© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Στην οικοδομή το μεροκάματο βγαίνει δύσκολα

Κωδικός Ιστορίας
12699
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δημήτρης Λευκιμιάτης (Δ.Λ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/11/2022
Ερευνητής/τρια
Μαργαρίτα Κορωναίου (Μ.Κ.)
Μ.Κ.:

[00:00:00]Είναι Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022, είμαι η Κορωναίου Μαργαρίτα, ερευνήτρια στο Ιστόρημα. Και βρίσκομαι μαζί με τον κύριο Δημήτρη Λευκιμιάτη στο Νέο Ηράκλειο. Οπότε, θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για σας;

Δ.Λ.:

Ευχαρίστως. Είμαι παιδί της κατοχής ουσιαστικά. Γεννήθηκα τέλη του ‘43, συγκεκριμένα 28 Οκτωβρίου του ‘43. Μεγάλη οικογένεια ήμασταν, εγώ είμαι ο προτελευταίος, ήμασταν 5 αγόρια. Αυτό που έχει μείνει καλά στην μνήμη μου είναι ότι είμαστε το ξυπόλητο τάγμα δηλαδή, και οι 5. Η μανούλα μου ήτανε της θρησκείας. Μας έπλενε από το Σάββατο, μας έλουζε, πράσινο σαπουνάκι, ζέσταμα το νερό σε ένα καζάνι εκεί, μια μεγάλη κατσαρόλα -να την πούμε- και με την κανάτα έριχνε με το ένα χέρι, με το άλλο μας έλουζε. Πήγαινε λίγο σαπουνάδα στα μάτια, «Αμάν, αμάν!», πάρε και μία κατακέφαλα με την πράσινη την πλάκα, «Κάτσε ήσυχα να σε λούσω». Την άλλη μέρα πολύ πρωί ξύπνημα, όλους, μας ξύπναγε όλους και πλυμένα τα ρουχαλάκια, μπαλωμένα, καθαρά. Και ένα-δυο, στην εκκλησία, στον Άγιο Γιώργη. Ο μεγάλος, ήτανε και τα εξαπτέρυγα εκεί, και φόραγε και μια -πώς να την πούμε- μια κελεμπία ας πούμε, έτσι μου θυμίζει, άσπρη με κάτι σιρίτια στο λαιμουδάκι και τα λοιπά. Οπότε σιγά-σιγά μεγαλώνουμε, μεγαλώνουμε και αρχίζουμε το σχολείο. Οπότε πρώτη τάξη, δευτέρα τάξη, τρίτη τάξη, αρχίζει να κλονίζεται η υγεία της μητέρας μου, γιατί ένας Γερμανός ο οποίος -άκουγα που το συζήταγε το όνομα αυτό η μάνα μου- ο Μπίλης, ήτανε πάρα πολύ καλός άνθρωπος, και παθαίνει ζημιά η μητέρα μου γιατί; Από τα τοξικά αέρια, από το σκάσιμο μιας βόμβας δίπλα, ο άνθρωπος μετατράπηκε σαν ρινόκερος, τεράστιος έγινε, και από κει έπαθε η μανούλα μου ζημιά. Εν πάση περιπτώσει προχωράμε. Εκεί που μεγαλώσαμε ήταν ένα ελαιουργείο -τώρα υπάρχουν εργατικές κατοικίες, αυτό στην Ελευσίνα, μιλάμε για την Ελευσίνα, στο μικρό λιμανάκι μπροστά- και έπρεπε να φύγουμε από το σπίτι γιατί το εργοστάσιο μέσα έφτιαχνε διάφορα πράγματα και είχε μια δεξαμενή μεγάλη με γαλαζόπετρα. Η οποία γαλαζόπετρα έχει κάποιες αναθυμιάσεις, την πείραξαν και αυτά, φύγαμε, βγήκαμε λίγο. Τότε ήταν εξοχή στο Καλυμπάκι και ακόμα του Αγγελόπουλου το εργοστάσιο δεν υπήρχε, είχαν κάνει μια περίφραξη. Σταδιακά άρχισε να γίνεται το εργοστάσιο, να φτιάξουν μια προβλήτα τεράστια μέσα στη θάλασσα. Λοιπόν, το καλοκαιράκι τα πιο μεγάλα αδέρφια κάνανε ό,τι μπορούσαν για να βγάλουν κάτι, για το καρβέλι βασικά. Την άλλη χρονιά πάω κι εγώ από κοντά, και τι γίνεται; Λέει στο μαγαζί του κυρ Σωτήρη δίνει στους μεγάλους ένα ποδήλατο με 3 ρόδες και ψυγείο με παγωτά πάνω. Εγώ που ήμουνα ο πιο μικρός, ένα ψυγείο με 3 ρόδες -όπως είναι οι ρόδες από τα κάρα, με ένα στεφάνι σιδερένιο, ξύλινες ακτίνες και τέτοια- και ένα ψυγειάκι με παγωτά μέσα. Το πρωί μαζευόμαστε εκεί, φτιάχναμε τον πάγο γύρω από το ψυγειάκι, με αλάτι χοντρό και τα λοιπά. Μην τα πολυλογούμε, βγαίνω και εγώ, ας πούμε, στη βιοπάλη. Εν τω μεταξύ δοκιμάζω το ένα παγωτό, άντε να δοκιμάσω και το άλλο. Πάμε και τη σοκολάτα, πάμε τη φράουλα, πάμε και το φιστίκι. Μια εβδομάδα, 2 εβδομάδες, 3, μου λέει ο κυρ Σωτήρης που είχε την επιχείρηση «Έλα εδώ», μου λέει, «Δημητράκη, αυτά τα παγωτά» που πιάνει με τις χούφτες του τις δυο «είναι δικά σου, αυτά θα φας, για να βγάλεις και κανένα φράγκο, γιατί άμα τα τρως όλα τα παγωτά τι θα γίνει;». «Ωραία κυρ Σωτήρη». Για καλή μου τύχη στην πορεία ήτανε τα παγωτά ΕΒΓΑ και ήταν και το ΑΣΤΥ. Φέρνει κάτι κυπελάκια που είχε μέσα ολόκληρο κεράσι, οπότε το δοκιμάζω. Μια βουτιά στη θάλασσα, ένα παγωτό κυπελάκι. Άλλη βουτιά στη θάλασσα, άλλο κυπελάκι, οπότε μπήκα σόλο μέσα, τα παρατάω και πάμε παρακάτω. Πάμε παρακάτω. 

Μ.Κ.:

Πότε ήταν αυτό; Πόσο χρονών ήσασταν;

Δ.Λ.:

Αυτή η δουλειά, τώρα σου λέω για τετάρτη δημοτικού, τετάρτη τάξη δημοτικού.

Μ.Κ.:

Και κανονικά πηγαίνατε στη γειτονιά γύρω-γύρω;

Δ.Λ.:

Εγώ βασικά κινιόμουν στην παραλία που ήταν το τσιμεντάδικο το ΤΙΤΑΝ, ήταν το ΒΟΤΡΥΣ, ήταν του Κανελλόπουλου, ρητινοποιία και τέτοια. Ήτανε η Ίριδα, το ΙΡΙΣ με τα χρώματα, βερνικοχρώματα και τέτοια, ένα πολύ ωραίο εργοστάσιο. Ήταν ο ΚΡΟΝΟΣ, το οποίο υπάρχει το κτίριο, υπάρχει και ο μαντρότοιχος, και κινιόμουνα σε αυτό τον άξονα. Δεν πήγαινα μέσα στον μαχαλά, στο μαχαλά στις γειτονιές. Ήμουνα επί της παραλιακής εγώ. Μου άρεσε εκεί αυτή η διαδρομή. Μην τα πολυλογούμε, σταματάω.

Μ.Κ.:

Γιατί είναι κάτι για μας, δεν το γνωρίζουμε αυτό…

Δ.Λ.:

Ε βέβαια.

Μ.Κ.:

Φωνάζατε «παγωτό»;

Δ.Λ.:

Βέβαια. Μπορούσες ας πούμε, γιατί το λιμάνι έχει και ξένο κόσμο, είχε ναύτες από άλλες χώρες, «αισκριμ σοκολάτ», μάθαμε και δυο λέξεις, τρεις, ε βέβαια! Αλλά ποιος προλάβαινε τώρα να ασχοληθώ να πάρω πελάτες; Οπότε σταμάτησε η επιχείρηση! Και με κάτι συμμαθητές μέσα στον ΚΡΟΝΟ -υπήρχε ο ΚΡΟΝΟΣ, ένα μεγάλο εργοστάσιο, ένα αριστούργημα κτίριο το οποίο υπάρχει και αυτό πρέπει να είναι διατηρητέο και πρέπει να το έχουν σαν κόρη οφθαλμού μην το καταστρέψουμε, μην το αφήσουν να χαλάσει, στην Ελευσίνα-. Λοιπόν, μου λέει ένας μαθητής «Ρε Μίμη θα έρθεις; Στου Μαμιδάκη δουλεύουμε και παίρνουμε και καλό μεροκάματο». «Τι κάνει ο Μαμιδάκης; Εκεί τι γίνεται;». «Φτιάχνει γκαζοντενεκέδες». Τενεκέδες, όπως είναι του λαδιού είναι και για το πετρέλαιο. Πάω εκεί μια βδομάδα, με ρωτάνε τώρα τα φιλαράκια εκεί, οι συμμαθητές, «Πόσο παίρνεις ρε Μίμη;».  Λέω «Παίρνω 11 και 50» «Είσαι καινούριος ακόμα τώρα εσύ, έχεις δρόμο». «Γιατί εσύ πόσο παίρνεις;». «Εγώ παίρνω 13». «Σοβαρά; Τι λε ρε μάγκα;», λέω. Ω ρε τι πάθαμε.

Δ.Λ.:

Έχει έρθει ένας θείος από την Κέρκυρα, ο οποίος είναι αγρότης, είναι κτηνοτρόφος, να δουλέψει τους 3 μήνες καλοκαιρινούς, να βγάλει κάνα φράγκο για να βοηθήσει την οικογένειά του. Και τον φιλοξενούμε εμείς. Είχε ξανάρθει και άλλο καλοκαίρι και δεύτερο καλοκαίρι και τρίτο. Μου λέει «Ρε συ Μίμη θα έρθεις μαζί μου -είχε ξεκινήσει το έργο των διυλιστηρίων στον Ασπρόπυργο- θα έρθεις μαζί μου να δίνεις με ένα ποτιστήρι νερό στους εργάτες. Θα πάρεις 15 δραχμές την ημέρα». «Φύγαμε», λέω, «θείε». Το παρατάω το καροτσάκι με τα παγωτά, κατευθείαν. Το Σάββατο πληρώθηκα. Λοιπόν, έχω βάλει τα παπουτσάκια μου εκεί, το παντελονάκι και τα λοιπά, βρίσκω τους συμμαθητές «Πόσο παίρνεις ρε συ Κώστα Παπίτση;». Μου λέει «Εγώ παίρνω 13». «Εσύ Μπάμπη;».  «Και εγώ 13». «Παιδιά άντε γεια σας. Εγώ παίρνω 15». «Πώς ρε συ; Τι;». «Α δεν λέγεται αυτό, πού και πώς. Ναι, έχω ένα ποτιστήρι με ένα κύπελλο αλουμινένιο με μια λαβή και [00:10:00]δίνω σε 300 εργάτες νερό. Το ξεπλένω λίγο και βάζω και δίνω στον κόσμο». Λοιπόν μια μέρα...

Μ.Κ.:

Υπήρχε αυτή η δουλειά;

Δ.Λ.:

Πότιζα τον κόσμο. Νερό δεν υπήρχε, μπουκάλια και τέτοια τώρα. Και να είναι λαός ολόκληρος να δουλεύει και να φτιάχνει. Αυτός εδώ ο κύκλος, αυτό το πράγμα που βλέπεις, είναι ένας τεράστιος κύκλος, η βάση για την δεξαμενή του πετρελαίου, η οποία δουλευόταν. Είχαν περάσει τα σκαφτικά. Ένα σκαφτικό που θυμάμαι ήταν ένας κολοσσός, είχε μια σκάφη τεράστια και κάτι ρότες -τι να σου πω- μέχρι εκεί πάνω. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο μηχάνημα. Κατέβαζε τη σκάφη -είχε και κάτι δόντια- και έβαζε μπροστά τη μηχανάρα, και πήγαινε και σε λίγα μέτρα μέσα είχε φορτώσει το χώμα που έσκαβε, το φόρτωνε κατευθείαν μέσα σε έναν κάδο τεράστιο. Λοιπόν, το πήγαινε, κάπου το πήγαινε, παραπέρα και τα λοιπά. Ο κόσμος με τα χέρια, με το φτυάρι και με ένα κόπανο -έναν βαρύ, στρογγυλό κόπανο- χτύπαγε το χώμα να καθίσει για να φτιάξει τον κύκλο αυτόν τον οποίο σημάδευε κάποιος εργοδηγός, «Εκεί θα κάνετε αυτό τον κύκλο, παραπέρα μια απόσταση άλφα» και ούτω καθεξής. Δίνω εγώ νεράκι. Καλοκαίρι. Ένας μάστορας από δίπλα, από άλλο συνεργείο «Ε πιτσιρικά», μου λέει, «θα βάλεις ένα νεράκι;». Λέω «Ένα; Όσο γουστάρεις θα πιείς» Του βάζω το νεράκι.  «Λίγο ακόμα βάλε, λίγο ακόμα. Δεν μου λες», μου λέει, «Θες να σε κάνω σιδερά;». Του λέω «Ναι». «Πόσο μεροκάματο βγάζεις εκεί;». Του λέω «15 δραχμές». «Εγώ θα σου δώσω 20, αλλά θα έρθεις από αύριο το πρωί». Λέω «Θα μου δώσεις 20 αλλά θα έρθω τη Δευτέρα γιατί πρέπει να πληρωθώ το Σάββατο. Τι θα πάω το Σάββατο, να του πω τι στο αφεντικό;». «Έγινε», μου λέει. Ο μαστρο-Χρήστος Τριανταφύλλου από τον Βόλο, γεροντοπαλίκαρο. Τα αρώματα και οι κολόνιες που έβαζε πάνω του σε χτυπάγανε από δω μέχρι εκεί κάτω. Και τραβάω ένα σερί σε αυτό το επάγγελμα 54 χρόνια.

Μ.Κ.:

Να ρωτήσω κάτι;

Δ.Λ.:

Ναι.

Μ.Κ.:

Το νερό εσείς πού το παίρνατε; Ήτανε κοντά;

Δ.Λ.:

Εκεί, αν δεν είχανε τραβήξει -γιατί σίγουρα είχαν τραβήξει κάποιο δίκτυο- αλλά δεν μπορούσαν οι εργάτες να φεύγουν να πάνε στη βρύση όλοι να πίνουνε νερό. Γι’ αυτό με είχαν εκεί στην δουλειά του νερουλά. Εγώ ήμουνα ο νερουλάς. Αλλά μετά σταμάτησα την ερχόμενη εβδομάδα, πήγα βοηθός στον μάστορα. Σιδεράς. Και περνάνε χρόνια, βέβαια εκεί θα κάνουμε μια μικρή παρένθεση. Έβλεπα τους μαστόρους που είχανε ας πούμε τανάλια και δένανε τα σίδερα με συρματάκι και τα λοιπά και έχω και εγώ μια τανάλια η οποία δεν είχε καμία σχέση με αυτήν που είχαν οι μαστόροι. Και κάνω στον μαστρο-Γιάννη που ήταν από τα Καμίνια στον Πειραιά, Αθηναίος -ένας κοντούλης πολύ περιποιημένος και είχε και ωραίο λόγο, ήτανε πολύ συμπαθητικός- λέω «Ρε μαστρο-Γιάννη κοίταξε, εγώ έχω μια παλιοτανάλια εδώ στα χέρια μου, κοίταξε. Εσείς έχετε τανάλιες που είναι ωραίες. Θα μου φέρεις μια τανάλια τέτοια; Πόσο κάνει όμως;». «Θα σου φέρω ρε συ Μίμη, αλλά κάνει 40 δραχμές». «Θα στα δώσω το Σάββατο». Την άλλη μέρα μου τη φέρνει. Εγώ κοιμόμουν με την τανάλια μετά. Να χάσω την τανάλια; Τι λες τώρα; Κάηκα. Και στους φράχτες στα περιβόλια στη γειτονιά, όποτε είχα ευχέρεια, παίρνω και τον αδερφό μου τον Παντελή μαζί. Και δουλεύαμε για να μάθουμε να δένουμε το συρματόπλεγμα, τον φράχτη από το περιβόλι του γείτονα και δέναμε εκεί για εξάσκηση. Οπότε σιγά σιγά σιγά σιγά μαθαίνουμε. Μαθαίνουμε, μαθαίνουμε. Στις 12 η ώρα είχε -είμαστε εκτός πόλεως-, τώρα εκεί το εργοτάξιο μεγάλο, 8:00-12:00, 13:00-17:00 ήτανε το ωράριο, 12:00-13:00 σταματάγαμε. Να φανταστείς ότι τότε, το αλουμινόχαρτο, η ζελατίνη, σελοφάν, αυτά τα υλικά που χρησιμοποιούμε τώρα ήταν είδος πολυτελείας, δεν υπήρχαν σ’ εμάς. H φέτα ήταν τυλιγμένη με την εφημερίδα. Τότε έπαιρνε ο πατέρας μου, διάβαζε την «Αθηναϊκή». Και όπως ξετύλιγες τώρα την φέτα, είχε το κύριο άρθρο φαινότανε πάνω στο τυρί. Με το κουτάλι -γιατί κουβαλάγαμε τη φασολάδα μαζί- έκανες έτσι, καθάριζες το κύριο άρθρο και έμπαινες στο θέμα. Προχωράει η ζωή, προχωράει η ζωή, προχωράει η ζωή. Λοιπόν, το έργο έχει προχωρήσει. Το λεωφορείο πλατεία Κουμουνδούρου στην πιάτσα. Στην πλατεία της δημαρχίας που την λένε Κοτζιά Ελλάδος; Επί της Αιόλου είναι αυτή, απέναντι ακριβώς από τη δημαρχία την παλιά, απέναντι. Είχανε φτιάξει εδώ στο αριστερό χέρι, η οδός είναι -θα θυμηθώ τώρα την οδός αυτήν- Ευπόλιδος είναι; Νομίζω. Με επιφύλαξη. Θα θυμηθώ καλά μετά. Είχανε φτιάξει ένα κτίριο, ένα θέατρο, και έδωσε εντολή αυτός, τότε ήταν, τι ήταν; Διευθυντής της τράπεζας; Διοικητής; Τι ήτανε; Και το κατεδάφισαν γιατί λέει εμπόδιζε εκεί την ορατότητα της τράπεζας, και κατεδάφισαν ένα κτίριο, θέατρο. Εν πάση περιπτώσει, ξεκινάμε, έχουμε μπει τώρα στο επάγγελμα αλλά οι δουλειές ήταν δύσκολες, οι δουλειές ήταν δύσκολες και δεν μου άρεσε. Παιδιά τώρα, μας γνώριζαν ένας μικρός αριθμός από μαστοράτζα. Όμως πηγαίναμε, μετακομίσαμε από Ελευσίνα για να είμαστε πιο κοντά και μένουμε στην Αγία Βαρβάρα, στο Αιγάλεω δίπλα. Μέναμε εκεί σχεδόν ένα χρόνο και ξαναγυρίσαμε Ελευσίνα. Οπότε, γίνονταν κινητοποιήσεις αλλά θυμάμαι μία, η οποία και εκεί κατέβηκα, μπήκα και εγώ μέσα στην απεργιακή κινητοποίηση. Πρέπει να είναι αυτή, και χειμωνιάτικα πρέπει να ήτανε κατά πάσα πιθανότητα. Στην οδός Αγησιλάου είναι το Εργατικό Κέντρο. Λοιπόν, πάρα πολύς κόσμος! Βασικά οικοδόμοι. 

Μ.Κ.:

Πότε ήταν αυτό;

Δ.Λ.:

Το ‘60, 1960.

Μ.Κ.:

Οι μεγάλες κινητοποιήσεις αυτές τότε;

Δ.Λ.:

Βέβαια, γίνονταν σε τακτά διαστήματα απεργιακές κινητοποιήσεις. Στη συγκεκριμενη έχω μπει μέσα και εγώ. 

Μ.Κ.:

Θυμάστε, πώς ξεκίνησαν αυτές;

Δ.Λ.:

Υπήρχε, να σας πω. Υπήρχε ανεργία, υπήρχε ανεργία και ο κόσμος ζούσε σε πολλή φτώχεια. Πολλή φτώχεια. Λοιπόν, τι να πούμε; Ότι τα σπίτια δεν είχαν, ας πούμε, ζεστό νερό, δεν υπήρχε μπάνιο, τα σπίτια μας, της φτωχολογιάς, δεν υπήρχε μπάνιο. Έπρεπε, δούλευες, ας πούμε, κατσαρόλα ζεστό νεράκι και ένα κυπελάκι, κατάλαβες; Και στην τουαλέτα, να είναι καλοκαίρι, είσαι και έξω, εντάξει. Τον χειμώνα δεν μπορείς να είσαι έξω, γινόταν έτσι, όλη η οικογένεια έκανε μπάνιο με αυτό τον τρόπο. Εν πάση περιπτώσει, πάμε στη συγκέντρωση. Είναι το Εργατικό Κέντρο επί της Αγησιλάου -Δεληγιάννη τώρα ήταν η κάθετη οδός αν θυμάμαι καλά;-. Λοιπόν, είναι στο μπαλκόνι επάνω 3 άτομα, 4, ένα μικρό μπαλκονάκι, και θυμάμαι το όνομα του ομιλητή, μιλούσε στον κόσμο και χαχάνιζε κιόλας. [00:20:00]Αστυνομία πόλεων Αθήνα-Πάτρα-Θεσσαλονίκη και Κέρκυρα, αν θυμάμαι καλά, τα υπόλοιπα ήταν χωροφυλακή, η μπατσαρία, ας πούμε, οι πόλιτσμαν σε αυτά τα μέρη της χώρας. Κοράκια μαύρα, δηλαδή πώς πέφτουν τα ψαρόνια -αν έχεις δει ψαρόνια που πέφτουν σύννεφο για να φάνε τις ελιές, τρώνε ελίτσες αυτά, κάνουν δουλειά!-. Λοιπόν, πολύς λαός. Από πάνω αυτός μιλάει, λέει… Αυτός ήταν εγκάθετος, τοποθετημένος. Δεν ήταν εκλεγμένος. Η διοίκηση δεν ήταν εκλεγμένη, ναι. Τότε, είναι λίγα χρόνια πριν από το δημοτικό που μας, στο δημοτικό μας ανακοίνωσε η δασκάλα ότι «Από σήμερα παιδιά πρωθυπουργός της χώρας είναι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής», αυτό είναι το ‘53 αν θυμάμαι καλά, ‘52-‘53, εκεί μέσα. Στη συνέχεια από τον ομιλητή ακούγεται, μέσα από τους εργάτες, μέσα από τον κόσμο, 2-3 άτομα φώναξαν «Θάνατος στον Καραμανλή». Αυτό ήτανε αφορμή να ξεκινήσουν, να σηκώσουν τα γκλοπ οι μπάτσοι και να χτυπάνε τον κόσμο εν ψυχρώ. Είμαι εγώ με τον αδελφό μου δίπλα-δίπλα, πίσω μας είναι ένα παιδί, είχε έναν ταμπλά με κουλούρια. Λοιπόν, τρώει μια το παιδί στην πλάτη, πετάει τον ταμπλά με τα κουλούρια πάνω στους μπάτσους και γίνεται εκεί πέρα χαμός. Ωστόσο με το πού ξεκίνησαν αυτοί να χτυπάνε τον κόσμο, κάποιος μπετατζής είδε κάτω στο πεζοδρόμιο, όπως είναι οι πλάκες έτσι -ήτανε αυτές μαλτεζόπλακες, ένα υλικό που έρχεται από κάποιο νησί και στρώνανε τότε, δουλεύανε αυτές τις πλάκες και στις μονώσεις ταρατσών και στα πεζοδρόμια- και υπήρχε ένα κενό μεταξύ των πλακών και βάζει τα δάχτυλά του και τραβάει και σπάει μια πλάκα. Και μόλις τον βλέπουνε οι άλλοι, σκύβουν κάτω και να φεύγουν οι πλάκες από την πάνω, από την Δεληγιώργη-Δεληγιάννη μέχρι την Κολοκυνθούς, σφαίρα. Σπάσιμο η πλάκα, πέταγμα στους μπάτσους. Κατακέφαλο, όπου τον πάρει. Ναι, ναι, ναι. Κι αρχίζει μία οδομαχία... Χαμός! Έχουμε βρεθεί στην πλατεία του Μεταξουργείου τη μεγάλη -Καραϊσκάκη νομίζω λέγεται, νομίζω- και από την πολυκατοικία πάνω, πέταγμα η ξυλεία κάτω, οικοδομική ξυλεία, και να γίνεται χαμός. Είχε αγριέψει ο κλάδος. Σταμάταγαν το λεωφορείο με τα τούβλα -όχι το λεωφορείο, το φορτηγό-, επί της Αχιλλέως ανέβαινε ένα φορτηγό με τούβλα και μπαίνει μια ομάδα μπροστά και του λένε «Ε στοπ και τούμπα». «Ρε παιδιά, τα τούβλα μου να πάω να τα πουλήσω» ή «τα πάω δρομολόγιο, θα βρω τον μπελά μου, θα χάσω τη δουλειά μου» κάτι τέτοιο. Δεν έχει... Ανατροπή, τούμπα τα τούβλα. Πού να ζυγώσουν οι μπάτσοι; Έχουν τραπεί σε φυγή, σχεδόν εξαφανίστηκαν, βέβαια. Από τότε ο κλάδος πήρε πολύ απάνω του. Έπεσε φόβος στους μπάτσους να τα βάζουν με τους οικοδόμους και αυτό κράτησε για χρόνια. Εγώ έχω μεγαλώσει, πάω φανταράκι και το ‘63 καταργήθηκε αυτή η πατέντα 8ωρο στην οικοδομή. Καθιερώθηκε 7:30-14:30. Πανηγύρι! 

Μ.Κ.:

Τι ίσχυε μέχρι τότε;

Δ.Λ.:

Εκτός του κέντρου 8:00-12:00, 13:00-17:00, 8ωρο. Μες στο κέντρο στην Αθήνα ήτανε 7:30-14:30, 16:30-18:00. Σταμάταγες 2 ώρες το μεσημέρι στην οικοδομή. Καλοκαιράκι μπορεί να ξαπλώσεις καμιά ώρα στο μαδέρι, αλλά τώρα νεολαία, ποιος ξάπλωνε; Ξεκίναγε ένας, έδινε σήμα από πάνω, αυτός είναι ο εργοδηγός εκεί, «Δημητράκη το τσουβάλι στο νερό και ρίχ’ το από πάνω. Δεν πρόκειται να σε δει κανείς». Του τη ρίχνεις τώρα την φασίνα από πάνω και αρχίζει και γίνεται έτσι. Ναι, χαμός. Οπότε, μετά το 7ωρο συνεχίζει κανονικά. Κανονικά, δεν είναι στα χαρτιά γραμμένο πουθενά, νταηλίκι, το κράτησαν οι οικοδόμοι. Οπότε η Χούντα δεν μπόρεσε, δεν τόλμησε να το πειράξει. Δεν τόλμησε να πει «Αυτό είναι παρανομία». Δουλεύουμε κανονικά 7:30-14:30 και προχωράει το καράβι. Ναι ναι ναι. Και μπορούμε και κάνουμε και προπόνηση. Εγώ είχα μεράκι με την μπάλα αλλά παίζαμε τώρα το Σάββατο. Μετά άρχισε και το Σάββατο και ήταν και μια ώρα πιο νωρίς, ήταν μέχρι τις 13:30, μέχρι τις 13:30, να πληρωθείς, να πας στην πιάτσα να πληρωθείς, να πας σπίτι, να προλάβει ο άνθρωπος να ψωνίσει κάτι για το σπίτι. Πώς θα γίνει δηλαδή; Τι το περάσαμε;

Δ.Λ.:

Και προχωράει η ζωή, προχωράει η ζωή. Πηγαίνω άνοιξη με ένα μάστορα ο οποίος ήταν ένας ωραίος άνθρωπος, από το Αιγάλεω εργολάβος, πηγαίνω στον Κόκκινο Μύλο, δεν τη ήξερα την περιοχή, δεν είχα ξαναπάει. Ήτανε άνοιξη, ήταν καταπράσινα και δουλεύουμε σε μια μικρή οικοδομή η οποία θα γινότανε φούρνος. Και στο διάστημα αυτό τώρα, λίγο καιρό πριν, η κατάσταση είχε δυσκολέψει στο σπίτι, οπότε ο ένας παντρεύτηκε από δω, ο άλλος έφυγε από εκεί. Οι δυο, εγώ με τον Παντελή φύγαμε και μένουμε στον Γιάννη, ο οποίος είχε παντρευτεί πριν πάει φαντάρος, σε ένα δωματιάκι στριμωχτήκαμε όλοι μαζί καμία δεκαριά μέρες, δεκαπέντε. Είχε και το μωρό, τότε δεν υπήρχαν τα μέσα και τις πάνες για το μωρό τις ζεσταίναμε σε ένα σομπάκι μικρούλι έτσι επάνω και την είχαμε την ανιψούλα εκεί, την είχαμε σαν παιχνιδάκι τα βραδάκια, τα απογεύματα, τα βραδάκια. Οπότε βρήκαμε ένα δωματιάκι, εδώ όπως είμαστε τώρα, καμιά διακοσαριά μέτρα πιο πέρα, αλλά ήτανε, δεν θυμάμαι κτίρια εδώ πέρα, ελάχιστα, λίγα. Οπότε νοικιάσαμε ένα δωματιάκι με τον αδερφό μου, είχε μια κουζινούλα, είχε μια τουαλέτα, ένα τόσο δοχείο με ένα μπρούτζινο βρυσάκι και ένας νεροχύτης από -όχι μάρμαρο- με μωσαϊκό, της κουζίνας η ευκολία. Άνοιγες το βρυσάκι, μετά με την κανάτα, ξανάβαζες νεράκι μέσα. Μια γκαζιέρα εκεί που σου έβγαζε την ψυχή για να φτιάξεις μια μακαρονάδα. Οπότε η κυρά Μαρία είχε δυο παιδιά τα οποία πηγαίνανε στο γυμνάσιο τότε. Είχα την εντύπωση ότι δεν άφηνε τα παιδιά να μιλήσουνε μαζί μας για ένα διάστημα. Όταν έγιναν διακοπές -είναι ο Θοδωρής, είναι ο Παναγιώτης, είναι ο Παντελής, είμαι ο Μίμης- λοιπόν, παίζουμε και μπουγελώματα, καλοκαιράκι. Αργότερα, αυτή η γυναίκα έβλεπε τώρα ότι αυτοί οι νεαροί εδώ δουλεύουνε, πάνε ψωνίζουνε στην αγορά να μαγειρέψουν εκεί τη μακαρονάδα, τη φασολάδα, κανένα αυγό βραστό. Το πρωί παίρναμε γάλα Νουνού, γάλα Βλάχας, κονσέρβα, κουτί. Φαίνεται της άρεσε η τακτική μας. Είχαμε μια συμφωνία, δεν θυμάμαι πόσο πληρώναμε τώρα το ενοίκιο, λίγο ρεύμα, λίγο νεράκι, τα πληρώναμε, είμαστε τζέντελμαν, δεν θέλαμε να δίνουμε δικαιώματα. Κάποια στιγμή, έχουμε κάνα χρόνο σε αυτό το σπίτι -υπάρχει εκεί ακόμα, το έχουν ανακαινίσει- λέει «Παιδιά πωλείται το οικόπεδο αυτό από πάνω από μένα». «Πόσο πωλείται κυρά Μαρία;». Λέει «80 χιλιάδες δραχμές». 80 χιλιάδες δραχμές για μας είναι πολλά λεφτά. Εμείς είχαμε μαζέψει 9 χιλιάρικα. Δεν μπορούμε να το πλησιάσουμε. Τι να πούμε; Τι να κουβεντιάσουμε; Και μαθαίνουμε ότι στον Κόκκινο Μύλο υπάρχει ένα οικόπεδο με 14 χιλιάρικα και είναι εκεί που είχα πάει να δουλέψω πριν λίγο καιρό, για να γίνει η οικοδομή για το φούρνο. Και πάμε, το βλέπουμε εκεί, [00:30:00]Αντώνης Σύρμας Μενιδιάτης ο ιδιοκτήτης, έχει έρθει. Βάζει μια πέτρα εδώ, τα χέρια πίσω, μετράει, μια δεύτερη πέτρα εκεί, 3-4 πέτρες με τα βήματα, «Άντε παιδιά -λέει- καλορίζικο». «Και τι κύριε Αντώνη; Δικό μας είναι αυτό;», εγώ ήμουν 17 χρονών, 17 και κάτι.  «Θα έρθει αύριο να σας πάρει ο συμβολαιογράφος και θα τα τακτοποιήσει εκείνος». «Εντάξει κύριε Αντώνη». Έρχεται την άλλη μέρα συμβολαιογράφος, μας παίρνει εκεί με ένα Volkswagen, μπήκαμε και μέσα στο Volkswagen -τότε ο σκαραβαίος ήταν στα χάι του-. Στο Μενίδι, ήταν κάτι κυράδες με κάτι υφαντές φούστες μέχρι κάτω, κάτω, κάτω, όχι στον αστράγαλο, κάτω, να ακουμπάνε στο πάτωμα. Λοιπόν, τι γυναίκες είναι αυτές ρε παιδί μου; Θεόρατες είναι αυτές; Τελικά ταυτότητα δίνει ο αδερφός μου, είναι 18 γεμάτα. Δίνω εγώ, μου λέει «Εσύ δεν έχεις συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας σου, δεν μπορείς να υπογράψεις συμβόλαιο αγοραπωλησίας». Τον ακούω. Οπότε τι γίνεται; Λέω «Να σας πω κάτι κύριε συμβολαιογράφε. Τα φιλαράκια, έχουμε γνωριστεί στη γειτονιά, σηκώνονται το πρωί, τους φτιάχνει η μανούλα τους το γαλατάκι τους, ξερω γω τι τους φτιάχνει. Μετά πάνε και τρώνε μια παστούλα στο ζαχαροπλαστείο και πάνε στο σχολείο. Εγώ σηκώνομαι με τον αδερφό μου στις 05:00-05:30, παίρνω 120 φράγκα μεροκάματο αλλά κάνω 6 μεροκάματα τη βδομάδα». Τα ακούει αυτός, λέει «Θα το κάνουμε το συμβόλαιο» και έτσι έγινε το συμβόλαιο. Τα 9 χιλιάρικα δεν φτάνανε και δανειστήκαμε. Ένας κουμπάρος του αδερφού μου του μακαρίτη του Γιάννη μας δίνει 5 χιλιάρικα και συμπληρώσαμε τα 14 και το κάναμε το συμβόλαιο, το αγοράσαμε. Κάναμε τα αδύνατα-δυνατά σε μηδέν χρόνο και του επιστρέφουμε τα 5 στον άνθρωπο. Οπότε, τον επόμενο χρόνο παίρνουμε άλλο ένα κομμάτι, τα ίδια μέτρα, τα είχαμε μαζέψει τα λεφτά και τα σκάσαμε μετρητά, οπότε, στον ίδιο συμβολαιογράφο. Προχωράμε, προχωράμε, προχωράμε. Αργότερα που έχω απολυθεί από φαντάρος βλέπουμε, μεγαλώσαμε λίγο το σπιτάκι, με κουζίνα, με το μπανάκι. Το μπανάκι να γίνει σύγχρονο, με τα πλακάκια του, με την μπανιέρα του, με το κουδούνι μέσα. Εάν είσαι έξω από το μπάνιο ένας και ο άλλος είναι μέσα στο μπάνιο και δεν έχει την πετσέτα πάρει, ξεχάστηκε, τραβάς το κουδουνάκι -όπως τράβαγες το νερό τον Νιαγάρα, τραβάς το κουδουνάκι, ντρρν- φωνάζει και σου δίνει την πετσέτα ο άλλος απ’ έξω. Αυτά τώρα τα έχουν καταργήσει στα σύγχρονα μπάνια. Λοιπόν, έγινε ωραίο το σπιτάκι, κάνουμε κάτι παρτάκια του Αγίου Παντελεήμονος, του Αγίου Δημητρίου. Έρχονται οι γειτονοπούλες, αφήνουμε τα κλειδιά, το περιποιούνται το σπίτι, βάζουν και στο φως ας πούμε κανένα κόκκινο έτσι χαρτί, λίγο πράσινο, να γίνεται ατμόσφαιρα ωραία. Το μπουκάλι απάνω στο τραπέζι με το βερμούτ, ξηρούς καρπούς, άντε και κανένα πακέτο τσιγάρα επάνω Παλλάς. Η μόδα ήταν τα Μάλμπορο, τα Τσέστερφιλντ, αλλά εμείς δεν καπνίζαμε, δεν καπνίζαμε εμείς. Και για το τσιγάρο έχει και εδώ ιστορία αυτό γιατί δεν καπνίζουμε εμείς. Όταν πήγαινα στο νυχτερινό για να βγάλω την πέμπτη τάξη, για να βγάλω το δημοτικό, τον χειμώνα 2-3 παιδιά, 4, μαζευόμασταν, πηγαίναμε σχεδόν στην ίδια κατεύθυνση. Λέει ένας «Ρε σεις κάνει κρύο, δεν βάζουμε από μία δραχμή να πάμε να πάρουμε μερικά χύμα τσιγάρα;». Άντε να βάλουμε, μια δραχμούλα τι ήτανε; Μια δραχμούλα εντάξει, δουλεύαμε τώρα, είχαμε κάτι φράγκα. Βάζουμε. Λοιπόν, μια βραδιά, δυο βραδιές, τρεις βραδιές, -γυρνάμε τώρα πίσω έτσι; Κάναμε εδώ πέρα μία παρένθεση-, πάω στο σπίτι και μου λέει ο πατέρας μου, μου λέει «Δημητράκη έλα να σου πω», αμάν λέω ο μπαμπάς τι θέλει να μου πει; Ωχ τι πάθαμε... Μου λέει «Έμαθα ότι καπνίζεις. Σε πληροφορώ ότι και εγώ που καπνίζω λάθος κάνω, αλλά εσύ που είσαι παιδί δεν πρέπει να το ξαναβάλεις στο στόμα σου». Κοκκίνισα, αναψοκοκκίνισα ξανά, τα πέταξα και τα «Στούκας» -αυτά τα λέγανε Στούκας τα τσιγάρα. «Στούκας» ήτανε τα πρώτα βομβαρδιστικά τα γερμανικά τα αεροπλάνα, «Στούκας» και τα τσιγάρα τα λέγανε ο κόσμος γιατί άμα αυτός που κάπνιζε τράβαγε μια-δυο ρουφηξιές, το κεφάλι του γινόταν, έβλεπες αστράκια!-. Έτσι έκοψα το τσιγάρο. Το ξεκίνησα για λίγο, το έκοψα. Και είχαμε τώρα στη γιορτούλα που κάναμε εκεί ένα παρτάκι ένα πακέτο τσιγάρα πάνω, όποιος ήθελε να πάρει. Οπότε προχωράμε, προχωράμε, προχωράμε, και γίνεται το πραξικόπημα της Χούντας της 21 Απριλίου του ‘67. Εμείς με τη δουλειά είχαμε αγοράσει 100 χρυσές λίρες, οι οποίες ήταν της τράπεζας. Δεν τις είχαμε αδέσμευτες, ελεύθερες στα χέρια μας. Ήτανε στην τράπεζα. Και γίνεται η συζήτηση ότι αυτοί οι συνταγματαρχαίοι μπορεί να τα κατασχέσουν τα χρήματα στην τράπεζα και να μείνουμε χωρίς φράγκο, και αυτά δουλεμένα με αίμα τα λεφτά. Τι θα κάνουμε; Ψάχνουμε και βρίσκουμε ένα οικόπεδο λίγο παραπάνω από τον Κόκκινο Μύλο, δήμος Αχαρνών και αυτό, κοντά στο στρατόπεδο. Και το παίρνουμε εκεί, και τα λεφτουδάκια μας, το οικόπεδο έκανε 62,5 χιλιάρικα, είχαμε, 65 χιλιάδες δραχμές ήτανε 100 χρυσές λίρες, κι έτσι ησυχάσαμε. Στην πορεία, μετά από 1,5 χρόνο, 2, αποφάσισα να παντρευτώ. Και νοικιάζω μια γκαρσονιέρα κάπου στην Νέα Χαλκηδόνα, δίπλα από τη Φιλαδέλφεια. Να πάρουμε το ψυγείο, να πάρουμε την κουζίνα, να πάρουμε το ένα, το άλλο, την κρεβατοκάμαρα μας την έκανε δώρο ο πεθερός μου. Έρχεται 14 του Δεκέμβρη του ‘69, έχουμε ορίσει την ημερομηνία από νωρίς, αλλά έχουμε αρραβωνιαστεί κιόλας και έγινε ο χαμός στον αρραβώνα. Τι χαμός έγινε; Έχω αγοράσει τα δύο δαχτυλίδια, το όνομα της Βίκυς στο δικό μου, το όνομα το δικό μου στης Βίκυς το δαχτυλίδι, και πάμε στο μοναστήρι της Καισαριανής που είχε έναν πάρα πολύ ωραίο περιβάλλοντα χώρο. Λοιπόν, της φοράω εγώ το δαχτυλίδι της Βίκυς και η Βίκυ μου φοράει εμένα, και πήγαμε, πήραμε και ένα γλυκάκι σε ένα ζαχαροπλαστείο και είμαστε ωραίοι και προχωράει η ζωή μας. Αυτό έγινε την άνοιξη και βάλαμε ημερομηνία 14 του Δεκέμβρη του ‘69, τον ίδιο χρόνο, θα κάνουμε το γάμο μας. Και έτσι έγινε. Οπότε ανοίξαμε δικό μας σπιτικό. Αλλά δεν μου άρεσε καθόλου το διαμέρισμα. Και βρίσκουμε μια μονοκατοικία στον Κόκκινο Μύλο, στη γειτονιά που είχαμε πλέον γνωριστεί με τον κόσμο εκεί, είχαμε φιλαράκια και τα λοιπά και κάνουμε μετακόμιση. Αυτό είχε μία κρεβατοκάμαρα και άλλη μία κρεβατοκάμαρα για σαλονάκι, το σαλόνι, μια κουζινούλα η οποία έπρεπε και το μπάνιο, -μια ντουζιέρα ουσιαστικά-, τουαλέτα, έπρεπε να βγεις έξω, ό,τι καιρός και να είναι, για να πας στην κουζίνα. Το κοιτάω, το ξανακοιτάω, είναι κολλητά τώρα η κουζίνα με το υπνοδωμάτιο. Λέω στη νοικοκυρά που το είχε το σπίτι, στην κυρία Αρτεμισία «Κυρία Αρτεμισία[00:40:00] θα κόψω να ανοίξουμε μια πόρτα, να επικοινωνήσει το υπόλοιπο σπίτι με την κουζίνα και με το μπάνιο, την τουαλέτα».  «Α εγώ δεν θέλω». Λέω «Τι δεν θέλεις; Και πόσο θα κάνει μια πόρτα καλέ κυρία; Τι θα κάνει;». «Μην κάνεις τίποτα». Λέω «Καλά εντάξει». Παίρνω εγώ τα σύνεργα, κοπανάω, κόβω το ντουβάρι, παίρνω τον μαραγκό, βάζει μια πόρτα, κάνω δύο σκαλοπατάκια, άντε γεια. Ναι, θα περιμένω εγώ τώρα να μου δώσει, να το σκεφτεί. Αυτή δεν ήθελε να πληρώσει. Οπότε εγώ δεν παίρνω χαμπάρι, τα ισοπεδώνω εκεί, τα πετάω τα μπάζα έξω και μακριά. Αυτό υπάρχει ακόμα το σπίτι έτσι εκεί! Ναι ναι εντάξει. Οπότε, 14 του Δεκέμβρη του νέου χρόνου γεννιέται και το παιδί. Ο Χαράλαμπος γεννήθηκε την ημερομηνία που εμείς έχουμε την επέτειο του γάμου μας, γεννιέται και το παιδί τον επόμενο χρόνο. Θέλεις time out; Όχι;

Μ.Κ.:

Εσείς άμα θέλετε.

Δ.Λ.:

Λοιπόν, έχουμε πάει, συζητάω με τον αδερφό μου, του λέω «Κοίταξε τώρα, εγώ έχω ανοίξει οικογένεια δική μου, καλά θα κάνεις και εσύ να βρεις μια κοπέλα να παντρευτείς. Ωστόσο, για να μην αφήσουμε εκκρεμότητες στο συμβολαιογράφο, στον τοπογράφο, τον μηχανικό, κρατάς το σπίτι με το οικόπεδο στον Κόκκινο Μύλο, κρατάω εγώ το οικόπεδο που πήραμε το ‘67» -είναι πιο πάνω, στον ίδιο δήμο, δήμο Αχαρνών είναι, δήμος Αχαρνών και αυτό, είναι λίγο πιο πάνω, Χαραυγή λέγεται η γειτονιά εκεί- «αλλά θα πάρουμε άλλο ένα οικόπεδο το οποίο να είναι εντός σχεδίου και εγώ θα έχω τα 2 οικόπεδα και εσύ θα κρατήσεις το σπίτι με το οικόπεδο, το 630 μέτρα καθαρό το οικόπεδο αυτό, με τη μονοκατοικία μέσα. Εντάξει;» «Εντάξει». Βρίσκουμε αυτό το οικόπεδο εδώ και είναι λίγο πριν παντρευτούμε. 220 χιλιάδες, έχουμε μαζέψει τις 100, είμαστε μυρμήγκια με τον αδερφό μου, και έμειναν 120 χιλιάδες τα οποία το κάναμε γραμμάτια, αλλά επειδή με είδε ο μπάρμπα-Γιάννης τότε, ο Βασιλείου απ’ τις Κουκουβάουνες -ήτανε δυο αδέρφια, ήτανε 3 αλλά τα 2 είχαν το δικαίωμα εδώ γι’ αυτό το οικόπεδο- λοιπόν τι γίνεται; Να η εφορία, να συμβολαιογραφικά, να για γραμμάτια, με βλέπει ο μπαρμπα-Γιάννης και μου λέει «Ρε συ Μήτσο σε βλέπω και στεναχωριέσαι». «Να μην στεναχωριέμαι ρε μπαρμπα-Γιάννη; Βγάλε από κει, βγάλε εδώ, βγάλε και 1200 δραχμές να αγοράσουμε γραμμάτια, ε τελικά τι θα σου δώσουμε; Πάει, από τα 100 πέφτουμε πέφτουμε κάτω». Λέει του συμβολαιογράφου, Γουλιάμης -αν θυμάμαι καλά, είναι μακαρίτης, στην Νέα Ιωνία αυτό- λέει «Δεν θα κάνουμε γραμμάτια». Λέει «Τι θα κάνεις;». «Θα έρχεται ο Μήτσος και θα του δίνω εγώ μια απόδειξη κάθε μήνα και θα τελειώσει η υπόθεση. Εντάξει;». «Εντάξει». 1.750 εγώ, 1.750 ο αδερφός μου κάθε μήνα. Και αφού έγινε αυτό, έγινε το συμβόλαιο και τα λοιπά, «άρτιο οικοδομήσιμο» γράφει μέσα και αυτά, όλα καλά το οικόπεδο. Κανονίζουμε στη Μεταμόρφωση ένα αρνί στη σούβλα για τα καλορίζικα. Και πέφτει ένα κρασί και ένα γλέντι εκεί μέσα, μαζευτήκαμε τώρα 2-3, 5-6, δεν είμαστε παραπάνω. Ναι, τα αδέρφια μου, εγώ, νομίζω ο τελευταίος ήταν τότε στα καράβια -όχι εδώ ήταν, εδώ ήταν!- είμαστε ο Γιάννης, ο Παντελής, εγώ και ο Γιώργος. Οι δύο είμαστε συνέταιροι, οι άλλοι έχουν το δικό τους αλισβερίσι. Και γίνεται ένα γλέντι εκεί τρικούβερτο. Και κάθε μήνα πήγαινα και έπαιρνα, έδινα τα 3,5 χιλιάρικα, ο μπάρμπα-Γιάννης έγραφε στην αποδειξούλα πάνω «Ιωάννης Βασιλείου». Ο μπάρμπα-Χαράλαμπος δεν ήξερε ούτε αυτά να γράψει ο καημένος και έγραφε “Χ.Β.”, πώς λέει ο Βέγγος Θου Βου; Έβαζε ο μπαρμπα-Χρήστος, Χρήστος Βασιλείου, «Χ.Β.». Και έχω κρατήσει τις αποδείξεις. Κάπου τις έχω, τις έχω τις αποδείξεις για ενθύμιο.

Μ.Κ.:

Να ρωτήσω κάτι;

Δ.Λ.:

Έλα. 

Μ.Κ.:

Εσείς πώς γίνατε αριστερός;

Δ.Λ.:

Δίνω νερό στους εργάτες, αλλά προτού, είμαστε στο σχολείο, στο δημοτικό και με τους συμμαθητές γίνεται κουβέντα. «Αυτός εκεί είναι με τον Μαρκεζίνη, είναι με τον ένα», μετά αργότερα ήταν ο Παπάγος. Εκείνοι είχαν και κάτι στιχάκια προεκλογικά: «Άμα θέλεις κυρά μου πάγο, να ψηφίσεις τον Παπάγο». Πιτσιρικάδες τώρα, «Άμα θέλεις κυρά μου ρύζι να ψηφίσεις Μαρκεζίνη» και με το Βενιζέλο είχε κάτι άλλο, λιγάκι σόκιν! Λοιπόν, απ’ το σπίτι γινότανε κουβέντα. Συγγενείς, ξαδέρφια που έρχονταν από την Κέρκυρα, συγκεκριμένα δύο που ήτανε παιδιά της αδερφής του πατέρα μου, γινόταν κουβέντα. Μας είπανε «Μας έχουνε πει ότι είμαστε κομμουνιστές, δεν μπορούμε να βρούμε δουλειά». Και ο πατέρας μου ήταν εγγράμματος, είχε πάει δύο χρόνια στο πανεπιστήμιο και θεολογική σχολή. Αλλά κάνουμε μια μικρή παρένθεση εδώ, πώς το παιδί μαθαίνει κάποια πράγματα; Μαθαίνει. Έμενε στα Σεπόλια, έχει νοικιάσει ένα σπιτάκι εκεί και η κόρη της σπιτονοικοκυράς ήτανε πολύ όμορφη, πολύ γλυκιά κοπέλα. Οπότε ήταν παντρεμένη αλλά δεν έφτασε αυτό, δεν ήταν εμπόδιο αυτό, την πήρε ο πατέρας μου. Και διαβάζει την εφημερίδα, διάβαζε την «Αθηναϊκή». Ο μπακάλης που ψωνίζαμε -ψωνίζαμε βερεσέ- και είχε το βιβλίο και έγραφε «τόσο λάδι του κυρίου Χαράλαμπου τα παιδιά» -τον πατέρα μου τον ξέρανε και κύριο Χαράλαμπο γιατί είχε λόγο έτσι ωραίο, σεβόταν τον συνάνθρωπο και λοιπά και είχε μια εκτίμηση στην κοινωνία, δεν ήτανε ο κυρ Μπάμπης παράδειγμα ή ο μαστρο-Μίμης, ο μαστρο-Μήτσος ξέρω εγώ- και κυρ ο Αλέκος που είχε το μπακάλικο μου λέει «Δημητράκη θα σου δώσω το ποδήλατο και θα πάρεις και μια δραχμή, μιάμιση δραχμή, να πας να πάρεις την "Αυγή" από το περίπτερο το κάτω κάτω, μετά από τη δημαρχία». Οπότε ο περιπτεράς την τύλιγε την εφημερίδα και την έβαζα μέσα σε μια τσαντούλα, την κρέμαγα στο ποδήλατο -ποδήλατο τώρα, ξέρεις τι είναι να πάρεις, να σου δώσει ποδήλατο; Μακροβούτι έκανες. Χαρά!- αλλά την εφημερίδα να μην τη δουν κακά μάτια. Ήτανε και ο περιπτεράς, ήταν καθαρός αυτός, δεν ήτανε χαφιές, ήταν καθαρός.  Αυτά τα κρατάς αυτά τα πραγματάκια, τα κρατάς και πώς θα κρατάς! Και πήγα μετά παντρεμένος σου λέω στη Βίκυ -τη μακαρίτισσα τώρα- «Πάμε ρε Βίκυ βολτίτσα στην Ελευσίνα να σου δείξω τα λημέρια που γεννήθηκα και μεγάλωσα» και περνάμε από το μπακάλικο του κυρ Αλέκου και έχω μάθει μετά ότι ο κυρ Αλέκος και είχε κάνει και εξορία. Τι ωραίος άνθρωπος ήταν. Και η κυρά Κατερίνα, η γυναίκα του, θυμάμαι και τα μικρά τα ονόματά τους. Ναι, τι ωραίος άνθρωπος ήτανε. Και η γυναίκα του γλυκός άνθρωπος. Αυτά τα παίρνεις, κατάλαβες, από τα πρώτα σου βήματα, σου μένουνε, δεν έχει εκεί μπρος-πίσω.

Μ.Κ.:

Θέλετε να μου περιγράψετε έτσι λίγο [00:50:00]πώς ήτανε στην οικοδομή; Είχατε μουσική αρχικά, όπως βλέπαμε στις ταινίες;

Δ.Λ.:

Στην οικοδομή τραγουδάγαμε μόνοι μας. Δεν είχαμε μουσική. Και τύχαινε κατά καιρούς να είναι συνάδελφοι οι οποίοι να είναι σπουδαίοι τραγουδιστές. Θυμάμαι μια περίπτωση, Παναγιώτης ο Φιλιππακόπουλος, από το Κιάτο -όχι Κιάτο- απ’ το Αίγιο. Ο οποίος έπαιζε και μπουζούκι και είχε και πολύ ωραία φωνή. Ωστόσο ήταν και ωραίος άντρας, ένας λεβέντης, σαν κυπαρίσσι ήτανε και είχε πολύ γούστο. Οπότε, και ο Παναγιώτης ο Φιλιππακόπουλος και ο Αγάπιος. άλλος σπουδαίος άνθρωπος, αυτός ήτανε από το, Προύσης, η περιοχή στο Αιγάλεω. Πρώτα-πρώτα τους θαύμαζα γιατί; Παρ’ όλο που δεν υπήρχαν, δεν είχαμε τα απορρυπαντικά για να πλύνουμε τα χέρια μας, να καθαρίσουν καλά, σαπουνάκι, ένα σαπουνάκι ας πούμε, την πετσετούλα τους. Και όταν σχολάγανε δεν φαινόταν ότι αυτός ο άνθρωπος βγήκε από αυτή την οικοδομή. Ήτανε άψογοι. Και ο Αγάπιος ήταν όνομα και πράμα. Τόσο αγαπητός άνθρωπος. Ωραίος συνάδελφος, ωραίος συνάδελφος, χαιρόσουνα να δουλεύεις μαζί του.

Μ.Κ.:

Και τι τραγουδούσανε;

Δ.Λ.:

Κοίταξε, «Άσπρο πουκάμισο φορώ και μαύρο θα το βάψω, μαύρα είναι τα μάτια που αγαπώ, γι' αυτά κοντεύω να χαθώ, γι' αυτά πολύ θα κλάψω». Στελάρας! έτσι; Οι άλλοι οι συνάδελφοι που δεν ήτανε τεχνίτες στο ύψος αυτό που ήταν ο Παναγιώτης ή ο Αγάπιος, ήτανε πιο χαμηλά. Πληρώνονταν το Σάββατο και τη Δευτέρα δεν έχανε φράγκο που έρχονταν στη δουλειά. Και εγώ πιτσιρικάς λέω «Καλά ρε τι κάνετε ρε; Τι κάνετε ρε;» έλεγα με το μυαλό μου. «Είχαμε πάει», λέει, «στην Τριάνα του Χειλά», «Είχαμε πάει εκεί στον Παπαϊωάννου παραπέρα», το άλλο Σαββατοκύριακο παρά δω, παρά κει, όλο στα μπουζούκια. Παίρνανε κάτι καλά βδομαδιάτικα. Ο συγκεκριμένος που λέμε, ο Παναγιώτης, είχε φέρει και τον Γιώργο τον αδερφό του. Λες και ήτανε αυτή η μάνα ρε παιδί μου, τι ήταν αυτή η μάνα; Και έκανε 3 παλικάρια δίμετρα σχεδόν και όμορφα, όμορφα πρόσωπα και ωραίες συμπεριφορές. Ο Παναγιώτης έφυγε τελικά, έφυγε, πήρε τη γυναίκα του και έφυγε, νομίζω είχε πάει Αμερική, και έμαθα μετά από χρόνια ότι είχε γυρίσει και άνοιξε κέντρο διασκεδάσεως στο Αίγιο. Οπότε αυτά τα κρατάς. Τα κρατάς.

Μ.Κ.:

Είχατε καλές στιγμές εκεί;

Δ.Λ.:

Να σου πω, οι καλές στιγμές δεν υπήρχανε, δεν υπήρχαν. Γιατί; Δουλεύαμε, τελείωνε το μεροκάματο, τελείωνε το βδομαδιάτικο, αυτό ήταν μεγάλο έργο των διυλιστηρίων, ας πούμε, μετά που βγήκαμε στην πιάτσα και δουλέψαμε στις πολυκατοικίες, εγώ δεν μου άρεσε να δουλεύω με ένα αφεντικό. Δηλαδή αυτός, ο κάθε μάστορας, ο κάθε εργολάβος, σου λέει «Θα έρθεις μαζί μου μόνιμος». Δεν υπάρχει μονιμότητα στην οικοδομή, είναι σχήμα λόγου. Η ουσία είναι, αντί να σου δώσει 130 δραχμές μεροκάματο, να πας με 120. Εγώ αυτό δεν το ήθελα και τύχαινε να κάνω 6 μεροκάματα σε 6 εργολάβους γιατί με κυνηγάγανε. Με κυνηγάγανε επειδή ήμουνα σβέλτος στη δουλειά και δεν διάλεγα τη δουλειά, τι να είναι. Πού θα πάμε; Ναι. Πού θα πάμε, ναι. Δεν μπορεί να με πας εμένα, ας πούμε τώρα, να φύγουμε από την Αθήνα και να πάμε ξέρω γω στη Χασιά, που λέει ο λόγος, γιατί για να πας στην Χασιά ήταν ένα ταξίδι τότε. Να πας να πάρεις το λεωφορείο, πότε θα έρθει και να φτάσει και να... Εκτός έδρας. Καλές στιγμές περισσότερο τις θυμάμαι στο σπίτι, στο σπίτι που ήμουνα πιτσιρίκος και έρχονταν οι συγγενείς από την Κέρκυρα -του πατέρα μου- και έλεγε θυμάμαι -λες και είναι ρε παιδί μου εχθές- «Κύριοι εκ των ενόντων», έλεγε ο πατέρας μου. «Ό,τι υπάρχει θα είναι στο τραπέζι». Τραπέζι είχε μεγάλο. Αλλά φέρνανε, κυρίως η γιαγιά μου, η μάνα του πατέρα μου, είχε έρθει δύο φορές από την Κέρκυρα. Ερχόταν με ένα καράβι που το λέγανε «Κολοκοτρώνης» και ξεκίναγε, ας πούμε σήμερα έχει ο μήνας 11; Μπορεί να ξεκίναγε στις 11 του μήνα από την Κέρκυρα και να έρθει εδώ στις 20, που λέει ο λόγος. Το ταξίδι. Και έφερνε, κουβάλαγε μαζί της -πώς τα κατάφερνε η γυναίκα! Μεγάλη η κυρία ήτανε, μεγάλη γυναίκα- έφερνε τη στάμνα με το κρασί, το μπρούσκο -που μου έχει μείνει αυτό, αυτή η γεύση μου έχει μείνει. Μια σταλιά τώρα σπόρος και να θυμάσαι. Το αυτό δουλεύει παιδί μου, το ένστικτο, τι γίνεται; Κάτι γίνεται-. Και έφτιαχνε και τα σύκα, τα κάνανε τα σύκα σαν πίτα, τα οποία τα τύλιγαν με κληματόφυλλο και το διατηρούσε το σύκο, δεν χάλαγε. Και κότες δεμένες από τα πόδια, ζωντανές, κοκορικοκο!

Μ.Κ.:

Άρα οι καλές στιγμές ήταν στο οικογενειακό περιβάλλον. Στην οικοδομή, είχατε κακές στιγμές τότε;

Δ.Λ.:

Να σου πω, τύχαινε να είναι κάποιοι άνθρωποι που να μην είναι εντάξει. Τύχαινε. Δηλαδή, ξεκινάγαμε ένα κτίριο τώρα, μια πολυκατοικία. Υπήρχε ένας νόμος που επέτρεπε να κάνουν το πατάρι -το μεσοπάτωμα, που το λέγανε πατάρι ουσιαστικά- το οποίο αυτό δεν μέτραγε στην κάλυψη της οικοδομής και το χρησιμοποιούσαν με μια στρογγυλή σκαλίτσα, ωραία, το κατάστημα, το ζαχαροπλαστείο είχε και το πατάρι επάνω και σερβίριζε τον κόσμο. Λοιπόν, αυτό τι γινόταν; Είχε σαν αποτέλεσμα επειδή δεν υπήρχαν τα μέσα. Γερανοί, τηλεσκοπικοί γερανοί που ήρθανε αργότερα, τα σίδερα ανεβαίνανε 1-2-3-5-6-7 πατώματα. Έβγαζε πάσα, μπαλκόνι σε μπαλκόνι, όροφο σε όροφο με τα χέρια. Ο ένας είναι κάτω, ο άλλος είναι στο πατάρι, ο άλλος είναι στο μπαλκόνι έξω, η χειρότερη θέση ήταν πατάρι. Γιατί; Αυτό δεν είχε προεξοχή, δεν είχε μπαλκόνι, ήσουνα πιο μέσα και έπρεπε τώρα. Αυτό είναι το πατάρι, ο από πάνω όροφος είναι αυτός. Και έπρεπε από εδώ να δώσεις τα σίδερα λοξά προς τα έξω. Με αποτέλεσμα να μην μπορείς να βοηθήσεις τον άλλον αλλά ούτε κι ο άλλος να μπορεί να σε βοηθήσει εύκολα. Και βάλε τον πιτσιρίκο που είναι πιο ελαφρύς, πιο ευκίνητος, ξερω γώ, στο χειρότερο σημείο. Και έβαζε τώρα, ας πούμε, ο εργολάβος, ο μάστορας ο σιδεράς, ό,τι σίδερα είχε, ας πούμε. Ο δοκός ένα, και τα πρόσθετα και τα λοιπά, αντί να βάλει… Η ουσία ποια είναι; Αντί να βάλει μικρά δέματα, να μπορεί να ανεβαίνουν εύκολα, προσπαθούσε όσο ήταν δυνατόν μεγαλύτερα δέματα. Είχε την εντύπωση, δεν τους έκοβε το ξερό, νόμιζε ότι έτσι θα κάνει γρήγορα και δεν έκανε γρήγορα. Και σκοτωνόμασταν, και γινόταν πολύ πιο αργά η δουλειά. Αργότερα που, ξεκίνησα εγώ να κάνω εργολαβία πριν πάω φαντάρος. Πριν πάω φαντάρος ξεκίνησα να κάνω εργολαβία, να πάρω δουλειά με το κυβικό. Και έδινα όσο ήταν δυνατόν λιγότερα σίδερα με ταχύτητα, και ήταν ξεκούραστα τα άτομα μετά, αφού ανεβάζαμε τα σίδερα επάνω, έτσι; Να μπορεί να έχει άνεσ[01:00:00]η να δουλέψει, να τοποθετήσει. Για να έρθουμε στην πορεία. Όταν ξεκίνησα την οικοδομή εδώ και ανεβήκαμε απάνω, είμαι από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν τηλεσκοπικούς γερανούς, τηλεσκοπικό γερανό. Και μου λέγαν τα παιδιά, ήρθαν να κάνουν τοποθέτηση, «Ρε, συ Μίμη τώρα πληρώνεις γερανό;» Λέω «Ώπα. Ώπα. Εδώ θα κάνουμε τοποθέτηση. Δεν θα κάνουμε αυτά που τραβήξαμε όλα τα χρόνια, ταλαιπωρίες. Μη στεναχωριέσαι. Θα πληρωθεί ο γερανός αλλά μας δίνει χείρα βοηθείας, μας κάνει και δουλεύουμε άνετα. Μη στεναχωριόσαστε». Τα καλά μετά ήτανε όταν είχα γυρίσει από φαντάρος, έχουμε σταματήσει να ψωνίζουμε με το βιβλιαράκι, βερεσέ στον μπακάλη. Είχαμε γνωριστεί στον Κόκκινο Μύλο με τον μπακάλη πριν πάμε φαντάροι. Ένα χρόνο, δύο χρόνια, ψωνίζαμε στην αρχή όπως είχαμε μάθει, βερεσέ, και έγραφε και ο καημένος ο κύρ Στέργιος και η κυρά Ευγενία -η κυρά Ευγενία ήταν ας πούμε στις δημόσιες σχέσεις-. Λοιπόν κάποια στιγμή του λέμε «Στέργιο μην κρατάς μπλοκάκι, βιβλιαράκι, άστο το βερεσέ. Έχουμε χρήματα εμείς, δουλεύουμε, έχουμε χρήματα, πάρε. Ούτε να κρατάς εκεί, κάνε την δουλειά σου κι εσύ». Και μας έφτασε σε σημείο αργότερα-αργότερα, να μας κάνει πρόταση να γίνουμε συνέταιροι. Να φέρνουμε λάδια από την Μυτιλήνη, γιατί ήταν από την Μυτιλήνη οι πιο πολλοί κάτοικοι στον Κόκκινο Μύλο, να φέρνουμε λάδια μαζί, συνεταιρικά, και του είπα ναι. Συνεννοηθήκαμε με τον αδερφό μου, «Ναι, να πάμε, είναι καλή..». Τελικά τι έγινε; Πώς έγινε; Δεν τον ρώτησα ποτέ. Δεν έγινε αυτό, δεν πραγματοποιήθηκε. Το μόνο ότι αγόρασα κάποια στιγμή ξυλεία επειδή ήταν πολλές οι δουλειές και εδώ για να ρίξω τις άλλες δυο πλάκες απάνω έχει κάποια απόσταση από το δρόμο, από εκεί ή από τον άλλον, να έρθουν τα υλικά εδώ, τα εργαλεία, η ξυλεία και να καλουπώσουνε. Και είπα σε έναν, μου λέει «Μίμη δεν προλαβαίνω», είπα στον άλλο, «δεν προλαβαίνω», παραπέρα. Αυτός που είχε ξεκινήσει εδώ και μου είχε πει «Μίμη μη στεναχωριέσαι για τα λεφτά» -ήτανε ωραίος άνθρωπος και στρωμένος, και οικονομικά ήταν ισχυρός- δεν μπορούσε γιατί είχε μεγάλα έργα αναλάβει. Οπότε πάω κι εγώ -είχαμε πουλήσει το σπίτι στο Μενίδι- και αγοράζω ξυλεία και εργαλεία και πήρα και τον κουμπάρο μου από τους φούρνους, του λέω «Έλα εδώ, θέλεις να γίνουμε συνέταιροι; Ό,τι λεφτά έχεις θα βάλεις, αν δεν έχεις δεν θα βάλεις, και σιγά-σιγά από τη δουλειά που θα κάνουμε, θα κρατάς να ζήσει η οικογένεια και θα βάζεις και τα επιπλέον, θα τα αφήνεις μέσα. 500 εγώ, 500 εσύ. Όταν φτάσεις τα 500 είμαστε 50-50 μετά. Είμαστε συνεταιράκια». Και έτσι κάναμε. Αγόρασα ξυλεία και ρίξαμε εδώ τις πλάκες τις δυο, βγήκαμε μετά, κάναμε τις δουλειές έξω, εντάξει, όλα καλά.

Μ.Κ.:

Ατυχήματα είχατε σε αυτή τη δουλειά;

Δ.Λ.:

Το ατύχημα είναι ένα θέμα αυτό σοβαρό. Εγώ είχα ένα ατύχημα σοβαρό. Όταν είχα πιάσει δουλειά στα διυλιστήρια μού λέει ο μεγάλος μου αδερφός -είναι μακαρίτης, ο Ευτύχιος- μου λέει «Ρε Μίμη, έλα ρε αγόρι μου», ετοιμαζόμουν για να πάω για τη δουλειά, «έλα να με πας μέχρι την πλατεία να πάρω το λεωφορείο γιατί έχω αργήσει». Λέω «Εντάξει». Ανεβαίνω στο ποδήλατο, εκείνος μπροστά, εγώ στο πίσω κάθισμα εκεί, τον πηγαίνω στην πλατεία. Παίρνω το ποδήλατο, γυρνάω για το σπίτι. Σε ένα σημείο, είναι η Ιερά Οδός και υπάρχει η είσοδος για το αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Εκεί, πριν φτάσουμε στη διασταύρωση αυτή, είναι ένα ταφ ουσιαστικά. Γιατί ο καρόδρομος που είναι από τη δεξιά την πλευρά… Δηλαδή ερχόμαστε από την πλατεία, ερχόμαστε από την Ελευσίνα και πάμε προς Αθήνα. Στο αριστερό χέρι είναι η είσοδος του αεροδρομίου, ωραία; Δεξιά είναι ένας καρόδρομος και η στάση του λεωφορείου. Με προσπερνάει, πριν τη στάση του λεωφορείου, το λεωφορείο. Και σε λίγα μέτρα φρενάρει, γιατί ίσως είδε κάποιον επιβάτη που ερχόταν από τον καρόδρομο. Εκείνη τη στιγμή είναι -δώσε μου λίγο το μολυβάκι σου- αυτός είναι ο δρόμος. Εδώ πάει για το αεροδρόμιο, εδώ είναι η στάση του λεωφορείου. Το λεωφορείο. Εδώ είναι το ποδηλάτης. Λοιπόν, με προσπερνά το λεωφορείο και σε λίγα μέτρα φρενάρει γιατί κατά πάσα πιθανότητα είδε τον επιβάτη που τρέχει. Τη στιγμή αυτή, για να μην πέσω εγώ επάνω του, βγαίνω αριστερά και δεξιά. Κάνω το τιμόνι αριστερά-δεξιά ταυτόχρονα τώρα, έτσι; Τυχαίνει εδώ να είναι το κάρο που κουβαλάει νερό στα σπίτια με το άλογό του, εδώ. Να έρχεται το άλλο που πάει για το ΤΙΤΑΝ το φορτηγό, ένα τεράστιο φορτηγό, εδώ. Το λεωφορείο εδώ, και είναι 1-2-3 οχήματα και εγώ μες τη μέση εδώ. Αλλά ο χώρος αυτός εδώ που μεσολαβεί από το φορτηγό με το λεωφορείο είναι ελάχιστος. Και μου τραβάει ένα σουτ με έναν προφυλακτήρα τόσο, σιδερένιο, και εκεί πέρα από δω με πέταξε εκεί κάτω. Κουβάρι με το ποδήλατο ο Δημητράκης. Χτυπάει το χέρι το αριστερό, το κόκαλο δεν ήταν τίποτα, κολλάει εύκολα, δεν ήτανε θρύμματα, ήτανε κάταγμα σκέτο. Το κακό είναι ότι έκοψε το κερκιδικό νεύρο εδώ, η μανέτα του ποδηλάτου. Αυτό εδώ είναι το κερκιδικό νεύρο και το χτυπάει εδώ πέρα, το καρφώνει και το χτυπάει. Αποτέλεσμα; Δεν υπήρχε η τεχνογνωσία, οι ικανότητες, δεν μπορούσαν τότε να κάνουν τέτοιες επεμβάσεις. Και τραβάω ένα σερί τώρα 33 χρόνια, με το χέρι να μην μπορεί να κάνει αυτή την παλάμη που κάνει τώρα. Την παλάμη αυτή δεν γινόταν. Το άνοιγμα της παλάμης δεν γινόταν αυτό και το χέρι ήταν προς τα κάτω μόνο δούλευε. Και δούλευα 33 χρόνια εγώ σίδερα επειδή ήμουνα σκληρό παιδί δεν σταμάτησα «Αμάν τι έπαθα;» και τέτοια. Είχαμε και ένα διάστημα, μας είχε φτιάξει ένα στάβλο ο πατέρας μου από ένα ζωντανό. Κάναμε καμιά δεκαριά Oλλανδίας αγελάδια και τέτοια, καλές ράτσες. Να αρμέξω τα ζωντανά, να τα περιποιηθώ, και εγώ και, 1-2-3, οι 3, οι 2 ήμασταν πιο συνεπείς. Από τους 5 οι 3 ήμασταν πιο συνεπείς, μπορούσαμε, ο τελευταίος ήταν πολύ μικρός, δεν το συζητάμε. 

Μ.Κ.:

Δεν χάσατε μεροκάματα όμως με το ατύχημα;

Δ.Λ.:

Ένα μήνα κάθισα και με κρατάγανε στην κλινική στην Ελευσίνα επί τούτου, για να εισπράττουν λεφτά από όποιον θα πλήρωνε. Η κλινική στην Ελευσίνα με κράταγε μέσα και σηκώθηκα και έφυγα μόνος μου, χωρίς εξιτήριο. Γιατί δεν μου προσέφεραν τίποτα και καθόμουνα εκεί πέρα, ήταν νεκρός χρόνος. Και ήταν και μια κυρία από την Κω, με είχε συμπαθήσει, μια κυρία μεγάλη. Είχαμε γίνει φιλαράκια, οπότε την κοπανάω και πάω στο σπίτι. «Κάθομαι εδώ, με κοροϊδεύετε; Τι κάνω εγώ; Δεν κάνω τίποτα», δεν μου κάνανε τίποτα. Και με πήγανε μετά… Σπυριδάκης λεγόταν ο γιατρός, και με πήρε με το ŠKODA -την εποχή εκείνη τα ŠKODA τα λέγανε «Σκούντα». «Σκούντα» ŠKODA, σκούντα το! Και αργότερα δηλαδή, όχι μόνο τότε- [01:10:00]και με πήγε στο Αρεταίειο νομίζω. Είναι Αρεταίειο και Αιγινήτειο, είναι κοντά κοντά αυτά στη Βασιλίσσης Σοφίας, σε ένα από αυτά, μάλλον στο Αρεταίειο πρέπει να ήταν, ή Αιγινήτειο. Εντάξει είναι πολλά τα χρόνια τώρα, εντάξει είναι μερικές δεκαετίες είναι τώρα, μιλάμε για 60 φεύγα χρόνια, 70 χρόνια σχεδόν, αν δεν είναι 70, 65!. Λοιπόν, με το ατύχημα αυτό με δυσκόλεψε αλλά δεν το έβαλα κάτω. 

Μ.Κ.:

Στην οικοδομή δεν είχατε κάποιο ατύχημα; Γιατί είναι επικίνδυνα αυτά που μου περιγράφετε, έτσι;

Δ.Λ.:

Να σου πω, ψιλοατυχηματάκια είχα. Ψιλά, δηλαδή δεν μου αφήσανε κάτι, κατάλαβες; Δεν χρειάστηκε να κάνω κάποια χειρουργική επέμβαση, κάτι. Μια φορά δουλεύουμε… Είναι το γηροκομείο Aθηνών, από την βορινή μεριά, έναν υποσταθμό της ΔΕΗ και εκεί δουλέψαμε 800 τόνος σίδερο, πολύ σίδερο. Θυμάμαι ότι είχε γίνει ένα κοντρόλ εκεί και μιλάνε για 800 τόνους σίδερο. Αφού έρχονταν οι νταλίκες και φεύγανε, τα ρίχναμε μέσα σε χρόνο ρεκόρ. Το σίδερο το ανεβάζαμε πάνω με το σκοινί, με το ράουλο -το ράουλο είναι, πώς είναι ένα παλάγκο που έχουν στα καράβια, το περνάς το σκοινί μέσα και κάνει υποδιαίρεση για να είναι πιο ελαφρύ στο τράβηγμα, το παλάγκο, το ράουλο είναι ένας τροχαλίας και είναι πιο γρήγορο αλλά έχει πιο ζόρι- εκεί εγώ έκανα ένα άλμα. Είναι αυτό το κτίριο εδώ ας πούμε, αυτό το κτίριο είναι εδώ. Και από εδώ είναι ο χώρος που έχουμε στη διάθεσή μας να δουλεύουμε. Έχει ανέβει το κτίριο σε κάποια μέτρα ύψος και ανεβάζουμε τα σίδερα με το σκοινί. Εγώ έκανα ένα άλμα από το σημείο που το σίδερο έπαιρνε την τροχιά, την ευθεία του, για να ανέβει στο ύψος της οικοδομής, έκανα ένα άλμα για να πιάσω το σκοινί και να συνεχίσει το έργο. Άθελά του ο αδερφός μου ο μεγάλος, έσπρωξε το πατάρι αυτό που είχαμε και μου κάνει ένα σκίσιμο στο μηρό εδώ, ξεγυρισμένο. Βγάζω το πουκάμισο, το δένω. Ο αδερφός μου μόλις είδε την κατάσταση αυτή πέφτει τάβλα κάτω, λιποθύμησε. Ο άλλος ο αδελφός ήρθε με το αυτοκίνητό του, με πήγε στο Γεώργιος Γεννηματάς -τότε δεν λεγόταν Γεώργιος Γεννηματάς, λεγότανε τότε, να δεις πώς λεγόταν; Περιφερειακό, κάτι τέτοιο, μια άλλη ονομασία είχε-. Εν πάση περιπτώσει, ο γιατρός, με βάλανε στα έκτακτα περιστατικά εκεί, μου λέει «Παντρεμένος;». Του λέω «Γιατί ρε γιατρέ;». Μου λέει «Να ξέρω τι θα κάνω». Του λέω «Παντρεμένος και με δύο παιδιά». «Α εντάξει, δεν έχεις ανάγκη». Του λέω «Κοίταξε, εμείς δεν έχουμε άλλη περιουσία, τα πόδια μας και τα χέρια μας έχουμε. Κοίταξε να τα φτιάξεις όμορφα». Αυτό ήτανε. Αυτό ήτανε το ατύχημα. Το ξεπεράσαμε, εντάξει, όλα καλά.

Μ.Κ.:

Να ρωτήσω κάτι; 

Δ.Λ.:

Έλα. 

Μ.Κ.:

Με την πρώτη σας πληρωμή τι κάνατε;

Δ.Λ.:

Με την πρώτη πληρωμή; Την πρώτη πληρωμή τα λεφτουδάκια στον μακαρίτη τον μπαμπά. 

Μ.Κ.:

Πώς νιώσατε που του δώσατε λεφτά;

Δ.Λ.:

Μια χαρά. Χαρά, ικανοποίηση γιατί συμμετέχεις στον αγώνα που κάνουν οι γονείς σου. Δεν αισθάνθηκα δηλαδή ότι, κοίταξε να δεις «Εγώ δουλεύω και μου παίρνουν τα λεφτά». Όχι με τίποτα. Με τίποτα. Και εδώ να συμπληρώσουμε για τις χαρές, ότι πρόλαβε -γιατί πέθανε πολύ νέος ο πατέρας μου- πρόλαβε, ήρθε, μας είδε που έχουμε φτιάξει το σπιτάκι μου τον αδερφό μου και τον φιλοξενήσαμε μια βραδιά. Ήταν χαρά αυτή. Ναι, ναι, ναι. Είναι κάτι περιπτώσεις που μένουνε, μένουν και τις θυμάσαι. Βέβαια.

Μ.Κ.:

Θα πάμε λίγο στην κινητοποίηση του ‘60 που μου είπατε για να το κλείσουμε μετά. 

Δ.Λ.:

Ναι. 

Μ.Κ.:

Εσείς πώς είχατε μάθει για την κινητοποίηση; Θυμάστε;

Δ.Λ.:

Κάθε πρωί που ξύπναγα να πάω για τη δουλειά, δεν φεύγανε τα πουλιά σαν ψαροκάικα, περνάγαμε από την πιάτσα. Η πιάτσα ήτανε το κεντρικό σημείο, μας συγκέντρωναν η μαστοράντζα και ήταν, εμείς οι συγκεκριμένοι τώρα συνάδελφοι μαζευόμαστε, ας πούμε, στη «Φωλιά». Παραδίπλα ήταν η «Πρωτεύουσα», παρακάτω επί της Αθηνάς ήτανε ελαιοχρωματιστές, ήταν οι πελεκάνοι που δούλευαν την πέτρα, άλλα διάφορα επαγγέλματα. Αυτοί που δουλεύανε, ας πούμε, στο μπετό ήτανε στο «Αθηναϊκό» το σινεμά πίσω από τη δημαρχία. Ήταν ένας κινηματογράφος ο οποίος άνοιγε το πρωί και έκλεινε το βράδυ αργά και την ημέρα έπαιζε εκεί. Κινηματογράφος, ο οποίος είναι απερίγραπτος ο κινηματογράφος. Εγώ μια φορά πήγα στη ζωή μου μέσα και δεν ξαναπήγα. Τόσο καλός ήταν. Οπότε από εκεί ξεκινάγαμε, εκεί ήτανε ο πύργος ελέγχου δηλαδή να τον πούμε έτσι, όπως είναι στο αεροδρόμιο. Η πιάτσα ήτανε η ψυχή της οικοδομής. Από εκεί και ξεκίναγε και οι κινητοποιήσεις, οι πρωτεργάτες του σωματείου των οικοδόμων και μετέπειτα του συνδικάτου των οικοδόμων, που έγινε μετά από χρόνια, έτσι; Γιατί τι γινότανε; Τα πρωτοκλασάτα στελέχη συνήθως ήταν αυτοί οι άνθρωποι που πληρώνανε το τίμημα με τις συλλήψεις, με τις ταλαιπωρίες, δικαστήρια, φυλακίσεις και τέτοια. Ένας από τους λεβέντες ήτανε ο Κώστας ο Τερζάκης, ο οποίος ήτανε δημοδιδάσκαλος. Κι έτυχε να τον γνωρίσω εγώ. Δεν το ήξερα! Πήγαμε, μας έστειλε ο μαστρο-Γιώργης ο Σπαρτιάτης στο Αιγάλεω να κάνουμε σε μια οικοδομή με τον μαστρο-Κώστα κοντά, τον Τερζάκη, να δουλέψουμε εκεί. Και μετά από 2-3 μέρες μαθαίνω ότι αυτός ο άνθρωπος ήτανε δάσκαλος, τον είχαν φυλακίσει για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Γιατί ήταν αριστερός, ήταν κομμουνιστής γνήσιος, και έχει βασανιστεί σε εξορίες και σε ξερονήσια, και το έμαθα μετά, δεν το ήξερα. Ε, πού να ξέρεις τώρα; Πιτσιρικάς. Πρέπει μέσα να έχεις τους γονείς σου, να είναι στο ίδιο επάγγελμα από χρόνια, να έχουν διασυνδέσεις και τέτοια. Και εκεί σιγά σιγά, είναι σαν και αυτό που λέει ένα βιβλίο «Πώς δενότανε το ατσάλι». Πώς δενότανε το ατσάλι; Έτσι δένεται το ατσάλι, γιατί είσαι από παιδί κοντά. Και μπαίνανε εκεί, που λέμε τώρα, στην «Πρωτεύουσα» μέσα, μεγάλο καφενείο το οποίο είχε και ένα τμήμα και σερβίριζε πατσά, τεράστιο το μαγαζί, το μαγαζί τεράστιο. Και μπαίνανε τώρα οι μαστοράντζες, παλιοί μαστοράντζες -όπως είμαι εγώ ασπρομάλλης τώρα, έβλεπα τότε ασπρομάλληδες και έλεγα «Πωπω πόσο χρονών είναι αυτός ο άνθρωπος ρε παιδί μου; Πότε θα φτάσουμε εμείς εκεί πάνω;». Πότε θα φτάσεις εκεί πάνω; Καλημέρα-καληνύχτα είναι! Να μην φεύγει ο χρόνος ανεκμετάλλευτος. Και μπαίνανε μέσα οι μπάτσοι και χτυπάγανε τη μαστοράντζα, γιατί διάβαζε μια εφημερίδα, γιατί την «Αυγή», ο «Ριζοσπάστης» ήταν στην παρανομία. Βέβαια δεν είχαμε, δεν άκουγες ούτε λέξη ότι ο «Ριζοσπάστης» είναι στην παρανομία τότε. Δεν άκουγες τίποτα. Για να γίνει κουβέντα έπρεπε κάποιος να σε γνωρίσει, να σε εμπιστευτεί και να [01:20:00]σου μιλήσει, ότι «Έλα από δω, πάμε κάπου να ακούσουμε κάτι» και τα λοιπά.

Μ.Κ.:

Μισό λεπτάκι, η πιάτσα τελικά τι ήτανε;

Δ.Λ.:

Ήτανε η μαστοράντζα. Είμαστε, οι σιδεράδες μαζευόμασταν, ας πούμε, στην «Φωλιά».

Μ.Κ.:

Η «Φωλιά» τι ήτανε;

Δ.Λ.:

Ήταν καφενείο, η «Φωλιά» ήταν καφενείο. Παραδίπλα ήταν ο κυρ-Παναγιώτης που είχε ένα μικρό καφενεδάκι και εκεί άφηνες τα εργαλεία σου, την τσάντα σου όταν σχόλαγες, για να μην τα κουβαλάς μέχρι το σπίτι που έμενες, είτε Ελευσίνα, είτε Αιγάλεω, είτε δεξιά-αριστερά στα προάστια. Αλλά ήτανε και άλλος ένας που είχε αποθήκη στην Αθηνάς. σχεδόν πίσω από τη δημαρχία αλλά προς την Ευριπίδου κατέβαινες.

Μ.Κ.:

Και τι λέγατε στην «Φωλιά»;

Δ.Λ.:

Στην «Φωλιά»; Καταρχήν η νεολαία δεν καθόμαστε μες στο καφενείο, είμαστε έξω. Πηγαίναμε το πρωί, παράδειγμα ας πούμε στις 6 η ώρα, στις 5:30 η ώρα το πρωί. Και όταν αρχίσαμε και γνωριστήκαμε με κάποιους συναδέλφους, σου έλεγε «Μίμη δουλεύεις σήμερα;». «Δουλεύω». «Εντάξει». Την άλλη μέρα «Δουλεύεις;». «Όχι». «Θα έρθεις μαζί μου». «Πού θα πάμε;». «Στο Παγκράτι». «Ωραία. Με ποιον θα πάμε;». «Με τον μαστρο-Γιώργη». «Εντάξει, τον ξέρουμε, ξέρει και το μεροκάματο κι αυτά». Άμα είναι άγνωστος, «Μάστορα ξέρεις, εγώ θέλω 150 δραχμές μεροκάματο». Άμα συμφωνούσε πήγαινες. Δεν συμφωνούσε, δεν πήγαινες. Γινότανε το παζάρι.

Μ.Κ.:

Και εκείνες τις μέρες που ήταν οι κινητοποιήσεις μιλούσαν και πολιτικά;

Δ.Λ.:

Οι μεγάλοι; Οι μεγάλοι, αυτοί ήτανε γνωστοί μεταξύ τους συνάδελφοι μιλούσανε, βέβαια μιλούσανε, δεν μπορεί να μην μιλούσανε. Αλλά δεν μιλούσανε ανοιχτά, να ακούγονται.

Μ.Κ.:

Είχατε καταλάβει όμως να φουντώνει έτσι λίγο το κλίμα;

Δ.Λ.:

Βέβαια, βέβαια. Γιατί κατ’ αρχήν γινότανε κινητοποίηση αλλά υπήρχε μυστικότητα.

Μ.Κ.:

Και πώς τη μάθατε;

Δ.Λ.:

Στόμα με στόμα. Βλέπεις ότι αύριο ή το πρωί, φεύγουμε και πάμε στην Αγησιλάου ή εδώ. Χωρίς να γίνει η κινητοποίηση, γινότανε πολύ συχνά κυνήγι από τη μπατσαρία. Μπαίνανε μες στο καφενείο -δεν σου τελείωσα- και χτυπάγανε τον κόσμο με τα γκλομπ. Το διανοείσαι; Να τρελαίνεσαι δηλαδή. Κι εμείς πιτσιρικάδες βγαίναμε, ήμασταν έξω -έτσι κι αλλιώς ήμασταν έξω- αλλά γιουχάραμε και τρέχαμε. Πού να μας πιάσει; Μπορεί να μας πιάσει ένας μπάτσος; Πιάναμε πουλιά στον αέρα. Αλλά γιουχάραμε όμως και τρέχαμε. Εκεί τους τη σπάγαμε. Και ήτανε μαστοράντζες τώρα, ήτανε από την Κοκκινιά, ήταν από τον Κορυδαλλό, ήταν Αγία Βαρβάρα, ήταν από όλες τις περιοχές, Αιγάλεω. Λαός, λαός, πολύς λαός. Και ήταν ξέρεις, γερά χρόνια. Και ήτανε το Σάββατο ήτανε να ξεχωριστή μέρα. Γιατί; Ήταν η μέρα της πληρωμής και μπορούσες να πιεις μια πορτοκαλάδα. Αλλά από τις καλές τώρα περιπτώσεις, ο μαστρο-Γιώργης ο Πολυμενάκος -Πολυμενάκος ήτανε Σπαρτιάτης, καθαρά Λάκωνας το επίθετο, ο οποίος έγραφε με κόκκινο στυλό μονίμως τους καταλόγους και έφυγε στην Αμερική ο καημένος αυτός, κρίμα ήταν ωραίος άνθρωπος- αυτός ήθελε να με έχει μαζί του συνέχεια και για να μη με χάσει και την Δευτέρα πάω αλλού, μου έλεγε «Την Κυριακή θα έρθεις στο σπίτι να πλύνεις τα εργαλεία ρε παιδάκι μου», σου λέει να δώσω ένα μεροκάματο στον Δημητράκη να μην τον χάσω από κοντά. Οπότε, την Δευτέρα μαζί με τον μαστρο-Γιώργη, θα σου πω ότι δεν μου άρεσε σε αυτόν τον άνθρωπο μετά. Λοιπόν, δουλεύουμε μαζί, έχουμε σχολάσει, απογευματάκι, πολλές φορές κατέβαινα και το απόγευμα στην πιάτσα. Απόγευμα, έχουμε αργήσει να σχολάσουμε, και είναι Ευπόλιδος και Αθηνάς γωνία, υπάρχει ένα μικρό ζαχαροπλαστειάκι, να το πούμε. Αυτός πούλαγε ένα, ήταν σαν χωνί, «ο παπάς» το λέγανε, με άσπρη σαντιγί απάνω και είχε και ένα σαν κερασάκι κορυφή, τουλούμπες, σάμαλι, μπακλαβάδες, τέτοια, γλυκά κυρίως, δεν είχε τραπέζι, ήτανε στο πόδι. Σερβίρισμα στο πόδι, στο χέρι «πάρ’ το, φύγε». Απέναντι ήτανε η μπυραρία -να θυμηθώ πώς τη λέγαν την μπυραρία ρε παιδί μου- εκεί με κέρασε ο μαστρο-Γιώργος σουβλάκι και μπύρα πρώτη φορά, λέω «Ωραίο πράγμα», πρέπει να ήμουνα 16 χρονών, ξέρω γω. Ναι, αυτός ήθελε να με έχει από κοντά, του άρεσε που ήμουνα σβέλτος. Εμένα τι δεν μου άρεσε; Δεν μου άρεσε το ότι έλεγε, την Δευτέρα ας πούμε στη δουλειά, παράδειγμα, τι έκανε το βράδυ με την γυναίκα του. «Ρε μάστορα», έλεγα από μέσα μου, «Τι κάνεις ρε άνθρωπε;». Και ήταν ο λόγος που δεν ξαναπήγα μαζί του να δουλέψω. Ναι, λέω «Αν είναι δυνατόν ρε μάγκα. Έξυπνος άνθρωπος τώρα, και να κάνεις τέτοια συζήτηση;». Δεν μπορούσα να το χωνέψω δηλαδή, τι να σου πω; Πολύ μου κακοφάνηκε αυτό το πράγμα. Και αργότερα έτυχε μεγάλος, ερχόταν ένας στην επιχείρηση που δούλεψα μια δεκαετία, ερχόταν ένα φορτηγό από την Θεσσαλονίκη, από το Κιλκίς, και έφερνε εδώ πέρα πλέγματα, δομικά πλέγματα. Και περνάει μια κοπέλα και πήγαινε στη δουλειά της. Εκεί ήτανε το σημείο, πριν γίνει η γέφυρα Μεταμόρφωση-Πάρνηθα, Μεταμόρφωση-Μενίδι, ήταν φανάρι. Η επιχείρηση που δούλευα ήτανε λίγο πάνω από το φανάρι, ήταν φάτσα πάνω στον εθνικό δρόμο και έμπαινες μέσα, μεγάλη επιχείρηση, τεράστια. Ο άνθρωπος αυτός από Θεσσαλονίκη βλέπει μια κοπέλα και πέρναγε και είπε μια λέξη, δεν λέγεται, λέει «Σαν την γυναίκα μου». Τον κοιτάω, του λέω «Ρε συ μάγκα σοβαρολογείς; Γιατί πιάνεις στο στόμα σου την γυναίκα σου; Ξέρεις, να σου πω ένα πράγμα. Εμείς γνωριστήκαμε εδώ τώρα, έτσι; Αύριο-μεθαύριο, πες ότι κάνω εγώ μια βόλτα με τη γυναίκα μου, και συναντιόμαστε στην Θεσσαλονίκη. Θα σου αρέσει; Πώς θα αισθανθείς που θα μου έχεις περιγράψει την γυναίκα σου; Πώς θα αισθανθείς; Μην την ξαναπείς την κουβέντα αυτή ρε. Να σέβεσαι». Ναι, ναι. Η κοινωνία έχει ρε παιδί μου πολλά περίεργα, πολλά στραβά.

Μ.Κ.:

Μια άλλη συζήτηση αυτή.

Δ.Λ.:

Ε ναι, είναι ένα σημείο το οποίο, δεν ξέρω αν αναφέρεται εδώ. Το είχες σταματήσει;

Μ.Κ.:

Όχι.

Δ.Λ.:

Δεν πειράζει, δεν είπαμε τίποτα κακό έτσι. 

Μ.Κ.:

Όχι, δεν είναι κάτι.

Δ.Λ.:

Οι εκφράσεις παίζουνε και αυτές το ρόλο τους.

Μ.Κ.:

Τίποτα εγώ θέλω λίγο να το..

Δ.Λ.:

Συνοψίσουμε.

Μ.Κ.:

Για να το κάνουμε, την κινητοποίηση. Θέλω δηλαδή να μου δώσετε και μια εικόνα. Εσείς...

Δ.Λ.:

Αργότερα…

Μ.Κ.:

Το μάθατε και πώς είπατε να πάτε; Με ποιον πήγατε;

Δ.Λ.:

Όταν έγινε η κινητοποίηση αυτή η μεγάλη. Κοίταξε να δεις, είναι κάποια πράγματα που δεν χρειάζεται να σου πει ο άλλος «Πάμε στην Ομόνοια». Βλέπεις το κοπάδι που πηγαίνει, το ρεύμα, πηγαίνει το ποτάμι τραβάει προς τα εκεί. Και είσαι μέλος και εσύ του ποταμιού και πας. Δεν χρειάζεται να σου πει. Γίνεται κουβέντα. Γίνεται κουβέντα ότι μεροκάματα, ένσημα, ατυχήματα, γιατροί στις γειτονιές, δεν υπήρχε τίποτα, τίποτα. [01:30:00]Όταν λέμε τίποτα, τίποτα. Παίρνω παράδειγμα εγώ τώρα τον εαυτό μου που είμαστε στον Κόκκινο Μύλο. Και χρειάστηκε για να πας να σου δώσει ο γιατρός, να πάρεις ένα φάρμακο για το λαιμό γιατί κρύωσες, πάγωσες και δεν μπορείς, θέλεις να πάρεις δυο ασπιρίνες, κάτι. Να σου βάλει δύο μέρες άδεια -που δεν το κυνήγαγα αλλά εν πάση περιπτώσει- πηγαίναμε στην Φιλαδέλφεια, σε ρωτούσε «Πού μένεις;». «Μένω λίγο πάνω από το νεκροταφείο». «Α είναι εκεί είναι δήμος Αχαρνών. Πρέπει να πας στους Αγίους Αναργύρους» . Δεν υπήρχε στον δήμο Αχαρνών ιατρείο του ΙΚΑ.

Μ.Κ.:

Είχατε πάει δηλαδή με σκοπό να κατέβετε εκεί πέρα στην πορεία; Μετά τη δουλειά; Πώς ήτανε;

Δ.Λ.:

Είναι πρωί πριν πάμε στην οικοδομή και γίνεται κουβέντα. Τα προβλήματα είναι μεγάλα και πρέπει να αντιδράσουμε, πρέπει κάτι να κάνουμε, να κινητοποιηθούμε. Γίνεται κουβέντα.

Μ.Κ.:

Στην «Φωλιά»;

Δ.Λ.:

Έξω, στο πεζοδρόμιο απάνω, εκεί είναι δρόμοι δικοί μας. Βέβαια αν πέρναγε κανένα ταξί κάνεις στην άκρη να περάσει, έτσι; Αλλά ήταν και τα ταξί, άραζαν εκεί και τα ταξί. Δεν ήτανε μες στη λεωφόρο τώρα η πιάτσα μας, ήτανε στον παράδρομο. Και πηγαίνεις τώρα. Πώς το λέει «Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη..». Αν βλέπεις όλους τους συναδέλφους σου και κατηφορίζουν, θα κάτσεις μόνος σου; Πας μέσα. Μπαίνεις μέσα. Νεαρός νεαρός, μπαίνεις μέσα όμως. Έχεις δει και τις προηγούμενες μέρες τη συμπεριφορά της αστυνομίας. Να είναι οι κλούβες απ’ έξω, να μαζεύονται, και μέσα να χτυπάνε τον κόσμο. Και βγαίνει και γιουχάρεις.

Μ.Κ.:

Για να πάτε στην κινητοποίηση πώς ξεκινήσατε;

Δ.Λ.:

Βέβαια. Ήμασταν πεζοί πάντα. Εκεί, όταν φτάσαμε στον χώρο της συγκέντρωσης δεν ακούστηκαν συνθήματα. Ακούγαμε τον ομιλητή, αυτό το λουλούδι της δεξιάς, τον Λυκιαρδόπουλο, χαχάνιζε εκεί πάνω. 

Μ.Κ.:

Τι έλεγε αυτός;

Δ.Λ.:

Έλεγε τώρα διάφορα, διάφορα πράγματα, τα οποία δεν μπορεί να θυμηθείς, να συγκρατήσεις κάτι. Το μόνο, ότι βλέπεις τα πρόσωπα, που ενώ κάτω είναι λαός βασανισμένος στην κυριολεξία. Γιατί αν υπήρχανε φωτογραφικές μηχανές και τα μέσα να απαθανατίσεις τα πρόσωπα, τις εικόνες, είναι σαν κι αυτές που βλέπεις κάτι πολύ παλιά έργα, την τραγιάσκα, το παντελόνι και το ένα και το άλλο, και τα λοιπά, δεν διαφέρει σε τίποτα. Άνθρωποι της ταλαιπωρίας, της δυστυχίας. Και ξαφνικά πετάγονται οι χαφιέδες και λένε «Θάνατος στον Καραμανλή» και αρχίζουν και χτυπάνε τον κόσμο. Εκεί έγινε το έλα να δεις. Χωρίς λόγια. Πράξη. Σηκώνεται το πεζοδρόμιο και γίνεται φωτοβολίδα, γίνεται πύραυλος. 

Μ.Κ.:

Εσείς καταλάβατε να κινδυνεύετε;

Δ.Λ.:

Ε βέβαια! Γιατί ήτανε οι μπάτσοι σαν τα κοράκια μαζεμένοι και σηκώνουν και χτυπάνε τον κόσμο με τα γκλομπς. Πριν από μας μεσολαβεί ένα πλήθος από κόσμο, και πίσω είναι τα μπασκίνια. Αλλά έχουνε μπει μέσα στην κάθετη της Πειραιώς -αν δεν είναι Δεληγιώργη, δεν θυμάμαι, Δεληγιάννη, Δεληγιώργη, είναι κάθετη- και υπάρχει πίεση στον κόσμο, γιατί η Αγησιλάου είναι γεμάτη, και από την Κεραμεικού κόσμος. Αυτοί έχουν στα χέρια τους τα γκλομπς. Εμείς και οι συνάδελφοι, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, οι μαστοράντζες τώρα, δεν έχουν στα χέρια τους τίποτα. Δεν φέρανε ρόπαλα και τίποτα. Κατάλαβες; Και αυτό είναι που με βασανίζει εμένα συνέχεια. Λέω «Εμείς είμαστε με τα ανοιχτά τα πουκάμισα, με έξω τα στήθια μας και τα μπράτσα και η μπατσαρία πληρώνεται μονίμως για να μας καθηλώσει, να μας σπάσει το ηθικό, να σταματάμε να διαμαρτυρόμαστε, να σταματάμε να διεκδικούμε». Και αυτό δεν είναι σωστό. Αυτό είναι αχαρακτήριστο δηλαδή. Οπότε έγινε ο χαμός. 

Μ.Κ.:

Εσείς πώς αντιδράσατε εκείνη την στιγμή; Τι κάνατε;

Δ.Λ.:

Βασικά κοιτάς να μην σε προλάβει ο μπάτσος, να μην σε χτυπήσει, έτσι; Και τι γίνεται; Άλλοι έχουνε πάρει τον δρόμο τώρα, γιατί αυτά γίνονται, ξέρεις πώς γίνονται, αστραπιαία, τώρα το να σηκωθεί το πεζοδρόμιο... Πήγε μια ομάδα μεγάλη και έπιασε δουλειά να σηκώνει το πεζοδρόμιο και να ρίχνει. Εμείς κοιτάξαμε να γλιτώσουμε από την μπατσαρία, μην μας χτυπήσει κανένας στο κεφάλι με το γκλοπ, δεν είχαμε τίποτα στα χέρια μας. Αν είχαμε κάτι στα χέρια μας θα αντιδρούσαμε. Ναι δεν θα τον αφήσεις τον κερατά. Δεν θα τον αφήσεις. Γιατί έχουμε τόσα θύματα. Έχουμε την Σωτηρία Βασιλακοπούλου, έχουμε τον Σωτήρη τον Πέτρουλα, έχουμε τον Σαράφη, έχουμε τον Στάθη αυτόν, τον Αλέκο τον Παναγούλη. Ας μην ήταν κομμουνιστής ο άνθρωπος, ήταν αντιστασιακός. Τόσα θύματα, στην Θεσσαλονίκη, κοίτα να δεις», ναι ρε πούστη, δεν πάει, δεν γίνεται αλλιώς, λες, λες, λες, φτάνεις εδώ.

Μ.Κ.:

Και τελικά πώς φύγατε από εκεί;

Δ.Λ.:

Με τα πόδια φύγαμε και ποιος ξέρει; Μπορεί να φτάσαμε στο σπίτι με τα πόδια στον Κόκκινο Μύλο.

Μ.Κ.:

Πόση ώρα κράτησε αυτό;

Δ.Λ.:

Κοίταξε, αυτό, οι οδομαχίες οπωσδήποτε ήταν ένα δίωρο. Μην ήταν και παραπάνω γιατί τα παλικάρια που μείνανε πίσω ανεβοκατεβάζανε ξυλείες από τις οικοδομές που υπήρχανε τότε και συνεχίζανε τους αγώνες. Αλλά σίγουρα υπήρχε κάποιος πυρήνας, κάποια οργάνωση που μπορούσανε να αντιδράσουνε ενωμένοι. Σε μας τώρα, πιτσιρίκια, δεν μας μετράγανε. Εμπιστευότανε να πιάσει έναν πιτσιρίκο τώρα ένας άνθρωπος που βγήκε;

Μ.Κ.:

Να κάνω μία τελευταία ερώτηση εγώ και δεν έχω κάτι άλλο. Κάποιοι λένε ότι μέχρι τότε ντρέπονταν να πούνε τι δουλειά κάνουνε. Είναι αλήθεια αυτό; Δηλαδή, το κέρδισαν μετά από αυτό;

Δ.Λ.:

Μετά ο οικοδόμος ανέβηκε, το επίπεδό του ανέβηκε, ως προς τι; Είναι φόβος και είναι και σεβασμός. Αυτά τα δύο μαζί. Γιατί; Να φανταστείς ότι δεν το είδα αλλά σκεφτόμουνα ότι μπορεί -χωρίς να φταίει, χωρίς να ενοχοποιήσουμε τον μηχανικό, τον πολιτικό μηχανικό- αλλά είχανε ένα τουπέ κάποιοι. Και αυτοί βάλανε την ουρά στα σκέλια τους μετά, ο κατασκευαστής, ο εργολάβος. Το θέμα τώρα των ενσήμων, δεν γινότανε κουβέντα γιατί δεν θα σε έπαιρνε για δουλειά εύκολα ο άλλος. Εγώ δεν είχα βγάλει βιβλιάριο πριν πάω φαντάρος. Έβγαλα όταν απολύθηκα από φαντάρος. Γιατί; Έβλεπα τους ανθρώπους, τους εργάτες, Χριστούγεννα-Πάσχα, να περιμένουνε ουρές για να πάρουνε 3 κατοστάρικα, ήτανε πολλά τα λεφτά, για να πάρει, να ψωνίσει κάτι για τα απαραίτητα στο σπίτι τους τώρα, κατάλαβες; Όχι αστεία. Σιγά σιγά, μετά από αυτήν την κινητοποίηση άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά το θέμα. Δηλαδή, διεκδίκηση των ενσήμων. Το ένσημό σου, τι λέμε τώρα! Εγώ ελάχιστα ένσημα πούλησα στην ζωή μου και τα πούλησα γιατί; Δεν είναι ήτανε η άμεση επικόλληση που έγινε αργότερα, θα σου πω για την άμεση επικόλληση τι ήτανε. Το καλύτερο σύστημα ήτανε. Μετά τον στρατό έβγαλα βιβλιάριο[01:40:00] γιατί πριν έβλεπα τους ανθρώπους σε αυτό που λέγαμε, τις εικόνες να βλέπεις μια ουρά τεράστια στο ΙΚΑ να περιμένει να πάρει ένα δωράκι. Κι εγώ δεν το ήθελα να πάω να στηθώ εκεί πέρα, λέω «Όχι ρε, θα βγάλω βιβλιάριο αργότερα και θα έρθω με τα ένσημά μου να πάρω ό,τι δικαιούμαι». Μετά τον στρατό έβγαλα το βιβλιάριο. Δεν άφηνα ένσημο να μου το φάνε, γιατί υπήρχε και αυτό το κακό, κατάλαβες; Να δουλεύεις τώρα σε ένα κτίριο, να κάνεις 20-30 μεροκάματα και να σου πει να σου βάλει τα 10. Κάτσε ρε, μαζί τα δουλέψαμε; Τι λέτε ρε;

Μ.Κ.:

Να ρωτήσω κάτι, κάνατε διαλείμματα στην οικοδομή;

Δ.Λ.:

Να σου πω..

Μ.Κ.:

Υπήρχε η ώρα του διαλείμματος;

Δ.Λ.:

Όταν εφαρμόστηκε το 7ωρο, 9 η ώρα, 9:30, ήταν διάλειμμα καφεδάκι. Το καφεδάκι έγινε νόμος. Άγραφος νόμος.

Μ.Κ.:

Κολατσιό;

Δ.Λ.:

Κατά τις 11 η ώρα ήτανε το κολατσιό. Δεν κράταγε πολλή ώρα αλλά ήτανε στοπ για κολατσιό. Και 14:30 η ώρα τα όπλα παύση. Τελεία και παύλα.

Μ.Κ.:

Σας λείπει καθόλου η δουλειά;

Δ.Λ.:

Εγώ δουλεύω τώρα την νύχτα, αδιάκοπα. Δηλαδή, πολλές φορές την νύχτα, τελευταία. Και το συγκρίνω αυτό τώρα, θα σου πω, το συγκρίνω όταν ήμουνα φαντάρος. Απολύθηκα από φαντάρος και στο κέντρο εκπαιδεύσεως ήτανε ένας ο οποίος έπαιζε σάλπιγγα, αλλά αυτός ήτανε μουσικός ο άνθρωπος, δεν ήτανε ό,τι κι ό,τι, έμαθε μια φλογέρα με το κοπάδι, εντάξει. Και αυτός μπορεί να έπαιζε καλά κομμάτια. Αν έχεις ακούσει το Ινσιλέσιον, είναι ένα κομμάτι το οποίο είναι σπουδαίο και περίμενα το βράδυ να ακούσω τον φαντάρο να παίζει το σιωπητήριο το Ινσιλέσιον. Ε, μετά να το ακούσεις αυτό με το σαξόφωνο, τι είχε ο άνθρωπος, είναι μαγεία. Και περίμενα το βράδυ και μετά περίμενα να το ακούσω. Το οποίο και αυτό το έχουνε καταργήσει και βάζουνε τώρα, cd βάζουν, τι βάζουν, κολοκύθια-τούμπανα.

Μ.Κ.:

Εγώ να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ για την συνέντευξη.

Δ.Λ.:

Κι εγώ χάρηκα που κάναμε αυτήν την κουβέντα. Είχε ενδιαφέρον. Γιατί ξέρεις, είναι αυτό που λέγαμε προχθές, χθες το λέγαμε; Προχθές; Ενεργοποίησες το φιλμάκι στο μυαλό μας. Βλέπεις την ζωή σου σε μικρογραφία τώρα, την περνάς έτσι. Τελικά είμαι ευχαριστημένος εγώ με την ζωή μου, να σου πω την αλήθεια, ναι. Με όλη την αυτήν, αυτόν τον κύκλο όλο.

Δ.Λ.:

Και το έλεγα στον γιό μου τελευταία, του λέω «Ρε παλικάρι, άκου να σου πω ένα πράγμα. Σαν ελεύθερος είχα στο μυαλό μου βάλει, μου είχε μείνει στο μυαλό μου μια λέξη που έλεγε η μάνα μου στον πατέρα μου. Τι του έλεγε; "Μπάμπη μου, Μπαμπίκο μου -ήτανε γλυκούλα η καημένη-, ένα κεραμίδι να βάλουμε να μπούμε μέσα, ένα κεραμιδάκι"». Αυτό δεν έβγαινε από το μυαλό μου με τίποτα. Και τι έγινε; Πριν πάμε φανταράκια έχουμε φτιάξει την καλύβα την δικιά μας, και την φτιάξαμε. Αυτό εδώ είναι ένα κομμάτι γης. Λοιπόν, το βάλαμε να το περιφράξουμε και τα λοιπά, εδώ πάνω, στην γωνία αυτή απάνω, μας είπε ο άνθρωπος που μας δάνεισε τα 5 χιλιάρικα τότε -ήταν συνάδελφος και είχε κουμπαριάσει και με τον αδερφό μου τον πιο μεγάλο- να χτίσουμε εδώ που είναι το πιο ψηλό σημείο και είναι το καλύτερο και τα λοιπά. «Γιατί ρε Γιώργη να μην χτίσουμε εκεί; Να χτίσουμε εκεί». Ελεύθερα ήτανε και από δω και από την άλλη. Αφού το φτιάξαμε εκεί το σπιτάκι αυτό, ένα δωματιάκι, στον μήνα πάνω βλέπουμε ένα χαρτί κάτω από την πόρτα που μας καλούσε το αστυνομικό τμήμα να παρουσιαστούμε εκεί. Και το βλέπουμε με τον αδερφό μου, «Ρε συ μάγκα τι έγινε τώρα εδώ; Τι κάνουμε; Ω ρε πούστη, δεν πάω πουθενά, θα μας πλακώσουν στο ξύλο» και δεν πάμε. Οπότε ένα απόγευμα γυρνάω από την δουλειά πρώτος εγώ -ο αδερφός μου δούλευε στην King's George, στο Πολυτεχνείο ανεβαίνεις την Στουρνάρη και είναι στο πάνω μέρος, όχι τέρμα, σχεδόν στο ενδιάμεσο του Πολυτεχνείου δεξιά είναι η King's George, σε μία πολυκατοικία δούλευε εκεί ο αδερφός μου, σχολάγανε κάποια στιγμή αργά- και πάω πρώτος εγώ και βλέπω το σπιτάκι γκρεμισμένο. Ρε τι πάθαμε; Πάει ο Γιαννάκης ο Βαπορίδης -είναι ένα γειτονάκι το οποίο πήγαινε στο λύκειο, ήτανε φίλος, ερχότανε εκεί, μας έκανε παρεούλα, μας έβλεπε, του άρεσε να έρχεται εκεί να μας βλέπει, να τα λέμε- και πάει, κατεβαίνει με το λεωφορείο και πάει και του λέει «Παντελή, έτσι κι έτσι -με τα κλάματα ο Γιαννάκης- γκρεμίσανε το σπίτι η αστυνομία». «Τι λες!». Έρχεται και ο Παντελής απάνω. Ένας γείτονας -είναι μακαρίτης, ο Στεφάνου από την Σύρο, είχε δυο κοπέλες κόρες- και λέει ότι «Θα ερχόσαστε εδώ να τρώτε το βράδυ σε μας μέχρι να τακτοποιηθείτε». Παραδίπλα ήταν η Μαριάνθη, μία κυρία η οποία ήτανε μόνη της. Λέει «Παιδιά θα ερχόσαστε το πρωί εδώ -όχι θα ερχόσαστε- θα κοιμηθείτε εδώ, σε μένα». Και σηκωνόταν το πρωί να μας ετοιμάσει ένα γάλα, ένα τσάι, να μας βάλει μαρμελάδες. Πω πω τι έγινε ρε μάγκα! Μία βδομάδα.. Και τα λίγα πραγματάκια, άλλα πήρε ο ένας από δω, ο άλλος από εκεί. Βρήκαμε ένα δωματιάκι στην κυρά Ευανθία, όχι Ευανθία, θα θυμηθώ.. Είχε ένα δωματιάκι με μία κουζινούλα πρόχειρη, μία τουαλετίτσα βασικά, δεν είχε κουζίνα. Και το νοικιάσαμε εκεί και πήγαμε μετά από μία βδομάδα, μέχρι να βρούμε το σπιτάκι, πήγαμε εκεί. Κάποια στιγμή αργότερα μετά από ένα διάστημα έρχεται ένας άνθρωπος και μας χαιρέτησε. Προσπαθούσαμε εκεί να το συμμαζέψουμε, το γκρέμισμα να το καθαρίσουμε, να αρχίσουμε σιγά σιγά να το περιφράζουμε. Λέει «Παιδιά από πού έχετε δρόμο;». Λέμε «Από παντού. Γύρω γύρω, δεξιά, αριστερά, μπαίνουμε μέσα. Δεν έχουμε πρόβλημα». Λέει «Τώρα δεν έχετε πρόβλημα γιατί είναι ελεύθερα, έτσι, σωστά το λέτε. Αύριο-μεθαύριο άμα θα χτιστούνε, που θα χτιστούνε, δεν πρέπει να έχετε δρόμο; Πόρτα; Να μπείτε και να βγείτε στο σπίτι σας;». «Εσείς τι προτείνετε τώρα;». Λέει «Εγώ έχω απέναντί σας 10 οικόπεδα και σας δίνω 13 χιλιάδες δραχμές να αφήσετε 3 μέτρα, από πάνω μέχρι κάτω, και να αφήσετε κι εσείς 3 μέτρα. Σας δίνω 13 χιλιάδες δραχμές». Εμείς 13 χιλιάδες είχαμε πάρει το 400 μέτρα. Μας δίνει τώρα ο άνθρωπος 13; Λέμε «Ναι, συμφωνούμε». Γιατί μας έβαλε ο γείτονας ο μακαρίτης να χτίσουμε εκεί πάνω; Άκου άκου τώρα. Να μην πάει ο δρόμος αυτός εδώ και χτυπάει στην πλάτη της καλύβας του -είχε μικρό οικόπεδο- με τον φόβο ότι θα το πάρουνε και θα ανοίξει και θα συνδεθεί με τον κάτω δρόμο. Και μας έβαλε εμάς για κυματοθραύστη. Μας έβαλε... Κατάλαβες;