«Αρραβωνιασμένη εγώ, έπαιζα κρυφτό» – Αναμνήσεις από τη ζωή στους Αγίους Αποστόλους Αττικής τις δεκαετίες του ’40 και του ’50
Ενότητα 1
Αναμνήσεις Κατοχής και Εμφυλίου
00:00:00 - 00:18:42
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι 18 Αυγούστου 2022, βρισκόμαστε στους Αγίους Αποστόλους Αττικής με την κυρία Αικατερίνη Δίελλα. Αρχικά, σας ευχαριστώ πολύ για την σ…π’ το σιντριβάνι, που το έχουνε κλείσει, αυτό. Χορεύαμε στην πλατεία. Αυτά δεν υπάρχουνε τώρα. Δεν υπάρχουνε. Τώρα, είμαστε… Τέλος πάντων…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Το σχολείο επί Κατοχής
00:18:42 - 00:25:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και εσείς είστε… Αρβανίτισσα είστε; Αρβανίτισσα, ναι. Η μητέρα μου… Εγώ δεν τα ξέρω όλα τα αρβανίτικα, γιατί μου ’λεγε η μάνα μου: «Εσύ…ί ήτανε άλλη οικογένεια, καλοί άνθρωποι. Τώρα είμαστε όλοι πονηροί και άτιμοι. Να σου φτιάξω ένα καφεδάκι; Εντάξει, εντάξει. Έτσι που λες.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Ο γάμος και τα πανηγύρια - Οι βρύσες του χωριού
00:25:52 - 00:36:45
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλετε να μου πείτε για τον γάμο σας; Ο γάμος μου έγινε εκεί, στην παραλία που είναι δίπλα η «Βεγγέρα». Εκεί είναι το σπίτι το πατρικό …ε την Ερμιόνη και θα πάμε. Άλλο τίποτα δεν έχω να σου πω. Ό,τι θυμάμαι, σου… Εντάξει, σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Κι εγώ σας ευχαριστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Έθιμα του γάμου - Το προξενιό και τα προικιά - Ο γιούκος
00:36:45 - 00:41:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Βάζαμε μία κασέλα και διπλώναμε ένα άσπρο, ένα κόκκινο, ένα μπλε, ένα κόκκινο. Με δαντέλες. Και πάνω πάνω, βάζαμε τα μαξιλάρια τα κεντητά. Έ…τίποτα άλλο να σου πω. Αλλά αν βρω το βιβλίο, έχεις τον λόγο μου, θα σ’ το δώσω. Θα σ’ το δώσω να το φωτογραφίσεις, είναι πάρα πολύ ωραίο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Είναι 18 Αυγούστου 2022, βρισκόμαστε στους Αγίους Αποστόλους Αττικής με την κυρία Αικατερίνη Δίελλα. Αρχικά, σας ευχαριστώ πολύ για την συνέντευξη.
Σώπα, καλέ.
Είμαι ο Κοροσιάδης Φώτης, είμαι ερευνητής στο Istorima.
Ναι.
Κυρία Κατερίνα-
Ναι.
Αρχικά, πείτε μου πότε γεννηθήκατε, πού…
Το ’30 γεννήθηκα στην Αθήνα. Στην Αθήνα. Με έφερε η μαμά μου εδώ, μεγάλωσα εδώ, παντρεύτηκα εδώ, έκανα το παιδί μου –που έχω ένα– εδώ. Τον λένε Κίμων και ο Κίμων έχει δύο παιδάκια, την Κατερίνα και τον Γιαννάκη, δύο εγγόνια έχω.
Οι γονείς σας από πού κατάγονται;
Ο μπαμπάς μου ήταν από τον Άγιο Λουκά, από την Εύβοια και η μητέρα μου από τον Κάλαμο-
Ντόπιοι, δηλαδή.-
Και παντρευτήκανε στην παραλία των Αγίων Αποστόλων. Μεγαλώσαν εδώ.
Θέλετε να μου πείτε τι θυμάστε από τη δεκαετία του ’30 και του ’40 ως παιδί;
Τι θυμάμαι; Αν θυμηθούμε, τότε, με τους αντάρτες, που δείραν έναν αστυφύλακα και τον έχουνε θάψει πέρα, στο Kalamo Beach. Ήμουνα μικρή, στο παράθυρο, και τον έβλεπα από μακριά –ήμουνα μικρή τότε εγώ. Και τόνε δείρανε οι αντάρτες, τον δείρανε –ήταν αστυφύλακας, τον είχανε φέρει από την Αθήνα, σαν αιχμάλωτο τον είχανε πιάσει. Και τον δείρανε, τον ρίξαν στη θάλασσα, τον βγάλανε και μετά πήγανε και τονε σκοτώσανε πέρα, σε μια, έτσι, γραμμή ήτανε, τότε είχανε κάνει –πώς τις λένε, για τα νερά… Μέσα σε μια σούδα. Και τονε θάψαν σε μια σούδα. Αυτό το θυμάμαι, λες και το βλέπω μπροστά μου.
Η σούδα τι είναι;
Είναι –πώς το λένε– που σκάβουνε… Πες το! Σαν πηγάδι, γραμμή, σαν πηγάδι, έτσι, λάκκο, να καταλάβεις, λάκκο.
Κι εσείς πού βρισκόσασταν, πώς το είδατε αυτό;
Ήμουνα κάτω, στον πατέρα μου, μικρή, και το είδα απ’ το παράθυρο. Και κρυβόμουνα. Αλλά από εκεί πέρα που τον πήγανε, δεν πήγα. Πήγε ένα αδερφός μου –είναι πεθαμένος τώρα. Πήγε ο αδερφός μου, πήγε η αδερφή μου η Ερμιόνη –αυτή που έχει το μαγαζί η κόρη της. Εγώ δεν πήγα, αλλά θυμάμαι, όμως, τα θυμάμαι σαν να τα βλέπω τώρα αυτά.
Αυτό έγινε την εποχή του εμφυλίου δηλαδή.
Ναι, ναι. Μετά, στον πόλεμο, πήγε ένας αδερφός μου, σκοτώθηκε στη Φλώρινα. Ήτανε πέντε μηνών φαντάρος και σκοτώθηκε. Και είναι στη Φλώρινα ακόμα, τον σταυρό του πήγαμε και τον είδαμε. Τώρα, από κει και πέρα, θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια… Αρραβωνιάστηκα, ήμουνα είκοσι εφτά χρόνων, είκοσι οχτώ ο άντρας μου. Διότι δούλευε με το καΐκι, δουλεύαν τα δυο μου αδέρφια και ο άντρας μου, δουλεύανε μαζί, σαν συνέταιροι. Και εκεί, με ζήτησε η πεθερά μου σαν προξενιό και παντρεύτηκα, αρραβωνιάστηκα, έκανα πέντε χρόνια αρραβωνιασμένη. Πήγε φαντάρος ο άντρας μου, γύρισε, φτιάξαμε ένα σπιτάκι, παντρευτήκαμε. Κι εκεί, στην εκκλησούλα που έχουμε, των Αγίων Αποστόλων, εκεί από κάτω είναι –κι ακόμα είναι– είχαμε μία γούρνα, μια σπηλιά με νερό. Πηγαίναμε, βάζαμε τις στάμνες μέσα, τις γεμάγαμε και τις παίρναμε στην πλάτη και πηγαίναμε στα σπίτια. Δεν είχαμε, τότε, ούτε βρύσες, τίποτα. Μετά ήρθε ο Όμιλος και έκανε μια βρύση δωρεάν, μας έκανε μία ο Όμιλος –δεν το θυμάμαι πώς λέγεται. Και από κει ξεκίνησα κι εγώ. Μετά, είχα δυο κατσικούλες, με την πεθερά μου, είχαμε κοτούλες, πουλάγαμε αυγά –που πρωτοήρθανε οι νοικαραίοι στην αρχή, εδώ. Βάλαν δίχτυα, έγινε μετά ψαράς ο άντρας μου και μπάλωνα δίχτυα. Η μητέρα μου, η πεθερά μου και η θεια μου… Αυτά τα χρόνια, δεν είχαμε… τα κρεβάτια μας, τα στρώματά μας ήταν με άχυρο. Και όταν φεύγαν οι άντρες και πηγαίναν στη δουλειά, πηγαίναν οι μητέρες μας, η πεθερά μου, η μητέρα μου –τότε ήταν η μητέρα, δεν είχα πεθερά κάνει ακόμα– κάτω στην παραλία, που είναι τώρα –πού είναι τα καΐκια; Εκεί ήτανε άμμο πρώτα. Και ανοίγαμε λακκούβες και βάζαμε τα στρώματα και κοιμόντουσαν οι μανάδες. Κι εμείς παίζαμε κρυφτό. Αυτό ήτανε το παιχνίδι μας. Αρραβωνιασμένη εγώ, έπαιζα κρυφτό, μεγάλη. Και φεύγανε οι άντρες, και πού να πηγαίναν; Κατεβαίναν στην παραλία όλες οι γυναίκες, μαζευόντουσαν εκεί πέρα και μιλάγανε. Μετά, το βράδυ, τι κάνανε; Παίρνανε τα στρώματα στην πλάτη και τα πηγαίναν στα σπίτια τους. Και το πρωί, τα ξαναπηγαίναν πάλι κάτω και τα ’στρώναν. Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά. Ήτανε ωραία χρόνια, όμως, ήτανε πολύ ωραία τα χρόνια. Ήταν φτωχικά, αλλά ήταν ωραία τα χρόνια. Λοιπόν, να σου πω άλλο τι, πες μου, τι θέλεις να σου πω;
Διανυκτερεύατε εκεί, δηλαδή.
Ναι, κοιμόμαστε εκεί, γιατί, όταν περνάγανε οι… θυμάμαι, ήταν ο πατέρας μου –αχ, το πειράζω– ο πατέρας μου ήτανε υπεύθυνος, τον είχανε βάλει οι Ιταλοί υπεύθυνο. Ναι. Και μόλις ακούγαμε, ερχόντουσαν οι Ιταλοί, «Φυγέτε, πηγαίντε…», πηγαίναμε και κρυβόμασταν, γιατί φοβόμασταν τους Ιταλούς, ήμαστε παιδάκια. Και μια φορά που ήμουνα στο σπίτι, ακούμε χράπα-χρούπα, χράπα-χρούπα –τι να δούμε; Είχανε φέρει οι αντάρτες, αν σου πω και πενήντα πρόβατα και τα βάλαν από κάτω, στο υπόγειο της μητέρας μου, του πατέρα μου, κάτω, στην παραλία –εκείνο είναι τώρα, λέγεται μαγαζί, έχουν μαγαζί. Τα βάλαν εκεί, εμείς κρυβόμαστε. Μετά, με τους Ιταλούς, αφού πεινάγαμε, κάνανε συσσίτιο. Του πατέρα μου το [00:05:00]σπίτι το κατασχέσανε και κάνανε συσσίτιο. Και πηγαίναμε με τις καραβάνες και παίρναμε φαΐ. Το θυμάμαι αυτό. Τέτοια περάσαμε στην Κατοχή.
Δηλαδή, επιτάξανε το σπίτι.
Το σπίτι, ναι, και το κάνανε και μαγειρεύανε μέσα οι Ιταλοί, οι Ιταλοί και οι Γερμανοί –όχι, οι Ιταλοί, Ιταλοί, όχι οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί, τους φοβόμαστε, τους κρυβόμαστε. Και εκεί μεγάλωσα, κάμποσα χρόνια, μετά παντρεύτηκα, έκανα τον γιο μου, έκανα δίχτυα, μπάλωνα δίχτυα, γιατί ο άντρας μου πήγαινε στη δουλειά, ήτανε ψαράς. Ήτανε ο πατέρας μου, μετά έγινε ο άντρας μου ψαράς. Μπάλωνα δίχτυα, πήγαινα, μάζευα πέρα, που πάμε στη ΔΕΗ –προς τον Ωρωπό, που είναι η ΔΕΗ κοντά– είχε η μητέρα μου ένα κτήμα. Και πήγαινα, μάζευα σύκα, τα ’βαζα εδώ, στην πλάτη, ερχόμουνα εδώ, τα πούλαγα στις νοικάρισσες τα σύκα, ναι. Τα [Δ.Α.] τα τελάρα –δεν τα ’φτασες εσύ –τότε, τα παίρναμε στην πλάτη, προσπαθάγαμε εδώ πέρα. Και πούλαγα σύκα. Μετά ήρθανε κάποιοι, χτίσανε σπιτάκι, ζητάγανε γάλα, έπαιρνα τα μπουκάλια, πήγαινα, μοίραζα γάλα στα σπίτια… Πέρασα φτωχά στην αρχή, πολύ φτωχά τα χρόνια αυτά. Αλλά ήταν ωραία χρόνια, όμως. Ενώ τώρα είναι όλο πονηρία, όλο κακία, όλο σκοτωμός, φαγωμάρα. Δεν είχαμε αυτά τα πράγματα, ήμασταν… Κοιμόμασταν στην άμμο, άνετοι έξω, στην άμμο. Τώρα, άντε να κοιμηθείς έξω! Κινδυνεύει η ζωή σου, που λέει ο λόγος. Ναι.
Κυρία Κατερίνα, να σας ρωτήσω. Τη μέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος, τη θυμάστε;
Το θυμάμαι.
Θέλετε να μου αφηγηθείτε…
Ήμουνα πολύ μικρή. Θυμάμαι που ρίξανε μια μπόμπα στην Εύβοια, ρίξανε μια μπόμπα στο νερό, στην Εύβοια, και είπε η μάνα μου: «Κρυφτείτε!» Και πήγαμε κρυφτήκαμε. Δεν ξέραμε πού να πάμε, πήραμε τα βουνά και πήγαμε, κρυφτήκαμε στα βουνά. Και η πεθερά μου –δεν την είχα κάνει πεθερά ακόμα– είχε μία κλώσσα με κλωσσόπουλα και τα ’χε πάρει κι εκεί. Και όταν ακούγαμε τα αεροπλάνα και περνάγανε, «Κρυφτείτε!» Μη μας δούνε τ’ αεροπλάνο και μας σκοτώσει. Ναι, ήταν τα χρόνια και φοβιστά, άλλα και ωραία χρόνια.
Και πού κρυβόσασταν;
Πάνω, στα βουνά. Εδώ, λίγο πιο πάνω, ήτανε βουνό εκεί και είχε πολλά –μην κοιτάς τώρα που καήκανε– είχε πεύκα, κι ακριβώς εκεί. Κοιμόμαστε εκεί τα βράδια, ερχόμασταν το πρωί κάτω.
Όλοι οι συγχωριανοί;
Όλοι, όλοι, όλοι. Ξέρεις πόσοι ήμασταν; Δέκα οικογένειες μόνο ήμασταν, δεν ήμασταν παραπάνω. Δέκα οικογένειες. Να σ’ τους πω. Ήτανε ο πατέρας μου ένας, ο μπαρμπα-Πέτρος δύο, ο Μπιτσούλας τρεις, ο Χορμοβίτης τέσσερις, ο Γιαννακός πέντε, ο μπαρμπα-Γιάννης έξι, ο Πέτρος ο Βέλη εφτά, η Γαρμπίνα οχτώ… Εννιά άτομα ήμασταν –εννιά οικογένειες δηλαδή. Λίγα, πολύ λίγα, νομίζω, ναι. Εννιά άτομα, εννιά οικογένειες. Τώρα, από παιδιά είχανε, η μία είχε οχτώ, η άλλη είχε τέσσερα, άλλη είχε πέντε…
Εσείς πόσα αδέρφια ήσασταν;
Οχτώ. Και έχουν μείνει δύο τώρα, εγώ και η Ερμιόνη. Ο πρώτος σκοτώθηκε στον πόλεμο, ο άλλος πέθανε πέρυσι, συν τω χρόνω, ένας ένας, τα αδέρφια μου πεθάνανε. Ε, μεγαλώσαμε και πεθάναν.
Στον πόλεμο τι θυμάστε; Δηλαδή, στείλατε τον αδερφό σας στον πόλεμο…
Θυμάμαι μόνο που σκοτώθηκε ο αδερφός μου και μας φέρανε το γράμμα ότι σκοτώθηκε, τη μητέρα μου να κλαίει, εγώ μικρό κοριτσάκι ήμουνα βέβαια, δεν πολύ το θυμόμουνα… Αλλά τον περάσαμε τον πόλεμο φόβο. Φοβόμασταν τους Γερμανούς, φοβόμασταν τους Ιταλούς, περάσαν από δω Γερμανοί, πέρασαν Ιταλοί, περάσαν αντάρτες. Κρυβόμασταν, μικρά παιδάκια ήμασταν, κρυβόμαστε. Και καλά και κακά. Αλλά από τους γονείς μας περάσαμε λίγο φτώχεια. Μέσα σε μια κατσαρόλα τρώγαμε πέντε άτομα, σε μια κατσαρόλα. Σε μια τσανάκα είχαμε τότε, μην κοιτάς τώρα που ’χουμε τα πιάτα. Αλλά περνάγαμε ωραία, ήτανε άνετα τα χρόνια, κατάλαβες; Δεν ήταν όπως… Εγώ ήμουν αρραβωνιασμένη, πήγαινα στην παραλία, έπαιρνα τη στάμνα, πήγαινα τη γέμαγα, κουβέντιαζα. Τώρα παν τα χρόνια αυτά. Περάσαμε ωραία. Λοιπόν, τις Απόκριες μαζευόταν η μητέρα μου, η πεθερά μου, ήτανε θειάδες τότε, και ανοίγανε φύλλα και κάνανε πίτα με τραχανά. Βράζανε το γάλα με το στάρι και κάνανε πίτα και τρώγαμε. Και γινόμασταν μασκαράδες. Μασκαράδες, φοράγαμε, δηλαδή, εσύ φόραγες τα ρούχα μου κι έχω φόραγα τα ρούχα σου. Έτσι γινόταν τότενε. Δηλαδή, οι γυναίκες ντυνόντουσαν άντρες, οι άντρες γυναίκες. Και βγαίναμε στην παραλία και χορεύαμε. Δηλαδή, δεν ήτανε μασκαράδες, που φοράνε τώρα τέτοια πράγματα, όχι. Εσύ θα φόραγες τα ρούχα μου, αν σου κάναν, και εγώ θα φόραγα τα ρούχα σου. Και ένας, θυμάμαι, που είχε φορέσει για πόδια ένα χαλί –ένας χωριανός μας, έμενε εδώ. Και βγαίναμε και χορεύαμε. Ωραία χρόνια, όμως, δεν ήτανε και άσχημα τα χρόνια. Μόνο που ήτανε λίγο φτωχικά, αλλά ωραία χρόνια. Δηλαδή, άνετα, δεν φοβόμαστε.
Αυτά μετά την απελευθέρωση;
Ναι, μετά, μετά γινήκαν αυτά, μετά την απελευθέρωση, βέβαια. Τότε, με τους αντάρτες, κρυβόμαστε μέσα –όσο να ’τανε, κοριτσάκια είμαστε. Συν τω χρόνω, στον Κάλαμο, σκότωσε ένας, σκότωσε μια γυναίκα, μια κόρη και μια μάνα. Έριξε μια χειροβομβίδα και τους σκότωσε. Και ερχόταν αυτός και κρυβότανε εδώ, στην εκκλησία, που είναι το κυπαρίσσι, ανέβαινε απάνω. Πήγαινα εγώ να πάρω νερό κι ερχόντουσαν οι χωροφυλάκοι και με ρωτάγανε. Λέω: «Δεν τον ξέρω, δεν τον ξέρω». Κι αυτός από πάνω μας άκουγε και μας έβλεπε. Αλλά δεν φοβόμουνα, γιατί δεν είχα πειράξει, ήμουνα άνετη τότε. Ενώ τώρα, αν πεις: «Τον σκότωσα», θα σε αρπάξουν μέσα, «Έλα δω, πού τον είδες και πού τον έκανες;» Άλλα χρόνια, ωραία χρόνια. Ωραία[00:10:00] πέρασα, δεν πέρασα κι άσχημα, λέω την αλήθεια. Φτωχικά, ωραία. Ήταν, δηλαδή… Ο πατέρας μου ήταν λίγο αυστηρός, αλλά η μάνα ήταν πάρα πολύ καλή, η μάνα μας [Δ.Α.] Ο πατέρας ήταν αυστηρός πάντα. Και μετά αρραβωνιάστηκα, έκανα έξι χρόνια αρραβωνιασμένη, πηγαινοερχόμουνα πάνω κάτω… Γινόντουσαν χοροί, στον Κάλαμο, γινόντουσαν στον Κάλαμο, γινόντουσαν ντιβάνια, που λέγαμε. Ντυνόσαντε Αρβανίτισσες με φλωριά, με αυτά και χορεύανε. Πήγαινα κι εγώ σαν μικρή και χόρευα. Ναι. Πέρασα ωραία χρόνια, δεν ήταν, έτσι, δύσκολα. Και κακά και καλά, αλλά κατακακά δεν πέρασα, μόνο φτώχεια περάσαμε. Ήμαστε πολλά αδέρφια, μόνο αυτό. Κατά τ’ άλλα, περάσαμε ωραία. Τώρα, τι άλλο να σας πω, πέστε μου, άμα θυμάμαι κιόλας, να σου πω. Τίποτ’ άλλο δεν θυμάμαι να σου πω.
Από την… Για την Κατοχή θέλω να σας ρωτήσω. Εκτελέσεις δεν γίνανε στο χωριό σας δηλαδή;
Μόνο τον αστυφύλακα σκοτώσανε. Τον εκτελέσανε πέρα εδώ, είναι το ξενοδοχείο Kalamo Beach. Εκεί τώρα έχουνε χτιστεί κάτι ωραία σπίτια, που πάμε αριστερά εκεί. Και ήρθε ο πατέρας του απ’ την Αθήνα μετά από καιρό –τον λέγανε Κώστα– και ζήτησε να φτιάξει στον Άγιο Κωνσταντίνο ένα εκκλησάκι και δεν του το δώσανε οι Καλαμιώτισσες και το λέμε ακόμα, ναι. Μου είπε προχθές, είχα μια συζήτηση εκεί, στον αδερφό μου, το σπίτι, στο μαγαζί, και ένας ξάδερφός μου λέει: «Ήτανε», λέει, «χωροφύλακας». «Όχι», λέω, «δεν ήτανε τελώνης, ήτανε αστυφύλακας. Το θυμάμαι. Και θυμάμαι το όνομά του, τον λέγανε Κώστα». Γιατί ήρθαν στον πατέρα μου –ο πατέρας μου είχε μαγαζί τότε, μια ψευτοταβέρνα– κι ερχόντουσαν και του είπανε: «Κυρ-Κώστα, δεν λες –ας πούμε– του Γιώργου να μας δώσει να κάνουμε τον Άγιο Κωνσταντίνο;» Και δεν το δώσαν οι παλιάνθρωποι οι Καλαμιώτες, λέω την αλήθεια. Και τώρα έχουν χτίσει σπίτι. Και αν ήταν το εκκλησάκι εκεί; Και τον θυμάμαι, ένα παλικάρι μέχρι εδώ. Και τον δέρναν οι αντάρτες και τόνε ρίχναν στη θάλασσα και τόνε βγάζανε και τον ρίχνανε πάλι και ζήταγε νερό και παίρνανε νερό από τη θάλασσα και του δίνανε και έπινε. Αυτά τα θυμάμαι, γιατί δεν ήμουνα ούτε και πολύ μικρή ούτε μεγάλη. Κι η αδερφή μου τα θυμάται. Τον δέρνανε και τον ρίχνανε στη θάλασσα, οι αντάρτες. Τον βγάζανε. Ζήταγε νερό και του φέρνανε νερό –ήταν εδώ, ονομάζεται «Αστόρια», του μπάρμπα-Γιάννη του Μπαλή, αυτό που είναι τώρα η «Βεγγέρα», ήτανε ταβέρνα. Και ήταν τότενε τα κιλά, τα μισά, τα τσίγκινα κι αυτά. Και του δίνανε μ’ αυτά κι έπινε νερό. Και μετά, τον πήρανε και τον πήγανε πέρα εκεί και τον σκοτώσανε. Η αδερφή μου πήγε, εγώ δεν πήγα. Δεν πήγα. Τώρα, η άλλη, λέει, το θυμάται, πήγε. Εγώ δεν πήγα, λέω την αλήθεια. Ναι, αυτά τα χρόνια ήτανε λίγο… Και με την Κατοχή περάσαμε άσχημα, να λέμε την αλήθεια.
Οι Γερμανοί πώς ήτανε;
Βλέπαμε κανέναν; Μόλις βλέπαμε, κρυβόμασταν. Πολύ βάρβαροι οι Γερμανοί. Οι Ιταλοί δεν ήτανε τόσο πολύ. Αφού να σκεφτείς, κάνανε συσσίτιο, είχανε κάτι καζάνια στρογγυλά και πηγαίναμε με την κατσαρόλα και μας δίνανε φασολάκια, θυμάμαι, φασόλια ξερά και τρώγαμε. Ενώ οι Γερμανοί… Κρυβόμασταν, φοβόμασταν πάρα πολύ. Ήτανε βάρβαροι οι Γερμανοί, πολύ άτιμοι, άπαπα! Και οι αντάρτες… Οι αντάρτες ήτανε κλέφτες, όπου μπαίνανε, δεν αφήνανε τίποτα, εδώ που τα λέμε. Οι αντάρτες ήτανε Έλληνες, σαν κι εμάς, δεν ήτανε… Ενώ οι Γερμανοί ήτανε βάρβαροι άνθρωποι, άπαπα! Μακριά. Οι Ιταλοί ήτανε με το «μπράβο». Αυτά είναι, που λες. Άλλο τι να σου πω; Καλά περάσαμε και κακά περάσαμε, τέλος πάντων.
Την Ούντρα τη θυμάστε;
Την Ούνρα;
Ούντρα. Που έκανε…
Ναι. Που μας έφερνε αλεύρι… Εμάς μας έφερνε, η Ούντρα μας έφερνε ρέγγες…
Ρέγγες…
Με την Κατοχή, ρέγγες, μας έδινε –στους γονείς μου– αλεύρι, δεν ξέρω και τι άλλο, Τη θυμάμαι την Ούντρα, ναι, την ζήσαμε –κάτι ωραίες ρέγγες…. Πεινάγαμε τότε, τώρα τρώμε ρέγγα; Φοβόμαστε, ναι. Τη θυμάμαι, λίγο λίγο. Δηλαδή, θυμάμαι, αν λες «Ούντρα», θυμάμαι. Μας δίνανε, στους γονείς μου ρέγγες. Ρέγγες… Τι άλλο, δεν θυμάμαι τι άλλο. Τις ρέγγες τις θυμάμαι σάμπως είναι τώρα, που μας δίνανε ρέγγες. Γινόμασταν, χορεύαμε, δηλαδή, χωριάτικα, κάτω στην παραλία, ήτανε λίγος ο κόσμος, ήμαστε φτωχοί, μαζευόμαστε όλοι μαζί και παίζαμε, κάναμε… Αλλά δουλεύαμε πολύ τότε, δουλεύαμε, εγώ δούλευα.
Περιβόλια…
Περιβόλια εμείς δεν είχαμε, είχαν οι Καλαμιώτες. Πέρα, εκεί που είναι η ΔΕΗ, ήταν όλο περιβόλια. Όλο φασόλια, μελιτζάνες, ντομάτες… Να σκεφτείς, η Μαρία του… –ξέρεις ποια είναι η Μαρία, η Μαράγια. Του Τζώρτζη την κόρη την ξέρεις, του Τζώρτζη; Τέλος πάντων. Δυο ανιψιές μου, τέσσερα-πέντε κοριτσάκια παίζανε στον φούρνο απ’ έξω, φορούσανε χρόνια… Με ξύλα ξεκίνησε. Μετά με πετρέλαιο, μετά βάλανε το αυτό. Λοιπόν, και παίζανε. Και περνάγανε τα φορτηγά με φασόλια μέχρι εκεί πάνω. Κι εγώ, ως μεγαλύτερη, έλεγα: «Μωρέ, τέτοια ώρα παίζετε; Δέκα η ώρα;» –δεν είχανε παιχνίδια να παίζαν, παίζανε στην αυλή– «Πηγαίντε! Περνάν οι Καλαμιώτισσες, σας βλέπουνε». «Και τι θα μας κάνουν, ρε θείτσα, οι Καλαμιώτες; Θα μας φάνε;» Έλεγα εγώ, να μη βλέπανε τα κοριτσάκια που παίζανε. Ή θυμάμαι φασόλια, μελιτζάνες, πήγαινα εγώ μια φορά… Είχε η θεία μου περιβόλι. Και μου λέει η μάνα μου: «Πάρε», μου λέει, «αυτό το καλάθι και πήγαινε πέρα στα» –στη ΔΕΗ ακριβώς είναι η θεια μου, το ’χουν ακόμη το κτήμα αυτό, ελιές– «να σου δώσει μελιτζάνες και ντομάτες». Και πήγα. Θυμάμαι που η μητέρα μου είχε βάλει –η θεια μου είχε βάλει, είχαν σκάψει λάκκο κι είχε βάλει δυο πέτρες. Και είχε βάλει επάνω[00:15:00] την κατσαρόλα και μαγείρευε. Είχε ρίξει μέσα κολοκύθια, ντομάτες –αυτό… μελιτζάνες, πιπεριές, είχε κάνει τουρλού να φάμε. Και έφαγα. Μου ’χει μείνει μέχρι τώρα που είμαι, ενενήντα χρόνια, το φαΐ αυτό. Το ’κανα, το ξανάκανα, δεν το πέτυχα. «Η πείνα», μου λένε όλοι, «ήταν η πείνα που σ’ έκανε γλυκιά». Και μου ’δινε η θεία, στο τελάρο, μου ’βαζε μελιτζάνες, μου ’βαζε ντομάτες, το ’παιρνα στην πλάτη εγώ, ερχόμουνα στην Αγια-Μαρίνα, καθόμουνα εκεί στον τοίχο, ξεκουραζόμουνα. Πού, τώρα, να πας νύχτα στην Αγια-Μαρίνα; Εγώ δεν πάω, που είμαι και γριά γυναίκα. Πηγαίναμε άνετοι, σουρούπωνε, έτρωγα για το βράδυ και ερχόμουνα εδώ πέρα. Σου ’πα, αλλά χρόνια, ωραία χρόνια, δεν ήτανε χρόνια… Οι γονείς μας, μετά οι γονείς μας πηγαίναν, ψαρεύανε με τα καΐκια, ερχόντουσαν, φέρναν φαγκριά… Τα πετάγανε κάτω τα φαγκριά και τα βλέπαμε εμείς ωραία, κάναμε χαρά στα κοριτσάκια που ’μαστε.
Είχατε πάει εσείς να ψαρέψετε-;
Είχα πάει να ιδώ.
Σε ποιες περιοχές ψαρεύανε;
Από δω μέχρι κάτω, στον Άγιο Δημήτρη, προς τα κάτω, προς τον Ωρωπό, πιάναν φαγκριά. Και με πήρε μία φορά ο αδερφός μου και με έβαλε μέσα, έπεσα γιατί ζαλίστηκα –εγώ ζαλιζόμουνα. Και όταν πιάσαν φαγκριά, τα πετάγαν μες στο αμπάρι, που λένε. Και ξυπνάω: «Παναγία μου» και τα αγκάλιασα τα φαγκριά. Ήμουνα μικρή μωρέ, δεν ήμουνα και μεγάλη. Τώρα που ’ν’ τα τα φαγκριά. Ήτανε, να σου πω, ούτε άσχημα ούτε… Δεν θυμάμαι κακά νιάτα. Θυμάμαι, δηλαδή, όλα τα καλά. Σου ’πα, τους Γερμανούς τους φοβόμαστε. Κρυβόμαστε, είχαμε πάει –μας είχανε πάει οι γονείς μας– πάνω στο βουνό και κοιμόμαστε εκεί. Την ημέρα ερχόμασταν κάτω, το βράδυ κρυβόμασταν. Αλλά δεν θυμάμαι, απ’ τους Γερμανούς κρυβόμαστε; Απ’ τους Ιταλούς; Δεν θυμάμαι από ποιους κρυβόμαστε. Όχι απ' τους αντάρτες, οι αντάρτες ήτανε… Μάλλον απ’ τους Γερμανούς κρυβόμασταν, απ’ τους Γερμανούς κρυβόμασταν. Την ημέρα ερχόμασταν εδώ, μόλις έπιανε να σουρουπώσει, στο βουνό. Περπατώντας, πηγαίναμε στον Άγιο Πέτρο –δεν ξέρω αν το ξέρεις, την εκκλησούλα εδώ πάνω… Δηλαδή, απ’ τον Άγιο Τιμόθεο προς τα εκεί απάνω, περίπου εκεί. Πηγαίναμε εκεί, καθόμαστε, με τα ρούχα στρωμένα, στρώναμε εκεί και βγαίναν τα κλωσσόπουλα και πέρναγε το αεροπλάνο κι έλεγε η πεθερά μου: «Μέσα, μέσα, μη σας δει τ’ αεροπλάνο». Δεν καταλαβαίναμε τότε.
Πώς ήταν διανυκτέρευση; Πώς τη θυμάστε;
Με τι ήμαστε; Με το φανάρι.
Και με στρωσίδια…
Ναι, χάμω στρώναμε χορτάρια, βγάζαμε, το στρώναμε κάτω, καλαμιές, ό,τι να ’ναι, βάζαμε κάτω τις κουρελούδες, βάζαμε κάτω βελέντζες –είχαμε χοντρά ρούχα– και κοιμόμασταν. Ανάγκη, ούτε μαξιλάρια, τίποτα. Τώρα έχουμε διπλά μαξιλάρια και κοιμόμαστε. Βάζαμε το κεφαλάκι, μια χαρά κοιμόμασταν. Τρώγαμε εκεί, παίρναμε τα φαγιά, τρώγαμε εκεί. Και ξέρεις τι βλέπαμε; Είχαμε φανάρια τότενε, με το λάδι, και είχαν όλες από ένα φανάρι. Και τα κρεμάγανε στο δέντρο και καθόμανε από κάτω και τρώγαμε. Αλλά μόλις ακούγαμε αεροπλάνο, κρυβόμαστε. Φοβόμαστε τ’ αεροπλάνο [Δ.Α.] στο βουνό. Ωραία, ωραία, δεν μπορώ να πω κουβέντα, ωραία χρόνια περάσαμε. Ήμαστε ακριβώς δέκα οικογένειες. Εννιά-δέκα, δεν ήμασταν παραπάνω. Και ήμαστε…
Και αλληλοστηριζόσασταν...
Ναι, ναι. Η μία με την… δηλαδή, η μια γειτόνισσα με την άλλη, η μια γυναίκα με την άλλη, δεν είχανε μίσος. Μαζευόμασταν μαζί, τα παιδάκια παίζανε, αυτές κουβεντιάζανε. Στη θάλασσα, στην άμμο, που σου λέω, που πηγαίναμε, μόλις φεύγανε οι άντρες, άρπαζε η πεθερά μου, θυμάμαι, το στρώμα –είναι δίπλα εδώ, δίπλα στον Πλάτανο, πάνω, μένει ο γιος μου τώρα εκεί– και ερχόταν, ανοίγανε λακκούβες, τις είχανε εκεί τις λακκούβες. Πολλές τα διπλώναν και τα αφήναν εκεί. Και πιάναν τις κουβέντες οι γυναίκες και μιλάγαν κι εμείς τρέχαμε μες στη θάλασσα, κάναμε μπάνιο, νύχτα, παίζαμε κρυφτό… Κατάλαβες; Γι’ αυτό σου λέω, φτωχά, αλλά ωραία χρόνια. Τώρα δεν είναι ωραία τα χρόνια. Είναι επικίνδυνα τα χρόνια τώρα. Άλλα χρόνια τότενε, ήτανε γνήσια τα χρόνια. Πηγαίναμε στον Κάλαμο και γινόσανε οι κοπέλες Αρβανίτισσες, με τα φλωριά, πιάναν το ντιβάνι –που λέμε, ντιβάνι, βαράγαν τα όργανα και εμείς γυρίζαμε την πλατεία, τώρα, απ’ το σιντριβάνι, που το έχουνε κλείσει, αυτό. Χορεύαμε στην πλατεία. Αυτά δεν υπάρχουνε τώρα. Δεν υπάρχουνε. Τώρα, είμαστε… Τέλος πάντων…
Και εσείς είστε… Αρβανίτισσα είστε;
Αρβανίτισσα, ναι. Η μητέρα μου… Εγώ δεν τα ξέρω όλα τα αρβανίτικα, γιατί μου ’λεγε η μάνα μου: «Εσύ δεν μπορείς να μάθεις ελληνικά και θες να μιλήσεις και αρβανίτικα;» Ναι. Και όταν ήταν να πάω σχολείο, είχα πάει στον Κάλαμο, σε μια αδερφή της μητέρας μου. Και τότε πηγαίναν με τις καμπάνες σχολείο. Χτυπάγαν οι καμπάνες, δεν υπήρχε… Και εγώ ήμουν απογευματινή, είχα μάθημα απογευματινό. Και είχα το πρώτο μάθημα που θα διάβαζα. Πρωινή προσευχή, το θυμάμαι σαν να ’ναι τώρα. Και χτυπάει η καμπάνα κι η θεια μου έκανε αργαλειό –η αδερφή της μητέρας μου. Και λέω: «Ρε θείτσα, έλα να μου πεις αυτή τη λέξη, γιατί χτυπάει η καμπάνα και δεν το ’χω μάθει το μάθημα». Μου λέει: «Σταμάτα, σώπα». Βγαίνει πέρα, στον δρόμο –από δω, δηλαδή, πώς φεύγω εγώ, να πας έξω, στον δρόμο. Χτύπαγε η καμπάνα πένθιμα, κηρύχθηκε ο πόλεμος. Γι’ αυτό σου λέω. Σχολείο δεν πήγα καθόλου, κηρύχθηκε ο πόλεμος στο πρώτο διάβασμα που έκανα, κηρύχθηκε ο πόλεμος και λέει: «Δεν πας σχολείο, κηρύχθηκε ο πόλεμος». Θυμάμαι τον πόλεμο, θυμάμαι την καμπάνα χτύπησαν, έφυγα κάτω στην παραλία. Αλλά η δασκάλα που ήταν στον Κάλαμο, η κυρία Αποστόλαινα, ήρθε εδώ και μας έκανε… εδώ που είναι σε εμάς ο φούρνος, ήτανε ροδιές, ήτανε βερικοκιές και είχανε βάλει πάγκους και καθόνταν οι γονείς μας. Και εκεί κάναμε μάθημα ένα μήνα. Και μετά, φέραμε μια καλόγρια απ’ το μοναστήρι, στον Άγιο Απόστολο, και πήραμε καρεκλίτσες και καθόμασταν –είχαμε και καρέκλες; Μπα, ούτε[00:20:00] θυμάμαι πού καθόμασταν– και κάναμε μάθημα εκεί. Δύο μήνες μάθημα. Αλλά συν τω χρόνω, με την τηλεόραση και με τον γιο μου, έπιασα κι εγώ και [Δ.Α.] Μου ’λεγε ο γιος μου, ήτανε στη Β’ τάξη. Τον διάβαζα για να πάει να δώσει μάθημα. Και του ’λεγα: «Το άλφα, το γάμμα… Κι ένα τσουκαλάκι». Το «ου» που ήταν τότε, ήταν το «ου», του ’πα: «Κι ένα τσουκαλάκι». Δεν ήξερα, το κατάλαβες; Και ο γιος μου πήγαινε σχολείο, αλλά είχα όμως μυαλό. Του ’λεγα: «Θα μάθεις γαλλικά». «Γιατί;», μου λέει, «Πρόκειται να πάρεις Γαλλιά να φυλάξω;» Και το λέει ακόμα: «Η μάνα μου, αγράμματη και ήθελε να μάθω ξένη γλώσσα». Μετά άνοιξε το μαγαζί από κάτω ο γιος μου, τέλος πάντων, καλά πάνε τα παιδιά. Θέλω να σου πω πώς ήταν η ζωή τότε. Δεν πήγα σχολείο καθόλου.
Άρα, σχολείο δεν προλάβατε.
Καθόλου, δεν πρόλαβα. Αλλά συν τω χρόνω, με μια εφημερίδα, με ένα περιοδικό, με… Ξέρω, βάζω λίγο την υπογραφή μου, αλλά μέχρι το εκατό, από κει και πάνω δεν ξέρω να γράψω, δεν γράφω. Κατάλαβες;
Και η μοναχή αυτή είναι απ’ το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως;
Το μοναστήρι της Αγια-Σωτήρας, εδώ πάνω.
Της Αγίας Σωτήρας;
Ναι, ναι. Αυτή δεν θα υπάρχει τώρα, θα έχει πεθάνει. Και ήρθε, επειδής πηγαίναμε στη Μεγάλη Παρασκευή, το Μεγάλο Σάββατο, πηγαίναμε από δω με τα πόδια, μας παίρναν οι μανάδες μας και πηγαίναμε, οι θειάδες μας –η μάνα μου δε πήγαινε γιατί είχε τέσσερα παιδιά, πού να πήγαινε με τόσα παιδιά– πηγαίναμε εκεί. Και εκεί, κάποια απ’ όλες είπε τι να ψάλλουμε. Δεν ξέραμε να ψάλλουμε, αφού δεν ξέραμε γράμματα. Και ήρθε και μας έκανε ένα μήνα μες στον Άγιο Απόστολο μάθημα. Και ένα μήνα στου Γκικάκη τα δέντρα, δύο μήνες σχολείο έχω πάει –σου ορκίζομαι, να μη με βρει αυριανή μέρα. Αλλά όμως, συν το χρόνω, ήμουνα έξυπνη, ήμουνα πονηρή, δεν ξέρω. Δώσ’ του, κάθε χαρτί που έβρισκα, το διάβαζα. «Τι είναι αυτό; Τι είναι εκείνο;» Και συνήθισα, είδες πώς τη βάζω την υπογραφή μου. Δεν έχω πάει σχολείο καθόλου. Και απορούν όλοι πώς ξεκίνησα. Και η τηλεόραση, και αυτή, με τα γράμματα διαβάζαμε και έμαθα. Αυτή είναι η ζωή μου.
Και μάζεψε η μοναχή τα παιδιά δηλαδή, που σταμάτησαν-
Μάζεψε όχι μόνο εμένανε. Όλα τα παιδάκια, τα μάζεψε, μας έκανε μάθημα –δωρεάν μας το ’κανε, όχι με λεφτά. Δωρεάν, για να μας μαζέψει. Ήταν, η μοναχή, πάρα πολύ καλή γυναίκα.
Τι σας είχε μάθει;
Μας είχε μάθει τη θρησκεία να αγαπάμε, να πιστεύουμε… Άμα τάζεις κάτι, όπως εγώ που ’χω τάξει –έχω κάνει εγχείρηση στο πόδι μου– Παρασκευή να μην τρώω. Μου λέει να μην έτρωγα. Λάδι εγώ τρώω, δεν τρώω Παρασκευή. Μέχρι τώρα δεν τρώω Παρασκευή, γιατί το ’χω τάξει. Αλλά εκεί, στο μοναστήρι που πηγαίναμε, ήτανε μία γυναίκα. Αυτή έχει πεθάνει –Θεός σχωρέσ’ την τώρα– ήτανε μαία και πέθανε στο μοναστήρι, και αυτή ήτανε πάρα πολύ καλός άνθρωπος, μας μάζευε εκεί πέρα… Μου φαίνεται την έχουνε κηδέψει εδώ και ο άντρας της πήγε στο Άγιο Όρος. Και πέθανε εκεί ο άντρας της. Και αυτοί οι ανθρώποι μας υποστηρίξανε πάρα πολύ, και εμάς, σαν παιδιά, και η κυρία αυτή που πέθανε, την έχουν θάψει το μοναστήρι –ήτανε μαία αυτή, αλλά δεν θυμάμαι να σας πω το όνομα. Πάρα πολύ καλός άνθρωπος αυτή. Αυτή μας έσπρωξε, παρόλο που ήτανε μικρή, μας έσπρωξε και μάθαμε γράμματα –δηλαδή πηγαίναμε στο μοναστήρι. Αυτή η γυναικούλα. Δεν τη θυμάμαι πώς να σ’ την πω αυτή τη γυναίκα, ρε παιδί μου, πέθανε. Ο άντρας της πήγε στο μοναστήρι, στο Άγιο Όρος, και πέρυσι έπεσε και χτύπησε, μου φαίνεται –έμαθα– δεν ξέρω, πρόπερσι, και πέθανε. Αλλά αυτή η γυναίκα μας βοήθησε πάρα πολύ στο μοναστήρι. Πήγαινε συχνά στο μοναστήρι. Και μου φαίνεται, πέθανε και την έχουνε κηδέψει στο μοναστήρι. Ήτανε… μαία ήτανε; Δεν μπορώ να θυμηθώ, δεν μπορώ να το θυμηθώ, δεν έχω μάθει ακριβώς, δηλαδή, ποια ήταν αυτή. Αυτά. Αυτή είναι η ζωή μας, ωραία περάσαμε. Εγώ πήγαινα στη βρύση μια φορά, πήγα να γεμίσω τη στάμνα… Συν τω χρόνω, ήρθε, ξανοίχτηκε πια, και ήρθε ένας σύλλογος, ένας όμιλος, που λέμε, και μας έκανε μια βρύση, έγραψε και το όνομα του –απάνω απάνω, από την εκκλησούλα, από κάτω εκεί– και το όνομα… Κι είχε πέντε-έξι σκαλιά. Εγώ πήρα τη στάμνα, πήγα τη γέμισα, κάνω να ανεβώ, πέφτω, τη σπάω τη στάμνα. Χτυπάω και το πόδι –μου ’χανε χαρίσει ένα ζευγάρι τσόκαρα κι έκανα χαρά που ’βαζα παπούτσια. Έλα ντε που φοβόμουνα τον πατέρα μου! Πώς να πήγαινα σπίτι που ’χα σπάσει τη στάμνα; Φοβόμουνα. Εκεί που ’ναι του πατέρα μου το μαγαζί, τώρα, εκεί, στην παραλία –πού είναι η «Βεγγέρα»; Εκεί ήταν ο παππούς του παιδιού, τώρα, που ζει, που είναι, και δίπλα ήταν το σπίτι του πατέρα μου, το πατρικό. Και πήγα, έπιασα τα κλάματα. Μου λέει: «Μη φοβάσαι, εγώ», μου λέει, «θα πάω στον Κάλαμο και θα σου φέρω μια στάμνα». Την πήρε, την έφερε, και η μάνα μου, για να μην τη γνωρίζει ο πατέρας μου, την άλειψε με λάσπη –να μην τη γνωρίσει, που ήτανε η στάμνα καινούρια. Το καταλαβαίνεις; Τέτοιο φόβο είχαμε στους γονείς μας. Φοβόμασταν πολύ τους γονείς. Και την άλειψε με λάσπη και τη βάζαμε στη γωνία και πίναμε νερό. Έπεσε, έσπασε και δεν σκέφτηκα το πόδι που το ’σπασα. Τη στάμνα, τι θα μου ’κανε ο πατέρας μου. Αυτά είναι τα νέα, αυτά είναι τα χρόνια, αγάπη μου. Μωρέ, πώς τη λέγανε αυτή. Μου έρχεται στο νου λίγο, λίγο, λίγο, αυτή τη γυναικούλα… Δεν μπορώ να θυμηθώ, που ήταν στο μοναστήρι…
Η Μάρθα;
Η Μάρθα, ναι. Η Μάρθα.
Είναι η γιαγιά μου.
Σώπα! Είσαι εγγονός της κυρα-Μάρθας. Αλήθεια; Η Μάρθα. Είναι θαμμένη, είναι στο μοναστήρι εδώ.
Ναι, ναι. Και ο Φώτης…
Ο Φώτης ήτανε ο παππούς σου. Πέθανε στο Άγιο Όρος. Είχαμε κάνει φιλία με την[00:25:00] Ερμιόνη. Δεν μου λες, το κοριτσάκι με το αυτοκίνητο που σκοτώθηκε…
Η Γιούλα. Η Γιούλα.
Ναι, η Γιούλα. Τι ήτανε; Ξαδέρφη σου;
Θεία, θεία.
Θεία σου. Η Γιούλη. Τα θυμάμαι, είδες που τα θυμάμαι αυτά, ναι. Πέρασε ένας σκατόγερος, είχε έναν τενεκέ με λάδι, μου φαίνεται, γλίστρησε και σκοτώθηκε. Και τα πράγματα τα χαρίσανε στη Μαρία –την κουζίνα που είχε η Γιούλη στην Αθήνα, όλα αυτά. Τι μου το θυμήθηκες αυτό το πράγμα… Ναι, η Γιούλη, η Γιούλη. Όμορφη κοπέλα, καλή κοπέλα, ναι. Ο κύριος Φώτης ήτανε παππούς κι η γιαγιά. Ήταν καλοί άνθρωποι, δεν υπάρχουνε, αγάπη μου, αυτοί οι άνθρωποι τώρα. Τέτοιοι άνθρωποι καλοί δεν υπάρχουν. Ο άντρας μου, ο Τζώρτζης –δεν τον θυμάσαι–, ο Τζώρτζης, που είχε το καφενείο… Όλοι αυτοί ήτανε άλλη οικογένεια, καλοί άνθρωποι. Τώρα είμαστε όλοι πονηροί και άτιμοι. Να σου φτιάξω ένα καφεδάκι; Εντάξει, εντάξει. Έτσι που λες.
Θέλετε να μου πείτε για τον γάμο σας;
Ο γάμος μου έγινε εκεί, στην παραλία που είναι δίπλα η «Βεγγέρα». Εκεί είναι το σπίτι το πατρικό μου. Εκεί ντύθηκα νύφη, φόρεμα είχα πάρει δανεικό από μία Καλαμιώτισσα. Εκεί έγινα νύφη, με όργανα… Φορτώσαμε –ο μπαρμπα-Γιώργος ο Μαργέτας– στο φορτηγό τα έπιπλα. Πήγαμε εδώ δίπλα, θα σ’ το δείξω, θα ανοίξουμε την πόρτα, θα σου δείξω πού μένει ο γιος μου, [Δ.Α.] το παλιό σπίτι. Πήγαμε εκεί, όργανα, χορεύαμε, χόρευε ένας μπάρμπας μου, πατάει μέσα σ’ ένα ταψί με πατάτες… Τα θυμάμαι σάμπως είναι τώρα. Και ξημερώσαμε, μέχρι το πρωί. Την άλλη μέρα, ήρθαν όλοι… Ποιος είναι; Ναι. Πες μου κι εγώ θα σου απαντήσω.
Είχαμε μείνει στις προετοιμασίες.
Α, ναι. Την άλλη μέρα του γάμου, φέρναν, μου φέρνανε τηγανίτες, άλλοι φέρανε μεζέ, άλλοι φέρανε πολλά πράγματα και συνεχιότανε το γλέντι και τη δεύτερη μέρα, συνεχιότανε. Δηλαδή, ωραία. Μετά από πέντε μήνες έμεινα έγκυος, έκανα τον γιο μου, έπεσε πια το κούνημα, έγινα μαμά πια. Ναι, ναι. Ωραία, ωραία. Άλλο τίποτα δεν έχω. Πες μου τι θέλεις άλλο να σου πω, δεν θυμάμαι τίποτα άλλο.
Ο γάμος ήτανε προξενιό;
Άκου να δεις. Ο αδερφός μου ο Φώντας, ο Νικολός και ο Σπύρος –τρία αδέρφια– δουλεύανε με δύο καΐκια με τον άντρα μου. Ο άντρας μου ήτανε φίλος τους, δηλαδή, όχι συγγενείς, φίλοι. Και επειδής εγώ έκανα δίχτυα και με έβλεπε ο πεθερός μου που ήμουνα νοικοκυρά –προκομμένη, μην πω νοικοκυρά, προκομμένη–, είπε της πεθεράς μου: «Μωρ’ δεν την κάνουμε νύφη;» «Όχι, είναι φτωχιά!» –ψαράδες, φτωχοί τότε– «Θα πάρουμε μια Καλαμιώτισσα που έχει ελιές». Και της λέει ο πεθερός μου: «Να! Οι Καλαμιώτες έχουν ελιές… Κι κείνη θα κάνει ελιές άμα δουλέψει!» Είχα καλό πεθερό. Και η πεθερά μου ήτανε καλή. Και έγινε σαν προξενιό. Αλλά κοίτα να δεις, πήγε φαντάρος, γύρισε και όταν ερχόμουνα –είχε το μαγαζί ο πατέρας μου, την ταβέρνα– καθόμαστε δίπλα, κι έφευγα άμα έβλεπα τον μεγάλο μου αδερφό και καθόμουν μακριά απ’ τον αρραβωνιαστικό μου. Φοβόμαστε. Φοβόμαστε. Και να σου πω την αλήθεια. Όταν έγινε το προξενιό, ζήτησε ο πατέρας μου –ο πεθερός μου, πέντε χρόνια απ’ τον μισθό που είχε σκοτωθεί ο αδερφός μου. Παίρναμε τότε, ήταν εβδομήντα –ναι, ναι, έτσι νομίζεις; Δεν τις παίρναν τις κοπέλες τότε. Και ζήτησε και είπε: «Ναι» –ο πατέρας μου– «θα σ’ τα δώσω». «Πέντε χρόνια ή τρία κάνει ή τέσσερα κάνει, εγώ θέλω πέντε χρόνια τη σύνταξη». Εβδομήντα λεπτά έπαιρνε τότενε, ήτανε μικρή η σύνταξη. Εγώ έκανα έξι χρόνια αρραβωνιασμένη. Και επειδής πήγα τίμια, ας πούμε, δεν γκαστρώθηκα –γιατί γκαστρωνόντουσαν αυτά τα χρόνια οι γυναίκες– πήγα τίμια, μου δίνει ο πατέρας μου, αντίς για πενήντα, εξήντα λίρες μετρητά. Και πώς τα έκανα; Τα ’δωσε σ’ έναν εκτελωνιστή κουμπάρο που είχε βαφτίσει τον ένα ανιψιό μου, τα ’δωσε τα λεφτά και τα ’βαζε αυτός –ήταν εκτελωνιστής– και του τα ’κρυβε τα λεφτά, του τα ’κανε λίρες του πατέρα μου και του τα ’δωσε. Αλλιώς, ήτανε πείνα, πώς θα… Και παντρεύτηκα, με εξήντα λίρες προίκα ήμουνα. Έκανα γάμο, έκανα… αγόρασα προικιά, χτίσαμε σπίτι. Ναι, αφού απολύθηκε από φαντάρος ο άντρας μου, λέει: «Πες του πατέρα σου να μου δώσει», λέει, «τα λεφτά να χτίσουμε σπίτι». Είχε η πεθερά μου δύο σπίτια, να σκεφτείς, το μεσάρι ήτανε με καλάμι και σοβατισμένο με λάσπη. Τέτοια σπίτια κάναν τότενε. Και το χαλάσαμε και κάναμε τότε δυο δωμάτια, ένα σαλόνι και μια κρεβατοκάμαρα. Και ζούσα με την πεθερά μου, πέντε χρόνια έζησα με την πεθερά μου. Και μετά, συν τω χρόνω… Αυτή είναι η ζωή μου.
Είχατε και κουλούρι;
Ναι, κουλούρι. Μαζεύτηκανε, κεντήσαμε το κουλούρι. Και στη νύφη μου που παντρέψαμε, μάζεψα γειτόνισσες και κάναμε κουλούρι κεντητό –με λουλούδια, ναι, ναι, ναι.
Και ποιος πήρε το μεγάλο κομμάτι στον γάμο σας;
Ο γαμπρός, ο γαμπρός. Το κέρδισε ο Γιάννης, ο δυνατός. Εγώ τι να ήμουνα; Ήμουνα αδύνατη, ήμουνα μια σταλίτσα. Θα σου δείξω και το κουλούρι που κάνανε στον γάμο στον Κάλαμο. Σ’ τα ’χουνε δείξει;
Όχι. Αν το έχετε…
Για βγάλ’ το να πάω… Μαζεύονται οι γυναίκες, πέντε-έξι γυναίκες, ζυμώνουνε το προζύμι, βάζουν απάνω στο τραπέζι και φτιάχνουν λουλούδια. Και μετά τα λουλούδια, βάζουν στο ταψί το προζύμι, το πατάνε και το βάζουν απάνω και το κεντάνε με τα λουλούδια γύρω γύρω. Και το βάζουνε στον φούρνο. [00:30:00]Το βγάζουν απ’ τον φούρνο, το αλείφουνε με μέλι και ρίχνουν από πάνω σουσάμι. Αλλά επειδής έχει λουλούδια, δεν βάζουν τώρα ούτε μέλι ούτε ζάχαρη, γιατί είναι πάρα πολύ. Αυτό, άμα το βρω το βιβλίο, θα σ’ το δώσω. Δεν θυμάμαι που το ’χω, κάπου κάπου ψάχνω από κει, το παίρνει το μάτι μου. Να δεις που φοράνε τα τσεμπέρια οι γυναίκες εδώ και φτιάχνουνε τα προζυμάκια λουλούδια.
Τα κεντητά, αυτά.
Ναι, ναι, ναι. Σου δίνω τον λόγο μου, επειδή εσύ είσαι τώρα της Μάρθας ο εγγονός, να το δώσω στη Μαρία να σ’ το δώσει αυτό το βιβλίο. Εντάξει; Έχεις τον λόγο μου, ναι, ναι.
Να σας ρωτήσω. Την προηγούμενη φορά που είχαμε μιλήσει, μου είχατε πει μια ιστορία που βάζατε εφημερίδες στα παπούτσια…
Εγώ ήθελα να πήγαινα στον Κάλαμο που χορεύανε, βάζανε ντιβάνι και χορεύανε –ντιβάνι λέγανε τότε. Λοιπόν, εγώ δεν είχα παπούτσια, ήμουνα φτωχιά. Και η θεια μου η Χρυσούλα –η θεια μου, η αδερφή της μητέρας μου–, για να μου κάνουν τα παπούτσια, βάζαμε μέσα χαρτί. Το παπούτσι ήτανε τόσο και το μικραίνανε. Και πώς χορεύαμε και δεν σκοτωνόμαστε! Και βάζαν μέσα στα παπούτσια, βάζανε χαρτί, για να μικρύνει το παπούτσι, να βάλουμε το πόδι να χορέψουμε. Πώς χορεύαμε, πώς χορεύαμε…Τώρα, περπατάω και –καλά, τώρα είμαι ενενήντα χρονώ, πάω κούτσα, έχω αστάθεια στο σώμα μου. Και χορεύαμε και βάζαμε μέσα στα παπούτσια, βάζαμε χαρτί, εφημερίδα, για να βάλουμε τα ποδαράκια μας να χορέψουμε. Λοιπόν, έχεις τον λόγο μου ότι αυτό το βιβλίο θα ψάξω να το βρω, γιατί σε αγάπησα πάρα πολύ που είσαι της Μάρθας ο εγγονός, και τη θεία σου τη θυμάμαι, και θα σ’ το δώσω. Δηλαδή, να το ξεσηκώσεις. Έχει τα λουλούδια απ’ τα κεντήματα, έχει τις γυναίκες που φοράνε το μαντήλι που τα φτιάχνουνε… Τώρα είναι πολύ δύσκολο να το βρω. Κάπου, κάπου το ’χω βάλει, δεν θυμάμαι αυτό. Ήξερα, αλλά αυτό το πράγμα δεν είναι τίποτα. Έτσι που λες, αυτά.
Τα πανηγύρια, τα γλέντια… Τι θυμάστε;
Θυμάμαι που ερχόντουσαν απ’ τον –α, δεν σ’ το ’πα, το πιο κυριότερο! Παραμονή των Αγίων Αποστόλων, ερχόντουσαν από τον Κάλαμο οι Καλαμιώτισσες. Εκεί που έχει ο γιος μου το σπίτι –θα σ’ το δείξω τώρα–, στην εκκλησία, υπήρχαν ελιές, υπάρχανε δέντρα. Ερχόντουσαν, ανοίγανε λακκούβες, βάζανε απάνω δυο πέτρες και ’βάζαν την κατσαρόλα και μαγειρεύανε αποβραδίς. Και στρώνανε χάμω στρωματσάδα και κοιμόντουσαν. Πηγαίναν στον εσπερινό στον Άγιο Απόστολο, στην εκκλησία, γυρίζανε, τρώγανε και το βράδυ, εκεί στη «Βεγγέρα», που ήτανε καφενείο, που ήτανε ταβέρνα, βάζανε όργανα –και του Χορμοβίτη, πιο πέρα, εκεί που είναι…– βάζανε όργανα και χορεύανε και ξημερωνόντουσαν μέχρι το πρωί. Το πρωί, πηγαίναν στην εκκλησία, μαγειρεύανε πάλι, τρώγανε και πάλι. Τρεις μέρες κράταγε το πανηγύρι εδώ. Ωραίο πανηγύρι, ωραίο, αυτό το θυμάμαι. Μικρή ήμουνα, αλλά τα θυμάμαι τα πανηγύρια. Εκεί που είχε η πεθερά μου το σπίτι, τώρα που ζει ο γιος μου, ερχόντουσαν απ’ τον Κάλαμο οι Καλαμιώτισσες και ανοίγανε λακκούβες, βάζαν τους τσιμεντόλιθους και μαγειρεύανε και τρώγανε. Ωραία, ωραία χρόνια, σου λέω ήταν. Αυτό το θυμάμαι. Αυτά είναι τα νιάτα μου, τα πράγματα. Δεν έχω τίποτα άλλο να σου πω.
Εσείς πηγαίνετε στα γύρω χωριά για πανηγύρια;
Δεν πήγαινα, γιατί δεν υπήρχαν αυτοκίνητα τότε. Με τα ζώα πού να πηγαίναμε; Τώρα να πάρουμε τ’ αυτοκίνητο. Τώρα που γέρασα, πήγα με τον άντρα μου… Έχω πάει και στην Ιταλία, έχω πάει και στην Τουρκία με τον άντρα μου, έχω πάει και στο Πήλιο, έχω πάει και στα Ζαγοροχώρια πάνω… Μετά, που βγήκε απ’ το καΐκι, πηγαίναμε. Πρώτα δεν μπορούσαμε, πού να πηγαίναμε; Ήμαστε φτωχοί, δεν είχαμε ρούχα να φορέσουμε, δανειζόμασταν. Εγώ πήγαινα σχολείο… Το Πάσχα, περιμέναν να ’ρθει το Πάσχα να μας πάρει ο πατέρας μας παπούτσια. Τα φόραγα, τα σκούπαγα και τα ’βαζα πάνω στο τραπέζι να μη λερωθούνε. Το καταλαβαίνεις; Και τώρα έχω παπούτσια από δω, παπούτσια από κει. Τα βάζαμε απάνω στο τραπέζι μη λερωθούνε τα παπούτσια. Αυτά είναι, αγόρι μου, άλλο τίποτα δεν έχω, ρε πουλάκι μου, να σου πω. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο να σου πω. Α, ξεκίνησα εγώ, όταν παντρεύτηκα, ξεκίνησα με το τζάκι, να μαγειρεύω στο τζάκι. Με την κατσαρόλα –όχι κατσαρόλα, τσουκάλι. Δεν υπήρχαν κατσαρόλες. Τσουκάλι. Μετά, παίρνω μια τρόμπα με… που τρομπάρανε, γκαζιέρα, μια γκαζιέρα. Απ’ την γκαζιέρα, πήρα ένα πετρογκάζ και από πετρογκάζ, που ήρθα εδώ –γιατί, όχι εκεί πάνω– πήρα κουζίνα ηλεκτρικιά. Ωραία χρόνια ήταν, όμως, ωραία. Γιατί ήμαστε όλοι ίδιοι, δεν είναι ότι είχες εσύ κουζίνα και εγώ δεν είχα ή εσύ είχες ψυγείο, εγώ δεν είχα. Ήμαστε όλοι μία κατηγορία, είχαμε τα ίδια όλοι και δεν ζήλευε ο ένας τον άλλονε. Κατάλαβες;
Και τα πλένατε στη βρύση τα ρούχα; Πού τα πλένατε;
Εκεί που είναι η πολυκατοικία, μια παλιά τώρα, είχε μια βρύση κι έτρεχε. Αποβραδίς, πήγαινε η μητέρα μου, έπαιρνε το καζάνι, το άναβε, το άναβε το καζάνι, ζέσταινε το νερό και έβαζε μέσα σ’ ένα κοφίνι στάχτη –από το τζάκι, στάχτη. Και έβραζε και τα ρούχα μέσα στο καλάθι, στο κοφίνι. Βγαίνει η σαπουνάδα, το νερό καυτό, η αλισίβα τα ’βγαζε και την άλλη μέρα, πηγαίναμε και τα πλέναμε και τα ξεβγάζαμε στη βρύση και τα φέρναμε και τα απλώναμε. Δεν υπήρχε τότενε βρύση εδώ –μια βρύση εδώ, μια βρύση εδώ, μια βρύση από κει… Δεν υπήρχανε. Αλλά εκεί ακριβώς που είναι τώρα… Εδώ που είναι, λίγο πριν το μαγαζί, απέναντι, ήτανε μια βρύση. Κι εδώ, δίπλα μου, είχε έρθει μια απ’ τη Μικρασία. Παιδιά, τι να σου πω! Έβαζε να ξεβγάλει τα ρούχα, απ’ την ώρα που τα ’βαζε μέχρι που τα τελείωνε, να τρέχει η βρύση συνέχεια. Εμείς τη βαστάγαμε τη βρύση[00:35:00]. Και κάθε Μεγάλη Πέμπτη, άσπριζε τον τοίχο έξω. Κι εγώ έμενα πιο πάνω, πέρναγα εκεί –θα σου δείξω το σπίτι. Μου λέει: «Έλα εδώ. Κάθε Πάσχα, την Πέμπτη, θα ασπρίσεις τον τοίχο και τις πέτρες. Και θα καταλάβεις Πάσχα». Αυτή μας είχε μάθει –Θεός σχωρέσ’ τηνα– η κυρα-Κουτουκάκαινα, εδώ. Δεν υπήρχαν, σου λέω, ήμαστε ερημιά, ρε πουλάκι μου, σου λέω ερημιά. Εδώ, που βλέπεις τον δρόμο που πάει κάτω, πήγαινε το νερό κι έβγαινε στη θάλασσα. Είχε ρυάκι και πήρε νερό. Είχε μουριές, είχε συκιές –εδώ, του Βασιλάκου, απέναντι, εδώ, στην αυλή που πας κάτω. Δεν μπορούσες να περάσεις. Εκεί που είν’ το μαγαζί του γιου μου τώρα, το μαγαζί μας, υπήρχε μια συκιά και έκανε σύκα. Πιο μέσα ροδιά, πιο μέσα λεμονιά… Δεν υπήρχαν, αυτά γινήκανε τώρα, δεν υπήρχαν τίποτα, το καταλαβαίνεις; Αλλά ήταν ωραία χρόνια, όμως, ωραία χρόνια. Έτσι που λες. Αυτά είναι…
Και στις βρύσες συναντιόσασταν όλες μαζί;
Στη βρύση πηγαίναμε, κάναμε το κουτσομπολιό εκεί, με τις στάμνες, μιλάγαμε, κάναμε, όλες μαζί. Άλλες φοράγαν το μαντήλι φακιόλι, άλλες το δέναν έτσι το μαντήλι, άλλες δεν είχανε καθόλου –όχι, σχεδόν όλες μαντήλι έχουμε. Εγώ… ακόμα υπάρχει το μαντήλι. Για να σου δώσω να καταλάβεις –αν είναι εδώ, θα το δεις κιόλας. Να το. Το βλέπεις αυτό το μαντήλι; Αυτό το μαντήλι που βλέπεις εδώ, είναι το παλαιό μας μαντήλι, που φόραγαμε. Μέχρι τώρα υπάρχουν ακόμα. Είχα πολλά μαντήλια εγώ –να, το βλέπεις; Δεν λέω ψέματα. Φοράγαμε μαντήλι. Ωραία, ωραία χρόνια, ωραία χρόνια, δόξα τω Θεώ, μια χαρά είναι. Αυτά είναι, δεν έχω τίποτα άλλο να σου πω. Θα ντυθώ, έχουμε… Μας έχει το ΚΑΠΗ απόψε, στο εστιατόριο, τραπέζι. Όχι τραπέζι, εμείς θέλουμε [Δ.Α.] με την κυρία εδώ. Θα αλλάξω, θα πάμε με την Ερμιόνη και θα πάμε. Άλλο τίποτα δεν έχω να σου πω. Ό,τι θυμάμαι, σου…
Εντάξει, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Κι εγώ σας ευχαριστώ.
Βάζαμε μία κασέλα και διπλώναμε ένα άσπρο, ένα κόκκινο, ένα μπλε, ένα κόκκινο. Με δαντέλες. Και πάνω πάνω, βάζαμε τα μαξιλάρια τα κεντητά. Έχω ακόμα προίκα, τα κεντητά μαξιλάρια. Ερχόντουσαν οι θειάδες μου, οι ξαδερφάδες μου, οι φιλενάδες μου, να ιδούνε τον γιούκο που λέμε, γιούκο το λέγαμε. Και βάζανε μέσα, άλλοι εκατό, άλλοι διακόσια, άλλοι –λεφτά, βάζαμε λεφτά. Και το φωτογραφίζανε και το ’χανε. Τώρα εγώ δεν το ’χω. Δεν είχα φωτογραφία-
Τα βάζανε-
Καρφιτσώνανε απάνω στα προικιά. Εγώ, όταν έγινα νύφη, δεν είχα φωτογράφο να βγάλω φωτογραφία, δεν έβγαλα, δεν έχω φωτογραφία νύφη. Άλλες γινήκανε νυφάδες και βγάλανε μετά, εγώ δεν έβγαλα. Και ο αρραβωνιαστικός μου –θα σ’ τον δείξω εδώ, που ήτανε φαντάρος. Και τα προικιά τα καμαρώνουνε: «Πωπώ! Προικιά που ’χει η κυρα-Κατίνα. Πωπώ!» Και βάζανε λεφτά, για να μπούνε να δουν τον γιούκο θέλαν λεφτά. Και απάνω στο τραπέζι βάζαμε τα μαξιλάρια, βάζαμε τα εσώρουχά μας, κατάλαβες; Να τα ’βλεπε. Ρίχνανε ρύζι πάνω και μπαίνεις εσύ, σαν συμπεθέρα, και τα ’βλεπες.
Και αυτά τα στήνατε σε πύργο.
Ναι, μετά τα πηγαίναμε απάνω, τα παίρναμε πάλι μες στο φορτηγό, τα φορτώναμε και πηγαίναμε στο σπίτι μου και τα βάζαμε πάλι γιούκο εκεί. Και στις σαράντα μέρες χαλάγαμε τον γιούκο στο… Όταν παντρευόμουν εγώ, σαράντα μέρες χάλαγα τον γιούκο. Ερχόταν η φιλενάδα μου, η ξαδέρφη μου, κάναμε τηγανίτες με μέλι και τρώγαμε και χαλάγαμε τον γιούκο.
Αυτό δεν το γκρέμιζε κι ο γαμπρός κάποια στιγμή;
Ο γαμπρός τον γκρέμαγε την ώρα προτού να ξεκινήσουμε, να πάω σπίτι μου. Την ώρα που ήρθε ο γαμπρός για να παντρευτούμε, τράβαγε ένα ρούχο, το ’ριχνε κάτω τον γιούκο, όλο, τον έριχνε κάτω. Να είδες που το ξέρεις. Ναι, αυτό δεν το θυμάμαι, είδες που σου λέω, δεν τα θυμάμαι. Το ’ριχνε ο γαμπρός. Τα λεφτά τα μάζευε η νύφη. Αλλά ερχόταν ο γαμπρός, για να με πάρει εμένα, έμπαινε μέσα, τράβαγε ένα κάτω και τα ’ριχνε όλα κάτω. Τα κέρναγε κι ο γαμπρός τα προικιά όμως. Και μετά το ’ριχνε τον γιούκο, αλλιώς δεν τον αφήναν να το χαλάσει. Και τα πηγαίναν τα προικιά, τα πηγαίναν μια μέρα πιο μπροστά ή, καμιά φορά, τα παίρναμε την ίδια ώρα. Και τράβαγε, όπως λες, και το ρίχνανε κάτω τον γιούκο, πέφτανε κάτω τα ρούχα τα άλλα. Λέγαμε: «Ασήμωσέ τα, τα ασημώνει [Δ.Α.]»
Αυτά γινότανε πριν τη στέψη.
Ναι, πριν, πριν, πριν τη στέψη. Ναι. Μετά τη στέψη πια, τα προικιά έχουνε πάει σπίτι. Στεφανωνόμουνα και ερχότανε κάτω, τρώγαμε, πίναμε και φορτώναμε τα προικιά. Αλλά το πέσιμο, είχε πέσει προτού να στεφανωθούμε. Ναι, τα ρίχναν τα προικιά, τα ρίχνανε κάτω. Κοίτα που το θυμάται!
Εσείς τι… Ποια ήταν η προίκα σας;
Εγώ… Σε ρούχα; Είχα τρία –τα θυμάμαι– τρία παπλώματα, δύο βελέντζες, τα χράμια της νεροτριβής που λέμε –τα ’χω ακόμα, τα δύο τα χάρισα…
Χράμια;
Χράμια, ναι. Αυτά τα ’δωσα στην Εύβοια που καήκανε, δεν τα θέλω, δεν κοιμούνται. Τώρα έχουμε πάρει παπλώματα. Είχα κουβέρτες, είχα πλεκτές κουβέρτες, είχα σεντόνια. Τα ’χα κάνει στον αργαλειό μόνη μου, έχω κάνει αργαλειό. Έμενα, ήμουν αρραβωνιασμένη και έκανα αργαλειό. Και έχω κάνει –τώρα δεν μπορώ να σ’ τα δείξω– με τα πατήματα λουλούδια. Έκανα αργαλειό εγώ, έχω κάνει αργαλειό. Ναι αμέ. Αυτά είναι.
Άρα, εσείς φτιάξατε όλα τα προικιά σας;
Ναι, τα προικιά μόνη μου και της αδερφής μου έφτιαχνα μαζί. Και τα προικιά, τα πιο πολλά, τα ’φτιαξα αρραβωνιασμένη, γιατί αρραβωνιάστηκα μικρή και δεν μπορούσα να τα κάνω τα προικιά. Είχα κι άλλη αδερφή μεγάλη, παντρεμένη –στην Αθήνα ήταν αυτή, τώρα έχει πεθάνει. Και τα ’κανα στης πεθεράς μου το σπίτι τα προικιά, αρραβωνιασμένη. Και πήγαινα, έκανε η πεθερά μου, έκανα –έκανε στα κορίτσια της, είχε τρεις κόρες η πεθερά μου. Έκανε στις κόρες, έκανα κι εγώ. Έχω κάνει και [00:40:00]προικιά, ναι. Δόξα σοι ο Θεός, μια χαρά είμαι. Και τώρα δεν μπορώ να περπατήσω, γέρασα.
Και-
Κοίτα που το θυμόταν τον γιούκο ότι το ’ριχνε κάτω, εγώ δεν το θυμήθηκα!
Σε περίπτωση που το προξενιό δεν γινόταν ή αν η κοπέλα άλλαζε γνώμη, τι γινόταν σε αυτή την περίπτωση;
Α, κοίτα να δεις, άμα κουβεντιάζαν, το κουβεντιάζανε κρυφά το προξενιό. Γιατί αν το μάθαινες εσύ, κι εσύ μετά: «Α, δεν την ήθελε την Κατερίνα ο… και τη χώρισε». Όταν τα συμβιβάζαν, δώνανε τα χέρια οι γονείς, κι εμείς τύπος και υπογραμμός. Εάν λέγανε όχι, δεν το μαρτυράγαμε καθόλου. Φοβόντουσαν γιατί το εκτέθαμε, ότι ήτανε, ότι δεν είμαστε καλές. Αυτά είναι τα νέα μας.
Υπήρχε άλλος τρόπος να γνωριστεί ο άντρας με την κοπέλα;
Αμέ, πώς; Στο χωριό που πηγαίναμε στα πανηγύρια, στην παραλία που κάνανε βόλτα… Αλλά εδώ δεν υπήρχαν, πουλάκι μου. Εννιά σπίτια, δεν υπήρχαν κοπέλες. Μετά κάναμε εμείς παιδιά και –όχι εμείς δηλαδή, οι γονείς μας. Ήταν μικρά τα παιδιά, δεν ήντουσαν… Τώρα; Είναι γεμάτο. Και έρωτας και στον Κάλαμο, δεν υπήρχανε, εδώ ήταν εννέα οικογένειες, όταν λέμε εννέα οικογένειες… Ήμαστε πέντε άνθρωποι, το καταλαβαίνεις; Και πιο πολλές κατσίκες είχαμε και γαϊδούρια, πάρα ανθρώποι. Αχ, Παναγία μου! Λέω την αλήθεια. Εντάξει, δεν έχω τίποτα άλλο να σου πω. Αλλά αν βρω το βιβλίο, έχεις τον λόγο μου, θα σ’ το δώσω. Θα σ’ το δώσω να το φωτογραφίσεις, είναι πάρα πολύ ωραίο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Γεννημένη το 1930, η αφηγήτρια μεταφέρει τις αναμνήσεις της από τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, αλλά και εικόνες από τα χρόνια που ακολούθησαν. Μιλάει για τον τρόμο που προξενούσαν στους λιγοστούς κατοίκους του χωριού τα πολεμικά αεροσκάφη και η παρουσία των Γερμανών κατακτητών, αλλά περιγράφει και εικόνες γυναικείας συνύπαρξης, συλλογικότητας και αλληλεγγύης. Τέλος, δίνει ένα στίγμα της καθημερινής ζωής στο χωριό των Αγίων Αποστόλων, όπως ήταν πριν την τουριστική ανάπτυξη που γνώρισε τα επόμενα χρόνια.
Αφηγητές/τριες
Αικατερίνη Δίελλα
Ερευνητές/τριες
Φώτης Κοροσιάδης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/08/2022
Διάρκεια
41'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Γεννημένη το 1930, η αφηγήτρια μεταφέρει τις αναμνήσεις της από τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, αλλά και εικόνες από τα χρόνια που ακολούθησαν. Μιλάει για τον τρόμο που προξενούσαν στους λιγοστούς κατοίκους του χωριού τα πολεμικά αεροσκάφη και η παρουσία των Γερμανών κατακτητών, αλλά περιγράφει και εικόνες γυναικείας συνύπαρξης, συλλογικότητας και αλληλεγγύης. Τέλος, δίνει ένα στίγμα της καθημερινής ζωής στο χωριό των Αγίων Αποστόλων, όπως ήταν πριν την τουριστική ανάπτυξη που γνώρισε τα επόμενα χρόνια.
Αφηγητές/τριες
Αικατερίνη Δίελλα
Ερευνητές/τριες
Φώτης Κοροσιάδης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/08/2022
Διάρκεια
41'