έγινε; Γιατί; Τόσο σπουδαίο πράγμα είναι που μας ζήτησε ένα τραγούδι;». Και μας λένε: «Αυτός ο άνθρωπος έχει να μιλήσει τρία χρόνια». Και σηκώθηκε για να μας ζητήσει το τραγούδι που εκείνη την στιγμή ήθελε να ακούσει. Ναι, είναι κάποια πράγματα πολύ… δεν μπορείς να τα αγνοήσεις με τη μουσική, ναι. Απλά δεν ξέρεις βέβαια πότε θα σου ‘ρθει, δεν μπορείς να περιμένεις πάντα ότι η μουσική θα είναι το φάρμακο, έτσι; Είναι να σε βρει στην κατάλληλη στιγμή. Και να της δώσεις βέβαια και χώρο, να της ανοίξεις την πόρτα.
Ωραίες αυτές οι αναμνήσεις, πολύ. Λοιπόν, αν θέλεις να μου πεις κάτι άλλο, αν έχεις κάτι άλλο ή κάτι αναμνήσεις που θέλεις να μου πεις…
Μπα, δεν νομίζω…
Εντάξει, αν δεν σου ‘ρθει κάτι, μια… εντάξει, μια χαρά, εντάξει. Ευχαριστώ πολύ.
Και εγώ.
Περίληψη
Ο Αλέξανδρος Κανακάκης μάς διηγείται την προσωπική του ιστορία με ιδιάιτερο focus στη μουσική και στην προσωπική του σχέση με την μουσική, παραδοσιακή και μη. Τα βιώματά του δεν είναι συνηθισμένα, επειδή παρόλο που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη και είχε επαφή και με το χωριό του πατέρα του, όπου περνούσε όλα τα καλοκαίρια από μικρό παιδί, τα πρώτα του ακούσματα σε σχέση με την κρητική παραδοσιακή μουσική έρχονται από το ραδιόφωνο. Η οικογένειά του είναι όπως μας λέει μια μουσική οικογένεια, ο πατέρας του έπαιζε επαγγελμαικά κιθάρα και είχε και ένα μαγαζί μουσικών οργάνων, η μητέρα του ήταν ηχολήπτρια για ένα ραδιοφωνικό σταθμό. Ως μουσικός που παίζει επαγγελματικά τα πνευστά όργανα, επικεντρώνεται σε αυτό το είδος μουσικών οργάνων.
Αφηγητές/τριες
Αλέξανδρος Κανακάκης
Ερευνητές/τριες
Eliana Mescalchin
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/06/2021
Διάρκεια
38'
Περίληψη
Ο Αλέξανδρος Κανακάκης μάς διηγείται την προσωπική του ιστορία με ιδιάιτερο focus στη μουσική και στην προσωπική του σχέση με την μουσική, παραδοσιακή και μη. Τα βιώματά του δεν είναι συνηθισμένα, επειδή παρόλο που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη και είχε επαφή και με το χωριό του πατέρα του, όπου περνούσε όλα τα καλοκαίρια από μικρό παιδί, τα πρώτα του ακούσματα σε σχέση με την κρητική παραδοσιακή μουσική έρχονται από το ραδιόφωνο. Η οικογένειά του είναι όπως μας λέει μια μουσική οικογένεια, ο πατέρας του έπαιζε επαγγελμαικά κιθάρα και είχε και ένα μαγαζί μουσικών οργάνων, η μητέρα του ήταν ηχολήπτρια για ένα ραδιοφωνικό σταθμό. Ως μουσικός που παίζει επαγγελματικά τα πνευστά όργανα, επικεντρώνεται σε αυτό το είδος μουσικών οργάνων.
Αφηγητές/τριες
Αλέξανδρος Κανακάκης
Ερευνητές/τριες
Eliana Mescalchin
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/06/2021
Διάρκεια
38'