© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Ιστορίες από τα χρόνια της αθωότητας στα «Οικήματα ΤΙΤΑΝ» στην Ελευσίνα
Κωδικός Ιστορίας
12419
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αργυρώ Ορφανουδάκη (Α.Ο.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/10/2022
Ερευνητής/τρια
Μυρτώ Ανδρώνη (Μ.Α.)
[00:00:00]Ονομάζομαι Ανδρώνη Μυρτώ, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα έχουμε 12 Οκτωβρίου του 2022. Βρισκόμαστε σε ένα διαμέρισμα στην Ελευσίνα, με την κυρία Αργυρώ Ορφανουδάκη, και είμαστε έτοιμες να ξεκινήσουμε. Κυρία Αργυρώ, θα ήθελα να μου μιλήσετε για τα παιδικά σας χρόνια.
Στα Οικήματα ΤΙΤΑΝ. Τα Οικήματα ΤΙΤΑΝ υπήρχαν μέσα μου από τότε που θυμάμαι, αφού με αυτήν την ονομασία γνώρισα το σπίτι μου. Ήταν μικρές κατοικίες, όμοιες, χτισμένες η μία κοντά στην άλλη. Χτίστηκαν περίπου το 1930. Με τον γείτονά μας δηλαδή, μας χώριζε ένα ντουβάρι. Μπαίναμε από την είσοδο του εργοστασίου ΤΙΤΑΝ και το διασχίζαμε. Βόρεια είχαμε τον λόφο Νταμάρι, περίπου πίσω από το γήπεδο που μέχρι πρόσφατα το είχε ο Πανελευσινιακός. Σε αυτόν τον χώρο υπήρχαν και οι αρχαιότητες της Ελευσίνας. Νότια είμαστε σε άμεση επαφή με τη θάλασσα. Δυτικά ήταν οι πρόποδες του λόφου και χωράφια, μέχρι το παλιό ρετσινάδικο του μπαρμπα-Θανάση, περίπου στη σημερινή ΠΥΡΚΑΛ. Οι γονείς μας ανήκαν σε ένα από τα πολλά κύματα, που είχε έρθει από την επαρχία στην Ελευσίνα, ζητώντας δουλειά. Ζήσαμε τον πύργο που υπήρχε μπροστά στον αρχαιολογικό χώρο. Υπήρχε ένας μεσαιωνικός πύργος και όταν ήμασταν μικρά μάς λέγανε «Δεν θα πάτε εκεί, γιατί μένει ένας φοβερός τύπος». Το λέγανε για να μην πάμε, επειδή ήτανε πολύ παλιά, μήπως έχει κάτω σκορπιούς και τέτοια. Γι’ αυτό μας λέγανε. Ζήσαμε τον πύργο, το βουνό, τη θάλασσα στις πιο υπέροχες εποχές τους. Νιώθαμε ότι σιγά σιγά κάτι πολύ σημαντικό χάνεται. Στην εφηβεία μας, είχαμε συνειδητοποιήσει τις βαθιές πληγές της πόλης. Φύγαμε το 1967 από τα Οικήματα που μας είχε παραχωρήσει το εργοστάσιο ΤΙΤΑΝ. Ο λόφος είχε γίνει ήδη τσιμέντο και η θάλασσα νεκροταφείο πλοίων. Αργότερα γκρεμίστηκαν και τα Οικήματα. Όμως η Ελευσίνα εξακολουθεί να ζει και να πορεύεται τραυματισμένο πλεούμενο μέσα στον χρόνο. Ο ιερός μύθος προσπαθεί να γεμίσει τα κενά της ψυχής μας, της μνήμης, της καρδιάς μας και να κάνει τα ερείπια ελπίδα και θύμηση.
Αυτό είναι απόσπασμα από…
Από το βιβλίο «Οικήματα ΤΙΤΑΝ» επειδή για την τοποθεσία ακριβώς τα ίδια θα έλεγα, για να το προσδιορίσουμε τοπικά. Τώρα, τι θα μπορούσαμε να πούμε; Από πού να το πιάσουμε;
Θα ήθελα να μου περιγράψετε τη φύση της δουλειάς των γονιών σας.
Ναι. Ήτανε δύσκολη υπόθεση ο ΤΙΤΑΝ, αλλά υπήρχε η ανάγκη εργασίας. Και τα σπίτια αυτά που μέναμε, τα περίφημα Οικήματα, ένα δωμάτιο ήταν και μια κουζίνα. Μας τα παραχωρούσε χωρίς νοίκι, οπότε ήτανε μεγάλη βοήθεια για τις οικογένειες αυτές, να έχουν στέγη και εργασία. Πηγαίναμε… οπουδήποτε κι αν πηγαίναμε, διασχίζαμε όλο το εργοστάσιο, δεν γινόταν αλλιώς, και πηγαίναμε στο σχολείο μας στην αρχή, στο λύκειο μετά, στο πανεπιστήμι[00:05:00]ο, πάντα διασχίζοντας τον ίδιο δρόμο. Η εργασία ήτανε δύσκολη γιατί έβαζαν φουρνέλα στο λοφάκι που υπήρχε. Αυτά έσκαγαν και έπεφταν μεγάλα κομμάτια πέτρες. Αυτά έμπαιναν σε κάτι τεράστιους μύλους, όπως λεγόντουσαν τότε, με φοβερές θερμοκρασίες και έσπαγαν σε μικρότερες πέτρες, έως ότου στην επόμενη φάση γινόταν τσιμέντο. Τότε ήταν και η ανοικοδόμηση της Ελλάδας, δηλαδή τότε ερχόντουσαν και απ’ τα χωριά οι άνθρωποι και χτίστηκαν πολυκατοικίες, οπότε το τσιμέντο ήτανε πολύτιμο. Αυτοί που δούλευαν στους μύλους ήταν πάρα πολύ δύσκολη δουλειά, γιατί είχε πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Για να σπάσεις την πέτρα, πόσους βαθμούς θα είχε; Ήτανε και άλλες ελαφρότερες δουλειές. Η Ελευσίνα είχε το πλεονέκτημα και μειονέκτημα μαζί ότι είχε σύνδεση με το τρένο, με την Πελοπόννησο και τη Βόρεια Ελλάδα. Είχε θάλασσα, ήταν πολύ κοντά στην Αθήνα, και όλα αυτά τα πλεονεκτήματα ήταν και η καταστροφή της, γιατί όλα τα αυτοκίνητα, όλα τα πλοία… Η Ελλάδα ήταν σε ανοικοδόμηση, ερχόντουσαν από τα εργοστάσια, και παίρνανε τα τσιμέντα. Δεν σταμάτησε ποτέ την παραγωγή, ακόμα και στην Κατοχή έκαναν επίταξη οι Γερμανοί και όταν στην αρχή αιχμαλώτισαν έναν, δύο εργάτες ο διευθυντής του ΤΙΤΑΝΟΣ τότε, Τσούντας λεγότανε, τους είπε ότι «Αν μου πάρετε ακόμα έναν, δεν θα μπορώ να δουλέψω το εργοστάσιο». Και αυτοί το είχαν ανάγκη γιατί έφτιαχναν τα οχυρά. Είχαν ανάγκη το τσιμέντο. Είχε ηλεκτρολογείο, μηχανουργείο μέσα, ό,τι χρειαζότανε βοηθητικά, για να μη σταματήσουν ποτέ να δουλεύουνε οι μύλοι που άλεθαν το τσιμέντο. Η ώρα που γινόταν αυτό, δηλαδή η εκτίναξη από τα φουρνέλα ήταν καθορισμένη. 12 το μεσημέρι και 5 το απόγευμα. Ηχούσε μια σειρήνα και βγαίνανε οι μητέρες και μας φώναζαν μέσα, γιατί πολλές φορές εκτοξεύονταν πέτρες και στα σπίτια μας. Και 5 το απόγευμα. Και μετά σήμαινε ξανά η σειρήνα, λήξη. Και πέφτανε πελώριοι βράχοι από το βουνό. Άλλοι εργάτες είχαν αυτήν την εργασία, να μεταφέρουν τους βράχους, με τα ειδικά μηχανήματα, κοντά στους μύλους. Άλλοι ήταν στους μύλους, άλλοι ήτανε… Μία ταινία έφερνε το τσιμέντο απευθείας στο πλοίο. Οπότε ήτανε καταπληκτική η ποσότητα που έφευγε. Βέβαια, γινόντουσαν πολλά ατυχήματα, όπως είναι φυσικό. Και στα σπίτια μας πέφταν πέτρες, αλλά εντάξει, το είχαμε συνηθίσει, δεν φοβόμασταν. Αλλά, γίνονταν πολλά και στους εργάτες. Υπήρχαν άνθρωποι με κομμένα δάχτυλα. Ένας που πήγε να καθαρίσει την ταινία, ενώ ήτανε σβηστή, ένας άλλος την άναψε χωρίς να ειδοποιήσει, του έκοψε το χέρι. Γινόντου[00:10:00]σαν ατυχήματα, όπως σε κάθε εργοστάσιο. Δούλευαν και πάρα πολλές γυναίκες εργάτριες, όχι στις πολύ βαριές δουλειές, αλλά οπωσδήποτε πολύ ανθυγιεινές. Αυτές ξετίναζαν με την βοήθεια μιας χοάνης που έβγαζε αέρα τα σακιά που ήτανε από πανί, για να τα ξαναχρησιμοποιήσουν, ωσότου βγήκαν τα χάρτινα και σώθηκε η κατάσταση κάπως. Τα πλοία προσέγγιζαν – όπως είπαμε – ακριβώς στην προβλήτα και με αυτό το σύστημα έπαιρναν γρήγορα τα τσουβάλια το τσιμέντο, αλλά και πάρα πολλά φορτηγά γέμιζαν με σακιά τσιμέντο για να πάνε σε όλη την Ελλάδα, γιατί υπήρχε οικοδομική δραστηριότητα μεγάλη. Όπως είχαμε σκόνη, όση και η πόλη, ίσως και λιγότερη, γιατί τις πιο πολλές φορές φυσούσε προς την πόλη. Αλλά, η θάλασσα μάς έδινε ζωή. Ναι. Τροφή. Και ακριβώς βγαίνοντας, σε γενικές γραμμές, βγαίνοντας από το ΤΙΤΑΝ, εκεί που γίνονται τώρα τα Αισχύλεια, ήτανε το Ελαιουργείο. Αυτό έπαιρνε τα υπολείμματα της ελιάς και τα έκανε λίπασμα. Μύριζε πάρα πολύ, γιατί ήτανε ελεύθερο στον αέρα, λόφοι από τέτοιο πράγμα. Αλλά, και η όλη η παραλία και η οδός είχε εργοστάσια. Το ΤΙΤΑΝ είχε δύο εισόδους. Μία από εκεί που είναι τώρα τα Αισχύλεια και μπαίνουμε μέσα, και μία άλλη, τη βόρεια, κάτω από τις καπνοδόχους που δεν επιτρεπόταν να μπαίνουν άνθρωποι, μόνο οι εργάτες και τα αυτοκίνητα. Οι καπνοδόχοι βέβαια, πελώριοι. Όταν έγιναν τα εγκαίνια του τρίτου μύλου είχε έρθει όλη η ιεραρχία, ο Βασιλιάς και εμείς παιδάκια ήμαστε, εντάξει. Μας άρεσε. Πανηγύρι. Ναι.
Η καθημερινότητα ενός παιδιού μέσα στο εργοστάσιο, πώς τη θυμάστε αυτήν την καθημερινότητα;
Πηγαίναμε στο σχολείο βέβαια. Κάναμε μπάνιο πολύ νωρίς, κρυφά, σχεδόν τον τελευταίο μήνα του χειμώνα αρχίζαμε. Επειδή ήμαστε της ιδίας οικονομικής κατάστασης όλοι, είχαμε κάνει μια παρέα αγόρια-κορίτσια και παίζαμε τα παιχνίδια τότε. Δηλαδή, ποδόσφαιρο με μπάλα φτιαγμένη από πολλά κουρέλια και δεμένα, καρύδια, που τα βάζαμε στη σειρά, και χτυπούσαμε, και τα έπαιρνε κάποιος, μπάλα. Κάναμε κοινές, έτσι, εορτές. Ας πούμε, η Καθαρά Δευτέρα ήταν όλη η γειτονιά ένα τραπέζι, 60 σπίτια. Και τις περιμέναμε πώς και πώς. Υπήρχε μεταξύ μας μεγάλη αγάπη και σύμπνοια. Εντάξει, σαν αδέλφια ήμαστε τα παιδιά. Αυτές ήτανε οι διασκεδάσεις μας. Το απόγευμα, ειδικά τα καλοκαίρια, φιλοξενούσαμε απ[00:15:00]ό την Αθήνα συγγενείς και φίλους που κάνανε μπάνιο κι εμείς μαζεύαμε από τη θάλασσα στρείδια, μύδια και οι μεγάλοι έκαναν ουζάκι. Και το βράδυ κοιμόμασταν έξω, γιατί βέβαια αν είχαμε πέντε επισκέψεις, πού να τους βάλουμε; Στρώναμε κουρελούδες, κουβέρτες και κοιμόμαστε εκεί. Δεν φοβόμαστε. Ποιον να φοβηθούμε; Δηλαδή, αυτά τα λίγα που είχαμε, τα χαιρόμασταν. Υπήρχε και ένα πουλμανάκι που ερχόταν κι έπαιρνε μερικά παιδιά για ιδιωτικό σχολείο, ελάχιστα, και εμείς τους σνομπάραμε. Και στο σχολείο τους λέγαμε «Εμείς πατήσαμε στα νερά, πατήσαμε στις λάσπες, μαμόθρεφτα» και τέτοια. Ήταν καλός άνθρωπος ο οδηγός και ιδιοκτήτης του ιδιωτικού. Άνοιγε την πόρτα για να μας πάρει, όταν έβρεχε καταρρακτωδώς και τέτοια, αλλά δεν καταδεχόμαστε. Και σπανίως πηγαίναμε κανένα σινεμά. Μετά, κατά την έκτη δημοτικού, σε ένα από τα σινεμά της Ελευσίνας, το ΡΕΞ, είχε μετά τις 10 ταινίες του τύπου κινούμενα σχέδια, επίκαιρα και τέτοια. Πηγαίναμε όλοι η πιτσιρικάδα, με 2 δραχμές είσοδο. Και το είχαμε χαρά. Βέβαια οι γονείς μάς χώνανε κι έναν εκκλησιασμό και λέγαν «Πρώτα θα πάτε εκκλησία και μετά σινεμά» αλλά εντάξει. Ναι. Έτσι διασκεδάζαμε. Και οι μεγάλοι κάνανε πολλά γλέντια μεταξύ τους με το τίποτα, με ένα μπουκάλι κρασί ή ούζο και τα θαλασσινά που φέρνανε. Έτσι, πολύ οικογενειακά ήμαστε όλοι.
Μου είπατε πριν για ένα μεγάλο γλέντι που κάνατε την Καθαρά Δευτέρα.
Ναι.
Θυμάστε ένα συγκεκριμένο γλέντι, που να σας έχει μείνει, ως ανάμνηση;
Αυτό της Καθαράς Δευτέρας, που από το βράδυ το ονειρευόμαστε. Κάθε σπίτι έβγαζε ένα τραπέζι έξω, και οι μητέρες μας συνεννογιόντουσαν «Εσύ θα τηγανίσεις πατάτες, κι εσύ, κι εσύ, κι εσύ...», γιατί μαζευόταν πολύς κόσμος. «Εσύ θα βράσεις φασόλια», γιατί ήτανε νηστεία, έπρεπε και να νηστέψουμε. Θαλασσινά είχαμε φυλάξει σε φωλιές, και πηγαίναμε και τα παίρναμε το πρωί, και τα ανοίγαμε. Παίζανε τα αγόρια, κυρίως βόλεϊ και τέτοια, γιατί πολλές φορές είχαμε και μεγάλη διαφορά ηλικίας, όπως εγώ με τα αδέλφια μου. Πετάγαμε αετό και ήτανε από τα μεγάλα γλέντια. Κι επίσης ήτανε μεγάλες στιγμές όταν γυρίζαμε από την Ανάσταση, που γυρίζαμε όλο μαζί το πλήθος, με τις λαμπάδες και τραγουδάγαμε στον δρόμο το Χριστός Ανέστη. Και μόλις περνάγαμε την πύλη, άναβαν τα φώτα. Και το θεωρούσαμε μεγάλη ευχαρίστηση και ήτανε βέβαια. Αυτό που λείπει σήμερα, η συντροφικότητα, η παρέα, η έλλειψη παρεξηγήσεων. Γινόντουσαν και μεγάλες ζαβολιές από τα αγόρια, κυρίως τα μεγαλύτερα, όπως ήταν τα αδέλφια μου, ας πούμε βάζανε σημάδι μια λάμπα. Ποιος θα μπορέσει να τη σπ[00:20:00]άσει με σφεντόνα. Εντάξει, τα καταφέρνανε βέβαια. Μετά είχαμε τιμωρία ανάλογη. Ή ξύλο ή «Γράψε 100 φορές "Δεν θα το ξανακάνω"». Ο πατέρας μου ήτανε και πολύ του βιβλίου, και τους έβαζε να διαβάζουνε βιβλία κλασικά, κι εμένα, ειδικά όταν ήτανε νυχτερινός, με έπαιρνε μαζί του το βράδυ, τα καλοκαίρια, και μου έλεγε «Αυτό το καλοκαίρι θα διαβάσουμε γαλλική λογοτεχνία». Δηλαδή όταν πήγα εγώ πρώτη δημοτικού, ήξερα ήδη τα θεμελιώδη κλασικά έργα από ρωσική, γαλλική και γερμανική λογοτεχνία. Ήταν ωραία, δηλαδή εντάξει, όσο και να προσπαθούσε μία εκπαιδευτικός, χωρίς παιδαγωγική, να μας υποβιβάζει, δεν τα κατάφερνε, γιατί νιώθαμε ότι ήμαστε λίγο παραπάνω.
Οι γονείς σας τι ακριβώς έκαναν στο εργοστάσιο;
Ναι. Ο πατέρας μου ήτανε θυρωρός στην κεντρική πύλη. Όποιο αυτοκίνητο έμπαινε ή έβγαινε, είχε ένα δωματιάκι και έγραφε σε έναν πίνακα «Το τάδε βγήκε για Λάρισα, το τάδε μπήκε» για να ξέρουνε τι γίνεται. Και η μαμά μου φρόντιζε για το σπίτι. Παρόλο που ο χώρος ήτανε ελάχιστος, γιατί ήταν το βουνό πίσω, είχε κότες, κουνέλια, και δεν μας έλειπε τίποτα από αυτά. Όταν ερχόντουσαν, ας πούμε, οι Αθηναίοι μένανε άναυδοι, που είχαμε πάντα το κρέας μας, τη σαλάτα μας, τα φρούτα μας, τα έτσι. Βέβαια πολύς κόπος για μια γυναίκα, μέσα σ' ένα τόσο μικρό σπίτι. Ναι. Αλλά, τα κατάφερνε. Η ζωή τις έκανε άξιες.
Θα ήθελα να μου πείτε αν σας απασχόλησε ποτέ το θέμα της ρύπανσης.
Όσο ήμαστε παιδιά και ζούσαμε μέσα, δεν το είχαμε συλλάβει. Όταν βγήκαμε από τα Οικήματα, και ήρθαμε στην πόλη, καταλάβαμε τι γίνεται. Βέβαια και μέσα, κάθε πρωί, ήτανε στρωμένο στις αυλές ένα στρώμα σκόνη. Και βγαίναν οι γυναίκες, καθαρίζανε. Αλλά το θεωρούσαμε ένα τμήμα της ζωής μας. Δεν είχαμε συνείδηση. Όταν πια μεγαλώσαμε, όταν βλέπαμε ότι οι γυναίκες, που δούλευαν μέσα, ήταν εξαιρετικά χλωμές, όταν γινόντουσαν εργατικά ατυχήματα, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι ναι μεν πρόσφερε δουλειά, αλλά έκανε και μεγάλη ρύπανση. Μεγάλη ζημιά.
Ωραία. Θα ήθελα να μου πείτε τι ταυτότητα θα δίνατε στα Οικήματα, τώρα ειδικά που τα αναπολείτε.
Ναι. Δεν είχαμε συναίσθηση της φτώχιας μας, και περνούσαμε ωραία και ευτυχισμένα, με αυτά που είχαμε. Και απ’ ότι έχω μιλήσει και με άλλους ανθρώπους, που έζησαν εκεί, την ίδια αίσθηση έχουν. Δηλ[00:25:00]αδή, ήτανε μια φτωχή γειτονιά μες το εργοστάσιο, πράγμα ασυνήθιστο, με ευτυχισμένα παιδιά. Η κυρία Ευαγγελία, που έχει το Ωδείο κάτω, δούλευε εκεί ο θείος της ως χημικός. Είχε βγάλει αυτή… αυτοί είχαν έρθει από την Ρωσία διωγμένοι. Και ήτανε ευγενής εκεί, αλλά και εδώ. Έχω στο τέλος του βιβλίου αφιέρωμα γι’ αυτόν, γιατί κυκλοφορούσε, όταν ήτανε φοιτητής του Πολυτεχνείου, και ο πατέρας μου μας έλεγε «Να γίνετε άνθρωποι. Να! Κοιτάξτε ο κυρ Πότιν». Χρύσανθος ήταν το όνομά του, αλλά και Πότιν το επίθετό του, από σεβασμό. Και του λέγαμε «Τι δουλειά κάνει ο κυρ Πότιν στο εργοστάσιο;». Λέει «Χημικός». «Και σε ποιο σχολείο πάει»; «Στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Να κοιταχτείτε να γίνετε και εσείς σαν τον κυρ Πότιν». Λέγαμε μέσα μας «Τι μας λέει;». Πάντως ήταν ωραία χρόνια, με τις δυσκολίες, με όλα αυτά. Ήταν ωραία χρόνια.
Θυμάστε κάποια γνωριμία που να κάνατε εκεί που να τη θυμάστε ακόμα έτσι με αγάπη;
Ναι. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ξεχώριζαν από εμάς, και στα ενδύματα, γιατί είχαν έρθει ευγενείς από την Ρωσία, ξέρεις, με δερμάτινα, με σκουφιά δερμάτινα τον χειμώνα, και τα βλέπαμε και χαζεύαμε. Κι εμένα μου άρεσε να πηγαίνω να μιλάω με τον κυρ Πότιν, παρότι ήμουν πολύ μικρούλα. Και του έλεγα, αυτός ακριβολογούσε, τις έπιανε τις λέξεις και τις περνούσε διυλιστήριο. Μια φορά του λέω «Κυρ Πότιν πήραμε ράδιο». Και μου λέει «Τι πήρατε;». Λέω «Ράδιο». Λέει «Α! Είσαστε πολύ πλούσιοι». Λέω «Γιατί, κυρ Πότιν; Και άλλοι στη γειτονιά, να σας πω και 4, 5 έχουν πάρει ράδιο». «Θα λες ραδιόφωνο. Το ράδιο είναι ραδιενεργό υλικό, πολύ ακριβό, κορίτσι μου». Και είχε και να μιλάμε ωραία ελληνικά, γιατί εμείς ήμαστε και λίγο αλητεία, έτσι. Βέβαια μπροστά σε αυτά που λένε τα παιδιά σήμερα, Παναγίες ήμαστε. Αλλά, τέλος πάντων. Και κυρίως με τους μεγάλους κόλλαγα. Μ’ άρεσε έτσι, αυτή η ευγένεια, νόμιζα είναι από άλλο πλανήτη άνθρωποι. Οι μορφωμένοι, ας πούμε, με άφηναν να πηγαίνω στη βιβλιοθήκη τους, και να βλέπω τώρα έναν τοίχο βιβλία και μου έλεγε «Όποτε θέλεις, να έρχεσαι να διαβάζεις». Λέω «Έχει και ο μπαμπάς μου βιβλία». Πράγματι, ο μπαμπάς μου είχε ένα μπαούλο με βιβλία και έλεγε... «Tι έχεις μέσα» του λέγαμε «μπαμπά»; Λέει «Έναν θησαυρό». Και μας εξίταρε τη φαντασία. Το κλειδί το είχε πάντα μαζί του. Μία μέρα που ένιωσε ότι καταλαβαίνουμε λέει «Ελάτε, θα σας ανοίξω το σεντούκι». Το άνοιξε και ήταν γεμάτο βιβλία, λογοτεχνία. Αλλά πιο πολύ μ’ άρεσε να συναναστρ[00:30:00]έφομαι με τους μεγάλους, έτσι, με αυτούς που θαύμαζα. Και βέβαια είχαμε και τους τύπους τους γλαφυρούς, που ερχόντουσαν. Λέγανε διάφορες ιστορίες το βράδυ, που καθόμαστε και τρώγαμε σποράκια από το πεπόνι, μουλιασμένα στον ήλιο, και είχαμε τον κύριο Λεωνίδα, τον Κόκκινο, που μας έλεγε σπαρταριστές ιστορίες. Αλλά, κυρίως κόλλαγα στους μεγάλους, έτσι. Μ’ άρεσαν.
Τι ήθελα να σας ρωτήσω; Ναι. Πώς θυμάστε αυτήν την Ελευσίνα, που γνωρίσατε μικρή, σε σχέση με τώρα;
Δεν έχει καμία σχέση. Τη θυμάμαι με αγάπη, με νοσταλγία. Να σου πω κάτι; Μακάρι να ξαναγύριζα σε εκείνα τα φτωχά χρόνια, σε εκείνη την ξεγνοιασιά. Δεν ξέρω γιατί νομίζαμε ότι η ζωή μας θα είναι πάντα Οικήματα, θάλασσα. Καμία σχέση με το τώρα. Και όλη αυτήν την πίεση που τραβάνε τα παιδιά και τους κινδύνους. Εμείς δεν είχαμε. Δεν είχαμε να φοβόμαστε τέτοια πράγματα. Ξέγνοιαστα. Τι να πρωτοθυμηθώ; Δεν είχαμε μαγιό. Κανείς, ούτε αγόρια ούτε κορίτσια. Με τα βρακάκια μας κάναμε μπάνιο. Αφού, σαν να είχαμε γεννηθεί την ίδια ώρα όλα. Θάλασσα, ό,τι μου έχει προσφέρει η ζωή από εκεί και πέρα, να γύριζα στα Οικήματα.
Πολύ ωραία χρόνια αυτά που μου περιγράφετε.
Δύσκολα κιόλας. Μας δυσκόλευε πολύ, ας πούμε, είχαμε μεγάλη διαφορά με τα άλλα παιδιά της Ελευσίνας στα ρούχα. Παρόλο που φοράγαμε ποδιές, εμείς παίρναμε μία ποδιά, και του χρόνου, και τον άλλον χρόνο είχαμε την ίδια. Από μέσα βάζαμε μια φούστα, γιατί ψηλώναμε. Ούτε λόγος να πάρουμε άλλη. Αυτά τα στερείσαι και το νιώθεις ότι τα στερείσαι, αλλά τα σημερινά παιδιά που στερούνται αγάπη, στερούνται στοργή: «Πού θα παρκάρουμε; Να τους δώσουμε ένα τάμπλετ να βλέπουνε». Εμείς είχαμε, και μεταξύ μας και με τους γονείς μας, όσες ώρες τούς έμεναν, πολλή αγάπη, και με τη γειτονιά. Ποιος θα χτυπήσει; Να τρέξουμε όλοι. Ο πατέρας μου είχε μάθει, επειδή ήταν στην Αλβανία νοσοκόμος, δηλαδή τον χρίσανε εκεί νοσοκόμο, δεν ήξερε ο άνθρωπος, και έκανε σε όλη τη γειτονιά ενέσεις, ήτανε ο γιατρός. Και ερχόντουσαν, μας χτύπαγαν την πόρτα, νύχτα πρωί «Έλα, χτύπησε το πόδι του, έλα». Και αν χτυπούσες τώρα; Δεν ξέρω πώς είναι στις άλλες γειτονιές, αλλά εδώ είμαστε ο καθένας μόνος.
Μάλιστα. Κάτι τελευταίο, θα ήθελα να μου μιλήσετε για τον Παναγιώτη Φαρμάκη.
Α! Τον Παναγιώτη. Είχα μπει στο πανεπιστήμιο στη Φιλολογία, αλλά μπορούσες όταν τελείωνες τη Φιλολογία, χωρίς κατατακτήριες, να μπεις στο δεύτερο έτος Ιστορικό- Αρχαιολογικό. Και πραγματικά, μόλις τελείωσα, μπήκα. Υπήρχε μεγάλη οικονομική πίεση και έπρεπε να βρω δουλειά. Δεν έβγαινε. Τέλος πάντων, ψάχνοντας, ρωτώντας, ζητώντας, βρίσκομαι στον Αρχαιολογικό Χώρο της Ελευσίνας. Εκεί έρχεται ο Παναγιώτης, με τα πολλά παλτά, το έν[00:35:00]α πάνω στο άλλο, και μου λέει «Εγώ θα σου δείχνω αρχαία. Είναι γεμάτη η πόλη αρχαία και τα σκεπάζουνε. Δεν κάνει! Δεν κάνει!». Στην αρχή δεν τον πήρα σοβαρά, τον είδα όμως με τρυφερότητα. Έμαθα και τον βίο του και ένιωσα ακόμα πιο συμπάθεια μεγάλη. Και πραγματικά, όπου έβρισκε αρχαία, ερχόταν και μου έλεγε «Στο τάδε οικόπεδο, τρέχα να προλάβεις. Μην πεις ότι σου το είπα εγώ». «Όχι» του λέω «Παναγιώτη». Πήγαινα στο οικόπεδο, πραγματικά τα γνώριζε, τα ξεχώριζε δε καλύτερα απ’ τον καλύτερο αρχαιολόγο. Μια φορά πέρασα ένα μεγάλο πρόβλημα με την υγεία μου, και είχε βγει η φήμη ότι πέθαινα. Και ο Παναγιώτης δεν με είδε ένα πρωί, δεν με είδε δύο πρωινά, στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου. Ρώτησε εκεί «Αυτή η νέα, η μικρή πού είναι;». Λέει «Άσ’ τα, Παναγιώτη, είναι στο νοσοκομείο και λένε ότι δεν είναι και καλά». «Σώπα ρε, τι λες;». Και απ’ ό,τι μου έλεγε ο άνδρας μου, ερχόταν εδώ απ’ έξω και έκανε βόλτες. Και για να μην παρεξηγηθεί ο άνδρας μου, του έλεγε «Έχει ένα οικόπεδο εδώ δίπλα, και θέλω να της το δείξω, όταν έρθει». Μου λέει ο άνδρας μου «Ο Παναγιώτης σε αναζητεί εσένα». Του λέω «Πιάσ’ τον και πες του ότι θα γίνω καλά, θα βγω, και να έχει τον νου του στα αρχαία όσο λείπω». Του το ‘πε. Μου λέει «Δεν έχω δει πιο χαρούμενο άνθρωπο». Και λέει «Εγώ ξέρω και σε πολλά έχω βάλει απάνω κλαδιά, πλέγματα, να μην τα πάρουν είδηση, ώσπου να βγει. Να τα δώσουμε στην Αρχαιολογία». Τέλος πάντων, βγαίνω και περπατούσα με τον σύζυγό μου, στον Άγιο Κωνσταντίνο μπροστά, και βλέπω τον Παναγιώτη. Πώς κάνουν τα πιστά σκυλάκια, που τρέχουν γύρω γύρω από τον αφεντικό τους; Αλλά ήθελε να είναι και διακριτικός μπροστά στον άνδρα μου. Και έλεγε «Ξέρεις, τις μέρες που έλειπες, πολλά αρχαία, πολλά αρχαία! Αύριο θα πας στη δουλειά;». Του λέω «Θα πάω. Θα κάτσω λίγες μέρες στο σπίτι και θα πάω. Αλλά ξέρεις, Παναγιώτη, θα βγαίνω κάθε πρωί στην πόρτα και θα μου λες τι καινούριο έχεις ανακαλύψει, μην μας το ισοπεδώσουνε». «Όχι, όχι, εγώ θα τα φυλάω». Τα έλεγα αυτά στην κόρη μου, μετά έφτιαξε και την υπέροχη ταινία ο Κουτσαφτής, και τον είδε η πόλη αλλιώς τον Παναγιώτη. Η κόρη μου τον έχει βάλει στο κομπιούτερ της. Ναι. Ήτανε, δεν ξέρω, ξωτικό της πόλης. Ονειροπλασμένος, χωρίς κακίες. Δεν ήθελε από κανέναν τίποτα. Ζούσε αυτόνομος, μόνο μην του πείραζες τα αρχαία. Καταπληκτικός. Νομίζω ότι ούτε αρχαιολόγος, ούτε δημαρχαίος, ούτε κανείς αγάπησε τον... τα αρχαία, όσο ο Παναγιώτης. Ναι. Και ξεχώριζε, ρε παιδί μου, ξεχώριζε. Ήμουνα σε ένα οικόπεδο, κάναμε τομές μέσα για να δούμε τι υπάρχει ακριβώς, και μου έλεγε «Εδώ ήσαν πλούσιοι». «Γιατί, ρε Παναγιώτη; Πού το κατάλαβες;». «Έχει νομίσματα στους τοίχους». Λέω «Ονειροφαντάσματα του Παναγιώτη». Έρχεται ο καθηγητής, ο φιλόλογος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο αείμνηστος Μπακαλάκης, και μου λέει «Έχεις τον φύλακα εδώ». Λέω «100 φύλακες». Μου λέει «Πολλά νομίσματα έχει αυτό[00:40:00] το σπίτι». Λέω «Πάει, θα με τρελάνουνε». Και καλά ο Παναγιώτης, ονειροφαντάζεται, αλλά ο καθηγητής; Και παίρνει ένα ειδικό εργαλειάκι ο καθηγητής, και έκανε έτσι στον τοίχο, και έβγαζε. Ναι. Και του λέω «Κύριε καθηγητά, θα με τρελάνετε και εσείς και ο Παναγιώτης». Μου λέει «Κοίτα, όπου το χώμα είναι άλλο χρώμα, έχει νόμισμα». Και τα βάζαμε σε ένα δοχείο, τους βάζαμε μέσα οξύ, και τα καθαρίζαμε και βλέπαμε τις ημερομηνίες, τις κεφαλές, επί ποιου αυτοκράτορος ήτανε. Αλλά ο Παναγιώτης ήτανε ανώτερος, ανώτερη ψυχή. Απ’ τις πιο αθώες που έχει περπατήσει σε αυτήν την πόλη.
Κυρία Αργυρώ, δεν έχω να σας ρωτήσω κάτι άλλο.
Ναι.
Αν εσείς δεν έχετε να προσθέσετε κάτι, τελειώσαμε.
Ναι. Αν θυμηθώ κάτι αξιόλογο, πάνω στις ερωτήσεις που μου έκανες, μπορεί να σου τηλεφωνήσω να συμπληρώσουμε.
Εννοείται.
Ή αν εσύ νομίζεις ότι κάτι βγήκε λειψό, επειδή έτυχε σήμερα να είμαι λίγο κουρασμένη.
Εντάξει.
Έτσι; Χωρίς κανέναν ενδοιασμό.
Ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ.
Τίποτα, κορίτσι μου.