«Ο κόσμος τη νύχτα είναι πιο καθαρός... η μέρα με φοβίζει περισσότερο»: Η νυχτερινή διασκέδαση στα 90s
[00:00:00]Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;
Καλησπέρα. Ονομάζομαι Κακαλέτρης Τάκης.
Είναι Παρασκευή, 25 Σεπτεμβρίου 2020, είμαι με τον Κακαλέτρη Παναγιώτη, βρισκόμαστε στη Σπάρτη. Εγώ ονομάζομαι Ασημακοπούλου Γιούλα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Τάκη, ας σε γνωρίσουμε. Πότε γεννήθηκες και πού μεγάλωσες;
Γεννήθηκα στη Σπάρτη το '76 και μεγάλωσα στη Σπάρτη. Ζω εδώ από τότε με ελάχιστα διαλείμματα και δουλεύω εδώ.
Τι εικόνες έχεις κρατήσει από τα παιδικά και εφηβικά χρόνια στη Σπάρτη;
Πανέμορφες! Υπέροχη πόλη η Σπάρτη για να μεγαλώσει κάποιος. Εύκολη, διασκεδαστική ήταν και είχες τα πάντα εδώ στα χέρια σου, κοντά σου, παντού. Όμορφα ήταν, όμορφα, πάρα πολύ ωραία ήταν η πόλη.
Τάκη, πού εργάζεσαι σήμερα;
Σήμερα εργάζομαι σε δικές μου επιχειρήσεις, έχω –στην εστίαση. Έχω μία ταβέρνα και σε κυλικεία στα σχολεία.
Εργάστηκες σε όλα σχεδόν τα μαγαζιά που συνιστούσαν τη νυχτερινή διασκέδαση της Σπάρτης τη δεκαετία του '90 και του 2000. Προσδιόρισέ μου το χρονικό διάστημα που δούλεψες σ’ αυτά και από ποιο πόστο.
Ναι. Ξεκίνησα το '93 μέχρι το 2004 και δούλεψα στα δύο καίρια πόστα της νύχτας: Σερβιτόρος και στο μπαρ, σαν μπάρμαν.
Τι ιστορίες έχεις να μου πεις; Υπάρχουν σκηνικά που έχουν εντυπωθεί στη μνήμη σου;
Πάρα πολλά, θα ήθελες πάρα πολλές ώρες να σ’ τα πω όλα! Ιστορίες πολλές. Ξέφρενη διασκέδαση ο κόσμος, πάρα πολλή, κάθε βράδυ. Ένα ατελείωτο πάρτι ήταν η... μέχρι και η Σπάρτη θα το έλεγα! Δεν «έσβηνε» από διασκέδαση και από κόσμο, παρόλο που δεν είχαμε ούτε φοιτητές, που είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό και δεν ξέρω πώς γινόταν τότε αυτό, να είναι όλος ο κόσμος έξω εφτά μέρες την εβδομάδα και σε αρκετά μαγαζιά. Γιατί υπήρχαν τουλάχιστον έξι μαγαζιά ανοιχτά καθημερινά. Και ιστορίες, ιστορίες τρέλας. Νύχτα πολλή! Έρωτες πολλούς, πιόματα πολλά, φασαρίες πολλές όμως. Απαιτήσεις πολλές, γιατί υπήρχαν πάρα πολλοί νεόπλουτοι τότε. Μην ξεχνάμε την «έκρηξη» του Χρηματιστηρίου, που νόμιζαν ότι όλοι έχουμε λεφτά, στο μυαλό μας βέβαια, αλλά αυτό έβγαινε και στη νύχτα, που υπήρχαν άνθρωποι που μπορεί να σκοτωνόντουσαν, γιατί δεν έκατσαν στο μπαρ στη γωνία και έκατσε κάποιος άλλος. Πάρα πάρα πάρα πολύς κόσμος έξω. Τρομερά νούμερα σε λογαριασμούς. Και πολλά άλλα τέτοια. Θα τα πούμε παρακάτω.
Πού κυμαινόταν περίπου το νυχτοκάματό σου;
Το νυχτοκάματό μου σε δραχμές κυμαινόταν γύρω στις 10 με 12 χιλιάδες, τα οποία ήταν πάρα πολλά, αρκετά λεφτά θα έλεγα για τότε, δηλαδή με έφταναν να έχω το σπίτι μου, το αυτοκίνητό μου. Ζούσα μόνος μου κανονικά από το νυχτοκάματο και μόνο.
Ενώ το μεγαλύτερο νυχτοκάματο σε ποιο πόστο ήταν, θυμάσαι;
Τα μεγαλύτερα νυχτοκάματα συνήθως τα παίρνανε οι DJ, ιδίως οι guest DJ, οι οποίοι έπαιρναν πάρα πολλά λεφτά. Δηλαδή μπορεί να παίρναν και 150-200.000 τη βραδιά για να παίξουν σ’ ένα μαγαζί στη Σπάρτη. Και όχι μόνο στη Σπάρτη.
Μου έλεγες πριν την έναρξη της ηχογράφησης ότι οι υπεύθυνοι των νυχτερινών μαγαζιών, ή ενός μόνο νυχτερινού μαγαζιού, είχε προσλάβει υπάλληλο μόνο για την καταμέτρηση των ημερήσιων εισπράξεων.
Ναι. Ήταν ένα φοβερό αυτό, είχε γίνει ανέκδοτο στην πόλη! Σ’ ένα μαγαζί είχε γίνει αυτό, τουλάχιστον σ’ ένα το είδα εγώ. Από την πολλή δουλειά και από το πολύ ποτό να το πω έτσι το πρωί δεν γινόταν να κάτσουν να μετρήσουν τα λεφτά και τα ταμεία και αναγκάστηκαν να πάρουν υπάλληλο που θα τους έκανε μόνο αυτή τη δουλειά. Με τρομερό μηνιάτικο! Τους μέτραγε μόνο τα χρήματα! Ε, ζούσαμε μέρες τρομερές στη Σπάρτη τότε.
Πες μου για επεισόδια βίαια που ενδεχομένως εκτυλίσσονταν, για φασαρίες.
Ναι. Σχεδόν κάθε βράδυ γινόντουσαν φασαρίες. Ιδίως με φαντάρους που έβγαιναν καθημερινά και πίνανε, μεθούσαν και δημιουργούσαν προβλήματα στα μαγαζιά. Όχι όλοι βέβαια, αλλά πάρα πολλοί. Σε πολύ μεγάλο βαθμό κάθε βράδυ γινόταν φασαρία στα νυχτερινά μαγαζιά, τα οποία ήταν αναγκασμένα να έχουν τουλάχιστον τρεις με τέσσερις ανθρώπους σαν ασφάλεια να το πω έτσι στην πόρτα και μέσα στο μαγαζί, ώστε να αποφεύγονται αυτά. Αλλά δεν αποφεύγονταν κάθε βράδυ. Πολλά σπασίματα, πολύ ξύλο. Τα καλοκαίρια με τους Αμερικάνους, οι οποίοι ξέφευγαν τελείως, χανόταν κάθε μέτρο στο ποτό και στη διασκέδασή τους, γιατί ήταν πάρα πολύ φτηνά στην πόλη μας. Το θεωρούσαν πολύ φτηνό το ποτό. Δραχμή-δολάριο ήταν, ήταν τρομερή η διαφορά. Οι οποίοι χάνανε κάθε έλεγχο και κάθε βράδυ είχαμε... Κάθε βράδυ σχεδόν είχαμε φασαρίες τρομερές. Αλλά τελειώνανε όλα, μετά από μια ώρα-δύο είχαν, ήταν όλοι στη θέση τους πάλι. Ευτυχώς δεν είχαν γίνει. Α, και ένα περιστατικό άσχημο που είχε γίνει ήταν κάποιος που είχε φάει... Δεν τον αφήσανε να μπει, γιατί ήτανε πάρα πολύ μεθυσμένος, ο οποίος, το ζήσαμε και αυτό, έφερε καραμπίνα και είχε ρίξει τότε στους πορτιέρηδες, ευτυχώς χωρίς να πετύχει κάποιον. Ήταν ό,τι πιο... Το πιο δύσκολο που περάσανε τα παιδιά. Κατά τ’ άλλα, τα χειριζόντουσαν όλα.
Μου είπες off the record για υπερβολικές απαιτήσεις πελατών[00:05:00], για celebrities που επισκέπτονταν βράδια τα νυχτερινά μαγαζιά.
Ναι, βέβαια. Ήταν της μόδας τότε. Τα μαγαζιά για να είναι λιγάκι «in» να το πω έτσι φέρνανε σχεδόν κάθε Σάββατο διάφορους celebrities, όπως είναι η Δούνια, που είναι σήμερα στη Βουλή νομίζω, η Μαστροκώστα και πάρα, πάρα πολλές άλλες και άλλοι. Ήταν ένα happening που κάνανε τα μαγαζιά. Βέβαια, με υπερβολικές αμοιβές γι’ αυτούς για να κάτσουν μία ώρα στο κάθε μαγαζί για να πιουν ένα ποτό. Και υπήρχαν βέβαια και οι διάφοροι πελάτες, που έπρεπε να θέλουν να είναι δίπλα τους και σκοτωνόντουσαν για ένα τραπέζι, γιατί, σας είπα και πριν, κυκλοφορούσαν πολλά χρήματα τότε. Πέρα από το Χρηματιστήριο, είχαμε και ελιές και πορτοκάλι στον Νομό. Και σκοτωνόντουσαν για ένα τραπέζι συνήθως. Και διάφορα τέτοια άλλα ευτράπελα που γινόντουσαν μέσα στα μαγαζιά με τα τραπέζια και με τους πελάτες. Περίεργους πελάτες θα τους έλεγα. Επειδή χαλούσαν περισσότερα λεφτά, θέλανε να είναι το μαγαζί, νομίζανε ότι τους άνηκε το μαγαζί και το προσωπικό επίσης.
Μιας και αναφέρθηκες γενικότερα στον Νομό Λακωνίας, θυμήθηκα ότι και η νυχτερινή ζωή της Σκάλας από τον Δήμο Ευρώτα ήταν τότε στα «φόρτε» της θα έλεγα. Έρχονταν και από τον υπόλοιπο Νομό στη νυχτερινή ζωή της Σπάρτης;
Ε, βέβαια. Ναι, οι Σκαλιώτες ήταν από τους μεγαλύτερους να το πω σε εισαγωγικά «αιμοδότες» των νυχτερινών μαγαζιών. Οι οποίοι, βέβαια, κάνανε και τις περισσότερες καταστροφές οικονομικές. Και μην ξεχνάμε ότι η Σπάρτη είχε εφτά μέρες την εβδομάδα έξι κλαμπ ανοιχτά και δύο μπουζούκια, πράγμα αδιανόητο τη σημερινή εποχή που ζούμε, αδιανόητο!
Έχεις σκεφτεί ότι υπήρξες τυχερός που δεν έζησες την «καθίζηση» και της αγοράς της νυχτερινής διασκέδασης, απόρροια της οικονομικής κρίσης που συντελέστηκε από το 2008 και έπειτα;
Ναι, ναι. Είμαι πάρα πολύ τυχερός που δεν έζησα αυτήν την παρακμή της νυχτερινής ζωής της πόλης και όλης της Ελλάδος μάλλον. Γιατί όταν έχεις ζήσει τόσο ωραία βράδια με τόσο ωραίο κόσμο είναι αισχρό το θέαμα, η κατάσταση που επικρατεί αυτήν τη στιγμή στα μαγαζιά, λόγω των οικονομικών λογικά. Δεν μπορούν να κάνουν κάτι καλό, δεν μπορούν να προχωρήσουν περισσότερο, γιατί φοβούνται να επενδύσουν σε κάτι παραπάνω. Και δυστυχώς δεν υπάρχουν λεφτά και ο κόσμος είναι μίζερος και μαζεμένος θα το έλεγα. Δεν διασκεδάζει, δεν διασκεδάζει για κανέναν λόγο, χρόνια τώρα στην πόλη. Δυστυχώς. Και, ναι, νιώθω τυχερός που δεν το πρόλαβα, γιατί δεν είναι... Είναι άσχημη η νύχτα αυτήν τη στιγμή. Υποφέρει θα το έλεγα.
Πιστεύεις ότι είναι θέμα τοπικό ότι ο κόσμος δεν διασκεδάζει πλέον ή είναι κάτι γενικότερο;
Νομίζω ότι είναι κάτι γενικότερο. Αν και εδώ πέσαμε πάρα, πάρα, πάρα πολύ στη διασκέδαση. Υπάρχουν και άλλες πόλεις που έχω δει ότι διασκεδάζουν, το προσπαθούν τουλάχιστον να διασκεδάσουν, να περάσουν καλά. Εδώ έπεσε μια «μαυρίλα», μια κατάθλιψη, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Γεμάτα μαγαζιά χωρίς να γελάει κανείς, χωρίς να περνάει καλά. Μάλλον είναι λόγω των οικονομικών. Βγαίνουν απλά για να βγουν, ενώ παλιά βγαίνανε για να διασκεδάσουν.
Θυμάσαι τις μεγαλύτερες μουσικές επιτυχίες της δεκαετίας του '90 και του 2000 που έπαιζαν σε «λούπα» υποθέτω τότε στα νυχτερινά μαγαζιά;
Δεν τις θυμάμαι! Ήταν τόσες πολλές και αλλάζανε τόσο συχνά και κάθε εβδομάδα είχαμε καινούργιο χιτ! Ναι, μ’ έπιασες αδιάβαστο τελείως τώρα.
Έστω καλλιτέχνες.
Έλληνες καλλιτέχνες μπορώ να τους θυμηθώ: Ρέμος, Βέρτης που είναι ακόμη, Καρράς, Τερζής. Μ’ αυτούς γινόταν ο μεγάλος ο χαμός. Τα λεφτά τα πολλά τα παίρνανε τα μαγαζιά με τα ελληνικά. Με τις ελληνικές βραδιές και με το δίωρο ελληνικό πρόγραμμα που γινόντουσαν. Σφακιανάκης, Βανδή, όλοι αυτοί που ακόμα πρωταγωνιστούν στη νύχτα σχετικά. Πρωταγωνιστούν εδώ και είκοσι χρόνια τουλάχιστον. Και μ’ αυτούς γινόντουσαν και οι καταναλώσεις και οι ζημιές. Πάντα με ελληνικά. Πάντα, πάντα, πάντα. Στην πόλη μας τουλάχιστον.
Τα οποία ελληνικά έμπαιναν περίπου μετά τις 2:00, έτσι;
Συνήθως ναι, 2:00-2:30, να έχει «ζεσταθεί» λίγο ο άλλος, να έχει καταναλώσει. Και να αρχίσει μετά, αρχίζανε οι «ζημιές» να το πούμε σε εισαγωγικά. Σπασίματα πολλές φορές. Το γκρεμίζανε το μαγαζί. Απλά το πληρώνανε.
Μπορείς να μου κοστολογήσεις το ύψος ζημιών, το μεγαλύτερο ύψος ζημιών που θυμάσαι;
Μιλάμε για δραχμές πάντα;
Ναι.
Και 1 εκατομμύριο και 1,5 εκατομμύριο! Και μιλάμε για μπαρ το οποίο το ποτό έκανε 1.000 δραχμές και το μπουκάλι 15.000. Ήταν εύκολα αυτά τα νούμερα, τα πιάνανε. Και πάρα πολλές παρέες. Απλά μετά λίγο «ψαλιδιζόντουσαν», λίγο «αγριεύανε», αλλά τέλος πάντων ήταν τρομερά νούμερα για την πόλη το ξαναλέω, γιατί είμαστε μικρή πόλη. Φτάνανε σε σημείο όπως είπαμε και πριν ότι δεν μπορούσαν να μετρήσουν τα χρήματα. Αυτό δηλαδή νομίζω ότι μας τα λέει όλα!
Τάκη, γιατί έφυγες από τη νύχτα το 2004;
Κουράστηκα! Πάρα πολύ δύσκολη δουλειά. Απαιτητική δουλειά, με πολλές ώρες ξενύχτι, με πολλή γκρίνια και έπρεπε να προχωρήσω να κάνω κάτι δικό μου. Όχι στη νύχτα, γιατί αρκετά την έζησα. Την έζησα στα καλά της και κάπου έβλεπα ότι άρχιζε και[00:10:00] χαλάει το πράγμα το ωραίο της νύχτας. Και ήθελα ν’ αποφύγω και διάφορα δύσκολα πράγματα που μπορεί να συναντήσεις τη νύχτα, όπως Ρομά που μπαίνανε στα μαγαζιά και κάνανε ζημιές, μεθυσμένοι πολλοί που επίσης... Λίγο επικίνδυνα, λίγο επικίνδυνα. Δεν νομίζω ότι ήθελα να το συνεχίσω ως ιδιοκτήτης αυτό. Δύσκολη, δύσκολη δουλειά.
Σε τι διαφέρει η δουλειά τη νύχτα από τη δουλειά την ημέρα;
Σε πάρα πολλά πράγματα. Την ημέρα προλαβαίνεις να κάνεις πράγματα, να τρέξεις τις δουλειές σου, τα πάντα. Αν δουλεύεις νύχτα δεν μπορείς να κάνεις, δεν... Είναι τόσο πολύ το ξενύχτι, που η μέρα σου ξεκινάει τουλάχιστον μετά τις 2:00 το μεσημέρι.
Είπες, έκανες πριν μερικές νύξεις. Πώς χαρακτηρίζεις το τοπίο της νυχτερινής διασκέδασης σήμερα στην πόλη;
Δυστυχώς το... Δεν υπάρχει νυχτερινή διασκέδαση στην πόλη για εμένα. Είναι πάρα πολύ μέτρια έως κακή η κατάσταση θα έλεγα. Για εμένα που έζησα αυτά τα χρόνια, γιατί έχω μέτρο σύγκρισης. Με πιο νέους που μιλάω, γιατί έχω και το κυλικείο –είναι Λύκειο, είχα και σε Πανεπιστήμιο κυλικείο και μιλάω με τα παιδιά– σε μερικούς αρέσει. Γενικά ξέρουν και αυτοί τι γινόντουσαν λίγο πιο παλιά και ακούνε ιστορίες και δεν νομίζω ότι περνάνε καλά. Δεν είναι καλή η νύχτα. Δεν είναι διασκεδαστική θα έλεγα η νύχτα, όχι δεν είναι καλή.
Τάκη, νοσταλγείς εκείνη την εποχή;
Όποτε βγαίνω έξω μόνο αυτό σκέφτομαι, γιατί βγήκα και γιατί να μην ήμασταν είκοσι χρόνια πριν! Ναι, ήταν πολύ καλύτερα. Ευχαριστιόσουν, δηλαδή ήταν και άλλος ο κόσμος, άλλη η ψυχολογία του κόσμου. Δηλαδή ήμασταν μια χούφτα άνθρωποι και διασκεδάζανε σε πολλά μαγαζιά, λες και δεν υπήρχε αύριο, όμορφα. Τώρα δεν διασκεδάζουν, δεν είναι ωραία έξω, όχι. Αν εξαιρέσεις δύο-τρία μαγαζιά στη Σπάρτη, έτσι, που μπορείς να πιεις ένα ποτό για λίγο, χαλαρό θα το έλεγα, όχι δεν είναι καλή η διασκέδαση, και φυσικά και τη νοσταλγώ, όπως και πολλοί νομίζω στη Σπάρτη.
Πιστεύεις ότι αυτή η νοσταλγία σου συνίσταται σε μια συνολική αναπόληση στιγμών και καταστάσεων εκείνης της εποχής; Εννοώ ήταν, είναι μια νοσταλγία γενικότερη των...
Ναι, ναι, ναι. Είναι μια νοσταλγία εκείνων των χρόνων. Χωρίς άγχος, χωρίς πολλά προβλήματα. Ίσως να ήταν και οι ηλικίες μας κιόλας, να μη σκεφτόμασταν και τόσο πολύ. Ήταν σίγουρα πολύ καλύτερες μέρες και νύχτες. Στη Σπάρτη, στην Ελλάδα ήταν πολύ πιο ωραία. Και σίγουρα μ’ αυτά που ζούμε αυτήν τη στιγμή, μας κάνει να τα αναπολούμε, μάλλον, κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Αυτήν την ανεμελιά και την όρεξη για διασκέδαση που υπήρχε.
Σκέφτομαι, μιας και έθιξες το θέμα της ηλικίας, αν υπάρχει κάποιο ηλικιακό όριο στο μέχρι πότε μπορεί να δουλεύει κάποιος στη νύχτα χωρίς να επέλθει κούραση.
Αυτό είναι σχετικό, πάρα πολύ σχετικό. Μπαίνει αναλόγως στις ορέξεις τους. Ξέρω ανθρώπους που είναι και 45 και 50 που δουλεύουν ακόμα νύχτα σαν υπάλληλοι. Οι ιδιοκτήτες νομίζω δεν υπάρχει όριο να... Δεν υπάρχει όριο στο να είσαι ιδιοκτήτης τη νύχτα. Αρκεί να μην πηγαίνεις κάθε βράδυ για δουλειά. Απ’ ό,τι μιλάω και με φίλους και με γνωστούς που έχουν μαγαζιά, δεν μπορούν συνέχεια να είναι εκεί με το όλο τους το «είναι». Κουράζει, κουράζει πάρα πολύ η νύχτα δυστυχώς. Ε, οι καινούργιοι τώρα είναι μέχρι 30, μέχρι 30-35 μπορείς να δουλέψεις άνετα. Από κει και πέρα πρέπει ν’ αλλάζεις και πόστα. Πράγμα που στη Σπάρτη δεν έχεις μαγαζιά που μπορείς να πας λίγο παραπάνω, όπως είναι η Αθήνα, δηλαδή να γίνεις υπεύθυνος, να γίνεις μετρ, που δεν έχει ηλικιακό όριο επίσης. Δύσκολο στη Σπάρτη. Κάπου πρέπει να σταματάς νομίζω.
Επιλογικά, πώς θα χαρακτήριζες την εικόνα ευμάρειας εκείνης της εποχής;
Υπέροχη! Υπήρχαν πολλά λεφτά. Δεν ξέρω άμα ήταν από δάνεια –ήταν και από δάνεια, ήταν και από Χρηματιστήρια. Ήταν και η δραχμή που ήταν πάρα πάρα πάρα πολύ καλή για την Ελλάδα τελικά, όπως αποδείχθηκε. Και βοηθούσε ώστε ο άλλος... Δηλαδή έβγαινες με 10.000, 30 € σημερινά και πέρναγες όλη σου τη νύχτα έξω. Ενώ τώρα με 30 € δεν νομίζω ότι μπορείς να κάνεις κάτι δυστυχώς. Αυτό, και σ’ αυτό οφείλεται η παρακμή της νύχτας. Ακρίβυναν όλα. Ακρίβυναν τα ποτά, ακρίβυναν τα λειτουργικά έξοδα των μαγαζιών. Πληρώνουν λίγα σε μεροκάματα, γιατί δεν βγαίνουν τα μαγαζιά να τους πληρώσουν αυτά που πρέπει, για τη δουλειά που κάνουν τα παιδιά. Κι ο κόσμος δεν έχει λεφτά να χαλάσει. Γιατί όταν με 2.000-3.000 έπινες τρία και τέσσερα ποτά και τώρα με 6 € πίνεις ένα και αν, είναι μεγάλες οι διαφορές στο να διασκεδάσεις και να πιεις λίγο παραπάνω, ώστε να περάσεις και λίγο καλά στο βράδυ. Άλλο ένα σημείο μελαγχολίας του κόσμου.
Έχεις συναναστραφεί άτομα που ασκούν άλλα επαγγέλματα της νύχτας και έχετε συγκρίνει εμπειρίες και απόψεις;
Βέβαια. Ακόμη και τώρα, έρχονται στο μαγαζί που τρώμε και λέμε: «Θυμάσαι τότε που δουλεύαμε εκεί, που υπήρχε αυτό το μαγαζί, που υπήρχαν τα μπουζούκια, που ήταν ένα..;». Μια τρομερή, σουρεάλ κατάσταση, που κλείναμε τα μαγαζιά μας [00:15:00]Δευτέρα βράδυ και μπορούσαμε να πάμε στα μπουζούκια μέχρι τις 7:00 το πρωί. Αυτό όλοι το σκέφτονται! Με νοσταλγία, με μελαγχολία άλλοι. Δυστυχώς, δεν... Δυστυχώς πάνε αυτά. Κουβεντιάζω με πάρα πολλούς. Την ίδια γνώμη, την ίδια άποψη μ’ εμένα έχουν, με ό,τι σας λέω, δηλαδή οι περισσότεροι αυτό λένε, ότι: «Τι ωραία περνάγαμε». Πριν πολλά χρόνια όμως.
Κλείνατε το μαγαζί Δευτέρα βράδυ και πηγαίνατε στη συνέχεια στα μπουζούκια;
Ναι! Ήταν τόσο, τόσο νορμάλ φαινόταν αυτό, ότι θα πηγαίναμε μέχρι τις 7:00 η ώρα! Σημειωτέον, στη Σπάρτη λειτουργούσαν τρία μπουζούκια σχεδόν καθημερινά. Ναι, και ήταν γεμάτα καθημερινά! Με τεράστιες «καταστροφές». Αν εμείς νομίζαμε ότι 1.000.000 και 700.000 δραχμές ήταν καλός λογαριασμός στο κλαμπ που δούλευα, εκεί ήταν το «Καλησπέρα» το 1 εκατομμύριο. Ναι, τρομερές, τρομερές καταστάσεις.
Ποια είναι πιο «γλυκιά», η νύχτα ή η μέρα;
Η νύχτα! Θα σ’ το απαντήσω χωρίς να το σκεφτώ! Είναι πολύ πιο «γλυκιά». Και ίσως να είναι κλισέ αυτό που θα πω: Πιο καθαρός είναι ο κόσμος τη νύχτα, πιο ίσιος, πιο ντόμπρος από τους... Από πολλούς ανθρώπους της μέρας καθώς πρέπει –και καλά καθώς πρέπει τέλος πάντων. Γιατί είμαι χρόνια τώρα και στη μέρα και νομίζω ότι με φοβίζει περισσότερο η μέρα παρά η νύχτα!
Θα μπορούσες να δουλέψεις σε κάποιο άλλο νυχτερινό επάγγελμα αν παρίστατο ανάγκη;
Ναι, εννοείται, εννοείται! Μέχρι και πριν τρία χρόνια, λόγω ανάγκης ενός φίλου που δεν είχε προσωπικό, ξαναμπήκα πίσω από το μπαρ και το νοστάλγησα και μου άρεσε. Ήταν ωραία, ήταν ωραία. Έκατσα έναν μήνα και το είχα πεθυμήσει πάρα πολύ, το διασκέδασα. Αλλά μόνο αν ήταν ανάγκη θα ξαναδούλευα.
Τάκη, θα ήθελα να σ’ ευχαριστήσω θερμά για όσα αφηγήθηκες σήμερα.
Κι εγώ, κι εγώ, Γιούλα μου, σ’ ευχαριστώ.
Περίληψη
Ο Παναγιώτης Κακαλέτρης αφηγείται ιστορίες από τη νυχτερινή διασκέδαση της Σπάρτης. Αρχές του 1993 ξεκινάει να εργάζεται στα νυχτερινά μαγαζιά της πόλης. Μιας πόλης που, όπως αναφέρει και ο ίδιος, δεν «έσβηνε» από διασκέδαση. Μπουζούκια, σελέμπριτι, ευτράπελα, ξενύχτια και παχυλά νυχτοκάματα συνιστούσαν το σκηνικό των δεκαετιών 1990-2000. Έχοντας ζήσει και με το παραπάνω τη νύχτα, το 2004 ο αφηγητής αποσύρεται και στήνει πλέον τις δικές του επιχειρήσεις στον χώρο της εστίασης. Ακολουθεί η οικονομική κρίση και η σταδιακή παρακμή της νυχτερινής διασκέδασης. Σήμερα, ο Παναγιώτης αναπολεί με νοσταλγία τις περασμένες αυτές εποχές που τόσο έντονα εντυπώθηκαν στη μνήμη του.
Αφηγητές/τριες
Παναγιώτης Κακαλέτρης
Ερευνητές/τριες
Γεωργία Ασημακοπούλου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/09/2020
Διάρκεια
16'
Περίληψη
Ο Παναγιώτης Κακαλέτρης αφηγείται ιστορίες από τη νυχτερινή διασκέδαση της Σπάρτης. Αρχές του 1993 ξεκινάει να εργάζεται στα νυχτερινά μαγαζιά της πόλης. Μιας πόλης που, όπως αναφέρει και ο ίδιος, δεν «έσβηνε» από διασκέδαση. Μπουζούκια, σελέμπριτι, ευτράπελα, ξενύχτια και παχυλά νυχτοκάματα συνιστούσαν το σκηνικό των δεκαετιών 1990-2000. Έχοντας ζήσει και με το παραπάνω τη νύχτα, το 2004 ο αφηγητής αποσύρεται και στήνει πλέον τις δικές του επιχειρήσεις στον χώρο της εστίασης. Ακολουθεί η οικονομική κρίση και η σταδιακή παρακμή της νυχτερινής διασκέδασης. Σήμερα, ο Παναγιώτης αναπολεί με νοσταλγία τις περασμένες αυτές εποχές που τόσο έντονα εντυπώθηκαν στη μνήμη του.
Αφηγητές/τριες
Παναγιώτης Κακαλέτρης
Ερευνητές/τριες
Γεωργία Ασημακοπούλου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/09/2020
Διάρκεια
16'