Oδοιπορικό στην Ελλάδα με αρχή και τέλος το Κεραμίδι Πηλίου!
Ενότητα 1
Κεραμίδι Πηλίου: Η τοποθεσία, η αρχιτεκτονική και ο νησιωτικός χαρακτήρας ενός ορεινού χωριού
00:00:00 - 00:06:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα, ονομάζομαι Κωνσταντίνα Βέτσικα, είναι 27/1 του 2022, βρισκόμαστε στην περιοχή του Βόλου και μαζί μας είναι ο αφηγητής μας, ο κύρ…ιχη με κεραμίδι, κάνει πολλούς να παραβλέπουν το γεγονός ότι είναι ένα παραδοσιακό χωριό και να πηγαίνουν όλο και συχνότερα στη χρήση αυτή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Παιδικά χρόνια στο Κεραμίδι
00:06:50 - 00:24:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πολύ ωραία. Μιλήστε μου για τα παιδικά σας χρόνια στο χωριό. Τα παιδικά μου χρόνια, πάρα πολλές θύμησες, ένα...Το Κεραμίδι, κατ' αρχήν, ήτ… κάμπου, αλλά ακουγόντουσαν τραγούδια τα οποία είχαν να κάνουν και με το Πήλιο και με νησιωτικά μοτίβα και με ηπειρώτικα, θα έλεγα, κάποια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η οικογένεια του αφηγητή – Το γυμνάσιο στον Βόλο
00:24:25 - 00:39:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μάλιστα. Συνδυασμός πολλών επιδράσεων. Δεν σας ρώτησα για τα μέλη της οικογένειάς σας. Ναι. Τετραμελής ήταν η οικογένειά μου, μια αδερφή δ…λλα. Εντυπωσιακή ήταν η παρουσία μου σε ένα Μαθηματικό και πολύ περισσότερο στην Έκθεση, η οποία ήταν πραγματικά πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Τα φοιτητικά χρόνια στην Πάτρα
00:39:00 - 00:45:08
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Οι επιδόσεις αυτές σάς οδήγησαν στην επιλογή του Μαθηματικού, ήταν επιλογή, ήτανε... Δεν ήταν επιλογή. Τυχαία, στην τύχη ήταν. Εκείνον τον …τομα εκεί πέρα, μέχρι που ήρθε η αδερφή μου, η οποία είχε περάσει στην Ακαδημία της Τρίπολης, και τα υπόλοιπα κάνα δυο χρόνια μείναμε μαζί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Οι συνεχείς μετακινήσεις του αναπληρωτή και ο καθυστερημένος διορισμός στη Φλώρινα
00:45:08 - 00:54:04
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα, όσον αφορά το μετέπειτα κομμάτι, γυρίσαμε στο χωριό, μετά το στρατιωτικό. Και... η ενασχόληση ήταν με οτιδήποτε άλλο εκτός απ' τη δουλ…, και με χιόνι πολλές φορές, για να τον βοηθήσουμε στο μάζεμα της ελιάς και αργότερα να τον στηρίξουμε λιγάκι, μετά τον χαμό της μάνας μου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η ασθένεια της μητέρας του και το ιδιαίτερο όνομά της
00:54:04 - 00:58:37
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλετε να αναφερθείτε σε αυτό, πώς προέκυψε; Το παράπονό μου είναι ότι η μάνα μου έφυγε πολύ νωρίς, μόλις στα πενήντα εφτά της. Πάνω που ε…ικά στενό μας περιβάλλον. Ήταν και διάθεση και της γυναίκας μου να ακουστεί αυτό, κι ας τα πήραμε και τα δύο ονόματα απ' τη μια οικογένεια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Οι συνεχείς μετακινήσεις ενός αναπληρωτή. Οι δυσκολίες, οι κίνδυνοι, αλλά και οι όμορφες στιγμές του επαγγέλματος
00:58:37 - 01:12:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Επιστρέφοντας εκεί που αφήσαμε τη συζήτηση πριν, δηλαδή στη Φλώρινα. Πόσο καιρό μείνατε; Μια χρονιά μείναμε στη Φλώρινα, και μετά κατεβήκα…πημένο μαθητούδι. Κι εσείς ένας εξαιρετικός δάσκαλος, όχι μαθηματικός, όχι καθηγητής, δάσκαλος, με αυτήν την έννοια το λέω, ξέρετε εσείς.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Η επιστροφή στο Κεραμίδι. Το χωριό σήμερα, το Καμάρι, ο Πολιτιστικός Σύλλογος, το πανηγύρι του Αϊ-Γιώργη
01:12:52 - 01:38:34
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πολύ ωραία. Βγαίνετε, λοιπόν, στην σύνταξη από το 7ο Λύκειο Βόλου και ακολουθεί τι μετά; Από όσο γνωρίζω, φέτος έγινε και μία αλλαγή στην κα…διαδρομή που γυρίσατε και επιστρέψατε στην αρχή. Ευχαριστώ πάρα πολύ! Κι εγώ, κούκλα μου, κι εγώ. Να 'στε καλά και υγιής. Ευχαριστώ πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Κεραμίδι Πηλίου: Η τοποθεσία, η αρχιτεκτονική και ο νησιωτικός χαρακτήρας ενός ορεινού χωριού
00:00:00 - 00:06:50
[00:00:00]Καλημέρα, ονομάζομαι Κωνσταντίνα Βέτσικα, είναι 27/1 του 2022, βρισκόμαστε στην περιοχή του Βόλου και μαζί μας είναι ο αφηγητής μας, ο κύριος...
Δημήτρης Κουτσικός, συνταξιούχος εκπαιδευτικός, μαθηματικός.
Πολύ ωραία. Χάρηκα πολύ, κύριε Δημήτρη, και...
Κι εγώ.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ που παραχωρείτε αυτή τη συνέντευξη. Κύριε Δημήτρη, αρχικά θα ήθελα να μας δώσετε συνοπτικά κάποιες πληροφορίες, γενικά για την ζωή σας.
Κατάγομαι από ένα μικρό χωριό πηλιορείτικο, το Κεραμίδι, άγνωστο στους περισσότερους. Έζησα εκεί τα παιδικά μου χρόνια και το δημοτικό, κατέβηκα στον Βόλο για γυμνάσιο, σπούδασα στην Πάτρα μαθηματικός. Λειτούργησα σαν καθηγητής για τριάντα, περίπου, χρόνια σε πολύ μεγάλο μέρος της Ελλάδας. Κατέληξα στο Βόλο, και από φέτος είμαι ξανά στο χωριό μου, μια ιδιαίτερα ευχάριστη και… κατάσταση.
Πολύ ωραία. Σε όλη την Ελλάδα και μετά ξανά πάλι στο Κεραμίδι.
Ξανά στη γενέτειρα.
Ανατρέχοντας λίγο πιο πίσω, εφόσον γεννηθήκατε στο Κεραμίδι και δεδομένου ότι δεν είναι ένα χωριό ευρέως γνωστό, θα ήθελα να μας το περιγράψετε μέσα από τα δικά σας μάτια.
Το Κεραμίδι είναι ένα μικρό χωριό, είναι στα σύνορα Πηλίου με Μαυροβούνι, άγνωστο στους περισσότερους, γιατί είναι έξω από τον κυρίως οδικό άξονα του Πηλίου. Είναι σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων από τη θάλασσα. Συνδυάζει βουνό και θάλασσα. Είναι σε υψόμετρο τριακόσια πενήντα, περίπου, μέτρα. Για μένα είναι απ' τα πιο όμορφα πηλιορείτικα χωριά, έχει ένα στίγμα, έχει ένα σύμπλεγμα από πολύ άνετες πλατείες με πλατάνια κ.λπ., απέραντη θέα στο Αιγαίο. Και επειδή έζησα τη μισή και πλέον ζωή μου εκεί, για μένα σημαίνει πολλά και κάθε επαφή μαζί του είναι όλο και πιο ενδιαφέρουσα.
Η εικόνα μέσα από το χωριό, όσον αφορά την αρχιτεκτονική, το δικό σας το σπίτι, ποια είναι;
Το Κεραμίδι μοιάζει λιγάκι με νησιώτικο χωριό. Στενά δρομάκια, πολύ πολύ κοντά τα σπίτια το ένα στο άλλο, κατηφορικό, με θέα μεγάλη. Δεν μοιάζει με τα περισσότερα χωριά του κάμπου με τις μεγάλες αυλές, με τις μεγάλες εκτάσεις και κήπους γύρω γύρω. Είναι στενό, μικρό και σαν τα κοσμοπολίτικα νησιωτικά χωριά.
Κυκλαδίτικης...
Θυμίζει, θυμίζει λιγάκι.
Η πλατεία σας, που έχει και μια ιδιαιτερότητα;
Είναι ένα σύμπλεγμα από τρεις πλατείες μαζί: η κεντρική πλατεία του χωριού, με ένα γεφυράκι η πλατεία της εκκλησίας, δυο σκαλάκια και η πλατεία του σχολείου. Μεγάλες, κάτω από πλατάνια και φλαμουριές και νομίζω ότι είναι το πιο άνετο, στο κέντρο του, χωριό στη Μαγνησία και στο Πήλιο.
Αν μπορούσα να εκφέρω κι εγώ τη δική μου γνώμη θα έλεγα συγκριτικά πως ναι, η συγχώνευση αυτών των πλατειών είναι πολύ ωραία. Στην αρχιτεκτονική ακολουθεί τον ρυθμό τον πηλιορείτικο, όπως έχουμε, ας πούμε, στη Βυζίτσα κ.λπ.; Τι ισχύει;
Το Κεραμίδι χαρακτηρίζεται παραδοσιακό χωριό, είναι στη δεύτερη, όπως λένε, ζώνη, δηλαδή, δεν έχει τόσο αυστηρά χαρακτηριστικά, όπως η Βυζίτσα και η Μακρυνίτσα, αλλά είναι υποχρεωτική η πλακοσκεπή στα σπίτια, που τα περισσότερα είναι πετρόχτιστα με πολύ χοντρούς τοίχους κ.λπ. Απλά, υπάρχει μια μεγαλύτερη άνεση στα μπαλκόνια, που στα πηλιορείτικα απαγορεύονται. Εδώ υπάρχει λίγο μεγαλύτερη ευχέρεια στα παράθυρα και στα μπαλκόνια, θα 'λεγα.
Η δική σας εμπειρία μέσα απ' τα σπίτια απ’ τα οποία έχετε περάσει;
Θυμάμαι τα σπίτια της παλιάς εποχής, λίγο διαφορετικά από τα σημερινά. Κάθε σπίτι είχε μια αυλή μπροστά και μπαίνοντας στο σπίτι, υπήρχε ένα κατώι, δηλαδή, υπήρχε ένα μέρος, όπου είχαν, έμπαιναν τα ζώα μέσα φορτωμένα και ξεφορτώνονταν εκεί, προτού καταλήξουν στον στάβλο. Ήταν, δηλαδή, σαν εσωτερική αυλή σπιτιού, εκτός από την αυλή. Σήμερα τα πράγματα είναι αλλιώτικα, έγιναν πιο χρηστικά, παρότι κρατάει ακόμα τον χαρακτήρα του το χωριό, αν και οι ανάγκες οι οικονομικές, ανακατασκευής σπιτιών, ιδιαίτερα στη στέγη τους, έχουν αποτρέψει πολλούς από τη χρήση της πλάκας, που δεν βρίσκεται πλέον εύκολα, αλλά και η έλλειψη των μαστόρων της πέτρας έχει αφήσει χώρους στο Κεραμίδι και έχει χαλάσει η αισθητική αυτού του χωριού που μοιάζει τόσο με τα ζαγορίσια χωριά.
Όσον αφορά τις σκεπές, κάτι μου είχατε αναφέρει...
Είναι υποχρεωτική η πλακοσκεπή, παρότι δεν το ξέρουν οι περισσότεροι και το γεγονός ότι η κατασκευή μιας στέγης με πλάκα στοιχίζει τουλάχιστον τριπλάσια από την αντίστοιχη με κεραμίδι, κάνει πολλούς να παραβλέπουν το γεγονός ότι είναι ένα παραδοσιακό χωριό και να πηγαίνουν όλο και συχνότερα στη χρήση αυτή.
Πολύ ωραία. Μιλήστε μου για τα παιδικά σας χρόνια στο χωριό.
Τα παιδικά μου χρόνια, πάρα πολλές θύμησες, ένα...Το Κεραμίδι, κατ' αρχήν, ήταν ένα χωριό που στα χρόνια μου είχε κοντά στους χίλιους κάτοικους. Είχε τριακόσια σαράντα σπίτια. Το σχολειό, ένα πολύ μεγάλο εξατάξιο χωριό, πολλές φορές και περισσότερο, που στην τάξη μου εγώ θυμάμαι να είμαστε είκοσι δυο μαθητές. Πρωί-απόγευμα σχολειό, με την καμπάνα το ξεκίνημα, συσσίτια για πολλά χρόνια μαζικά, το πρωινό γάλα σκόνη και φαγητό το μεσημέρι, κάποιες φορές. Πρωί-απόγευμα το σχολειό, το απόγευμα...
Ώρες;
Κανένα τρίωρο το απόγευμα και κανονική δράση –απλά υπήρχε μια ανάπαυλα κάνα δυο ωρών το μεσημέρι, ίσα ίσα για φαγητό και ξαναρχόμασταν. Πολλή ενασχόληση το απόγευμα και με τους κήπους, να τσαπίζουμε, να φυτεύουμε λουλούδια, να μαζεύουμε χώμα για τους κήπους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, μια φορά μας έστειλε ο δάσκαλος με ένα γάιδαρο να μαζέψουμε αρμανόχωμα κι είχε νυχτώσει και ακόμα μας έψαχναν με τα φαναράκια οι γονείς εκεί πέρα, ξεχαστήκαμε και την άλλη μέρα είχαμε επεισόδια.
Όσον αφορά το σχολείο, ήτανε τα γνωστά αλληλοδιδακτικά; Ήτανε ενιαίες οι τάξεις, τα παιδιά διαφόρων τάξεων μαζί; Επειδή αναφέρατε ότι είχε έξι τάξεις. Λειτουργούσε όπως τα σημερινά;
Άλλες φορές είχε έξι, καμιά φορά και παραπάνω. Έξω από αυτό το μεγάλο σχολειό, που υπάρχει σήμερα, που είναι με δυο πολύ μεγάλες, με τρεις μεγάλες αίθουσες, λειτουργούσαμε και με μια αίθουσα στην κοινότητα κάποια φορά, και με μια αίθουσα στον φούρνο, στο μετέπειτα φούρνο. Πολλά παιδιά, κάποιες φορές τύχαινε να συνυπάρξουν και τάξεις, αλλά εγώ θυμάμαι όλες τις δικές μου σχολικές χρονιές με ένα δάσκαλο σε αυτοτελή αίθουσα.
Ο μεγάλος αριθμός των μαθητών σε ένα απομακρυσμένο σχετικά χωριό, οφείλεται;
Στον μεγάλο πληθυσμό. Χίλια άτομα περίπου είχε το χωριό, άρα ένας αριθμός κοντά στα εκατόν είκοσι παιδιά, που είχε το σχολείο τότε, ήταν ένας αναμενόμενος αριθμός. Πολλοί οι κάτοικοι, με πολ[00:10:00]λές ασχολίες, το χωριό ήταν πάρα πολύ ζωντανό. Μάλιστα, το Κεραμίδι τα προηγούμενα χρόνια, εκεί κοντά στο 1920, ήταν έδρα δήμου της ευρύτερης περιοχής, ανήκε στην επαρχία Αγιάς, και ήταν ο δήμος Καστανέας με καμιά δεκαριά περιφερειακά χωριά, που έφταναν μέχρι, μέχρι περίπου το Κιλελέρ της Λάρισας και το Σκλήθρο.
Οι ασχολίες των κατοίκων, μιας και το αναφέρατε μόλις πριν, στα δικά σας τα χρόνια φυσικά, από αυτά που θυμάστε, δηλαδή, εσείς ως παιδί, ποια ήτανε δημοφιλή επαγγέλματα;
Όλοι οι κάτοικοι ήταν σίγουρα αγρότες, συν ό,τι άλλο. Καπεταναίοι πολλοί και άλλοι εργάτες, οι αγρότες καλλιεργούσαν αμπέλια και συκιές, αργότερα έγινε μονοκαλλιέργεια η ελιά. Πολλοί υλοτόμοι και δασεργάτες, εκτός από τα κλασικά επαγγέλματα, ράφτες, υποδηματοποιούς, κτιστάδες πέτρας, κατασκευαστές κάρβουνου και ασβέστης, μπακάληδες και μαραγκοί, αλλά και πολλά απ' τα επαγγέλματα που έχουν λείψει, σαμαράδες, πεταλωτήδες, γανωτήδες, αγωγιάτες.
Μέσα από την οικογένεια, με ποια επαγγέλματα ήρθατε, έτσι, σε επαφή; Ο πατέρας, η μητέρα;
Ο πατέρας ήταν αγρότης, αλλά ήταν και παντοπώλης, ήταν και μπακάλης. Κατά καιρούς έκανε κι άλλα επαγγέλματα, δηλαδή διετέλεσε προσωρινά δασικός υπάλληλος, ήταν για πάρα πολλά χρόνια υλοτόμος. Αργότερα, ήταν ένας απ' τους τρεις συνέταιρους στο πρώτο φορτηγό, το οποίο ήταν χωρίς ανατροπή, και θυμάμαι ατελείωτα ξεφορτώματα άμμου με το φτυάρι, μες στη νύχτα να κουβαλάς τσιμέντα και ξύλα. Και το γεγονός ότι ήταν και μπακάλης ήταν γιατί στο μεγαλύτερο διάστημα της μέρας το μαγαζί το κρατούσε ο παππούς, που ήταν κι αυτός μπακάλης απ' τα νιάτα του, άρα και σαν συνταξιούχος είχε μόνιμη παρουσία στο μαγαζί, και η μάνα μου, η οποία στο μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας ήταν εκεί, και βοηθούσε σε μια σειρά από δουλειές και ζόρικες για μια γυναίκα, όπως το να κουβαλάμε φιάλες υγραερίου στους πελάτες, να τοποθετεί τη φιάλη, είχε τα... όλα τα σύνεργα εκεί κι εγώ βοηθός στο κουβάλημα.
Αυτό θα ρωτούσα. Θυμάστε τον εαυτό σας μέσα στο μπακάλικο να βοηθά;
Πολύ. Ήμουνα, ήμουνα το παιδί για όλες τις δουλειές, αλλά συνάμα είχαμε να αντιμετωπίσουμε και τις δυσκολίες από τη μεριά των δασκάλων. Οι δάσκαλοι, οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα αυστηροί εκείνα τα χρόνια, δύστροποι οι περισσότεροι, οι οποίοι μας απαγόρευαν, σαν παιδιά, την κυκλοφορία. Κι εμένα ήταν το μεγάλο μου πρόβλημα, το μαγαζί ήταν στο κέντρο του χωριού, μας απαγόρευαν να περάσουμε από την πλατεία, κι εγώ έλεγα: «Μα, πώς θα πάω στο μαγαζί, αφού με χρειάζονται, αφού ο δάσκαλος μου το απαγορεύει;». Και γινόταν αγώνας και κρυφά, για να τα καταφέρουμε αυτά. Δύσκολοι άνθρωποι οι περισσότεροι δάσκαλοι που πέρασαν. Ελάχιστοι ήταν αυτοί με τους οποίους έχω κάποιες καλές θύμησες, γιατί θυμάμαι δάσκαλο απ' τους καλύτερους, υποτίθεται, ο οποίος την πρώτη μέρα της παρουσίας του στο χωριό, αφού μας απαγόρεψε να σεργιανάμε τα μεσημέρια, μας βρήκε στην αυλή της εκκλησίας να παίζουμε βόλους και μας έβαλε στη γραμμή μοιράζοντάς μας σφαλιάρες για το καλωσόρισμα, με πολλές μαμάδες απ' τα μπαλκόνια να τον χειροκροτούν και να του λένε: «Καλά κάνεις, δάσκαλε, συνέχισε».
Η απαγόρευση για τα παιδιά ποιες ώρες ήτανε, μεταξύ του σχολείου και οι βραδινές;
Απαγόρευση τα μεσημέρια, αλλά και καθολική απαγόρευση απ' το πέρασμα στην πλατεία. Δεν ξέρω πώς το έβλεπαν οι δάσκαλοι, τότε. Απαγόρευση στο θέαμα, στους... στις ελάχιστες κινηματογραφικές βραδιές που ήταν στο χωριό, με κωμωδίες τα περισσότερα τέτοια, υπήρχε καθολική απαγόρευση για 'μας, που ήταν κάτι πολύ σημαντικό ο κινηματογράφος. Τύχαινε να... αφού δεν μας έβαζαν μέσα, να σκαρφαλώνουμε στα παράθυρα του μαγαζιού που γινόταν η προβολή και –για να βλέπουμε ό,τι μπορούσαμε να δούμε– και ο δάσκαλος να τρέχει με έναν φακό μες στη νύχτα, να δει ποιοι είναι για να υποστούν τις ποινές την αυριανή μέρα. Πολλές φορές, ήταν φίλοι συμμαθητές που πηδούσαν από ταράτσες με κίνδυνο να χτυπήσουν άσχημα κ.λπ., γιατί ο δάσκαλος με τη σφυρίχτρα ήταν τιμωρός και αστυνόμος, ακόμα και σε τέτοια απλά, αθώα θεάματα.
Παιχνίδια των παιδιών εκείνη την εποχή, τη δική σας εποχή;
Τα παιχνίδια, εκτός απ' τα κλασικά, δηλαδή κρυφτό, κυνηγητό, αυτά στις μικρές τάξεις, και μόνιμα ποδόσφαιρο, υπήρχαν και πολλά άλλα, άγνωστα σήμερα: μια ρόδα, που την κινούσαμε με ένα σύρμα, ξυλοπόδαρα, απ' τα καυσόξυλα κρατούσαμε κάποια που είχαν ένα πάτημα κι ανεβαίναμε, μπίλιες κ.λπ., αλλά και άγρια παιχνίδια. Πόλεμος με μακριές βέργες μεταξύ αντίπαλων μαχαλάδων, σκαρφάλωμα στο πίσω μέρος του λεωφορείου κάθε φορά που ερχόταν, με μεγάλο κίνδυνο να... για ατυχήματα, τσουλήθρες με μεγάλες πέτρες με κατηφόρα, καπετάνιοι σε δέντρα, ανεβαίναμε σε ψηλά δέντρα, σε κλαριά και τραμπαλιζόμασταν κάνοντας τους καπετάνιους. Θυμάμαι ακόμα χαρακτηριστικά ένα παίξιμο με καραγκιόζη, όπου μαζευόμασταν σε κάτι σκεπαστούς, παλιούς φούρνους συνήθως, μια λαδόκολλα μπροστά, πίσω οι καραγκιοζοπαίχτες και οι θεατές μπροστά. Θυμάμαι το αντίτιμο ήταν ελάχιστο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι εμένα –σαν γιο μπακάλη– δεν μου παίρναν χρήματα, κουβαλούσα τη λαδόκολλα! Πολύ και επικίνδυνα παιχνίδια, αλλά τα θυμάσαι με τόση γλύκα και καμιά σύγκριση, βέβαια, με τα σημερινά.
Μου έκανε εντύπωση το παιχνίδι με το λεωφορείο...
Τότε το λεωφορείο ήταν ένα απ' τα παλιά, κλασικά λεωφορεία, το οποίο έβαζε τις αποσκευές στη σκεπή. Πολλές φορές, επειδή στο χωριό μου υπήρχαν άτομα τα οποία ζαλιζόντουσαν μέσα, τους έδινε το δικαίωμα να μετακινούνται καθιστοί πάνω στη σκεπή ή ακόμα στο σκαλί της εισόδου, να κρατιένται από τον καθρέφτη με το ένα χέρι μέσα και το άλλο έξω, γιατί ήταν πολλή μεγάλη η δυσκολία τους, πολύ εύκολη η ζάλη και ο εμετός κ.λπ. και τους δίνονταν η δυνατότητα αυτή. Πίσω, το λεωφορείο είχε μια σχάρα, σιδερένια σχάρα όπου κι εκεί έβαζαν τις περισσότερες φορές πράγματα, μπαγκάζια, τα οποία τα σκεπάζαν με μουσαμάδες. Εμείς περιμέναμε πώς και πώς να 'ρθει το λεωφορείο –ερχόταν κατά τις τέσσερις το απόγευμα– και όλη η πιτσιρικαρία να τρέχει από πίσω να γαντζωθεί απ' τη σχάρα, και να σέρνεται για πενήντα εκατό μέτρα, παρά τις φωνές του οδηγού και τον κίνδυνο, ασυζητητί. Σήμερα θα τρελαινόμουνα στην ιδέα να δω ένα παιδί, ένα εγγόνι μου, να κρέμεται απ' τη σχάρα του λεωφορείου, κι αυτό να 'ναι εν κινήσει. Ήταν αλλιώτικα τα πράγματα.
Όντως. Συνήθειες οικογενειακές;
Περισσότερο εκείνο που έχω να θυμάμαι είναι, από τρόπους διασκέδασης, τα πανηγύρια, που γινόταν κάθε φορά τον Αύγουστο, ένα πανηγύρι το οποίο κρατούσε τρεις και πλέον μέρες, με χορό μέχρι το πρωί. Καμιά σχέση τις περισσότερες φορές με τη σημερινή αφθονία στα φαγητά. Τότε, θυμάμαι, ο πατέρας μου, που είχε τέτοιο μαγαζί, να ψήνουμε τρία τέσσερα κοτόπουλα, ξέρω 'γω, για το βραδινό, ή καμιά φορά, σε σπάνια τέτοια, ένα κατσίκι και ο περισσότερος κόσμος, ιδιαίτερα οι γυναίκες, να 'ρχονται για μια βαν[00:20:00]ίλια, μια λεμονάδα ή ένα κανταΐφι εκείνο τον καιρό, που ήταν οι μόνες μέρες που έρχονταν αυτά τα γλυκά του ταψιού, το κανταΐφι συνήθως, στο πανηγύρι. Έξω απ' αυτό, ήταν κάποιες οικογενειακές μαζώξεις, παράδειγμα στις Απόκριες ή σε κάποιες τέτοιες σημαντικές γιορτές, που μαζεύονταν δυο τρία αδέρφια και συγγενείς μαζί, καλέσματα μια αδερφή στην άλλη, αλλά και πολλές χοροεσπερίδες τότε, που γινόταν τέσσερις πέντε τουλάχιστον, στη διάρκεια του έτους. Η ανάγκη της εξόδου με τις χοροεσπερίδες ήταν... Καθώς το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων ήταν αλιεργάτες, οι οποίοι έρχονταν μια φορά τον μήνα, στο φεγγάρι, στο ολόγιομο φεγγάρι, μέναν για τρεις τέσσερις μέρες, κι ήταν ευκαιρία για αυτούς και ανάγκη τους, να διασκεδάσουν λιγάκι. Τότε οργάνωνε το κάθε καφενείο μια χοροεσπερίδα με μια μικρή ορχήστρα, το Κεραμίδι εκείνο τον καιρό είχε αρκετούς ντόπιους μουσικούς και βιολιτζήδες και λαουτιέρηδες και ακορντεονίστες και κλαρινίστες φυσικά. Και θυμάμαι κάτι εξαιρετικές βραδιές, όπου σύσσωμο το χωριό, οι περισσότερες οικογένειες, ασφυκτικά γεμάτες αίθουσες, γλεντούσαν.
Κάποια πιο, έτσι, συγκεκριμένη εμπειρία από αυτό, που να την έχετε έντονα στο μυαλό σας;
Θυμάμαι κάποιες φορές, ήταν ένας ναυτικός, ο οποίος ήταν, έτσι, και ιδιαίτερα χωρατατζής και πάντα ήταν στο επίκεντρο της προσοχής, να δείχνει και χορούς αλλιώτικους, αλλά και να κάνει και σπαρταριστά πράγματα σε αποκριάτικους χορούς, δηλαδή, να έχει μπαλόνια με νερό και να καταβρέχει κάνοντας ότι κατουράει και να βρέχει τον κόσμο γύρω γύρω και να τινάζονται και να γελούν και... Ήταν εξαιρετικά τα πράγματα στη διασκέδαση τότε, με ελάχιστο φαγητό, πολλές φορές ακόμα και κονσέρβες κ.λπ., γιατί δεν μπορούσαν τα καφενεία να καλύψουν τέτοιες ανάγκες, και δε ρισκάριζαν, αλλά με πάρα πολύ χορό και διασκέδαση. Θυμάμαι ανθρώπους να σηκώνουν τραπέζια με τα δόντια και να χορεύουν ζεμπέκικα και διάφορα άλλα τέτοια. Το Κεραμίδι ήταν και ιδιαίτερα κοσμοπολίτικο χορευτικά, δηλαδή, εκείνα τα χρόνια, έξω απ' το γεγονός ότι στο πανηγύρι γινόταν καθολικός χορός με ατελείωτες γύρες, συμμετείχε ο κόσμος όλος τις περισσότερες φορές, ήταν χωριό στο οποίο χορεύονταν και άλλα ευρωπαϊκά τραγούδια, δηλαδή, έξω από βαλσάκια και φοξ τροτ και φοξ ανγκλέ, μου 'λεγε η μάνα μου που χόρευε με τον αδερφό της, γιατί ο πατέρας μου ήταν βαρύς, λιγάκι, σε αυτά. Και πραγματικά πολλά, πολλά και ευρωπαϊκά ακούσματα. Δεν ήταν ένα απομονωμένο χωριό. Είχε έναν αέρα πάντα κοσμοπολίτικο και μουσικές επιρροές από πολλές μεριές, και νησιώτικες και ηπειρώτικες, γιατί ήταν πολλοί οι χτιστάδες πέτρας στο χωριό, που μετέφεραν και ακούσματα και τέτοια πράγματα. Και δεν ακουγόντουσαν τα συνηθισμένα τραγούδια του κάμπου, αλλά ακουγόντουσαν τραγούδια τα οποία είχαν να κάνουν και με το Πήλιο και με νησιωτικά μοτίβα και με ηπειρώτικα, θα έλεγα, κάποια.
Μάλιστα. Συνδυασμός πολλών επιδράσεων. Δεν σας ρώτησα για τα μέλη της οικογένειάς σας.
Ναι. Τετραμελής ήταν η οικογένειά μου, μια αδερφή δύο χρόνια μικρότερη είχα. Η μάνα μου έφηβη είχε κατεβεί στον Βόλο και δούλευε σαν υπηρέτρια σε ένα μεγάλο σπίτι του διευθυντή μιας θεσσαλικής εφημερίδας τότε, και όταν γύρισε, μετά από πέντε έξι χρόνια στο χωριό, είχε έναν άλλον αέρα. Θυμάμαι ήταν απ' τις λίγες γυναίκες που σου μιλούσαν για το savoir vivre και πώς τοποθετείς το μαχαίρι και το πιρούνι και γελούσε ο πατέρας μου εκεί. Μας έκανε για πρώτη φορά πράγματα πρωτόγνωρα στο χωριό, δηλαδή ρώσικη σαλάτα, πουρέ με πατάτες, είχε κιμαδομηχανή και μηχανή του πουρέ. Γενικά η μάνα μου ήταν ένας άνθρωπος πολύ δραστήριος και πάρα πολύ φιλομαθής. Ό,τι μάθαινε ήθελε να το μεταδίδει, η ίδια ήθελε πολύ να γίνει δασκάλα τότε, αλλά οι καιροί ήταν αλλιώτικοι, ήταν ένα από τα τέσσερα πέντε μέλη της οικογένειάς της –πολλές αδερφές– που οι ανάγκες την έφεραν σε αυτή την δουλειά. Δυσκολεύτηκε να εγκλιματιστεί. Ήταν μια πιο φιλελεύθερη και προοδευτική γυναίκα από τις άλλες, είχε και ξεχωριστό όνομα, τη 'λεγαν Λάουρα, πρωτοφανές για το χωριό, που δεν το 'χαν ξανακούσει. Άλλοι τη φώναζαν Φράουλα, άλλοι Ράουλα, όπως τύχαινε. Ήτανε ένας ιδιαίτερα γλυκός άνθρωπος και... προοδευτικός πολύ για την εποχή του, παρότι εμείς γελούσαμε μαζί της και τη λέγαμε «δικηγόρε αγράμματε». Ήθελε να έχει λόγο σε όλα, ήθελε να μαθαίνει τα πάντα. Θυμάμαι μια φορά, φοιτητής αργότερα, που διάβαζα εγώ μια κλασική ανάλυση στα μαθηματικά και ήταν δίπλα μου κι έλεγε: «Αλήθεια, Δημήτρη, αν σήμερα μου εξηγήσεις δυο πράγματα και διαβάσω λιγάκι, δεν θα τα καταλάβω;». Κι εγώ αυτά... Και γελούσαμε, γελούσαμε μαζί της.
Από τη μητέρα σας ποια στοιχεία του χαρακτήρα πιστεύετε ότι πήρατε και σας διαμόρφωσαν;
Πιστεύω την ευσυγκινησία περισσότερο, τη διακριτικότητα πολύ και εν πολλοίς την ευγένεια, ιδιαίτερα στον έξω κόσμο, όχι τόσο στο σπίτι. Ενώ απ' τον πατέρα μου λίγο κάποια άγρια ξεσπάσματα λιγάκι στον χαρακτήρα, ακόμα και για ασήμαντες αφορμές, για τα οποία μετανιώνω, βέβαια, εύκολα και ή τουλάχιστον η άσκηση σαν καθηγητή μου φρενάρισε πολλά απ' αυτά τα ξεσπάσματα.
Πολύ ωραία. Τώρα, προχωρώντας λίγο παρακάτω. Πώς θα περιγράφατε τη μετάβασή σας από το χωριό στον Βόλο, γιατί, όπως είπατε, έπρεπε να φοιτήσετε στο γυμνάσιο στον Βόλο;
Ήταν μια ιδιαίτερα δύσκολη, τουλάχιστον στην αρχή, περίοδος, γιατί κατέβηκα στον Βόλο κι έμεινα στο σπίτι της αδερφής της μάνας μου, καθώς ο γιος της εκείνον τον καιρό είχε περάσει στη Θεσσαλονίκη, φοιτητής στο Φυσικό, υπήρχε ένα διαθέσιμο δωμάτιο. Ο θείος το περισσότερο διάστημα ήταν στη θάλασσα, καραβοκύρης, και μαζί με την άλλη ξαδέρφη μείναμε δυο χρόνια εκεί. Δύσκολη ήταν αυτή η μετάβαση, γιατί έφευγες από ένα γνώριμο τοπίο με πάρα πολλούς φίλους, και έπεφτες σε ένα καινούριο περιβάλλον στο οποίο συναντούσες και δυσκολίες. Δηλαδή, παρότι εγώ πήγα γυμνάσιο στη Νέα Ιωνία, μια προσφυγούπολη με κόσμο, ο οποίος είχε πολλά οικονομικά προβλήματα, με λιμενεργάτες, με οικοδόμους, με κόσμο φτωχό, εντούτοις συνάντησα άγριο bullying στα πρώτα γυμνασιακά μου χρόνια, παρότι ήμουνα και εξαιρετικός μαθητής και τέτοια πράγματα. Θυμάμαι φίλους –αργότερα δεθήκαμε πολύ μαζί– οι οποίοι σχολίαζαν πολύ εύκολα και με καυστικό τρόπο την εμφάνιση, μια φορά φορώντας κάτι ασπρόμαυρα παπούτσια του ξαδέρφου. Κι αυτό δε συνέβαινε μοναχά από μαθητές, συνέβαινε και από καθηγητές. Θυμάμαι αναφορές από κάποιο θεολόγο, ο οποίος βλέποντάς μας να ερχόμαστε –εγώ σαν σάκο γυμναστικής τότε είχαν έναν υφασμάτινο, που τον είχε κάνει η μοδίστρα θεία μου εκεί πέρα, που έκλεινε από πάνω με...– και σχολίαζε, έλεγε: «Καλώς τον Κουτσικό με το κθαρ[00:30:00]οσάκουλο», εννοώντας αυτό το σακούλι που έβαζαν την τροφή και το κρεμούσαν από τον λαιμό των μουλαριών, για να τρώνε όσο ήτανε εν κινήσει ή εν στάσει. Καθόλου ευχάριστες αναμνήσεις και από τους καθηγητές, οι οποίοι, μονόχνωτοι και αυστηροί. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον διευθυντή, στο λύκειο πια, να μας εξετάζει κάθε εβδομάδα μετρώντας πόσους πόντους είναι το μαλλί. Θυμάμαι να μας εξετάζει, άντρες πια, να μας κοιτάζει τα νύχια αν είναι καθαρά ή τα αυτιά, για το όνομα του Θεού. Τα σκέφτομαι και ένας απ' τους λόγους που προσπάθησα να γίνω αλλιώτικος σε αυτήν τη δουλειά, και να αγαπήσω και να αγαπηθώ απ' τους μαθητές, ήταν να μην έχω καμιά σχέση με τα δικά μου βιώματα, γιατί αυτά ήταν τραυματικές εμπειρίες.
Σχετικά με τα ασπρόμαυρα παπούτσια στα οποία αναφερθήκατε πιο πριν, περιγράψτε μου τα περιστατικά τα σχετικά.
Φτωχοί ήμασταν, δεν είχαμε καμιά άνεση, η μάνα μου απλά συνεισέφερε κάποια πράγματα, άλλες φορές με τροφές, με κρέατα ή με τέτοια, ή με λίγα χρήματα στην αδερφή της, και αυτή έχοντας ψαρά άντρα, χωρίς να έχουν μεγάλη επιφάνεια, υπήρχε η ανάγκη στο σχολείο για κάποια πράγματα. Μας έλεγαν: «Πάρτε φόρμα για τη γυμναστική». Θα χρησιμοποιούσα τη φόρμα του ξάδερφου που είχε φύγει πια απ' το σχολειό, όπως πολλές φορές και κάποια «Αυτά είναι τα παπούτσια που φορούσε ο ξάδερφος, είναι καινούρια, βάλ' τα». Ε, αθώος τα έβαζες, εσύ τα καμάρωνες, έπεφτες στη χλεύη των άλλων. «Τι παπούτσια είναι αυτά, ρε βλάχε; Πού πας με αυτά;» κ.λπ. κ.λπ. Και μου τα 'λεγαν άτομα με τα οποία αργότερα γίναμε πολύ φίλοι, μέναμε, καθόμασταν στο ίδιο θρανίο κ.λπ. και μου 'ρχοταν να τον πνίξω για την πρότερη δράση του και καυστικότητα. Αργότερα, βέβαια, –δεν ξέρω, ίσως βοήθησε και το γεγονός ότι ήμουνα πολύ καλός μαθητής– συνάντησα την αποδοχή κι αυτά τα πράγματα σταδιακά μειώθηκαν. Αλλά χρειαζόταν τότε παραπανίσιο περίσσευμα ψυχής, έτσι, για να τα αντέξεις. Ήταν δύσκολα τα πρώτα χρόνια, όπως επίσης θυμάμαι και κάποια πολύ μεγάλα ζόρια που πέρασα από βαθμολογίες. Στα πρώτα χρόνια ήμασταν σε μια, σε ένα σχολικό συγκρότημα με ξύλινες παράγκες. Θυμάμαι...
Σε ποια περιοχή ακριβώς;
Της Νέας Ιωνίας, του Βόλου. Τα δυο πρώτα χρόνια ήμασταν εκεί, πολλές φορές κουβαλούσαμε κι από ένα ξύλο για τη φωτιά, ξυλόσομπες ήταν. Αλλά σε μικρές, στενές, ξύλινες αίθουσες να στοιβαζόμαστε πενήντα και πενήντα δυο άτομα, να μην υπάρχει ούτε διάδρομος για να περάσεις, οι καρέκλες παντού, να παραμερίσουν και να πηδάς πάνω απ' τους άλλους για να φτάσεις στον πίνακα. Αλλά, και καθηγητές οι οποίοι τις περισσότερες φορές δε σε γνώριζαν και αυτό είχε σαν συνέπεια αλλοπρόσαλλες βαθμολογίες. Θυμάμαι μια φορά είχα πικραθεί τόσο κι είχα ακούσει και τα σχολιανά μου απ' τη θειά, γιατί είχα πάει απ' τα, απ' το 16 ή 18, μου 'βαλε στο δεύτερο τρίμηνο 10 στα Μαθηματικά από ένα άτυχο γραπτό. Αυτή άρχισε: «Απαπά, τι θα πω στην αδερφή μου; Θα μείνει το παιδί» και τέτοια πράγματα. Κι εγώ θυμάμαι να πηγαίνουμε τότε έναν κινηματογράφο το Σαββατοκύριακο στη Νέα Ιωνία, να βλέπουμε τη Βουγιουκλάκη, και στο πανί ένα δεκάρι να στριφογυρίζει έβλεπα τις περισσότερες φορές, πιστεύοντας κι εγώ ότι αυτό το δεκάρι θα μπορούσε, αν γινόταν εννιάρι, ξέρω γω, να με κάνει να χάσω τη χρονιά και τι ντροπή, πού να το πω και πού να το ομολογήσω; Έπρεπε να περάσει καιρός να σκεφτείς ότι ήταν ένας βαθμός ενός τριμήνου. Δε σήμαινε ότι θα 'χανες τη χρονιά, ήταν ο μέσος όρος πολύ ψηλότερος, αλλά τότε δε σκεφτόσουνα αυτά, σκεφτόσουνα... Ήτανε ένα, κυριολεκτικά, σοκ μεγάλο.
Οι εξετάσεις για να περάσετε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση;
Πρώτα απ' όλα είχαμε εξετάσεις, για να περάσουμε στη δευτεροβάθμια, εξετάσεις για να μπούμε στο γυμνάσιο. Και θυμάμαι, ναι, θυμάμαι τότε στο χωριό ένας παλιός δάσκαλος, θείος της μάνας μου, να μας κάνει προγύμναση για τις εξετάσεις στο γυμνάσιο σε δυο τρία μαθήματα και θυμάμαι μάλιστα, έναν μετέπειτα καθηγητή που ήταν επιτηρητής σε αυτές τις εξετάσεις και όταν με είχε ρωτήσει: «Με τι βαθμό ήρθες;» κ.λπ., με έβαλε δίπλα στον ανιψιό του για να αντιγράψει και να καταφέρει να περάσει κι αυτός. Εξετάσεις, βέβαια, και για το γυμνάσιο.
Και για το γυμνάσιο; Μάλιστα. Μαθήματα; Σε ποια μαθήματα;
Θυμάμαι σίγουρα Νεοελληνικά και Μαθηματικά, δε θυμάμαι πολύ περισσότερο αν υπήρχαν και άλλα, αν ήταν μόνο αυτά ή ήταν και κάνα δυο επιπλέον. Δυο ή τρία μαθήματα νομίζω ότι ήταν.
Εν αντιθέσει, οι εξετάσεις για να περάσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση τι περιελάμβαναν;
Οι εξετάσεις ήταν λίγο-πολύ ανάλογες με τις σημερινές, ήταν σε περισσότερα μαθήματα, καθώς τα μαθηματικά εξειδικεύονταν. Το ένα ήταν Άλγεβρα και Τριγωνομετρία μαζί, Γεωμετρία χωριστά, Φυσική, Χημεία και Έκθεση, νομίζω ότι ήταν πέντε, πέντε μαθήματα. Αλλά το χαρακτηριστικό εκείνης της εποχής είναι ότι δεν υπήρχε ύλη. Η ύλη ήταν, δεν έβγαινε η ύλη, ήταν τα πάντα ό,τι έπαιζε στο λύκειο. Αυτό είχε σαν συνέπεια να είναι ατελείωτα τα κεφάλαια, σε όλα τα μαθήματα. Εκεί, τη Φυσική θυμάμαι να είναι ατελείωτα βιβλία, κινητική, ηλεκτρισμό, ηλεκτρομαγνητισμό, στατική, απ' όλα τα πράγματα εκεί πέρα, μέχρι πυρηνική φυσική. Ατελείωτη ύλη και πολλές φορές στο φροντιστήριο, που πηγαίναμε τα δυο τελευταία χρόνια, που ήταν λίγο-πολύ υποχρεωτικό και παρ' όλη την ένδεια, αναγκαζόσουνα να πηγαίνεις, ήταν και πάρα πολλά θέματα τα οποία έβρισκες σε φροντιστηριακά μόνο βιβλία, γιατί ήταν εκτός ύλης στα άλλα. Ή υπήρχαν, υπήρχαν και πολλοί μαθητές, οι οποίοι προπονούνταν και σε αυτά, τα εκτός ύλης θέματα. Ήταν πολλές φορές, δηλαδή, εκείνον τον καιρό που αιφνιδιαζόσουν απ' τα θέματα, τα οποία δεν ήταν, δεν συμπεριλαμβανόταν καθόλου στη σχολική ύλη, που πολλές φορές ο κάθε καθηγητής τότε, από ένα τεράστιο βιβλίο, επέλεγε αυτός το τι θα κάνει και τις περισσότερες φορές έπεφταν θέματα για τα οποία δεν είχες μυρουδιά.
Μάλιστα. Τις εξετάσεις που δώσατε τις θυμάστε; Τι επίδοση πετύχατε;
Ναι, αυτά τα πράγματα δεν ξεχνιένται. Είχα πάει πάρα πολύ καλά στην Έκθεση, πρωτόγνωρα καλά. Ήμουνα πάντα καλός και στα θεωρητικά και στα Αρχαία και στα Νεοελληνικά, αλλά η επίδοσή μου κοντά στο δεκαοχτώμισι στην Έκθεση εκείνον τον καιρό, ήταν εντυπωσιακή. Στα άλλα είχα πάει μέτρια. Αρκετά καλά στο ένα απ' τα δυο Μαθηματικά, που 'χαμε δώσει, ενώ στο άλλο, όχι. Ήταν μια ψιλοψυχρολουσία. Όπως επίσης και στη Χημεία, όπου ένα λάθος με έκανε να διορθώνω προηγούμενα θέματα και δεν πρόλαβα καν να διαβάσω ένα ζήτημα. Ήταν πιο μέτριες οι επιδόσεις μου στα άλλα. Εντυπωσιακή ήταν η παρουσία μου σε ένα Μαθηματικό και πολύ περισσότερο στην Έκθεση, η οποία ήταν πραγματικά πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία.
Οι επιδόσεις αυτές σάς οδήγησαν στην επιλογή του Μαθηματικού, ήταν επιλογή, ήτανε...
Δεν ήταν επιλογή. Τυχαία, στην τύχη ήταν. Εκείνον τον καιρό δεν είχαμε ιδέα από σχολικό επαγγελματικό προσανατολισμό, βλέπαμε απλά τις ψηλότερες βαθμολογίες, τις υψηλότερες βάσεις σε κάθε σχολή κι αρχίζαμε να δηλώνουμε, έτσι όπως πετυχαίνονταν οι μεγαλύτερες βαθμολογίες: πρώτα χημικός μηχανικός, μετά ναυπηγός, μεταλλειολόγος, χωρίς να έχουμε καμιά επαφή με τα αντικείμενα αυτά, μετά οι πολυτεχνικές σχολές, που ήταν λίγο-πολύ μια διάθεση του πατέρα μου εκεί πέρα. «Αν κάτι αξίζεις, εκεί πρέπει να περάσεις», ήταν οι κουβέντες του. Μου 'κατσε στο Μαθηματικό. Με τα Μαθηματικά τα πήγαινα καλά, ήμουνα ένας συ[00:40:00]νεπής και μελετηρός μαθητής. Δεν μπορώ να πω ότι είχα, ξέρω γω, την τρελή σπιρτάδα από κάποιους φίλους που έβλεπα τότε, οι οποίοι είχαν εξαιρετικές μαθηματικές αντιλήψεις, δεν τα πήγαιναν ιδιαίτερα καλά στα γραπτά τις περισσότερες φορές κ.λπ. Εμένα μου 'κατσε εκεί, ίσως με λίγο τρόμο στην αρχή, αλλά... Παρόλο που οι σπουδές μου δε μου άφησαν ευχάριστες αναμνήσεις, δηλαδή, πολύ στρίμωγμα, ατελείωτο διάβασμα, αλλά χωρίς καθηγητές να σε συγκινούν και να σε συνεπαίρνουν και να δίνεσαι ακόμα περισσότερο στο αντικείμενο. Αυτό που αγάπησα αργότερα ήταν το καθηγητηλίκι, μέσα από τη δουλειά μου αυτή, Δηλαδή αγάπησα τα Μαθηματικά, τα αγάπησα κι έγιναν κομμάτι της ζωής μου και είμαι πολύ χαρούμενος για αυτό, αλλά εκείνο που με άγγιξε περισσότερο ήταν η ανάγκη μου να τα μεταδώσω πολύ πιο γλυκά απ' ότι τα είχα προσλάβει εγώ. Πολύ πιο γλυκά, πολύ πιο κατανοητά και να κάνω τα Μαθηματικά να μην είναι φόβητρο, αλλά μια, όσο το δυνατόν, ευχάριστη ενασχόληση που καλλιεργεί και την ευστροφία και τον ορθολογισμό.
Τελειώνοντας τη σχολή του Μαθηματικού στην Πάτρα, φαντάζομαι ότι το επόμενο διάστημα θα αρχίσατε να αναζητάτε εργασία σχετική. Τι κατάσταση βρήκατε;
Καταρχήν θυμάμαι, πήγα στην Πάτρα, παρόλο που η διάθεσή μου ήταν να πάω στη Θεσσαλονίκη, γιατί εκεί σπούδαζαν προηγούμενοι φίλοι, γνωστοί από το χωριό κ.λπ. Δεν τα κατάφερα. Πήγα στην Πάτρα με βαριά καρδιά. Βρίσκοντας συγκάτοικο στο τρένο πηγαίνοντας για εκεί, άτομο που δεν το ήξερα, μείναμε την πρώτη χρονιά μαζί. Δύσκολος ο εγκλιματισμός στην Πάτρα. Τον πρώτο χρόνο και για πολύ μεγάλο διάστημα, έχοντας επαφές μοναχά με Θεσσαλούς από το τμήμα κ.λπ., πηγαίνοντας σε κάποιους χορούς Θεσσαλών κ.λπ. Πέρασε καιρός να εγκλιματιστώ με την Πάτρα και στο τέλος μ' άρεσε και ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της, παρότι δύσκολος κόσμος κι εκείνα τα χρόνια καθόλου ευχάριστος τις περισσότερες φορές. Ήταν βέβαια και η εποχή μετά τη Χούντα με ατελείωτη αστυνομοκρατία και ελέγχους και... και φόβους, μέχρι χαφιέδες ήταν στα αμφιθέατρα του πανεπιστημίου και φοιτητές να τους καταγγέλλουν: «Αυτός εκεί με έδερνε πριν από μερικά χρόνια στα κρατητήρια». Με πολλή προσοχή να παίρνεις την εφημερίδα και να την κρύβεις, αν δεν ήταν... του συντηρητικού περιβάλλοντος εκεί.
Στην Πάτρα κάποιο έτσι περιστατικό παρεμβατικότητας αστυνομικής είχατε ζήσει εσείς;
Θυμάμαι να πηγαίνεις σε ένα τυροπιτάδικο, να σε σταματούν για εξακρίβωση στοιχείων και να πηγαίνεις στο αστυνομικό τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων, και με τις ταυτότητες, μέχρι να πιστοποιήσεις την ιδιότητά σου κ.λπ. Άλλα πράγματα θυμάμαι πολύ καλά. Θυμάμαι συνελεύσεις που κρατούσαν τρεις και τέσσερις μέρες συνέχεια, όπου ξεκινούσε από την παγκόσμια πολιτική κατάσταση, άλλος έβαζε θέματα τον Ενβέρ Χότζα στην Αλβανία, της χήρας του Μάο στην Κίνα και ατελείωτα τέτοια, μέχρι να φτάσεις να κουβεντιάσεις για τα σπουδαστικά σου θέματα. Ιδιαίτερα πολιτικοποιημένα χρόνια. Θυμάμαι και κάτι πολύ ευτράπελα εκεί. Θυμάμαι να κάνουμε μετακόμιση πάνω σε ένα κρεβάτι. Όλα τα υπάρχοντα πάνω σε ένα ντιβάνι, να το πιάνουν ένας μπροστά κι ένας πίσω και να αλλάζεις γειτονιά! Αυτά ήταν τα υπάρχοντά μας: ένα σπαστό τραπέζι, μια καρέκλα, ένα φωτιστικάκι και το κρεβάτι με τη βαλίτσα πάνω. Ήταν απ' τα, πραγματικά, πολύ ευτράπελα εκεί πέρα, μετακόμιση πάνω σε ένα κρεβάτι τη νύχτα, για να αποσπάσεις όσο το δυνατόν λιγότερο την προσοχή, για να αλλάζεις γειτονιά, απ' τη μια μεριά στην άλλη. Πολλοί συγκάτοικοι, έχω μείνει και με τέσσερα άτομα εκεί πέρα, μέχρι που ήρθε η αδερφή μου, η οποία είχε περάσει στην Ακαδημία της Τρίπολης, και τα υπόλοιπα κάνα δυο χρόνια μείναμε μαζί.
Ενότητα 5
Οι συνεχείς μετακινήσεις του αναπληρωτή και ο καθυστερημένος διορισμός στη Φλώρινα
00:45:08 - 00:54:04
Τώρα, όσον αφορά το μετέπειτα κομμάτι, γυρίσαμε στο χωριό, μετά το στρατιωτικό. Και... η ενασχόληση ήταν με οτιδήποτε άλλο εκτός απ' τη δουλειά. Δηλαδή, θυμάμαι να λειτουργώ σαν οικοδόμος, να ρίχνουμε μπετά, να φτιάχνουμε δρόμους, πλακοστρώσεις δηλαδή κ.λπ. κ.λπ., τα καλοκαίρια στα χωριά του Βόλου, στο Διμήνι, να μαζεύουμε αχλάδια. Και σιγά σιγά, με γνωριμίες ενός παλιού δασκάλου στο χωριό, που ήταν πια στον Βόλο σε ένα μεγάλο σχολείο, να μου γνωρίσει τις πρώτες οικογένειες για να ξεκινήσω να δουλεύω σαν δάσκαλος προετοιμάζοντας μαθητές. Δειλά δειλά στην αρχή, καλύτερα αργότερα. Αν και τα χρόνια που περνούσαν και δεν είχα καμιά... κανένα νέο για διορισμό και τέτοια πράγματα, έφερναν τον πατέρα μου πολύ συχνά να λέει τη μάνα μου ότι: «Να δεις, Λάουρα, μας ξεγέλασε ο Δημήτρης, ούτε σπούδασε ούτε τίποτα. Μέσα σε τόσα χρόνια κάποιος θα τον φώναζε, δεν μπορεί, μετά από εφτά οχτώ χρόνια να μην τον έχει θυμηθεί κανένας!». Και πραγματικά πέρασαν εφτά οχτώ χρόνια, για να δουλέψω για πρώτη φορά σαν αναπληρωτής στη Μαγνησία. Η πρώτη και μόνη φορά στη Μαγνησία, εκείνα τα χρόνια. Από εκεί και πέρα άρχισα το σεργιάνι στον κόσμο. Την πρώτη χρονιά δούλεψα σαν αναπληρωτής στη Σούρπη και τον Αλμυρό. Από κει και πέρα... Μια ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά και με μακρινές μετακινήσεις κ.λπ. Για μένα, πάρα πολύ συναρπαστική και γοητευτική, καθώς έκανα τα πρώτα μου βήματα σαν δάσκαλος. Και τελικά ήταν και πολύ μεγάλη τύχη, που συνάντησα έναν μετέπειτα φίλο και κουμπάρο, που λειτουργούσε σαν μέντοράς μου εκείνον τον καιρό, και συμβουλάτορας και βοηθός και ασπίδα προστασίας σε πάρα πολλά πράγματα. Και ήταν μια εξαιρετική χρονιά, παρ’ όλες τις δυσκολίες. Μετά, δεν ξαναδούλεψα στη Μαγνησία. Άρχισα το σεργιάνι στον κόσμο. Πήγα σε πάρα πολλά μέρη, δούλεψα έξι εφτά χρόνια σαν αναπληρωτής. Δούλεψα στην Εύβοια, στη Λίμνη της Εύβοιας για δυο χρονιές. Και μάλιστα, το ιδιαίτερα δύσκολο ήταν ότι παρότι δούλεψα στην ίδια πόλη δυο φορές, δεν είχα καμιά σιγουριά ότι θα δούλευα την επόμενη, δηλαδή στο τέλος της χρονιάς γινόταν η μετακόμιση, κουβαλώντας όλα τα υπάρχοντά μας, σόμπες, τραπέζια, κρεβάτια κ.λπ. κ.λπ., γιατί τις περισσότερες φορές δεν ήταν επιπλωμένα τα σπίτια που πηγαίναμε και... τον Σεπτέμβρη ξανά πάλι στο ίδιο μέρος. Ήταν και η μόνη φορά που δούλεψα για δύο συνεχόμενα χρόνια στο ίδιο μέρος. Όλες οι άλλες ήταν κάθε χρονιά κι εντελώς αλλιώτικη. Και θυμάμαι αργότερα ήταν το μόνιμο παράπονο του γιου μου: «Γιατί, ρε μπαμπά, δε μένουμε σε ένα μέρος σταθερό, πάνω που αρχίζω και κάνω φίλους, μας παίρνεις και φεύγουμε. Εγώ τώρα άρχισα να εγκλιματίζομαι και να κάνω φίλους». Ήταν Απρίλης-Μάης και τον Ιούνιο τα μαζεύαμε και αλλάζαμε περιοχή. Πέρασαν έξι εφτά χρόνια σαν αναπληρωτής. Μετά απ' τη Λίμνη, πήγαμε στην περιοχή της Φθιώτιδας. Εκεί ήταν η εισαγωγική επιμόρφωση τότε, τα γνωστά ΠΕΚ, που τα έκανα στη Λαμία και μετά δούλεψα στην περιοχή της Λαμίας. Στη Βαμβακού στα Φάρσαλα και σε άλλα, μέχρι τη στιγμή που ήρθε ο διορισμός μου στη Φλώρινα. Στη Φλώρινα, και συγκεκριμένα στην Υδρούσα, στην περιοχή του Βιτσίου, ένα μικρό χωριό, εφτά οχτώ χιλιόμετρα απ' τη Φλώρινα. Με πάρα πολύ ζεστούς και γλυκούς κατοίκους και υπέροχα παιδάκια και με έναν υπέροχο διευθυντή, που αργότερα έ[00:50:00]γινε και βουλευτής της Αριστεράς. Στη Φλώρινα, λοιπόν, η πρώτη χρονιά. Πλεονεκτήματα της πόλης: ο πολύ γλυκός της κόσμος. Δε συνάντησα πουθενά τέτοια φιλοξενία, δε συνάντησα πουθενά τέτοια καλοσύνη. Να πηγαίνεις στη Διεύθυνση και να λένε: «Τι θα πιεις, Δημητράκη; Φέρε καφέ και τυρόπιτα», να σε κερνάν, ενώ πού; Στην αντίστοιχη Διεύθυνση της Μαγνησίας είχε τόσο δύστροπους ανθρώπους, τόσο δυσπρόσιτους και απρόσιτους στην πληροφόρηση. Να είσαι οικογενειάρχης με παιδί και να μη σου δίνουν μια νύξη αν μπορούν να ανοίξουν θέση στη στεριά ή μοναχά στην Αλόννησο, να θες να πάρεις αποφάσεις που επηρέαζαν τη ζωή σου και θα σ' έφερναν σε πολύ μεγάλες δυσκολίες και να μη σε βοηθάν καθόλου. Ήταν τεράστια τα παράπονα εκείνης της εποχής από τη Διεύθυνσή μας εδώ, ενώ αλλού είδα πολύ περισσότερη καλοσύνη και προσοχή. Στη Φλώρινα θυμάμαι τον διευθυντή εκπαίδευσης να με βρίσκει στον δρόμο και επειδή ήμασταν γειτονιά και παίζαν τα παιδιά μας μαζί, να μου λέει: «Δημητράκη, βολεύτηκες, βόλεψες τα παιδιά σου, βρήκες καλό σπίτι; Πού μπορώ να βοηθήσω;». Αυτά ήταν άγνωστες έννοιες, εδώ. Πάντα είχα παράπονα από την Διεύθυνση της περιοχής μας, εκείνα τα χρόνια. Δε βοηθηθήκαμε καθόλου. Και μάλιστα έχασα και πολλά χρόνια για διορισμό, γιατί κανένας δε με κατατόπισε ότι υπήρχε και μια ξεχωριστή επετηρίδα της τεχνικής εκπαίδευσης, που είχε διαφορετική σειρά και θα μπορούσα να δουλέψω προηγούμενα χρόνια. Όπως και αργότερα, που ενώ είχα πάρει το πτυχίο, δε με άφηναν να καταθέσω χαρτιά, γιατί δεν είχα το... το πιστοποιητικό, τότε, του νοσοκομείου, που ήταν μια ακτινογραφία, την οποία θα χρησιμοποιούσα σε εφτά οχτώ δέκα χρόνια αργότερα, όπως κι έγινε. Κι έχασα πολλά χρόνια δουλειάς απ' αυτό. Τι να γίνει; Τα παράπονα συνεχίζουν να υπάρχουν. Στη Φλώρινα, λοιπόν, παρά τις πολύ δύσκολες συνθήκες, κάποιες φορές να παγώνουν τα πετρέλαια, να λείπει η θέρμανση και να τρέχεις. Είχα ήδη δυο παιδιά τότε, και η μικρή μου ήταν ενός χρόνου. Να διώχνεις τα παιδιά σε σπίτια άλλα φίλων, μέχρι να περάσεις μια δυο μέρες να επανέλθει, να ξεπαγώσουν τα πετρέλαια με... τη βοήθεια εκεί πέρα των υδραυλικών κ.λπ. κ.λπ. και να ξαναβάλεις τη θέρμανση στο σπίτι σου. Δύσκολες εποχές, και μάλιστα, εκείνο τον καιρό, η γυναίκα μου, που ήταν δασκάλα, έκανε εισαγωγική επιμόρφωση στην Κοζάνη. Κι έφευγε από το μεσημέρι, ερχόταν εννιά δέκα η ώρα το βράδυ κι έτσι, μετά την πρωινή μου δουλειά, είχα και μια μόνιμη ενασχόληση το ντάντεμα και το μεγάλωμα των παιδιών, το τάισμα με όλα τα συνεπακόλουθα και τη γκρίνια τους. Καθώς είχαν διαφορετικά ωράρια, ο ένας ήταν νήπια, η άλλη μωρό. Ιδιαίτερα δύσκολα χρόνια κι έχοντας και μόνιμη την επαφή με το χωριό. Γιατί υπήρχαν μεγάλες ανάγκες. Υπήρχε η αρρώστια της μάνας μου και οι ανάγκες του πατέρα μου και για τη δουλειά, όπου κάθε Σαββατοκύριακο ερχόμασταν από Φλώρινα, ακόμα και με δυο παιδιά, και με χιόνι πολλές φορές, για να τον βοηθήσουμε στο μάζεμα της ελιάς και αργότερα να τον στηρίξουμε λιγάκι, μετά τον χαμό της μάνας μου.
Θέλετε να αναφερθείτε σε αυτό, πώς προέκυψε;
Το παράπονό μου είναι ότι η μάνα μου έφυγε πολύ νωρίς, μόλις στα πενήντα εφτά της. Πάνω που είχε αρχίσει να χαίρεται έντονα... έντονα πράγματα. Δηλαδή, είχαμε σπουδάσει και τα δυο παιδιά, είχαμε παντρευτεί, η αδερφή μου είχε ήδη δυο κορίτσια, εγώ είχα τον γιο μου. Και πολύ απρόσμενα, πηγαίνοντας να δούμε μια αδερφή της, που είχε εγχειριστεί στο στήθος –κάτι καλόηθες– στη Λάρισα, της λέει: «Δεν κάνεις κι εσύ, μιας κι εδώ από κάτω υπάρχει ένα εργαστήρι, μια μαστογραφία;» και ξαφνικά απ' τη βόλτα της Λάρισας, βρέθηκα να με τραβάει ο γιατρός και να μου λέει: «Πάρ' τη μάνα σου και τρέξε, είναι δύσκολα τα πράγματα, έχει καρκίνο στο στήθος». Κι από κει και πέρα, άρχισε μια περιπέτεια που κράτησε τρία τέσσερα χρόνια με πολλές και διαφορετικές θεραπείες. Πάνω που πιστέψαμε ότι ιάθηκε το πρώτο της θέμα, παρουσιάστηκε καινούριο στο άλλο στήθος. Και τελικά έφυγε με πόνους και πάνω στα χρόνια που θα ήταν χρόνια πια ξεκούρασης για αυτή. Γιατί είχαν λιγοστέψει... Ήδη είχαμε αφήσει τη δουλειά με το μπακάλικο και τέτοιο στο χωριό, και ήταν πολύ πιο γλυκά τα πράγματα για αυτήν, να ζήσει με τα παιδιά της, να γνωρίσει πράγματα. Είχαμε αρχίσει κάναμε και εκδρομούλες, ήταν όλο και περισσότερο ξένοιαστη, αλλά τη βρήκε και την πήρε νωρίς. Έχει μείνει μοναχά μια γλυκιά ανάμνηση η κυρά-Λάουρα.
Υπήρξαν και λάθος χειρισμοί σε αυτό το ζήτημα;
Όχι. Όχι ιδιαίτερα. Έκανε και κάποια πράγματα, από ένα σημείο και μετά που είχε απελπιστεί από θεραπείες. Δηλαδή είχε ακολουθήσει τις εντολές των γιατρών. Πάνω που πιστέψαμε ότι είχε τελειώσει από τις ακτινοβολίες στο πρώτο, της παρουσιάστηκε θέμα στο δεύτερο, ακολούθησε μια θεραπευτική αγωγή με χημειοθεραπεία, μόλις τέλειωσε η θεραπεία, επανήλθε το πρόβλημα. Μετά άρχισε κάτι πρακτικές κάποιων καλόγερων, δεν ήμασταν και κοντά εμείς εκεί. Κάτι γιατρικά από καλόγερους κάπου στην Εύβοια, και τελικά έφυγε με πόνους και χωρίς καμιά βοήθεια κι ήταν αυτό που έλεγαν οι γιατροί: «Απ' τη μία τρέχατε στους καλύτερους γιατρούς και μετά καταλήξατε σε μια... τρέλα». Αλλά αυτό που μου 'μεινε ήταν αυτό που είπε ο... ένας γιατρός εκεί στη Θεσσαλονίκη, στο Θεαγένειο, ήταν ότι: «Ενώ η αντιμετώπιση ενός καρκίνου του στήθους έχει πολύ καλές προοπτικές, και μάλιστα στο ξεκίνημα ήταν πολύ μικρής έκτασης και επιθετικότητας, στο τέλος κατέληξε η μάνα σου να είναι στο 2% που είναι αχαλίνωτο». Κι έφυγε γρήγορα και με πόνους μόλις στα πενήντα εφτά της.
Μάλιστα. Και δώσατε το όνομά της στη μικρή, στην κόρη σας.
Στη μικρή την κόρη, την οποία μάλιστα δεν τη βάφτιζαν οι παπάδες εκεί πέρα Λάουρα, κι έπρεπε να έχει –τάχα μου– κι ένα χριστιανικό όνομα. Το όνομα της μάνας μου, της το 'χε δώσει μια δασκάλα της εποχής, ήταν το τέταρτο κορίτσι μιας οικογένειας, είχαν δοθεί όλα τα ονόματα των γιαγιάδων και των παππούδων, λέει: «Έχετε κάποιο όνομα να πω ή μπορώ να το πω κάποιο, όποιο θέλω εγώ;» Δεν ξέρω πόθεν επηρεασμένη η δασκάλα, κάτι αναφορές του Ξενόπουλου πιθανά και τέτοια πράγματα. Έδωσαν το όνομα Λάουρα, που είναι ιταλικής ρίζας, σημαίνει δάφνη, αλλά ήταν το πρώτο και μόνο όνομα που ακούστηκε στο χωριό και ό,τι έχει ακουστεί είναι από το αποκλειστικά στενό μας περιβάλλον. Ήταν και διάθεση και της γυναίκας μου να ακουστεί αυτό, κι ας τα πήραμε και τα δύο ονόματα απ' τη μια οικογένεια.
Ενότητα 7
Οι συνεχείς μετακινήσεις ενός αναπληρωτή. Οι δυσκολίες, οι κίνδυνοι, αλλά και οι όμορφες στιγμές του επαγγέλματος
00:58:37 - 01:12:52
Επιστρέφοντας εκεί που αφήσαμε τη συζήτηση πριν, δηλαδή στη Φλώρινα. Πόσο καιρό μείνατε;
Μια χρονιά μείναμε στη Φλώρινα, και μετά κατεβήκαμε στα πεδινά, εδώ, της Θεσσαλίας. Τοποθετήθηκα στην περιοχή των Σοφάδων, δούλεψα στις Σοφάδες, δούλεψα στο Νέο Μοναστήρι, δούλεψα στο Λιοντάρι της Καρδίτσας, όλα γύρω γύρω. Με μια ενδιάμεση στάση στο Μαρτίνο της Φθιώτιδας, καθώς εκείνη τη χρονιά είχε διοριστεί η γυναίκα μου. Είχε διοριστεί εκεί κοντά στην περιοχή του Ορχομενού, κοντά στο Κάστρο, Παύλο ήταν το όνομα του χωριού. Και αναγκαστήκαμε, για να βρισκόμασταν μαζί, να πάμε στο δύσκολο αυτό μέρος.
Δύσκολο για ποιο λόγο;
Ήταν κι ένα ιδιαίτερα δύσκολο χωριό, καθώς οι μισοί του σχεδόν κάτοικοι νταλαβερίζονταν με ναρκωτικά. Είχαν φυτείες, ήταν η γυναίκα μου δασκάλα στο χωριό κι αν τους έλεγε επίθετα σε -ης, ξεκινούσαν από το ναρκομα[01:00:00]νής και κ.λπ., μεγάλο το πρόβλημα. Πήγαινα τη μικρή μου στον παιδικό σταθμό κι έβρισκα στα σκαλιά του παιδικού σταθμού πέντε έξι σύριγγες και κάτω απ' το «γύρω γύρω όλοι» και τις τραμπάλες. Θυμάμαι τον γιο μου να πηγαίνει εκδρομή με το δημοτικό, και σε ένα γηπεδάκι στην άκρη του χωριού και σε κάτι δέντρα στην άκρη του γηπέδου, να μετράν ενενήντα πέντε σύριγγες καρφωμένες στα δέντρα κ.λπ. Ήταν μόνιμος τρόμος εκείνη η χρονιά. Από ένα σημείο και μετά, αναγκάστηκα την πήρα τη μικρή μου από τον σταθμό, φοβόμουνα ότι πολύ εύκολα μπορεί να βγει, άμα δεν τύχει της απολύτου προσοχής και να 'ρθει σε επαφή με μια μολυσμένη σύριγγα κ.λπ. Και την είχε πάρει η γυναίκα μου κι ήταν στο νηπιαγωγείο του σχολείου, παρότι δεν ήταν ακόμα σε ηλικία νηπίου, καθώς ήταν και μια φίλη νηπιαγωγός Βολιώτισσα εκεί, και κρατούσε και την κόρη της το ίδιο. Δύσκολη, δύσκολη περιοχή, παρότι βρήκαμε και φίλους εκεί κι ήταν και... Γλύκαινε κιόλας η ζωή μας, γιατί ήταν πάρα πολλοί δάσκαλοι, αρκετοί απ' αυτούς και Θεσσαλοί και τέτοια πράγματα και γίνονταν ατελείωτες βραδιές με μπιρίμπες και παιχνίδια και γλέντια. Αλλά ήταν ένας μόνιμος φόβος εκεί, μέχρι να ξαναφύγουμε κι από κει.
Έπειτα;
Έπειτα. Εκείνον τον χρόνο εγώ πηγαινοερχόμουν στο Μαρτίνο της Φθιώτιδας, άλλαζα νομό δηλαδή, και μετά σιγά σιγά άρχισα να έρχομαι προς την περιοχή της Μαγνησίας. Ήρθα στη Μαγνησία, δούλεψα για κάποιους μήνες στην Τσαγκαράδα. Πολύ δύσκολες συνθήκες, πολύ δύσκολη η μετακίνηση η καθημερινή, το να πηγαίνεις μιάμιση ώρα δρόμο για να κάνεις μάθημα, στον χειμώνα και με κινδύνους, με χιόνια κ.λπ. Μετά, δούλεψα στο Βελεστίνο. Δούλεψα για τέσσερα χρόνια στον Αλμυρό, τέσσερα χρόνια στα Κανάλια, μέχρις ότου να πιάσω σιγά σιγά στο Βόλο. Τοποθετήθηκα σε ένα σχολειό. Τα πρώτα χρόνια, συμπλήρωνα και σε πολλά άλλα. Πολλές φορές και σε τρία σχολειά στην αρχή, μέχρι να περάσουν τρία τέσσερα χρόνια, και να μείνω πια σταθερά και μόνιμα στο λύκειο, στο οποίο έκατσα καμιά δεκαριά χρόνια. Κι εκεί έκλεισα την καριέρα μου σαν καθηγητής μαθηματικός, μετά από καμιά τριανταριά χρόνια.
Το οποίο είναι το 7ο Λύκειο Βόλου.
Το 7ο Λύκειο Βόλου.
Το Γενικό Λύκειο, να το επισημάνουμε και αυτό. Από τις συνεχείς μετακινήσεις σας, ως αναπληρωτής και μετέπειτα ως διορισμένος, τι είναι αυτό που σας έχει μείνει, δεδομένου μάλιστα ότι γινόταν με την ακολουθία και μιας οικογένειας;
Αυτό είναι το ευχάριστο και το δύσκολο μαζί. Ενώ σεργιανίσαμε όλη την Ελλάδα, το μόνο καλό ήταν ότι όλα τα χρόνια, ήμασταν μαζί, δουλεύαμε μαζί με τη γυναίκα μου ή τουλάχιστον δουλεύαμε σχετικά κοντά, κρατώντας κοινό σπίτι. Με πολλές δυσκολίες, άλλες φορές μετακινούμασταν και οι δυο, άλλες φορές μετακινιόταν ο ένας. Αλλά καταφέραμε, πηγαίνοντας κάθε φορά στην πιο δύσκολη επιλογή, να συνυπάρχουμε, να δουλεύουμε μαζί και να κρατάμε κοινό σπίτι. Πολύ μεγάλη δυσκολία με τις μετακομίσεις της οικογένειας, πολύ μεγάλη δυσκολία η βδομαδιάτικη μετακίνηση, απ' τη Φλώρινα και απ' την Εύβοια, όπου στη Λίμνη έχω να λέω ότι πέρασα απ' τα καλύτερά μου χρόνια. Ήταν τότε μικρός μικρός ο γιος μου, κι ένιωθες ότι έχεις μια εξαιρετική ποιότητα ζωής μέσα στη φτώχεια. Δηλαδή, με ελάχιστα μέσα, σε έναν ξένο τόπο, σε ένα πρόχειρο σπίτι, είχες την πολυτέλεια να σεργιανάς στην ακρογιαλιά το απόγευμα, και να πετάς βοτσαλάκια, και να ψιλοψαρεύεις, και να βολτάρεις. Πολύ, πολύ γλυκά χρόνια, αλλά η μετακίνηση ήταν πάντα, πάντα σε μόνιμη βάση. Και θυμάμαι ήταν εποχές που τουλάχιστον... τον ενάμιση μισθό τον ξοδεύαμε στις μετακινήσεις και στο σπίτι. Και με ατελείωτους... και με κινδύνους, και με κινδύνους. Θυμάμαι να πηγαίνω στο σχολειό μου στην Υδρούσα, να ψιλοφρενάρεις από μια αγελάδα που έβγαινε στον δρόμο και να γυρίζεις, να αλλάζεις προσανατολισμό, να γυρίζεις εκατόν ογδόντα μοίρες μ' άλλη κατεύθυνση, γιατί πάντα με χιόνι περπατούσες. Θυμάμαι στην Εύβοια, να ερχόμαστε Σαββατοκύριακο, να έχει τόσο δύσκολο καιρό, να μην προσεγγίζει... στην Αιδηψό το καράβι, να πηγαίνουμε να το παίρνουμε απ' τους Ωρεούς, να μην μπορεί να βγει απ' την απέναντι πλευρά και να μας βγάζει μεσάνυχτα σε ένα περιβόλι μέσα. Να ρίχνουν κλαριά, για να καταφέρει να πέσει η πόρτα, και να βγαίνουμε σε ένα άγνωστο τοπίο μέσα σε ένα ελαιοπερίβολο, και να βρίσκουμε τρόπο να βγούμε στο δρόμο. Και να καθόμαστε όλη τη νύχτα να πλένουμε το αυτοκίνητο απ' την αλμύρα, γιατί υπάρχει φόβος να χαλάσει η μηχανή, να σκουριάσουν τα πράγματα. Και πολλές, πολλές φορές με τέτοιες δυσκολίες. Θυμάμαι όταν πηγαίναμε στην Εύβοια, φεύγαμε στις πεντέμισι το πρωί απ' τη Γλύφα, εδώ, με θαλασσοταραχή να χτυπάει το κύμα και να λούζει τα αυτοκίνητα όλα στο κατάστρωμα. Κι από κει να έχεις ένα μικρό παιδί, το οποίο είχε και πάρα πολύ μεγάλες δυσκολίες, να το πας στον παιδικό σταθμό. Που χαριστικά μας τον έπαιρναν, γιατί δεν ήταν σε ηλικία για παιδικό σταθμό, τα παίρναν από τρία και πάνω, εμάς ήταν δύο και κάτι. Απλά μέσα από γνωριμίες φίλων, φίλοι καθηγητές είχαν φίλο αντιδήμαρχο, «Ρε κάνε, αφού είναι σε αδιέξοδο, δουλεύουν και οι δυο», η γυναίκα μου τότε δούλευε κοντά στο Μαντούδι, σε ένα από τα ρετσινοχώρια. «Τι θα κάνουν ο κόσμος;» και λέει: «Άμα έχει τελειώσει από τις συνθήκες της πάνας κ.λπ. κ.λπ., φέρ' τον». Και είχε γίνει η μασκότ του σταθμού, καθώς εκείνον τον καιρό τον είχε πιάσει μια τρέλα με τους παπάδες και τις λειτουργίες και τέτοια, και τύχαινε να πας το μεσημέρι να τον βρεις και να βλέπεις, όλα τα παιδάκια γονατάκια κι αυτός να περνάει με ένα κύπελο και να τους μεταλαβαίνει, τάχα μου! Τον κάναν πολλή πλάκα οι μαγείρισσες εκεί, τον είχαν κυριολεκτικά μασκότ, και «Πες μας κι αυτό το τροπάρι» και το ένα και το άλλο, ήξερε τις λειτουργίες απέξω. Αλλά είχε και στιγμές πάρα πολύ δύσκολες, όπως θυμάμαι ένα διάστημα που μέναμε στις Λιβανάτες της Φθιώτιδας, που η γυναίκα μου πήγαινε πάρα πολύ βαθιά, στο Ζέλι της Αταλάντης, εγώ πήγαινα στη Λαμία και τον αφήναμε σε έναν παιδικό σταθμό, ο οποίος παιδικός σταθμός στο χωριό, στην ουσία ξεκινούσε μετά από τις εννιά που ερχόταν η νηπιαγωγός. Πιο μπροστά ήταν απλώς οι μαγείρισσες. Πηγαίνοντας εκεί ήταν το μόνιμο παράπονό του, «Κοίταξε να δεις αν υπάρχει άλλο παιδάκι».Εφτά η ώρα που τον πήγαινα εγώ, δεν υπήρχε κανένας. Καθόταν με τις μαγείρισσες και καθάριζαν φακές και τέτοια πράγματα. Και θυμάμαι να μη με αφήνει, να με τραβάει απ' τα μπατζάκια να μείνω, κι εγώ να τρέχω να προλάβω το λεωφορείο που ήταν στη διαδρομή Αθήνα-Λαμία, για να ελαχιστοποιήσω τα έξοδα, γιατί ήταν πολύ μεγάλη απόσταση να μετακινείσαι εβδομήντα πέντε ογδόντα χιλιόμετρα τη μέρα. Στην ουσία, έδινες το μεροκάματό σου και μάλιστα ρισκάροντας και τη ζωή σου. Γιατί εκείνον τον καιρό η Εθνική ήταν ένας στενός δρόμος, περπατιόταν πάρα πολύ από φορτηγά και από νταλίκες, που, αν έβρεχε ή χιόνιζε, πετούσαν λασπουριά παντού και ήταν φόβος και τρόμος όταν περνούσαν δίπλα σου, έπρεπε να είσαι μόνιμα σε επιφυλακή, να καθαρίζεις τα τζάμια κ.λπ. Στην ουσία, πολλές φορές παίξαμε και κορόνα γράμματα και τη ζωή μας με τις μετακινήσεις τις μεγάλες και... Αυτά ήταν τα μεγάλα ζόρια, αλλά έρχονται και μεγάλες χαρές. Και η μεγαλύτερη ακόμα, είναι τώρα, καθώς τελειώνοντας αυτή τη δουλειά, έχω εισπράξει πολλή αγάπη από μαθητούδια. Έχω να καυχιέμαι ότι δε με έβρισε κανένας π[01:10:00]οτέ ή δε με απέφυγε ποτέ, στη μετέπειτα ζωή του και είμαι πολύ χαρούμενος και γεμάτος γι’ αυτό. Έφυγα χωρίς... πάρα πολύ να κουραστώ τα τελευταία χρόνια, αλλά προπάντων χωρίς να κουράσω.
Ποιες στιγμές μέσα από την τάξη ξεχωρίζετε στο μυαλό σας;
Πάρα πολύ... Ήταν πολλές, πολλές ευχάριστες στιγμές. Προσπαθούσα να κάνω τα Μαθηματικά όσο το δυνατόν πιο γλυκά και κατανοητά, και ήταν μεγάλη η ευχαρίστησή μου να δουλεύω τις περισσότερες φορές με μαθητές που είχαν παραπανίσιες δυσκολίες. Θυμάμαι... θυμάμαι κάποια φορά με συγκίνηση, σε ένα χωριό των Φαρσάλων εκεί στη Βαμβακού, που έτυχε να λείψω για κάποιο λόγο και πολλά απ' τα κορίτσια της τάξης, που δεν ήταν ιδιαίτερα καλές στα Μαθηματικά, αλλά έβλεπα ότι με παρακολουθούσαν με προσοχή, βρέθηκαν να λένε: «Μα, δεν βρέθηκε μια ώρα να χάσουμε, έστω και τη Γυμναστική, τα Μαθηματικά έπρεπε να χάσουμε, και τον Κουτσικό;» Ήταν στιγμές πολύ συγκινητικές για μένα, να νιώθεις... Γιατί ήμουνα καθηγητής σε ένα μάθημα, στο οποίο δεν μπορούσες κι εύκολα να ξεφύγεις, να κάνεις μια πιο άνετη συζήτηση, έπρεπε να είσαι λιγάκι υπηρέτης του προγράμματος, όσο κι αν το 'λεγες φιλικά και γλυκά και στην επαφή σου με τα παιδιά και με το αντικείμενο, να το κάνεις όσο το δυνατόν περισσότερο προσιτό και... εύκολα κατανοητό, αλλά ήταν συγκινητικό να έχεις τέτοια ανταπόκριση. Τέτοιες στιγμές υπήρχαν πολλές. Δηλαδή, το να συναντάω σήμερα παιδιά, επαγγελματίες πια, με δικές τους οικογένειες και τέτοια πράγματα, και να σου λεν –το 'χω ακούσει πάρα πολλές φορές– ότι «Ήσουν ο καλύτερος καθηγητής που είχαμε ποτέ» κ.λπ, είναι στιγμές που σε κάνουν να φουσκώνεις από περηφάνια και χαρά.
Θα το επιβεβαιώσω, γιατί κι εγώ ανήκω σε αυτήν την κατηγορία, των μαθητριών του Εβδόμου–
Ήσουν αγαπημένο μαθητούδι.
Κι εσείς ένας εξαιρετικός δάσκαλος, όχι μαθηματικός, όχι καθηγητής, δάσκαλος, με αυτήν την έννοια το λέω, ξέρετε εσείς.
Ενότητα 8
Η επιστροφή στο Κεραμίδι. Το χωριό σήμερα, το Καμάρι, ο Πολιτιστικός Σύλλογος, το πανηγύρι του Αϊ-Γιώργη
01:12:52 - 01:38:34
Πολύ ωραία. Βγαίνετε, λοιπόν, στην σύνταξη από το 7ο Λύκειο Βόλου και ακολουθεί τι μετά; Από όσο γνωρίζω, φέτος έγινε και μία αλλαγή στην καθημερινότητά σας.
Μετά από τρία τέσσσερα χρόνια, όπου είχα αφιερωθεί σε όλα αυτά τα πράγματα που μου είχαν λείψει τον τελευταίο καιρό, δηλαδή να κάνω χίλιες δουλειές στο σπίτι, που δεν μπορούσα, να διαβάσω τόσο, που δεν μπορούσα, να ακούσω μουσικές, που δεν μπορούσα. Έτυχε να 'ναι και τα παιδιά μου σε ηλικίες μετά τις σπουδές, που ψαχνόντουσαν επαγγελματικά με πολύ μεγάλες δυσκολίες, τρέχοντας να βοηθήσω όσο μπορώ, είτε τον γιο μου, που ενώ σπούδασε φιλόλογος, βρέθηκε να κάνει χίλιες δουλειές, προκειμένου να τα βγάλει πέρα. Έτυχε να 'ρθει και το «εφάπαξ», το οποίο ήταν μηδαμινό, πενιχρό, δηλαδή, για μια ζωή δουλειά, το να πάρεις δεκαπέντε δεκαεφτά χιλιάρικα στο τέλος. Άλλες φορές με τα λεφτά του «εφάπαξ» έπαιρναν σπίτι ο κόσμος, και τώρα πια δεν μπορούσες να πάρεις ούτε καν αυτοκίνητο, για μηχανή ήταν. Αλλά, έστω αυτά τα λίγα λεφτά βοήθησαν τόσο πολύ στο να στήσει μια δουλειά ο γιος μου, να βγάλω και τον γάμο της κόρης μου, που μικροπαντρεύτηκε, ας πούμε, στα είκοσι εφτά της. Καθώς ο γιος μου τώρα άλλαξε δουλειά και πήγε στην Αθήνα, δουλεύοντας σε ένα κολέγιο, νιώσαμε ότι... Και μετά τις περσινές δυσκολίες, όπου η δουλειά της γυναίκας μου σαν δασκάλα με τα τηλεμαθήματα κ.λπ., και τα πάρα πολλά παιδιά στην τάξη, και τα προβλήματα εξαιτίας της αρρώστιας, και των πολλών προβλημάτων που είχε στο σχολειό της: πολλά παιδάκια Ρομά στην τάξη, πάρα πολλά παιδιά χωρισμένων γονιών, μόνιμη επαφή με τους γονιούς, ένα τηλέφωνο να μη σταματάει όλη τη διάρκεια της μέρας, μεσημέρι, χαράματα. Την έκαναν να αναζητήσει μια εναλλακτική, και φέτος το ζήτησε και πήγε δασκάλα στο χωριό μας. Σε ένα... το σχολειό, το οποίο πια, παρότι έχει ένα υπέροχο κτίριο, έχει ελάχιστα παιδάκια, τρία τέσσερα παιδάκια. Το ζήτησε και το θέλησε. Ήταν και ανάγκη των γονιών της, που τώρα πια είναι σε μεγάλη ηλικία και όλο και βαραίνουν και όλο και περισσότερη, μεγαλύτερη την ανάγκη μας έχουν. Και καθώς τα παιδιά μας δεν μας είχαν πια ιδιαίτερη ανάγκη εδώ, τολμήσαμε και πήγαμε εκεί, όπου, εντάξει, έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα αρκετά πιο δύσκολο χειμώνα, κλειστήκαμε μέχρι τώρα, τουλάχιστον κάνα δυο φορές, με χιόνι αρκετό, με δυσκολίες πολλές φορές στην ηλεκτροδότηση και τέτοια, αλλά συνάμα είναι και μια τόσο γλυκιά επιστροφή στα παλιά. Ξαναποκτήσαμε... Παρατείναμε, καταρχήν, τις διακοπές μας και τα μπάνια μας μέχρι πολύ αργά, που είναι και η μεγάλη μου τρέλα η θάλασσα εκεί πέρα, κι η αγάπη. Αν δε χαλούσε τόσο ο καιρός, θα μπορούσα ακόμα να τα συνεχίζω. Ξανά σε επαφή με τη γη, με τις ελιές, με τα κλαδέματα, με το κόψιμο των χόρτων, με το κουβάλημα των ξύλων για το τζάκι, με τη βοήθεια στους παππούδες. Λίγοι φίλοι στα καφενεία, τα οποία πια έχουν πολύ λίγο κόσμο. Το Κεραμίδι φέτος είχε τον πιο λίγο κόσμο από ποτέ, όσον αφορά επισκέπτες του χειμώνα. Έτσι, δηλαδή, πηγαίνεις στα μαγαζιά και είσαι σαββατόβραδο με μια παρέα ή και δυο. Παλιά το χωριό είχε πάρα πολλή κίνηση το Σαββατοκύριακο, μέχρι τις έξι εφτά η ώρα το πρωί, θα έβρισκες χορευταράδικο ανοιχτό. Τώρα πια τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το Κεραμίδι έχει μείνει μοναχά σαν ένα πολυσύχναστο θέρετρο, καθώς είναι και η μοναδική παραλία του δήμου του Ρήγα Φεραίου στον οποίο ανήκει. Κι εντάξει, είναι λίγο παράταιρο μέσα σε αυτό τον χώρο του κάμπου, τι δουλειά έχει ένα θαλασσοχώρι, ορεινό χωριό με εντελώς διαφορετικές ασχολίες κατοίκων. Που σήμερα είναι η κτηνοτροφία και η υλοτομία, κατά βάση, εντάξει, συν την καλλιέργεια της ελιάς, την οποία την κάνουν όμως και οι ντόπιοι, την κάνουν και υπάλληλοι και οι εργαζόμενοι του Βόλου και οι εργαζόμενοι της Αθήνας ακόμα κ.λπ. Είναι άλλο το τοπίο, αλλά είναι καιρός και για να... να αφουγκράζεσαι και βαθύτερες επιθυμίες σου, και να διαβάζεις όλο και περισσότερο, και να στοχάζεσαι, και να σεργιανάς ατελείωτα. Βλέπεις, ακόμα και τώρα, πτυχές του χωριού σου, που δεν τις είχες καλογνωρίσει ή καλοπροσέξει. Ψάχνεις και φωτογραφίζεις και τις αυλές και τα λουλούδια, βλέπεις τα καινούρια κτίσματα κάθε φορά, βλέπεις πόσο αλλάζει καθημερινά το τοπίο. Πάρα πολλοί ξένοι έχουν έρθει, έχουν πάρει παλιόσπιτα που τα 'χουν ανακατασκευάσει και τέτοιο, αλλά αυτό που του λείπει είναι ο μόνιμος νέος κόσμος. Δηλαδή, βλέπω ότι σιγά σιγά, σε μερικά χρόνια, το σχολειό θα κλείσει γιατί ένα στα τέσσερα παιδάκια είναι Αλβανάκι, δεν ακολουθεί, τα νέα ζευγάρια, που αρκετά είναι απ' το χωριό και τα δύο μέλη, δε μένουν πια εκεί ή έρχονται στον Βόλο. Είναι η δουλειά που τους τραβάει και καθώς μετά δεν έχουν ίσως κι ένα οργανωμένο σπίτι να τους περιμένει εκεί πέρα για τον χειμώνα, που είναι δύσκολα, αποφεύγουν όλο και περισσότερο. Το καλοκαίρι είμαστε, όμως, πολύβουοι, είμαστε μια γιορτή. Συνωστισμός και στη θάλασσα και το [01:20:00]βράδυ στις πλατείες και στα κλαμπ και στα φαγάδικα. Αλλά ο χειμώνας...
Ναι, έχετε τις πρωτοτυπίες στο χωριό, διαθέτει ξενυχτάδικο, όπως είπατε...
Διαθέτει δύο μπαράκια, διαθέτει ένα χορευταράδικο, δυο τρεις ταβέρνες στην πλατεία εξαιρετικές, κι άλλες τόσες στη θάλασσα κι ένα εξαιρετικό μπαράκι.
Η οποία παραλία είναι, λέγεται;
Καμάρι.
Με το Καμάρι τι σας συνδέει;
Το Καμάρι είναι η τρέλα μου! Είναι η θάλασσα που ονειρεύομαι να κολυμπάω, είναι η θάλασσα που πρωτοξεκίνησα να κολυμπάω. Μου φαίνεται καμία άλλη δε με κάλυψε τόσο. Έχω βρει μια γλύκα στο Μυλοπόταμο της Τσαγκαράδας, έχω βρει μια γλύκα στους Άγιους Σαράντα, αλλά πέραν τούτου ουδέν. Και το καλό για μένα είναι ότι –κακό για άλλους– είναι ευμετάβλητη. Θα συναντήσεις απ' την απόλυτη γαλήνη στο ατελείωτο κύμα. Το χειμώνα είναι φοβερή η εικόνα του άγριου ξεσπάσματος. Έτυχε μετά τις τελευταίες καταρρακτώδεις βροχές να κατεβώ στην παραλία και έβλεπες ένα τοπίο που δε σου θύμιζε τίποτα καλοκαίρι. Τη θάλασσα να έχει ξεβράσει μέχρι πάνω τις πλατείες και στα μαγαζιά, ξέρω γω, ξύλα και διάφορα άλλα υλικά από μέσα, τόσο άγρια και φοβική. Αλλά το καλοκαίρι είναι και παιχνιδιάρα και με το κύμα της, παρότι είναι λίγο άγρια η ακτή από χοντρό βότσαλο, αλλά δεν την αλλάζουμε, δεν την αλλάζουμε.
Στο χωριό του Κεραμιδίου διατελέσατε και κάποιο διάστημα και πρόεδρος, αν δεν κάνω λάθος, του Πολιτιστικού Συλλόγου.
Είχα καμιά δεκαπενταριά χρόνια που ήμουνα πρόεδρος στον Πολιτιστικό κι έχω να καμαρώνω για πάρα πολλά πράγματα. Καταρχήν, ξανασχολήθηκα, ενώ είχα ασχοληθεί απ' τα... Είχαμε στήσει τον Σύλλογο εκεί κοντά στο 1980 περίπου, τελειώνοντας από φοιτητής, προτού πάω φαντάρος, και συνεχίσαμε με μια ένταση τότε και με ένα αρκετά, έτσι, πολιτικοποιημένο λίγο πνεύμα. Δηλαδή, πολλές οργανώσεις, πολλές διοργανώσεις ημερίδων για την ειρήνη, για το Πολυτεχνείο, για προληπτική ιατρική, για θέματα ισότητας φύλων κ.λπ. Μετά πέρασε μια περίοδο αδράνειας ο Σύλλογος. Εμείς ήμασταν, δουλεύαμε μακριά κ.λπ. και οι ανάγκες της δουλειάς μας απομάκρυναν. Και επαναδραστηριοποιηθήκαμε εκείνα τα χρόνια, καθώς γύρισα στη Μαγνησία. Έκανα, διετέλεσα και μια τετραετία σύμβουλος στην κοινότητα κι εκεί έχω να θυμάμαι... Υπεύθυνος για τα πολιτιστικά. Κάναμε, δημιουργήσαμε ένα CD με παραδοσιακά τραγούδια με τη μοναδική πρωτοτυπία: με φωνές των ίδιων των κατοίκων. Ήταν οι ίδιοι οι παππούδες που μας έπιαναν στο καφενείο και μας έλεγαν: «Θέλουμε να τα πούμε αυτά τα τραγούδια», γιατί το Κεραμίδι έχει μια έντονη μουσική και τραγουδιστική παράδοση. Πέρασαν όλοι οι μεγάλοι μουσικοί ερευνητές από κει, ο Σίμωνας ο Καράς πολλές φορές, κι έκανε ατελείωτες ηχογραφήσεις και φωτογραφίσεις. Ελάχιστα καταφέραμε να βρούμε από την εποχή εκείνη, παρά μόνο κάτι φωτογραφίες εποχής, όπου όλοι οι κάτοικοι –ή τουλάχιστον πάρα πολλοί– ντυμένοι βρακοφόροι, τραγουδούσαν τα παραδοσιακά τραγούδια. Ο Καράς, η Δόμνα Σαμίου, ο Μυλωνάς. Πέρασαν ατελείωτοι από κει. Μπήκαμε στη διαδικασία, καθώς μας έλεγαν: «Προτού φύγουμε, δώστε μας την ευκαιρία να τα πούμε». Μια πρωτοβουλία της κοινότητας, κατέβαζε με ταξί τον κόσμο στον Βόλο. Οι Κεραμιδιώτες μιας μουσικής σχολής ήταν αυτοί που είχαν αναλάβει τη μουσική επιμέλεια και το στήσιμο. Ατελείωτες ηχογραφήσεις, οι παππούδες να ταλαιπωρούνται, αλλά και να το καταχαίρονται, και βγήκε μια πολύ αξιόλογη δουλειά με καμιά εικοσαριά είκοσι πέντε τραγούδια, τραγουδισμένα από τους ίδιους τους κατοίκους. Κι είναι πραγματικά συγκινητικό να ακούς, να ακούει τη μάνα του ο άλλος ή τη γυναίκα της διπλανής πόρτας, να ακούγεται από τα μεγάφωνα και να τραγουδιέται απ' το χορευτικό του συλλόγου. Ο Σύλλογος πρωτοστάτησε κι έκανε πάρα πολλά πράγματα μια εποχή. Έκανε αναπαράσταση του κεραμιδιώτικου γάμου ή πώς γίνονταν τα αρραβωνιάσματα και ο γάμος στο Κεραμίδι, πατώντας σε κάποια κείμενα του 1929 ενός παλιού δάσκαλου στο Κεραμίδι, όπου είχε καταγράψει, με τρόπο αριστουργηματικό εκεί πέρα, συνήθειες και στιχάκια τραγουδιών και τα έθιμα του φλάμπουρου κ.λπ. και της κότας στο τέλος του γάμου. Κι έγινε μια εξαιρετική αναπαράσταση, όπου είδες έναν ολόκληρο κόσμο να έρχεται καθημερινά σε μαζώξεις το καλοκαίρι –τριάντα σαράντα άτομα– και να γίνονται συμμέτοχοι και ηθοποιοί σε μια τέτοια θεατρική δράση, η οποία έγινε στην πλατεία. Στήνοντας σκηνικά σπιτιών του γαμπρού και της νύφης στην πλατεία, και με συνοδεία μουσικών, ζωντανής μουσικής, με ακορντεόν και κιθάρα της εποχής, και με αυθεντικές στολές, και τα εθίματα του ξυρίσματος του γαμπρού, των αλευρωμάτων, της υποδοχής της νύφης, τον χορό της κότας, και πώς στην αρχή με το φανάρι πήγαινε ο προξενητής από σπίτι σε σπίτι να πουλήσει και τα νταλαβέρια στα προικοσύμφωνα και τα τέτοια. Ήταν κάτι εξαιρετικό, που καταγράφηκε και σε CD αργότερα. Πάρα πολλές συμμετοχές με το γυναικείο χορευτικό σε όλη τη Μαγνησία σχεδόν, όχι μοναχά στον δήμο, αλλά και στο Πήλιο σε πάρα πολλά μουσικά ανταμώματα. Και τώρα πια, υπήρξε μια διάδοχη κατάσταση, στην ουσία, με τα άτομα στο συμβούλιο στην ηλικία των παιδιών μας, τα οποία, εντάξει, το 'χουν δει λίγο διαφορετικά. Έχουν κάνει ένα εξαιρετικό πάρτι νεολαίας το καλοκαίρι, για καμιά δεκαριά χρόνια, φέρνουν μεγάλα ονόματα πια –και με μεγάλα οικονομικά ρίσκα– στο χωριό για τραγούδι, παλιούς γνωστούς λαϊκούς. Έχει έρθει η Κονιτοπούλου, έχει έρθει ο Ντουνιάς και η Μαράντη, έξω από τους τοπικούς καλλιτέχνες εδώ πέρα. Εμείς παλιά φέρναμε τον Παρθένη και το συγκρότημά του κ.λπ. Αυτοί φέρνουν τον Κρητικό, πώς τον λένε τον Κρητικό;
Τζουγανάκης;
Όχι, με, που είναι με την Αΐντα και τραγουδάει. Τέλος πάντων, το ξέχασα κι εγώ τώρα.
Κι εγώ το ξέχασα.
Έχει αλλάξει λιγάκι. Κάνουν λίγες και μεγάλες. Πολύ ωραίο είναι το πάρτι στη θάλασσα, στην ακρογιαλιά, όποτε γίνεται. Αλλά, οι ανάγκες της δουλειάς κι αυτούς τους τραβάν μακριά και ο Σύλλογος έχει πέσει σε μια ψιλοαδράνεια πάλι.
Εσείς πότε σταματήσατε να λειτουργείτε ως πρόεδρος, ποια χρονιά;
Ήμουνα περίπου μέχρι το 2012, '15, μέχρι εκεί. Είναι τουλάχιστον έξι εφτά χρόνια που οι νεολαίοι κινούν τα νήματα.
Δώσατε τη σκυτάλη. Δεν θα ήθελα σίγουρα να παραλείψουμε την αναφορά σε ένα πανηγύρι θρησκευτικό που είναι σήμα κατατεθέν του χωριού.
Είναι ανήμερα του Αϊ-Γιώργη. Η εκκλησία, μια εκκλησία παλιά, πετρόχτιστη με πλακοσκεπή του 1780... του 1800... Όχι, του 1785 είναι περίπου. Αφιερωμένη στον Αϊ-Γιώργη, πολιούχος, γιορτάζει τη μνήμη του με ένα έθιμο, όπου σε καμιά εικοσιπενταριά καζάνια βράζουν κρέας με μπλο[01:30:00]υγούρι, το φρεσκοαλεσμένο σιτάρι. Τα κρέατα αυτά τα δίνουν οι κτηνοτρόφοι της περιοχής κι είναι μπερδεμένα, είναι και μοσχάρια και κατσίκια και πρόβατα, κατά βάση ένα μοσχάρι και πολλά κατσικάκια και γιδούλες. Υπάρχουν άτομα... Λέω καμιά εικοσιπενταριά καζάνια. Είναι, δηλαδή, τουλάχιστον εικοσιπέντε άτομα τα οποία ανακατεύουν για ώρες, με τη φωτιά από κάτω με ξύλα. Και την προηγούμενη μέρα ατελείωτες γυναίκες να καθαρίζουν κρεμμύδια, τουλάχιστον, που χρειάζονται πάρα πολλά και τέτοια πράγματα. Και αυτό προσφέρεται σε όλο τον κόσμο μετά την εκκλησία. Πολλές φορές γίνεται και μουσική εκδήλωση, όποτε υπάρχει δυνατότητα, και στήνεται και χορός. Αλλά, ειδάλλως, χτυπάει η καμπάνα ότι το φαγητό είναι έτοιμο και πας με το μπολάκι σου και παίρνεις τη μερίδα αφήνοντας έναν οβολό, ό,τι νομίζει ο καθένας για τις ανάγκες της εκκλησίας. Έρχονται πια και από πολύ μακριά, ακόμα και λεωφορεία τον τελευταίο καιρό εκεί πέρα, για το έθιμο αυτό. Για εμένα είναι ένα απ' τα πιο εξαιρετικά φαγητά, και το κάνουμε και σε άλλες φάσεις στο σπίτι μας.
Αυτό το έθιμο το θυμάστε από μικρή ηλικία, συνέβαινε όλα τα χρόνια;
Πάντα, πάντα, πάντα. Και παλιά κάναν και κανένα κοκορέτσι, και τηγανίζαν και τίποτα συκωτάκια και τέτοια πράγματα. Και καθόταν ο παπάς με αυτούς που βοηθούσαν στα καζάνια, γιατί είναι μια δουλειά που έχει ατελείωτες ώρες με μεγάλες ξύλινες κουτάλες ανακατέματος και κάπνα ατελείωτη, και τέτοια πράματα. Κρατάει ώρες. Το να βράσεις ένα καζάνι είναι απ' το πρωί της Κυριακής μέχρι αργά το μεσημέρι που είναι το φαγητό έτοιμο. Και είναι ουρές ατελείωτες και... Αλλά παίρνει όλο το χωριό, παίρνουν και για τους συγγενείς στον Βόλο, όποιος μπορεί η περισσεύει. Είναι εξαιρετικό, είναι. Κι ευτυχώς κρατιέται ακόμα. Αυτό, βέβαια, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από το πανηγύρι, το οποίο είναι στα εννιάμερα της Παναγίας, τον Αύγουστο, 23 με 25 Αυγούστου περίπου. Που παλιά το πανηγύρι είχε χρώμα, καλά, εγώ το πέτυχα μέχρι και με πέντε ορχήστρες στην πλατεία. Χωρίς μικρόφωνα και ηχεία, το κάθε μαγαζί με τη δική του ορχήστρα σε ένα ξύλινο πάλκο. Αργότερα έγιναν τρεις, έγιναν δύο. Τώρα είναι μια ορχήστρα κι ευτυχώς, αλλά αυτή η ορχήστρα είναι πια, είναι μια προσφορά του δήμου, τις περισσότερες φορές μια βολική, φτηνή επιλογή με ακούσματα που δεν έχουν σχέση με τα ακούσματα τα μουσικά και τα χορευτικά ακούσματα των Κεραμιδιωτών. Είναι ό,τι κάτσει και ό,τι είναι προσιτό και εύκολο στο χρήμα. Παλέψαμε, όταν ήμασταν στον Σύλλογο, να αναλάβει ο Σύλλογος την ορχήστρα, αλλά επειδή η πλατεία είναι ήδη νοικιασμένη, με κάποιο τρόπο, απ' τον δήμο στα μαγαζιά, τα μαγαζιά είναι αυτά που έχουν τον λόγο. Κι έτσι δεν έχουμε πολλές δυνατότητες παρέμβασης. Προσπαθούμε, έστω μέσα απ' τις παραγγελιές στην ορχήστρα, όπου αυτό είναι δυνατόν, να ακούσεις ή να χορέψεις τα δικά σου παλιά, καλά, αγαπημένα τραγούδια.
Θα πρότεινα μια επάνοδο στα ηνία του Πολιτιστικού Συλλόγου, αλλά προσωπική άποψη είναι αυτή. Οδεύοντας σιγά σιγά προς το τέλος της συνέντευξης, δύο ερωτήσεις θα ήθελα να θέσω. Η πρώτη είναι κατά πόσο υπάρχουν πράγματα που θα θέλατε να είχατε κάνει στη ζωή σας μέχρι τώρα και ακόμη, τουλάχιστον, δεν τα έχετε πραγματοποιήσει.
Δεν μπορώ να πω ότι, όσο αφορά τη δουλειά μου... Το μόνο που θα 'θελα αυτή τη στιγμή είναι να μπορώ πραγματικά να έχω την άνεση λιγάκι να ταξιδεύω. Μου λείπει τόσο το ταξίδι τα τελευταία χρόνια! Ίσως ένα απ' τα καλά χαρακτηριστικά της, τόσο δύσκολης σε κάποιες φάσεις, ζωής μας είναι ότι γνωρίσαμε και ατελείωτους τόπους, γνωρίσαμε ανθρώπους, λατρέψαμε ανθρώπους. Έχουμε επαφές και φίλους παντού και σε κάθε ευκαιρία σεργιανούσαμε. Και τους θυμόμαστε και ανταμώνουμε, αλλά τα τελευταία χρόνια, αυτό μας λείπει. Και εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών, πολύ περισσότερο και λόγω της πανδημίας τον καιρό αυτό. Μου 'λειψαν οι βόλτες να ξαναδώ φίλους και μέρη στη Φλώρινα. Μου 'λειψε, παρότι εντάξει η Λίμνη στην οποία είναι ένα απ' τα μέρη που θα μπορούσα να ζήσω όλη τη ζωή μου εκεί πέρα. Έχω και φίλους που άφησαν τα καλά τους, τα αρχοντικά τους στην Ελασσόνα κ.λπ. και στη Λάρισα κι έφτιαξαν σπίτι κι έμειναν εκεί. Τη Λίμνη την έχω λατρέψει, και ακόμα έχουμε πολύ καλές σχέσεις, φιλίες και ανταμώματα με ανθρώπους εκεί. Πολύ αγαπημένα πλάσματα και σε κάθε ευκαιρία είναι ένα απ' τα μέρη που θα 'θελα να πηγαίνω συχνά. Και μάλιστα ήταν ιδιαίτερα συγκινητικό φέτος που πήγε ο γιος μου στη Λίμνη, σαν αντιπρόσωπος του Συλλόγου, με βοήθεια μετά απ' τις πυρκαγιές και συνάντησε φίλες και σπιτονοικοκυρές με πολλή αγάπη. Τα ταξίδια είναι αυτά που μου λείπουν. Αυτό περισσότερο. Και αυτό που θα ευχόμουν εκεί πέρα, ήταν να μπορέσουμε επιτέλους, μετά από τόσα πολλά χρόνια, κάπου τα παιδιά μου να βρουν μια ασφαλή επαγγελματική ενασχόληση, που είναι και προϋπόθεση για τη ζωή τους. Τα βλέπω να παλεύουν με νύχια και με δόντια, με... Να ψάχνονται, αλλά τα πράγματα να είναι πολύ δύσκολα για αυτά, παρ’ όλες τις σπουδές και τα προσόντα και τα πτυχία και τις γλώσσες και τα... τα πτυχία της αρμονίας και της μουσικής και τα ανώτερα στις γλώσσες πτυχία.
Και σας το εύχομαι. Είναι μια κατάσταση που μας απασχολεί–
Αντεύχομαι.
Δυστυχώς όλους. Κύριε Δημήτρη, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Χαρά μου, Κωνσταντινούλα μου, που τα είπαμε. Πάντα χαίρομαι που σε βλέπω και συνομιλώ μαζί σου.
Κι εγώ γιατί νομίζω μέσα απ' τα μάτια σας είδαμε πραγματικά πολύ παραστατικά έναν τόπο, το Κεραμίδι, κι ένα ντοκιμαντέρ οδοιπορικό σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα! Κι είναι πολύ ωραίο αυτό, μετά από αυτή τη διαδρομή που γυρίσατε και επιστρέψατε στην αρχή. Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Κι εγώ, κούκλα μου, κι εγώ.
Να 'στε καλά και υγιής.
Ευχαριστώ πολύ.
Φωτογραφίες

Δημήτρης Κουτσικός
Ο αφηγητής Δημήτρης Κουτσικός

Δημήτρης Κουτσικός
Περίπατος στο Κεραμίδι

Παραλία Καμάρι
Θέα προς το επίνειο του χωριού, το Καμάρι

Παραλία Καμάρι
Παραλία Καμάρι

Παραλία Καμάρι
Ανατολή στο Καμάρι

Κεραμίδι Πηλίου
Το εξωτερικό της οικίας του Δημήτρη Κουτσι ...

Κεραμίδι Πηλίου
Η πλατεία της εκκλησίας

Κεραμίδι Πηλίου
Η κεντρική πλατεία

Κεραμίδι Πηλίου
Η πλατεία του σχολείου από ψηλά

Κεραμίδι Πηλίου
Πανοραμική θέα στο Κεραμίδι

Κεραμίδι Πηλίου
Άποψη του χωριού Κεραμίδι

Παραλία Καμάρι
Καμάρι

Θαλάσσιες σπηλιές
Θαλάσσιες σπηλιές Βενέτου, κοντά στο Κεραμίδι
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Δημήτρης Κουτσικός γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κεραμίδι Πηλίου, ένα μικρό γραφικό ψαροχώρι στα σύνορα Πηλίου με Μαυροβούνι, το οποίο, παρότι ορεινό, ξεχωρίζει για τον νησιωτικό χαρακτήρα στην αρχιτεκτονική του, τη μουσική του παράδοση και τον άλλοτε κοσμοπολίτικο αέρα του. Ο Δημήτρης Κουτσικός περιγράφει τα παιδικά του χρόνια στο χωριό, με την αυστηρότητα των δασκάλων, τα ευφάνταστα παιχνίδια των παιδιών, τις χοροεσπερίδες και τις επιρροές από τους γονείς του. Αργότερα, έρχεται στη Νέα Ιωνία Βόλου για τα γυμνασιακά χρόνια και, μετά από μια δύσκολη περίοδο προσαρμογής λόγω επικρίσεων για την καταγωγή, δίνει εξετάσεις και περνά στο Μαθηματικό της Πάτρας. Μετά το πέρας των σπουδών, αντιμετωπίζει για κάποια χρόνια δυσκολία να εργαστεί στο δημόσιο σχολείο και καθυστερημένα καλείται ως αναπληρωτής, ξεκινώντας μια περιήγηση σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, πάντα μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά του. Αναφέρεται στις δυσκολίες της μη μόνιμης έδρας, στην επικινδυνότητα των μετακινήσεων, αλλά και στην αναγνώριση του έργου του από τους μαθητές του. Αξιόλογη, δε, υπήρξε και η δράση του ως προέδρου του Πολιτιστικού Συλλόγου Κεραμιδίου, επιδεικνύοντας πλούσιο έργο. Κλείνοντας, μας περιγράφει το παραδοσιακό έθιμο που λαμβάνει χώρα στο Κεραμίδι ανήμερα του αγίου Γεωργίου και τη χαρά του για τη φετινή επάνοδό του στο χωριό, σε μόνιμη πλέον βάση.
Αφηγητές/τριες
Δημήτρης Κουτσικός
Ερευνητές/τριες
Κωνσταντίνα Βέτσικα
Tags
Τοποθεσίες
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/01/2022
Διάρκεια
98'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Δημήτρης Κουτσικός γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κεραμίδι Πηλίου, ένα μικρό γραφικό ψαροχώρι στα σύνορα Πηλίου με Μαυροβούνι, το οποίο, παρότι ορεινό, ξεχωρίζει για τον νησιωτικό χαρακτήρα στην αρχιτεκτονική του, τη μουσική του παράδοση και τον άλλοτε κοσμοπολίτικο αέρα του. Ο Δημήτρης Κουτσικός περιγράφει τα παιδικά του χρόνια στο χωριό, με την αυστηρότητα των δασκάλων, τα ευφάνταστα παιχνίδια των παιδιών, τις χοροεσπερίδες και τις επιρροές από τους γονείς του. Αργότερα, έρχεται στη Νέα Ιωνία Βόλου για τα γυμνασιακά χρόνια και, μετά από μια δύσκολη περίοδο προσαρμογής λόγω επικρίσεων για την καταγωγή, δίνει εξετάσεις και περνά στο Μαθηματικό της Πάτρας. Μετά το πέρας των σπουδών, αντιμετωπίζει για κάποια χρόνια δυσκολία να εργαστεί στο δημόσιο σχολείο και καθυστερημένα καλείται ως αναπληρωτής, ξεκινώντας μια περιήγηση σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, πάντα μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά του. Αναφέρεται στις δυσκολίες της μη μόνιμης έδρας, στην επικινδυνότητα των μετακινήσεων, αλλά και στην αναγνώριση του έργου του από τους μαθητές του. Αξιόλογη, δε, υπήρξε και η δράση του ως προέδρου του Πολιτιστικού Συλλόγου Κεραμιδίου, επιδεικνύοντας πλούσιο έργο. Κλείνοντας, μας περιγράφει το παραδοσιακό έθιμο που λαμβάνει χώρα στο Κεραμίδι ανήμερα του αγίου Γεωργίου και τη χαρά του για τη φετινή επάνοδό του στο χωριό, σε μόνιμη πλέον βάση.
Αφηγητές/τριες
Δημήτρης Κουτσικός
Ερευνητές/τριες
Κωνσταντίνα Βέτσικα
Tags
Τοποθεσίες
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/01/2022
Διάρκεια
98'