Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
«Η ζωή μου δεν κύλησε τόσο καλά από παιδάκι»: Μια γυναίκα παίρνει τη ζωή στα χέρια της
Ενότητα 1
Το οικογενειακό υπόβαθρο και η ανατροφή των ορφανών παιδιών
00:00:00 - 00:04:43
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γεια σας. Γεια σας. Είμαι η Ειρήνη Κοτσέλη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα έχουμε 22 Οκτωβρίου 2022 και έχω μαζί μου την κυρία Πό…είμαι το οφείλω στη θεία Θάλεια, στη θεία μου! Με πήγε εκεί, μορφώθηκα, έγινα πιο σωστός άνθρωπος, ήμουνα με τη γιαγιά, αλλά σε γνώση όχι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Ο γάμος, η δημιουργία οικογένειας και ο χωρισμός
00:04:43 - 00:13:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μετά γίνεται μια εκδρομή στα Δερβενάκια από τη Νίκαια. Και λένε... Η αδερφή της μαμάς μου που πήγαινε, λέει: «Θα έρθεις -λέει- Ποπάκι, να σε… να δει τα παιδιά, να μ’ αφήσει λεφτά και να ξαναφύγει. Μία ωραία πρωία μαθαίνω ότι πέθανε. Για πέστε μου, τι έπρεπε να κάνω εγώ; Τίποτα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Καινούργια αρχή και νέα ζωή
00:13:21 - 00:20:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και εκεί που μέναμε στη Φρεαττύδα άρχισα να ράβω, γιατί έπρεπε. Είχα τελειώσει την Τσοπανέλη όλα αυτά, σχεδιάστρια μόδας και άρχισα να αγωνί…άρα πολύ και έκανα και εγώ καλά παιδιά και τα εγγονάκια μου τώρα. Τί ποτα άλλο δεν ζητάω από τη ζωή, μα τίποτα άλλο! Τους ευχαριστώ όλους!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Εσωτερικό σχολείο θηλέων και η σχέση με τη Σμυρνιά γιαγιά
00:20:07 - 00:42:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα σας γυρίσω πίσω πάλι. Ναι. Θα ήθελα να μου πείτε πώς ήταν στο εσωτερικό σχολείο. Εκεί πηγαίνανε παιδιά από πολλά νησιά, από Ζάκυνθο απ…εθερά μου: «Τα νερά μέσα μπαίνανε στην Κοκκινιά κι αυτά». Ευτυχώς, Θεέ μου, υπάρχουν άνθρωποι ακόμα, υπάρχουν και κάνανε αυτό που κάνανε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η μοδιστρική και το ατελιέ
00:42:53 - 00:50:31
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Το ατελιέ πώς προέκυψε μετά στη ζωή σας; Το ατελιέ… Πηγαίνω στον Τσοπανέλη. Ο Τσοπανέλης ήτανε στην Πλάκα ακριβώς στη γωνία που είναι η Μητ…ίνει μία ο άλλος στην πλάτη και σε έχει ξαπλώσει. Κατάλαβες; Πολύ χάρηκα και σας ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε! Να είστε καλά. Ευχαριστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Γεια σας.
Γεια σας.
Είμαι η Ειρήνη Κοτσέλη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα έχουμε 22 Οκτωβρίου 2022 και έχω μαζί μου την κυρία Πόπη, η οποία θα μας αφηγηθεί την ιστορία της ζωής της. Κυρία Πόπη, θα ήθελα να μου μιλήσετε για τη ζωή σας.
Η ζωή μου δεν κύλησε τόσο καλά από παιδάκι. Ήμουνα μικρό, πέθανε η μαμά μου από καρκίνο και στα 8 ο πατέρας μου από καρδιά, τον βρήκανε σε ένα πούλμαν από εκδρομή που είχε πάει με σύλλογο. Και από εκεί και πέρα άρχισε η ζωή μου, πικρή. Και τα θυμάμαι τώρα που είμαι μεγάλη, γιατί άμα είσαι παιδάκι 6 χρονώ δεν μπορείς να θυμηθείς όλα αυτά. Όταν μεγαλώσεις… Θυμάμαι τη μαμά σε ένα κρεβάτι από καρκίνο. Η γιαγιά μου μας μεγάλωσε. Η καταγωγή μου είναι... Της γιαγιάς και της μαμάς από τη Σμύρνη, από το Κορδελιό. Τότε που με τη Μικρά Ασία τους διώξανε και ήρθαν εδώ στην Ελλάδα και έφερε πέντε παιδιά η γιαγιά. Και τώρα που βλέπω καμιά φορά στα έργα που δείχνουνε, κλαίω σαν να τα ζω και εγώ, γιατί μου τα λέγανε, αλλά δεν καταλάβαινα, ήμουνα μικρό παιδί. Η μαμά πέθανε, μας άφησε τρία ορφανά. Ο μπαμπάς πιο μπροστά, γιατί έπαθε αυτό που έπαθε σε μία εκδρομή με πούλμαν, τον βρήκαν πεθαμένο. Μετά συνέχισε η ζωή μου. Η γιαγιά δεν δούλευε, γριούλα ήτανε και έπαιρνε από το κάθε παιδί της –είχε έξι παιδιά μεγάλα, παντρεμένα με παιδιά–, της δίνανε κάθε... Το μήνα από κάποιο ποσό, για να ταΐσει τρία ορφανά. Ο αδελφός μου ήταν πιο μεγάλος, η αδερφή μου μετά από τον αδερφό μου και το τελευταίο εγώ. Ο αδερφός μου μπόρεσε, τελείωσε την Ηράκλειτο σχολή εδώ κοντά, στη Νίκαια. Τον θυμάμαι με το καπέλο που ερχόταν και δεν ήξερα –γι' αυτό σας λέω– η διαφορά μας ήτανε μεγάλη και έγινε μηχανολόγος και μετά πήγε στο Μέγαρον ΤΣΑΥ στην Αθήνα τον πήρανε και εργαζόταν εκεί το παλικάρι. Την αδελφή μου την πήρε η αδελφή της μαμάς μου, αλλά την είχε να της κάνει δουλειές. Καταλάβατε; Είχε αυτή δύο παιδιά, είχε γεννήσει και ένα... Και ήθελε ιδιαίτερη... Και πήρε την αδελφή μου εκεί. Εμένα με κράτησε η γιαγιά, πήγα... Γιατί μπορούσε, ένα άτομο μπορεί, γιατί έπαιρνε από τα παιδιά της χρήματα, να ζήσει τα ορφανά. Τα άλλα δύο φύγανε. Ο αδερφός μου έδινε κάτι στη γιαγιά που εργαζότανε. Και μετά πήγα στο Δημοτικό, το έβγαλα, ήμουνα καλό παιδί και... Δεν μπορώ να πω καλή μαθήτρια, δεν είχα και τις γνώσεις τότε τόσο. Μετά άμα τελείωσα είχα τη θεία Θάλεια, η οποία ήτανε ξαδέλφη της μάνας μου, πρώτη ξαδέλφη, η γιαγιά και ο μπαμπάς της αδέρφια. Με αγαπούσανε πολύ, με παίρνανε στο σπίτι τις γιορτές, Σαββατοκύριακα. Μένανε στην Μπουμπουλίνας, στο μουσείο από πίσω και με παίρνανε από το χεράκι, με πηγαίνανε όλα αυτά. Όταν τελείωσα όμως το Δημοτικό, σκέφτηκε η θεία Θάλεια... Ο άγγελός μου ήταν για μένα, λατρεύαν πολύ τη μάνα μου, γιατί πήγαινε σπίτι, τους έραβε, στο κολλέγιο Ψυχικού πλήρωνε... Πλήρωνε η κοπέλα. Ήταν Τμηματάρχισσα Α' στην Τράπεζα Ελλάδος στη Σταδίου και πλήρωνε η καημένη και εγώ να σπουδάσω, να βγάλω το Γυμνάσιο. Τότε ήτανε η 8η δεν υπήρχαν Λύκεια και μετά και αυτά δεν υπήρχαν τότε. Και έβγαινα Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι και πήγαινα στη γιαγιά. Αλλά το ό,τι έχω γίνει και ήμουνα και θα είμαι το οφείλω στη θεία Θάλεια, στη θεία μου! Με πήγε εκεί, μορφώθηκα, έγινα πιο σωστός άνθρωπος, ήμουνα με τη γιαγιά, αλλά σε γνώση όχι.
Μετά γίνεται μια εκδρομή στα Δερβενάκια από τη Νίκαια. Και λένε... Η αδερφή της μαμάς μου που πήγαινε, λέει: «Θα έρθεις -λέει- Ποπάκι, να σε πάρουμε και εσένα να πάμε στα Δρεβενά;». Δεν ήξερα, δεν είχα πάει ποτ[00:05:00]έ μου. Λέω: «Να έρθω θεία!». Εκεί γνωρίστηκα… Ήταν ένας μεγάλος… 12 πούλμαν, η ΟΦΟΝ ήδη υπήρχε τότε και ο θείος ο Ευδόκιμος, της θείας ο άντρας ήτανε Πρόεδρος. Είχανε γραφείο μες τη Νίκαια, μεγάλο γραφείο και ήταν Γραμματέας, γραμματείς βοηθάγανε το σύλλογο και κάνανε εκδρομές, εκδηλώσεις, γιατί τότε δεν υπήρχαν όλα αυτά που υπάρχουν τώρα. Και έρχεται ο θείος μου και μου λέει: «Έλα Ποπάκι, να κάτσουμε εδώ. Από δω τα παιδιά που είναι -λέει- εδώ στα…». Εν τω μεταξύ, –ξέχασα να σας πω– ήρθε και η αδελφή μου, αφού ο θείος αυτός την είχε, ήρθε και η αδερφή μου και με πήρανε και εμένα μαζί και ήρθε και εκείνη, ξέχασα να σας το πω. Περάσαμε ωραία! Και μία μέρα του λέει του θείου, ο πρώην άντρας: «Είχατε -λέει- και άλλη ανιψούλα; Εγώ, ήξερα -λέει- μόνο τη Μαίρη!». «Ναι, -λέει- τώρα τελείωσε το σχολείο και την πήραμε μαζί μας, να χαρεί κι αυτό λίγο». 12 πούλμαν είχανε φύγει, 12. Πού; Στη Νίκαια. Μετά από καιρό, από ένα χρόνο του λέει ο θείος μου: «Νικολάκη, να σου κάνω προξενιό τη Μαίρη;». Μαίρη η αδερφή μου, εγώ Πόπη. Λέει: «Να σας πω, κύριε Ασλόγλου, δεν μου αρέσει η μεγάλη, δεν με ενδιαφέρει. Η μικρή που φέρατε». Για μένα. «Αυτό -λέει- πήγε σχολείο. Τώρα τελείωσε! Αυτό δεν έχει ούτε προίκα». Επειδή την είχανε πάρει, της δώσανε και λεφτά, τα έπιπλά της, τα πάντα δώσανε. Εγώ το καημένο με τη γιαγιά τι να έχω; «Όχι κύριε Ασλόγλου -του λέει- η μικρή με ενδιαφέρει!». Είναι μικρή, μικρή 18 χρονών και εκείνος 28! «Ναι, αλλά η μικρή δεν έχει τίποτα και τα... Ούτε ρούχα, ούτε σπίτι, ούτε προικιά». «Αχ κύριε –γραμματέα τον είχε ο θείος μου, ο θείος Πρόεδρος–, αχ κύριε Ασλόγλου, -του λέει- αν νομίζετε ότι μετράνε το τι έχει ο καθένας... Φαίνεται καλό κορίτσι και μικρό και μαζεμένο». Σκεφτείτε τι είχε δει ο άνθρωπος μες στις εκδρομές που φτιάχνανε και τις εκδηλώσεις, Απόκριες αυτά. Και σταματάει εκεί. Του Αγίου Σπυριδώνου κάνουν ένα χορό. «Έλα Πιτσάκι μου, έλα, έλα κοριτσάκι μου έλα να χαρείς και εσύ!». Μόνη μου εγώ, η Μαίρη έχει τακτοποιηθεί. Και λέει: «Κύριε Ευδόκιμε, εγώ θα την πάρω!». Ούτε σχέσεις είχαμε, ούτε τίποτα. Στο χορό απάνω. Και είχε κόσμο και πού δεν είχε. Και αυτό ήταν όλο. Σας πληροφορώ ότι 12 Δεκεμβρίου με παντρεύτηκε. Ούτε ήξερα τι συμβαίνει, τι γίνεται, τι είναι ένας γάμος. Στον Αϊ-Γιάννη τον Χρυσόστομο στη Νίκαια, εκεί παντρευτήκαμε και να μην ξέρω τίποτα –το καταλάβατε;– και με πήγε στη μαμά του. Είχανε σπίτι στο Αιγάλεω. Η μαμά του ήταν και αυτή πρόσφυγας από το Μουσαλί και ο αδερφός του γιατρός, στη Νίκαια, Κρασσάς. Και ο δικός μου. Αυτό ήταν όλο. Και εκείνος μας πάντρεψε, ο αδελφός. Ένα κοριτσάκι άβγαλτο, το οποίο εγώ δεν ήξερα ούτε πού είναι οι δρόμοι ούτε… Αφού ήμουνα εσωτερική 6 χρόνια. 6 χρόνια μέσα! Αυτός ήταν ο γάμος. Καλά περάσαμε. Κάναμε ένα παιδί, δεν ήξερα γιατί έκανα παιδί. Γέννησα ένα αγοράκι τον Γιώργο, ο οποίος τώρα είναι 55 χρονώ και μετά ήρθε και η Ράνια… Άλλο παιδάκι. Αλλά έτυχε στη ζωή να του έρθουνε τόσο εύκολα. Εκτελωνιστής ήτανε. Αρκετά λεφτά, είχε την ταλάντα τότε, που ήταν τα αυτοκίνητα που είχαν πρωτοβγεί και φθηνά, από τη Ρωσία και πήγαμε στο… Πλέον –όχι– με τη γιαγιά μου, με την πεθερά μου, σε άλλο σπίτι. Νοικιάσαμε προσωρινά στη Φρεαττύδα. Απέναντι από το «Διρό» ήτανε –δεν ξέρω αν το ξέρετε– τότε καφετέρια και ήτανε τα τραπεζάκια, τα... Οι καρέκλες μπροστά στη θάλασσα. Και το νοικιάσαμε και περνάγαμε πολύ καλά. Έρχεται ένας φίλος –για μένα δεν είναι φίλος είναι φίδι, ήτανε φίδι–, «Έλα, Κρασσά, έχουμε να πάμε… Γίνεται μία εκδήλωση στα [...]. Πού να ξέρω; Εγώ δεν πήγα. Οι δυο τους πήγανε. Πού να ξέρω κα[00:10:00]ι εγώ, μήπως πρώτη φορά θα πήγαινε; Όλο είχε εκεί και εκδρομές και με φίλους και σε καφέδες και απ' όλα. Αυτό ήτανε. Ξεμυαλίζεται. Τελείως ξεμυάλισμα! Έλειπε από το σπίτι, μόνο ερχότανε, άφηνε λεφτά… Εγώ τι να πω; Τι να μιλήσω; Οικογένεια δεν είχα, μάνα δεν είχα, με τα δυο μου παιδάκια. Σπιτωθήκανε, την πήρε και πήγανε στην Κηφισιά, εκεί νοικιάσανε. Μετά της τ' αγόρασε το ίδιο. Εγώ παρέμεινα με τα παιδάκια μου. Όταν είδα αυτή την κατάσταση όμως, του λέω: «Δεν μπορεί να πληρώνουμε ενοίκιο. Απέναντι -λέω- χτίζεται πολυκατοικία». Εκείνος δεν μπορούσε να μου πει, ήταν τόσο ξεμυαλισμένος… Αδύνατο να μου κάνει παρατήρηση, σε τι απάνω; «Ό,τι θέλει το Ποπάκι!». Εμένα Πόπη. «Ό,τι θέλεις εσύ! Ποιο σ' αρέσει; 1ος όροφος; 2ος όροφος, 3ος;». Έτσι, με λίγο εξυπνάδα που είχα, λέω: «Δεν μπορεί να αγοράζει σπίτι στην Κηφισιά και εγώ εδώ να ζητάω να μου πληρώνει το ενοίκιο». Και το καπαρώσαμε, το πήραμε. Ερχόταν μία φορά τη βδομάδα, κουβέντα καμία. Τι να του 'λεγα; Ένας άνθρωπος που είχε ξεμυαλιστεί τι μπορείς άλλο να του κάνεις; Τίποτα! Με τα δυο μου παιδιά, τελείωσε το διαμέρισμα, πήγαμε εκεί, ερχόταν μια φορά τη βδομάδα, μ' άφηνε λεφτά, –δεν μπορώ να πω– πλήρωνε και τα κοινόχρηστα, πλήρωνε και τα ρεύματα. Πάντα σκεπτικός, γιατί μην νομίζετε ότι πέρασε και καλά. Στην ουσία έζησε με αυτή τη γυναίκα. Πολύ ένοχος! Άρχισε να αδυνατίζει, αρρώστησε… Η τελευταία του λέξη ήτανε: «Τι έκανα;». Αρκεί που της αγόρασε διαμέρισμα στην Κηφισιά. Απαντήστε μου. Εγώ ούτε καν, όχι να δω, όχι να γνωρίσω, όχι… Δεν με ενδιέφερε τίποτα. Μένανε μαζί στην Κηφισιά. Μετά σε μένανε ερχότανε μία φορά τη βδομάδα για λίγες ώρες, να δει τα παιδιά, να μ’ αφήσει λεφτά και να ξαναφύγει. Μία ωραία πρωία μαθαίνω ότι πέθανε. Για πέστε μου, τι έπρεπε να κάνω εγώ; Τίποτα.
Και εκεί που μέναμε στη Φρεαττύδα άρχισα να ράβω, γιατί έπρεπε. Είχα τελειώσει την Τσοπανέλη όλα αυτά, σχεδιάστρια μόδας και άρχισα να αγωνίζομαι πραγματικά. Άλλωστε, με ευχαριστούσε πάρα πολύ και είχα και μία κυρία από πάνω –καλή της ώρα– από τη Χίο. Ερχόταν, κράταγε τα παιδιά, μου ξήλωνε άμα ήθελα και είχε έναν πρώτο ξαδερφό, ο οποίος και αυτού η γυναίκα είχε πάθει, δηλαδή, δεν είναι… Επειδή ερχόταν και μου 'κανε παρέα, μου 'λεγε και ορισμένα πράγματα δικά τους, εγώ καμία σχέση. Και μου λέει: «Ξέρεις, θέλω να σου πω κάτι, αλλά το σκέφτομαι…», «Μάνα, -την έλεγα- τί, μάνα μου, να μου πεις;», «Έλα να σου πω -μου λέει- αυτό και αυτό, πέθανε η Τασούλα». Γιατί η κυρία Ασπιώτη έχει έναν ξάδερφο, πρώτα ξαδέρφια, που η γυναίκα του ήταν αδελφή του Κυριάκου. Ο Θεός πώς τα φέρνει, Χιώτες, συγγενείς. Όλη η Χίος έχει πολύ κόσμο εκεί στον Άγιο Βασίλη. Γυρίζει και λέει: «Πέθανε η γυναίκα του, έχει δύο μαντραχαλάδες και είναι και οι γυναίκες τους μέσα και δεν νιώθει ο άνθρωπος ωραία. Θέλεις, Πόπη μου, να σου γνωρίσω τον Κυριάκο;». Ο Κυριάκος μεγάλος. Μεγάλος όχι σε χρόνια, γενικά ήτανε κα[00:15:00]ι στην... Στον Πειραιά κάτω σε σωματεία, ήταν στα κρουαζιερόπλοια, ήτανε... Είχε και γνώσεις ο άνθρωπος πάρα πολλές. Εγώ αυτά δεν με ενδιέφεραν, απλά σας τα λέω ότι αυτά γίνανε μετά, μου είπε. Και γυρίζει και μου λέει: «Θέλεις να σου γνωρίσω τον Κυριάκο; Και αυτός μόνος του είναι». Οι Χιώτες να ξέρετε ότι είναι οι καλύτεροι άνθρωποι και οι καλύτεροι νοικοκύρηδες, δεν υπάρχουνε! «Μάνα μου -της λέω-, εγώ είμαι για τέτοια; Εγώ έχω το ράψιμό μου, δεν έχω ανάγκη ούτε από άντρες ούτε να παντρευτώ -της έλεγα-, γιατί έχω τα δύο παιδιά, μεγάλα τα παιδιά μου αυτά. Να κάνω τι;». «Καλά», μου είπε. Και μία μέρα, μετά από ένα μήνα μου λέει: «Έλα πάνω!». Γιατί μου κράταγε τη Ράνια, ήταν μικρή, για να ράψω. «Έλα πάνω, Πόπη! Έλα να πιούμε λίγο καφέ, να ξεκουραστείς». Και μου τον δείχνει. Λέει: «Λέγομαι Κυριάκος, θα ήθελα να σας… Κάτι μου έχει πει η Παρασκευούλα και θα 'θελα -λέει- να σας γνωρίσω». Λέω: «Δεν είμαι έτοιμη εγώ κι εγώ δυο παιδιά έχω». «Κι εγώ έχω», λέει. «Πάει να πει ότι η ζωή μου -λέει- τελείωσε;». Μορφωμένος, κοινωνικός. Δηλαδή, με αυτά τα λόγια με πήρε, πήγαμε σε μία καφετέρια στην Κηφισιά. Η μάνα κατέβηκε, είχαν πια πήγαιναν και Γυμνάσιο τα παιδιά, Λύκειο και ο γιος μου. Σκέψου πόσο καιρό και πόσο ο χρόνος πέρασε. Αλλιώς τι να περάσει; Λέω: «Κοιτάξτε να δείτε…». Και στον πληθυντικό, ακόμα και μεγάλη που ήμουνα, στον πληθυντικό. Λέει: «Κοιτάχτε να δείτε, λέγομαι Κυριάκος τάδε, πέθανε η γυναίκα μου, με τα παιδιά μου δεν τα πήγα καθόλου καλά, δεν άκουγαν, αγόρια βλέπεις… Αν είχα κόρη δεν θα παντρευόμουνα». Αυτό ήταν ο καημός του. Λέω: «Και εγώ έχω ένα κοριτσάκι, ένα αγοράκι, μεγάλα παιδιά -λέω-, απλά σας το λέω έτσι». Λέει: «Το ξέρω, να αφήσουμε ένα χρόνο, να γνωριζόμαστε, να πάμε σε ένα θέατρο, να πάμε σε μία εκδρομή και το συζητάμε». Έγινε και αυτό. Πέρασα τόσο καλά! Και εγώ και τα παιδιά μου. Ο Γιώργος έμεινε στο σπίτι στη Φρεαττύδα –του το άφησα–, δουλεύει. Και εγώ πήρα το κορίτσι, μικρό κορίτσι και το 'φερα εδώ. Τώρα πια είναι και... Θα γίνει και γιαγιά, σκεφτείτε. Αν παντρευτεί η μικρή, επόμενο είναι. Και περνάγαμε πάρα πολύ καλά. Το κορίτσι στα Εγγλέζικα, παντού! Δεν με άφηνε… Μου ανοίγει μαγαζί στη Νέα Σμύρνη μπεμπέ-παιδικά, να έχω να ασχολούμαι, να μη στεναχωριέμαι. Ποιος το κάνει σήμερα; Βρείτε μου ένανε. Κοιτάχτε η ζωή πώς κύλησε, η ζωή πώς μου τα έφερε, εκεί που ήθελε. Με αντάμειψε παραπάνω από ό,τι άξιζα! Και πάνω από όλα ήταν ένας ωραίος άνθρωπος. Δεν κοίταξα εγώ αν έχει καρδιά, ότι αν έχει ζάχαρο, δεν κοίταξα τίποτα. Σου μίλαγε και έλεγες: «Θεέ μου, ποιο Πανεπιστήμιο έχει βγάλει;». Και δεν είχε βγάλει τίποτα. Ένα Γυμνάσιο. Αλλά... Μου πέθανε ο Κυριάκος… Από έμφραγμα. Δεν χάρηκα τίποτα που θα… Ήταν ακόμα… Δηλαδή, ψηλός, γεμάτος, ζωντανός άνθρωπος, πήγε από καρδιά τελικά. Από τότε ήρθαμε Σαλαμίνα χρόνια, ξέχασα να σας το πω. «Πάμε Πόπη, από τη Νέα Σμύρνη, τί να κάνουμε εκεί μες στο καυσαέριο κι αυτά;». Και είχαμε αρκετά χρόνια, είναι τώρα 20 χρόνια. Μετά ήρθε και το κορίτσι μου, παρόλο που παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, ήρθε μαζί για να το βοηθήσω, γιατί δουλεύει και αυτή στο ΝΑΤ. Την είχε βάλει στο ΝΑΤ. Και έτσι έχω μείνει εδώ Σαλαμίνα στο εξοχικό. Δεν θέλαμε να το εγκαταλείψουμε και μένουμε εδώ. Τα παιδιά μεγαλώσανε, ο Αντρέας μου και η Θοδωρούλα, σπουδάζουνε και τα δύο. Η Θοδωρούλα στην Κύπρο είναι, ο Αντρέας εδώ. Ευχαριστώ το Θεό! Που με έκανε πλούσια από αγάπη, από ανθρώπους που γνώρισα. Τον ευχαριστώ πάρα-πάρα πολύ και έκανα και εγώ καλά παιδιά και τα εγγονάκια μου τώρα. Τί[00:20:00]ποτα άλλο δεν ζητάω από τη ζωή, μα τίποτα άλλο! Τους ευχαριστώ όλους!
Θα σας γυρίσω πίσω πάλι.
Ναι.
Θα ήθελα να μου πείτε πώς ήταν στο εσωτερικό σχολείο.
Εκεί πηγαίνανε παιδιά από πολλά νησιά, από Ζάκυνθο από παντού. Όταν τότε δεν υπήρχαν Λύκεια. Βγάζανε 2-3 τάξεις Γυμνασίου κι αν μπορούσες. Αυτό το σχολείο... Κολλέγιο ήτανε στην Αγία Σοφία. Είχε δει μία κυρία του Ψυχικού –πρόσεξε τι θα σας πω– στον ύπνο της να κάνει την εκκλησούλα, να κάνει ένα μεγάλο σχολείο και να βάλει το όνομά του –ξέχασα να σας το πω–, ο Άγιος Νεκτάριος. Υπάρχει! Και εκεί βάλανε κορίτσια, τα οποία δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν και αυτά που μπορούσαν που ήταν από πολύ μακριά. Όχι ορφανοτροφείο, μιλάμε για σχολές για παιδιά που δεν είχανε να ζήσουνε, που δεν είχανε τα απαραίτητα και ήταν τελείως δωρεάν. Άγιος Νεκτάριος –λες– στην Αγία Σοφία. Έτσι τελείωσα! Ευχαριστώ τους πάντες, γιατί πήρα αρχές από εκεί. Να σκεφτείτε, οι καθηγήτριές μου ήτανε από το Διακοφτό και ποιες δεν πήγανε να προσφέρουνε, γιατί είδε τον Άγιο Νεκτάριο και της είπε: «Θα κάνεις ένα σχολείο να έρχονται και τα παιδιά που είναι στην επαρχία!». Τότε δεν υπήρχανε, έπρεπε να έρθεις Αθήνα, υπήρχανε αυτά. Αλλά ήταν κάτι από το Θεό πάλι. Πάλι από το Θεό, καταλάβατε; «Κολλέγιο Ψυχικού» λέγεται, Αγία Σοφία.
Η σχέση σας με τις δασκάλες πώς ήταν;
Τέλεια! Τέλεια, τέλεια! Μόνο δασκάλες καλές, ένα... Δεν ξέρω έχω να πατήσω από τότε, σκεφτείτε πόσα χρόνια, τι έχει γίνει αυτό... Και τώρα έχουνε μοντερνοποιηθεί, τώρα είναι αλλιώς. Εκεί ήτανε διάβασμα, μας πηγαίνανε στην Αγιά Σοφία, ψέλναμε ειδικά τους Χαιρετισμούς, εκδρομές μας πηγαίνανε… Στο Νέο Ψυχικό είναι απλά. Είναι στο Νέο Ψυχικό. Αλλά γίνανε –όσες γνωρίζω ακόμα– καλοί άνθρωποι. Δεν υπήρχαν αυτά που υπάρχουν σήμερα. Αλλά ήτανε περισσότερα κορίτσια από επαρχία, γιατί δεν υπήρχαν εκεί τότε ούτε Γυμνάσια ούτε Λύκεια. Και το ‘χε κάνει... Μάλλον θα είδε κανένα όραμα τον Άγιο Νεκτάριο και της είπε: «Και αυτά παιδιά πρέπει να είναι. Κάνε μου ένα σχολείο και φέρε τα παιδιά επάνω». Αυτό ήταν το σχολείο.
Η πρώτη σας εντύπωση όταν πήγατε σε αυτό το σχολείο, θυμάστε ποια ήταν;
Η εντύπωση μου; Τρελάθηκα! Για ποιο λόγο; Γιατί στη Νίκαια τι έχεις, ένα δωμάτιο από πλίθι ή από τούβλο και ένα κουζινάκι. Πρώτη φορά είχα δει –γιατί όλα τα σπίτια ήταν προσφυγικά τότε– αυτή την πολυτέλεια στο Ψυχικό. Όχι τα σπίτια. Και κοίταγα κι εγώ έτσι... Πολυκατοικίες κι όλα αυτά δεν υπήρχανε. Όπου ρωτήσεις, η Κοκκινιά, η Νίκαια ήτανε όλοι πρόσφυγες που βρήκαν... Τους δώσανε ένα σπιτάκι –καταλάβατε;– από το διωγμό κι όλα αυτά. Ε, τρελάθηκες, από εκεί και πέρα παίρνεις άλλη μορφή, τι σ' αρέσει... Από την Πάτρα είχαμε καθηγήτριες, η Ψιμούλη ήταν απ' το Ψυχικό, δηλαδή, όλες οι κοπέλες πολύ καλές. Όλες. Μόνο καθηγήτριες, καμία άλλη. Αλλά ήτανε θηλέων, δεν ήταν ανάμεικτο το σχολείο. Πάρα πολύ ωραία. Αναμνήσεις έχω και φωτογραφίες, έχω και τον Άγιο Νεκτάριο εκκλησάκι, το έχτισε η κυρία Σοφία –τη λέγαμε– το 'χτισε. Τον είδε στον ύπνο ολοζώντανο τον Άγιο Νεκτάριο έλεγε: «Θα μου κτίσεις εδώ». Είχε τεράστια έκταση η γυναίκα, έτσι όπως μπορεί να έχουμε και εμείς, ας πούμε, και τον είδε ολοζώντανο, της λέει: «Εδώ θα κάνεις ένα σχολείο και για άλλα παιδιά» και έγινε. Και έγινε το σχολείο! Με το εκκλησάκι του Αγίου, τεράστιο... Καμία σχέση, καμία σχέση που λένε: «Αθήνα κολλέγιο» και βλέπεις κάτι ντουβάρια έτσι, κάτι κεραμίδια[00:25:00] έτσι. Εκείνο ήταν ολοκαίνουριο και στην τρίτη γενιά μπήκα εγώ. Στην τρίτη γενιά που πήγαν άλλα κορίτσια. Δεν ξέρω αν υπάρχει, ακόμα δεν έχω πάει, δεν έχω πάει να δω αν υπάρχει αυτό. Αλλά ήμασταν… Τι να σας πω; Ό,τι και να σας πω… Οι τρόποι κάνουν τον άνθρωπο παιδί μου, ο τρόπος, η ευγένεια. Φιλέ, κορδέλα. Δεν ήταν αρρένων τίποτα, μαύρες ποδιές, η κορδέλα και το γιακαδάκι. Έτσι τελειώσαμε, αλλά ήταν άλλα παιδιά. Δεν ήταν όπως είναι τώρα. Βάφονται, προκαλούνε... Το ντύσιμό τους, όλα αυτά, δεν είναι το ίδιο. Θα μου πεις, πριν πόσα χρόνια; Τελείωσα εγώ 18 χρονών και κοντεύω πενηντα-τόσα χρόνια, τα είδατε. Δεν είναι το ίδιο, δεν είναι το ίδιο. Άλλη μορφή πήραμε, άλλη... Άλλο δρόμο. Από το Αίγιο η άλλη μου η δασκάλα, η Δεσποινίς Άννα πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ... Πού να τις θυμηθώ όλες τώρα από τότε; Αλλά περάσαμε πάρα πολύ ωραία και καλά και μας πηγαίνανε και με τα πόδια στον Αϊ-Γιάννη το Θεολόγο πάνω στο βουνό που φαίνεται από το Ψυχικό, εκδρομούλες τέτοιες. Άλλη ροή είχαμε τότε τα κορίτσια. Τώρα δεν ξέρουνε και δεν είναι και ευχαριστημένα, τι θέλουνε δεν ξέρουνε, δεν ξέρουνε, δεν τους ενδιαφέρει! Τότε είχες ένα όραμα, να μάθω δύο γράμματα για τη ζωή μου. Δεν προλαβαίνω ούτε να δουλέψω ούτε τίποτα. Μου άνοιξε ο Κυριάκος το μαγαζάκι. Μαγαζάκι... Δίπλα ο Σκλαβενίτης –κατάλαβες–, στη Λεωφόρο επάνω. Μπεμπέ πουλάγαμε, εκείνος δούλευε στην Εστία Ναυτικών, Διευθυντής. Δόξα τω Θεώ! Μακάρι όλες οι κοπέλες έτσι να περάσουν. Δεν υπάρχουν άνθρωποι σήμερα παιδί μου –θέλω να το νιώσεις–, υπάρχουν συμφέροντα, υπάρχουν «τι φοράς, τι έχεις και πόσα θα δώσεις». Τότε τα παίρναν τις κοπέλες, παντρευόντουσταν, χωρίς τίποτα. Άντε να τις παίρνανε καμιά ντουλάπα. Ο κόσμος φτωχός ήταν τότε δεν είχε αυτά. Βλέπουμε αυτά τα μεγαλεία και λες: «Καλά υπήρχαν αυτά;». Δεν ξέρεις τι γίνεται εδώ, πού να ξέρεις; Τώρα υπάρχει και ασυδοσία βέβαια, υπάρχει διαφθορά μεγάλη, πολύ μεγάλη διαφθορά, σε κοιτάει ο άλλος και σου έχει φάει τη γωνία όλη, αν έχεις αμάξι, τι περιουσία έχεις, πόσα λεφτά βγάζεις... Είναι αλλιώς. Κι εκείνοι ήταν τόσο αγνοί, τόσο… Να μου πεις, τότε δεν υπήρχαν άνθρωποι; Σκεφτείτε ότι πότε ήμουνα… Τώρα το σκέφτηκα. Μας βάλαν σαν σχολείο σε παράταξη στη Λεωφόρο Κηφισίας που πέθανε ο βασιλιάς Παύλος. Ήμουνα τότε εκεί, παράταξη με τη σημαία, που περάσαν το φέρετρο και όλα αυτά για να τον πάνε στο Τατόι. Περάσανε κοντά από το σχολείο στο δρόμο. Τώρα το θυμήθηκα, αυτή τη στιγμή. Παρ’ όλο που ήταν η κηδεία, ήταν κάτι που δεν θα το ξαναδείς ποτέ. Τι να σας πω; Σκέψου… Εγώ είμαι τώρα 76 χρονών και τώρα αυτή τη στιγμή θυμήθηκα ότι περνάγαν από το σχολείο –που ήταν μεγάλος δρόμος, ο κεντρικός, της Κηφισιάς, Κηφισίας– το βασιλιά Παύλο. Σκεφτείτε... Άλλα παιδιά τότε, άλλη ροή. Τώρα δεν υπάρχουν αυτά, κορίτσι μου.
Η σχέση σας με τις συμμαθήτριές σας–
Τέλεια! Τέλεια, τέλεια! Γελάγαμε, παίζαμε «τα μήλα»... Το άλλο πώς το λένε; Που έσπρωχνες την αυτήν και όπου πάει... Την πέτρα. Πάρα, πάρα πολύ καλά! Κεντάγαμε, έχω κεντήσει αρκετά. Όλο κάτι κάνανε οι άλλες, κάτι έκανα εγώ, κάτι έκανε η παράλλη, κάτι κάναμε. Δεν κάναμε έτσι ψευτιές, σαχλαμάρες. Καταρχήν, δεν ξέραμε τι πάει να πει άντρας, το κυριότερο. Μικρά κορίτσια φύγανε από το... Γι' αυτό σας λέω, άλλες εποχές. Μόλις τελειώσαμε το Δημοτικό, το Σεπτέμβριο –ναι–, τέλος Σεπτεμβρ[00:30:00]ίου πήγαμε εκεί, ρωτήσαμε. Εγώ –σας είπα ότι η θεία Θάλεια βρήκε μέσον, εγώ δεν είχα– και θα πήγαινα και εγώ σε κάνα Γυμνάσιο. Ποιος θα με διαβάσει; Και πού ήξερα εγώ να πάω; Και με τι προσόντα; Καταλάβατε; Ενώ εκεί Πάσχα, Χριστούγεννα, 3 μήνες, 4 το καλοκαίρι ήμασταν έξω στα σπίτια μας. Τότε περισσότερο ήταν εκεί, γιατί ήταν από μακριά, ούτε –συγγνώμη–, ούτε εγώ ήξερα να παίρνω το λεωφορείο να πηγαινοέρχομαι, δεν υπήρχε αυτό το πράγμα. Μέσα. Τελείωσε!
Θα μας περιγράψετε μια μέρα μέσα σε αυτό το σχολείο από το πρωί έως το βράδυ;
Α, μάλιστα! Καταρχήν, ξεκινήσαμε να κάνουμε κούκλες. Ήταν κάτι που μας λείπανε. Η μία είχε ένα μπλουζάκι, η άλλη είχε ένα σακάκι... Ό,τι βρίσκαμε, λοιπόν και καθόμαστε και κάναμε χειροτεχνία. Αλλά πιο πολύ διαβάζαμε! Είχε πάρα πολλή ιστορία μέσα. Πιο πολύ μάθαμε για το ’21, το ‘41, διαβάζαμε τέτοια. Βιβλιοθήκες έμπαινες μέσα και τα 'χανες, ούτε η Τράπεζα Ελλάδος δεν τα είχε, γιατί αυτή η κυρία ήταν κυρία, ήταν σαν να 'τανε... Έμενε και αυτή μες στο σπίτι και ό,τι καλό είχε ήθελε να στολίσει το σχολείο και διαβάζαμε, και παίζαμε, και τα «τόμπολα», και «κουτσό», και διάφορα. Τι να κάνεις σ' ένα προαύλιο μεγάλο, τεράστιο, αλλά δεν είχαμε τίποτα, δεν είχαμε κάτι παιχνίδια να πω, όχι δεν είχαμε, ήμαστε μεγάλα κορίτσια. Μετά το Δημοτικό. Ζωγραφίζαμε... Ζωγραφική πάρα πολύ, όλες. Εγώ βελονάκι λίγο ήξερα από τη γιαγιά έτσι που την έβλεπα και έκανα βελονάκι, σκουφάκια, ό,τι έβρισκα. Γελάγαν, αλλά δεν με ενδιέφερε και αυτές κάναν κάτι άλλο. Αλλά περάσαμε ωραία τον υπόλοιπο… Πηγαίναμε, μας πηγαίνανε και το σχολείο, με τα πόδια στα Τουρκοβούνια αυτά έτσι λέγονται τότε, λεγόντουσαν –τώρα δεν ξέρω– αλλά συζητάγαμε, τηλεόραση βλέπαμε και δεν είχε τώρα ούτε έργα ούτε τίποτα. Άντε να σου πουν ειδήσεις τότε, ήταν για γέλια δηλαδή. Αλλά μη νομίζετε ότι ζηλεύω και τα τωρινά, γιατί δεν έχει και τίποτα να ικανοποιήσεις τον εαυτό σου, να ευχαριστηθείς σαν άνθρωπος και τα έργα που μας βάζουνε τα ελληνικά, τα κόβουνε σιγά-σιγά και βάζουν σαχλαμάρες, σκοτωμούς και αυτά. Όχι ήταν αγνά τα πράγματα. Δεν είχανε όλοι τηλεόραση κοπέλα μου, δεν είχανε. Δηλαδή, ζήτημα να 'βλεπες τότε, μιλάμε από τα 12 και πάνω –σου λέω– δεν υπήρχαν τηλεοράσεις. Ένα ράδιο πια και αν το είχανε. Τώρα μας έφαγε ο μοντερνισμός και χάσαμε τον άνθρωπό μας. Την επικοινωνία του ανθρώπου. Δηλαδή, θα μπορούσα εγώ να κάτσω να μιλάω ώρες μαζί σου, γιατί με ενδιαφέρουν πιο πολύ αυτά από ό,τι να μου πεις: «Κοίτα τι έργο έβαλε, τι έγινε;». Όχι, προτιμώ…
Τι ήταν αυτό που σας έκανε εντύπωση στο εσώκλειστο σχολείο;
Μου έκανε εντύπωση με τι τρόπο μας μορφώνανε και τι... Πώς μας εξηγούσανε, ειδικά στα Αρχαία, το καθετί, οτιδήποτε. Μα είχε και εξωσχολικά, δηλαδή είχε πολλά πράγματα και ρωτάγανε ας πούμε: «Πόπη, τι κατάλαβες από αυτό; Αν θες βοήθεια…». Καθηγήτριες, ξέρω γω. Λέω: «Εκεί, γιατί τον κάναν τώρα –ξέρω γω– τον πόλεμο στην Αλβανία;». Και καθότανε η καθηγήτρια και στο εξηγούσε, τι είναι. Δεν είναι όπως είναι τώρα, αδιάβαστοι είναι, δεν διαβάζουνε, δεν προσέχουνε, μακριά από την ηθική και από όλα... Πράγματα που ντρέπομαι και... Όχι να τα σκέφτομαι, ούτε να τα σκέφτομαι! Δεν είναι μόρφωση αυτή που κάνουνε τώρα. Δεν ξέρουνε. Πέστε τους: «Τι πληθυσμό έχει η Άρτα;» Που δεν λέγεται τώρα το... Εντάξει ανοίγεις και δεν ξέρεις και τι σου γίνεται. Τότε τα ξέραμε όλα. Η δασκάλα μου ήταν από τα Γιάννενα, Γιαννιώτισσα πραγματικά ήρθε, δεν υπήρχαν τότε καθηγήτριες από δω όλο. Ερχόντουσταν... Γι' αυτό μας πήγανε και εκεί, γιατί σου λέει: «Εδώ δεν έχει…». Ή δεν θέλανε, δεν μπορούσανε, δεν ξέρω. Γιαννιώτισσα ήτανε, από τα Γιάννενα. Την έχω φωτογραφία, όποτε τα σκ[00:35:00]αλίζω τη βρίσκω. «Αχ κυρία Ιωάννα μου -της λέω- να σε είχα τώρα!». Καλά θα έχουν πεθάνει, αφού εγώ κοντεύω να πεθάνω, θα έχουν μείνει εκείνες; Τελοσπάντων. Όλες, όλες, μία προς… Η άλλη ήταν από την Πάτρα η άλλη από το Αίγιο, η άλλη ήτανε από το Παλαιό Φάληρο, η άλλη ήτανε στον Πειραιά που μας έκανε Αγγλικά, μερικά Γαλλικά... Όχι τέλεια πράγματα, αυτά που μπορούσες να συνεννοηθείς. Τίποτα άλλο. Αλλά ήταν ένα πάρα πολύ ωραίο... Τα σκέφτομαι τώρα, βλέπω τα σχολεία τώρα, βλέπω τους καθηγητές τώρα, λέω: «Δεν μπορώ να το καταλάβω». Γι' αυτό έχει αλλάξει και η κοινωνία δεν είναι αυτή που ήτανε. Μπορεί να πλήθυνε ο κόσμος, να ανέβηκε ο πληθυσμός μας, αλλά η ανθρωπιά δεν ανέβηκε. Όλοι κοιτάνε πώς θα σε ρίξουνε, τι θα σου πάρουνε, τι θα συκοφαντήσουνε. Αυτό είναι το άσχημο. Τότε ήτανε ο ένας για τον άλλον. «Χτύπησες;». Εσύ ήσουνα δίπλα της. Η γιαγιά –πάω αλλού τώρα– είχαν... Υπήρχαν οι μαγουλάδες και τη φώναζαν, γιατί ήξερε από τη Σμύρνη να τους γιατρέψει, της φιλάγανε τα χέρια. «Κυρία Καλλιόπη, το παιδί μου έχει πυρετό!». «Έρχομαι, έρχομαι…». Εκεί στη γειτονιά. Τι να σας πω τώρα για τη Σμύρνη. Δεν ξέρω, από ό,τι μου έλεγε η γιαγιά, αλλά τρελαίνομαι και είναι τιμή μου που είμαι από εκεί. Όλα της τα παιδιά τα έκανε στη Σμύρνη, δεν τα έκανε εδώ στην Ελλάδα. Όλα! Έξι παιδιά, έξι παιδιά.
Θυμάστε μήπως τι γιατροσόφι μπορεί να έκανε η γιαγιά σας, για να κάνει καλά εκείνα τα παιδιά από μαγουλάδες;
Έκανε ένα στρογγυλό κάτω από το… Από τη γωνία εδώ που είναι τα δόντια μας τα κάτω, αριστερά και δεξιά, ένα στρογγυλό με... Πώς το λένε αυτό; Κοντυλοφόρο. «Ιησούς Χριστός νικά». Και έκανε στρογγυλό και είχε και ένα σταυρό... Πες ότι σου πήρα μία μπάλα, τη ζωγράφιζε γύρω-γύρω, έκανε ένα σταυρό «Ιησούς Χριστός νικά» και αυτό με λάδι. Ερχόταν πολύς κόσμος, άμα είχανε μαγουλάδες, ερχόντουσαν και τους τα γήτευε η γιαγιά. Όχι λεφτά και τέτοια. Της φιλάγανε το χέρι. Γιαγιούλα όμορφη, ξανθιά όμορφη, ταλαιπωρημένη από τη Σμύρνη. Ταλαιπωρημένο… Ο μπαμπάς της ήταν δάσκαλος, Θωμαΐδης, ξέρετε τι πάει να πει; Είχε στο Κορδελιό σχολαρχείο και έφτιαχνε και δίδασκε στα παιδιά. Μορφωμένη οικογένεια η γιαγιά και ήρθαν εδώ με το διωγμό, με τον πατέρα της και έπαθε... Αλλιώς το λένε, όχι εγκεφαλικό, αλλιώς το λένε... Το λέγανε. Θα το θυμηθώ όμως. Που σταματάει το κεφάλι, τώρα τα λένε εγκεφαλικά τα λένε αλλιώς. Θα το θυμηθώ! Αυτό ήταν της γιαγιάς και ερχόντουσταν και τους γήτευε όταν είχαν στα αφτιά που πονάγανε. Ποιοι γιατροί μου λέτε; Ποιοι γιατροί; Στα δάχτυλα, στο καντηλάκι το βούταγε, το στέγνωνε, το έκανε έτσι και μετά τους το έβαζε εκεί. «Πήγαινε στο καλό, θα γίνεις καλά!». Όλοι: «Κυρία Καλλιόπη -κι έχω πάρει το όνομά της-, κυρία Καλλιόπη, κυρά Καλλιόπη…». Όμορφη, όμορφη! Γαλανά ματάκια είχε, καλός άνθρωπος. Ο πατέρας της είχε σχολαρχείο στη Σμύρνη μέσα, Θωμαΐδης με τ' όνομα, Σταύρος. Τι να σας πω, δεν υπάρχουν άνθρωποι και δεν μπορούν οι τωρινές γενιές να καταλάβουν. Η δικιά μου γενιά ναι, γιατί μου τα διηγηθήκαν αμέσως. Τώρα ποιος να της τα διηγηθεί; Κανένας! Θα το νομίζουν για παραμύθι της Σταχτοπούτας και δεν έχουνε δέσιμο. Οι οικογένειες σήμερα δεν υπάρχουν δέσιμο, καθένας κάνει τη ζωή του, ο καθένας ό,τι θέλει κάνει και από κει και πέρα τελειώνει η υπόθεση. Τίποτα άλλο…
Στο σχολείο που ήσασταν πήγατε επειδή ήτανε για παιδιά, που είπατε, με δύσκολη οικονομική κατάσταση.
Ναι.
Για ποιο λόγο όμως σας πήγαν εκεί; Δεν μπορούσατε να πάτε σε κάποιο άλλο Γυμνάσιο; Τι γινόταν εκείνη την εποχή;
Όχι, και[00:40:00] τότε δεν πληρώνανε. Απλά, δεν ήθελε η θεία... Η θείτσα η Θάλεια. Με λεωφορεία ήταν μακριά στον Κορυδαλλό, ήταν στο Σχιστό, είχε βρει το μέσον. Δηλαδή μες στην τράπεζα το συζήτησε: «Έχω -λέει- και το ορφανό κοριτσάκι. Πού να πηγαίνει αυτό με τα πόδια από τη Νίκαια -λέει- εκεί πάνω;». Λέει: «Έχει ανοίξει ένα σχολείο τάδε, τάδε -που σας είπα ότι την είδε στον ύπνο της, ότι έκανε τον Άγιο Νεκτάριο- και εκεί παίρνει παιδιά που έχουν κάποια ανάγκη, χωρίς μία, χωρίς λεφτά». Ήταν η τύχη μου να πάω εκεί, καταλάβατε; Γιατί στο Γυμνάσιο ήταν το Γυμνάσιο Νίκαιας, Κορυδαλλού, τέτοια. Εγώ ένα παιδί άμα είσαι κλεισμένο μέσα με μία γιαγιούλα και δεν έχεις βγει με τους γονείς, έστω μία εκδρομή να πάτε στο Περιβολάκι, να με πας εδώ, να πας εκεί, τι να ξέρεις; Ένα παιδί μέσα. Οπότε αυτό εμένα μου βγήκε σε καλό. Γιατί και μέσα ήμουνα, πλήρωνε η θεία η Θάλεια –δεν μπορώ να το πω– το μηνιάτικό μου, μου έφερνε πράγματα, γιατί Ψυχικό με Αμπελόκηποι είναι… Όχι, μετά πήγε στους Αμπελόκηπους, πριν ήταν στο... Που σας είπα, πίσω απ' το μουσείο. Λοιπόν, για πέστε μου εσείς, ποιες τα περνάνε πιο καλά; Εκεί για εδώ που έχω μάθει και πέντε πράγματα και έχω και ηθικό στοιχείο και αρχές μαζεμένες;
Εκτός από τα μαθήματα που κάνατε–
Ναι.
Τι άλλο μαθαίνατε σε αυτό το σχολείο;
Κέντημα, κέντημα, ανεβατό, βελονάκι. Είχα πλέξει εγώ... Έχω πλέξει –μη νομίζεις–, έχω πλέξει κουβέρτες. Άλλη κοπέλα ήθελε μοδιστρική, αλλά όχι, συνήθως κεντήματα και πλέξιμο. Γιατί κάνανε μπέρτες, κάνανε μπουφανάκια, κάνανε αυτά και αυτό το ξέρω. Και τα δύο ξέρω ναι, τις ελεύθερες ώρες μας εκεί. Πέρασα ωραία, πάρα πολύ ωραία! Αλλά τώρα τι έχει γίνει, δεν έχω πατήσει. Με το που παντρεύτηκα, είχα πάει τον άντρα μου, όχι τον Κυριάκο. «Εδώ πέρα -λέει- ήσουνα; Τί πράγμα είναι…». Από Νίκαια, Κοκκινιά σπίτια ξέρεις, παράγκες και αυτά εκεί τους φάνηκαν παλάτια. Λέω: «Αυτό το σχολείο τελείωσα». Καταλάβατε; Είχανε μείνει οι άνθρωποι, δεν πέρασαν και λίγα. Μου 'λεγε η πεθερά μου: «Τα νερά μέσα μπαίνανε στην Κοκκινιά κι αυτά». Ευτυχώς, Θεέ μου, υπάρχουν άνθρωποι ακόμα, υπάρχουν και κάνανε αυτό που κάνανε.
Το ατελιέ πώς προέκυψε μετά στη ζωή σας;
Το ατελιέ… Πηγαίνω στον Τσοπανέλη. Ο Τσοπανέλης ήτανε στην Πλάκα ακριβώς στη γωνία που είναι η Μητρόπολη. Λοιπόν... Για πέστε μου εσείς πώς προέκυψε; Πώς δεν θα… Διότι χώρισα, όπως σας είπα. Χώρισα εγώ; Δεν χώρισα. Εκείνος… Και αφού είχα μάθει πέντε πράγματα, έπρεπε να πάω να δω πώς ράβουνε, πώς κάνουνε σχέδιο μόδας κάτω και ήτανε ο κύριος Γιάννης... Δεν ξέρω αν έχει πεθάνει, δεν μπορώ να πω «Θεός σχωρέστονε». Πολλά κορίτσια, αίθουσες που μαθαίνουνε modeling. Aυτός έκανε πασαρέλες –γεμάτο το γραφείο του– με την Έφη Μελά, η οποία είναι ακόμα, η Έφη Μελά. Όλα τα μοντέλα κι αυτά, αίθουσες για το κοινό, για μεγάλους αριστοκράτες, να διαλέξουν, θα πάρεις αυτό, θα πάρεις εκείνο… Αυτό προέκυψε για να μπορέσω να βοηθήσω τα παιδιά μου. Έπρεπε να ράψω, τι έπρεπε να κάνω; Άλλη γνώση δεν είχα. Δεν είχα να πω ότι είχα βγάλει κάνα Πανεπιστήμιο, για να πάω δασκάλα. Όχι τέτοια πράγματα. Έβγαλα το Γυμνάσιο και το Λύκειο και τελείωσε. Μετά παντρεύτηκα, μου έτυχε ο μπουναμάς –να λέμε αλήθειες–, οπότε εγώ... Η μαμά είχε, η μαμά μου ήτανε... Θα σου δείξω τότε τη φωτογραφία της, την έχω να τη δεις. Μαθήτριες με μαύρα, ποδιές μαύρες, γιακαδάκια και τις κρατάει έτσι.12 είναι; Θα σας γελάσω. 6 από δω, 6 από κει με την μάνα μου. Την έχω τη φωτογραφία της. Πήρα από κει. Η αδερφή μου δεν έμαθε τίποτα, την είχε η θεία μου και έκανε δουλειές, άστο. Σου αρέσει αυτό, ε; Και τι της έκανε; «Γρουσούζα, άργησες να τα κάνεις!». Πονεμένη και αυτή, έχει πεθάνει.
Πώς πήγε η δουλ[00:45:00]ειά σας πάνω σε αυτό, με τα ρούχα;
Με τα ρούχα, ε; Πολύ καλά! Πάρα πολύ καλά, γιατί ήμουν ένας άνθρωπος με χαμόγελο, με καλοσύνη. Δεν παινεύω τον εαυτό μου, εννοούσα με... Τους δεχόμουνα όλους και με γέλια και με αστεία να τους πω. Είχα ένα… Γιατί αυτό που σας είπα ότι πήρα –μετά που έφυγε εκείνος– το διαμέρισμα στη Φρεαττύδα το άλλο... Το άλλο ήταν με ενοίκιο, μεγάλη αίθουσα με τον καθρέφτη, το δωμάτιό της αυτό και τα άλλα δωμάτια και σαλόνια ήταν από την άλλη. Πήραμε μεγάλο, 140 τετραγωνικά. Ε, κράτησα εγώ τα 40 και τι έγινε; Τίποτα! Και άρχισε σιγά-σιγά η μία με την άλλη, μέχρι απ' την Πετρούπολη την Καίτη, την Κατερίνα είχα. Ξέρετε πόσοι ερχόντουσταν; Μια μέρα –και δεν είναι περιωπής αυτό που θα σας πω, η μία με την άλλη–, είχα πάει να πάρω υφάσματα στη Μητροπόλεως, στη μακεδονική –εκεί ψώνιζα τα καλύτερα– μου λέει μία κοπέλα, πελάτισσά μου αλλά... «Μωρέ δεν ξέρω εγώ να διαλέγω». «Άντε» της λέω. «Υφάσματα τι θα πάρω και πώς θα τα πάρω». Λέω: «Άντε, θα σε πάω εγώ, να πάρω και μερικά που θέλω, φόδρες και κουμπιά και τέτοια που πήγαινα. Άντε -λέω- πάμε!». Πήγαμε, τα πήραμε... Και γυρίζει και μου λέει: «Πόπη, θα μου ράψεις αυτά, αυτά, αυτά, αυτά, αυτά, αλλά θα με φέρει ο φίλος μου». Λέω: «Εμένα δεν με ενδιαφέρει, κοπέλα μου». Αυτά μού είναι αδιάφορα τελείως! «Τι με νοιάζει εμένα, αν θα σε φέρει;». Και έρχεται με μία Mercedes αυτός! Τον φέρανε βέβαια και την έφερε και κοίταγε η γειτονιά, σου λέει: «Αστυνομία εδώ, τι έχει;» Θα έδινα λογαριασμό τι κάνω; Λέω: «Ήρθε να τις κάνω μοντέλα!» Και γελάγανε: «Α, το κατάλαβα!» Κι αυτό ακόμα έχει μείνει στη γειτονιά. «Θυμήσου, -λέει- που ήρθε η αστυνομία». «Τι ήρθε -λέω-, να με πιάσει;» Και την έφερε. Είχα πάρα πολλές! Η μία με την άλλη, η μία με την άλλη, η μία με την άλλη, τη μάθανε, υπήρχαν πολύ τα έτοιμα. Αλλά μη νομίζεις ότι όλοι έχουν τον ίδιο χαρακτήρα του γέλιου και της πλάκας. Εμένα μου αρέσει η πλάκα, να γελάω, να τους κάνω αστεία. Αυτά μου αρέσουν. Εμένα προσωπικά μου αρέσανε πάρα πολύ.
Υπήρχε έτσι κάποιο περιστατικό αστείο που να είχε συμβεί με πελάτισσα, με τα ρούχα, κάτι που…
Έχει βγει και στον κινηματογράφο. Δεν ξέρω αν τη βλέπεις. Που ήταν ο Βουτσάς και της τράβαγε το φόρεμα! Λέω τη... «Για πάρτε μου -λέω- την περιφέρειά σας για να ετοιμάσω το…». Γιατί παίρναμε τα υφάσματα, έπαιρνα τα μέτρα εγώ, για να ξέρω πόσο θα αφήσω μέσα. Τότε ήταν όλα στα χέρια μωρέ, δεν ήταν τώρα ετοιματζίδικα. Λέει: «Είμαι 48 κιλά, έχω στήθος 110 -τώρα πού βρήκε τα 48, δεν ξέρω-, έχω εκείνο». Εγώ το κάνω λίγο πιο φαρδύ, λέω: «Άσε εδώ, καλύτερα να φαρδαίνει και να κόβεται, παρά έτσι». Και της κάνω ένα ωραίο έτσι... Να περνάει από δω! Τότε ντυνόντουσταν ωραία. Δεν ήταν βάζεις ένα παντελόνι και φεύγεις, κάνουνε έτσι. Και έρχεται και κάνει... Της λέω: «Κοίτα τι σας έραψα, -άλλη αυτή- τί σας έραψα, κοιτάχτε το, το 'χω και εδώ έτοιμο!». «Καλέ θα μπω εδώ;», «Καλέ θα μπείτε -της λέω-, γιατί να μην μπείτε;». Αυτό... Είχα αφήσει από μέσα –στην πρόβα–, η ραφή που είχε πίσω... Είχα αφήσει τόσο και το άφησα επίτηδες, για να... Γιατί τους έκανα και πλάκες εγώ. Λέω: «Έλα βρε, κάτσε να βγάλω τις καρφίτσες, αυτό είναι, μη στεναχωριέσαι!». Δηλαδή τους άρεσε που ερχόντουσαν γιατί βρίσκανε άνθρωπο να γελάει, να ξεσπάει, να πάει αλλού ο νους του, να μη σκέφτεται. Προτού παντρευτώ τον Κυριάκο όλα αυτά. Γιατί μου λέει: «Αυτό κομμένο, έχω εγώ λεφτά, ταξιδεύω, δεν έχεις κανέναν έλεγχο. Και τι με ενδιαφέρει εμένα ο πρώην άντρας σου; Ηλίθιος ήταν!». Άκουγα από την Παρασκευούλα «πρώτα ξαδέρφια». Δηλαδή, μου έπαιρνε τα παιδιά να ράψω στην πολυκατοικία μας, μου έπαιρνε… «Τι θες να σου κάνω; Ένα καφεδάκι;». Και είχε πάρει πληροφορίες. Χιώτης και χαζός δεν υπάρχει, υπόψη σου. Χιώτης χαζός δεν υπάρχει. Ε, αυτή ήταν όλη. Και με βοήθησε πάρα πολύ η γυναίκα, Θεός σχωρέστηνα. Στη μάνα μου ίσως δεν καταλάβαινα, αλλά δεν θα έκλαιγα έτσι, όσο για αυτήνα. Γιατί χάρη σε αυτήν τρώω ένα κομμάτι ψωμί. Δεν είχα σύνταξη, δεν είχα τίποτα.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την ιστορία σας!
Σας άρεσε;
Πάρα πολύ!
Κοριτσάκι μου, εγώ ευχαριστώ που μπόρεσα και τα έβγαλα, γιατί δεν τα βγάζω[00:50:00] εύκολα. Δεν μπορώ δηλαδή... Να λέω τα ίδια και τα ίδια; Χάρη σε σας έβγαλα κάτι και ωραίο και άσχημο, για να δείτε τη ζωή την τωρινή σήμερα, αγάπη μου. Πριν ήταν αλλιώς, τώρα είναι αλλιώς. Θέλω να προσέχετε! Σου δίνει μία ο άλλος στην πλάτη και σε έχει ξαπλώσει. Κατάλαβες; Πολύ χάρηκα και σας ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε!
Να είστε καλά.
Ευχαριστώ.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ένα μικρό κοριτσάκι, ορφανό από γονείς, υπό την κηδεμονία της γιαγιάς και αργότερα της θείας της, πηγαίνει σε ένα σχολείο θηλέων και από εκεί σε έναν γάμο χωρίς τη συγκατάθεσή της. Η Πόπη Φώσκολου αφηγείται τη ζωή της και μιλάει για το επάγγελμά της, τη μοδιστρική. Μια γυναίκα μέσα στη δεκαετία του '60, χωρισμένη με δυο παιδιά, παλεύει να βιοποριστεί, αλλά και να βρει την ευτυχία που η ζωή της στέρησε.
Αφηγητές/τριες
Καλλιόπη Φώσκολου
Ερευνητές/τριες
Ειρήνη Κοτσέλη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/10/2022
Διάρκεια
49'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ένα μικρό κοριτσάκι, ορφανό από γονείς, υπό την κηδεμονία της γιαγιάς και αργότερα της θείας της, πηγαίνει σε ένα σχολείο θηλέων και από εκεί σε έναν γάμο χωρίς τη συγκατάθεσή της. Η Πόπη Φώσκολου αφηγείται τη ζωή της και μιλάει για το επάγγελμά της, τη μοδιστρική. Μια γυναίκα μέσα στη δεκαετία του '60, χωρισμένη με δυο παιδιά, παλεύει να βιοποριστεί, αλλά και να βρει την ευτυχία που η ζωή της στέρησε.
Αφηγητές/τριες
Καλλιόπη Φώσκολου
Ερευνητές/τριες
Ειρήνη Κοτσέλη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/10/2022
Διάρκεια
49'