© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Το όνειρο να ζήσω κάπου που να νιώσω Εβραία». Αναμνήσεις από την εβραϊκή κοινότητα Διδυμοτείχου 1946-1966

Κωδικός Ιστορίας
12515
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Άστρο-Κοχάβα Ταραμπουλούς (Ά.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/03/2022
Ερευνητής/τρια
Κατερίνα Πιστόλα (Κ.Π.)
Κ.Π.:

[00:00:00]Καλησπέρα. 

Ά.Τ.:

Καλησπέρα, κούκλα.

Κ.Π.:

Ποιο είναι το όνομά σας;

Ά.Τ.:

Άστρο –να βάλω και το Κοχάβα;– Κοχάβα Ταραμπουλούς. Το Κοχάβα είναι μετάφραση – το Άστρο μάλλον είναι μετάφραση του Κοχάβα. Επειδή εμείς καταγόμαστε από τους διωγμούς της Ισπανίας, το όνομά μου ήταν Eστρέα, το σπανιόλικο. Eστρέα σημαίνει άστρο του ουρανού. Κι επειδή είμαστε Ισραηλίτες, ο μπαμπάς μου ήθελε να βάλει και το όνομα το εβραϊκό, το οποίο είναι Κοχάβα, και το Άστρο είναι μετάφραση του Κοχάβα.

Κ.Π.:

Πολύ ωραία.  

Ά.Τ.:

Οπότε στην ταυτότητα γράφει Άστρο-Κοχάβα Ταραμπουλούς. 

Κ.Π.:

Είναι Παρασκευή 11 Μαρτίου 2022. Είμαι με την Άστρο-Κοχάβα Ταραμπουλούς στη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι η Κατερίνα Πιστόλα, ερευνήτρια στο Istorima. Και ξεκινάμε. Θα ήθελα να σας ζητήσω να μου διηγηθείτε –πηγαίνοντας όσο πιο πίσω στη ζωή σας θυμάστε– πού γεννηθήκατε και πού μεγαλώσατε.

Ά.Τ.:

Γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη, όμως πατρίδα μου είναι το Διδυμότειχο, γιατί εκεί μεγάλωσα, εκεί πήγα σχολείο. Εκεί, γενικά, μέχρι την ώρα που έφυγα, που αναγκάστηκα να φύγω λόγω γάμου, έζησα στο Διδυμότειχο. Εκεί έκανα τους φίλους, εκεί ήταν γενικά η οικογένεια, εκεί ήταν όλη μου η ζωή νομίζω. Κάπου, κάπου εκεί σταμάτησε ένα κομμάτι της ζωής μου. Είχα πολύ όμορφα παιδικά χρόνια και γι’ αυτό φυσικά το Διδυμότειχο το ’χω στην ψυχή μου, στην καρδιά μου. Σαν μικρή, σαν μωρό, είχα πολύ καλά χρόνια. Δε μου έλειψε τίποτα, οι γονείς μου μού παρείχαν τα πάντα. Δόξα τω Θεώ, ο πατέρας μου είχε μια οικονομική άνεση, οπότε δε μου έλειψε τίποτα. Εκτός αυτού, επειδή είχαμε το μαγαζί –είχε μαγαζί ο πατέρας μου, είχε εμπόριο, εμπορικό– ήμουν το παιδί της αγοράς. Απ’ όταν γεννήθηκα ήμουν εκεί. Με αγαπούσε όλο το Διδυμότειχο και σαν μικρή ήμουν η μασκότ, γιατί απ’ όταν γεννήθηκα ήμουν εκεί, στο μαγαζί, και μέχρι που μεγάλωσα. Οπότε έτσι γεννήθηκε ένα αίσθημα και όλη αυτή η αγάπη που ένιωσα από τον κόσμο του Διδυμοτείχου έχει κουρνιάσει στην καρδιά μου πραγματικά. Συγκινούμαι που το λέω. Συγνώμη. 

Κ.Π.:

Είναι πολύ όμορφο.

Ά.Τ.:

Έχω κολλήσει, έχω κολλήσει. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή, πολύ μικρή, πριν ακόμη να πάω στο δημοτικό, περνούσε μία δασκάλα και μ’ έπαιρνε από το χέρι και με πήγαινε, παρόλο που ήμουν πολύ μικρή, με έπαιρνε μαζί της στο σχολείο. Και γενικά είχα πολλή αγάπη, πάρα πολλή αγάπη. Έκανα πολύ καλούς φίλους και στο δημοτικό και στο γυμνάσιο. Το σπίτι μας ήταν ανοιχτό για όλο τον κόσμο και ειδικά για τα παιδιά. Και τώρα ακόμη που επικοινωνώ με παλιούς συμμαθητές, θυμούνται που ερχόταν στο σπίτι μας και η μαμά μου ετοίμαζε χίλια καλούδια για να μας ευχαριστήσει. Τι να πω; Για το σχολείο; Για το γυμνάσιο; Για τους καθηγητές μου; Δεν ήμουν καλή μαθήτρια. Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν, όμως αυτό δεν έπαιζε ρόλο στο να μπορώ να κάνω τις φιλίες μου και να εισπράξω –πάλι θα το πω, ίσως είναι κουραστικό, αλλά πάλι θα πω– για να εισπράξω τόση αγάπη που δε σβήνει ποτέ, δε θα σβήσει αυτό το πράγμα από μένα. Μεγαλώνοντας… Εγώ είμαι Εβραία. Είμαι Ισραηλίτισσα, όπως το λέτε. Δεν είχα όμως διαφορά από τα άλλα παιδιά. Δε μεγάλωσα με τέτοιες –όχι συνθήκες να το πω, δεν μπορώ να εκφράσω τώρα αυτό που θέλω να πω, δεν μπορώ να το εκφράσω– με τέτοιες ιδέες. Ο πατέρας μου μας έδωσε κι εμένα και την [00:05:00]αδερφή μου –έχω μια αδερφή– μας έδωσε τη θρησκεία να τη νιώσουμε, να την καταλάβουμε, να καταλάβουμε ότι είμαστε Εβραίοι, χωρίς όμως να βάλει μέσα μίσος, φθόνο για άλλες θρησκείες. Ήξερε, είχε ένα δικό του τρόπο. Πρώτα απ’ όλα, αυτό που για μένα είναι το σημαντικότερο, αυτό που μου έμαθε, είναι ότι η θρησκεία είναι να ’σαι καλός άνθρωπος. Αυτό ήταν η θρησκεία μου. Βέβαια, έπρεπε να νιώσω ότι είμαι και Εβραία. Δεν έπρεπε αυτό να το χάσω, γιατί όλοι οι επιζήσαντες Εβραίοι για να γλιτώσουν απ’ τους διωγμούς κι απ’ τη λαίλαπα του πολέμου της Γερμανίας, απ’ τον αντισημιτισμό, που και μετέπειτα υπήρχε αντισημιτισμός, αλλά έπρεπε να επιβιώσουμε. Έπρεπε να νιώσουμε ότι είμαστε Εβραίοι και κάποιες στιγμές να το φωνάξουμε. Να μη φοβόμαστε να το φωνάξουμε, να μην ντρεπόμαστε που είμαστε έτσι. Ήταν πολύ σημαντικό αυτό. Και πάντα στις γιορτές, παρόλο που ήμασταν πολύ λίγοι, γιατί γύρισαν πολύ λίγα άτομα… Προπολεμικά ήταν 1.000 άτομα στο Διδυμότειχο, ήταν μια ακμάζουσα κοινότητα, πάρα πολύ δυνατή κοινότητα στο Διδυμότειχο. Και γύρισε ένα πέντε έξι τα εκατό; Ούτε· οκτώ άτομα γύρισαν. Δε γύρισαν… από τα 1.000 που υπήρχαν. Δεν υπήρχαν, γύρισαν λίγοι. Κατάφεραν, βέβαια, όλοι να κάνουν οικογένειες, να επιβιώσουν μετά. Και έπρεπε να κρατήσουμε λίγο τη θρησκεία μας, τις γιορτές μας και να μάθουμε λίγα πράγματα. Ποτέ δεν ήμασταν με παρωπίδες ή ποτέ δεν ήταν ο πατέρας μου έτσι. Και ήταν ανοιχτός άνθρωπος, αλλά είχε ένα πολύ ωραίο τρόπο να μου τη δώσει αυτή τη θρησκεία, πολύ ωραίο τρόπο. Και στις γιορτές μαζευόμασταν οι τέσσερις πέντε οικογένειες που ήμασταν εκεί πέρα να γιορτάσουμε, είτε την Πρωτοχρονιά μας είτε το Πάσχα μας, με τα ήθη και τα έθιμα που έχει η θρησκεία. Έτσι κατάλαβα ότι είμαι Εβραία. Παρ’ όλα αυτά, πήγαινα και στις εκκλησίες με τους φίλους μου, γιατί όλοι οι φίλοι μου ήταν χριστιανοί. Πήγαινα… και στον επιτάφιο πέρασα από κάτω και σ’ όλες τις εκδηλώσεις, δεν είχα πρόβλημα. Κι ο μπαμπάς μου έλεγε: «Όταν θα πας, πουλάκι μου, σε μια εκκλησία, σ’ ένα μοναστήρι, οπουδήποτε, εσύ να προσεύχεσαι. Γιατί είναι ένας άγιος τόπος, οπότε δεν είναι κακό να προσευχηθείς». Αυτά τα βιώματα είχα. Και κάτι που θέλω να σου πω, επειδή ήταν και πολύ κοινωνικός ο πατέρας μου, ο τότε δεσπότης του Διδυμοτείχου ήταν φίλος του. Ερχόταν στο σπίτι μας και για να φάει, γιατί του έκαναν τραπέζι. Είχαμε πολλές επαφές και με τον κλήρο. Δηλαδή ερχότανε, είχαμε φίλους και πελάτες και φίλους είχε ο μπαμπάς μου, και ερχόταν μάλιστα και ανοίγαν συζητήσεις πάρα πολύ όμορφες στο μαγαζί. Όταν, δε, ερχόταν –τώρα μια σκηνή που μου θύμισε, που θυμήθηκα– όταν ερχόταν, γιατί έφερνε ο πατέρας μου –εκτός των άλλων, είχε εμπόριο από γυαλικά· το μισό μαγαζί ήταν γυαλικά, το μισό μαγαζί μας ήταν άλλα αποικιακά– και έφερνε απ’ τη Χίο γλυκά του κουταλιού σε δοχεία, χιώτικα γλυκά. Έπαιρνε, λοιπόν, τηλέφωνο ο δεσπότης κι έλεγε: «Κύριε Ταραμπουλούς, ήρθε εκείνο το ωραίο κερασάκι;» Κι ερχόταν μόνος του, με το… πώς το λένε; μίτρα; Πώς τη λέτε, αυτό που έχει… δε λέγεται έτσι; το μπαστούνι; Όχι, όχι, μίτρα δε λέγεται αυτό που…; Νομίζω έτσι λέγεται, δεν είμαι σίγουρη. Σαν μπαστούνι που είναι αυτό. Ερχόταν μόνος του από την εκκλησία, από τη Μητρόπολη, για να πάρει το γλυκό. Κι ερχόταν μέσα κι έλεγε: «Μυρίζει ωραία. Ήρθαν τα ωραία τα γλυκά, κύριε Νισήμ;» Ερχόταν για να πάρει γλυκό του κουταλιού. Μόλις τον έβλεπε ο μπαμπάς μου, έλεγε: «Γρήγορα να πάτε να φιλήσετε το χέρι του, είναι άγιος άνθρωπος». Θέλω να σου πω ότι αυτά μ’ έκαναν νομίζω καλύτερο άνθρωπο. Με έκαναν να δω πιο ανοιχτά τους ανθρώπους. 

Ά.Τ.:

[00:10:00]Γενικά η ζωή μου –πάλι θα το ξαναπώ– ήταν καλή. Είχαμε τα πάρτι, τους χορούς μας, το ωραίο το ντύσιμο φυσικά. Στο σχολείο –είπα πάρτι και θα σου πω κάτι άλλο τώρα– απαγόρευαν στο σχολείο να βγαίνουμε αργά το βράδυ. Είχαμε όριο κυκλοφορίας, μας απαγόρευαν μετά τις 19:00-20:00, δε θυμάμαι. Μας απαγόρευαν τα πάρτι, μας απαγόρευαν τον κινηματογράφο – στο γυμνάσιο όλα αυτά. Και όταν κάποια στιγμή, μάλιστα, έκοψα τα μαλλιά, είχα φασαρία γιατί δεν μπορούσα να βάλω την κορδέλα και με πήγαν στο γυμνασιάρχη. Παραλίγο να με αποβάλουν γιατί έκοψα τα μαλλιά. Έπρεπε να φοράμε κορδέλα στα μαλλιά. Και ο κινηματογράφος απαγορευόταν εντελώς. Και κάποια στιγμή, ήταν Χριστούγεννα –κινηματογράφο είχαμε σε μια λέσχη, που εκείνη η λέσχη πίσω είχε ένα καμαρίνι που έπαιζαν χαρτιά οι άντρες· και ο μπαμπάς μου έπαιζε εκεί χαρτιά– και είχε έρθει ένα έργο με τη Βουγιουκλάκη, θυμάμαι. Και είπαμε: «Είναι Χριστούγεννα, θα πάμε να το δούμε». Πήγαμε έξι εφτά συμμαθητές να δούμε τον κινηματογράφο. Κι εκεί μέσα είχε κι άλλους συμμαθητές που ήταν με τους γονείς τους, εντάξει. Εμείς ήμασταν μόνοι μας, αλλά στην ίδια αίθουσα ήταν ο μπαμπάς μου. Δεν ήταν μαζί μου, ήταν πίσω. Είδαμε το έργο όλο χαρά. Μόλις πάμε, μόλις ανοίξαν τα σχολεία μετά τις διακοπές, «Ταραμπουλούς, Γεωργίου, Σακελλαρίου, αποβολή». «Γιατί;» «Ήσασταν στον κινηματογράφο». «Καλά, και η Μαρία ήταν στον κινηματογράφο». «Εκείνη συνοδευόταν από τους γονείς της, εσείς δε συνοδευόσασταν. Οπότε εσείς θα φάτε αποβολή και αυτή όχι». Απαγορευόταν τότε. Θέλαμε στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου… Δεν είχαμε φροντιστήρια, φροντιστήριο με τη σημασία που έχουν τώρα. Απλώς ψάχναμε κάποιον που να ξέρει λίγα γράμματα περισσότερα από μας. Και έτυχε, ήταν ένας αξιωματικός στην Αεροπορία, ήταν, δεν ξέρω, κάποιος δάσκαλος, κάποιος Κοτίνης, κάποιος –τους θυμάμαι ακόμα αυτούς ανθρώπους κι έχω με μερικούς επαφή– που μας έκαναν, ας πούμε, ένα φροντιστήριο, ας πούμε φροντιστήριο, να μάθουμε πέντε γράμματα παραπάνω. Και αναγκαζόμασταν, όμως, να γυρίσουμε λίγο αργότερα από την κυκλοφορία, γιατί η ώρα ήτανε μισή ώρα αργότερα και μας κυνηγούσε ο παιδονόμος. Μας βάζανε παιδονόμο στο σχολείο, ο οποίος ήταν μ’ ένα μπλοκάκι στο χέρι κι ένα στυλό κι έγραφε ποιο παιδί ήταν μετά την κυκλοφορία στο δρόμο, να το καταγγείλει την άλλη μέρα στο γυμνασιάρχη και να φάμε την αποβολή. Μια φορά –δεν ξέρω αν σας αφορούν αυτά– είχαμε πάει, είχε πάρτι ένας φίλος, είχε πάρτι. Κάποια στιγμή, «Παιδιά, ο παιδονόμος!» Άλλος στο κοτέτσι, άλλος στις αποθήκες… Να ’ρθει ο παιδονόμος να κάνει έλεγχο ποια παιδιά είναι εκεί μέσα, να γράψουνε ποια παιδιά είναι, για να μας γράψουν την αποβολή. Είχε πάρα πολύ ωραία χρόνια, με τα πάνω του, με τα κάτω του. Ωραίες ιστορίες, που τώρα είναι μια ευκαιρία και τα θυμάμαι. Τι να πω; Το ’63 είχαμε τις πλημμύρες. Τώρα, απ’ το ένα στο άλλο σας τα λέω, λίγο ανακατεμένα ίσως, δεν ξέρω. Πηγαίναμε… Είχαμε κάποιον καθηγητή, ο οποίος ήταν πάρα πολύ καλός, ο κύριος Ψιμούλης, ήταν εξαιρετικός σαν άτομο. Η κόρη του ζει στην Αλεξανδρούπολη, είναι μόνη της αυτή τη στιγμή, ασχολείται πάρα πολύ, είναι πάρα πολύ καλή, γράφει κι αυτή, ήταν μοναχοκόρη. Ο κύριος Ψιμούλης ήταν πάρα πολύ καλός και σαν καθηγητής και σαν άνθρωπος και είχε μεγάλη αδυναμία στα παιδιά. Ό,τι θέλαμε τον κάναμε τον καημένο. Όταν έμπαινε στην τάξη, μας έλεγε: «Καλά, μη δίνετε πολλή σημασία σ’ αυτά που σας λέω. Ανοίξτε τα βιβλία σας, να είστε διαβασμένοι στα Μαθηματικά που θα έρθει την άλλη ώρα ο Βουκελάτος. Την άλλη ώρα θα ’ρθει ο καθηγητής, ο μαθηματικός, να είστε διαβασμένοι. Δεν πειράζει». Και μας άφηνε… Κάποια στιγμή, νομίζω το ’63 ήταν… Εμείς κάθε φορά που ήταν άρρωστος ο γυμνασιάρχης ή έλειπε ο γυμνασιάρχης ο άλλος, έμπαινε αυτός και αντικαθιστούσε το γυμνασιάρχη. Πήγαμε [00:15:00]Δευτέρα με μια συννεφιά, έτοιμο να βρέξει. Φωνάζαμε: «Εκδρομή θέλουμε! Εκδρομή θέλουμε!» «Πού να σας πάω μ’ αυτόν τον καιρό;» «Θέλουμε εκδρομή!» Μας πήγε ο καημένος, για να μη χαλάσει το χατίρι, και μας πιάνει μια βροχή στο δρόμο… Αλλά δεν κάναμε μάθημα, κάναμε κοπάνα! Δε θέλαμε σχολείο. Τι να σου πω; Τι θυμάμαι… Για τις απεργίες των καθηγητών, όταν έκαναν κάποια στιγμή απεργία και είχαμε –το ’63 νομίζω–, αλλά είχε ένα δύο καθηγητές που πήγαιναν. Κι εμείς δεν πηγαίναμε σχολείο, πηγαίναμε στη γέφυρα να δούμε τους πάγους. Είχε χιόνια, ο ποταμός είχε παγώσει εντελώς εκείνη την εποχή. Ήταν πολύ κρύο και είχε παγώσει και σπάζαν οι πλάκες και ακουγόταν αυτός ο κρότος που χτυπούσαν. Ήτανε εικόνες που μένουν αξέχαστες. Χιόνι, να ακούγεται ένα βουητό που κατέβαινε το ποτάμι, οι πλάκες και να ακούγεται κρακ, κρακ, όλο αυτό. Είναι εικόνες τρομακτικές, αλλά όμως έχουν μείνει στη μνήμη μου, δε φεύγουν αυτές από κει. Τι να σου πω; Αλλά είναι θύμησες, αλλά δεν έρχονται βέβαια στη σειρά.

Ά.Τ.:

Όπως σου είπα, έπρεπε να θυμόμαστε τις γιορτές μας. Να κάνουμε κι εμείς το χρέος προς τη θρησκεία μας. Μία γιορτή, που ήταν γιορτή για τα παιδιά, και έχουμε τώρα σε λίγες μέρες από τώρα –νομίζω την επόμενη, ακριβώς την επόμενη εβδομάδα–, λέγεται Πουρίμ. Σ’ αυτή τη γιορτή κάνουμε γλυκά. Είναι περισσότερο, μπορώ να πω, εθνική γιορτή, παρά θρησκευτική, όμως τη γιορτάζουμε θρησκευτικά. Είναι πώς η βασίλισσα Εσθήρ γλίτωσε τους Εβραίους απ’ τους Ασσυρίους. Και κάνουμε γλυκά και το έθιμο ήταν να κάνει κάθε οικογένεια αρκετά γλυκά και να τα μοιράζει. Μοιράζαμε –το λέγανε πλατίκος, πιάτο– το πιάτο με τα γλυκά. Λοιπόν, σ’ αυτή τη γιορτή έκανε η μητέρα μου διάφορα γλυκά και σε κάθε πιάτο έβαζε τέσσερα πέντε είδη, όσα έκανε, και τα μοιράζαμε. Δεν τα πηγαίναμε όμως μόνο στους δικούς μας, στις οικογένειες των Εβραίων που είχαμε εκεί πέρα, που ήμασταν τέσσερις οικογένειες. Μοιράζαμε και σ’ όλους τους φίλους τους χριστιανούς. Πηγαίναμε παντού. Και, βέβαια, το έθιμο είναι… βέβαια δεν το απαιτούσαμε και ούτε το ήξεραν οι χριστιανοί οι φίλοι μας αυτό ότι γινόταν, αλλά στους δικούς μας όταν πηγαίναμε, πάντα μας έδιναν το πουριμλίκ. Μας έδιναν κάποια χρήματα για το δώρο, για το πιάτο που πηγαίναμε με τα γλυκά. Βέβαια, όταν ήτανε η μέρα της Βαρβάρας στο Διδυμότειχο, οι φίλοι μας μάς στέλνανε βαρβάρα. Μας στέλνανε –και όχι ένα μπολάκι όπως εδώ στη Θεσσαλονίκη κάποιοι, αν θα σου δώσουν σου δίνουν ένα μικρό μπολάκι– γαβάθες! Μεγάλες σουπιέρες με υπέροχες βαρβάρες, οι οποίες ήταν τόσο ωραία φτιαγμένες. Δεν έχω φάει εδώ τέτοια βαρβάρα. Αυτές που κάνανε στο Διδυμότειχο ήταν πάρα πολύ ωραία. Κι ήταν φίλοι των γονιών μου, που όλοι μας στέλνανε στο σπίτι τη βαρβάρα. Δηλαδή, γινόταν σαν μια ανταλλαγή: Εμείς τους πηγαίναμε τα γλυκά, αυτοί μας φέρνανε τη βαρβάρα. Έτσι γινότανε. Πολύ ωραία ήταν, ωραίες εποχές. Πάρα πολύ ωραίες και συγκινητικές. Είχαμε μία άλλη γιορτή: το Κιπούρ. Το Κιπούρ είναι η μέρα της συγνώμης, είναι η πιο μεγάλη γιορτή της θρησκείας μας. Σ’ αυτή την ημέρα, 24 ώρες δεν πίνουμε ούτε νερό. Όποιοι το κρατάνε, δεν το κρατάνε όλοι, αλλά εμείς μάθαμε από μικρά να προσπαθούμε τουλάχιστον. Όταν ήμασταν πολύ μικρά δεν μπορούσαμε, βέβαια, αλλά προσπαθούσαμε, όση ώρα μπορούσαμε, όσες ώρες αντέχαμε να το κάνουμε. Βέβαια, και τα παιδιά μου τώρα όλοι το κάνουν αυτό κι εγώ το κρατώ. Είναι απ’ την προηγούμενη το βράδυ, δεν τρώμε τίποτα. Τρώμε και μετά, είναι ακριβώς το επόμενο 24ωρο, την άλλη μέρα, που μαζευόμαστε όλοι στο τραπέζι και τρώμε. Αυτή την ημέρα δεν πρέπει να κάνουμε τίποτα. Είναι, κανονικά είναι ημέρα προσευχής, συγγνώμης και –πώς το λένε;– περισυλλογής, είναι να καθίσεις να κάνεις μια περισυλλογή. Τι έκανες τη χρονιά που πέρασε; έκανες καλό; έκανες κακό; Να ζητήσεις συγνώμη απ’ το Θεό και απ’ τους ανθρώπους και να [00:20:00]παρακαλέσεις το Θεό να σε γράψει στα Βιβλία της Ζωής. Γιατί λένε ότι η προηγούμενη γιορτή, που είναι η Πρωτοχρονιά… Γιατί αυτό είναι σε μια διάρκεια οκτώ ημερών. Πρώτα είναι η Πρωτοχρονιά και ακριβώς στις επτά μέρες είναι, σε οκτώ μέρες, είναι η ημέρα της συγνώμης. Λοιπόν, στην ημέρα της Πρωτοχρονιάς είναι ότι ο Θεός ανοίγει τα βιβλία και σκέφτεται πώς θα είναι η χρονιά για μένα, για σένα. Και οπότε κάθεται και σκέφτεται και βλέπει και γράφει ο Θεός την ημέρα εκείνη ποιος θα πεθάνει από φυσικό θάνατο, ποιος από τη φωτιά, ποιος από πνιγμό. Και παρακαλάμε το Θεό αυτή την ημέρα να μας γράψει στα Βιβλία της Ζωής. Είναι πάρα πολύ καλό και προπαντός ότι αυτό: η συγνώμη. Μετά που τρώγαμε, που πηγαίναμε να ζητήσουμε συγνώμη, να πάμε να φιλήσουμε το χέρι του μπαμπά μας, του θείου μας, αυτό, και να ζητήσουμε συγνώμη για ό,τι κάναμε: σκανδαλιές; κακό; καλό; ό,τι κάναμε την προηγούμενη χρονιά. Είναι μια πολύ ωραία γιορτή αυτή. Είναι, νομίζω, σαν αυτή που είχατε τώρα τελευταία. Ποια γιορτή είχατε την Κυριακή; 

Κ.Π.:

Καθαρά Δευτέρα; Ψυχοσάββατο;

Ά.Τ.:

Όχι, είναι κι εσάς. Όχι, είναι μια γιορτή τώρα τώρα, πριν από λίγες μέρες ήτανε, που ήταν γιορτή της συγνώμης νομίζω. Τέλος πάντων, αυτήν την ημέρα, λοιπόν, την ημέρα του Γιομ Κιπούρ. Είναι γνωστή σε πολλούς αυτή η μέρα, γιατί και στο Ισραήλ έγινε ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ. Είναι ονομαστός, είναι και γνωστός αυτός ο πόλεμος, είναι με την ημέρα της γιορτής που επιτέθηκαν οι Άραβες. Αυτή την ημέρα δεν πηγαίναμε και σχολείο και τα μαγαζιά κλειστά και δεν πηγαίναμε σχολείο, γιατί απαγορεύεται ούτε και φωτιά ν’ ανάψεις. Για μας ήταν καλό αυτό, γιατί βγαίναμε τα τέσσερα πέντε Εβραιόπαιδα που ήμασταν και πηγαίναμε βόλτα, κάναμε κοπάνα απ’ το σχολείο. Ήταν μια πολύ ωραία για μας. Βέβαια, τότε δε νιώθαμε τόσο πολύ αυτή τη θρησκευτικότητα, αυτό το πράγμα δεν το αισθανόμασταν τόσο πολύ. Αυτό το κατάλαβα μετά, που ήρθα στη Θεσσαλονίκη. Στο Διδυμότειχο είχα πάντα, πάντα, και έγραφα στις εκθέσεις μου, είχα πάντα αυτό το όνειρο ότι θέλω να πάω να ζήσω κάπου που να νιώσω Εβραία. Εκεί, δεν το ’νιωθα στο Διδυμότειχο πολύ. Ναι μεν ήξερα τις γιορτές, αυτά που κάναμε, αλλά πέραν αυτού δε γνώριζα πολλά πράγματα. Υπήρχαν, βέβαια, μία φορά το χρόνο νομίζω, που πηγαίναμε όλοι μαζί από Διδυμότειχο οι οικογένειες κι απ’ την Αλεξανδρούπολη, περνούσαμε, παίρναμε, με ένα μικρό πούλμαν, και πηγαίναμε στην Καβάλα να γιορτάσουμε… την ημέρα της ανεξαρτησίας του Ισραήλ; Δε θυμάμαι, σε μια μεγάλη γιορτή που είχαμε που έπρεπε να πάμε στην Καβάλα και εκεί λίγο έβλεπα πώς είναι η συναγωγή, λίγο. Ήταν, λοιπόν, ένα απωθημένο δικό μου. Στο μυαλό μου πάντα είχα ότι εγώ πρέπει να πάω στο Ισραήλ, πρέπει να δω από κοντά, να πάω να δω πώς είναι, να ακούσω ψαλμωδίες, να ακούσω… Αυτά δεν τα είχαμε πάνω και ήταν ένας μικρός μου πόθος μπορώ να πω. Ο Θεός με έκανε την καρδιά. Μόλις τελείωσα το σχολείο, βρήκα τον άντρα της ζωής μου στη Λάρισα. Η Λάρισα έχει μία πολύ καλή κοινότητα, μια πολύ δυνατή κοινότητα, με μεγάλη –και τώρα ακόμη– μεγάλη σύμπνοια. Εκεί δεν υπάρχει φτωχός-πλούσιος στην εβραϊκή κοινότητα της Λάρισας. Είναι όλοι καλεσμένοι στους γάμους, όλοι πηγαίνουν στους γάμους, όλοι στις κηδείες. Δεν υπάρχει… Στο καλό και στο κακό θα τρέξουν όλοι, θα βοηθήσει ο ένας τον άλλον. Είναι πάρα πολύ έτσι. Μπήκα σε μια εξαιρετική οικογένεια, πάρα πολύ καλή οικογένεια. Ο Θεός με αξίωσε και μπήκα σε αυτούς τους ανθρώπους που είναι σαν πραγματικοί μου γονείς, ήταν τα πεθερικά μου και τα αδέρφια του άντρα μου. Μ’ αγκάλιασαν και τους αγκάλιασα, πέρασα μαζί μια πολύ πολύ καλή ζωή μαζί τους. Έκανα καλή οικογένεια, έχω τρία κορίτσια. Αυτή τη στιγμή έχω και τέσσερα εγγόνια κι ένα δισέγγονο. Χαίρομαι με τη χαρά τους, φυσικά στεναχωριέμαι όταν έχουν κάποιο πρόβλημα, όπως τώρα αυτή τη στιγμή έχει πρόβλημα υγείας ο γαμπρός μου. Τι άλλο να πω;

Ά.Τ.:

[00:25:00]Ένα σημαντικό γεγονός που χάραξε τη ζωή μου, σημαντικό γεγονός. Όταν γνώρισα τους Σαρσάκηδες όπως τους λέω, την οικογένεια Σαρσάκη, ήταν σταθμός στη ζωή μου αυτό. Κάποια στιγμή από ένα τηλεφώνημα γνώρισα αυτούς που αγόρασαν το πατρικό σπίτι του πατέρα μου. Ήρθαν και η συγκίνησή μου ήταν πάρα, πάρα πολύ μεγάλη. Πάρα πολύ μεγάλη συγκίνηση ένιωθα και μόνο ότι αυτοί ήταν οι ιδιοκτήτες και ότι θα μπορούσα να το δω, όπως και πραγματικά πραγματοποιήθηκε αυτό. Ήταν το πατρικό σπίτι, ζούσε ο πατέρας μου πριν απ’ τον πόλεμο, πριν από τους διωγμούς, πριν φύγει για να γλιτώσει από τη γερμανική λαίλαπα. Όταν γύρισε, δεν έμεινε εκεί. Προτίμησε να μείνει σ’ ένα άλλο σπίτι, που παραχωρήθηκε από τους θείους μου, και εκεί μεγάλωσα φυσικά. Όμως αυτό το σπίτι πάντα ήτανε ένα μέρος της ζωής μας. Στα πρώτα χρόνια, πήγαινα και έπαιζα με την αδερφή μου στα νερά που είχε, γιατί πλένανε τα χαλιά η μαμά μου εκεί. Αλλά μετά, μεγαλώνοντας, δεν μπορούσα να πάω, γιατί ήδη είχε πουληθεί, ήταν καινούργιοι ιδιοκτήτες. Απλώς περνούσα και χτυπούσα την πόρτα κι έλεγα: «Μπορώ να δω το σπίτι του μπαμπά μου;» Ήθελα πάρα πολύ. Νομίζω ότι κάτι με έδενε και τώρα ακόμα με δένει μ’ αυτό. Νομίζω ότι είναι μια προέκταση της ζωής μου κι αυτό το σπίτι. Όταν γνώρισα την οικογένεια Σαρσάκη, την εξαιρετική οικογένεια Σαρσάκη, πήγα να το δω. Έτυχε… όχι έτυχε, οργάνωσαν κάποια εκδήλωση και με άλλους προσκεκλημένους φυσικά, με πολλούς προσκεκλημένους, για να δείξουν την παλιά αρχοντιά αυτού του σπιτιού. Ήταν ένα παλιό αρχοντικό, που με την ανακαίνισή τους, την ανακαίνιση του σπιτιού, δείξανε όλη την ομορφιά της άλλης εποχής. Της εποχής, της παλιάς εποχής του Διδυμοτείχου, της παλιάς κοινότητας, της εβραϊκής κοινότητας. Γιατί ήταν ένα εβραϊκό σπίτι, ένα αρχοντικό και, βέβαια, υπάρχουν –για να μην πω ότι ήταν μόνο αυτό– υπάρχουν κι άλλα σπίτια και είναι διατηρητέα, που ήταν επίσης τέτοια αρχοντικά σπίτια στο Διδυμότειχο, που είχαν μια άλλη ζωή. Οι άνθρωποι ήτανε απόγονοι του Βυζαντίου. Από το Βυζάντιο ήταν η καταγωγή τους, όλοι. Μάλλον, το Διδυμότειχο ήταν μία βυζαντινή πόλις, δεν τα λέω σωστά. Και ήταν οι αριστοκράτες εκείνης της εποχής, με τους χορούς, με τις ωραίες τις τουαλέτες, με πολλή ζωή στο Διδυμότειχο, με το εμπόριο, με δυνατό εμπόριο. Οπότε, ένιωθα υπερήφανη που είμαι απόγονος εκείνου του σπιτιού. Και αυτή η τιμή που μου έκαναν ο κύριος ο Γιάννης Σαρσάκης και η γυναίκα του, και τους ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτό, μ’ έδεσε ακόμα περισσότερο. Παρόλο που είχα φύγει τόσα χρόνια –έχω φύγει εδώ και 56-57 χρόνια έχω φύγει– παρ’ όλα αυτά νιώθω δεμένη. Υπάρχει μια αλυσίδα που με δένει με το Διδυμότειχο, δεν κόβεται, δεν μπορεί να κοπεί αυτή η αλυσίδα. Τώρα η τεχνολογία μάς έχει φέρει ακόμα κοντά και με τους φίλους, τους συμμαθητές κι ο δεσμός μας γίνεται ακόμη πιο δυνατός.

Κ.Π.:

Θα θέλατε να μας περιγράψετε κάποια ανάμνηση που έχετε από τα παιδικά χρόνια, όπως είπατε με άλλες εβραϊκές οικογένειες, όπως του Μάρκου Ναχόν ή…;

Ά.Τ.:

Α, ο «θείος γιατρός». Λοιπόν, αν θέλεις να σου πω σχετικά μ’ αυτό, ναι. Πρώτα από όλα, να πω ότι ο πατέρας μου γλίτωσε απ’ τους Γερμανούς. Μάλλον, έφυγε… Είχα ένα θείο, ο όποιος ήταν πρώτος ξάδερφος του μπαμπά μου. Ήταν τότε στο στρατό, [00:30:00]υπηρετούσε στο Διδυμότειχο. Ήταν και παλιά εβραιοδιδάσκαλος και υπηρετούσε, ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Όταν ερχόταν οι Γερμανοί, είχαν ήδη μπει, ερχόταν, είχαν πάει στη Θεσσαλονίκη ήδη. Τον ειδοποίησαν ότι έρχονται οι Γερμανοί. Μάλλον υπήρχαν οι Γερμανοί, είχαν πάει στο Διδυμότειχο, αλλά δεν έδιναν στόχους. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν οι Εβραίοι του Διδυμοτείχου ότι αυτό ήταν ένα παιχνίδι των Γερμανών. Ήθελαν να τους κοιμίσουν. Είχαν καλές σχέσεις στις αρχές. Κάποια στιγμή, έμαθε ο θείος μου ότι σε λίγες μέρες, ότι εκείνες τις μέρες θα τους έκλειναν όλους στη συναγωγή, όπως και τους κάλεσαν όλους, να τους κλείσουν μέσα κι από κει να τους βάλουν στα βαγόνια για να τους στείλουν στα στρατόπεδα. Και λέει τον πατέρα μου: «Νισήμ, φεύγουμε; Μέση Ανατολή». Τότε πολλοί, όχι μόνο Εβραίοι, και χριστιανοί φύγανε Μέση Ανατολή. Τους βοήθησαν πολύ και ειδικά από τα Λάβαρα. Κάποιος –δε θυμάμαι το όνομά του–, ήταν μερικά άτομα που τους βοήθησαν να βγούνε με βάρκα από τα Λάβαρα, γιατί από κει είναι πολύ κοντινή απόσταση για να πας στην Τουρκία, και να φύγουνε με τον μπαμπά μου –ο θείος μου κι ο πατέρας μου, μαζί και με άλλους– να φύγουν Μέση Ανατολή μέσω Τουρκίας. Βέβαια, αντιμετώπισαν  πολλές δυσκολίες στη διαδρομή, αλλά τα κατάφεραν να πάνε να υπηρετήσουν εκεί εθελοντές στον Ελληνικό Στρατό, που ήτανε στη Μέση Ανατολή. Οπότε, ο πατέρας μου είχε την τύχη, όμως δεν είχαν την ίδια τύχη οι γονείς του. Συμπτωματικά, πριν λίγα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, κάποιος φίλος μου ήρθε στο μαγαζί μου μια μέρα και μου λέει: «Ξέρεις κάτι; Άκουσα μια ομιλία στο πανεπιστήμιο από κάποια κοπέλα από τη Λήμνο, η οποία, μεταξύ άλλων, μίλησε για το νησί της Λήμνου και για την πολυπολιτισμικότητα. Και ανέφερε ότι υπήρχαν Εβραίοι εκεί κι ανέφερε τα ονόματα Μποχώρ Ταραμπουλούς, Εστρέα Ταραμπουλούς». Όταν τ’ άκουσα ταράχτηκα, λέω: «Αυτά είναι τα ονόματα από τους παππούδες μου, τι δουλειά έχουν στη Λήμνο;» Μου λέει: «Εγώ άκουσα αυτά τα ονόματα και επειδή είπαν Ταραμπουλούς, όφειλα να σ’ το πω». Προσπάθησα και επικοινώνησα μ’ αυτή την κοπέλα, η οποία ήταν υπάλληλος του Δήμου, αλλά ο Δήμος της Λήμνου θα έκανε τότε μία… εργασία να το πω; Κάτι θα έγραφαν, ένα βιβλίο γενικά για την ιστορία της Λήμνου. Και μου είπε αυτή ότι όπως έκαναν την έρευνα να δούνε ποιοι εκτός από τους Λήμνιους, τους Έλληνες, ποιοι άλλοι έζησαν στο νησί, άρχισαν να χτυπάνε τις πόρτες από τα σπίτια να ρωτάνε άμα βρίσκανε μεγάλους ανθρώπους, ηλικιωμένες, ηλικιωμένους και μπήκαν σ’ ένα σπίτι από μια γιαγιά. Όπως μπήκαν, η γιαγιά άρχισε να τους λέει την ιστορία. Τα μάτια της κοπέλας που έκανε την έρευνα έπεσαν σ’ ένα παράξενο αντικείμενο, ένα μπιμπελό, και λέει: «Γιαγιά, τι είναι αυτό;» «Αυτό, κορίτσι μου», λέει, «είναι από έναν Εβραίο». «Τι δουλειά έχουν Εβραίοι στη Λήμνο;» «Πώς, ήρθανε», λέει, «Εβραίοι, υπήρχαν εδώ πέρα Εβραίοι». Τότε, της ήρθε η ιδέα τής κοπέλας να ψάξει να δει αν όντως υπήρχαν Εβραίοι, πότε έζησαν, ποιοι ήτανε. Και είδε ότι στα δημοτολόγια του Δήμου υπήρχαν ονόματα ορισμένων Εβραίων και, μεταξύ άλλων, ήταν και των παππούδων μου. Γι’ αυτό αναφέρθηκαν και τα ονόματα, ποιοι ήταν εκεί. Εγώ τρελάθηκα! Λέω: «Τι δουλειά έχουν οι δικοί μου οι παππούδες στη Λήμνο; Ήταν απ’ το Διδυμότειχο!» Ψάχνοντας, ψάχνοντας, έμαθα, ρώτησα και έμαθα. Άρχισα να διαβάζω περιοδικά, βιβλία. Δεν ήξερα την ιστορία της Λήμνου, δεν ήξερα κι εγώ πού να αποταθώ και τι να κάνω. Και κάποια στιγμή, έμαθα ότι όταν άρχισαν οι Γερμανοί να έρχονται σιγά [00:35:00]σιγά στην Ελλάδα και ν’ ακούγεται ότι κάτι θα γίνει με τους Γερμανούς, οι παππούδες μου –και ήταν τότε και η βουλγαρική κατοχή– οι παππούδες μου έφυγαν μαζί με άλλες οικογένειες, έφυγαν μέσω Τουρκίας στη Λήμνο, για να φύγουν απ’ το Διδυμότειχο. Πέρασε κάμποσος καιρός, είδαν ότι έχει ησυχία. Γιατί οι Γερμανοί τούς αποκοίμιζαν, έκαναν… είχαν άλλη τακτική αυτοί. Έτσι, γράφτηκαν στο δημοτολόγιο του Δήμου της Λήμνου. Και μετά από πολύ καιρό –μάλιστα είχε πάει και μια θεία μου απ’ την Αλεξανδρούπολη με τον άντρα της– αλλά ο παππούς μου, που ήτανε στο Βόλο, τους λέει: «Φύγετε γρήγορα κι ελάτε πίσω. Θα πάμε μαζί στα βουνά στο Πήλιο, στα χωριά του Πηλίου. Εκεί θα κρυφτούμε». Και πήγαν, εκεί κρύφτηκαν οι γονείς από τη μαμά μου και η μαμά μου. Γιατί δεν ήταν τότε παντρεμένος ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου ήταν με άλλην παντρεμένος, μάλλον ήταν, αλλά όχι με τη μαμά μου. Γύρισαν οι γονείς του μπαμπά μου στο Διδυμότειχο ξανά και μετά τους έπιασαν. Όταν γύρισαν, μετά από λίγο τους πήραν οι Γερμανοί. Όπως πήραν και τη γυναίκα του μπαμπά μου, η οποία ήταν μαζί με τους παππούδες μου, την πήραν κι αυτή οι Γερμανοί. Ο μπαμπάς μου έφυγε Μέση Ανατολή, όπως σας είπα. Υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό, μέχρις ότου να γίνει η ανακωχή και να μπορέσει. Φύγανε οι Γερμανοί, γύρισε πίσω στο Διδυμότειχο και ξεκίνησε την καινούργια του ζωή. Μετά από λίγα χρόνια, μετά από λίγο, παντρεύτηκε τη μητέρα μου φυσικά και κάνανε την οικογένεια αυτή που κάνανε. 

Κ.Π.:

Πόσο ανοιχτοί ήταν, τόσο ο «θείος γιατρός» όσο;… 

Ά.Τ.:

Ναι, αυτό ήθελα να σας πω, ότι δεν γύρισαν. Ενώ το Διδυμότειχο είχε 1.000 άτομα πριν τον πόλεμο, μετά γύρισαν πολύ λίγα, ήτανε 8-10 άτομα περίπου. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο γιατρός ο Ναχόν. Έτσι λεγόταν, Μάρκος Ναχόν. Ήταν γυναικολόγος. Αυτός είχε ένα γιο. Πήγε στα στρατόπεδα, τον πήραν στα στρατόπεδα και τη γυναίκα του και, νομίζω, και την κόρη του. Νομίζω ότι είχε και κόρη. Τη γυναίκα του και την κόρη του τους πήραν αμέσως, την έκαψαν στους φούρνους. Αμέσως. Ο γιος του ήταν ένα πανέμορφο παλικάρι. Για κακή του τύχη του γιατρού, ενός εξαιρετικού ανθρώπου, ο Μένγκελε –έτσι τον έλεγαν αυτόν που έκανε τα πειράματα– τον υποχρέωσε το γιατρό να μπει μέσα στο, ας πούμε, χειρουργείο. Δεν υπήρχε χειρουργείο, εκεί που τον είπε ότι πρέπει να κάνουν το γιο του στείρωση. Να του αφαιρέσουν τα γεννητικά όργανα. Ή αν δε δεχόταν ο γιατρός να τα δει όλ’ αυτά, θα τον σκότωναν. Οπότε, αναγκάστηκε να το δεχθεί για να ζήσει το παιδί και γλίτωσαν. Δεν πέθαναν απ’ τις κακουχίες των στρατοπέδων. Ήταν δυνατοί άνθρωποι, κατάφεραν να επιβιώσουν. Γύρισαν στο Διδυμότειχο. Το Διδυμότειχο, ήταν ένας τόπος που αγαπούσε πολύ ο γιατρός κι επειδή ήταν και πολύ καλοσυνάτος, δεν έπαιρνε επισκέψεις. Πήγαινε να δει τους ανθρώπους, να τους θεραπεύσει, όσο μπορούσε, ό,τι μπορούσε να προσφέρει σε όλο τον κόσμο. Εμείς, όλα τα παιδάκια του Διδυμοτείχου, τρέχαμε από πίσω του και φωνάζαμε: «Θείο γιατρό, θείο γιατρό, θείε γιατρέ!» και πάντα έβγαζε καραμελίτσες να μας δώσει. Είναι μια ωραία ανάμνηση κι αυτή είναι. Έφυγε μετά από χρόνια στην Αμερική γιατί δεν μπορούσε να αντέξει τον πόνο που είχε στην καρδιά του αυτός ο άνθρωπος, όταν λέγανε πολλές γυναίκες, απ’ τα χωριά περισσότερο, στο Διδυμότειχο δεν του φερόταν έτσι… Αλλά ερχόταν κάθε Τρίτη που είχαμε παζάρι, είχαμε κι απ’ τα χωριά πολύ κόσμο κι ερχόταν άνθρωποι που ίσως μερικοί… χωρίς παιδεία, φυσικά, ήταν και χωρίς… όχι καλά αισθήματα, δεν μπορώ να πω τα αισθήματα, δεν ξέρω πώς να το εκφράσω. Αλλά όταν λες το παιδί σου: [00:40:00]«Πήγαινε να ψωνίσεις απ’ τον Χαΐμ, δεν έχει φόβο. Αυτός δεν μπορεί να σε κάνει τίποτα επειδή είναι ανίκανος». Αυτόν τον πόνο δεν μπορούσε να τον ξεπεράσει ο γιατρός και κάποια στιγμή πήρε το γιο του κι έφυγε στην Αμερική. Και βέβαια εκεί έκανε οικογένεια. Παντρεύτηκε μία κοπέλα που ο άντρας της είχε σκοτωθεί στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, είχε και παιδί, οπότε έκανε και γιο χωρίς να είναι ουσιαστικά ο πατέρας του, αλλά ήταν πατέρας του, έγινε πατέρας. Κι έζησε και καλά μέχρι… πριν λίγα χρόνια νομίζω έφυγε από τη ζωή. Ο «θείος γιατρός». Αυτός –να σου πω μια άλλη ιστορία τώρα που θυμήθηκα– η γυναίκα του ήταν πολύ όμορφη αυτού του γιατρού. Όταν γύρισαν, για να μην αφήσει μόνο το γιο, ήθελε να ξαναπαντρευτεί και τον έκαναν προξενιά. Εμάς, υπάρχει και στη θρησκεία αυτό το πράγμα: Ότι όταν πεθαίνει η γυναίκα… Ειδικά στους ραβίνους το λένε αυτό, γιατί ο ραβίνος –ο παπάς ο δικός μας ο αντίστοιχος– δεν επιτρέπεται να είναι ανύπαντρος, απαγορεύεται. Πρέπει να έχει γυναίκα για να μην έχει το μυαλό του σε γυναίκες διάφορες. Έπρεπε να είναι η σύζυγος. Και πάντα λέγαν ότι: «Καλό είναι να πάρεις, εάν υπάρχει αδερφή ελεύθερη, την αδερφή της γυναίκας σου». Λοιπόν, έτσι κι αυτόν, η γυναίκα του ήταν στην Τουρκία –απ’ την Τουρκία ήταν–, να ’ρθει η αδερφή της γυναίκας του, την οποία προφανώς δεν την ήξερε πώς ήταν. Και ήρθε μία –Θεός σχωρέσ’ την–, η Σουζάνα. Δεν άξιζε τώρα μπροστά στο γιατρό, ήταν μια κακοφτιαγμένη γυναικούλα που δεν την ήξερε καν.  Αναγκαστικά την παντρεύτηκε. Δεν την ήξερε, την παντρεύτηκε. Αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει τη γυναίκα του συναισθηματικά. Τέλος πάντων, φύγανε μαζί στην Αμερική και οι δύο. Ένα άτομο που και στην Αμερική που πήγε, ο γιατρός ο Ναχόν, έστελνε λεφτά στα Λάβαρα για να χτιστεί η εκκλησία. Αυτό που θέλω να σας πω είναι ότι δεν είχαμε εμείς… όχι τη νοοτροπία, όχι το μίσος – δεν μπορώ να πω μίσος, γιατί δεν υπήρχε μίσος. Ναι, αυτό το… ναι. «Γιατί να τα δώσω στην εκκλησία, που εγώ δεν είμαι μέλος, δεν πιστεύω;» Το ’κανε για τους ανθρώπους των Λαβάρων, οι οποίοι τον βοηθούσανε, τους είχε φίλους, τους αγαπούσε, όπως τους αγαπούσε και στο Διδυμότειχο. Και έστελνε λεφτά απ’ την Αμερική για να μπορέσει να ευχαριστήσει τους παλιούς του φίλους και να κάνουν την εκκλησία και να θυμούνται ότι υπήρχε ο γιατρός ο Ναχόν. Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Άνθρωπος πρώτα από όλα. 

Ά.Τ.:

Έχω πολλές θύμησες, αλλά τι πρώτα; Τι πρώτα να θυμηθώ από εκείνα τα χρόνια τα καλά; Πολλές ιστορίες. Να πω και κάτι άλλο τώρα, το αποκορύφωμα, γιατί σας κούρασα πολύ. Να σας πω και πώς παντρεύτηκα; Μου έπεσε ένα λαχείο. Όπως σας είπα, ζούσα στο Διδυμότειχο. Ήμουν ένα κορίτσι, ας πούμε, καλούτσικο. Είχαμε τότε τα νεανικά μας τα φλερτάκια στα πάρτι, πώς ήταν εκείνη η εποχή – και τώρα είναι, φαντάζομαι, αλλά τότε ήταν διαφορετικά, ήταν πολύ πιο απλά, πολύ πιο αθώα, ας το πω. Τότε, λοιπόν, παιδιά μάς γλυκοκοίταζαν. Κι εμείς σαν κορίτσια –δεν μπορώ να πω ότι ήμασταν αθώες περιστερές–, κοιτάζαμε κι εμείς. Αλλά πάντα έλεγα: Μέχρι ένα φλερτ, όχι παραπάνω. Άστρο, συγκρατήσου! Εσύ πρέπει να πάρεις Εβραίο. Πάντα είχα στο μυαλό μου. Δε μου το επέβαλε ποτέ ο πατέρας μου, ποτέ δε μου είπαν τίποτα οι γονείς μου. Εγώ έτσι το ένιωθα. Πάντα έλεγα: Ναι μεν θα φλερτάρω… Και όταν φλέρταρα ή ερχόμουν κοντά με ένα παιδί, «Στρίβειν δια του αρραβώνος», έλεγαν κάποτε, αλλά εγώ «Στρίβειν» έλεγα. Πάντα έφευγα. Έφευγα αμέσως, μόλις έβλεπα ότι πάει να δυναμώσει κάτι, λέω: Κάτσε, δεν πρέπει να το κάνω, γιατί εγώ θέλω να πάρω Εβραίο. [00:45:00]Πήγα σ’ ένα γάμο μετά από καιρό, μόλις τελείωσα το σχολείο μάλλον. Έτυχε ένας γάμος της ξαδέρφης μου στη Λάρισα που έπρεπε να παρευρεθώ. Πήγα στο γάμο και εκεί κάποιος Λαρισαίος, ένα παλικάρι καλό, με είδε, τον είδα, να μην πω πολλά πράγματα βέβαια. Την ίδια ώρα που γνωριστήκαμε, με το ίδιο επίθετο και οι δύο, αρραβωνιαστήκαμε. Ταραμπουλούς εκείνος, Ταραμπουλούς εγώ. Και να μην το ξεχάσω: Επειδή ο πατέρας μου ήταν άρρωστος και στο μαγαζί είχα την εξουσιοδότηση εγώ απ’ τα δεκαεφτά μου να βάζω υπογραφές, εφορίες, τράπεζες, έπρεπε να είμαι, ήμουν στο μαγαζί. Όταν καθόμουν στο γραφείο του μπαμπά μου, έβαζα πάντα την υπογραφή κι έλεγα: Τι ωραία υπογραφή που έχω, Ταραμπουλούς. Είναι πρωθυπουργική υπογραφή. Να βρω έναν Ταραμπουλούς να παντρευτώ! Πάντα το ευχόμουν κι όταν πήγα στη Λάρισα βρήκα τον Ταραμπουλούς. Δεν το σκέφτηκα και πολύ, ούτε πέντε λεπτά. Μόλις δώσαμε τα χέρια και είπαμε: «Ταραμπουλούς», «Ταραμπουλούς», «Χαίρω πολύ», αρραβωνιαζόμαστε. Κι αρραβωνιαστήκαμε την ίδια στιγμή. Στο βιβλίο Γκίνες πρέπει να το γράψουν αυτό. Νομίζω ότι… δεν ξέρω άλλη αν το έχει κάνει αυτό το πράγμα. Να πάρει μια απόφαση να αρραβωνιαστεί, να παντρευτεί ένα εντελώς άγνωστο άτομο, εντελώς άγνωστο.  Φυσικά και γι’ αυτόν ήταν δύσκολο, δεν ήταν μόνο για μένα, αλλά και για μένα ένα ρίσκο ήταν. Δεν ήξερα, δεν τον ήξερα καν. Εντάξει, ήταν ωραίο παλικάρι. Άκουσα ότι ήταν από καλή οικογένεια. Ντάξει, δεν ήταν… ήταν μια μέση οικογένεια, ούτε οι πλούσιοι πλούσιοι, δεν ήταν και οι φτωχοί φτωχοί, σε μια καλή σειρά ήταν. Αυτό ήταν. Και παντρευτήκαμε την ίδια ώρα, ειλικρινά. Είναι, πραγματικά είναι αυτό που θα το πω: «Την ίδια ώρα αρραβωνιάστηκα». Και τώρα που το σκέφτομαι, λέω: Μα είναι δυνατόν; Εγώ το ’κανα; Κι όμως! Πήρα την απόφαση σε δυο λεπτά. Γιατί είπα τον πατέρα μου όταν έφυγα –κι ήταν άρρωστος ο μπαμπάς μου–, όταν έφυγα απ’ το Διδυμότειχο, τον είπα: «Θα πάω σ’ ένα γάμο»… «Θα πάω στο γάμο», όχι «σ’ ένα γάμο», της ξαδέρφης μου ήταν, «Θα πάω στο γάμο και θα σε φέρω έναν γαμπρό στο κουτί!» «Μα πώς το λες;» «Θα σου φέρω γαμπρό!» Ήξερα ότι θα πάω στη Λάρισα και θα αρραβωνιαστώ. Κι αρραβωνιάστηκα. Και μετά από ένα χρόνο, παντρευτήκαμε και κάναμε μία πολύ ωραία οικογένεια. Πάρα πολύ καλά παιδιά έχω, δόξα τω Θεώ. Έχω πάρα πολύ καλά κορίτσια, με πολύ καλές αρχές, με μεγάλη εκτίμηση από τον κόσμο, απ’ όλο τον κόσμο, που με σταματάνε και μου λένε: «Τι καλά παιδιά, τι καλά κορίτσια έχεις!» κι αυτό είναι η επιβράβευση της ζωής μου. Αυτή είναι η ζωή μου, αυτή είναι η ζωή μου. Πέρασα καλά με τον άντρα μου, πολύ καλά. Με τα πάνω μας, με τα κάτω μας, όπως όλες οι οικογένειες, αλλά σε γενικές γραμμές ήταν καλά. Δυστυχώς, δυστυχώς τώρα τον έχασα. Είναι δύσκολο να το αποδεχθώ, δεν μπορώ. Αυτά, δε νομίζω ότι… Υπάρχουν πάρα πολλά, αλλά τι να πρωτοπείς; τι να πρωτοπείς; Ήδη έχω μεγαλώσει αρκετά, που οπωσδήποτε η ζωή μου έχει πάρα πολλά, έχει και καλά στοιχεία και άσχημα και καλές στιγμές και άσχημες στιγμές. Όμως, μπορεί στο σχολείο να μην είχα –στο δημοτικό ειδικά– πολύ μεγάλους βαθμούς σ’ όλα τα μαθήματα, αλλά στο, όπως έλεγε κι ο δάσκαλός μου, «Θάρρος 10, Άστρο». «Αστρούλα», στο Διδυμότειχο με φώναζαν Αστρούλα. Όμως στο θάρρος, γιατί στον κατάλογο είχε και το θάρρος που έπρεπε να βαθμολογηθεί, εκεί έπαιρνα 10. Ήμουν πάντα θαρραλέα και είμαι θαρραλέα. Την παίρνω με θάρρος τη ζωή, την πήρα με θάρρος τη ζωή και νομίζω ότι τα κατάφερα καλά κι ευχαριστώ το Θεό γι’ αυτό. Με βοήθησε πάρα πολύ. Έχω εμπιστοσύνη στο Θεό, χωρίς να είμαι πάρα πολύ θρήσκα και πολύ θρησκόληπτη, αλλά πιστεύω στη βοήθειά Του. Όσες φορές του τη ζήτησα, μου την έδωσε τη βοήθεια και γι’ αυτό πορεύομαι καλά. Πορεύομαι. Θα ξεπεράσω κι αυτό και θα καθίσω δυνατή στα πόδια μου, νομίζω. Σ’ ευχαριστώ που ήρθες εδώ. Δεν ξέρω τι είπα, πώς το είπα. Δεν [00:50:00]ξέρω αν είσαι ευχαριστημένη μ’ εμένα–

Κ.Π.:

Πολύ.  

Ά.Τ.:

…αλλά πάλι σ’ ευχαριστώ.

Κ.Π.:

Εγώ σας ευχαριστώ. Χαρά μου.