© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Είσαι αδερφός»: Μια φιλία από το Σουδάν και το τυχερό μονόστηλο

Κωδικός Ιστορίας
12171
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Απόστολος Συμεωνίδης (Α.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/03/2022
Ερευνητής/τρια
Άννα-Μαρία Τακαλιού (Ά.Τ.)
Ά.Τ.:

[00:00:00]Λοιπόν, καλησπέρα σας, θα μας πείτε το όνομά σας;

Α.Σ.:

Συμεωνίδης Απόστολος.

Ά.Τ.:

Ωραία είμαι εδώ με τον κ. Απόστολο Συμεωνίδη, είναι 3 Μαρτίου του 2022. Εγώ είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κ. Απόστολε, θα μας πείτε έτσι, λίγα λόγια τον εαυτό σας;

Α.Σ.:

Γεννήθηκα 23/11 του 1955, είμαι απόφοιτος Λυκείου, αυτά.

Ά.Τ.:

Με τι επαγγέλλεστε;

Α.Σ.:

Συνταξιούχος τώρα είμαι. Έκανα διάφορες εργασίες στην αρχή, μέχρι τελευταία που ήταν εκτελωνιστής. Εκτελωνιστής, μετά ανοίξαμε μια ψησταριά και μετά ασχοληθήκαμε με χονδρεμπορία ξυλείας, σκεπής.

Ά.Τ.:

Μεγαλώσατε στη Θεσσαλονίκη;

Α.Σ.:

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη.

Ά.Τ.:

Ωραία. Η ψησταριά πού ήτανε, πόσα χρόνια την είχατε;

Α.Σ.:

Πέντε χρόνια, από τότε που είχε τελειώσει ο εκτελωνισμός. Από το 1992 μέχρι το 1997.

Ά.Τ.:

Και πώς είναι να έχεις μια ψησταριά;

Α.Σ.:

Δύσκολη εργασία, την οποία την είχα συγχρόνως με τον εκτελωνισμό. Ξεκινούσα το πρωί στις 6:00 να πάω στο τελωνείο, στο γραφείο. Γυρνούσα στις 17:00 το απόγευμα και έπρεπε να ξεκινήσω το μαγαζί να το δουλεύω από τις 18:00 μέχρι τη 1:00 το βράδυ. Κοιμόμουν στις 3:00 και ξυπνούσα στις 6:00.

Ά.Τ.:

Και θυμάστε να μου περιγράψετε έτσι μια ενδιαφέρουσα ιστορία από την ψησταριά; Κάτι να έγινε;

Α.Σ.:

Κατά καιρούς ερχότανε διάφορα άτομα τα οποία δεν είχαν χρήματα, μου λέγαν να φάνε και θα μου τα πληρώσουν άλλη μέρα. Ερχόταν την δεύτερη μέρα, την επόμενη φορά μου τα πληρώνανε και μετά την τρίτη φορά τα τρώγανε και φεύγανε. Δεν τους ξανάβλεπα.

Ά.Τ.:

Πολύ ωραία. Πριν είπαμε ότι θα θέλατε να μου μιλήσετε για μία συγκεκριμένη ανάμνηση που σας ήρθε στο μυαλό.

Α.Σ.:

Ναι, 1980, Νοέμβριος, θα πήγαινα να πιάσω εργασία σαν υπάλληλος εκτελωνιστής. Όταν παρουσιάστηκα εκεί πέρα μου είπε –ήταν τέσσερα αφεντικά– το ένα το αφεντικό μού είπε ότι: «Θα είμαστε εδώ σαν φίλοι όλοι μεταξύ μας, είμαστε πολλά άτομα. Εισαγωγές-εξαγωγές και ό,τι προβλήματα έχεις θα ‘ρθεις να τα πεις σε μένα και θα τα λύσουμε. Αυτό -λέει- από μένα» και τον χαιρέτησα, τον ευχαρίστησα και έφυγα για να ξεκινήσω τη δουλειά από την επόμενη μέρα. Εκείνη την εποχή νοίκιασα ένα σπίτι. Ήμουν 24 ετών και μέχρι τότε ζούσα με τους γονείς μου. Μετά βρήκα μια γκαρσονιέρα με ένα φίλο και νοικιάσαμε στην γκαρσονιέρα, η οποία ήταν ένα υπόγειο σε μια οικοδομή, με πρασιά από την πίσω πλευρά. Κατεβαίνοντας το υπόγειο, προχωρούσαμε σε ένα διάδρομο στον οποίο στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε η πόρτα η δική μου της γκαρσονιέρας μου και αριστερά υπήρχε μια δεύτερη πόρτα. Μετά από μερικές μέρες γνώρισα τον ένοικο της πόρτας αυτής, ήταν ένας φοιτητής από την Αφρική από το Νότιο Σουδάν, ο οποίος ήταν στο ύψος των δύο μέτρων. Ήταν καλό παιδί και δεν δημιουργούσε προβλήματα όταν εμείς κάναμε φασαρία στο σπίτι με φίλους, κτλ. Το ίδιο φυσικά κι εμείς, δεν τον δημιουργούσαμε φασαρία όταν έκανε αυτός φασαρία από τη δικιά του πλευρά. Τα δύο σπίτια χωρίζονταν από ένα ντουβάρι μικρό και μας άκουγε, τον ακούγαμε όταν ήταν μέσα. Ήταν στο τρίτο έτος της Ιατρικής και ήταν με υποτροφία από τη χώρα του με πέντε χιλιάρικα τον δίναν, από τα οποία τα τρία χιλιάρικα τα έδινε στο νοίκι. Του περίσσευαν δυο χιλιάρικα με τα οποία προσπαθούσε να πάρει τα βιβλία του, που τα αγοράζανε εκείνη την εποχή και δεν του φτάναν τα χρήματα για να ζήσει τα σαββατοκύριακα. Τα σαββατοκύριακα, σχεδόν όλα τα σαββατοκύριακα, ερχόταν και μου ζητούσε κάποια χρήματα, τα οποία του τα έδινα. Δεν με ζητούσε πολλά λεφτά, μου ζητούσε 50 ή 100 δραχμές ανάλογα τι μέρα ήταν, Σάββατο ή Κυριακή, για να βγάλει τις δύο ημέρες.

Α.Σ.:

Αυτό συνεχιζόταν για τα επόμενα δύο χρόνια, ώσπου μια μέρα όταν μπήκα μες στο σπίτι μου, μού χτύπησε την πόρτα. Τον είδα στην εξώπορτα με ένα φάκελο στο χέρι ανοιγμένο λευκό, και με ρώτησε αν μπορεί να περάσει μέσα. Φυσικά του είπα να περάσει μέσα και καθίσαμε στο μικρό σαλονάκι που είχαμε, σε έναν καναπέ και σε ένα κρεβάτι, απέναντι. Εκεί μου είπε ότι του [00:05:00]πέθανε η μητέρα και ότι είχε πέντε χρόνια να τη δει, και μου ζήτησε τι να κάνει. Του ρώτησα αν ήθελε να πάει στην πατρίδα του και με ρώτησε: «Ναι, θέλω να πάω». Λέω: «Περίμενε και θα πάω αύριο στο γραφείο και θα σου πω τι θα κάνουμε». Και έτσι αποχωριστήκαμε. Και αυτός πήγε στο σπίτι του, και εγώ έφυγα από εκεί και γύρισα στο δικό μου το σπίτι, στην οικογένειά μου. Την επόμενη μέρα που κατέβηκα στο γραφείο πήγα στο αφεντικό μου και τον ρώτησα– Μόλις με είδε με ρώτησε: «Τι έχεις Απόστολε; Έχεις κάποιο πρόβλημα;» Λέω: «Έχω κάποιο οικονομικό πρόβλημα.» Λέει: «Μην μου πεις τι ποσό θέλεις. Πήγαινε στη λογίστρια δίπλα και ζήτα ό,τι ποσό θέλεις και θα τα τακτοποιήσουμε, σιγά-σιγά απ’ το μισθό σου θα τα πάρουμε.» Λέω: «Ευχαριστώ πολύ», και έφυγα. Πήγα στη λογίστρια και μου λέει: «Πες μου το ποσό», λέω: «Δεν ξέρω ακόμα.» Λέει: «Μάθε το και πες μου το.» Είχα έναν φίλο με τον οποίο έκανα κάποια ταξίδια κάθε χρόνο στην Ευρώπη. Και τον πήρα τηλέφωνο στο γραφείο του και τον ρώτησα αν είναι εκεί να περάσω να του μιλήσω. Με λέει: «Εδώ είμαι, έλα να μιλήσουμε». Πήρα άδεια από το αφεντικό μου και πήγα να μιλήσω με τον φίλο μου που είχε το γραφείο που έβγαζε εισιτήρια. Τον είπα την ιστορία αυτή και μου λέει: «Εντάξει, θα κοιτάξω -λέει- πώς είναι και θα σε ενημερώσω.» Τον είπα ότι είναι από το Νότιο Σουδάν και θέλει να πάμε αεροπορικώς μέχρι κάτω και να κάνει επιστροφή, και ότι όλα τα χρήματα θα τα πλήρωνα εγώ. Μου λέει: «Εντάξει, Απόστολε, φύγε και θα τα συζητήσουμε αργότερα». Έφυγα, πήγα στο γραφείο και μετά από δύο ώρες με πήρε τηλέφωνο και με ενημερώνει ότι τα βρήκε όλα λέει και: «Έλα από ‘δω να τα συζητήσουμε από κοντά.» Πήγα, πήρα άδεια και ξανά πήγα σε αυτόν και μου λέει: «Το ποσό που χρειάζεται για να πάει κάτω είναι 42.500 δραχμές», και ότι θα πάει δίπλα στο Καμερούν, δεν θα πάει στο Σουδάν. Από εκεί θα πρέπει να βρει τρόπο για να πάει στο Σουδάν και ότι: «Εγώ θα του δώσω ένα εισιτήριο aller-retour μέχρι την Αθήνα και επιστροφής, προσωπικό δικό μου, το οποίο κάνει από ενάμιση και ενάμιση, τρία χιλιάρικα. Τα σαράντα δυόμιση χιλιάρικα δεν υπάρχουν, κέρδη της επιχείρησης μου ούτε δικά μου κέρδη από προμήθειες.» Λέω: «Εντάξει, περίμενε και θα σε ενημερώσω», και έφυγα να πάω στο γραφείο. Τα χρήματα που έπαιρνα από τη δουλειά μου ήταν 8.000 το μήνα. Όταν πήγα στην κοπέλα τη λογίστρια και την είπα το ποσό των 42,5 χιλιάδων τρελάθηκε, και μου λέει: «Τι είναι αυτά τα λεφτά που ζητάς;» και «Πώς θα τα εξοφλήσεις, Απόστολε; Τι είναι αυτό το μεγάλο ποσό που παίρνεις;» Λέω: «Πρέπει να τα πάρω αυτά τα χρήματα τώρα.» Λέει: «Δεν έχω χρήματα, θα πάω στην τράπεζα να τα πάρω και θα σε ενημερώσω. Πήγαινε μέσα στο γραφείο και θα σε ενημερώσω εγώ όταν θα τα πάρω.» Μετά από μία ώρα περίπου ήρθε και μου έφερε τα χρήματα. Μου λέει: «Απόστολε, έλα στο γραφείο να στα δώσω», και πήγα στο γραφείο και μου τα έδωσε. Γύρισα πίσω και τα πήγα τα χρήματα στον φίλο μου. Μου έδωσε το ένα εισιτήριο aller-retour για Αθήνα και ένα aller-retour μέχρι Καμερούν, με ανοιχτή ημερομηνία επιστροφής. Τα πήρα όλα αυτά εδώ, πήγα στο γραφείο, τελείωσα τη δουλειά μου και μετά πήγα στη γκαρσονιέρα μου. Χτύπησα τον Στηβ και τον φώναξα. Του λέω: «Στηβ, έλα εδώ, είναι όλα εντάξει. Βρέθηκε εισιτήριο να πας μέχρι το Καμερούν δίπλα, και από εκεί να πας όπως μπορείς στο σπίτι σου.» Εκεί ο Στηβ τρελάθηκε. Γονάτισε και έκλαιγε. Την Τετάρτη τον πήρα τον Στηβ και πήγαμε στο αεροδρόμιο, τον πήγα στο αεροδρόμιο με το αυτοκίνητο και τον άφησα να πετάξει. Γύρισα στο γραφείο την Πέμπτη και κάθε Σάββατο συναντιόμασταν κάποιοι φίλοι και πηγαίναμε σε μια ταβέρνα. Στον δρόμο πάντα βάζαμε ένα ΠΡΟΠΟ. Ήταν χειμώνας όταν οι τέσσερις φίλοι που ήμασταν και μία– Έβαλε κάποιος ένα μονόστηλο από τους τέσσερις και οι άλλοι βάλαμε όλοι από μία διπλή. Το ένα το ΠΡΟΠΟ το πήρε ένας από αυτούς που δεν το γράψανε. Όταν έγιναν οι αγώνες την Κυριακή, δύο αγώνες αναβλήθηκαν από τα διπλά που είχαμε βάλει γιατί είχε χιόνια και δεν παίξανε. Και έτσι έμενε να πιάσουμε μόνο έντεκα, από τα έντεκα όμως πιάσαμε τα δέκα και το ένα διπλό δεν είχε βγει. Σε αυτό το σημείο, αυτός που είχε γράψει το μονόστηλο μας είχε πει ότι θα βγει στο ΄93 αυτό το αποτέλεσμα. Αυτός που είχε το ΠΡΟΠΟ στα χέρια είχε τρελαθεί, όταν έβλεπε οτι πιάσαμε τα 10 [00:10:00]και είχε χάσει μόνο εκείνο το δυάρι. Όμως στο ‘93 όντως, γύρισε ο αναμεταδότης και είπε ότι «έχουμε ένα ακόμα αποτέλεσμα το οποίο διαμορφώθηκε στο ‘93» και είναι το δυάρι αυτό. Έτσι είχαμε πιάσει τέσσερα εντεκάρια. Όλα τα χρήματα του 11, του 12 και του 13 πήγαιναν στο 11. Μάθαμε την Δευτέρα ότι το ποσό που παίρναμε ο καθένας ξεχωριστά ήταν τα 42,5 χιλιάρικα. Τα χρήματα τα πήρα την επόμενη εβδομάδα και τα επέστρεψα στο γραφείο. Όλοι είχαν τρελαθεί με το ποσό που πήρα, αλλά αυτό «μου το δώσανε».

Α.Σ.:

Έτσι ο Στηβ είχε φύγει στην πατρίδα του και εγώ ήμουνα χωρίς να χρωστάω σε κανέναν και τίποτα. Περάσανε τρεις μήνες μέχρι να γυρίσει ο Στηβ από την πατρίδα του. Το σαββατοκύριακο που συναντηθήκαμε με ρώτησε αν μπορεί να πάει σε ένα πάρτι με κάτι συμφοιτητές του, σε κάτι συμφοιτητές του, οι οποίοι ήταν από το βόρειο Σουδάν αλλά μου είπε ότι είναι πολύ επικίνδυνοι. Του λέω: «Αν δεν πας τι θα γίνει;» Λέει «Θα με βρουν έξω και θα έχω προβλήματα.» «Αν πας;» «Αν πάω -λέει- μπορεί να τη γλιτώσω.» Οπότε του λέω: «Πάρε ένα φίλο σου και πήγαινε.» «Έτσι θα κάνω -μου λέει- Απόστολε». Τις επόμενες μέρες εγώ δεν πήγα στην γκαρσονιέρα και πήγα το Σάββατο, το επόμενο Σάββατο. Βρίσκω την πόρτα του Στηβ σπασμένη και με αίματα στο διάδρομο του σπιτιού του και στην πόρτα. Ρωτάω να μάθω τι έγινε και μου λένε ότι έγινε μεγάλο μακελειό εδώ. Τον πήραν και τον πήγαν στο νοσοκομείο. «Και ποιο νοσοκομείο τον πήγανε;» Λέει: «Δεν ξέρω.» Έτσι από την επόμενη μέρα άρχισα να ψάχνω τα νοσοκομείο να δω πού βρίσκεται ο φίλος μου ο Στηβ. Τον ανακάλυψα μετά από μια εβδομάδα στο «Γεννηματάς». Όταν τον επισκέπτομαι, τον βλέπω στο κρεβάτι και με κοιτάει με μάτια βουρκωμένα. Λέω: «Τι έγινε φίλε;» Λέει: «Εκεί που πήγαμε, μας έδωσαν από ένα ποτό με τον φίλο μου τον άλλον, γιατί δεν θέλαμε να πιούμε. Μες στο ποτό μας είχαν βάλει κάτι, μας ναρκώσανε και εμένα -λέει- με κάνανε μεγάλη ζημιά.» «Τι ζημιά σε κάναν, Στηβ;» Λέει: «Έλα να σε δείξω», και μου δείχνει. Είχανε κόψει στην κοιλιά του και βάλανε μέσα το πουλί του, το οποίο του είχανε τραβήξει το δέρμα και το είχαν πάρει από πάνω, για να δημιουργηθεί δέρμα. Έτσι ο Στηβ εκεί μέσα έμεινε άλλους τρεις μήνες και έχασε έξι μήνες από τα μαθήματά του. Όμως εγώ πήγαινα και τον έβλεπα συνεχώς. Και όταν βγήκε έξω, κάθε φορά που με συναντούσε με αγκάλιαζε. Μου έλεγε, μου είπε τότε ότι έχει μια φίλη στην Αίγυπτο και ότι την αγαπούσε πολύ. Εγώ σκεφτόμουνα ότι «έτσι όπως είναι τώρα, τι μπορεί να κάνει αυτός;» Μετά το εξάμηνο που έχασε συνέχισε τα μαθήματα του, είχε κάπως καλύτερη ψυχολογία και κατόρθωσε να τελειώσει το πανεπιστήμιο στα επόμενα χρόνια. Ήμασταν εκεί με τον Στηβ, τον βλέπαμε, μας έβλεπε, μας μιλούσε, τον μιλούσαμε. Και μόλις τελείωσε και πήρε το πτυχίο του γιατρού, ήρθε και η φίλη του εδώ. Ένα χρόνο πιο μπροστά, γιατί είχε τελειώσει πιο μπροστά από ένα χρόνο. Έχασε το χρόνο που είχε χάσει ο Στηβ εδώ μετά, με τη μαμά του και με την ασθένεια του, με το πρόβλημα του. Και μέχρι να φύγουν είχαν κάνει και ένα παιδάκι, ένα αγοράκι. Έτσι φύγανε ο Στηβ με την φίλη του και το παιδί του στη χώρα του και εγώ έμεινα πίσω και τον αναπολώ.

Ά.Τ.:

Στην αρχή είπατε ότι εσείς είχατε μισθό 8.000 και παρόλα αυτά δίνατε τα σαββατοκύριακα–

Α.Σ.:

Χρήματα.

Ά.Τ.:

Ήταν εύκολο για εσάς;

Α.Σ.:

Έπρεπε. Δεν θα έκανα μία έξοδο για να δώσω τον φίλο μου τον Στηβ για να ζήσει.

Ά.Τ.:

Ο Στηβ μιλούσε ελληνικά;

Α.Σ.:

Βέβαια, άπταιστα ελληνικά, γιατί ήταν στο τρίτο έτος του σχολής του.

Ά.Τ.:

Σας είχε πει ποτέ πως είχε μάθει;

Α.Σ.:

Ποιο;

Ά.Τ.:

Τα ελληνικά.

Α.Σ.:

Από το πανεπιστήμιο. Γιατί δεν πας στο πανεπιστήμιο αν δεν κάνεις γλώσσα. Κάνουν πρώτα γλώσσα, τον πρώτο χρόνο κάνουν γλώσσα και μετά ξεκινάνε τα μαθήματα.

Ά.Τ.:

Θέλετε να μου περιγράψετε λίγο περισσότερο τη στιγμή που του είπατε ότι θα τον βοηθήσετε; Πώς νιώσατε;

Α.Σ.:

Ο Στηβ έβαλε το δάχτυλο του χεριού του, τον αντίχειρα, μες στο στόμα του, τον σάλιωσε και γονατιστός όπως ήτανε τον ακουμπούσε στα φρύδια του και τα τραβούσε από το κέντρο της μύτης προς τα έξω και στα δύο φρύδια του. Και έλεγε: «Είσαι αδερφός».

Ά.Τ.:

[00:15:00]Εσείς πώς νιώσατε εκείνη τη στιγμή;

Α.Σ.:

Υπερβολική αγάπη για αυτόν τον άνθρωπο, γιατί ήταν ένας άνθρωπος μόνος.

Ά.Τ.:

Στους τρεις μήνες που έλειπε είχατε κάποια επαφή;

Α.Σ.:

Όχι, όχι, τίποτα. Ήταν σαν να ήταν χαμένος, ήταν χαμένος. Μου είπε ότι έκανε 15 μέρες να πάει από το αεροδρόμιο στο χωριό του, 15 μέρες. Με όποιο μέσο, με τα πόδια ή με κάρα που συναντούσε στο δρόμο. Αυτό ήτανε.

Ά.Τ.:

Το αφεντικό σας –το αφεντικό σας– ο συνεργάτης που σας είπε ότι μπορείτε να πάρετε…

Α.Σ.:

Ναι, το αφεντικό μου ήταν αυτό. Με φώναξε μέσα στο γραφείο όταν έμαθε ότι επέστρεψα τα λεφτά. Με φώναξε και μου είπε, λέει: «Γιατί, Απόστολε, έφερες τα λεφτά πίσω; Δεν σου είπα ότι θα τα παίρνουμε λίγα-λίγα;» Λέω: «Τα λεφτά μου δοθήκανε και τα έφερα πίσω. Δεν μου ανήκανε και τα έφερα πίσω.» «Δηλαδή πώς σου δοθήκανε;» Λέω: «Γράψαμε ένα ΠΡΟΠΟ και πήρα 42,5 χιλιάρικα, ακριβώς όσα δανείστηκα.» Και μου λέει: «Είναι απίστευτο!» Ακριβώς τόσα. Πάντα όταν βοηθάς κάποιον είσαι χαρούμενος και ευτυχισμένος, διαφορετικά δεν τον βοηθάς Αυτή είναι η ψυχολογία.

Ά.Τ.:

Σκεφτήκατε ποτέ όμως, όταν κερδίσατε τα 42.500 για μια στιγμή, τι να τα κάνετε;

Α.Σ.:

Όχι, ποτέ. Το μόνο που σκέφτηκα είναι ότι μου τα έδωσε ο Θεός και πήγα κατευθείαν και όπως τα πήρα, τα επέστρεψα. Απλά δεν τα χρωστούσα. Φυσικά τα χρήματα αυτά δεν θα τα έπαιρνα και από το φοιτητή, από το γιατρό πλέον. Γιατί ήταν σίγουρο ότι –ήξερα ότι είχαν πόλεμο κάτω– καμιά φορά δεν θα γυρνούσε εδώ. Αυτό ήταν σίγουρο. Αυτά τα γνώριζα όλα, αλλά ήθελα να τον βοηθήσω.

Ά.Τ.:

Άρα δεν έχετε ξαναμιλήσει ποτέ;

Α.Σ.:

Ποτέ, ποτέ. Από την ώρα που με χαιρέτησε και έφυγε με το παιδί του και τη γυναίκα του, δεν συναντηθήκαμε ποτέ.

Ά.Τ.:

Θυμάστε τη στιγμή του αποχωρισμού;

Α.Σ.:

Τώρα έχει σβήσει κιόλας από τη μνήμη μου. Απλά θυμάμαι τρία άτομα με το μικρό στο χέρι και χαιρετηθήκαμε, φιληθήκαμε και έφυγα. Αυτό ήτανε.

Ά.Τ.:

Τη στιγμή που τον αφήσατε για να πάει στην Αθήνα και από την Αθήνα στο Καμερούν, τη θυμάστε;

Α.Σ.:

Με αγκάλιασε, με φίλησε, και με χαιρέτησε. Μου λέει: «Σε ευχαριστώ πολύ». Συγκινημένος απεχώρησε. Τον έβλεπα μέχρι που πήγε στη γωνία κι έστριψε για να πάνε για το αεροπλάνο. Περίμενα λίγο ακόμα εκεί σταματημένος σε εκείνο το σημείο μερικά λεπτά, και μετά αποχώρησα και εγώ. Αλλά ήμουν πολύ χαρούμενος γιατί μπόρεσα να βοηθήσω αυτόν τον άνθρωπο να γυρίσει στην πατρίδα του, με τα όποια προβλήματα είχαν εκεί πέρα. Γιατί το γνώριζα ότι υπήρχε πόλεμος εκεί κάτω.

Ά.Τ.:

Άρα η πράξη που του συνέβη ήτανε σχετική με το… δηλαδή η διαμάχη με το βόρειο Σουδάν και το νότιο–

Α.Σ.:

Ναι αυτοί εκεί πέρα κάτω οι Βόρειοι ήταν πολύ πλούσιοι και οι Νότιοι ήταν μεγάλες οι απόστασης και πολύ λίγα χώρια. Σε καλύβες ζούσαν τότε αυτοί εκεί κάτω.

Ά.Τ.:

Όταν τον είδατε στο νοσοκομείο χρειάστηκε, πόσο καιρό ήτανε;

Α.Σ.:

Πιστεύω ήταν τρεις μήνες μέσα στο νοσοκομείο για την αποθεραπεία του. Αλλά γνωρίζω ότι είναι πολύ επώδυνη η αποθεραπεία, γιατί έπρεπε να δημιουργηθεί δέρμα επάνω στο μόριο. Και μετά πήγαινε κάθε εβδομάδα και κάθε εβδομάδα, δεν θυμάμαι ακριβώς, πήγαινε όμως πολύ συχνά στο νοσοκομείο να τον παρακολουθούν και να του αφαιρούν το λίπος κάτω από το δέρμα. Το δέρμα ήταν μαλακό με τρίχες, αυτό το είχα δει.

Ά.Τ.:

Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο για το συγκεκριμένο γεγονός;

Α.Σ.:

Εύχομαι να είναι χαρούμενος και ευτυχισμένος και να ζει, εκεί με [00:20:00]την οικογένειά. Πιστεύω ότι έχει κάνει κι άλλα παιδιά. Να είναι πάντα ευτυχισμένος και να τον έχω στη μνήμη μου. Πιστεύω ότι με έχει και αυτός στη μνήμη του.

Ά.Τ.:

Σκεφτήκατε ποτέ κάπως να τον βρείτε;

Α.Σ.:

Όχι, δεν σκέφτηκα. Λέω ότι άμα πρέπει να γίνει αυτό, ίσως γίνει από μόνο του. Πιστεύω ότι ίσως κάπως συναντηθούμε.

Ά.Τ.:

Θέλετε να μιλήσουμε καθόλου για το ψάρεμα;

Α.Σ.:

Για το ψάρεμα, να πούμε μια περιπέτεια για το ψάρεμα.

Ά.Τ.:

Κάτι μου είπε–

Α.Σ.:

Ναι, να μιλήσουμε.

Ά.Τ.:

Για ένα ναυάγιο πριν.

Α.Σ.:

Ναι, εκείνο είναι του ξαδέρφου μου του Ανδρέα, το ναυάγιο. Να μιλήσουμε για ένα ψάρεμα, ένα χαρούμενο τώρα θέμα. Ήμασταν τέσσερις φίλοι που συνήθως οι τρεις πηγαίναμε σαββατοκύριακο για ψάρεμα με σκάφος στην Θάσο. Ο ένας ήταν σε πιο μεγάλη ηλικία από μας. Εμείς ήμασταν στα 60, 55, αυτός ήταν, μάς περνούσε 20 χρόνια. Κάθε φορά ετοίμαζε τα δολώματα, γαρίδα μάς καθάριζε, την είχε μέσα σε πλαστικά βαζάκια. Φεύγαμε κάθε Παρασκευή από ‘δω, πήγαινα στη λαϊκή και έπαιρνα γάμπαρη, λίγη σαρδέλα και μαμούνια. Αυτά ήταν τα δολώματα που τσιμπούσαν τα ψάρια και είχαμε από όλα. Παρασκευή πήγαινα έπαιρνα τον κύριο Γιώργο από το σπίτι του, ένας χαρούμενος άνθρωπος. Η γυναίκα του έβγαινε πάντα έξω και με έλεγε: «Απόστολε, να τον προσέχεις!» Με αγαπούσε τρομερά, όπως την αγαπούσα κι εγώ. Έμενε στα Κάστρα. Περνούσα τον έπαιρνα από τα Κάστρα με τις πετονιές του, τα αγκίστρια του, τα ρούχα του, τις βαλίτσες του. Και φεύγαμε από ‘κει και πηγαίναμε στο Φίλυρο, που ήταν ο τρίτος φίλος της παρέας με το φουσκωτό του και το τρέιλερ. Εκεί μέχρι τις 16:00 είχαμε φουσκώσει τα τυχόν προβλήματα που είχε το φουσκωτό και το παίρναμε και οδηγούσαμε να φύγουμε. Έπρεπε μέχρι τις 19:15, είχε το τελευταίο καράβι από την Κεραμωτή να περάσουμε στο Λιμένα. Στο δρόμο λέγαμε διάφορες ιστορίες. Συνήθως ο πιο ηλικιωμένος από μας έλεγε τις ίδιες ιστορίες, τις οποίες τις ακούγαμε εμείς και γελούσαμε. Με τη συζήτηση αυτή φτάναμε πλέον στον προορισμό μας. Είχαμε και ένα τάβλι μαζί μας –όταν ανεβαίναμε στο καράβι– αν είχαμε χρόνο σταματούσαμε εκεί σε ένα καφενείο, παίζαμε λίγο τάβλι, πίναμε έναν καφέ. Διαφορετικά τον καφέ τον πίναμε πάνω στο καράβι. Εμείς παίζαμε τάβλι και ο κ. Γιώργος πήγαινε να μας πάρει τους καφέδες και να μας τους φέρει κοντά σε μας. Παρακολουθούσε και αυτός δεν έπαιρνε μέρος με κανέναν, δεν έλεγε με ποιανού το μέρος είναι, αλλά όλο μας πείραζε και τους δύο. Η ώρα περνούσε πολύ γρήγορα γιατί σε 35-40 λεπτά φτάναμε από την Κεραμωτή στον Λιμένα. Εκεί κατεβαίναμε. Παίρναμε το αυτοκίνητο, κατεβαίναμε από το καράβι, έχει νυχτώσει πλέον και παίρναμε τον δρόμο από τον Λιμένα για τα Λιμενάρια. Το δρομολόγιο είναι 42,5 χλμ. μες στη νύχτα, αλλά δεν μας πειράζει γιατί συζητάμε, είμαστε χαρούμενοι που θα πάμε να καθίσουμε στην ταβέρνα και να φάμε. Και μετά, την επόμενη μέρα θα πάμε για ψάρεμα. Όλο συζητάμε: «Άραγε θα έχει ψάρια, δεν θα έχει ψάρια;» Ρωτούσαμε πάνω στο καράβι από αυτούς που συναντούσαμε αν γνωρίζουν αν βγάζουν ψάρια στη Θάσο, δεν βγάζουν ψάρια, κτλ. Μας λέγανε ότι όντως έχει ψάρια. Λοιπόν, σε περίπου μία ώρα φτάναμε στα Λιμενάρια. Αφήναμε το αυτοκίνητο και το τρέιλερ με τη βάρκα στο ξενοδοχείο, αφήναμε τα πράγματα μας και πηγαίναμε στην ταβέρνα για να φάμε. Εκεί γνωριζόμασταν με τα άτομα της ταβέρνας, ήταν πάρα πολύ ωραία. Τρώγαμε θαλασσινά, τηγάνι και σχάρα, αλλά όχι δικά μας ψάρια. Τα δικά μας θα ερχόταν την επόμενη μέρα, και ήταν Παρασκευή βράδυ. Πίναμε και τσίπουρα και μπύρες και χαρούμενοι όλοι. Κουρασμένοι, εξαντλημένοι από την όλη μέρα της εργασίας μας, που είχαμε το ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη στη [00:25:00]Θάσο και από ‘κει στην ταβέρνα, και πηγαίναμε για ύπνο. Κοιμόμασταν αλλά όλη τη νύχτα ο ηλικιωμένος φώναζε: «Άντε, ρε, ξυπνήστε να πάμε για ψάρεμα! Άντε ξυπνήστε να πάμε για ψάρεμα!» Από τις 6:00 το πρωί φώναζε: «Άντε σηκωθείτε, σηκωθείτε! Τι καθόμαστε εδώ πέρα; Έπρεπε να είμαστε τώρα μες στη θάλασσα». Σηκωνόμασταν, ντυνόμασταν, πηγαίναμε πρώτα παίρναμε το τρέιλερ με τη βάρκα και το αυτοκίνητο. Πηγαίναμε σε μία ταβερνούλα στην παραλία, τρώγαμε από μία τυρόπιτα, πίναμε τον καφέ μας και από ‘κει πηγαίναμε στον Ποτό. Ρίχναμε τη βάρκα μας μες στη θάλασσα, ανεβαίναμε πάνω, παρκέρναμε το αυτοκίνητο στην παραλία και φεύγαμε. Είχαμε διάφορα σημεία που πιάναμε ψάρια. Ανοιγόμασταν, έχει ένα νησάκι αριστερά από τον Ποτό. Πηγαίναμε σε εκείνο το νησάκι, ρίχναμε την άγκυρά μας, βγάζαμε λίγα ψάρια. Σταματούσαν να τσιμπάνε, πηγαίναμε σε άλλο σημείο. Πηγαίναμε στο Σαλονικιό και από ‘κει πηγαίναμε στο μοναστήρι. Έχει ένα μοναστήρι από την πίσω μεριά της Θάσου, ψηλά, και εμείς πηγαίναμε μες στη θάλασσα από χαμηλά. Εκεί ξεκινούσαμε και πιάναμε, είμαστε στο πιο μακρινό σημείο του ψαρέματος, περίπου πρέπει να είναι 4-5 μίλια εκεί από τον Ποτό. Ψαρεύαμε όλο το πρωί, πιάναμε αρκετά ψάρια. Τα ψάρια ήταν από κοινού, όλα ίδια και είχαμε υποσχεθεί, ήταν υπόσχεση αυτή, ότι τα πιο μεγάλα ψάρια θα τα τρώγαμε στο τραπέζι το βράδυ. Το μεσημέρι μάς ετοίμαζε ο φίλος μου ο Γιώργος, στον Τέλη τον φίλο μου τον άλλον και στον Απόστολο, εμένα, το τραπέζι. Μας είχε από ένα τόνο σε πλαστικά πιάτα, με ελιές μεγάλες πολύ ωραίες, λάδι κανονικό, πιρούνια, λεμόνι και κρεμμυδάκι πράσινο. Και έτσι ο καθένας παίρναμε την κονσέρβα του. Μάς την άνοιγε ο Γιώργος, μάς τα ετοίμαζε και την τρώγαμε σιγά-σιγά, τσίκι-τσίκι. Και είχε και τσίπουρο ετοιμάσει, λίγο τσίπουρο, από ένα ποτηράκι. Και συνεχίζαμε να ψαρεύουμε μέχρι το απόγευμα. Το απόγευμα ξεκινούσαμε να γυρνάμε προς την επιστροφή. Σταματούσαμε και σε άλλα σημεία, ξέραμε διάφορα άλλα σημεία. Στην επιστροφή σταματούσαμε παίρναμε δύο, τρία, τέσσερα, πέντε ψάρια από ‘κει. Άλλα τέσσερα-πέντε ψάρια πιο πέρα, πιο πέρα, πιο πέρα, και μόλις σκοτείνιαζε φώναζε ο Τέλης: «Ρε, άντε! Πάμε να φύγουμε, φτάνουν τα ψάρια.» Τα ψάρια που πιάναμε ήταν φαγκριά, ζαργούς, σκαθάρια και μερικούς χάνους. Μερικές φορές πιάναμε ένα ψάρι το οποίο γίνεται πάρα πολύ ωραίο τηγάνι –πώς λέγεται– σαλούβαρδος. Έχεις φάει; Όχι. Λοιπόν, όταν δεν πιάναμε ψάρια σταματούσαμε σε ένα σημείο, σε μια κοψιά που είχε ο βράχος πριν βγούμε για τον Ποτό, στον Άγιο Αντώνη, και εκεί πέρα ρίχναμε τα αγκίστρια μας και λέγαμε να πάρουμε τρία ψάρια μεγάλα και να φύγουμε. Πιάναμε τρία μεγάλα ψάρια. Πιάσαμε ένα την τελευταία φορά, ένα φαγκρί 620 γρ., ένα ζαργό στο μισό κιλό και έναν σαλούβαρδο περίπου 700 γρ. Αυτά τα τρία ψάρια μόλις βγήκαμε στην παραλία τα καθαρίσαμε στη θάλασσα. Γυρίσαμε στα Λιμενάρια, χωρίσαμε τα ψάρια σε τρία μερίδια. Τα βάλαμε στο ψυγείο, πήραμε τα τρία καθαρισμένα ψάρια και με το αυτοκίνητο πήγαμε στην ταβέρνα. Τα δώσαμε, μας τα ετοίμασανε, Σάββατο βράδυ όλο χαρά. Μιλούσαμε για τις περιπέτειες που είχαμε στη θάλασσα, μάς ρωτούσαν και οι άλλοι από δίπλα: «Τι έγινε ρε παιδιά;» Τα ψάρια μοσχομυρίζανε και εμείς πίναμε τσιπούρα και γλεντούσαμε. Πατάτες είχαμε, τζατζίκι, σαλάτα λάχανο με καρότο, ψωμί με λάδι και ρίγανη στη σχάρα. Και αφού πίναμε το τσίπουρο, μετά πίναμε και δύο μπύρες με το φίλο μου τον Τέλη, γιατί ο παππούς έπινε μόνο ένα ποτό, δεν έπινε δεύτερο. Και περνούσαμε πάρα πολύ ωραία. Δυστυχώς ο μεγάλος σε ηλικία φίλος μας απεδήμησε στον άλλο κόσμο και τώρα είμαστε οι δυο μας με τον Τέλη. Βρήκα όμως άλλον έναν φίλο, τον ξάδερφό μου, που είχαμε και την γκαρσονιέρα –και σε αυτό θα πάω τώρα– και περνάμε ωραία στο ψάρεμα.

Ά.Τ.:

Πώς και με το ψάρεμα σαν χόμπι ξεκινήσατε;

Α.Σ.:

Ναι, ναι. Ο αδερφός του πατέρα μου είχε βάρκα στην Περαία και με έπαιρνε από μικρό παιδί, 15 χρονών. Ερχόταν από το σπίτι με έπαιρνε και πηγαίναμε με τη βάρκα του και ψαρεύαμε. Και έτσι έμαθα και έτσι μου άρεσε και μένα. Έκανε και τον γιο του ψαρά [00:30:00]και εμένα ψαρά, και οι δύο. Και όταν μεγαλώσαμε λίγο και γίναμε 17 χρονών παιδιά, μας άφηνε και πηγαίναμε μόνοι μας με τη βάρκα εκεί στην περιοχή να ψαρεύουμε. Και ψαρεύαμε. Εκείνη την εποχή το χειμώνα βγάζαμε τα ούκια στην Περαία, στις κεραίες του αεροδρομίου. Είχε ένα σημάδι πηγαίναμε, ήτανε 24-25 μέτρα. Και χειμώνας, έκανε κρύο, τα χέρια μας παγώνανε και εμείς ψαρεύαμε. Και βγάζαμε τα ούκια, τα οποία ένα αγκάθι έχουνε, είναι όπως ο μπακαλιάρος. Πάρα πολύ νόστιμα ψάρια.

Ά.Τ.:

Και καταλάβατε ότι σας αρέσει; Τι σας άρεζε στο ψάρεμα;

Α.Σ.:

Στο ψάρεμα είναι η ώρα που στο μυαλό σου μέσα ξεχνάς, δεν σκέφτεσαι τίποτα την ώρα που ψαρεύεις. Η ένταση είναι πολύ μεγάλη, η καρδιά σου χτυπάει δυνατά όταν δολώνεις τα πρώτα δολώματα πάνω στα αγκίστρια σου και την αφήνεις την πετονιά να κατρακυλήσει προς τον βυθό. Η σκέψη σου οργιάζει μέσα: «Αμάν, τι θα με τσιμπήσει τώρα;» Γιατί πλέον τώρα καταλαβαίνουμε και τα τσιμπήματα από τα ψάρια κάτω, ποιο ψάρι τσιμπάει. Και όταν το τραβάμε προς τα πάνω, τι ψάρι είναι. Και το πετυχαίνουμε, 80% πετυχαίνουμε τι ψάρι είναι. Λίγες φορές να πούμε ότι αυτό το ψάρι είναι ένα άγνωστο, δεν μπορώ να το καταλάβω τι συμβαίνει, τι ψάρι είναι. Δηλαδή την ώρα που ψαρεύουμε το μυαλό μας αδειάζει, δε σκεφτόμαστε τίποτα… Εκτός αν μας πάρει τηλέφωνο η γυναίκα μας.

Ά.Τ.:

Φοβηθήκατε ποτέ;

Α.Σ.:

Πηγαίνουμε για ψάρεμα πολλές φορές και συναντάμε άσχημο καιρό. Ενώ βλέπουμε ότι ο καιρός είναι καλός και πηγαίνουμε, μπαίνουμε μέσα και την ώρα που μπαίνουμε, βλέπουμε ότι έρχεται ένα μπουρίνι. Εκεί δεν μπορείς να βγεις έξω, δεν προλαβαίνεις να βγεις έξω. Κάθεσαι και το αντιμετωπίζεις. Έτσι κι εμείς πήγαμε με τον ξάδερφό μου για ψάρεμα στην Χαλκιδική, πήγαμε στο Όρος. Και ενδιάμεσα από την Αμμουλιανή και το Όρος –είναι η Αμμουλιανή και το Όρος, εκεί ενδιάμεσα– είχαμε σταματήσει να ψαρέψουμε. Ο καιρός είχε αγριέψει, ενώ έλεγε ότι θα είναι πολύ καλός καιρός. Είχε αγριέψει κι είχε κατεβάσει ένα σύννεφο πάνω από τον Άθω, το οποίο κατέβαινε. Είχε θολώσει όλη η περιοχή εκεί, εμείς ήμασταν στον κόλπο μέσα. Ήρθε, άρχισε η θάλασσα να αφρίζει από τη βροχή. Θολούρα και βροχή. Βγάλαμε την τέντα πάνω από τη βάρκα και άρχισε να φυσάει αέρας. Η βάρκα την είχαμε με άγκυρα και ερχότανε η βροχή κάτω από την τέντα. Και βάλαμε και σκεπαστήκαμε με μια μουσαμαδιά, και τα χέρια μας και το πρόσωπό μας είχε ξεπαγιάσει από το χτύπημα από τον αέρα. Αυτό κράτησε περίπου 20 λεπτά και μετά άνοιξε ο καιρός και ήτανε λαδιά. Μέχρι τις 03:00 τα μεσάνυχτα ψαρέψαμε και δεν είχε το παραμικρό κύμα. Ψαρέψαμε εκείνη τη μέρα και βγάλαμε πολλά ψάρια. Το απόγευμα ήταν το πιο καλό ψάρεμα, από τις 17:30 μέχρι τις 20:00 που ήταν να σκοτεινιάσει. Φέρναμε τα ψάρια δύο-δύο είχε φαγκριά και ζαργούς. Στην αρχή πιάσαμε μερικές δράκαινες οι οποίες είναι πάρα πολύ νόστιμες, αλλά πρέπει να προσέχεις για να μην πάθεις ζημιά. Στις 20:00 η ώρα που σταματήσανε τα τσιμπήματα πήγαμε δίπλα προς την Ουρανούπουλη και προς το Όρος και ψαρέψαμε θράψαλα. Βγάλαμε αρκετά θράψαλα τα οποία ήταν πάρα πολύ μεγάλα, ήταν δηλαδή από ένα κιλό θράψαλα. Στα χέρια μας είχαμε βάλει γάντια γιατί ήμασταν από την άλλη φορά, ξέραμε ότι δεν μπορούσαμε να τα βγάλουμε και βάλαμε γάντια στα χέρια μας για να μπορέσουμε να τραβάμε την πετονιά, γιατί γλιστρούσε προς τα πίσω. Ήταν πάρα πολύ ωραίο το ψάρεμα με πολύ καλό καιρό πλέον. Και πιάσαμε αρκετά ψάρια. Η βάρκα δεν μπορούσε να περπατήσει γρήγορα με τη μηχανή της, και πηγαίναμε σιγά-σιγά πλέον για να βγούμε έξω με τόσα ψάρια.

Ά.Τ.:

Τη στιγμή όμως που είχε αρχίσει το μπουρίνι τι σκεφτήκατε;

Α.Σ.:

Ξέραμε ότι θα περάσει γρήγορα, απλά έπρεπε να κρατηθούμε εκεί πέρα. Έπρεπε να κρατηθούμε, να μην κάνουμε απότομες κινήσεις για να είμαστε σταθεροί στο κέντρο της βάρκας και να περιμένουμε. Δεν είχε κύμα, κυματισμό. Είχε βροχή και τίποτα άλλο, μόνο βροχή και αέρα. Ο κυματισμός ήταν μηδενισμένος.

Ά.Τ.:

Και τώρα συνεχίζετε και με τον φίλο σας–

Α.Σ.:

Για ψάρεμα. Πάντα συνεχίζω και με τον ένα και με τον άλλο. Αλλά δεν μπόρεσα ακόμα να τους φέρω σε επικοινωνία αυτούς τους δύο. Θα το καταφέρω όμως.

Ά.Τ.:

Όταν χάσατε τον κ.Γιώργο–

Α.Σ.:

[00:35:00]Πήγαμε μόνο μια φορά για ψάρεμα με τον φίλο μου τον Τέλη, και πήγαμε με τη δικιά μου βάρκα. Λοιπόν, εγώ έχω μία άγκυρα επάνω η οποία είναι ηλεκτρονική. Δεν πρέπει να ρίξεις άγκυρα κάτω, απλά είναι πάνω στην κορυφή, κάθεται μες στο νερό. Μπαίνει και με κομπιούτερ, όπως είναι το κομπιούτερ της τηλεόρασης, τέτοιο. Από εκεί που κάθεσαι την ενεργοποιείς και απλά είναι μέσα. Ηλεκτρική είναι αυτή, με μπαταρία και την ενεργοποιείς από ‘κει που την έχεις τακ-τακ και την λες «εδώ κράτησε με». Και σε κρατάει εκεί και γυρνάει γύρω από τον άξονά της η βάρκα, γύρω-γύρω από αυτό εδώ. Μόλις πάει να την πάρει καιρός έτσι, αυτή ξαναγυρνάει και σε ξαναφέρνει εκεί. Σε τραβάει έτσι αυτή, σε ξαναφέρνει έτσι. Δηλαδή έχει μέσα στο κεφάλι της GPS και σε κρατάει στο σημείο που την έχεις πει εξαρχής ότι «εδώ θα με κρατήσεις». Εκεί σε κρατάει, απλά η βάρκα γυρνάει γύρω-γύρω αλλά δεν χάνεις το σημάδι. Εκεί γύρω από τον άξονά της γυρνάει. Όπως πάει ο καιρός, δηλαδή άμα πάει βορειοδυτικός από ‘κει, φυσάει έτσι, σε κρατάει έτσι. Άμα γυρίσει μετά δυτικός, κάθεται έτσι. Άμα γυρίσει νοτιάς, κάθεται έτσι. Αλλά είσαι εκεί, στα τέσσερα μέτρα γύρω-γύρω. Τα ψάρια τα κρατάς εκεί κάτω και τα ψαρεύεις.

Ά.Τ.:

Και πήγατε με τη δικιά σας βάρκα–

Α.Σ.:

Ναι, εκεί πέρα, στην Θάσο πήγαμε πάλι, αλλά ήμασταν εγώ και ο Τέλης, οι δύο φίλοι. Γιατί η δικιά μου βάρκα έχει την άγκυρα αυτή την ηλεκτρονική και πήγαμε και καθόμασταν πάνω, πάνω στις ρωγμές. Έχει κάτι ρωγμές εκεί στην στη Θάσο και βγάζαμε σαργούς και φαγκριά. Ήρθε μία οικογένεια από δίπλα, ένα ζευγάρι με πιο μεγάλη βάρκα από μας, αλλά δεν μπορούσαν να καθίσουν αυτοί γιατί ρίχναν την άγκυρα, ερχόταν στα εφτά-οχτώ μέτρα από μας. Μετά, μόλις λίγο ο καιρός έκανε τους έπαιρνε, τους πήγαινε από την άλλη μεριά. Και εμείς πήραμε πολλά ψάρια με τον φίλο μου τον Τέλη.

Ά.Τ.:

Και πώς ήταν η πρώτη φορά που δεν ήταν ο κ. Γιώργος μαζί σας;

Α.Σ.:

Συνέχεια μιλούσαμε για τον Γιώργο. Θυμόμασταν τι μας έλεγε, το τραπέζι που μας έκανε, τα πιρούνια που μας είχε.

Ά.Τ.:

Πόσα χρόνια το κάνατε αυτό οι τρεις σας;

Α.Σ.:

Οι τρεις, από το ‘97… Από το 1997-98, από τότε ήμασταν μαζί, μέχρι πριν από δύο χρόνια.

Ά.Τ.:

Και πόσο συχνά;–

Α.Σ.:

Πηγαίναμε, όταν ήταν ο κ. Γιώργος, πηγαίναμε τουλάχιστον στη Θάσο, σαββατοκύριακα. Τέσσερα ψαρέματα το χρόνο: Οκτώβριο, Νοέμβριο, Δεκέμβριο, Ιανουάριο. Ένα το μήνα.

Ά.Τ.:

Τώρα να σας πάω πολύ παλιά. Θυμάστε την πρώτη-πρώτη φορά, τότε με τον θείο σας που είπατε στην Περαία ψαρέψατε;

Α.Σ.:

Ναι, ναι. Εκεί πιάναμε μικρά ψάρια, είχε σπάρους. Είχαμε μικρά αγκιστράκια, πιάναμε σπάρους. Και θυμάμαι που πιάναμε σκουμπριά. Τα σκουμπριά είναι εποχιακά ψάρια, είναι καλοκαιριού. Έρχονται το καλοκαίρι, μπαίνουν στο κόλπο. Τα ψαρεύαμε με σαρδέλα, κομμάτι σαρδέλας και στον αφρό. Ψάρεμα με δύο πετονιές, και ο θείος μου ψάρευε με δύο, και τις είχα στα αυτιά τις πετονιές. Έριχνα τη μια πετονιά δεξιά και την μια αριστερά. Όταν έπιανε το ψάρι το δόλωμα και το αγκίστρι και πιανόταν και τραβούσε από ‘δω, από ‘δω έτσι, κουνούσα το κεφάλι αντίθετα και έπιανα το ψάρι και το ‘φερνα. Μετά αυτό έπιανε από εκεί, με έκανε έτσι, τραβούσα την άλλη μεριά. Το κεφάλι πήγαινε μία δεξιά, μία αριστερά, με τις δύο πετονιές και πιάναμε τα ψάρια.

Ά.Τ.:

Και πώς νιώσατε έτσι, στα πρώτα σας ψάρια;

Α.Σ.:

Τα πρώτα ψάρια ήταν– Εκεί μυείσαι να γίνεις ψαράς, όπως έκανα και την Κατερίνα ψαρά, βέβαια. Την Κατερίνα την πήρα και την πηγαίνω στην Αμμουλιανή, πάμε και ψαρεύουμε. Έχει ένα όρος μες στη θάλασσα από κάτω, το οποίο βγαίνει η κορυφή του στα 198 μέτρα, δίπλα από τη γραμμή του Όρους, το ποδάρι του Όρους. Αυτή είναι μες στη θάλασσα και είναι πολύ απότομη αυτή η πλαγιά. Το Όρος δηλαδή είναι σαν βελόνα, σαν βελόνα μες στη θάλασσα. Εγώ πάω και στέκομαι στην πλαγιά εδώ και ψαρεύω πλάγια στο όρος αυτό. Μπορεί να είμαστε 50 μέτρα από την κορυφή και από τα 198 πηγαίνουμε στα 280 μέτρα, τόσο απότομα. Και στο σημείο που ψαρεύω εγώ στα 340 μέτρα, ανάλογα πώς κάθεται η βάρκα –όπως είναι το όρος έτσι και κάθεται η βάρκα εδώ– αν καθίσει η βάρκα έτσι πλάγια –γιατί περισσότερες φορές κάθεται έτσι ή κάθεται έτσι η βάρκα, πλάγια στο τέτοιο, δεν [00:40:00]κάθεται κάθετα, κάθεται πλάγια– τότε τα δύο καλάμια –γιατί έχω δύο καλάμια και ψαρεύω– ψαρεύουν με 50 μέτρα διαφορά, στο ενάμισι μέτρο. Το ένα ψαρεύει εκεί ψηλά και το άλλο ψαρεύει χαμηλά και δεν μπορούσα να το καταλάβω αυτό. Έβλεπα στα δύο καλάμια, ενώ λέω ότι «είναι ενάμιση μέτρο διαφορά τα δυο καλάμια, πέφτουν στο ίδιο σημείο», δεν πέφταν στο ίδιο σημείο. Το ένα έπεφτε στην πλαγιά ψηλά και το άλλο έπεφτε στην πλαγιά χαμηλά. Και από ‘κει συνέχιζε το όρος, 600 μέτρα πάει αυτό ύψος εκεί.

Ά.Τ.:

Και αυτό είναι το αγαπημένο σας σημείο;

Α.Σ.:

Εκεί κουράζεσαι πάρα πολύ γιατί το βαρίδιο είναι πολύ μεγάλο, είναι 1 κιλό και 200 γρ. και 10 δολώματα με πολύ μεγάλη αντίδραση στο νερό. Και αναγκάζεσαι να τραβάς από πάνω όλο αυτό το βάρος και πονάνε οι μύες σου, εδώ στους ώμους επάνω πονάνε. Δηλαδή, άμα το κάνεις αυτό μία μέρα για μία εβδομάδα πονάνε οι μύες εδώ πάνω. Και οι δύο μύες, γιατί τους αλλάζεις, μια στο δεξί χέρι πας, μια στο αριστερό, μια στο δεξί, μια στο αριστερό, γιατί είναι πολύ κουραστικό. Πιο εύκολο ψάρεμα είναι να ψαρέψεις μέχρι 60 μέτρα, που ψαρεύουμε στη Θάσο. Τα βαρίδια είναι μικρά, ο χρόνος περνάει ευχάριστα. Βλέπουμε και τα ψάρια των άλλων που βγάζουνε. Έίναι χαρά να βλέπεις όλα τα ψάρια που μπαίνουν στη βάρκα. Να τα βλέπεις. Μεγάλα ή μικρά, όλα έχουν τη χάρη τους.

Ά.Τ.:

Και μόνος πηγαίνετε ποτέ για ψάρεμα ή πάντα με παρέα;

Α.Σ.:

Πήγαινα μόνος και από τότε που ο ξάδερφος πήρε τη σύνταξη του, με είπε: «Δεν θα ξαναπάς μόνος». Γιατί εγώ πήγαινα μόνος νύχτα, όχι μέρα. Δηλαδή πήγαινα εδώ στο Σάνη, έμπαινα από την Ποτίδαια και έκανα πορεία 35-40 λεπτά και καθόμουν νύχτα, μέχρι τις 01:00-01:30 τη νύχτα μόνος μέσα στη θάλασσα. Φυσικά υπήρχαν κι άλλοι τριγύρω, αλλά όταν έφευγα από ‘κει ήμουνα μόνος κι έπρεπε να βρω το σημείο που θα βγω, αλλά είχα το GPS μου. Όταν έβγαινες έξω έπρεπε να υπάρχει και δεύτερο άτομο για να πιάσει τη βάρκα, να πάει να τη δέσει κάπου έξω. Μετά όταν θα ‘ρθεις με το τρέιλερ, θα πρέπει κάποιος να βοηθήσει για να βάλεις τη βάρκα πάνω στο τρέιλερ. Έχει διαδικασία. Και είπε ο ξάδερφος μου: «Δεν θα ξαναπάς μόνος σου, θα είμαστε πάντα μαζί. Όποτε θα μου πεις θα πάμε», και έτσι έχω τον ξάδερφο μου.

Ά.Τ.:

Εσείς τι προτιμάτε–

Α.Σ.:

Ή την κόρη μου, ή την κόρη μου.

Ά.Τ.:

Εσείς τι προτιμάτε, μόνος ή με παρέα;

Α.Σ.:

Με παρέα πιο καλά, γιατί μιλάς κιόλας. Άλλο να ‘σαι μόνος σου τώρα νύχτα μες στη βάρκα. Άμα είναι άλλοι τριγύρω είναι καλά, ή άμα είσαι στην Αμμουλιανή που είσαι δίπλα στα μπαράκια και ακούς μουσική και βλέπεις τα φώτα είναι πάλι καλά. Και όταν θα βγεις έξω έχει φωτισμούς έξω, άπλετο φως στο λιμανάκι μέσα, κατάλαβες; Και είναι εύκολα εκεί γιατί φέρνεις την βάρκα, είναι μέχρι εδώ το νερό, κατεβαίνεις καλοκαίρι. Αλλά αυτά είναι, άμα πας χειμώνα; Που συνήθως πάμε χειμώνα; Πρέπει να υπάρχει και δεύτερο άτομο. Νομίζω τα είπαμε όλα. Τα είπαμε όλα.

Ά.Τ.:

Τίποτα να συμπληρώσετε;

Α.Σ.:

Την αγάπη μου.

Ά.Τ.:

Ευχαριστώ πολύ.