© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Σμιλεύοντας» την Ακρόπολη

Κωδικός Ιστορίας
12298
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δημήτρης Κατσαρός (Δ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/03/2022
Ερευνητής/τρια
Χριστίνα Πέτρου (Χ.Π.)
Χ.Π.:

[00:00:00]Καλημέρα, ονομάζομαι Πέτρου Χριστίνα, είμαι ερευνήτρια για το Istorima. Σήμερα είναι Κυριακή 27 Μαρτίου 2022, είμαι με τον κύριο;

Δ.Κ.:

Δημήτρη Κατσαρό.

Χ.Π.:

Με τον κύριο Δημήτρη Κατσαρό και βρισκόμαστε στο σπίτι του και είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε την συζήτησή μας. Πείτε μας λίγα πράγματα για την ζωή σας.

Δ.Κ.:

Πώς βρέθηκα στην Ελλάδα, γιατί ήμουνα στο εξωτερικό, ήμουνα στη Γερμανία. Εκεί λοιπόν είχα δικές μου δουλειές, έκανα, και κάποια στιγμή ένας φίλος μου που έφυγε από κει, κατέβηκε στην Ελλάδα, ήταν διερμηνέας στη Γερμανία. Είχαν δώσει εξετάσεις χίλιοι πεντακόσιοι διερμηνείς, γιατί ήθελαν να βρουν έναν επίσημο διερμηνέα του Υπουργείου Εξωτερικών. Λοιπόν, κι αυτός βγήκε πρώτος. Ήταν ο Νίκος Βλαχογιάννης και διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών επίσημος διερμηνέας. Λοιπόν, αυτός έλεγε ότι «Δεν θα σ’ αφήσω στη Γερμανία, εσένα σε θέλω στην Ελλάδα», γιατί εγώ ασχολούμουνα με τέχνες γλυπτικής, ζωγραφικής και πολλές άλλες τέχνες. Έτσι, λοιπόν, έφυγε κι ήρθε στην Ελλάδα. Έπιασε δουλειά στο Υπουργείο Εξωτερικών και εργαζόταν, αλλά μια μέρα που πήγαινε στη δουλειά του, πατώντας το ασανσέρ για να ανέβει απάνω, άνοιξε η πόρτα και τον πήρε και τον σκότωσε κι έτσι χάθηκε ο Νίκος. Ο κουνιάδος του ήρθε στη Γερμανία για να βγάλει τη σύνταξή του και ήρθε και βρήκε εμένα που ήμασταν φίλοι με τον Νίκο -γιατί εγώ τυχαίνει να ήμουνα τότε Πρόεδρος της κοινότητος στο Gütersloh της Δυτικής Γερμανίας- και τον βοήθησα να βρει τα στοιχεία που ήθελε. Όταν τελείωσε και έφυγε για την Ελλάδα, του ‘κανα δώρο δύο βιβλία, που είχα εκδώσει. Ποιητικές συλλογές, τον «Δρόμο Δίχως Τέλος» και «Η Αντάρα της Ζωής». Σ’ ένα βιβλίο από αυτά είχα σκαλιστό εξωτερικά ένα μάρμαρο, την πάλη του Διγενή με τον Χάρο. Αυτό το βιβλίο το ‘χε μαζί του γιατί αυτός δούλευε στον Παρθενώνα σαν εργάτης. Ο Γρηγόρης, λοιπόν, αυτός -πώς τον λέγαν τον Γρηγόρη; Ανδρουτσάκη, νομίζω, δεν θυμάμαι το επίθετό του- διαβάζοντας το βιβλίο το είδε ο Προϊστάμενος που ήταν, ο Γεώργιος Παπαθανασόπουλος. «Πού το βρήκες αυτό, ρε Γρηγόρη;» «Α, μου το ‘δωσε ένας φίλος μου που είναι στη Γερμανία». «Για να το δω». Του ρίχνει μια ματιά, βλέπει το εξώφυλλο «Ποιος το ‘φτιαξε αυτό;». «Αυτός ο ίδιος». «Πού είναι αυτός;». «Στη Γερμανία». «Αυτόν τον θέλουμε εδώ!» Είδε το σκαλιστό έξω, διάβασε και λίγο μέσα τα ποιήματα κι έτσι λοιπόν μου κάνει τηλεγράφημα να ‘ρθω στην Ελλάδα για να εργαστώ στο Παρθενώνα. Ήρθα στην Ελλάδα, πήγα βρήκα τον Παπαθανασόπουλο, γνωριστήκαμε, μου λέει «Από σήμερα είσαι υπάλληλος του Υπουργείου μας αλλά έχω μια δουλειά στη Πύλο κάτω. Φτιάχνουμε το Κέντρο Εναλίων όλης της Ευρώπης, θέλουμε να το φτιάξουμε, και θέλουμε να φτιάξουμε το Κάστρο το οποίο ήταν φυλακές εκεί τελευταία, να το διαμορφώσουμε σε Κέντρο Εναλίων». Είχαν μια πόρτα μεγάλη του Κάστρου, η οποία ήταν χαλασμένη και θέλαν να φτιάξουνε και μου λέει «Θα μου φτιάξεις την πόρτα». Του ‘φτιαξα αυτήν την πόρτα, την τελειοποιήσαμε πολύ ωραία, και μετά γύρισα στην Αθήνα στα εκμαγεία που ήτανε στο θέατρο Ηρώδου του Αττικού από κάτω. Έτσι εκεί ήμουνα στην Εφορεία Εναλίων και εργαζόμουνα για την Εφορεία Εναλίων. Μετά από δύο-τρία χρόνια έφυγε ο Παπαθανασόπουλος, με σύνταξη, και ήρθε στη θέση του η Χατζιδάκη, η οποία ήτανε βαπτισιμιά της Μαρίκας Μητσοτάκη. Είχαμε έναν φωτογράφο στο εργαστήριο μέσα, που ‘ταν πολύ καλαμπουρτζής. Αυτός τη γνώριζε, εγώ δεν την ήξερα την κυρία αυτή. Μας καλούσε έναν έναν για να μας γνωρίσει κι ο φωτογράφος της λέει «Εδώ έχουμε διάφορους εργαζόμενους κι έναν κομμουνιστή!» και συστήνει εμένα, επειδής αυτή ήταν του Μητσοτάκη, για να κάνει πλάκ[00:05:00]α. Με καλεί μέσα η κυρία αυτή κι εγώ ήμουνα με γενειάδα, όπως είμαι. Μου λέει «Τι εμφάνιση είναι αυτή, κύριε Κατσαρέ; Αύριο θα ‘ρθείτε ξυρισμένος και γραβατωμένος!». Εγώ το κεφάλι μου μόνο στον δίσκο απάνω το παίρνεις κομμένο να το αλλάξεις! Βγαίνω έξω και φεύγω. Πάω στα γραφεία λοιπόν και ζητάω μετάθεση να πάω στη Πρώτη Εφορεία. Αυτήν την πάνε τα παιδιά, το υπογράφει και φεύγω. Μετά από μία εβδομάδα με καλεί ο Προϊστάμενος της Πρώτης Εφορείας για να δώσω μια συνέντευξη, γιατί θέλω να πάω στην Πρώτη Εφορεία. Λοιπόν, του είπα εκεί πέρα ότι «Εγώ για συναισθηματικούς λόγους θέλω να έρθω». Μου λέει «Γιατί; Ποιοι είναι οι συναισθηματικοί σου λόγοι;». «Να σου μιλήσω ελεύθερα;». Μου λέει «Ναι». «Διότι ο παππούς μου πολέμησε με τον Καραϊσκάκη να ελευθερώσουν τον Παρθενώνα και εγώ θέλω να εργαστώ στον Παρθενώνα!». Πατάει το κουδούνι και έρχεται ο Προϊστάμενος, ο κύριος Μάντης ο Αλέξανδρος, και του λέει «Κύριε Μάντη, ενημέρωσε τον κύριο Κατσαρό εφ’ όλης της ύλης της Εφορείας μας». «Μάλιστα». Με κατεβάζει ο κύριος Μάντης στα εργαστήρια, με ενημέρωσε, με σύστησε με τα παιδιά, μου ‘δωσε την ντουλάπα μου, το γραφείο μου, το εργαστήριό μου και απ’ την άλλη μέρα θα εργαζόμουνα στη Πρώτη Εφορεία και έτσι έγινε. Και εκεί πήρα τη σύνταξή μου από ‘κει μέσα φτιάχνοντας ένα σωρό έργα, εκμαγεία, αντίγραφα. Τελειώσαμε τις μορφές όλες του Παρθενώνα, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Κάθησα και δύο χρόνια επιπλέον κι όταν τελειώσαμε την τελευταία μορφή, υπέβαλα τα χαρτιά μου για τη σύνταξη. Αυτό το ιστορικό πώς βρέθηκα εκεί μέσα. Τώρα τα έργα που έφτιαξα και υπάρχουνε είναι μες στο μουσείο, είναι στις αποθήκες. Με τον κόσμο που συνεργάστηκα… Γνώρισα πάρα πολύ κόσμο. Ήμουνα στο Σωματείο του Υπουργείου Πολιτισμού, όλα αυτά τα χρόνια, με τους εκμαγείς του Παρθενώνα, τους γλύπτες, τους συντηρητές, με το όλο το εργατικό δυναμικό, γενικά. Τι θες άλλο να σου πω;

Χ.Π.:

Πώς ήτανε η διαδικασία αυτή; Μερικά έργα να περιγράψετε πώς-

Δ.Κ.:

Φτιάχναμε τα έργα;

Χ.Π.:

Ναι, κάποια από αυτά που είστε πολύ περήφανος που τα καταφέρατε και τα συμπληρώσατε.

Δ.Κ.:

Λοιπόν, ήμασταν στα εκμαγεία εφτά άτομα. Ο Αντώνης ο Μπαϊμπάς, ο Καραγιώργης ο Θόδωρος, ο Ηλίας ο Μαγκαφάς, ο Γιώργος… -ο Γιώργος, πώς το λέγαν το επίθετο; Κοίτα που τους ξεχνάω τώρα, είναι και χρόνια που έχω φύγει, απ’ το 2002 έφυγα- ο Γιώργος ο Αργύρης. Ο... -ποιος άλλος; Ο Γιώργος… Αχ! Τους ξεχνάω τα ονόματά τους τώρα. Βλέπεις μεγάλωσα και ξεχνάω κι όλα τώρα, ε;

Χ.Π.:

Δεν πειράζει.

Δ.Κ.:

Στην πορεία θα θυμηθώ τα ονόματά τους, αν χρειαστεί. Λοιπόν, με τα παιδιά αυτά δουλεύαμε μέσα στο εργαστήριο. Φτιάχναμε στα καλούπια, συμπληρώναμε τα… είχαμε τα αντίγραφα όλα, αυτά που έκλεψε ο Έλγιν, και βρίσκονται στο μουσείο στο Λονδίνο. Εμείς είχαμε καλούπια, τα οποία ήταν παλιά, λαστιχένια, χαλασμένα, τα συμπληρώσαμε, τα ενισχύσαμε, τα κολλάγαμε, τα φτιάχναμε, τα σταθεροποιούσαμε και χυτεύαμε μέσα τσιμεντένια αντίγραφα, με ανοξείδωτο μέταλλο και υλικά που να μοιάζει με το μάρμαρο, το φτιάχναμε να είναι σαν το μάρμαρο. Έτσι είχαμε μεγάλη επιτυχία. Όταν έβγαινε το γλυπτό, φαινόταν σαν να είναι γνήσιο μάρμαρο. Καταφέραμε, δηλαδή, με τα παιδιά όλα να φτιάχνουμε... τα αντίγραφα να ‘ναι πολύ πιστά. Κι έτσι τα τελειώσαμε σχεδόν όλα αυτά τα κομμάτια ένα ένα, αφού τα ισιώναμε, αφού τα διορθώναμε, τα συμπληρώναμε και τα κάναμε στο μέγεθος που ήταν το πραγματικό τους μέγεθος, που είχανε, για να συμπληρωθεί απάνω στον Παρθενώνα ο ναός. Μετά εγώ ασχολήθηκα και με τα γλυπτά. Το Ανθέμιο που έφτιαξα, από τρία μικρά κομμάτια, το συμπλήρωσα ολόκληρο και το τελειοποίησα και το στήσαμε. Έφτιαξα την πόρτα του Ασκληπιείου, πολύ μεγάλη κι αυτή. Είχαμε μόνο μικρά θραύσματα, τα οποία έβγαλα σε γύψινο αντίγραφο, το γλυπτό του μέρος, και το τραβήξαμε στον γύψο και το φτιάξαμε. Ολόκληρη την πόρτα. Και ο Κώστας ο Ζούρλας[00:10:00] τελείωσε τον σχεδιασμό της ζωγραφικής -είχε τελειώσει στο Πανεπιστήμιο της Ρουμανίας, γλυπτική, κεραμική κι ήξερε πολύ καλά απ’ αυτήν τη δουλειά- κι έτσι φτιάξαμε μια πόρτα που νόμιζες ότι ήταν ολόιδια! Η γύψινη σαν να είναι μαρμάρινη! Είναι κι αυτή η πόρτα του Ασκληπιείου, μέσα στο μουσείο κι αυτή. Έφτιαξα την κόρη του Κέκροπα που τη συμπλήρωσα από μικρό θραύσμα ολόκληρη. Έφτιαξα πολλά κομμάτια ξεχωριστά! Τον λύκο που είναι στο μουσείο μέσα που λέγαν «Ο σκύλος». Δεν είναι σκύλος, είναι λύκος! Αυτό που είναι μέσα, ένας καθιστός, αυτό δεν είναι σκύλος, αλλά είναι λύκος απ’ τη μορφή του. Πολλά. Τι να σου πω δηλαδή απ’ αυτά τα θέματα; Θα μπορούσα να σου δείξω κι αντικείμενα που είχαμε βρει. Μια φορά φτιάχναμε μια μετόπη και βρήκα εγώ στο κράνος πάνω, είχε ένα περιστέρι, το οποίο είχε χαθεί, δεν φαινόταν. Ίσα-ίσα που φαινότανε απάνω. Έτσι λοιπόν το τόνισα λίγο αυτό το περιστέρι, ήταν στο κράνος ενός αναβάτη -απ’ τους αναβάτες, τους Αχαρνείς, που είναι απάνω. Λοιπόν, αυτό το ‘βγαλα ξεχωριστά, το περιστέρι, και μάλιστα το ‘δωσα στο χυτήριο κι έφτιαξα δύο περιστέρια, απ’ αυτό το περιστέρι, κι έδωσα ένα σε μια αρχαιολόγο που είχαμε εκεί πέρα, με θέμα να φτιάξουν όλες τις μετόπες μπρούτζινες, για να μη χαθούν ποτέ, να υπάρχουν πάντα! Γιατί εγώ διέσωσα το περιστέρι, που δεν θα το ‘βλεπαν. Θα ‘χε χαθεί αυτό το πράμα. Έχω και κομμάτι να σου δείξω απ’ αυτό, γιατί έφτιαξα δύο. Τι άλλο να σου πω;

Χ.Π.:

Αυτό το περιστέρι πώς ακριβώς το διασώσατε; Πώς το τονίσατε; Ποια ήταν η διαδικασία δηλαδή;

Δ.Κ.:

Εγώ το τόνισα, το χάραξα λίγο να φαίνεται, γιατί είχε χαθεί και έβγαλα ξεχωριστά το περιστέρι να φαίνεται, απάνω στο κράνος του αναβάτη, που ήτανε, έτσι; Στη μετόπη, αυτή που φτιάξαμε, το τόνισα να φαίνεται, και φαίνεται το περιστεράκι αυτό, που είναι απάνω στο κράνος. Τώρα αυτό ίσως φθάρθηκε και απ’ τους Εγγλέζους, γιατί αυτοί τα τρίβανε για να τα κάνουν άσπρα. Δεν ξέραν ότι αυτά έχουν πάρει πατίνα στον χρόνο. Τα κάναν ζημιά εκεί που τα πήρανε. Έτσι ήταν ένα μικρό μέρος, που διασώθηκε από αυτό, αλλά εγώ το ‘κανα μπρούτζινο, επίτηδες, για να τους δείξω ότι αυτά θα ‘πρεπε κάποια στιγμή να τα κάνουν όλα μπρούτζινα, ώστε να διασωθούν στους αιώνες, που θα ‘ρχονται να τα βλέπουν οι γενιές! Γιατί δεν είναι τυχαίο πράμα, αυτή η τέχνη δεν γίνεται πάντα και να διασωθεί στους αιώνες!

Χ.Π.:

Βασικά πώς μπορούσατε να βρείτε από τα θραύσματα να καταλάβετε πώς είναι το ολόκληρο; Πώς ήταν αυτή η διαδικασία δηλαδή;

Δ.Κ.:

Δουλεύοντας πάνω στο ίδιο το κομμάτι, προσθέτοντας, με βάση τις πτυχές προς τα πού σε οδηγούνε, ακολουθούσαμε αυτήν την πορεία. Παράδειγμα, εγώ έβλεπα ότι έχει μια πτυχή. Αυτή η πτυχή, έπαιρνα το σχήμα της προς τα πού πάει, πόσο… έπαιρνα απ’ την άλλη μεριά, πήγαινα απ’ την άλλη μεριά, και γύρω, γύρω, γύρω σε οδηγούσε το ίδιο το αντικείμενο προς τα πού πάει το θέμα. Το άφηνες από ‘κει, το πήγαινες απ’ την άλλη πλευρά, κι έτσι σφαιρικά όταν το δούλευες απ’ όλες τις πλευρές, σιγά σιγά σου ‘δειχνε τι είναι αυτό το πράμα κι έτσι ακριβώς συμπληρώνονταν ορισμένα πράγματα.

Χ.Π.:

Η μεγαλύτερη δυσκολία σ’ αυτήν τη δουλειά που κάνατε με τα αντίγραφα ποια ήτανε;

Δ.Κ.:

Οι δυσκολίες δεν ήτανε πάρα πολύ δύσκολα, γιατί ‘ντάξει, όλα μπορούσαμε να λύσουμε λίγο λίγο τα πράγματα, γιατί πάνω απ’ όλα θέλει να ‘χεις χρόνο, να μην βιάζεσαι και να ασχολείσαι. Μου ‘φερε μια φορά ένα κομμάτι, ο κύριος Μάντης, και μου λέει «Αυτό τι μπορεί να είναι; Για κοίτα». Το πήρα κι άρχισα να το δουλεύω. Ήταν ένα τριγωνικό σχήμα σαν πυραμιδοειδές, είχε κυκλικές ακτίνες, και αυτά έδειχναν ότι είναι τριγωνικό, τρίσκελο, με τρία σκέλη. Αυτό σιγά σιγά το ‘φτιαξα και παρουσίασε, ήταν ένας φανοστάτης, που 'βάζαν απάνω κηροπήγια -τι βάζανε- για να έχουνε φως, για να οδηγεί στον δρόμο προς το Ασκληπιείο. Έτσι το τελειοποίησα αυτό το πράμα. Ή έφτιαξα τις βάσεις -ας πούμε- για αγάλματ[00:15:00]α που ήτανε παλιότερα. Τώρα δεν τα θυμάμαι όλα τα αγάλματα, τα οποία φτιάξαμε πολλές βάσεις, πολλά αγάλματα συμπληρώσαμε, τα οποία ήτανε στο Ασκληπιείο, ήτανε στο θέατρο, στο Διονυσιακό, σε πολλά μέρη. Και πολλά κομμάτια που φτιάχναμε.

Χ.Π.:

Η μεγαλύτερη επιτυχία σας ποια είναι θεωρείτε σ’ αυτήν τη διάρκεια που δουλεύατε;

Δ.Κ.:

Το Ανθέμιο! Το Ανθέμιο του Παρθενώνα, το ανατολικό, που είναι 3 μέτρα ύψος. Ήτανε το στέμμα του Παρθενώνα. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο έργο και χρειάστηκε πολύ χρόνο, τρία χρόνια περίπου να το τελειώσω. Το δούλευα, τον περισσότερο καιρό, μόνος μου αυτό, και με τα παιδιά που με βοηθάγαν να το σηκώσουμε, να το σταθεροποιήσουμε και τα λοιπά.

Χ.Π.:

Γιατί ήτανε τόσο δύσκολο αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι;

Δ.Κ.:

Είχε γλυπτά μέρη απ’ όλες τις πλευρές και προσπαθούσα να δώσω το σχήμα του απ’ όλες τις πλευρές, με βάση τις γραμμές που ακολουθούσα. Ακολουθούσα τις γραμμές προς τα πού πηγαίνουνε, και αυτό σιγά σιγά, σιγά σιγά με οδήγησε πώς είναι. Βρήκαμε κι ένα βιβλίο του Κάρεν; Του Γάλλου, το οποίο αυτός είχε ζωγραφίσει κάποια στοιχεία τού Παρθενώνα πριν, από αυτά. Και με βάση αυτουνού τα στοιχεία μπορέσαμε και ολοκληρώσαμε και τα κομμάτια αυτά που φτιάχναμε.

Χ.Π.:

Και μόλις το καταφέρατε και το ολοκληρώσατε πώς αισθανθήκατε εκείνη τη στιγμή;

Δ.Κ.:

Τι να σου πω; Μεγαλείο, το ότι κατάφερα να στήσω ένα πράμα που δεν υπήρχε, ήταν μόνο μικρά θραύσματα -τρία, τέσσερα κομμάτια ήτανε- και να συμπληρώσουμε ένα τέτοιο μεγάλο θέμα, να το παρουσιάσουμε, και μάλιστα στη μορφή, τη μορφή που είχε πραγματικά. Όχι να φαίνεται, αλλά να ‘ναι το ατόφιο κομμάτι, έτσι που ήτανε. Μεγάλη υπόθεση αυτή.

Χ.Π.:

Και πότε αισθανθήκατε περισσότερη περηφάνια για τη δουλειά σας σε όλα αυτά τα χρόνια που εργαζόσασταν εκεί πέρα;

Δ.Κ.:

Κοίτα, 20 ολόκληρα χρόνια δούλεψα τα έργα που δούλεψαν οι αρχαίοι γλύπτες, τα οποία τα πέρασα απ’ τα χέρια μου. Είδα τον σχεδιασμό των εργατών αυτών που τα δούλεψαν, πώς το δουλεύανε, πώς το σκαλίζανε. Η κάθε λεπτομέρεια τη μελετούσα στα χέρια μου λίγο λίγο, κι αυτό ήταν το μεγαλύτερο πράμα που μπορεί να αισθανθείς. Να πιάσεις τα έργα που μελέτησε ο Πραξιτέλης. Του Πραξιτέλη, του Φειδία! Δηλαδή είναι το μεγαλύτερο δέος να έχεις αυτά στα χέρια σου και να τα βλέπεις πώς τα δουλεύανε! Συμπλήρωσα τη στήλη του Τηλέμαχου των Αχαρνών, η οποία ήτανε αφιερωμένη στον δωρητή που 'φτιάξαν το Ασκληπιείο. Κι εκείνη μια μεγάλη δουλειά. Να συμπληρώσω αυτήν τη στήλη, η οποία ήτανε και γλυπτό και η στήλη ολόκληρη. Ήταν αφιερωμένη στον δωρητή του Ασκληπιείου, τον Αχαρνέα -δεν θυμάμαι πώς λεγόταν- την οποία τη στήσαμε στο Ασκληπιείο αυτή, και μία τη δώσανε στο μουσείο των Ιωαννίνων, στείλαμε ένα αντίγραφο -στο μουσείο του Βρέλλη νομίζω είναι- απ’ αυτήν τη στήλη. Γιατί αυτοί χρηματοδοτούσανε γι’ αυτό το μέρος, κι αυτή πολλή δουλειά σπουδαία που έχω κάνει. Τώρα έχουν περάσει και χρόνια και τα ξεχνάω και τις λεπτομέρειες.

Χ.Π.:

Που είπατε πριν ότι ήτανε πολύ σημαντικό ότι τα είχατε στα χέρια σας αυτά που δουλέψανε οι αρχαίοι γλύπτες.

Δ.Κ.:

Ε, ναι. Ε, τι; Άλλο πράμα από αυτό πιο σοβαρό τι να… Να βλέπεις το αρχαίο κομμάτι στα χέρια σου και να το μελετάς και να θες να το συμπληρώσεις; Είναι δέος αυτό, δεν είναι αστεία! Δεν είναι αστεία! Να δεις τους τεχνίτες εκείνους που 'φτιάξαν αυτά τα μεγαλεία που υπάρχουνε. Ο Παρθενώνας είναι απ’ τα τελειότερα έργα που έχει φτιάξει το ανθρώπινο γένος πάνω στη Γης! Δεν είναι αστεία πράματα. Ο Κορρές ο Μανώλης, που είναι ο αρχιτέκτονας, ήταν του Παρθενώνα, σε υπολογισμούς που έχει κάνει, έχει βγάλει λοιπόν… δεν υπάρχει τελειότερη μορφή απ’ αυτό το έργο το οποίο έχει γίνει. Έχει βιβλία ο Μανώλης ο Κορρές -τα οποία εξηγεί- πάνω στα έργα των αρχαίων. Θα σου πω μια παρατήρηση. Όταν ήμουνα στην Εφορεία Εναλίων, ήτανε στις 15 Ιουλίου [00:20:00]ή Αυγούστου -δεν θυμάμαι ακριβώς την ημέρα- στις δώδεκα η ώρα που ο ήλιος έδειχνε να περνάει κάθετα στις κολώνες ακριβώς και να τις βλέπεις απ’ την Εφορεία Εναλίων το μπροστινό μέρος να τις χτυπάει ο ήλιος, στις δώδεκα ακριβώς η ώρα, να είναι όλες ξυράφι φτιαγμένες! Δεν είναι αστεία πράγματα. Ήταν μελετημένα τόσο πολύ και με τις καιρικές συνθήκες, και με το πού βρίσκεται ο ήλιος. Πολύ σοβαρά μελετημένος ο Παρθενώνας. Γι’ αυτό και σου λέω ότι είναι η τελειότερη τέχνη του ανθρώπου, του ανθρώπινου γένους, πάνω στον πλανήτη! Γιατί είχε μεγάλους φιλοσόφους, μεγάλους γλύπτες, μεγάλους επιστήμονες να μελετήσουνε, να βρούνε όλη την σχετικότητα αυτουνού του πράγματος για να γίνει. Δεν τα ‘φτιαξε ένας άνθρωπος, τα 'φτιάξαν πολλοί μαζί. Πολλοί μαθηματικοί, πολλοί σχεδιαστές, πολλοί παράγοντες, και μάλιστα μέσα σε 10 χρόνια. Βρέθηκαν εργαλεία που δουλέψαν οι αρχαίοι, μέσα τώρα που κάνανε έρευνες και σκαλίσανε εκεί πέρα και ανασκαφές και τέτοια. Έχουν την κόφτρα που κόβαν τα μάρμαρα. Βρίσκεται μόλις ανεβαίνεις τα σκαλιά απάνω, στα Προπύλαια, στο δεξί σου μέρος μέσα απ’ τις κολώνες, τις μέσα κολώνες, στον πρώτο σπόνδυλο, είναι μέσα στον σπόνδυλο η κόφτρα βαλμένη για να τιμήσουν και την κόφτρα που κόβανε τα μάρμαρα. Την έχουνε εκεί. Είναι πατημένη μέσα στον σπόνδυλο. Δεν ξέρω, πολύ λίγοι ανθρώποι τα βλέπουν, μόνο οι εργαζόμενοι που δουλεύουνε εκεί μέσα.

Χ.Π.:

Πάνω σε αυτό, εσείς προσπαθήσατε να πάρετε, να κλέψετε σε εισαγωγικά τα μυστικά των αρχαίων; Δηλαδή καταφέρατε να τα αποτυπώσετε;

Δ.Κ.:

Εγώ έχω μάθει τόσα πράματα, που πολύ λίγοι μπορούν να ξέρουνε, γιατί δούλεψα το θέμα πολύ λεπτομερέστατα, και επειδής ασχολούμαι με τη γλυπτική, με ενδιήφερε τόσο πολύ το θέμα αυτό να μελετάω, και αισθάνομαι ότι ήμουνα ο πιο τυχερός άνθρωπος που μπορεί να πέρασε απ’ τον Παρθενώνα. Εγώ προσωπικά. Γιατί εργάστηκα με τα ίδια μου τα χέρια, των αρχαίων τα έργα, τα συμπλήρωσα κι έκανα ό,τι μπορούσα. Και αισθάνομαι υπερήφανος και ολοκληρωμένος σαν άνθρωπος ότι έφτιαξα κάτι. Θα σου δείξω λοιπόν κι ορισμένα πράγματα που έχω φτιάξει. Όταν φτιάχναμε τη μετόπη, την καθιστή μορφή που είναι η Διώνη με την Αφροδίτη, είναι η εγκυμονούσα Αφροδίτη, και η Διώνη η μάνα της, το οποίο είναι -δεν θυμάμαι- 4 μέτρα είναι το έργο αυτό; Έκανα σμίκρυνση σ’ αυτό κι έφτιαξα ένα μικρό μπρούτζινο -το ‘χω έξω θα στο δείξω, λοιπόν, άμα θες να το φωτογραφίσεις κιόλας- το ‘φτιαχνα, όταν φτιάχναμε αυτήν τη μορφή σε τσιμεντένιο αντίγραφο. Εγώ το ‘κανα σμίκρυνση και το ‘φτιαχνα μικρό για να μπορέσω να το κάνω γλυπτό δικό μου σε μπρούτζο.

Χ.Π.:

Υπάρχει κάποιο μυστικό που μπορείτε να πείτε που ανακαλύψατε από τα γλυπτά των αρχαίων, από τα θετικά, που το αποτυπώσατε εσείς, το πήρατε εσείς;

Δ.Κ.:

Εγώ, κοίτα, πολλά έχω μάθει. Πώς να μετράς τα πράγματα, πώς να τα βλέπεις γενικά. Επειδής αυτοί μελετήσαν πολύ την αισθητική, πάρα πολύ. Αν δεις τις Καρυάτιδες, θα δεις τι τέχνη έχει στην κομμωτική, στο πλέξιμο των μαλλιών, στα ρούχα τα οποία φοράγαν, τη λεπτότητα που προσπαθούσαν, και επειδής ήτανε ναός των θεών αφιερωμένος στη θεά Αθηνά, οι τεχνίτες έπρεπε να δουλεύουν τόσο πολύ πιστά, σα να είναι θεϊκό το έργο. Κι ο καθένας έπρεπε να φτιάχνει, όσο πιο τέλεια μπορούσε, για να παραδώσει το θέμα τόσο πιο σωστά μπορεί. Βάζαν και στοιχήματα μεταξύ τους ποιος θα φτιάξει το καλύτερο έργο. Δεν είναι τυχαίο πράμα. Βλέπεις την τέχνη, δεν τα ‘φτιαξε ένας άνθρωπος, τα ‘φτιαξαν πολλοί. Μάλιστα λένε μια μορφή εκεί πέρα ότι την εσκάλισε ο ίδιος ο Φειδίας. Είναι τελειότητα, το έργο -σου είπα- είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να υπάρχει πάνω στη Γης. Όλοι φτιάξαν έργα, και οι Κινέζοι και οι Αιγύπτιοι και οι πάντες. Οι Έλληνες δώσαν την τελική μορφή σ’ όλη την τέχνη, ολοκληρωμένη! Γιατί ε[00:25:00]ίχε σφαιρικά το θέμα, την αισθητική, τη γλυπτική, το μέτρο, τον χρόνο, τα πάντα. Τα οποία άλλοι δεν τα δώσαν ακριβώς. Ο Παρθενώνας είναι το δέος των γεγονότων όλων, σ’ όλα τα σημεία, κι επειδής ήταν θεϊκό το έργο, έπρεπε να ‘χει θεϊκή μορφή ισάξια των θεών. Όταν κάναν την ανασκαφή για να φτιάξουν το μουσείο -το νέο μουσείο- κατεβήκανε 60 μέτρα βάθος, κάπου τόσο, για να περάσει το μετρό από κάτω. Τέσσερα πηγάδια που βρέθηκαν, βρήκα εγώ με ραβδοσκόπους, ότι έχει νερό μέσα, και το σημείωσαν τα παιδιά πριν ξεκινήσουν την ανασκαφή, μπροστά στο μουσείο Μακρυγιάννη. Τα πηγάδια αυτά ήτανε κτισμένα με μάρμαρο 60 μέτρα βάθος, και σκεπασμένα από πάνω με το καπάκι τους, και το νερό μέσα είναι γάργαρο, τώρα αυτήν τη στιγμή! Ξέρεις τι είχαν μέσα τα πηγάδια; Γεμάτα σπασμένα αγάλματα των Ελλήνων απ’ τους Χριστιανούς, με καμωμένους σταυρούς στο κούτελο, στα μάτια, στο πρόσωπο, στα στήθη, παντού, διαλυμένα. Οι μεγαλύτεροι ταλιμπάν που πέρασαν ποτέ ήταν οι Χριστιανοί, που χάλασαν έναν τέτοιο πολιτισμό και τον πέταξαν μες στα πηγάδια για να τον κρύψουνε, και τα ‘χουν μέσα στα μουσεία τώρα στα κιβώτια, και δεν θα τα δει ποτέ μάτι ανθρώπου. Εγώ τα είδα, τα ‘πιασα στα χέρια μου. Τι άλλο να σου πω;

Χ.Π.:

Η ευθύνη-

Δ.Κ.:

Μια μέρα φέραν ένα κεφάλι του Αριστοτέλη. Το ‘φερε στο παράθυρο ένας εργάτης, το οποίο το βρήκε μπροστά στην είσοδο που μπαίνουν μέσα, κάτω απ’ την πύλη εκεί, μόλις ξεκινήσαν να σκάβουν, κάτω απ’ τους τοίχους. Μόλις το ‘φερε στο παράθυρο του λέω «Α, δεν θα πάρουμε απ’ αυτό, έχουμε! Το ‘χουμε στο ντουλάπι μέσα». Του ‘κανα πλάκα. Το ‘φερε μέσα το κεφάλι, εμείς είχαμε αντίγραφο απ’ τη Σουηδία, γύψινο αντίγραφο του Αριστοτέλη το κεφάλι. Και ήταν το πραγματικό το μαρμάρινο στη Σουηδία και είχαμε στο ράφι το γύψινο αντίγραφο. Όταν βάλαμε αυτό που φέρανε ήταν μαρμάρινο. Το μελετήσανε, τι ήταν; Το πρωτότυπο μάρμαρο, που είχαν οι Σουηδοί αντίγραφο! Γιατί αυτό το ‘χαν εκεί και μαθαίναν οι γλύπτες οι μικροί, να μαθαίνουν να δουλεύουνε, να φτιάχνουν κεφάλια κι ένα κεφάλι απ’ αυτά είχαν πάρει οι Σουηδοί μαρμάρινο, αλλά εμείς είχαμε τώρα το πρωτότυπο, αυτό που μελετήσανε οι μαθητές. Γιατί βρήκαμε τις πόντες, πού πατάγαν και μετράγανε. Άρα, λοιπόν, είχαμε κι άλλο κεφάλι τώρα, το πρωτότυπο κεφάλι του Αριστοτέλη που το βρήκαν εκεί στην ανασκαφή του Μακρυγιάννη.

Χ.Π.:

Η ευθύνη ποια είναι σ’ αυτό το κομμάτι της δουλειάς σας; Ποια ήτανε η ευθύνη σας;

Δ.Κ.:

Η δική μου ήτανε η τέχνη να φτιάχνω αντίγραφα, έτσι; Να κάνουμε συμπληρώματα, να κάνουμε τέτοια πράματα. Εγώ αυτήν τη δουλειά έκανα και προσπαθούσα όσο μπορούσα καλύτερα να παρουσιάσω τη δουλειά μου, με όλη τη λεπτομέρεια που μπορούσα.

Χ.Π.:

Όμως ότανε ερχόντουσαν έτσι τα πρωτότυπα μάρμαρα-

Δ.Κ.:

Εμείς τα καθαρίζαμε, τα βλέπαμε, τα αυτό. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε να το περιποιηθούμε και να το βάλουμε μέσα στο κουτί του, να πάει στο υπόγειο, να πάρει τον αριθμό του και τα λοιπά, δεν κάναμε τίποτα άλλο.

Χ.Π.:

Ναι, πάνω σε αυτό, εσείς εκείνη τη στιγμή δεν αισθανόσασταν ότι είστε υπεύθυνος γι’ αυτό, να είναι σωστά; Να το φτιάξετε σωστά το αντίγραφό του, να-

Δ.Κ.:

Σίγουρα. Σίγουρα. Όχι μόνο… Μα σου είπα κάναμε ό,τι μπορούσαμε καλύτερο, να μην το βλάψουμε, να μην το χαλάσουμε, να μην το κάνουμε κάτι. Με δέος στο κάθε πράγμα που πιάναμε στα χέρια μας, σίγουρα.

Χ.Π.:

Και την πρώτη φορά που ανεβήκατε στην Ακρόπολη, θυμάστε πώς ήτανε η πρώτη φορά που ανεβήκατε επάνω;

Δ.Κ.:

Άμα σου πω μια ιστορία. Πήγα το 1955 πρώτη φορά στην Ακρόπολη μικρός, μ’ έναν θείο μου και με τον πατέρα μου. Μας πήγε ο θείος μου εκεί πάνω κι έχω βγάλει φωτογραφία μπροστά στις Καρυάτιδες, και τώρα θα με δεις φωτογραφία πάνω στις Καρυάτιδες να δουλεύω. Και λέω «Αν είναι δυνατόν! Εγώ που το ‘50 τόσο, ’55, ήμουνα μικρό παιδί μπροστά στις Καρυάτιδες φωτογραφία, τώρα να ‘μαι ο τεχνίτης στις Καρυάτιδες!». Έχω φωτογραφίες και μπορώ να στις δείξω.[00:30:00] Είναι μυστήριο πράμα, γι’ αυτό και ήθελα πάντα να εργαστώ εκεί, γιατί απ’ τη στιγμή που ανέβηκα σαν μικρό παιδί με μάγεψε κάτι. Ε, κι έφυγα από κει συνταξιούχος, μαγεμένος, κι ακόμα τώρα στον ύπνο μου δεν βλέπω τίποτα άλλο, να ‘μαι πάνω στις σκαλωσιές, και πολλές φορές να δουλεύω εκεί. Βλέπω και στον ύπνο μου. Τι να σου πω άλλο.

Χ.Π.:

Η μεγαλύτερη συγκίνηση ποια είναι που έχετε νιώσει;

Δ.Κ.:

Όταν έφυγα. Έφυγα δακρύζοντας, αλλά πρόσφερα ό,τι μπόρεσα καλύτερο, και με τα παιδιά εργαστήκαμε καλά -πάρα πολύ καλά-, με όλους τους τεχνίτες, με όλους τους γλύπτες, με όλους τους ανθρώπους, με τον Γιώργο τον Αρμπιλιά τον γλύπτη, πολύ καλό παιδί. Έπιανε κι έφτιαχνε παρόμοια έργα με των αρχαίων. Ήταν μαρμαροτεχνίτης αυτός, πάνω συμπληρώναν κομμάτια και στήσαν τον Παρθενώνα. Έχει βγει κι αυτός στη σύνταξη. Προχθές μιλάγαμε και λέγαμε τα προβλήματα του κόσμου και της νεολαίας, που δεν έχει μέλλον πλέον με τους καραγκιόζηδες που κυβερνάνε.

Χ.Π.:

Υπάρχει κάποιο άλλο έτσι σημείο που να μην το ξέρει ο κόσμος, που το ανακαλύψατε πάνω, την ώρα της εργασίας σας;

Δ.Κ.:

Πολλά πράγματα δεν ξέρει ο κόσμος ο απλός, τι να ξέρει; Πώς γίνονται οι δουλειές; Πώς γίνεται η τέχνη αυτή; Είναι κάτι που δεν μπορείς ... Ούτε και να το περιγράψεις δεν μπορείς εύκολα. Έχει τόσα πολλά πράματα ο Παρθενώνας. Όλες οι γενιές που θα ‘ρχονται στο μέλλον, όλες θα μαθαίνουν. Και οι Εγγλέζοι που τα 'κλέψαν, τα πήραν για να μάθουν, να ξυπνήσουνε. Πάνω στα μάρμαρα αυτά ξυπνήσανε, γιατί πάνω κει βλέπεις με τι εργαλεία δουλέψανε, με τι εξέλιξη, με τι τρόπο και τα λοιπά. Δεν τα πήραν τυχαία, τα κλέψανε για να ξυπνήσουνε. Γιατί εκεί πάνω υπάρχει όλη η φιλοσοφία. Οι τρεις Χάριτες τις είχε σκαλίσει ο Σωκράτης ο ίδιος, λέγαν. Ήτανε τρεις μορφές, τρεις κοπέλες, ήτανε τρεις Χάριτες, νομίζω, τις είχε φτιάξει ο ίδιος ο Σωκράτης που ασχολούνταν κι αυτός με τη γλυπτική. Το φαντάζεσαι; Να βλέπεις έργα του Σωκράτη; Τι να σου πω άλλο;

Χ.Π.:

Οι δυσκολίες με εξωτερικούς παράγοντες όμως, υπήρχε κάτι που να σας εμπόδισε στην δουλειά σας;

Δ.Κ.:

Δυσκολίες υπήρχαν γιατί πηγαίναμε χειμώνα, κρύα, αυτά, δουλεύαμε. Δεν μπορούσαμε άνετα να δουλέψουμε, να κάνουμε αυτά, αλλά ‘ντάξει, όλα ξεπερνιούνται, τι να κάνεις; Κι αυτοί που τα 'φτιάχναν, κι αυτοί με τους ίδιους τρόπους και χειρότερα δουλεύανε. Αν εμείς είχαμε όλα τα μέσα τώρα, φαντάσου εκείνοι που τα 'φτιάξαν την εποχή τους τι μέσα είχανε. Αν και όλα τα εργαλεία κι όλα τα πράματα αυτοί τα 'φτιάξαν, οι αρχαίοι, εμείς τα βρήκαμε όλα φτιαγμένα αυτά. Γερανοί που τα σηκώσαν και τα πήγαν απάνω, εργαλεία που τα πελεκήσανε, με τρόπο που τα φτιάξανε, αυτοί τ’ ανακαλύψαν και τα φτιάξανε. Δεν είχαν τίποτα στα χέρια τους, τα 'φτιάχναν και τα εργαλεία, 'φτιάχναν και τα έργα που 'φτιάξαν.

Χ.Π.:

Η δουλειά του γλύπτη πώς είναι; Γιατί σας μάγεψε αυτή η δουλειά του γλύπτη συγκεκριμένα; Η τέχνη, μάλλον, του γλύπτη;

Δ.Κ.:

Είναι πολύ σπουδαίο πράμα να αποδώσεις το γεγονός πώς το βλέπεις, να το αποδώσεις εσύ με τα χέρια σου, να γίνεις δημιουργός ενός πράγματος, ενός ζώου, ενός ανθρώπου, μιας ιδέας. Να την πιάσεις και να την κάνεις εσύ ο ίδιος. Τότε θα καταλάβεις τη δυσκολία, πόσο δύσκολο είναι να φτιάξεις ένα πράγμα. Γιατί εντάξει, να λες «Α, εύκολο είναι». Για φτιάχ’ το! Για ξεκίνα να το φτιάξεις! Έφτιαξα τον Καραϊσκάκη εγώ εδώ πέρα. Ενάμισι, δυο χρόνια πελέκαγα. Το ‘χω πελεκήσει έναν βράχο ολόκληρο. Το πήρα -το βρήκα εδώ από κάτω- έσκαψα να φτιάξω κάτι και βρήκα αυτήν τη πέτρα. Λέω το παιδί «Βγάλ’ την έξω, σήκωσέ τηνε» την κοίταξα, λέω «Α! Θα φτιάξω…» είχα στο νου μου να φτιάξω κάποιο έργο εδώ πέρα στον τόπο μας -γιατί εδώ δεν έχουμε τέτοια πράματα- να φτιάξω κάτι, και ποιον να φτιάξω; Να φτιάξω κάποιον που άξιζε σ’ αυτόν τον τόπο. Ποιος άξιζε; Ο Καραϊσκάκης, ποιος άλλος; Αυτός που τα ‘δωσε όλα, που ήταν ένα αγνό παλικάρι, φτωχός που δεν είχε τίποτα, στον ήλιο μοίρα, ούτε πήρε τίποτα, έδωσε και το ίδιο του το σώμα, το αφιέρωσε στην Επανάσταση. Λέω «Μόνο αυτός αξίζει να τον φτιάξεις», λοιπόν, κι άρχισα να τον φτιάχνω. Ό[00:35:00]ταν το παιδί έβγαλε τη πέτρα του λέω «Το βλέπεις αυτό; Κοιμάται ο Καραϊσκάκης, θα τον ξυπνήσω εγώ εδώ». Και το παιδί δεν πίστευε, λέει «Τι λέει τώρα αυτός;». Αλλά γω αμέσως έφτιαξα ένα στέγαστρο γύρω γύρω με πασάλια, το ‘βαλα ένα νάιλον, το σκέπασα να μπορώ να δουλέψω με αέρα, με κρύο, με χιόνι, με βροχή, κι έπιασα και το πελέκαγα, τα από πάνω απ’ τη σκούφια του κι έφτασα μέχρι κάτω και το ‘φτιαξα. Και ήθελα να τον φτιάξω και γυμνόν να φαίνονται και τα όργανά του, γιατί τους έγραφε όλους κανονικά, αλλά τα παιδιά που δουλεύαμε μου 'λέγαν ότι «Άμα το κάνεις έτσι, θα ‘ναι μικρός -δεν είναι μεγάλη η πέτρα πολύ-, να το κάνεις αλλιώς να φαίνεται γίγαντας, να μη τον κάνεις έτσι. Όχι για τίποτα άλλο». Και το γύρισα αλλιώς, ενώ το ‘χα ξεκινήσει έτσι να το κάνω, λοιπόν, και τον έφτιαξα και τον έστησα εδώ κάτω, κι όταν το είδανε δεν το πιστεύανε ότι το ‘φτιαξα. Αλλά εγώ επειδής το αγαπούσα και το ‘θελα να το φτιάξω, τον έφτιαξα όχι μόνο πώς ήτανε, πώς θα ‘πρεπε να ‘ναι ακριβώς, γίγαντας! Τον έκανα σαν γίγαντα που ήτανε, γιατί παρ’ όλο που ‘τανε φυματικός και τον κουβαλάγανε δέκα χρόνια στα ξυλοκρέβατα απάνω, όποια μάχη κι αν έδωσε δεν έχασε ποτέ πουθενά. Κι αν δεν τον τρώγανε οι ίδιοι οι Έλληνες, θα ζούσε και θα ήτανε και εξουσία θα γινότανε, αλλά για να μη γίνει εξουσία τον φάγανε, ο Μαυροκορδάτος και η παρέα του με τους Εγγλέζους.

Χ.Π.:

Και την τέχνη αυτή πώς τη μάθατε;

Δ.Κ.:

Εγώ είμαι αυτοδίδακτος από μόνος μου. Πήρα από μόνος μου βιβλία κι άρχισα να διαβάζω και να δουλεύω και σιγά σιγά να γίνω αυτός που είμαι. Μια φορά, το ξέρεις το άγαλμα του Πλαστήρα στην Καρδίτσα, που ‘ναι στο Παυσίλυπο;

Χ.Π.:

Απ’ έξω, ναι.

Δ.Κ.:

Το ‘φτιαξε ο φίλος μου, ο Στέλιος ο Τριάντης. Ήμασταν μαζί στην Ακρόπολη. Όταν ήρθε και με βρήκε στα εκμαγεία -με βρήκε εκεί πρώτη φορά, γνωριστήκαμε- είχα φτιάξει έναν Καραϊσκάκη εγώ έφιππο, καβάλα στο άλογο, το οποίο επειδής τον σκότωσαν οι δικοί μας οι ίδιοι τον Καραϊσκάκη, είχα φτιάξει το άλογο να είναι κατακόρυφα, και να ‘ναι καβάλα, και να του ‘χει πέσει το όπλο του, και να ‘χει πυροβοληθεί απ’ το ίδιο του το όπλο, να σκοτώθηκε. Το είδε ο Στέλιος ο Τριάντης, που ήταν γλύπτης, και μου λέει «Ρε μεγάλε, τι ωραίο πράμα είναι αυτό που έφτιαξες;». Έφτιαχνε τον Πλαστήρα αυτός τότε, το ‘χε στο εργαστήριο κι έφτιαχνε το άλογο. Μου λέει «Θα μου δώσεις αυτό το άλογο να στο κάνω καλούπι εγώ γιατί θέλω να πάρω κι εγώ ένα αντίγραφο». Του λέω «Θα στο δώσω». Του το ‘δωσα και το ‘χε δυο χρόνια, τρία, και δεν μου το ‘δινε κι εγώ στεναχωριόμουνα τι θα γίνει. Αυτός είχε πολλές δουλειές και δεν ασχολούνταν μ’ αυτό. Τέλος πάντων, μου το ‘δωσε κάποια φορά αλλά σπασμένο, γιατί είχε λεπτομέρειες και έσπασαν, εκεί που το ‘βγαζες το καινούριο το καλούπι που ήθελε να βγάλει. Τότε μου λέει «Εσύ επειδής είσαι πολύ λεπτολόγος σ’ αυτά τα πράματα, θέλω να μου φτιάσεις μια δουλειά». Του λέω «Τι θες να σου κάνω;». «Να μου φτιάξεις το ξίφος που φτιάχνω για τον Πλαστήρα». «Να στο φτιάξω. Πες μου πόσο μέγεθος θέλεις». Το παίρνω το μέγεθος και του φτιάχνω το ξίφος. Αυτό το ξίφος, που έχει το άγαλμα, εγώ το ‘φτιαξα εκεί στην Καρδίτσα. Του το έδωσα το ξύλινο και το βγάλαν, το χυτέψαν, και βγάλανε μπρούτζινο που βάλαν στο άγαλμα. Μου λέει «Επειδής είσαι λεπτολόγος πολύ σ’ αυτά τα πράγματα, εγώ δεν μπορώ τώρα…». ήταν και μεγάλος ο Στέλιος, ήταν πολύ πιο μεγάλος και πέθανε ο καημένος, του ‘χω φτιάξει και το κεφάλι του -του Στέλιου- και το αφιέρωσα, το ‘δωσα ένα στον Δεσπίνη. Ο Δεσπίνης ήταν αρχαιολόγος του Παρθενώνα, ήτανε στην Επιτροπή που αποφασίζαν για τα έργα που θα γινότανε, και ήταν πολύ φίλοι με τον Στέλιο. Του ‘δωσα ένα κεφάλι του Στέλιου του Τριάντη. Αυτά.

Χ.Π.:

Και πάνω στη δουλειά σας αυτή, της τέχνης κιόλας του γλύπτη, τι είναι αυτό που σας αρέσει περισσότερο; Σας εξιτάρει περισσότερο;

Δ.Κ.:

Σήμερα πήγα να πάρω νερό και πήγα στον Καρβασαρά απάνω. Υπάρχει ένα νερό εκεί, που ‘ναι θεϊκό, που πίνουν μόνο οι θεοί. Και πήγα και πήρα απ’ αυτό το νερό. Στον δρόμο βρήκα μια πέτρα μεγάλη τώρα, κι έλεγα πώς να τη μεταφέρω εδώ να φτιάξω τον Κατσαντώνη, που ήταν δάσκαλος του Καραϊσκάκη. Αλλά είναι μεγάλη η πέτρα και θέλει να την κόψω εκεί, γιατί είναι πολύ μεγάλη, να την κόψω εκεί το καθαρό μέρος και πώς να τη φέρω, που δεν υπάρχει τώρα ο τρόπος. Αυτό σκέφτομαι τώρα και διάφορα τέτοια άλλα έργα που ‘θελα να κάνω και δεν έχω τη δύναμη να τα κάνω γιατί απαιτούνται χρήματα, απαιτούνται πράματα. Πες μου τι άλλο θέλεις.

Χ.Π.:

Ναι, όλη αυτή η ιστορία τώρα που μου αφηγηθήκατε, με την ιστορία της ζωής σας αυτής, ποι[00:40:00]ο είναι αυτό που σας έχει μείνει πιο έντονα στο μυαλό και το σκέφτεστε συχνά; Το πρώτο πράγμα που σας έρχεται ποιο είναι;

Δ.Κ.:

Που δεν μπορώ να κάνω πολλά έργα. Που μεγάλωσα τώρα και δεν μπορώ να κάνω κι άλλα έργα τέτοια να τ’ αφήσω να τα βρουν οι γενιές που θα ‘ρθουνε. Αυτό είναι το πρόβλημά μου τώρα. Τώρα με πονάν τα χέρια, δεν μπορώ να πελεκήσω. Έχω φτιάξει έξω τον Σωκράτη, την ώρα που πίνει το κώνειο. Θα στο δείξω. Δεν βρήκα καλό υλικό, βρήκα μια παλιόπετρα, τη κουβαλήσαμε εδώ αλλά δεν μου βγήκε όπως τη θέλω, δεν… Τέλος πάντων, τον έφτιαξα εγώ και τον έχω σχεδόν έτοιμο.

Χ.Π.:

Τα υλικά πόσο σημαντικά είναι στη δουλειά του γλύπτη, στη τέχνη του γλύπτη;

Δ.Κ.:

Τα υλικά;

Χ.Π.:

Τα υλικά και τα εργαλεία, πόσο σημαντικά είναι;

Δ.Κ.:

Ε, τα υλικά. Το πρώτο πράγμα είναι το υλικό, τι υλικό θα ‘χεις, κι επειδής θέλεις να φτιάξεις πράγματα να μείνουν στους αιώνες πρέπει να ‘ναι μάρμαρο. Έτσι, το μάρμαρο είναι αυτό που δεν χαλάει εύκολα. Χαλάει, σπάει, αλλά τέλος πάντων κρατάει στον χρόνο πολύ. Τώρα είναι και τα μέταλλα, τα οποία και ‘κείνα είναι δύσκολα γιατί θέλουν χυτήρια, θέλουν τέτοια, μπορώ να φτιάξω και μεταλλικά, να βγάλω καλούπια, να φτιάξω αντίγραφα να τα χυτέψει, αλλά ποιος; Και απαιτούνται χρήματα. Κι όλα αυτά είναι θέμα οικονομικό, δεν μπορεί να τα βγάλεις πέρα, δυστυχώς. Εδώ είχα σκοπό να φτιάξω πολλά έργα εδώ, αλλά δεν βρήκα ανταπόκριση, δεν βρήκα ανθρώπους να αγαπάν την τέχνη, να ενδιαφέρονται γι' αυτό το θέμα κι έτσι έπαιξα κι έχασα.

Χ.Π.:

Σας στεναχωρεί αυτό;

Δ.Κ.:

Αν με στεναχωρεί αυτό; Θα μπορούσα να φτιάξω έναν πολιτισμό ολόκληρο, αλλά πώς; Άμα δεν έχεις τον τρόπο και δεν έχεις βοήθεια, δεν μπορεί να κάνεις μόνος σου, δεν μπορεί να κάνεις τίποτα. Κι ο Παρθενώνας χρειάστηκε κόσμο πολύ για να τον φτιάξει, δεν τον έφτιαξε ένας μόνος, τον έφτιαξαν πολλοί μαζί. Οι πολλοί παίρνουν την πόλη. Αυτά.

Χ.Π.:

Πάρα πολύ ωραία, νομίζω μπορούμε να ολοκληρώσουμε. Υπάρχει κάτι άλλο τελευταίο που θα θέλατε να συμπληρώσετε, να πείτε κάτι τελευταίο, αν έχετε;

Δ.Κ.:

Τι να πω; Πολλά θα μπορούσαν να γίνουν και δε μπορούν να γίνουν, αυτό είναι το κακό. Έφτιαξα, έφτιαξα και τον στρατιώτη που είναι στο μοναστήρι επάνω, έχω φτιάξει εκεί. Αυτός είναι ο στρατιώτης εκεί, αυτό είναι όταν ήταν πολίτης, πριν πάει στρατιώτης. Τον έκανα και στρατιώτη γιατί σκοτώθηκε στην Αλβανία εθελοντής. Όταν πήραν τον πατέρα μου να πάει στο πόλεμο, αυτός είχε αναβολή, πάρει δύο χρόνια και μπορούσε να μην πάει, είχε μόλις πάρει την αναβολή -είχε ρευματισμούς και δεν πήγαινε- και λέει «Άμα πήγε ο Χρήστος, θα πάω κι εγώ!». Και πήγε και σε 28 μέρες σκοτώθηκε, στην Πρεμετή της Αλβανίας.

Χ.Π.:

Μάλιστα, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σας.

Δ.Κ.:

Να ‘στε καλά.

Χ.Π.:

Σας ευχαριστώ.