Η ιστορία μιας γυναίκας που βρέθηκε από τη Βόρεια Ήπειρο στην Κέρκυρα: «Θέλω να έχω δικό μου πορτοφόλι»
Ενότητα 1
Τα πρώτα χρόνια και η γνωριμία με τον σύζυγο
00:00:00 - 00:07:26
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ονομάζομαι Νικολαΐς Μπιμπλή. Είναι 18 Νοεμβρίου του 2022. Βρίσκομαι εδώ με την Ευανθία Χαϊτούση στο παντοπωλείο-Mini Market που έχουνε, στ…αι μετά από 2 χρόνια, γέννησα τον γιό μου τον Αριστοτέλη, μετά από 5 χρόνια την Αλεξάνδρα μου. Τα ‘φερα εδώ, εσπουδάσανε, μεγαλώσανε. Αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η απόφαση για μετανάστευση
00:07:26 - 00:11:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και πότε παίρνεις εσύ την απόφαση να έρθεις στην Ελλάδα; Πώς; Όταν άνοιξαν, ναι, τα σύνορα. Μόλις είχαμε φτιάξει αυτό το σπίτι στο χωριό, τ…, μας αγκαλιάσανε πολύ οι ανθρώποι. Πάρα πολύ οι ανθρώποι. Δεν μπορώ να… δεν το φανταζόμουν ότι ήταν τόσο φιλόξενοι οι ανθρώποι. Πάρα πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η Κέρκυρα και η σχέση με τα παιδιά
00:11:50 - 00:17:58
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και ωραία. Φτάνεις εδώ. Και βρίσκεσαι με τον άντρα σου, τον Παντελή και μένετε εκεί που μας είπες. Από κει, εσύ πώς βρήκες δουλειά; Πώς ξεκί…ον άντρα μου ότι θα μείνουμε εδώ, γιατί τα παιδιά μας στην Αλβανία δεν έχουνε μέλλον, γιατί είχαμε αυτό τον σκοπό. Να τα σπουδάσουμε. Αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Το παντοπωλείο και η κερκυραϊκή κοινωνία
00:17:58 - 00:22:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και εδώ πέρα, ας πούμε, πότε παίρνετε εδώ το παντοπωλείο; Γιατί εγώ σας θυμάμαι πολλά χρόνια στην γειτονιά. Το 2000... πότε το πήρα; Το 200…αι ρατσιστές. Εγώ δεν το συνάντησα. Δεν μπορώ να το πω αυτό το πράγμα. Ντάξει τώρα. Τι να λέω; Ψέματα; Όχι. Δεν χρειάζεται να λέω ψέματα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Το καθεστώς Χότζα και οι συγγενείς στην Αλβανία
00:22:52 - 00:30:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλω να ξαναπάμε λίγο πίσω και να μου περιγράψεις λίγο την καθημερινότητα, όντας στο κομμουνιστικό καθεστώς του Χότζα, στο χωριό που έμενες …αλά είμαστε. Και η αδερφή μου έχει φτιάξει σπίτι στον Ύψο. Με τα παιδιά της. Καλά. Πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά είμαστε τώρα. Δεν μπορώ να πω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η κούραση της δουλειάς
00:30:41 - 00:33:27
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καταλαβαίνω ότι έχετε κοπιάσει πάρα πολύ- Πάρα πολύ- Να τα καταφέρετε. Ακόμα και τώρα, που κοντεύω να πάω 60 χρονών, είμαι 17 ώρες στο πό…στέρια και τα τρία και μου δίνουνε ζωή αυτά τα παιδιά. Δόξα το Θεό. Ωραία. Σ’ ευχαριστούμε πολύ, Ευανθία. Να ‘σαι καλά και πάντα για καλό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Ονομάζομαι Νικολαΐς Μπιμπλή. Είναι 18 Νοεμβρίου του 2022. Βρίσκομαι εδώ με την Ευανθία Χαϊτούση στο παντοπωλείο-Mini Market που έχουνε, στη Γερασίμου Μαρκορά, στην Κέρκυρα. Ευανθία, σ’ ευχαριστούμε πολύ που μας δίνεις συνέντευξη. Θα ήθελες να ξεκινήσουμε, να μας πεις λίγα πράγματα για σένα; Πού γεννήθηκες;
Εγώ γεννήθηκα 18 Μαρτίου του 1964 στη Βόρειο Ήπειρο, στην Αλβανία. Η οικογένεια μου αποτελείται… είμαστε 9 αδέρφια, η μάνα μου κι ο πατέρας μου. Ήμασταν όλοι μαζί 11 άτομα στην οικογένεια. 4 κορίτσια και 5 αγόρια. Η μεγαλύτερη ήμουνα εγώ. Εκεί πέρα, η κατάσταση ήτανε πολύ άσχημη. Πεινούσαμε. Νερό δεν είχαμε. Η μάνα μου, ο πατέρας μου δούλευε όλη την ημέρα και δε χορταίναμε φαγητό. Ο πατέρας μου δούλευε στα βουνά, μες τους πάγους, για να φέρει το κάτι τι στο σπίτι, για να έχουμε τα απαραίτητα. Η μάνα μου, η καημένη, όλη την ημέρα δούλευε στα χωράφια κι εγώ βοηθούσα λίγο την κατάσταση, για να μεγαλώσουνε τα άλλα τα αδέρφια μου. Να πηγαίνω στο σχολείο, να μαγειρεύω. Από πολύ μικρή έχω μάθει πολλά πράγματα. Νερό στο σπίτι δεν είχαμε. Επηγαίναμε σε κάποιο πηγάδι εκεί κοντά στο χωριό. Καθόμασταν όλη την ημέρα στη σειρά και γεμίζαμε πέντε μπιτόνια, 6 και πηγαίναμε στο σπίτι, για να μπορούσαμε να εξυπηρετηθούμε σαν οικογένεια. Να πλύνουμε και τα λοιπά. Μετά, εγώ παντρεύτηκα πάρα πολύ μικρή, στα 17 μου. Επαντρεύτηκα σ’ ένα χωριό εκεί κοντά, στο Σωπίκι, με τον κύριο Παντελή Παππά, τον οποίο αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει στη ζωή. Μ’ έναν πολύ καλό άνθρωπο, με μια πολύ καλή οικογένεια. Γεννήσαμε δύο παιδιά. Είχε φτάσει, ας πούμε, 4-5 χρονών. Μετά, άνοιξαν τα σύνορα. Και επειδή, ας πούμε, δεν είχαμε καλή κατάσταση οικονομική -πώς το λένε- ήρθε, πρώτα, ο άντρας μου εδώ στην Κέρκυρα. Τον εφιλοξένησε μία θεία του κάνα-δυο μήνες μέχρι να πιαστεί με λεφτά και μετά ήρθα εγώ. Άφησα τα παιδιά μου στην πεθερά μου, για να ‘ρθω να δουλέψω κι εγώ μερικούς μήνες. Έμεινα, τα πρώτα βράδια, σ’ ένα μαγαζί, το οποίο δούλευε ο άντρας μου, μέχρι που να βρούμε ένα σπίτι. Και μετά, πήγαμε νοικιάσαμε. Δουλεύαμε όλη την ημέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ, για 6 μήνες συνέχεια. Μετά, το παρατήσαμε, γιατί εγώ ήθελα πολύ να φέρουμε τα παιδιά. Δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς τα παιδιά. Πήγαμε φέραμε τα παιδιά, πήραμε Visa και ήρθαμε και νοικιάσαμε ένα σπίτι. Η μικρή μου, η Αλεξάνδρα μου, ήταν 1,5 χρονών. Την έπαιρνα σε μια πολύ καλή οικογένεια, που με βοηθήσανε. Εδούλεψα 10 χρόνια εκεί πέρα, μέχρι που να μεγαλώσω τα παιδιά μου, να πηγαίνουν στο σχολείο και να τα ‘παιρνα, γιατί δεν είχα κανένα να με βοηθήσει. Μετά, αφού μεγαλώσανε τα παιδιά μου, άνοιξα ένα μικρό μαγαζί εδώ, στη Μαρκορά, που ο κόσμος με βοήθησε πάρα πολύ και με στηρίξανε. Δεν έχω παράπονο. Σπουδάσαν τα παιδιά μου, τα πάντρεψα. Χτίσαμε ένα σπίτι με πολύ κόπο και με προσωπική δουλειά, πάρα πολύ. Δούλευα και δουλεύω 17 ώρες την ημέρα και ο άντρας μου έχει κάνει πάρα πολλές δουλειές, προσωπικές. Τι άλλο να πω τώρα;
Μπορώ να σου κάνω κι εγώ κάποιες ερωτήσεις.
Μέχρι τώρα; Ντάξει;
Μια χαρά. Ωραία, εσύ γεννήθηκες το 1964, σωστά;
Ναι.
Και μεγάλωσες μέσα στο καθεστώς κουμμουνισμού-
Ναι, βεβαίως. Πηγαίναμε σε ελληνικό σχολείο. Ξυπόλυτα. Νηστικά. Δεν είχαν οι γονείς μας να μας δώσουνε τίποτε, για να παίρνουμε το κάτι τι, να πεινάμε και τέτοια. Έχω φτάσει σε σημεία να τρώγαμε τις πέτσες από τα μήλα, τα καθαρισμένα, που έτρωγε κάποιος ας πούμε. Τα παίρναμε από κάτω και τα τρώγαμε. Πέτσες από κυδώνια, γιατί δε χορταίναμε. Τέτοια πράγματα .Γυρνούσαμε στο σπίτι. Πότε βρίσκαμε φαγητό, πότε δεν βρίσκαμε. Κρυωμένα, χωρίς ζέστη, χωρίς σπίτι, χωρίς... οι γονείς μου δούλευαν όλη την ημέρα. Κρυώναμε. Τι να πω τώρα άλλο;
Εσύ μέχρι τα 25 βρισκόσουνα εκεί στο Καινούργιο-
Ναι-
Που λεγόταν το χωρίο σου-
Όχι. Μέχρι τα 17 έμενα στο Καινούργιο. Μετά από 17 χρονών, παντρεύτηκα και πήγα στον άντρα μου, που είπαμε. Κι εκεί, η οικογένεια φτώχια ήτανε. Δούλευε μόνο ο πεθερός μου, αλλά… τι να πω τώρα; Ζήσαμε πολύ άσχημες καταστάσεις. Εκεί πέρα γέννησα δύο παιδιά. Έχω ξεκινήσει να φτιάξω ένα σπίτι, το οποίο άφησα στη μέση. Δεν πρόλαβα να το τελειώσω. Αφού άνοιξε εδώ η Ελλάδα, που ήταν πιο καλύτερη η ζωή. Εδώ [00:05:00]ήρθαμε, που λέμε, και χορτάσαμε ψωμί και φαγητό και μας έκανε εντύπωση. Έχουμε φτάσει σε σημείο, όταν ερχόταν η πεθερά μου, μάζευε τα μπουκάλια τα πλαστικά, για να τα πάρει στην Αλβανία, για να τα έχει εκεί στην άκρη να μαζεύει νερά απ’ τη βροχή για να έχει, για το χειμώνα. Γιατί δεν είχαμε νερό μες το σπίτι. Για να πλύνει το πάτωμα, το σπίτι-
Στο σπίτι που μεγάλωσες εσύ δεν είχατε νερό-
Τίποτα. Δεν είχαμε νερό. Ρεύμα είχαμε, αλλά κοβότανε συχνά. Αυτά. Ο Χότζας μάς έλεγε ότι η Ελλάδα έπαιρνε ρεύμα από την Αλβανία και τέτοια όνειρα. «Εκεί πέρα είναι φτώχεια». Αυτά μας έλεγε, αλλά δεν έβλεπαμε εκεί πέρα να προχωρούσε η κατάσταση. Ήτανε-
Μετά το σχολείο, υπήρχε πιθανότητα ή δυνατότητα, να σπουδάσεις; Να κάνεις κάτι-
Εδώ είναι ένα… να σας πω κάτι. Εκεί στην Αλβανία, όποιος είχε άνθρωπο στην Ελλάδα και ήταν καλός μαθητής, δεν τον άφηναν να πάει να σπουδάσει, γιατί δεν έχεις καλή βιογραφία λέγανε. Έχεις εκεί στην Ελλάδα και είναι φασίστας. Μας είχε… κάνει τα μυαλά, δηλαδή όσοι ανθρώποι είχανε ανθρώπους στην Ελλάδα, τους είχε σε άλλη μεριά. Αυτά. Και πάντα, τους Βορειοηπειρώτες τους είχε σε κατώτερη μοίρα, γιατί ήμασταν Έλληνες. Όλο κοίταζε τις πόλεις, να τους δίνανε σπίτια, τους δίνανε… εμείς τίποτα, σε παλιόσπιτα. Πώς το λένε;
Στο οποίο μένατε 9 αδέρφια κι οι γονείς σας-
Ναι, 11 άτομα μέσα σε 2 δωμάτια, με ένα τζάκι εκεί σπασμένο. Πολλή φτώχεια. Δε θέλω ούτε να τα θυμάμαι. Αλήθεια το λέω. Πάρα πολύ.
Πώς γνωριστήκατε με τον Παντελή;
Εκεί στο χωριό, που παντρεύτηκα με τον Παντελή, είχε ο πατέρας μου δύο αδερφές και μία, η Αλεξάνδρα, η θεία, μας τον εγνώρισε και εκεί τα μπλέξαμε και κάτσαμε κάνα χρόνο και μετά παντρευτήκαμε. Και μετά από 2 χρόνια, γέννησα τον γιό μου τον Αριστοτέλη, μετά από 5 χρόνια την Αλεξάνδρα μου. Τα ‘φερα εδώ, εσπουδάσανε, μεγαλώσανε. Αυτά.
Και πότε παίρνεις εσύ την απόφαση να έρθεις στην Ελλάδα; Πώς;
Όταν άνοιξαν, ναι, τα σύνορα. Μόλις είχαμε φτιάξει αυτό το σπίτι στο χωριό, το πέτρινο. Άνοιξαν τα σύνορα. Έφυγε ο άντρας μου, γιατί δεν μπορούσαμε να ζήσουμε εκεί πέρα. Ήρθε 2-3 μήνες, το είπα στην αρχή κι αυτό και μετά εγώ ήθελα να έρθω να δουλέψω κι εγώ, για να μεγαλώσω τα παιδιά μου, γιατί ντάξει. Για ένα κομμάτι ψωμί...
Και αποφασίζεις να έρθεις στην Ελλάδα που έχει ήδη έρθει ο άντρας σου ο Παντελής και μένει και δουλεύει εδώ πέρα.
Ναι, στην Κέρκυρα. Ναι.
Θέλω να μου πεις, λίγο, γι’ αυτή την απόφαση. Δηλαδή, πώς την πήρες; Πώς ήταν η κατάσταση, όταν την πήρες;
Ναι, ναι. Φεύγανε όλοι, όλος ο κόσμος. Και μίλησα με την πεθερά μου και της λέω αν μπορεί να μου κρατήσει τα παιδιά, για να έρθω να δουλέψω κι εγώ, επειδή είχαμε πολύ μεγάλες ανάγκες. Και ήρθαμε περπατώντας, γιατί, για πρώτη φορά, δεν είχαμε βίζες. Βέβαια, είχα την ταυτότητα τη μικρή, που έγραφε ελληνική υπηκοότητα, αλλά, αν δεν είχες άδεια, δεν σ’ αφήνανε. Μας πιάσανε η Αστυνομία στο Μαυρομάτη, μας ρωτήσανε. Εγώ του είπα ότι είναι ο άντρας μου στην Κέρκυρα και θέλω να πάω να τον βρω και τα λοιπά και τα λοιπά. Και μετά, μέχρι την Ηγουμενίτσα, πήγαμε με τα πόδια, γιατί περνούσαν τα ταξιά, για να μας πάρουν και φοβότανε και δε. Μετά, μπήκα στο καράβι, μπήκαμε στο καράβι. Δε θυμάμαι από που τα είχα βρει. Μου είχε στείλει ο άντρας μου λεφτά και πλήρωσα το εισιτήριο και βγήκε ο άντρας μου, μετά, εδώ στην Κέρκυρα και με περίμενε και με πήγε σ’ ένα μαγαζί που δούλευε ο άντρας μου και κοιμηθήκαμε εκεί κάποια βράδια. Αφού οι άνθρωποι είδανε που κοιμόμασταν στο μαγαζί, μας βοηθήσανε και πήγαμε και βρήκαμε σπίτι και νοικιάσαμε σπίτι.
Να σε ρωτήσω: Πόση ώρα είναι από εκεί που ξεκίνησες με τα πόδια να κατέβετε στην Ηγουμενίτσα;
Περπατούσαμε και κρυβόμασταν. Δηλαδή κάνα δεκάωρο, 10 ώρες γιατί κρυβόμασταν-
Αυτό βράδυ ας πούμε;
Ναι. Το βράδυ. Τη νύχτα-
Πόσα άτομα περίπου;
Ήμασταν 6-7 άτομα, μια παρέα μεγάλη, γιατί κι εγώ γυναίκα. Έπρεπε να έχω ένα σίγουρο άνθρωπο μαζί μου, για να [00:10:00]περπάταγα. Δικοί μου, συγγενείς, ανθρώποι ήτανε. Μας έπιασε Αστυνομία. Αφού με είδανε εμένα κι έκλαιγα και τους είπα ότι θα πάω στον άντρα μου στην Κέρκυρα, γιατί η Αστυνομία θέλαν να ξέρουνε που πηγαίναμε, προς τα που είχαμε προορισμό-
Πού σας βρήκε η Αστυνομία; Εννοώ δε φαντάζομαι ότι πηγαίνατε από τον κεντρικό.
Όχι. Ναι. Αυτή ήταν η δουλειά τους. Φύλαγαν όλα τα σύνορα. Στα βουνά μάς βρήκανε, αλλά ήτανε καλοί ανθρώποι. Μας είδανε που μιλάγαμε και καλά Ελληνικά και ντάξει. Φτάσαμε και ήρθαμε εδώ στην Κέρκυρα, οι οποίοι εδώ στην Κέρκυρα δουλέψαμε πολύ σκληρά. Δόξα τω Θεό-
Έφυγες με πράγματα από εκεί-
Τίποτα. Τίποτα. Τίποτα δεν είχαμε. Έμεινα στο Κανόνι και ήταν πολύ καλοί… μια πολύ καλή οικογένεια του κύριου Ιωσήφ Κόλλια, όπου μας βοήθησαν πάρα πολύ οι ανθρώποι. Μας φέρνανε τα πάντα. Ως και κρεβάτια, ως και εσώρουχα, κουβέρτες, για να ζήσουμε. Πάρα πολύ… δηλαδή μου συμπαρασταθήκανε πολύ καλά οι ανθρώποι. Δεν μπορώ να πω. Δεν έχω κανένα παράπονο από κανέναν. Αλήθεια.
Φαντάζομαι ότι το ’90, που έγινε αυτό, δεν υπήρχαν κινητά ή Ίντερνετ, να μπορείς να δεις πού πας-
Τίποτα, τίποτα-
Είχες μια εικόνα εσύ του πού πας;
Όχι, όπου μ’ έβγαζε το καράβι. Κι όταν ήρθα εδώ, μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση, γιατί είδα πολύ όμορφα μέρη, πολύ όμορφα πράγματα, πολλά αυτοκίνητα. Αλλά, τότε, μας αγκαλιάσανε πολύ οι ανθρώποι. Πάρα πολύ οι ανθρώποι. Δεν μπορώ να… δεν το φανταζόμουν ότι ήταν τόσο φιλόξενοι οι ανθρώποι. Πάρα πολύ.
Και ωραία. Φτάνεις εδώ. Και βρίσκεσαι με τον άντρα σου, τον Παντελή και μένετε εκεί που μας είπες. Από κει, εσύ πώς βρήκες δουλειά; Πώς ξεκίνησες να δουλεύεις; Τι ήξερες να κάνεις;
Κατευθείαν. Όλες τις δουλειές ήξερα να κάνω. Να πλύνω, να σκουπίσω, να μαγειρέψω, όλα. Επήγαινα στην αρχή… με είχε γνωρίσει το αφεντικό του άντρα μου, ο Γουλιαρμής, με μία οικογένεια. Και από εκεί, αφού ήμουνα καλή και εντάξει, με σύστησε σε πολλά σπίτια. Πήγαινα καθάριζα. Μάζεψαμε κάποια χρήματα. Πήγαμε, φτιάξαμε κάτι με τα λεφτά που δουλέψαμε στην Ελλάδα στην Αλβανία. Μετά, αποφάσισα με τον άντρα μου να χτίσουμε κάτι εδώ πέρα. Το παράτησα εκείνο το σπίτι. Το χω αφήσει έτσι στη μέση, γιατί δεν… κάτι χτίσαμε εδώ πέρα και τέτοια. Σπουδάσαμε τα παιδιά μας, τα παντρέψαμε και ακόμα και σήμερα δουλεύω 15 και 17 ώρες την ημέρα, για να μπορώ να βοηθήσω την κατάσταση ή να έχω τα λεφτά μου, να μην επιβαρύνω τα παιδιά μου.
Η επικοινωνία σου, τότε, με τα παιδιά που άφησες πίσω στην πεθερά σου; Για πόσο διάστημα μείνατε χώρια σαν οικογένεια;
Εγώ ήμουνα σε ένα άτομο, ας πούμε, που δούλευε στον ΟΤΕ και πήγαινα κι έπαιρνα τηλέφωνα στα κεντρικά. Ήταν ένα τηλέφωνο στο χωριό και έλεγα, ας πούμε, «Την τάδε ώρα φέρε μου την πεθερά μου να μιλήσουμε». Κι έτσι γινότανε. Κι αυτό γινόταν μια φορά τον μήνα, γιατί πιο πολύ δεν μπορούσα, δηλαδή να πω στον άλλον ότι «Πάρε την πεθερά μου τηλέφωνο» ή πως το λένε. Αυτό γινόταν.
Σας λείπανε φαντάζομαι.
Βεβαίως. Βεβαίως. Τα παιδιά; Αλίμονο. Μέχρι που να τα φέρω εδώ, έσκασα. Δεν μπορούσα. Δεν μπορούσα. Πολύ. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, να φάω. Δηλαδή, έφευγα όλη μέρα από το σπίτι να δουλεύω, για να μην τα σκέφτομαι. Γιατί, άμα καθόμουν, έκλαιγα όλη την ημέρα ή καθόμασταν ξέρω γω… δεν. Ήτανε δύσκολο. Πολύ δύσκολη κατάσταση.
Για πόσο καιρό μείνατε χώρια;
Με τα παιδιά; 6 μήνες. Μετά από 6 μήνες, δεν άντεξα άλλο και τα έφερα.
Εδώ τα φέρατε φαντάζομαι ότι έχετε χαρτιά ότι είστε Έλληνες.
Ναι, βγάζαμε. Μετά, πηγαίναμε στην Αστυνομία με την ταυτότητα τη μικρή. Δηλώναμε. Μας έγραψε η Αστυνομία μέσα. Μας έδωσε και κάποια άδεια παραμονής. Κάθε που τελειώνανε, πηγαίναμε και ανανεώναμε τα χαρτιά μας, μέχρι και που πήραμε και την ταυτότητά μας και είμαστε Έλληνες και ψηφίζουμε, όλα.
Αυτό. Δεν έπρεπε να δείξεις ότι δουλεύεις νόμιμα, όπως γίνεται στις περισσότερες-
Όχι. Παλιά, δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Τώρα, τα έχουν τακτοποιήσει. Γιατί, εγώ για κάποια χρόνια δούλευα χωρίς ένσημα. Δεν ήξερα. Δε μου είχε εξηγήσει και μένα κανένας… ή κι [00:15:00]εμείς δεν είχαμε σκοπό να μείνουμε για πάντα. Ερχόμασταν, στην αρχή, γιατί δεν είχαμε τηλεόραση, ψυγεία και τέτοια πράγματα. Νομίζαμε ότι κάθε που θα ‘ρχόμασταν, θα παίρναμε ένα αντικείμενο και θα καθόμασταν εκεί. Κι όμως. Δεν ήταν έτσι. Δεν είχαμε γνώσεις για πολλά πράγματα.
Δεν ήρθατε να μείνετε για πάντα-
Δεν ξέραμε. Μετά, με την πορεία το αποφασίσαμε. Κι αφού είδαμε και δουλεύαμε και καλύτερα ήταν η ζωή εδώ στην Ελλάδα, αποφασίσαμε και ήρθαμε εδώ.
Πότε περίπου το αποφασίσατε ότι «Θα μείνουμε εδώ τελικά»;
Την πρώτη δεκαετία ήμασταν εδώ κι εκεί. Αφού είμαστε 32-33 χρόνια εδώ πέρα… στην εικοσαετία. Εδώ και 20 χρόνια. Και γι’ αυτό, ξεκινήσαμε και κάναμε ένα σπίτι εδώ πέρα και… για να ζήσουμε-
Αγκυροβολήσατε κάπως-
Ναι αλλά με πολύ κόπο και πολλή στέρηση κι εδώ. Είχα… φαντάσου ότι δουλεύαμε, παίρναμε καλά λεφτά κι εγώ είχα προγραμματίσει, ας πούμε, ότι αυτή τη βδομάδα θα χαλάσω αυτά τα λεφτά. Ποτέ περισσότερα. Πάντα, λιγότερα, για να φτάσω εκεί που ήθελα. Δηλαδή…
Εδώ πέρα που δουλεύατε, βοηθούσατε και οικονομικά κι αυτούς που είχαν μείνει πίσω;
Βεβαίως. Μια φορά τη βδομάδα, για τα παιδιά μου, εγώ έστελνα πράγματα. Πώς θα ζούσανε; Δε μπορούσα τώρα… τότε, άμα αφήνανε. Έβγαινε η πεθερά μου στους Άγιους Σαράντα. Πράγματα, λεφτά, άμα είχε ανάγκη, αλλά θυμάμαι κάτι. Τον γιο μου το μεγάλο, τις δύο πρώτες τάξεις, δεν τον είχα φέρει εδώ πέρα. Του ‘χα αγοράσει ένα μπουφάν κι επειδή τα άλλα τα παιδιά στο σχολείο στην τάξη δεν είχανε μπουφάν, δεν το φορούσε κι εκείνος. Αλήθεια αυτό. Μου είχε κάνει εντύπωση και μου ‘χει μείνει στο νου μου. «Τέλη μου, γιατί δε φοράς το μπουφάν;». «Γιατί τα άλλα τα παιδιά δεν έχουν και θέλω να ‘μαι όπως όλα τα παιδιά». Αυτό.
Πολύ ωραίο αυτό να το έχει ένα παιδί σαν σκέψη.
Ναι. Δεν το φανταζόμουνα, σκεφτόμουν. Γιατί, αν ήτανε κανένα άλλο παιδί, δεν... ή εγώ θα μπορούσα να μην το σκεφτώ. «Δεν έχουν τα’ άλλα παιδιά», μου λέει, «κι εγώ δεν θέλω να είμαι πιο…». Να μην ζηλεύουνε, γιατί δεν ήθελε να δείξει το παιδί. Ήτανε πολύ πονόψυχο. Αυτά
Και όταν τελείωσε ο κουμμουνισμός από την Αλβανία, σκεφτήκατε να γυρίσετε ή να-
Όχι, όχι. Τα πρώτα 10 χρόνια ήμασταν έτσι κι έτσι, αλλά μετά το αποφασίσαμε. Είπαμε με τον άντρα μου ότι θα μείνουμε εδώ, γιατί τα παιδιά μας στην Αλβανία δεν έχουνε μέλλον, γιατί είχαμε αυτό τον σκοπό. Να τα σπουδάσουμε. Αυτό.
Και εδώ πέρα, ας πούμε, πότε παίρνετε εδώ το παντοπωλείο; Γιατί εγώ σας θυμάμαι πολλά χρόνια στην γειτονιά.
Το 2000... πότε το πήρα; Το 2001. Εδώ και 22-23 χρόνια έχω το παντοπωλείο. Εδώ στη γειτονιά, με τις γιαγιάδες. Με βοηθάνε, τις βοηθάω. Λέμε τα οικογενειακά μας. Κλαίμε. Γελάμε. Όλα. Μαζί.
Πώς το πήρατε απόφαση να ανοίξετε ένα παντοπωλείο; Πριν, ας πούμε, τι κάνατε;
Ήμουνα σε... ο Παντελής δούλευε στην οικοδομή ο καημένος. Εγώ ήμουνα σε μια οικογένεια. Φύλαγα μια γιαγιά. Πρόσεχα μια γιαγιά. Κι εκεί, σε αυτή τη γιαγιά, έπαιρνα και την κόρη, που ήτανε 1,5 χρονώ, γιατί δεν είχα ποιος να μου την κρατήσει. Και αυτή η οικογένεια ήταν πάρα πολύ καλή οικογένεια. Κι αυτή η οικογένεια… αν θέλετε, να σας πω και το όνομα τους, δεν έχω πρόβλημα. Την κυρία Ζερβοπούλου Άννα. Ήμουνα εκεί 11 χρόνια στο σπίτι τους. Έμαθα πάρα πολλά από εκείνηνε. Τους χρωστάω πάρα πολλά και την ευχαριστώ πάρα πολύ και δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Πώς σας βοήθησε ας πούμε; Πώς ήταν εδώ το περιβάλλον;
Ήτανε το περιβάλλον πάρα πολύ καιρό. Είχε πολύ ωραίους τρόπους. Δεν ήτανε, ας πούμε, απαιτητική. Εγώ ένιωθα ότι της είχα πολύ μεγάλη υποχρέωση και προσπαθούσα να την ευχαριστήσω με τον τρόπο μου. Έτσι. Έστω και με μια καλή κουβέντα. Αυτό.
Και ανοίγετε εδώ το παντοπωλείο, μίνι μάρκετ, το οποίο… τώρα, η γνώμη η δική μου είναι ότι δεν είναι ένα απλά ένα μίνι μάρκετ. [00:20:00]Είναι ένας χώρος συνάντησης της γειτονιάς, δηλαδή όλοι περνάνε εδώ, ανεξάρτητα αν θέλουν να πάρουν κάτι ή όχι. Είτε για να ζητήσουν κάτι είτε για να προσφέρουν, ίσως, κάτι άλλο.
Ναι. Εντάξει. Όλος ο κόσμος, αν θες να ξέρεις, ξέρω και τι μαγειρεύει ο καθένας και ας το λένε κουτσομπολιό. Δεν είμαι κουτσομπόλα, αλλά, όταν ο άλλος έρχεται στο μίνι μάρκετ και παίρνει μακαρόνια, ξέρω ότι θα μαγειρέψει μακαρόνια. Και με ρωτάνε καμία φορά: «Πώς τα μαγειρεύεις;». Μου λέει, τους ρωτάω, μου τα λένε. Αυτά. Για να περνάει η ώρα. Και να μου λένε ένα μυστικό. Εγώ δε θα το μαρτυρήσω ποτέ, γιατί έτσι πρέπει. Αυτά έχουνε τα μαγαζιά της γειτονιάς. Ναι. Είναι ένα άτομο που θέλει μια βοήθεια, να τους πάρω τα πράγματα στο σπίτι; Θα τρέξω. Ή με καλεί κάποιος τη νύχτα ότι του αρρώστησε ένας άνθρωπος και αν είμαι εδώ κοντά, που μένω εδώ δίπλα σε μια γκαρσονιέρα, θα τρέξω πάλι. Γιατί, αλλιώς, δεν έχω πώς να βοηθήσω τον κόσμο. Με αυτά, δηλαδή, θέλω κι εγώ να μπορώ να δώσω κάτι,. Όχι μόνο να παίρνω, αλλά και να δίνω, γιατί έτσι είναι η ζωή. Αυτά.
Καταλαβαίνω ότι όταν ήρθατε το ’90 στην Ελλάδα-
‘90 με ’91. Εκεί-
Τότε, επειδή υπήρχε αρκετά μεγάλο μεταναστευτικό κύμα, το οποίο είναι απόλυτα λογικό, πώς βιώσατε τον ερχομό σας εδώ; Υπήρχε εχθρικότατα από ανθρώπους ή άνθρωποι που να σας βοήθησαν; Ή Να το είδατε… να το νιώσετε πιο πολύ τον ρατσισμό απέναντι σε αυτούς που έρχονται.
Κοίταξε να δεις. Εγώ, σαν οικογένεια, δεν έχω καταλάβει, γιατί δεν ξέρω τι κάνουνε πίσω από, αλλά μπροστά μου δεν το έχω νιώσει. Ούτε στα παιδιά μου. Γιατί, τα παιδιά μου, όταν πήγαν στο σχολείο, στο 2ο Δημοτικό, είχαν να κάνουν με μια πολύ καλή κυρία, δασκάλα, όπου τους εξήγησε, γιατί παίζει ρόλο και αυτό στο σχολείο. Όταν ο δάσκαλος εξηγεί κάποια πράγματα, τα παιδιά δεν είναι ρατσιστές. Κι εγώ στα παιδιά μου το συνάντησα. Η κυρία Χρύσα, δεν ξέρω τώρα, δε θυμάμαι το επίθετο, έκατσε και τους εξήγησε ότι ήρθαν αυτά τα παιδιά, είναι Έλληνες, ήρθαν να μάθουν, γιατί στην πατρίδα τους δεν είχανε να φάνε, να πιούνε. Και γι’ αυτό. Δεν είναι ότι δεν είναι καλοί άνθρωποι και πώς το λένε. Και όλοι ας πούμε… δεν έχω δει τέτοιο ρατσισμό στα παιδιά μου τουλάχιστον. Ενώ με άλλες, ας πούμε, που έχω μιλήσει, μου έχουνε πει και αυτό, ότι είναι ρατσιστές. Εγώ δεν το συνάντησα. Δεν μπορώ να το πω αυτό το πράγμα. Ντάξει τώρα. Τι να λέω; Ψέματα;
Όχι.
Δεν χρειάζεται να λέω ψέματα.
Θέλω να ξαναπάμε λίγο πίσω και να μου περιγράψεις λίγο την καθημερινότητα, όντας στο κομμουνιστικό καθεστώς του Χότζα, στο χωριό που έμενες είτε αργότερα με τον άντρα σου, δηλαδή λίγο πώς ήταν η καθημερινότητά σας, τι κάνατε, πού δουλεύατε, τι χρήματα παίρνατε-
Πολύ λίγα ήταν τα χρήματα. Πολλή δουλειά. Ήμασταν στα χωράφια, στα καλαμπόκια, στα ρύζια, με ηλιόσπορους, στις ελιές.
Από παιδί εσύ ξεκίνησες να δουλεύεις σ’ αυτά;
Ναι, μόλις τέλειωσα το σχολείο μου, πήγα κατευθείαν εκεί πέρα. Δεν πληρωνόμασταν καλά. Ίσα-ίσα να ζούμε. Πώς το λένε; Δε μένανε λεφτά ποτέ. Δεν ήξεραμε να πούμε σήμερα ότι αυτό το μήνα θα βάλουμε 50 ευρώ στην άκρη ή να έχουμε πρόχειρα λεφτά. Δούλεψες; Έχεις. Δε δούλεψες; Δεν έχεις. Είναι… και μετά, εκεί, ήτανε με τις μέρες. Όσες μέρες θα πας, τόσα μεροκάματα, δηλαδή μη φανταστείς τώρα μεροκάματα, να πάρεις ένα κιλό αλεύρι κι ένα κιλό ζάχαρη. Αυτό ήταν τα μεροκάματα. Δεν είχε τέτοια πράγματα. Αυτά.
Τι προϊόντα υπήρχανε στα σουπερμάρκετ π.χ.;
Είχε λάδι, αλεύρι, αλλά τα δίνανε με το κιλό, δηλαδή θα πάρεις 2 κιλά μακαρόνια το μήνα, 1 κιλό κρέας, 1 κιλό ζάχαρη, 2 κιλά λάδι. Τέτοια. Αυτά. Δεν είχε να πας ν’ αγοράσεις ό,τι θέλεις και όσα θέλεις-
Είχε ταβάνι ας πούμε-
Ναι, δεν είχε. Σου βάζανε μέχρι εκεί. Κρέας μια φορά τον μήνα. 2 κιλά; Δηλαδή εκεί.
Αυτό ήταν για κάθε άτομο ή για κάθε οικογένεια;
Όχι. Ανάλογα τα άτομα που είχε η οικογένεια. Όταν είστε τόσα [00:25:00]άτομα, θα πάρεις 5 κιλά ρύζι, δηλαδή και λογικό είναι αυτό. Τώρα, δεν μπορεί μια οικογένεια, που είναι δυο άτομα, να πάρει ίσα με έντεκα, που είμαστε εμείς. Πώς θα το μοιράσεις; Σύμφωνα με τα άτομα. Έτσι το μοιράζανε. Αλλά ήμασταν πολύ αγαπημένοι. Ήμασταν πάρα πολύ ο ένας για τον άλλον, ενώ τώρα εδώ… δεν ξέρω. Είναι ζήλια; Είναι… δεν υπάρχει όλη αυτή η ενότητα που είχαμε, δηλαδή δεν ξέρω γιατί έχει γίνει αυτό. Όταν ήρθαμε εδώ για πρώτη φορά και βλέπαμε αυτά, ας πούμε ότι είσαι στην ίδια πολυκατοικία και δε γνωρίζεσαι ο ένας με τον άλλον, μας έκανε εντύπωση. Τώρα, γίναμε χειρότεροι εμείς από τους ντόπιους.
Όταν ήρθες εδώ, τι σου έκανε περισσότερη εντύπωση; Που είτε δεν το είχατε-
Ναι, αυτό. Που είχε τα πάντα. Είχε τα πάντα. Πήγαινες δούλευες. Είχες τα λεφτά σου και τα ‘κανες ότι ήθελες. Ναι. Έπρεπε να ‘χαμε πιο πολλά προϊόντα για να ζήσουμε. Αυτοκίνητα και τέτοια δεν υπήρχαν εκεί πέρα. Θα είχε ένα αυτοκίνητο, δηλαδή, σε δέκα χωριά. Δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Όχι. Ήταν αυτά τα τρακτέρ, που οργώνανε τον κάμπο, για να σπείρουμε τα καλαμπόκια και τα μπαμπάκια και διάφορα. Είχε ένα στάβλο εκεί πέρα, που είχε κάτι αγελάδες και τέτοια. Αρμέγανε και φέρνανε 1 λίτρο γάλα στο χωριό. Δεν ξέρω πώς. Τέτοια πράγματα. Ήτανε πολύ άσχημη η κατάσταση εκεί πέρα.
Και από την κυβέρνηση υπήρχε κάποια, ας πούμε, προπαγάνδα για το τι συμβαίνει και εσωτερικά και εξωτερικά-
Βεβαίως, βεβαίως. Όποιος είχε ένα ραδιόφωνο ας πούμε και έβαζε στο ράδιο στο ελληνικό σταθμό και τέτοια, ήτανε κάποιος έξω και σ’ άκουγε και πήγαινε και το διαπανούσε. «Ο τάδε», ας πούμε. Απ’ την άλλη, μετά, είχες την τιμωρία με τον τρόπο του. Σου την εκάνανε. Ή δε θα σου αφήνανε να πάνε τα παιδιά σχολείο, στο πανεπιστήμιο. Τέτοια. Ήτανε πολύ δύσκολα πράγματα.
Αυτό γινότανε μόνο όταν άκουγες, ας πούμε, ελληνικό ράδιο ή επειδή είμαστε κοντά συνέβαινε αυτό; Δηλαδή, πώς ενημερωνόσασταν για το τι γίνεται έξω; Τι πίστευες εσύ ότι γίνεται έξω από την Αλβανία ας πούμε;
Εγώ ήμουνα πολύ μικρή τότε. Ήμουνα 25 χρονών. Σιγά που καταλάβαινα και τόσα πράγματα, αλλά οι μεγάλοι, οι γονείς μας, περάσανε πολλά και διάφορα. Εγώ, τώρα, μέχρι 25 χρονών, από εκεί και πέρα, αφού ήρθα στην Ελλάδα, η ζωή μου ήτανε πολύ καλύτερη. Κούραση βέβαια, κόπος, στεναχώριες, αλλά δε μου ‘λειπε από εκεί και πέρα τίποτα. Ό,τι ήθελα το είχα, γιατί δουλεύαμε και οι δύο με τον άντρα μου και είχαμε τα πάντα. Και για τα παιδιά μας δεν τα ‘χω στερήσει ποτέ. Και στα φροντιστήρια και στα ρούχα και στα φαγητά. Ό,τι θέλανε. Δεν μπορώ να πω-
Μέχρι τότε που ήσουνα εκεί, τι πίστευες ότι γίνεται έξω από τη χώρα;
Δεν είχαμε πολύ ορίζοντα, για να κάτσουμε να σκεφτούμε αυτά τα πράγματα. Δηλαδή, έτσι μας είχε αφήσει, με την ιδέα ότι στην Αλβανία είμαστε καλύτερα. Δεν είχαμε ανοίξει ορίζοντες για… δεν είχαμε προλάβει να καταλάβουμε στη ζωή τι χρειάζεται, τι πρέπει, τι… αυτά. Μετά, που ήρθαμε εδώ και ανοίξαμε τα μάτια και βλέπαμε πώς ζούμε και πώς είναι καλύτερα για τη ζωή, διαλέξαμε και μείναμε εδώ πέρα.
Οι γονείς σου σκέφτηκαν ποτέ να φύγουνε από εκεί;
Όχι, γιατί εκεί πέρα έχουμε τα οικόπεδά μας, τα σπίτια μας και εάν θα τα αφήναμε, θα πηγαίνανε Αλβανοί και πώς το λένε. Στη Βόρειο Ήπειρο εννοώ. Και άμα κάτσει 20 χρόνια στο σπίτι σου, σου λέει μετά ότι «Είναι και δικό μου και δεν έχεις και τίποτα. Άμα ήθελες, κρατήστε το. Ας καθόσουν εδώ να το κράταγες. Εγώ δεν είχα που να κοιμηθώ, βρήκα ένα σπίτι και μπήκα και κοιμήθηκα». Αυτό. Και γι’ αυτό, η μάνα μου και ο πατέρας μου μείνανε εκεί πέρα. Και τα αδέρφια μου, που ήταν πιο μικρά, τα κρατάγαμε εμείς, που είμαστε οι μεγαλύτερες οι αδερφές. Όπως βολευόμασταν. Σύμφωνα με το πώς είχαμε τις οικονομίες μας, τι σπίτι είχαμε βρει… δηλαδή, αν εγώ είχα δύο παιδιά κι ένα δωμάτιο σπίτι, δεν μπορούσες να-
Τα αδέρφια σου φύγανε από εκεί ή μείνανε πίσω;
Όχι. Τα αδέρφια μου, για πρώτη φάση, οι πιο πολλοί πήγανε στην [00:30:00]Καλαμάτα, στα Φιλιατρά. Μετά, αφού βλέπανε που ήτανε… εκεί πέρα, έχουνε στα Φιλιατρά δουλειές τέτοιες, σε θερμοκήπια και τέτοια. Να μαζέψεις ελιές. Ενώ εδώ, τα μεροκάματα ήτανε πιο εύκολα. Σε σπίτια, σε ξενοδοχεία. Αφού βλέπανε ότι εγώ ήμουνα πιο καλά, ένας-ένας ήρθαμε και είμαστε οι περισσότεροι στην Κέρκυρα τώρα. Ένα αδερφό έχω στη Νορβηγία κι ένα στη Γερμανία. Και μια αδερφή στην Καλαμάτα και μία στη Ρόδο. Και οι υπόλοιποι είμαστε εδώ στην Κέρκυρα. Καλά είμαστε. Και η αδερφή μου έχει φτιάξει σπίτι στον Ύψο. Με τα παιδιά της. Καλά. Πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά είμαστε τώρα. Δεν μπορώ να πω.
Καταλαβαίνω ότι έχετε κοπιάσει πάρα πολύ-
Πάρα πολύ-
Να τα καταφέρετε.
Ακόμα και τώρα, που κοντεύω να πάω 60 χρονών, είμαι 17 ώρες στο πόδι. Ένα μεσημέρι με τον άντρα μου δεν έχω κοιμηθεί ποτέ. Ένας έφευγε, ένας ερχότανε. Ένας κράταγε τα παιδιά τα’ απόγευμα, ένας δούλευε. Ποτέ. Με πολύ κόπο. Και με πολλή προσωπική δουλειά. Ούτε κλέψαμε τίποτα ούτε χρωστάμε σε τίποτα, κανένανε. Όσοι έχουν έρθει στο σπίτι μου για να δουλέψουνε, δεν έφυγε κανένας κακοφχαριστημένος, γιατί αυτό που δε θέλω να μου κάνουνε, δε θα το κάνω ποτέ σε κανένανε. Και έτσι, έμενα μόνη χωρίς, για να ευχαριστήσω τον εργάτη, γιατί ξέρω τι σημαίνει δουλειά. Αυτό.
Σκεφτήκατε ποτέ ότι «Γιατί να ζούμε εμείς έτσι;», εννοώ με τόσο κόπο, με τη μετακίνηση αυτή, που φαντάζομαι ότι ήταν μια τρομακτική εμπειρία, ειδικά για μια γυναίκα-
Ναι. Όταν βάζεις στόχο κι έχεις πείσμα, τα πετυχαίνεις όλα. Εγώ αυτό έχω κάνει στη ζωή μου. Είχα αυτό το στόχο και πέτυχα. Εάν δεν έχεις στόχους, δεν κάνεις τίποτα. Τίποτα δεν κάνεις χωρίς στόχο. Το λέω εγγυημένα. Αν κάθεσαι και κοιμάσαι μέχρι τις 13:00 και μετά δε… σίγουρα, δε θα έχεις τίποτα. Τίποτα δε θα ‘χεις. Ούτε μπορείς να περιμένεις από κανένανε. Αυτό. Με στόχο. Αν βάλεις στόχο στη ζωή σου, τα πετυχαίνεις όλα. Εγώ έτσι ξέρω.
Θα ήθελες να μας πεις, έτσι, κάτι τελευταίο;
Τι θέλεις να σου πω;
Εσύ αν θέλεις. Ό,τι θέλεις. Είτε μια ιστορία δικιά σου είτε κάτι που έχεις καταλάβει από τη ζωή σου;
Τι να πω τώρα; Τι να πω; Ότι είμαι κουρασμένη πολύ; Και δεν πρόκειται να ξεκουραστώ; Θα το πω, γιατί είμαι άνθρωπος που δεν θέλω να κάθομαι σπίτι. Θέλω να προσφέρω πάντα. Πάντα. Θέλω να είμαι… να ‘χω δικό μου πορτοφόλι, που λένε. Είμαι τέτοιος άνθρωπος. Δε θέλω να γίνω βάρος σε κανένανε, που έχω καλά παιδιά -δεν μπορώ να πω- αλλά έχουν τα προβλήματα τους κι αυτά.
Έχεις και εγγόνια τώρα, ε;
Έχω. Δόξα το Θεό. Έχω τη Βάσια μου, τον Άρη μου και τον Παντελάκη μου, που είναι αστέρια και τα τρία και μου δίνουνε ζωή αυτά τα παιδιά. Δόξα το Θεό.
Ωραία. Σ’ ευχαριστούμε πολύ, Ευανθία.
Να ‘σαι καλά και πάντα για καλό.
Περίληψη
Η Ευανθία παρουσιάζει τη ζωή της. Γεννημένη στη Βόρεια Ήπειρο, μεταναστεύει, για να βρει τον άντρα της στην Κέρκυρα, ώστε να προσφέρουν στα παιδιά τους ένα σταθερότερο μέλλον. Μετά από πολλά χρόνια δουλειάς, καταφέρνουν και ανοίγουν το δικό τους παντοπωλείο στην πόλη της Κέρκυρας.
Αφηγητές/τριες
Ευανθία Χαΐτούση - Παππά
Ερευνητές/τριες
Νικολαΐς Μπιμπλή
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/11/2022
Διάρκεια
33'
Περίληψη
Η Ευανθία παρουσιάζει τη ζωή της. Γεννημένη στη Βόρεια Ήπειρο, μεταναστεύει, για να βρει τον άντρα της στην Κέρκυρα, ώστε να προσφέρουν στα παιδιά τους ένα σταθερότερο μέλλον. Μετά από πολλά χρόνια δουλειάς, καταφέρνουν και ανοίγουν το δικό τους παντοπωλείο στην πόλη της Κέρκυρας.
Αφηγητές/τριες
Ευανθία Χαΐτούση - Παππά
Ερευνητές/τριες
Νικολαΐς Μπιμπλή
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/11/2022
Διάρκεια
33'