© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η νεότητα: το πνεύμα που κατέκλυσε την Νομική και το Πολυτεχνείο το 1973

Κωδικός Ιστορίας
12593
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αγγελική Σούλη (Α.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/11/2022
Ερευνητής/τρια
Μυρτώ Ανδρώνη (Μ.Α.)
Μ.Α.:

[00:00:00]Ονομάζομαι Ανδρώνη Μυρτώ και είμαι Ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα έχουμε 15 Νοεμβρίου του 2022 και βρισκόμαστε σε ένα διαμέρισμα με την κυρία Αγγελική Σούλη. Και είμαστε έτοιμες να ξεκινήσουμε την συνέντευξη. Καλημέρα σας.

Α.Σ.:

Καλημέρα Μυρτώ μου.

Μ.Α.:

Λοιπόν. Κυρία Αγγελική θα ήθελα να μου πείτε λίγα λόγια για την ζωή σας.

Α.Σ.:

Ωραία. Λέγομαι Αγγελική Σούλη του Παναγιώτη και της Ιουλίας. Γεννήθηκα στην Ζάκυνθο το 1952 και κατοικώ στην Αθήνα απ’ το 1967, την χρονιά που έγινε το πραξικόπημα. Μόλις είχαμε φτάσει στην Αθήνα. Όταν έγινε το πραξικόπημα εγώ ήμουνα μαθήτρια στην 3η Γυμνασίου και ήταν 2-3 μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία για τις διακοπές του Πάσχα. Χάρηκα λοιπόν, όταν άκουσα ότι έγινε πραξικόπημα, διότι τα σχολεία έκλειναν την ημέρα εκείνη ενωρίτερα. Πάω το λέω στον πατέρα μου και μου λέει «Μην χαίρεσαι. Αυτό είναι κάτι πολύ άσχημο που συνέβη για την Ελλάδα. Μην το ξαναπείς αυτό. Δεν θα έχουμε δημοκρατία πια». Αυτή ήταν η πρώτη μου κουβέντα για την Χούντα, η πρώτη μου εμπειρία. Βέβαια, είχα ακούσει στο σπίτι, γινόντουσαν συζητήσεις ότι η Χούντα είναι κάτι άσχημο, ότι την περιμένανε. Αλλά, άλλο να ακούς και άλλο αργότερα να βιώνεις και κάποια πράγματα. Ήτανε ο πατέρας μου ένας αυτοδημιούργητος άνθρωπος, πολιτικοποιημένος χωρίς να είναι όμως ενταγμένος σε κόμματα και φανατικός. Όμως, διάβαζε πολύ εφημερίδες, συζητούσε και άκουγα, γενικά απ’ το περιβάλλον είχα ακούσματα τέτοιου είδους.

Μ.Α.:

Μάλιστα, και πώς θυμάστε την καθημερινότητά σας;

Α.Σ.:

Επί Χούντας; Στο διάστημα της Επταετίας δηλαδή. Η οικογένειά μου παρότι ο πατέρας μου ήταν αριστερός στις πεποιθήσεις του, περάσαμε σχετικά ήσυχα. Κάποτε θυμάμαι είχαμε φιλοξενήσει κάποιον φίλο του, που τον κυνηγούσαν για 2-3 βράδια. Μετά ήμαστε συγγενείς με κάποιον, όχι με κάποιον, με τον Μαρούδα τον Δημήτρη, που έγινε υφυπουργός Τύπου επί ΠΑ.ΣΟ.Κ. αργότερα, και επειδή συναντιόμαστε και εγώ μικρό παιδάκι πήγαινα κοντά πολλές φορές, άκουγα συζητήσεις γύρω από πολιτικά πρόσωπα και διάφορα έτσι γεγονότα. Αυτό που με στεναχώρησε στην διάρκεια της επταετίας, εμένα σαν παιδί, ήταν ότι δεν μπορούμε να ακούμε για τον Θεοδωράκη και τα τραγούδια του. Το είχα βαρύ αυτό το πρόβλημα. Κατά τα άλλα, όχι, κάτι ιδιαίτερο δεν είχαμε στην οικογένειά μας.

Μ.Α.:

Και αυτός ο περιορισμός σάς έκανε, ας πούμε, να κάνετε κάποια πράγματα παράνομα, δηλαδή να ακούτε μουσική;

Α.Σ.:

Παράνομα... Αν μου τύχαινε να ακούσω Θεοδωράκη, τον άκουγα με μεγάλη χαρά. Και νόμιζα ότι κάνω και αντίσταση, ας το πούμε, εντός εισαγωγικών. Το ’72, έναν χρόνο πριν τα γεγονότα της Νομικής, είχα φιλοξενηθεί στην Κύπρο από μια φίλη, συμφοιτήτριά μου, την Δέσπω, και εκεί ήταν ελεύθερα να ακούς τον Θεοδωράκη, να ακούς τα πάντα. Και αισθάνθηκα τελείως χαρούμενη, διαφορετικά. Δηλαδή, είδα την διαφορά με την Ελλάδα. Εδώ τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Διότι το αισθανόμουνα απ’ το κοινωνικό περιβάλλον, όχι απ’ το οικογενειακό τόσο. Απ’ το κοινωνικό, διότι άκουγα ότι ο ένας πήγε εξορία, ο άλλος πήγε φυλακή. Κυνηγάνε τον έναν, κυνηγάνε τον άλλον. Αυτά τα βιώματα είχα.

Μ.Α.:

Και μου είπατε ότι ήσασταν φοιτήτρια το ’72.

Α.Σ.:

Ναι. Το ’72.

Μ.Α.:

Πότε μπήκατε στο πανεπιστήμιο;

Α.Σ.:

Ναι. Λοιπόν, το ’70 μπήκα στο πανεπιστήμιο. Το 1973 στα γεγονότα της Νομικής, εγώ ήμουνα στο 3ο έτος της φιλοσοφικής. Φιλόλογος καθηγήτρια επί χρόνια δούλευα στο δημόσιο. Και, το ’73 η σχολή η φιλοσοφική στεγαζόταν με τη Νομική, επί Σόλωνος στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί, λοιπόν, στρατεύουνε, καλούνε διακοπή της φοιτητικής τους ιδιότητας κάποιους ορισμένους φοιτητές, αριστερούς. Και οι άλλοι θεώρησαν σκόπιμο να συμπαρασταθούν στους συμφοιτητές τους. Διότι διακόπτεις τις σπουδές, μπορεί να μην τις τελειώσεις, μπορεί φυλακές, εξορίες… Αλλάζει η ζωή. Και έτσι άρχισε μια κίνηση μέσα στη Νομική Σχολή. Τ’ ακούγαμε. Εγώ ήμουν ευαισθητοποιημ[00:05:00]ένη σε διάφορα κοινωνικά θέματα και είχα και νιάτα. Μεγάλη υπόθεση. Δεν φοβάσαι τίποτα. Και αυτό που ονειρεύεσαι νομίζεις ότι θα γίνει. Είσαι τόσο σίγουρη, δηλαδή. Και αρχίσαν οι συνελεύσεις, οι συζητήσεις. Εκεί ήταν η αρχή πια. Εκεί πια κατάλαβα ότι όσα είχα βιώσει μέχρι τότε που ήτανε – πως το λένε; – μέσα μου κοιμόντουσαν, ξυπνήσανε. Αυτό το αισθάνθηκα. Και έτσι άρχισα να συμμετέχω. Δεν ανήκα ποτέ σε κόμματα, δεν γράφτηκα, αλλά αισθανόμουνα πολύ δημοκρατική. Ήθελα μια ζωή ωραία με κοινωνική δικαιοσύνη, όχι φυλακές, όχι εξορίες, όχι λογοκρισία. Αυτά με ενοχλούσαν. Και με ενοχλούσαν κι άλλα πράγματα, δηλαδή αν με ρωτήσεις γιατί συμμετείχα; Έχεις ερώτηση τέτοια; Γιατί συμμετείχα;

Μ.Α.:

Βέβαια.

Α.Σ.:

Λοιπόν. Ας τα πούμε αργότερα. Εκεί λοιπόν, στην Νομική που αρχίσανε οι συνελεύσεις, έχω μπροστά στα μάτια μου πολύ ζωντανή την εικόνα ότι από ένα πλατύσκαλο της Νομικής σχολής, εκεί σε κάποια αίθουσα, μιλούσε ψηλά στο πλατύσκαλο μιλούσε η Ιωάννα Καρυστιάνη. Αυτή που έγραψε αργότερα την Μικρά Αγγλία, τα λέω εσάς, για να καταλαβαίνετε. Και ο Γιώργος Βερνίκος, ένα πλουσιόπαιδο, έτσι ακουγότανε, ένα λεβεντόπαιδο. Και από κάτω κόσμος, συγκεντρωμένοι φοιτητές πάρα πολλοί. Πάρα πολλοί. Και εμείς τους ακούγαμε σαν μαγεμένοι που μιλούσανε για μια καλύτερη ζωή. Και ότι είναι εφικτή να γίνει αν αγωνιστούμε. Αυτό ήτανε. Λοιπόν, αυτό συνεχίστηκε επί μέρες. Να σου πω τα γεγονότα της Νομικής; Λοιπόν σε κάποια στιγμή, που πια άρχιζε και φούντωνε η υπόθεση, είπαν «Πώς θα τους σταματήσουμε εδώ πέρα;». Δίνουνε άδεια… Μάλλον, δίνει άδεια η πρυτανεία πρέπει να ήτανε, κάποιοι καθηγητές τέλος πάντων, να αρθεί το πανεπιστημιακό άσυλο. Και τότε η αστυνομία επεμβαίνει, μάλλον δεν στα λέω καλά. Καλά στα λέω. Μέσα λοιπόν στις μέρες που τραβούσαμε στην Νομική, αποφασίστηκε και ανεβήκαμε στην ταράτσα. Έτσι έγινε. Ανεβήκαμε στην ταράτσα και φωνάζαμε «Ζήτω η Ελευθερία. Κάτω η Χούντα» κ.λπ. Ακουγόμαστε στο κέντρο της Αθήνας. Στην Σόλωνος και Ακαδημίας ήταν σταθμός αστικών λεωφορείων. Ο χαμός! Ένα, λοιπόν, απόγευμα εκεί που φωνάζαμε, έρχονται οι αστυνομικοί με τα γκλοπς από πάνω. Ανεβήκανε στην ταράτσα. Δεν εισήλθανε στην Νομική σχολή από την είσοδο κάτω, αλλά από την ταράτσα. Φαίνεται πατήσαν σε κάποιο διπλανό κτίριο, κάπως έτσι θα έγινε, και αρχίσανε να μας χτυπάνε. Και εμείς τι να κάνουμε; Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τις σκάλες της Νομικής, τις πλατιές σκάλες, σωρηδόν όλοι μαζί. Σε μία φάση, έπεσε ο ένας πάνω στον άλλον. Και εκεί βρέθηκα και εγώ, κάτω στο σωρό, κάτω από κάποιον άλλον που μου είχε πλακώσει μάτια, μύτη, στόμα, χέρια. Λέω «Τώρα πεθαίνεις». Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Τι να κάνω; Τι να κάνω, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης μου λέει «Δάγκωσε τον από πάνω». Και εγώ δάγκωσα, το μόνο αυτό που μπορούσα να κάνω. Δάγκωσα, κουνήθηκε λίγο, ανέπνευσα. Αυτό ήτανε. Αλλιώς δεν θα ήμουν εδώ να δίνω την συνέντευξη. Λοιπόν, και σηκώθηκα. Όταν σηκώθηκα με πιάνει ένας αστυνομικός και άρχισε και έκανε πως με χτύπαγε. Δεν με χτυπούσε. Φώναζε, με έβριζε, έκανε πως με χτύπαγε και μου έλεγε «Φόρεσε το παπούτσι σου. Παρ’ την τσάντα σου, φόρεσε το παπούτσι σου». Και με υποβάσταζε να σηκωθώ. Τα ‘χασα. Λέω εκείνη την ώρα, το μόνο που σκέφτεσαι είναι το πως θα φύγεις. Φύγαμε. Κατέβηκα στην σκάλα. Έφτασα στην έξοδο. Με έναν βούρδουλα εκεί μας χτυπάγανε, ένας δεξιά της πόρτας, ο άλλος αριστερά. Το κορμί ελισσότανε σαν αίλουρος όπως είσαι νέα. Ανέβηκα Κολωνάκι, πήρα ένα ταξί και πήγα σπίτι μου. Όμως, από αυτό το γεγονός της Νομικής, μου έμεινε μια κλειστοφοβία, ακόμα και τώρα την έχω. Αν αισθανθώ πλήθη να με πνίγουνε, και στο μετρό ακόμα, στο αεροπλάνο πάρα πολύ, στο ασανσέρ, θέλω να αναπνεύσω. Αυτό το πράγμα μού έχει μείνει. Και ένα δεύτερο. Όταν καθηγήτρια πια δίδασκα στην δευτέρα γυμνασίου -το[00:10:00] θυμάμαι συγκεκριμένα- έκθεση, είχανε μια ερώτηση στο σχολικό βιβλίο «Πως αντιλαμβάνεστε τον καλό αστυνομικό;». Και εγώ το έβαζα συχνά αυτό το ερώτημα στους μαθητές. Προβληματιζόντουσαν οι μαθητές. «Τι να απαντήσουμε; Τι να απαντήσουμε;». Τελικά ποιος είναι ο καλός αστυνομικός; Και τους έφερνα το παράδειγμα του αστυνομικού στην Νομική. Αυτός, που όταν βρεθείς στο δίλημμα υπακοή στην εξουσία και στους νόμους του κράτους, γιατί έτσι τον διέταζαν, και στις ανθρωπιστικές τους αξίες, να σκοτώσει; Τι να κάνει δηλαδή; Εκεί βρίσκει την λύση τι θα κάνει. Δηλαδή, χωρίς να χάσει την δουλειά του ο άνθρωπος, αλλά και απ’ την άλλη χωρίς να τραυματίσει ή να σκοτώσει, έκανε πως με έδερνε για να το βλέπουν οι άλλοι. Φοβότανε. Και μου έχει μείνει αυτός ο ανώνυμος αστυνομικός. Ήταν ο καλός αστυνομικός κατά την γνώμη μου. Και ήθελα να το περάσω στα παιδιά κι αυτό. Ωραία.

Μ.Α.:

Γιατί συμμετείχατε;

Α.Σ.:

Ωραία. Πριν απαντήσω στο γιατί συμμετείχα, να σας πω άλλο ένα περιστατικό απ’ την Νομική. Για να έρθουν οι αστυνομικοί από την ταράτσα να χτυπήσουν τους φοιτητές, έδωσαν κάποιοι καθηγητές την άδεια, νομίζω η πρυτανεία ότι ήτανε τότε. Μεταξύ αυτών ήτανε και ένας καθηγητής που είχαμε στην φιλοσοφία. Να πω όνομα ή να μην πω; Εμείς οι φοιτητές αγανακτήσαμε γιατί το έκανε αυτό ο καθηγητής της φιλοσοφίας. Και ο καθηγητής της λογοτεχνίας το έκανε. Απ’ αυτούς που είχα εγώ τέλος πάντων. Και συνεννοηθήκαμε μεταξύ μας, να μπούμε στο μάθημά του και όταν έρθει αυτός, να σηκωθούμε να φύγουμε ένας-ένας και να τον αφήσουμε σύξυλο στην έδρα. Έτσι κι έγινε. Πήραμε μεγάλη χαρά. Ο καθηγητής της φιλοσοφίας να διδάσκει ηθική και διάφορα στα παιδιά και να κάνει άλλα. Και τον αφήσαμε σύξυλο. Ναι.

Μ.Α.:

Γιατί συμματείχατε;

Α.Σ.:

Γιατί συμμετείχα τώρα στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Πιστεύω ότι τότε αν με ρωτούσες και ισχύει ακόμα, είναι ότι ήμαστε νέοι. Και πιστεύαμε σε ιδανικά και δεν φοβόμαστε τίποτα. Και νομίζαμε ότι όλα θα γίνουνε. Τώρα, ώριμη πια που τα έχω σκεφτεί κι άλλες φορές, νομίζω ότι έπαιξαν πολλά πράγματα ρόλο. Εκτός από τα ίδια τα γεγονότα της Χούντας που ακούγαμε δίπλα μας, βλέπαμε μερικά πράγματα. Πιστεύω ότι έπαιξε ρόλο και η ιστορική μνήμη θα έλεγα, η οποία είχε περάσει σε εμάς, τα παιδιά, από τους παππούδες, από τις γιαγιάδες, τους πατεράδες, τους συγγενείς και τους φίλους του περιβάλλοντος. Δηλαδή, τι θέλω να πω; Επαναστατούσαμε για όλα τα άσχημα που έκανε η Χούντα, τις φυλακίσεις, τις εξορίες κ.λπ. Αλλά μας θύμιζε και κάποιους ομοϊδεάτες, τους Έλληνες, που έδρασαν κατά την Κατοχή και αργότερα μετά την κατοχή, μετεμφυλιακά, δηλαδή ένα παράδειγμα. Εμένα με είχε στεναχωρήσει πάρα πολύ η δολοφονία του Λαμπράκη. Του Γρηγόρη Λαμπράκη. Τι στεναχώρια είχα πάρει τότε. Ήμουνα μικρή. Το ’63 έγινε, εγώ γεννήθηκα το ’52, 11 χρονών ήτανε. Αλλά τα έβλεπα στις εφημερίδες, γιατί ο πατέρας μου πάντα έφερνε εφημερίδα στο σπίτι. Τ’ άκουγα στις συζητήσεις. Ήταν ένας φέρελπις πολιτικός. Όχι κομμουνιστής. Συμπαθών στην αριστερά. Ήτανε ένας άνθρωπος φτωχός από ένα χωριό ξεκίνησε, βαλκανιονίκης, γιατρός, υφηγητής στο πανεπιστήμιο, πολιτικός, παντρεμένος με ένα παιδάκι μικρό. Γιατί να τον σκοτώσουνε; Ένας όμορφος άνδρας. Ήταν ο πολλά υποσχόμενος για μένα. Λοιπόν, είχα στεναχωρηθεί πολύ για την δολοφονία του Λαμπράκη. Και ήθελα να εκδικηθώ -να το πούμε έτσι- αυτούς που πιστεύουνε τα ίδια πράγματα. Γιατί το παρακράτος τον σκότωσε τον Λαμπράκη. Μετά, ακούγαμε στην Ξατοχή διάφορα. Ακούγαμε για του «Χίτες», για τους ταγματασφαλίτες, για τους γερμανόφιλους, την γερμανόφιλη κυβέρνηση, που οι δημοκρατικοί αγωνιζόντουσαν, αυτοί κυβέρνησαν την Ελλάδα μετά τον πόλεμο, τον δεύτερο παγκόσμιο. Όλα αυτά, πιστεύω, η ιστορική μνήμη, τότε απλώς αγανακτούσαμε. Δεν το είχα συνείδηση, δηλαδή όταν πήγα στο Πολυτεχνείο δεν σκεφτόμουν την κατοχή, αλίμονο. Αλλά, πιστεύω, ότι πώς καλλιεργείται η δημοκρατική συνείδηση; Δηλαδή ξαφνικά ένα παιδί είναι δημοκρατικό; Απ’ το περιβάλλον του γίνεται, απ’ το[00:15:00] σχολείο του, απ’ την οικογένειά του, απ’ τους συγγενείς του δίπλα, ό,τι ακούει, τα βιώματα που έχει. Και πιστεύω έπαιξε ρόλο και αυτό. Ένας άλλος λόγος έπαιξε ήτανε ότι θέλαμε να μιμηθούμε -θαυμάζαμε- τις προηγούμενες γενιές που είχαν αγωνιστεί για την δημοκρατία. Πολύ και αυτό νομίζω. Σε εμένα έπαιξε. «Ουκ εα με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον». Την ξέρεις αυτή τη φράση, εσείς η νεολαία, με αρχαία; Ο Θεμιστοκλής ο αρχαίος, έλεγε για την νίκη του Μιλτιάδη στον Μαραθώνα, «Δεν με αφήνει να κοιμηθώ η δόξα που πήρε ο Μιλτιάδης στον Μαραθώνα». Και έκανε την Σαλαμίνα μετά αυτός. Κάπως έτσι κι εμείς, δηλαδή θαυμάζαμε, εγώ θαύμαζα, την γενιά του 1-1-4. Δεν την ξέρεις. Οι Λαμπράκηδες οι λεγόμενοι. Ναι. Δηλαδή μετά την δολοφονία του Λαμπράκη ήρθε η γενιά, το φοιτητικό κίνημα μάλλον, «Προίκα για την παιδεία και όχι για την Σοφία την βασιλοπούλα», που παντρευότανε τότε. Και ήτανε, πριν την γενιά του Πολυτεχνείου, η γενιά του 1-1-4. Μετά ακούγαμε λίγο, όχι και πολύ, δεν μπορούσαμε να ακούσουμε πολύ, για τον Μάη του ’68, για το αντιπολεμικό κίνημα στην Αμερική. Μα όλα αυτά, μέσα μας τα θαυμάζαμε αυτά τα πράγματα εμείς. Είχαμε κάτι να θαυμάσουμε. Ακούγαμε για την Μελίνα Μερκούρη αυτοεξόριστη, δεν μπορεί να γυρίσει στην Ελλάδα. Το ίδιο και ο Μίκης, το ίδιο και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Όλοι δεν μπορούσαν να γυρίσουν στην Ελλάδα. Αυτά μας στενοχωρούσανε. Με αυτά μεγαλώσαμε εμείς, η γενιά μας. Πιστεύω γι’ αυτούς τους λόγους όλους. Ναι.

Μ.Α.:

Μάλιστα. Μετά τα γεγονότα της Νομικής τι απέγινε η σχολή;

Α.Σ.:

Σωστά. Σταμάτησαν σε μία φάση. Τώρα ακριβώς δεν θυμάμαι, λιγάκι ατόνησε. Ήρθε η εξεταστική περίοδος, ήρθε το καλοκαίρι, ατόνησαν τα πράγματα και ξαναγυρνάμε στα πανεπιστήμια τον Σεπτέμβριο, τον Οκτώβριο του ’73. Τον Οκτώβριο. Έναν μήνα μετά, στις 17 έγινε το Πολυτεχνείο, έληξε μάλλον η εξέγερση στο Πολυτεχνείο. Στο Πολυτεχνείο συμμετείχα, με την έννοια, με κάποιους φίλους δημοκρατικούς πήγαμε εκεί στην αυλή να συμπαρασταθούμε. Όχι, δεν ήμαστε μέλη κόμματος, το ξαναλέω, αλλά ήμαστε δημοκρατικοί. Νέα παιδιά. Και, θυμάμαι μέσα στην αυλή του Πολυτεχνείου έτυχε το βράδυ του Πολυτεχνείου να μείνουμε. Έτυχε, δεν είναι ότι το κάναμε και επίτηδες. Δηλαδή, πηγαίναμε, βγαίναμε, φεύγαμε, γινόταν αυτό, αλλά το βράδυ -και που να ξέρουμε ότι θα γίνει αυτό- έτυχε και μείναμε εκεί. Ήτανε μια γιορτή σε εκείνη την αυλή. Πηγαίναμε μέσα, εγώ θυμάμαι, κάποιοι σε ένα πιάνο παίζανε τραγούδια, άλλοι συζητούσανε σε αίθουσες. Εκεί υπήρχε μια περιήγηση δηλαδή μέσα στο Πολυτεχνείο και απ’ έξω κόσμος. Άρχισε και ερχότανε και κόσμος, κάτι που δεν το ήθελε η Χούντα. Λοιπόν, και έτσι αποφάσισαν να χτυπήσουν το βράδυ του Πολυτεχνείου. Και χτυπάνε. Πέφτει η πόρτα, το τανκς στην πόρτα. Και εμείς τα χάσαμε στον χώρο ήμουν εκεί κοντά. Τι να κάνουμε; Κοιτάγαμε από που να φύγουμε. Τελικά, από την οδό Τοσίτσα υπήρχε μια εξώπορτα. Πήγαμε εκεί και για καλή μας τύχη, πιασμένοι χέρι-χέρι, 10 παιδιά μαζί, 6 παιδιά μαζί, λέει ένας αστυνομικός «Αυτή η κλούβα γέμισε». Γέμισε η κλούβα και δεν μας βάλαν μέσα να μας χώσουνε στην κλούβα. Και αρχίσαμε τρέχαμε-τρέχαμε στην Τοσίτσα. Και φτάνουμε στην πλατεία των Εξαρχείων. Εκεί στην πλατεία των Εξαρχείων συναντώνται πολλοί δρόμοι. Κοιτάμε πίσω, κοιτάμε δεξιά-αριστερά, παντού αστυνομικοί. Τώρα μας πιάσανε στην φάκα. Δεν μπορούσαμε να φύγουμε να πάμε σε άλλον δρόμο. Παντού ήταν αστυνομικοί. Φωνάζανε, τρέχαμε. Τι να κάνουμε εκείνη την ώρα; Ο από μηχανής θεός. Ένας άνθρωπος φωνάζει απ’ την πολυκατοικία «Παιδιά, σας ανοίγω και μπείτε μέσα». Μας ανοίγει την πόρτα, μια σιδερένια πόρτα, μπαίνουμε μέσα πολλά παιδιά, όσα προλάβαμε. Και μόλις κλείνουμε την πόρτα, μόλις προλάβαμε να την κλείσουμε, ο αστυνομικός στο τζάμι της πόρτας. Μια σιδερένια πόρτα. Ανεβήκαμε επάνω.[00:20:00] Στο σαλόνι του θυμάμαι γεμάτο παιδιά, γεμάτο όλο το σπίτι. Στους καναπέδες, κάτω στην γη. «Παιδιά, πρώτο» λέει «θα πάρετε στις οικογένειές σας τηλέφωνο και μετά τα λέμε». Πράγματι, πήραμε στα σπίτια μας, τους καθησυχάσαμε και μετά κύλησε το βράδυ με κουβέντες, με κούραση, με έτσι. Την άλλη μέρα το πρωί κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος. Μόλις που προλάβαμε και φύγαμε απ’ το σπίτι και γυρίσαμε στα σπίτια μας. Γιατί μετά δεν θα μπορούσαμε να φύγουμε. Εντάξει, θα μας φιλοξενούσε ο άνθρωπος. Αφού ησυχάσανε λίγο τα πράγματα, ίσως μετά από 15 μέρες, δεν θυμάμαι, πήραμε λουλούδια η παρέα μας και επισκεφτήκαμε τον κύριο. Πολύ χάρηκε που μας είδε. Και στενοχωρούμαι πολύ που δεν θυμάμαι το όνομά του, της οικογένειας αυτής. Ήταν στον 4ο όροφο μία σιδερένια πόρτα. Πρέπει να ήταν ένας δρόμος, λίγο ανηφόρα από την πλατεία Εξαρχείων, όπως σε κοιτάζω τώρα προς τα αριστερά. Αυτή την εντύπωση έχω. Πήγα μια φορά, έψαχνα, είπα «Μπορεί να είναι αυτή». Αλλά δεν ήμουν σίγουρη πια. Αλλά μας βοήθησαν οι άνθρωποι γιατί αισθανόντουσαν όλο αυτό το κίνημα που γινόταν.

Μ.Α.:

Θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο περισσότερο για την νύχτα.

Α.Σ.:

Για την νύχτα.

Μ.Α.:

Τι επικρατούσε δηλαδή στην σχολή;

Α.Σ.:

Κοίτα, στην αρχή ήταν ησυχία. Μετά άρχισαν και έλεγαν «Το άκουσα. Θα χτυπήσουν απόψε». «Έρχονται σας λέω» έλεγε ο ένας, «Κατεβαίνουν απ’ το Γουδί». Οι άλλοι λέγανε, «Δεν το πιστεύω. Αποκλείεται να χτυπήσουν. Θα φωνάξουμε. Είμαστε αδέλφια. Τι θα χτυπήσουν; Είμαστε αδέλφια». Και αρχίσαν και φωνάζανε «Είμαστε αδέλφια!» «Αποκλείεται» λέγαν κάποιοι άλλοι. Άλλοι λέγανε «Φοβάμαι ότι θα χτυπήσουν». Αυτό το δίλημμα μας έφαγε 1-2 ώρες, γιατί αυτοί χτυπήσαν αν θυμάμαι καλά κατά τις 3, δεν θυμάμαι τώρα την ώρα. Άρα από τις 12 και μετά άρχισε αυτή η αγωνία, αν θα χτυπήσουν ή όχι;

Μ.Α.:

Το ραδιόφωνο του Πολυτεχνείου;

Α.Σ.:

Ναι. Εμείς δεν το ακούγαμε. Δεν θυμάμαι τώρα καλά. Με την Δαμανάκη ναι. Γινόντουσαν απάνω, λέγανε διάφορα. «Έχουμε τραυματίες». Εγώ δεν είδα τους τραυματίες. Υπήρχε μεγάλη αναστάτωση, ειδικά μετά τις 3 όταν χτύπησαν. Πάρα πολύ μεγάλη αναστάτωση. Εμείς πηγαίναμε και δεν ξέραμε, ενώ πριν επικρατούσε μια χαρά και μια ελπίδα ότι εντάξει, μετά άρχισαν τα ζόρικα. Τραυματίες. Εμείς πήγαμε σε μια φάση πως θα κρυφτούμε σε κάποια αίθουσα του Πολυτεχνείου να μην μας πιάσουν. Μα ήταν δυνατόν; Ευτυχώς που φύγαμε δηλαδή. Αυτή η ανησυχία πάρα πολύ με τους τραυματίες γινόταν ο χαμός. Αυτά θυμάμαι.

Μ.Α.:

Το επισκεφτήκατε μετά το Πολυτεχνείο;

Α.Σ.:

Όχι. Δεν ήθελα. Μου φαινότανε τυπική η επίσκεψη, ενώ μέσα μου το είχα ζήσει αλλιώς. Το πιστεύαμε. Και τώρα δεν λέω, αλλά και τα γεγονότα που ακολούθησαν… Την γιορτάσανε ποτέ σωστά αυτή τη γιορτή; Την αφήσανε ποτέ; Όλο πορείες με γκλοπς, πορείες με τραυματίες. Δηλαδή, πια τόσο τους ενοχλούσε αυτή η γιορτή της δημοκρατίας; Δηλαδή φαντάσου. Τους ενοχλεί ακόμα τόσα χρόνια πια. Να φοβάσαι να κατέβεις με το παιδί σου.

Μ.Α.:

Θα ήθελα να μου πείτε πάντως…

Α.Σ.:

Σε πορείες έχω πάει. Σε πορείες έχω πάει. Ναι. Ίσως και τον κόσμο πολύ να αποφύγω. Αυτό που είχαμε τότε να δώσουμε, το δώσαμε. Το άλλο ήτανε τυπικό. Αλλά σε πορείες έχω πάει.

Μ.Α.:

Θυμάστε όταν έπεσε η Χούντα;

Α.Σ.:

Ναι. Όταν έπεσε η Χούντα. Ναι. Δεν έπεσε αμέσως η Χούντα, ήρθε ο Ιωαννίδης πρώτα. Το Πολυτεχνείο δεν έριξε ακριβώς, αλλά την ράγισε και ήταν ένα χτύπημα σοβαρό, κατά την γνώμη μου, αλλά όχι το οριστικό. Η Χούντα έπεσε, δυστυχώς, με την Κύπρο. Όταν ξεκίνησαν τα γεγονότα στην Κύπρο, που χάσαμε και την μισή Κύπρο σχεδόν. Είπες όταν τελείωσε η Χούντα. Αυτό που μας ικανοποίησε, σχετικά, ήτανε η δίκη της Χούντας. Γιατί έγινε η δίκη, και έγινε και κάτι άλλο…τέλος πάντων. Αυτό θυμάμαι. Η δίκη της Χούντας. Και κάτι άλλο. Α! Η φυλάκιση. Η σύλληψη και η φυλάκιση της Χούντας. Ήταν μια ικανοποίηση αυτό. Εντάξει, θα μπορούσε να γίνει και πιο… [00:25:00]Να τιμωρηθούν κι αλλιώς, κι άλλοι δηλαδή. Τέλος πάντων, κάτι ήταν και αυτό, δεν μπορείς να πεις.

Μ.Α.:

Και τι συναισθήματα σάς γέννησε όλο αυτό;

Α.Σ.:

Κοίταξε. Τα χρόνια που έζησε η γενιά μου ήτανε καλά χρόνια γενικώς και μακάρι και τα παιδιά μας. Δηλαδή, ζήσαμε μετά τον Εμφύλιο πόλεμο εμείς, όταν η Ελλάδα άρχισε να εκσυγχρονίζεται, από αγροτική να γίνει βιομηχανική, ήτανε καλά χρόνια. Και ειδικά χωρίς να θέλω να πολιτικολογήσω η Μεταπολίτευση, που λέμε, έφερε μια, έτσι μια ειρήνη στον κόσμο. Έφερε μια, που το είχε ανάγκη ο τόπος. Δηλαδή, είχε γίνει ένας Εμφύλιος στην Ελλάδα και κράτησε 30 χρόνια. Το μίσος δεν το αφήνανε να καθησυχάσει. Το υποδαυλίζανε συνέχεια. Ρίξανε κυβερνήσεις, παρακράτος και τι έγινε; 30 χρόνια. Πώς θα πάει μπροστά αυτή η Ελλάδα; Λοιπόν, έρχεται η Μεταπολίτευση. Οριστικά πια τελειώνει και αυτό το μετεμφυλιακό κλίμα, που ήτανε πάρα πολύ άσχημο για την πρόοδο της Ελλάδας. Πάρα πολύ. Και μου λες, πώς το αισθάνθηκα μετά; Ήμουνα παιδί της Μεταπολίτευσης μετά, δηλαδή είχαν ανοίξει όλα. Δηλαδή τα σχολεία, εγώ επειδή ήμουνα στο σχολείο, έγιναν με 30 μαθητές. Γράφτηκαν καινούρια βιβλία. Γενικώς, μια αισιοδοξία στην Ελλάδα και αυτό ήτανε καλό. Τα άσχημα έγιναν μετά το 2000, που αρχίζει τα δύσκολα χρόνια, τα μνημόνια και όλα τα άλλα. Αλλά, εκείνα τα χρόνια τα δικά μας, εγώ πιστεύω ήμαστε, η γενιά μας -δεν θα έλεγα ακριβώς- του Πολυτεχνείου πες την, πολύ τυχερή γενιά. Ζήσαμε την χειραφέτηση της γυναίκας. Δηλαδή αν σκεφτώ την γιαγιά μου και την μάνα μου. Ζήσαμε, μορφωθήκαμε, μπορέσαμε και μορφωθήκαμε. Δουλέψαμε. Ζήσαμε σαν άνθρωποι. Δηλαδή φυσιολογικά πράγματα. Τώρα ακούς ανθρώπινα δικαιώματα που αρχίζουνε τα καταπατούνε, μια ανασφάλεια. Δεν ξέρω. Είμαστε η τυχερή γενιά που θυμάται την αγροτική εποχή. Την θυμάται. Μικρό παιδάκι εγώ τα θυμάμαι αυτά. Περάσαμε στην βιομηχανική εποχή η Ελλάδα -δεν ήτανε- και ζήσαμε με ανθρώπινα δικαιώματα, με κράτος πρόνοιας. Ήτανε πάρα πολύ καλά όλα αυτά. Μακάρι όλες οι γενιές. Η θέση της γυναίκας. Αλλά, η ζωή φαίνεται μετά από πολέμους κι από όλα, έχει και μια ανάσα. Ναι.

Μ.Α.:

Και αν θυμάμαι καλά, το ’74 επέστρεψε και ο Μίκης Θεοδωράκης στην Ελλάδα.

Α.Σ.:

Ναι. Ναι. Όλοι τότε. Ναι. Και ο Ανδρέας και ο Καραμανλής. Έπνευσε ένας άνεμος δημοκρατίας. Κάποιοι δεν είναι ευχαριστημένοι, ότι δεν έπνευσε εκείνο που θα ‘πρεπε να πνεύσει ακόμα καλύτερα. Εντάξει, το καλύτερο είναι εχθρός του καλού. Δεν μπορούμε όλα να τα ‘χουμε. Τώρα από αυτή την ηλικία που είμαι τα βλέπω πιο -πως να το πούμε;- πιο ισορροπημένα. Όταν ήμουν νέα ήμουν όλο απαιτήσεις. Όλο απαιτήσεις ήμουνα, χωρίς να σημαίνει ότι συμβιβάζομαι και με το σήμερα. Μας πολιτικοποίησε και η γενιά του Πολυτεχνείου. Πάρα πολύ σημαντικό, διότι όταν δεν είσαι πολιτικοποιημένος παρακολουθείς αυτά τα πρωινάδικα στην τηλεόραση, αυτά τα reality, αυτή την προπαγάνδα που γίνεται -πάντα γινόταν προπαγάνδα, αλλά τώρα παραγίνεται. Και δεν μπορεί ο άνθρωπος ο ανυποψίαστος να το καταλάβει αυτό και να πει «Στοπ πια τα ψέματά σας!». Εμείς έτυχε οι συγκυρίες, και όσοι θέλαμε κιόλας, και βρεθήκαμε σε μια καλύτερη θέση.

Μ.Α.:

Ήθελα να σας ρωτήσω κάτι. Έχετε κρατήσει ή είχατε κρατήσει επαφές από φίλους που ήσασταν μέσα μαζί;

Α.Σ.:

Ναι. Έχω κρατήσει όχι με όλους, με 2-3. Κάποιοι άλλοι χαθήκανε, αλλά όχι για το Πολυτεχνείο, για άλλους λόγους. Ο καθένας τα δικά του. Ναι. Με κάποιους ναι. Και καμιά φορά γελάμε -γελάμε- θυμόμαστε. Λέω προχθές σε μια φίλη μου, σε αυτή την Κύπρια που με είχε φιλοξενήσει στην Κύπρο, που σου λέω, γιατί είμαστε φίλες ακόμα, λέω «Έτσι και έτσι. Θα πάω σε μια συνέντευξη στο Istorima, που μου ζητήσαν για το Πολυτεχνείο». «Α! Το Πολυτεχνείο. Θυμάσαι εγώ» λέει «στην Νομική; Στην σκάλα της Νομικής, που έπεσα κάτω και χτύπησα το κεφάλι μου» -εγώ το είχα ξεχάσει- [00:30:00]«και με πήγανε στο νοσοκομείο και μου περάσαν 3 ράμματα στο κεφάλι;». «Δεν το θυμάμαι» λέω «βρε Δέσποινα». «Ναι.» λέει «Τώρα που το λες κάτι θυμάμαι». Και λέγαμε έτσι. Ναι, αλλά η καθημερινή ζωή πάντα σε παρασύρει στο σήμερα. Μην νομίζεις ότι το σκέφτεσαι τόσο πολύ το παλιό πια, αλλά το έχεις μέσα σου και καμάρι. Και μάλιστα και τα παιδιά όταν ήτανε μικρά, το είχανε χαρά, διότι «Η μαμά ήτανε στο Πολυτεχνείο» λέγανε. Τώρα όχι πια. Δεν ξέρω, πως το σκέφτονται. Τότε το είχανε καμάρι. Ναι.

Μ.Α.:

Πάντως μετά από όλα…

Α.Σ.:

Α! Αυτό ήθελα να πω, ότι κάποιοι κατηγορήσαν το Πολυτεχνείο, ότι στην κατάντια που φτάσαμε φταίει η γενιά του Πολυτεχνείου. Βρήκανε πάλι μια διέξοδο για να κατηγορήσουν την γενιά. Επειδή κάποιοι απ’ αυτούς έγιναν υπουργοί, εκμεταλλεύτηκαν την θέση τους. Ναι, γίναν όλα αυτά, αλλά δεν σημαίνει ότι ολόκληρη η γενιά κατηγορείται γι’ αυτό το θέμα. Ναι.

Μ.Α.:

Ναι. Ήθελα να σας ρωτήσω, μετά από όλη αυτή την εμπειρία, λοιπόν, που είχατε τι σημαίνει για εσάς η έννοια της ελευθερίας;

Α.Σ.:

Η έννοιας της ελευθερίας τι σημαίνει; Τώρα ρωτάς έναν άνθρωπο που έτυχε να είμαι καθηγήτρια και το έχουμε ψάξει και φιλοσοφικά το θέμα. Τι σημαίνει ελευθερία; Ελευθερία βούλησης αν υπάρχει. Να το πάμε φιλοσοφικά ή να το πάμε απλά; Λοιπόν, νομίζω ότι υπάρχει ελευθερία βούλησης και ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει και να αποφασίσει πράγματα σύμφωνα με την λογική του για το καλό του. Αυτό είναι η ελευθερία. Αλλά απ’ την άλλη, υπάρχει και μια αναγκαιότητα, που λέμε, νομοτέλεια, που δεν σε αφήνει να κάνεις 100% ελεύθερος. Δηλαδή, η ελευθερία -αυτά είναι από τις διδαχές μου από τα σχολεία-, ο άνθρωπος δεν είναι 100% ελεύθερος. Να το ξεχάσουμε αυτό. Αλλά ούτε δεν υπάρχει και καθόλου ελευθερία, είναι δούλος 100%. Η ισορροπία βρίσκεται ανάλογα το άτομο.  Να σου πω, πόσο ελεύθερος είμαι να αποφύγω τον θάνατο; Τελείως; Δεν γίνεται. Πόσο ελεύθερος είμαι, όταν είμαι αμόρφωτος, να επιλέξω την προπαγάνδα να δω ή όχι; Πόσο ελεύθερος είμαι, αν είμαι φτωχός πολύ, να επιλέξω κάποια πράγματα για την ζωή μου; Άρα, αυτές είναι οι αναγκαιότητες οι οικονομικές, οι πολιτικές, οι βιολογικές που μας περιορίζουν την δύναμή μας. Δεν είμαστε ελεύθεροι σε κάποια πράγματα. Θέλει και ο άλλος να κάνει κάτι. Όταν δεν έχει τις δυνατότητες να ξεφύγει; Αλλά, απ’ την άλλη, έχει και κάποια δυνατότητα να παλέψει και να αγωνιστεί για τον εαυτό του. Και πρέπει ο άνθρωπος να είναι ελεύθερος, χωρίς ελεύθερος πνίγεται. Πώς θα είναι; Δούλος; Περιμένει τι θα του πουν οι άλλοι να κάνει; Αυτό το ωραίο, αυτή την ιδιότητα του ελεύθερου ανθρώπου που την έφερε ο διαφωτισμός, και έγινε για 200 χρόνια η προμετωπίδα όλων των αγώνων, και τους ανθρώπους τους γέμισε ελπίδα και χαρά, σήμερα απειλείται. Σήμερα θέλουν να μας κάνουν με τα τσιπάκια και με τα διάφορα, και με την προπαγάνδα τους. Αυτό για την νέα γενιά. Πώς το λέει; Τα διδάσκαμε στην έκθεση. Αμέτρητα, αμέτρητα, χιλιάδες… Σήμερα οι μηχανισμοί υποδούλωσης του ανθρώπου είναι αμέτρητοι, αόρατοι, σφιχτά δεσμά και δεν μας αφήνουν ελεύθερους να κάνουμε. Πρέπει όμως εμείς να τους ανακαλύψουμε ποιοι είναι. Εμείς να τους πούμε, οι δάσκαλοι στα παιδιά τους, οι γονείς. Κάπου πρέπει να αρχίσει η αντίσταση, στην ελευθερία του ανθρώπου. Αμέτρητα, αόρατα, σφιχτά δεσμά. Οι μηχανισμοί υποδούλωσης.

Μ.Α.:

Πιστεύετε ότι η συμμετοχή σας στο Πολυτεχνείο, στα γεγονότα αυτά, σας επηρέασε στα επόμενα χρόνια που διδάσκατε σε παιδιά;

Α.Σ.:

Κοίτα, την συνείδησή μου επηρέασαν. Ποτέ δεν το είπα στα παιδιά και στις γιορτές που κάναμε για το Πολυτεχνείο, ποτέ δεν βγήκα μπροστά να πω ότι ήμουν στο Πολυτεχνείο. Και ούτε μου ζητήθηκε και ποτέ να πω, να μας πούνε. Τυπικές γιορτές οι περισσότερες που γινόντουσαν. Εντάξει κάποιες ήτανε και λίγο, ξεχωρίζανε κ[00:35:00]αλύτερες. Μέσα μου όμως με άλλαξε. Ναι. Με επηρέασε. Αισθανόμουν ότι έκανα το χρέος μου απέναντι στην πατρίδα. Αυτό.

Μ.Α.:

Μάλιστα. Και μια τελευταία ερώτηση θα ήθελα να κάνω. Τώρα που έχουν περάσει και τα χρόνια. Με ποιόν τρόπο τα αναπολείτε;

Α.Σ.:

Πολύ ωραία ερώτηση. Πολύ ωραία ερώτηση. Με νοσταλγία. Δηλαδή, να τα ξαναζούσα; Σήμερα δεν θα πήγαινα, ούτε η ηλικία το επιτρέπει. Και ίσως και οι ευθύνες που έχω αναλάβει απέναντι στην οικογένεια. Τότε δεν είχαμε ευθύνες. Γι’ αυτό λέγαν οι φιλόσοφοι τότε που διαβάζαμε, Marcuse, ποιοι ήταν τότε; Ότι: «Απ’ την νεολαία θα ξεκινήσει η επανάσταση; Από πού θα ξεκινήσει;». Μπορεί ο οικογενειάρχης να κάνει επανάσταση; Να πάρει τα παιδιά του; Αφού έχει άλλες έγνοιες. Πιστεύω ότι ήμουνα τυχερή που το έζησα, θα ήθελα δηλαδή να το ζήσω. Το θέμα είναι να πιάσει και τόπο, αλλά πιάνει αυτό που πιάνει σε όσους επηρεάζει. Μην νομίζουμε ότι ένα γεγονός αλλάζει και την ιστορία καθ’ ολοκληρία.

Μ.Α.:

Μάλιστα. Okay. Εγώ δεν έχω να ρωτήσω κάτι άλλο, άμα δεν έχετε εσεις να συμπληρώσετε κάτι. 

Α.Σ.:

Ναι. Μυρτώ μου σε ευχαριστώ πάρα πολύ για την συνέντευξη που μου πήρες. Αισθάνθηκα ότι η νεολαία η σημερινή ενδιαφέρεται για την ιστορία της χώρας μας και για σημαντικά γεγονότα. Μεθαύριο έχουμε και την επέτειο του Πολυτεχνείου, και του χρόνου 50 χρόνια από την εξέγερση. 50 χρόνια. Πώς περάσαν έτσι; Σαν εχθές μου φαίνονται τώρα που μου τα θύμισες κιόλας. Λοιπόν, πάντα τέτοια. Και καλή επιτυχία στο εγχείρημα του Ιστορήματος.

Μ.Α.:

Ευχαριστώ εγώ πολύ. Ευχαριστώ. Να ‘στε καλά.

Α.Σ.:

Ευχαριστώ.

Μ.Α.:

Λοιπόν. Τελειώσαμε.