© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Τάκη-Λούκας Χαρισιάδης – Η πορεία και η εμπειρία του ως δεξιοτέχνη του λαϊκού κλαρίνου

Κωδικός Ιστορίας
12418
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δημήτριος Χαρισιάδης (Δ.Χ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/09/2022
Ερευνητής/τρια
Θεόδωρος Φράγκος (Θ.Φ.)
Θ.Φ.:

[00:00:00]Καλησπέρα. Πείτε μου το ονοματεπώνυμό σας.

Δ.Χ.:

Δημήτριος Χαρισιάδης Λούκας.

Θ.Φ.:

Ωραία–.

Δ.Χ.:

Το παρατσούκλι μας, επειδή –Λούκας– έλεγαν τον παππού μας Λουκά, και μας είπαν το καλλιτεχνικό Λουκά. Δημήτριος Χαρισιάδης Λούκας. Κατάλαβες;

Θ.Φ.:

Ωραία. Εγώ είμαι ο Θεόδωρος Φράγκος, ερευνητής για το Istorima, με τον Χαρισιάδη Τάκη.

Δ.Χ.:

Λούκα.

Θ.Φ.:

Τάκη-Λούκα Χαρισιάδη.

Δ.Χ.:

Ναι.

Θ.Φ.:

Βρισκόμαστε στο Δελβινάκι, στο μαγαζί του γιου του.

Δ.Χ.:

Ακριβώς.

Θ.Φ.:

Στην πλατεία του χωριού. Η ημερομηνία είναι 11 Σεπτεμβρίου.

Δ.Χ.:

Ναι.

Θ.Φ.:

Κύριε Τάκη, εσείς πού γεννηθήκατε;

Δ.Χ.:

Εγώ γεννήθηκα στα Δολιανά και μετά έκατσα πολλά χρόνια. Ένα φεγγάρι, μόλις παντρεύτηκα, έφυγα από τα Δολιανά και ήρθα εδώ. Ο πατέρας μου ήταν από εδώ. Αλλά καθόμασταν παλιά στον παππού μου. Στον παππού μου, εκεί μας είχε μεγαλωμένα. Έπαιζε ντέφι αυτός ο παππούς μου. Ήταν με Ζαγορίσιο. Ήταν από το Βιτσικό. Από το Πάπιγγο κοντά, ένα χωριό. Ήταν Ζαγορίσιος αυτός–.

Θ.Φ.:

Πώς λεγόταν;

Δ.Χ.:

Κι έπαιζε. Ζήκος Παναγόπουλος.

Θ.Φ.:

Άρα, εσείς από την αρχή ακούγατε πιο πολύ ζαγορίσια μουσική;

Δ.Χ.:

Ναι, ναι. Κι εγώ κατάγομαι, να πούμε, στα Δολιανά, γιατί κι εγώ δεν παύω να είμαι... Έπαιζα στο Ζαγόρι.

Θ.Φ.:

Από πότε;

Δ.Χ.:

Πήγαινα. Από τότε που ξεκίνησα, πήγαινα. Πότε-πότε πήγαινα. Μετά πήγαινα συνέχεια.

Θ.Φ.:

Αλλά εσείς σε ποια περιοχή ξεκινήσατε να παίζεται μουσική; Και πότε;

Δ.Χ.:

Σε όλα τα χωριά εδώ, της Ηπείρου. Βασιλικό, Κεφαλόβρυσο. Εδώ, όλα τα χωριά μας εδώ.

Θ.Φ.:

Σε ποια ηλικία;

Δ.Χ.:

Απ' τα 15 χρονών, 16, άρχισα να παίζω.

Θ.Φ.:

Και κάνατε εξάσκηση από πιο μικρός;

Δ.Χ.:

Ναι, βεβαίως. Από τον Φίλιππα τον Ρούντα. Εκεί μάθνισκα. Είχε πολλούς μαθηταίους, είχε και Ρομά από τον Παρακάλαμο. Εγώ τον είχα θείο, αξαδέρφια με τη μητέρα μου.

Θ.Φ.:

Αυτός τι όργανο έπαιζε;

Δ.Χ.:

Κλαρίνο.

Θ.Φ.:

Κι εσείς πώς και ξεκινήσατε το κλαρίνο κι όχι άλλο όργανο;

Δ.Χ.:

Μ' άρεσε το κλαρίνο και ξεκίνησα. Κοιμόμουν μ' αυτό, τόσο αγάπη του είχα. Λοιπόν, εξελίχτηκα μετά. Έπιασα γνωριμίες κι έπιανα δικιές μου δουλειές μετά, και ξεκίνησα. Και μετά πήγα Θεσσαλονίκη να παίξω με ένα συγκρότημα. Έπαιξα και με το Γρηγόρη τον Καψάλη στην «Ψάθα», επάνω στις Καμάρες – Εγνατία είναι αυτό. Στην «Ψάθα», είχε ένα κέντρο. Ήταν Ζαγορίσιος αυτός και είχε κέντρο διασκεδάσεως, και πήγα κάνα δυο χειμώνες. Κι έχω παίξει με τον Φωτίου τον τραγουδιστή. Ο μακαρίτης ο Φωτίου δεν είναι τώρα. Ήταν από το Αθαμάνιο, Άρτα. 

Θ.Φ.:

Στο όνομα;

Δ.Χ.:

Χρήστος Φωτίου.

Θ.Φ.:

Και ποιος την είχε κλείσει τη δουλειά; Εσύ την είχες κλείσει εκεί;

Δ.Χ.:

Εκεί μας πήρε το κέντρο. Για έναν χειμώνα.

Θ.Φ.:

Ήσασταν συγκρότημα;

Δ.Χ.:

Όχι. Συγκρότημα ήταν διάφοροι από τα Γρεβενά. Κάποιος Γκιουλέκας με το βιολί, ήταν καλός αυτός, καλό βιολί. Γιατί έρχονταν Γρεβενιώτες κιόλας εκεί στο κέντρο, και ζήτηξε εμένα μαζί με το Φωτίου, να παίξουμε κι εμείς. Ένα χειμώνα παίξαμαν, τρεις-τέσσερις μήνες. Κάθε βράδυ παίζαμαν. Ήταν κέντρο διασκεδάσεως. Κι έρχονταν... Έχουμε και πολλούς Ηπειρώτες στην Θεσσαλονίκη. Παιδιά που πήγαιναν, φοιτούν απ' τα Γιάννενα, έρχονταν διασκέδαζαν εκεί. 

Θ.Φ.:

Τους γνωρίζατε τους άλλους μουσικούς πριν πάτε;

Δ.Χ.:

Όχι, δεν είχαμαν και τόσο πολλή γνωριμία. Μετά γνωριστήκαμε. Ήταν καλοί μουσικοί. Γκιουλέκας, ο Σπύρος, ο αδερφός του ο άλλος. Πάει κι αυτός, δεν είναι στη ζωή τώρα.

Θ.Φ.:

Τι μάθατε απ' αυτούς;

Δ.Χ.:

Μάθαμε, πώς δεν μάθαμε; Έπαιζαν άλλο στυλ αυτοί. Τα Γρεβενιώτικα τα έπαιζαν πιο καλύτερα. Εμείς παίζαμαν τα Ηπειρώτικα, άλλα. Τσάμικα και τέτοια, Πελοποννήσια και τέτοια, [00:05:00]τα παίζαμε εμείς. Λοιπόν, εμείς οι Ηπειρώτες τα παίζουμε, λίγο απ' όλα τα παίζουμε. Γιατί και το Ηπειρώτικο είναι δύσκολο παίξιμο. Βέβαια! Το Ηπειρώτικο είναι...

Θ.Φ.:

Στην αρχή ήταν εύκολο; Πώς ξεκινήσατε;

Δ.Χ.:

Ε, σιγά-σιγά, πήρα ένα κλαρίνο τότε, ένα εκεί για μάθημα. Ήμασταν και φτωχοί τότε, δεν είχαμαν. Το πήρα από ένα χωριό –από έναν εκεί, παππού–, το έμαθα εκεί σιγά-σιγά. Ύστερα εξελίχτηκα, πήρα άλλο, πιο καλύτερο μετά κλαρίνο. Η δουλειά είναι ότι παίξαμε σε πολλές μεριές εμείς. Πού να σου πω; Μετά πήγα στην Αθήνα σε κέντρα. Άλλαξα πολλά κέντρα. Έπαιξα στο Ελληνικό Χωριό με τον Σταύρο τον Καψάλη – δυο κλαρίνα, με το παιδί του το Γιάννη. Τότε έβγαινε ο Γιάννης κι εμείς τον ανεβάσαμε και γίνηκε αυτός που είναι τώρα. Είχαμαν τον Τζίμα τραγουδιστή, την Παγώνα. Ήμασταν καλό συγκρότημα. Ο Αλέκος ο Κιτσάκης – «Στρατηγέ», μού έλεγε εμένα. Ήμασταν καλό συγκρότημα, εννιά άτομα, οχτώ άτομα.

Θ.Φ.:

Και όταν πήγατε στην Αθήνα πώς σας φάνηκε η μετάβαση; Μείνατε εκεί, έτσι;

Δ.Χ.:

Ναι, νοίκιασα εκεί μετά και κάθομουν εκεί. 

Θ.Φ.:

Και πώς ήτανε; Από το χωριό που είχατε μεγαλώσει, πήγατε στην Αθήνα.

Δ.Χ.:

Ναι, μου άρεσε ύστερα, μου άρεσε. Κάθε βράδυ παίζαμαν. Πηγαίναμαν τις βραδινές ώρες – 21:00-22:00 ξεκινούσαμαν και τελειώναμαν στις 04:00-05:00 το πρωί. Κι έρχονταν από διάφορα, από όλη την Ελλάδα έρχονταν. Τι Πελοποννήσιοι, τι Ηπειρώτες, τι Θρακιώτες.

Θ.Φ.:

Πολλές ώρες παίζατε, ε;

Δ.Χ.:

Παίζαμαν πολλές ώρες. Ήταν καλά χρόνια τότε που παίζαμαν. Ο κόσμος είχε...

Θ.Φ.:

Και ποιο ήταν το κλίμα μέσα εκεί που παίζατε; Δηλαδή πώς γλεντάγανε; Κάνανε παραγγελίες; Είχατε πρόγραμμα;

Δ.Χ.:

Ναι, ναι. Όχι! Τι πρόγραμμα να ‘χουμε; Μας έδιναν παραγγελία. «Το τάδε τραπέζι», σου έλεγε και έρχονταν η σειρά του κι έλεγε: «Να σηκωθεί η τάδε παρέα». Με νούμερα, μέσα στο κέντρο. Και παίζαμε εκεί. 

Θ.Φ.:

Ωραία. Τότε δηλαδή ήσασταν ήδη αρκετά καλός, ώστε να παίζετε όλο το πρόγραμμα. Πριν από αυτό, όταν μαθαίνατε ένα προς ένα τα τραγούδια, πού τα βρίσκατε; Πώς;

Δ.Χ.:

Κοίταξε να δεις. Ένα τραγούδι–. Γιατί το κέντρο είναι δεύτερο σχολείο. Ένα τραγούδι που δεν το ξέρεις, πας φυλάγοντας, το έβγαζαν το βιολί, οι τραγουδισταί. Το σημείωνες, και την άλλη την ημέρα κάθοσουν το μελετούσες. Για μας ήταν εύκολο. Το μελετούσες, το περνούσες και το είχες μετά. Πάει το πέρασες. Γι' αυτό σου λέω. Είναι δεύτερο σχολείο το πατάρι. 

Θ.Φ.:

Και εδώ, ακόμα πιο πριν, που μάθατε πρώτο. Ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι; Θυμάστε;

Δ.Χ.:

Ε, ξεκινήσαμαν με Ηπειρώτικα εδώ πέρα. Μοιρολόγια τοπικά, από τους παλιούς. Ακούγαμαν κασέτες, ακούγαμαν παλιά κλαρίνα, να πούμε. 

Θ.Φ.:

Είχατε επαφή με τα Γιάννενα και–.

Δ.Χ.:

Ναι, και μας άρεζαν τα τραγούδια αυτά. Όποιο ήθελα και μου άρεζε το περνούσα. Ένα μοιριολόι, ένα Πωγωνίσιο. Ήταν κι ο Κράνιας τότε εδώ πέρα, καλό στόμα. Ο μακαρίτης ο Κράνιας. Έχω παίξει. Συνεργάστηκα πολλά χρόνια μ' αυτόν. Τον αγαπούσε ο κόσμος εδώ, καλό στόμα. Σαν τον Κράνια τώρα, το στυλ του Κράνια δεν... Αφού σου έβγαζε τραγούδι. Όποιος χόρευε εκείνη τη στιγμή, τέτοιο μυαλό που είχε σου έβγαζε τραγούδι. Πολύ καλός.

Θ.Φ.:

Αυτοσχεδιασμό έκανε.

Δ.Χ.:

Ναι, ακριβώς έτσι, έτσι.

Θ.Φ.:

Με το κλαρίνο κάνεις κι εσύ τέτοια;

Δ.Χ.:

Πώς δεν έκανα;

Θ.Φ.:

Τώρα έχεις πάρει σύνταξη;

Δ.Χ.:

Ναι, έχω πάρει σύνταξη. Συνταξιούχος είμαι τώρα. 

Θ.Φ.:

Εσύ είσαι από μουσική οικογένεια, έτσι;

Δ.Χ.:

[00:10:00]Ναι, ναι. Από μουσική.

Θ.Φ.:

Και πώς σκέφτηκες ότι: «Θα ξεκινήσω να παίξω μουσική κι εγώ»; Ήτανε σίγουρο ότι εσύ θα ξεκινήσεις;

Δ.Χ.:

Σίγουρος δεν είναι κανένας, αλλά το αγαπούσα το όργανο. Και μετά σιγά-σιγά είδα που με αγαπούσαν ο κόσμος, χαίρομουν κι εγώ. Είχα δημόσιες σχέσεις, άιντε! Από εκεί ξεκινάν όλα.

Θ.Φ.:

Είχες και καθόλου βάρος ότι είναι η κληρονομιά αυτή της οικογένειάς σου;

Δ.Χ.:

Λέω «εμείς είμαστε κι από καλό σόι -λέω-, παίζουν όλοι όργανα». Δεν φοβόμουν. Όποιο ήθελα, πήγαινα στο Φίλιππα. Ήταν πολύ καλό κλαρίνο ο Φίλιππας. Ήξερε και τα Ζαγορίσια, γιατί στο Ζαγόρι έπαιζε. Τον έχεις ακουστά τον Φίλιππα Ρούντα; Εκεί μάθνισκε κι ο Πέτρος ο ξαδερφός μου, ο Πετρολούκας. 

Θ.Φ.:

Έχετε συνεργαστεί μ' αυτόν;

Δ.Χ.:

Με τον Πέτρο; Βεβαίως, όταν ήρθε από την Αμερική ο Πέτρος. Είχε πολλά χρόνια στην Αμερική κι έπαιζε τουρκάλα.

Θ.Φ.:

Αλά τούρκα.

Δ.Χ.:

Ήταν τέτοιο το μοτίβο του να παίζει. Τσιφτετέλια και τέτοια, τούρκικα. Χόρευε μέσα σε τέτοιο κέντρο στην Αθήνα – στην Νέα Υόρκη, εκεί που ήταν. Να μην τα πολυλογώ, ήταν καλός κι από τότε αυτός. Αλλά ύστερα, αφού έπαιζε χρόνια στην Αμερική ο Πέτρος, ο ξαδερφός μου, δεν ήτανε ύστερα προσαρμοστεί στα Πωγωνίσια. Ταλαντεύτηκε λιγάκι. Όταν ήρθε, δυσκολεύτηκε να παίξει. Αλλά αυτός όμως έπαιξε με πολλά κλαρίνα, ύστερα παίξαμαν και μια χρονιά μαζί στη Βερανζέρου, στο Ελληνικό Χωριό. Παίξαμαν ένα χειμώνα, έξι μήνες. Σιγά-σιγά, δεν ήτανε κι αρχάριος ο Πέτρος. Μετά πάλι επανήλθε το Ηπειρώτικο, γιατί έπαιζε καλά ο Πέτρος. Έπαιζε, να μη λέμε τώρα! Έπαιζε καλά.

Θ.Φ.:

Εσείς εκείνη–. Πείτε μου.

Δ.Χ.:

Τον Κυρίτση τον Αντώνη τον είχαμαν εμείς με τον Μπραχόπουλο. Θα σου δείξω φωτογραφίες, έχω εδώ. Το 1997, μικρός ο Κυρίτσης. Και μετά σαν διαλύσαμαν εμείς, άλλος τράβηξε το δρόμο του από εδώ κι από εκεί. Έπαιξε με τον Πετρολούκα και γίνηκε ζευγάρι με τον Πέτρο. Θα σου δείξω, έχω φωτογραφίες. Θα δεις ημερομηνίες παλιές κι αυτά. Και μετά πήγαινα κάθε χειμώνα εγώ στην Αθήνα κι έπαιζα. Το καλοκαίρι έρχομουν εδώ στα πανηγύρια, σε γάμους. Και το χειμώνα παίζαμαν – μετά από τις 10 Σεπτεμβρίου αρχίζαν τα κέντρα διασκεδάσεως εκεί. Και σου έκανε συμβόλαιο για έξι μήνες, για πέντε μήνες. Κοντά το Πάσχα φεύγαμε εμείς. 

Θ.Φ.:

Ενώ έμενες στην Αθήνα, έκανες και ηχογραφήσεις για δισκογραφικές;

Δ.Χ.:

Ακριβώς, βέβαια. Πήγαινα στο ΕΡΤ, στο ΕΡΤ1, στο ΕΡΤ2 με τον Σάββα τον Σιάτρα και βγάζαμαν στη ραδιοφωνία, μας έδειχναν. Έχω παίξει σε πολλά. Ήταν η δουλειά μου τέτοια. Μετά, ύστερα γνωρίστηκα.

Θ.Φ.:

Και όταν γυρνάγατε πίσω, πού σας άρεσε περισσότερο; Στο πάλκο που λένε; Στο κέντρο ή εδώ στην Ήπειρο, να παίζετε;

Δ.Χ.:

Κοίταξε να δεις, μου άρεσε και το κέντρο. Μου άρεσε και το κέντρο, γιατί έπαιζες διάφορα τραγούδια. Είχε μεγάλο ρεπερτόριο. Εδώ στην Ήπειρο με τρία-τέσσερα τραγούδια βγάζεις τη δουλειά, δεν ζητάν ο κόσμος τραγούδια πολλά. Αυτά που σου λέω είναι αλήθεια. Ενώ έξω απ' τα Γιάννενα παίζεις πολλά τραγούδια. Πρέπει να είσαι κάποιος για να παίξεις, να βγάλεις σήμερα δουλειά. Εδώ άμα δείξω εγώ πέντε τραγούδια, δέκα, σε κάποιον, πήγε να βγάλει γάμο.

Θ.Φ.:

Αλλά έχει νόημα και το πώς το παίζει, έτσι;

Δ.Χ.:

Και πώς. Ναι, ακριβώς. Όλα τα κλαρίνα σήμερα, αυτά τα παιδάκια που βγαίνουν, εγώ χαίρομαι να βγει ένας να κρατήσουμε την παράδοση. Να παίξουν πώς παίζαμαν εμείς οι παλιοί.

Θ.Φ.:

Σας έχουν έρθει να τους μάθετε, κανένας; Έχετε διδάξει σε [00:15:00]κανέναν; Έχετε το γιο σας.

Δ.Χ.:

Ε, το γιο μου εδώ, αλλά ύστερα ασχολήθηκε– πήγε στη Γερμανία. Το έχει το όργανο, αλλά το έχει έτσι για... Κι είναι καλός! Κι είναι καλός. Αλλά ασχολήθηκε με άλλα θέματα, με μαγαζιά, με τέτοια. Και κάπου, καμιά φορά, τον έπαιρνα εγώ κοντά μου και ήταν καλό κλαρίνο. Αλλά δεν θέλει να ασχοληθεί, το έχει έτσι για χόμπι. Και θέλω να σου πω, τα κλαρίνα σήμερα τα ακούω μερικά και στενοχωριέμαι, διότι δεν κρατάν την παράδοση. Άρχισαν τώρα και παίζουν αυτά τα τσιγγανίστικα, και σου ‘πα, μου ‘πες. Δεν είναι τραγούδια αυτά.

Θ.Φ.:

Είναι άλλη μουσική.

Δ.Χ.:

Αυτά τα τραγούδια σήμερα είναι και του χρόνου δεν είναι. Δεν είναι παράδοση αυτή. Τα παλιά τα τραγούδια, να πούμε, όλα τα παλιά τα τραγούδια να χαίρεσαι να τα ακούς, και να κρατήσουν την παράδοση. Είναι μερικά κλαρίνα τώρα, τι να σου πω. Ακούω και λυπάμαι.

Θ.Φ.:

Αυτό εξαρτάται και από τους χορευτές και από αυτούς που τα ζητάνε;

Δ.Χ.:

Όχι, όχι. Ο χορευτής θα ζητήσει το τραγούδι εκείνο που–. Τα χάλασε η νεολαία τα τραγούδια τώρα. Η νεολαία ζητάει όλο αυτά τα δυο-τρία μοντέρνα. «Ραβασάκια» και «Πω, πω, πω» και άστα, δεν είναι τραγούδια αυτά. Αυτά για μένα δεν είναι τραγούδια. Εγώ όταν καθομαι και βάζω ίντερνετ, θα βάλω παλιά τραγούδια να ακούσω. Θα ακούσω τον Κίτσιο τον Χαρισιάδη, θα ακούσω πολλά κλαρίνα, να πούμε. Κι ο Γρηγόρης ο Καψάλης είναι καλό κλαρίνο στο Ζαγόρι – για το Ζαγόρι, στο είδος του. Έχω παίξει πολλές φορές με τον Γρηγόρη. 

Θ.Φ.:

Στο Ζαγόρι ή στην Αθήνα; Ή στη Θεσσαλονίκη;

Δ.Χ.:

Και στη Θεσσαλονίκη και με έπαιρνε σε εκδηλώσεις εδώ –πηγαίναμαν δυο κλαρίνα–, έξω απ' τα Γρεβενά.

Θ.Φ.:

Και είδατε διαφορά στο παίξιμο εκεί στα πατήματα;

Δ.Χ.:

Ναι, έχει διαφορά. Έχει διαφορά. Το Ζαγόρι έχει άλλο παίξιμο. Έχει Ζαγορίσια. Είναι τρία-τέσσερα Ζαγορίσια που...

Θ.Φ.:

Εκεί παίζουνε και Πωγωνίσια όμως.

Δ.Χ.:

Παίζουν και Πωγωνίσια, αλλά τα περισσότερα είναι Ζαγορίσια.

Θ.Φ.:

Αυτό το μπλέξιμο πώς σας φαίνεται εσάς, το να παίζουνε; Δίπλα είναι, βέβαια, εντάξει.

Δ.Χ.:

Κοίταξε να δεις, εμένα μ' αρέσει. Είναι καλά τραγούδια και τα Ζαγόρι έχει καλά τραγούδια. Έχει καλά τραγούδια.

Θ.Φ.:

Προς την Κόνιτσα δουλέψατε καθόλου;

Δ.Χ.:

Πήγα και στην Κόνιτσα. Άλλο παίξιμο εκεί πάλι. Εκεί είναι άλλο πάλι.

Θ.Φ.:

Είναι πιο κοντά στα Γρεβενά εκεί;

Δ.Χ.:

Ε, ναι. Έχουν άλλο παίξιμο εκεί. 

Θ.Φ.:

Και πώς το–; Αυτά είναι πολύ μεγάλη λεπτομέρεια. Πώς το–;

Δ.Χ.:

Κι εμείς τα κλαρίνα εδώ τα Ηπειρώτικα, είμαστε αναγκασμένοι να μάθουμε από κάθε χωριό από τρία τραγούδια για να του προσφέρουμε, να δείξουμε κι εμείς κάτι. Δεν είμαστε να τα ξέρεις όλα, η αλήθεια να λέγεται, αλλά τρία-τέσσερα τραγούδια πρέπει να τα ξέρεις. Πρέπει να τα ξέρουμε, να μην είμαστε εγωιστές.

Θ.Φ.:

Και με τον σωστό τρόπο, ε;

Δ.Χ.:

Ακριβώς. Έχουν τρόπο άλλο αυτοί στο... Όπως έχουμε εμείς στα Ηπειρώτικα. 

Θ.Φ.:

Και άλλους χορούς.

Δ.Χ.:

Ακριβώς.

Θ.Φ.:

Εδώ που είστε στα σύνορα με την Αλβανία, βρίσκετε κοινά;

Δ.Χ.:

Κοίταξε, αυτοί έχουν άλλο στυλ. Άλλο στυλ, τι να σου πω τώρα; Δεν μπορώ να πω.

Θ.Φ.:

Με τα νότια, που είναι ελληνόφωνοι; 

Δ.Χ.:

Αυτοί κι απ' τεμάς έχουν, οι περισσότεροι που μένουν εδώ στην Ελλάδα. Έχουν εξελιχτεί κι αυτοί. Πώς παίζει ο Πετρολούκας, πώς παίζει ο Τάκη-Λούκας, κι άρχισαν κι αυτοί να μπαίνουν στο νόημα.

Θ.Φ.:

Εδώ κάνετε βραδινά πανηγύρια και ημερήσια πανηγύρια.

Δ.Χ.:

Ναι.

Θ.Φ.:

Πώς γίνεται ένα ημερήσιο πανηγύρι; Αν μπορείς να μου το περιγράψεις.

Δ.Χ.:

Κοίταξε να δεις, άμα είναι έθιμο από παλιό, κάνει και ημερήσιο.

Θ.Φ.:

Πώς γίνεται, ας πούμε;

Δ.Χ.:

Γιατί μαγειρεύουν κιόλας. Μαγειρεύουν, φτιάχνουν αυτό το πλιγούρι –«κοφτό» το λέμε εμείς εδώ– και τρώνε το μεσημέρι. Ή ρύζι με κρέας, και μετά βγάζουν την εικόνα για την εκκλησία. Ό,τι έχει ευχαρίστηση ο καθένας, πετάει. Είναι έθιμο αυτό από εκείνα τα χρόνια και δεν μπορούν να το κόψουν το έθιμο. Κι εμένα μ' αρέσει, είναι καλό αυτό. Ε, παίζεις, να πούμε, το [00:20:00]απόγευμα μετά απ' το φαγητό. Τραβάει πόσο τραβάει, θα κάτσεις δυο ώρες να ξεκουραστείς και πάλι συνεχίζει το γλέντι. Μπορεί να συνεχίσει και την άλλη την ημέρα. Δυο μέρες!

Θ.Φ.:

Κούραση δεν είναι αυτό μεγάλη;

Δ.Χ.:

Ε, μωρέ, εντάξει, τι κούραση; Εμείς δεν κουραζόμαστε. Το κλαρίνο δεν θέλει δύναμη, το κλαρίνο αέρα. Όσο φυσάς αν ήταν έτσι, θα πεθαίναμε. Δεν είναι, μια τεχνική είναι. Κατάλαβες;

Θ.Φ.:

Την εξέλιξες με τα χρόνια.

Δ.Χ.:

Ε, τεχνική είναι το κλαρίνο. Είναι πώς το φύσημα. Δεν είναι να βγάλουμε τα πλεμόνια μας. Κούραση; Τι κούραση; Άμα πληρώνεσαι κιόλας, εντάξει. Αρκεί να ‘χεις καλό κόσμο – ο κόσμος είναι που μετράει.

Θ.Φ.:

Τους ξέρεις εδώ στα χωριά αυτά εδώ, ε; Τον κόσμο –αυτός που χορεύει– συνήθως τους ξέρεις τι θέλουνε;

Δ.Χ.:

Πώς; Ναι. Όχι, κοίτα να δεις. Μερικούς τους ξέρω, τους θυμάμαι. Αλλά να κάτσεις να θυμηθείς τώρα τι τραγούδια ζητάει ο καθένας, δεν μπορείς. Θα σου πει ονομαστικά: «Θέλω του Κωσταντάκη, θέλω το “Μπεράτι”, θέλω το ζαγορίσιο, θέλω...». Πολλά τραγούδια.

Θ.Φ.:

Και πώς; Επικοινωνείτε με αυτούς; Μιλάτε την ώρα που χορεύουνε;

Δ.Χ.:

Όχι, πώς θα–; Παίζω, και σου λέει: «Θέλω το τάδε το τραγούδι και το τάδε». Και μετά κάνεις και μια επιλογή δικιά σου, παίζεις και κανένα γύρισμα άλλο. Αυτό ήταν.

Θ.Φ.:

Δεν σου λέει και πώς να το παίξεις όμως, πώς το θέλει; Πώς το καταλαβαίνεις;

Δ.Χ.:

Το καταλαβαίνεις από το χορό. Μπορεί ο άλλος θέλει λίγο αργότερα, άλλος θέλει λίγο γρηγορότερα. Τον καταλαβαίνουμε. 

Θ.Φ.:

Χορεύεις εσύ καθόλου;

Δ.Χ.:

Άμα τύχει χορεύουμε, εντάξει.

Θ.Φ.:

Πρέπει να τους ξέρεις τους χορούς για να παίξεις κιόλας, ε;

Δ.Χ.:

Όχι, όλους τους χορούς δεν τους ξέρω, αλήθεια να λέγεται. Κανένα απλό τραγούδι.

Θ.Φ.:

Πρώτος; Ή όχι;

Δ.Χ.:

Ορίστε;

Θ.Φ.:

Χορεύεις και πρώτος, έτσι πιο–;

Δ.Χ.:

Ε, άμα τύχει, να πούμε, χορεύω και πρώτος. Λίγο, έτσι καμιά βόλτα.

Θ.Φ.:

Με τι γλεντάς εσύ; Τι σου αρέσει να ακούς;

Δ.Χ.:

Πολλά τραγούδια μ' αρέσουν κι εμένα. Και Πελοποννήσια μ' αρέσουν, και τα Ηπειρώτικα μ' αρέσουν, και τα Ζαγορίσια μ' αρέσουν. Κάθε τόπος έχει και τα δικά του μωρέ, εντάξει. Όλα μ' αρέσουν. Δεν είναι να πεις ότι–. Έχω παίξει μωρέ, κι ύστερα, με το Υπουργείο Πολιτισμού όταν πριν ανοίξει η Αλβανία, έχω πάει μέσα. Δώσαμε παράσταση. Ήτανε η Χάρις Αλεξίου με τον Νικολόπουλο κι εμείς ήμασταν δημοτικό συγκρότημα. Σάββας Σιάτρας, εγώ, όλο το συγκρότημα, Μάνθος, που έπαιζε ντέφι καλό. Αυτός δεν είναι τώρα, έχει πεθάνει. Λοιπόν, ήμασταν καλό συγκρότημα. Πήγαμαν για δεκαπέντε μέρες. Μας έστειλε το Υπουργείο. Πήγαμαν από την Πρέσπα και γυρίσαμαν. Τελευταία δώσαμε εδώ στα Βρυσερά παράσταση, το βράδυ, συναυλία.

Θ.Φ.:

Για πες μου γι' αυτό. Πώς ήτανε να φεύγεις απ' τα σύνορα πρώτη φορά; Πώς σου φάνηκε;

Δ.Χ.:

Πήγαμαν απάνω απ' το δρόμο– ξεχνάω. Από την Πρέσπα, από πάνω. Μπήκαμε μέσα, όλα τα χωριά, δίναμαν κάθε βράδυ. Δίναμαν σήμερα ας πούμε στα Γιάννενα, μεθαύριο στην Άρτα, μεθαύριο... Σε όλα, μέχρι που κατεβήκαμαν εδώ. Σε όλα, Μπεράτι, Τίρανα, Δυρράχιο απάνω –δεν τα θυμάμαι πώς τα λέν– και κάθε βράδυ δίναμαν συναυλία. Ανέβαινε ο Νικολόπουλος, έβγαζε το πρόγραμμά του με τη Χάρις Αλεξίου, μια ώρα και μια ώρα εμείς, δημοτικό συγκρότημα. Χόρευαν. Κόσμος μέσα, έρχονταν απ' όλα τα χωριά. Πώς μαζεύονται εδώ άμα γένει ένα πανηγύρι, μαζεύονται απ' τα γύρω τα χωριά. Έτσι κι εκεί. Κι εκείνο τον καιρό ήταν μέσα... Έρχονταν τα παιδιά τα κακομοίρικα, αυτά που πηγαίνουν σχολείο, που τρώγαμαν. Μας [00:25:00]πήγαιναν μετά επίσημα να φάμε εμείς, και μας γλεντούσαν και ένα ακορντεόν με ένα κλαρίνο μέσα στη–. Και ήταν κάτι αστυνομικοί, είχαν ένα διακριτικό εδώ, χτυπούσαν κλωτσιές όξω. «Ik more, διάολε» τους ήλεγαν, Αλβανικά. Πόσο μου ‘ρχονταν, να πούμε. Κρίμα, κι αυτοί άνθρωποι ήταν. Ήταν η κατάσταση τότε με το Χότζα, ας πούμε. Ήταν οι καταστάσεις τότε αυστηρές. Δεν τα άφηναν, κοιτούσαν απ' το παράθυρο αυτά. Ε, παιδάκια ήταν, και τα χτυπούσαν. Δεν τολμούσες να πεις τίποτα. Τίποτα δεν τολμούσες να πεις! Μας είπε κι ο διερμηνέας: «Καθόλου». Αφού κάθε βράδυ πηγαίναμαν δίναμαν παράσταση εμείς, εκδηλώσεις. Και στα τελευταία ύστερα δόκαμαν στους «Αγιο-Σαράντους» εκδήλωση, κι ήρθαμαν κι εδώ στα Βρυσερά, το τελευταίο. Πολύς κόσμος.

Θ.Φ.:

Εκεί ήταν σαν πανηγύρι ή παράσταση με πρόγραμμα δικό σας; Κάναν παραγγελίες τραγούδια ή όχι;

Δ.Χ.:

Όχι, καθόλου παραγγελίες, όχι. Ό,τι θέλαμε εμείς παίζαμαν. 

Θ.Φ.:

Χόρευε μόνο το χορευτικό;

Δ.Χ.:

Ναι μόνο χορευτικά χόρευαν. Χόρευαν χορευτικά και άκουγαν. 

Θ.Φ.:

Σαν θέατρο.

Δ.Χ.:

Ναι, ναι, ακριβώς.

Θ.Φ.:

Εδώ έχετε παίξει και στο θέατρο της Δωδώνης; Στο Αρχαίο θέατρο της Δωδώνης ή όχι; Κάνω λάθος;

Δ.Χ.:

Έχω παίξει, έχω παίξει. Τώρα θα πάω να παίξω στις 20 του μηνός. Θα πάω στο Φρόντζο απάνω, με καλούν να χορέψω ένα χορευτικό. Το βράδυ, τέτοια ώρα.

Θ.Φ.:

Πώς είναι ο ήχος σε τέτοια μέρη;

Δ.Χ.:

Τι να είναι; Σου βάζουν αυτοί έναν ήχο, μικροφωνικές, αυτά. Πώς; Καλός είναι. Τι να πω;

Θ.Φ.:

Μιας και είναι αμφιθεατρικά.

Δ.Χ.:

Βάζουν πέντε-έξι ηχεία να ακούν, χορεύει το μπαλέτο, άντε άλλο μπαλέτο μετά, άλλο συγκρότημα. Εγώ θα χορέψω ένα μπαλέτο απ' το Κεφαλόβρυσο, τρία-τέσσερα τραγούδια. Με πήραν τηλέφωνο.

Θ.Φ.:

Θυμάσαι πρώτη φορά όταν είχε έρθει το ρεύμα και παίξατε με ρεύμα με ηχεία; Ποια ήταν τότε η πρώτη φορά; Πριν παίζατε χωρίς ρεύμα, σκέτα. 

Δ.Χ.:

Α, ναι!

Θ.Φ.:

Και μετά μπήκε–.

Δ.Χ.:

Άμα δεν έχει ρεύμα, αυτά τα νέα τα κλαρίνα τώρα –ξέχασα να σου πω– δεν μπορούν να παίξουν χωρίς ηχεία. Εγώ, εμείς, τα παλιά τα κλαρίνα είμαστε μαθημένοι. Εγώ παίζω. Βάλε με να παίξω σκέτα ένα λαούτο, ένα ντέφι κι ένα βιολί, θα παίξω σκέτα. Αυτοί δεν μπορούν ούτε ένα τραγούδι. Κουράζονται. Δεν μπορούν. 

Θ.Φ.:

Α, κουράζονται.

Δ.Χ.:

Δεν είναι μαθημένα τα παιδιά. Είναι με... Άσε!

Θ.Φ.:

Πρώτη φορά που παίξατε με ρεύμα πώς σας φάνηκε; Θυμάστε ποια ήταν–;

Δ.Χ.:

Είναι μια ξεκούραση με το ρεύμα. Όταν παίζεις με ρεύμα, γιατί σε τόσο κόσμο τώρα... Εκείνα τα χρόνια θα παίζαμαν σε 150 άτομα, ένας γάμος. Τώρα είναι 500 άτομα. Πού να ακουστείς; Ενώ τώρα θα σου βάλει πέντε-έξι, δέκα ηχεία. Όποιος θα βάλει περισσότερα, ο ένας με τον άλλον. Σου λέει: «Γιατί να έχει ο Τάκη-Λούκας πέντε ηχεία; Σταμάτα να βάλω δέκα ηχεία εγώ». Ο άλλος βάζει δεκαπέντε! Τρελαίνεσαι! Χάνεις το... Εμείς βάζαμαν βαμπάκια εδώ, στα αυτιά, να μην ακούμε πίσω τα ηχεία. Οι περισσότεροι οργανοπαίκτες αυτοί, δεν ακούν. Έχουν μια φθορά 30%. Ακούν βαριά. Έχουν χαλάσει μέσα τα... Εγώ πήγα και κοιτάχτηκα στον λαρυγγολόγο και μου είπε: «Είσαι μουσικός;» μου λέει. «Ναι». «Κάθουσαν κοντά στα μεγάφωνα;» μου λέει. «Ναι». Ξέρεις τι κάνει; Εμείς ακούμε μπασαρισμένα, όλοι οι μουσικοί. Δεν ακούμε τα πρίμα, πρίμο. 

Θ.Φ.:

Απ' τα ηχεία;

Δ.Χ.:

Απ' τα ηχεία. Παθαίνεις... Τι λες ωρε; Σπαίνει τα τύμπανα μέσα, έχει φθορά. Τι είν' αυτά τα πράματα; Εδώ είναι να παίξεις [00:30:00]όμορφα.

Θ.Φ.:

Τι είναι όμορφο παίξιμο;

Δ.Χ.:

Όμορφο παίξιμο είναι να παίξεις, να έχεις δυο-τρία ηχεία για να τραγουδάει κι ο τραγουδιστής, και να παίζεις πολύ μαλακά, μην ανοίξεις τις εντάσεις. Είναι ανάγκη να το βάλεις στο δέκα να ακουστείς; Βάλτο στο δύο να ακούσεις «εκκλησία», και χαίρεσαι κι εσύ να ακούς και μιλάς και όμορφα εσύ με την παρέα σου. Γένεται χαμός τώρα. Δεν μπορείς να κάτσεις. Άστα, μη ψάχνεις.

Θ.Φ.:

Και τα όργανα που χρησιμοποιούσατε παλιά ποια ήτανε; Και άλλαξε μετά αυτό;

Δ.Χ.:

Άλλαξαν πολλά πράγματα τώρα. Παίζεις και με κλαρίνα πιο μεγαλύτερο τώρα. Πρώτα είχαν κάτι μικρά κλαρίνα, παίζαμαν σκέτα για να ακούς, για να ακούγεται. Πήγαιναν πατινάδες από εδώ απ' εκεί. Και τώρα γίνεται αλλά...

Θ.Φ.:

Εδώ στην Ήπειρο έχετε τα μοιρολόγια που παίζετε πολύ ε;

Δ.Χ.:

Θα παίξω στην αρχή ένα μοιρολόι, μετά κανονικά θα παίξεις με παραγγελίες, με αυτά, ό,τι ζητά ο καθένας.

Θ.Φ.:

Ζητάνε μοιρολόγια να παίξεις;

Δ.Χ.:

Πωγωνίσια. Ε;

Θ.Φ.:

Ζητάει κανένας να παίξεις μοιρολόι μετά, να το ακούσει;

Δ.Χ.:

Όχι, κοίταξε να δεις τώρα. Όταν είναι χορός, δεν μπορεί να κόψουμε το χορό και να παίξουμε μοιριολόι. Στα τελευταία όταν θέλουμε να φύγουμε, παίζεις ένα μοιριολόι, ένα καθιστικό κι αυτό ήταν. Τώρα να κόψεις το χορό να παίξεις μοιριολόι; Αυτό είναι για ύπνο. 

Θ.Φ.:

Τα μοιρολόγια σας τα έχουν ζητήσει; Σας έχουν πει να παίξετε;

Δ.Χ.:

Μοιριολόγια είναι πολλά. Κάθε τόπος έχει και το μοιριολόι του. Είναι πολλά μοιριολόγια. Δεν είναι ένα και δύο–

Θ.Φ.:

Και οι μουσικοί έχουνε δικά τους, ε;

Δ.Χ.:

Το μοιριολόι. Ναι. Μετά, έχω πάει στην Αυστραλία. Πρώτα πήγα σε όλα. Αμερική, Νέα Υόρκη, έχω παίξει. Μετά Καναδά, Τορόντο. Με έκανε το επάγγελμα. Το τελευταίο ήταν που πήγα στην Αυστραλία, στο Σίδνεϊ. 

Θ.Φ.:

Και πώς σου φάνηκε που απ' τα Γιάννενα εδώ και απ' τα χωριά πήγες τόσο μακριά; Σε ζητάγανε;

Δ.Χ.:

Με το Υπουργείο Πολιτισμού. Ύστερα με ζητούσαν από εκεί Ηπειρώτες να πάω να παίξω και πηγαίναμαν.

Θ.Φ.:

Σου άρεσε που σε καλούνε;

Δ.Χ.:

Μου άρεσε; Καθένα έχει το αυτό του. Η Νέα Υόρκη, ας πούμε. Κάθομαν στην Αστόρια. Η Αμερική είναι πιο... Τέλος πάντων.

Θ.Φ.:

Πιο τι;

Δ.Χ.:

Εμένα μ' άρεσε η Γαλλία καλύτερα. Μ' άρεσε η Γαλλία που έχω πάει.

Θ.Φ.:

Σε ποια πόλη;

Δ.Χ.:

Αυτού που είναι το… που ανεβαίνεις απάνω.

Θ.Φ.:

Στο Παρίσι;

Δ.Χ.:

Στο Παρίσι. Και μετά κάθε βράδυ ήμασταν είκοσι συγκροτήματα. Εγώ είχα το δικό μου το συγκρότημα. Ξέρεις πώς πήγα εγώ στο Παρίσι τώρα; Κάποιος Νιτσιάκος, καθηγητής στο πανεπιστήμιο. Αυτός μου λέει: «Κύριε Λούκα, είμαι ο Νιτσιάκος».

Θ.Φ.:

Ο Βασίλης.

Δ.Χ.:

Ναι, μου λέει: «Θα μου βγάλεις ένα CD, μια κασέτα, κι από άλλα τρία-τέσσερα συγκροτήματα», μου λεει, και θα κάνει επιλογή. «Θα το συγκρίνουν μεγάλοι εμπειρογνώμονες και αν θα περάσεις εσύ να πας στο Παρίσι, στη Γαλλία για δεκαπέντε μέρες πληρωμένος», μου λέει. «Τι τραγούδια περίπου να είναι;» του είπα. Μου είπε αυτός, μου είπε για τον Κλη, το θείο μου τον Κλη, του Πετρολούκα ο πατέρας. «Περίπου τέτοια τραγούδια παλιά», μου λέει. Εγώ τον είχα καταγράψει αυτόν γιατί έπαιζα. «Α -λέω-, περνάει από λογοκρισία». Το λέω καλά;

Θ.Φ.:

Ναι, αλλά πότε ήταν αυτό τώρα; Είχε λογοκρισία τότε;

Δ.Χ.:

[00:35:00]Πέρασε από επιτροπή. Όλες οι κασέτες, τα CD, από δέκα συγκροτήματα, και μόλις άκουσαν το δικό μου, εγκρίθηκα εγώ. Με παίρνει τηλέφωνο ύστερα από δέκα μέρες, μου λέει: «Κύριε Λούκα, να περάσεις απ' εδώ, να κουβεντιάσουμε. Έχεις περάσει εσύ στη Γαλλία», λεει. «Θα περάσουμε να δούμε τώρα μεροκάματα και τα αυτά. Θα κάνεις εσύ συγκρότημα», μου λέει. «Θέλουμε ένα λαούτο, ένα βιολί, ένα ντέφι κι εσύ. Τέσσερα άτομα». «Τραγουδιστή;» «Όχι», μου λέει. «Ε, με στεναχώρησες», του λέω. «Γιατί; Τραγουδιστή;» «Δεν… είναι το πρόγραμμα τέτοιο. Και θα να είναι -λέει- άλλα είκοσι συγκροτήματα». Νοτιοαμερικάνοι, με σαξόφωνα... Καθένας ανέβαινε μια ώρα, άντε ανεβαίναμαν εμείς μισή ώρα, άλλος, και προγράμματα κάθε βράδυ. Εκεί τα πέρασα καλά στη Γαλλία, μ' άρεσε.

Θ.Φ.:

Πόσες μέρες;

Δ.Χ.:

Δεκαπέντε μέρες. Πήγα και ορεινά της Γαλλίας. Τα έφερα γύρα όλα, γιατί δεν καθόμασταν σε ένα χωριό της Γαλλίας. Πηγαίναμαν παντού και παίζαμαν κάθε βράδυ σε διαφορετικά μέρη. 

Θ.Φ.:

Με αυτό το φεστιβάλ ή τα είχατε κανονίσει;

Δ.Χ.:

Με αυτό το φεστιβάλ, με αυτό το φεστιβάλ. 

Θ.Φ.:

Και όλοι οι άλλοι; Και οι μουσικοί, όλοι;

Δ.Χ.:

Όλοι, όλοι, αυτοί οι ξένοι. Και πηγαίναμαν όλοι. Ανέβαιναν κι έρχοταν κι εμάς η ώρα που ανεβαίναμαν στο πατάρι απάνω για να παίξουμε τα δικά μας τα τραγούδια. Και θέλω να σου πω, πέρασα καλά εκεί στη Γαλλία. Και στην Αυστραλία καλά ήταν. Πήγα στον Καναδά, στο Τορόντο–

Θ.Φ.:

Γερμανία;

Δ.Χ.:

Είδαν τα μάτια μου… Γερμανίες! Καλά άσε, τη Γερμανία την έχω φέρει γύρα όλη, γιατί είχα και τα παιδιά εκεί. Έχω παίξει κιόλας. [Δ.Α.], Βούπερταλ, Μόναχο.

Θ.Φ.:

Εκεί πώς γλεντάνε; Πώς ήτανε;

Δ.Χ.:

Ηπειρώτες. Πηγαίναμε σε Ηπειρώτες.

Θ.Φ.:

Και σε σύγκριση με εδώ, πώς ήταν εκεί;

Δ.Χ.:

Τα ίδια τα τραγούδια, αφού είναι Ηπειρώτες, τα ίδια τραγούδια. Πήγα σε... που κάνει κι αυτοί χορούς το χειμώνα, σε γιορτές.

Θ.Φ.:

Να σε ρωτήσω, εσύ παίζεις τώρα σε γάμους, παίζεις σε βαφτίσια.

Δ.Χ.:

Και παντού. Σε γάμους, σε πανηγύρια, σε βαφτίσια, ένα τραπέζι.

Θ.Φ.:

Κάπου αλλού που ήθελα να σε ρωτήσω αν έχεις παίξει ποτέ – να σε έχει καλέσει κάποιος άμα πέθανε. Να είχε ζητήσει να παίξεις εσύ ένα τραγούδι.

Δ.Χ.:

Γίνεται κι αυτό. Να τώρα προχτές έρθα κι έπαιξα ένα τραγούδι εδώ πέρα, για κάποιον που ήταν στην Αμερική.

Θ.Φ.:

Για πες μου γι' αυτό.

Δ.Χ.:

Ε;

Θ.Φ.:

Τι έγινε; Για πες μου γι' αυτό.

Δ.Χ.:

Ε, του έπαιξα ένα τραγούδι, δυο τραγούδια. Ήταν φίλος ο πατέρας του με εμένα και με το Γιάννη κι είναι εδώ ακόμα αυτός, και του έπαιξα. Ένα είπε αυτός, του έπαιξα άλλα δυο εγώ, τρία. Τι να λέει η δουλειά; Εδώ κάτσαμαν, πιήκαμαν, κάναμαν ένα αυτό, χαβαλέ.

Θ.Φ.:

Εννοείς ότι είχε πεθάνει κάποιος και είχε ζητήσει; Όχι. Τι εννοείς; Εγώ ρώτησα άμα είχε ζητήσει κάποιος: «Όταν πεθάνω να πεις στον Τάκη-Λούκα να παίξει». 

Δ.Χ.:

Μου έτυχε κι αυτό!

Θ.Φ.:

Κι αυτό;

Δ.Χ.:

Μο’ ‘τυχε! Μο’ ‘τυχε!

Θ.Φ.:

Και πιο παλιά;

Δ.Χ.:

Παλιά. Ήταν έξω απ' τα Γιάννενα ένας, καλά που με θύμισες, κι ερχόταν και γλεντούσε κάθε βράδυ. Κοντά, από εδώ, από της Ηγουμενίτσας τα χωριά ήταν. Από εδώ, από τη Βροσίνα. Δεν το θυμάμαι το χωριό τώρα. Λέει: «Θα σας αφήσω από μια λίρα να–. Μόλις θα πεθάνω, να πάρετε–». Είπε του Αλέκου του Κιτσάκη. Και πραγματικά την άφησε στα παιδιά του και είχε εντολή και πήγαμαν κι έπαιξα. Έπαιξα. Έπαιξα ένα μοιριολόι.

Θ.Φ.:

Ποιο;

Δ.Χ.:

Ένα λυπηρό, έτσι. Αυτά τα μοιριολόγια, όλα αυτά, καθένα έχει το δικό του σκοπό. 

Θ.Φ.:

Έχουνε και ονόματα ή όχι; 

Δ.Χ.:

Όχι, δεν έχουν ονόματα. Μοιριολόγια είναι και της λύπης, είναι και της χαράς, είναι πολλά μοιριολόγια. Εμείς ξέρουμε ποιο να πάρουμε.

Θ.Φ.:

Ένα άλλο θέμα. Επειδή πολλά τραγούδια εδώ στο Πωγώνι λένε για το θάνατο. Εδώ πώς τον αντιμετωπίζουνε το θάνατο; Είναι μες στη ζωή; Πώς το ζητάνε και στα τραγούδια;

Δ.Χ.:

[00:40:00]Ναι, ζητάν τραγούδια. Υπάρχουν τραγούδια. «Για πες μας, χάρε, να χαρείς», και τέτοια. Αυτό είναι... Πολλά τραγούδια. 

Θ.Φ.:

Πώς πάει αυτό; Έχεις καλή φωνή;

Δ.Χ.:

Ηπειρώτικο είναι.

Θ.Φ.:

Έχεις καλή φωνή; Τραγουδάς κι εσύ;

Δ.Χ.:

Ε, τι να τραγουδήσω εγώ; Στην ανάγκη ετσι εκει να...

Θ.Φ.:

Συνήθως θες τραγουδιστή;

Δ.Χ.:

Έτσι, ναι. Έτσι.

Θ.Φ.:

Ή πολυφωνικά τραγουδάτε;

Δ.Χ.:

Όχι, όχι, δεν…

Θ.Φ.:

Αλλά στα πανηγύρια μπορεί σε κάποια φάση να ξεκινούσανε κάποιοι να τραγουδάνε πολυφωνικό, μες στο πρόγραμμα ας πούμε, μεσα στο... Ή όχι;

Δ.Χ.:

Ναι.

Θ.Φ.:

Πού; Σε ποια χωριά; Σου έχει τύχει; Θυμάσαι; 

Δ.Χ.:

Πώς δεν θυμάμαι; Εδώ στο... Καστανή, Κτίσματα. Αυτά τα χωριά είναι με πολυφωνικά. Κι εδώ στην Πωγωνιανή. Την Φανή την θυμάσαι απ' το Δολό; Καλή αυτή, τώρα γέρασε. 

Θ.Φ.:

Ποια Φανή είναι;

Δ.Χ.:

Η Δημοπούλου. Α, εμένα μου είχε μεγάλη εκτίμηση. Κι εγώ. Έχουμε παίξει πολλές φορές κι έβγαλα και μοιριολόγια μ' αυτή. Κάποιο μοιριολόι, τον «Κούκο». «Ακούω τον Κούκο», λέει κι έχει λόγια. Άμα μπεις μεσα στο ίντερνετ και βρεις της Φανής, τον «Κούκο» να θυμάσαι, θα δεις τι μοιριολόι. 

Θ.Φ.:

Τι σκέφτεσαι όταν το ακούς;

Δ.Χ.:

Α! Να μη το ακούσεις καλύτερα, πραγματικά. Λυπηρό τραγούδι που έχει λόγια καλά.

Θ.Φ.:

Δηλαδή, εδώ κάπως γλεντάνε και με τη λύπη.

Δ.Χ.:

Ναι.

Θ.Φ.:

Πώς το σκέφτεσαι αυτό; Πώς; Είναι λίγο περίεργο.

Δ.Χ.:

Ε, πολύ περίεργο είναι. Τι να πω ρε; Έχουν πολύ δει τα μάτια μας εμάς μωρέ, εντάξει.

Θ.Φ.:

Για πες μου τίποτα που θυμάσαι.

Δ.Χ.:

Τι να πω; Είναι σήμερα η κατάσταση, είναι... Έχει χαλάσει η κοινωνία σήμερα. Δεν ήταν όπως ήταν παλιά. Δεν σε σέβεται ο άλλος, δεν σε εκτιμάει. Άκου εμένα που σου λέω εγώ. 

Θ.Φ.:

Σαν μουσικό;

Δ.Χ.:

Είναι μερικοί που ζητάν παραγγελίες, ας πούμε, ζητάν παραγγελίες και μπορεί να παρεξηγηθείς. Ενώ δεν έχει σειρά και ζητάει να το «πάρεις» το τραγούδι. Δεν περιμένει με τη σειρά τους ο καθένας. 

Θ.Φ.:

Ενώ παλιά δεν το κάναν αυτό;

Δ.Χ.:

Α, όχι, όχι. Σεβόταν. Τώρα...

Θ.Φ.:

Εδώ στο χωριό έχει και μοιρολογίστρες; Το ξέρετε αυτό; Δεν το ξέρετε, ε;

Δ.Χ.:

Δεν το ξέρω.

Θ.Φ.:

Που είναι κάποιες γυναίκες, συνήθως, που πηγαίνουνε σε κηδείες και τραγουδάνε, και λένε για τους νεκρούς ότι...

Δ.Χ.:

Όχι, όχι, δεν είδα τέτοιο πράμα εγώ εδώ. 

Θ.Φ.:

Ποτέ;

Δ.Χ.:

Εδω στο Δελβινάκι, όχι.

Θ.Φ.:

Πουθενά.

Δ.Χ.:

Όχι.

Θ.Φ.:

Α, ωραία. Γιατί μου έχουνε πει μερικές φορές ότι πηγαίνουνε, και μετά παίζουνε το μοιρολόι.

Δ.Χ.:

Όχι δε μου έτυχε εμένα τέτοιο πράμα. Δε μου έτυχε. Άλλο, πηγαίνεις στο νεκροταφείο, μπορεί να κλάψεις, να πούμε, αλλά όχι να... Τίποτα άλλο. Δε μου 'τυχε.

Θ.Φ.:

Έχει τύχει και να ακολουθήσετε από το σπίτι μέχρι το νεκροταφείο παίζοντας;

Δ.Χ.:

Μο’ ‘τυχε, ναι. Μο’ ‘τυχε να τον... Όχι απ' το σπίτι του. Λίγο πιο έξω απ' το σπίτι, να πάω παίζοντας μέχρι το νεκροταφείο.

Θ.Φ.:

Που ήταν αυτό;

Δ.Χ.:

Και στα Δολιανά και σε χωριά εδώ γύρω, μο’ ‘τυχε.

Θ.Φ.:

Συνήθως τους ξέρετε ή όχι;

Δ.Χ.:

Ε, τώρα... Ήταν ένας, πήγα κι έπαιξα. Έπαιξα κάνα δυο τραγούδια που ήθελε. Έπαιξα εκεί μετά απ' τον παπά. Μόλις τελείωσε έπαιξα εγώ. Έπαιξα δυο τραγούδια, έτσι. Ένα μοιριολόι κι ένα ηπειρώτικο, έτσι.

Θ.Φ.:

Ποιο;

Δ.Χ.:

Πωγωνίσιο. Δεν θυμάμαι τώρα ποιο. Έχει πολλά Πωγωνίσια, έπαιξα.

Θ.Φ.:

Είναι εύκολη η δουλειά του μουσικού που κάνατε τόσα χρόνια; Πώς σας φάνηκε;

Δ.Χ.:

Εμένα μου φάνηκε... Δε μου φάνηκε δύσκολη η δουλειά. Καλή ήταν.

Θ.Φ.:

Κάνατε γι' αυτή τη δουλειά. Σας ταίριαζε, ε;

Δ.Χ.:

Ναι.

Θ.Φ.:

[00:45:00]Εκεί στην κρίση του 2009 την οικονομική, καταλάβατε να άλλαξε κάτι; Άλλαξε τίποτα όταν ξεκίνησε;

Δ.Χ.:

Όταν ξεκίνησε; Τι ξεκίνησε;

Θ.Φ.:

Η κρίση.

Δ.Χ.:

Η κρίση; Βεβαίως άλλαξε. Άλλαξαν πολλά πράγματα. Ο κόσμος μετά δεν είχε. Δεν έχει, δεν έχει να σε πληρώσει. Έχουν δίκιο κι αυτοί. Άμα δεν το οικονομικό, δεν έχουν πόρους. Ήταν άλλα χρόνια τότε. Ήταν ο κόσμος, οι Γερμανοί έρχονταν, άφηναν λεφτά, μετανάστες. Τώρα ο κόσμος δεν έχει, αλήθεια να λέγεται. Κοιτάει να τη βγάλει στα πανηγύρια με μια μπύρα. Με μια μπύρα, δυο. Τι να κονομήσει το μαγαζί και τι να κονομήσουν τα όργανα; Εκείνα τα χρόνια παίρναμαν λεφτά, η αλήθεια να λέγεται. Τώρα πάει. Όποιος λέει παίρνει λεφτά, λέει ψέματα. Αν παίρνουν κάνα δυο φίρμες, αυτές οι φίρμες. Αλλιώς, εμείς έχουμε... Έχουν φαλιρίσει όλα τα συγκροτήματα. Πηγαίνεις για ένα μεροκάματο, μικρό.

Θ.Φ.:

Θυμάσαι καμιά φορά που σου έκανε εντύπωση; Πώς ήτανε; Πόσα δώσανε και–

Δ.Χ.:

Ε, πώς δε μου έκανε; Πολλές φορές εντύπωση. Εγώ πήγαινα σε δουλειές κι έπαιρνα λεφτά πολλά, μέχρι που έλεγα: «Δεν θέλω άλλα ρε παιδιά!» Κι αυτοί χαιρότανε, πετούσαν. Σε γάμους, ας πούμε.

Θ.Φ.:

Κάπου συγκεκριμένα;

Δ.Χ.:

Κεφαλόβρυσο. Α! Έρχονταν από Γερμανία. Μιλάμε για γλέντια καλά, γάμους. Έκαιγαν τις φανέλες το πρωί. Περνούσε το λεωφορείο κι εγώ έπαιζα ακόμα. Καλές εποχές. Τώρα, πάει τώρα. Τώρα...

Θ.Φ.:

Τι άλλες δουλειές έχετε κάνει;

Δ.Χ.:

Τίποτα. Μόνο με το όργανο.

Θ.Φ.:

Ψάρεμα, τίποτα;

Δ.Χ.:

Ψάρεμα;

Θ.Φ.:

Με το ψάρεμα, με καραβίδες;

Δ.Χ.:

Ε, πήγαινα, γι' αυτά πήγαινα, μου άρεσε. Πήγαινα, για καραβίδες πήγαινα. 

Θ.Φ.:

Που τις βρίσκατε;

Δ.Χ.:

Στον Καλαμά. Πήγαινα. 

Θ.Φ.:

Και πώς το μάθατε αυτό; Πώς ήτανε;

Δ.Χ.:

Ε, πήγαινα με παρέα, με παλιούς, και πιάναμε. 

Θ.Φ.:

Από μικρός;

Δ.Χ.:

Έπιανα. Έπιαναμαν.

Θ.Φ.:

Στο σχολείο θυμάστε πώς ήταν εδώ, εκείνα τα χρόνια;

Δ.Χ.:

Εγώ πήγαινα στα Δολιανά σχολείο. Δεν πήγαινα εδώ.

Θ.Φ.:

Ναι, ναι, στα Δολιανά. Πώς ήτανε;

Δ.Χ.:

Ε, τι; Ήταν άλλες εποχές, μωρέ παιδί μου. Τώρα, πάει τώρα. Τι να σου πω;

Θ.Φ.:

Αυτά που θυμάστε. Είχε τελειώσει ο πόλεμος μόλις τότε. 

Δ.Χ.:

Ναι, ήταν αλλιώς ο κόσμος τότε. Ήταν πιο ευγενικός ο κόσμος, αθώος. Τώρα άστο. Μην ψάχνουμε τώρα. Τι περιμένεις τώρα;

Θ.Φ.:

Και κατά τον Εμφύλιο σας είχε τύχει τίποτα εδώ; Ήσασταν εννιά χρονών περίπου;

Δ.Χ.:

Λίγο θυμάμαι, λίγο, σαν όνειρο. Αλήθεια, δεν θυμάμαι πολλά πράματα.

Θ.Φ.:

Τι είναι αυτό το λίγο όμως; Ποια εικόνα έχετε;

Δ.Χ.:

Ε, θυμάμαι που έτσι τη νύχτα φώναζαν. Φώναζαν. Έλεγαν πολλά πράματα, από μακριά. Έβριζαν αυτοί, οι αντάρτες. 

Θ.Φ.:

Σε ποιον;

Δ.Χ.:

Ελεγαν στο χωριό για να τους φοβερίξουν. Φώναζαν: «Θα σας κάψουμε το χωριό, θα σας κάνουμε ετούτο». Αυτά άκουγα μικρός, μου έμεινε έτσι, μια εικόνα. Ε, τίποτα άλλο δεν θυμάμαι.

Θ.Φ.:

Σας έχει επηρεάσει ότι οι γονείς σας πέρασαν απ' τον πόλεμο; Ήτανε–;

Δ.Χ.:

Πώς δεν... Τι τραβούσαν κι αυτοί.

Θ.Φ.:

Σας είχανε πει καμιά ιστορία;

Δ.Χ.:

Όχι, δεν ξέρω καμιά ιστορία.

Θ.Φ.:

Δεν είχανε πάρει μέρος;

Δ.Χ.:

Δεν μου έλεγαν τίποτα γιατί – να μην φοβηθώ. Ήξεραν πολλά αλλά...

Θ.Φ.:

Ούτε ρωτάγατε εσείς;

Δ.Χ.:

Τι να ρωτήσω, να πούμε; Δεν μας έμενε τότε. Εμείς πεινούσαμε τότε, μικρά παιδιά, αυτά.

Θ.Φ.:

Και πώς τα βγάζατε πέρα;

Δ.Χ.:

Ορίστε;

Θ.Φ.:

Πώς τα βγάζατε πέρα δηλαδή;

Δ.Χ.:

Ε, τα βγάζαμε πέρα. Πηγαίναμαν... Η καρδιά τους ήξερε. Πήγαιναν μεροκάματα, έσκαβαν αμπέλια, έσκαβαν το ένα, [00:50:00]έκαναν τέτοια. Μικροδουλειές, για ένα κομμάτι ψωμί.

Θ.Φ.:

Είχε αγροτικές δουλειές εδώ;

Δ.Χ.:

Έτσι, έτσι, στα χωριά. Στα Δολιανά που ήμουν εγώ, αμπέλια, το ένα, το άλλο, για να ψωμοζήσουμε.

Θ.Φ.:

Και κάτι άλλο. Πιο μετά, όταν ήταν η Επταετία, που λένε, πώς ήταν; Είχε αλλάξει κάτι εδώ στα χωριά; Για εσάς, ό,τι εσείς θυμάστε.

Δ.Χ.:

Ε, τι; Άλλαξαν μετά τα πράγματα. Μετά εξελίχθηκαν τα πράματα λιγάκι. Σιγά-σιγά, χρόνο με το χρόνο, δεν έκατσαν έτσι.

Θ.Φ.:

Όχι, λέω για τότε που ήταν η Επταετία, η Χούντα, που λένε. Είχε καμιά διαφορά με πριν, μετά; Η Μεταπολίτευση;

Δ.Χ.:

Μετά είχε διαφορά. Ήταν πιο καλύτερα. Είχε διαφορά, η αλήθεια να λέγεται. 

Θ.Φ.:

Τι είχε. ελέγχους; Τι είχε;

Δ.Χ.:

Ε, είχε μεγάλη διαφορά τώρα. Είχαν ο κόσμος λίγο καλύτερα, ζούσαν πιο καλύτερα. Εξελίχθηκε σιγά-σιγά μετά.

Θ.Φ.:

Ωραία. Ένα τελευταίο θέμα που θέλω να μου πείτε. Τώρα που ήταν η πανδημία του κορωνοϊού, πώς σας βρήκε εσάς; Πώς σας φάνηκε αυτό που συνέβη;

Δ.Χ.:

Ό,τι έπαθε όλος ο κόσμος, έπαθαμαν κι εμείς εδώ. Τι να σου πω; Φυλαγόμασταν. Γιατί; Κι εμένα με έπιακε και πέρασα πέντε μέρες μες στο σπίτι, δεν βγήκα όξω. Κάνω τεστ πάλι, ωπ, ήμουν καλά. Όλοι, δεν γλιτώνεις απ' αυτό το πράμα. Όποιος λέει ότι «δεν θα με κολλήσει», λέει ψέματα. Άλλοι το περνάν έτσι, και πηγαίνουν και πίνουν στα καφενεία και στα αυτά, και δεν μαρτυράν. Ναι, ντροπή όμως. Αυτό πρέπει να κάτσεις μες στο σπίτι. Δεν σου χρωστά ο άλλος. Δεν μαρτυράν. Εγώ έκανα τεστ, έκατσα πέντε μέρες, μου λέει ο γιατρός: «Πέντε μέρες, έξι, μέσα», μου λέει. Κάνω, στην έκτη μέρα κάνω, είχα πάλι. Έκατσα. Κάνω την έβδομη μέρα μετά, εφτά μέρες, πάει το πέρασα. Για να σε βρει λίγο ευαίσθητο; Κι έκανα και τα εμβόλια. Και τα τρία τα έκανα.

Θ.Φ.:

Σε βρήκε δυνατό εσένα, ε;

Δ.Χ.:

Ναι, τυχαίνουν περιπτώσεις. Καλά, έχουν «καθαριστεί», άλλος από καρδιά, λίγο το ένα, το άλλο, σε βρίσκει ευαίσθητο και σε «διαβάζει». Γιατί δεν πέθανε με το βιολί ο Κασιάρας; Καλό βιολί απ' τα Γρεβενά. Τον ξέρεις τον Κασιάρα; Πολύ καλλιτέχνης. Τον «διάβασε». Άλλο, άλλο, άλλο. 

Θ.Φ.:

Ωραία, πώς σας φάνηκε που μιλήσαμε;

Δ.Χ.:

Πολύ ωραία, ρε φίλε. Να 'μαστε καλά, υγεία και χαρά. Να είναι όλος ο κόσμος, να ακούω καλές κουβέντες, γιατί πρέπει κάτι να κάνουμε, να κάνουν κάτι για το φτωχό το λαό. Γιατί βλέπω οικογένειες εδώ που δυστυχούν, και στα χωριά. Μια σύνταξη μικρή που παίρνουμε, να πούμε, κάτι να δεις. Μας ήβρε κι αυτή η επιδημία, δίκιο έχει και το κράτος γιατί είναι παντού αυτά. Αυτές οι κρίσεις είναι και στη Γερμανία, έχω τα παιδιά εγώ. Παντού είναι. Δεν είναι μόνο εδώ στην Ελλάδα.

Θ.Φ.:

Το επηρέασε το επάγγελμα του μουσικού όμως, ε;

Δ.Χ.:

Αυτό το επηρέασε πάρα πολύ. 

Θ.Φ.:

Σας είπαν εδώ άλλοι μουσικοί;

Δ.Χ.:

Τρία χρόνια που ήταν αυτό... Πάνε τρία χρόνια, εφέτος κινήθηκαν λίγο. Τι κινήθηκαν; Μαυροκίνητοι. Ζούσαν μ' αυτό το όργανο, ζούσαν. Σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Κι άλλα επαγγέλματα. Κι άλλα επαγγέλματα. Έκλεισαν επιχειρήσεις απ' αυτά τα πράματα. Έκλεισαν όλα. Που θα φτάσει αυτή η δουλειά; Ακρίβεια πολλή.

Θ.Φ.:

Σας το είπαν κι άλλοι από άλλα χωριά αυτό; 

Δ.Χ.:

Βέβαια.

Θ.Φ.:

Έχετε επικοινωνία, ε;

Δ.Χ.:

Ναι. Ακρίβεια πολλή.

Θ.Φ.:

Με άλλες μουσικές οικογένειες εδώ είχατε, έτσι – μιας και είστε κοντά, τα λέγατε;

Δ.Χ.:

Πώς δεν τα λέγαμε; Εγώ πηγαίνω παντού. Πηγαίνω και στον Παρακάλαμο στα Ρομά, καθόμαστε. Γιατί μ' αρέσει να πηγαίνω στον έναν, στον άλλον. Να κουβεντιάζουμε, να παίρνω γνώμες. Κι αυτοί. 

Θ.Φ.:

Έχεις φίλους εκεί;

Δ.Χ.:

Πώς δεν έχω φίλους; Εγώ έχω και γυναίκα απ' τον Παρακάλαμο, άστα.

Θ.Φ.:

Ωραία.

Δ.Χ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ. Είπα πάλι να 'χουμε χαρά και υγεία. Να είναι όλος ο κόσμος καλά. Εμείς οι μουσικοί είμαστε οι [00:55:00]καλύτεροι άνθρωποι. Δεν είμαστε, έτσι, πώς να σου πω, κακοί άνθρωποι. Έχουμε δει πολύ κόσμο. Είμαστε... Έχουμε κάνει παρέα με καλούς ανθρώπους, και μας αγαπούσαν και μας εκτιμούσαν. Κι ακόμα. 

Θ.Φ.:

Υπήρχαν κι άλλοι όμως που δεν εκτιμούσανε, και απλά–.

Δ.Χ.:

Ε, εντάξει, υπάρχουν και οι άνθρωποι που–. Δεν είναι όλοι το ίδιο. Όλα τα δάχτυλα το ίδιο δεν είναι. Υπάρχουν και καλοί, υπάρχουν και μεσαίοι άνθρωποι. Τι να πω, έτσι δεν είναι; Λοιπόν, φίλε μου, σε ευχαριστώ πάρα πολύ πάλι. Να μη σε χασομεράω κι εσένα.

Θ.Φ.:

Όχι εντάξει, εμένα χαρά μου είναι.

Δ.Χ.:

Έλα άλλη μέρα να πούμε κι άλλα, όποτε θέλεις.

Θ.Φ.:

Σ' ευχαριστώ, ευχαριστώ.

Δ.Χ.:

Θα θυμηθώ και τίποτα άλλο να σου πω. Έλα να σου δείξω φωτογραφίες παλιές τώρα, μέσα.