© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Η αθηναϊκή κοινωνία και η πολιτική και πνευματική ζωή τεσσάρων δεκαετιών ('60-'90) μέσα από τα μάτια ενός περιπτερά στην Πλατεία Κολωνακίου
Κωδικός Ιστορίας
12284
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αποστόλος Πολύζος (Α.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/09/2022
Ερευνητής/τρια
Φοινίκη Παπαδοπούλου (Φ.Π.)
[00:00:00]Γεια σας. Μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας;
Λέγομαι Πολύζος Απόστολος.
Βρισκόμαστε εδώ με τον κύριο Αποστόλη Πολύζο και είναι 14 Σεπτεμβρίου του 2022. Βρισκόμαστε στην Αθήνα, περιοχή Κάντζα, και ξεκινάμε τη συνέντευξή μας. Καταρχάς μπορείτε να μου πείτε λίγα πράγματα για τον εαυτό σας και τη ζωή σας;
Ναι. Είμαι 72 χρονών. Φέτος κλείνω 60 χρόνια που έχω έρθει ως εσωτερικός μετανάστης από την Ήπειρο και αρχικά δούλεψα σε ένα περίπτερο στο Κολωνάκι και μετά έκανα διάφορες δουλειές. Και πριν από… Γύρω προς τα τέλη του ‘70 άλλαξα περίπτερο, πάλι στην πλατεία Κολωνακίου, κι αυτό… Περίπου όλα μαζί τα χρόνια μου είναι γύρω στα 30 με 33 χρόνια στα περίπτερα, στην πλατεία Κολωνακίου πάντα. Ναι.
Μπορείτε να μου πείτε για το πού γεννηθήκατε;
Ναι. Γεννήθηκα στην Ήπειρο, στην περιοχή Τζουμέρκων –βορείων Τζουμέρκων– στο χωριό Τσόπελα Πραμάντων. Ήμαστε τέσσερα παιδιά. Η μάνα μου έκανε οκτώ παιδιά, τα τέσσερα πρώτα πεθάνανε και μετά… Πεθαίναν από κοκκύτη τα παιδιά, δηλαδή ήταν μια συνηθισμένη αρρώστια γιατί δεν υπήρχαν γιατροί, δεν υπήρχε πρόσβαση σε νοσοκομείο και τα παιδιά σχεδόν στον ύπνο τους πέθαναν από κοκκύτη. Έφυγα από εκεί μόλις τελείωσα το Δημοτικό γιατί η ζωή ήταν πάρα πολύ δύσκολη, οι επιλογές που είχαμε ήτανε ή να φύγεις να πας με τους μαστόρους, με τους χτίστες... Γιατί ήταν μπουλούκια χτιστών που φεύγανε από την Ήπειρο και πήγαιναν ή στη Θεσσαλία ή στο Ξηρόμερο, όπου είχε δουλειά. Με τα πόδια αυτό βέβαια. Και ήταν πάρα πολύ σκληρή δουλειά, γιατί έπρεπε να πηγαίνεις… Ήταν εφτά-οκτώ μαστόροι και έπρεπε σ’ αυτούς να κουβαλάς τα υλικά. Στην αρχή αυτά γίνονταν όλα με την πλάτη ή με τα χέρια ας πούμε, μετά ο καθένας μάστορας είχε κι ένα γάιδαρο, τον οποίο φορτώναμε τα υλικά και τα πηγαίναμε στους μαστόρους. Ένα παιδί από 10 μέχρι 12-14 χρονών έφτιαχνε λάσπη για να χτίζουν οι χτίστες, και ένα άλλο κουβάλαγε απ’ τα ποτάμια, απ’ τα ρέματα πέτρες, άμμο, τα υλικά για να χτιστούν σπίτια, εκκλησίες και τέτοια. Ήταν πάρα πολύ δύσκολη δουλειά. Εάν ήσουνα καλός στα γράμματα ας πούμε, μπορούσες να πας σε μια σχολή που ήταν έξω απ’ τα Γιάννενα –Σχολή Βελλά λεγότανε– και ως οικότροφος –ήταν ή 3 ή 4 χρόνια, δεν θυμάμαι– μπορούσες να γίνεις «παπαδάσκαλος». Και παπάς και δάσκαλος. Εγώ δεν ήμουνα καλός στα γράμματα και η μονή διέξοδος ήτανε να ‘ρθω στην Αθήνα. Και συνήθως σ’ αυτές τις περιόδους –ας πούμε τη δεκαετία του ‘60 και το ‘50– είχε αρχίσει αυτή η εσωτερική μετανάστευση και έρχονταν εδώ για κάποιες δουλειές που ήταν άτεχνες, δηλαδή για ανθρώπους που δεν ήξεραν καμιά τέχνη. Συνήθως ήταν ή στα περίπτερα ή κουλούρια ή λαχεία ή λούστροι. Αυτές ήταν οι δουλειές που κάναμε. Εγώ έρχομαι το 1963 στην Αθήνα σ’ ένα περίπτερο. Εδώ θα ήθελα να πω τι ήταν αυτό σαν αντικείμενο ας πούμε και πώς ξεκινάει. Το 1889 χορηγούνται οι πρώτες άδειες των περιπτέρων, αρχικά στο Ναύπλιο και κατόπιν στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις. Οι άδειες δίνονταν σε ανάπηρους πολέμου, πούλαγαν μόνο τσιγάρα και εφημερίδες. Το 1940 άρχισαν να πουλάνε αναψυκτικά, σοκολάτες και καραμέλες. Οι διαστάσεις των περιπτέρων αρχικά, όλων, ήταν 0,70 x 0,70. Μετά έγινε 1,30 x 1,50 και στις αρχές του ‘70 έγινε 1,50 x 1,70. Αργότερα που μπήκαν στα περίπτερα και κάποια ψυγεία, όσα τετραγωνικά κάλυπτες τα έβαζες… Πλήρωνες το δήμο για τα υπόλοιπα τετραγωνικά εκτός από αυτό που ήταν αρχικά για το περίπτερο. Στη δεκαετία του ‘50 και του ’60, στη μεγάλη εσωτερική μετανάστευση, πολλοί από την επαρχία συρρέουν στην Αθήνα για καλύτερη τύχη. Συνήθως σε επαγγέλματα –όπως είπα– που ήταν άτεχνα. Το 1963 σε ηλικία 13 χρονών όπως προείπα, έφυγα από τα Τζουμέρκα για την Αθήνα να δουλέψω σε ένα από αυτά τα περίπτερα –στην πλατεία Κολωνακίου– που το είχε ένας συγγενής μου, με την υπόσχεση ότι το βράδυ θα πήγαινα νυχτερινό σχολείο για να μάθω γράμματα. Κάτι που δεν έγινε ποτέ γιατί δούλευα από τις 1-2 το μεσημέρι και όσο τράβαγε η δουλειά, μέχρι τις πρωινές ώρες. Το καθεστώς που ίσχυε τότε στα περίπτερα ήταν: Νοίκιαζες το περίπτερο απ’ τον ανάπηρο, αν έχει πεθάνει μεταβιβαζόταν η άδεια στη χήρα. Αν πέθαινε η χήρα, στην κόρη, αν ήταν ανύπαντρη ή χωρισμένη πολλές φορές… Ή χωρισμένη. Πολλές φορές οι κόρες κάναν εικονικό χωρισμό να πάρουν το περίπτερο ως απροστάτευτο μέλος. Τα περίπτερα το 1963 είχανε τσιγάρα, αναπτήρες, ελληνικό και ξένο τύπο, κάρτες με τοπία και αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας και της Ελλάδας. Ένα-δύο πακέτα τσιγάρα ξένα –"Salem", "Marlboro", "Chesterfield", "Camel"– και καπνούς για πίπα. Τα ξένα τσιγάρα και τους καπνούς τα έφερνε ο Γιώργος, ένας γίγαντας χαμογελαστός πάντα. Τα είχε πάνω σε ένα δίσκο και μ’ ένα λουρί κρέμονταν από τις φαρδιές πλάτες του. Παίρναμε ένα "Camel", ένα "Salem" και το βάζαμε μπροστά-μπροστά στη βιτρίνα. Καμιά φορά αργά το βράδυ έρχονταν ο Βελλίδης. Είχε τον «Ελληνικό Βορρά» της Θεσσαλονίκης και φώναζε από μακριά: «Μικρέ, ένα "Salem" και ένα κουτί προφυλακτικά», γιατί πουλάγαμε και προφυλακτικά. Βάζαμε στη χούφτα μας και με τρόπο το δίναμε στον πελάτη. Τον ελληνικό τύπο τον έφερναν δύο αδέλφια, Κράνη λεγόνταν. Ο πατέρας τους έτρεξε σε μαραθώνιο χωρίς προπόνηση και βγήκε πρώτος. Και η Φρεδερίκη τον ρώτησε: «Τι θέλεις να σου δώσω;». Και αυτός είπε: «Την περιοχή του Κολωνακίου να πουλάω τις εφημερίδες». Αυτό ήξερε να κάνει ο άνθρωπος. Ο μεγάλος αδερφός έδινε στα περίπτερα και ο μικρός πούλαγε στο δρόμο. Έχω μπροστά μου την εικόνα: Δερμάτινη φαρδιά ζώνη στη μέση, από την οποία έφευγε ένα λουρί που κατέληγε θηλιά στον καρπό του αριστερού χεριού. Σε αυτή την αριστερή αγκαλιά χωρούσαν όλες οι εφημερίδες. «Έκτακτο παράρτημα! Ο Νόβας εναυάγησε, ο Τούμπας ετουμπάρισε, γάλατα γαργάλατα να κατεβάσουν γάλατα», συχνές αλλαγές κυβερνήσεων, αποστασίες, «1-1-4», δολοφονία Λαμπράκη, θάνατος του Πέτρουλα, η Αθήνα έβραζε. «Τον έσφαξε με το τσεκούρι στην Ακρόπολη», όταν πρόκειται για ερωτικό έγκλημα. Τα περίπτερα τότε και αργότερα, στα καλά σημεία της Αθήνας ήταν πολύ καλές μικρές επιχειρήσεις και το ενοίκιο πολύ καλό εισόδημα. Το συμβόλαιο ίσχυε για 3 χρόνια και στο τέλος της τριετίας ξανά διαπραγμάτευση, σχεδόν πάντα και «αέρα». Συνήθως τον «αέρα» τον έβαζε ο τσιγαράς, με την υπόσχεση ότι θα συνεχίσει να παίρνει απ’ αυτούς τσιγάρα. Κάποιοι από τους νέους που είχαν έρθει απ’ τα χωριά μας στη δεκαετία του ‘50 και είχαν αποκτήσει πείρα και χρήματα νοίκιαζαν ένα περίπτερο, έβαζαν μέσα ένα χωριανό ή συγγενή, τον εκπαιδεύανε και μαζί με ένα χωριανόπουλο φρεσκοφερμένο, δίνανε το περίπτερο στον μυημένο να το δουλεύει με τον μικρό και να παίρνει τα μισά από τα κέρδη. Και ο μικρός –όπως ήμουν εγώ– έπαιρνα 500 δραχμές τον μήνα. Ο dealer μπορούσε να έχει και 10 περίπτερα πολλές φορές, και περισσότερα, παίρνοντας τα μισά κέρδη χωρίς να δουλεύει. Και απαιτούσε απ’ το συνεταίρο να φιλοξενεί τρία-τέσσερα παιδιά στο σπίτι του, να τρώνε και να κοιμούνται. Όπως λέει ο Άκης Πάνου: «Εφτά νομά σ' ένα δωμά». Τα περίπτερα δίνονταν ανάλογα με τον βαθμό εθνικοφροσύνης που έκρινε η κάθε εξουσία ότι είχε ο ανάπηρος. Έτσι μοιράζονταν και τα σημεία στην Αθήνα.
Οπότε να ρωτήσω κάτι σε σχέση με αυτό που μου λέτε; Ο συγγενής σας που νοίκιαζε το περίπτερο πώς το είχε αποκτήσει; Δεν κατάλαβα ακριβώς.[00:10:00]
Ναι. Το παίρνει… Έκανε ένα συμβόλαιο ενοικίασης απ’ τον ανάπηρο.
Όχι –στη συγκεκριμένη περίπτωση– απ’ τη χήρα του ανάπηρου;
Ή απ’ τη χήρα, αν δεν υπήρχε ο ανάπηρος ή απ’ την κόρη, αν έχει πεθάνει και η μάνα. Έτσι γινόταν αυτό. Ανάλογα με τη θέση του περιπτέρου –πού ήτανε– ήταν και το ανάλογο χρηματικό ποσό. Υπήρχαν πολύ καλά σημεία στην Αθήνα, δηλαδή στο Κολωνάκι, στο Σύνταγμα, στην Ομόνοια ήταν οι καλύτερες θέσεις των περιπτέρων.
Ήταν μια δουλειά… Γνώρισα καταπληκτικούς ανθρώπους. Και στην αρχή, όσο ήμουνα μικρός, δεν καταλάβαινα τόσα πολλά, όσα κατάλαβα μετά, στην δεκαετία του ‘70 που ξαναπήγα σ’ ένα περίπτερο πιο πάνω στην πλατεία, που ήταν μπροστά στον «Μπόκολα» –λεγόταν τότε. Από τη μια μεριά είχε φάτσα τον «Μπόκολα» και αριστερά ήταν ένα καφενείο, το «Ελλάς», το «Καφενείον Η Ελλάς». Εκεί ερχόταν ο Βάρναλης, όλα αυτά τα μεγάλα ονόματα, τα θηρία τότε της ελληνικής διανόησης και… Πολύ τυχερός που γνώρισα αυτόν τον κόσμο. Στον «Μπόκολα» τότε ερχόταν κάθε μεσημέρι πολλοί επώνυμοι, τρώγανε και μιλάγανε. Και μιλάγανε δυνατά. Αυτό ήταν ένα πράγμα για μένα –γιατί άκουγα πολλές από τις συζητήσεις– ήταν σαν μια προφορική μόρφωση και στάση που κράταγε ο καθένας. Και γνώρισα πάρα πολύν κόσμο. Τον Τσαρούχη, τον Ιόλα, τον… Δηλαδή ήταν κάποιες παρέες που ερχότανε πολύ συχνά εκεί πέρα, που ήταν η Ναταλία η Μελά, ο Ελύτης, ο Χατζιδάκις. Ο Χατζιδάκης ερχόταν κάθε βράδυ –μετά τις 2 η ώρα κατέβαινε– και τουλάχιστον καθόταν μία με δύο ώρες, ας πούμε, στο περίπτερο –πάντα ευγενικός και διακριτικός– για να ενημερωθεί από τα περιοδικά, συνήθως που είχαν σχέση με μουσική και με… Γιατί κάποια στιγμή ήταν πάρα πολλά περιοδικά, είχαμε όλο τον ξένο τύπο, ας πούμε, είχαμε στο περίπτερο. Και πολλές φορές αγόραζε, πολλές φορές διάβαζε, αλλά συνήθως ερχόταν αυτές τις ώρες. Ο Ταχτσής, ο Ελύτης, ο Γκούφας, ο Καστοριάδης… Ο Ταχτσής μια μέρα… Ερχόταν πολλές φορές, στεκόταν μπροστά στο περίπτερο και συζητάγαμε διάφορα. Και μια μέρα έρχεται –βλέπω από τον καθρέφτη που είχαμε στο περίπτερο– να έρχεται από απέναντι ο Ελύτης με την Ιουλίτα, την σύντροφό του. Έρχεται προς το περίπτερο. Τους βλέπει ο Ταχτσής και γυρνάει. Και του λέει ο Ελύτης: «Κώστα, πού είσαι; Χάθηκες». Και του απαντάει ο Ταχτσής: «Κρύβομαι για να μην με κάνουν ferry boat». Τότε, επειδή έχει πάρει το Νόμπελ ο Ελύτης, είχαν κάνει ένα καράβι, είχαν δώσει το όνομα του: «Ελύτης», «Οδυσσέας Ελύτης». Καλά, εγώ πάγωσα μ’ αυτή την ατάκα του, γιατί ήτανε φοβερά αθυρόστομος και δεν καταλάβαινε τίποτα. Και στις συζητήσεις που έκανε εκεί με όλη αυτή την παρέα, ο Ταχτσής πάντα ήταν όρθιος και δεν μπορούσε κανένας να τα βάλει μαζί του. Γιατί ήτανε πολύ, έτσι, αψύς στις κουβέντες του και δεν καταλάβαινε τίποτα. Και λέω: «Γιατί το είπες αυτό;». «Καλά τον έκανα». Γνώρισα πάρα πολύ κόσμο. Πάρα πολύν κόσμο. Ήταν ένας, ο Τέρπος ο Πηλείδης, ένας βιβλιοκριτικός, ο οποίος με συμπαθούσε. Ερχόταν, έπαιρνε τη "Mond" κάθε μέρα, μια γαλλική εφημερίδα, και συζητάγαμε. Αυτός πολύ μεγαλύτερος απ’ την ηλικία μου, ας πούμε, με συμπαθούσε. Και ένα βράδυ είναι με το Νίκο τον Καρούζο, τον ποιητή από το Ναύπλιο. Ένας καταπληκτικός άνθρωπος για μένα, ας πούμε, γιατί ήταν από τους λίγους ανθρώπους που όπως έγραφε, έτσι ζούσε. Δεν συμβαίνει πολλές φορές αυτό να το συναντήσεις σε ανθρώπους. Και του λέει ο Πηλείδης στον Καρούζο, ότι «ο περιπτεράς έχει διαβάσει ποίηση δικιά σου, έχει διαβάσει τα βιβλία σου». Τότε ο Καρούζος έρχεται και με πολλή συμπάθεια, ας πούμε, μιλάγαμε. Έγραφε πίσω σε κάθε πακέτο από τσιγάρα διάφορα και μου τα έδινε. Και θυμάμαι ότι στεκόνταν από το πίσω μέρος του περιπτέρου, όποιος νέος έρχονταν να μιλήσει, ερχόταν και σχολίαζε και μου 'λεγε: «Αυτός μιλάει πάρα πολύ καλά Ελληνικά. Αυτός μιλάει απαίσια Ελληνικά». Ή γυναίκα ή άντρας. Τον ενδιέφερε πάρα πολύ η γλώσσα και όταν άκουγε πολύ καλά Ελληνικά από κάποιον, του 'δινε συγχαρητήρια. Άρχισε… Έπινε πολύ. Πάντα σκεφτόμουνα ότι ήθελα αυτόν τον άνθρωπο –γιατί έβλεπα ότι ζούσε με ελάχιστα χρήματα, σε ένα υπόγειο– και ήθελα πάντα να τον κεράσω μια κούτα τσιγάρα. Δεν το τόλμησα ποτέ, γιατί έβλεπα πόσο κάπνιζε. «Σέρτικα Λαμίας», κάτι πολύ δυνατά τσιγάρα. Ήταν η περίοδος που έπινε ούζο. Ακόμη έχω στα μάτια μου αυτή τη φιγούρα του Νίκου του Καρούζου και τον αγαπάω, ήμουνα τυχερός που τον συνάντησα στη ζωή μου. Και πάρα, πάρα πολύ κόσμο. Όταν ήμουνα στο άλλο περίπτερο, στην αρχή της… Τότε το ‘64 –ή ’63 ή ’64– ήταν μια κοπέλα –θα ήταν 17, 18 χρονών, ας πούμε–, ήρθε μια μέρα στο περίπτερο και μου λέει… Κάτι μου είπε στα Αγγλικά. Και λέω εγώ: «Δεν ξέρω». Και μου λέει: «Θέλεις να μάθεις;». Και λέω εγώ: «Θέλω». Την άλλη μέρα έρχεται με βιβλία –αυτή, ήταν απ’ την Αλεξάνδρεια οι γονείς της, πολύ γλυκείς άνθρωποι, σεμνοί και μορφωμένοι–, με κάλεσε στο σπίτι της και.. Για μένα ήτανε πολύ σημαντικό. Ένα παιδί από την επαρχία, πρώτη φορά έμπαινα σ’ ένα σπίτι που είχε παρκέ κάτω. Και άρχισε να μου κάνει μάθημα, κάποια στιγμή όμως έφευγε για σπουδές στην Αγγλία και με σύστησε την Αμαλία τη Φλέμινγκ. Και η κυρα-Αμαλιώ μού έκανε στο μπαλκόνι που έβλεπε όλη την πλατεία του Κολωνακίου, σε ένα ρετιρέ, κάθε μεσημέρι μου έκανε δύο ώρες μάθημα –χωρίς να πληρώνεται φυσικά– και με έναν πολύ τρυφερό τρόπο, που ακόμη την σκέφτομαι. Μετά έμαθα ότι βοήθησε στην απόδραση του Παναγούλη –τον είχε φυγαδέψει– και ανέβηκε και πιο πολύ ακόμη στη σκέψη μου. Ένας καταπληκτικός άνθρωπος. Η πλατεία ήταν τόπος συνάντησης για όλους τους διανοούμενους. Εκεί νομίζω συνέβαιναν τα πάντα. Είχε τα πρώτα μπαρ, είχε το πρώτο καφέ. Ένα μικρό καφέ στη γωνία πλατεία και Πατριάρχου Ιωακείμ, ένα μικρό καφέ το "Piccolo", που πρώτη φορά έφτιαξε εσπρέσσο καφέ. Ήταν τελείως διαφορετική η πλατεία απ’ ό,τι είναι σήμερα. Είχε καταπληκτικά νεοκλασικά σπίτια. Δεν υπάρχει τίποτα απ’ αυτά τώρα. Δεν έχει μείνει τίποτα. Είχε ονομαστά ζαχαροπλαστεία, είχε καφενεία. Είχε αυτό το καφενείο, το «Βυζάντιο» που άφησε εποχή, που νομίζω ότι ξεκίνησε το ‘10 –1910– και τελείωσε εκεί, στο 1970. Δεν υπάρχει πια. Ήταν τόπος συνάντησης των πολιτικών, των ηθοποιών, των διανοουμένων. Ήταν ένα εξαιρετικό γκαρσόνι, ο Μπάμπης, πο[00:20:00]υ είχε με διάφορα ονόματα πολιτικών και ηθοποιών τους καφέδες και τα γλυκά, και όταν παρήγγειλνες έλεγε –ας πούμε, θυμάμαι–: «Ένα Παπαμιχαήλ με ένα Βουγιουκλάκη», ας πούμε ή «ένα…», έλεγε κάποια ονόματα άλλα, ας πούμε. Και ήταν η μασκότ της πλατείας. Εδώ θέλω να πω ότι το 1963-64, ένα βράδυ που ήμουνα φρέσκος, ας πούμε, από την επαρχεία στο περίπτερο… Περιττό να πω ότι επειδή ήμουνα πολύ μικρός, δεν έφθανα για να βγω στο περίπτερο να δω. Και έβαζα κάτω ένα τελάρο, ένα καφάσι ξύλινο, για να πατάω πάνω για να μπορώ να φαίνομαι. Και ένα βράδυ σταμάτησε μια κυρία –εγώ δεν ήξερα ποια είναι– και μου πήρε μια μίνι συνέντευξη. Μετά, που την άλλη μέρα ήρθαν… Δεν μου είπε τίποτα βέβαια, απλώς με ρώτησε κάποια πράγματα. Την άλλη μέρα ο Βασίλης ο Μητρόπουλος έκανε στη δεύτερη σελίδα της «Ελευθερίας», που τότε λειτουργούσε και ήταν μια πάρα πολύ σοβαρή εφημερίδα… Η Μαρία η Ρεζάν μου πήρε εκείνο το βράδυ μια συνέντευξη και με ρώτησε διάφορα πράγματα. Και την άλλη μέρα ήρθαν εκεί γύρω οι πελάτες μου και μου λένε: «Μπράβο!». Χωρίς να ξέρω εγώ τίποτα. Και ήταν μία… Ήταν ο κόσμος πιο ανθρώπινος. Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα που ήτανε τότε. Και σε έκαναν να αισθάνεσαι καλά μέσα στην ερημιά σου. Γιατί είσαι ένα παιδάκι, ας πούμε, που έρχεσαι, δουλεύεις απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ και από κει και πέρα δεν υπάρχει τίποτα. Αλλά υπήρχε η ζεστασιά των ανθρώπων, που σε έκανε να νιώθεις καλά και να νιώθεις ισότιμα.
Θέλετε να μου πείτε κι άλλα ή να σας κάνω κάποιες ερωτήσεις;
Κάνε μου καμιά ερώτηση να…
Ωραία. Λοιπόν, γυρνώντας στο ότι φεύγετε από τα Τζουμέρκα και έρχεστε στην Αθήνα. Ποιες ήταν οι πρώτες σας εντυπώσεις από την Αθήνα και από τη δουλειά συγκεκριμένα;
Ναι, καταρχήν φτάνω στην Αθήνα… Η μάνα μου με αφήνει στα Γιάννενα σ’ ένα λεωφορείο, αφού είχαμε διανύσει 20 χιλιόμετρα να φτάσουμε σ’ ένα λεωφορείο –ήταν ένα φορτηγό που το λέγαμε «φέρι μποτ»– δηλαδή, φτάσαμε στην Πλάκα σ’ ένα μέρος… Είναι η γέφυρα της Πλάκας, ένα ιστορικό μέρος που υπογράφηκε η συμφωνία τότε με τον Άρη και με τον Ζέρβα. Επειδή ήταν χαλασμένη η γέφυρα έπρεπε να διανύσουμε 20 χιλιόμετρα μέσα από ρεματιές και βουνά και τέτοια και λάσπες, να φτάσουμε με τη μάνα μου εκεί. Πήραμε αυτό το «φέρι μποτ», ας πούμε –ένα φορτηγό ήταν με μουσαμά και είχε κάτι ξύλινα καθίσματα μέσα–, και φτάνουμε στα Γιάννενα, στο πρακτορείο, και η μάνα μου εκεί μ’ αφήνει. Με κλάματα βέβαια. Έκλαιγε σ’ όλο το δρόμο. Και όταν φτάνουμε είχε μια κυρία πολύ γλυκιά δίπλα μου και όλη την ώρα τη ρώταγα: «Πότε φτάνουμε στην Αθήνα; Πότε φτάνουμε στην Αθήνα;». Ενώ δεν είχαμε κάνει ούτε 30 χιλιόμετρα. Όταν φτάνουμε στο Ρίο και κατεβαίνουν οι άνθρωποι, εγώ προχωράω –γιατί δεν είχα ξαναδεί θάλασσα, δεν ήξερα τι θα πει, ήταν βέβαια σκοτεινά–, πήγαινα προς τη θάλασσα να πέσω. Δεν ήξερα ότι είμαστε σε νερό, ας πούμε. Και εκείνη τη στιγμή με κράτησε αυτή –κατάλαβε η γυναίκα– και φτάνω στην Αθήνα. Τα πρακτορεία τότε ήταν στην Αγίου Κωνσταντίνου. «Πρακτορεία», ένα καφενείο ήταν βασικά. Εκεί στην Αγίου Κωνσταντίνου κάποια στιγμή ο καφετζής έπρεπε να κλείσει. Δεν θυμάμαι τι ώρα ήτανε, αλλά είχαν έρθει τα λεωφορεία, τελείωνε η βάρδια. Εγώ καθόμουνα σε μια γωνιά και μου λέει κάποια στιγμή: «Εσύ παιδί μου -λέει-, τι θα κάνεις; Θα ‘ρθει κανένας να σε πάρει;». Λέω: «Θα 'ρθουν». Γιατί η μάνα μου, μου είχε πει ότι: «Να προσέχεις στην Αθήνα τους ταξιτζήδες, είναι αλήτες. Γιατί μπορεί να σε πάνε αλλού και να σου ζητάνε περισσότερα χρήματα». Έχοντας αυτό εγώ υπόψη μου –γιατί 300 δραχμές είχα, μου είχε βάλει σ’ ένα σακουλάκι εδώ στο λαιμό μου, αυτά είχα, δεν είχα άλλα χρήματα– και λέω: «Δεν θέλω -λέω- θα έρθουν να με πάρουν». Όλα αυτά τα «θα ‘ρθουν να με πάρουν», είχαν συνεννοηθεί με γράμματα. Δεν υπήρχε άλλο μέσον, ας πούμε. Και η συνεννόηση ήτανε… Δεν ήξερε κανένας ότι ήρθα, δεν με περίμενε κανένας. Είχα μια φλοκάτη όμως, προίκα απ’ τη μάνα μου, την έστρωσα εκεί απ’ έξω στο πεζοδρόμιο και κοιμήθηκα, με πήρε ο ύπνος. Εκεί περνάει κάποιος χωριανός –γιατί είχανε πολλοί χωριανοί μου και Ηπειρώτες, εκεί στην Ομόνοια, στην Αγίου Κωνσταντίνου, παντού περίπτερα– και με γνώρισε μάλλον, και με σκούντησε και μου λέει: «Τι κάνεις εδώ;». Και έτσι με έβαλε σε ένα ταξί, πήγα στο σπίτι του ξάδερφου που ήτανε για να δουλέψω στο περίπτερο, και από κει και πέρα αρχίζει μια καθημερινότητα που δεν υπάρχει… 7 μέρες την εβδομάδα, 365 ημέρες το χρόνο. Δεν μας δίναν χρήματα, μας δίναν 500 δραχμές το μήνα. Και αυτές οι 500 δραχμές δεν μας τις δίναν στο χέρι, τις βάζαν σε ένα βιβλιάριο. Όταν έφυγα από το πρώτο περίπτερο είχα στο βιβλιάριό μου αυτό, 5.000 δραχμές. Τίποτα δεν είχα. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, ας πούμε. Θέλω να πω ότι ήτανε πολύ σκληρή δουλειά, αλλά ήταν για όλους. Εκτός απ’ τα παιδιά που είχαν δυνατότητες και πήγαιναν στα Αρσάκεια, πηγαίναν στα κολέγια, είχαν αυτές τις δυνατότητες. Εμείς, δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα, ήταν πολύ σκληρά τα πράγματα. Αλλά και πάλι λέω ότι καλά ήρθε. Έγινε η ζωή έτσι όπως έγινε, γιατί μόνο από αυτό έμαθα. Και δεν μετανιώνω ποτέ για… Αυτό που με βοήθησε πάρα πολύ είναι ότι, ενώ όλα τα παιδιά στην ηλικία μου τότε, που ήταν μεγαλύτερα, μίλαγαν για ποδόσφαιρο και ασχολούνταν, σε κάθε παρέα συζήταγαν για ποδόσφαιρο, εγώ ποτέ μου δεν άνοιξα στο περίπτερο μια αθλητική εφημερίδα. Διάβαζα πολιτικές εφημερίδες κι άρχισα να διαβάζω κλασικούς συγγραφείς. Σιγά-σιγά. Αυτό μου ‘κανε πολύ καλό. Γιατί μετά, όταν ήμαστε περισσότερα άτομα στο περίπτερο –μετά το ‘70–, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν όλοι σαν κι εμένα, ας πούμε. Εγώ έβλεπα μια διαφορά στο να διακρίνω, στο να δεχτώ και στο να βλέπω. Και αυτό νομίζω με βοήθησε πάρα πολύ στη ζωή μου. Και…
Εδώ νομίζω ταιριάζει και αυτή η ιστορία που μου είχατε πει με τη φίλη σας και το ροδάκινο.
Ναι.
Θέλετε να μου την πείτε;
Ναι, αυτό ήταν όταν είχα κάνει ένα μικρό καφέ στο Κολωνάκι. Ναι. Γιατί δεν έφυγα ποτέ από κει, γύρω-γύρω στον «τόπο του εγκλήματος» ήμουνα. Είχα κάνει ένα μικρό καφέ και τα βράδια πήγαινα 2-3 η ώρα και συζητούσα με πολλούς ανθρώπους. Και ένα βράδυ ήρθε ένα κορίτσι, γνωριστήκαμε, μιλάγαμε –πήγαινε στη σχολή δημοσιογραφίας– και μου λέει: «Εγώ τώρα έπρεπε να είμαι κανονική δημοσιογράφος, ας πούμε, να δημοσιογραφώ». Της λέω: «Γιατί κορίτσι μου -λέω-, βιάζεσαι; Δεν βλέπεις τη ροδακινιά που ανθίζει, βγάζει το μπουμπούκι της, ανθίζει, δένει τον καρπό της, ωριμάζει και γίνεται ροδάκινο; Εσύ θες ξαφνικά από το μπουμπούκι να γίνεις ροδάκινο;». Και ήταν τόσο σημαντική κουβέντα –απ’ ό,τι μου ‘λεγε μετά–, που τη σημάδεψε τόσο πολύ, που της άλλαξα –με μια κουβέντα που είπαμε εκείνο το βράδυ–, άλλαξε γι’ αυτήν ολόκληρη η ζωή της. Και είχε… Ήταν πολύ… Εντυπωσιάστηκε πολύ. Μια κοινή κουβέντα είναι, θα μπορούσε να την πει… Μπορεί να την είπε και ο πατέρας της, ας πούμε, αλλά δεν την άκουσε ίσως.
Ήθελα να ρωτήσω… Οπότε έρχεστε στην Αθήνα όπως είπαμε το ’63, που είναι μια πολιτικά αρκετά φορτισμένη δεκαετία. Μπορείτε να μου πείτε πώς το βιώσατε αυτό από το περίπτερο;
Είναι μια… Ειδικά η εποχή που έρχομαι, από το ‘63, γίνονται όλες αυτές οι μεγάλες αναταραχές στην πολιτική ζωή της Ελλάδας. Θυμάμαι τότε ότι στο «Βυζάντιο» π[00:30:00]ου ήτανε, στο καφενείο αυτό ερχόταν οι πολιτικοί και όταν σχόλαγε η Βουλή, ερχόταν για καφέ ή για ποτό στο καφενείο αυτό, στο Βυζάντιο. Ήταν η ΕΡΕ, τα βασικά κομμάτια ήταν η ΕΡΕ και το Κέντρο, η Ένωσις Κέντρου, που ήταν ο Παπανδρέου και ο Καραμανλής, ή μετά ο Κανελλόπουλος ή… Και όποιος προλάβαινε απ' τις παρατάξεις έμπαινε στο βάθος και η άλλη παράταξη έμενε απ’ έξω, ή το αντίθετο. Κάποια στιγμή όμως έρχονταν σε σύγκρουση. Λεκτικά στην αρχή, αλλά μετά σηκώνονταν καρέκλες και γινόταν ένας χαμός. Εγώ μικρός χωνόμουνα στην πλατεία σε ένα θάμνο και έκλεινα γρήγορα το περίπτερο γιατί γινότανε… Έφταναν οι καρέκλες ως το δρόμο, ας πούμε. Και παρακολουθούσα όλο αυτό το σκηνικό. Ήταν μια κατάσταση που έβραζε πολιτικά, η κατάσταση στην Ελλάδα. Τι να πω;
Το καφενείο αυτό ήτανε απέναντι από το περίπτερο;
Ήταν απέναντι από το περίπτερο.
Και πετούσαν καρέκλες ο ένας στον άλλο;
Ναι. Γινόταν…
Θυμάστε.. Καταρχάς μπορείτε να μου περιγράψετε λίγο πώς λειτουργούσε το σύστημα με τις εφημερίδες; Ήδη μου αναφέρατε τα αδέρφια Κράνη.
Οι εφημερίδες… Όπου έδινε ο ένας εφημεριδοπώλης, δεν μπορούσε να έρθει να δώσει άλλος. Είχαν διάφορες περιοχές στην Αθήνα. Ας πούμε, όλοι σε άλλες περιοχές στην Αθήνα είχαν 6 στα 100, εμείς είχαμε 10 στο Κολωνάκι. Έτσι, είχε καθιερωθεί. Επειδή ήταν καλό σημείο και πιέσαν τα πράγματα και παίρναν αυτά. Η εφημερίδα έβγαινε… Ήταν οι πρωινές εφημερίδες και ήταν και οι μεσημεριανές που βγαίνουν κατά τις 1 η ώρα. Δεν υπήρχε ότι βγαίνει… Βγαίναν όμως συνέχεια παραρτήματα. Δηλαδή, σε μια ώρα που κυκλοφορούσε η εφημερίδα κανονικά, έβγαινε και ένα παράρτημα. Γιατί ήταν αυτό, με την πολιτική κατάσταση, ας πούμε, που άλλαζαν συνέχεια οι κυβερνήσεις, είχε γεγονότα. Όλα αυτά γίνονταν στο δρόμο. Δηλαδή, οι φωνές από τους εφημεριδοπώληδες και οι άνθρωποι που τρέχανε να πάρουν εφημερίδα να διαβάσουν τι… Γιατί και το ραδιόφωνο όποιος είχε, καλά η τηλεόραση δεν υπήρχε, ας πούμε. Ήταν ένα μελίσσι από κόσμο που κινούνταν στα πεζοδρόμια, ο εφημεριδοπώλης να πηγαίνει πάνω-κάτω στα καφενεία, στα πεζοδρόμια κτλ. και να πουλάει. Ήτανε εκπληκτικό που αυτός, ενώ έχει αγκαλιά όλες τις εφημερίδες, ήξερε σε ποιο σημείο βρίσκεται η κάθε μία, γιατί ο καθένας έπαιρνε την εφημερίδα του. Και με τι ταχύτητα έδινε για να πάει στον άλλον, να πάει στον άλλον, να πάει στον άλλον. Είχα εντυπωσιαστεί απ’ τον κόσμο, είχα εντυπωσιαστεί απ’ τα κτίρια, ήτανε εντελώς πρωτόγνωρο για μένα. Στην αρχή δυσκολεύτηκα για να μάθω, έπρεπε να μάθεις τα πράγματα του περιπτέρου, ας πούμε, γιατί σου ζήταγε ένας ένα πακέτο τσιγάρα... Δεν έχει και πάρα πολλά πράγματα στο περίπτερο αλλά έπρεπε να τα μάθεις και να μάθεις να δίνεις τα ρέστα. Και ήθελε αυτό μια εκπαίδευση που εμένα κράτησε ούτε μια βδομάδα. Μέσα σε μια βδομάδα είχα γίνει αετός, γιατί είχα τον αδερφό μου που με εκπαίδευε –το μεγαλύτερο αδερφό μου– ο όποιος έφευγε από ένα περίπτερο για να έρθει –επιπλέον, πέρα από τη βάρδιά του– να εκπαιδεύσει κι εμένα. Και κάποια στιγμή κοιμόταν κάτω στο περίπτερο, τον έπαιρνε ο ύπνος κι εγώ τον σκούνταγα κάθε φορά που ερχόταν ο πελάτης για να ζητήσει κάτι, δεν ήξερα. Τι να ξέρω; Και αγρίευε λίγο. Και οπότε ήθελα-δεν ήθελα, έμαθα πολύ γρήγορα τα πράγματα. Κι έγινα ένας καλός πωλητής, μπορώ να πω.
Οπότε ουσιαστικά αυτός που προμήθευε τις εφημερίδες σάς έφερνε κάποιες εφημερίδες να τις πουλήσετε εσείς, αλλά ταυτόχρονα πωλούσε και ο ίδιος στη γειτονιά;
Ο ένας αδερφός έδινε στα περίπτερα και ο άλλος αδερφός πουλούσε στο δρόμο. Ήταν δύο αδέρφια, οι Κράνη, δεν θυμάμαι αν το είπα αυτό.
Ναι, ναι, το είπατε.
Ναι, ο ένας αδερφός πουλούσε στα περίπτερα –δεν είχε δικαίωμα να…– κι ο άλλος πουλούσε στον δρόμο. Έτσι γινόταν. Αυτός που πουλούσε στο δρόμο δεν θυμάμαι καλά –δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα– αν το παράρτημα είχε δικαίωμα να το φέρουν και στα περίπτερα ή το παράρτημα είχε δικαίωμα να το πουλάει ο άλλος μόνο... Έχω την εντύπωση ότι είχε δικαίωμα μόνο αυτός να το πουλάει, αυτός που ήταν στο δρόμο.
Και τυπικά θα έβγαιναν αρκετά παραρτήματα, ας πούμε, μέσα σε μια μέρα;
Πολλά, ναι. Βγαίναν 2-3 παραρτήματα, πολλά… Ας πούμε 2-3 παραρτήματα, γιατί η εφημερίδα έβγαινε η ίδια, απλώς η πρώτη σελίδα άλλαζε με το γεγονός που γινόταν. Γιατί πραγματικά πέφτανε οι κυβερνήσεις η μία μετά την άλλη. Δεν υπήρχε τίποτα σταθερό.
Θυμάστε την ημέρα που ανακοινώθηκε η δολοφονία του Λαμπράκη;
Ναι, ναι. Ήτανε συνταρακτικό γεγονός. Και τότε, και με το Λαμπράκη αλλά και με τον Πέτρουλα που σκοτώθηκε τότε, έγιναν πάρα πολύ μεγάλα συλλαλητήρια. Θυμάμαι πιτσιρικάς που έφευγα, γιατί έπρεπε να διανύσω… Φεύγοντας από το περίπτερο έπρεπε να διανύσω μια απόσταση, να φτάσω σ’ ένα δρόμο –Συνεσίου Κυρήνης λεγότανε– κάπου στη μεριά του Παναθηναϊκού. Και όλη αυτή την διαδρομή την έκανα με τα πόδια, απ’ τον περιφερειακό του Λυκαβηττού. Τότε βέβαια στο Λυκαβηττό είχε πρόβατα. Και κάτω απ’ το σπίτι που έμενα είχε μια πλαγιά που μέχρι την Ασκληπιού κάτω, όλο αυτό ήταν μια πλαγιά που και εκεί είχε πρόβατα, ας πούμε. Και σ’ αυτή τη διαδρομή, πηγαίνοντας, άκουγα από τα Προπύλαια φωνές. Δηλαδή και ο Παπανδρέου μίλαγε… Ή από τις διαδηλώσεις, γιατί γινόταν τότε με το «1-1-4» και την παιδεία και αυτά, γινόταν ένας χαμός. Κάποτε βρέθηκα σε μια τέτοια διαδήλωση και με μια σημαία της Ενώσεως Κέντρου, ερχόμουν στο περίπτερο για να πιάσω δουλειά. Και μου έβαλε τις φωνές ο… Να κρύψω τη σημαία. Εγώ με μια αφέλεια, ας πούμε… Ήταν κάτω, μοίραζαν σημαίες, έφτασα στο περίπτερο με τη σημαία της Ένωσης Κέντρου. Σωστά μου είπε και ο άλλος, εκείνο το αφεντικό, ότι «πού πας με τη σημαία;». Γιατί δεν έπρεπε να… Είχαμε πελάτες απ’ όλες τις παρατάξεις, εμείς δεν έπρεπε να πούμε με ποια είμαστε, ας πούμε.
Και πώς ήταν η ατμόσφαιρα στο περίπτερο, όταν δουλεύατε τη μέρα της δολοφονίας του Λαμπράκη;
Κοίταξε, βγήκαν παραρτήματα καταρχήν, έγινε ένας χαμός γιατί δεν πέθανε αμέσως ο Λαμπράκης νομίζω. Και ήτανε κάποιες μέρες τότε, πέρα από τις μεγάλες διαδηλώσεις που έγιναν στην Αθήνα –έγιναν απίστευτες διαδηλώσεις τότε– βγήκαν παραρτήματα, λέγανε, ψιθύριζαν για το ποιος, πώς έγινε και ποιος είναι… Αλλά ποτέ, αυτό το πράγμα τουλάχιστον τότε, δεν ειπώθηκε καθαρά.
Θυμάστε επίσης την ημέρα που ανακοινώθηκε η Χούντα;
Κοίταξε, το ’67… Ναι, το θυμάμαι. Αλλά το ‘67 δεν ήμουνα… Είχα φύγει από το περίπτερο. Το πρώτο περίπτερο. Είχα φύγει. Και ξαναγύρισα μετά στο άλλο περίπτερο, το ’70. Γιατί το ‘70 πήγα φαντάρος. Και το ’73, την παραμονή του Πολυτεχνείου, απολύθηκα. Ως φαντάρος δεν είχα την καλύτερη τύχη, γιατί κάποτε πιάσανε τον αδερφό μου να διαβάζει «Αυγή». Αυτό μας χαρακτήρισε ως οικογένεια. Και έτσι πέρασα στρατοδικείο το ‘71 στα Γιάννενα, ότι δεν ήθελα να υπηρετήσω την πατρίδα. Δεν ξέρω αν αυτά πρέπει να τα πω.
Γιατί όχι; Αν εσείς νιώθετε άνετα, βέβαια.
Ναι. Ένας αγροφύλακας απ’ το χωριό μου είπε ότι δεν ήθελα να υπηρετήσω την πατρίδα, ενώ είχα 3 χρόνια εγώ να πάω στο χωριό. Αλλά επειδή μας βασάνιζαν λίγο εδώ στου Ζωγράφου που μέναμε, στο αστυνομικό τμήμα, κάθε βράδυ μας καλούσανε, μας περιμέναν κάτω από το σπίτι μαζί με τον αδερφό μου και μας πηγαίναν για εξακρίβωση στοιχείων. Επειδή ο [00:40:00]αδερφός μου είχε μαλλιά και γένια και τέτοια, του λέγανε: «Γιατί δεν κουρεύτηκες;». Μας κρατάγανε μέχρι τις 7 η ώρα το πρωί. Τότε δούλεψα ένα διάστημα στην οικοδομή –και εγώ και αυτός– δεν προλαβαίνουμε να πάμε για το μεροκάματο και χάναμε το μεροκάματο, που ήταν το φαγητό μας. Δουλεύαμε για να τρώμε. Και το ‘71 με πέρασαν στρατοδικείο στα Γιάννενα και έφαγα 24 μήνες με αναστολή. Ευτυχώς στρατοδίκης ήταν ένας απ’ το χωριό μας –που εγώ δεν τον ήξερα τότε– και αυτός μαλάκωσε λίγο την κατάσταση, ήξερε πώς είναι τα πράγματα στο χωριό, ας πούμε, κι ότι… Με ρώτησε, θυμάμαι –χωρίς δικηγόρο, χωρίς τίποτα, ήμουνα εγώ–, με ρώτησε αν «έχει κάποιο πρόβλημα ο αγροφύλακας με τον πατέρα σου». Και λέω εγώ: «Όχι, κανένα». Και μετά από χρόνια έμαθα ότι χάρη σ’ αυτόν… Διαφορετικά θα πήγαινα στις φυλακές στα Γιάννενα γιατί ήμουν «ανυπότακτος εσωτερικού», χωρίς κανένα δικαιολογητικό. Αλλά αυτοί δεν μου φέραν ποτέ κανένα χαρτί. Ας πούμε, μου είπαν ότι «σε καλέσαμε την πρώτη φορά και δεν παρουσιάστηκες». Εγώ πήγα να τους ζητήσω αυτό το χαρτί –ότι εγώ δεν το υπέγραψα, ότι μου το δώσανε– και μου είπε: «Καήκαν τα αρχεία». Ψέματα. Ο στρατός δεν ήταν η καλύτερη εμπειρία μου. Γιατί δυσκολεύτηκα πάρα πολύ.
Θέλετε να μου πείτε κι άλλα γι’ αυτό, για τον στρατό;
Ναι. Τι να σου πω, είναι… Ήταν ν’ απολυθώ και μου ζητάγανε να υπηρετήσω 24 μήνες ακόμη ή να πληρώσω. Ήτανε 12.000 δραχμές. Εγώ δεν είχα να πληρώσω. Παίρνω μια άδεια. Ευτυχώς είχα έναν… Δούλευα πια, υπηρετούσα στην Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού. Είχα έναν καταπληκτικό Ταγματάρχη, αλλά επειδή ήξερα πολύ καλό σχέδιο και είχα μάθει –ενώ δεν είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου λογαρίθμους–, έμαθα να χειρίζομαι ένα θεοδόλιχο, ένα όργανο που παίρναμε σημεία σε στρατόπεδα και σε τέτοια, σε εκτάσεις στρατιωτικές, και αυτός με εκτιμούσε πάρα πολύ. Και έρχομαι στην Αθήνα για να βρω τα χρήματα και μια κυρία –καλή της ώρα–, η Ελένη Οικονομίδου, μου δίνει 5.000. Τότε ήταν καθηγήτρια του αδερφού μου. Κι εγώ ζητάω και από αδέλφια μου, από φίλους, μαζεύω κάποια χρήματα. Αλλά τα χρήματα ήτανε –που μαζεύτηκαν– 7.000. Και όταν φτάνω πάνω στη μονάδα μου, ο Ταγματάρχης… Του λέω: «Αυτό και αυτό, δεν τα μάζεψα τα χρήματα». Και βγάζει και μου δίνει 5.000 ο Ταγματάρχης. Που τόσο θα ήταν ο μισθός του κιόλας, το μήνα. Και μου λέει: «Πάρτα, βαλ’ τα στην τράπεζα». Με συμβούλεψαν δηλαδή, να πάω στις Σέρρες τότε, να ρωτήσω το στρατολογικό γραφείο γιατί, ενώ έχω αθωωθεί, γιατί να υπηρετήσω κτλ. Και πήγα εκεί και βρίσκω τον Λοχαγό μου, που ήμουνα στην Τρίπολη, στο κέντρο, που μου ‘κανε μαρτύρια. Γιατί ήμουνα χαρακτηρισμένος και μ’ έβαλε να είμαι τυφεκιοφόρος και να πάω στα σύνορα, όπως πήγα. Κι αυτός βρέθηκε να είναι στο στρατολογικό γραφείο των Σερρών μετά από 2 χρόνια, δυόμισι. Κι εκεί αυτός μου λέει: «Κάπου σε ξέρω εσένα, είσαι γνωστή φάτσα». Κι εγώ τον είδα και σοκαρίστηκα και του λέω: «Ήμουνα στη σκοπευτική ομάδα». Να μην πω ποιος ήμουνα και έχω χειρότερα μπλεξίματα. «Α -μου λέει-, γι’ αυτό σε ξέρω». Αυτός παρόλα αυτά μου είπε: «Θα στέλνεις συνέχεια επιστολές στο στρατολογικό γραφείο της Βέροιας», που ήμουνα εκεί, «και στο τέλος θα σ’ αφήσουνε. Υπάρχει περίπτωση να σ’ αφήσουνε». Και όντως μ’ αφήσανε μετά από κάποιους μήνες, μου ‘ρθε το απολυτήριο. Και όταν γυρνάω στον Ταγματάρχη μου να του πω, να του επιστρέψω τα χρήματα, λέει: «Κράτησέ τα». Δηλαδή, αυτό για μένα ήτανε… Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι στη ζωή μου που μου φέρθηκαν καλά. Και αυτό το πράγμα μ’ έκανε κι εμένα να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Ένας καραβανάς ήταν, ας πούμε, με μια τέτοια συμπεριφορά. Ακόμη τον ευγνωμονώ. Και όλους τους ανθρώπους, δηλαδή, που συνάντησα στη ζωή μου και φέρθηκαν με αυτό τον τρόπο. Γι’ αυτό κανείς πρέπει να το βλέπει αυτό, όταν το συναντάει.
Αυτά τα χρήματα που προσπαθούσατε να μαζέψετε δεν κατάλαβα ακριβώς–
Ναι.
Για ποιο σκοπό.
Αυτά τα χρήματα… Έπρεπε ή να ξεπληρώσω τους 24 μήνες με 12.000 ή να τους υπηρετήσω. Λέω εγώ: «Μα αθωώθηκα!». Ναι, αλλά αυτή ήταν διοικητική φυλακή. Είχε πέσει πριν… Μετά το στρατοδικείο, ας πούμε, αλλά είναι σαν διοικητική φυλακή. Δεν ξέρω με τι αυτό, αλλά πάντως… Ήταν ευτύχημα που συνάντησα πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου, πολλούς ανθρώπους.
Κατάλαβα. Άρα την περίοδο της Χούντας υπήρχε κανένα διάστημα που δουλεύατε στο περίπτερο ή όχι, καθόλου;
Όχι, στην περίοδο της Χούντας δεν δούλευα στο περίπτερο. Δούλευα σε διάφορες δουλειές, περισσότερο οικοδομή, σ’ ένα εργοστάσιο, σε μια εταιρία εισαγωγική… Σε διάφορες δουλειές. Δεν ήθελα γιατί από ένα σημείο και μετά το περίπτερο ήταν απίστευτη δουλειά και φοβερός εγκλωβισμός, και ήθελα κάποια στιγμή να φύγω. Δεν άντεχα. Και έφυγα το '92. Από το ‘85 και μετά μέχρι το '92 είχα πάρει συνεταιρικά αυτό το περίπτερο. Και ήταν καλά. Αλλά εγώ ήθελα κάτι άλλο, ήθελα να φύγω. Και έφυγα το ‘92 και έκανα ένα μικρό καφέ στο Κολωνάκι πάλι, και έτσι τελείωσε η ζωή μου με τα περίπτερα. Δεν μετάνιωσα. Καθόλου.
Ήθελα να ρωτήσω αν μπορείτε να μου περιγράψετε το σύστημα που υπήρχε στα περίπτερα με το τηλέφωνο τη δεκαετία του ’60.
Ναι. Όλα γίνονταν απ’ το τηλέφωνο. Δεν υπήρχε… Όλα γίνονταν απ’ το περίπτερο. Δηλαδή, πολιτικές συζητήσεις, ερωτικές ιστορίες, όλα λεγότανε δίπλα στ’ αφτί του περιπτερά, χωρίς να υπολογίζει κανένας ότι υπάρχει ένας άνθρωπος από μέσα. Μίλαγε σαν να μιλάει σ’ έναν άνθρωπο που… Σ’ αυτόν που απευθυνόταν, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του. Και άθελά σου άκουγες τα πάντα. Μάθαινες πιο νωρίς τα πολιτικά γεγονότα, μάθαινες τις ερωτικές εξελίξεις που είχε ο καθένας με τα ταίρια του. 'Ντάξει, είναι πολύ σημαντικό πράγμα. Δεν ξέρω για ποιο λόγο οι άνθρωποι σβήναν από το κάδρο τον περιπτερά ως φιγούρα και ως πρόσωπο.
Έχετε καμία ενδιαφέρουσα ιστορία από πράγματα που ακούσατε στο τηλέφωνο;
'Ντάξει, ερωτικές ιστορίες… Υπήρχαν άνθρωποι, ας πούμε, επώνυμοι, γιατροί, που έρχονταν απ’ την πίσω μεριά του περιπτέρου, παίρναν το τηλέφωνο –γιατί μετά, αργότερα είχαμε και ένα εσωτερικό τηλέφωνο– και παίρνανε, κάνανε τηλέφωνο, ας πούμε, ή τους ζητάγαν στο τηλέφωνο ή παίρνανε. Είχα έναν γνωστό ο οποίος κάθε βδομάδα, μπορώ να πω και κάθε 2-3 μέρες, άλλαζε όνομα ανάλογα με την αγαπημένη που έβρισκε, ενώ ήταν παντρεμένος. Και μίλαγε απ’ το τηλέφωνο –τον ζητάγαν μάλλον–, αλλά κάθε φορά με διαφορετικό όνομα. Και του έλεγα: «Ρε παιδί μου, πώς θυμάσαι τι όνομα έχεις δώσει;». Και μου λέει: «Θυμάμαι». Και γινότανε αυτό συνέχεια. Και όχι μόνο αυτός, δηλαδή ήτανε…
Όταν έπαιρνε κάποιος τηλέφωνο στο περίπτερο και ζήταγε κάποιον, εσείς πώς θα τον ή την βρίσκατε για να–
Ναι, συνήθως έρχονταν και στηνόνταν απέξω για να περιμένει το τηλέφωνο. Είναι κάτι που θυμίζει τα χωριά μας, που ήτανε όλα εκεί, ότι στις 5 η ώρα θα πάρουν τηλέφωνο, ας πούμε, και μαζεύονταν στο καφενείο ή στο ταχυδρομείο του καφενείου –ένα μαγαζί είχε όλο και όλο– και περίμεναν εκεί πέρα την πρόσκληση.
Ήθελα να ρωτήσω… Μπορείτε να μας πείτε, το δ[00:50:00]εύτερο περίπτερο που αναφέρατε πότε και πώς προέκυψε;
Ναι. Εκεί ήταν πάλι ένας πρώτος μου ξάδερφος που το είχε. Στην αρχή δούλευα υπάλληλος σ’ αυτό. Κάποια στιγμή έφυγα για ν’ αλλάξω δουλειά –ένα μικρό χρονικό διάστημα–, μετά με ξαναφώναξε… Όχι, γι’ αρκετό διάστημα δούλεψα, άλλα με λίγα χρήματα. Μετά με φώναξε και μου είπε ότι: «Εγώ σκέφτομαι να φύγω, να το παρατήσω το περίπτερο». Και έτσι πήγα και –όπως προείπα– από το ‘85 και μετά το πήρα συνεταιρικά με ένα παιδί που δούλευε και αυτός, είχε 15 χρόνια που δούλευε στο περίπτερο, και συνεχίσαμε. Εγώ μέχρι το ‘92 και αυτός συνέχισε ακόμη για μερικά χρόνια. Ήταν πολύ καλή σαν επιχείρηση. Αλλά ήταν πολύ κουραστικό, δεν ήτανε… Γιατί πρώτα-πρώτα κλέβανε. Έπρεπε να έχεις το μυαλό σου απέξω, πολύ. Μετά ερχόταν ξένος τύπος, απίστευτα πακέτα, και ελληνικός τύπος. Το πρωί στις 4 η ώρα ερχόταν ο ελληνικός τύπος, που ήταν δέματα ατελείωτα που έπρεπε να τα παραλάβεις και να τα κρεμάσεις. Και ο ξένος τύπος. Γιατί είχε διάφορα –από ένα σημείο και μετά– φιγουρίνια, τέτοια, διάφορα που έκαναν αρκετά χρήματα. Και κλέβανε. Δηλαδή, έρχονταν άνθρωποι ας πούμε, απέξω, που έπρεπε όλη τη νύχτα να τους κάνεις παρέα και να μιλάς, και κάποια στιγμή διαπίστωνες ότι σε κλέβανε, μπροστά στα μάτια σου. Μου έχει τύχει πάρα πολλές φορές. Και η δουλειά μέσα ήταν… Δεν μιλάω για το κρύο, για τη ζέστη, για την αυτή… Πρωτοχρονιές, Πάσχα, Πρωτομαγιές, όλες εκεί μέσα.
Να κάνω μια λίγο απλοϊκή ερώτηση. Επειδή έχετε παρακολουθήσει από ένα συγκεκριμένο σημείο μια αλλαγή επί αρκετές δεκαετίες και μου αναφέρατε ότι παλιότερα υπήρχε, ας πούμε, μια ζεστασιά, μια ανθρωπιά, ήθελα απλώς να μου μιλήσετε λίγο για το… Δεν θέλω να σας ρωτήσω αν ήταν πριν ή τώρα καλύτερα, αλλά θα ήθελα να μου πείτε τι σκέφτεστε γι’ αυτό.
Ναι. Οι άνθρωποι ήτανε τελείως διαφορετικοί. Εντάξει, είναι οι εποχές που πιστεύω ότι αλλάζουνε τους ανθρώπους. Το χρήμα δεν είχε αυτή την αξία που έχει, μάλλον αυτή την αξία που του δίνουν σήμερα, ας πούμε. Γιατί ούτε και τώρα έχει καμιά αξία ιδιαίτερη. Εξαρτάται ο καθένας τι πρεσβεύει και τι θέλει. Ήταν άνθρωποι μορφωμένοι, ειδικά αυτοί οι άνθρωποι που ήτανε από αριστοκρατικές οικογένειες, ας πούμε. Επειδή δεν αρέσει λίγο αυτό το πράγμα να ακούγεται… Όχι όλος ο κόσμος, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι ήτανε πολύ μορφωμένοι και φοβερά ευαίσθητοι και τρυφεροί. Ας πούμε, εγώ τουλάχιστον αυτό εισέπραξα. Είχα έναν… Το Νίκο τον Περαντινό, έναν γλύπτη που έχει αρκετά γλυπτά στην Αθήνα στημένα, ένας άνθρωπος ο όποιος διάβαζε «Εστία», θυμάμαι. Είχε ένα σπίτι, είχε ένα εργαστήριο. Το σπίτι του ήτανε εκεί στο 23 που έμενε και η Φλέμινγκ και η Κανελλάτου, στο 23 στη γωνία της πλατείας, στην Κανάρη και αυτός με συμπαθούσε πάρα πολύ. Με τη γυναίκα του. Δεν είχαν παιδιά, και με έπαιρνε πολλές φορές στο εργαστήριό του. Ένας πολύ γλυκός, απ’ την Πάρο. Δούλευε παριανό μάρμαρο και κάποια στιγμή μου έφτιαξε ένα άγαλμα, μια γυναίκα που έγνεθε. Αυτό δεν ξέρω τι έγινε, το πήγα στο σπίτι… Δεν ξέρω, ακόμα δεν έχω ρωτήσει τα ξαδέρφια μου τι το κάνανε. Γιατί αυτοί θεωρούσαν… Δεν ξέρω, δεν καταλαβαίναν κιόλα οι άνθρωποι. Ακόμη δεν τους έχω πει ποτέ τίποτα γι’ αυτό το πράγμα. Αλλά αυτό το άγαλμα που έκανε ο άνθρωπος τόσο καιρό να το κάνει, δεν το… Δεν ξέρω τι έγινε. Ή το πετάξανε ή το σπάσανε. Γιατί αυτοί νομίζανε μήπως είναι κάποιος άνθρωπος που θέλει κάτι σεξουαλικό μαζί μου. Δεν ξέρω τι είχαν στο μυαλό τους, ας πούμε. Και το έχασα. Συνέχισα να έχω πολύ καλή σχέση με αυτούς τους ανθρώπους και με τη γυναίκα του μετά, αφού πέθανε ο κύριος Νίκος. Και μου είχε αφιερώσει τα βιβλία του και πήγα και πριν από μερικά χρόνια στο μουσείο που έχει στηθεί στην Πάρο, εκεί σ’ ένα χωριό της Πάρου και είδα όλη του τη δουλειά. Και αυτός ήταν και χαράκτης νομισμάτων. Τότε όλα τα ασημένια νομίσματα, τα εικοσάρικα, βγαίναν τότε ασημένια. Τα χάραζε ο ίδιος. Και κάποια από νομίσματα συλλεκτικά –με τον Καζαντζάκη, το Σικελιανό νομίζω, και τον Καβάφη και δεν ξέρω, δεν θυμάμαι ποιος άλλος– μου είχε έδωσε μια σειρά από αυτά τα νομίσματα. Μεγάλα ήταν. Και τα έχω ακόμα και τον θυμάμαι. Ήταν άνθρωποι… Αυτό θέλω να πω δηλαδή, ότι ήταν άνθρωποι με πολύ τρυφερό τρόπο και φερσίματα. Που αυτό το πράγμα έπαψε πια να υπάρχει, από το τέλος του ‘70 και μετά τέλειωσε αυτό. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που μπορείς να βρεις και να τους χαρείς και τέτοια, αλλά δεν είναι αυτό το πράγμα που ήταν ο περισσότερος κόσμος, ας πούμε. Γιατί μετά, δεν ξέρω, χάθηκε αυτό το πράγμα. Χάθηκε απ’ την πολιτική ζωή και απ’ τη ζωή μας.
Και πώς παρατηρήσατε τη γειτονιά ν’ αλλάζει μέσα σε–
Κοίταξε, αρχίσαν… Καταρχήν ήταν οικογένειες. Απ’ τη στιγμή που μπήκε η αντιπαροχή στη μέση και αρχίζουν και γκρεμίζονται όλα αυτά τα κτίρια… Θυμάμαι μπροστά στο περίπτερο –το περίπτερο ήταν 1 μέτρο από ένα νεοκλασικό, ίσα-ίσα που πέρναγε ένας άνθρωπος– μπροστά είχε μία είσοδο, πάνω έμενε κάποιος δικηγόρος και στο βάθος μέσα είχε έναν ραδιοτεχνίτη και έναν μαραγκό. Και ένα βράδυ… Γινόταν τότε η πολυκατοικία που είναι η Εθνική Τράπεζα στην Σκουφά. Πρέπει να ήταν εκεί στο ’64-’63, ’64. Έρχεται ένας ένα βράδυ και μου λέει: «Χάλασέ μου ένα χιλιάρικο». «Πού να το βρω; Δεν έχω», λέω. «Δώσ’ μου -λέει- 5 κατοστάρικα να δώσω ρέστα στον κύριο Φρέντζο, τον ραδιοτεχνίτη και επιστρέφω». Κι εγώ λίγο φοβισμένα, λίγο αυτό –αλλά αυτός είχε πολύ θάρρος και θράσος, ας πούμε–, του έδωσα. Αφού ήξερα ότι θα βγει απ’ αυτή την πόρτα που είναι στο 1 μέτρο, θα τον δω. Το πήρε το πεντακοσάρικο, πήδηξε τη σκαλωσιά που γινόταν τότε απ’ τη Σκουφά και βγήκε στη Σκουφά. Ακόμα τον περιμένω. Πήρα τηλέφωνο το αφεντικό και μου είπε: «Θα δουλέψεις ένα μήνα γι’ αυτό που έκανες». Και δούλεψα ένα μήνα γι’ αυτόν τον μπαγάσα. Ντάξει, έτσι είναι. Όχι ότι δεν υπήρχαν τότε… Ας πούμε, θυμάμαι έγινε η πρώτη ληστεία –από τις πρώτες ληστείες που έγιναν στο Κολωνάκι–, νομίζω στην Αγγελική Χατζημιχάλη ήτανε, στη γωνία Τσακάλωφ και πλατεία. Μπήκανε στο σπίτι δύο Γερμανοί. Ο Μπασενάουερ και ο Ντουφ, τους θυμάμαι ακόμη, θυμάμαι τα ονόματά τους. Τη δέσανε, της πήραν χρυσαφικά και τέτοια. Είχε κάνει ντόρο θυμάμαι. Μάλιστα πέρασαν μπροστά από το περίπτερο αυτοί –γιατί μετά τους είδα που τους πιάσανε και σαν φάτσες– και πήρανε τσιγάρα και φύγανε. Σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Γίνονταν πράγματα, γίνονταν ελάχιστα πράγματα. Γι’ αυτό και δίναν και τόσο μεγάλη έκταση σ’ αυτά τα πράγματα. Υπήρχαν και τότε οι άνθρωποι… Αλλά δεν ήταν αυτό. Μετά, εκεί στη δεκαετία του ‘60, που είπα και προηγουμένως, αρχίζουν και πέφτουν όλα τα νεοκλασικά κτίρια. Και αρχίζει να έρχεται νεόπλουτος κόσμος. Αλλάζει η δομή όλης της τοπική[01:00:00]ς κοινωνίας. Φεύγουν οι περισσότεροι απ’ τους ανθρώπους που μένανε και πάνε στην Κηφισιά, στην Εκάλη, φεύγουν προς τα πάνω. Και γίνονται μαγαζιά, αρχίζει το χρήμα να ρέει. Θυμάμαι κάποια στιγμή –με τα χρόνια, όπως παρακολουθούσα– γινόνταν παπουτσίδικα. Κάποια στιγμή μέτρησα 47 παπουτσίδικα στην πλατεία, γύρω-γύρω. Μια τρέλα είχε πιάσει τον κόσμο. Μόνο μπροστά στο περίπτερο ήταν... Εκεί που ήταν ο «Μπόκολας» παλιά, γίνεται ο «Πανταζής». Και δίπλα ήταν ένας, ο οποίος ήταν… Ο «Πετρίδης» λίγο πιο πάνω, ο «Δάνος» εκεί μπροστά μου, ας πούμε, που ήτανε το καφέ «Ελλάς», γίνεται παπουτσίδικο και αυτό. Στην Τσακάλωφ επίσης πάρα πολλά παπουτσίδικα. Μετά ανατρέπεται αυτό, αρχίζουν οι καφετέριες. Αλλάζει η οικονομική κατάσταση και η δομή, παίρνουν κάποια χρήματα γιατί πουλάνε διαμερίσματα, αλλάζει ο κόσμος που μένει πια στην πλατεία και αλλάζουν τα πάντα. Θυμάμαι, ας πούμε, στη Σκουφά τότε, είχε σαν ένας προπομπός των σουπερμάρκετ, «Πάνθεον» λεγότανε. Ένα εκπληκτικό μαγαζί. Μόνο πώς ήταν στολισμένο μέσα και φτιαγμένο... Ένα απίστευτο μαγαζί σ’ ένα νεοκλασικό μέσα. Και τα παιδιά με τα ποδήλατα πηγαίνανε στα σπίτια. Όλα αυτά εξαφανίζονται. Σιγά-σιγά τα καφενεία, αυτά τα ονομαστά καφενεία, αρχίζουν ντίσκο, μπαρ, ακριβά εστιατόρια. Και είναι μια περίοδος που ο Παπαθεμελής τότε, ως Υπουργός Δημοσίας Τάξεως, απαγορεύει μέχρι τις 12:00 η ώρα να βγαίνουν οι άνθρωποι έξω, να κλείνουν τα μαγαζιά. Δεν ξέρω αν… Εσύ δεν θα είχες γεννηθεί τότε. Λοιπόν, και δεν θυμάμαι πια… Εκεί στο ’80, κοντά στο ’80. Μπορεί να ήταν και ’81. Απαγορεύονταν, να κλείσουν τα μαγαζιά, αλλά δουλεύουν κάποια παράνομα. Και όταν λέω παράνομα, απέξω ήταν το «100» και πέρναγε τον κόσμο μέσα, τόσο πολύ παράνομα. Αλλά πάντως έκλειναν την πόρτα, έπρεπε να πάρεις τηλέφωνο. Θυμάμαι ήταν ένα μαγαζί στη Σκουφά, το "La Minuite", που έκανε ωραίο φαγητό. Κατέβαινες τριάντα σκαλοπάτια, «Ο τάφος του Ινδού». Και είχε αφήσει όνομα. Το είχε κάποιος Σουλαντίκας. Και θυμάμαι κατέβαιναν, ας πούμε, έτσι άνθρωποι δημοσιογράφοι, γιατί υποτίθεται ότι κλείναν την εφημερίδα –αυτά που είχαν να παραδώσουν– μέχρι τις 2-3 η ώρα. Μετά έπρεπε να βγούνε να φάνε. Συνήθως αυτοί οι άνθρωποι ήταν, πέρα από… Ήταν πολύς κόσμος που κυκλοφορούσε το βράδυ και ξαφνικά τους απαγορεύτηκε. Στήθηκαν τέτοια μπαρ και μαγαζιά ημιπαράνομα. Άρχισαν να δουλεύουν χαρτοπαικτικές λέσχες και μπαρμπουτιέρες. Κι εκεί γίνονταν ένας χαμός. Αγρίεψε δηλαδή, πάρα πολύ το πράγμα. Κι έτσι αλλάζει όλο το… Δηλαδή γκρεμίστηκαν πανέμορφα νεοκλασικά. Δεν ξέρω αν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Αυτά ήταν στολίδια πραγματικά. Ας πούμε, απέναντι από το περίπτερό μου, στη γωνία στην πλατεία και στην αρχή της Πατριάρχου Ιωακείμ, ήταν ένα καταπληκτικό νεοκλασικό που ήταν το «Ελληνικό», το ζαχαροπλαστείο, στεγάζονταν εκεί πέρα. Αυτό γκρεμίστηκε και κάτω έγινε μετά μια ντίσκο το ’14, και μετά με πολλά άλλα ονόματα. Τώρα είναι ένας φούρνος, αυτά τα… Αλυσίδα, που πουλάνε καφέ και διάφορα. Καμία σχέση, δηλαδή. Οι εικόνες αυτές έχουνε… Δεν υπάρχουν πια τώρα. Έχουν μείνει κάποια νεοκλασικά, αλλά πολύ λίγα. Δούλεψα ένα διάστημα σε ένα πολύ ωραίο εστιατόριο, λεγότανε «Λυκόβρυση». Η πλατεία τότε δεν ήτανε έτσι όπως είναι σήμερα. Η πλατεία έκανε ένα μπιντέ, όπως το σχήμα του μπιντέ. Ξεκίναγε από την Αναγνωστοπούλου, από εκεί κατέβαινε προς τα κάτω ένας δρόμος μπροστά στα μαγαζιά κι έκανε ένα αυτό. Εκεί μέσα δούλεψα με τον αδερφό μου ως βοηθός ένα μικρό διάστημα, σερβιτόρος. Και ήταν τότε ένας ονομαστός στην πλατεία, ένας γόνος μιας πολύ πλούσιας οικογένειας, ο οποίος είχε τρελαθεί. Τα χρήματα δεν του δόθηκαν όλα, αλλά κάποιος δικηγόρος τα διαχειρίζονταν. Αλλά είχε πάρα πολλά χρήματα. Αλλά αυτός ερχόταν μέσα στο μαγαζί μας κι έψαχνε στα σκουπίδια για να φάει. Έκανε διάφορα. Μάζευε τους ταξιτζήδες απ' την πλατεία, στη σειρά όπως ήταν, τους πήγαινε στο Φάληρο, είχε χούφτες λίρες χρυσές, τις πέταγε πάνω και πέφτανε οι ταξιτζήδες να μαζέψουν. Χρυσάφι! Ή τον θυμάμαι πολλές φορές, πήγαινε έπαιρνε απ’ το Καλαμάκι, έναν μανάβη –οι μανάβηδες είχαν τότε γαϊδουράκια, φόρτωναν πίσω και είχανε ένα κάρο– και φόραγε μια χλαμύδα κι ερχόταν στο Κολωνάκι, ανεβαίνε προς τα πάνω με τα ζαρζαβατικά από πίσω. Δηλαδή, είχε πάρα πολύ κόσμο έτσι, ο οποίος ήτανε φευγάτος. Χωρίς να είναι από ανέχεια, αλλά… Ήταν και πολλοί που είχαν ανέχεια, άλλα αυτός ήταν ένας ωραίος τρελός, ας πούμε, ήτανε στην πλατεία.
Όταν αναφέρατε ότι λάβατε μια προφορική μόρφωση ουσιαστικά, ακούγοντας διανοούμενους και άλλους να συζητάνε γύρω απ’ το περίπτερο… Μπορείτε να μου πείτε κι άλλα γι’ αυτό;
Ναι. Νομίζω ότι η συναναστροφή με ανθρώπους… Κατ’ αρχήν δεν φοβόμουνα πια να συζητήσω με όλο τον κόσμο. Γιατί κατάλαβα ότι άμα είναι αληθινό αυτό που λες και αυτό που σκέφτεσαι, δεν μπορεί να στο αναιρέσει κανείς. Αυτό έχεις, αυτό υποστηρίζεις. Με τον τρόπο αυτό μ’ έκανε καλύτερο ακροατή. Να ακούσω καλύτερα, ας πούμε. Γιατί μέχρι τότε φοβόμουνα τι θα αντιμετωπίσω, τι θα μου πει, αν μπορώ να ανταπεξέλθω στην κουβέντα κτλ. Και αυτό ήταν σημαντικό, γιατί μετά πλησιάζεις αλλιώς τους ανθρώπους κι αλλιώς σε δέχονται. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί –οι περισσότεροι τουλάχιστον– μπορούν να διακρίνουν αυτό το πράγμα. Μια αυθεντικότητα ή μία… Και νομίζω ότι αυτό με βοήθησε πάρα πολύ στη ζωή μου. Δεν διάβαζα πολύ γιατί δεν είχα και φοβερές ευκαιρίες, αλλά άκουγα και διάβασα και λίγο. Νομίζω αυτό το πράγμα με ευαισθητοποίησε και με έκανε έναν άνθρωπο που να μπορώ να έχω μια ζωή, να ζω, χωρίς να ντρέπομαι. Νομίζω το κατάφερα αυτό στη ζωή μου.
Θυμάστε πώς έγινε αυτή η αλλαγή, στο να νιώσετε–
Ναι.
Αυτή την αυτοπεποίθηση που περιγράψατε;
Η αλλαγή γίνεται σιγά-σιγά. Φαινόταν εξάλλου απ’ την αρχή ότι εγώ ήθελα να ζήσω και να… Διέκρινα μ’ έναν αυτό τρόπο… Όχι ότι… Ενστικτώδικα, δεν υπάρχει κάποια μέθοδος, ας πούμε. Ό,τι σου λέει το ένστικτό σου. Εγώ τουλάχιστον αυτό είχα σαν μπούσουλα, το ένστικτό μου. Με το ένστικτο πορεύεσαι από ένα σημείο και μετά, γιατί δεν υπάρχει η παιδεία. Τι σου λέει, τι μπορείς να υποστηρίξεις. Πώς μπορείς να ζήσεις. Τι είναι αυτό… Να διακρίνεις αυτό που ακούς. Αν είναι ωφέλιμο για το αφτί σου ή δεν είναι. Αυτό το πράγμα σιγά-σιγά, σιγά-σιγά... Γιατί είναι πάρα πολλά χρόνια, σχεδόν 60 χρόνια στο δρόμο. Αν μπορείς να πάρεις αυτό που βλέπεις και να το διακρίνεις. Και νομίζω αυτό ήταν ένας μπούσουλας, ας πούμε. Δηλαδή έβλεπες τους ανθρώπους, έβλεπες παραδείγματα. Δεν μπορούσες να μην μιμηθείς αυτά τα παραδείγματα. Και είπα προηγουμένως γι’ αυτόν τον Ταγματάρχη, ένας καραβανάς. Αν ένας άνθρωπος με τέτοιες ευαισθησίες –και είναι από αυτή τη θέση που είναι– κάνει αυτή την κίνηση, εγώ δεν μπορώ να κάνω[01:10:00] κατώτερη κίνηση στη ζωή μου. Αυτό θα με σημαδέψει, άμα θέλω. Άμα δεν θέλω, δεν… Αλλά επειδή λέω ότι μπορώ να διακρίνω αυτό το πράγμα, αυτό το πράγμα θα με πάει παραπέρα. Δεν μπορεί να με κάνει κατώτερο. Αυτό το…
Έχετε κάποιο… Αναρωτιέμαι, επειδή αναφέρατε πολλά άτομα τα οποία είχανε μεγάλη επιρροή στην ζωή σας, αν έχετε κάποιο ακόμα άτομο να αναφέρετε;
Συνάντησα πάρα πολλούς ανθρώπους. Δεν ξέρω, είχαμε… Ίσως αυτό το πράγμα που μίλησα προηγουμένως, για το ένστικτο και για το πώς διαμορφώνεται ένας άνθρωπος, νομίζω ότι οι βάσεις μου ξεκίνησαν απ’ το σπίτι μου. Είχα γονείς οι οποίοι ήτανε αγράμματοι και αταξίδευτοι. Και μια γιαγιά επίσης. Αλλά ο τρόπος που ζούσανε και η δοτικότητά τους απέναντι στους άλλους ανθρώπους και η συμπεριφορά τους, νομίζω ότι ήταν πολύ σπουδαίο ξεκίνημα για μένα και για τ’ αδέρφια μου. Γι’ αυτό και με τ’ αδέρφια μου έχουμε μια απίστευτη σχέση –πέρα από τη συγγενική, έχουμε μια φιλική σχέση– και τους θαυμάζω και τους δύο –τα αγόρια– και την αδερφή μου, και έχουμε μια πολύ ισότιμη και καλή σχέση. Κι αυτοί με τον ίδιο αγώνα, και πολλές φορές ίσως και μεγαλύτερο από μένα. Και αυτό είναι ένα πράγμα που σε σημαδεύει, δεν μπορείς να πεις ότι δεν το υπολογίζεις αυτό το πράγμα.
Ωραία. Έχετε κάτι άλλο που θέλετε να προσθέσετε; Τι αίσθηση σας έχουν αφήσει όλα αυτά που συζητήσαμε σε σχέση με την ζωή σας;
Μια γλυκιά αίσθηση. Δεν θα την άλλαζα τη ζωή μου για τίποτα. Και αν ήταν να ξαναρχίσει απ’ την αρχή, με τον ίδιο τρόπο θα ήθελα να πορευτώ και να ζήσω. Ίσως ήταν και ο μοναδικός τρόπος που ήξερα να υποστηρίξω και να ζήσω. Θα μπορούσα να κάνω κι άλλα πράγματα. Φαίνεται ότι δεν… Αρκούμαι σε αυτά, τα ασπάζομαι και τα προσυπογράφω.
Εντάξει. Σας ευχαριστώ πολύ για όλα αυτά που μοιραστήκατε μαζί μας.
Ευχαριστώ κι εγώ.