© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η δύναμη της αναγκαιότητας – Έλληνας, νέος γιατρός στην Αγγλία

Κωδικός Ιστορίας
12461
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αθανάσιος Γεωργαλάς (Α.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/12/2020
Ερευνητής/τρια
Αφροδίτη Ζευγώλη (Α.Ζ.)
Α.Ζ.:

[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μας πεις το όνομά σουꓼ

Α.Γ.:

Λέγομαι Νάσος.

Α.Ζ.:

Είμαι η Αφροδίτη Ζευγώλη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και βρίσκομαι στην Κυψέλη. Σήμερα είναι 27 Δεκεμβρίου του 2020, είμαι με τον Νάσο Γεωργαλά ο οποίος είναι στο Μπέρμιγχαμ και ξεκινάμε. Πες μας, Νάσο, λίγα λόγια για σένα.

Α.Γ.:

Αφροδίτη, είμαι 35 χρονών, κατάγομαι από την Σάμο – στο Αιγαίο, όπου έζησα εκεί τα παιδικά μου χρόνια, πήγα σχολείο. Αργότερα σπούδασα Ιατρική στην Θεσσαλία και αργότερα στην Αθήνα. Δούλεψα για λίγα χρόνια εκεί στην αρχή, στην Αθήνα. Και τα τελευταία τέσσερα χρόνια ζω μόνιμα με την οικογένειά μου στο Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας. Είμαι παντρεμένος με δύο παιδιά.

Α.Ζ.:

Και πώς αποφασίσατε οικογενειακώς να μεταναστεύσετε στην Αγγλίαꓼ

Α.Γ.:

Κατά κάποιον τρόπο έχει ένα ενδιαφέρον αυτή η ιστορία. Για πάρα πολλά χρόνια υπήρξα ρομαντικός όσον αφορά την Ελλάδα, ποτέ δεν πίστευα ότι θα πάρω αυτή την απόφαση. Ενώ γύρω μου πολλοί άλλοι συνάδελφοι το έκαναν νωρίτερα από εμένα, και κοντινοί μου φίλοι. Η δουλειά μας μάς προσέφερε κάποιο μεσοπρόθεσμο πλάνο για αρκετά χρόνια. Δηλαδή, όταν τελείωσα την σχολή το 2007, αργότερα υπήρχε ένα πλάνο για το τι θα κάνω για τα επόμενα χρόνια. Θα έκανα αγροτικό, πιθανώς μία μικρής διάρκειας εργασία στον ιδιωτικό τομέα, μετά για αρκετά χρόνια ειδικευόμενος, οπότε αυτό φάνταζε ικανοποιητικό τότε. Τα δύο τελευταία χρόνια της ειδικότητας όμως, άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι η ανεξάρτητη έναρξη της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας ήταν κοντά, οπότε έπρεπε να πάρω μια συγκεκριμένη απόφαση. Οι επιλογές που είχα τότε ήταν–. Ζούσα στην Αθήνα τότε, δούλευα στην Αθήνα, στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Οι επιλογές μου ήταν τότε ή να παραμείνω στην Αθήνα ως ιδιώτης και να χτίσω γύρω απ’ τις γνωριμίες που είχα κάνει εκείνα τα χρόνια, ή θα μπορούσα να γυρίσω στην Σάμο –το οποίο ήταν το όνειρό μου για πολλά χρόνια–, ή θα μπορούσα στηριζόμενος σε φιλίες και σε ανθρώπους που ζούσαν ήδη στο εξωτερικό, να κάνω αυτό το βήμα. Παρόλη την ρομαντική μου διάθεση, λοιπόν, στο θέμα, κάποια στιγμή αντιλήφθηκα ότι ήταν θέμα αναγκαιότητας να βγω έξω, γιατί οι άλλες δύο οι επιλογές δεν φάνταζαν καθόλου καλές. Η Αθήνα είχε μια υπερπροσφορά γιατρών και θα έπρεπε να έχω αρκετή υπομονή έως ότου να στηριχτώ στα πόδια μου στην αγορά της Αθήνας. Και δεν είχα αυτήν την πολυτέλεια δεδομένου ότι ήδη είχα ξεκινήσει την οικογένειά μου. Όσον αφορά την Σάμο, η Σάμος τότε είχε αρχίσει να πλήττεται σοβαρά από τα μεγάλα κύματα μετανάστευσης από την Τουρκία, και συνολικά οι παράμετροι στην τοπική οικονομία και κοινωνία ήταν αρκετά αποκαρδιωτικές, θα έλεγα. Οπότε στην πραγματικότητα, ρεαλιστικά μιλώντας, μετά από πολλές συζητήσεις με την γυναίκα μου αποφασίσαμε ότι θα ‘πρεπε να κυνηγήσουμε αυτόν τον στόχο, το εξωτερικό.

Α.Ζ.:

Εκείνη την περίοδο, ποια ήταν η αντίδραση του υπόλοιπου κύκλου σου σχετικά μ’ αυτήν σου την απόφαση; Της υπόλοιπης οικογένειας, των φίλων. Πόσοι ήταν υπέρ, πόσοι ήταν κατάꓼ Τι σου έλεγανꓼ

Α.Γ.:

Δεν θυμάμαι κάποιος να ήταν κατά της απόφασης. Η πρώτη αντίδραση πάντα ήταν αρνητική, γιατί το να φύγεις στο εξωτερικό εξ ορισμού σημαίνει ότι θα αποχωριστείς με τα οικεία σου πρόσωπα. Οπότε πάντα υπήρχε μία αίσθηση αρνητικής έκπληξης όταν το κουβεντιάζαμε και το ανακοινώναμε αυτό, αλλά νομίζω ότι αντίστοιχα υπήρχε και μία αίσθηση από καμάρι, ότι θα προσπαθήσω[00:05:00] να εκτελέσω δύσκολη αποστολή. Οι γονείς μου, θυμάμαι ότι το είδαν από αυτή την χροιά, ότι ήταν ένα καλό. Ήταν μια σωστή επιλογή, ένα καλό βήμα για το μέλλον. Φαντάζομαι όλοι περίμεναν ότι δεν θα ‘ναι κάτι μόνιμο, ενώ τείνει να γίνει μόνιμο τώρα. Αλλά συνολικά όλοι είχαν μια θετική ανταπόκριση σ’ αυτήν την απόφαση, και οι συνάδελφοί μου θυμάμαι, και οι πρώην επιμελητές μου και οι φίλοι μου και το οικογενειακό μου περιβάλλον.

Α.Ζ.:

Πριν πάρετε την απόφαση και μετακομίσετε είχες ήδη βρει τη δουλειά που θα έκανες εκείꓼ Είχες ήδη επαφέςꓼ

Α.Γ.:

Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία, κατά κάποιον τρόπο. Δεν σχεδιάζαμε να έρθουμε στο Μπέρμιγχαμ και στην Αγγλία. Και για να ‘μαι ειλικρινής, δεν ήξερα καν που βρίσκεται γεωγραφικά το Μπέρμιγχαμ. Προετοιμαζόμασταν εκείνη την περίοδο για να πάμε στο Βέλγιο, εκεί όπου βρίσκονται κάποιοι πολύ στενοί μας φίλοι που εργάζονται εκεί ως γιατροί, πρώην συμφοιτητές μου απ’ το πανεπιστήμιο. Για αρκετούς μήνες εκείνη την περίοδο –πρέπει να ‘ταν 2015– κάναμε ιδιαίτερα μαθήματα Γαλλικών στο σπίτι με την γυναίκα μου, ξεκινώντας πρακτικά από το μηδέν. Και προσπαθούσαμε να στηρίξουμε αυτό το εγχείρημα, το οποίο ήταν δύσκολο γιατί παράλληλα με τα Γαλλικά είχαμε ένα μωρό στο σπίτι, είχαμε τις δουλειές μας και εξίσου σημαντικό, έπρεπε να διαβάζω συστηματικά για να δώσω τις εξετάσεις της ειδικότητας που τότε φάνταζαν ως οι πιο δύσκολες εξετάσεις που είχα αντιμετωπίσει μέχρι τότε. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, αφιερώσαμε πολύ κόπο και χρόνο να προετοιμάσουμε την μετάβασή μας στο Βέλγιο. Και τελείως τυχαία ένα πρωί –ήταν αντίστοιχα τέτοια περίοδος, γιορτών, Χριστούγεννα– είχαμε βγει στο κέντρο της Αθήνας με την γυναίκα μου για ψώνια. Εκεί, τυχαία βρήκαμε στην Αθηνάς ένα ζευγάρι φίλων. Με εκείνο το παιδί ήμασταν παλιοί συνειδικευόμενοι για ένα χρόνο ή λίγο περισσότερο. Όχι φίλοι, αλλά καλοί συνάδελφοι, εν πάση περιπτώσει. Αυτό το παιδί δούλευε σαν καρδιολόγος στο Μπέρμιγχαμ στο νοσοκομείο που δουλεύω τώρα, και πραγματικά μέσα στην μέση του δρόμου ενθουσιάστηκε στην προοπτική ότι τελειώνω την ειδικότητα. Και άρχισε να περιγράφει ότι στην Αγγλία πραγματικά υπάρχει μεγάλη ζήτηση για γιατρούς της ειδικότητάς μου, παθολόγους, και χωριστήκαμε λέγοντας ότι: «Ας πάμε τις επόμενες μέρες για έναν καφέ για να συζητήσουμε αυτήν την προοπτική», και δώσαμε ένα ραντεβού. Εκείνη την μέρα που είχαμε το ραντεβού, θυμάμαι ότι είχε έναν απαράδεκτο καιρό. Είχε πολύ-πολύ έντονη βροχή, καταιγίδα. Διαρκούσε όλη την μέρα και όπως καθόμουν στον καναπέ μου, δούλευα στο μυαλό μου δικαιολογίες τι θα πω για να μη πάω. Τελικά, θυμάμαι ότι έπεισα τον εαυτό μου ότι «όχι, μιλάμε για δουλειά, το οποίο είναι κάτι σημαντικό και πρέπει να το κάνω». Και σηκώθηκα, ετοιμάστηκα και ξεκινήσαμε να πάμε να βρούμε αυτούς τους φίλους στο Ρέντη. Και δεν ξέρω αν ακούγεται μυθιστορηματικό, αλλά μ’ αρέσει πολλές φορές να το λέω ότι εκείνη η απόφασή μου να σηκωθώ απ’ τον καναπέ εκείνο το απόγευμα κίνησε όλες αυτές τις εξελίξεις και βρέθηκα εδώ. Οπότε συνολικά, το να βρεθώ στην Αγγλία και δη στο Μπέρμιγχαμ, ήταν απόρροια μιας πολύ μεγάλης τυχαιότητας.

Α.Ζ.:

Και αφού πήρες την απόφαση να ακολουθήσεις αυτή την εργασιακή πρόταση για το Μπέρμιγχαμ και ξεκινήσατε τις ετοιμασίες, ας πούμε, για την μετακόμιση, πώς ήταν οι τελευταίες μέρες στην Ελλάδα; Πώς ήταν οι αποχαιρετισμοί; Πώς ήταν να φεύγεις;

Α.Γ.:

Σχεδόν δεν έχω καθόλου εικόνες από [00:10:00]αυτό που περιγράφεις –πώς ήταν οι αποχαιρετισμοί–, γιατί ήμασταν τελείως απορροφημένοι στο να κάνουμε την δουλειά. Εγώ είχα πολλή γραφειοκρατία να διεκπεραιώσω, γιατί ήθελα να συμπληρώσω όλα τα χαρτιά που μου έστελνε το νοσοκομείο, για να αιτηθώ για την θέση που είχε μεσολαβήσει αυτός ο φίλος μου να πάρω. Έπρεπε να συμπληρώσω πολλά χαρτιά και αιτήσεις για τον αντίστοιχο ιατρικό σύλλογο της Αγγλίας. Δεν είναι ακριβώς το ίδιο αλλά εν πάση περιπτώσει, έπρεπε να εγγραφώ εκεί για να έχω άδεια ασκήσεως επαγγέλματος στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έπρεπε να δώσω εξετάσεις στα Αγγλικά, το IELTS, να το περάσω με έναν συγκεκριμένο βαθμό, ώστε να αναγνωριστεί ότι είμαι ικανός να επικοινωνήσω στα Αγγλικά και κατ’ επέκταση να δουλέψω εκεί. Όλα αυτά ήταν αρκετά στρεσογόνες διαδικασίες, μόλο που είχα ήδη αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι το σύστημα εκεί ήταν πολύ πιο οργανωμένο από αυτό που είχα συνηθίσει στην επαφή μου με τον δημόσιο φορέα στην Ελλάδα. Οπότε, είχα αφοσιωθεί εκεί. Παράλληλα, η γυναίκα μου ετοιμαζόταν πυρετωδώς για μετακομίσεις, μία από τις αρκετές μετακομίσεις που είχαμε κάνει εκείνα τα χρόνια. Και πρακτικά, ναι, υπήρχε ένας ενθουσιασμός, αλλά ήμασταν αφοσιωμένοι στο να κάνουμε την δουλειά. Δεν θυμάμαι σχεδόν καμία εικόνα από συναισθηματικούς αποχαιρετισμούς με τον οποιοδήποτε.

Α.Ζ.:

Όταν φύγατε είχατε την αίσθηση ότι θα ξαναγυρίσετε πολύ σύντομα για διακοπές; Ότι ίσως είναι κάτι προσωρινό για δυο-τρία, τέσσερα χρόνια και μετά ίσως ξαναγυρίσετε; Και γι’ αυτό κιόλας μπορεί να μην ήταν τόσο έντονα συγκινητικόꓼ

Α.Γ.:

Για να είμαι ειλικρινής, το να σκέφτομαι διακοπές εκείνη την περίοδο, ούτε καν μου περνούσε απ’ το μυαλό. Αλλά όσον αφορά το συνολικό πλάνο, ήταν αυτό που περιγράφεις. Η κόρη μας τότε ήταν 1,5 έτους, 2 ίσως. Στο μυαλό μας λέγαμε ότι θα δοκιμάσουμε αυτήν την προοπτική για τέσσερα χρόνια, πάνω-κάτω ως την περίοδο που το παιδί θα έπρεπε να πάει στο δημοτικό. Και σ’ αυτήν την περίοδο των τεσσάρων ετών θα πάρουμε την απόφασή μας αν αξίζει να εγκατασταθούμε μόνιμα εκεί ή αν θα γυρίσουμε πίσω έχοντας κατά κάποιον τρόπο την προίκα της εμπειρίας στο εξωτερικό.

Α.Ζ.:

Και όταν φτάσατε, ποια ήταν η πρώτη εντύπωση απ’ την Αγγλία; Μόλις κατεβήκατε απ’ το αεροπλάνο ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σου ‘κανε εντύπωσηꓼ

Α.Γ.:

Στην Αγγλία πήγα μόνος μου, η οικογένειά μου ακολούθησε δύο μήνες αργότερα. Έπρεπε να πάω να διεκπεραιώσω την διαδικασία που σου περιέγραψα με τον αντίστοιχο ιατρικό σύλλογο. Έπρεπε να πάω να εξομαλύνω κατά κάποιον τρόπο την συνολική μετάβαση της οικογένειας, γιατί είχαμε κι ένα μικρό παιδί, δεν ήμασταν αυτό που λέμε ευέλικτοι. Οπότε έπρεπε να πάω να παρουσιαστώ στο νοσοκομείο και να εξασφαλίσω ότι θα έχω δουλειά, να βρω σπίτι, το οποίο ήταν μια αρκετά δύσκολη διαδικασία, και πρακτικά να κάνω μια έναρξη, μια συνολική έναρξη στην εδώ κοινωνία. Η οικογένειά μου είχε μείνει πίσω τότε, ετοιμάζοντας την μετακόμιση του νοικοκυριού μας και έχοντας ένα έξτρα άγχος, φαντάζομαι, ότι πώς τα καταφέρνω εγώ μόνος μου. Είχα προσγειωθεί στο Heathrow το οποίο είναι ένα υπερσύγχρονο αεροδρόμιο και δεν το είχα επισκεφθεί στο παρελθόν, οπότε αυτό ήταν μια ωραία εμπειρία. Είχα μείνει σε ένα σχετικά φθηνό ξενοδοχείο στο Paddington, για μία νύχτα, στο Λονδίνο, περιμένοντας για το ραντεβού μου με τον ιατρικό σύλλογο το επόμενο πρωί. Είχα[00:15:00] συναντήσει εκείνο το βράδυ μία φίλη Αγγλίδα που την είχα γνωρίσει ως – ήταν τουριστικός πράκτορας κατά κάποιο τρόπο στην Σάμο πριν από αρκετά χρόνια, και είχαμε συναντηθεί απλά για να τα πούμε, γιατί είχαμε χάσει επαφή. Αφότου τελείωσα το ραντεβού μου το επόμενο πρωί, αμέσως μετά πήγα πήρα το τρένο από έναν τεράστιο σταθμό στο Λονδίνο, τον Euston, που συνδέει το Λονδίνο πρακτικά με οποιοδήποτε άλλο μέρος της Αγγλίας. Και ξεκίνησα την πορεία μου από εκεί για το Μπέρμιγχαμ, όπου με περίμεναν οι φίλοι μου που σου περιέγραψα πριν. Εντάξει, συνολικά φαντάζομαι ότι ήμουνα πολύ χαμένος και η αυτοπεποίθησή μου ήταν αρκετά κλονισμένη, αλλά ήμουνα σχετικά καλά προετοιμασμένος και δεν προέκυψε κάτι το φοβερά απρόοπτο.

Α.Ζ.:

Είχες ξαναταξιδέψει στην Αγγλία ή γενικότερα, είχες γνώσεις για την Αγγλία σαν χώρα; Σου άρεσε; Ασχολιόσουν φαντάζομαι με τα αθλητικά ίσως – με την Αγγλία, δηλαδή.

Α.Γ.:

Πράγματι, ναι. Είχα ταξιδέψει για μία μέρα στο Manchester για να παρακολουθήσω έναν αγώνα της ομάδας μου. Είχα πάει με κάποιους φίλους δύο ή τρία χρόνια πριν. Αυτό μετά βίας λογίζεται εμπειρία, φαντάζομαι, αλλά είχα το προνόμιο να έχω εκ των έσω πληροφόρηση για το τι συμβαίνει από αυτόν τον φίλο μου που μου πρότεινε την εργασία και την εδώ προοπτική. Είχαμε περάσει αρκετές βραδιές κουβεντιάζοντας στο τηλέφωνο για πάσης φύσεως πληροφορίες όσον αφορά την επαγγελματική ζωή, την κοινωνική ζωή, οποιαδήποτε δυσκολία θα μπορούσαμε να συναντήσουμε. Εκ των υστέρων, διαπίστωσα ότι ήταν πολλοί οι αστάθμητοι παράγοντες που δεν θα μπορούσα να είχα υπολογίσει, αλλά αυτό φαντάζομαι ότι είναι φυσιολογικό. Δεν μπορείς να ελέγξεις τα πάντα από πριν και ούτε είμαι αυτό το είδος προσωπικότητας που προσπαθεί να ζήσει μ’ αυτόν τον τρόπο. Τις πολλές βασικές πληροφορίες όμως τις είχα ήδη, κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό.

Α.Ζ.:

Και φτάνοντας στην πρώτη επαφή με την κλινική, νοσοκομείο αν κατάλαβα καλά, η πρώτη συνέντευξη, πώς σου φάνηκε ο χώρος εργασίας; Οι άνθρωποι εκείꓼ Πώς ήταν η επαφή μαζί τουςꓼ

Α.Γ.:

Ρεαλιστικά μιλώντας, αυτό ήταν ένα άσχημο επαρχιακό νοσοκομείο. Είναι το νοσοκομείο που ακόμα εργάζομαι, ακόμα και τώρα. Δεν θα ‘πρεπε να ‘ναι κάτι εντυπωσιακό αλλά ήταν ένα πολύ μεγάλο κτήριο για τα δεδομένα της Ελλάδας, όπως ξέρουμε αντίστοιχου βεληνεκούς νοσοκομεία. Ήταν κάτασπρο και πεντακάθαρο απ’ έξω, έτσι, ωραίο αισθητικά. Δεν είναι απαραίτητο ότι σε κέρδιζε με την τεχνική του πολυτέλεια ή τέτοιου είδους χαρακτηριστικά, αλλά φαινόταν ένας ωραίος εργασιακός χώρος. Γνώρισα τους μετέπειτα επιμελητές μου σχετικά γρήγορα. Η γλώσσα ήταν τρομερό πρόβλημα τότε. Αισθανόμουν τελείως ανασφαλής όσον αφορά την ικανότητά μου να μιλήσω, και αυτό γινότανε πολύ πιο δύσκολο γιατί οι ντόπιοι μιλούσαν ένα τοπικό ιδίωμα που ήταν δύσκολο να το καταλάβω. Πάσης φύσεως αλλοδαποί επαγγελματίες επίσης είχαν την δική τους προφορά – Ευρωπαίοι, Ασιάτες. Οπότε θυμάμαι τότε ότι ήμουνα σταθερά σε μια δύσκολη θέση. Είναι πολύ άβολο να σου μιλάνε και να περιμένουν συγκεκριμένη απάντηση και σταθερά να απαντάς: “Excuse me? I beg your pardon?”. Αυτό συνεχίστηκε για εβδομάδες και μήνες, αλλά ευτυχώς είχαν αντίστοιχη εμπειρία από πολλές άλλες περιπτώσεις όμοιες με μένα[00:20:00], και ήξεραν πώς να με αντιμετωπίσουν και πώς να μου συμπεριφερθούν.

Α.Ζ.:

Σε αυτό το διάστημα, μέχρι να έρθει η οικογένειά σου να σε συναντήσει, θυμάσαι κάποια άλλη δύσκολη στιγμή πέρα απ’ της γλώσσαςꓼ Είτε στη δουλειά είτε γενικώς στην καθημερινότητα που είχες εκείνη την περίοδο.

Α.Γ.:

Το να βρω σπίτι ήταν μια εξαιρετικά αγχογόνα διαδικασία γιατί με τον τρόπο που λειτουργεί το σύστημα ώστε να διασφαλίζει τους ιδιοκτήτες των ακινήτων, χρειάζονται συστατικές επιστολές και εγγυήσεις από τον ενοικιαστή, κι εγώ είχα πρακτικά πέσει ουρανοκατέβατος στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μας ζητούσαν προκαταβολή έξι ενοικίων τότε για να μας παραχωρήσουν ένα σπίτι που είχαμε βρει. Το οποίο στην πράξη ήταν ένα εξαιρετικό πρόβλημα γιατί πρώτον, πίεζε τα οικονομικά μας και δεύτερον, τότε η Ελλάδα είχε capital control, οπότε δεν υπήρχε τρόπος να μεταφέρω χρήματα. Εν πάση περιπτώσει, με κάποιο τρόπο ξεπεράστηκε αυτό το πρόβλημα. Aλλά για δύο ή τρεις εβδομάδες ήταν σταθερή πηγή άγχους το πώς θα καταφέρουμε να διασφαλίσουμε στέγαση.

Α.Ζ.:

Τώρα που λες ότι την περίοδο εκείνη ήτανε τα capital control στην Ελλάδα, ποιες ήταν οι σκέψεις σου τότε που βρισκόσουν εκεί και είχες πάρει αυτή την απόφαση σε μία περίοδο ιστορική για την Ελλάδαꓼ Ποιες ήταν οι σκέψεις σου πάνω στα γεγονότα τότεꓼ

Α.Γ.:

Θυμάμαι να ‘χω μια αρκετά ανόητη αίσθηση ντροπής ότι εγκαταλείπω την χώρα. Tο οποίο τώρα αντιλαμβάνομαι ότι ήταν τελείως παράλογο και ανόητο, αλλά είχα αυτήν την αίσθηση της ενοχής. Όχι τίποτα τραγικό προφανώς, υπήρχε σε μια άκρη του μυαλού μου κι αυτή η παράμετρος. Αλλά, όπως σου είπα, εντέλει η αναγκαιότητα είναι αυτή που κινεί τα νήματα και εγώ τότε ήμουνα σε μετάβαση από μία δουλειά σε άλλη, η γυναίκα μου ήταν σε μια αρκετά επισφαλή εργασία, είχαμε ένα παιδί δύο ετών και ένα νεογέννητο μωρό, οπότε έπρεπε να ‘μαστε πολύ κυνικοί όσον αφορά την λήψη αποφάσεων.

Α.Ζ.:

Και ερχόμενη η οικογένεια εκεί και ξεκινώντας την εργασία, πώς κύλησαν οι πρώτοι μήνεςꓼ Ήταν αντάξιο των προσδοκιών σου το αντικείμενο της δουλειάς και το περιβάλλονꓼ

Α.Γ.:

Είχε πολλά θετικά και νομίζω ότι αν ξεκινήσω να τα παραθέτω τώρα σίγουρα θα ξεχάσω κάτι. Θυμάμαι τον εαυτό μου να πηγαίνω κάθε μέρα στη δουλειά με ένα άγχος για το αν θα μπορέσω να ανταποκριθώ, κι αυτό είχε να κάνει και με την γλώσσα, όπως το περιέγραψα αυτό το πρόβλημα προηγουμένως. Ήταν ένα μείζον πρόβλημα η γλώσσα, αλλά συνολικά η ρουτίνα μου ήταν γεμάτη από θετικές εκπλήξεις τότε. Ανακάλυπτα συνεχώς δομές, υποστηρικτικό προσωπικό, ανακάλυπτα μια διαφορετική κουλτούρα στο πώς χειριζόμαστε και συμπεριφερόμαστε στον ασθενή. Μια διαφορετική κουλτούρα στο πώς αντιμετωπίζεται ο εργαζόμενος και ο επαγγελματίας σε μια μάλλον πιο ανεπτυγμένη χώρα σε σχέση με την Ελλάδα, όσον αφορά αυτό το αντικείμενο. Οπότε, κάθε απόγευμα έφευγα από την δουλειά με μια πολύ θετική αίσθηση. Θυμάμαι, ας πούμε, μου ‘χε κάνει τρομερά μεγάλη εντύπωση ότι δεν ήμουνα απλά γιατρός, ήμουνα μέλος μιας συνολικής ομάδας που είχε ως στόχο την φροντίδα του ασθενούς. Δηλαδή, συνεργαζόμουνα στο τμήμα με φαρμακοποιούς που ήταν παρόντες εκεί, με φυσικοθεραπευτές.[00:25:00] Υπήρχε πολλή γραμματειακή υποστήριξη για ό,τι εργασία τέτοιου είδους προέκυπτε από την δουλειά μας, πληθώρα τραυματιοφορέων. Συνολικά, υπήρχαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έλειπαν στην Ελλάδα. Όταν ήμουνα ειδικευόμενος στην Ελλάδα έπρεπε να ‘μαι γιατρός, νοσηλευτής, τραυματιοφορέας, γραμματέας, έπρεπε να διεκπεραιώνω τα πάντα. Και ξαφνικά βρέθηκα σε ένα περιβάλλον με δομημένους ρόλους και εξειδικευμένο τρόπο συνεργασίας και ήτανε μια πάρα πολύ θετική πρώτη εικόνα. Μου άρεσε επίσης το πώς αντιμετωπίζαμε τον ασθενή συνολικά. Στην Ελλάδα υπήρχαν κάποιες πολύ αρνητικές εικόνες που αποκόμισα μέσα σε μια περίοδο έξι-εφτά ετών. Κυρίως από γιατρούς μιας άλλης γενιάς που ‘χαν μάθει σε έναν άλλο τρόπο, παλιομοδίτικο τρόπο, να εργάζονται. Και το πώς αντιμετώπιζε ο ασθενής αντίστοιχα. Ήταν πολύ ωραίο να βλέπω ότι παντού, σε κάθε διαφορετική επικοινωνία και επαφή, κυριαρχούσε σεβασμός. Μια άλλη πολύ θετική έκπληξη ήταν να δω ότι ζω σε ένα πολύ δυναμικό περιβάλλον, όπου τα πράγματα αλλάζουν ανάλογα με τις ανάγκες. Σε αντιδιαστολή με την Ελλάδα πάλι, αν τολμούσες να προτείνεις μια αλλαγή η αντίδραση του επικεφαλής του τμήματος φαντάζομαι θα ‘ταν ότι «έτσι το κάνουμε από το 1980, οπότε έτσι θα συνεχίσουμε να το κάνουμε». Τελείως διαφορετική αντιμετώπιση με αυτήν που βρήκα εδώ. Σου έδινε μια αίσθηση ότι έχεις φωνή και ότι συμμετέχεις στην λήψη των αποφάσεων κατά κάποιο τρόπο, και στον βαθμό που σου άρμοζε. Μου άρεσε επίσης πολύ ότι έβλεπα να υπάρχει επένδυση στην εξέλιξη των εργαζομένων, σταθερή χρηματοδότηση για να κάνουμε πάσης φύσεως σεμινάρια πάνω στο αντικείμενό μας. Και αυτό ήταν κάτι το υποχρεωτικό, να δείξεις δηλαδή, ότι συνεχίζεις να εξελίσσεσαι και να εκπαιδεύεσαι ώστε να περάσεις τις ετήσιες αξιολογήσεις σου και να συνεχίσεις να εργάζεσαι. Συνολικά ένα πολύ πιο οργανωμένο περιβάλλον και συνολικά ήταν μια πολύ-πολύ θετική πρώτη εντύπωση.

Α.Ζ.:

Μπορείς να θυμηθείς λίγο πιο συγκεκριμένα κάποιο παράδειγμα, μια περίσταση ας πούμε, με κάποιον ασθενή, με κάποιο συνάδελφο που σου έκανε απίστευτη εντύπωση σε σχέση με αντίστοιχη περίπτωση στην Ελλάδαꓼ Ως προς αυτά που είπες, το πώς αντιμετώπιζε ο γιατρός τον ασθενή, ο ασθενής τον γιατρό.

Α.Γ.:

Όχι, δεν μπορώ να σου δώσω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Δεν υπήρξε κάτι τόσο χαρακτηριστικό, ώστε να μου εντυπωθεί. Αλλά κομμάτι της πρώτης επαφής που είχες με τον εργασιακό χώρο ήταν να σε διδάξουν αυτό το κομμάτι. Υπήρχε μια διαδικασία που κρατούσε γύρω στις δύο εβδομάδες, μια ταχύρρυθμη εκπαίδευση η οποία περιλάμβανε τεχνικά κομμάτια, να μάθεις τα συστήματά τους, τέτοιου είδους πληροφορίες και άλλα κομμάτια που είχαν να κάνουν με τον επαγγελματισμό συνολικά και τι αναμένεται από τον κάθε εργαζόμενο, πώς να λειτουργήσει. Και σε αυτήν την εκπαίδευση, induction όπως την ονομάζουν εδώ, ο ασθενής πάντα ήταν το επίκεντρο – όπως θα ‘πρεπε φαντάζομαι.

Α.Ζ.:

Και περνώντας οι μήνες και κλείνοντας ένα χρόνο ας πούμε πια στην Αγγλία, ποιες ήταν οι σκέψεις σου πάνω στα αρχικά σου πλάναꓼ Έβλεπες ότι αυτό το πράγμα σ’ αρέσει και σε γεμίζει και σε καλύπτει, και ότι μπορεί να γίνει [00:30:00]κάτι πιο μόνιμο και να μείνετε εκεί για περισσότερο καιρό, ή ακόμα πίστευες ότι ίσως είναι κάτι προσωρινόꓼ Πότε δηλαδή έφτασες στο σημείο να πάρεις την απόφαση ότι «τελικά θα μείνουμε»ꓼ

Α.Γ.:

Όταν πέρασα το πρώτο σοκ και πάτησα σταθερά στα πόδια μου, μετά δημιουργήθηκε ένα άλλο άγχος ότι έπρεπε να ανταποκριθώ στα πραγματικά επαγγελματικά μου καθήκοντα. Αυτό ήταν ένα πρόβλημα γιατί πρώτον, η αυτοπεποίθησή μου είχε βουτήξει στα άδυτα με όλο αυτό το καινούργιο περιβάλλον και δεύτερον, γιατί ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η παθολογία στην Αγγλία είναι αρκετά διαφορετικός. Δεν υπάρχει παθολογία με τον τρόπο που την ξέρουμε, υπάρχει ειδικότητα που λέγεται acute medicine, που είναι συναφής αλλά όχι ίδια δουλειά με αυτήν στην οποία είχα εκπαιδευτεί. Οπότε έπρεπε ένα κομμάτι της δουλειάς να το μάθω απ’ την αρχή. Οι γιατροί αυτής της ειδικότητας έχουν ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα περιστατικών με τα οποία έρχονται σε επαφή και έπρεπε κατά κάποιο τρόπο να ξεχειλώσω αυτό που λέμε comfort zone, ώστε να ανταποκριθώ. Και ευτυχώς στο προηγούμενο νοσοκομείο που δούλευα στην Ελλάδα σαν ειδικευόμενος οι επιμελητές μου προωθούσαν πολύ αυτήν την λογική, και κατάφερα να ανταποκριθώ καλά. Με τον τρόπο που είναι δομημένο το σύστημα στην Αγγλία υπάρχει ένας έμπειρος μέσου βαθμού γιατρός ο οποίος τρέχει το σύστημα κατά την διάρκεια της νύχτας υπό την εποπτεία του. Οπότε αυτός ήταν ο ρόλος που έπρεπε να έχω όταν ξεκίνησα να δουλεύω εκεί, και έτσι πέρασα τον πρώτο χρόνο της δουλειάς. Κατάφερα να ανταποκριθώ αρκετά γρήγορα και εκ των υστέρων αντιλήφθηκα ότι ανταποκρίθηκα πολύ καλύτερα απ’ ότι περίμεναν οι επιμελητές μου. Οπότε αρκετά γρήγορα, πρακτικά σε λιγότερο από ένα χρόνο παρουσίας εκεί, μου προσφέρθηκε μια νέα δουλειά, να γίνω consultant. Επιμελητής πρακτικά, να φτάσω στην κορυφή ας πούμε, της ιεραρχίας στην οποία συμμετέχουν οι γιατροί. Οπότε, ναι, αυτό ήταν μια αρκετά θετική εξέλιξη. Ρώτησες κάτι, κάτι άλλο στην αρχή της ερώτησης.

Α.Ζ.:

Πότε κατάλαβες–

Α.Γ.:

Α, ακριβώς, ναι, ναι, ναι–

Α.Ζ.:

Ότι θα κρατήσει περισσότερο, ναι.

Α.Γ.:

Αυτό έγινε πολύ γρήγορα. Και εγώ και η γυναίκα μου αντιληφθήκαμε ότι ταιριάζουμε πολύ σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο της Αγγλίας, ότι μας ταίριαζε για πολλούς λόγους. Ότι πρακτικά ηρεμήσαμε σαν άνθρωποι την στιγμή που αρχίσαμε να ζούμε εδώ και αυτή η απόφαση πάρθηκε πολύ-πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι θα περίμενα. Υπήρχαν πολλές οικογένειες Ελλήνων τριγύρω μας που ζούσαν για πολλά-πολλά χρόνια μέσα σε μια διαρκή αβεβαιότητα, «πότε και αν θα γυρίσουμε» και «υπάρχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα στην κάθε επιλογή», αλλά περιέργως για μας αυτή η απόφαση πάρθηκε πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα. 

Α.Ζ.:

Και για να περάσουμε τώρα στις πιο πρόσφατες εξελίξεις, πότε ήταν η πρώτη φορά που λάβατε περιστατικά κορονοϊού, ακούσατε για τον κορονοϊό, περιμένατε να σκάσει ο κορονοϊός στην πόλη και στο νοσοκομείοꓼ

Α.Γ.:

Όπως όλος ο κόσμος, είχαμε αρχίσει να παίρνουμε μια εικόνα του τι είναι η πανδημία το Φλεβάρη, κι ότι αυτό το πρόβλημα δεν αφορούσε μόνο την Κίνα αποκλειστικά πλέον. Και από τα μέσα Φλεβάρη [00:35:00]μπορούσε κανείς να διαπιστώσει ότι οι managers του νοσοκομείου προετοιμαζόντουσαν πολύ συστηματικά και πολύ σοβαρά για την πρώτη μας επαφή. Αρχίσαμε να βλέπουμε περιστατικά αρχές ή μέσα Μαρτίου. Τα μοντέλα υποδείκνυαν ότι θα ‘χουμε την κορύφωση του ατυχήματος στις αρχές του Απριλίου, όπως και συνέβη. Οι προβλέψεις ήταν χειρότερες απ’ ό,τι συνέβη στην πραγματικότητα. Το σύστημα πιέστηκε σε κάποιο βαθμό αλλά συνολικά, μιλώντας για το νοσοκομείο μας, νομίζω ότι αντέξαμε με κάποια σχετική άνεση. Δεν ξέρω αν είναι και ακριβές αυτό που λέω, αλλά αυτή είναι η αίσθηση που αποκόμισα εγώ ως επαγγελματίας που δούλευα σε άμεση επαφή με αυτούς τους ασθενείς. Συνολικά βέβαια, ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία για όλους. Δηλαδή, κανείς στην γενιά μας δεν έχει ζήσει κάποιο αντίστοιχο φαινόμενο.

Α.Ζ.:

Ποια ήταν τα συναισθήματά σου εκείνη την περίοδο πάνω σε αυτό το θέμαꓼ Τι ένιωσες για σένα, για την οικογένειά σου, για το μέλλον σας; Υπήρχε φόβοςꓼ Ποιο ήταν το πρωτεύον, ας πούμε, μέλημά σαςꓼ

Α.Γ.:

Δεν νομίζω ότι υπήρχε φόβος, αλλά ήτανε σαφής η εικόνα ότι έπρεπε να ‘μαστε σοβαροί στο πώς αντιμετωπίζουμε αυτήν την κατάσταση. Ότι έπρεπε να συμμορφωθούμε με τις οδηγίες που λαμβάναμε τότε –μιλάω όσον αφορά την κατάσταση στο σπίτι–, αλλά δεν νομίζω ότι κανένας αισθάνθηκε φόβο. Εντάξει, για να είμαστε και ειλικρινείς, δεν είμαστε και στις ευάλωτες ομάδες, οπότε αυτό ίσως έπαιξε κάποιο ρόλο. Όσον αφορά το νοσοκομείο, υπήρχε φόβος ότι το σύστημα δεν θα αντέξει, όπως είχε συμβεί με άλλα παραδείγματα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και είχανε γίνει αρκετά σοβαρές προετοιμασίες. Αλλά και πάλι υπήρχανε ελλείψεις γιατί ξαφνικά όλος ο κόσμος έπρεπε να προετοιμαστεί, μια πρωτόγνωρη κατάσταση, και ακόμα και σε προηγμένα συστήματα υπήρχαν υλικοτεχνικές ελλείψεις. Υπήρχαν πρακτικά προβλήματα τα οποία μας άγγιξαν κι εμάς, μας χάιδεψαν κατά κάποιο τρόπο, αλλά δεν νομίζω ότι υπήρξε κάποιο σοβαρό πρόβλημα ασφαλείας. Δεν υπήρξε φόβος στην δουλειά. Υπήρξαν πιο ηλικιωμένοι συνάδελφοι, στα πρόθυρα σύνταξης, που είχαν σαφείς ενστάσεις για το να πάνε και να εξετάσουνε ειδικούς ασθενείς, το οποίο κατά κάποιο τρόπο το σέβομαι αλλά δεν νομίζω ότι υπήρχε πολύ συναίσθημα. Υπήρχε η αίσθηση ότι πρέπει να δουλέψουμε και να παραδώσουμε την δουλειά η οποία μας έχει ανατεθεί, αυτό φαντάζομαι ήταν… Υπήρξαν πάρα πολλές μελέτες αργότερα και εθνικές αλλά και τοπικές – βασικά στο τμήμα μου ηγούμαι των project που λέγονται audit. Δηλαδή πρακτικά, παρακολουθούμε την δουλειά μας και την πρακτική μας σε διάφορα πεδία που μας ενδιαφέρουν για να δούμε αν κάτι πάει στραβά και μπορούμε να το διορθώσουμε. Κάναμε πολλά project σε αυτό το κομμάτι – το πώς συμπεριφέρθηκε, ανταποκρίθηκε το προσωπικό μας. Υπήρξαν άνθρωποι οι οποίοι περιέγραψαν συμπτώματα άγχους, συμπτώματα κατάθλιψης, συμπτώματα ανασφάλειας, αλλά συνολικά νομίζω ότι οι επαγγελματίες υγείας είχαν την αυτοπεποίθηση και την ωριμότητα να ανταπεξέλθουν με την κρίση.

Α.Ζ.:

Μέσα σ’ αυτούς τους μήνες της πανδημίας ποια στιγμή θα ξεχώριζες ότι ήταν η πιο δύσκολη στη δουλειά; Που φτάσατε στο πιο δύσκολο σημείο ή προσωπικά εσύ ένιωσες μια απαισιοδοξία ή–ꓼ

Α.Γ.:

Υπήρξε μια μέρα στην οποία γύρισα απ’ την δουλειά συντετριμμένος. Το σημαντικό κομμάτι στ[00:40:00]ο να βλέπεις ασθενείς με την ίωση covid ήταν η λήψη αποφάσεων. Γιατί πρακτικά, διαγνωστικά και θεραπευτικά ήταν πολύ συγκεκριμένα τα πράγματα που έπρεπε και μπορούσε να κάνει κανείς. Οπότε το βασικό κομμάτι και αυτό που έπρεπε να κάνει ένας γιατρός είναι να πάρει αποφάσεις για το τι είδους υποστήριξη μπορεί να λάβει κάποιος ασθενής, τι είδους υποστήριξη είναι υποψήφιος κάποιος ασθενής. Κατά την κορύφωση του πρώτου κύματος, υπήρξε μία μέρα που θεώρησα ότι οι αποφάσεις που πήραμε σε σχέση με δύο συγκεκριμένους ασθενείς ήταν αρκετά κυνικές. Προφανώς δεν ήταν προσωπική άποψη, υπήρχε μια συνολική απόφαση που λαμβάνονταν από τους κλινικούς γιατρούς, παθολόγους, εντατικολόγους, πνευμονολόγους, όλους όσους είχαν λόγο γι' αυτήν την αξιολόγηση. Αλλά θυμάμαι ότι εκείνη την μέρα πραγματικά αισθάνθηκα άβολα με το πώς αντιμετωπίσαμε δύο συγκεκριμένα περιστατικά. Και την επόμενη μέρα έστειλα ένα mail στην ηγεσία του νοσοκομείου να τους πληροφορήσω ότι ίσως θα ‘πρεπε να αντιμετωπίσουμε την όλη κατάσταση από μία λιγάκι διαφορετική οπτική. Ευτυχώς, τις αμέσως επόμενες ημέρες η κατάσταση άρχισε σταδιακά να εξομαλύνεται, οπότε όπως σου είπα το σύστημα συνολικά τα κατάφερε αρκετά καλά.

Α.Ζ.:

Σε σχέση με την κατάσταση της πανδημίας στην Ελλάδα και γνωρίζοντας το σύστημα υγείας το ελληνικό, ποιες ήταν οι σκέψεις που έκανες τότε για τους ανθρώπους που είχες αφήσει πίσω στην Ελλάδαꓼ Ανησυχούσες γνωρίζοντας την κατάσταση εδώꓼ

Α.Γ.:

Τότε δεν ανησυχούσα, γιατί η Ελλάδα είχε ανταποκριθεί εξαιρετικά σε εκείνη την περίοδο. Υπήρχαν πολλοί σοβαροί άνθρωποι που τους είχε ανατεθεί αυτή η δουλειά. Συγκεκριμένα ο καθηγητής, ο κύριος Τσιόδρας, είναι ένας άνθρωπος τον οποίο τον έχω σε πολλή εκτίμηση. Είχα την τύχη να ‘ναι καθηγητής μου σε κάποια μαθήματα στο μεταπτυχιακό μου στην Ελλάδα. Η Ελλάδα λοιπόν, είχε πολύ καλή πληροφόρηση και επιστημονική υποστήριξη, και γνωρίζοντας τις αδυναμίες του συστήματος είχαν πάρει πολύ νωρίς τα μέτρα τους. Οπότε η Ελλάδα πραγματικά ποτέ δεν βίωσε το πρώτο κύμα όπως αντίστοιχα βίωσαν άλλες χώρες στην Ευρώπη. Μιλώντας για το δεύτερο κύμα τώρα, το φθινόπωρο του 2020, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Δηλαδή, το feedback που παίρνω από συναδέλφους μου που δουλεύουν στην Ελλάδα, έχει να κάνει με αρκετά δύσκολη καθημερινότητα και σίγουρα δεν θα ‘θελα να δουλεύω σαν γιατρός στην Ελλάδα κατά την διάρκεια αυτής της εμπειρίας.

Α.Ζ.:

Πιστεύεις ότι η πολιτικές που έχει ακολουθήσει η βρετανική κυβέρνηση σε σχέση με την διαχείριση της πανδημίας ήταν οι καλύτερες που θα μπορούσε να χε κάνει; Ότι υπήρχαν βελτιώσεις; Πώς τις συγκρίνεις με τις ελληνικές, γενικάꓼ

Α.Γ.:

Δεν είμαι ειδικός να απαντήσω σ’ αυτήν την ερώτηση, οπότε η άποψή μου έχει πολύ περιορισμένη αξία. Κρίνοντας από το αποτέλεσμα, δεν τα πήγαμε και πολύ καλά. Είχαν να χειριστούν ένα αρκετά ανεπτυγμένο σύστημα υγείας αλλά παρόλο που είχαν τα εργαλεία να αντιμετωπίσουν καλά την πανδημία, μιλάμε για μια από τις χώρες που έχει πληγεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, παγκοσμίως. Νομίζω ότι υπήρξε μια αρκετά κυνική αντιμετώπιση, ότι απόλυτη προτεραιότητα είναι να στηριχτεί το σύστημα κατά την διάρκεια της κρίσης, να μην καταρρεύσει το σύστημα. Αυτή ήταν η προτεραιότητα κι από αυτήν την[00:45:00] οπτική πέτυχαν. Αλλά, όπως σου είπα και πριν, δεν νομίζω ότι η άποψη μου έχει και ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά σ’ αυτήν την ερώτηση.

Α.Ζ.:

Για το επόμενο διάστημα ποιες είναι οι σκέψεις σου; Είσαι αισιόδοξος τώρα με το εμβόλιο; Βλέπεις να έχει ομαλοποιηθεί κάπως η κατάσταση στον εργασιακό σου τομέα; Βλέπεις να πηγαίνει λίγο καλύτερα ή πιστεύεις ότι έχουμε δρόμο ακόμαꓼ

Α.Γ.:

Υπάρχει μια αίσθηση κανονικότητας σε αντίθεση με το πρώτο κύμα. Τα νοσοκομεία εδώ έχουν διατηρήσει πλέον όλες τις υπόλοιπες λειτουργίες τους, τα εξωτερικά τους ιατρεία, τα τακτικά χειρουργεία. Όλα αυτά συμβαίνουνε τώρα και πολλοί επαγγελματίες υγείας, εμού συμπεριλαμβανομένου, έχουν ήδη εμβολιαστεί. Οπότε νομίζω ότι μπορούμε σιγά-σιγά να γινόμαστε αισιόδοξοι, αλλά απ’ την άλλη δεν έχω ψευδαισθήσεις. Νομίζω ότι για να εμβολιαστεί ικανό ποσοστό του πληθυσμού, αυτή η διαδικασία θα πάρει μήνες. Οπότε φαντάζομαι ότι για τους επόμενους αρκετούς μήνες θα συνεχίσουμε να συμπεριφερόμαστε με τον ίδιο τρόπο που συμπεριφερόμαστε τώρα.

Α.Ζ.:

Απ’ όλα αυτά τα χρόνια στην Αγγλία ποια στιγμή, οικογενειακή πρώτα θα ρωτήσω και μετά επαγγελματική, ήταν η πιο ευτυχισμένη, η πιο χαρούμενη, η πιο αισιόδοξη; Αυτή που σου έδωσε την αίσθηση ότι ανήκεις εκεί κι ότι θα τα πας καλά εκεί, και ότι πήρες την σωστή απόφασηꓼ

Α.Γ.:

Όσον αφορά την προσωπική μας ζωή, νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό για μας το γεγονός ότι επωφελούμαστε από συγκεκριμένες δομές που υπάρχουν για να στηρίξουν συγκεκριμένα οικογενειακά μας θέματα. Ο μικρός μου ο γιος είναι ένα παιδί με ειδικές ανάγκες. Έχει διαγνωστεί με μια μορφή αυτισμού. Και είναι πάρα πολύ σημαντικό να βλέπω ότι έχει ενταχθεί σε συγκεκριμένα ειδικά σχολεία, να καλύψουν τις ανάγκες του και να τον βοηθήσουν να προοδεύσει και να φτάσει το μάξιμουμ των δυνατοτήτων του. Μια κατάσταση για την οποία θα ‘μουνα αρκετά απαισιόδοξος αν ζούσα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα και δη σε μια επαρχία της Ελλάδας, όπως η Σάμος. Αυτό είναι κάτι για το οποίο αισθάνομαι ευγνωμοσύνη. Προφανώς δεν γνωρίζαμε για αυτήν την κατάσταση όταν ήρθαμε εδώ αλλά είναι ένας έξτρα λόγος να αισθανόμαστε ικανοποιημένοι για αυτήν την επιλογή. Επαγγελματικά, δεν είναι όλα ρόδινα προφανώς, αν και συνολικά τώρα σου ‘χω περιγράψει ένα μερικό success story. Αλλά δεν γίνεται να μην είμαι ευχαριστημένος. Δηλαδή ενώ στην Ελλάδα π.χ., στον δημόσιο τομέα θα με περίμενε μια καριέρα ανασφάλειας με επικουρικές πιθανώς συμβάσεις εργασίας ή ένας ατέρμονος αγώνας σαν ιδιώτης, εδώ μέσα σε ένα χρόνο αναγνωρίστηκαν συγκεκριμένα προσόντα μου και πήρα μια πολύ γενναία προαγωγή. Πρακτικά δεν έχω να περιμένω κάποια άλλη προαγωγή για το υπόλοιπο της επαγγελματικής μου ζωής. Μου δόθηκαν έξτρα καθήκοντα για να βελτιώσω το τμήμα, που από άλλη σκοπιά–. Αυτό που σου περιέγραψα, για το ότι είμαι επικεφαλής των audit στο τμήμα μας. Και ακόμα και μου προσφέρθηκε θέση να γίνω διευθυντής του τμήματος πριν από λίγους μήνες, λόγω κάποιων συγκυριών την οποία την αρνήθηκα. Για πολλούς λόγους δεν ήμουν έτοιμος να το κάνω, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι υπήρξε αυτή η προοπτική. Δεν υπάρχει η λογική εδώ ότι όταν θα περάσουνε δέκα χρόνια θα υπάρξει μια συγκεκριμένη προαγωγή, όταν θα περάσουν άλλα [00:50:00]δέκα χρόνια θα υπάρξει μια άλλη ανέλιξη και όταν θα περάσουν τριάντα χρόνια συνολικά ο καθένας θα φτάσει σε μια συγκεκριμένη βαθμίδα. Συνολικά αυτό μου δίνει μια πολύ θετική αίσθηση και συνολικά, επαγγελματικά μιλώντας, μπορώ να αισθάνομαι αισιόδοξος για την ζωή μου εδώ. Ελπίζω να συνεχιστεί αυτό και στο μέλλον.

Α.Ζ.:

Σε σχέση με το μεγάλωμα των παιδιών και με την γλώσσα που μιλάτε στο σπίτι και την γλώσσα που μιλάνε έξω, έχεις αντιμετωπίσει δυσκολίες; Ή υπάρχει ένα οικογενειακό πλάνο που έχετε πώς να λειτουργείτε για να διατηρείτε τον πολιτισμό σας, ας πούμε, ζωντανό;–

Α.Γ.:

Ναι–

Α.Ζ.:

Αλλά να είστε και κομμάτι της κοινότητας που ζείτε τώρα;

Α.Γ.:

Όσον αφορά τον γιο μου, είπαμε ότι έχει συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες, οπότε δεν μπορώ να σχολιάσω περαιτέρω. Αλλά όσον αφορά την κόρη μου, μιλάει άπταιστα ελληνικά. Ήταν πολύ ενδιαφέρον να δούμε την πορεία της στο αγγλικό σχολείο, όπου στην αρχή πρακτικά δεν καταλάβαινε τίποτα αλλά ανέπτυξε αυτούς τους μηχανισμούς και άρχισε σταδιακά να μιλάει. Λέξεις, μικρές προτάσεις και τώρα να μιλάει άπταιστα αγγλικά και να γράφει πολύ καλά και να προοδεύει στο σχολείο της. Δεν διαβάζει και δεν γράφει ελληνικά ακόμα, αλλά θα ψάξουμε να δούμε τι επιλογές έχουμε στο μέλλον, ώστε να το καλύψουμε κι αυτό. Αυτό που ρωτάς είναι μια διαρκής συζήτηση στην τοπική ελληνική παροικία για το τι μέλλον περιμένει τα παιδιά μας και είναι και λόγος που κάνει πολλούς Έλληνες να γυρίσουν στην Ελλάδα δρώντας με βάση το συναίσθημα. Εμένα η σκέψη μου είναι ότι δεν με ενδιαφέρει αν τα παιδιά μου θα γίνουνε Έλληνες, αν θα διαμορφώσουν αυτήν την αίσθηση στο μέλλον ή όχι. Απλά θέλω να είναι καλοί άνθρωποι και σ’ αυτό το πλαίσιο ελπίζω να κάνω καλή δουλειά. Θέλω να ξέρουνε ποιο είναι το υπόβαθρό μας και θέλω να αγαπήσουν την Ελλάδα και γιατί όχι, στο μέλλον αν θέλουν να πάρουν την απόφαση να γυρίσουν. Ας είναι, θα χαρώ πολύ. Αλλά σίγουρα το να γίνουν τα παιδιά μου Έλληνες δεν είναι προτεραιότητα μου όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο βλέπω την ζωή, και όσον αφορά τις προσωπικές μου αξίες. Οπότε, ναι, στο σπίτι επικοινωνούμε προφανώς στα ελληνικά. Προσπαθούμε να βλέπουμε ελληνική τηλεόραση –όταν βλέπουμε τηλεόραση– και να ενημερωνόμαστε για την ελληνική επικαιρότητα, γιατί πάντα μας ενδιαφέρει προφανώς αυτό, μέσω ειδησεογραφικών ελληνικών site. Παράλληλα, είμαστε εκτεθειμένοι στην αγγλική καθημερινότητα, είμαστε κομμάτι αυτής της κοινωνίας οπότε πρέπει να ‘μαστε ενημερωμένοι για τα εδώ θέματα, επίσης. Είναι κομμάτι της ρουτίνας, θα μιλήσεις με τον εκάστοτε συνάδελφο για πολιτική, για αθλητισμό, για διάφορα κοινωνικά δρώμενα. Αυτό που περιγράφεις εσύ σαν διαδικασία, είναι στην πραγματικότητα κομμάτι της ρουτίνας μας που δεν το αντιλαμβάνεσαι εκείνη την ώρα ότι συμβαίνει. Έχουμε δύο πραγματικότητες που προχωράνε παράλληλα, παρακολουθούμε τις εξελίξεις στην Ελλάδα και είμαστε κομμάτι των εξελίξεων στην τοπική μας κοινωνία εδώ στην Αγγλία.

Α.Ζ.:

Από την Ελλάδα τι σας λείπει περισσότεροꓼ Εκτός απ’ τους δικούς σας ανθρώπους.

Α.Γ.:

Τίποτα.

Α.Ζ.:

Και από την Αγγλία ποιο πράγμα πιστεύεις ότι–, ποιο χαρακτηριστικό αγγλικό ήρθε και κούμπωσε πάνω σας ακριβώς και σας ταίριαξεꓼ

Α.Γ.:

Μου αρέσει πολύ η κοινωνική τους ευγένεια. Κριτικάρεται πολύ από τους Έλληνες της Αγγλίας αυτή η επιφανειακή ευγένεια, αλλά για μένα είναι κάτι πολύ σημαντικό. Είναι πολύ σημαντικό και το απολαμβάνω πολύ, γιατί στην Ελλάδα έχω αντιμετωπίσει αρκετή κοινωνική αγένεια επίσης. Οι Άγγλοι στερούνται αυτής της γνήσιας ελληνικής δοτικότητας που είναι πάρα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό του λαού μας, αλλά ξέρουνε να συμπεριφέρονται με βάση συγκεκριμένους κανόνες και ξέρουν να [00:55:00]συνδιαλέγονται επίσης. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να δει κανείς ότι ο οποιοσδήποτε, είτε έχει συγκεκριμένο βαθμό μόρφωσης ή όχι, είναι σε θέση να μιλήσει και να υποστηρίξει την θέση του και να φτιάξει τα επιχειρήματά του. Στην Ελλάδα νομίζω ότι δεν έχουμε αυτό το χαρακτηριστικό αρκετά ανεπτυγμένο, με αποτέλεσμα πολλές φορές να καταλήγουμε σε απρόσφορες συζητήσεις και καυγάδες. Αισθάνομαι άσχημα που απάντησα τίποτα στην προηγούμενη ερώτηση, δεν είναι προφανώς αληθινό αυτό. Μου αρέσει η Ελλάδα σαν χώρα για όλες αυτές τις ομορφιές που θαυμάζουμε όλοι, και προφανώς είμαι περήφανος για το πολιτιστικό μας background επίσης, αλλά αυτό που είπα είναι αλήθεια. Δεν έχω αναπτύξει κάποια ιδιαίτερη νοσταλγία για την Ελλάδα, εξαιρουμένου προφανώς της οικογένειάς μας, όπως είπες.

Α.Ζ.:

Τι σκέφτεσαι γενικά πάνω σ’ όλο αυτό το κύμα της διασποράς, της δικής σου ηλικίας, νεότερων και λίγο μεγαλύτερων. Όλοι όσοι –όχι όλοι–, πάρα πολλοί που είχαν προσόντα αντίστοιχα έχουν εγκαταλείψει την χώρα και όλο και μεγαλώνει αυτό το πράγμα. Τι πιστεύεις ότι θα γίνει; Θα μείνει πίσω και θα υφίσταταιꓼ

Α.Γ.:

Αυτό το κύμα διασποράς είναι ένα πολύ ετερόκλητο πλήθος, με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους θα δεις άτομα τα οποία έχτισαν το επόμενο βήμα με σύνεση και σταθερά βήματα, θα δεις πολλά άτομα που έκαναν αυτό το βήμα με μια αρκετά τυχοδιωκτική διάθεση. Θα βρεις άτομα διαφόρων ηλικιών, διαφορετικών δεξιοτήτων και μορφωτικών επιπέδων. Δεν μπορείς να τους σχολιάσεις όλους αυτούς τους ανθρώπους και να τους βάλεις κάτω απ’ την ίδια ομπρέλα. Νομίζω ότι το κίνητρο όλων αυτών των ανθρώπων ήταν το ίδιο με το δικό μου, η αναγκαιότητα. Δηλαδή, εν τέλει, ο βιοπορισμός είναι ένα πολύ κυνικό πράγμα. Αν πρέπει να πάρεις αποφάσεις όσον αφορά αυτό το πρόβλημα, πρέπει να πάρεις γενναίες αποφάσεις. Νομίζω ότι η πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων παρακινήθηκαν από αντίστοιχα θέματα και προβλήματα.

Α.Ζ.:

Για το επόμενο διάστημα και για τα επόμενα χρόνια, ποια είναι τα προσωπικά σου πλάνα στη δουλειά και στην ζωή γενικώς στην Αγγλίαꓼ

Α.Γ.:

Έχω ένα σταθερό ενδόμυχο φόβο ότι κάτι θα συμβεί κι όλο αυτό που ζούμε τώρα θα καταστραφεί, γιατί πραγματικά αναγνωρίζω ότι η τύχη μας φέρθηκε καλά τα τελευταία χρόνια και είμαι ευγνώμων για αυτό. Αλλά αυτές είναι απλά οι προσωπικές μου ανασφάλειες. Συνολικά νομίζω ότι θα μείνουμε για πολλά χρόνια στην Αγγλία γιατί σαν κοινωνία έχει πολλά χαρακτηριστικά που ταιριάζουν σε μένα και την γυναίκα μου, και νομίζω ότι τα παιδιά μου, αντικειμενικά μιλώντας, τα παιδιά μου θα γίνουν κομμάτι αυτής της κοινωνίας επίσης. Ποιος ξέρειꓼ Είναι ένα ωραίο ρομαντικό όνειρο να σκέφτομαι ότι αφότου μετά από πάρα πολλά χρόνια συνταξιοδοτηθώ, θα μπορούσα να γυρίσω στην Ελλάδα. Αλλά αυτά είναι χαζές σκέψεις χωρίς ιδιαίτερη σημασία και απέχουμε πολύ απ’ αυτό, προφανώς. Αλλά όσον αφορά το ρεαλιστικό μου πλάνο, είναι σαφές ότι θα μείνω εδώ και είμαι χαρούμενος με την ζωή μου εδώ, οπότε θα συνεχίσω να υποστηρίζω αυτό το πλάνο.

Α.Ζ.:

Θα ήθελες κάτι άλλο να προσθέσεις πάνω σ’ αυτά τα θέματα που συζητήσαμε ή σε κάτι άλλο που θα ‘θελες να πεις πριν κλείσουμεꓼ

Α.Γ.:

Όχι ιδιαίτερα.

Α.Ζ.:

Εντάξει, λοιπόν. Ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτήν την συνέντευξη.

Α.Γ.:

Παρακαλώ.