© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η δεύτερη πατρίδα της Ελένης

Κωδικός Ιστορίας
12402
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ελένη Δούδαλη (Ε.Δ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/03/2023
Ερευνητής/τρια
Αθηνά Σταμπουλή (Α.Σ.)
Α.Σ.:

[00:00:00] Καλησπέρα.

Ε.Δ.:

Καλησπέρα.

Α.Σ.:

Θα μου πεις το όνομά σου;

Ε.Δ.:

Ελένη.

Α.Σ.:

Το επίθετο;

Ε.Δ.:

Ελένη Δούδαλη.

Α.Σ.:

Ωραία. Είναι Τρίτη 14 Μαρτίου του 2023, βρισκόμαστε στη χώρα της Αμοργού, είμαι με την Ελένη Δούδαλη. Eγώ ονομάζομαι Αθήνα Σταμπουλή και είμαι ερευνήτρια στο Ιstorima και μπορούμε να ξεκινήσουμε. Θέλεις να μου πεις λίγα λόγια για σένα, γενικά; 

Ε.Δ.:

Ναι, ας αρχίσουμε, έτσι, από την καταγωγή μου. Εγώ γεννήθηκα στην Εύβοια, τώρα είμαι 43 χρονών. Γεννήθηκα σε μία αγροτική περιοχή της Εύβοιας, σε αγροτική οικογένεια. Έτσι έχω πολύ έντονη σχέση με τη φύση και τα ζώα, λόγω της καταγωγής αυτής. Παρ' όλα αυτά από μικρή, ζώντας εκεί στο χωριό μου, είχα πολλή διάθεση να γνωρίσω τον υπόλοιπο κόσμο. Πράγμα το οποίο δεν ήταν καθόλου… Δε φαινόταν ούτε εύκολο ούτε φαινόταν κάποιος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να γίνει, όταν ήμουν παιδί. Παρ' όλα αυτά ακόμα θυμάμαι παιδικά βιβλία που μου είχαν χαρίσει με εικόνες από διάφορα μέρη του κόσμου, εικονογραφημένα βιβλία κιόλας, που περιγράφαν, για παράδειγμα, τα ζώα που ζουν στο Περού ή άλλα πράγματα από άλλες χώρες και μου έκαναν πολλή εντύπωση και σκεφτόμουν από μικρή ότι θα ήθελα να πάω και να τα γνωρίσω και νομίζω, τελικά, αυτά τα πράγματα επηρεάζουν πολύ. Και κάπως σαν να το έβαλα στόχο αυτό το πράγμα στη ζωή μου, να γνωρίσω τον υπόλοιπο κόσμο. Ονειρευόμουν, δηλαδή, από μικρή να φύγω κάποια στιγμή από εκεί. Έφυγα με τον τρόπο που φεύγουν τα περισσότερα παιδιά, για σπουδές, στη Θεσσαλονίκη στην αρχή, όπου έζησα 7 χρόνια. Σπούδασα και εργάστηκα μετά, για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη. Τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη ήταν από τα πιο όμορφα, που συνήθως έτσι είναι για τα πιο πολλά παιδιά κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Αλλά ήτανε πολύ όμορφα γιατί γνώρισα έναν άλλο τρόπο ζωής, τον τρόπο ζωής στην πόλη, πολλούς νέους ανθρώπους σαν και μένα και πολιτικοποιήθηκα κιόλας σε ένα μεγάλο βαθμό στη Θεσσαλονίκη. Οπότε αυτό έφερε μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου. Ούτως ή άλλως, βέβαια, αυτό ήταν κάτι που το έψαχνα πηγαίνοντας στη Θεσσαλονίκη. Ήθελα δηλαδή, είχα μια περιέργεια για τις ιδέες και τις ιδεολογίες. Οπότε πήγα εκεί ψάχνοντας, βρήκα αυτό που έψαχνα και το μοιράστηκα για αρκετά χρόνια με τους συνομηλίκους μου εκεί, πιστεύοντας ότι θα αλλάξουμε τον κόσμο, ότι θα δημιουργήσουμε κάτι καλύτερο. Βέβαια με τον καιρό άρχισα να απογοητεύομαι, γιατί κατάλαβα μετά από κάποια χρόνια ότι δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας, οπότε ήταν λίγο σκληρό να ζητάς να αλλάξεις τον κόσμο, χωρίς να μπορείς να αλλάξεις εσύ ο ίδιος ή τις σχέσεις που είχαμε μεταξύ μας. Άρχισα να παρατηρώ δηλαδή παθογένειες στις σχέσεις μεταξύ μας, μέσα στις ομάδες αυτές που κινούμασταν και μου φαινόταν κάπως άσχημο, να ζητάμε από όλη την υπόλοιπη κοινωνία μια αλλαγή την οποία δεν μπορούσαμε ούτε εμείς οι ίδιοι να εφαρμόσουμε στο μεταξύ μας. Επίσης εκείνη την εποχή στη Θεσσαλονίκη, άρχισα να δουλεύω κιόλας, με αρκετά κακές συνθήκες θα έλεγα, σε συνθήκες εργασιακής επισφάλειας. Έπρεπε να κάνω δύο δουλειές, μια το πρωί μια το βράδυ, παρόλο που είχα ήδη ένα πτυχίο πανεπιστημιακό και το...

Α.Σ.:

Τι πτυχίο;

Ε.Δ.:

Οικονομικών. Και δούλευα το πρωί, δηλαδή, κανονικά σε επιχειρήσεις, σε γραφεία και τα λοιπά, απλά δεν μπορούσαμε να βρω μία δουλειά κανονική, ήταν part-time και αναγκαζόμουν να κάνω και δεύτερη δουλειά. Και παράλληλα έπρεπε να διαχειριστώ και όλες μου τις ιδέες για έναν καλύτερο κόσμο, τον οποίον, ειδικά εκείνη την περίοδο, δεν το έβλεπα πλέον καθόλου εφικτό όλο αυτό το πράγμα. Δηλαδή άρχισαν κάπως, μπαίνοντας στην εργασιακή συνθήκη, να καταρρέει και όλο το ιδεολογικό κατασκεύασμα που υποστήριζα εγώ πιο πριν. Οι σχέσεις στις οποίες είχα πιστέψει, που πίστευα ότι θα μπορούσαν να αποδώσουνε σε κάτι καλύτερο, να κάνουμε μία δουλειά, για παράδειγμα, συνεργατικά με τους υπόλοιπους ανθρώπους που είχα σχέση εκείνη την εποχή. Ωστόσο δε φαινόταν κάτι από όλα αυτά να αποδίδει και τελικά μου έμεινε η περίοδος εκείνη της πολιτικοποίησης στη Θεσσαλονίκη, ως μια πάρα πολύ ωραία περίοδος, αλλά που κάποια στιγμή έτσι την… Έκανα μία εικόνα στο μυαλό μου, η οποία ήταν η εξής: ότι είμαστε σε ένα σπιτάκι πάνω στο δέντρο και παίζουμε. Δηλαδή αυτή ήτανε κάποια στιγμή… Συνειδητοποιώντας, τέλος πάντων, πόση διαφορά έχει αυτό που θέλαμε να έχουμε από αυτό που πραγματικά έχουμε, το ότι είμαστε τελικά μέρος της μεγαλύτερης κοινωνίας και όχι κάτι άλλο, ότι είμαστε απλά παιδιά, που παίζουμε στο δικό τους μικρό ξεχωριστό κόσμο.

Α.Σ.:

Και να σε ρωτήσω, για να σε πάω λίγο μια στιγμή σε αυτό που είπες πριν, θέλω, έτσι, να μου περιγράψεις πώς είναι να μεγαλώνεις σε μία αγροτική οικογένεια.

Ε.Δ.:

Ναι. Για μένα ήτανε και όμορφα αλλά και περιοριστικά, δηλαδή από τη μία είχα μία πολύ έντονη σχέση με τη φύση. Στις αγροτικές οικογένειες, και σήμερα και νομίζω σε όλες τις αγροτικές οικογένειες, όλα τα μέλη είναι πολύτιμα όσον αφορά τη δουλειά. Δηλαδή από μικρά παιδιά αρχίσαμε να συμμετέχουμε στις αγροτικές εργασίες. Δηλαδή εγώ, έμενα περίμενε ο πατέρας μου να ψηλώσω λίγο ακόμη για να μπορώ να οδηγάω το τρακτέρ, και είχα αρχίσει να το οδηγώ στα δέκα. Και αυτό ήταν σημαντικό για τους γονείς, γιατί χρειαζόντουσαν χέρια στη δουλειά. Δεν είχαμε πολλά ερεθίσματα, δεν είχαμε πολλές διεξόδους, τα πράγματα ήταν πολύ συγκεκριμένα σε αυτό το μέρος, αλλά είχαμε όμως… Δεν σταματούσαμε να έχουμε όνειρα και προσδοκίες για κάτι άλλο, δηλαδή οι γονείς μου πάντα με ενθάρρυναν πάρα πολύ, ειδικά επειδή ήμουν κορίτσι, να σπουδάσω και να φύγω από αυτό το μέρος, να είμαι ανεξάρτητη και αυτόνομη και να κάνω μια άλλη δουλειά, η οποία θεωρούσαν αυτοί, να είναι κάτι καλύτερο και πιο εύκολο από την αγροτική ζωή. Γιατί, δυστυχώς, ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα δεν πάει και ιδιαίτερα καλά τις τελευταίες δεκαετίες. Οπότε ζούσα εκεί, χαιρόμουν πάρα πολύ τη φύση, είχα τα πόδια μου χωμένα μες στη λάσπη από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η επαφή με το χώμα, με τη φύση, με τα ζώα, όλη αυτή η ηρεμία που βγάζει η φύση, τέλος πάντων, και η έντονη επαφή μαζί της. Δηλαδή είναι ένα κομμάτι μου που, το οποίο δεν αλλάζει, ούτε φεύγει από μέσα μου ποτέ, αλλά πάλι το βλέμμα ήταν στραμμένο κάπου αλλού, ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να κάνεις κάτι άλλο, γιατί δεν έχει μέλλον αυτό το πράγμα εδώ πέρα. Οπότε αυτά τα χρόνια που ήμουν εκεί, που έζησα, δηλαδή, τα 17 χρόνια που έζησα μαζί με τους γονείς μου στην Εύβοια, ζούσα σε αρμονία και ηρεμία με το περιβάλλον μας, αλλά διάβαζα πολλά βιβλία, διάβαζα τις εφημερίδες, μάθαινα τι γίνεται στον κόσμο, είχα φοβερή περιέργεια για το τι γίνεται πιο έξω. Μεγάλη περιέργεια επίσης για τις ιδέες, τις διάφορες, πώς σκέφτονται, τέλος πάντων, οι άνθρωποι, μου αρέσει πάρα πολύ η φιλοσοφία, από μικρή ήδη, και η πολιτική φιλοσοφία, με την οποία ασχολήθηκα κιόλας αργότερα. Ήτανε, ναι, ήταν όμορφη η ζωή στην Εύβοια, αλλά παράλληλα υπήρχε πάντα, ήταν και ένα στάδιο αναμονής για κάτι άλλο.

Α.Σ.:

Και όταν πήγες στη Θεσσαλονίκη, αυτή η μετάβαση από αυτό το πλαίσιο στο επόμενο, αυτή η μετάβαση πώς σου φάνηκε; Πώς την βίωσες;

Ε.Δ.:

Ναι, ήταν ενδιαφέρον, ήταν αρκετά ενδιαφέρον. Στην αρχή με κάποιο άγχος, γιατί ήθελα να γνωρίσω άλλους συνομηλίκους μου, να κάνω άλλα πράγματα, να έρθω σε επαφή με περισσότερο κόσμο και στην αρχή ήμουν κάπως αγχωμένη. Αλλά σιγά σιγά έγινα μέλος μιας ομάδας, οπότε ήταν όμορφα με αυτή την ομάδα να συζούμε. Βέβαια είχαμε αρκετές διαφορές, γιατί εκείνα ήταν παιδιά που είχαν μεγαλώσει στην πόλη, τα περισσότερα. Μου έκανε πολλή εντύπωση στην αρχή το ότι δεν ξέραν, για παράδειγμα, ότι δεν υπάρχουν μελιτζάνας το χειμώνα. Ή με… Ένας φίλος έλεγε: «Η Ελένη από το χωριό με τα προβατάκια». Είχαμε τέτοιες διαφορές δηλαδή. Η επαφή που είχα εγώ με τη φύση, για εκείνους ήτανε κάτι άγνωστο, ήταν κάτι διαφορετικό. Δηλαδή είχαμε γενικά μια… Βλέπαμε τον κόσμο από μια λίγο διαφορετική πλευρά. αλλά έκανα πάρα πολύ μεγάλη προσπάθεια, νομίζω, να κοινωνικοποιηθώ μαζί τους και να είμαστε, να γίνω μέλος εκείνης της ομάδας. Και μέσα από αυτή την ομάδα ήρθα σε επαφή και με πολύ περισσότερες ιδέες, πολιτικές ιδέες, φιλοσοφίες και τα λοιπά. Πράγματα τα οποία ούτως ή άλλως με ενδιέφεραν και ασχολήθηκα αρκετά, δηλαδή, με αυτό και με το να διαβάσω πράγματα, να γράψω πράγματα, να εκφράσουμε πράγματα. Είχαμε κάνει πάρα πολλές δράσεις ούτως ή άλλως, εκδίδαμε έντυπα, οργανώναμε φεστιβάλ, ασχοληθήκαμε με διάφορα πράγματα που είχαν να κάνουν με την τέχνη, έκανα και εγώ τα πρώτα μου δειλά βήματα εκεί πέρα. Έκανα δηλαδή, σε κάποια φεστιβάλ που κάναμε, έφτιαξα και κάποια δικά μου πράγματα.

Α.Σ.:

Τι πράγματα;

Ε.Δ.:

Κάποιες εγκαταστάσεις έκανα τότε. Επίσης, όσο ήμουνα στην Εύβοια, τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, εμένα μου άρεσε πάρα πάρα πολύ να ζωγραφίζω από μικρή και να σχεδιάζω, απλά αυτό δεν έμπαινε καθόλου μέσα στο πανόραμα των δυνατοτήτων για το μέλλον, γιατί θεωρούσα ότι ένα παιδί από μία αγροτική οικογένεια δεν έχει κανένα μέλλον να ασχοληθεί με την τέχνη, γιατί χρειάζεται να βρεις μια δουλειά. Να κάνεις μια δουλειά πρακτική που να αποφέρει εύκολα, να αποφέρει, τέλος πάντων, κάποιο σίγουρο εισόδημα σχετικά, όσο σίγουρο μπορεί να είναι κάτι. Οπότε κάτω από αυτό το πρίσμα ασχολήθηκα τελικά με τα οικονομικά. Πράγμα το οποίο δεν ήταν και απολύτως δική μου απόφαση, ήταν πιο πολύ παρότρυνση της οικογένειας και το σπούδασα. Και όλο το υπόλοιπο κομμάτι το άφησα κάπου στην άκρη, δηλαδή το έκανα σαν χόμπι ό,τι είχε να κάνει με την τέχνη, πράγμα το οποίο όμως, οι συνομήλικοί μου εκεί στη Θεσσαλονίκη… Γνώρισα, δηλαδή είχα κάποιες φίλες που σπούδαζαν στην Καλών Τεχνών και άλλους ανθρώπους οι οποίοι είχαν έτσι.. Παίζαν μουσική, κάποιοι άλλοι ασχολούντουσαν με το θέατρο, γνώρισα ανθρώπους που είχαν πιο πολλή επαφή. Εξασκούσαν, τέλος πάντων, κάποια τέχνη, και ένιωσα άνετα και εγώ μαζί τους να αρχίσω να εκφράζω και εγώ κάποια δικά μου πράγματα. Αλλά τα θεωρούσα όλα αυτά μέσα στο κομμάτι του παιχνιδιού, δηλαδή τα έβλεπα πιο πολύ σαν ένα παιχνίδι. Αλλά όχι σαν κάτι, σα μια σοβαρή δυνατότητα για να εξελιχθεί σε κάτι άλλο, παρ' όλα αυτά το δοκίμαζα, δηλαδή έβρισκα και εγώ τρόπους να εκφράσω ιδέες και πράγματα που είχα στο νου μου και πιο πολύ μέσα από εγκαταστάσεις που κάναμε εκείνη την εποχή, σε κάποιο φεστιβάλ που οργανώναμε. Και ένα θεατρικό έργο μία φορά τόλμησα, ένα μονόπρακτο που το…

Α.Σ.:

Έπαιξες;

Ε.Δ.:

Ναι, το σκηνοθέτησα μόνη μου, το έπαιξα μόνη μου και σε συνεργασία με κάποιους φίλους μουσικούς, που παράλληλα παίξανε μουσική ζωντανά, ήταν ένα μονόπρακτο του Μπρεχτ. Ήταν έτσι ωραίο. Και ήταν όμορφα αυτά τα χρόνια, [00:10:00]γιατί στην πόλη πια είχα τη δυνατότητα να εκφράζω πολύ περισσότερες ιδέες, να ασχολούμαι με περισσότερα πράγματα και να εξερευνώ και εγώ κάπως άλλα πεδία, που δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα στην επαρχία που μεγάλωσα.

Α.Σ.:

Και είπες ότι ήσουν στη Θεσσαλονίκη 7 χρόνια.

Ε.Δ.:

Ναι.

Α.Σ.:

Μετά δηλαδή; Από 7 χρόνια;

Ε.Δ.:

Μετά από 7 χρόνια απογοητεύτηκα. Απογοητεύτηκα για το λόγο που ανέφερα και πριν δηλαδή, γιατί άρχισα να συνειδητοποιώ ότι αυτό που ονειρευόμουνα ως έτσι μία διαφορετική κοινωνία δεν μπορούσε να είναι εφικτή ούτε στο μικρό μας μικρόκοσμο. Οπότε κάποια στιγμή, και εργασιακά δεν ήταν εύκολα τα πράγματα στη Θεσσαλονίκη, κάποια στιγμή άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά ότι θα έπρεπε να σπουδάσω κάτι άλλο, κάτι επιπλέον. Οπότε το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα είναι ότι μάλλον πρέπει να κάνω ένα μεταπτυχιακό πάνω σε αυτό που είχα ασχοληθεί, στα οικονομικά, για να έχω μάλλον καλύτερες δυνατότητες εργασιακής απορρόφησης. Και πήγα στους γονείς μου, λοιπόν, και τους λέω: «Ωραία, σας παρακαλώ πολύ, θέλω να πάω στην Αγγλία». Γιατί αυτό σκεφτόμουν τότε, δηλαδή αυτό έβλεπα σα διέξοδο, να κάνω ένα μεταπτυχιακό στα οικονομικά. Και οι γονείς μου είπανε: «Δε γίνεται. Δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα, δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό το πράγμα». Απογοητεύτηκα, αλλά δε σταμάτησα να το σκέφτομαι. Έκανα και μία αίτηση σε ένα πανεπιστήμιο στην Ισπανία, που ήταν πιο οικονομικό, δε βγήκε καλά όμως, ούτε αυτό, και τελικά αποφάσισα να πάω ένα ταξίδι στην Ισπανία αφήνοντας μία δουλειά στη Θεσσαλονίκη, η οποία δεν είναι καθόλου καλή. Παραιτήθηκα, πήρα τα τελευταία χρήματα που είχα και αποφάσισα να πάω με πλοίο στην Ισπανία, για να δω κάτι φίλες μου που ζούσαν στη Βαρκελώνη. Έφυγα με πλοίο από την Ηγουμενίτσα στην Ιταλία, και μετά από την Ιταλία στη Βαρκελώνη πέρασα απέναντι πάλι με πλοίο. Είδα, βρήκα τις φίλες μου, περάσαμε μαζί ένα πολύ όμορφο διάστημα, καμιά δεκαπενταριά μέρες. Δεν είχα εισιτήριο γυρισμού, επειδή είχα πάει με το πλοίο. Είχα βγάλει ένα εισιτήριο μόνο για να πάω, είχα μαζί μου πέντε ρούχα και αυτό ήταν όλο κι όλο. Αλλά με τις φίλες μου περνούσαμε πάρα πολύ ωραία, η μία από αυτές κιόλας σπούδαζε, έκανε ένα μεταπτυχιακό στην Καλών Τεχνών εκεί πέρα, στη Βαρκελώνη, η άλλη έκανε ένα διδακτορικό στις Επιστήμες του Περιβάλλοντος. Τα περνούσαμε πάρα πολύ ωραία. επικοινωνούσαμε καλά, ζούσαμε όμορφα στο σπίτι και δε με αφήνανε να φύγω, στην ουσία. Δηλαδή ήμασταν στο «Έλα, κάτσε λίγο ακόμη», και «Κάτσε λίγο ακόμη», και «Κάτσε λίγο ακόμη». Μέχρι που μία άλλη φίλη Ελληνίδα, που δούλευε τότε σε ένα εστιατόριο, μου είπε ότι ήθελε να φύγει και ότι ψάχναν άμεσα έναν άνθρωπο να την αντικαταστήσει. Δούλευε στη λάντζα του καταστήματος και μου λέει: «Σε παρακαλώ πολύ, πήγαινε εσύ μέχρι να βρούνε κάποιον άλλον, γιατί εγώ θέλω να φύγω τώρα». Και εγώ της λέω: «Μα εγώ να κάνω τι τώρα εκεί; Αφού εγώ θα φύγω, θα γυρίσω πίσω στη Θεσσαλονίκη». Μου λέει: «Πήγαινε, ρε παιδί μου, έστω για μία εβδομάδα». Έτσι, για να μην τα πολυλογώ, βρέθηκα στη Βαρκελώνη με παρέα, σπίτι και δουλειά. Είχα τις φίλες μου, είχα αυτή τη δουλειά, η οποία τελικά ήτανε σε εκείνη την περίοδο η καλύτερη δουλειά που μπορούσα να έχω, γιατί απλά έπλενα τα πιάτα και τα τακτοποιούσα και σκεφτόμουν ό,τι ήθελα, και είχα το μυαλό μου εντελώς ελεύθερο και δε σκεφτόμουνα… Δηλαδή δεν είχα καμία υποχρέωση να σκέφτομαι κάτι. Μπορούσα να φαντάζομαι ό,τι θέλω και κάπως τακτοποιούσα και ένιωθα ότι τακτοποιούσα και καθάριζα και το εσωτερικό μου μέσα σε αυτή τη διαδικασία. Συνεχίσαμε να μένουμε με τις φίλες μου, αποφάσισα να πάω σε μία σχολή εικονογράφησης στην αρχή. Μετά από δυο τρεις μήνες ανακοίνωσα και στους δικούς μου ότι θα 'μενα στη Βαρκελώνη, σταμάτησα να πληρώνω και τα νοίκια στη Θεσσαλονίκη, άφησα και το σπίτι εκεί. Γράφτηκα σε μία σχολή εικονογράφησης, η οποία δε μου φαινόταν τελικά και πολύ καλή, δεν ήμουνα και πολύ χαρούμενη με αυτό, αλλά είχα βρει μία εσωτερική ηρεμία, θα 'λεγα, στην όλη ιστορία εκείνη. Γυρνώντας τις νύχτες από το εστιατόριο που δούλευα, καθόμουνα και διάβαζα ισπανικά από ένα βιβλίο εκμάθησης ισπανικών χωρίς δάσκαλο, και σχεδίαζα μέχρι να κουραστώ και να πέσω για ύπνο. Γιατί συνήθως μετά τη δουλειά στην εστίαση, δεν μπορείς να κοιμηθείς και πολύ εύκολα αμέσως. Οπότε περνούσα τις νύχτες μου με αυτό τον τρόπο. Είχα αρχίσει να μένω σε εκείνο το διάστημα… Είχαμε καταλάβει ένα μικρό διαμέρισμα μαζί με έναν άλλο Έλληνα, έναν συγκάτοικο που είχα τότε. Κάναμε, δηλαδή, μία μικρή κατάληψη σε ένα εγκατελειμμένο δώμα, σε μία πολυκατοικία. Πραγμα το οποίο ήταν πάρα πολύ όμορφο και αυτό, γιατί μπαίνοντας σε αυτό το μικρό δώμα, το οποίο το είχε εγκαταλείψει κάποιος άλλος, ας πούμε, αργότερα μάθαμε ότι το είχε κάνει κατάληψη και εκείνος, είχε αφήσει χαρτί, μελάνι, πένες, ακρυλικά, κάτι πίνακες. Και για μένα ήταν φοβερό, γιατί μπήκα εκεί πέρα μέσα και απλά πήρα τα δικά του τα υλικά και άρχισα να σχεδιάζω και να ζωγραφίζω και να… Ήταν μία πάρα πολύ ωραία εμπειρία, είδαμε μέσα από τα πράγματα που είχε αφήσει ότι τον λέγανε Χουάν Αντόνιο, ο συγκάτοικός μου φορούσε τις ζακέτες του, ήτανε μια πολύ περίεργη ιστορία, μέχρι που… Κάποια στιγμή εμφανίστηκε αυτός ο Χουάν Αντόνιο, μετά από 6 μήνες περίπου, ήταν μία άβολη στιγμή. Ήρθε να διεκδικήσει το χώρο που είχε αφήσει και τελικά το αφήσαμε και φύγαμε, αλλά μας χάρισε όλα του τα πράγματα. Δηλαδή τον ρώτησα: «Μπορώ να πάρω τα... Θα τα χρησιμοποιήσεις τα υλικά σου εδώ; Τα χρώματα και τα μελάνια και τα λοιπά;». «Όχι», μου λέει, «πάρ' τα». Και έτσι αφήσαμε εκείνο το σπιτάκι, το οποίο, έτσι για να καταλάβουμε λίγο και το πλαίσιο τώρα, εκείνης της εποχής, ήταν το 2006 στη Βαρκελώνη, όπου είχε αρχίσει ήδη μία μεγάλη καμπάνια ανθρώπων κατά της αισχροκερδούς εκμετάλλευσης της κατοικίας. Υπήρχανε πολλά διαμερίσματα και ολόκληρα κτίρια τα οποία ήταν κατειλημμένα στη Βαρκελώνη εκείνη την εποχή και η καταλανική κοινωνία σε ένα ικανοποιητικό ποσοστό, θα έλεγα, το υποστήριζε αυτό το κίνημα. Γιατί πολλοί άνθρωποι είχανε πρόβλημα με τη στέγαση στη Βαρκελώνη εκείνη την εποχή. Μεγάλες εταιρείες κρατούσανε ολόκληρα κτίρια κλειστά, για να ανεβάζουν τα ενοίκια σε ορισμένες περιοχές. Οπότε ούτως ή άλλως υπήρχε στεγαστικό πρόβλημα, ακόμα δηλαδή και οι ένοικοι της πολυκατοικίας, στην οποία καταλάβαμε εμείς εκείνο το δώμα, ήταν πάρα πολύ φιλικοί μαζί μας. Ήρθανε μία μέρα και μας χτύπησαν την πόρτα και εμείς ανοίξαμε έτσι έντρομοι να δούμε τι συμβαίνει και μας είπανε: «Ξέρουμε ότι είσαστε εδώ, μένετε εδώ». Και τους λέμε: «Ναι, ναι». «Τι; Πώς μένετε εδώ;» Τους είπαμε: «Ε, το έχουμε νοικιάσει». «Τι έχετε νοικιάσει, ρε παιδιά; Αφού αυτό εδώ πέρα έχει μία τρύπα στη σκεπή, το ξέρουμε και δεν νοικιάζεται. Ξέρουμε πώς μένετε εδώ», μας είπανε. «Το μόνο που θέλουμε να σας πούμε είναι ότι, επειδή η εταιρεία που έχει το κτίριο», που ήταν όντως ένα παλιό κτίριο, το οποίο δεν το συντηρούσαν, «δε συντηρεί τίποτα, θέλουμε να συμμετέχετε και εσείς στη συντήρηση του κτιρίου και να 'ρχεστε στη συνέλευση της πολυκατοικίας. Για αρχή πρέπει να αλλάξουμε τις καμένες λάμπες», μας είπανε. Και ήταν πάρα πολύ όμορφο αυτό το πράγμα, δηλαδή η Βαρκελώνη για μένα έγινε κατευθείαν το σπίτι μου, χωρίς να το καταλάβω. Κυκλοφορούσα εκεί και ήταν σαν να μην έχω… Σα να ήμουνα από πάντα εκεί, δε μου έκανε εντύπωση ούτε η αρχιτεκτονική, ούτε τίποτα. Δε μου φαινόταν ξένο μέρος, δηλαδή απ' την αρχή, καθόλου. Ήταν, έτσι, μια πολύ ωραία εμπειρία, μετά συνδεθήκαμε πάρα πολύ με τα άλλα παιδιά που ζούσαν με τον ίδιο τρόπο όπως και εμείς, εγώ άρχισα να δουλεύω. Κάποια στιγμή σταμάτησα να δουλεύω σε αυτή την κρεπερί, το εστιατόριο, τέλος πάντων, που δούλευα στην αρχή, και άρχισα να δουλεύω σε μία εταιρεία εισαγωγής τροφίμων, χρησιμοποιώντας το πτυχίο που είχα στα οικονομικά. Και ενώ είχα μια οικονομική άνεση πλέον, αλλά όχι τόσο ώστε να μπορώ να νοικιάζω ένα σπίτι στη Βαρκελώνη, τα οποία ήτανε πανάκριβα, και εκείνη την εποχή, και τώρα εξακολουθούν να είναι. Οπότε συνέχισα να μένω σε καταλήψεις και να δουλεύω στην επιχείρηση που δούλευα. Το να μένεις σε μία κατάληψη είναι σα να κάνεις μία δεύτερη δουλειά. Γιατί τα σπίτια αυτά χρειαζόντουσαν πάρα πολλή συντήρηση. Αφού φύγαμε από εκείνο το δώμα, αλλάξαμε δύο τρία σπίτια μετά. Το τελευταίο σπίτι που κρατήσαμε για τρία χρόνια, και ακόμα είναι κατειλημμένο στη Βαρκελώνη, και αυτή τη στιγμή που μιλάμε, δεν καταφέραμε ποτέ να του συνδέσουμε το νερό, ενώ στα προηγούμενα τα έχουμε καταφέρει, δηλαδή μπαίναμε μέσα στα σπίτια και έπρεπε συνήθως να κάνουμε ηλεκτρολογική και υδραυλική εγκατάσταση. Στο τελευταίο με το νερό ήτανε αδύνατο, και ζήσαμε τρία χρόνια χωρίς νερό στο σπίτι. Αλλά παρ' όλα αυτά, εγώ εκείνη την εποχή, ένιωθα πάρα πολύ δυνατή και πάρα πολύ ελεύθερη και θεωρούσα ότι είναι πιο σημαντικό για μένα να έχω αυτή την ελευθερία και ας κουβαλάω νερό από τη βρύση της γειτονιάς, μπετόνια πάνω κάτω στο σπίτι. Μου έδινε την αίσθηση της ελευθερίας αυτό το πράγμα, γιατί μπορούσα να δουλεύω part-time στη Βαρκελώνη και ταυτόχρονα είχα πάρει απόφαση να δώσω εξετάσεις για τη σχολή Καλών Τεχνών, πράγμα το οποίο το πέτυχα. Έδωσα εξετάσεις, άρχισα να φοιτώ στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελώνης, και μπορώ να πω ότι ένιωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου ότι είχα πάρα πολλές ευκαιρίες στη Βαρκελώνη. Δηλαδή ξαφνικά ανοίχτηκε ένα πανόραμα μπροστά μου, όπου μπορούσα να δουλεύω ημιαπασχόληση, να σπουδάζω κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ και στην Ελλάδα δεν μπορούσα να το διανοηθώ, ότι θα μπορούσα να το σπουδάσω αυτό το πράγμα. Γιατί από τη μια θεωρούσα ότι «Και ποια είμαι εγώ, που ίσως να μην έχω το φοβερό και τρομερό ταλέντο για να σπουδάσω αυτό;» ή «Πώς θα στηριχθώ οικονομικά, αν γίνω καλλιτέχνης;», για παράδειγμα. Στη Βαρκελώνη όμως τα ξεπέρασα όλα αυτά, γιατί πλέον είχα μία δουλειά, είχα ένα σπίτι, το οποίο βέβαια χρειαζότανε τη δουλίτσα του για να συντηρηθεί, αλλά ένιωθα ελεύθερη και ότι ναι, μπορώ να το κάνω. Και μπορώ και να σπουδάσω αυτό που θέλω και να δουλεύω και να ζω αξιοπρεπώς. Και εκεί με τα... με τους άλλους ανθρώπους που ήμασταν σε συνεννόηση και σε… Δεν ήμασταν μόνες μας, δηλαδή, στην κατάληψη, υπήρχαν κι άλλες καταλήψεις στη γειτονιά, το μισό μέρος του σπιτιού μας, το ισόγειο, το είχαμε κάνει κοινωνικό κέντρο, διοργανώναμε πάρα πολλές εκδηλώσεις, υπήρχε μια πολύ έντονη κοινωνικότητα. Ήταν η εποχή που αυτό το κίνημα των καταλήψεων κορυφώθηκε και μετά από μερικά χρόνια κάποιοι από τους ανθρώπους, οι οποίοι τρέξανε αυτή την καμπάνια κατά της αισχροκέρδειας, της αισχροκερδούς εκμετάλλευσης της κατοικίας, τελικά ψηφίστηκαν και έγιναν μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου της Βαρκελώνης, Δήμαρχος και Συμβούλιο δηλαδή. Κάποια στιγμή, ήταν οι σύντροφοί μας καταληψίες αυτοί οι άνθρωποι. Και έτσι έζησα άλλα 7 χρόνια στη Βαρκελώνη μετά τη Θεσσαλονίκη. Εκεί κάποια στιγμή αποφάσισα ότι θα ήθελα να κάνω ένα ταξίδι πιο μακριά, πράγμα το οποίο μου δινόταν η ευκαιρία να το κάνω μέσω των σπουδών και το είχα ξανακάνει κιόλας. Όταν σπούδαζα στη Θεσσαλονίκη, είχα φύγει ένα εξάμηνο για Erasmus στην Ολλανδία, που ήταν και η πρώτη φορά που πήγαινα στο εξωτερικό, και ακόμη τώρα δηλαδή… Αυτό πρέπει να είχε γίνει το, το 2000, πήγα στην Ολλανδία[00:20:00] με Erasmus. Εκείνη την εποχή, εγώ δεν είχα e-mail, δεν ήξερα να χρησιμοποιώ το internet, δεν είχα υπολογιστή δικό μου στο σπίτι. Τώρα μου φαίνεται πάρα πολύ περίεργο, πώς τα κατάφερα και το είχα οργανώσει όλο αυτό το πράγμα, με κάτι τηλεφωνικές κλήσεις στο Πανεπιστήμιο και κάτι φαξ που έστελνα. Και ξαφνικά μία μέρα βρέθηκα στην Ολλανδία μόνη μου και συνειδητοποίησα ότι τα αγγλικά που ήξερα δε φτάνανε για τίποτα. Μου πήρε ένα μήνα για να αρχίσω να μιλάω στην Ολλανδία τότε. Και αυτό ήταν η πρώτη φορά, δηλαδή, που έφυγα στο εξωτερικό, ήταν έτσι, μέσω των σπουδών. Και μετά ταξίδια, σαν τουριστικά ταξίδια, ας πούμε, δεν είχα κάνει μέχρι να πάω στη Βαρκελώνη, ήταν το πρώτο μου μεγάλο ταξίδι, και γενικά από παλιότερα, δε μου φαινόταν ενδιαφέρον το να ταξιδέψω για δυο τρεις μέρες ή μια εβδομάδα σε ένα μέρος ως τουρίστας. Με ενδιέφερε πιο πολύ να δω μέρη και να καταλάβω τι κάνουν οι άνθρωποι εκεί, και για αυτό το πρώτο μου ταξίδι ήταν στην Ολλανδία για έξι μήνες. Που ήταν τελικά μία πάρα πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία στα 20 μου χρόνια, γιατί πέρα από το γεγονός ότι συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα αγγλικά, πηγαίνοντας εκεί, και τα έμαθα εκεί στην ουσία, συνειδητοποίησα ότι ήμουνα και πλήρως ακοινώνητη. Είχα μάθει τόσο πολύ να κινούμαι με τους ανθρώπους που ήξερα στη Θεσσαλονίκη, σε ένα συγκεκριμένο κύκλο ανθρώπων με συγκεκριμένες ιδέες και τρόπους, που όταν βρέθηκα σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, δεν μπορούσα να επικοινωνήσω. Και ήταν η πρώτη φορά που αναγκάστηκα να σπάσω κάπως τα στεγανά μου, και να ανοίξει λίγο το μυαλό μου και να αρχίσω να βλέπω άλλες ποιότητες και άλλα χαρακτηριστικά στους ανθρώπους, τα οποία ήτανε εξίσου σημαντικά, ίσως και περισσότερο, από τα ιδεολογικά στεγανά που είχα εγώ πιο πριν στο μυαλό μου. Ήτανε μία σκληρή, θα 'λεγα, εμπειρία, γιατί βίωσα και αρκετή μοναξιά μέχρι να τα καταφέρω, αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα. Οπότε σπουδάζοντας μετά, στη Βαρκελώνη στο Πανεπιστήμιο, που μου άρεσε και πάρα πολύ, οι σπουδές μού άρεσαν πάρα πολύ, τις χάρηκα απίστευτα, το έκανα σαν χόμπι. Αυτό θεωρούσα, ότι είναι ένα χόμπι για μένα, ότι δεν με ενδιαφέρει να δουλέψω ποτέ σαν καλλιτέχνης. Έχω τη δουλειά μου στις επιχειρήσεις, μπορώ να δουλεύω σε επιχειρήσεις δηλαδή. Και στη δουλειά καλά πήγαιναν τα πράγματα σχετικά, αν και συνειδητοποιούσα ότι αυτές οι δουλειές δε με εκφράζουνε ιδιαίτερα, ήμουνα υπεύθυνη εισαγωγών στην εταιρεία που δούλευα. Τα κατάφερνα, δεν μπορώ να πω, μια χαρά τα πήγαινα. Έκλεινα καλά συμβόλαια, αλλά δε μου έδινε χαρά αυτό το πράγμα ιδιαίτερη, δηλαδή μπορεί να χαιρόμουνα εκείνη τη στιγμή που κάτι πήγαινε καλά στη δουλειά, είχα ένα καλό συμβόλαιο ή κάτι τέτοιο, αλλά δεν κρατούσε αυτή η χαρά. Δηλαδή, το ένιωθα ότι απλά παράγω κέρδος για κάποιον άλλον. Το κέρδος το ψυχολογικό για μένα, η ηθική ικανοποίηση δεν ήτανε ποτέ αρκετή από αυτή τη δουλειά. Απλά ήταν μία δουλειά, για την οποία δε μετάνιωσα ποτέ, ούτε για τις σπουδές που έκανα ούτε για αυτή τη δουλειά, η οποία μου έδωσε πολύ γρήγορα ανεξαρτησία. Από τη μέρα που τέλειωσα τις σπουδές μου άρχισα να δουλεύω, και ας μην ήταν οι δουλειές καταπληκτικές, ας πούμε. Κατάφερα να έχω και καλύτερες δουλειές, βέβαια, στο μέλλον, αλλά μου έδωσε μία άμεση οικονομική ανεξαρτησία πάνω στην οποία βασίστηκα και έκανα πράγματα που μου άρεσαν περισσότερο, όπως το να σπουδάσω στην Καλών Τεχνών, για παράδειγμα, στη Βαρκελώνη.

Ε.Δ.:

Οπότε κάποια στιγμή, εκεί κατά τη διάρκεια των σπουδών, αποφάσισα να ξαναδοκιμάσω άλλο ένα ταξίδι, μέσω των σπουδών, και έκανα αίτηση για Erasmus, πάλι, αλλά αυτή τη φορά όχι στην Ευρώπη, επειδή από το πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης είχαμε δυνατότητα να βγούμε και σε άλλες χώρες εκτός Ευρώπης, έκανα μία αίτηση στην αρχή για τη Βόρεια Αμερική, για τη Νέα Υόρκη και ήμουνα δεύτερη, πήγε κάποιος άλλος. Και μετά μία δεύτερη αίτηση για τη Λατινική Αμερική. Εκεί μπορούσα να διαλέξω τρία πανεπιστήμια να βάλω στη σειρά και με κριτήριο το ποιο είναι το καλύτερο πανεπιστήμιο, έτσι όπως τα είχα ψάξει εγώ τότε στο internet, έβαλα πρώτα το Μεξικό, μετά τη Χιλή και μετά την Αργεντινή. Και μία μέρα, ξημερώνοντας στα γενέθλιά μου, μου είπε η συγκάτοικός μου: «Δεν κοιτάς να δούμε, μήπως έχει έρθει απάντηση για αυτή την αίτηση που έκανες;». Και είχε έρθει η απάντηση και με είχαν δεχτεί στο Unam, στο Πανεπιστήμιο, τέλος πάντων. Το Unam είναι ένα μεγάλο Πανεπιστήμιο στο Μεξικό και θα πήγαινα. Δηλαδή θα πήγαινα τον Αύγουστο. Ήμουν πάρα πολύ χαρούμενη για αυτό, στους γονείς μου απλά το ανακοίνωσα, πράγμα το οποίο από τότε που άρχισα να δουλεύω, γενικά αυτό έκανα, τους ανακοίνωνα πού θα πάω. Εκείνοι ανησυχούσαν, δεν τους φαινόντουσαν πολύ ωραίες οι ιδέες μου, αλλά εγώ πλέον ήμουνα ανεξάρτητη εντελώς και δεν το διαπραγματευόμουν. Οπότε ετοιμάστηκα και, χωρίς να ξέρω τίποτα στην ουσία για το Μεξικό, είχα κάποιους φίλους, αρκετούς φίλους Λατινοαμερικάνους, είναι η αλήθεια, στη Βαρκελώνη, αλλά οι περισσότεροι ήτανε από τη Χιλή και την Αργεντινή. Μόνο ένα άτομο είχα γνωρίσει από το Μεξικό, δεν είχα γνωρίσει πολλούς Μεξικάνους και ούτε είχα σοβαρές πληροφορίες στο μυαλό μου για το Μεξικό. Στο Μεξικό πήγα το 2011. Το μόνο που είχα σαν κριτήριο εκείνη τη στιγμή ήταν να είναι καλό το Πανεπιστήμιο. Οπότε μπήκα στο αεροπλάνο και προσγειώθηκα. Έφτασα εκεί και με υποδέχθηκαν η οικογένεια του φίλου, του μοναδικού φίλου Μεξικάνου που είχα γνωρίσει στη Βαρκελώνη, η μητέρα του και η αδερφή του. Νοίκιασα ένα δωμάτιο στο σπίτι του στην αρχή, άρχισα να μένω μαζί τους και άρχισα σιγά σιγά να… Την πρώτη εβδομάδα, για την ακρίβεια ζαλιζόμουνα, δηλαδή είχα ακόμη jet lag. Να δω λίγο το Πανεπιστήμιο, να βγω λίγο έξω, πολύ απλά πράγματα, πολύ συγκρατημένα. Δεν είχα ιδέα στην πραγματικότητα πού είχα πάει, ήταν όλα πάρα πολύ εντυπωσιακά από το περιβάλλον. Κοιτούσα τα δέντρα στο δρόμο και χάζευα, γιατί τα δέντρα εκεί πέρα είναι τεράστια, ακόμα και μέσα στην πόλη. Έζησα στα Νότια της πόλης του Μεξικού, σε μία περιοχή η οποία λέγεται Tlalpan και ήταν σχετικά κοντά στην περιοχή που είναι το Πανεπιστήμιο ήταν έτσι μια… Ήταν όλα πολύ καινούργια, πολύ όμορφα, πολύ ενδιαφέροντα. Δεν ήξερα στην αρχή προς τα πού να κοιτάξω, ένας εντελώς διαφορετικός πλανήτης. Πολύ γρήγορα, πάνω στην εβδομάδα από τη στιγμή που έφτασα στο Μεξικό, η κοπέλα με την οποία συγκατοικούσαμε, που έμενα στο σπίτι της, μου γνώρισε ένα φίλο της, ο οποίος μάλιστα ήξερε ότι θα πάω στο Μεξικό, του το είχανε πει ότι «Θα έρθει μία κοπέλα από την Ελλάδα και θα μείνει στο σπίτι μας», του είχαν πει πιο πριν, οπότε εκείνος τους είπε: «Όταν έρθει αυτή η κοπέλα από την Ελλάδα, θέλω να μου τη γνωρίσετε». Και κανονίσανε, χωρίς να μου έχουν πει και τίποτα, ακριβώς την επόμενη Κυριακή από την Κυριακή που έφτασα στην πόλη του Μεξικού, να πάμε μία βόλτα και να γνωριστούμε. Και έτσι γνώρισα τον άνθρωπο που μετά από λίγο καιρό αποφάσισα να παντρευτώ. Ήταν έτσι πάρα πολύ, αμέσως δηλαδή. Στην αρχή μού φαινόταν και περίεργο, γιατί σκεφτόμουν ότι εγώ δε θέλω να δεσμευτώ με κάποιον, ακόμη δεν έφτασα εδώ πέρα, θέλω να δω τη χώρα, όλο αυτό το μέρος. Τι; Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Τι γίνεται εδώ; Μου φαινόταν πολύ περίεργο, ωστόσο έβλεπα απέναντί μου έναν άνθρωπο πάρα πολύ έξυπνο, πάρα πολύ ευγενικό, που κέρδισε την εμπιστοσύνη μου αμέσως. Οπότε αρχίσαμε έτσι να κάνουμε παρέα και άρχισε… Εκείνος στην ουσία, τελικά, ήταν το ταξίδι, γιατί άρχισε να μου εξηγεί και να μου δείχνει τι είναι το Μεξικό. Γιατί αλλιώς το Μεξικό θα ήταν κάτι κτίρια και κάτι δέντρα. Εκείνος με πήρε από το χέρι, μου έδειξε τα μέρη, μου εξήγησε την ιστορία, μου εξηγούσε πώς είναι διαστρωματωμένη η κοινωνία, γνώρισα τους φίλους του, την οικογένειά του, άρχισα και εγώ να κοινωνικοποιούμαι περισσότερο. Πήγαινα φυσικά και στο Πανεπιστήμιο. Στο Πανεπιστήμιο η αντιμετώπιση από τους άλλους συμμαθητές και γενικά από τους ανθρώπους στο Μεξικό ήτανε για μένα σοκαριστική ως ένα βαθμό. Γιατί εγώ έφτασα μιλώντας ισπανικά με προφορά Ισπανίας, αφού εκεί τα είχα μάθει, και οι μισοί άνθρωποι που με γνώρισαν μου λέγανε… Με κοιτούσαν με μισό μάτι, το καταλάβαινα δηλαδή. Οι Μεξικάνοι δεν λένε πολλά γενικά. Είναι άνθρωποι οι οποίοι δεν τους αρέσει πάρα πολύ η ευθύτητα. Είναι άνθρωποι οι οποίοι φέρνουν όλα τα πράγματα γύρω, γύρω, γύρω, γύρω όταν μιλάνε για κάτι, δηλαδή δεν πάνε σε κάτι κατευθείαν, πιο πολύ αφήνουνε να εννοηθούν πράγματα και αυτό το θεωρούν ευγένεια. Παρά να τα πουν ευθέως. Οπότε πολλές φορές καταλάβαινα μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το οποίο άρχισα σιγά σιγά να το καταλαβαίνω, ότι με κοιτούσανε με αυτό το ύφος και το…Ή με σχόλια του στυλ «Α, είσαι από την Ισπανία», «Α, είσαι μία από αυτούς, τους κατακτητές». Αυτό το πράγμα δεν έχει, δεν ξεπερνιέται και δεν ξεπερνιέται όχι μόνο για αυτό, αλλά και για το άλλο μισό. Γιατί οι άλλοι μισοί που με γνωρίζανε ακούγοντας σε αυτή την ισπανική προφορά, μου λέγαν «Α, είσαι από την Ισπανία, από τη μαμά πατρίδα». Υπάρχει ένας φοβερός εσωτερικός ρατσισμός στο Μεξικό, οι μισοί άνθρωποι υποτιμούν τους άλλους μισούς, γιατί κάποιοι θεωρούν ότι είναι καλύτεροι, επειδή είναι από μικτές οικογένειες ή ότι κατάγονται από την Ισπανία, ή τέλος πάντων θέλουν να είναι σαν τις Δυτικές κοινωνίες, σαν την Ισπανία ή την Αμερική. Και κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι «Όχι, εμείς είμαστε εδώ, είμαστε γηγενείς, είμαστε αυτό που είμαστε και δε θέλουμε να έχουμε επαφή, ούτε να γίνουμε σαν τους Αμερικανούς, ούτε να γίνουμε σαν τους Ευρωπαίους». Αυτό είχε άμεσο αντίκτυπο πάνω μου, δηλαδή εγώ βίωνα έναν τύπο αντεστραμμένου ρατσισμού, θα έλεγα. Οι περισσότεροι με θαύμαζαν πάρα πολύ, στο Πανεπιστήμιο θεωρούσαν ότι εξαιρετική, πράγμα το οποίο εγώ δεν πιστεύω ότι συνέβαινε ποτέ. Οι βαθμοί που μου βάλανε ήτανε άριστοι όλοι και νομίζω ήταν από αυτό τον αντίστροφο ρατσισμό. Δηλαδή ερχόμενη, το είδα και με άλλους Ευρωπαίους, ερχόμενος κάποιος από την Ευρώπη θεωρούν ότι ξέρει κάτι παραπάνω από εκείνους, ας πούμε. Υπάρχει ένα τέτοιο πράγμα. Και κάποιοι σου λένε ότι «Και εγώ είμαι σαν και σένα, έχω και εγώ ρίζες από την Ευρώπη, είμαστε και εμείς τέτοιο πράγμα». Και κάποιοι άλλοι σου λένε: «Δεν είμαι σαν και σένα και εσύ είσαι κάτι εχθρικό για μένα». Ήτανε πολύ έντονο αυτό το πράγμα, δηλαδή ήτανε σκληρό για μένα να το αντιμετωπίζω, προσπαθούσα, έχοντας κιόλας σχέση με έναν άνθρωπο ντόπιο, προσπαθούσα να προσεγγίσω πιο πολύ τον κόσμο, και δεν ήτανε και τόσο απλό. Οι φίλες του δε με αποδέχονταν καθόλου, του λέγανε ότι «Έχεις σχέση με μία Ευρωπαία και αυτή θα σε πληγώσει, θα σε παρατήσει», και τον έκαναν νιώθει άσχημα. Πολλές φορές ήταν αγενείς απέναντί μου, στη λαϊκή αγορά, που μου άρεσε πάρα πολύ να βγαίνω να ψωνίζω, με κλέβανε μέσα στα μούτρα, επειδή ήμουν… Φαινόμουν ότι δεν είμαι από κει. Δεν ήτανε απλό, αλλά εντάξει, δεν ήταν και κάτι που δεν ήθελα να… Δηλαδή που θα μας σταματούσε από το να χαίρομαι τη ζωή μου στο Μεξικό, απλά προσπάθησα να αλλάξω την προφορά μου, και τα κατάφερα, και μετά από κάποιο καιρό έμοιαζα να είμαι από κάποια χώρα της Λατινικής Αμερικής, την οποία δεν μπορούσανε να προσδιορίσουνε. Τις πιο πολλές φορές νόμιζαν ότι είμαι από τη Χιλή.[00:30:00] Πέρασα όμορφα, θα έλεγα, αυτό το χρόνο, είχα στο νου μου ότι γύρω μου υπάρχει πάρα πολλή βία, την οποία όμως εγώ δεν την έβλεπα ξεκάθαρα. Έβλεπα… Περνούσα για παράδειγμα, μπροστά από κάτι τύπου περίπτερα, όπως έχουμε και εδώ κάτι παρόμοιο, και έβλεπα κρεμασμένες εφημερίδες που δεν τις αγόραζα ποτέ, αλλά μπορεί να προχωρούσα στο δρόμο και να έβλεπα στις εφημερίδες κομμένα κεφάλια, για παράδειγμα, σε μία πλατεία πεταμένα. Έβλεπα στις ειδήσεις, θυμάμαι, το πρώτο πράγμα που αντιλήφθηκα, γιατί ήταν αρκετά μεγάλο, ήταν ο μαζικός τάφος νομίζω 170 ατόμων, τα οποία βρέθηκαν σφαγιασμένα και μέσα σε ένα χαντάκι, ας πούμε, και μάλιστα αυτό έγινε… Το βρήκανε επειδή υπήρξε κάποιος επιζώντας από κει και ειδοποίησε και βρέθηκε αυτό το πράγμα. Αυτό ήταν το πρώτο σοκ για μένα, γιατί λέω «Ωχ! Που έχω έρθει; Τι είναι αυτό;». Βέβαια στο μεταξύ, ο σύντροφός μου, ο Diego, μου εξηγούσε ποια ήταν η πολιτική κατάσταση του Μεξικού εκείνη την περίοδο και η αλήθεια είναι, ότι ήταν αρκετά ταραγμένη, δεν είχα πάει σε μια ήρεμη περίοδο. Από το 2006 και μετά είχε αρχίσει ο πόλεμος κατά των μαφιών, των ναρκωτικών από την Αμερική.

Α.Σ.:

Καρτέλ.

Ε.Δ.:

Των καρτέλ των ναρκωτικών, σε συνεργασία, υπήρχε μια συνεργασία τέλος πάντων, της μεξικανικής κυβέρνησης με τις αμερικανικές αρχές, πραγμα το οποίο είχε εξαπολύσει μία απίστευτη βία σε όλη τη χώρα, δηλαδή το πράγμα είχε ξεφύγει εντελώς. Στην ανομία επιδιδόταν τα καρτέλ, ο στρατός ο μεξικάνικος και ο αμερικάνικος. Τα θύματα ήταν ο οποιοσδήποτε, τα καρτέλ επειδή είχαν… Χάνανε ανθρώπους σε αυτό τον πόλεμο, σε αυτή την ιστορία, σε αυτό τον ανταγωνισμό που υπήρχε μεταξύ τους, είχαν αρχίσει να απαγάγουνε και ανθρώπους, τους οποίους τους βάζανε να δουλεύουν υποχρεωτικά για τις δικές τους δουλειές. Και μπορεί να απαγάγανε από ανθρώπους που τους χρειαζόντουσαν στη γη, μέχρι τεχνικούς τηλεπικοινωνιών. Δηλαδή την εποχή που ήμουν εκεί, είχαμε και μία τέτοια ιστορία, μαζική απαγωγή, δεν ξέρω γω πόσων τεχνικών τηλεπικοινωνιών, τους οποίους μάλλον τους χρησιμοποίησανε για να σηκώσουν κάποια κεραία για δικές τους τηλεπικοινωνίες μεταξύ των καρτέλ, και φυσικά δεν γύρισαν ποτέ στα σπίτια τους οι άνθρωποι. Είναι και αυτοί, είναι αγνοούμενοι, ας πούμε. Και ήταν περίεργο αυτό το πράγμα, δηλαδή από τη μία εγώ βίωνα μία πολύ ωραία κατάσταση στην πόλη του Μεξικού, με τις σπουδές μου, τον φίλο μου, τις παρέες που είχαμε τέλος πάντων, την κοινωνικοποίηση που είχαμε και από την άλλη έβλεπα ότι γύρω μου γίνεται χαμός. Αλλά δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω αυτό, ήτανε δύσκολο, δηλαδή ήτανε ακόμα, για μένα ήτανε στο επίπεδο ότι «Κάτι τρέχει, ειδήσεις και νέα, κάτι τρέχει, κάτι γίνεται, κάτι σκληρό συμβαίνει σε αυτόν τον τόπο». Αλλά δεν έχεις, δεν έχεις άμεση, δεν έχεις ξεκάθαρη συνείδηση του τι είναι αυτό. Ωστόσο, ο Diego με πρόσεχε πάρα πολύ, είναι η αλήθεια, δεν με άφηνε να πάω πουθενά μόνη μου. Ειδικά σε περιοχές που τις θεωρούσε αυτός πιο επικίνδυνες. Θυμάμαι, μία φορά ήθελα να αγοράσω κάποια υλικά για τη σχολή μου και έπρεπε να πάω σε μία γειτονιά αρκετά μακριά και επέμενε να πάμε μαζί. Και εγώ του έλεγα ότι «Δε θέλω να περιμένω ποια μέρα δε θα έχεις εσύ δουλειά για να πάμε, θα πάω μόνη μου. Αφού πάει το μετρό, θα βγω από το μετρό και θα πάω. Δεν είναι κάτι». Τέλος πάντων, επέμενε, επέμενε, πήγαμε μαζί, πήραμε τα υλικά που ήθελα, γυρίσαμε στο σπίτι και μετά τον ρώτησα: «Ορίστε», του λέω, «ορίστε. Τι ήταν; Βγήκαμε από το μετρό, περπατήσαμε δύο τετράγωνα, φτάσαμε, τα πήραμε. Γιατί να μην πήγαινα μόνη μου;». Και μου είπε, εκ των υστέρων, ότι σε εκείνη τη γειτονιά έχει πολλά αντικρουόμενα πυρά, ότι πέφτουν πυροβολισμοί συχνά. Και μου έκανε φοβερή εντύπωση, γιατί σκέφτηκα καταρχήν ότι αυτός ο άνθρωπος ήθελε να με συνοδεύσει και τι; Να σκοτωθούμε μαζί, ας πούμε. Δεν ήθελε να μου το πει για να μη με τρομάξει, γιατί δεν είχαμε βρει και εναλλακτικό μέρος για να πάρω εγώ αυτό που χρειαζόμουν, αν και το είχε ψάξει, από πού αλλού θα μπορούσαμε να πάμε να το πάρουμε. Και απλά ήθελε να είναι μαζί μου άμα συμβεί κάτι. Ήταν φοβερό αυτό το πράγμα, γιατί είχα έναν άνθρωπο που με φύλαγε μέρα νύχτα, προσπαθώντας να μη με τρομάξει. Κάποια στιγμή, μάλιστα, είχαμε πάει για διακοπές του Πάσχα στην Veracruz, σε ένα πολύ μεγάλο, σε μία πολύ μεγάλη λίμνη εκεί πέρα, που λέγεται Catemaco. Μείναμε κάνα δυο μέρες στη λίμνη, που ήταν πολύ ωραία, αλλά όλος ο κόσμος είχε κατέβει στην παραλία, για να γιορτάσει το Πάσχα και πήγαμε και εμείς. Κατεβήκαμε λοιπόν στην παραλία για να δούμε τις γιορτές. Όλοι οι Μεξικάνοι είχαν κάνει camping, ελεύθερο camping, στην παραλία. Οικογένειες, παιδιά, είχανε σκηνές, τραπεζάκια, τα φαγητά τους, ήταν, έτσι, μία πολύ ωραία κατάσταση, πολύ έτσι οικογενειακή και όμορφη και αυθόρμητη. Μου είχε αρέσει εμένα πάρα πολύ όλο αυτό το κλίμα εκεί. Aλλά κάποια στιγμή που κάναμε μία βόλτα λίγο πιο πέρα από το μέρος που ήτανε όλοι στην παραλία, περπατήσαμε πιο μακριά, είδαμε μία τρύπα στην άμμο, μεγάλη τρύπα με βάθος και με πλάτος. Πήγαμε απάνω και ρίξαμε μια ματιά από περιέργεια και μετά συνεχίσαμε να περπατάμε. Λίγα μέτρα πιο κάτω συναντήσαμε μια ομάδα αντρών με μεγάλα μαχαίρια στα χέρια, αυτά τα machete, που έχουν αυτοί εκεί πέρα, είναι τα μαχαίρια για να κόβουν τα φυτά στη ζούγκλα, οι οποίοι μας κοίταζαν πάρα πολύ άσχημα. Ο Diego πανικοβλήθηκε, εγώ δεν κατάλαβα, με τραβούσε από το χέρι και μου έλεγε: «Έλα να πάμε να φύγουμε». Και εγώ κοιτούσα κάπου αλλού και δεν καταλάβαινα τι θέλει και, όταν γύρισα το κεφάλι μου, είχαμε πέσει πάνω σε αυτούς, ήταν μπροστά μας αυτοί οι άνθρωποι. Εγώ τους είπα ευγενικά «Καλησπέρα σας» και τους χαμογέλασα και φύγαμε και εκείνος ήταν πανικόβλητος. Όταν γυρίσαμε πίσω στη σκηνή μας, μου είπε ότι πανικοβλήθηκε, γιατί μάλλον δεν θα έπρεπε να έχουμε κοιτάξει μες στην τρύπα και ότι εδώ πέρα, αν και δεν είχαμε δει και τίποτα εμείς, απλά πήγαμε λίγο κοντά στην τρύπα. Προφανώς φαινόταν ότι αυτοί οι άνθρωποι φυλάνε αυτή την τρύπα εκεί πέρα, και εμφανίστηκαν αμέσως με το που πήγαμε εμείς κοντά. Και την επόμενη μέρα, μου είπε ότι θέλει να φύγουμε από την παραλία, γιατί εγώ ήμουν πιο ψηλή από τις γυναίκες Μεξικάνες. Αυτή την παραλία δεν είχε καθόλου τουρισμό, δεν ήταν από τα μέρη που πηγαίνουν οι Ευρωπαίοι τουρίστες, σε αντίθεση με άλλες παραλίες, τέλος πάντων, του Μεξικού, που θα μπορούσε εκείνη την εποχή να έχει πολλούς Ευρωπαίους τουρίστες. Στο συγκεκριμένο που πήγαμε, ήταν μόνο ντόπιοι άνθρωποι που γιόρταζαν, οπότε μου είπε ότι «Δε μοιάζεις καθόλου με τις άλλες γυναίκες, φαίνεσαι από μακριά μες στην παραλία, ξεχωρίζεις ότι είσαι ξένη και μπορεί να σε απαγάγουνε». Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα αυτό το πράγμα. Του λέω «Να με απαγάγουν εμένα να με κάνουν τι, ας πούμε; Από ποιον να ζητήσουν λύτρα; Δεν ξέρουν ποιοι είναι οι γονείς μου, ποιος θα τους πληρώσει;». Και μου λέει: «Δεν το κάνουνε για λύτρα. Θα το κάνουνε», μου λέει, «απλά επειδή είσαι διαφορετική. Ούτε καν πιο ωραία από τις άλλες δεν είσαι, απλά είσαι διαφορετική και κάποιον, επειδή έχουν τη δύναμη και μπορούν, κάποιος μπορεί να θέλει να το κάνει. Να πάρει μία διαφορετική γυναίκα επειδή μπορεί να το κάνει. Και αυτός θα μπορέσει και εγώ δεν θα μπορέσω να σε σώσω», μου είπε. «Δηλαδή αν συμβεί αυτό, ό,τι και να κάνω, εγώ δεν θα τα καταφέρω». Οπότε εντάξει, τον άκουσα, το κατάλαβα και σηκωθήκαμε και φύγαμε από την παραλία.

Α.Σ.:

Φοβερό.

Ε.Δ.:

Ήτανε… Αυτή δηλαδή ήταν η πρώτη μου εμπειρία, επαφή τέλος πάντων με αυτή την πραγματικότητα. Μέσα από την ανησυχία του φίλου μου για μένα. Εγώ βέβαια για τον εαυτό μου, μέχρι εκείνη τη στιγμή, και μετά θα έλεγα, δεν είχα ανησυχήσει ποτέ. Προσπαθούσα, βέβαια, στο δρόμο και στην πόλη του Μεξικού και τα λοιπά, να μην τραβάω και πολύ την προσοχή σαν γυναίκα, γιατί δεν το ήθελα αυτό το πράγμα. Δηλαδή ντυνόμουν με φόρμες, πράγμα το οποίο φαίνεται πολύ άσχημο για τις γυναίκες στο Μεξικό, γιατί είναι πιο κοκέτες. Να πω ότι εγώ ήμουν ένα πράγμα σαν αγοροκόριτσο, με φόρμες και αθλητικά παπούτσια και τα λοιπά και τα λοιπά και δε μου έδινε και πολλή προσοχή ο κόσμος και μου άρεσε αυτό το πράγμα, να κυκλοφορώ, χωρίς να με πολυπροσέχουνε και ένιωθα ότι δεν κινδυνεύω από κάτι. Βέβαια, συνήθως δεν έβγαινα ποτέ μόνη μου το βράδυ έξω, μετά τις 10:00 το βράδυ, δηλαδή, δεν έβγαινα, αν δεν ερχόταν εκείνος να με πάρει με το αυτοκίνητο από το σπίτι. Στο Πανεπιστήμιο έμπαινε το… Όταν σχολάγαμε, 22:00 η ώρα ήταν το… που έκλεινε το Πανεπιστήμιο, τελείωνε το τελευταίο μας μάθημα, έμπαινε μέσα ένα λεωφορείο, αστικό της γραμμής, αλλά έμπαινε μέσα στο Πανεπιστήμιο, μας έβαζε όλους μέσα, και μόνο μας κατέβαζε στις στάσεις, χωρίς να ανεβάζει πουθενά κανέναν. Και αυτό ήταν ένα μέτρο πρόληψης για ληστείες που μπορούσαν να γίνουν εκείνη την ώρα μέσα στο λεωφορείο. Εγώ, παρ' όλα αυτά, δεν τα… Δηλαδή το ήξερα, το είχα καταλάβει, μου το είπανε κάποια στιγμή, ότι για να μη γίνει καμιά ληστεία μες στο λεωφορείο. Για αυτό δεν ανεβάζουνε κανέναν και μας κατεβάζουν μόνο, και είναι μόνο για μας αυτό, για την ασφάλειά μας, ας πούμε, των φοιτητών, γιατί έχουν συμβεί πολλά, δεν τρόμαζα. Και αποφάσισα κιόλας να κάνω και ταξίδια σε άλλες περιοχές του Μεξικού. Κάποια τα κάναμε μαζί με τον Diego και κάποια τα έκανα και μόνη μου. Ήθελα να δω, δηλαδή, και τη φύση, τη ζούγκλα, την έρημο. Είδα πρώτη φορά μαϊμούδες, μάλιστα δεν τις είδα, τις άκουσα τη νύχτα να ουρλιάζουνε στα δέντρα. Ήτανε για μένα, ήταν εντελώς μαγική εμπειρία, όλο το περιβάλλον ήτανε τόσο διαφορετικό, που κάποια στιγμή κατάλαβα ότι η ιδέα που έχουμε για τον παράδεισο, εμείς εδώ στην Ευρώπη, μάλλον προέρχεται από εκεί. Αυτό σκεφτόμουν, μάλλον «Αυτοί», λέω, «εδώ πέρα που ήρθανε, οι conquistadores τέλος πάντων, οι πρώτοι»…

Α.Σ.:

Αποικιοκράτες;

Ε.Δ.:

Όχι ακριβώς τώρα. Πώς το λένε; Οι πρώτοι κατακτητές, κατακτητές ήτανε λοιπόν, της γης αυτής. Διάβασα, τέλος πάντων, για κάποια βιβλία σχετικά, αυτό που είδαν, ήταν αυτό που ονειρεύονταν ως παράδεισο. Οι άσπρες παραλίες από κοράλλια τριμμένα, η υπέροχη βλάστηση, οι όμορφοι άνθρωποι και πραγματικά δηλαδή το είδα και εγώ αυτό το πράγμα μπροστά μου και ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι το παιδικό μου όνειρο να δω άλλες πλευρές του κόσμου είχε εκπληρωθεί. Λέω: «Ορίστε. Τα είδα και τα βλέπω και τα ζω και είναι υπέροχα». Ήτανε πολύ έντονα τα βιώματα όλα αυτά. Βασικά είναι πολύ διαφορετικά και τα ερεθίσματα, ό,τι έχει να κάνει, ό,τι μπαίνει στο οπτικό σου πεδίο εκεί πέρα, είναι εντελώς διαφορετικό από ό,τι υπάρχει εδώ, στην στην Ελλάδα για παράδειγμα, ως τοπίο και ως περιβάλλον και τα λοιπά. Επίσης ένα άλλο πράγμα που συνειδητοποίησα εκεί πέρα, και το ένιωσα, κατά κάποιο τρόπο, μέσα μου, ήταν αυτό που λέμε «Γηραιά Ήπειρος». Κατάλαβα γιατί[00:40:00] είμαστε η Γηραιά Ήπειρος. Κατάλαβα, το ένιωσα ότι είμαστε γερασμένοι, ότι είμαστε παλιοί και κουρασμένοι. Αυτό άρχισα να νιώθω εκεί πέρα, βλέποντας τον κόσμο, το πώς ζούσανε οι άνθρωποι. Εγώ έκανα παρέα με ανθρώπους της μέσης τάξης, μέσης μεξικάνικης τάξης, και κάνα δυο φίλοι του, οι οποίοι ανήκαν στην ανώτερη. Όχι ανώτατη, αλλά ανώτερη, μεσοανώτερη. Δε γνώρισα πραγματικά φτωχούς ανθρώπους, που είναι η πλειοψηφία τους, να λέμε την αλήθεια, αλλά ωστόσο η μέση τάξη, για παράδειγμα, στο Μεξικό, μπορεί να έχει κρεμασμένες κουρελούδες για να διαχωρίσει το ένα δωμάτιο από το άλλο και όχι πόρτες εσωτερικές μέσα στο σπίτι. Ή να λείπουν μερικά τζάμια και να έχει χαρτόνια στο παράθυρο. Ωστόσο αυτοί οι άνθρωποι βγάζουνε το βράδυ τα ηχεία έξω στη γειτονιά, παίρνουν τα ποτά τους και κάνουν πάρτι. Και δεν χρειάζονται ούτε σαλόνια, ούτε τις αυλές τους τις ιδιωτικές, ούτε τίποτα. Μαζεύονται όλοι οι γείτονες στο δρόμο και χορεύουνε, κι άμα περάσεις και εσύ από εκεί, σταματάνε και σου λένε: «'Ελα και εσύ να πιεις κάτι και έλα να χορέψουμε, γιατί έχουμε τα γενέθλιά μας, έχουμε τούτο, έχουμε εκείνο». Αυτό για μένα ήτανε επίσης ένα μάθημα ζωής, με το πόσο λιγότερα πράγματα χρειαζόμαστε, πόσο λιγότερα πράγματα είχανε και πόσο πιο χαρούμενοι τελικά ήταν οι άνθρωποι. Όχι ότι είναι ευτυχισμένοι, ότι έχουνε λύσει προβλήματα, γιατί υπάρχουν και βιοτικά προβλήματα σοβαρότατα. Απλά κάποιοι από αυτούς, δεν τους ένοιαζε να γίνουν κάτι άλλο. Υπάρχει μία μερίδα στο Μεξικό και νομίζω είναι και αυτή που έχει να κάνει… Της ανώτερης τάξης, τέλος πάντων, και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που, πιστεύω εγώ τουλάχιστον, που ασχολούνται με τα ναρκωτικά, οι οποίοι προσδοκούν και προσβλέπουν σε ένα άλλο επίπεδο ζωής, το οποίο έχει να κάνει πιο πολύ… Το παράδειγμα για αυτούς είναι η Αμερική, δηλαδή θέλουν αυτά τα πράγματα. Υπάρχουν όμως και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων, τους οποίους δεν τους ενδιαφέρει καθόλου αυτό. Είναι περήφανοι που είναι Μεξικάνοι, τους αρέσει ο τρόπος ζωής τους και χαίρονται τη ζωή τους με τα λίγα. Δεν ξέρω τώρα πώς να το εξηγήσω, αλλά πραγματικά εγώ ένιωσα αυτό το βάρος της Γηραιάς Ηπείρου πάνω μου, την μακρά ιστορία, τις πολλές απαιτήσεις, το άγχος που βγαίνει μέσα από τις πολλές προσδοκίες που έχουμε, το ανικανοποίητο που έχουμε διαρκώς, την γκρίνια. Αυτά τα πράγματα εκεί πέρα δεν… Δηλαδή μου είχε κάνει επίσης εντύπωση, πώς αντιμετωπίζουνε αυτούς που θα λέγαμε εδώ πέρα ζητιάνους στο δρόμο. Υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι πουλούσαν τσίχλες για ένα cents και ήτανε σκληρά εργαζόμενοι. Εάν κάποιος τους προσέβαλε αυτούς τους ανθρώπους, υπήρχαν άλλοι που εκείνη τη στιγμή θα τους υπερασπίζονταν αυτόματα. Δηλαδή μπαίναν στο μετρό μικροπωλητές, τους οποίους κανένας, δεν τους έλεγες ζητιάνους, κανένας δεν ερχόταν να πει: «Δώστε μου κάτι, γιατί δεν έχω». Όλοι ερχόντουσαν και λέγανε: «Σήμερα σας προσφέρω αυτό». Και το αυτό ήτανε μία τσίχλα. Μπορούσε κανείς να αγοράσει μία τσίχλα ή ένα τσιγάρο, και αυτό ήτανε ένα επάγγελμα. Κάποιος δουλεύει με αυτό το πράγμα και βγάζει το μεροκάματο για την οικογένειά του και ένα μεγάλο ποσοστό της κοινωνίας τον σέβεται και τον εκτιμά και εκτιμάει και τον ίδιον και την υπηρεσία που προσφέρει. 

Α.Σ.:

Εσύ παραβρέθηκες σε καμία παραδοσιακή γιορτή του Μεξικού;

Ε.Δ.:

Εγώ έμεινα έναν χρόνο ολόκληρο εκεί πέρα, ημερολογιακό χρόνο, οπότε έζησα και τις γιορτές τους. Η πιο σημαντική τους γιορτή είναι η Μέρα των Νεκρών, θα έλεγα. Το γιορτάζουν πιο πολύ από τα Χριστούγεννα και από το Πάσχα. Είναι μια πάρα πολύ εντυπωσιακή γιορτή.

Α.Σ.:

Πήγες, ε;

Ε.Δ.:

Πήγα, ναι, ναι. Καταρχήν η γιορτή είναι παντού. Δεν γίνεται να μην την… Να μη σε συναντήσει εκείνη. Το ενδιαφέρον σε αυτό το πράγμα είναι… Το πρώτο που με εντυπωσίασε, ότι στηνανε αγαλματα από χαρτοπολτό, είτε μικρούτσικα είτε μεγάλα, είτε θα δημιουργούσαν μικρές μακέτες ή ολόκληρες σκηνές από μεγάλες κατασκευές από χαρτοπολτό, που απεικονίζουνε σκηνές καθημερινότητας, αλλά οι άνθρωποι είναι σκελετοί. Calaveras, που λένε. Eίχε, για παράδειγμα τώρα, θυμάμαι, μια μακέτα που είναι η τάξη με τους μαθητές και τη δασκάλα και είναι όλοι σκελετοί. Δηλαδή είχαμε… Ήταν εντυπωσιακό για μένα αυτό το πράγμα, το πώς απεικονίζαν την καθημερινότητά τους αλλά, πλέον, ως νεκροί. Δηλαδή κάπως σα να προσπαθούνε να θυμηθούνε και να πουν ότι «Κοίταξε, όλοι εμείς εδώ, που κάνουμε όλα αυτά τα πράγματα που κάνουμε σήμερα, μία μέρα θα 'μαστε νεκροί, αλλά σήμερα θα γιορτάσουμε και για μας που είμαστε εδώ αλλά και για τους άλλους που είναι νεκροί. Παραδοσιακά η γιορτή γίνεται στο νεκροταφείο, όπου πηγαίνουν, καθαρίζουν τα μνήματα, σε μία περιοχή ακόμα το κάνουν αυτό, βγάζουνε και τα κόκαλα και τα πλένουνε. Στις πόλεις πλέον όχι, αυτό είναι σε μία επαρχία πιο απομονωμένη, το κάνουν ακόμη σαν έθιμο. Βγάζουν λοιπόν, πηγαίνουν στα νεκροταφεία οι άνθρωποι, τα γεμίζουνε με κάτι κίτρινα λουλούδια, τα οποία μυρίζουνε υπέροχα. Μυρίζει όλη η πόλη εκείνη τη μέρα καταπληκτικά και κάνουνε προσφορές από φρούτα, προσφορές από φρούτα και λουλούδια. Είχαν και στις πλατείες, είχαν ολόκληρες πυραμίδες τεράστιες από φρούτα και λουλούδια, που ήταν αφιερωμένα στις ψυχές. Αλλά και στα νεκροταφεία πηγαίνουνε τα φρούτα τους και τα λουλούδια τους. Και το βράδυ στο σπίτι αυτό που κάνουν εκείνες τις μέρες είναι ότι φτιάχνουνε ένα μικρό... altar ονομάζεται αυτό, δηλαδή ένα σαν εικονοστάσι, θα λέγαμε, αλλά εκεί δεν βάζουνε εικόνες Αγίων, βάζουν τις εικόνες, τις φωτογραφίες των ανθρώπων που έχουνε φύγει. Και ξενυχτάνε όλο το βράδυ οι συγγενείς, βάζουν δίπλα το φαγητό που του άρεσε και το ζεσταίνουν κιόλας. Όλο το βράδυ το φαγητό έμπαινε και έβγαινε στο φούρνο μικροκυμάτων για να είναι ζεστό. Όλη τη νύχτα. Για μένα ήταν σοκαριστικό να το βλέπω αυτό το πράγμα, δηλαδή το φαγητό να αχνίζει δίπλα στην εικόνα και έπρεπε όλο το βράδυ να έχουμε το νου μας να μην κρυώσει το φαγητό. Και παράλληλα τραγουδούσαμε κάποια τραγούδια παραδοσιακά δικά τους. Άλλα ήτανε από την παράδοση των ιθαγενών και κάποια άλλα είχανε να κάνουν πιο πολύ με τη χριστιανική παράδοση, πραγμα το οποίο, αυτή η μίξη είναι παντού, και έπρεπε να ξενυχτήσουμε όλοι μαζί και να… Η ιδέα είναι ότι οι ψυχές εκείνο το βράδυ είναι τριγύρω μας και εμείς πρέπει να είμαστε εδώ να κάνουμε παρέα. Κανείς δεν κλαίει, κανείς δε στεναχωριέται, αλλά κανείς δε διασκεδάζει κιόλας. Εντάξει, τώρα τη στεναχώρια του ο καθένας ίσως την είχε στην ψυχή του, δεν ξέρω, δεν ξέρω πώς ήταν δηλαδή, εγώ τους είδα τους άλλους ανθρώπους, στο σπίτι που ήμασταν, με ειρήνη και σεβασμό. Δηλαδή ήταν ένα πράγμα έτσι… Παρόλο που στην πόλη έξω, που κάνουν και μία τεράστια παρέλαση με τεράστιες φιγούρες και ο κόσμος βάφεται στο πρόσωπο και έχει τους παραδοσιακούς χορούς τους των Αζτέκων για παράδειγμα, στις πλατείες και τα λοιπά και τα λοιπά, δεν είναι πανηγύρι. Ήτανε ξεκάθαρη η διαφορά, δηλαδή είναι μία τελετή αυτό το πράγμα. Και είναι μία τελετή και ομαδική και προσωπική. Και μεγάλη, έξω στην πόλη αλλά και προσωπική. Δεν είναι καρναβάλι. Δεν πάς να τα δεις αυτα σαν κάτι τέτοιο. 

Α.Σ.:

Εσύ το έζησες με την οικογένεια του Diego; 

Ε.Δ.:

Εγώ το έζησα με την οικογένειά του και κάποιους φίλους, ναι. Ήμασταν στο σπίτι και φτιάξαμε και εμείς το altar, ζεστάναμε το φαγητό μας, είπαμε τα τραγούδια μας όλο το βράδυ και περάσαμε το βράδυ. Τις προηγούμενες μέρες κάναμε και κάποιες βόλτες, πήγαμε να δούμε, τέλος πάντων, τις παρελάσεις, πήγαμε στις πλατείες, σε κάποιες πλατείες να δούμε τους χορούς τους, τους παραδοσιακούς χορούς αυτούς, τους μεξικάνικους, που ακόμα συμβολίζουν… Δηλαδή είναι οι χοροί που είχαν πριν την κατάκτηση της Αμερικής, που είναι συμβολικοί χοροί. Ο ίδιος χόρευε κιόλας αυτούς τους χορούς και ήταν έτσι… Ήτανε μια πολύ ωραία εμπειρία, γιατί ο θάνατος είναι ένα μεγάλο θέμα, που στην Ευρώπη το διαχειριζόμαστε με άλλο τρόπο, εκείνοι προσπαθούν να το εντάξουνε στην καθημερινότητά τους και νομίζω είναι και ένα κομμάτι του «Πρέπει να είμαστε χαρούμενοι τώρα γιατί… Δεν…». Έβλεπα δηλαδή κατά κάποιο τρόπο, να 'μαστε χαρούμενοι τώρα γιατί κάποια μέρα δεν θα 'μαστε εδώ και εκεί που θα 'μαστε δε θα χάσουμε… Δηλαδή εμείς δε θέλουμε να χάσουμε και τη μνήμη και την αγάπη, που έχουμε προς τους ανθρώπους που έχουμε χάσει αλλά πρέπει να χαρούμε τη ζωή μας και να μη βγάλουμε το θάνατο εντελώς έξω από αυτή, σαν ιδέα, σα συνείδηση. Είναι έτσι κάτι αρκετά δικό τους πράγμα στην κουλτούρα, πράγμα το οποίο, βέβαια, δεν το βλέπεις κάθε μέρα, γιατί ο κάθε θάνατος τη στιγμή που συμβαίνει, πονάει πάρα πολύ, και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί πραγματικά ούτε εκείνους να τους παρηγορήσει, είναι η αλήθεια. Και η βία που υπήρχε στο Μεξικό, και εντάξει τώρα πλέον υπάρχει σε μικρότερο βαθμό, θέλω να πιστεύω τουλάχιστον, είχε διαλύσει τον κοινωνικό ιστό ο οποίος ήταν… Υπήρχε πάρα πολύ πόνος τριγύρω, μέσα από αυτό το πράγμα. Αλλά παραδοσιακά εκείνοι προσπαθούν να έχουν τη συνείδησή του θανάτου στη ζωή και εγώ πιστεύω ότι πιο πολύ το κάνουνε για τη ζωή και όχι για το θάνατο, αυτό. Δηλαδή την ώρα του θανάτου, τίποτα δεν μπορεί να σε παρηγορήσει ουσιαστικά, αλλά για να έχουνε μία καλύτερη συνείδηση του «εδώ και τώρα». Πράγμα, το οποίο εγώ το αισθανόμουν ότι το είχανε. Ότι ήταν πολύ πιο εστιασμένοι στο «εδώ και τώρα» σε σχέση με εμάς που ανησυχούμε συνέχεια για το μέλλον. Είχα την αίσθηση κάποια στιγμή ότι η ζωή στο Μεξικό φυτρώνει σαν άγριο χορτάρι. Ότι είχε δύναμη, έβγαινε από παντού, παρ' όλη τη βία, το θάνατο, τη φτώχεια. Υπήρχε δύναμη στη ζωή την καθημερινή, δε μου φαινότανε αδιάφορη. Δηλαδή μου φαινότανε ότι οι άνθρωποι επικοινωνούν καλύτερα μεταξύ τους, μιλάνε περισσότερο, γελάνε περισσότερο, φροντίζουν τις οικογενειακές τους σχέσεις, παλεύουν πάρα πολύ για τη δουλειά τους, αλλά δεν γκρινιάζουνε τόσο πολύ, ας πούμε, όσο εμείς ή δεν εστιάζουν στα μεγάλα επιτεύγματα, αλλά στο λίγο-λίγο, μέρα-μέρα. Νομίζω, ξέρουν να χαίρονται τη ζωή καλύτερα. 

Α.Σ.:

Και μετά από ένα χρόνο, λοιπόν, στο Μεξικό, πού πήγες;

Ε.Δ.:

Μετά, τελειώνοντας εγώ εκεί την περίοδο αυτή στο πανεπιστήμιο, έπρεπε να γυρίσω στη Βαρκελώνη για να τελειώσω, να πάρω το πτυχίο μου, είχα ένα χρόνο ακόμη. Με τον Diego μείναμε ζευγάρι και αρραβωνιαστήκαμε. Η ιδέα ήταν ότι μόλις τελείωνε ο χρόνος αυτός και έπαιρνα το πτυχίο από την Ισπανία, εγώ θα γυρνούσα στο Μεξικό να παντρευτούμε. Ήρθε και εκείνος για ένα μήνα στη Βαρκελώνη και έμεινε μαζί μου, για να με δει. Έφυγε τέλη Μαΐου και γύρισε στο Μεξικό. Αρχές Ιουνίου, ήταν το 2012. Αρχές Ιουνίου του 2012 έγιναν οι εκλογές στο Μεξικό και επικοινωνούσαμε εννοείται, κανονικότατα. Εκείνος ασχολούταν με ένα μικρό κόμμα [00:50:00]της Αριστεράς, το υποστήριζε τέλος πάντων. Ήταν, έτσι, μέλος του κόμματος και τα λοιπά, ήτανε πολύ στεναχωρημένος και πολύ αγχωμένος, γιατί το κόμμα που είχε βγει ήταν ένα κόμμα της δεξιάς και θεωρούσε ότι… ένα μέρος της Αριστεράς, τέλος πάντων, ότι ίσως υπήρχε νοθεία στις εκλογές και τα λοιπά. Υπήρχε μία τέτοια αντιπαράθεση εκείνη τη στιγμή, πράγμα το οποίο όμως δεν κατέληξε κάπου και στην πραγματικότητα. Απλά υπήρχε μια αναστάτωση μετά τις εκλογές. Και είχα επικοινωνία μαζί του μέχρι τις 21 Ιουλίου, όπου… Πήγε… O Diego ήταν ψυχολόγος και τον καλέσανε σε μια επαρχία του Μεξικού, στο Michoacán, σε ένα μικρό χωριό, στα πλαίσια ενός φεστιβάλ, που διοργάνωναν σε εκείνο το χωριό. Τον κάλεσαν, λοιπόν, να πάει να κάνει ένα σεμινάριο για τα παιδιά του σχολείου, τα παιδιά των σχολείων, τέλος πάντων, εκεί πέρα της περιοχής. Παράλληλα με το επάγγελμα του, που το ασκούσε ως ψυχολόγος, είχε ασχοληθεί και με τα παιδαγωγικά και στην περίπτωση εκείνη τότε πήγε σαν παιδαγωγός εκεί πέρα, να τους κάνει κάποια πειράματα για να καταλάβουνε τη Φυσική μέσα από πειράματα. Και αυτό τώρα έγινε στα πλαίσια του φεστιβάλ, μάζεψανε όλα τα παιδιά στην πλατεία το Σαββατοκύριακο και οργάνωσανε δύο μέρες με αυτές τις δραστηριότητες για τα παιδιά. Εκεί πήγε μαζί με μία κοπέλα, που ήταν συνεργάτης του και αυτή στη δουλειά, αυτή και τον ξάδερφό του, τον οποίο τον πήραν μαζί για βοηθό, να τους βοηθάει λίγο στο στήσιμο, να κουβαλάει κάποια πράγματα και στο στήσιμο των πειραμάτων και τα λοιπά, γιατί χρειαζόντουσαν και ένα τρίτο άτομο και από το σχολείο αυτή την… Από αυτό το ιδιωτικό σχολείο, τέλος πάντων, που τους στείλανε εκεί πέρα, δεν είχανε να τους στείλουν κάποιον άλλον εκείνη τη στιγμή. Οπότε πήγε ο ξάδερφος του. Δυστυχώς δεν γύρισαν ποτέ από κει. Αυτό άλλαξε τη ζωή όλων μας. Ποτέ δε μάθαμε συγκεκριμένα ακριβώς τι συνέβη. Επίσημα είναι εξαφανισμένοι και οι τρεις. Αυτό αναγνωρίζεται, ως αυτό που λένε «desaparición forzada», δηλαδή καταναγκαστική εξαφάνιση. Δηλαδή αναγνωρίζεται ότι έχει εξαφανιστεί ο άλλος όχι οικειοθελώς αλλά με βία. Αυτό, λοιπόν, είναι μία ξεχωριστή κατηγορία εξαφάνισης στο Μεξικό. Αυτό συνέβαινε σε πιο μαζική κλίμακα από το 2006 και μετά, από την έναρξη του πολέμου κατά των ναρκωτικών και καλά, που κήρυξε το Μεξικό μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό συνέβαινε όλη την περίοδο κατά την οποία ήμουν εγώ εκεί. Αυτά ήταν αυτά που έβλεπα σε εφημερίδες και δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω. Και ξαφνικά έγινε και η δική μου πραγματικότητα. Ο άνθρωπος με τον οποίον εγώ σχεδίαζα να παντρευτώ, πήγε στη δουλειά του και δε γύρισε ποτέ και δε μάθαμε και για ποιο λόγο ουσιαστικά ποτέ.

Α.Σ.:

Εσύ πώς το έμαθες;

Ε.Δ.:

Εμένα με κάλεσαν οι γονείς του, μου στείλανε ένα μήνυμα για να μου πούνε ότι δεν έχει γυρίσει ακόμα και μήπως ξέρω κάτι. Εννοείται φυσικά ότι έψαχνε και η σύζυγος του ξαδέρφου του, η οποία ήτανε και έγκυος 8 μηνών εκείνη την περίοδο, και οι γονείς της άλλης κοπέλας. Εγώ τους είπα ότι είχε ένα φίλο σε μία διπλανή πόλη και το πιο πιθανό είναι, επειδή μου έλεγε ότι θα του άρεσε να κάνει και μία επίσκεψη στο φίλο του, ότι θα έχει πάει στο φίλο του. Ότι ίσως να μην ήθελε να γυρίσει κατευθείαν στην πόλη και να έχουν πάει να επισκεφτούν το φίλο. Δηλαδή εγώ δεν ήθελα να πιστέψω κάτι για πέντε μέρες, ας πούμε. Ότι έχει συμβεί κάτι κακό. Για μία ολόκληρη εβδομάδα, εγώ είχα στο νου μου ότι κάπου έχει πάει και θα 'ρθει. Και οι γονείς του αυτό θέλανε και αυτοί να πιστεύουν, ότι κάπου είναι, ας πούμε. Πήγανε στο ξενοδοχείο που έμενε, δεν πήρανε σαφείς απαντήσεις, πήραν κάποιες πληροφορίες. Την πρώτη εβδομάδα τουλάχιστον, ήμασταν εντελώς στο σκοτάδι, θεωρώντας ότι είναι κάπου εκεί τριγύρω. Μετά από μία εβδομάδα, εγώ μάλλον θέλησα να συνειδητοποιήσω ότι κάτι του έχει συμβεί. Οι γονείς του το είχανε πιο ξεκάθαρο, πριν από μένα, ότι τον έχουν απαγάγει. Αυτή ήταν η ιδέα μας στην αρχή, ότι πρόκειται για μία απαγωγή και περιμέναμε να επικοινωνήσει κάποιος μαζί μας για να ζητήσει λύτρα ή κάτι τέτοιο. Ωστόσο οι πρώτες πληροφορίες που είχαμε, επειδή αυτό το πράγμα έγινε μέσα στο ξενοδοχείο τη νύχτα, από κει τους πήρανε, το βράδυ, πριν φύγουν το πρωί δηλαδή για να γυρίσουν πίσω, το τελευταίο τους βράδυ, μπήκαν κάποιοι ένοπλοι μέσα στο ξενοδοχείο και τους βγάλαν έξω με τη βία και τους βγάλαν τραυματισμένους από σφαίρες. Μέσα στο ξενοδοχείο υπήρχαν σφαίρες, τρύπες στον τοίχο από σφαίρες. Για μένα αυτό ήταν αδιανόητο εντελώς, δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος μπορεί να ήθελε με σφαίρες, ας πούμε, να τους βγάλει από το ξενοδοχείο. Μας είπανε άπειρες ιστορίες από τότε. Και αυτοί από το ξενοδοχείο, ιστορίες τρελές, ότι κάποιος ήθελε την κοπέλα που ήταν μαζί τους. Σε κάποιον άρεσε η κοπέλα που ήταν μαζί τους και χόρευαν σε ένα μπαρ και επειδή χόρεψαν, χόρεψε με κάποιον, μετά ο Diego την πήρε και τη γύρισε στο ξενοδοχείο και κάποιος ήθελε να πάει να την πάρει, γιατί του άρεσε. Το ανάποδο, ότι οι δύο άντρες οι δικοί μας ενόχλησαν την κοπέλα κάποιου που ήταν εκεί στο μπαρ και για αυτό πήγαν να τους εκδικηθούν. Ιστορίες οι οποίες εμένα πλέον μου φαινόντουσαν ιστορίες για αγρίους, επειδή τον ηξερα πάρα πολύ καλά, και επειδή είχε πάρει ήδη εμένα μία φορά από μία παραλία να φύγουμε, πριν με κοιτάξει καν κάποιος, ήμουν απολύτως σίγουρη ότι δε θα πείραζε την κοπέλα κάποιου άλλου ή δε θα δημιουργούσε ένα καυγά, εάν κάποιος κοιτούσε την κοπέλα που συνόδευε εκεί. Ήτανε πάρα πολύ σκληρό αυτό το πράγμα, γιατί για μένα ήταν εξοργιστικές οι πληροφορίες που φτάνανε και απλά περίμενα τη μέρα που θα ζητήσουνε τα λύτρα και να δούμε τι θα γίνει και πότε θα τα πάρουμε... και πότε θα τους πάρουμε πίσω. Ωστόσο κάπως, εγώ άρχισα να επικοινωνώ με πάρα πολλούς ανθρώπους μέσω των μέσων μαζικής δικτύωσης. Άρχισα να ψάχνω τους ντόπιους, τον Δήμαρχο, ανθρώπους που… Το τι είχα δημοσιεύσει δε λέγεται, μέχρι και άρθρα σε εφημερίδες. Και άρχισαν μέσα στους επόμενους μήνες να επικοινωνούνε και άνθρωποι μαζί μου οι οποίοι μου λέγανε… Αρκετές φορές, δηλαδή, έφτανε η πληροφορία σε μένα ότι τους σκοτώσανε το ίδιο βράδυ, πράγμα το οποίο εγώ δεν ήθελα να το ακούσω σε καμία περίπτωση, δεν ήθελα να το πιστέψω. Κάπως το αποδέχτηκα και το πίστεψα μόνη μου, χωρίς να υπάρχει κανένα αποδεικτικό στην ουσία, περίπου δυόμισι χρόνια μετά. Το πρώτο εξάμηνο εγώ ακόμα περίμενα τα λύτρα. Λύτρα, τα οποία τελικά τα δώσαμε κιόλας, γιατί βρέθηκε ένας άνθρωπος ο οποίος μας εξαπάτησε, και πήρε ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό, χωρίς να μας δώσει ουσιαστικά ποτέ αποδείξεις ζωής και τα λοιπά. Βασίστηκε μόνο στην ελπίδα και στην προσμονή μας, περίπου έξι μήνες μετά, και απέσπασε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Και δεν είναι μόνο αυτό, αυτό ήταν το λιγότερο δηλαδή. Είναι το ότι έπαιξε πάρα πολύ άσχημα με τα συναισθήματά μας, μας διέλυσε. Με το να μας μεταφέρει τόσο καιρό πληροφορίες ότι τους είδαν εδώ, τους είδαν εκεί, μπορεί να τους κρατάνε εδώ, τους κρατάνε παραπέρα, θα τους απελευθερώσουν, θα τους κάνουν, θα τους ράνουν. Απλά μας διέλυσε με αυτό το πράγμα. Παράλληλα υπήρχαν και απειλές προς φίλους οι οποίοι ψάχνανε στο Μεξικό. Μία φίλη του, η οποία είχε κάποια δύναμη και κάποια εξουσία, πολιτευότανε και εκείνη και τα λοιπά, της είπανε ότι «Έχεις δύο παιδιά, πάρ' τα και πήγαινε στην Ευρώπη. Αν θες να συνεχίσεις να ψάχνεις, πάρ' τα και πήγαινε στην Ευρώπη, αν είναι να μείνεις εδώ, σκέψου τα παιδιά σου». Και προς τους γονείς του. Στη σύντροφο του ξαδέρφου του, την κάναν γραμματέα σε αυτό το κόμμα, τέλος πάντων, στο οποίο ήταν και οι δύο μέλη, και γενικά την τακτοποίησαν οικονομικά, για να μην… Για να σταματήσει κάπως και το όλο αυτό το πράγμα, δεν ξέρω, το κάνανε, γιατί το κάνανε, δεν μπορώ να ξέρω, για να… Ναι. Και γενικά εγώ δεν τόλμησα να πατήσω, παρόλο που ήθελα πάρα πολύ να πάω, από την πρώτη στιγμή. Οι γονείς μου θα πέθαιναν έτσι και πήγαινα, και εγώ φοβόμουν ότι όντως, ίσως πραγματικά να έκανα στους γονείς μου αυτό που πάθαν και οι δικοί του. Ότι ήταν πιθανό, δηλαδή, αν πήγαινα εκεί, να ερχόντουσαν και οι δικοί μου γονείς στη θέση των δικών του. Γιατί είχα πάρα πολλή διάθεση… Δεν το λες διάθεση αυτό το πράγμα, είχα έτσι πάρα πολλή ένταση μέσα μου και ήθελα πάρα πολύ να μάθω την αλήθεια. Μου φαινόταν, σε εκείνη τη χρονική στιγμή, αδιανόητο να μην μάθουμε την αλήθεια. Μου φαινότανε αδιανόητο. Δηλαδή, πίστευα ότι θα γίνει οπωσδήποτε. Κάποια στιγμή θα μάθουμε τι έχει γίνει, κάποια στιγμή θα βρεθούνε, κάποια στιγμή θα βρούμε έστω ένα κομμάτι, κάτι. Δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω αυτό για πολλά χρόνια, ότι μπορεί αυτό το πράγμα να μείνει έτσι. Είναι τελικά… Είναι πολύ πιο σκληρό από το θάνατο αυτό το πράγμα, είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί για μένα σε έναν άνθρωπο. Γιατί καταρχήν δεν μπορείς να πενθήσεις. Τα πρώτα χρόνια, τα πρώτα δύο χρόνια δηλαδή, δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να τον πενθήσω, ούτε εγώ ούτε η οικογένεια του, γιατί σκεφτόμασταν ότι μπορεί να ζει κάπου και έτσι εμείς τον εγκαταλείπουμε, αν αρχίσουμε να πενθούμε. Ότι τον κηρύσσουμε εμείς νεκρό, γιατί δεν μπορούμε να τον περιμένουμε και να τον στηρίξουμε. Προσπαθούσα να συνδεθώ μαζί του με διαλογισμό και τηλεπάθεια και δεν ξέρω εγώ τι, και ήμουν όλη τη μέρα… Πέρασα δύο χρόνια στο κρεβάτι απλά να προσπαθώ να βρω ένα σημάδι του, είτε ψάχνοντας πληροφορίες και ρωτώντας, που, η αλήθεια είναι, τα πρώτα δύο χρόνια ανταποκρινόταν αρκετός κόσμος και είχα έτσι πάρε-δώσε πληροφοριών, είτε κλείνοντας τα μάτια και προσπαθώντας να επικοινωνήσω μαζί του. Μέσα μου όμως, καταλάβαινα από ένα σημείο και μετά ότι δεν, ότι δεν ήταν εδώ. Δυστυχώς η οικογένειά του υποφέρει, όλοι υποφέρουμε. Η μητέρα του τον περιμένει ακόμα, ο πατέρας του πιστεύει ότι πρέπει να μιλάει σε παρελθόντα χρόνο για το γιο του και η αδερφή του, δυστυχώς, δεν είναι σε καλή ψυχολογική κατάσταση από τότε, χρειάζεται φαρμακευτική υποστήριξη, δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει. 

Α.Σ.:

Αυτό το άρθρο που έγραψες για αυτό το θέμα ήταν σε εφημερίδες του Μεξικού;

Ε.Δ.:

Ναι, το δημοσίευσανε [01:00:00]κάποιες εφημερίδες του Μεξικού, το μεταφράσανε και στα αγγλικά και κυκλοφόρησε και σε κάποια sites στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην ουσία, αυτό που ήθελα εγώ να μοιραστώ τότε με τους άλλους ήτανε η ιστορία μου ως Ευρωπαία φοιτήτρια στο Μεξικό. Πέρα από το να ζητήσω βοήθεια και πληροφορίες από όποιον μπορεί να είχε κάτι, αυτό που ήθελα και έγραψα, τέλος πάντων, σε αυτό το κομμάτι, ήτανε ότι «Εγώ ήρθα χαρούμενη και θαύμαζα τη φύση και την ομορφιά και την ομορφιά της φύσης σας και την ομορφιά της κουλτούρα σας και περιδιάβαινα εδώ πέρα ενθουσιασμένη και δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει γύρω μου για μεγάλο διάστημα. Αλλά τώρα ξέρω. Και ξέρω ότι μπορεί να συμβεί στον καθένα και πρέπει να κάνουμε κάτι για να μην ξανασυμβεί». Ξαφνικά άνοιξε ένα πράγμα στην ψυχή μου και ήταν σαν να είχα ρίζες, οι οποίες επικοινωνούσαν με τις ρίζες χιλιάδες αλλωνών ανθρώπων και μετέφεραν πόνο, μόνο πόνο. Με το κάθε, με την κάθε ιστορία που διάβαζα στις εφημερίδες που παρακολουθούσα από το internet από την Ελλάδα πλέον τότε, στο... του Μεξικού, ήταν ο ίδιος πόνος. Ήταν ο ίδιος πόνος, ο οποίος ξυπνούσε και δεν μπορούσε να καταλαγιάσει και ήταν ο ίδιος πόνος που… Ένιωθα τον πόνο του πατέρα που σηκώθηκε η κόρη του να πάει το πρωί στη δουλειά και δε γύρισε, της μάνας που αρραβώνιασε την κόρη της σε ένα διπλανό χωριό και της τη στείλανε κομμάτια, επειδή πίστευαν οι έμποροι ναρκωτικών ότι δεν είναι απλά μία αρραβωνιαστικιά, αλλά είναι μια από κάποιο άλλο καρτέλ που την έχουνε στείλει για να πάει εκεί και να πάρει πληροφορίες, ας πούμε. Δηλαδή τρελά πράγματα που κατέληγαν σε δολοφονίες αθώων ανθρώπων, τα οποία κάποια από αυτά έχουν διαλευκανθεί κιόλας και ξέραμε ακριβώς τι έχει γίνει, αλλά ήταν τόσο σκληρά που δε θέλαμε… Ούτε οι συγγενείς, από ό,τι παρακολουθούσα σε κάποια πράγματα, ούτε οι συγγενείς θέλαν να τα πιστέψουνε ούτε οι υπόλοιποι. Τώρα μπορώ να καταλάβω πολύ πιο ξεκάθαρα πώς είναι ο κόσμος, δηλαδή ο σκοπός του ταξιδιού ολοκληρώθηκε. Ο κόσμος δεν είναι μόνο χαρούμενος, ο κόσμος δεν είναι μόνο ωραίες εικόνες, διαφορετικές εικόνες και διαφορετικές κουλτούρες. Ο κόσμος είναι πολλοί διαφορετικοί τρόποι να ζούμε, οι οποίοι επηρεάζουν ο ένας τον άλλον. Για μένα για παράδειγμα, αυτό που συμβαίνει στο Μεξικό είναι ξεκάθαρο ότι συνδέεται με τον τρόπο με τον οποίο ζούμε εμείς εδώ στην Ευρώπη. Δηλαδή όλο αυτό το εμπόριο ναρκωτικών που εξαπολύει αυτή την απίστευτη βία στο Μεξικό, τη βία χωρίς λόγο σε πολλές περιπτώσεις, γιατί κάποιος μπορεί να βρέθηκε τη λάθος στιγμή στο λάθος σημείο, πράγμα το οποίο είναι και το συμπέρασμα μάλλον, για αυτό που συνέβη στους δικούς μου ανθρώπους. Λοιπόν, αυτό το πράγμα, τέλος πάντων, αυτή η κατάσταση, συντηρείται εκεί, γιατί κάποιοι καταναλώνουν στην Ευρώπη όλα αυτά τα εμπορεύματα, όλα αυτά τα ναρκωτικά. Δηλαδή οι άνθρωποι διασκεδάζουν στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και χαλαρώνουν με τα ναρκωτικά και αγαπιούνται και ανοίγουν την ψυχή τους, ας πούμε, με αυτά, ενώ και σε άλλες περιοχές του κόσμου κλείνουν σπίτια, για να μπορέσει να παραχθεί και να μεταφερθεί αυτό το πράγμα. Όπως και με άλλα πράγματα, έτσι, όπως και με τα διαμάντια στην Αφρική κι άλλα χίλια δυο τέτοια πράγματα, που… Ή τα ναρκωτικά στην Ασία και χίλια δυο άλλα πράγματα τέτοια, που υπάρχει βία γύρω από το εμπόριο, που φέρνουν.

Α.Σ.:

Εσύ για 10 χρόνια πήγες, από τότε, στο Μεξικό;

Ε.Δ.:

Εγώ πήγα τώρα, μόλις συμπληρώθηκαν 10 χρόνια, τώρα βρήκα τη δύναμη να πάω, τώρα ήτανε… Δεν μπορούσα πιο πριν. Για μένα ήταν μία τεράστια εκκρεμότητα αυτό το πράγμα, ένιωθα ότι του το χρωστάω, γιατί του είχα υποσχεθεί ότι θα γυρίσω και ήθελα να ξαναγυρίσω και ας μην είναι εκεί, για να ολοκληρώσω την υπόσχεσή μου. Επίσης η επαφή με την οικογένειά του δεν έχει σταματήσει, γιατί και η μητέρα του ακόμα τον ψάχνει και εγώ κάποια στιγμή παραιτήθηκα κάπως από την ιδέα ότι θα μάθουμε την αλήθεια, πίστεψα μία εκδοχή και την κράτησα, αλλά εκείνη ψάχνει ακόμη και εγώ θέλω να την υποστηρίζω, με όποιο τρόπο μπορώ. Οπότε τους επισκέφτηκα για τη 10η επέτειο της εξαφάνισης, σηκωθήκαμε ξημερώματα, πήγαμε έξω από το κοινοβούλιο, μαζί με τη μητέρα του ξαδέρφου του και τη μητέρα του φίλου μου και εγώ, οι τρεις μας, ανοίξαμε ένα μεγάλο πανό με τις φωτογραφίες τους, πήγαμε και στις αρμόδιες αρχές και καταθέσαμε ακόμη μία μεγάλη… Ακόμη μια άλλη, μία αίτηση. Το προσπαθούν ακόμη, είναι πάρα πολύ σκληρό, δεν μπορεί κανείς να ηρεμήσει, ειδικά μια μάνα. Εγώ τη μάνα την καταλαβαίνω απόλυτα. Δεν μπορείς να συνεχίσεις τη ζωή σου χωρίς να ξέρεις τι έχει συμβεί στο παιδί σου και η μητέρα δεν θα σταματήσει ποτέ να ελπίζει. Και δυστυχώς δεν είναι μια μητέρα, είναι πάρα πολλές, και αυτό έχει χρησιμοποιηθεί σαν πρακτική και από τα προηγούμενα χρόνια, δηλαδή από τις δεκαετίες του ‘60 και μετά ίσως και πιο πριν, και σε όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Οι εξαφανίσεις αντιφρονούντων για παράδειγμα, και εδώ είναι γνωστή αυτή η πρακτική, και νομίζω για όλους τους ανθρώπους στη γη που έχουνε βιώσει αυτό το πράγμα, είναι ό,τι πιο σκληρό μπορεί να κάνει κανείς σε έναν άλλον άνθρωπο. Ακόμη και το θάνατο όταν τον διαπιστώσεις, όσο και να σε πονάει, ξέρεις τουλάχιστον ότι έχεις ένα γεγονός, ξέρεις με τι έχεις να κάνεις. Αυτό το πράγμα, το ότι ο άλλος υπάρχει και δεν υπάρχει ταυτόχρονα, σε οδηγεί στην τρέλα. Από ένα σημείο και μετά, πραγματικά μπορεί να σε οδηγήσει στην τρέλα. Γιατί εγώ το βίωσα αυτό το πράγμα, γιατί τα πρώτα χρόνια, την αίσθηση ότι υπάρχει και δεν υπάρχει. Να νιώθω τύψεις αν σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει, να νιώθω ότι υπάρχει αλλά δεν ξέρουμε πού είναι, πώς είναι, τι είναι, να μην ξέρεις αν ο άνθρωπός σου ζει, δε ζει, αν ζει, σε ποιες συνθήκες ζει, πού είναι, τι περνάει, τι γίνεται, τι κάνει. Ακόμη μερικές φορές σκέφτομαι ότι «Αν γυρίσει, πώς θα ‘ναι τώρα;». Παρόλο που μέσα μου, στο μεγαλύτερο ποσοστό αποδέχομαι και αποφάσισα, τέλος πάντων, αποφάσισα, αυτό είναι, να πω ότι δε ζει, ακόμη μερικές φορές αναρωτιέμαι και προσπαθώ να τον φανταστώ στην ηλικία, με μια ηλικία 10 ετών επιπλέον, και πώς μπορεί να είναι, και τι μπορεί να έχει περάσει, και πού μπορεί να είναι. Δηλαδή ποτέ δεν σταματάει αυτό το πράγμα και αυτή η αίσθηση του «υπάρχω και δεν υπάρχω», είναι πάρα πολύ δύσκολη και πάρα πολύ σκληρή. Και ήταν στην ουσία η κατασταση, στην οποία έπεσα και εγώ μετά από αυτό το γεγονός. Είχα κατάθλιψη για δύο χρόνια και ήμουν σε μία κατάσταση, η οποία υπήρχα και δεν υπήρχα. Είχε αλλάξει η αίσθηση της γεύσης μου, δεν μπορούσα να φάω τίποτα γλυκό και τίποτα αλμυρό, έπρεπε να είναι όλα ανάλατα και να μην έχουν, να μην έχει τίποτα ζάχαρη, γιατί αναγκαζόμουν να τα φτύσω. Δεν μπορούσα να την ανεχτώ την τροφή, αν είχε μέσα ζάχαρη ή αλάτι. Και αυτό ήταν κάτι που συνέβη έτσι ξαφνικά μετά από αυτό το πράγμα. Δεν μπορούσα να ξυπνήσω την ημέρα, κοιμόμουν την ημέρα συνήθως, ξυπνούσα  λίγο το βράδυ. Το βράδυ προσπαθούσα να τον φανταστώ, να τον σκεφτώ, να επικοινωνήσω μαζί του, όπου κι αν βρίσκεται. Ήταν μία κατάσταση, στην οποία και εγώ υπήρχα στην ουσία και δεν υπήρχα. Και βασικά, όταν κάποια στιγμή προσγειώθηκα, η αλήθεια είναι ότι απογοητεύτηκα κιόλας. Προτιμούσα να ζήσω σε αυτό το σύννεφο, είχα… Ένιωθα ότι πλέον δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί γελάνε οι άνθρωποι, που βρίσκουν τα αστεία, γιατί μιλάνε μεταξύ τους, τι λένε. Το μόνο που ήθελα ήτανε να μην ακούω κανέναν, να μη βλέπω τίποτα και να προσπαθώ με το μυαλό μου να βρω εκείνον. Αυτό που… Το πρώτο πράγμα που με έκανε κάπως να… Αναγνώρισα σαν ωραίο μετά από αυτό το… Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, ήταν τα ζώα της αυλής μας. Αυτά τα ζώα με τα οποία μεγάλωνα. Γύρισα στο πατρικό μου, στην αρχή ήμουνα στη Βαρκελώνη τον πρώτο χρόνο, έμεινα εκεί, περιμένοντας κάποιες εξελίξεις από το Μεξικό και το δεύτερο χρόνο πήρα απόφαση να γυρίσω πίσω στην Εύβοια, στους γονείς μου, γιατί προφανώς δεν ήμουνα καλά και αποφάσισα. Και το πρώτο πράγμα που μου φαινόταν ενδιαφέρον ήτανε να κάθομαι με τις ώρες και να παρατηρώ τα ζώα. Απλά να τα κοιτάω. Ήταν το μόνο πράγμα που μου φαινόταν ενδιαφέρον. Μερικές φορές κοιμόμουνα και έβλεπα στον ύπνο μου ότι κοιμάμαι στο στάβλο και είναι δίπλα μου όλα τα ζώα, ενώ κοιμόμουν στο κρεβάτι μου. Τη μισή μου μέρα την περνούσα απλά να κάθομαι σε μία καρέκλα εκεί και να τα κοιτάζω και αυτά ερχόντουσαν, ανεβαίναν πάνω μου, παίζαν μαζί μου, θέλαν να παίξουν, τέλος πάντων. Αλλά ήταν το μόνο ωραίο πράγμα που άρχισα να αναγνωρίζω γύρω μου. Παραλληλα είχα… Επειδή είχα πάρει και το πτυχίο από την Καλών Τεχνών πλέον, και είχα κάποιες φίλες στην Ελλάδα που δούλευαν ως εκπαιδευτικοί εικαστικών μαθημάτων στα δημόσια σχολεία, έκανα μία αίτηση και, όταν ήμουν στον τρίτο χρόνο του πένθους, άρχισα να δουλεύω και εγώ σε ένα σχολείο. Ήταν σε ένα δημοτικό στην Κάλυμνο. Και αυτό που πραγματικά με προσγείωσε στην πραγματικότητα ήταν τα μικρά παιδάκια. Με πήραν από το χέρι και με κατέβασαν κάτω στη γη ξανά. Η αγάπη τους, η τρυφερότητα τους, το γέλιο τους. Αυτό ήτανε ο τρόπος που γύρισα κάπως πίσω στην πραγματικότητα και από τότε δουλεύω ως εκπαιδευτικός. Σήμερα βρίσκομαι με αυτή την ιδιότητα στην Αμοργό. Αυτό.

Α.Σ.:

Φοβερη ιστορία. Και τραγική ταυτόχρονα.

Ε.Δ.:

Είναι η ιστορία πάρα πολλών ανθρώπων. Δεν είναι μόνο δική μου. Και αν ήταν κάτι που με έσωσε, μέσα σε αυτή την κατάσταση και μπόρεσα να το ξεπεράσω, ένα ήταν αυτό: ότι ένιωθα ότι είμαστε συνδεδεμένοι πάρα πολλοί άνθρωποι, ότι αυτή είναι η πραγματικότητα του κόσμου. Στην Ευρώπη τη βία δεν την… Η βία είναι κεκαλυμμένη. Υπάρχει προφανώς και βία, έτσι, σκληρή, αλλά στην καθημερινότητά μας[01:10:00] βιώνουμε ψυχολογική βία περισσότερο θα έλεγα, στρες, όχι βία ψυχολογική. Στρες θα ‘λεγα πιο πολύ. Εκεί υπάρχει… Όμως υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος, δηλαδή για να ζούμε εμείς στην Ευρώπη με τον τρόπο που ζούμε κάποιοι άλλοι βυθίζονται στη βία, τη σκληρή βία, την κανονική βία. Και στη βία και στη φτώχεια και στην εκμετάλλευση. Και όταν εγώ ξεκινούσα να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι, όχι τόσο για τις σπουδές, το θέμα μου, οι σπουδές μου ήτανε στην ουσία το όχημα, το πρόσχημα. Εγώ ήθελα να κάνω ένα ταξίδι μεγάλο για να δω πώς είναι ο κόσμος. Ε, αυτός είναι ο κόσμος. Εγώ είμαι, μετά από όλο αυτό, είμαι ικανοποιημένη που είδα στην πραγματικότητα πώς είναι ο κόσμος. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου κάτι ξεχωριστό και διαφορετικό που… Όχι. Αυτό που ζήσαν οι Μεξικάνοι, είμαι περήφανη που το έζησα και εγώ κατά κάποιο τρόπο. Δηλαδή που τελικά, το Μεξικό είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Μετά από αυτό, οι φίλοι που έχω εκεί, είναι φίλοι για πάντα και η οικογένειά του είναι και η δική μου οικογένεια. Και ο κόσμος είναι έτσι. Δεν είναι ούτε εύκολος, ούτε δίκαιος ούτε τίποτα. Υπάρχει και η… Είναι, για μένα είναι η άλλη όψη του νομίσματος, η οποία είναι σκοτεινή. Δηλαδή εγώ σε εκείνη τη φάση, ένιωσα κάπως σαν να με χτυπάει ένα χέρι στην πλάτη και να γυρίζω, εκεί που κοιτάς, ξέρω γω, μπροστά και βλέπεις φως, δέντρα, οτιδήποτε, ένα μέλλον, ας πούμε, συγκεκριμένο, γύρισα, και από την άλλη έβλεπα μόνο σκοτάδι. Ξαφνικά βυθίστηκα σε αυτό το πράγμα, το οποίο είναι η ωμή βία. Η βία φέρνει… Είναι σκοτάδι, δεν έχει τίποτε άλλο Αλλά από αυτό το σκοτάδι βγαίνουνε χιλιάδες άνθρωποι. Το βιώνουν και βγαίνουν από αυτό. Κάνουν ομάδες, υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον. Εμείς υποστηριχθήκαμε πάρα πολύ μεταξύ μας όλοι οι συγγενείς. Υπάρχουν ομάδες ανθρώπων εκεί που υποστηρίζονται, διεκδικούν, ψάχνουν, προσπαθούν, δημιουργούν. Εγώ έχω χρέος και υποχρέωση, θέλω δηλαδή να κάνω και εγώ ένα έργο για αυτόν. Ακόμα δεν τα έχω καταφέρει, αλλά θέλω και εγώ να του αφιερώσω κάτι που θα μείνει. Και αυτή είναι η πραγματικότητα. Δηλαδή η πραγματικότητα έχει πολλές όψεις και τη βιώνουμε στον κόσμο οι άνθρωποι στη θέση που βρίσκονται με διαφορετικούς τρόπους. Και αυτό που μας βγάζει από αυτή τη θέση, αυτό που με έβγαλε εμένα στην ουσία τελικά, το πιο βασικό, από αυτή τη θλίψη και τη λύπη και το σκοτάδι του βίαιου χτυπήματος, ήταν ο ίδιος άνθρωπος που έχασα. Γιατί ήταν η αγάπη που ένιωθα για αυτόν και το παράδειγμα του στη ζωή. Το πόσο δύσκολα τα έχει περάσει και εκείνος από μικρός, οικονομικά και τα λοιπά, με πόσο είχε προσπαθήσει για να σπουδάσει, να τα καταφέρει στη ζωή του και πόσο αισιόδοξος ήτανε. Η δική του αισιοδοξία και το δικό του παράδειγμα, δηλαδή ο τρόπος, με τον οποίον τον είδα εγώ να ζει την ζωή, ήταν αυτό που μου έδωσε δύναμη για να συνέλθω από αυτή την ιστορία. Το ένα ήταν το συναίσθημα που είχα μέσα μου, της αγάπης, το οποίο η βία δεν μπορούσε να το σκοτώσει και θεωρούσα ότι δε θα ‘πρεπε να τρελαθώ και εγώ γιατί θα… Αυτοί που πήραν εκείνον θα έπαιρναν έναν ακόμη και δεν… Και εκείνος δε θα το ήθελε αυτό καθόλου, και το ξέρω πάρα πολύ καλά. Ξέρω ότι ήθελε, θα ήθελε και για μένα και για την οικογένειά του, να συνεχίσουμε και να είμαστε καλά. Γιατί ήταν τέτοιος άνθρωπος, ήταν ένας άνθρωπος που ξεπερνούσε τις δυσκολίες, ήταν αισιόδοξος, κοιτούσε το μέλλον. Χωρίς προσδοκίες, το μέρα-μέρα, με χαρά. Δεν ξέρω, είχε μία φοβερή ανωτερότητα σε αυτό το πράγμα, και αυτό ήτανε… Από αυτό κρατήθηκα εγώ για να πάω παρακάτω, από το διδαγμα του. Από τον τρόπο με τον οποίον διάβαινε εκείνος τη ζωή του. Και από το γεγονός ότι είναι αυτό σου λέω: εντάξει, αφού ήθελες, λοιπόν, να δεις πώς είναι τα πράγματα, έτσι είναι τα πράγματα, αποδέξου το. Δεν μπορείς να ζητάς να δεις πώς είναι ο κόσμος και να κλείνεις τα μάτια σου μπροστά σε αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Αυτό είναι, είναι και αυτό μάλλον. Και εντάξει, υπάρχει. Και τώρα το αποδέχομαι και συνεχίζω με αυτό.

Α.Σ.:

Σου αρέσει που είσαι στην Αμοργό;

Ε.Δ.:

Ναι, μου αρέσει. Η Αμοργός είναι ένα μικρό καταφύγιο, θα έλεγα. Είναι ένα όμορφο και ήρεμο μέρος και τώρα προσπαθώ κάπως να ανασυντάξω τις δυνάμεις μου, γιατί το πένθος αυτό ήταν μακρύ. Εγώ ένιωσα φέτος, που επισκέφτηκα την οικογένειά του καλοκαίρι για τη δέκατη επέτειο αυτή, ότι τώρα κλείνει αυτός ο κύκλος και ίσως πρέπει να αρχίσει ένας άλλος. Αλλά αυτά τα 10 προηγούμενα χρόνια, ήτανε γύρω από αυτό. Δηλαδή δεν είναι εύκολο να το ξεπεράσεις αυτό αν… Δηλαδή, για παράδειγμα, χρειάζεται δύο τρία χρόνια για να αποδεχθείς ότι μπορεί ο άλλος να έχει πεθάνει, ας πούμε. Αργείς πάρα πολύ να μπεις στο πένθος και αργείς να βγεις και από αυτό. Και το γεγονός της αδικίας, της έλλειψης της αλήθειας και όλο αυτό το πράγμα πληγώνει πάρα πολύ, τα κάνει τα πράγματα ακόμα πιο… Να τραβάνε ακόμα περισσότερο στο χρόνο. Το να ψάχνεις μια απάντηση, μία αλήθεια η οποία δεν έρχεται πουθενά. Απλά με πληγώνει και δε θα σταματήσει να με πληγώνει αυτή η αίσθηση που έχω, ότι δυστυχώς όλα αυτά στο Μεξικό συμβαίνουνε, γιατί ο κόσμος στην Ευρώπη και στην Αμερική, στον ανεπτυγμένο κόσμο γενικότερα, και σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, χωρίς να το συνειδητοποιεί, γιατί νομίζω δεν το συνειδητοποιεί και δεν το συνδυάζει άμεσα, καταναλώνει όλα αυτά τα πράγματα που εκεί προκαλούν τέτοια φθορά και πόνο. Αν δηλαδή, θα ήθελα να το… Να μπορέσω να επηρεάσω άλλους ανθρώπους να το καταλάβουν αυτό το πράγμα: ότι οι δικές μας επιλογές και στάσεις στη ζωή εδώ, έχουν αντίκτυπο, και ότι σε αυτή τη γη, δεν είμαστε ο καθένας κάτι ξεχωριστό. Ότι συνδεόμαστε, τέλος πάντων μεταξύ μας. Και αυτά που κάνουμε εμείς, έχουν αντίκτυπο σε άλλους και σε πολλούς τομείς της ζωής, όχι μόνο σε αυτό. Όλα τα γνωστά πράγματα, τα περιβαντολογικά, τα θέματα πολέμων και τα λοιπά. Απλά εμένα μου έτυχε να δω από κοντά αυτό το θέμα. Γιατί, στην ουσία, αυτό που καταλάβαμε είναι ότι είχε να κάνει… Το έγκλημα αυτό είχε να κάνει με τη μαφία των ναρκωτικών και τις τοπικές αρχές, μάλλον, εκεί πέρα, οι οποίες συνεργάζονταν, και τους δικούς μας ανθρώπους, οι οποίοι βράδυ βρέθηκαν τη λάθος στιγμή στο λάθος μέρος. Αυτό. Χωρίς να έχουμε… Έχουνε, δηλαδή, κάποια πράγματα αποκρυσταλλωθεί εκεί ως πληροφορίες στην έρευνα που έκανε η αστυνομία, αλλά χωρίς να δίνουνε ακόμη κάποιο πόρισμα οριστικό για οτιδήποτε. Ακόμη εξακολουθούν να είναι αγνοούμενοι, που κατά πάσα πιθανότητα δολοφονήθηκαν, αλλά δεν τους έχουμε βρει. Δηλαδή αυτό μας έχουνε πει, με δεδομένο το ότι υπήρχανε αίματα και σφαίρες μέσα στο ξενοδοχείο και τα λοιπά και τα λοιπά, με αυτό το δεδομένο, δηλαδή, κινήθηκαν, κατά κάποιο τρόπο. Παρ' όλα αυτά ναι, οι αρχές σε κάποια στιγμή το κλείσανε εκείνο το… Την πρώτη έρευνα που κάνανε, χωρίς κάτι συγκεκριμένο να δίνουν. Και τώρα εμείς κάναμε μια καινούργια αίτηση για να αρχίσει πάλι μία έρευνα, περισσότερο για τη μητέρα του, η οποία δεν μπορεί να ηρεμήσει. Εκείνη ακόμα κοιτάει γύρω γύρω και μέσα στο πλήθος βλέπει ανθρώπους που μοιάζουν στον γιο της και πιστεύει ότι είναι εκείνος. Για αυτό είναι, είναι απάνθρωπο αυτό το πράγμα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο. 

Α.Σ.:

Είναι, ναι. Ελένη ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη.

Ε.Δ.:

Παρακαλώ.

Α.Σ.:

Θέλεις να μου προσθέσεις κάτι τελευταίο δικό σου, πριν την κλείσω;

Ε.Δ.:

Ναι, δεν ξέρω. Δεν θα ‘θελα να ακουστεί, έτσι, όλο τόσο απαισιόδοξο. Είναι σκληρό και βαρύ, αλλά εγώ θέλω να ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα οδεύουμε προς κάτι καλύτερο, τέλος πάντων. Ότι οι άνθρωποι, θα αποκτούμε όλο και περισσότερη συνείδηση και θα κάνουμε λιγότερο κακό.

Α.Σ.:

Και εγώ το εύχομαι.

Ε.Δ.:

Ναι.

Α.Σ.:

Σε ευχαριστώ πολύ.

Ε.Δ.:

Να 'σαι καλά.