© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Παύλος Δαμιανίδης: Πορεία στον άγνωστο δρόμο της τέχνης
Κωδικός Ιστορίας
12603
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Παύλος-Σπυρίδων Δαμιανίδης (Π.Δ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/10/2020
Ερευνητής/τρια
Αλέξανδρος Φρέρης (Α.Φ.)
[00:00:00]Γεια σας. Θα μου πεις το όνομά σου;
Nαι. Είμαι ο Παύλος Δαμιανίδης.
Ωραία, είμαστε με τον Παύλο λοιπόν. Εγώ είμαι ο Αλέξανδρος Φρέρης από το Istorima. Είναι Τετάρτη 21 Οκτωβρίου, βρισκόμαστε στην Κυψέλη και ξεκινάμε. Λοιπόν, Παύλο, αποφάσισα να έχουμε μαζί μία συνέντευξη, διότι πιστεύω ότι έχεις μία πολύ ενδιαφέρουσα ζωή. Άλλωστε είσαι ένας νέος καλλιτέχνης, που έχεις κάνει δύο κόμικς πολύ αξιόλογα και μπορώ να σου πω ότι είναι και πολύ καλά, γιατί τα έχω διαβάσει και τα δύο.
Σε ευχαριστώ πολύ.
Και έχεις γράψει και συνεχίζεις να γράφεις πολύ όμορφα τραγούδια. Μερικά εξ αυτών, τα περισσότερα δηλαδή, τα έχεις ανεβάσει και στο YouTube, ετοιμάζεις και δίσκο. Ας τα πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Πες μας κάποια λίγα πράγματα για σένα και την οικογένειά σου, το μέρος που γεννήθηκες και τα παιδικά σου χρόνια.
Καταρχάς, σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Κατά δεύτερον, να ξέρεις ότι συνήθως τα περισσότερα είναι αυτά που δεν ανεβαίνουν στο YouTube και δεν βγαίνουνε. Δηλαδή από, γράφεις εκατό, πετάς τα ογδόντα οχτώ, ανεβαίνουν τα δώδεκα, ας πούμε... Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε από την αρχή. Εγώ γεννήθηκα στη Νέα Σμύρνη, όπου και μεγάλωσα και πήγα σχολείο. Δηλαδή έμεινα μέχρι τα 18 εκεί πέρα και έκανα όλες τις δραστηριότητες, μαζί με το σχολείο, που κάνει ένα παιδί. Πήγα μπάσκετ, πήγα ποδόσφαιρο, εκεί πέρα στον Πανιώνιο σε πολύ μικρή ηλικία, ας πούμε, πριν ασχοληθώ με το μπάσκετ, και έκανα τις διακοπές μου πάντα στην Πάτμο. Πήγα σχολείο στη Λεόντειο, το οποίο και με δυσκόλεψε αρκετά μπορώ να πω, δηλαδή τα παιδικά μου χρόνια, όπως όλων νομίζω, είναι στιγματισμένα από αυτό, από το σχολείο, αν έχεις περάσει καλά ή άσχημα. Ναι, εμένα το ιδιωτικό σχολείο ξέρεις, το μεγάλο, το λίγο απρόσωπο, δεν με βοήθησε στην προσωπικότητά μου. Ππότε τα παιδικά μου χρόνια, στην Αθήνα τουλάχιστον, μου έχουν μείνει λίγο με μία αίσθηση πίεσης, άγχους, ξέρεις, αυτό, λίγο απομόνωσης ίσως γιατί, όπως όλοι εμείς μεγαλώσαμε στην Αθήνα και οι φίλοι μας μένανε μακριά, προκειμένου να συναντηθούμε μαζί τους έπρεπε να το κανονίσουμε, ώστε να καταφέρουμε ένα Σάββατο να βρεθούμε για δυο ώρες, αν μπορεί να μας πάνε οι γονείς μας. Ναι, οπότε είχε κάτι τέτοιο η Αθήνα για μένα παλιά.
Πες μου κάποια περιστατικά που θυμάσαι από τα σχολικά σου χρόνια και στη συνέχεια θα πάμε και στα χρόνια που πέρασες, μάλλον στις καλοκαιρινές διακοπές που πέρναγες στην Πάτμο.
Α, να πω πρώτα για τα σχολικά πρώτα; Τα σχολικά χρόνια, λοιπόν, τι θυμάμαι, θυμάμαι όταν ήμασταν 13-14 χρονών στο γυμνάσιο, ένα περιστατικό – αυτό μου ’χε κάνει πολλή εντύπωση και το λέω ακόμα. Βασικά τώρα το έχω ξεθάψει αυτό και το λέω σε κάποια live, όπου μας είχε ρωτήσει μία καθηγήτρια που είχαμε τι δουλειά θέλουμε, όχι τι δουλειά θέλουμε να κάνουμε, ποιο είναι το όνειρό μας. Ήμασταν 14 χρόνων, 13, τώρα Β’ γυμνασίου, θυμάμαι την καθηγήτρια για αυτό, και είχανε απαντήσει όλοι, από λογιστές, οικονομολόγοι, και τα λοιπά. Εγώ τότε νομίζω ήθελα να πω μπασκετμπολίστας, είχα ακόμα τ' όνειρο να γίνω σαν τον Παπαλουκά, το παιδικό μου είδωλο. Αλλά είχα πει και εγώ κάτι πολύ συμβατό, νομίζω αρχιτέκτονας, προκειμένου να μην ξεχωρίσω, είχα αυτό το κόμπλεξ και μου ’χε κάνει πάρα πολύ άσχημη εντύπωση και τότε, αυτό, και τώρα που το σκέφτομαι. Γιατί νομίζω ότι είναι παράξενο νέα παιδιά να μην έχουν, έτσι, όνειρα να κάνουν κάτι πέρα από τα συνηθισμένα στη ζωή τους. Αυτό είναι ένα περιστατικό που θυμάμαι από τα σχολικά μου χρόνια, και νομίζω αυτό δείχνει πολλά πράγματα για το, ναι, για το πώς μεγάλωσα. Τι άλλο θυμάμαι; Θυμάμαι που πήγαινα μπάσκετ στον Ίκαρο Νέας Σμύρνης για πολλά χρόνια εκεί πέρα και πάλευα για να, για μία θέση βασικού σε ένα πλαίσιο του ανταγωνισμού, θυμάμαι το σχέδιο που έκανα για τις Πανελλήνιες, ναι.
Στην Πάτμο που μας είπες ότι πέρναγες τα καλοκαίρια σου, για πες μας κάποιες αναμνήσεις από κει.
Ναι, η Πάτμος για μένα ήτανε σαν το άσπρο σε σχέση με το μαύρο του χειμώνα. Εγώ ξέρεις τον χειμώνα ήμουν, ρε παιδί μου, κάθε Κυριακή και κάθε αρχές Σεπτέμβρη, ήμουν σε μία κατάθλιψη, ας πούμε, γιατί άρχιζε το σχολείο. Οπότε η Πάτμος ήταν ο παράδεισος για μένα. Μέναμε σε ένα μικρό χωριό, τον Γροίκο, από τα λίγα χωριά που έχει η Πάτμος, όπου έπεσα εγώ σε μία φουρνιά παιδιών, έτσι, γεννημένα στο ’95, το ’96, το ’97, σαν και εμένα, που ήτανε τώρα από Ελβετία οι γονείς τους, από Γαλλία, από Φιλιππίνες, από Ελλάδα προφανώς, και ήταν, είχαμε κάνει μία πάρα πολύ ωραία παρέα, που έπαιζε από το πρωί μέχρι το βράδυ, στην παραλία. Εκεί ήταν οι πρώτοι έρωτες μετά, ξέρεις, όταν μεγαλώσαμε, χαλαρώναμε, ρε παιδί μου, υπήρχε μία αίσθηση χαλάρωσης, μία αίσθηση ότι το καλοκαίρι διαρκούσε τρεις μήνες και ήταν σαν να διαρκεί μία ζωή. Ναι, οπότε για μένα η Πάτμος είναι, ακόμα και τώρα δηλαδή, έχει μείνει σαν κάτι παραδεισένιο, ας πούμε, στο μυαλό μου.
Στην Πάτμο πηγαίνεις τώρα, συνεχίζεις[00:05:00];
Στην Πάτμο πηγαίνω ακόμα, βέβαια, δεν έχει αυτό, αυτήν την αίσθηση που είχε τότε, και γι' αυτό έχω γράψει ένα τραγούδι. Να σ’ το παίξω; Μπορώ να παίξω τραγούδια;
Με μεγάλη χαρά!
Ωραία, λοιπόν, κάτσε να δούμε πώς θα βγει, γιατί είμαι και λίγο άρρωστος αυτόν τον καιρό. Ας ελπίσουμε όχι από τη γνωστή αρρώστια. Το οποίο τραγούδι λέει αυτό ακριβώς, λέει ότι: «Στην παλιά μας παραλία», δηλαδή στην παραλία του Γροίκου που παίζαμε τότε, «έψαξα μα δεν μας βρήκα». Μες στην παλιά μας παραλία έψαξα, μα δεν μας βρήκα Κι είδα να φεύγουνε τα πλοία κι ένα ρολόι να κυλά Μες στους διαδρόμους του μυαλού μου ξανά απάντηση δεν βρήκα. Κι εκεί στην άκρη του γκρεμού μου, έκλαψα μόνος μου πικρά Και περιμένω να ρθείς Να μου φέρεις ξανά καλοκαίρι Καλοκαίρι στο μυαλό και στην ψυχή Και είμαι μόνος κι είσαι εσύ Που τον κόσμο κρατάς μες στο χέρι Έλα φως μου και δώσε μου ζωή. Εντάξει, αυτό είναι το μισό τραγούδι, μην κάνω και spoiler όλο το κομμάτι, ευχαριστώ πολύ.
Πολύ ωραίο και να μας παίξεις μετά κι άλλα τραγούδια μετά, στη συνέχεια της συνέντευξης. Λοιπόν, ας επιστρέψουμε, όμως, στα σχολικά σου χρόνια, και να πάμε στο τέλος τους, δηλαδή στις Πανελλήνιες. Πώς βίωσες εσύ αυτόν τον «αγώνα δρόμου» για όλα τα παιδιά; Πώς βίωσες τις Πανελλήνιες;
Όπως ακριβώς το είπες, σαν έναν αγώνα δρόμου, τον οποίο, όμως, κατά παραδοχή όλων, είναι κάτι πολύ αρνητικό, κάτι που πρέπει να καταργηθεί, κάτι απαράδεκτο. Αλλά παρ’ όλ’ αυτά συμβαίνει και το περνάμε όλοι με μία πίεση, που, δηλαδή, ρε παιδί μου, και εγώ που δεν ήθελα να μπω σε μία σχολή έτσι πολύ καλή, είχα μπει και σε ένα «τρυπάκι» πίεσης, ας πούμε. Ήταν τόσο μαύρα τα πράγματα με τις Πανελλήνιες για όλα τα παιδιά, που έμενα μου λειτούργησε θετικά. Δηλαδή σαν αντίδραση έκανα την πρώτη μου σχέση, το πρώτο φιλί δηλαδή, πήρα στα σοβαρά το μπάσκετ, έγραψα τραγούδια και, ξέρεις, κάπως έτσι αντιμετώπιζα το άγχος. Και θυμάμαι ότι, όταν είχανε πιάσει αυτά, όταν πια είχανε φτάσει, συγγνώμη, οι μέρες των Πανελληνίων, πολλά παιδιά λύγισαν απ’ το άγχος και γράψαν πολύ χειρότερα από ό,τι είχαν διαβάσει. Εμένα, ευτυχώς, έφυγε μετά την Έκθεση, άντε και το ΑΟΔΕ, και έμεινε μία απέχθεια ένα, ρε παιδί μου, «πότε θα τελειώσω επιτέλους και θα ξεκινήσω να ζω πάλι κανονικά;» Στο τέλος είχα ξεχάσει πια πώς είναι κανονική ζωή, ας πούμε, πώς είναι να βγαίνεις, όπως έχουμε κάνει και τώρα με τον κορονοϊό, δηλαδή, εν μέρει.
Το αποτέλεσμα από τις Πανελλήνιες ποιο ήταν, δηλαδή πώς τα πήγες στις αυτές εισαγωγικές εξετάσεις;
Τα πήγα καλά και ειδικά καλά, με βάση το διάβασμα που είχα ρίξει, δηλαδή μαζί με το σχέδιο έγραψα γύρω στα 16, που σημαίνει ότι μπήκα στη σχολή που ήθελα να μπω, που ήταν Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης στα Γιάννενα. Άνετα, δηλαδή, μπήκα πρώτος, οπότε μετά κατάλαβα ότι δεν θα έπρεπε να ’χω πιεστεί τόσο πολύ με τη σχολή που ήθελα εντέλει, είναι αυτή η παράνοια που σου λέω. Εν πάση περιπτώσει και μπήκα στα Γιάννενα και σπούδασα εκεί πέρα, έμεινα εκεί πέρα τέσσερα χρόνια δηλαδή, στην Ήπειρο. Πράγμα δύσκολο για έναν άνθρωπο που είναι του ήλιου και του φωτός γενικά, γιατί εκεί πέρα πρέπει να σου πω ότι βρέχει ασταμάτητα.
Στα Γιάννενα, λοιπόν, περνάς. Για πες μας λίγο, εκεί τι γίνεται; Πώς βιώνεις αυτήν την αλλαγή; Πώς πας στα Γιάννενα και τελικά, πώς περνάς τη ζωή σου, τη φοιτητική;
Τα Γιάννενα στην αρχή ήτανε, ήμουνα λίγο σαν ψάρι έξω από το νερό, γιατί μπήκα σε ένα πλαίσιο απόλυτης ελευθερίας. Καταρχάς, έμεινα μόνος μου πρώτη φορά, οπότε είχα τα διάφορα πρακτικά προβλήματα. Χάλασε το πλυντήριο, χάλασε η βρύση, χάλασε το καλοριφέρ και τα λοιπά, τα οποία η αλήθεια είναι ότι ένα παιδί 18 χρονών, που έχει μείνει με τους γονείς του, δεν ξέρει να τα λύνει αυτά και τα διαπιστώνει στην πράξη. Και όλη αυτήν την ελευθερία δεν την διαχειρίστηκα πάρα πολύ σωστά, γενικά πάντα με άγχωνε η απόλυτη ελευθερία, προσπαθούσα να είμαι δημιουργικός σε αυτά τα πλαίσια. Θυμάμαι γύρω μου επικρατούσε ένας, ένα χάος με τους φοιτητές, μέχρι κάθε μέρα έξω, μέχρι το πρωί κοιμόταν ο ένας σπίτι του άλλου και τα λοιπά, ακολουθούσα και εγώ εκεί, και κάπως έτσι πέρασε το πρώτο έτος, ας πούμε, που ήτανε της προσαρμογής. Και ξεκίνησε το δεύτερο έτος, το οποίο εμένα με βρήκε σε μία πολύ κακή κατάσταση. Τελικά η σχολή δεν μου άρεσε, μία κοπέλα που μου άρεσε στο πρώτο έτος μου είχε «ρίξει χυλόπιτα», οπότε είχα κλειστεί κι άλλο. Γενικά, ξέρεις, εκεί στα 19 ξεσπάνε και τα πρώτα, οι πρώτες πιο κανονικές καταθλίψεις, εντάξει όχι ότι είχα κατάθλιψη, είναι πολύ βαριά λέξη, αλλά[00:10:00], ξέρεις, οι βαριές θλίψεις, οι εμμονές, ό,τι έχει ο καθένας στο κεφάλι του, ας πούμε. Οπότε λίγο με δυσκόλεψε αυτό.
Για πες μας κάποια γεγονότα, κάποια συμβάντα που θυμάσαι από τα Γιάννενα;
Κάποια συμβάντα που θυμάμαι γενικά από τα Γιάννενα ή από τα Γιάννενα τα πρωταρχικά;
Που θυμάσαι από τα αρχικά. Θα πάμε μετά στα υπόλοιπα.
Ναι. Θυμάμαι ότι πηγαίναμε, ότι κατέβηκα το καλοκαίρι του πρώτου έτους για να βγω, να βγούμε εκεί πέρα που συναντιόντουσαν όλα τα παιδιά, και τους έβλεπα να κάθονται με ένα τσιγάρο στο χέρι και μου φαινόταν αδιανόητο. Και έκατσα εκεί πέρα μαζί με την παρέα, ήταν όλη η σχολή μου εκεί πέρα. Η σχολή μου, ας πούμε, του έτους μου, ήταν εκατό άτομα, ήτανε εκεί, πενήντα, καθισμένοι με ένα τσιγάρο, «μπάφο» ας πούμε, τσιγάρο και τα λοιπά, και εγώ καθόμουν και περίμενα, γιατί νόμιζα ότι κάτι θα κάνουμε, και μετά διαπίστωσα ότι δεν θα κάνουμε έτσι και θα κυλήσει, έτσι, όλη η νύχτα, και ενδεχομένως και η μέρα και η επόμενη νύχτα, και με έπιασε εκεί μία τρέλα και άρχισα να φωνάζω: «Τι, δεν θα κάνουμε κάτι, δεν θα πάμε κάπου να; Κάπως να περάσουμε τον χρόνο μας; Απλά θα καθόμαστε εδώ πέρα και δεν θα κάνουμε;». Και εκεί γίνανε σιγά σιγά, γίνανε οι πρώτοι φίλοι, γιατί, ξέρεις, κάποια παιδιά είχαν ίδιες ανησυχίες με εμένα, ας πούμε, ή μου στάθηκαν, μπορεί να μην ήταν με εμένα, άλλα μου στάθηκαν. Εκεί πέρα. «Τι έχεις; Πώς νιώθεις;». Και εκεί γνώρισα και ένα παιδί, με το οποίο αργότερα συνεργαστήκαμε και κάναμε, δηλαδή μετά από λίγους μήνες συνεργαστήκαμε και κάναμε δύο κόμικς.
Ωραία, είπες λοιπόν για το κόμικς, πότε μπαίνει, πότε πρωτομπαίνει η ιδέα του κόμικς; Να κάνεις δηλαδή κι εσύ, να δημιουργήσεις ένα δικό σου κόμικς;
Κοίταξε η ιδέα τού να δημιουργήσω ένα δικό μου κόμικς είχε μπει από πάρα πολύ παλιά, γιατί από μικρός ήθελα να ασχολούμαι με κάτι. Δηλαδή πάντα θυμάμαι ότι έτρεχα με μία κάμερα στους φίλους μου και τους έλεγα να κάνουμε ταινίες μικρού μήκους, μεγάλου μήκους, ποτέ δεν τελείωναν στο κάτω κάτω, ή να κάνουμε κόμικς. Δηλαδή από τα 12 είχε μπει αυτή η ιδέα, ίσως και πιο πριν, έκανα με τον νονό μου κάποια κόμικς, με τον Ντόναλτ, με δικούς μας ήρωες, με τον σκύλο μου, ας πούμε, τον Μάγκα. Οπότε αυτό πάντα το είχα σαν μια ιδέα στο μυαλό μου. Και άκου τώρα να δεις πώς έγινε: Ήμουνα, ήταν τέλη του πρώτου έτους η εξεταστική, όπου είχαμε ξενυχτήσει στην εστία μιας φίλης για να ετοιμάσουμε την εργασία για την επόμενη μέρα, για να πάμε να δώσουμε το μάθημα. Κλασικά όλη τη χρονιά δεν είχαμε κάνει τίποτα. Οπότε έπρεπε να ετοιμάσουμε 50 σχέδια εκείνο το βράδυ, τρία άτομα ήμασταν. Και κάναμε, κάναμε σχέδια, σχέδια, σχέδια, ξέρεις μας φαινόντουσαν και ωραία τότε, το επόμενο πρωί τα είδα και λέω: «Τι έκανα, ρε; Αυτά θα πάω να δώσω;» Βγάλαμε, ξέρω γω, 30 σχέδια ο καθένας. Το επόμενο πρωί τα είδα, λοιπόν, δεν μου άρεσαν καθόλου, λέω: «Παιδιά, εγώ δεν δίνω. θα κάτσω εδώ στο δωμάτιο να κοιμηθώ και λίγο, είμαι και άγρυπνος, θα κάτσω να κοιμηθώ λίγο». Οπότε φύγανε τα παιδιά να πάνε να δώσουν, έμεινα μόνος μου στο δωμάτιο παρέα με τις ενοχές, ότι πρώτο έτος και ήδη χρωστάω μαθήματα και τι κάνω και δεν μου αρέσει η σχολή και τα λοιπά και έπεσαν στα χέρια μου κάποια σχέδια, λοιπόν, κάποια σκίτσα κόμικς κανονικό, που είχε κάνει ο Περικλής Κουλιφέτης, συμφοιτητής μου. Τα οποία τα είχε αφήσει στην κοπέλα που είχε την εστία, και τα βλέπω και βλέπω ένα κανονικό κόμικς, δηλαδή έναν σκιτσογράφο φτασμένο, ρε παιδί μου, έναν γελοιογράφο βασικά, έναν γελοιογραφικό σχέδιο και λέω: «Πω, πω, αυτός, είναι πολύ καλός αυτός, όλοι μας έχουμε, αυτός, είναι έτοιμος, όμως, ψημένος», πώς το λένε; Δημοσίευε και σε μια εφημερίδα στα Γιάννενα ήδη, οπότε εκεί μπήκε η ιδέα. Μετά ήρθε το καλοκαίρι, ήρθε ο επόμενος χειμώνας, λίγο, όπως σου είπα, έπεσα down εκεί πέρα πολύ, νταουνίλα, μαυρίλα και τα λοιπά, μοναξιά, και είχα την ανάγκη να κάνω κάτι που να προκαλέσει χαρά, γέλιο, κάτι δημιουργικό. Οπότε χτυπάω την πόρτα του Περικλή –θυμόμουνα το σχέδιό του– και του λέω: «Ρε συ, δεν θες να συνεργαστούμε, να κάνουμε μαζί ένα κόμικς;». Ήτανε 10 Οκτωβρίου του ’15 αυτό, πέντε χρόνια πριν δηλαδή. Και τελικά δέχτηκε και κάναμε, συνεργαστήκαμε για τα επόμενα 3 με 4 χρόνια.
Κι έτσι γίνονται, λοιπόν, «Οι Συγκάτοικοι», οι οποίοι να πούμε ότι είναι δύο τεύχη, δηλαδή είναι δύο κόμικς, «Οι Συγκάτοικοι 1» και «Οι Συγκάτοικοι 2», να πούμε, επίσης, ότι εσύ κάνεις το σενάριο και τον χρωματισμό και ο Περικλής κάνει το σχέδιο στους «Συγκάτοικους»...
Ναι.
Και για πες μας, πώς τους προωθήσατε; Πώς ολοκληρώθηκε αυτό το έργο; Που πήγατε; Ποιες πόρτες χτυπήσατε;
Καταρχάς, αυτό το έργο έγινε λόγω έναν μεγάλο ενθουσιασμό που είχανε δύο νέοι. Δηλαδή δεν είχαμε ούτε πείρα, ούτε εμπειρία, ούτε ξέραμε πώς γίνεται αυτό. Σκέψου ότι πήγα χτύπησα την πόρτα λοιπόν, εκείνο το βράδυ, ήταν Τετάρτη 10 Οκτωβρίου, –το θυμάμαι καλά–, και του χτύπησα την πόρτα και κάναμε μία κουβέντα πολύ γενική. «Να κάνουμε ένα κόμικς». «Ναι, ρε συ». Ο Περικλής νόμιζε ότι είναι κάτι στην πλάκα, εγώ ήθελα κάτι πιο σοβαρό. Έτσι ξεκίνησε τώρα, μου ’κανε και τα σχέδια δύο χαρακτήρων, που τελικά ήταν ο Γεράσιμος και ο Χρήστος, και μετά έγινε Νίκος ο Χρήστος, ήταν αυτοί οι δύο ήρωες, τέλος πάντων, και λέω τελικά: «Θα κάνω, ρε συ, εγώ τα σενάρια, πώς θα το κάνουμε;». Σκέψου ούτε αυτό δεν είχαμε αποφασίσει και, πριν μου κλείσει την πόρτα, ξέρεις, για την καληνύχτα, μου λέει: «Κάνε εσύ το σενάριο να κάνω εγώ το σχέδιο». Και έφυγα. Και μετά γυρίζοντας σπίτι λέω: «Πανεύκολο, θα κάνω ένα σενάριο κόμικς», μονοσέλιδα ήταν, «Οι συγκάτοικοι 1» ήταν 48 μονοσέλιδες ιστορίες , και λέω: «Πανεύκολο, πόσο δύσκολα μπορεί να γράψεις ένα σενάριο;». Και τελικά[00:15:00] μισή ώρα που περπατούσα μέχρι το σπίτι, στο κεφάλι μου υπήρχε ένα λευκό χαρτί. Τίποτα, δεν μπορούσα να γράψω τίποτα. Τελικά μετά από δύο μέρες κάπως τελευταία στιγμή, πριν έρθει ο Περικλής να δει τι έχω κάνει, έγραψα ένα σενάριο, έτσι «στο πόδι». Του το έδωσα. Έτσι ξεκίνησε η πρώτη ιστορία, σιγά σιγά η πρώτη έφερε τη δεύτερη, γίνανε δέκα, κάναμε μία έκθεση σε ένα μαγαζάκι εκεί πέρα, πολύ φιλόξενο στους νέους καλλιτέχνες, «Το θυμωμένο πορτραίτο». Αρχίσαμε να τα ανεβάζουμε στο ίντερνετ, και σιγά σιγά έγιναν σαράντα οχτώ ολόκληρες ιστορίες, που ξέρεις, η βελτίωση κιόλας φαίνεται πάρα πολύ. Δηλαδή εγώ πρωτοέπιασα photoshop για να χρωματίσω τους «Συγκάτοικους 1», δεν είχα ξαναπιάσει ποτέ αυτό το πρόγραμμα. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, οι πρώτες δέκα σελίδες είναι, χρωματικά είναι άθλιες, ας πούμε. Σιγά σιγά, όμως, το έμαθα κι αυτό, ε, και πια, όταν είχαμε έτοιμο υλικό στα χέρια μας, τον Μάιο, –μας πήρε εφτά-οχτώ μήνες αυτή η ιστορία–, λέμε: «Τι θα το κάνουμε αυτό τώρα; Θα το αφήσουμε μόνο στο ίντερνετ;». Γενικά είχαμε πάντα όνειρο να το δούμε τυπωμένο, όπως βλέπαμε τα «Αστερίξ», όπως βλέπαμε τα «Λούκυ Λουκ», τα «Τεν Τεν», ξέρεις, είχαμε και πολύ υλικό Α4, και λέμε: «Όχι, πάμε να βρούμε εκδοτική». Δεν βρήκαμε εκδοτική, ήτανε, είναι πολύ μικρή η αγορά ελληνικών κόμικς και δεν πουλούσε και πολύ αυτό το στυλ, είχε και τα λάθη του, δεν βρήκαμε. Οπότε αποφασίσαμε να το κάνουμε αυτοέκδοση. Οπότε πήγαμε εδώ στη Χαριλάου Τρικούπη, σε μία, σ' ένα τυπογραφείο. Βάλαμε δικά μας λεφτά και τυπώσαμε τα πρώτα 100 τεύχη και ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε σιγά σιγά σε φεστιβάλ, και ξανά σε φεστιβάλ, και ξανά σε φεστιβάλ. Μετά ήρθανε «Οι Συγκάτοικοι 2», –άλλα δύο χρόνια τους παλεύαμε αυτούς– και έτσι γίνεται προώθηση σε κόμικς γενικά, ιντερνετικά και σε φεστιβάλ κόμικς.
Κάποιες εμπειρίες από τα φεστιβάλ;
Τα φεστιβάλ κόμικς είναι μία παράξενη περίπτωση, γιατί κάθεσαι δώδεκα ώρες, και επειδή τα ελληνικά κόμικς δεν πουλάνε, δηλαδή πουλάνε κάτι αφισάκια του «Σούπερμαν», κάτι τέτοια, όσοι έχουνε τέτοιο πάγκο βγάζουν λεφτά στα φεστιβάλ κόμικς. Εμείς, λοιπόν, όλοι οι ταλαίπωροι Έλληνες δημιουργοί φανζινάδες, ας πούμε, –φανζινάδες είναι η αυτοέκδοση στο κόμικς–, καθόμαστε και πουλάμε ένα τεύχος την ώρα. Και στο τέλος, απλά έρχονται και κάποιοι φίλοι και παίρνουνε, ας πούμε: «Να πάρω 2-3 για τον πατέρα και τη μάνα μου» και να στηρίξουν, ας πούμε, αλλά συνήθως πουλάς ένα την ώρα. Οπότε καθόμαστε δώδεκα ώρες εκεί πέρα, πουλάμε δώδεκα τεύχη, γνωρίζεις άλλους κομίστες, είχαμε την τύχη εκεί να γνωρίσουμε διάφορους κομίστες από ένα ελληνικό περιοδικό, το τελευταίο καλό ελληνικό περιοδικό κόμικς, το «9». Με τους οποίους είχαμε μεγαλώσει, ειδικά ο συνεργάτης μου ο Περικλής. Οπότε είχε τη χαρά να τους γνωρίσει αυτούς στα φεστιβάλ, οπότε έτσι είναι λίγο πολύ, κάπως περνάει η ώρα. Είναι τριήμερα συνήθως, είναι Αθήνα-Θεσσαλονίκη και ναι, είναι μία εμπειρία που πρέπει να τη ζήσει ο κάθε κομίστας, όμως, νομίζω εντέλει.
«Οι Συγκάτοικοι» τι διηγούνται;
«Οι Συγκάτοικοι» διηγούνται την ιστορία δύο φοιτητών, του Γεράσιμου και του Νίκου, όπως είπα και πριν, οι οποίοι προσπαθούν να διαχειριστούν όλα αυτά τα προβλήματα που σου έλεγα ότι είχα εγώ στο πρώτο έτος: ελευθερία, πώς περνάει ο χρόνος, πώς θα εκμεταλλευτούμε τον χρόνο αυτό για να κάνουμε τα όνειρά μας. Αυτό το πράγμα είναι «Οι Συγκάτοικοι» και «σκουντουφλάνε» πάνω σε αυτά τα προβλήματα, οπότε αυτό προκαλεί κάποιο γέλιο στο τέλος. Ειδικά «Οι Συγκάτοικοι 1» ήταν αυτό. Ότι είναι εφτά καρέ, εφτά τετραγωνάκια, δηλαδή το κόμικς εκτυλίσσεται σε καρέ, στα οποία έχουν κάποια ανησυχία, ή κάποια νέα γνωριμία, ή μία έξοδο βραδινή και στο τέλος πρέπει να καταλήξει με μία, με κάποιο αστείο που θα γίνει. Οπότε διηγούνται όλους αυτούς τους προβληματισμούς, ρε παιδί μου, που έχουν οι νέοι, ή τουλάχιστον που θα έπρεπε να πω να έχουνε οι νέοι. «Τι θα κάνω με τη ζωή μου; Τι θα κάνω με τον χρόνο μου;». Από ένα αστείο πλαίσιο δύο νέων, αυτό νομίζω ότι είναι «Οι Συγκάτοικοι».
Τι άλλο θυμάσαι από τα Γιάννενα;
Από τα Γιάννενα θυμάμαι ότι, καταρχάς, στο πρώτο έτος έκανα ραδιόφωνο, σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό του πανεπιστημίου όμως. Ναι, αυτό νομίζω ότι ήταν πολύ σημαντικό για εμένα, το ραδιόφωνο, αν και σε αυτούς τους σταθμούς, ξέρεις, δεν σε ακούνε πολλά άτομα δηλαδή είκοσι, δέκα, δεκαπέντε, εκεί, αλλά εγώ το ετοίμαζα λες και θα με ακούγανε χίλιοι. Δηλαδή καθόμουνα, όταν δεν έγραφα για το κόμικς, καθόμουν εκεί πέρα και έγραφα για τις εκπομπές. Έψαχνα ιστορίες τραγουδιών, πώς να, ξέρεις, πώς να μιλήσω και να μην φανεί ότι κολλάω, ποιο τραγούδι θα βάλω για «χαλί», έπαιρνα συνεντεύξεις… Αυτό, αυτό μου έχει μείνει σαν ανάμνηση από το ραδιόφωνο, ήταν ωραίο το ραδιόφωνο. Εγώ είχα το δεύτερο έτος, έχει πλάκα αυτό, είχα εκπομπές κάθε Τρίτη 10:00 με 12:00 το βράδυ, ήθελα και δίωρες εκπομπές, που είναι πολύ δύσκολο να κάνεις μόνος σου δίωρη εκπομπή, και το τελευταίο λεωφορείο –από το πανεπιστήμιο που ήταν οι εκπομπές– για την πόλη ήταν στις 11:00. Είναι μακριά, δηλαδή δεν το περπατάς, ειδικά με κρύο, είναι μία ώρα απόσταση το κέντρο-πανεπιστήμιο. Οπότε κοιμόμουνα στο στούντιο. Και το στούντιο, εν τω μεταξύ, ήταν σ' ένα άδειο κτίριο που ήταν και τα εργαστήρια ζωγραφικής, γλυπτικής, φωτογραφίας, το οποίο είχε μόνο κάτι αδέσποτα μέσα και κοιμόμουν εκεί πέρα, σε ένα τέτοιο τρομακτικό πλαίσιο. Και θυμάμαι μία νύχτα, όπου ξέρεις, εγώ πάντα πριν κοιμηθώ, σ' έναν καναπέ άθλιο, τώρα που καθόμασταν όλοι[00:20:00], για τις συνελεύσεις, ξέρεις, δεν μπορεί να φανταστείς, μιλάμε... Ναι. Και θυμάμαι μία νύχτα, ρε παιδί μου, που εκεί που κοιμόμουνα, αρχίζει και παίζει πάρα πολύ δυνατά μουσική από το πουθενά και τρελάθηκα. Σηκώνομαι, κοιτάω να δω ποιος έχει μπει, τι έχει γίνει, ας πούμε, και τελικά μου εξήγησε ένας παλιότερος, από κει, από τον ΡαΣΠΙ, από τον ραδιοφωνικό σταθμό, ότι κάποια διακοπή είχε γίνει λόγω κεραυνών και είχε ξανανοίξει ο υπολογιστής και άρχισε να παίζει αυτόματα μουσική δυνατά. Ναι, ήταν λίγο, λίγο τρομακτική η φάση όλα, είχε, ήτανε και όμορφα όμως. Ένιωθα ότι είμαι μόνος μου σε μία, σε ένα άδειο τέτοιο, ας πούμε, και βάζω τραγούδια σε κάποιους πολύ μακρινός ακροατές, και ήταν, είχε την ομορφιά του αυτό.
Ο κύκλος των Ιωαννίνων πότε κλείνει;
Ο κύκλος των Ιωαννίνων κλείνει σε τέσσερα χρόνια, χωρίς να σημαίνει ότι τελείωσα και τη σχολή, αλλά έφυγα απλά από τα Γιάννενα, γιατί πια είχα αρχίσει να κουράζομαι από τα ίδια, ξέρεις. Τις μικρές πόλεις, ως φοιτητές, στην αρχή το απολαμβάνεις, μετά από λίγο αρχίζεις και κουράζεσαι, όποτε ήθελα να ξαναεπιστρέψω στην Αθήνα και να ασχοληθώ με τη μουσική. Οπότε εκεί, τα τέσσερα έτη πια, γύρισα πίσω, το 2019.
Οπότε επιστρέφεις το 2019, και τελικά πότε αποφασίζεις να ασχοληθείς οριστικά με το τραγούδι και την τραγουδοποιία;
Λοιπόν, τη χρονιά ’18-’19 που γύρισα, πήγαινα και έδινα τα μαθήματα, βρήκα και μία δουλειά ως γραφίστας, επειδή από τους «Συγκάτοικους» είχα μάθει το photoshop, οπότε μπορούσα πια να κάνω και αυτήν τη δουλειά, και πήγαινα και έδινα τα μαθήματα. Οπότε τα πέρασα όλα τα μαθήματα σιγά σιγά μέχρι τον Ιούνιο και κάπου εκεί έφτασε η στιγμή για να κάνω την πτυχιακή μου. Κι όταν έφτασε η ώρα να κάνω την πτυχιακή, αποφάσισα να παρατήσω τη σχολή και να ασχοληθώ με το όνειρό μου, ας πούμε. Και θα μου πεις: «Αφού πέρασες όλα τα μαθήματα, γιατί κόλλησες στην πτυχιακή;». Γιατί ένιωσα ότι είναι η τελευταία μου ευκαιρία να αποδείξω ότι προτεραιότητα στη ζωή μου βάζω εγώ και όχι οι άλλοι. Γιατί, όπως σου είπα, μία ζωή σε πιέζουν για τις Πανελλήνιες, για το, να βγάλεις τη σχολή, γιατί όλοι έχουν ένα «χαρτί» και τα λοιπά, οπότε κατάλαβα ότι ποτέ δεν θα μπορούσα να κάνω αυτό που θέλω. Οπότε εκεί πέρα λέω: «Θα το εγκαταλείψω και θα γίνω τραγουδοποιός». Έτσι ξεκίνησα, «σαν μία μικρή κοπάνα», ας πούμε.
Τι έχεις κάνει μέχρι τώρα στον χώρο αυτό του τραγουδιού; Για πες μας κάποια πράγματα.
Στον χώρο του τραγουδιού τι έχω κάνει. Καλά, μη φανταστείς ότι έχω κάνει και κάτι ιδιαίτερο. Κοίταξε, με το που εγκατέλειψα τη σχολή, καταρχάς άρχισαν να μου έρχονται κάποιες ωραίες ιδέες για τραγούδια σιγά σιγά. Γιατί ξαναβρήκα την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Πρέπει να σου πω ότι είχα, εκείνη την περίοδο εν τω μεταξύ, είχα πάθει ένα writer block. Ξέρεις τι είναι το writer block; Writer block είναι όταν προσπαθείς να γράψεις κάτι, αλλά δεν μπορείς. Όπως σου έλεγα, όταν πήγα να γράψω το πρώτο σενάριο των «Συγκατοίκων», ότι είχα ένα λευκό χαρτί στο κεφάλι μου και δεν μου ερχόταν καμία ιδέα, είχα ένα τέτοιο, για έναν χρόνο όμως, το οποίο ξεκίνησε αυτό όταν είχα πάει κάποια πρώιμα τραγούδια μου στον Σαββόπουλο, μετά από μία συναυλία του, και μου είχε κάνει μία αυστηρή κριτική ο Σαββόπουλος, ρε παιδί μου, μου ’χε κάνει μία αυστηρή κριτική. «Οι ομοιοκαταληξίες σου δεν είναι σωστές, οι μουσικές σου δεν είναι πρωτότυπες, και το περιεχόμενο "γκρινιάζει"», μου είχε πει έτσι, και μπορεί να είχε και δίκιο, αλλά μου είχε φανεί τόσο απότομο… Και μου είπε στο τέλος ότι: «Αλλά βλέπω την ευγενική σου διάθεση να εκφραστείς και πιστεύω ότι πρέπει να συνεχίσεις», το οποίο δεν του είχα δώσει πολλή βαρύτητα τότε, αλλά τώρα καταλαβαίνω ότι ήταν πολύ σημαντικό αυτό που μου είπε. Δηλαδή σαν αυστηρός καθηγητής πανεπιστημίου μού είχε πει: «Μικρέ, αν θες να γίνεις ένας καλός μουσικός, πρέπει να δουλέψεις». Και αφού είχα ακούσει αυτήν την αυστηρή κριτική, λοιπόν, από τον Σαββόπουλο, δεν μπορούσα να γράψω τίποτα για δύο χρόνια. Οπότε με το που εγκατέλειψα τη σχολή, ξαναβρήκα σιγά σιγά εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, έγραψα τραγούδια, τα οποία άρχισα να τ’ ανεβάζω στο YouTube. Μία άλλη ιστορία είναι αυτή του YouTuber, δηλαδή πια ο μουσικός δεν έχει cd, δεν έχει δηλαδή, δεν είναι ο καθιερωμένος τρόπος εννοώ, είναι να τα βγάλεις στο διαδίκτυο να τα βάλεις στο ίντερνετ. Οπότε και εγώ άρχισα να βγάζω τη φάτσα μου με μία κιθάρα στο ίντερνετ και να τραγουδάω με φίλους, μόνος μου τα τραγούδια μου. Εν τω μεταξύ, βγαίναμε για πολλά χρόνια στον δρόμο με φίλους και παίζαμε και στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, έχω παίξει και στην Αίγινα, έτσι διάφορα τραγούδια άλλων, και μετά σιγά σιγά ξεκίνησαν και τα πρώτα live σε μπαράκια.
Θα έρθουμε μετά και στη μουσική του δρόμου και στο YouTube, αλλά για πες μας. Μου είπες συναντήθηκες με τον Σαββόπουλο. Με ποιους άλλους… Ή μάλλον, συναντήθηκες με κάποιους άλλους μουσικούς, ή τραγουδοποιούς, ή ανθρώπους αυτού του χώρου;
Ναι. Γενικά ο Σαββόπουλος δεν είναι ο πρώτος που πας, εμένα είναι αγαπημένος μου, γι’ αυτό ήθελα να πάω, αλλά είναι και πολύ αυστηρός άνθρωπος, οπότε... Ο πρώτος που ’χα πάει ήταν ο Δεληβοριάς. Επίσης από τους αγαπημένους μου τραγουδοποιούς, πιο νέος, πιο πρόσχαρος σε ένα νέο παιδί. Του είχα πάει τα τραγούδια μου στα 19, ήμουν 19 χρονών, κάποια παλιά τραγούδια, που πια δεν τα παίζω, και είχε, μου ’χε πει πολύ καλά λόγια ο Δεληβοριάς. Και με είχε καλέσει και σπίτι του, του τα είχα παίξει και εκεί κάποια κομμάτια, έξι κομμάτια, από τα οποία το ένα το έχω κρατήσει και θα γίνει και ο τίτλος του δίσκου που θα βγάλω τώρα. Μου το ’χε ξεχωρίσει και ο Δεληβοριάς, μου είχε πει: «Αυτό, οι αρμονίες του κρύβουν μία πολύ μεγάλη δύναμη». Τα αλλά τελικά δεν ήταν καλά. Τώρα που τα ξανακούω αναρωτιέμαι πώς τα είχε υποστεί ο άνθρωπος. Μετά τον έχασα, του έστειλα κάτι μέιλ, δεν μου απάντησε ποτέ[00:25:00]. Τον ξαναβρήκα σε ένα σεμινάριο τραγουδοποιίας που έκανα, όπου και γνώρισα και αρκετά παιδιά και μουσικούς που με βοηθάνε τώρα.
Στο οποίο σεμινάριο τι έγινε;
Το οποίο σεμινάριο ήταν πριν κάνα δυο χρόνια, το έκανε το Χαλκηδόνιο Ωδείο, είχε τραγουδοποιίας, είχε τραγουδιού με την Μποφίλιου… Εγώ πήγα στο τραγουδοποιίας, βέβαια, και δεν με βοήθησε τόσο ως τραγουδοποιό, αλλά γνώρισα αυτόν τον δάσκαλο που μου κάνει τώρα κιθάρα, φίλους που μιλάμε ακόμα που γράφουνε τραγούδια, δηλαδή ήτανε μία τέτοια εμπειρία, ας πούμε, ωραία. Ναι, γίνονται ακόμα τέτοια σεμινάρια.
Είπες πριν ότι έχεις τραγουδήσει και στον δρόμο. Η εμπειρία σου, λοιπόν, από τη μουσική του δρόμου ποια είναι; Διότι αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο.
Ναι. Καταρχάς να σου πω ότι, καταρχάς να πούμε ότι ο τραγουδοποιός, γιατί το λέμε και το ξαναλέμε, μπορεί ο κόσμος να μην ξέρει τι είναι, αν και στην Ελλάδα είναι κάτι πολύ συνηθισμένο, ο τραγουδοποιός είναι αυτός που γράφει στίχους και μουσική και συνήθως τραγουδάει και τα τραγούδια του, ο τροβαδούρος, ας πούμε, ο τραγουδοποιός. Εγώ είχα, λοιπόν, πάντα την εικόνα του Παύλου Σιδηρόπουλου, από την ταινία «Ο ασυμβίβαστος», από την εφηβεία μου. Στην εφηβεία μου ο τρόπος να ξεφεύγω ήταν τα τραγούδια και τα όνειρα ότι θα γίνω σαν τον Σιδηρόπουλο, ας πούμε, ήταν λοιπόν ότι παίζει, έπαιζε στον δρόμο, το «Κάποτε θα ’ρθουν» είχε και τη φυσαρμόνικα του και γύρω γύρω, είχε κόσμο και τον άκουγε. Οπότε είχα και εγώ το όνειρο από τότε κάποια στιγμή να βγω και εγώ στον δρόμο, να παίζω με τη φυσαρμόνικα και την κιθάρα μου τα τραγούδια και να ’χει κόσμο και να με ακούει, το οποίο το πέτυχα μέχρι εκεί που δεν είχα κόσμο να μ' ακούει βέβαια, αλλά βγήκα στον δρόμο, στη Διονυσίου Αεροπαγίτου, έπαιζα, ναι. Είναι ιδιαίτερο να παίζεις στον δρόμο μουσική, γιατί αλλάζει συνέχεια το κοινό. Πρόσεξε, σε ένα μπαρ, όταν παίζεις μουσική, κάποια στιγμή κατακτάς ή δεν κατακτάς το κοινό, αλλά τέλος πάντων είναι είκοσι-εικοσιπέντε φάτσες που ξέρεις, σε ξέρουν και τα λοιπά. Στον δρόμο ανανεώνεται συνέχεια, δηλαδή κερδίζεις δυο-τρεις που κάθονται και σε ακούνε... Λίγο; Έτσι όρθιοι; Συνεχίζουν και τους χάνεις, πρέπει πάλι να παίξεις για αγνώστους, πάλι. Ναι, είναι σαν να είναι, έχει κάτι ψυχρό και παράλληλα κάτι ωραίο η μουσική στον δρόμο. Επίσης, δεν ξέρεις ποιον θα πετύχεις. Θυμάμαι μια φορά έπαιζα με έναν φίλο και παίζαμε –τότε πηγαίναμε μέρα παρά μέρα εκείνο το καλοκαίρι–, και παίζαμε πάντα μέσα σε –ανάμεσα σε Παυλίδη, Δεληβοριά– ένα-δυο δικά μου, παίζαμε και «Το γράμμα» του Σωκράτη Μάλαμα. Και μία φορά, όπως ανεβαίναμε στο Κουκάκι για να πάμε, τσουκ, πετυχαίνουμε και τον Μάλαμα τον ίδιο, να δίνει οδηγίες σε μία κυρία για το πώς θα πάει στη στάση και σκέφτηκα: «Τώρα σκέψου μετά, ας πούμε, που θα παίζω το τραγούδι να περάσει μπροστά μου και να με πάρει με τις πέτρες».
Ωραία σίγουρα όλα αυτά. Και μετά, λοιπόν, έρχεται, είπες, το YouTube και αποφασίζεις να «ανεβάσεις» τραγούδια.
Ναι.
Στο YouTube και ουσιαστικά να εκθέσεις τα τραγούδια σου.
Να εκθέσω τα τραγούδια μου και τον εαυτό μου κιόλας.
Για πες τι γίνεται με αυτό, γιατί στα λόγια ακούγεται απλό, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου!
Δεν είναι καθόλου απλό, γιατί εγώ κατάλαβα ότι, αν θέλεις να σε προσέξει ο κόσμος στην εποχή μας, δεν αρκεί να ανεβάσεις ένα τραγούδι. Πρέπει να ανεβάσεις όλο, να ανεβάσεις και βίντεο, δηλαδή να τους δείξεις λίγο «ποιος είσαι εσύ», τι κάνεις, χωρίς επεξεργασία, χωρίς εφέ, οπότε ήταν κάτι δύσκολο. Ήτανε μια μεγάλη έκθεση για εμένα να βγω στο YouTube. Το πρώτο τραγούδι που ανέβασα ήταν το «Τι να πω, τι να πεις» με τη φίλη μου την Κατερίνα. Kαι θυμάμαι το ανέβασα άρον άρον ένα βράδυ που το είχαμε πάρει σπίτι της και μετά έφυγα με το αμάξι από την Ηλιούπολη και δεν ήθελα να μπω στο Facebook να δω τι έχει γίνει, γιατί είχα τρομοκρατηθεί. Λέω, ξέρεις, εκεί σου μπαίνουν όλα στο μυαλό, από το ότι θα γίνει τεράστιο σουξέ μέχρι που θα σε βρίζουνε, ας πούμε. Οπότε το ανέβασα και το επόμενο πρωί πια μπήκα και είδα τι έχει γίνει. Είχε πάει καλά σχετικά και σιγά σιγά αυτό το συνήθισα, δηλαδή ,μετά από κει και πέρα κάθε, κάθε βίντεο ήταν και μία νέα εμπειρία. Σε σπίτια άλλων, στον δρόμο, με μουσικούς, με φίλους, ήτανε, είχα ωραίες εμπειρίες από τα βίντεο. Έτσι έπαιρνα την κάμερά μου από τη μία, την κιθάρα και πήγαινα σε διάφορα μέρη και τραβούσα τα τραγούδια μου, ήταν μία ωραία εμπειρία. Δεν ξέρω αν θα το κάνω στα επόμενα που θα βγάλω, στην επόμενη συλλογή, αλλά μου άρεσε που το έκανα αυτό, κι ας μην είχε τον ήχο που θα ήθελαν όλοι.
Όσον αφορά το κεφάλαιο «τραγούδι», το οποίο το συνεχίζεις και τώρα, όπως είπαμε. Τι κάνεις αυτήν την περίοδο;
Αυτήν την περίοδο λοιπόν, είμαι στη φάση που έχω βγάλει πια δώδεκα-δεκατρία τραγούδια στο YouTube, από αυτά που σου έλεγα, τα οποία θεωρώ τα καλύτερά μου προσωπικά, και θέλω να τα βγάλω σε κανονική συλλογή πια. Που κανονική συλλογή σημαίνει σε δίσκο και, επειδή ούτε καν μπήκα στη διαδικασία να ψάξω για δισκογραφική εταιρεία, θα τα κάνω όπως είχα κάνει και τα κόμικς, που σου έλεγα, φανζινάδικα, δηλαδή αυτοέκδοση, δηλαδή θα βάλω δικά μου λεφτά και θα τυπώσω δικούς μου δίσκους, όπως κάνουν οι περισσότεροι καλλιτέχνες. Αυτό σημαίνει ότι βρίσκεις ένα στούντιο, βρίσκεις μουσικούς, ηχογραφείς τα τραγούδια σου και τυπώνεις cd. Τώρα αυτό είναι δύσκολο, γιατί το στούντιο, τα στούντιο ζητάνε πολλά λεφτά, οι μουσικοί ζητάνε άλλα λεφτά, οπότε εγώ προσπάθησα να ξεφύγω από αυτήν την παγίδα που πέφτουν πολλοί νέοι τραγουδοποιοί. Να, στο σεμινάριο τραγουδοποιίας του[00:30:00] Φοίβου Δεληβοριά, που σου έλεγα προηγουμένως, γνώρισα παιδιά που έχουν πάει 30-35 χρονών, έχουνε σαράντα-πενήντα τραγούδια στην άκρη, τα οποία τα θεωρούν τα καλά τους και παρ’ όλ’ αυτά δεν έχουνε βρει μία ευκαιρία ή έναν τρόπο να τα εκθέσουνε, γιατί θέλουν το καλύτερο δυνατό. Δηλαδή δουλεύουνε τέσσερα-πέντε χρόνια, προκειμένου να μαζέψουν 4.000 ευρώ και να βγάλουν έναν φοβερό δίσκο και τα λοιπά, το οποίο εγώ το θεωρώ λάθος στρατηγική. Εγώ αποφάσισα να φτιάξω ένα δικό μου home studio και να ηχογραφήσω τα τραγούδια μου, να βρω μουσικούς, νέα παιδιά, που θα έχουν ενθουσιασμό, που θα θέλουν να ζήσουν αυτήν την εμπειρία και να βγάλω έναν δίσκο έτσι, πιο, πιο «σαν κοπάνα», δηλαδή, όπως σου είπα ότι θα λέγεται και το cd , «Έλα να κάνουμε κοπάνα», να ξεφύγω και από αυτό, και να καταφέρω να βγάλω μία καλή δουλειά, όσο γίνεται καλή, με λίγα μέσα. Αυτό. Και είμαι σε αυτήν τη μάχη τώρα.
Να πούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου, επειδή βλέπω όλη τη διαδικασία από κοντά, το έχεις κάνει. Ή τουλάχιστον ένα πολύ μεγάλο μέρος του.
Μακάρι, ναι. Είναι, ξέρεις… Σκέψου αυτό τώρα ξεκίνησε τον περασμένο Φλεβάρη ουσιαστικά, αλλά ας πούμε ότι το ξεκίνησα με το home studio τον Ιούλιο. Και τότε είχα πει ότι μέχρι τέλη Ιουλίου δεν υπάρχει περίπτωση, σίγουρα θα έχω ξεμπερδέψει και θα πάω διακοπές τον Αύγουστο. Και είμαστε πια στον Οκτώβρη και έχω έτοιμα δύο-τρία τραγούδια. Είναι μία διαδικασία, δηλαδή, που είναι πολύ δύσκολη και αργή. Γιατί, ξέρεις, πάντα στη θεωρία όλα είναι εύκολα. Και εγώ ο ίδιος, δηλαδή, νόμιζα ότι είναι κάτι απλό και εύκολο και μόλις έφτασα στο σημείο να πω: «Πώς θα γίνει μίξη; Πώς θα γίνει το mastering; Πού θα παίξει το βιολί; Πού θα παίξει το τύμπανο; Πού θα παίξει το ακορντεόν;», κ.λπ., κ.λπ. Αυτή η διαδικασία είναι που μπορεί να σου πάρει μήνες ολόκληρους και ποτέ να μην έχεις και ηρεμία, να μη σου αρέσει τίποτα.
Καταρχήν, έφτιαξες και ένα home studio που είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα...
Είναι ένα άλλο ζήτημα αυτό, ναι.
Το οποίο, για πες μας κάποια πράγματα.
Το home studio, λοιπόν, το ’κανα με πολλή αγάπη, γιατί ένιωσα ότι είναι η δική μου, όπως είπα, «κοπάνα» από αυτό που περιμένουν όλοι να κάνεις χάνοντας χρόνο και να γίνεις σαν… Δηλαδή με βοήθησε να είμαι ανεξάρτητος αυτό, μου έδωσε αυτήν την αίσθηση. Το home studio, λοιπόν, έγινε ως εξής. Όλα τα λεφτά που είχα μαζέψει από τη δουλειά που σου έλεγα ως γραφίστας, ό,τι έκανα, τα πήρα και τα έδωσα στο να πάρω ηχομονωτικά, να πάρω ένα καλό μικρόφωνο, μία κάρτα ήχου, ώστε να στήσω το στουντιάκι μου και να μπορέσω να βγάλω μία καλή ποιότητα. Που τα στέλνω σε ένα νέο παιδί, έναν ηχολήπτη, για να μου τα μιξάρει, για να βγάλουμε ένα συμπαθητικό τελικό αποτέλεσμα. Εγώ αυτό το home studio… Περιττό να σου πω ότι έχουν περάσει πάρα πολλοί –φίλοι, άγνωστοι που γνώρισα για τις ανάγκες του δίσκου–, όργανα που δεν έχω ξαναδεί. Τις προάλλες ήρθε μία κοπέλα με το ακορντεόν για να παίξει ένα κομμάτι, ένα παιδί με το βιολί του, τώρα ψάχνω τσέλο, δηλαδή όργανα που τα άκουγα στο ραδιόφωνο και δεν ήξερα το τσέλο, δεν έχω δει από κοντά νομίζω ή μπορεί να έχω δει σε καμιά συναυλία και να μην το έχω προσέξει. Και ξαφνικά μπαίνεις σε μία διαδικασία να γνωρίσεις αυτά τα όργανα και να συνεννοηθείς με, οι δυο σας, τετ-α-τετ, με τον μουσικό που τα παίζει, ας πούμε, που είναι πολύ γοητευτική διαδικασία, δηλαδή, αν δεν υπήρχε το άγχος της αρχής. Πάντα υπάρχει. Θυμάμαι και στους «Συγκατοίκους 1», στο κόμικς που λέγαμε πριν, ότι κάποια πράγματα δεν τα απολαμβάνεις. Στους «Συγκάτοικους 2» το απολαμβάνεις περισσότερο, γιατί δεν έχεις το άγχος. Λες: «Θα βγει η δουλειά στο τέλος». Ναι, έτσι γίνεται και τώρα, οπότε αυτό το λέω για να πω ότι ελπίζω στον δεύτερό μου δίσκο πια. Να μπορέσω να δοθώ περισσότερο στη σχέση με αυτά τα, με όλους αυτούς τους ήχους, που μπορούν να εμπλουτίσουν τα τραγούδια σου και από απλά στίχο-κιθάρα που είναι στο YouTube να τα κάνουνε κάτι καινούργιο.
Τι είναι αυτό που θυμάσαι, κάποιο περιστατικό ή κάποιο γεγονός, από τη διαδρομή σου τη μέχρι τώρα στο τραγούδι; Κάτι που θυμάσαι και λες: «Να, αυτό μου ’χει μείνει για τον Χ λόγο ή για τον Ψ λόγο;»
Εννοείς σε πλαίσια live μουσικής ή σε πλαίσια «να γράψω κάτι»; Γιατί έχω κι απ’ τα δύο πράγματα.
Αρχικά να πάμε στα πλαίσια live μουσικής, δηλαδή όταν προσπαθείς να εκθέσεις τη δουλειά σου.
Μου ’χει μείνει, τα πρώτα μου live γινόντουσαν σε ένα μπαράκι όχι πολύ καλό, το οποίο, επειδή δεν είπα, είπα ότι δεν είναι πολύ καλό, δεν χρειάζεται να πω και το όνομά του, όμως ήταν αρκετά κακόφημο. Και θυμάμαι ότι ερχόντουσαν όλοι οι φίλοι και κάπως άλλαζε μορφή. Δηλαδή εκεί που ήτανε μέσα κάτι άνθρωποι παρακμιακοί, κάτι κορίτσια με πολύ αμφίβολη πορεία στη ζωή τους, προσπαθούσαμε εμείς να του δώσουμε μία δική μας πνοή, και σε ανθρώπους που δεν μας σεβόντουσαν και καθόλου. Δηλαδή σκέψου ότι έπαιζα εγώ το live κάτω και πάνω έβλεπαν αγώνα και ακουγόταν και εκεί που τραγουδούσα εγώ και η Μαρία, που κάναμε τα πρώτα μας live, –μετά έκανα και μόνος μου σε αυτό το μαγαζί–, εκεί που τραγουδούσαμε, λοιπόν, ακούσαμε «Γκοοολ!». Ξέρεις, από πάνω ακουγόντουσαν κάτι τέτοια. Τι άλλο μου έχει μείνει… Mου έχει μείνει το πρώτο live που κάναμε, το οποίο ουσιαστικά ανέλαβα την οργάνωση εγώ και η Μαρία και το πρόγραμμα. Οπότε[00:35:00] χωρίς να ξέρω πώς λειτουργεί αυτό, έβαλα να ξεκινήσουμε με δέκα τραγούδια, τα οποία δεν τα ήξερα να τα παίζω, και θα τα μάθαινα αυτήν τη βδομάδα. Εκείνη τη βδομάδα, λοιπόν, πριν το live, δεν κοιμόμουνα από το άγχος, κοιμόμουνα δύο ώρες κάθε νύχτα, ας πούμε. Δούλευα όλη τη μέρα να τα μάθω και τελικά τα έπαιξα όλα λάθος. Δηλαδή το πρώτο μέρος θυμάμαι ότι κύλησε με έναν «κόμπο στον λαιμό», που δεν μπορούσε να λυθεί με τίποτα, ναι, που λέει κι ο Σαββόπουλος. Γιατί είχε έναν κόμπο από την αρχή, είναι ανίκανο να το ευχαριστηθεί, γιατί είχε έναν κόμπο από την αρχή, ναι. Κάπως έτσι κύλησε το πρώτο μισό, μετά πήγε πολύ καλά όμως, λύθηκε και ένιωσα μία χαρά, αυτήν τη χαρά της έκθεσης, που στην αρχή είναι το άγχος, αλλά μετά γίνεται χαρά. Που μετά πάλι δεν σε αφήνει να κοιμηθείς το βράδυ, αλλά είναι επειδή είσαι σε μία πολύ ευχάριστη υπερένταση. Αυτό μου έχει μείνει από τα live, το οποίο σε κάποιο βαθμό το έχω και τώρα. Θυμάμαι ένα live στην Κυπαρισσία, όπου θα έπρεπε να παίξουμε σε –σου λέω, σε εκείνα τα μπαράκια παίζαμε μπροστά σε φίλους γνωστούς, λίγους άγνωστους και τα λοιπά–, σ’ ένα live στην Κυπαρισσία, που θα παίζαμε εγώ προσωπικά μπροστά σε εβδομήντα αγνώστους, που είχαν έρθει για μία παρουσίαση βιβλίου, και από το πολύ άγχος λειτούργησα θετικά παρ’ όλ’ αυτά, και άρχισα να κάνω κάποιες μεταφορές από το βιβλίο στα τραγούδια και αυτό κύλησε ευχάριστα καλά. Έχω κάτι τέτοιες αναμνήσεις από το πρώτο, δηλαδή, όπως καταλαβαίνεις, έχω πράγματα που νόμιζα ότι θα πάνε πολύ άσχημα και τελικά σώθηκαν. Αυτό είναι από τα πρώτα μου live, μου έχουν μείνει τέτοιες αναμνήσεις.
Και από τη διαδικασία του γραψίματος των τραγουδιών, που είναι και αυτό μία πολύ δύσκολη και σημαντική διαδικασία, τι σου έχει μείνει;
Μου ’χει μείνει, το πρώτο τραγούδι που έγραψα στα 16 και μετά πέρασαν πάρα πολλά χρόνια, έγραφα τραγούδια, πολλά, και κάποια στιγμή ήρθε το καλοκαίρι του 2017. Το καλοκαίρι του 2017, λοιπόν, πέρασα πάρα πολύ όμορφα, πήγαινα από μέρος σε μέρος, ένιωθα ότι, ξέρεις, όταν ταξιδεύεις νιώθεις ότι ανήκεις και λίγο παντού. Tαξίδευα στο Αιγαίο πολύ, είχα περάσει πάρα πολύ όμορφα, και κάποια στιγμή έφτασα στην Πάτμο, που θα έκλεινα το καλοκαίρι μου, και ένιωθα ότι πλησιάζει μία νέα χρονιά που θα πρέπει πάλι τα κεφάλια μέσα, πάλι εξεταστική, χρωστάω δεκαεφτά μαθήματα, «Kάτσε να βγάλεις σχολή». Και, ξέρεις, γενικά, άρχισε πάλι να μαυρίζει αυτό, οπότε σε μια, σε ένα πλαίσιο χαράς τότε όμως, μου βγήκε ένα τραγούδι αυτόματα, σαν να το άκουσα στο κεφάλι μου και να το έγραψα, και αυτό ήταν κάτι που δεν είχα ξανανιώσει. Δηλαδή έγραφα από τα 16, μέχρι τα –τότε ήμουν 20 χρονών, 21– τέσσερα-πέντε χρόνια δεν είχα ξαναγράψει άλλο τραγούδι έτσι, και κατάλαβα ότι αυτό είναι αυτό που λένε έμπνευση. Δηλαδή κάπως να ακούσεις μέσα σου έναν ήχο το οποίο θα γίνει τραγούδι. Και από τότε προσπαθώ να γράφω σε αυτές τις στιγμές τα τραγούδια μου, στις στιγμές της έμπνευσης, δηλαδή. Είναι σαν μέσα σου, δηλαδή, κάτι να, να ευθυγραμμίζονται διάφορες σκέψεις και να βρίσκεις έναν τρόπο να μιλήσεις για θέματα που σε απασχολούν, άλλα πάντα στο πλαίσιο μιας μουσικής. Αυτό μου ’χει μείνει, πολύ έντονο συναίσθημα αυτό.
Ποιο ήταν αυτό το τραγούδι;
Ήτανε η «Κοπάνα», θα σ’ το έπαιζα, να σ’ το παίξω; Είναι λίγο δυνατό για αυτό λέω, μην...
Πάμε, πάμε.
Να το δοκιμάσω;
Με πολλή χαρά! Με πολλή χαρά!
Με πολλή χαρά; Να το πω και αυτό μέχρι το πρώτο ρεφρέν; Είναι και αυτό που θα δώσει το, το όνομα στο cd. Και βγήκε, ξεκίνησα να γράφω ασταμάτητα, δύο ώρες, και βγήκε, μετά σηκώθηκα και ήταν έτοιμο. Αυτό, δηλαδή, μου έχει τύχει άλλες φορές να προσπαθώ να γράψω ένα κομμάτι, τι να σου πω, δηλαδή δύο μήνες να το παλεύω, να το ξαναπιάνω, στις βόλτες να σκέφτομαι... Και αυτό βγήκε, έτσι, σε δύο ώρες ήταν έτοιμο. Έλα να κάνουμε κοπάνα σ’ τη ζητάνε μια ζωή να δώσεις κι άλλα άλλα από αυτά που ονειρευόσουν να ’βρεις πάντα έτσι μάθανε αυτοί Έλα να φύγουμε απ’ τις τάξεις τις υποχρεώσεις και τις εξετάσεις και για ανώριμο αν με περάσεις θα ’σαι λάθος τότε εσύ Εγώ γυρνάω πάντα σκυμμένος πάντα σκεπτικός και συνεσταλμένος μέσα στους χάρτες μου χαμένος που είναι μέσα στην ψυχή Έλα γέμισα άγχος είναι πολλά και κάνω λάθος πέφτω ξανά και είναι λάθος Έλα να κάνουμε κοπάνα να ψάξουμε παράνομα φιλιά και πλάνα και πάντα η κοινωνία η πουτάνα όλους μας βλέπει απ’ τη γωνιά Κοίτα πώς μοιάζουν όλοι ίδιοι μέσα στης μόδας το μεθύσι τι κάνει ο άνθρωπος για να πηδήσει και για να έχει συντροφιά Κι εγώ κοντεύω πια να πιάσω και δουλειά μα τα δύσκολα τα βράδια θυμάμαι τα παλιά ΑΟΔΕ και Ιστορία χαζοσίριαλ μετά αχ καημένη μου γενιά Έλα, γέμισα άγχος είναι πολλά και κάνω λάθος[00:40:00] πέφτω ξανά και είναι λάθος Έλα να κάνουμε κοπάνα εγώ πάντα ζητούσα μια Μαρία και μια Άννα κι αν το τραγουδάκι μου θυμίζει κάποια άλλα στ’ αφιερώνω πάραυτα Δεν θέλω τον εαυτό μου να ξεχάσω στις συναυλίες θέλω να τον ψάξω να σε ερωτευτώ και να σε πιάσω και να φύγουμε μακριά. Αυτό ήταν η «Κοπάνα».
Είναι η γενιά μας. Nομίζω αυτό το τραγούδι είναι η γενιά μας.
Και αυτό είναι που σου λέω, ότι σε απασχολούν, είναι διάφορα θέματα, ας πούμε τότε. Όντως μου άρεσε μία κοπέλα που τη λέγανε Άννα, το οποίο τελικά ταίριαξε τέλεια στην ομοιοκαταληξία με την κοπάνα, γιατί το όνομα που λέω «μία Μαρία και μία Άννα» είναι υπαρκτό. Και πώς μου ήρθαν όλες οι σκέψεις, ενώ άλλες μέρες προσπαθώ να πω κάτι και δεν βγαίνει με τίποτα. Πώς το ΑΟΔΕ, που πάντα με απασχολούσε, όλη αυτή η παπαγαλία, το σχολείο, και χώρεσε, ναι, και αυτό με, μου έδωσε μεγάλη χαρά τότε αυτό το κομμάτι, γι’ αυτό μάλλον το έχω βάλει και σαν τίτλο στον δίσκο που φτιάχνω τώρα, στον homemade δίσκο που φτιάχνω τώρα.
Σήμερα πώς –πέρα από τραγούδι που γράφεις, τα τραγούδια σου–, πώς περνάς τον χρόνο σου με τους φίλους; Πες μας κάποια πράγματα, κάποια περιστατικά.
Με τους φίλους μου περνάμε τον χρόνο μας, κοίταξε τώρα, λόγω ότι χειμώνιασε, λόγω της αρρώστιας και τα λοιπά, μαζευόμαστε κυρίως σε σπίτια, όπου προσπαθούμε να βρούμε δημιουργικούς τρόπους να καλύψουμε την έλλειψη των εξόδων. Γιατί η αλήθεια είναι ότι, όταν είσαι νέος και μένεις και μόνος, μπορεί να έχω αρχίσει να μένω και μόνος μου στην Αθήνα, όπου γενικά είναι μία πόλη που στο κέντρο της έχει, είναι γεμάτη ζωή, και τα λοιπά, αλλά αυτό δεν υπάρχει πια. Οπότε, ξέρεις, με κάποιες εκδρομές, με κάποια παιχνίδια αυτοσχέδια στο σπίτι, όπως ξέρω γω θεατρικά παιχνίδια ή από το «Κάψε το σενάριο» που έκανε ο Φισφής και, έτσι, μεγαλώσαμε και με αυτό, κλέβουμε κάποια παιχνίδια που είχαν και τα παίζουμε εδώ πέρα, κάπως να περάσει η ώρα, ρε παιδί μου. Τι άλλο. Με τους φίλους πηγαίναμε και για μουσική στον δρόμο που σου έλεγα, Διονυσίου Αρεοπαγίτου, δηλαδή ήταν και αυτό μέρος της διασκέδασης. Ευτυχώς αρέσει σε όλους η μουσική αυτή που παίζω, είναι αυτού του στυλ δηλαδή, όποτε έχει βοηθήσει αυτό. Ναι, αυτά.
Τελικά με την κιθάρα και με το να γράφεις τραγούδια, γίνεσαι εντέλει κοινωνικά αποδεκτός; Δηλαδή αυτό που λένε όλοι, ότι: «Με μία κιθάρα», ας πούμε, «πας μπροστά», ισχύει αυτό;
Κοινωνικά αποδεκτός γίνεσαι με άλλους τρόπους, η κιθάρα θα σε βοηθήσει για να… Κοίταξε, αν εννοείς ότι κερδίζεις επιφανειακά κάποια πράγματα με την κιθάρα, κερδίζεις, ναι, ή χάνεις. Δηλαδή εγώ πιστεύω ότι πάρα πολλοί άνθρωποι, όταν με βλέπουν –το νιώθω αυτό–, ας πούμε, και στο YouTube και τα λοιπά, με θεωρούνε το, έναν ακόμη έντεχνο που κλαψουρίζει, ψώνιο, κ.λπ., ξέρεις, που δεν το ψάχνουν, απλά θέλουν να βγάλουν κάπως τη χολή τους. Από κει και πέρα, αν αποδείξεις ότι το κάνεις με αγάπη, με μεράκι και πραγματικά ασχολείσαι με αυτό, θα κερδίσεις πόντους στην εκτίμηση του άλλου και στην κοινωνική αποδοχή. Αλλά αυτό δεν είναι μόνο με την κιθάρα, είναι με οτιδήποτε ασχολείσαι, έτσι, και είναι δημιουργικό, και σε εξελίσσει σαν άνθρωπο, σου ανοίγει πόρτες. Γενικά θεωρώ σημαντικό, για να γίνεις και κοινωνικά αποδεκτός, αλλά και γενικότερα να εκπλήσσεις τους άλλους, δηλαδή να πεις ότι: «Αυτόν τον άνθρωπο τον ήξερα», ξέρω γω, «στα 17 μου, στα 27, στα 37 μου, στα 67 μου», ξέρω γω, «και πήρε μία απόφαση θετικά, με εξέπληξε». Να μην είναι, δηλαδή, τα πάντα δεδομένα για αυτόν, ήταν ένα ντροπαλό παιδί στο σχολείο με ανασφάλειες, συνέχισε να είναι ντροπαλός ενήλικας με ανασφάλειες και είναι ένας ντροπαλός μεσήλικας, δηλαδή να μπορείς να εξελίσσεσαι, να αλλάζεις, αυτό νομίζω ότι είναι σημαντικό. Έτσι θα τα έχεις καλά με τον εαυτό σου και έτσι θα έχεις και μια κοινωνική αποδοχή, νομίζω αυτό, δηλαδή, είναι το κλου που λες.
Ποιο γεγονός κρατάς από το 2020, ποιο περιστατικό κρατάς από το 2020 και λες: «Να! Με αυτό θα προχωρήσω».
Με το 2020, κοίταξε να δεις, ακόμα μία φορά, μετά τη μαυρίλα που βίωσα μέσα στην καραντίνα, λειτούργησα θετικά, όπως είχα κάνει και στις Πανελλήνιες. Οπότε γνώρισα, γνώρισα, έκανα μία σχέση η οποία κρατάει μέχρι και τώρα, με την κοπέλα μου, το οποίο με βοήθησε και με βοηθάει σε όλα αυτά που κάνω, κι ελπίζω να τη βοηθάω και εγώ, αυτό είναι κάτι που κρατάω. Κρατάω την απόφαση να βγάλω δίσκο. Επίσης, έχει σημαδέψει το 2020 γενικά, δηλαδή ήταν μία δύσκολη χρονιά, αλλά δεν πρέπει να το βάζουμε κάτω, να παραμένουμε όπως γίνει δημιουργικοί. Κρατάω τα live stream που έκανα μέσα στην καραντίνα[00:45:00]. Δηλαδή όχι περισσότερο live streaming, δηλαδή συναυλιούλες που έκανα μέσω του Facebook, το οποίο δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, αλλά δείχνει ότι, αν θες να εκφραστείς και να προχωρήσεις, κάπως θα βρεις έναν τρόπο και θα το κάνεις. Αυτό, αυτό προσπαθώ να κρατήσω από αυτήν τη χρονιά, που όσο πάει και μαυρίζει, να δούμε πώς θα βγει το ’20. Πώς θα είμαστε, όταν βγει το ’20.
Παύλο μου, να ’σαι καλά, να γράψεις πολλά τραγούδια ακόμα.
Σε ευχαριστώ πολύ.
Πιστεύω ότι θα πάει και πολύ καλά ο δίσκος, δηλαδή.
Μακάρι.
Και με τους «Συγκάτοικους» να συνεχίσετε το όλο εγχείρημα, γιατί πραγματικά είναι πολύ καλό και είναι πολύ δύσκολο στις μέρες μας να κάνεις κόμικς, πολύ δύσκολο, γιατί είναι και επαγγελματική δουλειά αυτή εκεί με τους «Συγκάτοικους».
Ευχαριστώ, σου έχω πει –παρένθεση– την ιστορία για το, για τη Μαμούθ Comix; Όταν είχαμε πάει να το εκδώσουμε, τους «Συγκάτοικους», και λέμε, ξέρεις, πήγαμε και στη Μαμούθ Comix που έχει βγάλει το Αστερίξ και τα λοιπά, είχαμε το θράσος να πάμε και μας λέει: «Παιδιά, είναι καλή η δουλειά σας, αλλά πόσοι νομίζετε ότι διαβάζουν ελληνικά κόμικς και πάνε και αγοράζουν βασικά ελληνικά κόμικς από μαγαζιά; Γύρω στους τριακόσιους. Εσείς έχετε πουλήσει ήδη στα φεστιβάλ εκατό-εκατόν πενήντα τεύχη. Άρα να σας το εκδώσουμε για τους υπόλοιπους 150 ανά την Ελλάδα που περιμένουν, δεν έχει ουσία». Οπότε αυτό που λες με το κόμικς, δεν είναι καν πολύ δύσκολο, είναι, δεν μπορείς να, να ζήσεις από αυτό, εκτός αν λέγεσαι Αρκάς.
Όχι, εννοώ είναι πολύ δύσκολο αυτό που έχετε κάνει, που έχετε κάνει μία άκρως επαγγελματική δουλειά .
Ναι. Ευχαριστούμε. Ευχαριστούμε. Εντάξει. Δεν μπορώ να συμφωνήσω με το «άκρως επαγγελματική». Είχαμε τη διάθεση να το κάνουμε, όμως, αυτό που λες.
Να ’σαι καλά. Nομίζω ήταν μία ωραία εμπειρία, δεν ξέρω, εσύ θα μας πεις δηλαδή.
Ήταν μία ωραία εμπειρία, είπα πολλά, σε ευχαριστώ και για την ευκαιρία που μου έδωσες να μιλήσω για τη δουλειά μου και για τη ζωή μου.
Να ’σαι καλά, Παύλο.
Γεια.