© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Από τα Άδανα στην Αμάσεια: η ιστορία ενός αιχμαλώτου κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο

Κωδικός Ιστορίας
12181
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δημήτρης Τουμαζής (Δ.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/09/2022
Ερευνητής/τρια
Φοινίκη Παπαδοπούλου (Φ.Π.)
Φ.Π.:

[00:00:00]Είναι Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου του 2022 και βρισκόμαστε εδώ με τον κύριο Δημήτρη Τουμαζή. Είμαστε στην Αθήνα. Εγώ ονομάζομαι Φοινίκη Παπαδοπούλου, είμαι ερευνήτρια από το Istorima. Και ξεκινάμε τη συνέντευξή μας. Λοιπόν, καταρχάς, μπορείτε να μου πείτε λίγα πράγματα για τον εαυτό σας και τη ζωή σας;

Δ.Τ.:

Ναι, γεννήθηκα στην Αμμόχωστο, Δεκέμβριο του 1954. Mεγάλωσα εκεί μέχρι το 1974. Έχω μνήμες μέχρι… Aπό παλιά, από την Αγγλική κατοχή, έντονα περιστατικά, τα οποία συνέβησαν μπροστά μου, στην αυλή του σπιτιού μου, που είχαν μαζέψει όλους τους άνδρες της γειτονιάς μου και τους είχαν ρίξει πάνω στα κάγκελα, γύρω γύρω από το σπίτι μας, το οποίο ήταν γωνιακό και είχε η μάνα μου τριανταφυλλιές άγριες γύρω γύρω, με αγκάθια και έριξαν όλους τους άντρες της γειτονιάς πάνω σε αυτά τα αγκάθια και τους χτυπούσαν. Κι εγώ ήμουνα τεσσάρων – τέσσερα μισό, κάπου εκεί, και θυμάμαι αυτήν την εικόνα, που τη βλέπαμε μέσα από τα φυλλαράκια των παντζουριών του σπιτιού. Μαζί με αυτούς τους άντρες ήταν και ο πατέρας μου και κάποιοι… Το πιο έντονο συναίσθημα ήταν ότι αυτούς που έψαχναν συγκεκριμένα οι Άγγλοι, ήταν κρυμμένοι στο πατάρι του σπιτιού μας. Οπότε ο φόβος ήταν ακόμα πιο έντονος, γιατί θα μπορούσαν να μπουν μέσα στο σπίτι και να τους βρουν. Οπότε εμείς θα είχαμε άσχημα ξεμπερδέματα σαν οικογένεια. Τελικά, δεν τους βρήκαν. Δεν θυμάμαι αν τόλμησαν να μπουν μέσα στο σπίτι, απλά αυτή η εικόνα έμεινε στη μνήμη μου, και θυμάμαι πολύ καλά, όταν είχα πάει στο Δημοτικό - θα ήμουνα έξι-εφτά χρονών πια - που είχα γράψει αυτή την ιστορία και είχα ζωγραφίσει κιόλας την εικόνα αυτή σε μια έκθεση που είχαμε να γράψουμε για την… μια εργασία που είχαμε να κάνουμε. Αυτή ήταν η μονή… Αυτή είναι μια μνήμη που μου έμεινε από τότε. Μετά – εντάξει, μικρός ήμουνα - το ‘60 που έγινε η ανεξαρτησία της Κύπρου, κηρύχθηκε η ανεξαρτησία της Κύπρου, πλέον ήμουνα έξι χρονών. Θυμάμαι που μας έπαιρναν οι γονείς μας σας σε συλλαλητήρια για την Ένωση και διάφορα που ο κόσμος μαζευόταν, δεν μπορούσες να πάρεις ανάσα… Εντάξει, ήταν μια εικόνα που έχω στη μνήμη μου που ‘ντάξει, δεν ασχολήθηκα ποτέ να την αναλύσω ούτε είμαι ιδιαίτερα πολιτικό άτομο, τέλος πάντων, δεν έχω… Μάλλον, θα έλεγα τον εαυτό μου φιλελεύθερο και δεν ακολουθώ ποτέ… Σε κανένα επίπεδο, δεν ακολουθώ κάποια συγκεκριμένη… Πώς να το πω; Ένα συγκεκριμένο τέλος πάντων. Ποτέ δεν ακολουθώ τυφλά κάτι ούτε στην πολιτική ούτε στο ποδόσφαιρο ούτε γενικά. Είμαι ένα άτομο που… σκεπτόμενο και βλέπω τα καλά και τα κακά σε όλα τα θέματα και δεν φανατίζομαι ποτέ με ένα συγκεκριμένο θέμα, με μια συγκεκριμένη παράταξη, με τίποτα. Και γι’ αυτό, είμαι και λίγο απόμακρος από πολλούς και κοινωνικά και από διάφορα άλλα. Οπότε έζησα μέχρι τα δεκαεννιά μου, δεκαεννιάμισι, στην Κύπρο μέχρι την εισβολή από την Τουρκία το ’74. Μετά από τα γεγονότα και την εμπειρία μου το ’74, έφυγα για Λονδίνο, για σπουδές, παρέμεινα στο Λονδίνο μέχρι το 2001, και, μετά από το 2001, ήρθα στην Ελλάδα μέχρι τώρα, μ’ ένα διάλειμμα τριών χρόνων που κατέβηκα στην Κύπρο, για να συμπαρασταθώ λίγο στην αδερφή μου που είχε τη μητέρα μου βαριά άρρωστη, στα τελευταία της. Οπότε φτάνουμε στο σήμερα που είμαι ακόμα στην Αθήνα. 

Φ.Π.:

Ωραία. Να ρωτήσω. Θυμάστε το αίσθημα γύρω σας σχετικά με την Αγγλοκρατία, όταν ήσασταν μικρός;

Δ.Τ.:

Πρώτα ήταν ο τρόμος. Και που αντίκρισα αυτό το θέαμα μπροστά στο σπίτι μας. Πρέπει να ήμουν το πολύ - άντε, να πω - πέντε χρονών; Ούτε πέντε δεν θα ήμουνα. Τρόμος. Δεν μπορώ να εξηγήσω κάτι άλλο. Το άλλο που… Ένα περιστατικό, το οποίο δεν ξέρω αν σημαίνει κάτι - σίγουρα μέσα στην ψυχή μου κάτι σημαίνει, γιατί το έχω ονειρευτεί πολλές φορές - όταν πια ξεκαθάρισε αυτή η κατάσταση και έφυγαν όλοι οι άντρες γύρω από το σπίτι και έφυγε και ο στρατός, επέστρεψε μετά από λίγη ώρα ένας στρατιώτης Άγγλος, μας χτύπησε την πόρτα και μας έδωσε ένα κουβάρι μ’ ένα σπάγκο. Τώρα, γιατί μας το έφερε εμάς εκεί… Απλά μου έμεινε αυτή η εικόνα. Δηλαδή, ένα ξύλο με σπάγκο, τυλιγμένο πάνω. Και μας το έφερε στο σπίτι. Τώρα, γιατί μας το ‘φερε εμάς εκεί, πού το βρήκε και γιατί μου έμεινε εμένα σαν εικόνα αυτό και το βλέπω, το ονειρεύομαι κάπου κάπου και… Είναι ένα πολύ περίεργο. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο, θυμάμαι κάποιες σκηνές που… ευχάριστες μεν, την ίδια περίοδο, διότι ένας από τους άντρες που κρυβόταν στο πατάρι του σπιτιού μας ήταν ο αρραβωνιαστικός της κοπέλας που μας κοίταζε, που έμενε στο σπίτι μας. Γιατί ήμασταν πολλά παιδιά, ήμασταν τότε τέσσερα αδέλφια, μετά ήρθε και ένας πέμπτος, οπότε είχαμε αυτή την κοπέλα που μας κοίταζε και βοηθούσε τη μητέρα μου, τέλος πάντων. Και θυμάμαι όμορφες στιγμές που μας έπαιρνε βόλτες στα χωράφια, στη γειτονιά, και παίζαμε ξέγνοιαστα. Και είχα αυτήν… αυτόν το φόβο που ο αρραβωνιαστικός της ήταν στο πατάρι και υπήρχε ο κίνδυνος να τον συλλάβουν. Αυτόν έψαχναν βασικά, αυτός ήταν από τους κύριους αγωνιστές της ΕΟΚΑ τότε - της ΕΟΚΑ Α’ - της ΕΟΚΑ της πρώτης. Αυτά θυμάμαι. Δεν… από την περίοδο αυτή, ναι. 

Φ.Π.:

Από το ’63, τι θυμάστε;

Δ.Τ.:

Το ‘63 θυμάμαι ότι μας έστειλαν στο σπίτι. Ακούσαμε σειρήνες, μας έστειλαν στο σπίτι από το σχολείο – ‘ντάξει, με τα πόδια, γιατί ήμασταν κοντά σχετικά - τρέξαμε στο σπίτι και ακούγαμε διάφορα τότε, τα οποία εγώ… Εντάξει. Δεν μας έλεγαν και πολλά οι γονείς τότε - ήμασταν μικρά παιδιά, ήμουν εννιά χρονών - δεν μας έδιναν ιδιαίτερες πληροφορίες. Αλλά με τα χρόνια έμαθα το τι συνέβηκε… και γιατί πλέον δεν μπορούσαμε… Ενώ εκείνη την περίοδο η εταιρεία του πατέρα μου που ήταν μια κατασκευαστική εταιρεία, έφτιαχνε το λιμάνι της Αμμοχώστου και θυμάμαι που ο πατέρας μου μας έπαιρνε κάπου κάπου μαζί του να δούμε τις εργασίες εκεί και μπαίναμε μέσα στην περίκλειστη, μέσα στην παλιά πόλη που είναι εντός των τειχών, των Ενετικών τειχών της Αμμοχώστου, χωρίς κανένα πρόβλημα. Από το ‘63 και μετά δεν μπορούσαμε πια να μπούμε μέσα. Είχαν αλλάξει πλέον τα πράγματα. Υπήρχε… Μας δημιουργήθηκε ένας φόβος προς τους Τουρκοκύπριους χωρίς να ξέρουμε γιατί, με τον όποιο φόβο μεγαλώσαμε μέχρι τα δεκαοχτώ μας τέλος πάντων που έγινε η Εισβολή. Όμως μετέπειτα, αντιλήφθηκα ότι αυτός ο φόβος ήταν λίγο αδικαιολόγητος. Μάλλον, οι Τουρκοκύπριοι είχαν περισσότερο λόγο να φοβούνται παρά εμείς. Με τα όσα άκουσα μετά, με τα όσα έμαθα μετά ότι έγιναν το ’63. Στοιχεία δεν έχω προσωπικά, απλά ξέρω ότι έχουν βρεθεί ομαδικοί τάφοι σε τουρκοκυπριακά χωριά από… και οι σφαγές - να τις πω - έγιναν από άτομα της ΕΟΚΑ και της ΕΛΔΥΚ . Η ΕΛΔΥΚ ήταν η Ελληνική Δύναμις Κύπρου, στρατιωτική δύναμη που ήρθε στην Κύπρο το[00:10:00] ’63. 

Φ.Π.:

Ωραία, ας προχωρήσουμε στο 1974. Θυμάστε την ημέρα που έγινε το πραξικόπημα;

Δ.Τ.:

Θυμάμαι… Τη μέρα που έγινε το πραξικόπημα ήμουνα στο στρατόπεδο. Ήμουνα έφεδρος αξιωματικός, ανθυπολοχαγός τότε, και υπηρετούσα σε ένα τάγμα είκοσι χιλιόμετρα απ’ την πόλη μου. Και ήμουνα… Είχα καθήκοντα λοχαγού του Λόχου Υποστηρίξεως. Δηλαδή, των βαρέων όπλων: όλμων και αντιαεροπορικών. Μείναμε κλεισμένοι μέσα, δεν ξέραμε τι συνέβαινε, δηλαδή δεν είχαμε ούτε τηλεόραση, ούτε πληροφορίες το τι ακριβώς συνέβηκε μετά τα μάθαμε σιγά σιγά. Κάποιες πληροφορίες δεν ήταν και σίγουρα σωστές. Πρώτη πληροφορία ότι σκότωσαν τον Μακάριο, κάτι το οποίο ήταν λάθος, ήταν απλώς προπαγάνδα. Και μας είχαν… Μείναμε κλεισμένοι στο στρατόπεδο μέχρι την ημέρα της εισβολής. Δηλαδή πέντε μέρες μετά, στις 20 Ιουλίου που ξεκίνησε το δράμα. 

Φ.Π.:

Θυμάστε τη στιγμή που το μάθατε ότι έγινε η εισβολή η πρώτη;

Δ.Τ.:

Ναι, ήταν πρωί της 20ης Ιουλίου και μας… αμέσως μας φόρτωσαν σε φορτηγά απ’ το στρατόπεδό μας που ήτανε ανατολικά της Αμμοχώστου και μας πήγαν σ’ ένα σημείο που δεν ξέραμε που ήμασταν που ήτανε νότια της Κερύνειας, δηλαδή πίσω από τον Πενταδάκτυλο, προς Λευκωσία. Αλλά σε μια περιοχή εντελώς άγνωστη σε μας, πολύ μακριά από εκεί που ήμασταν, δεν είχαμε ξαναπάει εκεί. Δεν ξέραμε ούτε πού βρισκόταν ο εχθρός, αν ήταν απέναντι, αν ήταν πίσω μας, αν ήταν βόρεια, ανατολικά, δυτικά, απολύτως τίποτα δεν ξέραμε. Φτάσαμε εκεί - ήταν βράδυ - και μας έδωσαν εντολή να ρίχνουμε με όλμους. Εγώ έχω μέσα μου μια… Αγωνία να την πω; Μια… Ένα… Δηλαδή μία… το οποίο μου προκαλεί μια τρομερή λύπη, διότι αυτά τα βλήματα που ρίχναμε δεν ξέραμε ποιους χτυπούσαν. Διότι μπροστά μας προχώρησε το πεζικό του τάγματός μας. Δεν ξέραμε σε τι απόσταση ήταν, δεν ξέραμε αν χτυπούσαμε δικούς μας ή αν χτυπούσαμε αυτό που νομίζαμε, τις θέσεις των Τουρκοκυπρίων. Εγώ το ‘χω μέσα μου αυτό. Έχω αυτήν την απορία και έχω αυτή… Πώς να το πω; Μου προκαλεί θλίψη, μου προκαλεί… Δηλαδή να πω ενοχή; Δεν μπορώ να το πω ένοχη, γιατί ακολουθούσα εντολές, να ρίχνουμε όλμους, βλήματα όλμου. Δεν είχαμε ούτε τρόπο να εξετάσουμε ούτε είχαμε επικοινωνία με τους στρατιώτες που ήταν μπροστά, για να μας… Τέλος πάντων, να μας ενημερώσουν αν πράγματι τα βλήματά μας έφταναν τουρκική γραμμή και δεν έπεφταν στο σημείο που ήταν τα δικά μας παιδιά. Εγώ έχω αυτήν τη μεγάλη απορία, εάν χτυπούσαμε και δικούς μας. Διότι δεν είχαμε κανένα τρόπο επικοινωνίας, δεν είχαμε καμία… κανένα τρόπο… Πώς να το περιγράψω; Ούτε οπτική επικοινωνία ούτε ακουστική ούτε καμία. Αυτή η απορία θα μου μείνει για πάντα. Ούτε μπορεί κάποιος να μου λύσει αυτήν την απορία. Διότι χάσαμε πολλά παιδιά εκεί. 

Φ.Π.:

Στο τάγμα σας ήσασταν με άτομα που γνωρίζατε καθόλου;

Δ.Τ.:

Άτομα που γνώριζα αν ήταν, αν έχουν… Εννοείς;

Φ.Π.:

Αν γνωρίζατε από πριν κάποια απ’ τα άτομα με τα οποία ήσασταν μαζί.

Δ.Τ.:

Βεβαίως, τα γνώριζα, αφού ήμουν ο λοχαγός του Λόχου Υποστηρίξεως, είχα - δεν θυμάμαι πόσους – τριάντα, σαράντα άτομα υπό τη διοίκησή μου, ας πούμε. Και ήξερα και άλλα παιδιά που ήταν σε άλλους λόχους, στο Πεζικό. Ήμασταν τάγμα πεζικού και ο Λόχος Υποστηρίξεως είναι ένα μικρό κομμάτι, και υπάρχουν υπήρχαν άλλοι τρεις λόχοι πεζικού. Και ήξερα πολλά απ’ τα παιδιά, ήξερα τους επιλοχίες του κάθε λόχου, διότι είχαμε γραφεία στον ίδιο χώρο και πολλές φορές… Και μάλιστα κάποια παιδιά από αυτά ήταν συμμαθητές μου στο σχολείο.

Φ.Π.:

Ναι, αυτό εννοούσα αν...

Δ.Τ.:

Ναι, βέβαια. Και κάποια πολύ αγαπητά παιδιά, τα οποία χάθηκαν σε αυτήν την… Και πάντα τους έχω στο μυαλό μου. Ειδικά φέτος, που για κάποιο λόγο όλοι… Είναι σαν να γίνεται ένα μνημόσυνο φέτος. Σε όλα τα επίπεδα. Αλλά εγώ πάντα τους είχα, ιδιαίτερα τρία-τέσσερα άτομα που ήταν συνέχεια... Που ήμασταν στα ίδια γραφεία. Και δηλαδή, ένας από τα παιδιά αυτά, για παράδειγμα, που είναι από ένα συγκεκριμένο χωριό που είναι και οι ρίζες της μάνας μου στην Κύπρο και η οικογένεια του παιδιού αυτού έχουν ένα βενζινάδικο εκεί, οπότε πάω στην περιοχή πάω και γεμίζω το αυτοκίνητο μου από το βενζινάδικο αυτό. Είναι σαν φόρο τιμής, μνημόσυνο, κάνω στον συμμαθητή μου.

Φ.Π.:

Τι έγινε στη συνέχεια;

Δ.Τ.:

Στη συνέχεια, το επόμενο πρωί… Αυτά έγιναν όλα ένα βράδυ που δεν ξέραμε που βρισκόμασταν. Το επόμενο πρωί, είχαμε συνέχεια αεροπλάνα που μας χτυπούσαν και ήμασταν σ’ ένα εντελώς… Σ’ ένα απέραντο - πώς να το πω -χωράφι, μια έκταση που δεν είχε ούτε δένδρα ούτε τίποτα. Απλώς είχε σ’ ένα σημείο είχε σαν ένα πηγάδι - όχι βαθύ, ήταν ένα σκάμμα, δεν ξέρω για ποιο λόγο ήταν εκεί - και μπήκαμε τρία-τέσσερα άτομα μέσα. Αλλιώς θα μας καθάριζαν με τα – εισβολές - τα αεροπλάνα. Δηλαδή, πηγαινοέρχονταν συνέχεια σε αυτό το χώρο από πάνω και πολυβολούσαν. Και μπήκαμε μέσα σε αυτό το σκάμμα και τη γλιτώσαμε. Μετά από εκεί, μας μετέφεραν πάλι κάπου αλλού που πάλι δεν ξέραμε πού βρισκόμασταν. Έστειλαν, όμως… Εκεί έγινε μια μεγάλη σφαγή στα παιδιά αυτά όλα που γνώριζα, δηλαδή χάσαμε πάρα πολλά παιδιά εκεί, σε μια μάχη που έστειλαν τα παιδιά σ’ ένα άγνωστο μέρος. Ούτε ήξεραν πού βρίσκονται οι Τούρκοι ούτε είχαμε ξαναπάει σε αυτό το μέρος ούτε είχαμε τρόπο να ξέρουμε… Δηλαδή να επικοινωνούν με κάτι, να έχουν μπροστά μια… έναν αγγελιαφόρο να τους ενημερώνει, να βλέπει, να επικοινωνούν. Δεν ξέρω τι έγινε. Δηλαδή, εμείς ήμασταν… Επειδή ήμασταν λόχος υποστηρίξεως, δεν είχαμε… δεν κινδυνέψαμε εκεί, γιατί εμείς δεν μπορούσαμε να πάμε στην πρώτη γραμμή, ήμασταν πάντα πίσω σαν λόχος υποστηρίξεως. Όσοι κατάφεραν και γύρισαν πίσω… Έχω έτσι μια εικόνα με αυτά τα θλιμμένα πρόσωπα που γύρισαν πίσω. Δεν μιλούσε κανείς, δεν ήξερε κανείς πόσοι χάθηκαν, πώς χάθηκαν, αν χάθηκαν, αν κατάφεραν να ξεφύγουν, αν σκοτώθηκαν όλοι όσοι ήταν απόντες.

Δ.Τ.:

Και μας μάζεψαν σ’ ένα σαν ένα μικρό δασάκι τέλος πάντων, και κάπου εκεί μας ενημέρωσαν ότι θα γίνει ανακωχή και θα επιστρέψουμε στην Λευκωσία. Κι εκεί, εκεί που μας ενημέρωναν για την ανακωχή, ξαφνικά σφυρίζει ένα βλήμα απ’ τα αυτιά μου, δηλαδή ένιωσα ότι με πέρασε ξυστά απ’ το κεφάλι μου. Ήταν η δεύτερη φορά αυτή που ένιωσα… Η μια ήταν τα αεροπλάνα από πάνω κι εμείς να είμαστε μέσα σε ένα σκάμμα, μέσα σε όλο αυτό το τεράστιο μέρος[00:20:00], σε αυτήν την έκταση χωρίς δέντρα, χωρίς τίποτα, μια τεράστια έκταση εκεί. Οπότε μας φόρτωσαν ξανά στα φορτηγά και μας πήγαν σ’ ένα μέρος στην Λευκωσία, ένα δάσος που λέγεται «Αθαλάσσα». Θυμάμαι ένα βράδυ, δύο βράδια μείναμε εκεί; Και μετά μας ξανατοποθέτησαν πάλι στην πρώτη γραμμή. Ο κεντρικός δρόμος που ένωνε την Λευκωσία με την Αμμόχωστο μπροστά, βόρεια απ’ το δρόμο τοποθετήθηκε, τέλος πάντων, το πεζικό μας - όλα τα τάγματα, όλοι οι λόχοι του πεζικού - και πίσω απ’ το δρόμο υπήρχε μια βιομηχανική περιοχή και πίσω από τα εργοστάσια, πήραμε θέση εμείς σαν λόχος υποστηρίξεως. Χωρίς καμία οπτική επαφή. Απολύτως καμία. Ούτε οπτική ούτε ακουστική. Διότι μας είπαν μετά ότι δεν λειτουργούσαν οι ασύρματοι, άρα δεν είχαμε καμία επαφή με τους υπόλοιπους του τάγματός μας. Μείναμε, όμως, εκεί αρκετές μέρες μέχρι τις 14 Αυγούστου που ξεκίνησε η δεύτερη εισβολή. Στις 13 Αυγούστου είχα… Να πω την τύχη ή την ατυχία; Είχαμε ένα γιατρό μαζί μας εκεί, ο οποίος υπηρετούσε σαν έφεδρος και ο οποίος είχε το αυτοκίνητό του μαζί του και θα πήγαινε για κάποια… Για δυο-τρεις ώρες, θα πήγαινε στην πόλη μας, στην Αμμόχωστο, και μετά θα γυρνούσε πίσω. Ακριβώς την προηγούμενη της δεύτερης εισβολής. Οπότε πήγα μαζί του και έκανα ένα γύρο, είδα φίλους, συγγενείς και την πόλη μου για τελευταία φορά. Λες και το ‘ξερα ότι δεν θα την ξανάβλεπα. 

Δ.Τ.:

Και την επομένη ξεκίνησε η δεύτερη εισβολή. Εμείς εκεί που βρισκόμασταν δεν είχαμε καμία επαφή. Δεν ξέραμε τι συνέβαινε. Ακούγαμε τα πυρά, αλλά ήμασταν εντελώς αποκλεισμένοι από τα πάντα. Ούτε επικοινωνία με ασύρματο είχαμε, ούτε οπτική επαφή είχαμε, ούτε τίποτα. Σε κάποια φάση, είδαμε τανκς πίσω μας. Εμείς θεωρήσαμε ότι είναι δικά μας τα τανκς, τα οποία ήταν πίσω μας. Πού να φανταστούμε ότι είχαμε περικυκλωθεί, διότι οι γραμμές μπροστά μας, το υπόλοιπο τάγμα, είχε διασπαστεί και είχαν φύγει όλοι και εμείς δεν είχαμε ενημερωθεί; Οπότε κρυφτήκαμε μέσα σε μια αποθήκη ξυλείας - εξωτερική όμως, δεν ήταν κτίριο, ήταν απλώς μια… ένα στέγαστρο με κάμποσα ξύλα στοιβαγμένα - και κρυφτήκαμε εκεί για αρκετές ώρες. Μπορεί να πέρασαν και τέσσερεις-πέντε ώρες. Κάποιοι ήθελαν να… Εντάξει, τώρα να πω… Εγώ προσπαθούσα να τους συγκρατήσω όλους να μείνουν εκεί, να μην κάνουν θόρυβο, να μην μας να πάρουν χαμπάρι, οτιδήποτε. Όμως, κάποιοι ξεθάρρεψαν σε κάποιο σημείο, σε κάποια φάση, και βγήκαν έξω δήθεν να πάρουν νερό και να… Και τους είδαν οι Τούρκοι στρατιώτες που ήταν γύρω γύρω με τα τανκς και ήρθαν, αν θυμάμαι καλά ήταν τρία τανκς, και στήθηκαν γύρω μας. Οπότε… Εμείς δεν είχαμε πλέον… Δεν είχαμε όπλα εμείς πάνω μας, διότι είχαμε τα βαρέα όπλα, τα οποία είχαμε εγκαταλείψει πιο πίσω. Οπότε μας περικύκλωσαν και μας συνέλαβαν. Μας πήραν ό,τι είχαμε πάνω μας. Ήμασταν περίπου είκοσι άτομα εκεί. Μας πήραν ό,τι είχαμε πάνω μας, μας έστησαν στον τοίχο και περιμέναμε να μας εκτελέσουν. Εκεί… Τι να πω; Μετά από… Στα δύο λεπτά, στα τρία λεπτά; Δεν μπορώ να αντιληφθώ ούτε να θυμηθώ πόσος χρόνος πέρασε, απλά υπήρχε μια καθυστέρηση. Και με κοιτάζαν όλοι, διότι εγώ ήμουν υποτίθεται ο λοχαγός τους και με κοίταζαν και... «Τι γίνεται τώρα;», μου λέει κάποιος. Αυτό θυμάμαι. Αυτό μου έμεινε στο μυαλό. Και λέω… Έκανα κι εγώ ένα μορφασμό, ένα «Τι; τι να γίνει;». Εκεί εγώ, αυτό που μου έμεινε είναι ότι πάγωσα εκεί, δεν είχα… Ούτε φόβο ένιωσα ούτε τίποτα. Απλώς πάγωσα και… Κάτι άλλαξε, όμως, ξαφνικά και χαλάρωσαν αυτοί που ήταν στημένοι για να μας, όπως πιστέψαμε εμείς, για να μας εκτελέσουν. Και… Δεν θυμάμαι. Μας έδωσαν εντολή να γυρίσουμε να τους κοιτάξουμε; Γιατί βλέπαμε τον τοίχο, μας είχαν να βλέπουμε τον τοίχο. Και είδαμε ότι στα πενήντα – εκατό μέτρα περίπου, σε κάποια απόσταση, περνούσε ένα όχημα των Ηνωμένων Εθνών. Οπότε, πιστεύω πως αυτό σταμάτησε την εκτέλεση. Κι έτσι μας κράτησαν εκεί για κάποιο χρόνο, μέχρι που ήρθε λεωφορείο και μας έβαλαν σε λεωφορείο και μας οδήγησαν στις τουρκικές… στην τουρκοκυπριακή ζώνη της Λευκωσίας, στις φυλακές που λέγονται «Το Σεράγιο», είναι ένα κτίριο που λέγεται «Σεράγιο», είναι στον τουρκικό τομέα της Λευκωσίας.

Φ.Π.:

Τι σκεφτόσασταν όσο ήσασταν στο λεωφορείο;

Δ.Τ.:

Στο λεωφορείο ήταν λίγο… ένα περίεργο… Όπως μπήκαμε μέσα - δεν θυμάμαι αν μας καθοδήγησαν αυτοί, πού να κάτσουμε τέλος πάντων - εγώ καθόμουν ακριβώς στο τελευταίο κάθισμα που είναι σαν καναπές, στη μέση ακριβώς. Και δίπλα μου καθόταν ένας Τούρκος στρατιώτης. Όχι Τουρκοκύπριος. Τούρκος. Σε κάποια φάση, μπήκαν κάποιοι Τουρκοκύπριοι ντυμένοι με πολιτικά, όχι στρατιωτικά, και άρχισαν να παίρνουν… Όσοι φορούσαν γυαλιά, άρχισαν να τους τα παίρνουν. Και ο Τούρκος στρατιώτης μου έβγαλε τα γυαλιά μου που φορούσα και μου τα ‘βαλε στην τσέπη μου. Μετά κατάλαβα ότι το ‘κανε, για να με προστατεύσει, για να μην μου τα πάρουν, διότι σε όλων των άλλων τα πήραν τα γυαλιά αυτοί που μπήκαν στο λεωφορείο. Μετά είχε και κάτι παξιμάδια αυτός και έτρωγε και μου πρόσφερε παξιμάδι. Μόνο εμένα, σε κανέναν άλλο. Ο φύλακας άγγελός μου, τέλος πάντων. Και όταν αυτοί που είχαν μπει μέσα και άρχισαν να χτυπούν δεξιά αριστερά, όταν έφτασαν κοντά μου μπήκε αυτός μπροστά και τους σταμάτησε. Δεν τους επέτρεψε να με χτυπήσουν. Αυτό εντάξει, αυτή η διαδρομή δεν ήταν πολύ μεγάλη, γιατί δεν είναι πολύ μακριά από εκεί που ήμασταν. Ξέρω ‘γω, θα ήταν είκοσι λεπτά, μισή ώρα το πολύ; Όταν φτάσαμε, όμως, στις φυλακές, εγώ επειδή ήμουν ο τελευταίος που βγήκα απ’ το λεωφορείο και είχα ακόμα τα… Τώρα ξεχνάω και τις λέξεις, τα αστέρια μου, τέλος πάντων, σαν ανθυπολοχαγός, ήμουν ο μόνος που είχα πάνω μου... Με το που… Βασικά δεν ξέρω πώς έγινε, τι ήταν, αν ήταν κλοτσιά ή αν ήταν με το κοντάρι, με το όπλο που με χτύπησαν εδώ στη σιαγόνα. Αν δεν κάνω λάθος στη δεξιά σιαγόνα, γιατί, όπως με είχαν βάλει με την πλάτη να βγω από το λεωφορείο - δηλαδή με έσπρωξαν από μέσα, έπεσα κάτω και κάποιος με χτύπησε με το όπλο. Κι εγώ λιποθύμησα και βρέθηκα μετά… Ξύπνησα μέσα σ’ ένα κελί. Μόνος μου, όμως. Με είχαν βάλει σε απομόνωση, επειδή ήμουν αξιωματικός. Οπότε δεν είδα κανέναν απ’ τα άλλα παιδιά που ήταν μαζί μου για τρεις-τέσσερεις μέρες που ήμασταν εκεί. Και γι’ αυτόν το λόγο, δεν είχα καταγραφεί σαν αιχμάλωτος πολέμου, διότι όταν ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός, για να καταγράψει τους υπόλοιπους, εγώ επειδή ήμουν σε απομόνωση, δεν τους ενημέρωσαν[00:30:00] ότι ήμουν… Ότι είχαν κι άλλα… κι άλλους σε απομόνωση. Ναι, οπότε βρέθηκα μέσα σ’ ένα κελί. Ο φρουρός που ήταν εκεί, ένας ηλικιωμένος Τουρκοκύπριος - δεν θυμάμαι αν μιλούσε λίγα ελληνικά και μου έλεγε κάποια πράγματα - με λυπήθηκε που ήμουν μόνος μου εκεί, μου έδινε μια σκούπα και με έβγαζε έξω από το κελί, για να σκουπίσω λίγο το διάδρομο έξω απ’ το κελί για τις δυο-τρεις μέρες που ήμουν εκεί. Οι νύχτες ήταν πολύ πολύ δύσκολες, διότι δεν μπορούσα να δω, διότι ήταν ένα παράθυρο πολύ ψηλά, ένα μικρό παραθυράκι, αλλά άκουγα κλάματα, φωνές από όλους – από γυναίκες, παιδιά, φαντάζομαι και άντρες, αλλά περισσότερο ακούγονταν γυναικείες φωνές - που ήταν όλοι, που τους είχαν μαζέψει από διάφορα μέρη και τους έφερναν εκεί σαν… Δεν ήταν αιχμάλωτοι όλοι. Νομίζω σε κάποια φάση θα άφησαν τις γυναίκες και τα παιδιά, αλλά εγώ απλώς έχω αυτό το ηχητικό… Αυτές τις φωνές, αυτά τα κλάματα. Και ήταν ακριβώς δεκατέσσερις βράδυ, δεκαπέντε, της Παναγίας. Που δεν είμαι καθόλου θρήσκος, αλλά πρέπει να πω ότι είχα μια, έτσι, επαφή, μια ψυχική επαφή με το, όχι με τη θρησκεία ακριβώς, αλλά με την Παναγία, τέλος πάντων ένιωσα μια… ότι μπορούσε να με βοηθήσει, ότι υπήρχε μια δύναμη που με βοηθούσε να αντέξω αυτή την κατάσταση. Ή στις 15 ή στις 16 Αυγούστου, μπήκε ένας Τουρκοκύπριος με πολιτικά, ο οποίος μιλούσε ελληνικά και μου είπε ότι: «Η πόλη σου πάει, χάθηκε. Και χάθηκαν όλοι». Εγώ πίστεψα ότι σκότωσαν τους πάντες, ότι διέλυσαν την πόλη, ότι σκοτώθηκαν όλοι, οπότε από εκεί και πέρα, εγώ είχα την εντύπωση ότι δεν θα ξαναδώ κανέναν ούτε από την οικογένειά μου ούτε από τους γνωστούς μου ούτε κανέναν. Με άφησε μ’ αυτή την εικόνα, ήθελε να μου δώσει αυτή την εικόνα βασικά.

Δ.Τ.:

Πέρασαν τρεις μέρες, τέσσερεις. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσες ήταν και μετά ξανά μας φόρτωσαν σε φορτηγά με δεμένα ματιά, δεμένα χέρια, και μας πήγαν στην Κερύνεια. Πάλι καθόμουν σταυροπόδι στο φορτηγό και ένιωθα ότι δεν μπορούσε τίποτα να με ακουμπήσει. Άκουγα δεξιά αριστερά να χτυπούν, να κάνουν, με τα όπλα, αυτά… Εμένα δεν με ακούμπησε τίποτα σε όλη τη διαδρομή. Είχα προσηλωθεί, είχα… Δεν ξέρω τι κατάφερα εκεί, δηλαδή μπήκα μέσα μου. Δηλαδή, λες και εξαφανίστηκα, δεν με βλέπανε. Και δεν με ακούμπησε τίποτα. Εκεί. Τη γλίτωσα εκεί. Όπου φτάσαμε στην Κερύνεια, μας φόρτωσαν στα πλοία και μετά φτάσαμε στην... Μεσσήνη;

Φ.Π.:

Μερσίνη.

Δ.Τ.:

Μερσίνη. Απ’ εκεί, πάλι μας φόρτωσαν σε φορτηγά και μας πήγαν στα ‘Αδανα. Σε μια… φυλακές, οι οποίες είναι, εντάξει, το άκρον άωτον της βρωμιάς, της… Πώς να την περιγράψω δεν ξέρω. Εκεί άρχισαν οι… Το πρώτο βράδυ, ακούσαμε απλώς - ακούγαμε άλλους - να φωνάζουν από διπλανά παράθυρα, δεν τους βλέπαμε, και άρχισαν να λένε ονόματα. Και έτυχε ένας από τα παιδιά που ήταν εκεί να είναι συμμαθητής μου. Οπότε είχαμε μια επικοινωνία - ακουστικά απλώς - και με προειδοποίησε, μου λέει: «Μην τους πεις ότι είσαι αξιωματικός». Κι εγώ ρίσκαρα να μην το πω, ενώ στην Κύπρο το ήξεραν, αλλά φαίνεται ότι, τελικά, δεν διασταύρωσαν τις πληροφορίες από Κύπρο στην Τουρκία κι έτσι τη γλίτωσα. Δηλαδή, αν με ανακαλύπταν, θα την είχα άσχημα. Αλλά αυτός με προειδοποίησε - αυτός ο συμμαθητής μου - να μην πω ότι είμαι αξιωματικός διότι θα έχω πολύ άσχημη ανάκριση και θα δυσκολευτώ πολύ. Οπότε ρίσκαρα και στην ανάκριση, πλέον είχα μπει σ’ ένα… Ας πούμε, κατάφερα να λειτουργήσω με τη λογική τη δικιά μου, και ενώ αυτός που έκανε την ανάκριση ήταν τι να σας πω, δηλαδή από καθηγητή πανεπιστήμιου και πάνω - δηλαδή τα ελληνικά του ήταν… Πιο τέλεια ελληνικά δεν έχω ξανακούσει. Όποιος και να ήταν αυτός που έκανε την ανάκριση. Οπότε μου έκανε κάποιες ερωτήσεις, τις οποίες, φυσικά, και αντιλαμβανόμουν τι με ρωτούσε, αλλά έπαιζα το χαζό. Και απλά του είπα: «Μα, δεν καταλαβαίνω τι με ρωτάτε». Έπαιζα τον χαζό, ότι δεν έχω την παιδεία να αντιληφθώ αυτές τις εκφράσεις που μου… με ρωτούσε, αυτές τις ερωτήσεις που με έκανε, ας πούμε. Δηλαδή… Τώρα δεν θυμάμαι, ενώ παλιά το είχα εμπεδώσει και το θυμόμουνα τι ακριβώς με ρώτησε, ας πούμε, μου έκανε ερωτήσεις κρίσεως με την έννοια, ας πούμε: «Τι πιστεύεις ότι φταίει γι’ αυτήν την…». Δεν θυμάμαι τώρα τις λέξεις που χρησιμοποίησε. Κι έπαιξα εγώ τον εντελώς το χαζό, και λέω: «Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε», οπότε με άφησε. «Ασ’ τον», λέει. Έτσι δηλαδή, με πίστεψε ότι είμαι χαζός και ότι δεν έχω την ευφυία να αντιληφθώ τις λέξεις που χρησιμοποιούσε, ας πούμε. Οπότε τη γλίτωσα έτσι απ’ εκεί.

Δ.Τ.:

Πέρασαν μια-δυο μέρες στα Άδανα και μετά… Από την πρώτη μέρα που φτάσαμε, όσοι φόραγαν άρβυλα στρατού με δέματα, τους τα πήραν οι Τούρκοι στρατιώτες. Διότι ήταν τα ίδια που φορούσαν κι αυτοί στον στρατό εκεί. Εγώ, επειδή είχα φτιάξει ειδικά άρβυλα με φερμουάρ στο πλάι, δεν μου τα πήραν, διότι δεν επιτρέπεται να φορούν τέτοια άρβυλα. Οπότε μετά από τρεις μέρες, όσοι είχαμε παπούτσια – που ένας απ’ αυτούς ήμουν εγώ, επειδή είχα αυτά τα άρβυλα με το φερμουάρ – μας ξαναφόρτωσαν σε λεωφορεία ή φορτηγά, δεν θυμάμαι, και μας πήγαν σε σταθμό τρένου, για να μας πάνε σε άλλες φυλακές. Μας είχαν στο τρένο, μέσα σε βαγόνι κλεισμένους, για οχτώ-δέκα ώρες ακίνητο το τρένο, με μια ζέστη τρομερή, είχαμε γίνει… Πώς το περιγράφουμε αυτό που στεγνώνουν, σουρώνουν τα δάχτυλά σου, φεύγει, ούτε νερό είχαμε ούτε τίποτα. Οχτώ ώρες ήταν, δέκα ώρες - δεν ξέρουμε γιατί δεν είχαμε ρολόι - μέχρι να μπορέσουν να ξεκινήσει το τρένο. Δεν ξέρουμε, ποτέ δεν μάθαμε γιατί υπήρχε αυτή η καθυστέρηση. Ξεκίνησε, τέλος πάντων, το τρένο, προχώρησε μέχρι ενός σημείου και μετά πάλι σταμάτησε το τρένο, διότι εκ των υστέρων - δεν το ξέραμε εμείς εκείνη τη στιγμή - εκ των υστέρων μάθαμε από πληροφορία, όταν γυρίσαμε στην Κύπρο μετά, ότι είχε γίνει δολιοφθορά στις γραμμές του τρένου, για να μην μπορέσουμε να περάσουμε, για να αναγκαστούν να μας κατεβάσουν απ’ το τρένο, διότι ήταν μαζεμένοι λαός – γυναίκες, άντρες - για να μας λιντσάρουν. Και μας κατέβασαν απ’ το τρένο, για να μας βάλουν σε λεωφορεία, για να προχωρήσουμε. Έριχναν πέτρες στα βαγόνια απ’ έξω, χαμός γινόταν. Και μετά, με τα λεωφορεία, αναγκαστικά περνούσαμε μέσα από χωριά. Και υπήρχαν… Ο κόσμος στον δρόμο, στεκόντουσαν μπροστά στα λεωφορεία, για να μην μπορέσουμε να προχωρήσουμε και πάλι έφτυναν, μας έφτυναν, έριχναν πέτρες. Και ο αξιωματικός ο Τούρκος που ήταν μέσα στο λεωφορείο μας αναγκάστηκε, βγήκε στην πόρτα του λεωφορείου και έριχνε πυροβολισμούς στον αέ[00:40:00]ρα, για να τους διαλύσει, να μπορέσουμε να προχωρήσουμε. 

Δ.Τ.:

Και καταφέραμε να προχωρήσουμε, όπου φτάσαμε στην Αμάσεια, σε τουρκικές φυλακές στρατιωτικές, όπου κρατούνται Τούρκοι στρατιωτικοί αιχμάλωτοι - πολιτικοί αιχμάλωτοι ήταν - δεν ξέρω ακριβώς τι. Όπου εκ των υστέρων, ας πούμε οι συνθήκες διαβίωσης εκεί ήταν καλύτερες από όλες τις άλλες φυλακές που άκουσα από άλλους που ήταν αλλού. Τουλάχιστον μας έδωσαν καθαρά ρούχα, καινούργια: ένα μαύρο παντελόνι, ένα άσπρο πουκάμισο. Και είχαμε ένα θάλαμο με τουαλέτες, ένα δωμάτιο για το… Ας πούμε, σαν τραπεζαρία. Εντάξει, το φαγητό μας ήταν κάθε μέρα ρεβίθια, τίποτα άλλο. Ρεβίθια και ψωμί. Τίποτα άλλο. Δεν είχαμε κάτι άλλο. Εκεί, σε αυτή την απομόνωση με τους υπόλοιπους άρχισαν να βγαίνουν… Ξες, άμα πέρασαν κάποιες μέρες, κάποιος χρόνος, άρχισαν να βγαίνουν διάφορα, άρχισαν κάποιες συζητήσεις για πολιτικά, για αυτά, έγιναν καυγάδες μεταξύ δικών μας. Δηλαδή, να είσαι αιχμάλωτος στους Τούρκους και να τσακώνεσαι για πολιτικά θέματα. Τη στιγμή που δεν ξέρεις τι έγινε στην πατρίδα σου, δεν ξέρεις αν υπάρχει τίποτα πίσω σου. Τσακωνόντουσαν για διάφορα. Τσακωνόντουσαν για το μοίρασμα του φαγητού. Σε κάποια φάση αποφάσισαν να κάνουν μια ψηφοφορία, για να ψηφίσουν κάποιον να επιβλέπει τη διανομή του φαγητού και με ψήφισαν εμένα. Που εγώ δεν ήξερα κανέναν απ’ τα παιδιά που ήταν εκεί – σ’ αυτούς που ήμασταν εκεί μαζί - απολύτως κανέναν δεν ήξερα. Ούτε μιλούσα με κανέναν. Με ένα παιδί μιλούσα λίγο, αλλά επειδή ήμουν έτσι πολύ απόμακρος και πολύ ήσυχος και πολύ ουδέτερος σε όλα, αποφάσισαν ότι ήμουν ο κατάλληλος, για να επιβλέπω τη διανομή του φαγητού, για να μη γίνονται οι καβγάδες που γινόντουσαν. Φανήκαμε τυχεροί απ’ ό,τι έμαθα από άλλους που ήταν στις ίδιες φυλακές, αλλά σε άλλους θαλάμους. Όταν μας έβγαζαν… Μας έβγαζαν τα απογεύματα για καμιά ώρα σε μια εσωτερική αυλή, για να πάρουμε λίγο αέρα τέλος πάντων, να δούμε λίγο ήλιο. Και για να βγούμε στην αυλή, έπρεπε να περάσουμε από ένα μακρύ διάδρομο, όπου στεκόντουσαν οι στρατιώτες, οι Τούρκοι οι φρουροί και διάφοροι, τέλος πάντων, και όλοι προσπαθούσαν να μας χτυπήσουν, να μας ενοχλήσουν. Υπήρχε, όμως, ένα παιδί που ήταν… Που είχε μαύρη ζώνη του καράτε, ο οποίος μας προστάτευε. Δεν άφηνε να μας ακουμπήσουν, εμάς συγκεκριμένα. Όσους ήταν στον θάλαμο μου που βγαίναμε σ’ αυτή την αυλή, ενώ άκουσα από άλλους ότι κάθε φορά που έβγαιναν σε άλλες αυλές που ήταν στις ίδιες φυλακές, ότι συνέχεια τους χτυπούσαν, εμάς μας προστάτευε αυτός ο συγκεκριμένος στρατιώτης. Γιατί έτυχε να ‘ναι ένα καλό παιδί, ένας καλός άνθρωπος. Και τον φοβόντουσαν όλοι οι άλλοι στρατιώτες, διότι ήταν… είχε μαύρη ζώνη του καράτε και δεν τολμούσαν να κάνουν τίποτα. Εκεί περάσαμε τον υπόλοιπο καιρό μέχρι… Το μόνο που συνέβηκε σε μια φάση, ήρθαν… Ερυθρός Σταυρός, ήταν; Δεν θυμάμαι. Ερυθρός Σταυρός πρέπει να ‘ταν. Που έκαναν κάποιες ανακοινώσεις. Δεν το θυμάμαι πολύ καλά αυτό το… Απλά θυμάμαι ότι μια μέρα ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός και μας είχαν μαζέψει στην αυλή πάλι και έκαναν κάποιες ανακοινώσεις για το τι συμβαίνει στην Κύπρο. Σε κάποια φάση που ήταν… Δηλαδή, ένα μήνα πριν να μας ελευθερώσουν εμάς που ήμασταν απολύτως οι τελευταίοι που ελευθερωθήκαμε, ένα μήνα πριν είχαν αρχίσει να ελευθερώνουν πιο νεαρούς που δεν ήταν στρατιώτες. Και τους είχαν μαζέψει στην αυλή έξω απ’ το θάλαμό μας. Και άκουσα κάποια… Αναγγέλλαν κάποια ονόματα και άκουσα το επίθετο κάποιου παιδιού που ήξερα κάποια οικογένεια απ’ την πόλη μου που με το ίδιο επίθετο. Οπότε ζήτησα να τον φωνάξουν και ήρθε στο παράθυρο του θαλάμου μου και τον ρώτησα αν γνωρίζει συγκεκριμένα άτομα που είχαμε μια… Ήταν τέλος πάντων η αρραβωνιαστικιά του αδερφού μου που ήξερα ότι είχε συγγένεια μ’ αυτή την οικογένεια και τον ρώτησα αν πράγματι είναι από αυτή την οικογένεια και μου είπε «Ναι», και του είπα: «Όταν γύρισες πίσω, ψάξε βρες την ξαδέρφη σου, θεία σου, τι σου είναι αυτή και ενημέρωσέ τους ότι είμαι εδώ και ότι είμαι αιχμάλωτος εδώ». Και μου ζήτησε να του το γράψω σ’ ένα κομμάτι χαρτί για να, μήπως και ξεχάσει, μήπως και δεν τον πιστέψουν, για να είναι σίγουρος ότι θα… Και αυτό έγινε. Και σε όλες του τις συνεντεύξεις που δίνει πλέον, γιατί έχει γίνει πολύ γνωστός στην Κύπρο σαν γλύπτης και κάνει σπουδαία δουλειά, σε όλες του τις συνεντεύξεις το αναφέρει αυτό το συμβάν και έχουμε γίνει… Έχουμε μια πολύ καλή επικοινωνία πλέον και, όποτε πάω στην Κύπρο, πάω και τον βλέπω. Οπότε αυτός ήταν ο τρόπος που έμαθαν οι δικοί μου ότι ήμουν αιχμάλωτος και δεν ήμουν πια αγνοούμενος, όπως με είχαν για τον πρώτο ενάμιση μήνα.

Δ.Τ.:

Πέρασε άλλος ένας μήνας. ‘Ντάξει, εμείς, η καθημερινότητά μας ήταν πολύ απλή, επειδή μας έδιναν τσιγάρα, μετά είχαμε φτιάξει χαρτιά και παίζαμε διάφορα παιχνίδια με χαρτιά απ’ τα κουτιά των τσιγάρων που φτιάξαμε. Και έτσι περνούσαν οι μέρες μας. Μιλούσαμε, συζητούσαμε με κάποιους. Μέχρι περίπου - δεν θυμάμαι τώρα – δέκα μέρες πριν; Τις τελευταίες δέκα μέρες, μάζεψαν όλους και τους… και κράτησαν περίπου δεκαπέντε άτομα - μέσα στα οποία ήμουν κι εγώ - και μας έβαλαν σε κάποιο άλλο θάλαμο. Ενώ τους υπόλοιπους τους έστειλαν να φύγουν για Κύπρο. Οπότε εμείς πιστέψαμε ότι εμάς θα μας κρατήσουν, δεν θα μας ελευθερώσουν. Και απορούσαμε γιατί, πώς, πώς και μας επέλεξαν εμάς και γιατί. Τελικά, δεν καταλάβαμε ποιο ήταν… για ποιο λόγο το ‘καναν αυτό. Μετά από δέκα μέρες μας φόρτωσαν ξανά σε λεωφορεία και μας γύρισαν μέσω Άγκυρας θυμάμαι, μας κατέβασαν στην Άγκυρα σε ένα μέρος που ήταν διάφοροι, πολιτικοί φαίνεται, διότι υπήρχαν δημοσιογράφοι, υπήρχαν… έβγαζαν φωτογραφίες θυμάμαι, φώτα παντού. Ήταν… Δεν ξέρω αν ήταν και ο Ερυθρός Σταυρός εκεί, δεν θυμάμαι. Περάσαμε την Άγκυρα, γυρίσαμε πάλι στην Μερσίνα, μας φόρτωσαν στα πλοία και μας γύρισαν πάλι στην Κερύνεια, λεωφορεία, και η τελευταία μας νύχτα υπό κράτηση ήταν σε κάτι αποθήκες - «Αποθήκες Παυλίδη» λέγονται - στην Λευκωσία, στον τουρκικό τομέα, και την επομένη μας ελευθέρωσαν. Αυτό έγινε… Στην Κύπρο φτάσαμε 26 Οκτωβρίου, την ημέρα της γιορτής μου, κι έτσι ο παππούς μου που λεγόταν Δημήτρης έγινε… πίστεψε στον Άγιο Δημήτριο, ενώ ήταν εντελώς άθρησκος και έκανε κι ένα τάμα σε μια εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Και την επομένη, 27 Οκτωβρίου, μας απελευθέρωσαν και βρέθηκα με τον πατέρα μου, γιατί όλη η υπόλοιπη οικογένειά μου είχαν φύγει για Λονδίνο πριν μάθουν ότι εγώ ήμουν αιχμάλωτος. Έφυγαν με την εντύπωση ότι ήμουν αγνοούμενος. Τώρα τι… Και αυτό ήταν το τέλος, δηλαδή μετά από εκεί κανένας… Ούτε μας ρώτησε, ούτε μας κοίταξε, ούτε μας πρόσφερε κάτι. Τίποτα. Γύρισες[00:50:00], ήταν αρκετό γι’ αυτούς. Ανταλλαγή αιχμαλώτων, τέρμα. Ούτε ήθελαν να ξέρουν. Πέρασαν σαράντα οχτώ χρόνια και ακόμα… Φέτος, υποτίθεται ότι έγιναν κάποιες ενέργειες, για να δώσουν κάτι στους αιχμαλώτους, αλλά εγώ, επειδή ζω στην Ελλάδα δεν το δικαιούμαι λένε. Το ίδιο έγινε… Η Ελλάδα θα δώσει κάποιο χρηματικό ποσόν σε όσους είχαν εμπλακεί στον πόλεμο στην Κύπρο, αλλά, αν ζεις εδώ χωρίς ελληνικό διαβατήριο, πάλι δεν το δικαιούσαι. Άρα, εγώ δεν δικαιούμαι ούτε στη χώρα μου ούτε στη χώρα που ζω. Ούτε απ’ τη μια ούτε απ’ την άλλη. 

Φ.Π.:

Ωραία, να σας κάνω κάποιες ερωτήσεις.

Δ.Τ.:

Ό,τι θες.

Φ.Π.:

Θα ξεκινήσω από το τέλος και θα γυρίσω στην αρχή. Κατ’ αρχάς θυμάστε τη στιγμή, την επανένωση με τον πατέρα σας;

Δ.Τ.:

Ναι, βέβαια θυμάμαι. Θυμάμαι στη διαδρομή, μέσα στο λεωφορείο, περνούσαμε έξω απ’ το σπίτι μιας πολύ αγαπημένης μου κυρίας που… Και βγήκα απ’ το παράθυρο και φώναζα: «Κυρία Θάλεια, κυρία Θάλεια! Εγώ είμαι, ο Δημητράκης» - έτσι με ήξερε – «ο Δημητράκης!». Και αμέσως η κυρία Θάλεια μπήκε στο αυτοκίνητο και πήγε σε μια θεία μου, για να τους ενημερώσει ότι γύρισα. Αυτό ήταν μια διαδρομή δεκαπέντε λεπτά περίπου. Εκεί που έφτασα ήταν ο πατέρας μου και μια άλλη θεία μου που με περίμεναν. Εντάξει, είχα μια έτσι πολύ έντονα συναισθηματική ας πούμε… Όλοι είχαν μαζευτεί – οικογένεια, ξαδέρφια, αυτά - είχαν μαζευτεί και με περιμένανε. Ναι, ήταν πολύ συγκινητικό. Μετά, όμως, δυσκολεύτηκα να αποδείξω στο στρατό ότι ήμουν αιχμάλωτος, επειδή δεν ήμουν καταγραμμένος ως αιχμάλωτος. Δεν με απολύαν απ’ τον στρατό και έπρεπε να τρέξω εγώ μόνος μου τότε, μέσα σε αυτό το χάος όλο που γινόταν τότε, να πάω στον Ερυθρό Σταυρό, να βρουν τις λίστες απ’ την ανταλλαγή την ημέρα που γυρίσαμε πίσω, να βρουν τη λίστα, να βρουν το όνομα μου και να μου δώσουν πιστοποιητικό, για να πάρω εγώ στον στρατό, για να με απολύσουν απ’ τον στρατό. Εντάξει, τα υπόλοιπα… με τους υπόλοιπους συναντήθηκα μετά… μετά από ένα μήνα περίπου, που πήγα στο Λονδίνο και συνάντησα τα αδέρφια μου και τη μητέρα μου που ήταν ήδη εκεί. 

Φ.Π.:

Ωραία, θα γυρίσω λίγο στην αρχή. Καταρχάς, μου είπατε ότι κατά τη διάρκεια της ανακωχής σας πήρε κάποιος γιατρός;

Δ.Τ.:

Ναι.

Φ.Π.:

Με το αμάξι και σας πήγε στην Αμμόχωστο.

Δ.Τ.:

Ναι.

Φ.Π.:

Τι εικόνες σας έχουν μείνει από αυτή την τελευταία επίσκεψη;

Δ.Τ.:

Τι εικόνες μου έχουν μείνει… Πήγα να δω όλους μου τους… Μια αγαπημένη μου συμμαθήτρια πήγα... και μάλιστα η οποία επέμενε: «Μη φύγεις, μην πας πίσω, θα γίνει χαμός αύριο. Μην πας πίσω, μείνε εδώ να φύγουμε μαζί! Μην πας πίσω, θα…», γιατί ήξεραν ότι κάτι θα γίνει την επομένη. Εμείς δεν το είχαμε αντιληφθεί, δεν μας ενημέρωσε κανείς, δεν μας είπε κανείς τίποτα. Και επέμενε αυτή, μου έλεγε: «Μείνε εδώ, μην πας πίσω». Αλλά το καθήκον με έκανε να πάω πίσω. Ναι, πήγα να δω μια αγαπημένη ξαδέρφη, έκανα βόλτα όλους τους αγαπημένους συγγενείς και τους είδα. Αυτό, δεν… Δηλαδή δεν πίστευα ότι θα γίνει κάτι τέτοιο, ότι ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα το σπίτι μου, την πόλη μου. Πού να το φανταστώ.

Φ.Π.:

Και αφού σας συνέλαβαν, που νομίζω μου είχατε πει ότι έγινε έξω από την... Μια Μηλιά…

Δ.Τ.:

Ναι. Μέσα στη βιομηχανική περιοχή της Μιας Μηλιάς.

Φ.Π.:

Οι στρατιώτες θυμάστε αν ήταν Τούρκοι ή Τουρκοκύπριοι; Τι γλώσσα σας μιλούσαν;

Δ.Τ.:

Αυτοί που μας συνέλαβαν ήταν Τούρκοι. Αλλά μετά ήρθαν και κάποιοι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι όμως… H αλήθεια είναι ότι εκεί, επειδή παγώσαμε με αυτό το σκηνικό της… που πιστεύαμε ότι θα μας εκτελέσουν, δεν μου έμεινε… Δηλαδή η εικόνα μου είναι ο τοίχος που είχα μπροστά μου. Και μετά το αυτοκίνητο των Ηνωμένων Εθνών που είδα και κατάλαβα ότι σωθήκαμε γι’ αυτό το λόγο. Στο λεωφορείο που μας έβαλαν, ήταν ο Τούρκος στρατιώτης που καθόταν δίπλα μου που μου έβγαλε τα γυαλιά μου και τα ‘βαλε στην τσέπη μου, για να γλιτώσουν. Αυτοί που μπήκαν μέσα στο λεωφορείο ήταν Τουρκοκύπριοι με πολιτικά, δεν ήταν στρατιώτες, οι οποίοι χτυπούσαν τους πάντες και έπαιρναν τα πάντα, δηλαδή ό,τι είχε απομείνει, ας πούμε, τα γυαλιά κάποιων. Τα υπόλοιπα μας τα είχαν πάρει ήδη μόλις μας… Ό,τι φορούσαμε πάνω μας – σταυρούς, ρολόγια, αυτά - μας τα είχαν πάρει όλα. Ναι, ήταν Τουρκοκύπριοι με πολιτικά και ο στρατιώτης ο ένας ο Τουρκοκύπριος που καθόταν δίπλα μου. 

Φ.Π.:

Μπορείτε να μου περιγράψετε , αν θυμάστε περισσότερες λεπτομέρειες, τη συζήτηση που είχατε με αυτόν τον Τουρκοκύπριο που ήρθε και σας είπε ότι δεν θα ξαναδείτε την πόλη σας;

Δ.Τ.:

Όχι, απλώς μπήκε μέσα στο κελί μου και μου δήλωσε αυτό ότι: «Ξέχασε την πόλη σου, δεν θα την ξαναδείς, την έχουμε καταλάβει». Κι εγώ… Η εικόνα που σχημάτισα ήταν ότι, όχι μόνο την πόλη δεν θα ξαναδώ, αλλά δεν θα ξαναδώ τους ανθρώπους. Αυτό ήταν, δεν μου έδωσε την ευκαιρία ούτε να ρωτήσω κάτι ούτε μου έδωσε περισσότερες εξηγήσεις. Δεν…

Φ.Π.:

Και τον υπόλοιπο καιρό όσο ήσασταν αιχμάλωτος πιστεύατε ότι κατά πάσα περίπτωση δεν θα ξαναδείτε τους δικούς σας;

Δ.Τ.:

Ναι, ναι. Ναι, αυτό το πίστευα, ναι. Ναι. Και μάλιστα, ναι, με απασχόλησε σαν θέμα και το φιλοσόφησα και… Πολλά… Εντάξει, υπήρχε ένα άτομο με το οποίο συζητούσα, έτσι αρκετά. Δεν τον έχω ξαναδεί από τότε. Ούτε ξέρω αν κι αυτός με θυμάται. Θυμάμαι που υπήρχε ένας διάδρομος έξω από το θάλαμο μας και περπατούσαμε πάνω κάτω κάθε βράδυ για αρκετή ώρα και συζητούσαμε πιο φιλοσοφικά, ας πούμε, το όλο θέμα. Και να πω την αλήθεια, αυτό με κρατούσε λίγο σε ισορροπία. Που είχα τέλος πάντων έναν άνθρωπο που επικοινωνούσα καλά μαζί του. Με απασχολούσε το θέμα με τους καυγάδες που γινόντουσαν και το θεωρούσα απίστευτο να γίνονται τέτοιοι καβγάδες στην κατάσταση που βρισκόμασταν. Σε μια φάση, έφεραν μέσα τον Τούρκο αξιωματικό, για να διαλύσει τον καβγά που γινόταν μεταξύ κρατουμένων. Δηλαδή, το θεώρησα εντελώς απαράδεκτο. Δηλαδή πού είχε φτάσει η ανθρώπινη ψυχολογία, ας πούμε. Ήταν απίστευτο.

Φ.Π.:

Να διευκρινίσω απλώς ότι τώρα μιλάμε για τις φυλακές στην Αμάσεια.

Δ.Τ.:

Στην Αμάσεια, ναι.

Φ.Π.:

Λοιπόν, ήθελα να ρωτήσω επίσης, επειδή προσπεράσαμε το ταξίδι με το πλοίο από την Κερύνεια στην Μερσίνη, τι θυμάστε απ’ αυτό;

Δ.Τ.:

Δεν δεν… Απλώς καθόμασταν στο αμπάρι του πλοίου, δεν θυμάμαι κάτι να μας ενοχλεί κανείς. Γιατί απ’ ό,τι αντιλήφθηκα, δεν υπήρχαν πολλοί στρατιώτες εκεί. Δηλαδή, μας είχαν βάλει μέσα στο αμπάρι και… Δεν ξέρω αν κάποιοι είχαν χτυπηθεί κάπου ή αν κάποιος τους χτυπούσε με όπλα ή οτιδήποτε. Εγώ δεν είχα καμιά τέτοια… Δηλαδή, καθόμουν ήσυχα σε μια… στη θέση μου ούτε κουνιόμουν ούτε τίποτα. Και προσηλώθηκα, δηλαδή έκανα… Λες και έκανα - πώς το λέμε - διαλογισμό. Δηλαδή, είχα μπει σ’ ένα άλλο… Και πιστεύω ότι πράγματι κατάφερα να είμαι άφαντος, να είμαι… Μπήκα κάπου αλλού. Και τίποτα δεν με ενόχλησε ούτε στις μεταφορές ούτε τίποτα, τίποτα, απολύτως τίποτα. Εντάξει, έφαγα μια καρπαζιά την ώρα που μπαίναμε στις φυλακές της Αμάσειας. Αυτό ήταν μόνο που θυμάμαι. Αλλά σε καμία άλλη περίπτωση, δεν είχα χτυπηθεί ή οτιδήποτε.

Φ.Π.:

Τι σκεφτόσασταν σ’ αυτό το διάστημα;

Δ.Τ.:

Δεν μπορούσες να σκεφτείς κάτι. Γιατί ήταν… Είσαι μπροστά στο άγνωστο. Είσαι… παγώνεις[01:00:00], δεν μπορείς να… Δεν έχεις συναίσθημα. Δηλαδή, ούτε μπορώ να πω ότι είχα φόβο. Απλώς πιστεύω ότι παγώνεις.

Φ.Π.:

Και μετά, το ταξίδι από την Μερσίνη ως τα Άδανα το θυμάστε;

Δ.Τ.:

Καθόλου. Καθόλου. Δεν νομίζω ότι ήταν κάτι, ήμασταν… Μας έβαλαν σε φορτηγά και μας πήγαν στα Άδανα. Δεν θυμάμαι… Θυμάμαι ότι μας έβαλαν σε μια εσωτερική αυλή με ένα λάστιχο, για να πλυθούμε και μας έπλεναν με τα λάστιχα. Αυτό. Τίποτα άλλο δεν θυμάμαι. 

Φ.Π.:

Αυτές οι τρεις-τέσσερεις μέρες που ήσασταν εκεί, μπορείτε να μου περιγράψετε λίγο περισσότερο τις συνθήκες;

Δ.Τ.:

Οι συνθήκες εκεί… Εντάξει, τα Άδανα είναι μια φυλακή πολύ… Άθλια, να την πω, είναι… Aν έχεις δει ποτέ την ταινία… Πώς την λέγανε, ήταν η ταινία με το… Δεν ξέρω αν είχε γυριστεί η ταινία σε αυτή τη φυλακή, πάντως ήταν πολύ παρόμοια με μια ταινία του ’70 κάτι, τέλος της δεκαετίας του ‘70 με έναν Αμερικάνο που ήταν να κρατούμενος σε τουρκικές φυλακές. Μια πολύ γνωστή ταινία. Πρέπει να το ψάξω, για να σου το πω. Έγινε πάταγος μ’ αυτή την ταινία. Οι φυλακές, όπως παρουσιάστηκαν στην ταινία, είναι πολύ παρόμοιες με τα Άδανα. Δεν ξέρω αν είχαν αυτό σαν εικόνα και το χρησιμοποίησαν για την ταινία. Αλλά εγώ δεν… Εκτός… Δηλαδή θυμάμαι απλώς την ανάκριση με αυτό τον τρομερά καλλιεργημένο. Τώρα να είναι Τούρκος που έμαθε ελληνικά, να είναι Έλληνας που… Δεν ξέρω τι ήταν αυτός. Πάντως μιλάμε για κάποιον, ο οποίος ήταν αστέρι στα ελληνικά.

Φ.Π.:

Και γι’ αυτόν μου είπατε ότι δεν θυμάστε ακριβώς τι ερωτήσεις σας έκανε.

Δ.Τ.:

Όχι, απλά χρησιμοποίησε μια έκφραση η οποία ήταν, ας πούμε, λίγο… Δηλαδή πρέπει να είσαι καλός στα ελληνικά, για να αντιληφθείς το νόημα της ερώτησης κι εγώ έπαιξα τον χαζό. Επειδή με είχαν προειδοποιήσει ότι: «Προσπάθα να αποφύγεις, ας πούμε, συζήτηση μαζί τους, γιατί θα σε κουράσουν, θα σε πιέσουν πολύ». Οπότε προτίμησα να παίξω τον χαζό, για να αποφύγω τη συζήτηση μαζί τους και περισσότερες ερωτήσεις. Και είπα απλώς: «Δεν καταλαβαίνω την ερώτησή σας». Και το δέχτηκε. Δηλαδή, μ’ ένα μορφασμό, ας πούμε, «Άντε, ασ’ τον, είναι… Δεν υπάρχει λόγος ν’ ασχολούμαι μαζί του». Ναι.

Φ.Π.:

Και μου αναφέρατε ότι, ενώ ήσασταν σε ένα κελί με κάποιους, στο διπλανό κελί… Από ‘κει φώναζαν ονόματα;

Δ.Τ.:

Ναι. Και ήταν ένας συμμαθητής μου που γνώριζα πολύ καλά, και αυτός μου είπε να μην πω ότι είμαι αξιωματικός, για να γλιτώσω από πιο εκτενή, ας πούμε, ανάκριση. Και γι’ αυτό το έκανα.

Φ.Π.:

Αυτός είχε κάποιο λόγο να πιστεύει ότι εσείς είστε στις ίδιες φυλακές μαζί του; Ήσασταν μαζί κάπου πριν;

Δ.Τ.:

Όχι, όταν άκουσα το όνομά του, ανταποκρίθηκα και εγώ. Και του είπα ότι είμαι ποιος είμαι και… Αφού ήμασταν συμμαθητές, με ήξερε πολύ καλά.

Φ.Π.:

Εννοώ, αυτός φώναξε το όνομά σας απ’ το διπλανό κελί;

Δ.Τ.:

Όχι, αυτός είπε το όνομά του και εγώ άκουσα ότι είναι ο φίλος μου ο Τάκης - που τον ξέρει και ο Γιάννος και όλοι το ξέρουν, ήμασταν συμμαθητές όλοι - και αυτός με προειδοποίησε να μην πω ότι είμαι αξιωματικός, για να μην έχω πολύ έντονη ανάκριση, να μην…

Φ.Π.:

Κατάλαβα. Αλλά δεν τον είδατε, απλώς –

Δ.Τ.:

Δεν μπορούσα να τον δω, γιατί ήταν μια εσωτερική αυλή, υπήρχε ένα παράθυρο στο δικό μας θάλαμο και αυτό ήταν… δεν ήταν απέναντι που θα μπορούσαν να τον δω, ήτανε στο πλάι, οπότε δεν είχαμε οπτική επαφή. Ήταν απλώς ακουστικά η επικοινωνία μας. 

Φ.Π.:

Και μετά στο ταξίδι που κάνατε από τα Άδανα στην Αμάσεια, εκεί φοβόσασταν ή ήσασταν ακόμα παγωμένος;

Δ.Τ.:

Εκεί φοβηθήκαμε, όταν σταμάτησε το τρένο και άρχισαν να μας ρίχνουν πέτρες και να φτύνουν και να μαζεύεται κόσμος γύρω μας, εκεί ναι, τρομάξαμε. Δεν ξέραμε τι συμβαίνει, δεν ξέραμε ότι είχαν κάνει δολιοφθορά στις γραμμές, για να μην μπορέσουμε να συνεχίσουμε το ταξίδι με το τρένο. Μέχρι που ήρθαν τα λεωφορεία και μας μετέφεραν στα λεωφορεία, για να συνεχίσουμε το ταξίδι. 

Φ.Π.:

Στην Αμάσεια τώρα. Ο στρατιώτης με τη μαύρη ζώνη του καράτε που σας προστάτευε, μου λέτε λίγα λόγια γι’ αυτόν; Ήταν… Από πού ερχόταν;

Δ.Τ.:

Λεπτομέρειες δεν μπορώ να ξέρω, γιατί δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε μαζί του, δεν μιλούσαμε τη γλώσσα του. Απλά ήταν ένας άνθρωπος που μας προστάτευε, δηλαδή έμπαινε μπροστά και δεν επέτρεπε σε κανέναν να μας χτυπήσει την ώρα που περνούσαμε το διάδρομο, για να βγούμε στην αυλή. Ήταν πάντα εκεί.

Φ.Π.:

Ήταν ένας από αυτούς που ήταν στημένοι στο διάδρομο;

Δ.Τ.:

Ναι, ναι, ναι. Ναι.

Φ.Π.:

Και μια λίγο χαζή ερώτηση. Πού βρήκατε χαρτί και μολύβι, για να γράψετε το όνομά σας;

Δ.Τ.:

Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι, γιατί βρίσκαμε… Τώρα, μπορεί να ήταν σε χαρτί από κουτί τσιγάρων, μπορεί να ήταν… Μπορεί να τους είχαν δώσει των παιδιών ή μας είχαν δώσει… Κάποιοι είχαν βρει. Δεν θυμάμαι, η αλήθεια. Κάποιοι θα είχαν βρει το χαρτί, για να μπορέσω να γράψω. Μπορεί να ήταν και σ’ ένα κουτί τσιγάρα, δεν θυμάμαι. Πάντως θυμάμαι ότι το έγραψα και το έδωσα στον Φίλιππο.

Φ.Π.:

Γράψατε απλώς το όνομά σας, δεν γράψατε κάποιο μήνυμα ή κάτι τέτοιο;

Δ.Τ.:

Πρέπει να έγραψα και το μήνυμα, ότι «Είμαι αιχμάλωτος στην Τουρκία» και έγραψα το όνομά μου από κάτω, ναι. Ίσως, ο Φίλιππος να θυμάται ακριβώς, δεν τον ρώτησα. Το ανέφερε σε μια συνέντευξή του τώρα πρόσφατα στην τηλεόραση στην Κύπρο, και έλεγε συνέχεια ότι: «Εγώ προσπαθούσα να διαφυλάξω την κολλούα που μου ‘δωσε ο Δημήτρης».

Φ.Π.:

Αναρωτιόμουν, επειδή είπατε ότι στην αρχή ότι γι’ αυτό σας διάλεξαν κιόλας, για να μοιράζετε το φαγητό, ότι στην αρχή ήσασταν πολύ απομονωμένος, δεν θέλατε να μιλάτε με κανέναν, και αναρωτιέμαι αν στην πορεία αποκτήσατε κάποιες σχέσεις με άλλα άτομα, εκτός από τον έναν που μου αναφέρατε.

Δ.Τ.:

Η αλήθεια είναι ότι είναι λίγο στο χαρακτήρα μου αυτό, δηλαδή δεν κάνω εύκολα σχέσεις. Δηλαδή, αυτό που λέμε… Πώς το λέμε στα ελληνικά δεν… Ας πούμε, πας σ’ ένα μπαρ, ας πούμε, και βλέπεις κόσμο που αμέσως πιάνει κουβέντα με τον διπλανό του και αυτό. Εγώ δεν είμαι τέτοιος χαρακτήρας. Ενώ, άμα προκύψει ας πούμε σε μια συνάντηση, άμα βρω άτομα με τα οποία νιώσω ότι μπορώ να επικοινωνήσω, τότε είμαι πολύ ανοιχτός. Απλά δεν είμαι ο τύπος που θα προσεγγίσω κάποιον άγνωστο, για να κάνω έτσι μια - πώς το λέμε - όχι ψιλή κουβέντα, πώς τη λέμε; Έτσι, ας πούμε, η κουβέντα του μπαρ να πούμε. Δεν το κάνω. Δεν το είχα ποτέ. Οπότε ναι, πάντα κρατώ έτσι μια απόσταση. Εντάξει, ίσως δεν είναι και το καλύτερο αυτό σαν χαρακτηριστικό, ας πούμε. Εντάξει, έμαθα να το δέχομαι, ας πούμε. Και κάποιες φορές αντιλαμβάνομαι ότι δημιουργώ μια εικόνα, η οποία εγώ τη θεωρώ λάθος, αλλά ίσως φταίω εγώ που τη δημιουργώ, ότι είμαι λίγο ψηλομύτης, ότι είμαι κάπως… Ξέρεις, ότι θεωρώ τον εαυτό μου, ας πούμε, υπεράνω και, γι’ αυτό, δεν μιλάω σε οποιονδήποτε. Ενώ καμία σχέση δεν έχει με αυτό, είναι διότι νομίζω ότι απλά σέβομαι το privacy του άλλου, ας πούμε, την… Πώς το λέμε στα ελληνικά το privacy;

Φ.Π.:

Την ιδιωτικότητα;

Δ.Τ.:

Κάπως έτσι, ας πούμε να μην… Ρε παιδί μου, δηλαδή και να… δηλαδή, δεν είμαι ο τύπος που θα ξεκινήσω να μιλάω, βλέπω, ας πούμε, πε[01:10:00]ριπτώσεις που αρχίζουν να μιλάνε για ποδόσφαιρο, για έτσι, για αλλιώς. Δεν το ‘χω. Ούτε το ποδόσφαιρο με απασχολεί ούτε τα πολιτικά με απασχολούν ούτε… Δηλαδή, δεν βρίσκω κάτι. Εγώ άμα θα μπω σε μια κουβέντα θα είναι πιο… Όχι φιλοσοφική, ας πούμε, με την έννοια του… Αλλά πιο βαθιά, πιο ουσιώδη πράγματα. Μόνο έτσι, θα κάνω μια συζήτηση, αλλιώς… Έτσι για τα ψιλά πράγματα, δεν βρίσκω τι να πω. Εντάξει.

Φ.Π.:

Παρατηρούσατε, όμως, τι συζητήσεις είχαν οι άλλοι γύρω σας;

Δ.Τ.:

Λίγο πολύ άκουγα. Αλλά δεν αναμειγνυόμουνα ποτέ, διότι οι περισσότερες συζητήσεις ήταν για πολιτικά, τα οποία… Δηλαδή κατ’ εμένα δεν είχαν καμία θέση σε αυτή την κατάσταση που βρισκόμασταν. Δηλαδή γινόντουσαν απίστευτοι καυγάδες για πολιτικά. Καβγάδες, δηλαδή πιανόντουσαν στα χέρια, χτυπιόντουσαν! Μέσα στη φυλακή. Δηλαδή, αδιανόητο για μένα, δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι συνέβαιναν τέτοια πράγματα.

Φ.Π.:

Θυμάστε κάποιο παράδειγμα, το περιεχόμενο του καβγά;

Δ.Τ.:

Περιεχόμενο ήταν για πολιτικά θέματα, δηλαδή διότι υπήρχε αυτό το θέμα της ΕΟΚΑ Β’ και οι κομμουνιστές και οι υποστηρικτές της ΕΟΚΑ Β’ και οι Μακαριακό που ήταν με τον Μακάριο, που ήταν… Όλα τα πολιτικά θέματα της Κύπρου. Μιλάμε για απίστευτα πράγματα! Δηλαδή, και απ’ ότι…  Εντάξει, αυτά… Δηλαδή, μέσα στην όλη ιστορία, ένα πράγμα που κατάλαβα - και φαίνεται ότι υπάρχουν αποδείξεις τώρα, τελευταία το έμαθα - ότι με τη δικαιολογία το τι συνέβαινε με την τουρκική εισβολή, μέσα σε αυτό το μπάχαλο όλο, κάποιοι σκότωσαν δικούς μας ανθρώπους, οι οποίοι ήταν της ΕΟΚΑ Β’. Δηλαδή βρήκαν ευκαιρία μέσα απ’ τον πόλεμο να σκοτώσουν δικούς μας ανθρώπους και να τους καταχωρίσουν ως πεσόντες στον πόλεμο. Αυτό το έμαθα πρόσφατα. Ήξερα κάποιον, τον οποίο συμπαθούσα κιόλας, γιατί ήταν καλό παιδί, απλά έτυχε η οικογένειά του να είναι μπλεγμένη με την ΕΟΚΑ Β’ και τον είχαν βάλει στόχαστρο και απ’ ό,τι κατάλαβα σκοτώθηκε μέσα σε αυτό… μέσα σ’ αυτή την κατάσταση. Και πιστεύω ότι σκοτώθηκε από δικούς μας που ήταν αντίθετοι. 

Φ.Π.:

Τι αίσθηση σας έχουν αφήσει όλα αυτά; Θέλω να πω, πώς το έχετε επεξεργαστεί κάπως στο μυαλό σας;

Δ.Τ.:

Αυτό ήταν το πολύ δύσκολο κομμάτι, όταν πια πήγα στην Αγγλία για σπουδές και δεν μπορούσα να… Δεν μπορούσα να ενταχθώ σε καμιά κατάσταση. Δηλαδή με προβλημάτιζε και μου άφησε πολλά τραύματα και… Διότι πίστευα ότι κανείς δεν μπορούσε να με αντιληφθεί και να καταλάβει τη δική μου ψυχοσύνθεση και κατάσταση - ψυχολογική κατάσταση - γιατί δεν είχε περάσει τις εμπειρίες που είχα περάσει. Οπότε όλο και πιο απόμακρος γινόμουνα και πέρασαν πολλά χρόνια, για να το ξεπεράσω, το οποίο με δυσκόλεψε και στις σπουδές μου και σε πολλά θέματα. Και μέχρι και σήμερα μπορώ να πω ότι δυστυχώς – εντάξει, τώρα δυστυχώς ευτυχώς δεν ξέρω - ότι έχει μείνει αυτό, δεν το έχω απαλείψει απ’ την ψυχολογία μου. Μου έχει μείνει αυτό. Το ότι δεν είναι εύκολο να… Δηλαδή, δεν περιμένω ο καθένας να αντιληφθεί τη δική μου ψυχολογία, αλλά βλέπω ότι - νομίζω στο είπα την πρώτη φορά που μιλήσαμε - κυρίως οι άνδρες αποφεύγουνε τη συζήτηση, γιατί πιστεύω ότι οι άντρες έχουν πρόβλημα με τα συναισθήματά τους και δεν ξέρουν πώς να τα εκφράσουν, οπότε αποφεύγουν τη συζήτηση. Δηλαδή, πολύ περισσότερο φίλες μου με έχουν ρωτήσει λεπτομέρειες για αυτό το θέμα παρά οι φίλοι μου. Και μου κάνει εντύπωση που αυτό μεταφέρθηκε και παρακάτω, για παράδειγμα τώρα, σήμερα, πήρα ένα μήνυμα, επειδή είχα πει σε μια ανιψιά μου ότι θα κάνουμε αυτή τη συζήτηση σήμερα, και μου λέει… μου έγραψε τώρα ένα μήνυμα, μόλις πριν έρθεις, ότι: «Ελπίζω μια μέρα να μπορέσεις να μου τα πεις κι εμένα, γιατί μέχρι τώρα φοβόμουν να σε ρωτήσω». Ποιος της δημιούργησε αυτό το φόβο; Ο πατέρας της, ο οποίος είναι ο αδελφός μου, ο οποίος ποτέ δεν ρώτησε κάτι. Γιατί είναι ακόμα πιο απόμακρος σε θέματα συναισθηματικά. Δεν τον κατακρίνω, απλά δηλώνω μια πραγματικότητα, μια… Όπως και εντάξει, ο φίλος μας ο Γιάννος, ο οποίος μου λέει: «Εγώ δεν το πρότεινα εγώ, ο Στρατής είπε γιατί δεν ρωτάς τον Κάκη αν θέλει να μιλήσει». Ο Γιάννος φοβόταν να με ρωτήσει, λες και… Δηλαδή αυτό προσπάθησα να σου εξηγήσω, ότι… δηλαδή βλέπω ότι… απ’ τους απέναντί μου έρχεται, μπαίνει, στήνεται ένας τοίχος ή μπαίνει ένα εμπόδιο στην επικοινωνία αυτή. Δηλαδή στο να εκφράσω εγώ το τι έγινε, το πώς το νιώθω, πώς το βίωσα, τι μου άφησε, τι με…  ‘Ντάξει. Το δέχτηκα, δεν είναι κάτι που μπορώ να αλλάξω ούτε θέλω… ούτε κατακρίνω κανέναν. Αλλά απλά κάνω μια παρατήρηση που τώρα τελευταία το έχω αντιληφθεί πολύ καλύτερα, και ο μόνος με τον οποίο έχω επαφή και επικοινωνία σε αυτό το επίπεδο είναι ο φίλος μας ο Φίλιππος που μιλάει για το ίδιο θέμα, γιατί πέρασε την ίδια εμπειρία. Από τους λίγους που το ‘μιλαν και το εκφράζουν, όπως το εκφράζει ο Φίλιππος. Δεν ξέρω. Εσύ πώς το ακούς; Πες κι εσύ, δηλαδή μ’ έχεις ακούσει τώρα, δυο ώρες μιλάμε. Οπότε η δική σου γνώμη ποια είναι; 

Φ.Π.:

Κι εγώ συμφωνώ - για τους άντρες. Αυτό που λέτε το βρήκα πολύ εύστοχο, μου έκανε εντύπωση που το είπατε. Αλλά πιστεύω επίσης ότι μερικές φορές οι άλλοι δεν ξέρουν αν εσείς θέλετε να το συζητήσετε. Όχι εσείς συγκεκριμένα-

Δ.Τ.:

Ναι, όμως η απορία μου εμένα είναι πώς θα το μάθεις, αν δε ρωτήσεις τον συγκεκριμένο - στην περίπτωση αυτή εμένα - να με ρωτήσεις: «Είσαι σε θέση να το κουβεντιάσουμε αυτό; Μπορώ να σου κάνω κάποιες ερωτήσεις;». Άμα δεν με ρωτήσει ο άλλος, θα πάω εγώ να τον φορτώσω με τη δική μου εμπειρία; Αυτό ο άλλος πρέπει να με ρωτήσει. Δηλαδή, τελευταία έτυχε να μιλάω με φίλους σε μια παρέα και ήταν παρούσα η αδερφή μου. Και με ρωτούσαν οι γύρω κάποια θέματα και τους απάντησα. Και έμεινε έκθαμβη η αδερφή μου. Και μου λέει: «Εγώ δεν το έχω ξανακούσει αυτό». Λέω: «Με ρώτησες ποτέ;». «Μα, νόμιζα ότι δεν θες να το συζητήσεις». «Με ρώτησες ποτέ και είπα ότι δεν θέλω;». Αυτό έγινε πριν δυο-τρία χρόνια, δηλαδή μετά από σαράντα πέντε χρόνια δεν τόλμησε ποτέ να με ρωτήσει. Ούτε η μάνα μου ούτε η αδερφή μου ούτε ο πατέρας μου ούτε κανένας στην οικογένεια.

Φ.Π.:

Ναι, νομίζω ότι φοβούνται και οι ίδιοι πως θα αντιδράσουν σ’ αυτό. Δηλαδή κι εγώ ξέρω ας πούμε ότι θα μου έρθει να κλάψω, θα μου έρθει αυτό και–

Δ.Τ.:

Ναι, ρε παιδί μου, δηλαδή έστειλα… Αυτά που μου στέλνει ο Φίλιππος τα έστειλα σε μια φίλη μου στην Κύπρο και μετά από λίγο μου έστειλε ένα μήνυμα ότι: «Εντάξει, το διάβασα και χρειάστηκα λίγο χρόνο, για να κλάψω». Και τέρμα. Το ίδιο μήνυμα έστειλα στο γκρουπ των φίλων μου της εφηβείας. Κανένας δεν έκανε ένα σχόλιο. Κανένας. Είναι οχτώ άντρες. Δεν έκ[01:20:00]ανε ούτε ένας ένα σχόλιο. Και μετά μίλησα στον Γιάννο στο τηλέφωνο και του το ‘πα. Του λέω: «Καλά, κανένας σας δεν είχε ένα σχόλιο να κάνει;». Και μετά το επανέλαβε  αυτά που έστειλα εγώ το ξανάβαλε ο Γιάννος στο γκρουπ και τότε έγινε μια μικρή συζήτηση. Επειδή έσπρωξα εγώ λίγο τον Γιάννο. Τηλεφωνικά. Αλλιώς κανένας, δηλαδή… Τι φοβάστε; Φοβάστε ότι θα… Δηλαδή φοβάστε να συγκινηθείτε; Φοβάστε να εκφράσετε τη συγκίνησή σας στον υποτίθεται αγαπημένο σας φίλο από τα δέκα… από δέκα χρονών που γνωριζόμαστε, ας πούμε; Τι είναι αυτός ο φόβος που έχουν; Οι περισσότεροι άντρες. Δηλαδή… Μένω άφωνος. 

Φ.Π.:

Αναρωτιέμαι αν εσείς θέλατε… Άλλο τώρα, αλλά αναρωτιέμαι όταν είχατε… Τα πρώτα χρόνια, αφού είχατε γυρίσει, αν θέλετε να το συζητήσετε, παραδείγματος χάριν, με την οικογένειά σας;

Δ.Τ.:

Φυσικά, εγώ… Περίμενα κάτι άλλο απ’ την οικογένεια, το οποίο δεν ήρθε ποτέ. Δηλαδή, το αντιμετώπισα χρόνια μετά, κυρίως με τους γονείς μου. Με τα αδέρφια μου όχι, με τους γονείς μου το αντιμετώπισα, γιατί ήταν πιο σημαντικό για μένα η σχέση μου με τους γονείς μου. Διότι, άμα… Την πρώτη μέρα που έφτασα στο Λονδίνο και αντίκρισα την μάνα μου… Ζούσαμε σ’ ένα σπίτι διώροφο. Η μάνα μου με χαιρέτησε ας πούμε και λέει: «Εγώ πάω πάνω. Δεν μπορώ, πάω πάνω». Και πήγε κλείστηκε στο δωμάτιό της. Και δεν μου ξαναμίλησε για το θέμα. Αυτή ήταν μάνα μου. Ε, πώς να… Εγώ πώς να πάω μετά, να της πω τι; Αφού αυτή μου δηλώνει ότι «Εγώ δεν μπορώ» και πήγε και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Ε, και ακολούθησαν όλοι με το ίδιο… Όχι το «δεν μπορώ», δεν το είπε κανένας άλλος, αλλά κράτησαν όλοι μια, έτσι, κρύα στάση και «θα περάσει». Έτσι, φαντάζομαι το είχαν στο μυαλό τους. «Α, ‘ντάξει, θα περάσει». Άρα εμένα μου κόπηκαν τα χέρια, ας πούμε. Τι να κάνω εγώ, να τους αρπάξω και να τους κάτσω όλους γύρω μου και να τους πω «θέλω να σας τα πω, να με ακούσετε;». Δεν ήμουνα τέτοιος χαρακτήρας. Ούτε και είμαι, δηλαδή αυτός που θέλει να με ακούσει, θα ρίξει ένα σημάδι, θα κάνει κάτι, ας πούμε. Έχω φίλους που μετά από χρόνια, τώρα άρχισαν να μου λένε: «Πάντα ήθελα να σε ρωτήσω, αλλά φοβόμουν ότι δε θες να το συζητήσεις». Με την πρώτη ευκαιρία τώρα, μετά από σαράντα οχτώ χρόνια, ξαφνικά άρχισαν να το σκέφτονται πιο ώριμα και να, τέλος πάντων, να τολμούν να κάνουν κάποιες ερωτήσεις. Όπως και η ανιψιά μου που σου είπα, που την πρώτη μέρα που είδε την ανάρτηση του Φίλιππου στο Facebook, μου έστειλε ένα μήνυμα αμέσως: «Απ’ το πρωί κλαίω,» λέει, «τι έχεις περάσει κι εσύ πα πρα πρα πα πρα». Και τώρα, σήμερα, μου γράφει: «Κάποια μέρα να μας τα πεις κι εμάς, γιατί πάντα φοβόμουν να σε ρωτήσω». Ποιος σου προκάλεσε αυτό το φόβο; Εντάξει, ποτέ δεν είναι αργά. 

Φ.Π.:

Και γιατί νομίζετε ότι τελευταία άρχισαν να σας ρωτάνε περισσότερο;

Δ.Τ.:

Ξέρεις κάτι, μ’ αυτό που έγινε με την Αμμόχωστο, αν το παρακολουθείς, τα τελευταία δύο χρόνια που επέτρεψαν την είσοδο στην περίκλειστη πόλη και άρχισε να γίνεται ένα… Να επαναφέρει στις μνήμες μας όλα όσα ζήσαμε σ’ αυτή την πόλη και να γράφουν διάφοροι και να φωτογραφίζουν τα σπίτια μας, πώς είναι σήμερα, να μπαίνουν μέσα σε ερειπωμένα σπίτια, για να φωτογραφίζουν και να βλέπω, ο καθένας να βλέπει… Οπότε ήρθε στη μνήμη μας, έχει ξαναζωντανέψει η μνήμη για το τι είχαμε και τι χάσαμε. Οπότε έχει γίνει επίκαιρο θέμα. Ενώ για πολλά χρόνια το είχαν αφήσει όλοι έτσι λίγο στο περιθώριο, έτσι. Ίσως ο καθένας προσπαθούσε να στήσει μια καινούργια ζωή, να δει το μέλλον του διαφορετικά, να... Τώρα, μας έχουν ξανά αναστατώσει με όλο αυτό που έγινε. Και συνέχεια, δηλαδή όλοι ασχολούνται με αυτό, κάθε μέρα φωτογραφίες. Σήμερα, έβαλε ο αδελφός μου, ας πούμε, φωτογραφία το σπίτι μας, πώς είναι τώρα στην περίκλειστη πόλη. Εντάξει. Εγώ δεν θέλω να πάω τώρα. Δηλαδή, δεν θέλω να πάω να αντικρίσω αυτά τα ερείπια και να ξανά… Δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό. Δεν είμαι ψυχολόγος, για να το αναλύσω παραπάνω. Αυτό που νιώθω είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν θέλω να πάω. Να δω μια πόλη έρημη, μια πόλη που έζησα δεκαεννιά χρόνια. Είχα πάει μια-δυο φορές, αλλά στο κομμάτι που ήταν ήδη εκτός της περίκλειστης πόλης. Αλλά μέσα στην περίκλειστη πόλη δεν έχω πάει. Βλέπω απλώς φωτογραφίες που δημοσιεύουν διάφοροι φίλοι. 

Φ.Π.:

Εντάξει. Νομίζω ότι τελευταία μου ερώτηση είναι απλώς πρώτον, αν έχετε κάτι που θέλετε να προσθέσετε εσείς, και δεύτερον, αν… Τι σας έχει μείνει ας πούμε πιο έντονα από όλη αυτή την περιπέτεια που ζήσατε;

Δ.Τ.:

Τι μου έχει μείνει πιο έντονο; Το πρώτο πράγμα που… Το πιο έντονο, η αλήθεια είναι, ήταν, όταν ήμουν στην Αμάσεια και αντιλήφθηκα τι είχε συμβεί, ας πούμε, και αναρωτιόμουν και… Δηλαδή, για θέματα απλά, δηλαδή με την έννοια ας πούμε… Σκεφτόμουν, για παράδειγμα, διάφορες καταστάσεις κοινωνικού… Τα «πρέπει» και τα «μη» της κοινωνίας. Ξέρω ‘γω, είχα μια ξαδέρφη που ήταν λίγο πιο προοδευτική, ας πούμε, και άκουγες τους υπόλοιπους να την κριτικάρουν και να την... Και «πρα, πρα, πρα» και να λένε το ένα και το άλλο και αυτά. Και με το που βρέθηκα στις φυλακές και άκουσα αυτόν τον αξιωματικό - τι ήταν - που μου είπε ότι χάθηκαν όλα στην Αμμόχωστο, και λέω: «Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη χάνονται όλα και εσείς», σκεφτόμουν τους διάφορους που έλεγαν τα διάφορα, «εσείς ασχολείστε με το να κατακρίνετε τον έναν και τον άλλον, γιατί έκανε έτσι κι έκανε αλλιώς. Και τώρα; Τι σημασία έχουν όλα αυτά; Τώρα χάθηκαν όλα». Αυτό ήταν ένα μάθημα που μου άλλαξε εντελώς την φιλοσοφία μου. Δηλαδή, δεν νομίζω ότι ήμουν ποτέ τύπος που θα έκρινα τους άλλους, αλλά κάποια πράγματα που μας είχαν φυτέψει οι γονείς και η κοινωνία ήταν μέσα μου, ας πούμε. Αλλά, τότε ξεκαθάρισα ότι ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει τη ζωή του, όπως θέλει και δεν είμαι ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος άξιος να τον κρίνει ή να τον κατακρίνει ή να τον σταματήσει απ’ ό,τι επιθυμεί να κάνει στη ζωή του. Δηλαδή, ήταν μια φιλοσοφία που πράγματι εδραιώθηκε μέσα μου από τότε. Και μου έτυχε φορές να κάθομαι σ’ ένα, ας πούμε, περιβάλλον φίλων και να συζητάμε διάφορα θέματα και έτυχε ένα βράδυ που δεν άντεχα να ακούω τη συζήτηση που ήταν τόσο επιπόλαια και άσχετη να την πω, πώς να την περιγράψω δεν ξέρω. Με έπιασε ένα νευρικό κλάμα και πήγα και κλείστηκα σε ένα δωμάτιο και δεν ήθελα να ακούσω κανέναν, δεν ήθελα να μιλήσω με κανέναν. Και αυτό μου συνέβη… ‘Ντάξει, μπορεί να μην ήταν τόσο έντονο άλλες φορές, δηλαδή δεν θα έκλαιγα, άλλα άμα βρισκόμουν σε τέτοιες καταστάσεις… περιστάσεις που συζητιόντουσαν διάφορα και… Ή θέματα, τα οποία[01:30:00] εγώ θεωρώ εντελώς μηδαμινά… Δηλαδή, σηκώνομαι και φεύγω πια. Δεν θα κλάψω, αλλά σηκώνομαι και φεύγω διότι… Δηλαδή, αυτά τα πρέπει και τα της κοινωνίας και τα έτσι και τα αλλιώς που… Δηλαδή με καθόρισε σαν χαρακτήρα αυτό, δηλαδή, ίσως, να ήτανε η φυσιολογική μου εξέλιξη αυτή, ούτως ή άλλως, αλλά έγινε πολύ ξεκάθαρο, όταν συνέβηκε όλο αυτό.

Φ.Π.:

Ήταν το πρώτο πράγμα που κάπως σκεφτήκατε;

Δ.Τ.:

Ναι, ναι, ήταν το πρώτο πράγμα…. Που είπα δηλαδή πόσο άδικο, πόσο… Δηλαδή, πώς να το περιγράψω αλλιώς; Δηλαδή, να, ας πούμε, να ακούς τον ένα ή τον άλλον να λέει «και δεν πρέπει να κάνεις αυτό, και δεν πρέπει να κάνεις εκείνο, και αυτή έκανε έτσι, και αυτός έκανε αλλιώς». Δηλαδή και μετά λες: «Από τη μια μέρα στην άλλη χάνονται τα πάντα, άρα τι είναι όλα αυτά; Δηλαδή για ποιο λόγο; Για ποιο λόγο να… Να βάζουμε αυτούς τους κανόνες σαν κοινωνία και…». Εντάξει, σεβασμός να υπάρχει. Μόνο αυτό χρειάζεται, τίποτε άλλο. Σέβεσαι τον άλλον. Δεν λέω να πας να κάνεις κακό στον άλλον, αλίμονο, αλλά ο καθένας για τον εαυτό του έχει δικαίωμα να πράξει, όπως επιθυμεί, όπως αντιλαμβάνεται σωστό. Και αυτό. Δηλαδή αυτό με καθόρισε από τότε. Ήταν το πιο… Άμεσα δηλαδή, αυτό σκέφτηκα. Και είχα στο μυαλό μου συγκεκριμένα μια ξαδέρφη μου που ήταν έτσι πολύ φιλελεύθερη, και έχει γίνει ένας εξαίρετος άνθρωπος. Γράφει ποίηση, έχει απομακρυνθεί από τους πάντες, ζει μόνη της με πενήντα γάτους - πόσους έχει - δεν κυκλοφορεί καθόλου σε κοινωνικά αυτά. Πολύ σπάνια, πρέπει να είναι πολύ στενός άνθρωπός της, πολύ κοντά, για να πάει, ας πούμε, σε κάποιο γάμο ή κάτι τέτοιο. Που ήταν επιλογή της αυτό. Ένας πολύ αξιόλογος άνθρωπος. Την παρακολουθώ, γιατί γράφει πολλά, γράφει ποίηση συνέχεια. Και τώρα ευτυχώς, ας πούμε, λόγω Facebook - που μου έκανε εντύπωση που μπήκε στο Facebook - βρήκε τρόπο να επικοινωνεί τη φιλοσοφία της, χωρίς να χρειάζεται να κυκλοφορεί. 

Φ.Π.:

Εντάξει. Μια όντως τελευταία ερώτηση. Αναρωτιόμουνα πώς νιώσατε, όταν μάθατε ότι θα απελευθερωθείτε και θα γυρίσετε;

Δ.Τ.:

Κοίταξε, αυτό… Μέχρι τη στιγμή που βρεθήκαμε στην Κύπρο, δεν το είχα εμπεδώσει. Δηλαδή οι αμφιβολίες ήταν συνέχεια εκεί. Δεν ξέραμε ακριβώς τι γινόταν. Αυτό το πάγωμα συνέχιζε μέχρι τη στιγμή που πράγματι βγήκαμε έξω απ’ τον τουρκικό τομέα και βρεθήκαμε στα λεωφορεία για την επιστροφή μας. Δηλαδή, εντάξει, νιώσαμε μια χαλάρωση την ημέρα που γυρίσαμε στην Κύπρο. Μας κράτησαν ένα βράδυ σε μια αποθήκη, που ήταν και αυτοί πιο χαλαροί, μας έδωσαν τσιγάρα, τέλος πάντων μας έδωσαν νερό. Δεν θυμάμαι αν μας έδωσαν και φαγητό, δεν είμαι σίγουρος. Αλλά, εντάξει, εκεί νιώσαμε μια απελευθέρωση. Αλλά μέχρι που βρέθηκα έξω, στον ελληνικό τομέα, τότε μόνο κατάλαβα… Αλλά και πάλι δεν… Δηλαδή δεν χοροπηδούσα από τη χαρά μου. Γιατί είχα άλλο βάρος, έχασα την πόλη μου, έχασα ανθρώπους πολύ κοντά μου. Δεν είχα κανένα λόγο να χαίρομαι. Ναι μεν εγώ απελευθερώθηκα, αλλά είχα άλλο βάρος που κουβαλούσα.

Φ.Π.:

Εντάξει. Θέλετε να προσθέσετε κάτι;

Δ.Τ.:

Όχι. Προς το παρόν νομίζω είπα αρκετά.

Φ.Π.:

Λοιπόν, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.