«Του 'πε τραγούδια δηλητήριο»: Αρβανίτικα τραγούδια, δημοτικά της τάβλας, ξεμετρήματα και μοιρολόγια
Ενότητα 1
Η οικογενειακή γενεαλογία του αφηγητή και η διασταύρωσή της με την ιστορία
00:00:00 - 00:17:04
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι 13 Νοεμβρίου 2022, βρισκόμαστε στο Βλαστό Αττικής με τον κύριο Πέτρο Ράπτη. Είμαι ο Κοροσιάδης Φώτης, είμαι Ερευνητής στο Istorima. …χε, δεν υπήρχε ηλεκτρισμός. Το ρεύμα στον Κάλαμο ήρθε το '64, στην παραλία ήρθε πιο μετά. Οπότε περίπου 11:00-12:00 η ώρα γινότανε ο γάμος.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 2
Ο αρβανίτικος γάμος και τα «επιστρόφια»
00:17:04 - 00:25:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και τι θυμάστε για το τελετουργικό του αρβανίτικου γάμου; Ο αρβανίτικος ο γάμος, δηλαδή, παράδειγμα. Τώρα, ας πούμε, περιμένει ο γαμπρός στ…με την αλισίβα... Είχανε και το τρίγωνο εκεί πέρα, που βάζανε, λέει, το σαπούνι... Κάπως, από περιγραφές, δηλαδή, δεν τα έχω ζήσει, δηλαδή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Ξεμετρήματα ή ξεματιάσματα
00:25:25 - 00:35:40
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και μου έχεις πει ότι γνωρίζεις πολύ καλά τα παραδοσιακά τραγούδια, ξεματιάσματα, είτε αρβανίτικα, είτε ελληνικά. Θέλεις να μας πεις και για…οι, δηλαδή, δεν τα λέγανε ούτε και στα παιδιά τους. Ούτε στα εγγόνια τους, δηλαδή, κάποιοι πεθάνανε και χαθήκαν, δηλαδή, δεν διατηρηθήκανε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Έθιμα γάμου, γιούκος και προικιά
00:35:40 - 00:46:04
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θυμάσαι κάποιο τραγούδι, για παράδειγμα του γάμου... Του γάμου έθιμα, το μόνο, έτσι, που 'χει διατηρηθεί είναι το κουλούρι, που το κάνουνε … Και τραγούδια, πλέον, ό,τι παίζουν, δηλαδή, δεν... Κάποιοι παίρνουνε και όργανα, αλλά δεν υπάρχουν, ας πούμε, τόσο στα παραδοσιακά, έτσι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 5
Έθιμα κηδείας και μοιρολόγια
00:46:04 - 01:10:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πιο πολύ στις κηδείες διατηρούνται ακόμα λίγο τα έθιμα. Ξέρεις κάποιο μοιρολόι να μας πεις; Ξέρω αρκετά. Και λένε και μέχρι τώρα ακόμα. Πα…Είναι να σε εμπνέει και στιγμή, δηλαδή. Ναι, ναι, έτσι είναι. Πέτρο, εγώ έχω καλυφθεί. Άμα θες να συμπυκνώσεις κάτι από όλη σου αυτή τη...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 6
Αρβανίτικα τραγούδια
01:10:23 - 01:20:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έχω, πέρα απ' τα μοιρολόγια, έχω και κάποια τραγούδια που μου 'χε δώσει η γιαγιά μου με αρβανίτικα, ας πούμε, χαρμόσυνα, δηλαδή. Πες μας με…ούμα ιμ κέκιε γκρούα, τσε σ με λιε τε τέσε ντούα» . Δηλαδή, «Η μάνα μου είναι κακιά γυναίκα, που δεν με αφήνει να κάνω ό,τι θέλω». Το...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 7
Τραγούδια της τάβλας και χριστουγεννιάτικα
01:20:53 - 01:32:48
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Άλλο τραγούδι, έτσι, αρβανίτικο που θυμάμαι... Δε πειράζει. Να πω κάνα ελληνικό; Τα τραγούδια εδώ, συνήθως, χορεύανε συρτά. Οι άντρες χορεύα…α σας ζημιώσει», δηλαδή, «δεν θα ζημιωθείτε». Τραγουδούσαν αυτά, δηλαδή, λέγαν αυτά παλιά. Πέτρο, σε ευχαριστώ για αυτά που μου αφηγήθηκες.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Η οικογενειακή γενεαλογία του αφηγητή και η διασταύρωσή της με την ιστορία
00:00:00 - 00:17:04
[00:00:00]Είναι 13 Νοεμβρίου 2022, βρισκόμαστε στο Βλαστό Αττικής με τον κύριο Πέτρο Ράπτη. Είμαι ο Κοροσιάδης Φώτης, είμαι Ερευνητής στο Istorima. Πέτρο, σου μιλάω στον ενικό.
Ναι, βεβαίως.
Θέλεις να μας πεις– Αρχικά, σ' ευχαριστώ για τη συνέντευξη.
Και 'γω ευχαριστώ που με καλέσατε.
Θες να μας πεις δυο λόγια για σένα;
Ονομάζομαι Πέτρος Ράπτης, είμαι από τον Κάλαμο Αττικής. Συγκεκριμένα, μένω στους Αγίους Αποστόλους. Ο πατέρας μου ονομάζεται Σπυρίδων Ράπτης, γεννήθηκε το '48. Ο παππούς μου, Πέτρος Ράπτης, γεννήθηκε το 1902 στον Κάλαμο Αττικής, στο επάνω χωριό. Και άρχισε να– Δηλαδή, μετακινηθήκανε γύρω στις αρχές του... Δηλαδή, μετά, ήτανε γύρω στα 5 χρονώ που κατέβηκε στην παραλία.
Από το βουνό.
Απ' το βουνό, ναι, πάνω απ' το χωριό, κατεβήκανε κάτω στην παραλία, το οποίο ήταν, ζούσανε πολύ λίγες οικογένειες. Δηλαδή, μετά το 1900, από τον Κάλαμο κατεβήκανε κάποιες οικογένειες προς τα κάτω, δηλαδή, μετακινηθήκανε.
Ξεχειμωνιάζανε για μία περίοδο, σωστά;
Κοιτάχτε να δείτε. Βασικά, όσοι είχανε κτήματα, περιβόλια, είχανε και πιο μέσα, δηλαδή, κάποιες καλύβες, για την απόσταση, ας πούμε, να είναι πιο κοντά στις δουλειές τους. Αλλά είχε ακουστεί ότι κάποιους τους είχανε και αποκληρώσει οι γονείς τους και τους είχανε φέρει στην παραλία, που ήτανε τα μέρη πιο άγονα, δηλαδή, που δεν τα καλλιεργούσανε. Αυτό που βρήκα, ας πούμε, το ανακάλυψα, δεν το 'χα ακούσει, ας πούμε, από κάποια συμβόλαια... Ο παππούς του παππού μου, Πέτρος Ράπτης και η σύζυγός του, Ασήμω Κιούση, του γένους Σπύρου Κιούση, είχανε γηροκομήσει, προσέχανε μια γυναίκα, τη Χρυσάφω Κολαγκιόκα, και αυτή τους είχε γράψει πολλά κτήματα, σπίτι... Και το σπίτι που τους είχε γράψει στον Κάλαμο, το είχε πάρει η αδερφή του παππού μου. Και είχε πάρει και το όνομά της, τη λέγανε Χρυσή. Οπότε, ο παππούς μου φύγανε μετά, αφού παντρεύτηκε η αδερφή του, μετακινηθήκανε, ήρθαν στους Αγίους Αποστόλους.
Αυτά τα συμβόλαια πώς– Τα έψαξες...
Ναι, τα είχε βρει ένας φίλος μου, που έκανε κάποια έρευνα στο υποθηκοφυλακείο. Το συμβόλαιο αυτό είχε γίνει τον Σεπτέμβριο του 1872. Η γυναίκα αυτή δεν ήξερε ελληνικά, είχε πάει και κάποιος μάρτυρας, που έκανε τη μετάφραση, δεν ήξερε καθόλου ελληνικά και έτσι το ανακαλύψαμε. Και συγκεκριμένα, κιόλας, αυτή η αδερφή του παππού μου ήταν απ' τις πρώτες, είχε πεθάνει το '18 με την ασιατική γρίπη. Και αυτή και μια αδερφή της, πάλι, με διάφορα σαράντα δύο ημερών. Είχε πλήξει πάρα πολύ τον Κάλαμο τότε η ασιατική γρίπη. Και κυρίως πεθαίναν οι γυναίκες. Που 'χανε μόλις γεννήσει, που ήτανε επιρρεπείς, δηλαδή. Και μία αδερφή του παππού μου, η Σοφία, αυτή πήγαινε για ψάρεμα, ήξερε και πάρα πολύ καλό κουπί. Το 1925 πνίγηκε αυτή, τη βγάλανε έξω ζωντανή, αλλά ψάχνανε να βρούνε σπίρτα να ανάψουμε μπας και περάσει κανένας γιατρός να δει, να την κοιτάξουν. Δεν ξέρανε να τη γυρίσουνε στο πλάι, να βγάλει τα υγρά και αυτά. Και τελικά πέθανε. Έτσι, ο παππούς μου είχε κτήματα απ' τον πατέρα του και για να ζήσουν, ας πούμε, αλλά δεν ασχολήθηκε καθόλου με την αλιεία. Ήταν ο μοναδικός στην παραλία που δεν είχε πάει ποτέ για ψάρεμα.
Και είχανε περιβόλια, δηλαδή.
Είχε περιβόλια, είχε ελιές, είχε ζώα, πρόβατα, κατσικούλες, κότες... Ασχολήθηκε με αυτά. Και ο άλλος του αδερφός, ο οποίος είχε μείνει στην παραλία κάποιο διάστημα, είχε παντρευτεί, τσακωνότανε με τον πατέρα του –ήτανε λίγο ζόρικος ο προπάππους μου– και μετά είχανε πάει απάνω στο χωριό, εγκατασταθήκαν στο χωριό. Αυτός το μισό χρόνο ήταν με το ψάρεμα, το άλλο μισό ήτανε με τις αγροτικές δουλειές. Ο άλλος αδερφός του παππού μου ήτανε ψαράς. Ζούσανε γενικά στην παραλία πολύ ήρεμα, δηλαδή, πηγαίναν ψαρεύανε, ήταν τότε με τα δυναμίτια που ρίχνανε και αυτά. Τα ψάρια, συνήθως, ερχόταν κάποιος τα 'παιρνε, τα πήγαινε στην Κηφισιά, τα πουλούσε... Ή τα παίρναν οι ταβέρνες... Ο παππούς μου είχε και ταβέρνα. Τα οποία παίρναν, αγοράζαν τα ψάρια, άμα δεν ερχόταν πελάτης, τα κρατάγαν, τα κρατάγαν, ας πούμε... Και στο τέλος τα τρώγαν οι ίδιοι, γιατί δεν... Περνάγανε κυνηγοί, περνάγανε, ας πούμε, δεν ήταν και εύκολη μετακίνηση τότε. Και είχανε και πολύ εδώ με το στάρι. Το στάρι φημιζότανε εδώ στην περιοχή. Το στάρι, τα φασόλια, τα σύκα, τα ρετσίνια. Τα φασόλια βγάζανε τότε περίπου ένα πεντοχίλιαρο τη χρονιά, ας πούμε, δηλαδή, τα μαζεύανε, τα βάζανε στα τσουβάλια της ρίγας, τα λέγανε, τα ράβαν αυτά από πάνω... Και ερχόταν ένα φορτηγό, το οποίο αγκομαχούσε μέχρι να φτάσει απάνω, δεν υπήρχε και δρόμος, ήταν όλο χωματόδρομος και τα πηγαίνανε στην αγορά, στην Αθήνα.
Όπως και με τα σύκα, δεν τα–
Τα σύκα πηγαίναν με τα γαϊδουράκια, πηγαίναν μέχρι την Κηφισιά, άλλοι και μέχρι τους Αμπελόκηπους και πουλάγανε σύκα, ήταν πολύ ωραία τα σύκα. Και κάνανε και τη συκομαΐδα. Νομίζω ότι περνάγαν από ένα μηχανή το σύκο και το ζυμώνανε... Τώρα δεν ξέρω αν βάζαν αλεύρι, το κάναν σα ψωμάκι και για αυτό μας είχανε βγάλει και παρατσούκλι «Συκομαΐδες», εδώ στην περιοχή. Και τα ξινά, λεμόνια, πορτοκάλια, επειδή ο καιρός δεν είναι ούτε και πολύ κρύο, ας πούμε, ευδοκιμούσανε. Ενώ στο Καπανδρίτι, ας πούμε, δεν έχει λεμονιές, πορτοκαλιές. Έχουνε προς το Μαραθώνα, από κει δηλαδή.
Και την περίοδο, για παράδειγμα, της Κατοχής, τις δεκαετίες του '30, του '40, του '50, πώς, ας πούμε, τις θυμάσαι από αφηγήσεις;
Ο παππούς μου παντρεύτηκε περίπου το '34, η θεία μου ήταν το '34. Η θεία μου η δεύτερη γεννήθηκε το '40. Μια άλλη θεία μου το '42. Τους είχανε επιτάξει τα σπίτια οι Ιταλοί, από ό,τι θυμάμαι που μου έλεγε η γιαγιά μου, εδώ στην παραλία και ο παππούς μου, επειδή είχε κάποιες επαφές με το χωριό απάνω, επειδή με τους αγρότες, ας πούμε, και αυτά... Καλά, τότε γνωριζόντουσαν, αφού ήταν η ίδια φάρα, ας πούμε, δεν είναι ότι ήτανε άλλη περιοχή, ήταν οι ίδιες οικογένειες, δηλαδή, που μετακινηθήκανε. Και είχαν εγκατασταθεί στις αρχές του Καλάμου σε κάποιο αντίσκηνο και κάποιοι άλλοι είχανε πάει προς τον Άγιο Πέτρο, δηλαδή απ' την παραλία, αλλά κατέβαινε ο παππούς στο σπίτι, έπαιρνε τρόφιμα, τον αφήναν, ας πούμε, έπαιρνε. Και μείναν ένα διάστημα εκεί και, μάλιστα, ήτανε και μία οικογένεια, είχαν ένα παιδί αυτοί, ένα γιο, ο οποίος, ο άντρας, ήταν απ' τη Ρωμυλία και η σύζυγός του ήταν Καλαμιώτισσα, από δω, ντόπια. Αλλά ήταν πολύ φτωχοί άνθρωποι και η γιαγιά μου, ας πούμε, όταν μαγείρευε, τους έδινε ένα πιάτο φαγητό, όχι επειδή ήτανε φτωχοί οι άνθρωποι, δηλαδή τους το πρόσφερε. Και τρώγανε τρία άτομα και χορταίνανε. Και της είχανε πει της γιαγιάς μου: «Κυρία Σωτήρω», λέει, «εμείς τρώμε, τρώμε, τρώμε, τρώμε», λέει, «και δεν χορταίνουμε. Εσύ μου 'δωσες», λέει, «ένα πιάτο φαγητό και φάγαμε τρία άτομα και χορτάσαμε». Και λέει: «Κυρα-Παναγιώτα, βάζεις λάδι στο φαγητό;». Λέει: «Δεν υπάρχει». Λέει: «Άμα δεν βάλεις», λέει, «λάδι στο φαγητό, τρως, τρως, φουσκώνεις, πρήζεσαι και δεν καταλαβαίνεις, δηλαδή, δεν χορταίνεις, δηλαδή». Νομίζω δεν πληγήκαμε πάρα πολύ στον πόλεμο, δεν είχαμε ούτε βομβαρδισμούς εδώ, είχε πολλούς αντάρτες η περιοχή, όμως. Και ο αδερφός μου, ο αδερφός του παππού μου... Ο παππούς μου ήτανε πιο πολύ με τον βασιλιά, ας πούμε, ο αδερφός του ήτανε με την αριστερά. Και είχε συνεργαστεί κιόλας και με τον Φωτόπουλο, τον ηθοποιό, και τη γυναίκα του, η οποία ήταν και πρώτη ξαδέρφη του. Και αυτός στην Κατοχή, ο αδερφός του παππού μου, με κάτι άλλους είχανε παντρέψει τρεις γυναίκες στο χωριό που τις είχανε διακόρευσει κάποιοι και δεν τις παντρευόντουσαν, επειδή ήτανε φτωχές. Και τις είχε παντρέψει αυτός με τα όπλα, μαζί με κάτι άλλους αντάρτες. Και αυτοί βοηθούσανε, δηλαδή, το χωριό. Δηλαδή, τους έδινες ψωμί, τους έδινες λάδι, κρασί, ας πούμε, και αυτοί με τη συνεργασία, κλείναν τα στόματα, δηλαδή, και δεν είχανε πειράξει πολύ κόσμο. Είχανε σκοτωθεί κάποιοι, βέβαια, που είχανε πάει στον πόλεμο, μόνο. Και σκοτώθηκε και ένας ξάδερφος του πατέρα μου, το '48 στη Φλώρινα.
Αυτό που είπες για τον Φωτόπουλο, θες να μας πεις λίγα λόγια παραπάνω;
Ο Φωτόπουλος... Ο πεθερός του Φωτόπουλου ήταν αδερφός της προγιαγιάς μου. Η προγιαγιά μου ήτα[00:10:00]ν απ' τον Άγιο Λουκά, απ' την Εύβοια, από ένα χωριό, και από κει την εγνώρισε ο παππούς μου σε κάποιο πανηγύρι και την έκλεψε, νομίζω, και δεν τη θέλαν εκεί οι δικοί του. Γιατί ήταν Αρβανίτης και ήταν οι Αρβανίτες, ήταν, σκληροί άνθρωποι και πραγματικά ήταν και ζόρικος, ήτανε πολύ σκληρός άνθρωπος. Και αυτός... Είχαν έρθει εδώ και είχε και μια αδερφή, τη θεία τη Βαγγελιώ. Είχαν έρθει εδώ, στον Κάλαμο, είχε πεθάνει ο πατέρας του, νομίζω μυλωνάς πρέπει να 'ταν στο επάγγελμα ο πατέρας του... Και ο πεθερός του Φωτόπουλου είχε πάει, όταν πήγε στο στρατό, γνώρισε εκεί έναν απ' τα Καλάβρυτα. Έναν από ένα χωριό των Καλαβρύτων, τον Αντρέα τον Δαλιάνη. Και από κει, γνώρισε η αδερφή του αυτόνε και τελικά παντρευτήκανε και ζήσαν εκεί στα Καλάβρυτα. Και μάλιστα, αρχές του 1900 ήταν αυτό. Αυτοί είχαν ένα ταβερνάκι εκεί στα Καλάβρυτα και ένα ξενοδοχείο μικρό και αυτός έφυγε για τον πόλεμο, τον Πρώτο Βαλκανικό, έλειψε οχτώ χρόνια. Έλειψε πολλά χρόνια. Και αυτή ήτανε πολύ νοικοκυρά, πολύ άξια γυναίκα, παρόλο ότι ήταν κοντούλα, μάζευε, λέει, απ' τον οδοντωτό το κοκ και το 'βαζε στη φουφού, για να ζεσταίνονται οι πελάτες που πηγαίναν εκεί και τρώγανε. Ήτανε τα Καλάβρυτα για την τότε εποχή, ας πούμε, ήταν πολύ αναπτυγμένη. Γιατί πηγαίναν οι βασιλείς, πηγαίνανε... Είχε τράπεζα, είχε δικαστήριο, είχε γυμνάσιο... Οπότε πηγαίναν εκεί οι δικαστικοί, πηγαίνανε δάσκαλοι, καθηγητές, ας πούμε, να φάνε, είχε το μαγειρείο αυτή εκεί πέρα. Μάζευε τα φτερά απ' τις κότες και τα 'κανε μαξιλάρια. Που μάδαγε τις κότες, όταν τις έσφαζε. Και σιγά-σιγά αγόρασε και το διπλανό οικόπεδο και όταν ήρθε ο άντρας απ' τον πόλεμο: «Καλά», λέει, «πώς κατάφερες, μεγάλωσες την επιχείρηση;». Με τη σκληρή δουλειά η γυναίκα, είχε και τον γιο της μαζί, ο οποίος ήτανε δίπλα το σχολείο και στο διάλειμμα πήγαινε βοήθαγε τη μάνα του. Αλλά, δυστυχώς, το '46 τούς κάψανε. Ο ξάδερφος του παππού μου έλειπε, δεν ήτανε, ήτανε στην Αθήνα. Και τις είχαν κλείσει τις γυναίκες σε ένα σχολείο, τη θεία τη Βαγγελιώ και την κόρη της, την Ασπασία. Και, μάλιστα, κιόλας η θεία η Ασπασία έτρεμε, είχε πάθει φόβο, δηλαδή, που είδανε που εκτελέσαν τον πατέρα της. Και μετά ήρθανε πρόσφυγες στην Αθήνα και, όπως είπα, μετά ο Γιάννης ο Τσάλας, ας πούμε, που είχε τα πολλά κορίτσια, ήταν και μορφωμένα κιόλας όλα, είχε πάρει μία τον Φωτόπουλο, τον ηθοποιό, οι οποίοι ήταν όλοι αυτοί με το αντάρτικο. Είχανε κάνει και στη Μακρόνησο εξορία... Ο παππούς μου, ο Πέτρος ο Ράπτης, όπως σου ανέφερα πριν, που είχε γεννηθεί το 1902, ήταν οχτώ αδέρφια, ήταν πέντε κορίτσια και τρία αγόρια. Ο παππούς μου ήταν ο πιο μικρός απ' τα αγόρια και είχε πάρει το όνομα του παππού του, απ' την πλευρά του πατέρα του. Τον άλλο παππού, απ' την Εύβοια, τον λέγανε Βασίλη, το οποίο δεν έβγαλε κανένας το όνομα αυτό. Εκείνα τα χρόνια, συνήθως τα ονόματα τα δίναν ο νονοί. Ή βγάζανε κάποιον πεθαμένο αδερφό, ή άμα είχε γεννηθεί τη μέρα μιας γιορτής, ας πούμε, δίναν το όνομα. Δηλαδή, ο παππούς μου, απ' τα πέντε κορίτσια, ας πούμε, βγάλανε μόνο τη γιαγιά απ' την Εύβοια, που τη λέγανε Σόφια. Την άλλη τη λέγαν Επιστήμη, που ήταν πολύ σπάνιο, δεν υπήρχε εδώ στην περιοχή, Ευτυχία, Μαρία, Μαρίτσα κιόλας τη φωνάζανε, και τα δύο αγόρια, Νίκο και Κωνσταντίνο, Κώστα, και ο παππούς μου είχε πάρει το όνομα του παππού του και ο πατέρας του, ο Σπύρος, είχε πάρει το όνομα του παππού του από την πλευρά της μάνας του. Κανονικά, άμα είχε πάρει το όνομα απ' την πλευρά του πατέρα, θα λεγόταν Αναγνώστης, το οποίο αυτό όνομα υπήρχε εδώ στην περιοχή, όπως και σε άλλα μέρη. Συνήθως ήταν αυτοί που διαβάζανε, που ξέρανε και διαβάζανε, που βοηθάγανε τον παπά, που διαβάζανε στο ψαλτήρι, δηλαδή. Και αυτό το όνομα έχει χαθεί, δεν υπάρχει πια, το Αναγνώστης. Η βάφτιση, απ' ό,τι είχα ακούσει, τουλάχιστον και μέχρι το '50 –καλά, και με τον πόλεμο γινόντουσαν και κρυφά οι βαφτίσεις– γινόντουσαν οι πιο πολλές στα σπίτια και πολλές φορές απουσίαζε και η μητέρα. Και πηγαίνανε κρυφά ο κόσμος, ας πούμε, παιδάκια να δούνε τη βάφτιση και όταν ακούγανε το όνομα, τρέχανε, όποιος προλάβαινε να τρέξει, δηλαδή, αν έβγαζε, πηγαίνανε στον παππού του παιδιού και του λέγανε: «Μπάρμπα, βγήκε το όνομά σου». Και αυτός ό,τι είχε στην τσέπη τα πέταγε, ό,τι είχε, χρυσά νομίσματα, λεφτά, ό,τι είχε, ας πούμε... Και γινόταν έτσι, δηλαδή.
Άρα η μάνα μάθαινε το όνομα μετά τη βάφτιση.
Και το μάθαινε, ναι. Πολύ σπάνια ήταν η μάνα στη βάφτιση. Η αδερφή του πατέρα μου ήταν στον πόλεμο το '42, τη βαφτίσανε κρυφά στην Αθήνα και, μάλιστα, τη γιαγιά μου την έφερε με τα πόδια από την Αθήνα εδώ πέρα, ήρθανε με τα πόδια, δεν υπήρχανε μέσα τότε και την είχε φέρει με τα πόδια.
Κρυφά λόγω Κατοχής.
Ναι, ήταν ο πόλεμος και ήταν απαγορευμένα τα μυστήρια, ας πούμε, μάλλον για την εκκλησία και είχε γίνει η βάφτιση στο σπίτι. Αλλά κι οι γάμοι– Και η γιαγιά μου, πάλι, στο σπίτι είχε παντρευτεί, δηλαδή, και πολλοί γάμοι γινόντουσαν και στο σπίτι.
Δεν επιτρεπόταν, δηλαδή, να πάνε στο λατρευτικό τους χώρο ή φοβόντουσαν;
Νομίζω ότι απαγορευότανε, ήταν οι Γερμανοί, ήταν οι Ιταλοί, τότε, πιο πολύ οι Γερμανοί πειράζανε, οι Ιταλοί ήτανε πιο ήρεμοι, απ' ό,τι είχα ακούσει. Τώρα και στην Αθήνα ήτανε πιο δύσκολα τα πράγματα. Και οι γάμοι γινόντουσαν στα σπίτια, αλλά οι περισσότεροι, νομίζω, στο χωριό, στην πλατεία και συνήθως Κυριακή τους κάναν τους γάμους και πιο μετά απ' την εκκλησία, να 'ναι μέρα, γιατί δεν υπήρχανε τότε ούτε φώτα... Δεν υπήρχε, δεν υπήρχε ηλεκτρισμός. Το ρεύμα στον Κάλαμο ήρθε το '64, στην παραλία ήρθε πιο μετά. Οπότε περίπου 11:00-12:00 η ώρα γινότανε ο γάμος.
Και τι θυμάστε για το τελετουργικό του αρβανίτικου γάμου;
Ο αρβανίτικος ο γάμος, δηλαδή, παράδειγμα. Τώρα, ας πούμε, περιμένει ο γαμπρός στην εκκλησία. Παλιά, πήγαινε ο γαμπρός και έπαιρνε τη νύφη απ' το σπίτι. Και πηγαίνανε με συνοδεία με τα όργανα, φτιάχνανε το παραδοσιακό κουλούρι, που το φτιάχνουνε μέχρι και τώρα. Ο γαμπρός έκανε τρία κουλούρια, το ένα ήτανε που το σπάγανε μετά το γάμο, ένα ήταν για την εκκλησία, ένα μικρούλικο που είχανε κεντημένα πάνω τα στέφανα, και το άλλο που ήτανε για τον κουμπάρο. Και έκανε και ένα η νύφη. Κάνανε και τη μέρα που το κεντούσανε– Παρασκευή φτιάχναν το κουλούρι, κάναν τα κεντήματα με προζύμι, ζυμώναν και το κουλούρι και όταν κάνανε και επιπλέον, ας πούμε, και δίναν και στις γυναίκες που βοηθάγανε μετά, το μοιράζανε. Κάτι άλλο που θυμάμαι, αυτό το είχε κάνει και η αδερφή του παππού μου, η οποία παντρεύτηκε γύρω στο 1929 περίπου. Μετά το γάμο, το απόγευμα, πήγαινε στη βρύση του χωριού και κερνούσε τους συμπεθέρους νερό. Το γλέντι γινότανε στο σπίτι του γαμπρού, την πρώτη μέρα, όσο τους έπαιρνε το φως και αυτά, και την επόμενη μέρα συνεχίζανε στο σπίτι της νύφης και πολλές φορές κράταγε και πολλές μέρες το γλέντι, απ' ό,τι είχα ακούσει. Τώρα, άμα η νύφη ήταν από μακριά, γιατί συνήθως ο γάμος γινότανε πάντα στο χωριό της νύφης, άμα η νύφη ήταν από μακριά, πηγαίνανε την έβδομη μέρα, επέστρεφε η νύφη στο σπίτι της. Και παίρνανε μαζί και ένα μικρό παιδάκι. Και τα λέγανε «επιστρόφια» αυτά, δηλαδή, που γύριζε η νύφη στο σπίτι των γονιών της, δηλαδή, ήτανε, εννοούσε ότι δεν είχε αποκόψει απ' τους γονείς της, ότι δεν τους ξέχναγε.
Και αυτά λέγονταν «επιστρόφια»;
Ναι, «επιστρόφια», «'πιστρόφια», κάπως έτσι, ναι.
Και ήταν ο τελευταίος αποχαιρετισμός της νύφης στους γονείς της–
Ναι, ήτανε την έβδομη μέρα μετά το γάμο, δηλαδή, ότι πήγε να τους δει και ότι δεν τους ξέχασε. Και έπαιρνε και ένα παιδάκι μαζί. Γιατί είχε πάει και μια αδερφή του παππού μου, που ένας εδώ στο χωριό είχε παντρευτεί μία απ' την Εύβοια και είχε πάρει τη θεία μου μαζί, ήτανε 5-6 χρονών περίπου. Και το θυμότανε, και λέει: «Είχα πάει στην Εύβοια τότε που 'χε παντρευτεί ο μπαρμπα-Μήτσος». Γιατί είχε γίνει ο γάμος εκεί και μετά από εφτά μέρες πήγε αυτή στους γονείς της, δηλαδή. Αλλά τις πιο πολλές φορές εδώ στο χωριό, δηλαδή, και μέχρι και τελευταία, οι πιο πολλοί παντρευόντουσαν μέσα απ' το χω[00:20:00]ριό, παίρνανε γυναίκες μέσα απ' το χωριό, άντρες, και πολλές φορές ήταν και συγγενείς. Δηλαδή, είχε τύχει να 'ναι και ξαδέρφια πρώτα, δεύτερα, ανίψια, τύχαινε να 'χουνε και το ίδιο επίθετο. Και από Καπανδρίτι παίρνανε, Καπανδρίτι, Κιούρκα, Βαρνάβα, πολύ σπάνια– Μαρκόπουλο, που ήταν τα πιο κοντινά. Συκάμινο ήταν πολύ πιο δύσκολο. Και όσοι δεν παντρευόντουσαν, τους παντρεύανε και στην Εύβοια, υπήρχε επαφή και με την Εύβοια, γιατί υπήρχε το εμπόριο, σφάζανε τότε, όσοι είχανε ζώα, ήτανε κατεξοχήν, ας πούμε, κτηνοτρόφοι, σφάζανε τα κατσίκια, τα πρόβατα και τα πηγαίνανε στην Εύβοια. Άλλοι πηγαίνανε για χόρτα, πιο μετά, που φέρνανε με τα καράβια τα μοσχάρια απ' την Εύβοια... Και θυμάμαι, κιόλας, μπαίνανε αυτά, αφηνιάζανε, όταν τα αφήνανε εδώ, αφηνιάζανε, μπαίναν στις αυλές, λέει, τρώγανε τα χόρτα, τα λουλούδια, τα δέντρα... Αφηνιάζαν αυτά τότε και τα πηγαίνανε στην Αθήνα, δηλαδή, μετά. Οπότε υπήρχαν επαφές. Ο παππούς μου... Η γιαγιά μου ήταν απ' την Εύβοια. Και μία ανιψιά του παππού μου, που πέθανε η μάνα της το '18 με την ασιατική γρίπη, ο πατέρας της μετά ξαναπαντρεύτηκε, πήρε μία απ' την Εύβοια. Και η κόρη της, την είχε πάρει μαζί, ήτανε στην Εύβοια μαζί, την κόρη του. Και ήτανε γείτονες με τη γιαγιά μου. Και ο παππούς μου δεν παντρευότανε, ήταν πολύ ζόρικος ο παππούς μου, ήτανε βλάστημος, έβριζε, λέει, τις νύφες του και έλεγε: «Δεν θα παντρευτώ», λέει, «δεν θέλω να παντρευτώ», όποια του δίνανε για νύφη... Εν τω μεταξύ, εδώ οι Καλαμιώτισσες πίναν και πολύ κρασί και μεθάγανε. Κλέβανε... Ήτανε μία, λέγανε, ότι έκλεβε, λέει, το αλεύρι απ' το σπίτι, απ' τους γονείς της και έπαιρνε κρασί στα κρυφά... Ναι, κάνανε, πίνανε... Το 'χανε και σαν δυναμωτικό, γιατί δεν υπήρχανε, τότε, ας πούμε. Δηλαδή, είχα ακούσει για κάποιες γυναίκες. Λέει, η μια γυναίκα έβαζε δέκα άντρες κάτω στο σκάψιμο που σκάβανε την αράδα στο αμπέλι. Ήτανε, λέει, δέκα γυναίκες ήτανε φημισμένες στο χωριό. Αλλά πίνανε κρασί, δηλαδή, οι πολύ παλιές– Και άντρες, αλλά και οι γυναίκες πίνανε, πίνανε πολύ. Και του κάνανε προξενιό, του παππού μου, τη γιαγιά μου και μάλιστα είχε πεθάνει ο πατέρας του, 24 Δεκεμβρίου του '31. Και πριν σαραντίσει, πήγε να γνωρίσει τη γιαγιά μου στην Εύβοια, ήταν Κυριακή. Και όπου σχόλαγε η εκκλησία, βγαίνανε οι κοπέλες, ας πούμε, κάνανε σαν νυφοπάζαρο, να τις δει κάποιος, να τις γνωρίσει, για να τις ζητήσει μετά. Και ο παππούς μου είχε πάει σε ένα κουρείο να κουρευτεί, να ξυριστεί. Και είδε τη γιαγιά μου και λέει, «μάλιστα, αυτή τη γυναίκα», λέει, «να μου δίνατε, θα την έπαιρνα με τη μία», λέει. Κιόλας, όταν μπήκε, λέει, στο καΐκι για να πάει στην Εύβοια, είχε πει –κιόλας το 'χανε πει κι άλλοι αυτό– το τραγούδι: «Η πάνω Βάθεια να καεί και η κάτω να βουλιάξει και εμένα την αγάπη μου κάνεις να μη πειράξει». Δηλαδή, πήγαινε με κρύα καρδιά, δηλαδή. Και είδε τη γιαγιά μου εκεί πέρα, και όταν πήγε στο σπίτι, βλέπει τη γιαγιά μου εκεί και λέει: «Αυτή τη γυναίκα», λέει, «ήτανε που την είδα, που μου άρεσε», ήταν αυτή... Και τελικά την παντρεύτηκε. Αλλά ήρθε η γιαγιά μου εδώ πέρα, ήτανε πολύ δύσκολα τα χρόνια, ήταν εφτά-οχτώ σπίτια, πολλές δουλειές... Στην Εύβοια ήτανε πιο αναπτυγμένοι, δηλαδή, είχανε δρόμους, είχανε κάρα... Εδώ είχανε πολλές δουλειές, η γιαγιά μου, δηλαδή, είχανε περιβόλια, είχανε τα ζώα, ήτανε να υφάνουνε, πέντε παιδιά, να μαγειρέψει, να ζυμώσει...
Να φέρει νερό...
Να φέρουνε νερό. Το νερό ήταν στην εκκλησία. Μετά είχανε φέρει προς τα περίπτερα μία βρυσούλα, είχανε μεταφέρει το νερό. Είχαμε τη νεροτριβή, η οποία ήτανε και αλευρόμυλος εκεί, μέχρι το '50κάτι. Έχει γυριστεί και μια ταινία εκεί, το Οι πόθοι στα στάχυα, με τη Μάρθα Βούρτση. Και εκεί πηγαίναν ο κόσμος, ρίχναν –μέχρι και απ' την Εύβοια, μια νύφη της γιαγιάς μου που ήταν από ένα χωριό απ' την Εύβοια, η θεία Σταυρούλα– τα υφαντά, ας πούμε, γιατί αυτά, όταν τα υφαίναν, έπρεπε να τα ρίξεις στο μύλο, για να φουσκώσουνε, στη νεροτριβή, για να βγάλουνε το πολύ μαλλί που είχανε μέσα. Από τα Κιούρκα, από πολλά μέρη ερχόντουσαν. Και ήτανε και ο αλευρόμυλος, είχε δύο αλευρόμυλους, αλλά αυτά λίγο-λίγο τα εγκαταλείψανε... Τώρα έχει μείνει μόνο η νεροτριβή. Και τα ρούχα, συνήθως, πηγαίναν, τα πλέναν στις βρύσες, με τα καζάνια, εκεί, με την αλισίβα... Είχανε και το τρίγωνο εκεί πέρα, που βάζανε, λέει, το σαπούνι... Κάπως, από περιγραφές, δηλαδή, δεν τα έχω ζήσει, δηλαδή.
Και μου έχεις πει ότι γνωρίζεις πολύ καλά τα παραδοσιακά τραγούδια, ξεματιάσματα, είτε αρβανίτικα, είτε ελληνικά. Θέλεις να μας πεις και για αυτό;
Κοιτάχτε, εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε η ιατρική σ' όλα τα μέρη της Ελλάδος και ο κόσμος, ας πούμε, βασιζότανε στα ξόρκια, στα «ξεμετρήματα», που τα λέμε εμείς, ξεμάτιασμα, το λέμε «ξεμέτρημα».
Ξεμέτρημα.
Ξεμέτρημα. Είναι κιόλας– Λέει: «Ξεμέτρα με». Και αρβανίτικα το λένε ίστιλια. Ίστιλια μόι νιτσίκ. Δηλαδή: «Ξεμέτρα με λίγο». Ή: «Πες τα μου». Και υπάρχει ένα αστείο, έτσι, δεν ξέρω αν το χρησιμοποιούσαν στο ξεμέτρημα: «Ίστιλια καπίστιλια, τρι θυμάρε μπίστιλια». Δηλαδή, ίστιλια καπίστιλια, δε ξέρω ακριβώς τι σημαίνει. Τρι θυμάρε μπίστιλια, είναι δηλαδή «τρεις ουρές απ' τη σκούπα», το λέγαν έτσι πειραχτικά, δηλαδή. Ήτανε για το μάτι, για τη βασκανία. Υπήρχε για τον πόνο του δοντιού, υπήρχανε, ξόρκια. Υπήρχε για το πόδι, για την καρδιά, για τα νεφρά... Υπήρχανε ξόρκια, ας πούμε, όταν χάνανε ζώα ή αν κάποιος ξέχναγε ανοιχτό το κοτέτσι, ας πούμε, λέγανε λόγια για να κλείσουνε το στόμα της αλεπούς. Για το τσακάλι, τα οποία δεν τα ξέρω, ας πούμε. Για τα φίδια, για να μη σε δαγκώνουνε... Για τα φίδια τα ξέρω. Υπάρχει ένα, έτσι, ξόρκι για τα φίδια που λέει: «Δένω, δένω και αποδένω, τον αστρίτη, τον λαφίτη, τον μπουλάρη, την οχιά με το σφαλάγγι...» Το σφαλάγγι εννοεί ότι το κέρατο που έχει. «Και κάτω απ' το πλακούδι, το μικρό το βερβελούδι». Και αυτό, λέει, ερχότανε και διπλωνότανε, ας πούμε, και καθόταν κάτω και δεν σε πείραζε. Όπως ξέρω και για τα σκυλιά, όταν πήγαινε να σου ορμήξει ένα σκυλί, λέγανε: «Σίδερο στα πόδια του, κλειδωνιά στο στόμα του». Λέγανε εδώ. Ναι, αυτό. Ναι. Ήτανε μία γιαγιά, θεια-Στέργιαινα, αυτή, είχε παντρευτεί η κόρη της, ήταν Ευβοιώτισσα, και είχε έρθει μετά αυτή εδώ στην περιοχή, για να βοηθήσει την κόρη της και αυτή ήξερε, ξεγεννούσε, ήξερε πολλά ξόρκια και αυτό το ξόρκι από αυτή τη γιαγιά είναι. Αλλά και εδώ στο χωριό, αυτό πάλι το ίδιο ξόρκι λέγανε, γιατί που έχω ακούσει και από άλλους. Και, μάλιστα, μια φορά ο παππούς μου έχει βγάλει ένα σπυρί στο χέρι του και αυτή είχε βράσει μέσα σε κρασί μια σπορδοπλεξάνα και του την έβαλε απάνω σαν έμπλαστρο και αυτό λίγο-λίγο μαλάκωσε και έβγαλε από μέσα το πύο. Και όταν έχανε ο παππούς μου κανένα ζώο, πήγαινε σε αυτήνε και του έλεγε αυτή: «Θα φτιάξεις ένα μεγάλο ψωμί», του έλεγε, «και θα βάλεις μέσα ένα κλειδί, απ' αυτά τα μεγάλα». Και το 'βαζε μέσα, νομίζω όταν το ζύμωνε, το 'βαζε στο ζυμάρι και ψημένο μετά, το 'φερνε αυτή γύρω-γύρω, δεν ξέρω τι έλεγε. Και του έλεγε: «Θα το βρεις εκεί, σε αυτό το σημείο», του 'λεγε, «το ζώο». Ή του 'λεγε: «Σ' το 'χουνε κλέψει, το έχει φάει η αλεπού», δηλαδή, «δεν θα το βρεις», ας πούμε. Ξεμάτιασμα, ξεμέτρημα, που λέμε εμείς εδώ, χρησιμοποιούσανε πολύ με την αγελάδα. Και στα ελληνικά και στα αρβανίτικα. Χρησιμοποιούσανε, ας πούμε, κάποιο, πώς να το πω τώρα... Παράδειγμα στα ελληνικά. Λέγανε: «Μαύρη αγελάδα γέννησε, άσπρο μοσχάρι έκανε, το πήγε στο παζάρι, έπεσε και ψόφησε, το έγλυψε η μάνα του, σηκώθηκε και χόρεψε, να φύγει το κακό το μάτι, να πάει στα άκαρπα δεντρά, στα άψυχα λιθάρια, στον πάτο της θάλασσας, στο πρώτο του παπούτσι». Μια άλλη παραλλαγή[00:30:00] ήτανε, πάλι: «Μια αγελάδα παρδαλή με το πρώτο της μοσχάρι, επήγε στο παζάρι, το 'δε το κακό το μάτι και έπεσε το μοσχαράκι να σκάσει». Και μετά λέγανε: «Άγιοι Ανάργυροι, γιατροί και θαυματουργοί, ο τάδε κλαίει και οδύρεται και δεν ξέρει τι να κάνει...». Δεν τη θυμάμαι τη συνέχεια. Και υπάρχει και αντίστοιχο στα αρβανίτικα, που η αγελάδα λέγεται λιόπα. Λέγανε: «Νιε λιόπα ελιάρε, με νιε βίτσι τε πάρε, ρα περδέν ε, ε λιεπίτι ε μπεστίτι ουγκρέ μπέρι παρ, με μήρι γκα τσε ις πρεπάρα». Δηλαδή, «μια αγελάδα», δηλαδή, «με το πρώτο της μοσχάρι, έπεσε χάμω», το μοσχάρι, δηλαδή, έπεσε κάτω το μοσχαράκι, ρα περδέν ε, «αυτή το έγλειψε», λιεπίτι ε μπεστίτι, «το έφτυσε, αυτό σηκώθηκε και έγινε πιο καλά απ' ό,τι ήτανε πριν». Και υπάρχει και μια παραλλαγή, πάλι: «Νιε λιόπα ελιάρε, με νιε βίτσι τε πάρε ή με νιε βίτσι τε μπάρδα», δηλαδή άσπρο, δηλαδή «σκόι για παζάρε, με ίλι τε μπάλα, ρα περδέν ε, φρίτι ε σκούντι, εδέ ικ βάτε στο καλό». Δηλαδή, «Μια αγελάδα με το άσπρο της μοσχάρι, βγήκε στο παζάρι με ένα αστέρι στο κεφάλι», εδώ στο κούτελο, στο κούτελο, «έπεσε χάμω, το σκούντηξε, το φύσηξε και είπε: “Φύγε να πας στο καλό”», δηλαδή.
Με τη γιαγιά αυτή εσύ έχεις έρθει σε επαφή, την έχεις γνωρίσει;
Τη γιαγιά τη Στέργιαινα, αυτή που έλεγα; Αυτή πέθανε το 1968, δεν τη γνώρισα εγώ. Αλλά υπήρχανε κι άλλες γιαγιάδες στο χωριό, δηλαδή, έτσι φημισμένες, για ξεμέτρημα, για –άμα είχανε– τις μαγουλάδες, για το λαιμό, για τον πόνο του λαιμού, για σπασίματα, ξέρανε βότανα, ξέρανε, ξέρανε διαφορά... Ξέρω κι άλλο ένα για το μάτι, δηλαδή, για τον πόνο του ματιού. Αυτό, έπρεπε να πάρεις ένα δαχτυλίδι, να κάτσεις, έτσι, στον ήλιο, να κοιτάξεις τον ήλιο, να βάλεις τη βέρα εδώ και έλεγες: «Ουνές Χριστό ιργκέντε, βάτε τέντρα ντέτι, τε μπιέλε κόκκινο γκρούρε ασπρίλενε, ντέτι τρουμπουλούα, γκρίτι ντέτι ταραχή, σίτε του τάδε, δηλαδή, ουκιουρούανε. Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά», τρεις φορές. Δηλαδή, «Ο Χριστός προχώρησε». Κιόλας, ιργκέντε, θέλει να πει «ο ασημένιος Χριστός», δηλαδή, το χρησιμοποιούσαν αυτό στους Αγίους, ιργκέντε και εργκέντε, είναι το θηλυκό. «Προχώρησε και πήγε», λέει, «απέναντι», πέρασε, δηλαδή, απέναντι. «Και φύτεψε», λέει, «κόκκινο στάρι και αυτό άσπρισε, η θάλασσα», λέει, «ανακατεύτηκε και σήκωσε ταραχή. Και του τάδε τα μάτια», λέει... Ουκιουρούανε, είναι «καθαρίσανε». «Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά». Τώρα, άλλο δεν θυμάμαι, τώρα, μπορεί να θυμηθώ πιο ύστερα.
Πώς ήρθες σε επαφή εσύ με όλη αυτή τη γνώση, δηλαδή, την έχεις αρχειοθετήσει, πώς την έχεις συλλέξει...
Μου άρεσε πάντα, ας πούμε, δηλαδή... Επειδή και τα ξεμετρήματα, ας πούμε, συνήθως δεν τα λέγανε, τα 'χανε κρυφά, η γυναίκα, δηλαδή, τα 'λεγε στον γιο, πολλές φορές τα 'λεγε... Δηλαδή, από γυναίκα σε άντρα και το αντίστοιχο. Ή τα λέγανε ψιθυριστά, ας πούμε, και ο άλλος τα 'κλεβε. Ή έπρεπε να τα κλέψεις, ή έπρεπε να σ' τα πει το αντίθετο φύλο, δηλαδή, για να πιάσουνε. Και σιγά-σιγά, έκανα και παρέα με, έτσι, με ηλικιωμένους, γιατί μου άρεσε πάντα η παράδοση. Και ό,τι άκουγα από... Ας πούμε, μπορεί και να μην το καταλάβαινα... Πολλές φορές, ας πούμε, πήγαινα στη γιαγιά μου, ή σε, έτσι, άλλους ηλικιωμένους και μου άρεσε, δηλαδή, να...
Κρυφά είπες...
Ναι, δηλαδή, ή να το κλέψεις... Καλά, κάποιες τα λέγανε και επίτηδες, δηλαδή, τα λέγανε ψιθυριστά για να μη τους καταλαβαίνεις, δηλαδή...
Αλλιώς θα έχανε την ισχύ του το ξόρκι, ήτανε...
Ναι. Τώρα εγώ πιστεύω ότι ίσως το κάνανε... Καλά, δεν πληρωνόντουσαν αυτοί οι άνθρωποι. Καλά, μπορεί κάτι να τους προσφέρανε, αλλά είχε περάσει μάλλον από γενιά, γιατί υπήρχανε και εκμεταλλευόντουσαν κιόλας, ας πούμε.
Ήταν σα συντεχνιακή–
Όπως ήτανε με το Ζητιάνο. Πώς το λέγανε το συγγραφέα που το είχε γράψει το... Ο Ζητιάνος ήτανε;
Ο Καρκαβίτσας.
Ο Καρκαβίτσας. Που εκμεταλλευόταν τον κόσμο. Και ίσως είχε περάσει ότι... «Να μην σ' τα πω όλα», δηλαδή, δε τα λέγανε και εύκολα. Κάποιες τα λέγανε, αλλά το συνηθισμένο ήτανε ή να τα κλέψεις ή από άντρα σε γυναίκα ή και από γυναίκα σε άντρα, συνήθως. Κάποιοι, δηλαδή, δεν τα λέγανε ούτε και στα παιδιά τους. Ούτε στα εγγόνια τους, δηλαδή, κάποιοι πεθάνανε και χαθήκαν, δηλαδή, δεν διατηρηθήκανε.
Θυμάσαι κάποιο τραγούδι, για παράδειγμα του γάμου...
Του γάμου έθιμα, το μόνο, έτσι, που 'χει διατηρηθεί είναι το κουλούρι, που το κάνουνε μέχρι τώρα, το κουλούρι. Κάνανε το γιούκο...
Πες μας για το γιούκο.
Ο γιούκος... Το στήνανε απάνω σε ένα μπαούλο, βάζανε κάτω-κάτω τα πιο χοντρά ρούχα, πάνω-πάνω αρχίζανε, βάζαν τα πιο ψιλά, τα χραμάκια, τα υφαντά τα σεντόνια και τέλος, πάνω-πάνω, βάζανε τις μαξιλαροθήκες ή τις μαξιλαρομάνες. Οι μαξιλαρομάνες ήτανε κάτι μεγάλα μαξιλάρια... Συνήθως, τότε, κοιμόντουσαν και ο ένας δίπλα στον άλλον και κάνανε... Αλλά τα 'χανε και για φιγούρα, λέγανε και τα «μαξιλάρια της φιγούρας», λέγαν τότε. Συνήθως, εκείνα τα χρόνια, ο μοναχογιός έπαιρνε πάντα μοναχοκόρη. Ήτανε σίγουρο αυτό, δηλαδή, μπορεί να 'ταν και μοναχοπαίδι, δηλαδή τους παντρεύανε έτσι. Ή παντρεύανε τα ορφανά μεταξύ τους. Άμα ήτανε δύο παιδιά ορφανά, ας πούμε, από δύο οικογένειες, τα παντρεύανε. Ή πολλές φορές αν υπήρχε κάποια χήρα, η οποία ήτανε και ευκατάστατη, που 'χε χάσει τον πρώτο της άντρα, συνήθως τη δίνανε σε κάποιο ορφανό, την παντρεύανε. Και πολλές φορές, εδώ στο χωριό, οι γυναίκες ήταν πιο μεγάλες απ' τους άντρες, δηλαδή, μπορεί να 'χανε και δέκα χρόνια διαφορά. Η πλούσια νύφη, η μοναχοκόρη, γιατί τα μετράγανε τα προικιά, δηλαδή, τα παίρνανε... Συνήθως, τώρα τελευταία, τα παίρνουνε πριν το γάμο, ενώ παλιά νομίζω τα παίρνανε τη μέρα του γάμου και τα μεταφέρανε στο σπίτι που θα πηγαίνανε. Η νύφη, δηλαδή, η πλούσια, δηλαδή, ό,τι έφτιαχνε, τα 'φτιαχνε από δώδεκα, από είκοσι τέσσερα. Ήταν υποχρεωτικά, δηλαδή. Παλιά δίνανε και φορεσιές, δηλαδή δίνανε... Ας πούμε, άμα ήτανε... Η πλούσια νύφη, ας πούμε, μπορεί να είχε πάρει είκοσι πουκάμισα. Πουκάμισα ήτανε τα φορέματα. Το λέγανε κεμίσε αρβανίτικα. Το νυφικό το λένε φούντι, είναι το πιο καλό. Και έπαιρνε και τα πιο πρόχειρα, μετά, που 'χανε το πιο φτωχικό κέντημα. Και το φούντι, όσο πιο πλούσια ήταν η νύφη, είχε και πιο πλούσιο κέντημα. Δηλαδή, το πιο μεγάλο κέντημα μπορεί να φτάνει 50 εκατοστά, ας πούμε, περίπου.
Καλύπτει όλη την επιφάνεια σχεδόν.
Καλύπτει περίπου μέχρι τα γόνατα. Και εδώ, στο χωριό, νομίζω, είχανε τρεις-τέσσερις οικογένειες. Γιατί ο Κάλαμος δεν ήταν και πολύ πλούσιο χωριό, δηλαδή, δεν είχε πολύ σε σχέση με τα Μεσόγεια, με το Μενίδι... Ήτανε φτωχικά, δηλαδή, οι γυναίκες πηγαίναν στα μεροκάματα, πηγαίνανε στο Λιόπεσι, τρυγούσανε... Πηγαίνανε στο Κορωπί, πηγαίνανε στα Σπάτα...
Εποχιακές...
Εποχιακές, ναι. Και μαζεύανε λεφτά, για να κάνουνε την προίκα τους. 'Ντάξει, είχαν τα ζώα, βάφανε τα μαλλιά, τα βάφανε μόνες τους με φυτικά, με καρύδια, το βαλσαμόχορτο... Το βαλσαμόχορτο που είναι ένα είδος, εδώ το λέγανε τσαλμά, το οποίο το βάζαν και κάτω απ' τα κρεβάτια, αυτό ήτανε σαν για να ξορκίσουνε το κακό. Και αυτό έβγαζε ένα χρώμα. Και όσο πιο πλούσια ήταν η νύφη, τόσο πιο μεγάλο ήταν το φούντι. Το φούντι είναι, δηλαδή, το φόρεμα που είναι αμάνικο, δηλαδή δεν έχει μανίκια, καθόλου. Και όσο πιο πλούσια ήταν η νύφη, τόσο πιο... Ήτανε τρεις-τέσσερις πλούσιες οικογένειες[00:40:00] εδώ στο χωριό και είχανε και πλούσια, έτσι, φορεσιά, δηλαδή. Και αυτό, όταν το φόραγε η νύφη στο γάμο και, νομίζω, το φόραγε μέχρι που θα αποκτούσε το πρώτο της παιδί, για δυο χρόνια νομίζω. Μετά φόραγε τα πιο καθημερινά. Και αυτά που της έδινε ο πατέρας της, δηλαδή, που τα κάνανε και πολλές φορές, τα κάνανε και προικοσύμφωνο, μαζί με τα κτήματα ή το σπίτι και αυτά, γράφανε και τα κοσμήματα, γράφανε και τα ρούχα, γράφανε τα ζώα... Γράφανε και το όνομα του ζώου πολλές φορές, γράφαν το χρώμα του ζώου, για να το ξεχωρίσει... Και αυτό θα το είχε για όλο της το βιός, δηλαδή. Άμα ήταν πολλά κορίτσια, νομίζω, η πρώτη πάντα είχε τα πιο πολλά προικιά. Και ήτανε, συνήθως, και αυτή που δεν πήγαινε και πολύ στις δουλειές, δηλαδή, ήτανε στο σπίτι, να μαγειρέψει, να υφάνει, πολλές φορές τη στέλναν και για μοδιστρική... Είχε και πολλές μοδίστρες εδώ στο χωριό. Γιατί τα πιο πολλά ρούχα τότε τα ράβανε, οπότε τα δεύτερα κορίτσια, τα τρίτα, ας πούμε, δεν είχαν τόσο πολλή προίκα, δηλαδή, είχαν από εφτά κομμάτια, δηλαδή. Έπρεπε η δεύτερη, ας πούμε, να έχει εφτά κομμάτια από αυτό. Η πρώτη είχε περισσότερο. Και τον γιούκο τον πρόλαβα. Συνήθως, κιόλας, παλιά δεν στρώνανε και κρεβάτι, τώρα που στρώνουνε το κρεβάτι, που τον γιούκο τον είχανε μέρες, δηλαδή, τον είχανε στημένο στο σπίτι, πηγαίνανε όλο το χωριό να το κεράσουνε, ας πούμε, να το δούνε και αυτά. Κρεμάγανε σε σχοινιά τα πλεκτά, τα κεντητά... Πολύ παλιά δεν υπήρχανε κεντήματα, τα πιο πολλά ήτανε χράμια, κουβέρτες... Κοφτό υπήρχε από παλιά, μαξιλάρια... Ας πούμε, το κέντημα, τη σταυροβελονιά, που λέμε, το μετρητό, δεν υπήρχε τα πολύ παλιά χρόνια, αυτά ήρθανε πιο ύστερα, δηλαδή. Ήτανε το ανεβατό, κάνανε καδράκια, τέτοια πράγματα, δηλαδή, τραπεζομάντηλα... Τα πιο πολλά ήταν υφαντά ή κοφτά, δηλαδή.
Κοφτά;
Κοφτά είναι... Πώς να το πω; Με τρυπούλες, για να σου δώσω να καταλάβεις. Οι γυναίκες ξέρουν, ας πούμε. Είναι σε ύφασμα, καλά και σε υφαντό γίνεται. Ή το κάνεις στο χέρι, ή σε μηχανή, δηλαδή, του κεντήματος. Είναι κοφτό κέντημα, δηλαδή. Δηλαδή, κόβεται, τραβάς τις κλωστές και δημιουργείς τρυπούλες και κάνεις σχέδια. Ενώ με τη βελόνα, ας πούμε, κεντάς. Τότε, ας πούμε, κιόλας αυτά που είναι ζωγραφιστά, δηλαδή, η ανεβατή βελονιά, την τρυπάγανε με τη... Για να κάνουνε το σχέδιο, του κάνανε τρύπωμα, δηλαδή, το γύρω-γύρω που θα κεντούσανε, το κάνανε με κλωστή και πατάγαν απάνω με τη βελόνα και κεντάγανε, για να το γεμίσουνε. Η ανεβατή βελονιά είναι αυτή που γεμίζεις, δηλαδή. Ενώ το μετρητό είναι σταυροβελονιά που πάει σταυρωτά δηλαδή. Αλλά αυτή ήρθε πιο μετά, δηλαδή, μετά το '50, ας πούμε. Τα πιο πολλά ήταν υφαντά, τέτοια δηλαδή. Και μάλιστα κιόλας, αυτά που υφαίναν, τα πιο πολλά δεν τα στρώναν κιόλας. Μετά το '60, τα κάνανε πιο πολύ για το μάτι, για τη φιγούρα, να τα δει ο κόσμος.
Βγήκαν και τα βιομηχανικά μετά, κάπως...
Πιο ύστερα. Υπήρχανε και παπλώματα. Νομίζω παίρναν και από το μοναστήρι ένα ύφασμα που το λέγανε απλακάζ νομίζω, που 'τανε το κάλυμμα, δηλαδή, που στρώνανε στο νυφικό κρεβάτι, στρώνανε ένα είδος παπλώματος, ας πούμε. Φτιάχναν τις κουρελούδες. Αυτές που συνήθως– Και η κουρελού ήτανε δύσκολα, δύσκολη να γίνει, γιατί έπρεπε να βάλεις δύναμη. Συνήθως, αυτές που δεν ξέραν να υφάνουν, τουλάχιστον ξέρανε μόνο καμιά κουρελού, κάναν και κουρελούδες. Αυτά τα σχέδια, συνήθως, εδώ τουλάχιστον στον Κάλαμο, τα παίρναν απ' την Εύβοια. Και αυτά έπρεπε, τα σχέδια, έπρεπε κάποιος να σ' τα περάσει. Και αυτά πηγαίναν ή στην Εύβοια, τα περνάγανε, ή στο Καπανδρίτι. Είχε και στον Κάλαμο κάνα-δυο, τις λέγανε υφάντρες, νομίζω, αυτές. Ήτανε, βγάζανε, λέει, έξω στο δρόμο, τραβάγανε τις κλωστές, κάπως, δηλαδή, το κάνανε... Μέχρι το '60 περίπου υφαίνανε, μετά σταματήσανε. Δηλαδή, σταμάτησε. Οι πιο πολλοί αργαλειοί τους σπάσανε κιόλας, τους κάψανε, τους ρίξανε στα τζάκια, στις σόμπες, δεν τα υπολογίζανε. Έχουνε διατηρηθεί πάντως κάποιοι, υπάρχουνε ακόμα στο χωριό. Αυτό ξέρω... Την τουφεκιά που ρίχνανε, καλά, και στους αρραβώνες ρίχνανε τουφεκιά. Και όταν άκουγες, λέει, κάποιος αρραβωνιάστηκε. Και όταν ήταν να πάρει– Τώρα, πλέον, ο γαμπρός περιμένει στην εκκλησία, βέβαια. Πάλι βαράνε τουφεκιά, ή και απ' το σπίτι του γαμπρού και της νύφης. Τα κουλούρια, ο γιούκος. Τώρα, ο γιούκος έχει αρχίσει... Δηλαδή, δεν γίνεται έκθεση, δηλαδή, με τα προικιά. Ό,τι δίνει, δηλαδή, η μάνα στην κόρη, ή η πεθερά. Δεν κάνουνε πλέον έκθεση, δηλαδή, έτσι, αυτό. Και τραγούδια, πλέον, ό,τι παίζουν, δηλαδή, δεν... Κάποιοι παίρνουνε και όργανα, αλλά δεν υπάρχουν, ας πούμε, τόσο στα παραδοσιακά, έτσι.
Πιο πολύ στις κηδείες διατηρούνται ακόμα λίγο τα έθιμα.
Ξέρεις κάποιο μοιρολόι να μας πεις;
Ξέρω αρκετά. Και λένε και μέχρι τώρα ακόμα. Παρόλο ότι δεν τους πάνε στο σπίτι, τώρα, και λόγω και με τον κορονοϊό, και στην εκκλησία, ας πούμε, δηλαδή, το διατηρούμε ακόμα.
Υπάρχουν μοιρολογίστρες, δηλαδή...
Σχεδόν όλο το χωριό... Κάποιες είναι φημισμένες. Κάποιες ξέρουνε τέσσερα-πέντε βασικά. Εν τω μεταξύ, άμα ξεκινήσει, βοηθάει και κάποια άλλη που ξέρει. Ή λες, ας πούμε: «Πες και εσύ ένα τραγούδι, γιατί εμείς δεν ξέρουμε». Εγώ πρωτοάκουσα το '91, που μία θεία μου, που είχε πει –ήταν πρώτος ξάδερφος του παππού μου αυτός– και είχε πει τραγούδια και μετά σιγά-σιγά, που πρωτοάκουσα, άρχισα να ρωτάω τη γιαγιά μου... Και μετά, το '94, που 'χε πεθάνει εδώ μία, η θεία η Βαγγελιώ, καλοκαίρι και το πρώτο ξενύχτι που κάθισα– Το βράδυ τούς σκεπάζουνε τους πεθαμένους με μία πετσέτα και, μάλιστα, κιόλας την πετσέτα αυτή την βρέχανε και με ξύδι όλη την ώρα και σκεπάζανε το πρόσωπο του νεκρού. Και την άλλη μέρα, που τον ξεσκεπάζαν, αρχίζανε κλαίγανε, λέγαν τα τραγούδια... Κιόλας τη λέξη «μοιρολόι» δεν την πολυχρησιμοποιούσαν, «τραγούδια» λέγανε, δηλαδή λέγανε: «Τον τραγούδησε; Του 'πε τραγούδια;». Ή να παροτρύνει, ας πούμε, την άλλη: «Πες του ένα τραγούδι, που ξέρεις εσύ».
Πολύ όμορφο.
Ναι. Και μάλιστα, λέγανε μετά την κηδεία: «Του είπε», λέει, «φαρμακερά τραγούδια, του 'πε τραγούδια δηλητήριο», δηλαδή πολύ δυνατά. Τα πιο πολλά, ας πούμε, που έχω ακούσει είναι ελληνικά, όμως. Έχει κάποιες– Δηλαδή, απ' ό,τι έχω ψάξει και στο ίντερνετ, υπάρχουνε και σ' άλλες περιοχές, κάποια έχουν, όμως, είναι με μικροπαραλλαγές, δηλαδή. Γιατί υπάρχουνε και οικογένειες εδώ στο χωριό, που 'χαν έρθει και απ' τη Μάνη, απ' το 1800, οπότε θα υπάρχει κάποια επιρροή. Και θυμάμαι αυτή, η θεία η Βαγγελιώ, που λέω, όλη την ώρα, συνέχεια, της λέγανε τραγούδια, την κηδέψανε 17:30 η ώρα το απόγευμα. Μάλιστα, την πήγανε στον Κάλαμο, απάνω στο χωριό ήθελε να πάει, γιατί εκεί είχε παντρευτεί, εκεί είχε ζήσει, ας πούμε, και είχε επιθυμία, λέει: «Αν πεθάνω...» Και έκανε μπουρίνι αυτή τη μέρα, τέτοιο μπουρίνι δεν είχε ξαναγίνει. Ήταν και καλός άνθρωπος... Αφού ο λάκκος, που 'χαν ανοίξει εκεί για να την κηδέψουνε, είχε γεμίσει νερό μέσα. Δεν μπορούσαν να την πάνε στο χωριό απάνω, είχε ρίξει τέτοια βροχή, που πολλοί δεν μπόρεσαν να πάνε στην κηδεία, είχαν πλημμυρίσει οι δρόμοι, τα ποτάμια, αέρα, είχανε σπάσει δέντρα αυτή τη μέρα, είχε γίνει χαμός. Είχε κάνει θεομηνία μεγάλη και θυμάμαι και τα λέγανε– Και μάλιστα, κιόλας, θυμάμαι που την τραγουδούσανε, δηλαδή, συγχρονισμένα ήταν οι κουνιάδες της, γιατί αυτή ήτανε μοναχοκόρη, δεν είχε αδερφές, αδέρφια... Δεν κλαίγανε. Και, συνήθως, αυτός που λέει τα τραγούδια, δεν κλαίει, που μοιρολογά, δηλαδή. Ή την ώρα, ας πούμε, που μοιρολογάει, αποφεύγει να κλάψει, δηλαδή. Και ήτανε και συνηθισμένο τότε στις κηδείες, που 'χω ακούσει –πιο πολύ βέβαια στα Κιούρκα ήταν αυτό– όταν κάποια έχανε τον άντρα της, έριχνε τα μαλλιά κάτω, τις κοτσίδες, και τις έφερνε μπροστά. Γιατί οι γυναίκες πλέκανε τις κοτσίδες, μία ξεχωριστά, τη δένανε και τη φέρνανε στεφάνι στο κεφάλι. Οπότε, όταν [00:50:00]πέθαινε ο άντρας της, για σαράντα μέρες, ας πούμε, έριχνε τα μαλλιά κάτω. Αλλά το κάνανε και στον Κάλαμο και μάλιστα, κιόλας, τα τραβάγανε τα μαλλιά, τα φέρνανε μπροστά και τα τραβάγανε, την ώρα που κλαίγανε, που φωνάζαν, ας πούμε, που μοιρολογούσανε. Η αναγγελία γινόταν με την καμπάνα, χτύπαγε η καμπάνα, έπρεπε να 'ναι μέρα, βέβαια, όχι τη νύχτα. Χτυπούσαν την καμπάνα. Το πρώτο πράγμα, συνήθως, άμα πέθαινε στο σπίτι, ήτανε να του ισιώσουνε το σώμα. Βάζανε μια εικόνα δίπλα από κει που πέθανε, ανοίγαν τα παράθυρα, βάζανε μια εικόνα δίπλα απ' τον πεθαμένο, του ισιώναν το σώμα του, ανάβαν και ένα καντηλάκι, εκεί που, αφού βγήκε η ψυχή του εκεί πέρα... Μετά, με ένα μαντίλι σφίγγανε το κεφάλι για να κλείσει το στόμα και αυτά. Τους πλένανε με κρασί, νομίζω χλιαρό, αν θυμάμαι καλά, άσπρο. Τώρα, το χρώμα δεν το θυμάμαι, πάντως με κρασί. Τους βουλώνανε με βαμβάκι και μέχρι να φτιάξουνε το φέρετρο... Ήταν τότε ένας στο χωριό, νομίζω Αρχόντας λεγότανε, αυτός έφτιαχνε και έπιπλα... Και πιο παλιά, τους βάζαν και σε πόρτες, δηλαδή, άμα δεν υπήρχαν, τους βάζαν και σε πόρτες. Και κάτω-κάτω βάζανε τα σκίντα, αυτά τα... Πρασινάδες. Και ό,τι λουλούδια είχε ο κόσμος, μαζί με ένα κερί, αλλά το κερί πάντα το πας τη μέρα, ας πούμε, δηλαδή όχι το βράδυ... Και αυτό το κερί, το πρώτο κερί που ανάβανε, όταν τον βάζανε ή όταν τον φέρνανε, αν πέθαινε στο νοσοκομείο, σε ένα ποτηράκι, στα πόδια του νεκρού, βάζανε ένα ποτήρι στάρι, βάζανε ένα κεράκι μέσα... Και αυτό το κερί το σβήνανε, δεν το αφήνανε πολύ να κάψει, το ανάβανε και την άλλη μέρα, το βράδυ, και το ανάβανε και την τρίτη μέρα. Και μετά, ανάβανε τα κεριά που έφερνε ο κόσμος, δηλαδή, μέχρι τα σαράντα... Άλλοι τα ανάβανε στο σπίτι, άλλοι στην εκκλησία... Και μ' αυτό το στάρι κάνανε το τριήμερο. Κάναν το τριήμερο αυτό, το οποίο το στάρι αυτό δεν το βράζεις πολύ, ούτε το καθαρίζεις. Πολύ λίγο το βράζεις και το σπάγανε στο νεκροταφείο, σπάγανε και το πιάτο, δηλαδή. Όπως και το πιάτο το σπάγανε όταν έφευγε και ο νεκρός απ' το σπίτι, σπάγαν ένα πιάτο. Άλλοι, απ' όποιο σπίτι πέρναγε, πολλοί αδειάζανε και τις νταμιτζάνες, άμα είχανε κρασί ή νερό μέσα, γιατί, λέει, «Έπλενε ο Χάρος το σπαθί του». Ναι, κάνανε και αυτό. Σκεπάζανε τους καθρέφτες, γυρίζανε τα κάδρα ανάποδα. Τα κάδρα εγώ δεν τα πρόλαβα, τους καθρέφτες θυμάμαι που ή με μια κολλά λευκή, με έναν καθρέφτη, ας πούμε... Το κεφάλι, συνήθως, το βάζανε πάντα απ' τη δύση. Και στην εκκλησία, αλλά και στο σπίτι. Ανοιχτά τα παράθυρα, όλα. Άμα δεν είχαν– Παλιά, ας πούμε, πολύ παλιά, επειδή οι γυναίκες φοράγανε μισοφόρια, τα μισοφόρια ήταν ή άσπρα ή μπλε σκούρο, έτσι, με κέντημα κάτω-κάτω. Τα υφαίνανε στον αργαλειό. Επειδή δεν υπήρχανε ρούχα τότε, βάζανε μία φάσα γύρω-γύρω απ' το κέντημα, ένα μαύρο πανί, τις μπλούζες τις λέγανε πόλκες, οι οποίες ήτανε πουκάμισα που δεν είχανε γιακά, όμως, και ούτε κουμπί εδώ κάτω. Κάποιες νομίζω είχαν και κουμπί. Και ήταν, ας πούμε, σκούρες, οπότε η χήρα για να πενθήσει, για να δείξει το πένθος της, ήτανε στην κάλτσα και στο μαντήλι. Δηλαδή, η κάλτσα δείχνει πένθος. Δηλαδή την κάλτσα, ας πούμε, παλιά δεν τη φοράγανε αν δεν υπήρχε πένθος, το είχανε για κακό. Ε μετά, αρχίσανε, βάφανε τα ρούχα, μετά εξελίχθηκε η ζωή, υπήρχανε καταστήματα, ράβανε τα υφάσματα, ας πούμε... Η χήρα έπρεπε να φοράει μακρύ μανίκι και τα παιδιά, ας πούμε, αλλά συνήθως η χήρα ήταν απαραίτητο το μανίκι. Το οποίο διατηρείται και μέχρι τώρα, δηλαδή, το τηρεί η γυναίκα του, η χήρα. Πολύ λίγες δεν φοράνε. Τουλάχιστον για ένα χρόνο. Ή στην κηδεία, ας πούμε, είναι απαραίτητα το μανίκι, να φορέσει μανίκι, μακρύ μανίκι, κάλτσα... Και μέχρι το' 95, το πρόλαβα εγώ, φοράγανε και μαντήλια οι γυναίκες, καλαμάτες. Καλαμάτα είναι, δηλαδή, το μεταξωτό το μαντήλι, το κοντό, ας πούμε, όχι το μακρύ το μαντήλι... Την κάλτσα, το μακρύ μανίκι... Δηλαδή, και καλοκαίρι να 'ταν, καύσωνας, έπρεπε να φοράει μαντήλι, δηλαδή, και μακρύ μανίκι. Παλιά βγάζανε και τις αγκράφες απ' τα παπούτσια, δηλαδή να μην έχει τίποτα χρυσό απάνω, βγάζανε τους σταυρούς, σκουλαρίκια, τα κοσμήματα, δεν φοράγανε... Μόνο τη βέρα φοράγανε. Βγάζαν τα δαχτυλίδια, φοράγανε καλά ρούχα, για να τιμήσουμε τον νεκρό... Το πένθος συνήθως... Οι χήρες μπορεί και να μην τα βγάζαν και πότε τα μαύρα. Ή τα βγάζανε στα τρία χρόνια, συνήθως σε μονό αριθμό, ή στα τρία ή στα πέντε, ή όταν ήταν να παντρέψουνε κάποιο παιδί. Τα παιδιά τα φοράγανε από ένα χρόνο, πιο παλιά, τρία χρόνια, άμα ήταν και πολύ μικρός, ας πούμε, ο πατέρας, ξέρω 'γω, αν είχε πεθάνει, τα φοράγανε τρία χρόνια... Ή στον ενάμιση. Θέλει σε μονό αριθμό πάντα. Και κάποιες, πολύ σπάνια, σε γονιό τα 'χανε βάλει και πέντε χρόνια. Πάλι η κόρη, ας πούμε, την κάλτσα, μανίκι... Μανίκι, ας πούμε, είναι λίγο κάπου μπορεί στην αρχή ή τη μέρα της κηδείας, κάποιες τα φοράγανε και πιο βαριά, δηλαδή, δεν είναι και απαραίτητο να φορέσεις μακρυμάνικο, δηλαδή, στον γονιό σου. Πιο πολύ σε παιδί, άμα χάνεις, και σε άντρα, είναι το μακρύ μανίκι. Κάποιες είχανε βάλει και μαντήλι στον πατέρα τους, στο χωριό, είχανε φορέσει και μαντήλι. Ή φοράγανε μια μαύρη κορδέλα στο κεφάλι, τα κορίτσια.
Οι άντρες άμα χάναν τις γυναίκες τους;
Οι άντρες παλιά, τότε ας πούμε, ήτανε το άσπρο πουκάμισο. Τότε φοράγανε, πολύ σπάνια να φορέσουνε κοντομάνικο ή Τ-shirt, οπότε βάζανε ένα πένθος απάνω. Τώρα, συνήθως, φοράνε μαύρα και οι άντρες, γιατί υπάρχουν και μαύρα πουκάμισα. Πηγαίνανε, ήταν η Όλγα, είχε ένα μπακάλικο στο χωριό και αυτή πούλαγε και μαντήλια, πηγαίναν εκεί να πάρουνε μαντήλι, να πάρουμε την κάλτσα, να πάρουνε το πένθος, αυτό το περιβραχιόνιο... Και φοράγαν εκεί. Συνήθως, οι γυναίκες που χάναν τους άντρες τους δεν ξαναπαντρευόντουσαν, πολύ δύσκολο. Οι άντρες ξαναπαντρευόντουσαν, αλλά συνήθως παντρευόντουσαν χήροι, δηλαδή, μια χήρα έπαιρνε ένα χήρο, ας πούμε, για να του μεγαλώσει και τα παιδιά. Και μάλιστα, κιόλας, το 'χουν εδώ στο χωριό, βέβαια, ακόμα δεν είναι εξακριβωμένο, στα πόδια του πεθαμένου η χήρα βάζει τα στέφανα. Αυτό είναι, δηλαδή, ότι τα πατάει, ότι έχει μια συμβολική αυτή, σου λέει, αν ξαναπαντρευτεί, ότι τα πατάει, δηλαδή, ότι είναι σαν να της επιτρέπει ο άντρας της. Κάποιες δεν τα βάζουν όμως. Δηλαδή λέει: «Αν πεθάνω εγώ, να τα βάλετε, να τα πάω εγώ στον άντρα μου». Το δαχτυλίδι, άλλους τους θάβανε με τη βέρα, άλλες το κρατάγαν αυτές και φοράγανε μαζί με τη βέρα τη δική τους, φοράγανε και του άντρα τους. Κάποιες φτιάχνανε και καδένα, βάζαν και τη φωτογραφία με τον άντρα τους εδώ, κρεμόταν στο στήθος. Όταν τους ξεθάβανε, εδώ στο χωριό, δεν τους ξεθάβανε τους πεθαμένους στα τρία χρόνια, που 'χουνε σε άλλα μέρη. Όποιος έβρισκε, λέει, το δαχτυλίδι, το 'παιρνε, ήτανε, λέει, και τυχερό, αλλά το χρησιμοποιούσαν και σε πολλά ξεμετρήματα. Ένα ξεμέτρημα, δηλαδή, που 'χω ακούσει, το χρησιμοποιούσανε για τη μέση. Λέγανε κάποιο ξόρκι και χρησιμοποιούσαν ένα δαχτυλίδι, γιατί συμβολίζει, δηλαδή, το γύρω-γύρω της μέσης, οπότε το δαχτυλίδι, δηλαδή, ότι είχε κάποια δύναμη.
Αλλά έπρεπε να είναι δαχτυλίδι που έχει βρεθεί σε...
Νομίζω από πεθαμένο πρέπει να 'τανε, ναι. Και παρένθεση. Στον Κάλαμο είχαμε τρία νεκροταφεία, ήτανε δύο στο χωριό, το ένα ήταν ο Άγιος Δημήτριος, είναι ένα ξωκλήσι πολύ παλιό, πριν το 1900. Και από την πλατεία, δηλαδή, πλατεία εννοούσανε εκεί πέρα που είναι η εκκλησία, η Κοίμηση, η κάτω πλευρά όλη πήγαινε στον Άγιο Δημήτριο. Τους πηγαίνανε με τα πόδια, τότε. Και απ' την πάνω πλευρά τους πηγαίνανε στον Άγιο Νικόλα, που υπάρχει και εκεί εκκλησία, αυτή είναι πολύ παλιά εκκλησία, είναι, νομίζω, απ' το 1500, είναι πολύ παλιά. Μετά το 1950 και μετά, τους πηγαίναν όλους απάνω στον Άγιο Νικόλα. Και υ[01:00:00]πήρχε και νεκροταφείο και στην παραλία, στην Αγία Μαρίνα. Τον τελευταίο που θάψανε ήταν ο παππούς μου το '71, ήταν ο τελευταίος. Αλλά εδώ, κάτω στην παραλία, δεν είχε και πολλές κηδείες, δηλαδή, ήτανε λίγα τα άτομα. Ας πούμε, οι γονείς του παππού μου πεθάνανε... Η μάνα του το '40, ο πατέρας του είχε πεθάνει το '31. Δηλαδή, από το '40 μέχρι το '70 να 'χανε πεθάνει τρία-τέσσερα άτομα, δηλαδή. Και εδώ κάτω, ας πούμε, δεν... Η γιαγιά μου ήξερε μοιρολόγια, τραγούδια, πιο πολύ, δηλαδή, από τα ξαδέρφια του πατέρα μου είχανε παντρευτεί γυναίκες από πάνω απ' το χωριό, δηλαδή. Δηλαδή εδώ δεν είχανε και– Να φανταστείς, δεν είχαμε ούτε ενορία. Ερχόταν ο παπάς απ' τον Κάλαμο για να κάνει κηδεία, να κάνει γάμο. Δεν υπήρχε. Πηγαίνανε στο μοναστήρι να εξομολογηθούνε, να κοινωνήσουνε... Πηγαίνανε στον Κάλαμο... Δεν είχαν Ανάσταση. Ας πούμε, οι παλιές εδώ, πέρα απ' τη γιαγιά μου, δηλαδή, δεν ξέρανε ούτε και Ψυχοσάββατο να κάνουνε. Δεν ξέρανε, γιατί δεν υπήρχε εκκλησία, οπότε δεν γνωρίζανε, δηλαδή, να πάνε το πιάτο το Ψυχοσάββατο. Και... Να πούμε για τα μοιρολόγια; Υπάρχουνε μοιρολόγια, ας πούμε... Να πω κάποιο τραγούδι; Υπάρχουνε τα πιο συνηθισμένα, ας πούμε, υπάρχει το: «Πώς θα κοιμηθείς στο χώμα, δίχως πάπλωμα και στρώμα;». Και απαντάει ο πεθαμένος: «Στρώμα θα 'χω το κασάκι και παπλώμα θα 'χω το καπάκι. «Πώς θα κοιμηθείς το βράδυ, δίχως φως δίχως λυχνάρι;» Ή «δίχως φως δίχως φανάρι;». Συνήθως, αν πέθαινε σε νοσοκομείο ή όχι απαραίτητα, αν ήταν άρρωστος, λέγανε και με τους γιατρούς. Λέγανε: «Όλοι οι γιατροί πεθάνανε και τα νοσοκομεία κλείσανε, μα εμένα το κορμάκι μου αγιάτρευτο το αφήσανε. Ή με πληγές το αφήσανε. Πάρε γιατρέ τα γιατρικά και σύρε στη δουλειά σου, τον πόνο που 'χω στην καρδιά δεν τον γράφουν τα χαρτιά σου». Λέγανε για το νεκροταφείο, τον Άγιο Νικόλα. «Στον Άγιο Νικόλα είναι δεντρί που κάνει το πιπέρι, εκεί θα 'μαι παιδάκια μου χειμώνα-καλοκαίρι. Στον Άγιο Νικόλαο είναι δεντρί που κάνει το φαρμάκι, να ερχόσαστε παιδάκια μου –ή εγγονάκια μου– να σας κερνώ από λιγάκι». Κι άμα το 'λεγε η χήρα ή το 'λεγε κάποια άλλη για τη χήρα, ας πούμε: «Το ποτήρι το γεμάτο δώστου μια–». Δηλαδή, αν το 'λεγε η χήρα, δηλαδή, «να δώσω εγώ μια να πάει κάτω» ή έλεγε η άλλη στη χήρα, ας πούμε, «το ποτήρι το γεμάτο δώσ' του μια», δηλαδή ότι η χήρα θα πιει το πιο γεμάτο ποτήρι, δηλαδή. Ή άμα ήτανε μάνα, η μάνα, δηλαδή, το ποτήρι, «θα πιει το πιο μεγάλο ποτήρι», δηλαδή.
Και το φαρμάκι...
Ναι. Λέγανε: «Τώρα στον Άδη που θα πας, κοίτα μη λησμονήσεις, το σπίτι σου να θυμηθείς και πίσω να γυρίσεις. Τώρα στον Άδη που θα πας, στείλε μας ένα γράμμα, να πάψουνε τα μάτια μας μια ώρα από το κλάμα». Υπάρχει και μια άλλη παραλλαγή που λέει: «Τώρα στον Άδη που θα πας, όταν εκεί θα φτάσεις, αγάπη μου μην ξεχαστείς, ένα γράμμα να μας γράψεις». Και της λέει ο πεθαμένος: «Μην είσαι, αγάπη μου, κουτή, ταχυδρόμος δεν υπάρχει εκεί». Και απαντάει μετά η χήρα: «Στείλ' το μας με τον αέρα που φυσάει νύχτα-μέρα». Υπάρχει και μια άλλη παραλλαγή, ας πούμε, που λέει: «Βουρκώσανε τα μάτια μας μια ώρα από το κλάμα Και ποιος–». Πώς το λέει μετά; Και ποιος σας το 'πε αυτό; Είναι κοροϊδία–». Όχι. «Βουρκώσαν τα μάτια μας μια ώρα από το κλάμα. Τώρα στον Άδη που θα πας, στείλε μας ένα γράμμα». Και λέει μετά: «Και ποιος σας το 'πε αυτό, είναι κοροϊδία, στον Άδη δεν υπάρχουνε ποτέ ταχυδρομεία». Λέγανε με το... Δεν το 'χω ακούσει και δεν το λένε, δηλαδή, η γιαγιά μου το είχε πει, δεν το 'χω ακούσει. Έπαιρνε, νομίζω, η χήρα το δαχτυλίδι του άντρα της και έλεγε: «Πάρε το δαχτυλίδι μου και κράτα το σημάδι, στον άλλο κόσμο θα μας βρει πάλι τους δύο ζευγάρι». Λένε ένα πολύ ωραίο, πάλι, που δεν το 'χω ακούσει, είναι το: «Αφήστε με ένα κρεμαστώ στης λεμονιάς τον κλώνο, να ιδείτε να πιστέψετε πως στην καρδιά μου έχω πόνο Αφήστε με ένα κρεμαστώ στης λεμονιάς την κλάρα, να ιδείτε να πιστέψετε πως στην καρδιά μου έχω λάβα». Λέγανε το Τέσσερις τοίχοι του σπιτιού. «Τέσσερις τοίχοι του σπιτιού αφήνω καλημέρα, να πείτε στα παιδάκια μου ότι δεν θα 'ρθω άλλη μέρα. Τέσσερις τοίχοι του σπιτιού αφήνω καληνύχτα, να πείτε στα παιδάκια μου ότι δεν θα 'ρθω άλλη νύχτα». Αυτά ήταν τα πιο συνηθισμένα. «Στου χάρου τις λαβωματιές, βοτάνια δεν χωρούνε, ούτε γιατροί γιατρεύουνε, ούτε Άγιοι βοηθούνε». Το: «Παλιόπυργος γκρεμίζεται, καινούργιος δε χαλιέται, μα εμένα το κορμάκι μου, αχ πάλι δεν γεννιέται». Άμα ήτανε για νέο παιδί, λέγανε: «Αν είχε ο χάρος δύο παιδιά, να του 'παιρνα το ένα, να 'καιγα την καρδούλα του, όπως με έκαψε και εμένα».
Το τραγουδάνε οι γονείς αυτό...
Το τραγουδάνε οι γονείς. Και άμα ήτανε και κοπέλα, δηλαδή, την ντύνανε και νύφη κιόλας, της φοράγανε το νυφικό, ας πούμε, και βάζανε και στέφανα στο κεφάλι, ας πούμε. Και στο παιδί, άμα ήτανε ελεύθερο, βάζανε και βέρα, δαχτυλίδια και πηγαίνανε κιόλας οι νονοί πηγαίναν και τις λαμπάδες, αυτοί που τα 'χανε βαφτίσει, και κουφέτες. Τις λένε εδώ στον Κάλαμο «η κουφέτα», λέγανε, δε λένε «το κουφέτο», λέγαν «οι κουφέτες». Και τις κοπέλες, ας πούμε, τις ντύνανε νύφες. Και είχα ακούσει τραγούδι που είχανε πει. «Ποιος σ' είχε καταραστεί; Ποιος σου 'χε την κατάρα δώσει; Το νυφικό που θα φορείς στη μαύρη γης να λιώσει». Ποιο άλλο τραγούδι; Το... Λένε επίσης και το: «Ο χάρος θέλει σκότωμα με ασημένιες μπάλες, όπου χωρίζει αντρόγυνα, παιδιά απ' τους πατεράδες». Αλλά μπορεί να το πεις: «Ο χάρος θέλει σκότωμα–». Άμα το πει για μάνα που πεθαίνει το παιδί της, ας πούμε. «Ο χάρος θέλει σκότωμα με ασημένιες μπάλες, όπου χωρίζει τα παιδιά από τις μανάδες», μπορείς να το πεις και έτσι. «Τάξε του χάρου, τάξε του, διαμάντι δαχτυλίδι, για να σε αφήνει να 'ρχεσαι κάθε πανηγύρι. Τάξε του χάρου, τάξε του, ένα σακούλι στάρι ή ένα πιατάκι στάρι, για να σε αφήνει να 'ρχεσαι κάθε Σαββάτο βράδυ». Λέγανε και αυτό. Ένα πολύ ωραίο, πάλι, είναι: «Σ' όλο τον κόσμο ξαστεριά και στην αυλή σου βρέχει, και πάνω στο κεφαλάκι σου έπεσε αστροπελέκι, ή φωτιά και αστροπελέκι». Λένε και το Ένα καράβι κίνησε. «Ένα καράβι κίνησε και πάει δύση-δύση, ποιος είναι φίλος καρδιακός να πάει να το γυρίσει;». Λένε και το: «Μεταξωτή μου τραχηλιά και αλέρωτή μου σάρκα και χέρια πολυδούλευτα που θα τα φάει η σάρκα». Έχω ακούσει και το Κλάφτε με ακόμα λίγο, λένε και αυτό, είναι: «Κλάφτε με ακόμα λίγο, γιατί ήρθε η ώρα και θα σας φύγω. Κλάφτε με λιγάκι ακόμα, για θα με φάει το μαύρο χώμα. Κλάφτε με με την καρδιά, γιατί θα πάω μακριά». Λένε το: «Όταν σε κατεβάσουνε τρία σκαλιά στον Άδη, αγάπη μου μη φοβηθείς γιατί έχουν πάει κι άλλοι». Ή μπορεί να το πεις: «Όταν σε κατεβάσουνε τρία σκαλιά στον Άδη, μη φοβηθείς τάδε, ας πούμε, θα 'ρθει ο μπαμπάς σου ή η μαμά σου να σε πάρει». Και μάλιστα λένε, κιόλας, ότι άμα έχει πεθάνει πολλά χρόνια, ότι: «Η μάνα σου δεν θα σε γνωρίσει, γιατί αλλιώς σε είχε αφήσει. Σε είχε αφήσει παιδάκι και θα σε βρει παλικαράκι». Άμα το είχε αφήσει μικρό, ορφανό. «Πες μου, βρε Χάρε, να χαρείς το μαύρο σου σκοτάδι, ο πόνος μου θα ξεχαστεί όταν θα 'ρθώ στον Άδη. Ματάκια μου σφαλίσατε, χέρια μου σταυρωθείτε, ποδάρια μου ξαπλώσατε στη μαύρη γης να μπείτε. Τώρα στον αποχωρισμό θε να σας πω δυο λόγια, θα πάρω τον ανήφορο με μαύρα μοιρολόγια. Τώρα στον αποχωρισμό δυο ρόδια σας αφήνω, αφήνω το σ[01:10:00]πιτάκι μου και πίσω δεν γυρίζω». Δε τα θυμάμαι κι όλα.
Θυμάσαι ήδη πάρα πολλά.
Όχι, ξέρω και γραμμένα. Καλά άμα είναι να τα πω, τα θυμάμαι, αλλά τώρα δεν... Κολλάει το μυαλό μου, ας πούμε, έτσι. Είναι να σε εμπνέει και στιγμή, δηλαδή.
Ναι, ναι, έτσι είναι. Πέτρο, εγώ έχω καλυφθεί. Άμα θες να συμπυκνώσεις κάτι από όλη σου αυτή τη...
Έχω, πέρα απ' τα μοιρολόγια, έχω και κάποια τραγούδια που μου 'χε δώσει η γιαγιά μου με αρβανίτικα, ας πούμε, χαρμόσυνα, δηλαδή.
Πες μας μερικά, ναι.
Ο Κάλαμος φημιζότανε για τα πανηγύρια, για τη μουσική παράδοση, γιατί ίσως ήμασταν και πιο κοντά και με τη θάλασσα και ήταν ο κόσμος πιο εύθυμος, πιο χαρούμενος και αυτά. Ένα μεγάλο πανηγύρι γινότανε στην Εύβοια, στη Βάθεια, του Αγιαννιού, τέλη Αυγούστου, και πηγαίνανε με βάρκες, δηλαδή, πηγαίνανε απ' τον Κάλαμο, πηγαίνανε στη Βάθεια. Και τότε, έπρεπε να χορέψεις με δελτίο, δηλαδή, χόρευες με σειρά, ήταν πολλά χωριά. Και είχα ακούσει ότι όταν μπαίναν οι Καλαμιώτες, λέει, στο χορό, δεν βγαίνανε και φέρναν την αστυνομία, λέει, δεν κατεβαίνανε, δηλαδή, ήταν πολύ χορευταράδες. Και εκεί είχε γνωρίσει και η γιαγιά μου τον πεθερό της, πριν παντρευτεί τον είχε δει, γιατί πηγαίνανε από τότε, δηλαδή, Καλαμιώτες εκεί, από παλιά. Τα τραγούδια, συνήθως, τα λέγανε ή με όργανα ή τα τραγουδάνε με το στόμα. Το πανηγύρι ήτανε το ντιβάνι, που λέγαμε, ήταν ο δημόσιος ο χορός, που γινότανε στην πλατεία του χωριού, κυρίως τις Απόκριες, αλλά γινότανε και πιο μικρό της Παναγίας. Αυτά, όπου υπήρχανε αλώνια, γειτονιές, που αλωνίζανε, μαζευότανε η κάθε γειτονιά, γλεντούσανε, τραγουδούσανε, ντυνόντουσαν μασκαράδες, ντυνόντουσαν με τις φορεσιές τις παραδοσιακές στις Απόκριες. Υπήρχε απελευθέρωση, δεν υπήρχανε ταμπού τότε, στις Απόκριες, καθόλου. Δηλαδή, η γυναίκα μπορούσε, ντυνότανε παπάς, ντυνότανε γιατρός, οι άντρες ντυνόντουσαν γυναίκες, ας πούμε, κάνανε τους γιατρούς, κάνανε τους παπάδες, ότι εξομολογούσανε... Ας πούμε, γυρίζανε τα σπίτια με ένα γαϊδούρι, κάνανε τη γύφτισσα, ότι τους έλεγε τη μοίρα, ότι... Ας πούμε, τον γανωτζή: «Έλα να σου γανώσω τα...». Ό,τι είχανε, τις κατσαρόλες, τα πράγματα, δηλαδή, τα οικιακά. Και μαζευόντουσαν, μετά, στην πλατεία του χωριού και γινόταν εκεί το ντιβάνι, που λέγανε, χορεύανε τα τραγούδια, κάποιοι τραγουδάγαν και χωρίς όργανα, ας πούμε, με το στόμα, ο κάθε ένας έλεγε από ένα στίχο. Άλλα τραγούδια ήταν ελληνικά, άλλα ήταν αρβανίτικα... Μάλιστα, μία πρώτη ξαδέρφη του παππού μου, η οποία ήταν και μοναχοκόρη και η μάνα της ήταν και από καλή οικογένεια στον Κάλαμο... Είχε έρθει εδώ ένας, λεγότανε Καφεντέρης στο παρατσούκλι, Μαραθωνίτης ήταν το επίθετό του, ήταν απ' την Αυλίδα, απ' το Γεραλή ήτανε, κι αυτός ήτανε βιολιτζής, αλλά πολύ καλός βιολιτζής και τραγούδαγε. Έπαιζε βιολί και τραγούδαγε. Και είχε έρθει εδώ, στο πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων, αρχές του '34, '35, κάπου εκεί πρέπει να 'τανε. Και αυτή τον άκουσε και λέει: «Να βάλω το καλύτερό μου ρούχο», λέει, «να πάω να τόνε δω». Και είπε: «Θέλω να τον παντρευτώ». Κιόλας, της είπαν τα ξαδέρφια της, λέει: «Αυτός θα βαράει το βιολί και εσένα θα βαράει η κοιλιά σου απ' την πείνα». Και, όντως, πεινάσανε, έκανε και πολλά παιδιά. Μετά αυτή αρρώστησε, πέθανε. Και αυτός τραγούδαγε στο χωριό, ας πούμε, πήγαινε και στους γάμους, πήγαινε... Δηλαδή ερχόντουσαν και από άλλα χωριά. Και ερχόταν και η Γεωργία η Μηττάκη από τον Αυλώνα, κιόλας, λέγανε η Γεωργία απ' το Σάλεσι, ήταν η γνωστή, η Γεωργία Μηττάκη, αν έχεις ακουστά. Ήταν απ' τον Αυλώνα, γνήσια Αυλωνίτισσα. Αλλά αυτή είχε το όνομα του άντρα της και λέγανε εδώ, η Γεωργία απ' το Σάλεσι. Ο Ζάχος ερχότανε, ο τραγουδιστής. Και αρβανίτικα τραγούδια, το πιο γνωστό, ας πούμε, ήταν το Ντο τα πρες κοτσίδετε, που είναι το πιο γνωστό σ' όλα τα αρβανιτοχώρια. Είναι: «Ντο τα πρες κοτσίδετε, ντο τα βερβίν γκα σκίντετε». Δηλαδή, «Να μου κόψεις τις κοτσίδες και να τις πετάξεις στα σκίντα». «Ντο τα πρες κοτσίδ' εγκλιάτε, πότσε τρέμπεν γκ άη τάτε». Δηλαδή, «Να μου κόψεις τις μακριές κοτσίδες, αλλά», λέει, «φοβάμαι απ' τον πατέρα μου». «Ντο τα πρες κοτσίδε ζι, εδέ ντο βέτε φυλακή». Δηλαδή, «Θα κόψεις τις μαύρες κοτσίδες», λέει, «αλλά θα σε πάνε στη φυλακή». Και μετά περιγράφει, ας πούμε, πριν της κόψει τις κοτσίδες, που πέρασε, λέει: «Σκόβα νιε μενάτε λιάχεσε νε περγουλιέ». Δηλαδή, «Πέρασα», λέει, «μια μέρα από κει και συ λουζόσουνα στις περγουλιές». Πλενόσουνα. «Λιάχεσε εδέ κρίχεσε», δηλαδή, «Λουζόσουνα και χτενιζόσουνα». «Με τε τέμε ζίχεσε». Δηλαδή, «Με τη μάνα σου μάλωνες». «Ζίχεσε κιρτόνεσε, ψε ντόγιε τε μαρτόνεσε». Δηλαδή, «Τσακωνότανε και μάλωνε με τη μάνα της, γιατί», λέει, «ήθελε να παντρευτεί», λέει το τραγούδι. Ένα άλλο γνωστό τραγούδι, έτσι, είναι πιο, έχει πιο αργό ρυθμό είναι το Ρα καμπάνα Υπαπαντήσε, δηλαδή, η καμπάνα– Οι Αρβανίτες χρησιμοποιούσανε, όταν χτύπαγε η καμπάνα, το ρήμα πέφτει. «Έπεσε η καμπάνα», λέγανε, Ρα καμπάνα. «Ρα καμπάνα Υπαπαντήσε», δηλαδή, «της Υπαπαντής». «Γκρούα βαηζό τε βες ντε κλήσε». Δηλαδή, «Σήκω κορίτσι μου, να πας στην εκκλησία». «Ρα καμπάνα ντι τρι χέρε, γκρου βαηζό τε βες με έρε», δηλαδή, «να πας με αέρα». Ή «Τε βες τσεμπέρε», δηλαδή, «να βάλει τσεμπέρι». Τσεμπέρι είναι ένα μαντήλι τριγωνικό, το οποίο το φοράγανε για να στερεώνουνε τα μαλλιά τους, το δέναν εδώ, ήταν σαν στέκα, και από πάνω φοράγανε το μαντήλι. Αυτό το φοράγανε οι γιαγιάδες, αυτές που είχανε γεννηθεί πριν, δηλαδή, πριν τη γιαγιά μου, ας πούμε, δηλαδή πριν, οι γιαγιάδες που 'χανε γεννηθεί πριν το 1900. Αυτό ήτανε ή μαύρο, όταν πενθούσαν, καφέ, όταν γερνάγανε και άσπρο, όταν ήτανε πιο νέες. Και αυτό τους κράταγε τα μαλλιά. Λέει και μετά το Ρα καμπάνα: «Έγια τε τε πουθ νι χέρε». Δηλαδή, «Έλα να σε φιλήσω μια φορά». «Νάνι τσε καμ πιρ βέρε». Δηλαδή, «Τώρα που 'χω πιει κρασί». Υπάρχει το Γκέλι τσε κεντόν τε μπουκουράτε ζγκιόν. Δηλαδή, «Ο κόκορας που τραγουδάει, τις όμορφες ξυπνάει». Αυτό θυμίζει λίγο το Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι, γιατί επαναλαμβάνει, λέει όλα τα ζώα. Λέει: «Γκέλι τσε κεντόν τε μπουκουράτε ζγκιόν». Δηλαδή, «Ο κόκορας που τραγουδάει, τις όμορφες ξυπνάει». «Βάητα ντε παζάρ μόρα νιε πούλιζε. Πούλια μπουν βε εμπάρδα». «Πήγα στο παζάρι και πήρα μια κοτούλα. Η κότα έκανε ένα άσπρο αυγό», λέει. Μετά λέει: «Γκέλι τσε κεντόν τε μπουκουράτε ζγκιόν. Βάητα ντε παζάρ μόρα νιε κένιζε». Δηλαδή, «Πήρα ένα σκυλάκι». «Νιε μάτσιζε, νιε ζογκ». Ας πούμε, λέει όλα τα ζώα, δηλαδή, επαναλαμβάνει. Ε, πολλά στιχάκια... «Καμ βασιλικό νιε στρατ, πρίρου ντο τε βε δραγάτ. Καμ βασιλικό νιε στρεμ, πρίρου ντο τε γιαπ νιε δεμ». Δηλαδή, έχω... Στρατ, το στράτι, βασικά, στα αρβανίτικα είναι το κρεβάτι, στα αρβανίτικα. Εννοεί μια σειρά, δηλαδή, ας το πούμε δρόμο με βασιλικά. «Καμ βασιλικό νιε στρατ, πρίρου ντο τε βε δραγάτ», δηλαδή, «Να βάλεις τον αγροφύλακα», τον δραγάτη, δηλαδή. Τότε είχε αγροφύλακες που φυλάγανε. Το λέγανε... Και ελληνικά, δραγάτης το λένε, το λένε δραγάτ αρβανίτικα. Δηλαδή, «Να βάλεις έναν αγροφύλακα να σ' τα προσέχει», δηλαδή. «Καμ βασιλικό νιε στρεμ, πρίρου ντο τε γιαπ νιε δεμ», δηλαδή, «Έχω ένα στρέμμα με βασιλικό, γύρισε να βάλεις, να μου δώσεις ένα δέμα», δηλαδή, ένα δέμα με βασιλικό. Λένε το: «Κουν κέσε βάτουρ, τσε τε κέσε ιμπάρτουρ». Δηλαδή, –στιχάκι έτσι που 'χω ακούσει– δηλαδή, «πού είχες πάει, πού σε είχα χάσει;». Το λένε αυτό... Λένε το: «Καλώς το λιούλιε σούμενε, τσ έρδε μ[01:20:00]α τζόρε γκιούμενε». Δηλαδή, καλώς το «Λιούλιε σούμενε, «το μεγάλο λουλούδι». Σούμε είναι «μεγάλο», πολύ δηλαδή. Πολύ, μάλλον. Δηλαδή, μάλλον κάποιο μεγάλο λουλούδι. Καλώς το λιούλιε σούμενε, τσ έρδε μα τζόρε γκιούμενε. «Που 'ρθε και μου 'βγαλε τον ύπνο». Είναι, έτσι, στιχάκι και αυτό. Υπάρχει το: «Νε δρόμι τσόβα μέρμε, μέρμε ποτέ με ντο. Ψε ντο με μάρε νιάτρε, εδέ ντο μπέτες με καημό». Δηλαδή, «Στο δρόμο με βρήκες, πάρε με, πάρε με αν με θέλεις, γιατί θα με πάρει άλλη», λέει, «και θα μείνεις με τον καημό». Άλλο στιχάκι που έχω ακούσει είναι το: «Μούμα ιμ κέκιε γκρούα, τσε σ με λιε τε τέσε ντούα». Δηλαδή, «Η μάνα μου είναι κακιά γυναίκα, που δεν με αφήνει να κάνω ό,τι θέλω». Το...
Άλλο τραγούδι, έτσι, αρβανίτικο που θυμάμαι... Δε πειράζει. Να πω κάνα ελληνικό; Τα τραγούδια εδώ, συνήθως, χορεύανε συρτά. Οι άντρες χορεύανε και τσάμικο πιο παλιά. Ήταν τα συρτά. Είναι αυτά που είναι παντού, δηλαδή, ευρύτερα γνωστά, το Σγουρέ βασιλικέ μου... Αλλά μου είχε αναφέρει η γιαγιά μου κάποια τραγούδια που πρέπει να 'τανε της τάβλας, δηλαδή, τα λέγανε έτσι, ας πούμε, ήτανε περιγραφικά, δηλαδή. Μάλιστα, κάποια τα 'χω βρει και στο ίντερνετ με πολλές παραλλαγές. Ένα από αυτά είναι το: «Εμάθατε τι γίνηκε στης Πάτρας τα χωριά. Μια νέα κακούργα εντύθη ευρωπαϊκά. Παίρνει τον εραστή της και πάει στον καφενέ. Στον καφενέ διατάζει καφέ και ναργιλέ. Τρεις φίλοι του αδερφού της την εγνωρίσανε. Και πήγαν στο Βαγγέλη και τη μαρτυρήσανε. Τι κάθεσαι, Βαγγέλη, δε πας στο καφενέ; Να δεις που η αδερφή σου φουμέρνει ναργιλέ. Σηκώνεται εκείνος και πάει στον καφενέ. "Δε ντρέπεσαι που ντρόπιασες εμένα κι όλο σου το σόι;". Τρεις μαχαιριές τής δίνει απ' τη δεξιά πλευρά. Της τρώει τα πνευμόνια κι όλα τα σωθικά. Τι έκανες, παιδί μου, και μου τη σκότωσες; Όταν το 'μαθε η μάνα της. Όταν τη σηκώσαν από το μαγαζί, ραγίσαν τα ποτήρια, ραγίσαν τα φλιτζάνια και χύναν τον καφέ. Όταν την περάσανε από το μαγαζί, ραγίσαν τα ποτήρια και χύναν το κρασί». Ένα άλλο πάλι ωραίο, έτσι, που το χορεύανε κιόλας και κάθε μία έλεγε από ένα στίχο, ήτανε το: «"Τρελάθηκα, μανούλα μου, με μια γειτονοπούλα μου, που μπαινοβγαίνει στην αυλή και της μιλώ, δεν μου μιλεί". "Τώρα θα πάω, γιόκα μου, θα πάρω και τη ρόκα μου". Πάει βλέπει την κόρη να κεντεί. "Καλώς την. Καλή σου μέρα, λυγερή". "Καλώς την θειά μου την καλή. Κόρη μου, ο γιος μου σε αγαπεί, μα ντρέπεται να μου το πει". "Αν έμενα ντρέπεται, στο σπίτι μου γιατ' έρχεται; Πες του να έρθει το πρωί, να πιούμε τον καφέ μαζί. Πες του να 'ρθεί το δειλινό, να πάμε για περίπατο"». Ένα άλλο, πάλι, τραγούδι, αυτό το 'λεγε μία... Είχε πάρει έναν πρώτο ξάδερφο του παππού μου αυτή τη γυναίκα. Και κατέβαινε, λέει, από τα αλώνια σου, απ' την πάνω πλευρά του χωριού, κατέβαινε στην πλατεία, ήταν Απόκριες. «Το περιβόλι είχαν πάπια, νερατζοσπαρμένο και όλο άνθη γεμισμένο. Και απ' την βρύση κάτω, πάπια δροσολογιόταν. Πάνω στη χαρά της, τής κόπηκαν τα φτερά της. Πού σε βρήκε σφαίρα, πάπια; "Στον λαιμό μου και στον κελαηδισμό μου"». Ένα, πάλι, τραγούδι της τάβλας, που μου είχε μάθει η γιαγιά μου, ήτανε το Ξύπνα καημένη Αναστασιά. Αυτό έλεγε: «Ξύπνα καημένη Αναστασιά, ξύπνα καλή μου κόρη, ξύπνα και άναψε τη φωτιά και σβήσε το λυχνάρι, γιατί μας πήρε η χαραυγή, το δόλιο μεσημέρι. Πάνε για βοσκή και οι λυγερές στη βρύση, παίρνει και αυτός το μαύρο του να πάει να το ποτίσει». Δηλαδή, το άλογό του. «Βλέπει μια κόρη να 'πλενε σε μαρμαρένια βρύση. Λίγο νερό της ζήτησε και αυτή πολύ τού δίνει. Σαράντα σέκους τράβηξε, τα μάτια της δεν τα 'δε. Επάνω στους σαρανταδυό, τη βλέπει δακρυσμένη. "Τι έχεις, κόρη μου, και κλαις και βαριαναστενάζεις; Μήπως πεινάς, μήπως διψάς, μην έχεις κακόν άντρα;". "Ούτε πεινώ, ούτε διψώ, ουτ' έχω κακόν άντρα. Άντρα έχω 'γω στην ξενιτιά εδώ και δέκα χρόνια. Και άλλοι μου λεν πως πέθανε και άλλοι μου λεν πως ζει". "Κόρη μου, ο άντρας σου πέθανε, εγώ τον εταφίασα. Και του 'βαλα λιβάνι και ένα φιλί μου έδωσε και μου 'πε να σ' το δώσω. Σου έδωσε φιλί– Σαν σου έδωσε φιλί, εσύ να του το δώσεις. Κόρη μου, εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ είμαι ο καλός σου. Εκεί κοντά στο σπίτι σου, έχεις ελιά στην πόρτα σου, μηλιά στο παραθύρι. "Πραματευτής θε να 'σανες και πέρασες και τα δες". Δεν σε πιστεύω ό,τι κι αν λες. "Πες μου σημάδια του κορμιού και τότε θα σε πιστέψω". "Έχεις ελιά στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη και στη δεξιά σου τη μεριά..."». Κάτι μου 'χε πει η γιαγιά μου, τώρα δεν το θυμάμαι αυτό. «"Κόρη μου, εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ είμαι ο καλός σου. Αγκαλιαστήκανε και φιληθήκανε"».
Σαν ομηρική αναγνώριση.
Ναι, δηλαδή, ας πούμε, και αυτή δεν του δόθηκε, δεν ξέρω, μπορεί να τον κατάλαβε, δηλαδή, με το ένστικτό της, αλλά σου λέει, μόνο αν μου πεις σημάδια του κορμιού, τότε, δηλαδή, θα σε πιστέψω. Για το... Πώς το λένε;
Ότι είσαι εσύ, τέλος πάντων.
Ότι είσαι εσύ, ναι. Είχα γράψει και ένα που το είχε ακούσει η γιαγιά μου από έναν, τον μπαρμπα-Γιώργο, αυτό τα λέγαν τα Χριστούγεννα.
Για πες.
Είναι με το... Α, ξέρω και ένα τραγούδι με την αλφαβήτα. Να το πω;
Αν θες... Ναι, φυσικά.
Μου 'χε αναφέρει η γιαγιά μου ένα τραγούδι με την αλφαβήτα. Βέβαια, δεν ξέρω με όλο με την αλφάβητο, το ξέρω μέχρι το Γάμα. Λέει: «Απ' το Άλφα θε να αρχίσω, κόρη μου να σ' αγαπήσω. Βήτα μωρέ. β, βήτα βέβαια σου λέω, βήτα βέβαια σου λέω, για σένανε πονώ και κλαίω. Γάμα, μωρέ γα, στείλε μου ένα γράμμα. Γα, μωρέ στείλε μου ένα γράμμα, για να κοιμηθούμε αντάμα». Αλλά έχει και συνέχεια, αλλά δεν το θυμόταν, ας πούμε, είναι, πιο πολύ πάει σαν που λέγανε από κει, από τα Επτάνησα, τις καντάδες, αυτά δηλαδή. Ένα άλλο, πάλι, τραγούδι, έτσι, που θυμήθηκα, αλλά το λέγανε και για μοιρολόι, αλλά πιο πολύ είναι τραγούδι εύθυμο, αλλά είναι και για μοιρολόι, μπορείς να το πεις και σε θάνατο, δηλαδή. Είναι το: «Να 'χα ένα ταχυδρόμο, να τον είχα για βοηθό, να μαθαίνω για την αγάπη, πώς περνάει τον καιρό». Και λέει μετά: «Μα πού είναι ο ταχυδρόμος που να μπορέσει να διαβεί, τέτοια όρη, τέτοια δάση, τέτοια θάλασσα θρισκή». Το βρήκα και στο ίντερνετ, μου το είχε πει, η «θρισκή» είναι «φρικτή», αλλά γιατί το λέγαν «θρισκή», δεν ξέρω.
Θρισκή.
Θρισκή. «Τέτοια όρη, τέτοια δάση, τέτοια θάλασσα θρισκή. Να και 'ρχέται ένα πουλάκι με ανοιγμένα τα φτερά και του λέω, "Βρε πουλάκι, που 'ρχεσαι από μακριά"», απ' την ξενιτιά, δηλαδή. «Θα σου δέσω γραμματάκι στο λαιμό με μια κλωστή, Πρόσεχε, ωραίο μου πουλάκι, πρόσεχε να μη χαθεί». Και μετά λέει: ]Όπου δεις δυο κυπαρίσσια και στη μέση μιαν ελιά, εκεί μέσα, βρε πουλάκι, να τινάξεις τα φτερά και να στείλεις χαιρετίσματα πολλά». Το χρησιμοποιούν, δηλαδή, αυτό γιατί, ας πούμε, είναι ότι σαν να στέλνει... Τα κυπαρίσσια είναι συνήθως σε νεκροταφείο, δηλαδή. Και τώρα, έτσι, με την αλφαβήτα, θυμήθηκα, μου 'χε πει η γιαγιά μου, που είχε γνωρίσει έναν παππού, τον μπαρμπα-Γιώργο, αυτός πέθανε γύρω στο '50, φόραγε και... Αυτός φόραγε καθημερινά και πουκαμίσες, δηλαδή, σαν φουστανέλες δηλαδή. Και έλεγε, λέει, τα Χριστούγεννα, έτσι, μπορεί να είχε τελειώσει και κάποιο σχολαρχείο, ας πούμε. Έλεγε: «Το άλφα αρχηγός των απάντων, βήτα βασιλεύει ο κύριος, δέλτα δια λόγου Θεού». Γιατί κάποιοι, κάποιοι άντρες πηγαίναν και στο σχολαρχείο, ας πούμε. Και... Ας πούμε, κάλαντα, δηλαδή τα Χ[01:30:00]ριστούγεννα, δεν λέγανε το Καλήν εσπέρα, λέγανε το Χριστούγεννα πρωτούγεννα εδώ. «Χριστούγεννα πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου, για βιέστε, δέστε, μάθετε πως ο Χριστός γεννάται, γεννάται και ανατρέφεται με μέλι και με γάλα, το μέλι τρώνε οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες». Και την Πρωτοχρονιά, λέγανε το... Λέγανε αρβανίτικα, το «Μίρι τ να βίνιε βίτι ρι, μίρι τ να πλικένιε». Δηλαδή, «Με το καλό να μας έρθει ο καινούργιος χρόνος, η Πρωτοχρονιά, με το καλό να μας αρέσει. Σαν αύριο», λέγανε παλιά, «ποιος θα πρωτόμπει μέσα». Δηλαδή: «Μίρι τ να βίνιε βίτι ρι, μίρι τ να πλικένιε, σι νέστρε θόινε παλεά, τσίλι τ πρότο βίνιε». Δηλαδή, «Σαν αύριο», λέγανε παλιά, «ποιος θα πρωτόμπει μέσα». «Ντέρε ντ ταβλοπόρτε σ, γκα νιε ντούμε τ γύπνι». Δηλαδή, «Να χτυπήσει την αυλόπορτα, για να του δώσεις ένα δώρο». Θα το θυμηθώ τώρα. «Τσε ις νιε νιερί με αρετή, τσε ις σιούμε γλυκομίλι». Δηλαδή, «ήταν ένας γέρος άνθρωπος με αρετή, που ήτανε», λέει, «πολύ γλυκομίλητος». «Τσε ις σιούμε γλυκομίλι, νιε θάτε ντρου κέι περ μπαστούν, εκέι περ τ κουμπίσεϊ, νιε ηθάτε ντρου, νιε ζογκ κελαΐδεν. Τσε κα σίτε διαμάντινε, χρυσάφ φλιουτουράδα. Γκρίχουνι βλέζερ βέσουνι, ντε κλήσεζε τε βένι, γκα κλίσια τε μος λήψενι, καλή ψυχή τ κένι. Γκα κλίσα μόλις ντρίδενι εδέ στεπί τε βένι, τε στρώσνι τραπέζενι τε χάνιε εδέ τε πίνιε». Και μετά λέει, ας πούμε, δεν το θυμάμαι αρβανίτικα: «Αν είναι», λέει, «κάποιος φτωχός, που δεν έχει να φάει, ή κάποιος ανάπηρος, να τον φέρετε στο σπίτι», ας πούμε, θα 'ναι, δηλαδή, «δεν θα σας ζημιώσει», δηλαδή, «δεν θα ζημιωθείτε». Τραγουδούσαν αυτά, δηλαδή, λέγαν αυτά παλιά.
Πέτρο, σε ευχαριστώ για αυτά που μου αφηγήθηκες.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Αφηγητής κάνει μια διεξοδική παρουσίαση των παραδοσιακών τραγουδιών στα αρβανιτοχώρια της Αττικής των προηγούμενων δεκαετιών. Η επαφή του με τους ηλικιωμένους της περιοχής, και ειδικά με τη γιαγιά του, έχει οδηγήσει στη δημιουργία ενός εκτενούς αρχείου από τραγούδια, ξεματιάσματα, μοιρολόγια, είτε ελληνικά είτε αρβανίτικα. Παράλληλα, ο αφηγητής κάνει παρεκβάσεις για να αναφερθεί στη ιστορία του χωριού και της οικογένειάς του, σε δοξασίες, εθιμοτυπικά του αρραβώνα και του γάμου, όπως τα «επιστρόφια», αλλά και στα έθιμα ταφής που, σύμφωνα με τον αφηγητή, είναι τα μόνα που διατηρούνται μέχρι τις μέρες μας.
Αφηγητές/τριες
Πέτρος Ράπτης
Ερευνητές/τριες
Φώτης Κοροσιάδης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/11/2022
Διάρκεια
92'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Αφηγητής κάνει μια διεξοδική παρουσίαση των παραδοσιακών τραγουδιών στα αρβανιτοχώρια της Αττικής των προηγούμενων δεκαετιών. Η επαφή του με τους ηλικιωμένους της περιοχής, και ειδικά με τη γιαγιά του, έχει οδηγήσει στη δημιουργία ενός εκτενούς αρχείου από τραγούδια, ξεματιάσματα, μοιρολόγια, είτε ελληνικά είτε αρβανίτικα. Παράλληλα, ο αφηγητής κάνει παρεκβάσεις για να αναφερθεί στη ιστορία του χωριού και της οικογένειάς του, σε δοξασίες, εθιμοτυπικά του αρραβώνα και του γάμου, όπως τα «επιστρόφια», αλλά και στα έθιμα ταφής που, σύμφωνα με τον αφηγητή, είναι τα μόνα που διατηρούνται μέχρι τις μέρες μας.
Αφηγητές/τριες
Πέτρος Ράπτης
Ερευνητές/τριες
Φώτης Κοροσιάδης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/11/2022
Διάρκεια
92'