© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Και τώρα νομίζω ότι είμαι κοριτσάκι στο Πραστείο»: Η κυρία Βούλα θυμάται τη ζωή σε ένα χωριό της Μάνης
Κωδικός Ιστορίας
12159
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Σταυρούλα Μαραβελέα (Σ.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/06/2020
Ερευνητής/τρια
Άρτεμις Φασσέα (Ά.Φ.)
[00:00:00]Καλησπέρα, θα μου πεις το όνομά σου;
Με λένε Σταυρούλα Μαραβελέα.
Είναι Τετάρτη 17 Ιουνίου του 2020, είμαι με την Σταυρούλα Μαραβελέα, βρισκόμαστε στην Καλαμάτα, εγώ ονομάζομαι Άρτεμις Φασσέα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θα μου πεις κάποια πράγματα για σένα;
Ναι. Εγώ γεννήθηκα σ’ ένα χωριό στη Μάνη που λέγεται Προάστιο. Ο μπαμπάς μου λεγότανε Διονύσης, η μαμά μου Αγγελικούλα, Αγγελική. Ήμαστε μία μεγάλη οικογένεια. Ήμαστε πέντε κοπέλες κι ένα αγόρι. Πρέπει να πω πώς τον λένε; Είχαμε ένα αγόρι που το αγαπούσαμε πάρα πολύ, γιατί τότε τα αγόρια στη Μάνη ήτανε −πώς να το πω− δηλαδή τα θεωράγανε κάτι... Λοιπόν, αυτός πήγε στην Αθήνα και σπούδαξε και έγινε διοικητής Δωδεκανήσων, αστυνομικός. Τέλος πάντων, τον χάσαμε νωρίς. Και χάσαμε και μία μας αδερφή ακόμα. Οι άλλες υπάρχουνε. Καθεμία έχει παντρευτεί. Εγώ, εν τω μεταξύ, μεγάλωσα στο χωριό, με αγροτικές δουλειές. Θερίζαμε, σπέρναμε στα χωράφια το στάρι και μετά το θερίζαμε, το πηγαίναμε στ’ αλώνια με τα μουλάρια και μες στ’ αλώνι γύριζε το μουλάρι και έφευγε το άχυρο από τον καρπό και παίρναμε τον καρπό. Όλα αυτά. Και είχαμε μία κουραστική ζωή στο χωριό, θέλω να πω. Λοιπόν, όταν έφτασα κι εγώ στα 20 μου χρόνια, έφυγα από το Πραστείο και παντρεύτηκα στο Πετροβούνι. Τον άντρα μου τονε λέγανε Κωστάκη Φασσέα. Εκεί απέκτησα τρία κορίτσια κι ένα αγόρι. Να πω τα ονόματά τους; Η Μαρία, η Αγγελική, η Τούλα και ο γιος μου ο Παναγιώτης. Λοιπόν, περνάμε πολύ ωραία. Ήμαστε… Φύγαμε από το χωριό, γιατί και ο παππούς κι εγώ γεράσαμε πολύ και δεν μποράγαμε, γιατί έπρεπε να κατεβαίνουμε στην Καρδαμύλη να ψωνίσουμε. Ήταν τα παιδιά παντρεμένα όλα δω πέρα στην Καλαμάτα και ήρθαμε στην Καλαμάτα με τα παιδιά μας. Έχουνε τα παιδιά μου από κάτω ένα μαγαζί που το λένε «Αχνάρι», κι εγώ μένω απάνω, μόνη μου, και είμαι πολύ χαρούμενη και πολύ καλή... Και πολύ μεγάλη γιαγιά. Είμαι 91 χρονώνε κι όσο μπορώ, νομίζω ότι θέλω να περιποιέμαι τα παιδιά μου και τα εγγονάκια μου, όλα. Λοιπόν, κι είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένη, διότι με τη δύναμη του Θεού έχω καλά παιδιά. Και οι κόρες μου που παντρευτήκανε, βρήκανε καλά παιδιά, έχουνε καλές οικογένειες και οι τρεις κοπέλες, και ο γιος μου έχει δίδυμα, την Άρτεμη και τον Κωνσταντίνο μας, να είναι χιλιόχρονα. Και είναι μια χαρά. Μπορώ να γυρίσω πίσω; Λοιπόν, ξέχασα όμως, στο χωριό που ήμαστε παιδιά, εγώ γεννήθηκα το 1929. Όταν ήταν οι Γερμανοί, ήμουνα 10 χρονώνε, το ‘40, έτσι; Εκεί περάσαμε δύσκολα. Μέναμε σ’ ένα σπίτι κι από πάνω από το σπίτι... Μέναμε οικογενειακώς όλα τα παιδιά στου παππού το σπίτι, γιατί από πάνω από του παππού το σπίτι υπήρχε μία καμπάνα, σε μία ελιά που την είχανε κρεμάσει, κι άμα οι χωριανοί είχανε κανονίσει ν’ ακούνε μία βουή από τους Γερμανούς στο αεροπλάνο, χτύπαγε η καμπάνα και παίρναμε μία πατατούκα −τη λέγανε−, κρεμότανε στις πρόκες, και φεύγαμε και πηγαίναμε τη νύχτα, ό,τι ώρα να ‘τανε, στο σπηλιάκι. Γιατί φοβόμαστε ότι οι Γερμανοί θα χτυπήσουν το χωριό και να μην είμαστε μέσα μη μας εσκοτώσουνε. Και−
Η πατατούκα τι είναι;
Η πατατούκα... Ένα σακάκι[00:05:00], που λέμε. Τότε, οι Γερμανοί ερχόντανε στα σπίτια και πηγαίνανε από κάτω που είχαμε τις κότες, τα κουνέλια και λέγανε: «Κότα γαλίνα!» Και κόβαν τα κεφάλια και μας τις παίρναν, τις βάζαν στα σακούλια και τις παίρναν να τις μαγειρεύουνε και τις τρώγανε. Και περάσαμε... Μας διώξανε, δε, από τα σπίτια μας. Τότε, πάλι, μετά τους Γερμανούς ήρθε το Χίτικο και τ’ αντάρτικο. Το οποίο το Χίτικο ήτανε στη θάλασσα, τ’ αντάρτικο είχε πάει στα βουνά. Τότες, αποφασίσανε ότι να μας διώξουν από τα χωριά μας και να πάμε κοντά στους Χίτες, δηλαδή κοντά στη θάλασσα, στα παραθαλάσσια. Οπότε, φύγαμε κι εμείς τότε −ήμαστε όλα τα παιδιά, δεν ήτανε παντρεμένο κανένα− και πήγαμε σ’ ένα μέρος που λέγεται Καλόγρια, κοντά στη Στούπα. Μας έδωσε ένας ένα συκόσπιτο −το λέγαν τότε−, όχι σπίτι. Αυτό να φανταστείς ότι όλο το σπίτι ήταν ένα κρεβάτι. Το είχε κάνει ο μπαμπάς ένα κρεβάτι και κοιμόμαστε και μαγειρεύαμε έξω, με ξύλα, δεν υπήρχε ρεύμα. Και ούτε στο Πετροβούνι που πήγα εγώ μετά υπήρχε ο δρόμος. Λοιπόν, και μια εποχή, να πω, ήμουνα με τη μαμά μου και θέριζα σ’ ένα χωράφι. Αλλά οι Χίτες μάς λέγανε: «Σήμερα θα πάμε στο χωριό. Όποιος θέλει, μπορεί να ‘ρθεί, να πάρει ό,τι θέλει από το σπίτι του και να κάνει ό,τι θέλει στην περιουσία του. Κι είχαμε πάει με τη μαμά μου και με τον μπαμπά μου... Ο μπαμπάς ήταν μελισσοκόμος. Είχε μελίσσια. Και πουλάγαμε. Θυμάμαι και τότε 2 κιλά λάδι, 1 κιλό μέλι. Όχι κιλό, οκάδες. Τότε δεν ήτανε κιλά. Λοιπόν... Και όταν θέριζα με τη μαμά μου −κι είχαμε ένα γαϊδουράκι και μία κατσίκα και το ‘χαμε μαζί μας που έβοσκε−, κι ακούω ένας Χίτης... Γιατί ειδοποιηθήκανε ότι έρχονται αντάρτες. Κι οι Χίτες φοβηθήκανε και φεύγανε. Αντί να τους πολεμήσουνε, τα όπλα στον ώμο και φεύγανε. Και μου φωνάζει: «Βούλα, Βούλα, Βούλα!» Το [Δ.Α.] ήταν απέναντι. Λέω: «Γιατί φωνάζεις;» «Οι αντάρτες από πάνω σου και εσύ κάθεσαι ευτού;». Η μάνα μου, η κακομοίρα, δεν άκουγε και καλά. Τη σκουντάω τη μάνα μου, λύνουμε την κατσίκα και φύγαμε με τα πόδια και κατεβήκαμε στην Καλόγρια με τα πόδια από το κτήμα τότες. Και πηγαίναμε από την Καλόγρια στο Πραστείο, γιατί είχε κι ο μπαμπάς μου ένα χτήμα -μεγάλο, ελιές εκεί− και δουλεύαμε και κει και πηγαίναμε από το Πραστείο κάτω, μαζεύαμε ελιές και το βράδυ πηγαίναμε στο Πραστείο−
Πόση ώρα ήτανε περίπου να πας;
Μία ώρα. Μία ώρα με τα πόδια. Και είναι −όπως είναι το Πετροβούνι− αγανιές, ανηφοριά−
Οι Χίτες; Τι ήταν οι Χίτες;
Ε;
Οι Χίτες τι ήτανε;
Οι Χίτες ήτανε που ‘χανε κάμει... Πώς ήτανε οι αντάρτες στα βουνά, οι Χίτες ήτανε στη θάλασσα. Δηλαδή ήτανε παραθαλάσσιοι. Και λέγανε ότι φυλάνε να πολεμάνε τους αντάρτες. Και, άμα άκουγαν οι Χίτες τους αντάρτες, λούηδες. Και μάλιστα, κατεβήκανε κι οι αντάρτες τότε, θυμάμαι, και πήρανε δύο γυναίκες. Γιατί, τότε, οι Χίτες μάς επιτάζανε. Δηλαδή, «Μας επιτάξανε» θα πει «Μας βουτάγανε». Και έλεγε ότι: «Βούλα, σήμερα θα ‘ρθείς να θερίσουμε των αντάρτωνε τα λαχίδια». Οι αντάρτες ήτανε στα βουνά, αλλά είχανε σπείρει. Και πηγαίναμε. Τι να κάμεις; Ήθελες, δεν ήθελες, πήγαινες. Κατάλαβες; Και είχανε φέρει και γυναίκες από τη Στούπα και κατεβήκανε οι αντάρτες και τις πήρανε στα βουνά. Και μάλιστα λέγανε ότι θα τις ατιμάσουνε, θα τις εσκοτώσουνε...
Και πώς τις διαλέγανε αυτές;
Ε;
Πώς τις διαλέγανε αυτές τις γυναίκες;
Πώς τις διαλέγανε; Δεν είχε διάλεγμα. Ερχόντουσαν στο σπίτι και σου ‘λεγε: «Μπρος[00:10:00]!» Όπως και οι Γερμανοί, ακόμα, μας εσκοτώνανε. Ερχόντανε, χωρίς να σε ειδοποιήσουνε, παίρνανε ιδίως άντρες... Στην Καρδαμύλη σκότωσανε, στην εκκλησία μπροστά, οχτώ. Τους βάλαν όρθιους και τους εκτελέσανε. Και όπως έχουμε ακούσει, έγινε μεγάλος... στα Καλάβρυτα. Που εκεί έγινε... Δεν αφήσανε σερνικό κανένανε. Οι Γερμανοί ήταν αιμοβόρικος λαός. Ενώ οι Ιταλοί ήτανε πιο μαλακοί. Μας φέρονταν σε μας πιο μαλακά, πιο γλυκά. Τους Γερμανούς τους φοβόμαστε πάντοτε. Δεν θα ξεχάσω −που τώρα γέρασα− το βήμα τους, που περπατάγανε. Δηλαδή, η αρβύλα του Γερμανώνε είχανε πρόκα τόση από κάτω. Στρογγυλή πρόκα. Γιατί; Για να μη λιώνει η αρβύλα. Κι όπου περπατάγανε, σειότανε ο κόσμος. Και τους φοβόμαστε πάρα πολύ, να μην ερθούνε στα σπίτια και μας εσκοτώσουνε. Ή μας κλέψουνε. Και θυμάμαι και ένα άλλο, στου πατέρα μου ακόμα το σπίτι, που ‘ρθαν μια βραδιά οι αντάρτες από το βουνό. Μπαίνουνε μέσα. Και αυτοί πεινάγανε. Θέλανε ψωμί, θέλανε ρούχα, θέλανε παπούτσια... Και τότε εμείς, οι γονείδες μας κι εμείς που ‘μαστε παιδιά, κάναμε… θρέφαμε τα χοιρινά −δύο τρία ο καθένας, τα παίρναμε μικρά− και κάναμε λουκάνικα, τα λέγαμε. Τα οποία τα βάζαμε σε λαγήνες, μες στο λάδι, κι όποτε ήθελε η μαμά μάς μαγείρευε.
Πού το βάζατε;
Σε λαγήνες, σε στάμνες. Λοιπόν... Και πάνε οι αντάρτες και τα παίρνουνε, τα φέρνουν απάνω και τα βάζουνε σε δύο ταψιά, διαλέξαν τις καλές μερίδες, και τα πήρανε. Τι να κάμεις; Δεν μπορείς να μιλήσεις. Λοιπόν, μετά η μάνα μας… Οι αντάρτες δε, γεμίσαν τον κόσμο ψείρες. Κι έπιασε η μάνα μας με τις φάνες, κι έβαζε και τα σκαμνιά, να ψοφήσουν οι ψείρες, και γύρω γύρω... Κι όλα τα ρούχα που ‘ταν, την άλλη μέρα έπιασε και τα ‘βρασε, σ’ ένα καζάνι μέσα, τα ‘βρασε. Θυμάμαι ο πατέρας μου που μου ‘λεγε: «Βούλα, φώτισε στους αντάρτες −στα παιδιά! Δεν τους έλεγε−, στα παιδιά να μην πέσουν από τη σκάλα.» Γιατί έχει μία σκάλα διπλάσια από τούτη του πατέρα μου το σπίτι. Και μου ‘κανε εντύπωση ότι ένας άντρας ήτανε απ’ όξω από την πόρτα και δεν είχε μπει μέσα. Και, σαν παιδί που ήμουν, είχα περιέργεια, και λέω, ποιος είναι αυτός και δεν μπαίνει; Όπως, λοιπόν, άνοιξα την πόρτα να βγούνε και κοιτάω, κι ήταν ένας από τη Σαϊδόνα, πολύ γνωστός, ο Θωμάς. Και του λέω: «Θωμά, εσύ είσαι!» «Ναι, Βούλα -μου λέει- δεν ήθελα να ‘ρθώ μέσα. Ντρεπόμουν -μου λέει-, δεν ήθελα στου μπαρμπα-Διονύση το σπίτι να ‘ρθώ». Αυτές οι ιστορίες με τους Χίτες και με τους αντάρτες.
Τότε είχατε ρεύμα στο σπίτι;
Όχι βέβαια, δεν είχαμε. Και που παντρεύτηκα το 1953, δεν είχαμε ρεύμα. Όταν ήρθα στο Πετροβούνι εγώ, μεγάλωσα τα παιδιά μου, που πηγαίναν στην Καρδαμύλη, και τα τέσσερα παιδιά, από το Πετροβούνι στην Καρδαμύλη. Και τότε ήτανε το σύστημα και φοράγανε τα κορίτσια ποδιές, μπλε με άσπρο γιακαδάκι. Και, εν τω μεταξύ, ήτανε και κάνανε και δύο φορές μάθημα, πρωί απόγευμα. Κι έπρεπε να τους βγάλω και τι θα φάνε κάθε μέρα. Κατάλαβες; Και λερώνανε με τα λάδια και τις ποδιές. Και, παρόλο που ήτανε −γιατί ήταν και χειμώνας βέβαια−, είχαμε δύο ποδιές στο κάθε παιδί και ήτανε δύσκολα τα χρόνια. Όταν παντρεύτηκε η μεγάλη μου κόρη, η Μαίρη, ένα καλό παιδί από την Καλαμάτα και γέννησε και το πρώτο της παιδί, και το φως το ‘φτιαξε ο γαμπρός μου. Γιατί ήταν και ηλεκτρολόγος. Φαντάσου, πότε ήρθε... Δεν ήτανε... Ούτε νερό. Το πλύσιμο με το σαπούνι το χωριάτικο που βγάζαμε[00:15:00] εμείς από το λάδι που κάναμε... Γιατί, ξέχασα να πω ότι στο Πετροβούνι ο άντρας μου είχε μεγάλη περιουσία, είχε στην Καλαμάτα σπίτι, κι αυτό το μαγαζί που λέγεται «Αχνάρι» ήτανε δικό μας, και είναι ακόμα. Λοιπόν... Τότε, όμως, δεν ήτανε μαγαζί, ήταν φούρνος. Και είχε μία καλή περιουσία. Δηλαδή, θέλω να πω ότι ήταν ένας μεγάλος νοικοκύρης τότες. Και το 1954 γέννησα το πρώτο μου παιδί. Το '57 το δεύτερο, το '60 το τρίτο και το '62 τον γιόκα μου. Μετά από τρεις κόρες, που έκανε ο Θεός κι έκανα το γιόκα μου. Δε, είχα μία καλή, πολύ καλή κουνιάδα, που μ’ αγάπαγε και την αγάπαγα. Και το σπίτι μας στο Πετροβούνι ήτανε δίπλα, τα χώριζε ένας τοίχος. Και με βοηθούσε πάρα πολύ, κι εγώ τη βοηθούσα όσο μπορούσα, κι ήμαστε αγαπημένες. Και μετά, που κι αυτή έκανε οικογένεια... Γιατί όταν εγώ παντρεύτηκα, αυτή γέννησε το τελευταίο της παιδί. Η Φωτεινή από την Μαίρη, είναι έναν χρόνο μεγαλύτερη η Φωτεινή. Φαντάσου. Και μετά από λίγα χρόνια που ξεπεταχτήκανε... Γιατί ο άντρας της ήταν Αμερικάνος, είχε γεννηθεί στην Αμερική. Και έφυγε ο άντρας της πρώτα, με την κόρη της τη μεγάλη, κι από κει έφυγε κι η Τασία −την λέγανε− με τον Σταύρο και με την Φωτεινή, με το πλοίο, με το καράβι. Σαράντα μέρες ταξίδι στην Αμερική. Αλλά πήγανε στην Αμερική, δουλέψανε, τακτοποιήσαν τα παιδιά τους, έχουνε... Να πω και το άλλο, ότι η κουνιάδα μου −έφυγε βέβαια από τη ζωή γιατί ήτανε μεγάλη− και είχε δεκαέξι δισέγγονα! Από τρία παιδιά που είχε, δεν είχε πολλά, τρία παιδιά. Εννιά εγγόνια και δεκαέξι δισέγγονα. Κοντεύει να τελειώσει;
Τα αγόρια γιατί ήτανε τόσο σημαντικά;
Ε;
Τα αγόρια γιατί ήταν τόσο σημαντικά στη Μάνη;
Γιατί έμενε το όνομα. Είδες τι γίνεται; Τώρα μας γράφει; Πρέπει να το γράψουμε; Λέγανε να μείνει το όνομα. Γιατί; Γιατί τούτο δω ήτανε Φασσέικο. Δεν το είχε ο παππούς σου αγοράσει. Το ‘χε ο πατέρας του. Από τον πατέρα του έμεινε στον παππού σου. Από τον παππού σου, που το είχε, μένει στον πατέρα σου εσένα, στον Παναγιώτη. Από τον Παναγιώτη θα πάει στον Κωνσταντίνο. Δηλαδή, θέλω να πω ότι μένει Φασσέικο το όνομα. Ενώ οι κοπέλες στη Μάνη δεν παίρνουν το δικό τους όνομα. Αλλάζουνε. Η μία έχει Κουμουνδούρο, η άλλη έχει Χειλά, η άλλη... Καθεμία... Κατάλαβες; Και αυτό τους ενδιάφερνε, να... Και ξέχασα να πω ότι η κουνιάδα μου η Τασία, αυτή που πήγε στην Αμερική, αγαπούσε πάρα πολύ τον αδερφό της, γιατί κι εκείνη τον είχε ένανε, κι ήθελε πολύ να κάνει αγόρι. Όταν ήρθε, μετά από τόσα χρόνια από την Αμερική, γιατί έφυγε κι ο πατέρας της, και ήρθε στα εξάμηνα, που τονε λέμε εμείς, τα βάζαμε. Και ο γιος μου τότε ήταν 6 χρονώνε. Και δεν πίστευε ότι έκανα αγόρι −να πω να γελάσουμε κιόλας−, και τονε ξεβράκωσε, που λέμε, να πιστέψει ότι ο αδερφός της έχει γιο.
Έχω ακούσει ότι στη Μάνη, αν δεν κάνανε αγόρι, δεν σταματάγανε να κάνουνε παιδιά, μέχρι να κάνουνε αγόρι.
Ναι, έτσι! Και πρώτα, μη συζητάς. Διότι, λέω, όλη νύχτα απόψε δεν μπόραγα να... Το γράφει ή θέλεις να το κλείσεις;
Γράφει.
Είχα τον νου μου, Άρτεμις, στο κάτω σπίτι. Και έκανα τη σκέψη κι έλεγα, εκεί μέσα πώς αναστηθήκανε; Τρία αγόρια, τέσσερα κορίτσια, και η μαμά κι ο μπαμπάς. Πού γεννηθήκανε; Πού τρώγανε; Πού κοιμόντανε; Κι όπως ξέρεις, οι Φασσέοι, δεν μπορώ να πω ότι ήταν καχεκτικοί, ήτανε δύο μέτρα όλοι. Γιατί ήξ[00:20:00]ερα και τις αδελφάδες του πεθερού μου, ήτανε ψηλές, γυναικάρες. Και αυτό είπανε τότες, ότι ο πεθερός μου ήτανε ανάπηρος, δεν πήγε φαντάρος. Αλλά πήγανε τα δύο του αδέρφια στην Αμερική και μία του αδερφή. Ο Ηλίας, ο Σωτήρης κι η Μαριώ. Η οποία η Μαριώ έμεινε ανύπαντρη και ήρθε στην Ελλάδα ανύπαντρη και πέθανε. Ο Ηλίας κι ο Σωτήρης μείνανε στην Αμερική, αλλά είπανε στον πεθερό μου −τον ελέγανε Πάνο− ότι: «Κάτσε συ εδώ με τους γονίδες να τους κοιτάξεις, κι εμείς θα πάμε στην Αμερική και θα σε βοηθήσουμε». Κι όπως πραγματικά τονε βοηθήσανε και πήρε την περιουσία στην Καλαμάτα. Πήρε σπίτι στο Πετροβούνι, πήρε περιουσίες, ελιές −γιατί η Μάνη δεν έχει τίποτ’ άλλο, έχει τις ελιές− και ήτανε ο πρώτος νοικοκύρης τότε. Αλλά τονε βοηθήσανε πολύ πολύ τ’ αδέρφια του, και γι’ αυτό.
Το σπίτι αυτό που μεγαλώσανε, να πούμε, πόσο μεγάλο είναι περίπου;
Που γεννήθηκε ο πεθερός μου; Το κάτω σπίτι. Κουζίνα και το δωμάτιο. Ένα δωμάτιο. Πώς αναστηθήκανε; Πού κοιμόντανε; Πού τρώγανε; Μπορείς να μου πεις;
Και πώς τα−
Ήταν τρία αγόρια και τέσσερα κορίτσια, που τα ‘ξερα εγώ. Κατάλαβες; Παντρευτήκαν όλες οι κοπέλες, όπως τις ήξερα. Τα αγόρια ήτανε... Κι ο πεθερός μου παντρεύτηκε μετά. Κι ό,τι έχω ακούσει, ότι ο πατέρας του ήτανε στραβός. Και τον είχανε, τον είχε η πεθερά μου, λέει, δέκα χρόνια, στραβόνε. Και μετά αγόρασε ο πεθερός μου τον πύργο που μένουνε τώρα, που μέναμε.
Να εξηγήσουμε λίγο τι είναι ο πύργος; Ο μανιάτικος ο πύργος;
Ο πύργος είναι ψηλός. Δηλαδή, έχει τρεις τέσσερους ορόφους, και αυτό λέγεται πύργος. Ενώ ένα άλλο σπίτι που είναι κανονικό με μία σκεπή... Και τότε ήτανε αλλιώς τα πράγματα, ήτανε με καλάμια και ήτανε με κεραμίδια παλαιικά, που τώρα ο γιος μου τα πέταξε όλα και κάνει τον πύργο καινούργιονε. Κι εύχομαι να τον χαίρονται παιδιά κι εγγόνια. Τώρα, αν τα ’πα καλά, δεν ξέρω. Ρώτησέ με εσύ ό,τι άλλο θέλεις.
Στο σχολείο, που είπες ότι τα κορίτσια φοράγανε ποδιά, τα αγόρια τι φοράγανε;
Α, ό,τι να ‘ναι. Δεν είχανε... Τα κορίτσια φοράγανε ποδιές, άσπρο γιακά, άσπρη ζώνη. Και το μπλε λερώνει εύκολα, ξέρεις. Και βάζαμε ό,τι να ‘χαμε. Τότε ο παππούς πήγαινε κυνήγι και πάστωνα τσίχλες. Και τους έβαζα, λοιπόν. Και ο Ηλίας ο Μαρτσελέας −με την Τούλα πήγαιναν μαζί− βγάζανε από τον τοίχο τ’ αρμάκι. Ξέρεις τι είναι τ’ αρμάκι; Πώς είναι ένα χωράφι; Βγάζανε τις πέτρες και τα βάζανε μέσα και βάζανε την πέτρα μετά και δεν φαινότανε. Και λέγαμε ότι τα φάγανε. Και λέγανε ψέματα ότι δεν τα φάγανε, γιατί δεν τους άρεσε, ότι δεν τους άρεσε...
Και τα πουλιά πώς τα πάστωνες;
Τα πουλιά τα μάδαγα, βέβαια. Και τα ‘βραζα με το λάδι. Και έβαζα λεμόνι, ρίγανη, και μετά τα ‘βαζα στο λάδι μέσα, να μη χαλάνε. Κι άμα ήθελες, έβγαζες ένα δύο. Πολλά τα ‘παιρνε ο παππούς σου και τα πήγαινε για μεζέ στα μαγαζιά. Η τσίχλα του άρεσε πάρα πολύ. Αλλά εγώ... είχε κόκαλο και δεν την ήθελα. Α, ξέχασα να πω ότι ο παππούς σου ήτανε κυνηγός. Και ήτανε κυνηγός μόνο για λαγούς και τον λέγανε «Λαγοφονιά». Τρώγαμε πάρα πολλούς λαγούς. Και ένας ξάδερφός του είχε ‘ρθεί από την Αθήνα, γιατί της πεθεράς μου ένας αδερφός ήτανε στην Αθήνα, κι ήτανε μεσίτης, τονε λέγανε. Κι είχε έναν γιο που τονε λέγανε Αργύρη. Και ήμαστε μαζί στο χτήμα, στο μιράλο, και ακούμε τον παππού σου τον Κωστάκη. Εν τω μεταξύ την προηγούμενη μέρα είχα μαγειρέψει εγώ λαγό στιφάδο. Ξέρεις τι είναι το στιφάδο; Με κρεμμύδια, όλο με κρεμμύδια. Αλλά αυτό, τα κρεμμύδια μυρίζουνε. Και ακούμε: «Μπαμ!» Και μου λέει ο Αργύρης: «Βούλα!» «Τι είναι, Αργύρη μου;» «Πάει ο λαγός -μου λέει- τονε σκότωσε ο Κωστάκης. Κο[00:25:00]ίτα, όχι πάλι στιφάδο!» «Γιατί, Αργύρη μου;» «Βρωμάνε τα σεντόνια!» μου ‘λεγε.
Εσείς, όταν πήγατε και μείνατε στην Καλόγρια, που είπες, πόσο καιρό μείνατε εκεί;
Θα μείναμε δύο χρόνια. Ναι.
Και μετά τι έγινε και γυρίσατε πίσω;
Ε, μετά πια διαλύθηκε τ’ αντάρτικο, ήρθε στρατός, μάζεψε από τα βουνά που ήτανε. Και, αφού φύγανε οι αντάρτες, επιτρέψανε και πήγε ο κόσμος πάλι στα χωριά τους, στα σπίτια τους.
Ξέχασα να πω. Ο μπαμπάς μου εμένανε είχε δύο μουλάρια. Τα οποία μουλάρια ήταν ο πρώτος που τα έμαθε να καματεύουνε, να οργώνουνε τη γης, με αλέτρι σιδερένιο. Λοιπόν... Και τα είχαμε και κάναμε αυτές τις δουλειές. Αλλά μετά, που ήρθαν οι Γερμανοί, μας τα επιτάξανε και μας τα πήρανε. Και πήγανε τέσσερες οικογένειες Μαραβελέοι... Εδώ, ερχόντανε στην Καλαμάτα και τα παρουσιάζανε. Ήτανε ειδικοί, κι άμα ήταν καλό, γερό το μουλάρι, το παίρναν. Άμα δεν ήταν, δεν το θέλανε. Λοιπόν... Και λέει ότι ν’ αφήσουμε ένα μαραβελέικο μουλάρι. Κι άφησανε στον πατέρα μου, που ‘χε δύο, του αφήσαν το ένα. Και ήταν ευχαριστημένος. Αλλά υπάρχανε και ανθρώποι που δεν ήτανε καλοί, στο ίδιο χωριό. Κι όταν είδαν τον πατέρα μου και έφερε το μουλάρι, «Α», είπανε ότι «Ναι, ο Διονύσος δεν έχει ανάγκη, γιατί έχει δύο αδέρφια στην Αθήνα που ‘ναι αξιωματικοί». Και τηλεφωνήσανε και είπαν αυτό. Τηλεφωνήσαν στον μπαμπά μου, στον πατέρα μου, και το ‘φερε πάλι και μας το πήρανε. Μετά, όμως, δεν είχαμε δύναμη εμείς να πάρει μουλάρι, και πήραμε βόιδα, αγελάδες, οι οποίες γεννάγανε και πουλάγαμε τα μοσχάρια. Και εγώ που ‘μουνα κοπέλα, είχα βοσκήσει πολύ καιρό τα βόιδα. Και κάναμε ζευγάρι με τα βόιδα. Εγώ ‘χα κάνει πάρα πολύ ζευγάρι με τα βόιδα, όχι με τα μουλάρια. Και μία φορά είχα και τον αδερφό μου. Ο αδερφός μου ήτανε μικρότερος δύο χρόνια από μένανε. Και του είπα: «Βρε, Αλέξη μου, έλα, μανούλα μου, πάρε και συ τ’ αλέτρι να με ξεκουράσεις!» Και μου ‘λεγε, αυτός δεν αγαπούσε καθόλου την αγροτική ζωή, και μου ‘λεγε: «Στ’ Άγραφα και Καρπενήσι, φούρνος να μην καπνίσει! Φαντάρος, δεν θα μ’ αφήσει να πάω; Εγώ δεν ξαναγυρίζω, Βούλα, στο Πραστείο!» Όχι να καματεύσει δεν ήθελε να με ξεκουράσει. Αλλά έλεγε ιστορίες και μου ‘λεγε: «Φαντάρος, δεν θα μ’ αφήσει να φύγω;» Κι όπως πραγματικά, πήγε στο Ναυτικό, εθελοντής. Εκεί έκανε τη θητεία του ο Αλέξης. Δύσκολα τα χρόνια τότες, Αρτεμούλα μου. Γιατί ήτανε και τ’ άλλο. Κάνανε και μεγάλες οικογένειες. Θυμάμαι εγώ στο Πραστείο, καμία οικογένεια δεν είχε λιγότερα από οχτώ παιδιά κάνει. Εμένα οι γονίδες μου είχαν έξι παιδιά, πέντε κορίτσια κι έναν γιο. Η άλλη δίπλα, η γειτόνισσα, είχε εφτά, η άλλη είχε οχτώ, η άλλη είχε δέκα−
Και πώς τα βγάζανε−
Δηλαδή πιστεύανε ότι για να δυσκολέψει, να μην κάνει η γυναίκα παιδί, είναι αμαρτία. Όσα θέλει ο Θεός, λέγανε. Όσα θέλει ο Θεός θα γεννηθούν.
Και πώς τα βγάζανε πέρα οικονομικά;
Τα βγάζανε, Άρτεμις. Πώς τα βγάζανε; Το ένα παιδί βοήθαγε τ’ άλλο. Δηλαδή, το μεγαλύτερο παιδί... Εγώ θυμάμαι που πήγαινε η μαμά μου, η αδερφή μου, ο πατέρας μου στα χτήματα. Εγώ, μ’ αφήνανε τον Αλέξη, την Πότα, την Θεανώ και την Αντωνία. «Βούλα, τα παιδιά και τα μάτια σου!». Κατάλαβες; Και ο μπαμπάς μου... Διότι στο Πραστείο είχαμε πολύ νερό. Η βρύση, έχουμε μία ωραία βρύση, είχε πέντε αυλούς −τους λέγαμε− και είχαμε και πολλούς μπαξέδες μ’ αυτό το νερό τότε εμείς. Και ήμαστε κάπως, από τ’ άλλα χωριά καλύτεροι.
Οι αυλοί τι είναι;
Οι αυλοί είναι τόσο, που[00:30:00] τρέχει το νερό. Είναι μία… Είχανε φτιάξει μία ωραία, τη βρύση... Τότε ήτανε σπηλιά που έβγαινε το νερό, αλλά μετά τη φτιάξανε. Και εκεί ήτανε πέντε. Και τρέχανε νύχτα μέρα. Δεν κλείνανε, δεν υπήρχε κλείσιμο. Και αυτό το νερό πήγαινε σε μία μεγάλη δεξαμενή και μετά είχε το χωριό βάλει ένανε που φύλαγε, και ερχότανε και σου ‘λεγε: «Διονύσε, έλα, θα ποτίσεις σήμερα». Ο άλλος: «Βρασίδα, έλα συ, θα ποτίσεις». Ο άλλος, ο άλλος... Τον επληρώνανε, τον πληρώναμε βέβαια. Και είχε αυτό. Και ποτιζότανε, δεν ήτανε να ‘χει ο ένας οχτώ ώρες κι ο άλλος δύο. Ήτανε κανονισμένο πόσο θα ‘ναι. Και είχαμε απ’ όλα. Είχαμε τον κήπο μας, είχαμε τα φασολάκια, είχαμε τη μελιτζάνα, είχαμε απ’ όλα τα καλοκαιρινά και τα χειμωνιάτικα. Πράματα που δεν είχαν τα άλλα χωριά, γιατί δεν είχανε νερό. Όχι ότι ήταν τεμπέληδες.
Και τα λεφτά πώς τα βγάζατε για να τον πληρώνετε αυτόν;
Τα λεφτά; Από το λάδι. Τίποτ’ άλλο δεν υπήρχε. Το λάδι. Και ο πατέρας μου ήτανε ένας άνθρωπος που έκοβε πολύ το μυαλό του. Είχαμε −τονε λένε «Αϊ-Λία» στο Πραστείο− και είχε βάλει περιβόλι. Περιβόλι θα πει ότι κόβουμε τα ξύλα από τις ελιές, όσο είναι το χέρι μου −τόσα−, κι αυτά τα βάζεις, Αρτεμούλα, στο χώμα μέσα. Βέβαια, το περιποιέσαι, το σκάβεις κι είναι αφράτο. Και τα χτυπάνε με ένα ξύλο και τα βάζουνε μέσα, τα σκεπάζουνε, και αφού τα ποτίσεις το καλοκαίρι, αυτά βγάζουνε, πιάνουνε. Αυτό λέγεται περιβόλι. Και αυτό −που μεγαλώσανε πια, γενίκανε δυο μέτρα− τα πούλαγε. Ερχόταν ο άλλος και σου ‘λεγε: «Θέλω πενήντα γροθάρες».
Δηλαδή;
Πενήντα γροθάρες να τις πάρει, να τις βάλει στο χτήμα του, με χώμα. Κατάλαβες; Με χώμα, με ρίζες. Η οποία αυτή είναι σίγουρη. Έβγαζαν ένα τετράγωνο −γουβί το λέγαμε− βαθύ, τόσο. Κι εκεί τη βάζανε μέσα και σκάβανε γύρω γύρω το χώμα, το έριχναν μέσα, το πατάγανε να είναι οι ρίζες. Γιατί, τότε, δεν ήτανε και πολλές ελιές και ήτανε άδεια τα χτήματα και τα βάζανε πια. Και τις πούλαγε ο πατέρας μου, κι ερχόντανε από τη Στούπα, από το Νιοχώρι... και παίρνανε... Απ’ το Ξωχώρι... Και είχε κι αυτό το εισόδημα.
Η γροθάρα τι σημαίνει; Γροθάρα, τι σημαίνει;
Γροθάρες είναι αυτές που είναι οι ελιές οι μικρές. Οι μικρές ελιές τις λέμε, και ακόμα τις λένε, γροθάρες. Και βάζανε και σε πέντε χρόνια, δέκα χρόνια παίρνεις εισόδημα, πιάνανε. Και θυμάμαι τον πατέρα μου, μία εποχή, είχαμε ένα χτήμα, το οποίο, για να το παίρνουνε τότες φθηνά, ήταν άγριωμα. Το άγριωμα είναι με πουρνάρια μέσα. Το οποίο το αγόρασε αυτό και έβαλε δύο άντρες και το ημερώσανε. Κι αφού γινόντανε ωραία λαχίδια −εγώ τότε θα ‘μουνα 14 χρονώνε−, τις κουβάλαγα από το Πραστείο –«αχλαδόκαμπο» το λέγαμε ένα χτήμα, μία ώρα μακριά− μ’ έναν γάιδαρο. Τις φόρτωνε στον γάιδαρο, τις έβγαζε, βέβαια, ο μπαμπάς, ο πατέρας, και όταν τις φυτεύαμε... Ήταν και η αδερφή μου η Μαρία, η μεγάλη, και ένας ξάδερφός μας, Περδικέας Κώστας, ο οποίος βοήθαγε στα γουβιά −τα λέγαμε− και τα βγάζαμε. Και λέει ο πατέρας μου: «Εκατό γροθάρες μπήκε το χτήμα». Ήταν μεγάλο χτήμα. Δηλαδή, πώς να το πω; Λαχίδια τα λέγαμε εμείς. Και λέει: «Ε, παιδιά, τούτη η γροθάρα δεν είναι σίγουρη θα πιάσει» «Γιατί, ρε πατέρα;» του είπαμε. «Γιατί δεν έχει πολλές μικρές ρίζες, έχει μία». Και πιάσανε και οι εκατό. Και έπιασε και κείνη. Κι αυτό το χτήμα το ‘χει πάρει προίκα η Αντωνία, η μικρή μου αδερφή. Και τώρα αυτό, βέβαια... Όταν λέμε το ‘χει... 14 χρονώ, 15, που το βάζαμε. Και τώρα είμαι 92. Φαντάσου πόσα χρόνια είναι!
Εσείς πηγαίνετε σχολείο τότε;
Πηγαίναμε. Εγώ πήγα μέχρι την τετάρτη[00:35:00]. Γιατί; Γιατί από την τετάρτη και έπειτα μεγάλωνε το παιδί και μπόραγε να αποδώσει στα χωράφια. Να αποδώσει σε τι; Τότε οι ελιές, δεν υπήρχαν τώρα όπως είναι τα φάρμακα που τις χτυπάνε, και πέφτανε τα σπυριά. Και ο μπαμπάς και η μαμά μάς βγάζανε από το σχολείο και πηγαίναμε και μαζεύαμε το χαμολόι, το λέγαμε. Με τα χέρια μας, και με τα δύο. Τσάκα-τσάκα-τσάκα-τσάκα. Και είχαμε ένα καλάθι και τις ρίχναμε μέσα. Και έπρεπε να το μαζέψουμε εμείς το χαμολόι για να μην ερθούν οι άλλοι που θα βάλουν τα πανιά και τις πατήσουνε τις ελιές. «Βούλα! Μαρία! Γρήγορα τα χέρια σας να μαζεύτε τις ελιές!». Καμία δεν έβγαλε το δημοτικό. Δεν ξέρω, η Θεανώ νομίζω ότι το ‘βγαλε. Καμία μας δεν έβγαλε... Αυτό λέμε τώρα. Καμία. Γιατί; Γιατί υπήρχε ανάγκη. Γιατί τι να κάμει τόσα… Ήμαστε έξι παιδιά... Η μαμά μου είχε μία μητέρα και είχε και μία αδερφή. Η οποία η γιαγιά αυτή, η μάνα τους, δεν είχε... Ο άντρας της είχε πεθάνει. Αγόρι δεν είχε. Δύο κορίτσια. Και είχαμε πει, οι κόρες της τότε, να την έχει τη μία χρονιά η μία κόρη, την άλλη η άλλη. Και το κάναμε αυτό. Κι ήτανε κι η γιαγιά, άμα ήταν η χρονιά της. Και κάθε Κυριακή ερχότανε κι ο παππούς. Ο πατέρας του πατέρα μου. Αυτός έμενε μόνος του, στο σπίτι. Αλλά είχε μεγάλο κήπο, είχε κουνέλια... Και από τα παιδιά του παππού μου, που ήταν τέσσερα, ο μόνος που είχε μεγάλη οικογένεια ήταν ο πατέρας μου. Γιατί τα αδέρφια του τα δύο είχαν πάει... Ο ένας, ο Γιώργης, ήτανε αξιωματικός. Ταγματάρχης έγινε στο τέλος. Ο άλλος, ο Κώστας, δούλευε στου Σκαραμαγκά. Και είχε ένα κορίτσι ο Κώστας και ένα αγόρι ο Γιώργης. Ο Σωτήρης δεν είχε παιδιά. Ο μόνος που ‘τανε, ο πατέρας μου είχε παιδιά. Και βοήθαγε και ο παππούς πια. Να φέρνει τα μαγειρέματα, να μας φέρνει τα κουνέλια... Αλλά κι εμείς τον πλέναμε, κάθε που φούρνιζε η μαμά θα του πηγαίναμε κι ένα καρβέλι ψωμί. Όσο μποράγαμε. Και −ξέχασα να σου πω− και στο χωριό, που εγώ τότε… που ζύμωνα! Σηκωνόμουνα τη νύχτα, ανάπιανα το προζύμι από το βράδυ και σηκωνόμουν 3 η ώρα και ζύμωνα. Για να γίνει όμως το ψωμί θέλει δύο ώρες και. Ήτανε το προζύμι, που το λέγαμε. Κρατάγαμε από το ίδιο. Και δίπλα ακριβώς, είκοσι βήματα, είχαμε τον φούρνο. Κι έπρεπε να το πάω στον φούρνο. Γι’ αυτό είπα του μπαμπά σου. Με τις πινακωτές στον ώμο και στον φούρνο. Ξέρεις πού ‘ναι ο φούρνος, ε;
Οι πινακωτές τι είναι−
Κι είχα κάνει και πολύ−
Οι πινακωτές τι είναι;
Αυτές που έχει ο μπαμπάς σου στο σπίτι φέρει, και έχει εκεί που ανεβαίνετε επάνω, στης μαμάς το δωμάτιο. Που είναι όρθιος, που έχει φωτογραφίες. Αυτές οι πινακωτές που έβαζα εγώ τα καρβέλια να γίνουνε. Το ζυμάρι, δηλαδή, το έπλαθα, αφού θα το τελείωνα, το έκανα στρογγυλό, το έβαζα μέσα... Γιατί είχα πανί μάλλινο από κάτω, και το άλλο το λέγαμε «πεσκίρι». Ένα, σαν σεντόνι να το πω, καθαρό. Το οποίο το διπλώναμε, να μην κολλήσει το ‘να με τ’ άλλο. Γιατί έχει αποστάσεις το ένα. Είπα στον μπαμπά σου: «Α, ρε Παναγιώτη, οι πινακωτές! Πόσο καιρό τις −λέω−, τις είχα στον ώμο μου!» Και έλεγε ο πεθερός μου, άμα το ‘βγαζα το ψωμί −κι έβαζα δέκα ψωμιά!−: «Α, είναι καλό το ψωμί. Έχει τούμπανο!» Αλλά μ’ είχε κουράσει πολύ το πλύσιμο, Άρτεμις! Άντε, τώρα! Γιατί ήμαστε τότε πέντε παιδιά. Ο μπαμπάς κι εγώ... Εφτά; Πέντε, έξι... Εφτά! Ο παππούς, η γιαγιά! Αυτά τα ρούχα −δύο ρούχα ο καθένας− και ιδίως οι γέροι τον χειμώνα φοράγαν πάρα πολλά ρούχα. Όλα αυτά τα ‘πλενα με το χέρι, με το σαπούνι. Εδώ τα χέρια μου, από το τρίψιμο, έβγαζε σπιθούρια, ξεφλουδιζότανε[00:40:00]. Κι έλεγε ο μπαμπάς σου, για ρώτησέ τονε. Το γράφει; Όταν ο μπαμπάς σου ήτανε στην Αθήνα ανύπαντρος, που δούλευε στ’ αυτοκίνητα, όταν ερχότανε, έμενε στην Τούλα τότε. Λοιπόν, κι η Τούλα τού τα ‘βαζε στο πλυντήριο. Όταν ερχόταν, ό,τι μου ‘φερνε... Και θυμάμαι ότι μου ‘φερνε κι ένα σακάκι μέχρι εκεί, που το φοράγανε στη δουλειά αυτό. Και του ‘λεγα: «Καλά, βρε γιε, δεν έχει η σχολή μέσα να σας δώσει; ...» Το ‘χα γεμάσει μπαλώματα. Και έλεγε: «Το πλύσιμο της μαμάς μου –να δεις πώς το’ λεγε− είναι πλύσιμο! Της Τούλας το πλυντήριο είναι απομίμηση!» Μιμείται, δηλαδή. Όχι ότι τα πλένει. Μιμείται δηλαδή. Κι εγώ τα ‘πλενα με το χέρι!
Ο αδερφός σου πήγε σχολείο; Ο αδερφός σου τελείωσε;
Ναι, ο αδερφός μου τελείωσε και πήγε και στο γυμνάσιο, στην Καλαμάτα. Και τότε που ήτανε οι Χίτες κι οι αντάρτες, από το σπίτι αυτό που σου ‘λεγα... Γιατί είχε νοικιάσει ο Αλέξης εδώ πέρα, στην Καλαμάτα. Και μένανε και τη Μαρία, που ήμαστε ξεπεταγμένες, μας έστειλε ο μπαμπάς στην Καλαμάτα. Γιατί; Γιατί να μη μας πάρουν οι αντάρτες.
Πόσο κάτσατε στην Καλαμάτα; Για πόσον καιρό σας έστειλε;
Κάνα δύο χρόνια, περισσότερο... Εγώ δούλευα, εν τω μεταξύ. Μεγάλωσα και δούλευα στο πορτοκάλι, στην αποθήκη με το σύκο. Ναι! Δουλεύαμε! Κι όχι εγώ, όλος ο κόσμος τότε, γιατί ο κόσμος... Ή ήτανε μετά ο βάλτος. Είχα δουλέψει και στον βάλτο. Ο βάλτος ήτανε ανάμεσα Καλαμάτα και Μεσσήνη, που σπέρνανε το ρύζι τότε, και το θερίζανε. Εμείς θερίζαμε, οι εργάτες θερίζανε. Δεν υπήρχανε μηχανήματα τότε. Και μόνο ότι υπήρχε... το λέγανε... που έβγαζε το ρύζι από το... το ‘βαζε πάνω και το... αλεστικό! Το καθάριζε. Κι εμείς κουβαλάγαμε. Το κάνανε δεμάτια και το κουβαλάγαμε. Γιατί το μηχάνημα δεν μπορεί να πάει μέσα στα χτήματα. Γιατί ήτανε λάσπη, ήταν νερά. Το ρύζι γίνεται στο νερό μέσα. Λοιπόν... Και τα πηγαίναμε... Κόσμος! Ακόμα το θυμάμαι. Και λέγαμε: «Πάμε στην καρυδιά, να βρούμε αφεντικό! Να δουλέψουμε!»
Και πού μένατε τότε;
Στην Καλαμάτα πια. Πηγαίναμε με το τρένο εκεί. Και τονε λέγαμε τότε «μουτζούρη». Δούλευε με κάρβουνα τότε το τρένο.
Μένατε σε συγγενείς ή νοικιάζατε;
Όχι, είχαμε νοικιάσει. Είχε νοικιάσει ο αδερφός μας, που πήγαινε στο σχολείο. Και στο ίδιο δωμάτιο μέναμε κι εμείς. Και ακριβώς στο ίδιο σπίτι μένανε και κάτι ξαδέρφια μας. Και το ‘χαμε μοιράσει. Δηλαδή, αυτά ήταν πρώτα μας ξαδέρφια. Ήτανε η μάνα τους αδερφή της μάνας μας.
Πόσο χρονών ήσουνα τότε;
18 χρονώνε... Για να δουλεύω στα σύκα και στα...
Και μετά γύρισες στο χωριό και...
Ναι, βέβαια. Μετά πια γυρίσαμε στο χωριό και παντρεύτηκε η αδερφή μου. Γιατί τον άντρα που πήρε η Μαρία, ήτανε Χίτης. Την είδε στη Σελίνιτσα, που βγήκε από την Καλαμάτα, από τη βενζίνα, και πήγε σ’ ένανε που πήγε η Μαρία −γιατί ήτανε γνωστός του πατέρα μου− και του λέει: «Αυτή η κοπέλα -του λέει- τίνος είναι;» Του λέει: «Είναι του Διονύση του Μαραβελέα, ο οποίος είναι πολύ φίλος μου και πολύ καλός άνθρωπος». Του λέει ο Σταύρος: «Μπορείς να κάμεις τίποτα; Μ’ αρέσει -του λέει- να την κάμω γυναίκα μου». Η αλήθεια ότι ήτανε λεβέντης. Όταν σου λέω λεβέντης, σαν τον παππού σου και πιο ψηλός. Και τότε, κι ο μπαμπάς μου, που παντρεύτηκε στην Πολιάνα η αδερφή μου... Τότε κι η Πολιάνα ήτανε πολύ φτωχό μέρος. Γιατί δεν υπήρχε δρόμος, δεν υπήρχε… Δεν ξέρανε τι θα πει το καρπούζι, το πεπόνι... Δεν το ξέρανε. Θυμάμαι που ερχότανε ο Σταύρος, όταν πήρε πια την αδερφή μου, έγινε το συμπεθέρι και την πήρε και έφυγε, με τη βενζίνα, πια νύφη. Από τη Σελίνιτσα έγινε ο γάμος. Στο Πραστείο δεν μποράγαμε να πάμε, κι έγινε στη Σελίνιτσα ο γάμος. Κι από τη Σελίνιτσα με τη βενζίνα πήγε στην Τραχήλα −έχεις πάει, μου [00:45:00]φαίνεται, στην Τραχήλα− και από την Τραχήλα ανεβήκανε με μουλάρια στην Πολιάνα.
Η βενζίνα τι είναι;
Η βενζίνα είναι σκάφος. Όπως έχει ο μπαμπάς σου το σκάφος, τότε ήταν οι βενζίνες, τις λέγαμε. Γιατί και από την Καρδαμύλη στην Καλαμάτα υπήρχε η βενζίνα. Δεν υπήρχε αυτοκίνητο. Με τη βενζίνα πήγαινε ο κόσμος. Έμπαινε στη βενζίνα, έβαζε τα πράματά του, πήγαινε ψώνιζε και με τη βενζίνα πια ερχότανε.
Είχε κάθε μέρα−
Ναι−
Δρομολόγιο;
Αρκεί να ‘τανε καλός καιρός, βέβαια, να ‘ταν καλοκαίρι.
Και πόση ώρα έκανε περίπου;
Μιάμιση ώρα. Ναι, όπως η μηχανή. Με τη μηχανή έφευγε τότες.
Αν συγκρίνεις, άμα λέω, Άρτεμις, η δική μας ζωή από τους γονίδες μας, δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά. Αν κρίνω, η δική μου ζωή από τα παιδιά μου, μεγάλη διαφορά. Αν κρίνω για τα εγγόνια μου! Αλλά έχουν αλλάξει τα πάντα! Τότε, δεν ξέρω αν πρέπει να... Αν μία κοπέλα παράφευγε −να ‘χει ένα αγόρι, όπως το ‘χεις εσύ κι ο καθένας−, δεν υπήρχε. Τ’ αδέρφια της την σκοτώνανε. Κι ούτε φυλακή πηγαίνανε. Στη Μάνη ξέρω δύο περιπτώσεις εγώ, στα χρόνια μου. Στο Πετροβούνι, ένας... Μήπως πρέπει να το σβήσεις, να μην τα λέμε αυτά; Αυτή η κοπέλα έμεινε έγκυος. Δεν το ‘ξερε κανένας. Γιατί φοράγαν τότες τις μπελερίνες. Ξέρεις τι θα πει «μπελερίνα»; Πλέχανε μοναχές τους οι κοπέλες, τη ρίχνανε απάνω τους, μέχρι εδώ, πλεχτή. Και φοράγαν τα ζωστά φορέματα, φαρδιά, όπως είναι ευτουνού τώρα. Ήταν έγκυος, δεν την είχε πάρει... Ήταν η μάνα της, ήταν ο πατέρας της. Το ξέρανε αυτοί, βέβαια. Πιστεύω ότι το ξέρανε. Και έγινε το άλλο. Αφού γέννησε το παιδί −τώρα, ή ζωντανό ή πεθαμένο, δεν το ξέρω−, πήγανε και το βάλανε σε μία σπηλιά... Ξέρεις τι είναι η σπηλιά; Σε μία τρύπα. Πήγε ένας Πετροβουνιώτης −έβρεχε− στη σπηλιά και κοιτάει, και βρέχει το παιδί. Πάει στο σπίτι αυτός, στη μάνα και της το είπε. Είχε ψιθυριστεί, δεν είχε. Δε, ο αδερφός της κοπέλας αυτός είχε γίδια. Ξέρεις τι θα πει «γίδια»; Άγριες κατσίκες. Και τις είχε στου Τζάνη, από κάτω, κοντά στο Πετροβούνι. Και πάει η συγχωρεμένη και του είπε το νέο. Αυτός τότε... Όλοι αυτοί που φυλάγαν τα γίδια είχαν και την καραμπίνα. Κυνήγαγαν κιόλας. Κι όπως είχε με την καραμπίνα, έρχεται στο Πετροβούνι και πάει από τη μάντρα... Ξέρεις τι ‘ναι η μάντρα; Και αυτή καθότανε στο λιακό −το λέγαμε, στο λιακό− και τη βαράει και τη σκοτώνει.
Στο λιακό; Δηλαδή;
Καθόταν έξω, πώς να σου πω; Έξω στην ταράτσα, που λέμε τώρα. Κατάλαβες; Τότε τις λέγαμε στο λιακό εμείς. Λοιπόν... Και τη βάρεσε, τη σκότωσε. Ούτε φυλακή, ούτε τίποτα. Ο άλλος στο Πραστείο...
Και το παιδί;
Το παιδί, δεν ξέρω. Πεθαμένο πια το παιδί. Δεν ήτανε ζωντανό που το βρήκε. Αλλά τώρα, πεθαμένο το ‘καμε ή ζωντανό και το πνίξανε τίποτα... και πήγε και το ‘βαλε; Δεν έκοβε το μυαλό τους να σκάψουνε, να το βάλει μέσα; Γι’ αυτό θέλω να σου πω ότι −σου λέω− οι δικοί μας... Αν, δηλαδή, μία κοπέλα είχε αγαπήσει κάποιον, δεν υπήρχε λέξη αγάπης. Δηλαδή, αν έλεγα εγώ στον πατέρα μου: «Ξέρεις, ρε πατέρα, αγαπάω αυτό το παιδί», έτσι. «Τι θα πει αγάπη; Τι θα πει αγάπησες; Αγάπη δεν υπάρχει». Όταν εγώ με τον παππού σου −δεν το κλείνεις;− όταν εγώ γνώρισα για πρώτη φορά τον παππού σου, σ’ ένα χωριό, είχα πάει σ’ έναν γάμο, κι εγώ κι εκείνος καλεσμένος, χωρίς να γνωριζόμαστε... Εμένα ο γάμος αυτός ήταν της πρώτης μου ξαδέρφης. Ο παππούς σου, τότε βέβαια, ήτανε κουμπάρος. Τον στεφάνωνε με την Τασία, που σου ‘χω πει. Και μου λέει: «Βούλα!» Εγώ, εν τω μεταξύ, είχα, θυμάμαι, μία ποδίτσα ζώσει και βοήθαγα την ξαδέρφη μου στο σερβίρισμα. Και μου λέει: «Χορεύουμε ένα ταγκό;» «Και γιατί δεν χορεύουμε;» λέω εγώ. Αφορμή γύρευα κι εγώ. Τότε δεν[00:50:00] ήμουνα, 19-20 χρόνων... Δεν ήμουνα. Αλλά ήτανε κι ο μπαμπάς μου, εκεί στην ξαδέρφη, γιατί ήτανε δική μας... Ξέρεις τι κακό μου ‘κανε ο πατέρας μου εμένα; Πώς άφησα έναν άνθρωπο να μ’ αγκαλιάσει; «Καλά, δεν ντρεπόσουνα;». Θέλω να σου πω, γι’ αυτό σου λέω ότι η ζωή... Αν υπήρχε και τώρα ακόμα, αν ο παππούς σου, ο Κωστάκης, γινόταν αυτά που κάνετε! Θα ‘χαμε πόλεμο! Δεν το έγκρινε αυτό το πράγμα. Θέλαν να πούνε στην ηθικότητα. Δεν το εγκρίνανε.
Ωραία. Να πούμε κάτι τελευταίο που θες να πεις;
Ναι. Τι θέλεις; Μήπως, θέλεις να σου πω να γράψεις τα πάθη του Χριστού; Να τα πούμε ή δεν πρέπει;
Θες να τα πούμε άλλη φορά;
Όπως θέλεις.
Ωραία, ευχαριστώ πολύ, γιαγιά.
Ευχαριστώ εγώ που ‘ρθες και είπαμε τόσες κουβέντες. Και τώρα νομίζω ότι είμαι κοριτσάκι στο Πραστείο. Στο Πραστείο, σ’ ένα σπίτι, με τον Διονύσο, με την Αγγελική, με την Μαρία, με την Βούλα −του λόγου μου−, με τον Αλέξη. Α, ο Αλέξης ξέρεις πως μ’ έλεγε εμένανε; Γουστερίτσα, Μιλολέ.
Μιλολέ;
Μιλολέ!
Δηλαδή;
Γιατί ήμουνα πολύ αδύνατη εγώ. Κοπέλα ήμουνα πάρα πολύ αδύνατη. Και γι’ αυτό μ’ έλεγε Γουστερίτσα. Γουστερίτσα, ξέρεις τι ‘ναι; Έχεις δει κάτι ζωύφια που πάνε στους τοίχους; Γουστέρες τα λέγαν αυτά. Μιλολέ… Μία φορά να σου πω... Όταν ήμουνα στου πατέρα μου −θα ‘μουνα 16-17 χρόνωνε−, δίπλα στο σπίτι που μέναμε υπήρχε ένα άλλο σπίτι, κήπος. Και βάζαμε καλοκαιρινά. Είχαμε στέρνα. Είχε στέρνα ο πατέρας μου, το οποίο είχε μαγκάλι. Και γύριζε και βγάζαμε το νερό από τη στέρνα. Κι είχε κήπο, καλοκαιρινά. Και μου λέει: «Βούλα, πάρε το φανάρι και πήγαινε στον κήπο να φέρεις δύο ντομάτες, τρεις». «Ναι, πατέρα, να πάω». Αψιφουμένο, βέβαια. Δέκα βήματα δεν ήταν ο κήπος. Πήρα το φανάρι εγώ, πήγα από κει από την πορτούλα, ανοίγω κανονικά να πάω. Ο Αλέξης −Θεός σχωρέσ’ τον που τον μελετάμε− ανεβαίνει τη μάντρα και πάει και χώνεται στις ντομάτες. Ντομάτες ήταν... ταράτσα τις έκανε ο πατέρας μου. «Ταράτσα» θα πει με καλάμια μέχρι κει και πλέχανε οι ντομάτες. Και πάει και χώνεται, και πάω να βάλω εγώ το χέρι μου να κόψω την ντομάτα... Μου κάνει! Τώρα, νύχτα εγώ... Δε, του λόγου του, αφού ανέβηκε τη μάντρα, πήγε να κατεβεί πάλι από τη μάντρα. Όπως αγκαλιάζει την πέτρα να κατεβεί, φεύγει η πέτρα και του σπάει το πόδι. Αφού και μου 'λεγε: «Μιλολέ, Γουστερίτσα, εσύ τα φταις!» Και του ‘λεγα: «Είδες; Ο Θεούλης είναι δίκαιος! Εγώ πήγαινα στη δουλειά σου, εσύ γιατί ήρθες;» Αυτός πήγε να πάει μπροστά από μένα, να το πω εγώ στον μπαμπά, αλλά ο μπαμπάς δεν θα το πίστευε. Αφού, θα σου πει: «Ο Αλέξης είναι εδώ! Τι μου λες ο Αλέξης!» Πήγε πια να κατεβεί από κει να πάει μπροστά από μένανε, παρ’ τονε κάτω. Και τότε δεν υπήρχαν να τον φέρει στην Καλαμάτα να του... Και του βάζαν οι γριές, η γιαγιά, η μαμά, φυσικά πράγματα. Δηλαδή, εγώ θυμάμαι ότι μία σκορδοπλεξίδα −που τη λέγαμε− τη βάζανε στο τηγάνι με πίτουρα και του δέναν το πόδι απάνω. Σαράντα μέρες να περπατήσει! Κι άμα αγνάντευα εγώ, και μου ‘λεγε: «Μιλολέ, Γλυκιάρα, εσύ τα φταις που γκρέμισα εγώ!» «Δεν τα φταίω εγώ. Ο Θεούλης είναι δίκαιος», του ‘λεγα εγώ.
Πώς σε είπε; «Μιλολέ…»;
Μιλολέ.
Το «Μιλολέ» τι σημαίνει;
Ξέρω ‘γω!
Και το άλλο; «Γλυκιάρα»;
Γλυκιάρα, Μιλολέ. Στριγκλιάρα μ’ έλεγε. Ότι φώναζα, επειδή φώναζα. Έλεγε και τ’ άλλο, ρε Άρτεμις, και μου ‘λεγε. Τότε που ‘μαστε παιδιά, είχαμε ένα κρεβάτι όλα τα παιδιά και μέναμε. Το λέγαμε καμαρούλα, το δωμάτιο που μέναμε. Έμενε στη μία γωνία η γιαγιά −είχαμε το κρεβατάκι της− και στο άλλο, το δωμάτιο όλο, είχε ο μπαμπάς φτιάξει ένα κρεβάτι με τάβλες, και στρώμα βέβαια. Και έλεγε ο συγχωρεμένος, παιδιά τώρα. Κατάλαβες; Αφού ξυπνάγαμε, έλεγε: «Γάιδαρος!» ότι είναι γάιδαρος. Ανέβαινε επάνω μας, περπάταγε με τα χέρια και με τα πόδια, πήγαινε η Αντωνία, η μικρή, και τονε καβάλαγε απάνω, και έλεγε πια[00:55:00]: «Ο γάιδαρος είμαι εγώ! Ποιος θα ‘ρθει τώρα ν’ ανεβεί απάνω;» Κι άμα ερχόταν ο πατέρας μας, σούζα όλα! Κι άμα ερχόταν η μαμά, δεν μας έλεγε τίποτα. Φωνάζουμε εμείς, παίζαμε τώρα τόσα παιδιά. Φαντάσου τι γινότανε! Κι έλεγε: «Γάιδαρος εγώ!» Η Μαρία, η αδερφή μου, θυμάται και πολλά παραμύθια που μας λέγανε, ο παππούς, η γιαγιά... Μου λέει: «Δεν τα θυμάσαι;» «Πού τα θυμάσαι εσύ, μωρέ Μαρία! Θυμάμαι εγώ τα παραμύθια; Εγώ ένα δύο», της λέω.
Θυμάσαι που σας έλεγα το παραμύθι του Κωνσταντίνου; Γυναίκα πού ‘ναι το παιδί και πού ‘ναι ο Κωνσταντής; Και μου ‘λεγες εσύ: «Γιαγιά!» «Τι ‘ναι, Αρτεμούλα μου;» «Γύρισε κατά μένα! Γιατί αυτός δεν το μαθαίνει το παραμύθι. Εγώ θα το μάθω!»
Για ξαναπές το. Πώς πάει το παραμύθι;
Ο Λιάκος βγήκε στα βουνά να λαγοκυνηγήσει. Φέρνει τα ‘λάφια ζωντανά, τα αρκούδια ημερωμένα, κι ένα μικρό λαφόπουλο, του γιου του ημερωμένο. Βαρεί βιτσιά τ’ αλόγου του, στο σπίτι του πηγαίνει. «Γυναίκα, πού ‘ναι το παιδί και πού ‘ναι ο Κωνσταντής;» «Το ένιψα, το χτένισα και στο σχολειό το έστειλα». Βαρεί βιτσιά τ’ αλόγου του και στο σχολειό πηγαίνει. «Δάσκαλε, πού ‘ναι το παιδί και πού ‘ναι ο Κωνσταντής;» «Τρεις μέρες έχω να το ιδώ», του λέει ο δάσκαλος, «και τρεις να το διαβάσω, κι αν δεν ερθεί και σήμερα, εγώ θα το ξεγράψω», του λέει. Βαρεί βιτσιά τ’ αλόγου του, στο σπίτι του πηγαίνει. «Γυναίκα, πού ‘ναι το παιδί και πού ‘ναι ο Κωνσταντής;» «Το ένιψα, το χτένισα, στη μάνα σου το έστειλα» Βαρεί βιτσιά τ’ αλόγου του, στη μάνα του πηγαίνει. «Μανούλα, πού ‘ναι το παιδί και πού ‘ναι ο Κωνσταντής;» «Τρεις μέρες έχω να το ιδώ και τρεις να τ’ απαντήσω, κι αν δεν ερθεί και σήμερα, εγώ θα παραλοΐσω», του λέει. Βαρεί βιτσιά τ’ αλόγου του, στο σπίτι του πηγαίνει. «Γυναίκα, πού ‘ναι το παιδί, πού ‘ναι ο Κωνσταντής;» Του λέει εκείνη: «Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κι όπου και να ‘ναι θα ‘ρθει» Πρώτη μπουκιά που κάρφωσε και τον σταυρό του κάνει. Και του μίλησε το παιδί: «Αν είσαι Τούρκος, φάε με, Ρωμιός, κατάληξέ με, κι αν είσαι ο πατερούλης μου, σκύψε και φίλησέ με». Απ’ τα μαλλιά την άρπαξε, της κόβει το κεφάλι, και μια κλωτσιά της έδωσε, στον μύλο την πετάει. «Άλεθε, μύλε μ’, άλεθε, με μιας Ρωμιάς κεφάλι, για να το μάθουν οι Ρωμιές, να μην το κάνει άλλη» Τι είχε κάνει, όμως, αυτή η μάνα; Τα ‘παιζε με έναν Τούρκο, γιατί της είπε το παιδί... Έχω ξεχάσει. «Παίζε τα, μάνα, παίζε τα μ’ αυτόν τον Παλιοτούρκο. Το βράδυ θα ‘ρθει ο τάτας μου κι όλα θα τα μαρτυρήσω». Και του λέει: «Τι θα μαρτυρήσεις, ρε παλιόπαιδο;» «Ό,τι είδαν τα ματάκια μου κι ακούσανε τ’ αυτιά μου». Κι αυτή το ‘πιασε, το καλόπιασε με σκάδια, με καρύδια και στην ποδιά της το ‘βαλε, του κόβει το κεφάλι. Κι έβγαλε το συκώτι του και το μαγείρεψε να το φάει ο πατέρας. Γι’ αυτό είπε ότι το συκώτι τού μίλησε πια.
Ωραία. Να κλείσουμε εδώ;