© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Κρίμα που δεν μπόρεσα να κάνω κάτι παραπάνω»: ο τελευταίος πιλότος που απογειώθηκε από το αεροδρόμιο Λευκωσίας το 1974

Κωδικός Ιστορίας
12165
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ευάγγελος Πετρουλάκης (Ε.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/05/2021
Ερευνητής/τρια
Αρέστεια Παπαδημητρίου (Α.Π.)
Α.Π.:

[00:00:00]Καλησπέρα.

Ε.Π.:

Καλησπέρα σας.

Α.Π.:

Θα μου πείτε το όνομά σας;

Ε.Π.:

Ναι, λέγομαι Ευάγγελος Πετρουλάκης.

Α.Π.:

Είναι Κυριακή 30 Μαΐου, είμαι με τον Ευάγγελο Πετρουλάκη, βρισκόμαστε στο χωριό Άγιος Βασίλης στο Ρέθυμνο, εγώ ονομάζομαι Αρέστεια Παπαδημητρίου και είμαι Ερευνήτρια για το Istorima, ξεκινάμε. Πείτε μου κάποια πράγματα για τη ζωή σας.

Ε.Π.:

Γεννήθηκα στον Άγιο Βασίλειο, εδώ τελείωσα τη βασική εκπαίδευση, το Δημοτικό σχολείο, στο Ρέθυμνο το Γυμνάσιο και το 1956 μπήκα Σχολή Ικάρων, αποφοίτησα το ‘59. Από τότε πολέμησα, φοίτησα, υπηρέτησα σε πολλές μονάδες, μαχητικά αεροσκάφη σε διάφορους τύπους. Υπήρξα μέλος του ακροβατικού σμήνους σε δύο ακροβατικά σμήνη, τον F86, την ονομαζόμενη Ελληνική Φλόγα, και στη Νέα Ελληνική Φλόγα με αεροσκάφη F5. Όταν τελείωσα την υπηρεσία μου στα μαχητικά, μεταφέρθηκα στα πολυκινητήρια αεροσκάφη τα μεταφορικά και πέταξα μαζί με τα άλλα και το αεροσκάφος Noratlas, με το οποίο το 1974 πήγαμε στην Κύπρο. Το 1974 δεν υπηρετούσα στα αεροπλάνα αυτά, ήμουν σε μια υπηρεσία, πετούσα άλλο αεροσκάφος. Για ενάμιση χρόνο δεν είχα πετάξει το Noratlas, για ενάμιση χρόνο. Όταν έγιναν τα γεγονότα, άρχισαν τα γεγονότα της Κύπρου, πίεσα στο Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας για να φύγω από εκεί, από την υπηρεσία εδάφους που ήμουνα τότε, και να πάω σε αεροπλάνα. Και μάλιστα, την 21η Ιουλίου το πρωί έφυγα. Πριν έρθει ακόμα το σήμα για να μετατεθώ, πήγα στην Ελευσίνα, παρουσιάστηκα στη μοίρα που είχε τα αεροσκάφη Noratlas και πέταξα μία πτήση για επαναδιάθεση για είκοσι λεπτά και από κει και πέρα ήμουν έτοιμος, κυβερνήτης πλέον ξανά, στο αεροπλάνο των Noratlas.  Tο απόγευμα της 21ης Ιουλίου διετάχθην να μεταβώ, να μεταφέρω κόσμο στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη. Στη Λάρισα όταν προσγειώθηκα, βρήκα έναν συνάδελφο ο όποιος δεν είχε έναν ναυτίλο, γιατί ήταν η έλλειψη προσωπικού, ο οποίος θα πετούσε όλη τη νύχτα, έκανε μία ειδική αποστολή αυτός, πετούσε όλη τη νύχτα και χωρίς ναυτίλο ήταν κάπως δύσκολο για αυτόν. Διέταξα το ναυτίλο μου να φύγει να πάει σε αυτόν και εγώ έμεινα χωρίς ναυτίλο. Απογειώθηκα από τη Λάρισα προς τη Θεσσαλονίκη και στον αέρα μού είπαν μετά Θεσσαλονίκη να πάω κατευθείαν στη Σούδα χωρίς να πούνε γιατί. Στη Θεσσαλονίκη πράγματι έκανα ό,τι ήταν να κάνω και ενώ είμαι έτοιμος να φύγω, έρχεται κοντά μου ένας ναυτίλος ο οποίος υπηρετούσε σε κάποια άλλη μονάδα, ραντάρ μάλιστα, και μου λέει, με παρακάλεσε να τον πάρω για την Ελευσίνα. Του λέω: «Δεν πάω στην Ελευσίνα γιατί τώρα, αλλά κάποια στιγμή θα πάμε στην Ελευσίνα». Ήρθε μαζί μου χωρίς να έχει εξοπλισμό που πρέπει να έχει, χάρτες, computers κτλ. ό,τι χρειάζεται. Και φύγαμε, πήγαμε στην Σούδα και από τη Σούδα βρεθήκαμε στην Κύπρο. Βέβαια, στη Σούδα προσγειώθηκα τελευταίος, καθυστέρησα να πάω, 23:00 και το βράδυ, τη στιγμή που άλλοι είχαν απογειωθεί ήδη για την Κύπρο. Εκεί με εφοδίασαν με καύσιμα, το ζήτησα εγώ βέβαια. Εφοδιάστηκα με καύσιμα, και μάλιστα πρέπει να το πούμε αυτό, με εξυπηρέτησαν Αμερικάνοι, γιατί ήμουνα στη πίστα των Αμερικανών. Ήταν πολλά αεροπλάνα και χρησιμοποιήσαμε και την πίστα των Αμερικανών. Και εκεί μου έδωσαν βενζίνες, καύσιμα οι Αμερικάνοι. Με δικά τους οχήματα αλλά τα καύσιμα τα δικά μας. Κάποια στιγμή ήρθανε φορτηγά του στρατού και φορτώσαμε πυρομαχικά, μόνο πυρομαχικά. Οι φαντάροι, οι ΛΟΚατζήδες ήτανε στα πρώτα αεροπλάνα. Στο δικό μου και στο πρώτο, το προηγούμενο από μένα ήτανε μόνο πυρομαχικά. Επειδή όπως σας είπα, καθυστέρησα να προσγειωθώ στη Σούδα, ήμουνα ο τελευταίος που ετοιμάστηκα για να φύγω. Και κάποια στιγμή, ενώ είχα βάλει μπροστά τους κινητήρες, μας λένε «Από δω και πέρα, όλοι οι άλλοι, όλοι εσείς που είστε κάτω σβηστέ τους κινητήρες, απαγορεύεται η [00:05:00]απογείωση». Διότι η ώρα ήταν καθορισμένη από το Γενικό Επιτελείο: Μέχρι τη δωδεκάτη ώρα όσοι απογειωθούν καλώς, οι άλλοι να μείνουν στο έδαφος, και τούτο γιατί λόγω της θερινής το καλοκαίρι, και επειδή ξημερώνει και νωρίτερα στην Κύπρο, θα μας έβρισκε το πρωί, η μέρα πλέον στην Κύπρο, με όλα τα επακόλουθα. Υποτίθεται εκτεθειμένοι στην πολεμική αεροπορία της Τουρκίας κτλ. Εμένα δεν μου άρεσε, όλοι οι άλλοι σβήσανε, πέντε αεροπλάνα σβήσανε. Εγώ δεν μου άρεσε αυτή, ήθελε οπωσδήποτε να πάω στο νησί μας και επέμενα φορτικά. Θα έφευγα αν δεν υπήρχε ο μπροστά μου άλλος, που δεν μπορούσα να τον παρακάμψω, γιατί ο διάδρομος ήταν στενός. Τέλος πάντων, εκεί που είχαμε παρκάρει με εμπόδιζαν να φύγω. Κατέβηκα κάτω από το αεροπλάνο, επέμενα, φώναζα. Με άκουσαν από το Επιτελείο, γιατί είχαν απευθείας επικοινωνία με το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας και άκουσα που λέει: «Ποιος είναι τούτος που φωνάζει;». Και λέει: «Είναι ο τάδε». «Και τι θέλει;». Λέει: «Θέλει να φύγει». Ενώ είχε περάσει το δωδεκάτη, είχε πάει 00:10 και 00:15 πλέον. Λέει: «Άσ’ τον να φύγει». Ανάγκασα έτσι και τον προηγούμενο από μένα να βάλει μπροστά και αυτός, να φύγει, γιατί αλλιώς δεν μπορούσα να φύγω κι εγώ. Έτσι έφυγε και εκείνος, έβαλε μπροστά κι αυτός, τέλος πάντων, με λίγη πίεση και απογειωθήκαμε. Απογειώθηκα εγώ περίπου 00:25, 00:27, κάπου εκεί, είναι γραμμένα στα βιβλία. Η διαδρομή, πρέπει να σας πω τώρα, πριν με ξεκολλήσει, πριν απογειωθώ ότι δεν ήμουνα στην ενημέρωση, η οποία είχε γίνει ενημέρωση των πληρωμάτων. Επειδή καθυστέρησα, όπως σας είπα, να προσγειωθώ, δεν ήμουνα στην ενημέρωση, δεν ήξερα καν το δρομολόγιο, δεν ήξερα συχνότητες του αεροδρόμιου της Λευκωσίας, δεν ήξερα τίποτα, δηλαδή τελεία άγνοια. Ρωτώντας εκεί κάποιο πλήρωμα ή τον υπεύθυνο που διηύθυνε την όλη επιχείρηση από έδαφος και μου είπε: «Από εκεί, εκεί, το Τυμπάκι, το 34, παράλληλο, ναι, και από κει κατευθείαν στην Κύπρο». Σε χαμηλό ύψος, σβηστά τα φώτα, χωρίς συχνότητες κλπ. Απογειώθηκα, λοιπόν, με κάποια δυσκολία, γιατί το βάρος ήτανε αρκετά μεγάλο στο αεροπλάνο, πυρομαχικά. Δεν τα ζυγιάζαμε, δεν ξέραμε ακριβώς πόσο βάρος είχανε, αλλά ήταν πολύ μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο. Ακολούθησα το δρομολόγιο που μου είπανε μέχρι το Τυμπάκι της Κρήτης. Από κει λέω: «Περιττό να πάω 34». Δεν υπήρχε λόγος. Το είχανε σχεδιάσει έτσι, από το 34 παράλληλο, γιατί φοβόντουσαν την αεράμυνα της Τουρκίας, επειδή είχανε λάθος. Κάνανε λάθος στο Επιτελείο. Δεν είχαμε κανένα λόγο να φοβόμαστε την αεράμυνα της Τουρκίας. Διότι ξέραμε και πού ήτανε και τα αεροπλάνα τους και τις δυνατότητες των αεροσκαφών τους και πού είχανε το ραντάρ. Ένα ραντάρ είχανε στη Μερσίνη. Λοιπόν, δεν μπορούσαν ούτε να μας δούνε αλλά ούτε και να μας αναχαιτίσουν. Και να μας βλέπανε, δεν μπορούσαν να μας αναχαιτίσουνε. Νύχτα χαμηλά και σβηστά τα φώτα με τα αεροπλάνα που είχαν στη διάθεσή τους δεν υπήρχε περίπτωση να μας πειράξουν. Γι’ αυτό δεν ακολούθησα το δρομολόγιο, δεν κατέβηκα στον 30ο, που είναι 60 μίλια νωρίτερα, πιο κάτω. Λοιπόν, με το που μπήκα στη θάλασσα, μετά τα παράλια, τα νότια παράλια της Κρήτης, κατευθείαν έβαλα πορεία για την Κύπρο. Πράγματι μετά από κάποια ώρα, για κάποιες ώρες πλησίαζα, πλησίαζα τα παράλια της Κύπρου, στην περιοχή της Πάφου. Άρχισα την άνοδο με το χρονόμετρο πάντα, χρονόμετρο και πορεία, και πράγματι βρισκόμουνα στα παράλια της Κύπρου. Με το που ανέβηκα πάνω στο Τρόοδος, είδα τις φωτιές του Τροόδους. Καιγόταν το Τρόοδος, είχε πάρα πολλές φωτιές και μου έκανε εντύπωση το γιατί. Και όμως, από ό,τι έμαθα μετά, είχανε ρίξει Napalm βόμβες οι Τούρκοι. Από κει και πέρα ήταν εύκολο να πάμε μέχρι τη Λευκωσία. Πλησιάζοντας πια, φτάνοντας πάνω από το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, είδα από κάτω να έρχονται τα… έρχονται οι σφαίρες, πυρομαχικά. Λοιπόν, ερχόντουσαν τα τροχιοδεικτικά βλήματα επάνω. Και από ό,τι ξέρετε, κάθε πέντε σφαίρες και ένα τροχιοδεικτικό. Και βλέπω από κάτω ερχόντουσαν σαν τα βεγγαλικά που βλέπουμε στις γιορτές, κάπως έτσι τα βλήματα. [00:10:00]Και δυστυχώς, από ό,τι μάθαμε μετά, δεν ήταν μόνο ξένα, ήταν τούρκικα, ήταν και τα δικά μας.  Προσγειώθηκα, μετά την προσγείωση ζήτησα, επειδή είχα πυρομαχικά πάνω από 3, 3,5, πάνω από 3,5 τόνους φορτίου και ζήτησα εκεί που στάθμευσα ότι δεν έχω κόσμο, δεν βλέπω κόσμο να ξεφορτώσει. Και μου απάντησαν, λέει: «Ποιον περιμένεις;». Ζήτησα συγνώμη γιατί και λέω: «Κατάλαβα, ζητάω συγγνώμη». Το πλήρωμα, οι τρεις μας, τρεις γιατί τον τέταρτο τον είχα στους κινητήρες. Δουλεύαν οι κινητήρες, γιατί ο ένας κινητήρας δεν μου έπαιρνε εύκολα μπροστά και λέω μη με αφήσει στη Κύπρο, τους άφησα και λειτουργούσαν. Και οι άλλοι τρεις ξεφορτώσαμε το αεροπλάνο αρκετά γρήγορα αλλά το ξεφορτώσαμε εμείς. Κατεβάσαμε τα πυρομαχικά κάτω, ξαναπαίρνω το αεροπλάνο, απογειώνομαι. Μέρα, βέβαια, μέρα. Έβλεπα καθαρά πλέον το έδαφος κάτω. Πάνω από τα δέντρα πετούσα. Ανέβηκα το Τρόοδος, κατέβηκα από πάλι από την Πάφο αντίθετη πορεία, Κρήτη και μετά στη Σούδα. Προσγειώθηκα πάλι στη Σούδα κατά τις 07:30 το πρωί. Αυτά έχω χοντρικά, αυτή ήταν η όλη επιχείρηση.  Θα μου πείτε, ήταν δύσκολη από ό,τι τη χαρακτηρίζουνε, δύσκολη την πτήση κτλ. Πράγματι ήτανε δύσκολη, δεν λέω όχι. Δεν είχαμε σημεία, δεν είχαμε ραδιοβοηθήματα να σε βοηθήσουν να βρεις τη θέση σου ανά πάσα στιγμή. Αλλά δεν ήταν και τρομερά δύσκολη, δεν ήταν και τρομερά δύσκολη. Η νύχτα ήτανε πολύ σκοτεινή, βέβαια, παρότι ήταν αστροφεγγιά, Ιούλιος μήνας. Ήταν σκοτεινή νύχτα, περίεργα ήταν σκοτεινή νύχτα. Είχαμε την απώλεια του αεροπλάνου, το νούμερο 4, Νίκη 4, από δικό μας, από δικά μας όπλα, και σκοτώθηκε, έπεσε αύτανδρο, ένας γλύτωσε, ο οποίος λέγεται, έλεγε και ο ίδιος ότι «Επήδηξα από το αεροπλάνο», αλλά αυτό είναι λάθος. Ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε έξω από το αεροπλάνο, δεν το κατάλαβε. Με την πρόσκρουση απλώς έφυγε έξω από το αεροπλάνο. Χτυπήθηκε άλλο ένα στην κοιλιά του αεροπλάνου, που είδα βλήμα το χτύπησε. Σκοτωθήκανε δύο μέσα και πέντ’ έξι άλλοι τραυματιστήκανε. Ένα τρίτο αεροπλάνο χτυπήθηκε στους κινητήρες, τέλος πάντων, έμεινε και αυτό στο έδαφος και ένα τέταρτο και αυτό χτυπήθηκε ξέρω ‘γώ. Τέσσερα αεροπλάνα μείνανε κάτω. Χτυπήθηκε και αυτών ο κινητήρας και δεν μπορούσε να απογειωθεί και τα κάψανε την επόμενη μέρα το πρωί, τα κάψαν όλα και μείναν εκεί.  Ελέγχθησαν πολλά. Παράδειγμα θα σας πω: Το άκουσα, ήμουν αυτήκοος μιας καταθέσεως στη Βουλή των Ελλήνων από ένα υψηλά ιστάμενο πρόσωπο, σε σχετική συζήτηση γύρω από τα γεγονότα της Κύπρου. Και είπε ότι κάποιες δυνάμεις μάς έκαναν παρεμβολές στα αεροπλάνα μας. Αυτό είναι ψέμα, δεν είναι αλήθεια αυτό. Κανείς δεν μας παρέβαλε. Δεν μπορούσε, δεν μπορούσε να παραβάλει τίποτα, διότι σε αυτές τις επιχειρήσεις και με αυτά τα αεροπλάνα χρησιμοποιούμε μόνο το ταχύμετρο, που ευτυχώς η ταχύτητα δεν παρεμβάλλεται, είναι η ταχύτητα που κινείται μέσα στη μάζα του αέρος το αεροπλάνο. Δεύτερο, χρησιμοποιούμε τη μαγνητική πυξίδα, που ευτυχώς ακόμα ο μαγνητισμός δεν παρεμβάλλεται, δεν μπορεί να τον παρεμβάλει κάνεις. Τρίτον, χρησιμοποιούμε το υψόμετρο, η βαρομετρική πίεση δηλαδή, και αυτή δεν παρεμβάλλεται. Και τέταρτο, χρησιμοποιούμε το ρολόι. Το ρολόι, ειδικά άμα είναι και καλό, δεν παρεμβάλλεται και αυτό. Έτσι, λοιπόν, κανείς δεν μας… Και να ήθελε να κάνει κάποιες παρεμβολές, δεν μπορούσε να το κάνει, μπορούσε να το κάνει μόνος τις συχνότητες της Λευκωσίας, για αυτό δεν έγινε εκεί, για να μην ακούμε τη Λευκωσία. Αλλά και εκεί δεν έγινε τέτοιο πράγμα, άκουγα μία χαρά. Ελέγχθησαν και άλλα, ότι ένα σήμα το οποίο το είχα δει και εγώ είχε έρθει από το Ακρωτήριο, από το Ακρωτήρι, τη βάση των Εγγλέζων, που έλεγε ότι «Προσέξτε, μην ξαναπεράσετε από το αεροδρόμιο, γιατί υπάρχει περίπτωση να σας ρίξουμε». Αυτό ερμηνεύτηκε, πολλοί το ερμήνευσαν ότι οι Εγγλέζοι δεν μας θέλουνε να ξαναπάμε στην Κύπρο, γιατί θα μας ρίξουνε. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Πρέπει να πούμε ότι και οι Εγγλέζοι ήτανε μέσα στην περιοχή του πολέμου, κοντά στην ζώνη μάχης, και ήταν υποχρεωμένοι να είναι σε ετοιμότητα. Είχανε, λοιπόν, τα αντιαεροπορικά τους, τα πάντα. Από ό,τι φαίνεται —και έτσι θα [00:15:00]έπρεπε να ‘ναι—, ήταν σε ετοιμότητα. Βλέπανε, λοιπόν, ένα αεροπλάνο. Ένα αεροπλάνο δικό μας, ως μη όφειλε, έκανε λάθος, τέλος πάντων, και πήγε να προσγειωθεί στο Ακρωτήρι. Και όταν έφτασε πολύ κοντά, κοντά στο διάδρομο με τους τροχούς κάτω κτλ., προβολείς αναμμένους και είδε αεροπλάνα μες στην πίστα ξένα και είδε ότι έκανε λάθος και έφυγε άλλως και πήγε στη Λευκωσία. Κι άλλος ένας πάλι πέρασε πάνω από το αεροδρόμιο —λίγο πιο ψηλά αλλά πέρασε από πάνω—, για αυτόν το λόγο εξέδωσαν αυτό το σήμα οι Εγγλέζοι και είπανε «Μην περάσετε γιατί μπορεί να σας ρίξουμε». Γιατί αυτοί ήταν σε ετοιμότητα από κάτω. Δεν ξέρουν ο καθένας… Βλέπουν αεροπλάνα και πλησιάζει. Τι θα κάνει; Ποιος είναι και τι κάνει; Ελέγχθησαν και άλλα, παράδειγμα ότι κάποιοι είδανε αεροπλανοφόρα, ξέρω ‘γώ, του 6ου Στόλου στη Μεσόγειο. Εγώ πολύ αμφιβάλλω αν είδανε τέτοιο πράγμα, διότι στην task force που λένε οι Αμερικάνοι, στα αεροπλανοφόρα κτλ. δεν σε αφήνει να πλησιάσεις με τίποτα τα αεροπλανοφόρα. Θα έπρεπε οπωσδήποτε να σου αναχαιτίσουν, σίγουρα. Αλλά δεν το κάναν πράμα. Τέλος πάντων, ελέγχθησαν και τέτοια. Επαναλαμβάνω ότι η νύχτα ήταν σκοτεινή, μεγάλη διάρκεια πτήσεως, κουραστική εν πολλοίς, αλλά όχι και τόσο επικίνδυνη όσο την παρουσιάζουν τέλος πάντων, πολλοί. Τι άλλο τώρα να σας πω;

Α.Π.:

Να σας πάω εγώ πίσω;

Ε.Π.:

Ναι, ναι.

Α.Π.:

Εσείς θυμάστε να μαθαίνετε για το πραξικόπημα;

Ε.Π.:

Αν είχα μάθει για το πραξικόπημα προσωπικά;

Α.Π.:

Ναι στις 15 Ιουλίου.

Ε.Π.:

Ναι το μάθαμε, βεβαίως μάθαμε.

Α.Π.:

Και υπήρχε μια διαδικασία, κάτι που νιώθατε μέχρι την εισβολή; Δηλαδή αυτές τις πέντε μέρες;

Ε.Π.:

Σε κανένα δεν άρεσαν αυτά που έγιναν εκεί κάτω, σε κανέναν δεν άρεσαν. Το ότι θα υπήρχε κάποια, ας την πω, διχογνωμία μεταξύ της ελληνικής κυβερνήσεως και του Μακαρίου, αν θα πρέπει να φύγουν οι αξιωματικοί από και κάτω, ξέρω ‘γώ, ή αν παρενέβαιναν στα της Κύπρου κλπ… Από ό,τι λέγεται και από ό,τι γράφεται, μπορεί να έχει δίκιο ο Μακάριος, δεν ξέρω σε ποιον βαθμό, αλλά τελικά το πραξικόπημα, για μας που ήμαστε έξω βέβαια από κει, ήτανε απαράδεκτο. Όταν βλέπουμε Έλληνες να βάλλουνε εναντίον Ελλήνων κλπ… Θα μπορούσαν όλες τις διαφορές να λύσουν με άλλον τρόπο και να μην δώσουν την ευκαιρία...

Α.Π.:

Σας είχε ανησυχήσει; Μιας και ήσασταν στο στρατό...

Ε.Π.:

Βεβαίως, βεβαίως, βεβαίως μας έχει ανησυχήσει. Σας είπα, και για το λόγο ότι αρχίσαν οι Έλληνες μεταξύ τους να τρώγονται μεταξύ τους, να σκοτώνονται μεταξύ τους. Και δυστυχώς εδόθηκε και η ευκαιρία στην Τουρκία, την τάχα μου δύναμη εγγυήσεως, την εγγυήτρια δύναμη, να επενδύσουν, ας πούμε.

Α.Π.:

Για την εισβολή πώς μάθατε;

Ε.Π.:

Για την εισβολή ήμουνα σε υπηρεσία τέτοια που τα μάθαινα από το πρώτο χέρι. Δηλαδή την ώρα που μπήκε το πρώτο αεροπλάνο, το πρώτο ελικόπτερο μέσα σε αυτό το ‘ξερα, γιατί είχα κατευθείαν επαφή με την Κύπρο. Ήμουνα σε τέτοια υπηρεσία που αυτά τα ήξερα.

Α.Π.:

Τι νιώσατε όταν ακούσατε; 

Ε.Π.:

Ου, δεν το συζητάω. Να βλέπει, ας πούμε, τώρα Τούρκο να μπαίνει, να μπαίνει στη χώρα σου, στην πατρίδα σου… Αν είναι δυνατόν, αν είναι δυνατόν. Για αυτό όλα αυτά, όλα αυτά με κάνανε —να μου επιτρέψετε να το πω— να είμαι εθελοντής και να επιμείνω να φύγω παρά το ότι μου ‘πανε «Μην πας». Ήξερα, που λέτε. Και όχι μόνο ήξερα αυτά αλλά ήξερα ακόμα και σήματα που λέγαν οι απέναντι: «Εδώ που θα βάλουμε», λέει «στα καράβια τα τανκς, είναι κάτι πεύκα. Να τα κόψουμε;». Και «Μας εμποδίζουν τα κόψουμε;». Και ερχότανε η απάντηση, πάλι με σήμα: «Να τα κόψετε, βέβαια». Δηλαδή ξέραμε ότι βάζανε τανκς μέσα στα αποβατικά, μέχρι εκεί φτάναμε, μέχρι εκεί φτάναμε εκτός από τον κόσμο και ξέρω’ γώ, που ξέραμε πού ήταν τα αεροπλάνα τους, ξέραμε πόσα αεροπλάνα είχανε, ξέραμε τα πάντα. Και δυστυχώς έγιναν σφάλματα. Την προηγούμενη πριν πάμε εμείς, πριν πάμε εμείς την 21 προς 22, την 20η το βράδυ, ήταν να πάει η Ολυμπιακή Αεροπορία. Και μάλιστα, φορτώσαν Θεσσαλονίκη και πήρανε μία μοίρα καταδρομών από εκεί πάνω, από τη Θεσσαλονίκη, και πυρομαχικά τέσσερα αεροπλάνα Boeing. Αλλά κάνανε, πάλι θα το πω, σφάλμα η Αεροπορία, η ίδια η Αεροπορία, το Επιτελείο, που έστειλε τάχα μου για να μην τους δουν οι Τούρκοι και να μην εκτιμήσουνε τι οι Τούρκοι, δεν πήγαν από το Αιγαίο και να πάνε κατευθείαν στην Κύπρο, Θεσσαλονίκη-Κρήτη-Κύπρο, αλλά τους στείλανε μέσω Κερκύρας, από κει. Οπότε, ήταν αναγκασμένοι να προσγειωθούνε στη Σούδα για να πάρουν καύσιμα, να απογειωθούν ξανά για την Κύπρο. Εκεί ένα [00:20:00]αεροπλάνο, χωρίς δόλο, επαναλαμβάνω, αλλά κάποιες… Kάτι έγινε, τέλος πάντων, χωρίς να πω ότι έγινε με δόλο. Ένα αεροπλάνο τσούλησε και βγήκε έξω από το διάδρομο, από την πίστα, τέλος πάντων. Και σπάσανε οι τροχοί και δεν μπορούσαν να φύγουν. Ενώ οι άλλοι τον βάλανε μπροστά για να φύγουν, αυτός τα λάστιχά του σπασμένα, δεν μπορούσε να φύγει. Και έχει τα πυρομαχικά αυτός, που κακώς τα βάλανε σε ένα αεροπλάνο, όπως κακώς την επομένη το βράδυ τα βάλανε σε εμάς, σε δύο αεροπλάνα βάλαν τα πυρομαχικά. Και εγώ πήγα, ο άλλος δεν πήγε δυστυχώς. Ο προηγούμενος από μένα τελικά απογειώθηκε αλλά δεν πήγε, δεν προσγειώθηκε στην Κύπρο. Το γιατί δεν ξέρω, δεν το έμαθα, δεν με ενδιαφέρει, πάντως δεν πήγε. Και έτσι, η Ολυμπιακή ματαίωσε την αποστολή της 20ης το βράδυ, διότι δεν είχανε πυρομαχικά, λέει, οι φαντάροι που θα πήγαιναν κάτω. Ενώ είχανε, και στην Κύπρο υπήρχαν πυρομαχικά και θα μπορούσαν να πάρουν μετά, λοιπόν, τα πυρομαχικά. Τέλος πάντων, ματαιώθηκε η αποστολή κακώς, διότι αν πήγαινε το βράδυ εκείνο που ο θύλακας ήτανε πολύ περιορισμένος, πολύ περιορισμένος, δεν υπήρχε περίπτωση οι Τούρκοι να βγουν έξω τελικά, να προχωρήσουν. Και εάν πήγαινε αυτή η μοίρα μαζί με τις άλλες δυνάμεις, θα ξαναμαζευόντουσαν κοντά στην Κυρήνεια αυτοί που είχανε φύγει με το πραξικόπημα από εκεί. Tην επομένη μέρα που πήγαμε εμείς, την επομένη μέρα πάλι η Ολυμπιακή θα τους πήγαινε, πάλι η Ολυμπιακή. Και ήταν έτοιμοι να τους φορτώσουν και να πάνε, αλλά εχτυπήθηκε, είχε χτυπηθεί το αεροδρόμιο, ο κυρίως διάδρομος, και δεν μπορούσαν να πάνε τα αεροπλάνα αυτά. Και μας δώσανε εμάς την αποστολή να προσγειωθούμε στο μικρότερο διάδρομο που μπορούσαμε να προσγειωθούμε. Και ήταν χτυπημένος και αυτός εκεί που διασταυρώνονται οι δύο διάδρομοι, γιατί ήταν χτυπημένο το αεροδρόμιο. Αλλά μέχρι να πάμε τα είχαν αποκαταστήσει, είχαν αποκαταστήσει τη ζημιά και έτσι δεν είχαμε πρόβλημα. Αυτά για την Ολυμπιακή. Αν πηγαίναν αυτοί, θα ήταν αλλιώς τα πράγματα το πρώτο βράδυ. Το δεύτερο… Ναι, σε μία μέρα είχαν προχωρήσει οι Τούρκοι, είχε διευρυνθεί ο θύλακας και σώσαμε, βέβαια, τη Λευκωσία, από ό,τι λένε, και κυρίως το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Η Λευκωσία το αεροδρόμιο είμαι ο τελευταίος που το εγκατέλειψε, που έφυγε από το αεροδρόμιο και από τότε δεν προσγειώθηκε άλλο αεροπλάνο ούτε απογειώθηκε από εκεί. Για αυτό το λόγο και ζήτησα από τον πρέσβη της Κύπρου πριν από πολλά χρόνια, αρκετά χρόνια... Τον συνήντησα στο Μάλεμε, στο μνημόσυνο που κάνω εκεί για τους πεσόντες αλεξιπτωτιστάς, και του ζήτησα: «Όταν θα ανοίξει η Λευκωσία, να με καλέσεις να είμαι και εγώ και το πλήρωμά μου στο αεροπλάνο, να ανοίξουμε τη Λευκωσία». Δυστυχώς αυτό δεν έγινε ακόμα, ελπίζω ότι θα γίνει σύντομα. Ως προς την… Τι άλλο να πω τώρα, τι άλλο;

Α.Π.:

Πείτε μου τώρα, περιγράψτε μου: Εσείς φτάνετε στη Σούδα και δεν σας αφήνουν να φύγετε. Πώς νιώθετε, πώς αποφασίζετε ότι «Εγώ θα φύγω»;

Ε.Π.:

Μα δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω. Εάν μπροστά μου δεν υπήρχε ο άλλος, εγώ δεν υπήρχε περίπτωση να σβήσω. Θα έφευγα κάνοντας ότι δεν ακούω, θα έφευγα, θα πήγαινα, δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσω.

Α.Π.:

Για ποιον λόγο; Τι θέλατε;

Ε.Π.:

Μα αν δεν πάω τώρα που κινδυνεύει ο Έλληνας, πότε θα πάω και πού θα πάω; Μία ζωή για αυτόν το λόγο εκπαιδευόμουνα, μία ζωή για αυτόν το λόγο εκπαιδευόμουνα. Αυτή ήταν η δουλειά μου, αυτό ήταν το καθήκον μου και τώρα να πω «Δεν πάω»; Κινδυνεύει ο Έλληνας και να πω «Δεν πάω»; Ή βρίσκω… Πέρασε ένα λεπτό χρόνος, δύο λεπτά, τρία λεπτά από το χρόνο τάχα μου των 0:00 και για τρία λεπτά δεν θα πάω στην Κύπρο; Στη χώρα μου; Αν είναι δυνατόν! Εγώ έτσι σκέφτηκα, έτσι σκεφτόμουνα και για αυτό επέμενα και τελικά διώξανε τον άλλον και έφυγα και εγώ. Έτσι, ο οποίος τελικά αυτός δεν πήγε, τον πήρα στο λαιμό μου τον άνθρωπο. Τελικά δεν πήγε αυτός. Δεν ξέρω γιατί. Και μάλιστα, όταν απογειωνόμουνα από τη Λευκωσία εγώ, μου είπαν από τον πύργο ελέγχου να τον καλέσω στις γνωστές συχνότητες, μπας και τον ακούσω, «Γιατί», λέει, «δεν μας κάλεσε», λέει, «μήπως το ακούσεις πουθενά». Πράγματι τον κάλεσα εγώ στις γνωστές συχνότητες, και του ΝΑΤΟ και τις διεθνείς, τέλος πάντων, συχνότητες. Δεν τον άκουσα πουθενά. Και γύρισα και είπα στη Λευκωσία, λέω «Δεν μου απήντησε πουθενά. Ξεχάστε τον αυτόν», με την έννοια ότι κάπου είχε σκοτωθεί, είχε πέσει. Και όταν ήρθα στην Κρήτη, όταν ήρθα και επικοινώνησα με το ραντάρ, προσπάθησα να επικοινωνήσω με το ραντάρ της Κρήτης, τον άκουσα να μιλάει και αυτός με το ραντάρ. Λέω: «Α ορίστε!». Τουλάχιστον ήταν ζωντανός αυτός και το αεροπλάνο ακέραιο. [00:25:00]Εκεί όταν έψαχνα να τονε βρω, στη Λευκωσία που μου είπαν να τον ψάξω στις συχνότητες τις γνωστές, εκεί άκουσα στις συχνότητες και μου κάνε εντύπωση κοινές συχνότητες του ΝΑΤΟ, κοινές συχνότητες 2578 και την 1179, ας πούμε, στο VHF… Άκουγα τους Τούρκους, κυρίως στο UHF, να καλούν για απογείωση… Για κάποιον λόγο, πάντως, κατάλαβα ότι ήταν αεροπλάνο με πύργο ελέγχου, με κάποιον πύργο ελέγχου, από τη φρασεολογία, από το σύντομο της φρασεολογίας. Και καταλαβαίνει ο αεροπόρος, ας πούμε όταν… πώς μιλάμε εμείς, ξέρουμε. Λοιπόν, και άκουσα την [Δ.Α.], απογειωνόντουσαν τα F100 και τα [Δ.Α.], 104 από εκεί, και όχι μόνο. Και τώρα, απογειωνόντουσαν, ήτανε καθοδόν προς το αεροδρόμιο; Πάντως, ένα πλήρωμα που έμεινε κάτω μου είπε μετά από μέρες που τον είδα ότι «Με το που έφυγες δεν περάσανε πέντε λεπτά και ήρθανε η Τουρκική Αεροπορία και έκανε το αεροπλάνο, το αεροδρόμιο… Δεν ξέρω πόσες βόμβες ρίξανε. Δεν περάσανε πέντε λεπτά», μου λέει. Εντάξει.

Α.Π.:

Άρα, εσείς φεύγετε με το αεροπλάνο και φαντάζομαι ότι… Στη διαδρομή τι νιώθατε μέχρι να δείτε για πρώτη φορά από πάνω, τι περιμένετε, τι είδατε;

Ε.Π.:

Δεν περίμενα τίποτα. Αυτό που είδα δεν το περίμενα, το ότι μας βάζαν από κάτω. Και μάλιστα, όταν είδα ότι βάζουν από κάτω είπα και κάτι που δεν λέγεται στο μικρόφωνο, στο μαγνητόφωνο. Έβρισα, με λίγα λόγια, γιατί δεν περίμενα. «Κοίταξε τι θράσος, αυτοί οι έτσι μας βάζουνε ρε!». Δηλαδή τόσο απαράδεκτο το θεωρούσα. Δεν είναι δυνατόν μέσα στο σπίτι μου να έρχονται οι άλλοι και να μου βάζουνε κιόλας! Το θεωρούσα απαράδεκτο! Κι όμως, κι όμως, δυστυχές γεγονός, δυστυχές γεγονός. Θέλετε τίποτα άλλο;

Α.Π.:

Αντικρίζετε δηλαδή το Τρόοδος να καίγεται. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που θυμάστε;

Ε.Π.:

Ναι, πολλές φωτιές, πολλές φωτιές. Με το που ανέβηκα από την Πάφο απάνω και το Τρόοδος απάνω, είδα πολλές φωτιές. Και μου έκανε εντύπωση: «Τι θέλουν οι φωτιές εδώ πέρα απάνω;». Έμαθα μετά ότι είχανε ρίξει Napalm, δεν ξέρω, οβίδες, τέλος πάντων, εμπρηστικές, και καίγαν το βουνό, καιγόταν το βουνό σε πολλές φωτιές, πάρα πολλές φωτιές. Η Λευκωσία στο αεροδρόμιο ήταν μία χαρά, τα φώτα του, ο ασύρματός του από το… πώς το λένε; Φώτα προσεγγίσεως δεν είχε μόνο. Δεν ξέρω για μας, πιθανόν για εσάς να μην λέει τίποτα, για μας λέει κάτι, λέει, αλλά τέλος πάντων, δεν είχαμε πρόβλημα για προσγείωση. Είχε, όμως, το φωτισμό του, την εξυπηρέτηση από πλευράς επικοινωνιών. Δεν χρειαζόμασταν και τίποτα άλλο. Ξεφορτώσαμε και φύγαμε. Τα αεροπλάνα που είχαν χτυπηθεί τα βγάλαν έξω από το διάδρομο οι χειριστές και τα κάψανε μετά. Άνοιξαν τις βενζίνες και βάλαν φωτιά και τα σπρώξανε και τα πέταξαν και πιο έξω. Επιστρέψαμε πίσω και συνεχίσαμε. Ακούγεται τώρα ήρθαν μετά… Την επόμενη μέρα ήρθε η πολιτική ηγεσία απ’ έξω, ξέρω ‘γώ. Έγιναν κι άλλα, δεν θα μπω πολύ σε αυτά. Ήταν να απογειωθούν και ορισμένα… και Phantom την επόμενη μέρα, που δεν είχαν οι Τούρκοι, για να χτυπήσουν το προγεφύρωμα, αλλά δυστυχώς, δυστυχώς έπρεπε να πάνε για να είναι πιο κοντά, να έχουνε καύσιμα και να παραμείνουν περισσότερο χρόνο στο πεδίο της μάχης, τέλος πάντων, στην Κύπρο. Έπρεπε να απογειωθούν, να απογειωθούν στο Ηράκλειο, να βάλουν από εκεί όπλα, όπλα και να πάρουν και καύσιμα. Εκεί στην προσγείωση ένας ως μη όφειλε και αυτός, έσπασε το αεροπλάνο. Ένας δεύτερος έκανε… Επειδή ο πύργος είπε «Έχεις φωτιά νούμερο τάδε» και νόμιζε ότι είχε αυτός φωτιά και κάνει emergency evacuation από το αεροπλάνο του και κάνει… Το έβγαλε εκτός ενεργείας, με λίγα λόγια. Δεν είχε εκτινασσόμενο κάθισμα, με λίγα λόγια, αν χρειαζόταν. Ο τέταρτος… Ένας μόνο προσγειώθηκε, ήτανε ακέραιος. Ένας τέταρτος δεν μπορούσε να προσγειωθεί, καιγόταν το αεροπλάνο μες στο διάδρομο και έφυγε και πήγε στη Σούδα. Μέχρι να ανοίξει ο διάδρομος και να έρθουν κλπ. και να μαζευτούν τα αεροπλάνα και να φορτωθούν και ξέρω ‘γώ είχε λήξει η ώρα η 16η απογευματινή, που άρχιζε η εκεχειρία. Έτσι, δεν πήγαν τα αεροπλάνα.

Ε.Π.:

Δυστυχώς, διότι αν αυτοί πηγαίναν εκεί, αλλάζαν τα πράγματα. Αν η Ολυμπιακή πήγαινε το προηγούμενο βράδυ… Θα πείτε εάν, εάν, εάν, έτσι είναι τα πράγματα δυστυχώς. Δεν γίνανε και να το [00:30:00]αποτέλεσμα. Η Ολυμπιακή δεν πήγε για τον ά ή ΄β λόγο. Τα Phantom δεν πήγανε ά ή ΄β λόγο και καταντήσαμε εδώ που καταντήσαμε. Άρχισε να προχωράει, να προχωρούν οι Τούρκοι. Από κει και πέρα ήταν σπατάλη δυνάμεων, σπατάλη δυνάμεων να κυνηγάμε τα πολυβόλα ή το τανκ με τα Phantom εκεί κάτω. Και γι' αυτό και ο Καραμανλής είπε —να το πω και εγώ, είναι γνώμη, τέλος πάντων— ότι «η Κύπρος είναι μακράν» μετά την εκεχειρία. Λοιπόν, είχε δίκιο ο άνθρωπος. Δεν εννοούσε ότι είναι μακριά να πάμε να τη βρούμε αλλά είναι ασύμφορο να πάμε οι δυνάμεις αυτές, τα Phantom, κυρίως τα Phantom, να πάνε να κυνηγάνε τα πολυβόλα ή το φαντάρο ή ένα τανκ και ένα αυτοκίνητο. Εάν είχαμε τα κότσια και αν είχαμε αποφασίσει, θα μπορούσαμε να κάνουμε μία επέμβαση στον Έβρο ή σε κάπου αλλού και να πούμε στο τον Τούρκο «Φύγε εσύ από εκεί και θα φύγουμε και εμείς από εκεί που θα πηγαίναμε», δηλαδή σήμαινε πόλεμο με την Τουρκία. Για αυτό δεν το αποφασίσανε, για τον ά ή ΄β λόγο, δεν ξέρω για ποιον λόγο δεν το αποφασίσανε. Η γνώμη μου ήτανε ότι είχαμε το πάνω χέρι τότε. Τότε το είχαμε το πάνω χέρι και από πλευράς ναυτικού και από πλευράς αεροπορίας και από πλευράς στρατού. Ο στρατός δεν χρειαζόταν και πολύ-πολύ, τον Έβρο τον κρατάει δικό του, τα νησιά δεν μπορούσαν να… και στα νησιά τα κράταγαν, στην αεροπορία τούς είχαμε στο χέρι. Είχαμε συχνά αεροπλάνα, παρά το ότι κάνανε τις ζημιές που είπαμε στο Ηράκλειο. Δεν αποφάσισαν να κάνουνε την κίνηση αυτή του πολέμου, δεν έγινε. Τι να κάνουμε; Πάντως, κατηγορούνε, ακόμα το λένε, ακόμα λένε οι αντίπαλοι του Καραμανλή, ας πούμε, «Είναι η Κύπρος μακράν». Ήταν πράγματι μακράν, τότε που το έλεγε ήταν μακράν και κυρίως, υπό την έννοια ότι ήταν ασύμφορη η επέμβασις πλέον στην Κύπρο με τις δυνάμεις, τα Phantom κλπ. και όχι μόνο, τη στιγμή που για να πάμε εμείς, για να κάνουμε μία επέμβαση εκεί, χρειαζόμαστε να πάμε και να γυρίσουμε, χρειαζόμαστε δύο-δυόμιση ώρες για να ξαναπάμε, ενώ αυτοί πηγαίνανε τρεις τέσσερις φορές, έτσι; Αν ήτανε επέμβουμε κάπου, θα μπορούσαμε να επέμβουμε στον εγγύς χώρο, της Μικράς Ασίας και όχι στην Κύπρο πλέον. Το πράμα χάθηκε την πρώτη και δεύτερη μέρα. Ερώτηση, κυρία μου.

Α.Π.:

Και προσγειώνεστε στη Λευκωσία, προσγειώνεστε, έχετε πυρομαχικά και είστε τρεις άνθρωποι. Τι… Περιγράψτε μου λίγο πώς κατέβηκαν. Τι συνέβη;

Ε.Π.:

Ναι, ναι. Τον έναν τον είχαν κάτω, να τα απομακρύνει γιατί ήταν πολλά, λοιπόν, να τα απομακρύνει λίγο, ο άλλος ήτανε… τον άλλον τον είχα στην πόρτα του αεροπλάνου, τα πέταγε κάτω και εγώ από μέσα... Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι δύναμη έχει ο άνθρωπος εκείνες τις ώρες. Θυμάμαι κιβώτια που τα φόρτωνε δύο-δύο φαντάροι, ας πούμε, εγώ το έπιανα με το ένα χέρι από τη μέσα μεριά του αεροπλάνου το πέταγα και πήγαινε στην πόρτα, έτσι, τσουλούσε κάτω. Λοιπόν, ξεφορτώσαμε γρήγορα αρκετά —γρήγορα… Δεν ξέρω πόσο χρόνο κάναμε, πάντως αρκετά γρήγορα. Τα κατεβάσαμε όλα χωρίς να συμβαίνει τίποτα, καβαλάμε το αεροπλάνο και φεύγουμε. Πιθανό θα… Κάτι ξέρετε εδώ πέρα, ότι μπήκαν ένα πλήρωμα, ήρθε. Ναι, την ώρα που ξεφορτώναμε ήρθε ένα πλήρωμα του 13, αν θυμάμαι, και του λέω «Τι θες εδώ;» και μου λέει «Να με πάρεις κάτω». Του λέω «Γιατί; Το αεροπλάνο σου πού είναι;», λέει «Δεν έχω καύσιμα», «Γιατί, τι τα έκανες τα καύσιμα; Εγώ γιατί έχω; Στη Ρόδο δεν μπορείς να πας με τα καύσιμα που έχεις;». Λέει: «Μπορεί». Τέλος πάντων, «Να ζητήσω να μου δώσουν καύσιμα από τη Λευκωσία;». «Τι να ζητήσεις τώρα καύσιμα από τη Λευκωσία. Τέλος πάντων», λέω, «πήγαινε μπροστά, ο ασύρματος δουλεύει, επικοινώνησε με τη Λευκωσία και ό,τι σου πούνε εκεί κάνε». Επικοινώνησε και του ‘πανε, λέει, θα του δώσουν καύσιμα. Φεύγει το αεροπλάνο, λέει «Θα μου δώσουν καύσιμα και θα πάω, εντάξει» και φεύγει το αεροπλάνο, πάει στο δικό του αεροπλάνο, περίμενε να του δώσουν τη βενζίνη. Εγώ εντωμεταξύ τελείωνα εκείνη την ώρα την εκφόρτωση. Βάζω μπροστά και φεύγω. Όταν πήγε αυτός στο αεροπλάνο του, είδε ότι είχε χτυπημένο τον κινητήρα με μικρό βλήμα και είχε διαρροή ελαίου και δεν μπορούσε να φύγει. Και έμεινε κάτω και ήρθε μετά από δεκαπέντε μέρες. Τελευταίος, σας είπα, από εκεί ήμουνα εγώ και έτσι δεν μπορούσε να φύγει. Και έμεινε κάτω… Για δεκαπέντε μέρες έμεινε εκεί και μετά ήρθε με το καράβι, δεν ξέρω πώς ήρθε.

Α.Π.:

Πώς νιώσατε όταν τα ξεφορτώσατε;

Ε.Π.:

Όταν;

Α.Π.:

Όταν τα ξεφορτώσατε, όταν κάνατε αυτό που πήγατε να κάνετε. Πώς ήταν; Ήσασταν τρεις άνθρωποι σε μια πολύ δύσκολη συνθήκη.

Ε.Π.:

Να σας πω. Νιώθαμε ότι κάναμε τη δουλειά μας, ότι έπρεπε να φέρουμε τα πυρομαχικά και πήγαμε τα πυρομαχικά. Αυτό ήταν για εμάς ικανοποίηση και ελπίζοντας ότι θα χρησιμοποιηθούνe και θα χρησιμοποιηθούν και όπως πρέπει —και ελπίζω να τα χρησιμοποίησαν όπως πρέπει, από ό,τι έχω μάθει. Να πούμε και [00:35:00]μία παρένθεση εδώ πέρα. Εκείνο που… Πήρα ένα κιβώτιο να το… Έσπασε το κιβώτιο, ξέρω ‘γώ, και ήτανε πιστόλια μέσα, ωραία πιστόλια Browning. Βέβαια, τέτοιο είχα και εγώ το υπηρεσιακό μου, αλλά λέω «Να πάρω ένα». Και μετά αμέσως, όμως, μάλωσα τον εαυτό μου και λέω «Ντροπή σου», λέω, «εδώ τούτο ‘ναι επαέ, χρειάζεται επά, εδώ χρειάζεται». Και έτσι, δεν το άγγιξα βέβαια, φυσικά. Και έτσι, για να κάνουμε μια παρένθεση σε αυτή την ιστορία. Αφήσαμε τα πυρομαχικά και πράγματι, από ό,τι είπαν, μετά τα μάζεψαν την επόμενη μέρα και τα χρησιμοποίησαν δεόντως. Γιατί είχαμε τελευταίου τύπου. Θα είχαν και κάτω σίγουρα αλλά οι δικοί μας, οι ΛΟΚατζήδες, ας πούμε, αυτή η μονάδα, είχαμε τελευταίου τύπου αντιαρματικά όπλα κλπ. Και μετά τα χρησιμοποιήσανε όπως πρέπει.  Ήταν μία εμπειρία… Χαίρομαι ειλικρινά, χαίρομαι που πήγα, που επέμενα και που πήγα, γιατί θα θεωρούσα… Δεν θα δικαιολογούσα με τίποτα τον εαυτό μου αν δεν πήγαινα, με τίποτα. Και να σου πω και κάτι. Πολλοί μου λέγαν μετά «Γιατί επέμενες;» και ξέρω ‘γώ.

Ε.Π.:

«Οι κύπριοι δεν μας αγαπάνε, δεν αγαπάνε τους Έλληνες». Τους λέω. «Αν δεν μας αγαπάνε, φταίμε εμείς. Πρώτον… Και να, πάρε το τελευταίο», λέω. «Ποιος έκανε το πραξικόπημα εκεί κάτω; Και δεύτερον, είναι Έλληνες και όπου πέφτει μία τρίχα ενός Έλληνα, χάνεται μία τρίχα ενός Έλληνα. Δεν αρκεί αυτό; Άμα σου αρκεί, μέχρι εδώ σταματάω», λέω. «Και μην ξεχνάς αν έχουν ορισμένες ιδιαιτερότητες που λέτε εσείς, γιατί εγώ δεν τους ξέρω τους ανθρώπους. Μην ξεχνάτε ότι από τον Κίμωνα το 400 τόσο π.Χ., που ελευθερώθηκαν από τους Πέρσες και αυτοί —καλά το θυμάμαι;—, από τότε μέχρι το ‘60, το 1960 ήταν δούλοι των διαφόρων, αρχίζοντας από τους Ρωμαίους, από τους Βυζαντινούς —και όταν λέω Βυζαντινούς ξέρετε τι λέω. Αιγύπτιους, Άραβες κλπ. κλπ. κλπ.—, μέχρι τελευταία τους Άγγλους, οι τελευταίοι τους Άγγλους. Κι αν έμεινε κάτι από όλους αυτούς, είναι δικαιολογημένα, θα πρέπει να το δικαιολογήσουμε 100% αν έχουν, που δεν νομίζω ότι έχουνε κακά. Αυτοί σώσανε, αυτοί παρά ταύτα έχουνε σώσει τη γλώσσα τους, που εμείς την καταστρέφουμε, τη γλώσσα την ελληνική εκείνοι τη σώσανε ενώ εμείς τη χαλάσαμε ή πάμε να τη χαλάσουμε, αν θέλετε». Έτσι το έβλεπα, έτσι το βλέπω και —δεν ξέρω γιατί, πιθανόν… Αν και δεν πιστεύω σε προβιοτές, αλλά πιθανόν να υπήρξα και κάποτε Κύπριος, δεν ξέρω, γιατί την αγαπώ την Κύπρο, και σαν Κρητικός, κυρίως σαν Κρητικός αλλά και σαν Έλληνας φυσικά. Περιττό να σου πω ότι εκείνο το τραγούδι, το «Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος», το ακούω πάρα, πάρα πολύ συχνά. Αυτά έχω να σας πω. Δεν ξέρω αν έχετε καμία ερώτηση εσείς. Σας είπα, μια πορεία ήτανε και ένας χρόνος, πορεία και χρόνος, υψόμετρο. Αν τα τηρείς αυτά πας μια χαρά, ο αυτόματος πιλότος δούλευε μια χαρά, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα.

Α.Π.:

Όταν γυρίσατε και αντιληφθήκατε τι συμβαίνει;

Ε.Π.:

Τι να πω τώρα; Όπως θα αισθανόταν κάθε Έλληνας, όπως θα αισθανόταν κάθε Έλληνας. Λες έκανα κάτι, το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω. Ίσως αν μπορούσα να κάνω περισσότερα, να αποφύγουμε από αυτή την… αυτό που πάθαμε. Δυστυχώς δεν τα καταφέραμε, δεν το κάναμε, παρά το ότι πολλοί θυσιάστηκαν, πάρα πολλοί θυσιαστήκανε για σφάλματα ολίγων. Σφάλματα ολίγων έφεραν το αποτέλεσμα αυτό στην Κύπρο. Βέβαια, τώρα μιλάνε πολλοί βέβαια και για αυτούς τους ανθρώπους ακούω από πολλούς και από μεγάλους για προδοσία και προδοσία και προδοσία και προδοσία. Δεν μπορώ να φανταστώ Έλληνα να προδίδει, γιατί ναι, υπήρξαν και υπήρξαν ελάχιστοι. Δηλαδή ένας αξιωματικός που είχε φάει, που ήταν γεμάτος παράσημα ανδρείας σε πολέμους, ελληνικούς πολέμους, ότι πήγε να προδώσει για να κερδίσει τι; Προδοσία σημαίνει προδίδω κάτι διότι μισώ, ας πούμε, ξέρω ‘γώ, τη χώρα μου για τον ά ή ΄β λόγο και την προδίδω. Μισώ γιατί θέλω να κερδίσω χρήματα, μισώ, προδίδω γιατί θέλω το κόμμα μου, αν το πάμε στην πολιτική, να κερδίσει κάτι, ξέρω ‘γώ. Αυτοί τι είχαν να κερδίσουν; Τίποτα. Η προδοσία, λοιπόν, είναι μία λέξη που τη [00:40:00]λέμε εύκολα αλλά δεν… Η προδοσία δεν γίνεται εύκολα, δεν προδίδει κάνεις εύκολα, και μάλιστα ο Έλληνας. Τους δίνουμε, λοιπόν, σε αυτούς τους ανθρώπους προδότες, προδότες και προδοσία και προδοσία και γράφεται και λέγεται πολύ, πάρα πολύ εύκολα. Εγώ δεν το δέχομαι, επαναλαμβάνω. Να δεχτώ ότι κάνανε σφάλματα ναι, ότι υπήρξανε αφελείς ναι, ότι έδωσαν εμπιστοσύνη εκεί που δεν έπρεπε, γιατί δεν ήτανε πολιτικάντηδες, δεν ήτανε μπασμένοι στην πολιτική τη διεθνή και την εσωτερική ναι, αλλά το ότι εσκεμμένα πρόδωσαν την Κύπρο… Για να κερδίσουν τι; Αυτό δεν το δέχομαι, προσωπικά, προσωπική μου άποψη. Τι άλλο μπορώ να σας πω;

Α.Π.:

Τίποτα, θέλετε να προσθέσετε εσείς κάτι;

Ε.Π.:

Τι να πω τώρα; Κρίμα που δεν μπόρεσα να κάνω κάτι παραπάνω, λυπάμαι για αυτό. Μετά είπανε, μετά από δυο τρεις μέρες επάνω, ξέρω ‘γώ, ότι θα πάνε μερικά, πέντ’ έξι αεροπλάνα, τέλος πάντων, να κάνουν ρίψη εφοδίων εκεί πέρα κοντά στην Πάφο, προς τα εκεί. Περιττό να σου πω ότι ήμουν και εκεί εθελοντής. Δεν έγινε, βέβαια, μετά, δεν χρειαζόταν να γίνει και δεν έγιναν. Αλλά και εκεί δήλωσα εθελοντής. Δεν ξέρω, τι άλλο να σας πω; Δεν ξέρω.

Α.Π.:

Τι σας έμεινε από όλο αυτό;

Ε.Π.:

Τι μου έμεινε; Η κατοχή της Κύπρου. Το βλέπω και κλαίω, αν θέλετε. Βλέπω τους ανθρώπους, τους πρόσφυγες, τα παιδιά, γυναίκες και τους άντρες που φύγαν από τον τόπο τους, φύγαν από τον τόπο τους και τους διώξαμε, συμβάλαμε εμείς τα μέγιστα οι υπόλοιποι Έλληνες δυστυχώς. Είναι να μην κλαις, ας πούμε, γι’ αυτούς τους ανθρώπους; Έγιναν τώρα, δεν ξέρω πώς θα τα διορθώσουμε. Εγώ πάντα ελπίζω, πάντα ελπίζω ότι οι γενιές Ελλήνων πάλι θα διορθώσουν και πιστεύω να μην αργήσουν. Εμείς τώρα τελειώσαμε, βέβαια, κάναμε ό,τι κάναμε. Άλλοι κάνανε σφάλματα, άλλοι κάναν ό,τι μπορούσαν για να τα διορθώσουν τα σφάλματα αυτά, άλλοι δώσαν τη ζωή τους, άλλοι την ακεραιότητά τους, ξέρω ‘γώ. Έγινε ό,τι έγινε, ελπίζουμε στις επόμενες γενιές και πιστεύω ότι δεν θα αργήσουν να ‘ρθουνε.

Α.Π.:

Ευχαριστώ πολύ.

Ε.Π.:

Να ‘σαι καλά, παιδί μου. Πάντα υποστήριζα και όπου μπορούσα να το πω, το είπα, το έλεγα, και σε Κυπρίους και όχι μόνο, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα μπορούσε και θα έπρεπε να στείλει μια περγαμηνή μικρή και απλή, παράδειγμα γράφοντας απάνω «Η Κυπριακή Δημοκρατία ευγνωμονεί», «ευγνωμονεί» ή «ευγνωμονούσα», οτιδήποτε, να σταλεί στο φαντάρο, στην οικογένεια του στρατιώτου που υπηρέτησε ή που σκοτώθηκε, στην οικογένεια του εκείνου που σκοτώθηκε στην Κύπρο. Αυτό θα είχε μείνει στα σπίτια ολονών, σε όλη την Ελλάδα, στα απομακρυσμένα χωριά κτλ., στους τόπους καταγωγής, τέλος πάντων, των φαντάρων. Και να είστε βέβαιοι ή να είστε βεβαία εσείς, τέλος πάντων, ότι και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους και τα δισέγγονά τους θα βλέπαν αυτήν την περγαμηνή εκεί και θα ήταν πάντα έτοιμοι να θυσιαστούνε με ευχαρίστηση, να προσφέρουν, τέλος πάντων, τις υπηρεσίες τους στη Κύπρο και όχι μόνο, σε όλη την Ελλάδα, σε όλη την Ελλάδα. Δεν ξέρω αν έκανε κάτι τέτοιο η Κυπριακή Δημοκρατία ή σε πιο βαθμό το έκανε, γι’ αυτό υποστηρίζω πάντα, λέω… Όχι στους αξιωματικούς. Οι αξιωματικοί είναι υποχρεωμένοι να κάνουν αυτό που κάνουν, είναι το καθήκον τους αυτό, γι’ αυτούς που πήγανε και αυτούς που δεν πήγανε ήταν υποχρεωμένοι να το κάνουν. Οι φαντάροι, όμως, οι στρατιώτες, οι απλοί στρατιώτες, εκεί θα έπρεπε να τους αντιμετωπίζει και η Κύπρος και η χώρα μας, η κυρίως Ελλάδα, η μητέρα Ελλάδα, που συνηθίζει να λέγεται. Tελευταία κάτι έκανε η Ελλάδα η μητέρα στους φαντάρους που πήγανε κάτω, της μοίρας Νίκη, τέλος πάντων. Τους έδωσε κάποια τιμητική σύνταξη, κάποιο δύο εκατοστάρικα ευρώ, νομίζω, τον μήνα, έτσι, τιμητική σύνταξη. Η Κύπρος δεν ξέρω τι έκανε. Δεν λέω να στείλει χρήματα, δεν ζητάμε τέτοια πράγματα, αλλά στους φαντάρους ένα απλό, ένα απλό ευχαριστήριο, αν θέλετε. Δεν ξέρω αν το έκανε, πιθανό να το έκανε, δεν ξέρω αν το έκανε, δεν έχω ακούσει κάτι τέτοιο. Αν δεν το έκανε, ποτέ δεν είναι αργά να γίνει.

Α.Π.:

Ωραία. Ευχαριστώ πολύ.